«Είμαι τρελά ερωτευμένος με την Κέρκυρα!»: Ένας Μαντουκιώτης περιγράφει την Κέρκυρα του '60
[00:00:00]
Λοιπόν, καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;
Μιχάλης Γραμμένος, συνταξιούχος Δημοσίου.
Λοιπόν, είναι Τετάρτη σήμερα, 17 του Φλεβάρη 2021, είμαι με τον κύριο Μιχάλη Γραμμένο, βρισκόμαστε στον Ανεμόμυλο στην Κέρκυρα. Εγώ ονομάζομαι Μαριλίζα Βλαστού, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, Μιχάλη, από πού θα ήθελες να ξεκινήσουμε;
Το θέμα είναι όπου θέλεις, οποιοδήποτε θέμα της Κέρκυρας, της παλιάς ωραίας Κέρκυρας, ειδικότερα της δεκαετίας του ’60, την οποία έζησα πολύ ζωντανά, έχω ακόμα στο μυαλό μου όλες τις εικόνες, όλα, πολλά, πολλά, πολλά που με συγκινούν, που αναμοχλεύουνε, θα έλεγα, τη μνήμη μου και με συγκινούν απεριόριστα. Οτιδήποτε θέμα θέλεις, Μαριλίζα μου, μπορούμε να καταπιαστούμε.
Πολύ ωραία. Θα ήθελες να ξεκινήσουμε από όταν θυμάσαι εσύ τον εαυτό σου, από όσο μικρό θυμάσαι εσύ τον εαυτό σου και τα βιώματά σου, ας ξεκινήσουμε από κει.
Να ξεκινήσουμε, λοιπόν. Πρέπει να πω ότι μεγάλωσα στο Μαντούκι, μία από τις φτωχογειτονιές της Κέρκυρας, με τα σπίτια τα χαμηλά, όπως λέει και το τραγούδι. Έζησα πάρα πολύ ωραία την παλιά γειτονιά, τη χόρτασα. Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις, εικόνες από παλιά παιχνίδια, από το σχολείο μας, από την εκκλησία μας, από τις διάφορες γιορτές, πώς τις γιορτάζαμε, πώς τις λαχταρούσαμε, πώς τις περιμέναμε, τα παιχνίδια που παίζαμε σαν μικρά παιδιά, όλες τις αταξίες που κάναμε. Γενικά όλη αυτήν την εικόνα, την υπέροχη εικόνα που έζησα από μικρό παιδί, σε μια Ελλάδα που δυστυχώς σήμερα έχει φύγει αυτή η Ελλάδα. Δεν υπάρχει αυτή η Ελλάδα που αγαπήσαμε όλοι εμείς οι πιο μεγάλοι. Η δεκαετία του ’60, από πού να ξεκινήσεις και τι να περιγράψεις, με το σχολείο που σου προείπα, με την παλιά γειτονιά, την ωραία, με τους καλούς μου γειτόνους, με τους φίλους μου που παίζαμε ατέλειωτες ώρες έξω στις αλάνες. Τώρα δεν υπάρχουν αλάνες πλέον. Τα παιδιά..., ούτε υπάρχουνε πλατείες για να παίξουν τα παιδιά. Τώρα δυστυχώς οι πλατείες έχουνε γίνει πάρκινγκ, έχουνε γίνει εστιατόρια και τα παιδιά δεν έχουν πού να παίξουνε ή παίζουνε κάπου, ας πούμε, σε... Έχουν αφοσιωθεί κυρίως με τα ηλεκτρονικά, πράγματα που εμάς ήτανε άγνωστες για εκείνη την εποχή. Εμείς καν δεν είχαμε ούτε φροντιστήρια, δεν είχαμε τίποτα. Και τα περισσότερα παιχνίδια, πρέπει να σου πω, Μαριλίζα μου, ήταν αυτοσχέδια, τα φτιάχναμε εμείς, τα περισσότερα παιχνίδια που παίζαμε. Παίζαμε ώρες ατέλειωτες μέχρι που έβγαινε οι μανάδες μας να μας φωνάξουν, μέχρι που δεν βλέπαμε και συνεχίζαμε και παίζαμε. Ήτανε μια ωραία εποχή. Ήτανε πολύ ωραίος ο κινηματογράφος τότες. Ήτανε πάρα πολύ ωραίες ταινίες, κοινωνικές ταινίες, αισθηματικές ταινίες, που ζήσαμε πολύ μεγάλους ηθοποιούς. Πολύ ωραία τραγούδια. Ήταν, θα έλεγα, η δεκαετία του ’60 ήτανε μία πολύ συνταρακτική δεκαετία σε πολλά θέματα, σε πολιτιστικά θέματα, σε κοινωνικά, σε πολιτικά, στον χώρο της μουσικής, στον χώρο του κινηματογράφου, του θεάτρου. Γενικά, ήτανε..., είχαν έρθει πολλά, είχε ξεκινήσει ένα είδος, καινούριο είδος τραγουδιού που το 'ζησα και μ’ άρεσε πάρα πολύ, τα τραγούδια του Νέου Κύματος, τα οποία ήταν υπέροχα, που ξεκινήσανε από την Αθήνα, από την Πλάκα, στις μπουάτ. Μπουάτ σημαίνει δωμάτιο, κουτί. Είναι γαλλική λέξη και είχανε ξεκινήσει τότες από την Αθήνα με μικρά σχήματα, με ένα πιάνο, μια κιθάρα, ένα τραγούδι. Εκτός αυτά, περνάγανε κι άλλα μηνύματα, λέγανε και κάποια ποιήματα -ξεφεύγω λίγο απ' το θέμα- αλλά θέλω να σου πω ότι αυτό το είδος της μουσικής επικρατούσε τότες, όπως πρέπει να πούμε ότι εδώ στην Κέρκυρα άρεσαν πολύ και τα ιταλικά τραγούδια. Ήταν τότε, θυμάμαι, και το παρακολουθούσαμε με πολλή αγωνία, το Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Ήτανε κάτι το καταπληκτικό. Όπως φυσικά ήτανε και το Φεστιβάλ, που το ακούγαμε στην αρχή από το ραδιόφωνο, το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, διότι πρέπει να ξέρεις -είσαι πάρα πολύ μικρή- στην Κέρκυρα η τηλεόραση πρωτοήρθε το 1972, ΕΙΡΤ λεγόταν, Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Και κάθε που έβρεχε, πάνω στον Παντοκράτορα που ήταν η κεραία, για 2-3 μέρες, μέχρι να στεγνώσει, δεν εβλέπαμε τηλεόραση. Ήταν ωραία παιχνίδια τότε. Θες να σου αναφέρω παιχνίδια που παίζαμε;
Βεβαίως!
Παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κουτσό, που αν πεις τώρα στα παιδιά δεν τα ξέρουνε. Παίζαμε βόλους, επαίζαμε τσιλίκι.
Τι είναι το τσιλίκι;
Το τσιλίκι ήταν ένα παιχνίδι με ένα ξύλο μεγάλο και ένα ξύλο πιο μικρό. Εκεί στο Μαντούκι το λέγαμε «μουρούνια». Ήταν η μουρούνα και το μουρούνι και το χτυπάγαμε έτσι και έχει κάποιους κανονισμούς όσο πιο μακριά πάει και μετά χτύπαγες το μικρό το ξύλο και όσο το χτύπαγες πιο ψηλά έπαιρνες και περισσότερους πόντους. Οι κοπέλες επαίζανε συνήθως τις κουμπάρες, επαίζαν τον γιατρό, επαίζανε άλλα έτσι... Παίζαμε «Βασιλιά, βασιλιά, τι ώρα είναι; Βασιλιά, βασιλιά, τι δουλειά;». Επαίζαμε ένα άλλο παιχνίδι που -«Βασιλιά και βούρδουλα»- ένα παιχνίδι που το παίζαμε συνήθως μετά το Πάσχα. Ήτανε με το κότσι που 'χει το αρνί, τα οποία οι κοπέλες τα βάφανε κόκκινα τα κότσια από τα αρνιά και παίζανε πεντόβολα μ' αυτά. Μαζί με τα αυγά, εβάφανε και τα κότσια και παίζανε αυτά τα διάφορα παιχνίδια. Καθόμαστε το βράδυ μέχρι αργά, ήταν ανεμελιά μεγάλη. Πρέπει να σου πω ότι στην παλιά, ωραία γειτονιά -που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει- με τα ωραία της σπίτια τα χαμηλά της, με τη γοητεία της, με τους γειτόνους τους παράξενους, ξέραμε τις γκρίνιες τους, ξέραμε το φιλότιμο, ξέραμε του καθεμιανού το παρατσούκλι του, τις ιδιοτροπίες του, τι τ' άρεσε, τι δεν του άρεσε. Καθόμαστε και παίζαμε ώρες ατέλειωτες. Και ειδικά τα καλοκαίρια, τα καλοκαίρια ήτανε μαγεία. Τα καλοκαίρια στην Κέρκυρα ήτανε μαγεία από πολλές πλευρές, διότι ξέχωρα από την παλιά γειτονιά που παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ, οι παλιοί οι γειτόνοι καθόνταν έξω στα πεζούλια και εκεί έξω τρώγανε, εκεί έξω πίνανε, εκεί έξω τραγουδούσανε και εμείς μικρά παιδάκια παίζαμε εκεί ανέμελα. Θυμάμαι ήμουνα μικρό παιδάκι και η μητέρα μου με έστελνε -η μάνα μου, η μανούλα μου, η Μαρία- με έστελνε μαζί με άλλα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίναμε κάτω στη Σπηλιά, εκεί στα καΐκια. Εκεί, λοιπόν, ερχόντανε από τη Λευκίμμη καΐκια που φέρνανε καρπούζια, πεπόνια, από εκεί παραγωγής. Τα καρπούζια δεν τα λέγανε, κατ’ αρχήν, καρπούζια στην Κέρκυρα, τα λέγανε «χειμωνικά». Εγώ ήμουνα μεγάλο παιδί και έμαθα ότι τα λένε καρπούζια. Όπως λέμε εδώ τα μούσμουλα, στα άλλα μέρη τα λένε μούσμελα, εδώ τα λέμε νέσπολες, είναι χειμωνιάτικες και καλοκαιρινές. Και πήγαινα, λοιπόν, η μητέρα μου με έστελνε, και πήγαινα με τα άλλα παιδιά και φέρναμε και ντομάτα, η οποία ήταν έτσι μακρουλή και τη λέγανε βαρδάτσα. Αυτή ήτανε καλή για σαλάτα. Τα φέρναμε, λοιπόν, από το Μαντούκι -από τη Σπηλιά κάτω- τα φέρναμε στα σπίτια μας και πρέπει να σου πω ότι τα περισσότερα σπίτια στο Μαντούκι είχανε μέσα πηγάδια. Σε αυτά τα πηγάδια, λοιπόν, με τα κοφίνια, εβάναμε τα καρπούζια, τα πεπόνια μες στα κοφίνια και τα βουτούσανε μες στο πηγάδι μέχρι το βράδυ που τα βγάναμε στη γειτονιά και καθόντανε όλοι στη γειτονιά -θα 'λεγα- σαν μεγάλη οικογένεια και τρώγαμε εκεί πέρα και ήταν μία φανταστική εικόνα. Δεν υπήρχανε τότες ηλεκτρικά ψυγεία, ήτανε κάποια, είχανε ξεκινήσει σιγά σιγά να βγαίνουν τα ψυγεία με πάγο, με κολόνες από πάγο. Υπήρχε εδώ στην Κέρκυρα εργοστάσιο του Μαργαρίτη, που έκανε παγοκολόνες. Ήτανε στη γειτονιά μου, θυμάμαι, ένας ο οποίος ήτανε παγοπώλης, είχε κάτι μεγάλες κολόνες, είχε φτιάξει μια λάμα από πριόνι περιτυλιγμένη από ένα πανί γερό για να μπορεί να το πιάνει και του 'λεγες εκεί: «Θέλω 2 δραχμές, 3 δραχμές» και ήταν τα ψυγεία που επικρατούσαν, δεν υπήρχε... Όπως δεν υπήρχαν και ηλεκτρικές κουζίνες και ηλεκτρικά..., φούρνοι δεν υπήρχανε. Ο κόσμος τότε τα 'παιρνε στον φούρνο, στον φούρνο της γειτονιάς του, υπήρχανε πάρα πολλοί φούρνοι και τα 'ψηνε ο φούρνος εκεί. Να σου πω και ένα έτσι να γελάσεις, μια φορά που είχε συμβεί με έναν φούρναρη ότι είχε πάει μία, η κυρα-Νίτσα, στον φούρναρη για να πάρει το κοτόπουλό της να τση το ψήσει. Λοιπόν, και ξέρεις τι κάνανε και οι περισσότεροι; Τρώγανε τσι πατάτες και μετά τσι απλώνανε μες στο ταψί για να φαίνονται πολλές, για να μη νομίζουν ότι τις έχουνε πάρει τις πατάτες. Λοιπόν, επήγε η κυρα-Νίτσα και αφού πήγε η κυρα-Νίτσα λοιπόν εκεί, το πήρε το πρωί, πάει το μεσημέρι και διαπίστωσε ότι από το κοτόπουλο έλειπε ένα μπούτι. Λοιπόν, το μπούτι αυτό το είχε φάει ο πιτσιρίκος που είχε μέσα, ο βοηθός ο ψήστης, το 'χε φάει, αλλά ο κυρ-Γιάννης ετοιμόλογος, ο φούρναρης. Του λέει: «Κύριε Γιάννη μου -του λέει- λείπει ένα μπούτι από το κοτόπουλο». «Όχι -τση λέει-, Παναγιά κοντά σου, το κοτόπουλο ήτανε κουτσό!». Λοιπόν, κάτι τέτοια ευτράπελα γινόντανε μέσα στην Κέρκυρα. Πρέπει να σου πω για τα..., εκτός από τα παιχνίδια, το καλοκαίρι που παίζαμε μέχρι αργά, οι περισσότεροι από τους γονείς μας, οι παππούδες μας, εκοιμόνταν και έξω στα πεζούλια, τα οποία ήτανε..., είχανε ανάψει όλα από τον ήλιο που είχανε ανάψει και δεν μπόρεσε... Και κοιμόντανε εκεί, ξυπνούσανε το πρωί, πήγαιναν μέσα, πλένανε το πρόσωπό τους και πήγαιναν κατευθείαν για δουλειά. Ένα άλλο ωραίο που θυμάμαι είναι ότι εκάναμε μπάνιο το βράδυ. Εκεί που είναι τώρα, που ήτανε παλιά του Ζαφειρόπουλου, στο Μαντούκι, ένα εργοστάσιο το οποίο παρήγαγε μακαρόνια. Ήταν ένα εργοστάσιο... Πρέπει να σου πω ότι στην Κέρκυρα υπήρχανε 3 εργοστάσια που φτιάχνανε μακαρόνια. Ήτανε του Ζαφειρόπουλου στο Μαντούκι και ήταν άλλα 2 στη Γαρίτσα, του Μπάκλη και του Δαλιέτου. Ήτανε εργοστάσια τα οποία τροφοδοτούσαν όλη την Ελλάδα, όπως ήτανε και πολλά εργοστάσια εδώ στην Κέρκυρα, βιοτεχνίες να το πω καλύτερα, οι οποίες έφτιαχναν σφυρίδες και ελαιόπανα, [00:10:00]τα οποία αυτά τα χρησιμοποιούσανε τότες, γιατί η κυριότερη παραγωγή στο νησί μας, ο κύριος πόρος ζωής του νησιού μας ήταν οι ελιές και το λάδι. Και είχε πάρα πολλές, τέτοια εργοστάσια που φτιάχνανε, τα οποία χρησιμοποιούσανε στα λουτρουβιά, τα οποία λουτρουβιά τότες δεν ήτανε αυτά τα σύγχρονα, ήταν με το άλογο ή με το γαϊδούρι που γύριζε έτσι σε μεγάλες..., απ' τα λιθάρια, εκεί που αλέθανε, που πατούσανε τσ’ ελιές. Λοιπόν, και κάναμε μπάνιο και το καλοκαίρι. Ήτανε δηλαδή μαγεία! Παιχνίδι ατελείωτο, όλη μέρα το πρωί στη θάλασσα, με ένα κομμάτι ψωμί, λάδι και ζάχαρη στο χέρι. Αυτό ήτανε, ψωμί, λάδι και ζάχαρη, ροδοκόκκινα πρόσωπα και από το πρωί μέχρι το βράδυ κάναμε μπάνιο σε μια ωραία τοποθεσία στο Μαντούκι που τη λέγανε «Αγερίνες». Τη λέγανε «Αγερίνες», είναι μια ψιλή άμμος η αγερίνα. Εκεί λοιπόν, σε αυτήν ήτανε μια μάντρα οικοδομών, που είχε εκεί και χαλίκι, είχε και αγερίνες, είχε και κάτι άλλα διάφορα -πώς να το πω;- οικοδομικά υλικά και το λέγαμε «Αγερίνες». Εκεί περνούσαμε ατέλειωτες ώρες. Παιχνίδι, φλερτ, ωραία πράματα, μιας αλλιώτικης, πιο ρομαντικής εποχής.
Πολύ ωραία. Από όλα αυτά, λοιπόν...
Επίσης-
Ναι...
Να συμπληρώσω κάτι, μια και αναφερόμαστε στο καλοκαίρι. Η μαγεία του καλοκαιριού πρέπει να σου πω ότι ήταν οι θερινοί σινεμάδες. Οι θερινοί σινεμάδες ήτανε μία μαγεία..., τι να σου πω. Η Κέρκυρα είχε πάρα πολλούς θερινούς σινεμάδες. Είχε την «Όαση», η οποία ήτανε πάνω ακριβώς από το γυμναστήριο, εκεί που είναι..., γι’ αυτό και η περιοχή λέγεται Όαση, εκεί ακριβώς απέναντι, εκεί που είναι μια πλατειούλα ωραία, που είναι η Ιόνιος Βουλή, εκεί πέρα. Τώρα είναι μια ζούγκλα. Ήταν ο «Ορφέας» στην, εκεί στην Πόρτα Ρεμούντα και ήτανε και ο «Φοίνικας». Ήτανε το «Παλλάς», καλοκαιρινός σινεμάς και ήτανε και 2 μετέπειτα νεότεροι σινεμάδες, οι οποίοι εγίνανε τη δεκαετία του ’70. Ήτανε επί της οδού Μαρασλή, ο Μαρασλής, πρέπει να σου πω -παρένθεση- η οδός Μαρασλή, ξέρεις, είναι ο παράλληλος δρόμος με τη Λεωφόρο Αλέξανδρας. Ο Μαρασλής ήτανε ένας ευεργέτης Κερκυραίος, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη, συγκεκριμένα από την Κομοτηνή. Ήτανε μικρασιατικής καταγωγής, αγαπούσε πάρα πολύ την Κέρκυρα και έφτιαξε εκεί το Μαράσλειο, εκεί που είναι τώρα, στεγάζονται οι υπηρεσίες, εκεί ήταν ορφανοτροφείο πρώτα. Ήτανε για άπορα παιδιά, το 'χε χαρίσει αυτός ο άνθρωπος. Επί της οδού αυτού δηλαδή, της Μαρασλή, της παραλλήλου, όπως είπαμε, με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας ήτανε, μπροστά ήτανε το «Άλσος» και μετά ήτανε το «Ναυσικά». Τώρα, δυστυχώς δεν υπάρχει παρά μόνο ένας σινεμάς. Το «Παλλάς» πρέπει να πούμε ήτανε και χειμερινός. Εκεί ήτανε και εκεί μαγεία γιατί πηγαίναμε τον χειμώνα, περισσότερο και πρέπει να σου πω ότι τον χειμώνα οι σινεμάδες ξεκινούσανε το σαββατοκύριακο από τις 14:00 η ώρα, 14:30 η ώρα το μεσημέρι, με έργα ας πούμε κλασικά, με έργα με Ζορό, φέρνανε με Ταρζάν, με τέτοια, με Ρωμαίους, με Σπάρτακο, με τέτοια. Και φυσικά ήτανε και το ποδόσφαιρο που ήτανε, που πήγαιναμε να δούμε μπάλα. Ήταν ωραίες στιγμές. Παρέες ωραίες θυμάμαι, παρέες παρέες, πηγαίναμε απ' το Μαντούκι, όλοι οι φίλοι μας και πέρναγε ωραία η ζωή μας. Και στο σχολείο μας ήτανε πάρα πολύ ωραία. Πραγματικά μαθαίναμε ωραία γράμματα. Μαθαίναμε τα ήθη, τα έθιμα του τόπου μας, την κάθε γιορτή τη γιορτάζαμε με την απόλυτη μεγαλοπρέπεια. Τσι 25 Μαρτίου, 28 Οκτωβρίου, τσι 21 του Μάη, που είναι εδώ η τοπική μας γιορτή. Πηγαίναμε, καμαρώναμε στις παρελάσεις, κάναμε ωραία σκετς, κάναμε γυμναστικές επιδείξεις. Υπήρχε σεβασμός μεγάλος, σεβόμασταν τσου δασκάλους μας, μπορεί να μας μαλώνανε, όμως, μας βγήκε σε καλό. Ωραίες στιγμές.
Από όλα αυτά τα πολύ, έτσι, πλούσια που μου είπες, εμπειρίες, θυμάσαι έτσι δικά σου βιώματα, δικά σου, περιστατικά;
Ναι! Πολλά περιστατικά! Πρέπει να σου πω ότι μικρό παιδί ήμουνα πάρα πολύ άτακτος. Δεν μπορείς να φανταστείς! Όπως κι όλα τα παιδιά της ηλικίας μου τότες, ήμουνα δηλαδή και από τη γειτονιά να 'λειπα, αν γινότανε κάτι, βάζαν κι εμένα και ας έλειπα εγώ. Είναι που λένε αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα! Λοιπόν, θα σου πω δύο περιστατικά. Πρέπει να σου πω ότι σαν μικρό παιδάκι που 'μουνα εκεί, ζούσαμε φτωχικά στην οικογένεια μου, αλλά ήμαστε πολύ αγαπημένοι και τα ξεχνούσαμε όλα, ούτε φτώχεια... Είχαμε τέτοια αγάπη όλη η γειτονιά, η κάθε γειτονιά ήτανε μια μεγάλη οικογένεια. Θυμάμαι μία φορά που είχα φύγει μαζί με την παρέα μου, καλοκαιράκι, θα 'μουνα πέμπτη; Ή πέμπτη ή έκτη δημοτικού, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς, ήτανε πάντως καλοκαίρι. Ήταν Ιούλιος μήνας. Τώρα που 'πα καλοκαίρι...
Ποιας χρονιάς;
Πρέπει να 'τανε ή το ’67 ή το ’68. Το ’68 είχα... Θα σου πω τώρα. Να τα πάρουμε με τη σειρά. Είχα φύγει, λοιπόν, με την παρέα μου εκεί από τη γειτονιά μου. Πρέπει να σου πω ότι η γειτονιά μου είναι εκεί η περιοχή που λέγεται «Βόγγολη». Ήτανε παλιά ένας γιατρός, ο οποίος λεγότανε Βόγγολης-Τεμπονέρας. Και η γειτονιά είναι, για να καταλάβεις, είναι η γειτονιά που είναι απέναντι από τα τεχνικά λύκεια. Εκεί που ήτανε το «Γας», που ήτανε το πρώτο εργοστάσιο που τροφοδοτούσε με γκάζι. «Γκαζ» το λέγανε, εμείς το λέγαμε «Γας» που ηλεκτροδοτούσε όλη την πόλη της Κέρκυρας. Λοιπόν, μικρό παιδί είχα φύγει με την παρέα μου και πήγα, εφύγαμε και ξέρεις πού φτάσαμε; Στις Αλυκές! Κάτω στη γέφυρα, δεν ήταν αυτή η γέφυρα, ήταν ένα μικρό γεφυράκι. Επηγαίναμε, λοιπόν, εκεί στις όχθες στο ποτάμι για να βγάλουμε σκουλήκι, βδέλλα, για να ψαρέψουμε τ' απόγευμα. Είχαμε το φτυάρι, πηγαίναμε στις όχθες να πούμε έτσι του ποταμού, είχαμε κάτι ωραία κεσεδάκια από αυτά από γιαούρτι, φύκι καθαρό και βάζαμε μέσα. Λοιπόν, και είχαμε φύγει όλη η παρέα. Αφού πήγαμε εκεί, λοιπόν, τη μάνα μου, να στο πω έτσι κερκυραίικα, την είχε κόψει η αγωνία. Αλλά την καθησύχασε μια άλλη γυναίκα, η οποία της είπε: «Μη φοβάσαι -τση λέει- κυρα-Μαρία μου, δεν λείπει μόνο ο Μιχάλης σου, λείπουνε και όλα τα παιδιά, κάπου έχουνε πάει παρέα -αυτά τα 'μαθα μετέπειτα- κάπου έχουνε πάει, λοιπόν, παρέα και μην ανησυχείς -τση λέει- θα 'ρθει». Και κάπου εκεί ηρέμησε η μάνα μου. Λοιπόν, αφού πήγαμε εκεί σαν καλοί νοικοκυραίοι και γυρίσαμε με τα αυτά, καθίσαμε, γυρνώντας από τις Αλυκές, ήτανε οι Αγερίνες, εκεί το στέκι μας, εκεί κάτσαμε και για μπάνιο και γύρω στη 1-1:30 η ώρα εγύρισα σπίτι μου. Λοιπόν, η μάνα μου με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Με το που με βλέπει -λες και τη βλέπω τώρα- «Έλα πουλάκι μου και ανησυχούσα!». Ήτανε ψηλή, ωραία γυναίκα η μάνα μου, λεβεντογυναίκα, και όπως ήταν έτσι κάνει μία έτσι από την περγουλιά και κόβει μια κλαδιά και μου 'καμε τα -ήμουνα και μικρούλης και αδύνατος- και μου 'καμε τα πόδια ρίγες. Έφαγα ξύλο, έβαλα και στις τσέπες μου! Και δεν φτάνει όλα αυτά όμως, με έδεσε από την κολόνα της ΔΕΗ! Ήτανε μια κολόνα της ΔΕΗ απέναντι απ' το σπίτι μου και με έδεσε εκεί γύρω γύρω με σκοινί σαν σαλάμι. Το θυμάμαι λες και..., όπως σ' τα λέω! Και αφού με έδεσε εκεί, έβγαινε κάθε λίγο, είχε και το νου της κάθε λίγο και έβγαινε και κοίταζε. Εγώ να 'χω ιδρώσει, να μου τρέχει ο ιδρώτας του χαμού, να διψάω. Και μου 'χε πει την εξής φράση η μάνα μου: «Κάτσε εκεί -μου λέει-καλύτερα να κλαις εσύ, παρά εγώ!». Για καλή μου τύχη, γιατί έχει και συνέχεια η ιστορία, επέρασε μια φίλη μου, παιδική μου φίλη, 2 χρόνια πιο μεγάλη μου, η οποία μετέπειτα έγινε και νύφη μου, επαντρεύτηκε τον αδελφό μου. Και είμαστε πάρα πολύ αγαπημένοι. Τα παιδιά ήτανε πάρα πολύ δεμένα στη γειτονιά, μπορεί να τσακωνόμαστε, να παίζαμε ξύλο, να βριζόμαστε, μετά θα παίρναμε ένα παγωτό, μια τυρόπιτα και το κόβαμε στη μέση και το μοιράζαμε. Και μετά ξανατσακωνόμαστε πάλι. Με είδε και έτσι, μου λέει: «Μιχάλη μου, πώς είσαι έτσι;». Και με έλυσε αμέσως και εγώ ελευθερώθηκα. Δεν επήγα, όμως, στο σπίτι, έκατσα εκεί. Βγαίνει η μάνα μου, μου λέει: «Ποιος σε έλυσε, Μιχαλάκη μου;» Τίποτα εγώ. «Θα το μάθω!». Λοιπόν, κάπως έγινε μετά από μέρες και κάποιος τση σφύριξε ότι με έλυσε η τάδε. Πάει, λοιπόν, η μάνα μου, το λέει στη μάνα της Κατίνας, της μετέπειτα νύφης μου, έτσι κι έτσι. Τρώει και εκείνη ένα βρωμόξυλο και κλαίγαμε πρίμο σεκόντο. Μια άλλη φορά -να σου πω κι αυτό, πολύ ωραίο- παίζαμε εκεί στη γειτονιά. Είχαμε εκεί στη γειτονιά μας, εκεί κοντά εις τον Αϊ-Χαράλαμπο, ήταν ένα υψωματάκι, το οποίο το λέγανε «Κουκούλα». Ήταν έτσι σαν υψωματάκι, ξέρεις όπως λέμε την κουκούλα από το ψωμί. Λοιπόν, και όπως παίζαμε κυνηγητό εκεί με τα άλλα τα παιδιά, η μάνα μου ήτανε καθισμένη στο πεζούλι με κάτι άλλες νοικοκυρές, επλέκανε, κάνανε βελονάκι, τέτοιο, της άρεσε πολύ αυτό. Ήτανε πάρα πολύ νοικοκυρά και πολύ καλή μαγείρισσα. Λοιπόν, με κυνήγησε ένα παιδί και πέφτω και χτυπάω πάνω στο πεζούλι και ευτυχώς που δεν χτύπησα στην κόψη του, εδώ στη γωνία από το πεζούλι, θα μ' ανοίξει... Αυτό το σημάδι το 'χω ακόμα, αυτό το σημάδι που βλέπεις εδώ είναι από τότες. Λοιπόν, και μ' άνοιξε το κεφάλι, εδώ το μέτωπό μου και να τρέχει το αίμα ποτάμι. Όπως ήτανε η μάνα μου εκεί, το 'κανε εκεί στη γειτονιά λίγο... Το ιώδιο το λέγανε κόκκινο τότε, «Βάλ' του -λέει- λίγο κόκκινο», και η μάνα μου έβγαλε το μαντίλι της και μου 'δεσε το κεφάλι με το μαντίλι της και με πήρε εδώ πέρα στους ώμους καλαβούτσι, που λέμε στην Κέρκυρα, [00:20:00]από το Μαντούκι στο ιατρείο. Ξέρεις πού είναι το ιατρείο, πίσω από την πρώην Εμπορική Τράπεζα, τώρα που είναι ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά είδη, Public, πώς λέγεται. Αυτό. Λοιπόν, εκεί ήτανε μία νοσοκόμα ήτανε, καθαρίστρια ήτανε, γιατρός ήτανε, η κυρία Ντάντα η Γραικούση. Ήτανε και ανάπηρη η κακομοίρα, είχε πρόβλημα και με το πόδι της, εκούτσαινε. Ξάπλωσα πάνω στο φορείο, καθάρισε με λίγο οξυζενέ εκεί. «Τι έπαθε -λέει- το παιδί, κυρά μου;». «Έπαιζε -λέει- με τα άλλα τα παιδιά εκεί πέρα και άνοιξε την κεφάλα του». Έτσι ακριβώς. «Κάτσε κάτω», μου λέει. Μου καθαρίζει... Και για να μου αποσπάσει την προσοχή πρέπει να σου πω ότι τότε δεν υπήρχε ένεση με αναισθητικό και ράμματα με μεταξωτά να σου ράψει, σου βάναν τσιμπιδάκια. Λοιπόν, μου λέει η κυρα-Ντάντα, Θεός σγχωρέσ' τηνε: «Δεν μου λες -μου λέει-, είσαι παντρεμένος;». Λέω: «Όχι!». Τσακ, μου τραβάει το πρώτο τσιμπιδάκι. «Μωρέ, δεν σ' άκουσα», μου λέει. «Δεν σου 'πα -τση λέω- όχι;». Τσακ, μου τραβάει και το δεύτερο. Μου 'βαλε λίγο κόκκινο, μου το γύρισε γύρω γύρω με εκείνο τον επίδεσμο, με είχε κάμει σαν σεΐχη. Λοιπόν, και λέει τση μάνας μου: «Τώρα θα του κάμουμε -λέει- και μία ένεση αντιτετανικιά!». Λέει: «Αφού είναι να γένει, να γένει». «Αλλά κοίταξε να δεις -τση λέει- το παιδί -αφού μου 'κανε αντιτετανικιά και μας άκουσε, ακούστηκα στο Σαρόκο, κάτω στη Γαρίτσα, λοιπόν, λέει τση μάνας μου- κοίταξε -λέει-, κυρα-Μαρία, το παιδί -λέει- για 15 μέρες δεν θα τρώει γιαούρτια, γάλα -λέει- κρέας, τυριά και τέτοια». Η μάνα μου την κοίταζε: «Και ποιος σου λέει κυρά μου -λέει- που έχω να του δώκω εγώ αυτά τα πράματα; Θα φάει μακαρονάδα και φασολάδα που θα πάει σύννεφο!». 10 μέρες μετά ο Μιχάλης άγιο ξύλο μιλάμε, ούτε μπάνιο ούτε τίποτα. Μέχρι να περάσει το αυτό. Άλλο ένα από τα πολλά, τα πολλά ευτράπελα τότες. Με φώναζε η μάνα μου μέχρι που παίζαμε μπάλα έξω μέχρι που να νυχτώσει. Δεν βλέπαμε και εκεί πάλι, ας πούμε... Αλλά ήταν ωραίες εποχές, δηλαδή δεν μου φεύγουνε ποτέ από τη μνήμη μου όλες αυτές οι ωραίες εικόνες που έζησα. Ούτε τα διάβασα, ούτε μου τα 'πανε. Είναι πράματα τα οποία τα 'ζησα. Έζησα πολλά γεγονότα στη γειτονιά, και θλιβερά. Πολλά. Θυμάμαι τότε που έγινε η Επανάσταση της 21ης Απριλίου του 1967. Θυμάμαι... Και εκείνη την ημέρα την είχα συνδυάσει, διότι είχε πεθάνει και ο πατέρας μιανής πολύ καλής μου φίλης, είχε πάθει ανακοπή. Και όταν θυμάμαι την 21η Απριλίου, τότες ήμουνα 11 ετών, το 1967. Και άλλα γεγονότα, θυμάμαι τις λιτανείες πώς γινόντανε, τους Επιτάφιους, τι νοικοκυριό επικρατούσε, τι τάξη, ο κόσμος. Θέλεις να σου πω, λίγο, για τις γιορτές;
Θα ήθελα, ναι, να μου περιγράψεις εσύ πώς τις έχεις ζήσει.
Εγώ τις γιορτές τις έζησα πάρα πολύ ωραία. Πάντα μιλάμε για το Μαντούκι και τη δεκαετία του ’60. Να σου πω για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Περνάγαμε πάρα πολύ ωραία, με τα σπίτια μας, φτωχικά, πηγαίναμε στην εκκλησία μας, παίζαμε διάφορα τυχερά παιγνίδια, πηγαίναμε λέγαμε τα «Χριστούγεννα» όλοι παρεούλα εκεί και στο τέλος της μέρας τσακωνόμαστε και στη μοιρασιά στο τέλος, αλλά τα χρήματα ήταν πάρα πολύ λίγα που μας δίνανε. Μας δίνανε δεκάρες, μισόφραγκο, κάνα φράγκο. Τα περισσότερα σπίτια μάς δίνανε καρύδια, μας δίνανε λεπτοκάρυδα. Λεπτοκάρυδα ήταν τα φουντούκια. Τα φουντούκια στην Κέρκυρα τα λέγανε λεπτοκάρυδα. Μας έδιναν κάναν κουραμπιέ. Και πρέπει να σου πω και κάτι άλλο που το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Το «Πρεζέμπιουμ», ξέρεις τι είναι το «Πρεζέμπιουμ»; Το «Πρεζέμπιουμ» είναι το όλο σκηνικό που κάνουνε οι καθολικοί, το όλο σκηνικό που κάνουνε τα Χριστούγεννα, όλη τη Βηθλεέμ, με τη φάτνη, με τους μάγους, με την Παναγία, με τον Χριστό, με όλα τα πάντα, με τους βοσκούς, όλα. Αυτό, λοιπόν, το φτιάχνουνε, είναι ένα Μοναστήρι Ιεράς Καρδίας του Χριστού που βρίσκεται στην οδό Παναγούλη, εκεί που είναι και το γηροκομείο, το Καθολικό Γηροκομείο. Εκεί, όμως, εμείς, δεν το ξέραμε που το λέγανε «Πρεζέμπιουμ». Το λέγαμε «Κουτσουνέλια». Γιατί το λέγαμε «Κουτσουνέλια»; Διότι, δεν ξέρω αν το ξέρεις, εδώ τσι κούκλες παλιά τσι λέγανε κουτσούνες. Δεν λέγανε οι παλιοί Κερκυραίοι να τση πούνε, ας πούμε, «Τι κούκλα είσαι!». Τση λέγανε: «Μωρέ τι κουτσούνα είσαι μάτια μου μωρέ». Τέτοια, αυτό, κατάλαβες; Και επειδή ήταν όλο μικρά, μικρές, όλο κουκλίτσες, το λέγαμε «Κουτσουνέλια». Και ξεκινούσαμε από το Μαντούκι, δεν ήταν ο δρόμος διαμορφωμένος έτσι, ήτανε το 9ο Δημοτικό Σχολείο και δίπλα ήταν αυτό. Πρέπει να σου πω ότι τα σχολεία τη δεκαετία του ’60 ήτανε μόλις 9 δημοτικά σχολεία. Ήτανε..., το προτελευταίο ήτανε το 8ο, που πήγαινα εγώ στο Μαντουκάκι και το 9ο ήταν αυτό που ήτανε εκεί στου Κωτσέλα. Μετά έγιναν τόσα πολλά σχολεία. Όπως πρέπει να σου πω ότι και τα γυμνάσια ήτανε 2 αρρένων, το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων εκεί που είναι τώρα, ξέρεις εκεί επί της οδού… Είναι η… Πώς λέγεται ο δρόμος εκεί που κατεβαίνει;
Ζαμπέλη.
Εκεί, επί της Ζαμπέλη και Ακαδημίας. Εκεί είναι. Λοιπόν, ήτανε επί της Ζαμπέλη ήτανε το Γυμνάσιο Θηλέων. Εκεί ήτανε, λοιπόν. Και ήτανε εκεί που είναι το Μέγαρο Καρακάντα, εκεί που είναι ο πεζόδρομος, τότες ήτανε το Οικονομικό Γυμνάσιο, το οποίο το λέγανε Εμπορική, και πηγαίνανε και αγόρια και κορίτσια. Ενώ επί της οδού Μεγάλης Δουκίσσης Μαρίας ήτανε το 1ο Γυμνάσιο. Δηλαδή σε μια ακτίνα -πόσο;- 500 μέτρα ήτανε όλα μαζί τα γυμνάσια της πόλης της Κέρκυρας. Και πρέπει να σου πω ότι τότες στα γυμνάσια μάθαινες. Ένας καλός μαθητής του γυμνασίου τότες μπορούσε άνετα, όταν τελείωνε το γυμνάσιο να δουλέψει σε οποιαδήποτε, είχε γνώσεις να δουλέψει σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία, είτε ΔΕΗ, είτε ΟΤΕ, είτε στο δημαρχείο, είτε στη νομαρχία, σε διάφορες, σε όλες αυτές. Είχε γνώσεις. Πραγματικά μάθαινες. Πρέπει να σου πω ότι τότες όταν ήμουν εγώ, το ’68, έδωσα εξετάσεις για να πάω στο γυμνάσιο. Και είχα πετύχει μάλιστα και με πολύ μεγάλη επιτυχία. Και την ίδια χρονιά, το θυμάμαι αυτό σαν να 'ναι τώρα, το 1968, είχε πετύχει και ο αδερφός μου στο πανεπιστήμιο, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Και ήτανε το καλοκαίρι που θα μου μείνει αξέχαστο σπίτι μου, ήτανε πάρα πολύ μεγάλη χαρά, γιατί και οι 2, και εγώ και ο αδερφός μου, είχαμε πετύχει και οι 2 τον στόχο μας. Πάρα πολύ μεγάλη χαρά. Η μάνα μου είχε στεναχωρηθεί, γιατί... Και χαρούμενοι ήταν και στεναχωρημένοι οι γονείς μου γιατί θα 'φευγε ο αδερφός μου για πρώτη φορά, ένα μικρό παιδί, 18 χρονών, τότες στην Αθήνα και με εκείνη την εποχή που ήτανε και.. Αλλά δόξα τω Θεώ, πήγανε όλα καλά. Δίναμε εξετάσεις, λοιπόν, για να πάμε στο γυμνάσιο, το οποίο γυμνάσιο μετά ξανάδινες πάλι διότι ήταν χωρισμένο. Όταν τελείωνες την τρίτη Γυμνασίου -ήταν εξατάξιο το γυμνάσιο, δεν υπήρχε λύκειο- ήτανε χωρισμένο στο Κλασικό, αυτοί που θέλαν να ακολουθήσουν θεωρητικές επιστήμες, να γίνουνε δικηγόροι, να γίνουνε φιλόλογοι, τέτοια, δημοσιογράφοι, τέτοια, και στο Πρακτικό πηγαίνανε όσοι θέλανε να ακολουθήσουν, να πάνε στο Πολυτεχνείο, να πάνε Ιατρική, τέτοια. Ήτανε περισσότερο με Μαθηματικά. Αλλά πρέπει να σου πω, επίσης, ότι δεν υπήρχε εξεταστικό κέντρο. Όταν -θυμάμαι εγώ- όταν έδωσε ο αδερφός μου εξετάσεις που πέτυχε στο πανεπιστήμιο, επήγε στα Γιάννενα, σε εξεταστικό κέντρο στα Γιάννενα για να πάει, για να πετύχει στο πανεπιστήμιο, δεν ήταν όπως τώρα που γίνονται Πανελλήνιες και όλα αυτά. Ήταν, όμως, πάρα πολύ καλές. Υπήρχε σεβασμός, υπήρχε εκτίμηση, μάθαινες, σου είπα και στο γυμνάσιο, όλα, ο εκκλησιασμός μας κάθε Κυριακή, ήτανε πάνω απ’ όλα η Ελλάδα, η ορθοδοξία και η οικογένειά μας. Ήτανε το σύνθημα, είτε μας αρέσει, είτε μας αρέσει. Εγινήκαμε άνθρωποι σωστοί. Τώρα τι λένε οι άλλοι, εγώ λέω αυτά που έζησα. Εγώ δεν λέω έμαθα ή άκουσα ή διάβασα. Λέω πράματα τα οποία τα 'ζησα εγώ.
Εσύ, λοιπόν, πώς έζησες τα σχολικά σου χρόνια;
Ήταν υπέροχα. Θέλεις να σου πω για το γυμνάσιο εννοείς;
Απ' ό,τι θυμάσαι.
Μ.Χ.: Και στο...
Θυμάσαι και απ' το δημοτικό;
Ναι! Και στο δημοτικό θυμάμαι, ήτανε πάρα πολύ ωραία. Είχα πάρα πολλούς φίλους. Πρέπει να σου πω ότι πηγαίναμε, είχαμε και τα αγόρια και κορίτσια, είχαμε ποδιά.
Σε ποιο δημοτικό πήγαινες;
Επήγα στο 8ο Δημοτικό στο Μαντουκάκι. Εκεί ήτανε κοντά το σχολείο μας και δίπλα ακριβώς η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Πηγαίναμε κάθε Κυριακή εκκλησιασμό, αλλά και κάποιες άλλες γιορτές που μας παίρνανε ειδικότερα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Επηγαίναμε και στους Χαιρετισμούς κάθε Παρασκευή, επηγαίναμε και το Σαββάτο στην εκκλησία μας. Γιορτάζαμε πάρα πολύ ωραία τις γιορτές μας. Πρέπει να σου πω, γιορτάζαμε με πολλή μεγαλοπρέπεια τις 30 του Γενάρη που είναι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι ήτανε οι Τρεις Ιεράρχες που ήταν πολύ μεγάλη σχολική εορτή. Πρέπει να σου πω, λοιπόν, ότι εκείνη την ημέρα επηγαίναμε μέσα στο Φρούριο, στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, που χωρούσε άνετα και τα 2 Γυμνάσια, 1ο, 2ο Γυμνάσιο, που όπως ξέρεις είναι ένας τεράστιος ναός, εκεί που γίνονται και συναυλίες, ειδικότερα τη Μεγάλη Εβδομάδα, Κυριακή των Βαγιώνε, όπως λέμε εδώ στο νησί μας. Και μετά[00:30:00], αφού τελείωνε, είχαμε, κάναμε και ομιλίες σχετικά με τους Τρεις Ιεράρχες και αφού τελειώναμε τον εκκλησιασμό, γυρίζαμε πάλι στο σχολείο μας, όπου παίρναμε το πρόγραμμα των εξετάσεων. Πρέπει να σου πω ότι τότες οι διαγωνισμοί ήταν 2 φορές τον χρόνο, δεν δίναμε μόνο εξετάσεις τον Ιούνιο, δίναμε εξετάσεις και τον Φλεβάρη, εξετάσεις 1ου τετραμήνου και εξετάσεις του 2ου τετραμήνου. Παίρναμε το πρόγραμμα, λοιπόν, διότι θα είναι για 20 μέρες περίπου, παίρνανε οι εξετάσεις του 1ου τετραμήνου. Και τον Ιούνιο ξεκινούσαμε γύρω στις 7-8 Ιουνίου και τελειώναμε τέλη Ιουνίου, ετελειώναμε τη σχολική χρονιά με τους διαγωνισμούς του 2ου τετραμήνου και τα αποτελέσματα βγαίνανε γύρω στη 1 με 2 Ιουλίου. Επίσης, πρέπει να σου πω ότι τα σχολεία τότε τα γυμνάσια εξεκινούσανε την 1η Οκτώβρη. Την 1η Οκτώβρη γινόντανε ο... Και θυμάμαι και στη Μουσική που πήγαινα, στην Παλαιά Φιλαρμονική, 1η Οκτωβρίου ξεκινούσανε τα μαθήματα στη... Είχαμε ένα ξέγνοιαστο, ένα γεμάτο καλοκαίρι, δηλαδή όλο Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβρη που περνάγαμε πάρα πολύ ωραία. Και τα καλοκαίρια ήταν το κάτι άλλο όταν ήμουνα μαθητής στο γυμνάσιο, είχαμε ωραία στέκια. Επηγαίναμε, τα στέκια μας, όπως είπα, ήτανε οι καλοκαιρινοί σινεμάδες. Ωραία, φεγγαράδα, ωραία έργα, φλερτ. Ήτανε το κάτι άλλο. Για μπάνιο επηγαίναμε στα Μπάνια τ’ Αλέκου. Τώρα έχω μάθει που το λένε Imabari. Αλλά εγώ δεν το ξέρω Imabari, εγώ ξέρω τα Μπάνια τ’ Αλέκου, εκεί έπαιρνα και τα παιδιά μου και εκεί παίρνω και τα εγγόνια μου τώρα. Λοιπόν, ήτανε πάρα πολύ ωραία στο Ν.Α.Ο.Κ. που μαζευόμαστε, όλη η παρέα εκεί από το γυμνάσιο, γιατί γινόντανε και αγώνες κολύμβησης το καλοκαίρι εκεί και παίζανε και πόλο. Δεν είχε γίνει ακόμα το Κλειστό και η ομάδα μας εδώ, ο Ν.Α.Ο.Κ., έπαιζε πόλο στην Α΄ Εθνική και έπαιζε εκεί στο ανοιχτό κολυμβητήριο του Ν.Α.Ο.Κ. Επίσης, και πολύ ωραίο στέκι και πολύ ωραία οργανωμένη πλαζ ήταν το Μον Ρεπό. Το Μον Ρεπό ήταν το κάτι άλλο. Δεν είναι αυτή η κακομοιριά που ήταν τόσα χρόνια. Ήταν από τις πιο οργανωμένες πλαζ. Με τις καμπίνες, με καμπινιέρηδες μέσα, με εστιατόριο, με παιχνίδια. Ήτανε στέκι που δεν σου έκανε η καρδιά να πας να φύγεις. Και ξέραμε όλοι, μαζευόμαστε, είχαμε 4-5 στέκια, ούτε κινητά υπήρχανε, «Παιδιά, εδώ είμαστε, αύριο ξανά εδώ». Δεν υπήρχε... Υπήρχε πολλή κοινωνικότητα και πολλή αλληλεγγύη, πράγμα που δεν υπάρχει στη σημερινή εποχή μας. Αυτό διαπιστώνω, δεν είχαμε..., τα παιδιά εκεί ήτανε, ήμαστε ένας για όλους και όλοι για ένανε. Ήτανε..., πραγματικά έζησα πάρα πολύ ωραίες στιγμές. Και κάναμε και βόλτες στην πλατεία, φλερτ, στην Πάνω Πλατεία. Ξέρεις, η πλατεία είναι χωρισμένη στη Πάνω και στην Κάτω Πλατεία. Θα σου πω ότι στο Πάλκο τα καλοκαίρια οι μουσικές επαίζανε από τέλη, από αρχές Ιουλίου, η πρώτη Κυριακή του Ιούλη ήτανε η Ναυτική Εβδομάδα. Ήτανε μία εβδομάδα η οποία ήταν αφιερωμένη στο Ναυτικό μας, στο Πολεμικό, στο Εμπορικό και γίνονταν διάφορες εκδηλώσεις. Εκεί, λοιπόν, όλο το καλοκαίρι μέχρι τέλη Σεπτέμβρη, όπου εμείς σαν Παλιά Φιλαρμονική εκλείναμε όλη αυτήν την περίοδο, έπαιζε κάθε Κυριακή, μία εμείς, μία η «Μάντζαρος» και παίζαμε στο Πάλκο με γνωστά έργα, έτσι ελαφρολαϊκά, παίζαμε οπερέτες, παίζαμε -επειδή ξέρω που είσαι και μουσικός, και καλή μουσικός- και παίζαμε οπερέτες, «Το κορίτσι της γειτονιάς», άλλη μία ήταν: «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι», και τέτοια πράματα που ήταν ωραία ακουστικά. Ενώ τον χειμώνα, μια και αναφερόμαστε τώρα στις μουσικές, κάθε δεύτερη Κυριακή εδίναμε συναυλίες στο «Παλλάς» με πιο κλασσικά έργα. Κατάλαβες; Γιατί στον ανοιχτό χώρο θα 'ρθει ο καθένας. Στον κλειστό χώρο ξέρεις ότι αυτοί που θα 'ρθουνε, έρχονται εκεί γιατί τους αρέσει η μουσική. Και ξέρουν τι θα ακούσουνε, είναι γνώστες της κλασικής μουσικής, η οποία, όπως ξέρεις, η Κέρκυρα έχει πάρα πολλή παράδοση μεγάλη στην κλασική μουσική, διότι όλες οι όπερες, όλα τα έργα, αν δεν ερχόνταν εδώ, αν περνάγανε από..., αν δεν χειροκροτούντανε στην Κέρκυρα, ξαναγυρίζανε πίσω. Ερχόντανε στο San Giacomo, εκεί που είναι το..., που ήτανε και είναι ακόμα το δημαρχείο μας, εκεί ήτανε το θέατρο του San Giacomo. Εκεί, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι σου λέει: «Πήγαμε στην Κέρκυρα, χειροκροτηθήκαμε -γιατί ο κόσμος είχε μεγάλη μουσική παράδοση -σου λέει- περνάμε». Όπως και μετά στο θέατρο, αυτό που ρίξανε, κάηκε με τις μπόμπες το ’43, αυτό το θέατρο ήτανε μία μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, με πολύ ωραία αρχιτεκτονικά στοιχεία απέξω, δηλαδή ήταν το κάτι άλλο. Και μέσα ήτανε το κάτι άλλο. Λοιπόν, ερχόνταν εδώ από άλλα μέρη και παίζανε. Μπροστά από την είσοδο του θεάτρου ήτανε οι λούστροι, που γυαλίζαν τα παπούτσια. Πού θέλω να καταλήξω; Και ερχόμενοι οι άλλοι, ας πούμε, είτε χορωδοί είτε οργανοπαίχτες ή διάφοροι μουσικοί, και όταν ακούγανε πώς σφυρίζανε οι λούστροι -όχι ότι θέλω να υποτιμήσω τους..., για όνομα του Θεού- και σφυρίζανε Αΐντα, εσφυρίζανε Ναμπούκο, σφυρίζανε Τροβατόρε, σου λέει: «Πού ήρθαμε εδώ; Εδώ πέρα είναι…». Κατάλαβες; Σου λέει: «Μέχρι και οι λούστροι σφυρίζουνε και τραγουδάνε κλασικά κομμάτια». Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο ότι την πολλή ευαισθησία που είχανε οι Κερκυραίοι γι' αυτά τα κομμάτια να φανταστείς μου έλεγε ένας, ο πατέρας μιας συναδέλφου, ο οποίος επέθανε σε πάρα πολύ μεγάλη ηλικία, εμένανε για βδομάδες, μια βδομάδα, 10 μέρες εμένανε νηστικοί και τρώγανε πολύ πιο λίγο για να εξοικονομήσουνε τα χρήματα να πάνε στο θέατρο, να πάνε να δούνε την όπερα. Σκέψου τι ευαίσθητες ψυχές είναι. Και τώρα ακούμε αυτά τα είδη μουσικής στο νησί μας, τα ανατολίτικα. Τι μουσική παιδεία είχανε τότες και τι... Τρίζουνε κόκκαλα, να σ' το πω έτσι.
Λοιπόν, πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά και γι’ αυτό θα ήθελα να μας πεις για τη δική σου εμπειρία στη Φιλαρμονική, με τις συναυλίες,
Ναι..
Και τις λιτανείες και όλα αυτά.
Ναι. Εγώ ξεκίνησα από πολύ παιδάκι στην Παλιά Φιλαρμονική, η Παλιά Φιλαρμονική -όπως ξέρεις κι εσύ, είσαι μέλος της Παλιάς Φιλαρμονικής- είναι το πιο..., είναι το αρχαιότερο μουσικό ίδρυμα στην Κέρκυρα, η οποία ιδρύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1840. Μία Φιλαρμονική, η Παλιά -όπως συνηθίζουμε να τη λέμε εδώ στο νησί μας- η οποία φτιάχτηκε για χάρη του Αγίου Σπυρίδωνα, για να συνοδεύει το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα στις 4 λιτανείες που γίνονται τον χρόνο. Και εννοώ την πρώτη Κυριακή, η πρώτη λιτανεία είναι την Κυριακή των Βαΐων, του Βαγιώνε που λέμε. Η δεύτερη είναι του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία είναι και η αρχαιότερη. Η τρίτη είναι τις 11 του Αυγούστου, με το θαύμα του Αγίου με τους Τούρκους που πνιγήκανε, με τη μεγάλη βροχή, την πλημμύρα που 'καμε. Και η τέταρτη είναι την πρώτη Κυριακή του Νοέμβρη, που εδώ στην Κέρκυρα συνηθίζουμε να τη λέμε «Πρωτοκύριακο». Είχε κάνει το θαύμα ο Άγιος, όπως και την Κυριακή του Βαγιώνε μετά από 50 χρόνια έγινε, έπεσε δεύτερος λοιμός στο νησί μας. Η μεταδοτική αρρώστια, η οποία ξεκίνησε -ο βάκιλος της πανώλης- και ήρθε εδώ στο νησί μας και θέριζε μέχρι που ο κόσμος, πρέπει να ξέρεις, εκείνη την εποχή για οτιδήποτε συνέβαινε κακό, η πρώτη του έγνοια και η μόνη του λαχτάρα ήταν, επήγαινε και προσευχότανε στον Άγιο Σπυρίδωνα. Και όλες τις λιτανείες, τις 4 λιτανείες, τις θεσπίσανε οι Άγγλοι και οι Ενετοί, γιατί τα ζήσανε αυτά τα γεγονότα. Δεν τα θεσπίσανε..., ήτανε και επί Αγγλοκρατίας και επί Ενετοκρατίας, τα ζήσανε αυτά τα πράματα εδώ οι Άγγλοι και οι Ένετοι, οι οποίοι μας αφήσανε πάρα πολλά ωραία εδώ στο νησί μας. Πρέπει να πούμε ότι όλη η Παλιά Πόλη είναι μια μικρογραφία της Βενετίας, η παλιά μας πόλη εδώ πέρα. Αν πας στη Βενετία, εγώ όταν πήγα, νόμιζα που είμαι στο Καμπιέλο. Λέω: «Μπα -λέω-στη γειτονιά μου έμεινα;». Η αρχιτεκτονική, όπως είναι τα -ξεφεύγουμε τώρα- τα ψηλά σπίτια, τα καντούνια, τα χρώματα τα παραδοσιακά, τα κερκυραϊκά, που είναι η ώχρα, οι τοίχοι με ώχρα, οι έρτες άσπρες και τα παράθυρα που είναι το πράσινο το σκούρο, το κυπαρισσί, το βενετσιάνικο το λέμε εδώ στην Κέρκυρα. Και ακριβώς λέω, είναι μια μικρογραφία. Μόνο που δεν έχει τα κανάλια εκεί με τη θάλασσα. Μια παρένθεση πριν συνεχίσουμε για τις μουσικές μας, πρέπει να σου πω ότι Καμπιέλο στα ιταλικά σημαίνει πυκνοκατοικημένη περιοχή με πολλές πλατειούλες. Όπως είναι ακριβώς και στο Καμπιέλο, στενά σοκάκια, ψηλά σπίτια, που είναι όλα ευάερα και ευήλια, που είναι με μεγάλα παράθυρα, ψηλοτάβανα και είναι η πλατειούλα της Αγίας Ελένης, η πλατεία Ταξιαρχών, η πλατεία Μητροπόλεως, η πλατεία Λεμονιάς, η πλατεία Αγίου Νικολάου. Λοιπόν, όμως, εδώ συμβαίνει το εξής, όταν εδώ στο Φρούριο, στο Παλιό Φρούριο που πάμε στην πλατεία εκεί, που συνδέεται με τη γέφυρα, η οποία αυτή η γέφυρα παλιότερα ήτανε κινητή, σηκωνότανε η γέφυρα. Στην ουσία αυτό είναι ένα μικρό νησάκι, το Φρούριο. Λοιπόν, ήτανε Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων. Πάνω στην Παλιά Πόλη, πρέπει να ξέρεις ότι όπου ήτανε στρατός, υπάρχουνε και οίκοι ανοχής. Εκεί, λοιπόν, ήτανε οίκοι ανοχής και παρερμηνεύθηκε ο όρος και όταν λένε στην Κέρκυρα εδώ ότι «Εγίνηκε Καμπιέλο», σημαίνει ότι γινήκανε οίκοι ανοχής. Κατάλαβες; Ενώ η σωστή ερμηνεία είναι ότι είναι πυκνοκατοικημένη περιοχή, στενοί δρόμοι, καντούνια, ψηλά σπίτια και πολλές πλατειούλες. Λοιπόν, συνεχίζοντας τώρα για τη..., να σου πω για τη..., ξεκίνησα να πάω, ήμουνα τρίτη, τετάρτη δημοτικού[00:40:00] όταν πρωτοξεκίνησα να πάω στην Παλιά Φιλαρμονική. Και στη θεωρία θυμάμαι είχα τον αξέχαστο τον Κογεβίνα. Δεν θυμάμαι, τώρα μου διαφεύγει το... Είχε ένα παράξενο όνομα. Ο Κογεβίνας ήτανε αυτός που μας έκανε μάθημα στη θεωρία, απάνω σε μια σοφίτα στην Παλιά Φιλαρμονική. Και επήγαινες 2 χρόνια θεωρία, δεν έπαιρνες αμέσως όργανο. Ένα χρόνο θεωρία και στα μέσα του δευτέρου, της δεύτερης χρονιάς της θεωρίας, έπαιρνες όργανο. Λοιπόν, με πολλή αυστηρότητα, ήτανε θυμάμαι και ο επιστάτης αυστηρός εκεί, ο κυρ-Παναγιώτης ο Μπόμπορης, ήτανε δύο πολύ..., είχα δάσκαλο τον κυρ-Λευτέρη τον Ρίζο, επέθανε νεότατος ο καημένος. Ίσα που μπήκα στη μπάντα το 1970, έφυγε από την καρδιά του. Ήτανε ο κύριος Φαγογένης ο Σπύρος. Και ήτανε και 2 ανθρώποι, 2 εξαιρετικότατοι αρχιμουσικοί, ο κύριος Περούλης και ο κύριος Μανιατόπουλος, οι οποίοι ξέχωρα από εξαίρετοι μουσικοί, μαέστροι, ήτανε και θαυμάσιοι παιδαγωγοί. Αγαπούσανε πάρα πολύ τα παιδιά. Μπορεί να 'ταν αυστηροί, αλλά ήτανε δίκαιοι. Και ξέχωρα από αυτά με τη μουσική, εδιαπλάθανε και χαρακτήρες, δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι με επηρέασαν πάρα πολύ στη ζωή μου. Εμπήκα μικρούλης. Όταν είχα βγει στην μπάντα, ήμουνα στη δευτέρα γυμνασίου. Δεν έβγαινες στην μπάντα αν δεν..., ήμουνα -επειδή ξέρεις κι εσύ από μουσική και ξέρεις και είσαι στην ίδια κατηγορία οργάνων μαζί μου- ήμουνα στην τρίτη μέθοδο, στα μισά της τρίτης μεθόδου και συγκεκριμένα σε ένα μάθημα, την Πολωνέζα, με κλαρίνο και μπήκα στην μπάντα. Και δεν είχε «Μπήκες στην μπάντα και δεν ξαναγυρίζεις στο μάθημά σου», γιατί δεν ξανάβγαινες άλλο στην μπάντα. Και έναν χρόνο ήσουνα δόκιμος μουσικός. Και μετά, αφότου πέρναγε ένας χρόνος, έπαιρνες και 2 μερτικά. Έτσι, όταν πηγαίναμε υπηρεσίες, στις διάφορες υπηρεσίες, σε διάφορες κηδείες, σε διάφορες..., όλα αυτά που πηγαίναμε, και επί πληρωμή, διότι δεν πληρωνόμαστε ούτε από τις λιτανείες του Αγίου, ούτε και από τις διάφορες παρελάσεις, δεν παίρναμε. Σε διάφορες, όμως, υπηρεσίες που πηγαίναμε και έπαιρνες και ήταν ένα μικρό χαρτζιλικάκι. Τι κέρδισα από τη μουσική; Εκέρδισα από τη μουσική ότι πέρασα στον στρατό μια ζωή χαρισάμενη. Ήμουνα στη Φιλαρμονική και τι να σου πω; Εξύπναγα για να πάω να μείνω ξεκούραστος, να σ' το πω έτσι απλά. Είχα και έναν πάρα πολύ καλό διοικητή, θυμάμαι, στον στρατό ο οποίος ήτανε από τα Μέγαρα -δυστυχώς έφυγε πάρα πολύ νέος και αυτός, μόλις είχε αποστρατευτεί- ο οποίος αγαπούσε πάρα πολύ την Κέρκυρα. Και μόλις έμαθε ότι εγώ είμαι Κερκυραίος, παίζω κλαρίνο και είμαι από την Παλιά Φιλαρμονική, μου λέει: «Έλα εδώ, λεβέντη μου!», μου λέει. Μέχρι που με παρακαλούσε να καθίσω και μόνιμος, παρότι δεν μπορούσα εγώ να καθίσω μόνιμος, γιατί τότες για να πας στον στρατό να καθίσεις μόνιμος, έπρεπε να δώσεις εξετάσεις και να κάτσεις 3 χρόνια εθελοντής. Και μετά ανάλογα τη διαγωγή σου και την πρόοδό σου εδήλωνες μονιμότητα ή όχι. Πολλά παιδιά γλυτώσανε από την Κέρκυρα, από τις διάφορες Φιλαρμονικές, διότι, όπως ξέρεις, εδώ πέρα αυτό το φαινόμενο στην Κέρκυρα είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Ένα μικρό νησί και έχει 18 μουσικές, μουσικούς αξιώσεων. Έχει μουσικούς οι οποίοι μπορούνε να σταθούνε σε οποιοδήποτε μουσικό σχήμα. Δεν μπορούνε..., δεν είναι μουσικοί για τα πανηγύρια. Έτσι; Όταν είσαι μουσικός, είσαι μουσικός που ξέρεις θεωρία, ξέρεις να διαβάζεις, ξέρεις να διαιρείς. Ξέρεις να σου δώκουνε μια παρτιτούρα και να ξέρεις να τη διαβάσεις, να μπορείς να σταθείς σε μια μπάντα, σε μια ορχήστρα, σε ένα μουσικό σχήμα, σε ένα κουαρτέτο, σε ένα αυτό. Λοιπόν, αλλά εγώ δεν ήθελα. Μου λέει: «Θα σε κάνω εγώ μόνιμο -μου λέει- και θα σε στείλω και όπου θέλεις». «Όχι -λέω- δεν θέλω να καθίσω». Μέχρι και τελευταία στιγμή που θα 'παιρνα το απολυτήριο, μου λέει: «Θέλεις; Τελευταία φορά -μου λέει- σ' το λέω». «Όχι -λέω-, δεν θα μείνω. Θα φύγω».
Ήθελες να γυρίσεις στην Κέρκυρα;
Ναι, δεν μπορούσα, εγώ έχω έρωτα μεγάλο με την Κέρκυρα. Δεν ήθελα να... δεν μπορούσα δηλαδή, δεν ήθελα, δεν ήθελα να..., δεν φανταζόμουνα τη ζωή μου μακριά από την Κέρκυρα. Εγώ είμαι ερωτευμένος με το νησί μας. Όπως το ακούς. Δεν..., ήθελα να μείνω εδώ στο νησί μας, δεν με πείραζε και ας έκανα ό,τι δουλειά να 'ναι, φτάνει εδώ στο νησί μας. Γιατί έχω ζήσει όλα τα ήθη, ζω για τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις του νησιού μας.
Θα ήθελες, λοιπόν, σε αυτό το σημείο να μας πεις πώς έχεις ζήσει εσύ αυτές τις παραδόσεις; Μας είπες πριν για τα Χριστούγεννα.
Ναι-
Π.χ.
Να σου πω για τα Χριστούγεννα.
Και μετά μας λες και για το Πάσχα-
Να σου πω-
Ή για τη λιτανεία τις 11 Αυγούστου.
Να σας πω, θα σου πω και για όλες τις λιτανείες. Ξεκινώντας εκεί τώρα να γυρίσουμε πάλι στο Μαντούκι, πώς περνάγαμε την Πρωτοχρονιά. Πρωτοχρονιά πάντα φτωχικά, επαίζαμε στα διάφορα σπίτια, παίζαμε τόμπολα, ήτανε τυχερά παιχνίδια. Παίζαμε δεκάρες, μισόφραγκα, τέτοια και σκοτωμός, τσάκους, του χαμού. Επαίζαμε το «Πάρ' τα όλα!» και το λέγαμε «Τουρλουλού», εκείνο, ξέρεις, το σβουράκι που γύρναγε, αυτό. Λοιπόν, και παίζαμε τα βράδια. Όμως, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν μπει ο καινούριος χρόνος, εφεύγαμε εκεί από το σπίτι που είχαμε πάει για να παίξουμε, διότι έπρεπε να 'μαστε στο σπίτι μαζί με τους γονείς μας και να μας βρει ο καινούριος χρόνος στο σπίτι μας. Λοιπόν, και θυμάμαι ήταν ο πατέρας μου, τότε που έμπαινε ο καινούριος χρόνος, εσταύρωνε την πίτα που είχε φτιάξει η μάνα μου. Θα σου πω και περιστατικό με την πίτα, αφού τελειώσω εδώ. Και κάνανε τα κομμάτια, του Χριστού, του σπιτιού, του Αϊ-Βασίλη και εμοίραζε τα κομμάτια. Έβγαινε και κάποιοι εκεί στη γειτονιά, σταματούσανε τον τζόγο και βγαίνανε όξω και βαράγανε και κάποιες ντουφεκιές, όσοι ήτανε κυνηγοί, για τον καινούριο χρόνο. Η μάνα μου, μάλιστα, την Πρωτοχρονιά το πρωί, έβγαινε, άνοιγε το παράθυρο και έλεγε: «Καλημέρα σας βουνά και καλή αρχημηνιά Σαν τα βουνά να 'μαι γερή, σαν τους κάμπους δροσερή Σαν του γυαλού τα κύματα, να τρέχουν τα θελήματα». Δηλαδή να 'χουμε δουλειά, να 'χουμε ζωή. Λοιπόν, η μάνα μου την έφτιαχνε την πίτα από την προπαραμονή, δηλαδή σαν απόψε τώρα που ειμάστενε, για να 'χει την ευκαιρία να την πάρει την άλλη μέρα την παραμονή στον φούρνο, γιατί όπως σου είπα δεν υπήρχανε φούρνοι και τέτοια, να την ψήσει την πίτα. Και εγώ παρακολουθούσα τώρα τη μάνα μου πώς έφτιαχνε την πίτα. Όχι για να μάθω πώς γίνεται η πίτα! Λοιπόν, έφτιαχνε την πίτα με μπαρμπαράλευρο. Το μπαρμπαράλευρο ήτανε αλεύρι από καλαμπόκι την έφτιαχνε. Έβανε τα διάφορα εκεί για να φουσκώνει, όλα ό,τι χρειαζόντανε, καρύδια, μέσα έβανε πολλά ωραία πράματα. Ήτανε πεντανόστιμη. Και έγραφε απέξω: «Καλή Χρονιά! 1965», ας πούμε. Εγώ παρακολουθούσα τότε να δω, πού, σε ποιο κοντά, σε ποιο γράμμα ή σε ποιο... θα βάλει η μάνα μου το φλουρί. Το σημάδευα από κει, κατάλαβες; Για να δω όταν θα αυτό, να τση πω: «Μάνα, αυτό το κομμάτι θέλω εγώ εκεί περά!». Κατάλαβες;; Και συνήθως το φλουρί ήτανε ένα εικοσάρικο ασημένιο, το οποίο, αν θυμάμαι καλά, από τη μία μεριά είχε τον Αϊ-Γιώργη καβαλάρη, τον Αϊ-Γιώργη. Ήτανε πολύ μεγάλης αξίας. Λοιπόν, και περίμενα εκεί και τις περισσότερες φορές το πετύχαινα, ας πούμε. Μου 'λεγε η μάνα μου: «Πάρε αυτό», «Όχι, όχι, δώσ’ το αλλουνού, εγώ θα πάρω αυτό!». Κατάλαβες; Υπήρχε και το εξής. Επειδής ήμουνα, επήγαινα, με καλούσανε κάποιοι γειτόνοι να πάω νωρίς νωρίς στο σπίτι τους την Πρωτοχρονιά για να τους κάνω ποδαρικό. Το 'χανε σε γούρι, ας πούμε, να μπει ένα νέο παιδί μέσα στο σπίτι, το πρώτο παιδί που θα μπει. Και μου δίνανε χαρτζιλίκι, μου δίνανε πολλά πράματα. Επίσης, επαροτρύνανε οι μανάδες τα παιδιά τους, την Πρωτοχρονιά, να πάνε στον νούνο και στη νούνα για να τους κάνει..., δεν το λέγανε να σου κάνει μποναμά, δεν λέγανε μποναμά. «Να πας να σου κάμει στρίνα». Έτσι λέγανε τον μποναμά και πήγαινε ο καθένας στον νούνο. Πρώτα πηγαίνανε στον νούνο που τσου 'φερνε τα παπούτσια στα αγόρια, έφερνε τσι κοπέλες, τσι 'φερνε την κούκλα η νούνα. Ναι. Και εγινόντανε πάρα πολύ μεγάλος τζόγος θυμάμαι στον μώλο στο Μαντούκι, εκεί που επαίζανε ένα παιγνίδι το γνωστό στην Κέρκυρα, είναι κορώνα-γράμματα, αλλά εδώ στην Κέρκυρα το λέγανε «τ’ αψήλου». Και εκεί να δεις σκοτωμός και τι γινότανε. Επαίζανε θυμάμαι μέχρι το βράδυ, μέχρι που δεν βλέπανε, παίζανε με φακούς. Τέτοιο ήταν το πάθος, ας πούμε, του παχνιδιού. Επίσης, μετά είχαμε τα Θεοφάνια, που ήτανε θα λέγαμε..., τη λέγανε γιορτή της φτώχειας τα Θεοφάνια, γιατί ό,τι είχανε τα τρώγανε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια ό,τι βρίσκαμε, ό,τι είχε μείνει. Ναι. Θυμάμαι τον συγχωρεμένο τον παπα-Χτόδουλο τον Κωστελέτο, Μάρουλος ήτανε το παρατσούκλι του. Κάνανε απέξω ένα μεγάλο, ωραίο πάρκο απέξω από τον Αϊ-Γιώργη και κάνανε τον αγιασμό των υδάτων. Και μετά, Θεός συγχωρέσ' τονε, μας έπαιρνε όλα τα παιδιά να του κρατάμε το καλαντιστήρι στα διάφορα σπίτια για να οικονομήσουμε όλοι από ένα χαρτζιλίκι. Ένας εξαίρετος παπάς, ο οποίος μας βοήθησε πάρα πολύ. Ήτανε άγιος άνθρωπος. Κρίμα που έφυγε τόσο νέος, γιατί μας έκανε κατηχητικό, μας έφερνε, μας χάριζε ρούχα, παπούτσια, γλυκά, μας βοηθούσε στα μαθήματα. Αλλά όταν ήτανε για αταξία, έπεφτε και χαστούκι. Α, είχε πολύ δέσιμο τότες τα παιδιά με την εκκλησία. Τώρα να σου πω για το Πάσχα. Το Πάσχα, όπως ξέρεις, εδώ στην Κέρκυρα, στην πατρίδα μας, γιορτάζαμε με πάρα πολύ μεγάλη μεγαλοπρέπεια.
Και εσύ το έζησες και με τη Φιλαρμονική.
Ναι. Και με τη Φιλαρμονική τα 'ζησα, που πραγματικά η Φιλαρμονική είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο, διότι εκτός από το να γίνεις μουσικός, να γίνεις ωραίος άνθρωπος, μαθαίνεις όλα τα ήθη και τα έθιμα του νησιού μας. Και μας τα 'λεγε με τον καλύτερο τρόπο τόσο ο κύριος Περούλης όσο ο κύριος Μανιατόπουλος. [00:50:00]Και ξέραμε στην κάθε υπηρεσία που πάμε γιατί πάμε και πώς έγιναν αυτή η υπηρεσία. Λοιπόν, όπως ξέρεις, ήτανε, εξεκίναγε το Πάσχα από την παραμονή, από την παραμονή της Κυριακής των Βαγιώνε, όπου βγαίνανε παρέες παρέες και λέγανε τα κάλαντα του Λαζάρου. Και το βράδυ ο κόσμος επήγαινε στην εκκλησία που θα 'βγαινε, ερχότανε ο Νυμφίος, «Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Λοιπόν, και ξεκίναγε η Μεγάλη Εβδομάδα, Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη. Εκείνο που μου 'χε κάμει εντύπωση, ξεκινώντας να σου πω γι’ αυτό το πράμα, ήτανε, δεν μπορείς να φανταστείς, πόσος κόσμος ήτανε κάτω από την Παλιά Φιλαρμονική και απάνω στην Παλιά Φιλαρμονική με μικρά μαγνητόφωνα της τότε εποχής, όσοι είχανε, για να μαγνητοφωνήσουν τον «Αμλέτο». Δηλαδή όσες φορές εβγαίναμε και παίζαμε «Αμλέτο» στη μουσική, αυτή η μεγαλοπρέπεια που έχει η λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου, έβγαινα λες και..., μου φαινότανε που βγαίνω για πρώτη φορά. Δεν μπορούσα, ετρέμανε τα πόδια μου. Έμπειρος μουσικός και τρέμαν τα πόδια μου. Λοιπόν, ήτανε οι πρόβες μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Τη Μεγάλη Πέμπτη ήταν η πρόβα τζενεράλε, επαίζαμε τον «Αμλέτο», το Μεγάλο Σαββάτο και τη Μεγάλη Παρασκευή επαίζαμε μια Marcia Funebre, που λέγεται «Sventura», του Mariani. Μια πάρα πολύ ωραία Marcia, η οποία πριν μπει στο Trio, έχει κάτι παύσεις, κάτι εκεί που είναι, θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. Επηγαίναμε στους διάφορους Επιτάφιους, χωριζόντανε οι εκκλησιές. Είχαμε άλλες εκκλησιές είχαμε εμείς, άλλες είχε η «Μάντζαρος», ξέρεις. Και επειδή ήσαντε πολλές υπηρεσίες, χωριζόμαστε σε 2 τμήματα. Και τα τμήματα, ας πούμε, που πήγανε τη Μεγάλη Παρασκευή σ' αυτές τις εκκλησιές, το ένα τμήμα και το άλλο, αλλάζανε, τις λιτανείες που γίνονται ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, που είναι ένα έθιμο που δεν υπάρχει σε άλλο μέρος, οι λιτανείες που γίνονται ανήμερα της Λαμπριάς. Λοιπόν, μοιραζόμασταν εκεί, μέχρι που έφτανε αυτή η πολύ μεγάλη η λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου, που είπαμε ήτανε από τη σιτοδεία, που γυρίσαν τα καράβια και ήρθανε στο νησί που είχε πέσει μεγάλη πείνα. Για αλλού είχαν προορισμό και τελικά ήρθανε με το θαύμα του Αγίου και ήρθανε στο νησί μας και χόρτασε ο κόσμος. Είναι η αρχαιότερη λιτανεία αυτή που γίνεται το Μεγάλο Σαββάτο και ήτανε συνηθισμένο, παίζαμε εμείς «Αμλέτο» και «Calde Lacrime» έπαιζε η «Μάντζαρος». Μετά ήρθε και ο «Καποδίστριας» που παίζει, μετέπειτα από το ’80 και μετά, που παίζει μια Marcia που λέγεται..., την Ηρωική του Μπετόβεν. Αφού, λοιπόν, τελείωνε όλη αυτή η λιτανεία, πρέπει να σου πω ότι ήτανε και κόσμος, τέτοια η βουρλισιά των Κερκυραίων, να σ' το πω έτσι, που δεν καθόντανε σ' ένα σημείο, ήτανε κάποιοι άρρωστοι με τη μουσική και όσο συνέχιζε η μουσική και έπαιζε, ακολουθούσαν από το πλάι, ακολουθούσαν κι αυτοί για να μη χάσουνε έστω και μια νότα από τον «Αμλέτο» ή μετά από την «Calde Lacrime». Δηλαδή επήγαινε η «Μάντζαρος», έπαιζε την «Calde Lacrime», μέχρι να τελειώσει η «Calde Lacrime», εξαναγυρίζανε πίσω για να ξανασυνοδεύσουνε πάλι την Παλαιά Φιλαρμονική που έπαιζε τον «Αμλέτο». Αφού τελείωνε, λοιπόν, η λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία πρέπει να πούμε ότι έχει την ίδια διαδρομή με τη λιτανεία του Πρωτοκύριακου, είχαμε μετά την Προανάσταση. Πηγαίναμε στη μουσική, βγάναμε τα κράνη, βάναμε πηλίκια και πηγαίναμε κάτω στη Μητρόπολη, όπου θα σημαίνανε οι καμπάνες 23:00 η ώρα για την Προανάσταση και ξέρεις μετά γυρίζαμε μες στα καντούνια μέχρι επάνω την πλατεία, παίζαμε τους «Γραικούς», ένα εμβατήριο «Ζήτω οι Έλληνες» και πέφτανε και όλα τα κανάτια και οι μπότηδες, το οποίο πρέπει να σου πω αυτό ότι είναι μέσα στην πόλη της Κέρκυρας και στα γύρω χωριά της Μέσης. Δεν υπάρχει αυτό το έθιμο στη Βόρεια Κέρκυρα. Λοιπόν, αυτό το έθιμο είχε από μια παράγραφο των Γραφών εκεί του Ευαγγελίου που λέει ότι θα αναστηθεί ο Χριστός και θα συντρίψει τους εχθρούς σαν σκεύη κεραμέως. Και από εκεί καταπιαστήκανε και ρίχνανε τσου μπότηδες και γίνεται αυτός ο μεγάλος χαμός. Επίσης, αφού τελείωνε αυτή, ήταν πραγματικά, οι μουσικοί εκουραζόντανε πάρα πολύ όλες αυτές τις μέρες, δηλαδή μέχρι και την Τρίτη μέρα, την Τρίτη μέρα της Λαμπριάς που είχαμε τα Μπάσματα τ’ Αγιού, ήτανε κουρασμένοι. Εκουραζόντανε πάρα πολύ, διότι μετά, αφού τελείωνε, λοιπόν, οι λιτανείες, τελειώσανε και οι «Γραικοί», τελειώναμε το πρωί γύρω στις 12-12:30, είχαν τελειώσει. Το βράδυ και οι δύο Φιλαρμονικές επηγαίναμε στο Πάλκο που γινόταν η Ανάσταση. Ερχότανε πομπή από την Αγία Παρασκευή και με τα πυροτεχνήματα και με όλα αυτά. Το πρωί νωρίς, είχαμε τις λιτανείες της Αναστάσεως, που βγάνανε όλες οι εκκλησιές της Χώρας και μάλιστα είναι και μία ομάδα από παλιούς Κερκυραίους, οι οποίοι καθόντανε εκεί στο περίπτερο εκεί στο Λιστόν και περιμένανε, εγιορτάζανε με έναν ξεχωριστό τρόπο. Είχανε αραιώσει οι ξένοι, δεν κατεβαίνανε, δεν τα ξέρανε, και απολαμβάνανε τις Φιλαρμονικές μας, τις λιτανείες μας εκεί αυτήν την Κυριακή. Πρέπει να σου πω ότι να ξέρεις ένα πράμα ότι τώρα για τα φαγητά που τρώγαμε την ημέρα της Λαμπριάς. Κατ’ αρχήν, δεν τη λέγανε Πάσχα εδώ, λέγανε «Καλή Λαμπριά», έτσι λέγανε. Πρέπει να ξέρεις ότι τη Λαμπριά γιορτάζει ο Ανέστης, γιορτάζει η Λαμπρινή, ο Λάμπρος, ο Πασχάλης. Δεν γιορτάζει, ας πούμε, ο Αναστάσης, η Αναστασία, αυτοί δεν γιορτάζουν, είναι άλλες γιορτές που γιορτάζουνε. Λοιπόν, τα φαγητά που τρώγαμε... Να κλείσω όσον αφορά τις τελετές εκεί, τις λιτανείες. Την Κυριακή του Πάσχα, αργά το απόγευμα, ήταν η λιτανεία στη Γαρίτσα και πηγαίναμε εκεί. Μάλιστα, λέγανε που είναι η λιτανεία από τσου μεθυσμένους, γιατί ήτανε όλοι..., είχανε φάει όλοι από το μεσημέρι, ήταν καλοκαρδισμένοι όλοι και γινότανε ο χαμός. Ετρώγαμε, ανήμερα του Πάσχα εδώ στην Κέρκυρα δεν τρώγανε σούβλα και τέτοια πράματα. Αυτά είναι ξενόφερτα πράματα, και οι σούβλες και τα κοκορέτσια. Την πρώτη μέρα, λοιπόν, του Πάσχα ο κόσμος έτρωγε αυγολέμονο, διότι ήτανε συνηθισμένος 50 μέρες που κρατούσε η νηστεία και το στομάχι δεν μπορούσε να μπει απευθείας το ψητό, γιατί θα του 'κοβε τα έντερα, όπως λέμε. Έβανε κάτι έτσι υγρό μέσα του να μαλακώσει, κανένα αυγολέμονο, τα ποδαράκια από το αρνί και τέτοια. Και την άλλη μέρα, έπαιρνε ο καθένας το ταψί του με το αρνί και πηγαίνανε στους φούρνους της γειτονιάς, οι οποίοι τη δεύτερη μέρα ήταν ανοιχτοί γι’ αυτήν τη δουλειά, για να ψήνουνε. Δεν υπήρχανε σούβλες και τέτοια πράματα. Αυτά δεν είναι στα κερκυραϊκά ήθη και έθιμα. Ήτανε και το έθιμο, ξέχασα να σου πω, του Μεγάλου Σαββάτου, με τη βαρέλα εκεί που γινότανε στην Πίνια, ένα μεγάλο βαρέλι που ρίχνανε μέσα κέρματα και ήτανε των Πινιατόρων, εκεί στην..., είναι ένα στέκι εκεί πέρα. Οι Πινιατόροι ήταν αυτοί που ήτανε εκεί στην Πίνια, εκεί στην Κουκουνάρα, εκεί απόξω από του Αγάθου, εκεί είχανε στέκι αυτοί. Και αφού είχε γιομίσει, πέρναγε κάνας περίεργος εκεί, συνήθως κάνας φτωχός, κάνας έτσι, τον ερίχνανε μέσα επίτηδες και ό,τι λεφτά είχανε πέσει μέσα για να τα πάρει αυτός σαν μια βοήθεια. Τώρα τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί πάρα πολύ. Έρχεται πάρα πολύς κόσμος, έχει ξεφύγει κάπου, έτσι; Δεν είναι καθαυτό, έχουνε, ρίχνουνε κάτι μεγάλες στάμνες, βάνουνε -επειδής τα 'ζησα εγώ τώρα αυτά από τη δεκαετία του ’70- με ομάδες, με μαγαζιά, με τέτοια, δεν έχουνε καμία σχέση, εντάξει. Να 'ρθουν εδώ, αλλά δεν θα διαλύσουμε και τα ήθη και τα έθιμά μας. Βάνει άλλος Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ. Κάπου έχει ξεφύγει, έχει φύγει από εκείνο το χρώμα που έζησα εγώ από το ’69-’70 που 'μουνα μουσικός στην Παλιά Φιλαρμονική. Πρέπει να σου πω ότι βγήκα το 1970, το Πρωτοκύριακο του 1970. Και όλη τη νύχτα από την αγωνία μου δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Και κάθε λίγο να μου λέει η μάνα μου: «Θα σε ξυπνήσω εγώ, Μιχάλη μου, είναι νύχτα ακόμα, πού θα πας;». Μη με πάρει ο ύπνος και δεν βγω στην μπάντα. Είχα βγει με μια Marcia, την [Δ.Α.] «Nativita». Τη θυμάμαι λες και είναι τώρα. Ήτανε..., να σου πω για τις λιτανείες. Ο Άγιος, όπως ξέρεις, γιορτάζει τις 12 του Δεκέμβρη. Εκεί που γίνεται..., κατ' αρχήν, ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι συνδεδεμένος με το νησί μας, διότι Κέρκυρα και Άγιος Σπυρίδωνας είναι αλυσίδα. Όταν λες Κέρκυρα, το μυαλό σου πάει στον Άγιο Σπυρίδωνα. Και όταν λες Άγιος Σπυρίδωνας, το μυαλό σου πάει στην Κέρκυρα. Το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα ήρθε λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Το 'φερε εδώ στην Κέρκυρα, έφερε δυο σκηνώματα, ήταν ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης, ένας ιερομόναχος, γιατί το 'χε φέρει από την Κωνσταντινούπολη. Λοιπόν, αν έχεις προσέξει, εκεί που είναι ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, ο οποίος είναι περίπου στο μέσο της Παλιάς Πόλης, ο ναός αυτός, λοιπόν, από τη μια μεριά ο δρόμος είναι Αγίου Σπυρίδωνος [01:00:00]και από την άλλη μεριά είναι Γεωργίου Καλοχαιρέτου, δίπλα ακριβώς στο αρχοντικό Βούλγαρη. Είναι κολλημένο, η εκκλησία είναι κολλημένη με το αρχοντικό της οικογένειας Βούλγαρη. Ανήκε στην οικογένεια Βούλγαρη το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήτανε ένας πάρα πολύ δραστήριος, όμως, Μητροπολίτης, ο Μεθόδιος, ο οποίος Μεθόδιος Κοντοστάνος καταγόταν από εδώ, από τις Νυμφές, ο οποίος ήτανε -δεν μπορείς να φανταστείς- ένας μικροσκοπικός άνθρωπος, τον εθυμάμαι και απ' όταν ερχότανε στον αγιασμό στο 2ο Γυμνάσιο, ο οποίος είχε καρδιά από λιοντάρι, από λιοντάρια. Εβοηθήσε πάρα πολύ κόσμο στην Κατοχή, δεν εξέταζε αν είναι χριστιανός, γιατί ξέρεις εδώ στην πατρίδα μας υπάρχουνε πολλές μειονότητες. Υπάρχουνε και Άγγλοι, υπάρχουνε και Μαλτέζοι, υπάρχουνε και Εβραίοι. Δεν εξέτασε. «Εγώ -λέει- βλέπω Κερκυραίους» και γλύτωσε πάρα πολύ κόσμο. Αυτός, λοιπόν, ο Μητροπολίτης ο Μεθόδιος, του οποίου πρέπει να σου πω ότι είχα πάει -πέθανε το 1971- ήταν 1-2 στην μπάντα και από κάτω από τη Μητρόπολη μέχρι και την Πλατυτέρα που τον εθάψανε, ήμαστε με τη μουσική και οι δύο Φιλαρμονικές. Ο κόσμος έκλαιγε στον δρόμο με λυγμούς. Υπήρχε πολύ μεγάλος ιεράρχης. Αυτός ήτανε που έκαμε τον Άγιο Σπυρίδωνα λαϊκό προσκύνημα και αφιερώθηκε στον λαό της Κέρκυρας και τον έχει ο κόσμος και πάει κάθε μέρα και τον εδοξάζει. Η πρώτη λιτανεία, λοιπόν, του Αγίου Σπυρίδωνα γίνεται την Κυριακή των Βαΐων και είναι η μεγαλύτερη λιτανεία του νησιού μας, διότι αυτή η λιτανεία -έχεις βγει πολλές φορές- ακολουθεί μια τελείως διαφορετική διαδρομή. Ακολουθεί τη διαδρομή της παλιάς οχύρωσης της πόλης. Ξέρεις, ξεκινάει, βγαίνει ανάποδα από την Κοφινέτα, ανεβαίνει, περνάει από μέσα από..., εκεί από το Βόλτο, απ' τη στοά του Αγίου Γεωργίου που είναι και του Αγίου..., εκεί από το Παλάτι, από τα Μουράγια. Εκεί είναι η οδός Αρσενίου εκεί στα Μουράγια και μετά συνεχίζει Δονζελότ, κατεβάινει κάτω στη Σπηλιά και ανεβαίνει κάτω από κει από τον Άγιο Αντώνη. Δεν περνάει ποτέ ο Άγιος από την Οβριακή, να το ξέρεις αυτό πάντα.
Τώρα λέμε για των Βαγιώνε.
Για των Βαγιώνε, που είναι η μεγαλύτερη λιτανεία και συμμετέχουνε οι περισσότερες φιλαρμονικές του νησιού μας. Είναι σκόλα και μουσική, σκόλα και μουσική. Εκεί γίνεται ο χαμός. Λοιπόν, και ανεβαίνει την ανηφόρα εκεί στον Άγιο Αντώνη, φτάνει στον Αγάθο, ανεβαίνει -ξέρεις- απάνω. Την ξέρεις τη διαδρομή, αλλά το λέμε για να μαθαίνει και ο κόσμος. Η παλιά οχύρωση της πόλης μας περνάει απόξω από το δημαρχείο, ανεβαίνει την ανηφόρα εκεί που ήτανε το 2ο και 3ο Δημοτικό. Μέχρι που φτάνει στην Ιόνιο Βουλή. Εκεί, λοιπόν, κάνει δέηση. Κάνει δέηση, διότι εκεί πάνω υπήρχε ο ναός του Αγίου Αθανασίου και τα οχυρά του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος Άγιος Αθανάσιος ήτανε πολύ αγαπημένος εδώ στο νησί μας, πριν έρθει ο Άγιος Σπυρίδωνας. Ήτανε πάρα πολύς κόσμος και πολύς κόσμος που ήτανε ο πολιούχος Άγιος. Κατεβαίνει, λοιπόν, αφού τελειώσει αυτή η δέηση που κάνει εκεί πέρα, κατεβαίνει το Πλατύ Καντούνι, που πολλοί δεν το ξέρουνε, είναι η οδός Μουστοξύδη, η οποία είναι το μεγαλύτερο καντούνι από όσα είναι τα καντούνια που είναι στην Πόρτα Ρεμούντα. Και θα σου εξηγήσω μετά τον ρόλο που είχαν αυτά τα καντούνια και τον ρόλο της Σπιανάδας και της Κάτω Πλατείας. Κατεβαίνει, κάνει δεξιά, περνάει απόξω από το παλιό ωδείο, και συνεχίζει από..., περνάει δίπλα από τον ανδριάντα του Καποδίστρια, ξέρεις από το Ν.Α.Ο.Κ., κάνει δέηση απόξω από το Φρούριο, πάει στο... και καταλήγει στο Παλάτι, και μετά Λιστόν και αυτό. Αυτή είναι η πρώτη λιτανεία είπαμε που γλύτωσε την πατρίδα μας από την πανώλη. Η άλλη λιτανεία είναι του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία διαδρομή ακολουθεί την ίδια διαδρομή που ακολουθεί και η λιτανεία του Πρωτοκύριακου. Δηλαδή δεν βγαίνει από τη..., ο Άγιος βγαίνει, με το που βγαίνει από την οδό Αγίου Σπυρίδωνα, δεν κάνει δεξιά που βγαίνει, που πάει στην Κοφινέτα, που βγαίνει των Βαγιώνε, κάνει αριστερά, περνάει από κάτω από τη «Μάντζαρο» και συνεχίζει και πάει απάνω. Φτάνει στσι Καρτελάκουες, παίρνει την ευθεία στο Φρούριο και αυτή η διαδρομή. Ενώ την ίδια διαδρομή, είπαμε, κάνει και την Κυριακή των Βαγιώνε, ενώ την Κυριακή, τη λιτανεία τις 11 του Αυγούστου, αφού ο Άγιος βγει μέσα από τσι Καρτελάκουες, δεν συνεχίζει ευθεία, κάνει δεξιά και ανεβαίνει απάνω από το... παλιά το «Εθνικό», που ήταν το παλιό «Εθνικό», ήτανε κινηματογράφος, πάει στο άγαλμα, στον ανδριάντα του Καποδίστρια και κάνει αριστερά και ξανανεβαίνει. Αυτές είναι οι 4 λιτανείες. Και πρέπει να σου πω τώρα που ακούνε οι ξένοι και λένε τη Σπιανάδα. Πρέπει να ξέρεις ότι Σπιανάδα είναι, σημαίνει, είναι από το ρήμα «spianare» που στα ιταλικά σημαίνει ισοπεδώνω, σημαίνει ισιάδα. Αυτή, λοιπόν, εκεί... Εμείς ξεχωρίζουμε την Κάτω Πλατεία με την Κάτω Πλατεία που είναι ο δρόμος εκεί που -η Δούσμανη, δεν ξέρω Βίκτωρος Δούσμανη είναι ή Σοφοκλή Δούσμανη- που χωρίζει την Πάνω και την Κάτω πλατεία. Και λέγεται όλη Σπιανάδα από το ρήμα «spianare» που είπαμε ότι στα ελληνικά σημαίνει ισοπεδώνω. Και, όπως ξέρεις, εκεί πέρα δεν υπάρχει κάνενα κτίριο. Αυτή ήτανε για στρατηγικούς λόγους. Αν έχεις παρατηρήσει, όλα τα καντούνια της Παλιάς Πόλης οδηγούνε στο Φρούριο. Λοιπόν, βγαίνοντας από τα καντούνια, για να 'χουνε πρόσβαση ελεύθερη να μπούνε, όταν δεχότανε πολιορκίες το νησί, για να μην έχουνε τίποτα, μπαίνανε απευθείας μέσα στο Φρούριο. Σηκωνότανε και η γέφυρα και άντε να ρίξεις το Φρούριο τώρα εκείνη την εποχή, τα δύο Φρούριά μας, τα οποία τα φτιάξανε οι Ενετοί. Όπως όλη η Παλιά Πόλη είναι... Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο, εκτός... η Κέρκυρα είχε πάρα πολλές πρωτιές. Εκτός από την Παλιά Φιλαρμονική, είναι και το πιο παλιό πνευματικό ίδρυμα είναι η Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας. Εκεί που πάμε προς τα Μουράγια, προς το Φαληράκι, ξέρεις, εκεί που γυρίστηκε η ταινία, που την εχρησιμοποίησε σαν σπίτι της η Ρένα Βλαχοπούλου στην ταινία «Η κόμισσα της Κέρκυρας». Είναι το πρώτο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδος. Όπως, επίσης, και δίπλα είναι το σπίτι, είναι η νομαρχία, εκεί το σπίτι, που το 1776 εγεννήθηκε ο μεγαλύτερος πολιτικός της Ελλάδος, ο μεγαλύτερος κυβερνήτης της Ελλάδος, ο Ιωάννης Καποδίστριας. Γι’ αυτό ο δρόμος εκεί ξεκινάει από εκείνο το σπίτι εκεί πέρα από την παλιά νομαρχία, μέχρι πάνω τον ανδριάντα είναι οδός Καποδιστρίου. Στο τέρμα, λοιπόν, της Καποδιστρίου δεξιά, γιατί ένα μεγάλο κομμάτι από την αριστερή πλευρά είναι ακατοίκητο, γιατί είναι η Πάνω και Κάτω Πλατεία. Εκεί είναι το πρώτο πνευματικό..., ήταν το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, η Ιόνιος Ακαδημία, όπου είχε γίνει με συνδρομή ενός πολύ μεγάλου φιλέλληνα, του Γκίλφορδ. Ο Γκίλφορδ, ο οποίος ήτανε πάρα πολύ μεγάλος φιλέλληνας, αυτός είχε βοηθήσει πάρα πολύ, είχε σχολές εκεί πέρα, ιατρικής, μαθηματικά, είχε θρησκευτικά. Ήτανε το πρώτο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ήταν η Ιόνιος Ακαδημία. Και αυτός αγαπούσε πάρα πολύ την Κέρκυρα. Ο μέσα δρόμος στην Πόρτα Ρεμούντα έχει το όνομά του, Γκίλφορδ. Αυτός ο οποίος εγίνηκε χριστιανός και πήρε και το όνομα Δημήτριος, διότι Δημήτριο λέγανε και τον νονό του. Και γι’ αυτό και το... Ήτανε πολύ μεγάλος φιλέλληνας. Περάσανε..., όπως μπορεί να 'ταν και κάποιοι κακοί Άγγλοι που περάσανε, αλλά ήτανε και κάποιοι Άγγλοι που πραγματικά αγαπήσανε την Κέρκυρα. Ήτανε..., γιατί η Κέρκυρα, παρότι δέχτηκε πάρα πολύ μεγάλες επιρροές, και Γάλλους και Άγγλους και Ενετούς, δεν έχασε ποτέ τα ήθη, τα έθιμά της, τις παραδόσεις της. Θα 'λεγα ότι ωφελήθηκε από πάρα πολύ, γιατί και οι Άγγλοι αφήσανε πολλά ωραία στοιχεία, και οι Ενετοί χτίσανε, η μουσική παράδοσή μας, η Παλιά Πόλη, η κουλτούρα μας γενικά. Πρέπει να σου πω, μια και αναφερόμαστε στην Κάτω, Πάνω και Κάτω Πλατεία, ότι εκεί που είναι το Παλάτι, εκεί που ήτανε παλιά, ήτανε Βασιλικά Ανάκτορα, ερχότανε ο βασιλιάς εκεί πέρα όταν ήτανε, ο Βασιλιάς ο Κωνσταντίνος που θυμήθηκα, εγώ θυμήθηκα και τσολιάδες εγώ εκεί απέξω από την..., απόξω από τα Ανάκτορα. Ερχόνταν το καλοκαίρι εδώ και υπάρχει, αν θα δεις και στο ίντερνετ, σε λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνα, τις 11 Αυγούστου, που η συνοδεία στον Άγιο είναι τσολιάδες με την καλοκαιρινή στολή. Λοιπόν, αυτό το κτίριο ήταν η Αγγλική Αρμοστεία, το οποίο χτίστηκε με τουφόπετρα από τη Μάλτα. Την είχανε φέρει από τη Μάλτα. Η τουφόπετρα είναι μία πέτρα η οποία έχει την ειδικότητα, την ιδιότητα μάλλον, να 'ναι, ενώ είναι πάρα πολύ ελαφριά, είναι μεγάλης αντοχής. Εκεί ήτανε, λοιπόν, ήτανε η Αγγλική Αρμοστεία. Το δε Λιστόν ήτανε γαλλικοί στρατώνες. Λιστόν σημαίνει πλάτεμα. Είναι και άλλες ερμηνείες, ας πούμε ότι μπορούσαν να περάσουν όσοι ήτανε γραμμένοι στη λίστα αυτή που ήτανε στο Libro d’ Oro οι αρχόντοι, ας πούμε, γιατί γράφεται Λιστόν με «γιώτα» και όχι με «ήτα» αφού θα 'ταν οι ληστές. Εκεί ήταν αυτό το πλάτεμα και όλες οι λιτανείες και όλες οι τελετές περνούσαν από εκεί. Όλες οι λιτανείες του Αγίου Σπυρίδωνα περνάνε απέξω από αυτό, [01:10:00]κάνουνε δεξιά, μέσα εκεί την οδό Νικηφόρου Θεοτόκη, περνάνε κάτω από την Παλιά Φιλαρμονική, δεξιά την Πλακάδα τ' Αγιού, η οποία λέγεται Πλατεία Ηρώων Κυπριακού Αγώνα, αλλά εμείς την ξέρουμε Πλακάδα τ’ Αγιού. Και καταλήγει, καταλήγουν όλες στον Άγιο Σπυρίδωνα. Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο ότι των Βαγιώνε ο Άγιος με το που τελειώνει η λιτανεία ξαναμπαίνει πάλι στη λάρνακά του. Το ίδιο και την Κυριακή το Πρωτοκύριακο. Ο Άγιος μένει έξω 3 μέρες, που 'χουμε μετά, που λέμε, τα Μπάσματα. Όταν βγαίνει το Μεγάλο Σαββάτο, βγαίνει μετά τη Νιά Τρίτη. Την Τρίτη μετά το Πάσχα ξαναμπαίνει πάλι μέσα, είναι 3 μέρες για λαϊκό προσκύνημα. Το ίδιο, μένει 3 μέρες έξω και τις 11 τ' Αυγούστου. Από τις 4 λιτανείες, τις 2 μένει για 3 μέρες έξω, τις άλλες 2 όχι. Και φυσικά μένει και 3 μέρες έξω το σκήνωμά του παραμονή και πρώτη και δεύτερη μέρα που μπαίνει μετά 16:00 η ώρα το απόγευμα, στην ημέρα της γιορτής του, που εκείνη την ημέρα -μια και φέραμε τη κουβέντα εδώ για τον Άγιο Σπυρίδωνα- πρέπει να σου πω ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας, η γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα των Κερκυραίων με πολύ μεγάλη μεγαλοπρέπεια. Πρέπει να σου πω ότι ήταν ανώτερη και από τα Χριστούγεννα. Και για χάρη του Αγίου Σπυρίδωνα διακόπτανε και τη Σαρακοστή τους, τη νηστεία τους, διότι είναι η τελευταία νηστεία του χρόνου είναι νηστεία των Χριστουγέννων, η οποία ξεκινάει τις 15 του Νοέμβρη που είναι του Αγίου Φιλίππου και τελειώνει..., μέχρι τις 25 είναι 40 μέρες ακριβώς. Και για χάρη του Αγίου Σπυρίδωνα που τρώγανε τις τηγανίτες. Οι τηγανίτες, λοιπόν, ξεκινούσαν να φτιάχνουν τηγανίτες στην Κέρκυρα, κάτω από τα Βόλτα, όχι λουκουμάδες. Στην Κέρκυρα είναι ένα γλύκισμα το οποίο είχανε φέρει οι Ενετοί, ένα πολύ απλό και... Δεν θέλει..., λίγο αλεύρι, λίγο νεράκι, λίγη ζαχαρούλα μέσα στο καζάνι. Λοιπόν, εξεκινούσανε από τις 20 Οκτωβρίου και κάνανε τηγανίτες. Στα Βόλτα ανάβανε φουγιέρες εκεί με τα καζάνια και βγαίνανε λαχταριστές ωραίες τηγανίτες. Και σε κάθε γιορτή, ας πούμε, τυχαίνανε, εγώ θυμάμαι κάθε που γιόρταζα, στη γιορτή μου, η μάνα μου έκανε 2 ταψιά τηγανίτες και μοίραζε σε όλον τον κόσμο. Και συνεχίζανε και κάνανε τηγανίτες από την ημέρα του Αγίου Γερασίμου, δηλαδή τις 20 του Οκτωβρίου, μέχρι και τη δεύτερη μέρα τ’ Αγιού. Με το που έμπαινε ο Άγιος μέσα, σταματούσανε, δεν κάνανε άλλο τηγανίτες. Ήταν αυτό το έθιμο. Και σου 'πα, το λέγανε τηγανίτες, ένα γλύκισμα το οποίο το φέρανε στην Κέρκυρα οι Ενετοί. Έχει πολλά πράματα να πούμε για την Κέρκυρα, για τις μουσικές, για τσι καντάδες που γινόντανε, για τις Φιλαρμονικές, για μουσικούς διακεκριμένους Κερκυραίους. Εγώ-
Εγώ θα ήθελα να μου πεις εάν έχεις εμπειρία, επειδή μου ανέφερες τη Ρένα Βλαχοπούλου και την ταινία, αν ήσουν εδώ-
Ναι!
Όταν γυρίστηκε η ταινία και θυμάσαι κάτι...
Την είχα δει την ταινία.
Και θα ήθελα να μου πεις για τη βασιλική οικογένεια, επίσης, αν θυμάσαι, τι θυμάσαι.
Ναι.
Και εννοείται και για τις καντάδες, μιας και τις ανέφερες-
Ναι, θα σου πω-
Γιατί ξέρω ότι τραγουδάς και πολύ ωραία.
Ναι, ευχαριστώ. Πρέπει να σου πω ότι όταν ήμουνα..., η ταινία «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» εγυρίστηκε το καλοκαίρι του 1972. Τότε λοιπόν, το 1972 -τώρα πρόσφατα- ήμουνα 16 ετών. Και πήγαινα με την παρέα μου και κάναμε μπάνιο, ήμουνα πλέον μαθητής τρίτη, τετάρτη γυμνασίου. Επήγαινα με την παρέα μου και κάναμε εκεί, όπως σου 'πα και στην αρχή της συζήτησής μας, ότι τα καλοκαιρινά μας στέκια ήτανε τα Μπάνια τ ‘Αλέκου και επηγαίναμε εκεί. Λοιπόν, πρέπει να σου πω ότι τη δεκαετία του 70’ που ήμουνα εγώ στην Παλιά Φιλαρμονική, μέχρι που πήγα στρατιώτης, το καλοκαίρι εκάναμε πρόβες το μεσημέρι. Το 'χεις προλάβει αυτό; Όχι. Λοιπόν, επηγαίναμε για να 'μαστε έτοιμοι, σου 'πα ότι το καλοκαίρι κάναμε μια συναυλία κάθε 15 μέρες, μία συναυλία εμείς, μια η «Μάντζαρος». Και κάναμε πρόβες από τη 13:00 η ώρα το μεσημέρι μέχρι τις 14:20, γιατί μετά ξεκινούσε η ώρα κοινής ησυχίας, μέχρι τις 17:00 η ώρα δεν κουνιόντανε φύλλο. Λοιπόν, μες στις 12:30, 13:00 παρά λοιπόν, μαζί με τους φίλους μου που 'τανε κι αυτοί στην Παλιά Φιλαρμονική, ανεβαίναμε για να πάμε στην πρόβα. Ερχόμενοι, λοιπόν, εκεί πέρα, μας απαγορεύσανε να περάσουμε, διότι εγινότανε ένα σκηνικό εκεί πέρα με..., ήτανε ένα χορευτικό με το -πώς τον λένε αυτόνε μωρέ- τη Φοντάνα και τον…
Τον Μεταξόπουλο.
Μεταξόπουλο, μπράβο. Είναι να γίνει το σκηνικό εκεί ακριβώς από πάνω και ήτανε για να, εκάνανε μια πρόβα, δίνανε μια εξέταση για να δει αν περάσουν, ας πούμε, οι..., να τους δει η Βλαχοπούλου για να εγκρίνει αν θα μπορεί να τους νοικιάσει το κάτω διαμέρισμα. Με την περίφημη ατάκα που τη ρώτησε ένας, λέει: «Το κάτω διαμέρισμα -του λέει- γιατί Σιόρα Αγγιολίνα μου, γιατί το θέλεις;». «Για να βαστάει το από πάνω ωρέ κούταρε -του λέει- θα σου δώκω μία και θα σου κόψω τα χέρια από τον αγκώνα», του λέει. Λοιπόν, και μετά, δεν είχα δει όμως..., μετά εγυρίστηκε στο Καστέλλο. Το Καστέλλο είναι η Βίλλα Μπιμπέλη, η οποία είναι εκεί στην Κάτω Κορακιάνα, εγυρίστηκε πάρα πολύ εκεί πέρα. Εγυρίστηκε..., διάφορα που γύριζε η Βλαχοπούλου, σε διάφορα με την άμαξα εκεί, μαζί με τον Αλεξανδράκη. Δεν είναι γυρισμένο εκεί. Έδειχνε ότι ανεβοκατέβαινε εκεί τον μπότζο. Πρέπει να ξέρεις ότι στην Κέρκυρα τη σκάλα την πέτρινη, την έξω πέτρινη σκάλα τη λένε μπότζο. Ανεβοκατέβαινε, λοιπόν, εκεί στην Αναγνωστική Εταιρεία, έκανε πως έμπαινε μέσα, αλλά δεν έμπαινε και γύριζαν εκεί. Απλώς έδειχνε που έμπαινε μέσα και ήτανε σε κάποιο άλλο στούντιο στην Αθήνα και έκανε μάθημα εκεί στα παιδιά η Ρένα Βλαχοπούλου, που δίνει πραγματικά ρέστα. Ήτανε μία ζωντανή διαφήμιση της Κέρκυρας η Ρένα Βλαχοπούλου. Δεν το θέλουμε έτσι; Καμάρωνε που ήτανε Κερκυραία, δεν είχε..., εμίλαγε με τη..., λες και ήτανε στη γειτονιά και κουβέντιαζε, δηλαδή δεν έδειχνε, δεν ήτανε νιοραντσαρίες, περηφάνιες, να σ' το πω έτσι κερκυραίικα. Ήτανε μια απλή γυναίκα και έβγαινε στη γειτονιά. Αφού λέγανε στην Αθήνα που έμενε, έβγαινε έξω στην αυλή, λέει, στον δρόμο και φροκάλιζε, σκούπιζε στον δρόμο, λες και ήτανε στο Καμπιέλο. Το κατάλαβες; Το σπίτι της, όμως, ήτανε κάτω στη Σπηλιά, είχε πέσει με τις μπόμπες. Εγώ ήμουνα μαζί στο γυμνάσιο και στον στρατό με έναν απ' τους ανηψιούς της, τον Γιάννη. Ήμαστε πάρα πολύ..., έναν πάρα πολύ καλό μου φίλο, τον οποίο τον εστήριξε πάρα πολύ η Ρένα Βλαχοπούλου. Ήτανε για την Κέρκυρα, σου είπα, μια ζωντανή διαφήμιση. Τώρα όσον αφορά τις καντάδες, γινόντανε κυρίως καλοκαίρι οι καντάδες. Φεγγαρόλουστες, ωραίες νύχτες. Λοιπόν, είχανε πάρει μήνυμα οι κοπέλες ότι το βράδυ θα γινόντανε πάντα με κιθαρίτσα και μαντολίνο και ξέρεις, και με ωραία τραγούδια της τότες εποχής. Και καμιά φορά είχαμε και παρατράγουδα, γιατί πέφτανε και τίποτα μπότηδες με νερό και τέτοια, ξέρεις. Κάποιοι γιατί παρεξηγούντανε, κάποιοι γιατί ζηλεύανε που, ξέρεις, γινόντανε κι αυτά. Ήτανε πάρα πολύ ωραία. Μια φορά μού είχε περιγράψει ένας φίλος μου, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος είχε τέτοια αγάπη μιανού, γιατί πραγματικά τότες υπήρχανε ωραίοι, αγνοί έρωτες, πραγματικά γινόντανε θυσία για τον άνθρωπο τους. Ήταν ένας φίλος του, μου λέει, που είχε πάρει μια λίσα. Η λίσα ήτανε κάτι μακρόστενα κάρα τα οποία κάνουνε τις μεταφορές και μετέπειτα αντικατασταθήκανε από τα τρίκυκλα, που κάνανε τις διάφορες μεταφορές. Και πλέρωσε λίσα και ανέβασε απάνω στη λίσα πιάνο για να το πάρει κάτω στη Γαρίτσα να κάμει καντάδα, με πιάνο! Σκέψου τι βουρλισιά και τι αγάπη είχε αυτός ο άνθρωπος! Υπήρχαν ωραίες ταβέρνες, ωραίες... Ήτανε ωραίες μουσικές, καντάδες με τραγούδια, το ξεχωριστό, το διαφορετικό χρώμα που έχει η δική μας η κουλτούρα από την υπόλοιπη Ελλάδα, διότι είμαστε τυχεροί -θέλεις, όπως θέλεις πες το- δεν επηρεαστήκαμε ποτέ από το τουρκικό στοιχείο. Περάσανε και μας αφήσανε και πήραμε πράματα απ' αυτουνούς, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα οι Τούρκοι πήρανε από την Ελλάδα. Δεν πήρανε οι Έλληνες από τους Τούρκους. Κατάλαβες; Είμαστε, είχαμε αυτήν την τύχη να μην έχουμε ποτέ τουρκικό... Εδώ περάσανε Γάλλοι, περάσανε Άγγλοι, περάσανε Ενετοί, Ιταλοί, αλλά δεν ήτανε τώρα Τούρκοι.
Εσύ έχεις τραγουδήσει ποτέ καντάδα;
Ναι, πολλές φορές.
Θα ήθελες να μας τραγουδήσεις μία;
Τι να σου τραγουδήσω... Με ένα σημερινό τραγούδι;
Με όποιο θες εσύ ή με όποιο θεωρείς ότι είναι αντιπροσωπευτικό για καντάδα.
Θα σου τραγουδήσω ένα τραγούδι και θα σ' το αφιερώσω κιόλας, επειδής ξέρεις πόσο πολύ σ’ αγαπάω και εσένα και σε σέβομαι και την οικογένειά σου. Εγώ έχω..., μ’ αρέσουνε οι τραγουδιστές που μ’ αρέσουνε ήταν ο αξέχαστος ο Καλογιάννης, που έφυγε τώρα τελευταία. Ήτανε ένας τραγουδιστής κανταδόρος που άγγιζε ψυχές. Ήτανε..., δηλαδή όλα τα τραγούδια του είναι καντάδες.
Αν και θα 'θελα κάτι κερκυραϊκό, αν έχεις υπόψη σου.
Θα σου τραγουδήσω και κερκυραϊκά τραγούδια. Θα σου πω..., μ’ αρέσει πάρα πολύ ο Κόκοτας, ο Πουλόπουλος πάρα πολύ, μ’ αρέσει η Βικούλα η Μοσχολιού, η Χαρούλα η Αλεξίου. Μ’ αρέσουνε ποιοτικά τραγούδια. Θα σου χαρίσω, λοιπόν, ένα ωραίο τραγούδι του Σταμάτη Κόκοτα. Έχει τίτλο «Αγάπη μου μεγάλη μου». «Στα μάγουλα σου της αυγής το κοκκινάδι και στο φιλί σου ένα λουλούδι τρυφερό Σαν με φιλάς, κλείνουν οι πόρτες για τον Άδη και ο ουρανός βρέχει [01:20:00]με αθάνατο νερό Αγάπη μου μεγάλη μου τα μάτια σου κοιτάζω κι ομορφαίνω Ξεχνιέμαι μες στα χέρια σου και νιώθω να ψηλώνω, ν' ανεβαίνω Αγάπη μου μεγάλη μου τα μάτια σου κοιτάζω κι ομορφαίνω Μαρίζα μου, Μαρίζα μου μεγάλη μου αγάπη». «Μην κλάψεις ποτέ και μη ρωτάς για μένα μην κλάψεις ποτέ και ας πονώ, μην κλάψεις ποτέ, θα κλάψω εγώ για σένα, μην κλάψεις ποτέ, σ’ αγαπώ. «Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη σ' αγαπώ, σ' αγαπώ σαν παλιά αμαρτία σε θέλω». Με όλη μου την αγάπη.
Υπέροχος. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Λοιπόν... Άρα θέλεις... «Απόψε, την κιθάρα μου, τη στόλισα κορδέλες και στα καντούνια περπατώ, για τσι όμορφές κοπέλες και στα καντούνια περπατώ, για τσι όμορφές κοπέλες Απόψε, να μην κοιμηθείς, παρά να καρτερέσεις να ακούσεις την κιθάρα μου, και απέ να πα' να πέσεις να ακούσεις την κιθάρα μου, και ύστερα να πέσεις. Απόψε γιούλια μάζευα, και η ψυχή μου άνθη απόψε σε ονειρεύτηκα, κι ο ύπνος μου εχάθη». Λοιπόν, αυτά τα τραγούδια λένε, καθαυτό είναι επτανησιακό τραγούδι. Είναι πολλά ωραία τραγούδια κερκυραϊκά. Η Επτάνησος γενικά έχει μια ξεχωριστή κουλτούρα τραγουδιών. Τα όργανα που κυριαρχούν είναι η κιθάρα, το βιολί και το μαντολίνο το οποίο είναι το παραδοσιακό όργανο των Επτανήσων. Εν αντιθέσει, κάθε άλλο μέρος, στην Κρήτη έχουνε τη λύρα την κρητική, οι Πόντιοι έχουνε την ποντιακή λύρα, στην Ήπειρο, σε άλλα μέρη έχουν το κλαρίνο, αλλά υπάρχει ένα σύνολο μουσικών οργάνων που βγαίνει ένα τόσο πολύ ωραίο..., ας πούμε. Δεν παίζει μόνο ένα όργανο. Παίζει, ας πούμε, είναι η κιθάρα που είναι ωραία που συνοδεύει και τα τελευταία χρόνια έχει μπει και το ακορντεόν που γεμίζει, γιατί το ακορντεόν, κακά τα ψέματα, έχει πολύ ωραία μελωδία. Είναι μια ορχήστρα μόνο του το ακορντεόν. Και η κιθάρα, το βιολί... Αυτά είναι καθαυτά παραδοσιακά κερκυραϊκά όργανα. «Θυμωμένος μου ήρθες απόψε θυμωμένος για μένα πολύ μα εγώ φταίξιμο φως μου δεν έχω παρά έχω αγάπη χρυσή μα εγώ φταίξιμο φως μου δεν έχωπαρά έχω αγάπη χρυσή. Για θυμήσου καθόμαστε μόνοι στου χωριού μας τη βρύση τα δυο τα νερά τα κρυστάλλινα τρέχαν και κοιμόταν βαθιά το χωριό». «Κι εγώ παπούτσια δεν έχω στην Παπαντή δεν πάω στην Παπαντή δεν πάω Ο Θύμιος μου να 'ναι καλά και απ' άλλο χρόνο πάω και απ' άλλο χρόνο πάω. Και το κερί που σου 'ταξα παρθένα Παναγιά μου παρθένα Παναγιά μου. Θα σου το φέρω άλλη φορά για να 'χω την υγειά μου για να 'χω την υγειά μου». Λέγε μου!
Υπέροχο! Υπέροχο!
Τραγούδια που αγγίζουνε ψυχές μιας άλλης ωραίας εποχής. Γινόντανε αυτήν την εποχή -τώρα που πλησιάζουμε- πολύ ωραίες εκδηλώσεις, αποκριάτικες.
Α, ναι.
Ναι, πρέπει να σου πω ότι το καρναβάλι της Κέρκυρας έχει μεγάλες επιρροές από το καρναβάλι της Βενετίας. Την Κυριακή που έρχεται, 21 του μηνός, ξεκινάει, ανοίγει το Τριώδιο που έχει 4 Κυριακές. Λέγεται Τριώδιο, έχει 3 οδούς, αλλά και 3 ωδές, και 3 ενότητες. Ξεκινάει με την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Ξεκινάει με την Κυριακή του Ασώτου, που γιορτάζει η μισή Ελλάδα και βάλε. Είναι η Κυριακή της Απόκρεω και η Κυριακή της Τυρινής και μετά η Καθαροδευτέρα. Γίνονται πάρα πολλές..., εδώ καρναβάλι με αυτοσχέδια... Δεν υπήρχανε, οι περισσότεροι δεν είχανε στολές, εκάνανε από δικές τους, ντυνόντανε με διάφορα τσεργούλια. Τσεργούλια είναι παλιόρουχα ή ρομπαβέκιες τα λέγανε, τέτοια. Ο καθένας ό,τι είχε έβανε όπως ήτανε. Ο Καρνάβαλος ερχόντανε από κάτω από τη Σπηλιά, ερχότανε με καΐκι και ακολουθούσε την πομπή από τα Μουράγια. Τα θυμάμαι εγώ, ήμουνα μικρό παιδάκι με τη μητέρα μου και μπροστά πήγαιναν κάτι με κάτι βέσπες, ντυμένοι τροχονόμοι. Ήτανε η προπομπή του Καρνάβαλου. Γύριζε μέσα στις πόλεις, μέσα στους δρόμους και τα καντούνια της πόλης μας, γινόντανε πάρα πολύ μεγάλοι χοροί από τα διάφορα σωματεία, από διάφορους συλλόγους. Οι μεγάλες αίθουσες ήτανε το..., εκεί που δυστυχώς είναι ερείπιο και εξακολουθεί να 'ναι ακόμα ερείπιο, ο «Φοίνικας», ο κινηματογράφος, εγινόντανε τα μεγαλύτερα γλέντια. Όπως και στη μεγάλη αίθουσα, μια πολύ μεγάλη αίθουσα του Γυμναστηρίου. Εκεί που είναι το Γυμναστήριο, εγινόντανε οι μεγαλύτεροι χοροί με κερκυραϊκές ορχήστρες, είχε γενικά κερκυραϊκό και βενετσιάνικο χρώμα. Κάναν διάφορες αναπαραστάσεις από παλιά ήθη, έθιμα. Σχολιάζαν τσου πολιτικούς, τσου διάφορους γραφικούς της Κέρκυρας. Θυμάμαι ότι οι γραφικοί ήτανε..., τους ανεβάζανε σε κάτι άρματα, εγινότανε, ήτανε δηλαδή... Δεν είναι αυτό το τυποποιημένο που είναι σήμερα. Σήμερα το καρναβάλι, εγώ έχω πάρα πολλά χρόνια να παρακολουθήσω καρναβάλι, διότι δεν με εκφράζει. Είναι τυποποιημένο. Είναι κονσέρβα. Δεν είναι το καρναβάλι που γνώρισα εγώ, που θυμήθηκα εγώ, που 'μαι σε θέση να κρίνω το πριν και το τώρα. Και μου λέει η γυναίκα μου: «Θα πάμε -λέει- άμα θέλεις...». «Πάρε την εγγονή μας και πήγαινε. Εγώ δεν πρόκειται να 'ρθω». Δεν με εκφράζει. Όπως και πολλά σημερινά πράγματα δεν με εκφράζουνε. Και άμα κάτι δεν σου γεμίζει την καρδιά, δεν πας. Προτιμώ να πάω κάπου… Ώρες ώρες κάθομαι στο σπίτι μου και ζω με τις αναμνήσεις μου, ζω με φωτογραφίες, διαβάζω κάποια ενδιαφέροντα βιβλία, τα διαβάζω, τα ξαναδιαβάζω και αναμοχλεύει..., γιατί δεν υπάρχει τίποτα, δεν… Σ' το λέω τώρα, εσύ είσαι παιδί μου, δεν με εκφράζει τίποτα σημερινό. Εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις, γιατί δεν έχεις ζήσει το πριν. Γιατί για να συγκρίνεις κάτι πρέπει να 'χεις δύο πράγματα, δεν μπορείς να συγκρίνεις μόνο ένα πράγμα. Κατάλαβες;
Εσύ ντυνόσουνα τότε στο καρναβάλι;
Ναι! Να σου πω κάτι τώρα... Ωραία πάσα μου 'δωσες. Μια φορά, λοιπόν, ήμουνα με την παρέα μου από το Μαντούκι και ντυθήκαμε ό,τι είχαμε. Και έβαλα ένα φόρεμα της μάνας μου. Βέστα, τα φορέματα τα λέγανε... Της έλεγε: «Ή σήκωσε ή κατέβασε τη βέστα σου», δεν λέγανε το φόρεμά σου στην Κέρκυρα. Να τα μαθαίνεις αυτά να συνεχίζεις την παράδοση, Μαριλίζα μου. Έχω ντυθεί, λοιπόν, με την παρέα μου και είμαι απόξω από το «Παλλάς», εκεί που είναι τώρα το σημερινό Marks & Spencer. Εμείς παλιά όταν λέμε ραντεβού, λέμε απόξω από το «Παλλάς», μας έχει μείνει αυτό. Ακριβώς απέναντι, εκεί που είναι ένα μαγαζί με τους καφέδες του Μαρκοσιάν -το 'χεις υπόψη σου, ξέρεις;- λοιπόν, εκεί απέναντι είναι η μάνα μου με μια φίλη της. Και ακούω από μακριά: «Μιχάλη μου, αγάπη μου, να 'σαι καλά και του χρόνου!». Γυρίζω και κοιτάζω και ποια ήτανε; Η μάνα μου! Ωρέ, λέω, η μάνα μου. Και αφού ήρθε κοντά η μάνα μου και μας χαιρέτησε όλους και μας είπε εκεί, γιατί κατάλαβε λίγο πολύ με ποιους ήμουνα, σου λέει: «Με ποιους θα 'ναι; Αφού με τα παιδιά από το Μαντούκι, πού θα πάει; Με τα παιδιά από το Παρίσι; Πού θα πάει;». Λοιπόν, χαιρέτησε [Δ.Α.] εκεί και μου λέει: «Ωρέ παλιογάιδαρε, την καλή μου τη βέστα έβαλες;». Κατάλαβε ότι είχα βάλει το φόρεμά της. Αυτό είναι που 100 χρόνια να ζήσω, αυτό θα το θυμάμαι πάντα! Και μου λέει: «Πρόσεχε κακομοίρη μου -μου λέει- μη μου την εχαλάσεις, εκάηκες. Μη γυρίσεις σπίτι -μου λέει- έτσι και μου τη χαντακώσεις, μην έρθεις σπίτι». Λοιπόν, και το θυμάμαι λες και είναι τώρα. Ήτανε, για σκέψου τώρα, από μακριά. Η μάνα μου είδε το φόρεμα της, σου λέει: «Ο γιος μου θα 'ναι. Ποιος θα 'ναι να βάλει το φόρεμά μου;». Και μου λένε τα παιδιά: «Μωρέ μπράβο -μου λένε- πού σε κατάλαβε;». «Ωρέ βλάκες -τσου λέω- αφού έχω βάλει τη φούστα της, δεν θα το καταλάβει;». Ναι, ήταν ωραίο καρναβάλι. Ήτανε καθαρά κερκυραϊκό. Ήτανε, σατι[01:30:00]ρίζανε σου 'πα, παλιούς γραφικούς, εδώ από την Κέρκυρα, τα ήθη, τα έθιμα. Ερχόντανε από χωριά. Με ωραία άρματα, με τέτοια της εποχής εκείνης. Είχε ένα ξεχωριστό χρώμα, τελείως διαφορετικό.
Θυμάσαι κάτι συγκεκριμένο από άρματα όπως λες ή...
Ναι, ήτανε... Αυτό που μου είχε κάμει εντύπωση, σου 'πα ήταν η προπομπή, οι ντυμένοι τροχονόμοι με βέσπες. Ερχότανε ο καρνάβαλος, όπως πέρναγε ας πούμε, καθένανε που έβλεπε τον εστόλιζε κανονικά, γιατί ήτανε Κερκυραίος ο καρνάβαλος και ήξερε και του 'βγανε όλες τις πομπές του στη φόρα και έλεγε και γινόταν ο χαμός! Μέχρι που τον εκαίγανε. Έκανε τη διαθήκη του στην Κάτω Πλατεία ή στο Σαρόκο και μετά τον εκαίγανε και γινότανε, και ξεκινούσε την άλλη μέρα η Καθαροδευτέρα με όλα τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας μας. Θυμάμαι Καθαροδευτέρα, μια και το φέραμε τώρα, απέναντι ακριβώς από το σπίτι μου είναι ένας λόφος, ο λόφος Αβραμίου. Εκεί, λοιπόν, πηγαίναμε Καθαροδευτέρα, όλη η γειτονιά εκεί πέρα για να πετάξουμε τον αετό, τον οποίο αετό τον εφτιάχναμε εμείς με καλάμια και με εφημερίδες. Δεν ήταν αετοί έτοιμοι όπως είναι τώρα, τον εφτιάχναμε. Κονομούσαμε και κάμποσο σπάγκο, τον εσεντράραμε ωραία και ανεβαίναμε εκεί πάνω που ανέβαινε όλη η γειτονιά. Επαίρνανε όλα τα..., λαγάνα, ταραμάδες, ταραμοσαλάτες, ελιές, τέτοια, τουρσί, όλα αυτά. Και ήτανε και κάτι μικρά πικάπ που παίρνανε τα δισκάκια των 45 στροφών. Και εκεί πάνω γινόντανε... Άσε που μετά που όλοι, οι μισοί δεν βρίσκανε τον δρόμο, γιατί είχανε μεθύσει όλοι οι πιο μεγάλοι εκεί πέρα και γινόντανε ο κακός χαμός. Εμείς παιδιά παίζαμε με αετούς, παίζαμε ποδόσφαιρο, φλερτάραμε. Ήτανε πάντως έτσι σε ωραίο κλίμα, οικογενειακό κλίμα, δεν ξεφεύγαμε από τα ωραία, ας πούμε. Παλιά όταν ερχόσουν εδώ στου Βασίλη, ήτανε μεγάλη υπόθεση να 'ρθεις εδώ, λίγο πιο κάτω εδώ απ' το σπίτι σου. Λέει- «Πήγανε, βγήκανε όξω -λέει- πήγανε μέχρι του Βασίλη!». Ήτανε εκτός των τειχών, κατάλαβες; Ήτανε πολύ γραφική και πολύ διαφημισμένη η ταβέρνα εδώ του Βασίλη, εκεί δίπλα στο Μον Ρεπό. Ήτανε αυτές οι Κυριακάδες, σου’ πα, γινόντανε πολλοί μεγάλοι χοροί στον «Φοίνικα» και στο Γυμναστήριο. Ξέχωρα και στα διάφορα σπίτια με τα ήθη, με τα έθιμά τους, ο κόσμος τα ζούσε. Ζούσε, τα περίμενε με λαχτάρα να γιορτάσει τα ήθη, τα έθιμα, να..., δηλαδή με πολύ μεγάλη αγωνία. Δεν είναι τώρα που τα 'χεις όλα και ό,τι ώρα θέλεις πας. Είχε αγωνία, περίμενε την κάθε γιορτή με μεγάλη αγωνία να τη ζήσει, να την ευχαριστηθεί με τους φίλους του, με την παρέα του, με την οικογένειά του, γενικά. Ήτανε μια τελείως διαφορετική Κέρκυρα. Μια Κέρκυρα που εγώ ώρες ώρες νομίζω που 'χω γεννηθεί σε άλλο μέρος, που μεγάλωσα σε μια ωραία Κέρκυρα. Σου 'πα τόσες ωραίες αναμνήσεις από μικρό παιδί, από το γυμνάσιο, με τις μουσικές, με το ποδόσφαιρο, σινεμάδες, παρέες ωραίες. Πες μου, ρώτα με ό,τι θέλεις.
Θα ήθελες να μας περιγράψεις, όπως μου είπες π.χ. για το ποδόσφαιρο, που απ’ ό,τι κατάλαβα από μικρός-
Ναι.
Ασχολιόσουν αρκετά.
Ήμουνα και αθλητής στίβου.
Μίλησέ μας.
Μ’ άρεσε πάρα πολύ το ποδόσφαιρο, έπαιζα μπάλα εκεί στην ομάδα της γειτονιάς μας, στον Ολυμπιακό. Μια ομάδα εκεί που την ιδρύσανε οι όλοι εκεί πέρα οι πατεράδες, οι παππούδες μας, εκεί του λιμανιού, από το υστέρημά τους. Μια ομάδα που την αγαπήσαμε. Και στο γυμνάσιο ήμουνα αθλητής στίβου, ήμουνα σε μεγάλες αποστάσεις. Είχα εξαίρετους καθηγητές, γυμναστές. Συγκεκριμένα, τώρα είναι 2-3 χρόνια που πέθανε, είχα τον κύριο Μαυρομάτη τον Άλκη, ο οποίος με υπεραγαπούσε. Μ’ άρεσε πολύ, μ’ άρεσε πάρα πολύ και μιλάμε για κλασικό αθλητισμό, γνήσιο, χωρίς αυτά τα σημερινά τώρα. Σου 'λεγε: «Οι δυνάμεις σου είναι μέχρι εκεί, μη ζητάς παραπάνω, δεν υπάρχουν». Γιατί τώρα είναι..., τα ξέρουμε αυτά, με τις ντόπες, με τα φάρμακα. Κάθε φορά πιάνουνε και κάνουνε ελέγχους και τέτοια πράματα. Ήτανε, στο 2ο Γυμνάσιο είχαμε πάρα πολύ καλό στίβο. Πηγαίναμε στα Γιάννενα, σε αγώνες στα Γιάννενα, γυρίζαμε με ένα καράβι κύπελλα και μετάλλια, με τα φέρι μποτ της τότε γραμμής. Ήταν 3 φέρι μποτ. Όταν ξεκίνησε η συγκοινωνία... Κατ' αρχήν, πριν ξεκινήσει η συγκοινωνία, ήταν 2 μεγάλα, 2 πολύ μεγάλα καΐκια που κάνανε το δρομολόγιο Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα. Ήτανε το «Λουτσίντα» και ήτανε και η «Μακρίνα». Και γινόντανε. Μετά αρχές της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησε και ήρθαν τα πρώτα φέρι μποτ. Ήτανε το «Κέρκυρα», το «Ηγουμενίτσα» και το «Ακρόπολις». Το «Ακρόπολις» ήτανε ένα πολεμικό καράβι που το 'χανε φέρει από την Κορέα και το βάλανε εκεί στη γραμμή. Και πήγαινε αργά αργά, πάρα πολύ αργά. Έκανε 3 ώρες να φτάσει στην Ηγουμενίτσα. Αφού όταν πήγαινε κανένας έτσι και στον δρόμο και περπατούσε αργά, του λέγανε: «Πώς πας έτσι ωρέ, σαν το Ακρόπολις πας ωρέ!». Ήτανε η πρώτη..., γιατί πριν, ας πούμε, εγινότανε με καράβια που πήγαινες, η ακτοπλοϊκή γραμμή που πήγαινες, για να πάνε στον Πειραιά, πηγαίνανε με τα διάφορα καράβια. Ήταν το «Αγγέλικα», το «Κολοκοτρώνης», που ερχότανε, θυμάμαι εγώ που ήμουνα μικρό παιδάκι και πήγαινα στο Μαντούκι και περνάγανε για να φτάσουνε στον Πειραιά. Και όταν ξεκίνησε και συγκοινωνία από εδώ, το ΚΤΕΛ, πρέπει να σου πω ότι το πρώτο ΚΤΕΛ στην Κέρκυρα ήτανε στην πλατεία Σαρόκου, στην οποία πλατεία Σαρόκου ήτανε η πλατεία του εμπορίου. Εκεί το Πάσχα εφέρνανε όλα τα αρνιά, εκεί γινόταν το εμπόριο με τα αρνιά. Και τον χειμώνα με τις γαλοπούλες, τα Χριστούγεννα με τις γαλοπούλες. Εκεί, λοιπόν, ήτανε το πρώτο ΚΤΕΛ, που ξεκίνησε σιγά σιγά με κάτι λεωφορεία που ήταν κουτσομούρικα, έτσι. Δεν ήταν όπως είναι τα σημερινά πούλμαν. Και δεν είχε ανοίξει και ο δρόμος, για να πας στην Αθήνα δεν υπήρχε ο δρόμος αυτός. Επηγαίνανε από τα Γιάννενα. Και για να πας στην Αθήνα ήτανε Οδύσσεια μεγάλη. Σιγά σιγά... Ήθελα να σου πω ότι παλιά γινότανε και το ράλι της Κέρκυρας. Ήτανε η ανάβαση του Τρουμπέτα, εκεί στον δρόμο τον παλιό, πριν ακόμα..., γιατί ο δρόμος αυτός έγινε με τον..., ο Γιώργης ο Παπαδόπουλος έκαμε τους δρόμους στην Κέρκυρα και τα ξενοδοχεία. Διαφορετικά ήτανε κατσάβραχα. Να λέμε τα πράματα με το όνομά τους. Δεν λέω, δεν θέλω να πω πολιτικά, αλλά έτσι ήτανε. Ο Γιώργης ο Παπαδόπουλος ήταν αυτός ο οποίος άνοιξε τους δρόμους και έκαμε ξενοδοχεία και γνώρισε η Κέρκυρα. Η Κέρκυρα δεν είχε..., μονοπάτια. Και γινόντανε, λοιπόν, η ανάβαση εκεί πέρα στου Τρουμπέτα και γινόντανε και μέσα στην πόλη. Πώς το είχα καταλάβει; Με είχε πάρει μια φορά μικρό η μάνα μου στην πόλη, με έπαιρνε πολύ η μανούλα μου από το Μαντούκι εκεί, και είδα μέσα στην πόλη όπως γυρίζαμε που σε κάθε γωνίες ήτανε δεμάτια, μπαλότα με σανό, έτσι τα λένε εδώ. Λοιπόν, λέω: «Μάνα, γιατί είναι τόσο πολλά -λέω- μπαλότα εδώ;». Μου λέει: «Θα τρέξουνε τα αυτοκίνητα, Μιχάλη μου», μου λέει. Πού ήξερε τώρα η μάνα μου ράλι και τέτοια πράματα. Και ήτανε πολύ ωραία. Περνάγανε από μέσα από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, εβγαίνανε, μπαίνανε μέσα από τον μέσα δρόμο της Γαρίτσας, ανεβαίνανε απ' την παραλιακή, από το Ν.Α.Ο.Κ., μέσα από το Λιστόν. Και θυμάμαι κιόλας, από κει είχα γνωρίσει για πρώτη φορά τον Κόκοτα. Ήτανε οδηγός ράλι ο Κόκοτας. Ήταν ο Ζαλμάς, ο Μοσκούς. Ναι. Ο Πεσματζόγλου. Ναι! Είχε μεγάλη τρέλα ο Κόκοτας με το... Θυμάμαι μια φορά που τον είχανε πιάσει τα..., είχανε τελειώσει οι αγώνες και ξέρεις, οι πιο μεγάλοι εκείνης της εποχής που τους άρεσε πολύ ο Κόκοτας και τον επαρακαλούσανε τον Κόκοτα να τραγουδήσει, να τους πει και ένα τραγούδι. Μέχρι που τον φώναξε ένας: «Ρε Κόκοτα -του λέει- μας έσκασες. Είσαι άπονη καρδιά», του λέει. Και ξεκινάει ο Κόκοτας: «Άπονη καρδιά παρακαλώ, παρακαλώΘα 'ρθεις μια βραδιά...». Τραγούδι του Δήμου Μούτση. Ήτανε μεγάλος. Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτός. Ναι, ήτανε πολύ ωραίο το ράλι στην Κέρκυρα. Είχε πολλά ωραία στην Κέρκυρα. Γινόντανε πολλά. Κατ’ αρχήν, πρέπει να σου πω ότι η Κέρκυρα είχε απ’ όλα τα καλά. Είχε εργοστάσια που κάνανε σφυρίδες, ελαιόπανα. Είχε εργοστάσια που κάνανε πάγο. Είχε εργοστάσια που κάνανε μακαρόνια. Είχε εργοστάσια που κάνανε τυριά. Είχε εργοστάσια μέχρι και βιοτεχνίες που κάνανε καρέκλες και σκούπες. Είχε βιοτεχνίες που κάνανε παγωτά. Δεν υστερούντανε τίποτα. Και μιλάμε πάντα με ντόπια εδώ κερκυραϊκά φρούτα και προϊόντα. Δεν είχε να φέρουνε από άλλες... Δηλαδή πήγαινες τον Αύγουστο να πάρεις ένα παγωτό φράουλα και σου 'λεγε : «Πού να την ευρώ τη φράουλα ωρέ παιδί -του λέει- αφού οι φράουλες είναι τον Μάη», κατάλαβες; Κάτι ωραίες γρανίτες, κάτι ωραία... Ήτανε τα πάντα γνήσια και όλα αγνά και ο κόσμος είχε την καρδιά στα χέρια, έτοιμος να σου την προσφέρει. Καμία σχέση με την... Θα μου πεις, έχουνε μπει και πάρα πολύς κόσμος εδώ πέρα που έχουνε διαβρώσει. Γι’ αυτό πρέπει εμείς οι πιο παλιοί να τα διατηρούμε και να τα μεταλαμπαδεύουμε στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας για να συνεχιστεί αυτή η ιστορία που θέλουμε να διατηρήσουμε εδώ στο νησί μας. Έχει μεγάλο αρχαιολογικό πλούτο η Κέρκυρα. Πάρα πολύ μεγάλο αρχαιολογικό πλούτο. Αλλά δυστυχώς εδώ πέρα, δεν ξέρω, οι πολιτικοί πώς την έχουνε δει, έχουμε 2 Φρούρια, τα ξέρεις, που αν ήτανε σε άλλο μέρος της Ευρώπης, θα 'τανε σ' αυτό το χάλι; Θα ντρεπόσουν να μπεις μέσα. Λοιπόν, τα λες αυτά, [01:40:00]σε λένε κακό, σε λένε ρατσιστή, σε λένε φασίστα, σε λένε έτσι. Δηλαδή κάποιος άνθρωπος που μιλεί για τον τόπο του και θέλει το καλό του τόπου του, δηλαδή γιατί να μην τα πω; Είναι εικόνα αυτή από το Φρούριο; Και το Φρούριο στην Επάνω Πλατεία εκεί και το Φρούριο κάτω στη Σπηλιά; Να 'ταν σε άλλο μέρος; Αυτά είναι τόσους αιώνες και παραμένει αυτό το κακό το χάλι. Η Κέρκυρα, γεμάτη είναι η Κέρκυρα, μπορεί να είναι των Φιλαρμονικών, είναι και των σκουπιδιών και των ερειπίων. Βλέπω του κόσμου τα ερείπια. Είναι μια ωραία βίλλα εδώ πέρα, απέναντι από τον «Φοίνικα», η Βίλλα Πετσάλη, ετοιμόρροπη. Η Βίλλα Ρόσα, αυτό το χάλι, έχουνε βάλει κάτι υποστυλώματα εκεί και κάτι έγινε να πούμε. Και τόσα και τόσα και τόσα άλλα. Το σπίτι του Γιαλλινά, επί της Καποδιστρίου, από τους μεγαλύτερους, παγκοσμίου κλάσης, ζωγράφους και να 'ναι σ' αυτό το χάλι; Το ωδείο δίπλα να 'ναι σ' αυτό το χάλι; Και μετά μου λένε -τα λέω- και μου λένε είσαι ακροδεξιός. Ναι, λέω είμαι ακροδεξιός, άμα το θέλεις έτσι. Όταν μιλείς για την πατρίδα σου δηλαδή, αυτή η κακομοιριά δηλαδή, δεν πρέπει να τα πεις; Δεν το κατάλαβα. Αυτά ήτανε στολίδια όταν ήμουνα εγώ μικρό παιδί και τα βλέπω και μου ραγίζει η καρδιά που τα βλέπω αυτά τα πράματα. Γεμάτη σκουπίδια και ερείπια. Μία πόλη γεμάτη ιστορία. Ο κάθε δρόμος, η κάθε... έχει πολύ μεγάλη... Ξέρεις πώς βγήκε -να σου πω μια και το φέραμε- η Ευγενίου Βουλγάρεως -τον ξέρεις αυτόν τον μεγάλο δρόμο- ο κόσμος δεν τον ξέρει Ευγενίου Βουλγάρεως, την ξέρει Καρτελάκουες. Ξέρεις γιατί λέγεται Καρτελάκουες; Γιατί παλιά από κει επερνάγανε, ήταν όλοι οι σωλήνες, όλοι οι αγωγοί με τα νερά που τροφοδοτούσαν την Κέρκυρα. Ήτανε ο δρόμος των υδάτων και το λέγαν Καρτελάκουες. Ήτανε ο Adam που είναι ο ανδριάντας του, είναι μέσα στο νερό ο ανδριάντας του, που είναι απέξω από τα Ανάκτορα, γιατί ήταν αυτός που έφερε την ύδρευση στην Κέρκυρα. Ο Douglas, τόσοι μεγάλοι ευεργέτες και..., δεν ξέρω τι να πω. Είδες, αυτή η κακομοιριά και αυτό το μαύρο χάλι στην Κέρκυρα.
Για να, έτσι, για να θυμηθούμε τα ωραία, όμως τώρα-
Ναι.
Θυμάσαι έτσι φιγούρες εδώ στην Κέρκυρα-
Γραφικούς;
Που, τέλος πάντων, σας έκαναν να περνάτε όμορφα.
Ήτανε πάρα πολλοί γραφικοί.
Και έτσι περιστατικά με αυτούς αν θυμάσαι.
Ναι, ήτανε πάρα πολλοί γραφικοί, εκεί στην Πίνια, ειδικότερα, υπήρχανε πάρα πολλοί. Ήταν η Μαρία η Μπουμ, μία από τσι πιο γραφικές, μια γυναίκα η οποία είχε επηρεαστεί πάρα πολύ από τον πόλεμο και με το που της φώναζες «Μπουμ», ταραζόντανε όλη η καημένη. Ήτανε η Λουτσίντα, μία που ντυνότανε με στολές από αστυνομίες, έβανε τα γαλόνια της εδώ, με το ποδήλατό της εγύριζε. Ήταν ο Ντούβουλος, ένας που καθότανε εκεί στην πλατεία Βραχλιώτη. Πέφτανε, μπόμπες να πέφτανε, αυτός δεν κουνιότανε, δεν κουνιότανε φύλλο. Ήτανε ο Νάκος, ένας γραφικός κλασικός μεθύστακας, τον οποίο τον ανεβάζανε σε όλα, είναι από τους βαρελοφρόνους, ο οποίος ανέβαινε σε όλα τα άρματα. Σου 'πα, τότες στο καρναβάλι ανεβάζανε όλους τους γραφικούς, πάρα πολλοί. Ήτανε η πόλη γεμάτη. Ναι. Ο κουτο-Λευτέρης, ένας που πουλούσε λαχεία. Ήτανε... Ναι, ήτανε, ο καθένας ήτανε ιστορία μου αμαρτία μου. Πάρα πολλούς.
Εσύ ως μικρό παιδί θυμάσαι καθόλου τη βασιλική οικογένεια εδώ στην πόλη;
Ναι, βεβαίως και την εθυμάμαι. Ερχόντανε μένανε και στα Ανάκτορα. Θυμάμαι που περνάγανε τα αυτοκίνητα από μέσα από το Μαντούκι. Και πρέπει να σου πω ότι η βασιλική οικογένεια, όταν ερχότανε εδώ, ήτανε γεγονός μεγάλο, διότι ερχόντανε και πάρα πολλοί πλούσιοι. Ερχόντανε και πάρα πολύς κόσμος, όλη αυτή η αφρόκρεμα, ας πούμε, και πράγμα που βοήθαγε πάρα πολύ στην οικονομία του νησιού μας. Δεν ήταν όλα μαύρα. Και αν γινόντανε και κάποια έργα, κάποια έργα, κάποιοι δρόμοι για χάρη αυτωνών, επωφελούνταν, όμως, και το νησί. Γιατί θα 'ρχονταν αυτοί, θα τους συνοδεύανε, ερχόντανε πολύ μεγάλες προσωπικότητες. Ειδικότερα τους καλοκαιρινούς μήνες μέσα στο Μον Ρεπό, το οποίο είναι η..., Μον Ρεπό θα πει «η ανάπαυσή μου», είναι γαλλική λέξη. Και ερχόντανε πάρα πολύς κόσμος. Και από το..., κατεβαίνανε, εκεί που είναι το Βασιλικό Παλάτι, ήτανε μια σκάλα, κατέβαινε κάτω, βγαίνανε στα Μπάνια τ’ Αλέκου. Πηγαίνανε με τη βενζίνα. Θυμάμαι που περνάγανε μέσα από το Μαντούκι με κάτι αυτοκίνητα έτσι ξεσκέπαστα, χαιρετούσαν τον κόσμο. Και προσφέρανε και βοήθησανε και κόσμο και πολλές φτωχές οικογένειες. Και πολλές κοπέλες επροικίσανε. Όπως και η εκκλησία προίκισε. Ήτανε ο κόσμος, υπήρχε μεγάλη κοινωνικότητα, Μαριλίζα μου. Ο κόσμος έχει αποξενωθεί. Εδώ βλέπεις τον άλλονε τώρα εδώ να υποφέρει και περνάει ο άλλος και σφυρίζει αδιάφορα. Τότε στην παλιά γειτονιά, αν αρρώσταινε ένας άνθρωπος, ήταν όλη, όλη η γειτονιά ήτανε άρρωστη. Επαιρνούσε από δίπλα του... Δηλαδή αρρώσταινε κάποιος, επήγαινε όλη η γειτονιά. Ήτανε ο κυρ-Γιάννης και ρωτήσαν τη γυναίκα του: «Τι θέλεις κυρα-Μαρία μου, τι θέλεις εκεί; Τι να σου φέρω; Τι να σου κάμω; Τι να σε βοηθήσω;». Επήγε στο νοσοκομείο, να πάνε στο νοσοκομείο να τον δουν. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράματα σήμερα. Δεν υπάρχουνε. Δυστυχώς. Είναι σκληρό αυτό που σου λέω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Σε μια Κέρκυρα που ήτανε..., η Κέρκυρα πάντα διακρινόντανε για την απέραντη φιλοξενία της, για την ανθρωπιά της, για την κατανόηση που είχε ο κόσμος, για την αλληλεγγύη που είχε ο κόσμος.
Να σε ρωτήσω τώρα, μιας και ήσουνα στην Παλαιά Φιλαρμονική-
Ναι. Έχω πάρει και βραβείο από την Παλιά Φιλαρμονική, όταν ήμουνα μαθητής...
Θα ήθελα να μας μιλήσεις και γι' αυτά τα βραβεία, αλλά και για αργότερα, για ό,τι συνέβη.
Όταν εγώ ήμουνα μικρός, είχα, λοιπόν, είχα δάσκαλο τον κύριο Ρίζο. Και πριν βγω στην μπάντα, είχα πάρει 2 βραβεία. Το πρώτο βραβείο θυμάμαι ήταν το 1968. Και είχα πάρει 500 δραχμές, βραβείο συνοδευόμενο με χρηματικό ποσό 500 δραχμών. Και είχα πάρει ένα ποδήλατο. Ένα ποδήλατο. Με 500 δραχμές, είχα πάρει ένα ποδήλατο το 1968. Ήτανε από τις ωραιότερες χρονιές της ζωής μου. Ξέχωρα που είχα πετύχει στο λύκειο, είχα πάρει και βραβείο, μαθητής στην Παλιά Φιλαρμονική. Λοιπόν, όσον αφορά τώρα, εγώ έκατσα μέχρι που πήγα στρατιώτης. Από 14 χρονών μέχρι 19 χρονών που πήγα, 20 χρονών, ήμουνα στην Παλιά Φιλαρμονική. Όταν εγύρισα, διαδραματιστήκανε όλα αυτά τα γεγονότα. Εφύγανε κάποιοι μουσικοί, δεν τα καλοξέρω και καλά τα πράματα, αλλά στεναχωρήθηκα. Είχα ανέβει πάνω στην Παλιά Φιλαρμονική, ήμουνα πολύ συναισθηματικά δεμένος με την Παλιά Φιλαρμονική και πήγα. Μου 'πανε οι άλλοι τη γνώμη τους. Άκουσα τη γνώμη τη δική σας, αυτοί που 'χανε φύγει, γιατί σου 'πα, όταν γινήκανε όλα αυτά, διαδραματιστήκανε, εγώ υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία. «Λοιπόν, εντάξει -λέω- τα άκουσα, παιδιά. Θα πάω και εκεί πάνω». Δεν ρώτησα πολλά πάνω στην Παλιά Φιλαρμονική, αλλά επειδής δεν είδα και πάνω τους δασκάλους μου, δεν είδα τους μαέστρους μου, επηρεάστηκα συναισθηματικά. Όχι ότι είχα τίποτα εγώ μ' αυτούς. Απλώς, καθαρά συναισθηματικά, δηλαδή δεν μου 'βγαινε από την ψυχή μου να κάτσω εκεί. Είχα γαλουχηθεί, εγώ είχα μεγαλώσει εκεί πέρα και δεν ξέρω, λέω: «Παιδιά, σας ευχαριστώ». Μου 'παν οι άνθρωποι να με βοηθήσουν, να με στηρίξουνε, ο κύριος Κάφυρης τότε που είναι και Μαντουκιώτης. «Ευχαριστώ πολύ -λέω- παιδιά, θα πάω εκεί». Δεν μου 'βγαινε. Εγώ είμαι συναισθηματικός τύπος. Άμα δεθώ κάπου, δέθηκα. Το καταλαβαίνεις; Δεν είχα παράπονα εγώ. Δεν με πείραξε η Παλιά Φιλαρμονική. Και πάντα δεν έχω και θέλω να προοδεύει και πάντα είναι στην καρδιά μου η Παλιά Φιλαρμονική, δεν μπορώ να το αρνηθώ. Είναι κομμάτι από τη ζωή μου, δεν μπορώ να το αρνηθώ. Πώς θα το αρνηθώ; Πήγα μικρό παιδάκι, έγινα μουσικός, βγήκα στην μπάντα, πήρα βραβεία, πέρασα στον στρατό μια ζωή χαρισάμενη, όλα αυτά χάρη στην Παλιά Φιλαρμονική.
Και έπειτα στη Φιλαρμονική «Καποδίστριας», που δημιουργήθηκε-
Ναι.
Πώς ήταν τα πράγματα;
Κοίταξε, στην αρχή που δημιουργήθηκε ο «Καποδίστριας», υπήρχε πολύ μεγάλη σύμπνοια, πολύ μεγάλη όρεξη. Υπηρέτησα την Παλιά, ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη του «Καποδίστρια» πάρα πολύ. Αλλά κάπου μετά αρχινίσανε τα γαλόνια, «Γιατί εσύ και εγώ;». Εγώ δεν πήγα ποτέ, δεν είχα στόχους εγώ. Μ’ άρεσε η μουσική. Δεν ήθελα ούτε μαέστρος να γίνω, ούτε δάσκαλος, ούτε τίποτα. Μ’ άρεσε το κλίμα όλο της Παλιάς Φιλαρμονικής, να 'βανα και τα παιδιά μου και αυτό. Σιγά σιγά άρχισα να αποχωρώ, γιατί έβλεπα πράγματα που δεν μ’ αρέσανε. Συνέχεια κόντρες, «Γιατί εκείνος ο πρόεδρος;», «Γιατί τούτος ο πρόεδρος;». Θέλανε οι άλλοι όλοι να 'ναι μαέστροι και στο τέλος θα καταντούσαμε να 'ναι πιο πολλοί οι στρατηγοί απ' τους στρατιώτες. Μ’ αρέσει, όμως, που η πατρίδα μας, εδώ η Κέρκυρα μας, έχει πάρα πολλές Φιλαρμονικές, έχουνε βοηθηθεί πάρα πολλά παιδιά. Έχουνε γλυτώσει πάρα πολλά παιδιά. Μ’ αρέσουνε όλες οι Φιλαρμονικές και έχω και ιδιαίτερη συμπάθεια στη Φιλαρμονική του Γαστουριού. Μ’ αρέσει πάρα πολύ η Φιλαρμονική του Γαστουριού, γιατί είναι η πρώτη Φιλαρμονική που έγινε στην ύπαιθρο. Και δεν ξέρω. Μετά, είναι πάρα πολλές Φιλαρμονικές. Είναι μεγάλη ιστορία οι Φιλαρμονικές στο νησί μας. Ωδεία στη μουσική έχουμε, καντάδες έχουμε, χορωδίες έχουμε. Πραγματικά είναι το νησί της μουσικής και του έρωτα. [01:50:00]Είναι τελείως διαφορετικό. Τώρα όπως είναι εξαρτάται πολύ από το μπελ κάντο, που 'ρθανε από την Ιταλία και όλα αυτά.
Όπως είπες, είσαι ερωτευμένος με την Κέρκυρα.
Τρελά.
Και από τις αναμνήσεις σου μου αναφέρεις τον έρωτα πολύ και το φλερτ.
Ναι. Πράματα που δεν υπάρχουνε στη σημερινή εποχή μας. Αν ήσουνα τώρα στην εποχή τη δική μας -να σου πω ένα πράμα- στην εποχή που μεγάλωσα εγώ, που είσαι μια κουτσούνα, μια χαρά κοπέλα, και όχι μόνο ομορφιά, διότι συνδυάζεις και με επίπεδο και... Όχι, να τα λέμε όλα, Μαριλίζα μου. Διότι η ομορφιά άμα δεν συνδυάζεται με καλό μυαλό και με μόρφωση είναι άχρηστη. Έτσι δεν είναι; Να 'χεις το γνώθι σαυτόν. Θα 'χες του κόσμου..., κατ' αρχήν, θα πέρναγες και θα σε φλερτάρανε, θα σου λέγανε ωραία κομπλιμάν.
Αυτό ήθελα να ρωτήσω.
Θα πέρναγες στον δρόμο, θα σου λέγανε: «Κούκλα μου», θα σου λέγανε..., θα σε πολιορκούσανε, θα σε κυνηγούσανε οι άντρες. Θα 'χες του κόσμου τις προτάσεις για να κάνεις δεσμό. Πράματα που δεν υπάρχουνε σήμερα. Τώρα πας να πεις σε μια κοπέλα ένα κομπλιμάν και σου λένε σεξουαλική κακοποίηση. Παλιά οι κοπέλες το 'χανε καμάρι να τις φλερτάρουνε, να τις πολιορκούνε.
Ο έρωτας, λοιπόν, τότε πώς ήταν και το φλερτ;
Ο έρωτας-
Από τη δική σου εμπειρία;
Μεγάλη λαχτάρα. Μεγάλη λαχτάρα και αγωνία. Εγώ να σου πω, γιατί ήμουνα πολύ, έτσι, ζωντανός άνθρωπος, πολύ κοινωνικός, ευπαρουσίαστος, στην παρέα ήμουνα η ψυχή της παρέας και είχα πολλές κατακτήσεις. Αλλά είχα και πολλές αποτυχίες. Αυτά..., όταν δίνεις τη μάχη, ο πόλεμος έχει και ήττες, δεν έχει μοναχά... Θέλω να σου πω ότι ήμαστε πάρα πολύ τρυφεροί. Επήγαινα, είχαμε τα διάφορα στέκια που πηγαίναμε ραντεβού και τέτοια. Πηγαίναμε ραντεβού στο Άλσος στη Γαρίτσα. Πηγαίναμε ραντεβού κάτω στην Κόντρα Φόσα, στο Φαληράκι. Αυτά. Λοιπόν, επήγαινα ραντεβού και περίμενα και μέχρι να 'ρθει η κοπέλα μου, ενόμιζα που εδώ στην καρδιά είχα μία ωρολογιακή βόμβα από την αγωνία μου και θα σπάσει να με σκοτώσει κι εμένανε. Μη δεν έρθει, μη το ένα... Να την πάρεις αγκαλιά και να τρέμεις όλος από αγάπη, από..., δεν ξέρω. Δεν ξέρω ρε παιδί μου, έτσι τέτοια συγκίνηση, τέτοια..., που ένιωθες τόσο όμορφα, τέτοια λαχτάρα, τέτοια αγωνία να περάσει να τη δεις, να περάσεις από κάτω απ' το σπίτι της. Δηλαδή ο κόσμος τότες με μια γλυκιά ματιά, με ένα χαμόγελο, με ένα ζεϊμπέκικο, ήταν τρισευτυχισμένος. Δεν ήταν αυτή η βρομιά που είναι τώρα. Η γυναίκα έχει πέσει πάρα πολύ. Οι γυναίκες οι σημερινές..., θες να σου πω πώς τις κρίνω; Το μεγαλύτερο ποσοστό των σημερινών γυναικών; Κουτές και εύκολες. Εγώ δεν θα 'θελα να 'μουνα τώρα 18-20 χρόνων, να 'μουνα όταν ήμουνα, και να μην είχα ζήσει όλα αυτά τα ωραία που έζησα. Ένα πράμα, αν δεν έχει αγωνία, δεν έχει μια λαχτάρα, ένα καρδιοχτύπι, δεν έχει και νόημα. Μιλώ στραβά; Έτσι δεν είναι; Δεν τα 'χεις ζήσει. Σου 'πα, αν ήσουν τώρα εσύ τη δεκαετία του ’70 που 'μουνα εγώ έφηβος, σου λέω θα 'χες του κόσμου τις κατακτήσεις. Θα σε φλερτάρανε ωραία στον δρόμο, θα σου λέγανε ωραία κοπλιμάν, θα σου λέγανε να βγεις ραντεβού, θα σου κάνανε προτάσεις να κάμετε δεσμό. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά τα πράματα. Μιλάω με τα σημερινά παιδιά και με κοιτάζουνε λες και μιλάω καμιά ξένη γλώσσα. Δεν υπάρχουν αυτά. Βρίσκω παλιό μου φίλο και ανοίγει η καρδιά μου. Μιλάμε, θυμόμαστε όλες αυτές τις εποχές, τις τρέλες που κάναμε στο γυμνάσιο, με τις κοπέλες, από δω, στο ποδόσφαιρο, από κει, την όλη παρέα μας, όλες αυτές τσι ανεμελιές που κάναμε και είμαστε τρισευτυχισμένοι. Να μαζευτούμε εδώ, 100 άτομα να 'ναι, τι να μιλεί ένας, τι 100, όλοι με την ίδια γλώσσα θα μιλήσουμε. Όλοι αυτοί αυτά νοσταλγούνε.
Μίλησε μου γι’ αυτά, γι' αυτές τις τρέλες που λες τώρα για το γυμνάσιο και για το ποδόσφαιρο.
Τρέλες που κάναμε εδώ πέρα, όταν ερχόμαστε εδώ πέρα στα Μπάνια τ’ Αλέκου, ποιος θα κάνει την καλύτερη βουτιά, κάναμε σώμα, κάναμε φλερτ εκεί. Τι να σου πω. Τις αγωνίες να κυνηγάμε τις κοπέλες.
Πώς τις κυνηγούσατε;
Α, Παναγία μου και τι γινότανε. Τέτοιες αγωνίες. Πηγαίναμε ραντεβού και μέχρι που να φτάσουμε να κάτσουμε κάτω, μου λέει: «Μην πάμε από δω είναι η τζία μου, από κει είναι ο μπάρμπας μου». Αυτή η γυναίκα λέω όλη την Κέρκυρα έχει συγγενείς έχει; Μέχρι που να φτάσουμε εκεί, με είχε κόψει η αγωνία τον κακομοίρη. Αλλά ήτανε και κοπέλες καλές όμως. Ήτανε πολλές καλές κοπέλες. Πάντα υπάρχουνε και οι ζωηρούλες, αλλά οι περισσότερες κοπέλες ήτανε καλές και αγαπούσανε πραγματικά. Εγώ θυμάμαι πολλούς, έχω πάρα πολλούς φίλους μου που έχουνε παντρευτεί τις παλιές τους αγάπες. Το πιστεύεις αυτό το πράγμα; Δηλαδή ήτανε πάρα πολύ ερωτευμένοι, και με τραγούδια και με τέτοια. Να σου πω ένα παράδειγμα, ας πούμε. Επήγαινα για μπάνιο, σου 'πα στα Μπάνια τ’ Αλέκου, ήμουνα πάνω. Χωρίς να βλέπω ποιοι είναι κάτου, ήξερα ποιοι ήτανε. Ξέρεις γιατί; Γιατί είχανε κάτω, είχε το jukebox, το ηλεκτρόφωνο, που έβανες κέρμα και γύριζε και έπαιζε το τραγούδι της αρεσκειάς σου. Ακούγοντας, λοιπόν, το τραγούδι αυτό, έλεγα: «Ποιο τραγούδι παίζει; Α, αυτό παίζει; Κάτω είναι ο Γιάννης και το 'βαλε για τη Μαρία». «Ποιο τραγούδι παίζει; Α, είναι ο Νίκος και το 'βαλε για την Ελένη». Ήξερα από το τραγούδι που παίζει κάτω, ποιοι είναι κάτου. Κατάλαβες; Γιατί μιλούσαμε και δεν είχαμε πολύ και δράση εμείς. Μιλούσαμε με νοήματα, μιλούσαμε με ραβασάκια. Είχαμε το άλμπουμ, το σημερινό Facebook, που η καθεμιά κοπέλα είχε το αυτό και σου 'γραφε διάφορες ερωτήσεις, τύπου τι σ’ αρέσει, τι είναι έρωτας, τι είναι αγάπη, πώς τη λαχταρείς, πώς θέλεις την κοπέλα, πώς θέλεις... Αυτά τα σημερινά, αυτό είναι το λεύκωμα, το 'χανε το λεύκωμα οι κοπέλες. Και έχω φίλες μου που το 'χουνε φυλαγμένο ακόμα το λεύκωμά τους, από το γυμνάσιο, φωτογραφίες εβάναμε, υπογράφαμε από κάτω με ψευδώνυμα. Με τέτοια ωραία πράματα. Δίναμε ραβασάκια, όχι γιατί ντρεπόμαστε, γιατί ήτανε δύσκολο να βρεις μια κοπέλα κάπου και να της μιλήσεις. Και της έδινες ένα ραβασάκι και ανάλογα έπαιρνες την απάντηση. Μεγάλα καρδιοχτύπια, μεγάλες αγωνίες. Ήτανε τα σπιτικά πάρτι. Τα σπιτικά πάρτι ήτανε το κάτι άλλο.
Πώς περνούσατε;
Τέλεια! Δεν υπάρχουνε λόγια να σου περιγράψω. Κατ΄ αρχήν πήγαινα κάθε δεύτερο Σάββατο, ήτανε φίλοι μου, κάνανε, που 'χανε την άνεση, εγώ δεν είχα ποτέ την άνεση, γιατί ήτανε φτωχικό το σπίτι μας και δεν είχα την άνεση, ας πούμε, αλλά με καλούσαν όλοι οι φίλοι μου, γιατί ήμουνα διάολος και έμπαινα σε όλα μέσα και με καλούσανε. Και γινόντανε μέσα εκεί ο χαμός. Ήτανε με λικέρ, με βερμούτ, πού και πού κάνα τσιγάρο, τσιγάρο όχι τίποτες άλλο, ναρκωτικά και τέτοια πράματα δεν υπήρχανε. Και στρίμωγμα εκεί σε κουζίνες μέσα, σε αυτό. Ήτανε, βάνανε ωραία κομμάτια, Albano, Romina Power, βάνανε του Elvis Presley, Peppino di Capri, τέτοια τραγούδια. Ήτανε τραγούδια του Άκη, θυμάμαι. Το ξέρεις το τραγούδι το «Άααααααααακη...». Εκεί έπεφτε το στρίμωγμα του αιώνα! Εκεί... Κατάλαβες; Ήτανε, πηγαίναμε εκδρομές, πολλές εκδρομές. Σου 'πα ο κόσμος ζούσε την κάθε γιορτή. Ήτανε αυτοσχέδια τα περισσότερα πράματα. Στην πλατεία σχολούσε το γυμνάσιο, θυμάμαι τότες, και γέμιζε η πλατεία όλη με ποδιά μπλε. Η ποδιά μπλε ήτανε μαγεία. Απ' όταν καταργήθηκε η ποδιά η μπλε, εκαταργηθήκανε πολλά πράματα. Διότι μετά έπεφτε η κόντρα ποια θα ντυθεί πιο καλά και όλο έτσι. Ενώ έβανε η καθεμία κοπέλα ό,τι είχε από μέσα, τα φτωχικά της, έβανε και την ποδιά της από πάνω και δεν την ήξερε κανένας. Τώρα πηγαίνουνε στα σχολεία και κάνουνε κόντρες. Η εμφάνιση των σημερινών παιδιών είναι απερίγραπτη, όπως και των καθηγητών. Βλέπω κάτι καθηγητές εγώ που πάνε σχολείο. Όταν πήγαινα εγώ στο γυμνάσιο, ξέρεις πώς ερχόντανε οι καθηγητές; Οι καθηγητές ερχόντανε κουστουμάτοι, ερχόντανε ξυρισμένοι, καλοχτενισμένοι, τους έβλεπες και σου εμπνέανε σεβασμό. Οι γυναίκες οι καθηγήτριες με ωραίο σύνολο, με το ταγιέρ τους και τις έβλεπες ωραία χτενισμένες και έλεγες: «Πάει στο σχολείο.» Tώρα τι μαθητές με κάτι..., δεν ξέρω πώς να τα χαρακτηρίσω, κακός είμαι, προϊστορικό θα με πούνε, αλλά δεν μου βγαίνουνε ωραία αυτά τα πράματα. Το κατάλαβες; Δεν μου βγαίνουνε. Δεν υπάρχει ένας σεβασμός, μια εκτίμηση. Και εμείς αστειευόμαστε στο διάλειμμα με τους καθηγητές μας. Όταν, όμως, έμπαινε μέσα στην τάξη, ήταν ο καθηγητής σου. Τελειώναν όλα. Νεκρική σιγή. Υπήρχε σεβασμός. Στο διάλειμμα θα κάτσουμε να αστειευτούμε, να κουβεντιάσουμε, πιο πολύ για το ποδόσφαιρο, για τις διάφορες δραστηριότητες του σχολείου μας, ναι. Αλλά όχι αυτό το..., αυτό που γίνεται τώρα. Δεν υπάρχει τίποτα τώρα. Δεν υπάρχει εκπαίδευση. Σου είπα τότες και το επιμένω, τελειώνοντας το παλιό εξατάξιο γυμνάσιο, ήσουν ικανός να διοριστείς σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία. Είχες μεγάλες γνώσεις. Τελείωνες με 16, 17 το γυμνάσιο; Ήτανε Παναγία βόηθα! Εγώ όταν είχα τελειώσει το γυμνάσιο, τελείωσα και την Εργοδηγών. Πήγα στο Τμήμα Δομικών.
Μίλησέ μου για όταν έδωσες εξετάσεις.
Στο...
Πήγες στα Γιάννενα;
Όχι, δεν συνέχισα εγώ, ενώ ήθελε η μητέρα μου, ήθελε πάρα πολύ να..., είχε καταργηθεί τότες. Εγώ θυμάμαι όταν ήταν ο αδερφός μου. Όταν ήταν ο αδερφός μου, το 68’, επήγαινε στα Γιάννενα. Εγώ δεν ήθελα να συνεχίσω να σπουδάσω, παρότι η μάνα μου με παρότρυνε, δεν ήθελα να φύγω.
Εσύ τι ήθελες; Τι έκανες μάλλον;
Ετελείωσα την Εργοδηγών, αφού τελείωσα το γυμνάσιο, τελείωσα με την Εργοδηγών, όπως είναι σημερινό τεχνικό λύκειο, ας πούμε. Και τεχνικό λύκειο, ασχολήθηκα και μ' αυτό. Πήγαινα και διδασκόμουνα και στα δομικά έργα, δηλαδή, πήγαινα στην οικοδομή.[02:00:00] Γιατί ένας εργοδηγός είναι υπεύθυνος στην οικοδομή. Του δίνει οδηγίες ο πολιτικός μηχανικός και είναι υπεύθυνος όλου του συνεργείου. Και δούλευα στον Άνθη, έναν πάρα πολύ καλό εργολάβο, αλλά μετά όταν τελείωσα από τον στρατό, ξαναπήγα πάλι, ξαναδούλεψα και μετά πέτυχα στο νοσοκομείο και ήμουνα για πάρα πολλά χρόνια, για 35 χρόνια περίπου, διοικητικός υπάλληλος. Επέρασα πάρα πολύ ωραία.
Πολύ ωραία.
Δεν έχω παράπονο. Έκαμα την οικογένεια μου, έχω παιδιά, έχω εγγόνια. Δοξασμένο το όνομα του Χριστού και του Αγίου Σπυριδώνα που μας δίνει την υγεία μας να περάσει και αυτή η φουρτούνα εδώ με την πατρίδα μας που είναι..., μας έχει εγκλωβίσει εδώ πέρα και έχουμε χάσει το χαμόγελό μας, έχουμε χάσει την καθημερινότητά μας, γιατί η καθημερινότητά σου είναι η ίδια σου η ζωή. Μικρές χαρές, μεγάλες απολαύσεις. Να μπορείς να δεις έναν φίλο, να χαιρετηθείτε, να αγκαλιαστείτε, να φιληθείτε, να πείτε ένα αστείο, ένα..., κάπου να κάτσετε να πιείτε έναν καφέ. Και νιώθεις τόσον καιρό τώρα, πλησιάζουμε να κλείσει χρόνο. Τον Μάρτη θα κλείσουμε χρόνο αυτού του εγκλωβισμού. Και να 'μαστε και ευτυχισμένοι που εδώ στο νησί μας δεν έχουμε τίποτα. Είναι σταγόνα στον ωκεανό. Σε σχέση με τα άλλα μέρη, είναι σταγόνα στον ωκεανό. Δεν είναι αυτά που είναι στα άλλα μέρη. Να μας έχει ο Θεός καλά. Σου 'πα κι άλλη φορά, ή κάνεις κάτι που αξίζει τον κόπο ή μην κάμνεις τίποτα. Δεν θα δίνεις δικαίωμα στον καθένα να σε σχολιάζει και να σου λέει κουβέντες. Εσύ είσαι μια γυναίκα επιπέδου, δεν είσαι οποιαδήποτε. Έτσι είναι, Μαριλίζα μου. Εγώ δεν σ' το λέω..., ούτε κομπλιμάν σου κάνω. Εγώ σου μιλάω γιατί σε νιώθω παιδί μου. Έχω παιδιά που είναι πιο μεγάλα από σένα και καταλαβαίνεις με τι τρόπο σου μιλάω. Μιλάω στραβά;
Όχι.
Έτσι δεν είναι; Παιδί αρχών που σέβεσαι τους γονείς σου, σέβεσαι τον αδερφό σου, έχεις την..., λοιπόν, τις σπουδές σου.
Έχεις έτσι στο μυαλό σου άλλες αναμνήσεις που σε συγκινούν, είτε απ' τα παιδικά σου χρόνια είτε τώρα έτσι πιο πρόσφατες;
Κοίταξε-
Κάποια περιστατικά που να θυμάσαι και να γελάς ή να σε κάνουν να χαίρεσαι και να χαμογελάς;
Εγώ βρίσκω, βρίσκω παλιούς… Ναι, κοίταξε, εγώ δεν χάνω την καθημερινότητά μου ούτε το χιούμορ μου. Βρίσκω φίλους μου παλιούς. Κάθομαι σε διάφορα στέκια, λέμε παλιές ιστορίες, τραγουδάμε, πίνουμε κάνα κρασάκι. Έχω μια παρέα η οποία είναι πάρα πολύ καλή παρέα, που 'μαστε χρόνια φίλοι. Έχω φίλους που 'μαστε, που δεν τους θεωρώ πλέον φίλους μου, είναι αδέλφια μου. Διότι άμα είσαι με κάποιονε πάνω από 50 χρόνια φίλος, ε... Έχω φίλο μου, να 'ναι καλά, που ξέρει πράματα για μένα που δεν τα ξέρει ο αδερφός μου. Δεν υπάρχουνε αυτές οι φιλίες. Υπήρχε σεβασμός, μεγάλος σεβασμός τότες. Δηλαδή τώρα εγώ, έτσι, είμαι φίλος και με τον αδελφό σου, έτσι δεν είναι; Αν ήμουνα στην ηλικία του αδερφού σου και κάναμε παρέα και ημάστενε παρέα, που είναι ένα πάρα πολύ αξιόλογο παιδί, επιπέδου, δεν θα γύριζα ποτέ να σε κοιτάξω ή να σε φλερτάρω. Υπήρχε σεβασμός. Θα 'τανε φίλος και θα του πείραζα εγώ την... Όχι… Ή θα του λέω, ξέρεις κάτι; Θέλω να παντρευτώ την αδερφή σου! Εκεί αλλάζαν όλα! Όχι να 'χω δεσμό με την αδερφή σου και να γυρίζω και μετά να αφήκω την αδερφή σου. Όχι! Να 'σαι φίλος μου, όχι. Εγώ θέλω να σε βλέπω και να κοιταζόμαστε στα μάτια. Θα σου 'λεγα: «Ξέρεις κάτι, φίλε μου -Γιάννη μου, Δημήτρη μου- εγώ είμαι ερωτευμένος με την αδερφή σου, την αγαπάω, ξέρεις ποιος είμαι και θέλω να την κάμω γυναίκα μου!».
Έτσι.
Δεν θα δίνω εγώ δικαίωμα και να εκθέτω του καθεμιανού την κόρη του. Α, έτσι είναι. Έτσι είναι, Μαριλίζα μου.
Photos

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...

Ημερολόγιο - Στιγμιότυπο ...
Στιγμιότυπα από το προσωπικό ημερολόγιο το ...
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Στην παρούσα συνέντευξη ο αφηγητής μάς εξιστορεί τις πλούσιες εμπειρίες του που αφορούν τη δεκαετία του '60 στην πόλη της Κέρκυρας και στη γειτονιά του, συγκεκριμένα, το Μαντούκι. Η νοσταλγία γι' αυτήν τη δεκαετία είναι διάχυτη στη συνέντευξη. Μας αφηγείται τα χειμερινά και θερινά σινεμά της Κέρκυρας, τα βιώματά του στο σχολείο και στη γειτονιά του και τα ανέμελα καλοκαίρια του. Επίσης, μας περιγράφει ήθη, έθιμα και παραδόσεις των Χριστουγέννων και του Πάσχα στην Κέρκυρα, καθώς και την εμπειρία του ως μέλους της Παλιάς Φιλαρμονικής Κέρκυρας, αλλά και το μετέπειτα σχίσμα της και τη δημιουργία της Φιλαρμονικής «Καποδίστριας». Περαιτέρω, μας εξιστορεί γεγονότα της τοπικής ιστορίας, μας παρουσιάζει περιστατικά με την αείμνηστη Ρένα Βλαχοπούλου στο νησί και τις ρομαντικές καντάδες που πραγματοποιούνταν στην Κέρκυρα. Τέλος, μας αφηγείται βιώματα από την Καθαρά Δευτέρα, τη συγκοινωνία, το ράλι της Κέρκυρας, την παραγωγή τοπικών προϊόντων, αλλά και τα φλερτ και πάρτι της εφηβικής ηλικίας που του έχουν μείνει αξέχαστα. Μία αφήγηση γεμάτη νοσταλγία και ευχαρίστηση από τον αφηγητή που έζησε την Κέρκυρα στα καλύτερά της!
Narrators
Μιχαήλ Γραμμένος
Field Reporters
Μαριλίζα Βλαστού
Topics
Tags
Interview Date
16/02/2021
Duration
124'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Στην παρούσα συνέντευξη ο αφηγητής μάς εξιστορεί τις πλούσιες εμπειρίες του που αφορούν τη δεκαετία του '60 στην πόλη της Κέρκυρας και στη γειτονιά του, συγκεκριμένα, το Μαντούκι. Η νοσταλγία γι' αυτήν τη δεκαετία είναι διάχυτη στη συνέντευξη. Μας αφηγείται τα χειμερινά και θερινά σινεμά της Κέρκυρας, τα βιώματά του στο σχολείο και στη γειτονιά του και τα ανέμελα καλοκαίρια του. Επίσης, μας περιγράφει ήθη, έθιμα και παραδόσεις των Χριστουγέννων και του Πάσχα στην Κέρκυρα, καθώς και την εμπειρία του ως μέλους της Παλιάς Φιλαρμονικής Κέρκυρας, αλλά και το μετέπειτα σχίσμα της και τη δημιουργία της Φιλαρμονικής «Καποδίστριας». Περαιτέρω, μας εξιστορεί γεγονότα της τοπικής ιστορίας, μας παρουσιάζει περιστατικά με την αείμνηστη Ρένα Βλαχοπούλου στο νησί και τις ρομαντικές καντάδες που πραγματοποιούνταν στην Κέρκυρα. Τέλος, μας αφηγείται βιώματα από την Καθαρά Δευτέρα, τη συγκοινωνία, το ράλι της Κέρκυρας, την παραγωγή τοπικών προϊόντων, αλλά και τα φλερτ και πάρτι της εφηβικής ηλικίας που του έχουν μείνει αξέχαστα. Μία αφήγηση γεμάτη νοσταλγία και ευχαρίστηση από τον αφηγητή που έζησε την Κέρκυρα στα καλύτερά της!
Narrators
Μιχαήλ Γραμμένος
Field Reporters
Μαριλίζα Βλαστού
Topics
Tags
Interview Date
16/02/2021
Duration
124'