© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Κρυμμένα όπλα στο ιερό, μετανάστευση στη Γερμανία κι άλλες ιστορίες από τη ζωή της Ευθαλίας Σπύρου
Istorima Code
18016
Story URL
Speaker
Ευθαλία Σπύρου (Ε.Σ.)
Interview Date
08/02/2021
Researcher
Αριάννα Σπύρου (Α.Σ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι με την… Πώς σε λένε;
Ευθαλία.
…Ευθαλία, στο Γαρδίκι Σουλίου και είναι 9 Φεβρουαρίου του 2021. Και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Πώς σε λένε;
Ευθαλία.
Και το επίθετο;
Σπύρου.
Και πού γεννήθηκες;
Στο Γαρδίκι.
Και έχεις κι άλλα αδέρφια;
Έναν αδερφό.
Έναν αδερφό. Και μεγάλωσες εδώ;
Εδώ μεγάλωσα, ναι.
Τον παππού πώς τον γνώρισες;
Γειτονιά ήμασταν.
Και τον γνώριζες;
Ε, τον ήξερα.
Α, δε σε ρώτησα. Την ημερομηνία γέννησης τη ρώτησα; Όχι. Και πότε γεννήθηκες;
Το ’39.
Και από πόσων χρονών τον ξέρεις;
Τον παππού; Από το ’45.
Α, τόσο μικρή!
Ε, αφού ήμασταν γειτονιά. Παίζαμε.
Αλλά δεν ήταν γάμος με προξενιό;
Όχι.
Και πώς; Βλεπόσασταν από μικροί;
Από μικροί, αλλά δεν είχαμε καμία σχέση. Όταν κάναμε σχέση, είχε μια αδερφή παντρεμένη στη γειτονιά εκεί πάλι. Και ερχόταν στην αδερφή του και πήγαινα κι εγώ.. Και ένα βράδυ που… Εγώ τον αγαπούσα, τον ήθελα, ήταν όμορφος. Και ένα βράδυ, είπα ψέματα. Έχασα τα κλειδιά και γύρισα πάλι πίσω, πήγα στην αδερφή του. Και αυτός μου είπε: «Θα έρθω εγώ να σου ανοίξω την πόρτα!». Και μπήκε από το παράθυρο. Και έτσι ξεκινήσαμε. Μου ’δωσε το πρώτο φιλί, την πρώτη αγκαλιά και ξεκινήσαμε.
Τι όμορφο! Το είχανε μάθει και όλοι στη γειτονιά; Το ήξεραν;
Ε, μετά το ’μαθαν όλοι. Πόσο να κρυβόμασταν; Κρύψου από εδώ, κρύψου από εκεί…
Μετά από πόσο καιρό σου έκανε πρόταση γάμου;
Μετά από δύο χρόνια.
Τόσο πολύ;
Τόσο πολύ!
Γιατί;
Γιατί δε θέλαμε να παντρευτούμε, καλά ήμασταν κι έτσι!
Αλήθεια; Είχε πάει στρατό στο ενδιάμεσο ή…
Φαντάρος ήταν όταν κάναμε τη γνωριμία μας, με άδεια ήταν.
Και μετά από πόσο καιρό έκανες παιδιά;
Παντρεύτηκα το ’59 και το ’60 έκανα το πρώτο αγοράκι μου.
Το ’60 μετανάστευσες και στη Γερμανία;
Το ’60 έφυγε ο άντρας μου για τη Γερμανία, μ’ άφησε εφτά μηνών έγκυος και πήγε Γερμανία. Εγώ έκανα το αγοράκι μου, έγινε δεκαοχτώ μηνών, στο ενδιάμεσο ήρθε μια φορά ο άντρας μου με άδεια. Ήταν δέκα μηνών το μωρό μας και έφυγε. Όταν έγινε δεκαοχτώ μηνών το παιδάκι μας, το πήρα και το πήγα στη Γερμανία, αλλά ως τουρίστρια.
Ο παππούς τι δούλευε τότε εκεί;
Ο παππούς δούλευε σε γερανούς, μέσα σε εργοστάσιο.
Και πώς είχε πάει;
Ο παππούς είχε πάει με σύμβαση.
Και πώς γινόταν η διαδικασία αυτή;
Κάνανε τα χαρτιά, περνούσανε επιτροπή στην Αθήνα και όσοι ήτανε υγιείς, φεύγανε. Όσοι ήταν άρρωστοι, τους γυρίζανε πίσω.
Ο παππούς ήταν υγιής;
Ε, έφυγε, πήγε Γερμανία.
Δεν μου είχες πει κάτι με τα ούρα;
Ο παππούς πέρασε επιτροπή, τον έκοψαν. Δεν του βρήκαν τα ούρα καλά, του βρήκαν πέτρα, δεν ξέρω τι. Και έφυγε, ήρθε εδώ στο χωριό, ξαναέκανε τα χαρτιά και ξαναπέρασε επιτροπή, αλλά με αλλουνού ούρα όμως. Και έφυγε, πήγε Γερμανία.
Μετά τον κράτησαν όμως.
Μετά τον κράτησαν, μια χαρά ήταν. Αφού πήρε απ’ τον άλλον τα ούρα! Και πήγε Γερμανία. Μετά πήγα και εγώ με το παιδί, όταν έγινε δεκαοχτώ μηνών. Σπίτι δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε, ο άντρας μου έμενε μ’ έναν άλλον μαζί. Ο άλλος… Πόσο να μέναμε με τον άλλον; Έμεινα δυο βραδιές με τον άλλον, με το παιδί, το παιδί έκλαιγε, η σπιτονοικοκυρά δε μας άφηνε… Και μετά, γνώριζε ο κουνιάδος μου έναν Έλληνα από την Τσεχία. Αυτός ο Έλληνας είχε παντρευτεί Γερμανίδα. Και με πήρε στο σπίτι του με το παιδί μου μια εβδομάδα. Και αυτός γνώριζε έναν παππά καθολικό, που είχε εστιατόριο ο παππάς. Το λέγανε Kolpinghaus. Και με έβαλε εκεί σε δουλειά και το παιδί το έβαλε σ’ έναν παιδικό σταθμό, που ήταν καλόγριες. Επειδή ήταν καθολικό το εστιατόριο, το έβαλε σε καθολικό ίδρυμα που ήταν καλόγριες. Όταν πήγα το παιδί μου στις καλόγριες, μου είπαν: «Έξι εβδομάδες δε θα το δεις το παιδί!».
Γιατί;
Για να μην… Να με ξεχάσει, να μη θέλει να ’ρθει κοντά μου. Και μετά από έξι εβδομάδες που πήγα να δω το παιδί μου, το φέρανε στην πόρτα και μου έκανε τα χέρια στα Γερμανικά: «Weg! Weg! Weg!», μου ’λεγε, «Weg!». Και δε με πλησίαζε. Μετά πήγαινα συνέχεια, με συνήθισε. Το έπαιρνα και στο σπίτι Sαββατοκύριακα. Αλλά σπίτι δ[00:05:00]εν είχαμε, πού να το πήγαινα;
Εσύ πού έμενες;
Εγώ έμενα στα δωμάτια από το εστιατόριο, είχε δωμάτια. Και ο άντρας μου έμενε αλλού και εγώ αλλού.
Ο παππούς γιατί έμενε αλλού;
Δεν τον άφηναν εκεί τον παππού. Σπίτι δεν μπορούσαμε να βρούμε. Με τι λεφτά να πληρώναμε ενοίκιο; Εγώ εκατόν είκοσι μάρκα τα έπαιρνα από τη δουλειά και τα έδινα στο kindergarten για το παιδί. Δε μ’ έμενε ούτε ένα μάρκο. Ούτε ένα! Τα είχαν έτσι κανονισμένα. Και μου λέγανε: «Θα σου βγάλουμε», εγώ πήγα τουρίστρια, «Θα σου βγάλουμε χαρτιά!». Και χαρτιά δε μου ’βγαλαν ποτέ.
Δε σου έβγαλαν;
Όχι.
Πότε σου έβγαλαν;
Μετά δούλεψα εκεί εννιά-δέκα μήνες. Μετά έμεινα έγκυος ξανά στο δεύτερο παιδί και επειδή δεν είχαμε σπίτι, δεν είχαμε τίποτα, δεν μπορούσα να δουλέψω. Πήρα το παιδάκι μου και ήρθα πάλι Ελλάδα. Έγκυος.
Έγκυος έκανες όλο αυτό το ταξίδι;
Μέσα στο καράβι, ήταν ο «Κολοκοτρώνης» και είχε και ένα κύμα! Από το Μπρίντιζι. Μέχρι το Μπρίντιζι ήρθαμε με τρ;eνο. Και από το Μπρίντιζι μετά, πήραμε το καράβι το «Κολοκοτρώνη». Και όλος ο κόσμος έκανε εμετό μες στο καράβι, κι έλεγα: «Παναγία μου, μην ξυπνήσει το παιδί μου. Δεν μπορώ να το πάρω αγκαλιά. Μην ξυπνήσει!». Γιατί έκανα πολύ εμετό… Ήρθα εδώ, έκανα ένα σπιτάκι. Δεν είχαμε και εδώ σπίτι. Κάναμε ένα μικρό σπιτάκι, έκανα και το δεύτερο παιδί, το άφησα με τη μάνα μου και ξαναέφυγα Γερμανία.
Και τα δύο παιδιά;
Και τα δύο. Πήγα Γερμανία, τρεις μήνες έβγαλα χαρτιά σ’ ένα νοσοκομείο. Ήταν κρατικό, μου βγάλανε αμέσως χαρτιά. Τουρίστρια πήγα πάλι. Έβγαλα χαρτιά, δούλεψα πέντε μήνες, έξι… Μετά η μάνα μου έπεσε και χτύπησε και είχε σπάσει τη λεκάνη και δεν μπόρηγε να τα κοιτάξει άλλο τα παιδιά. Αναγκάστηκα ήρθα Ελλάδα πάλι. Όταν πήγα Γερμανία, είχαν λήξει τα χαρτιά μου, οι παραμονές εργασίες που είχαμε και οι άδειες εργασίας κι αυτά. Και δεν μπορούσα να πιάσω δουλειά. Τέλος πάντων, ο άντρας μου τότε είχε πιάσει δουλειά. Είχε φύγει από τους γερανούς και είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα όπου έκανε μοτέρια. Και του είχαν δώσει και σπίτι, έμενε σε σπίτι. Πήγα κι εγώ με τα παιδιά. Μετά ο άντρας μου δεν του άρεγε η δουλειά αυτή, ήθελε να φύγει. Έφυγε, πήγε σ’ ένα εργοστάσιο που έκανε ανταλλακτικά αυτοκινήτων, για πιο πολλά λεφτά. Αφού ο άντρας μου έφυγε, μας έδιωξαν και από το σπίτι.
Γιατί;
Ήταν της εταιρείας το σπίτι, ήταν του εργοστασίου το σπίτι. Ξαναέφυγα, ήρθα Ελλάδα, γιατί δε βρίσκαμε σπίτι με τα δύο τα παιδιά.
Ήταν τόσο εύκολο να πας από τη μία χώρα στην άλλη τότε;
Τουρίστες, μπορούσες να πας!
Ναι, αλλά όλο το ταξίδι δεν ήταν πολύ δύσκολο;
Δύσκολο ήταν, αλλά τι να κάναμε. Δε γινόταν διαφορετικά. Ήρθα εγώ στην Ελλάδα, μετά πήρε και ο άντρας μου ένα αυτοκίνητο αγροτικό και ήρθε να κάνει εδώ… Με λαχανικά, να πουλάει φρούτα, λαχανικά και τέτοια. Δεν μπόρεσε να βγάλει άδεια. Τελώνισε το αυτοκίνητο, όλα καλά, όλα ωραία, άδεια δεν μπόρεσε να βγάλει. Έληξαν και αυτουνού τα χαρτιά του. Μετά ήθελε να φύγει και του ’κανε πρόσκληση ο αδερφός του και ξανάφυγε. Πήγε αυτός στη Γερμανία μετά, και το ’69 έφυγα κι εγώ με τα δυο τα παιδιά μου. Πήγα Γερμανία, χαρτιά δεν είχα πάλι να δουλέψω και πήγα σ’ ένα σπίτι και δούλευα εκεί, σ’ έναν δικηγόρο, καθάριζα. Και με βοήθησε ο δικηγόρος, μου ’βγαλε χαρτιά, μου ’βγαλε άδεια παραμονής, όλα τα χαρτιά. Και από το ’70 έπιασα δουλειά κανονικά και δούλεψα μέχρι το 2000.
Τι σου φάνηκε περίεργο την πρώτη φορά που πήγες Γερμανία;
Οι μαύροι.
Δεν είχες ξαναδεί;
Όχι, όταν είδα τον πρώτο μαύρο τρόμαξα. Ήταν τόσο πολύ μαύρος στα δόντια του και στα νύχια του και η γλώσσα του κοκκίνιζε.
Επειδή δεν είχες ξαναδεί, όμως.
Μάλλον, αφού δεν είχα ξαναδεί!
Και επειδή έμενες εδώ στο χωριό, όλα αυτά τα τρένα σού φαινόντουσαν περίεργα;
Ε, περίεργα μου φαινόντουσαν, γιατί ούτε καράβια είχαμε δει, ούτε τρένα είχαμε δει, ούτε θάλασσα είχαμε δει, ούτε τίποτα. Και ας την είχαμε τη θάλασσα πέντε μέτρα.
Δηλαδή δεν πηγαίνατε στη θάλασσα;
Όχι, δεν πηγαίναμε στη θάλασσα. Γιατί ξέραμε από θάλασσα;
Μάλιστα. Η μαμά σου μετά έμενε εδώ όλα αυτά τα χρόνια που ήσουν στη Γερμανία;
Εδώ έμενε, ναι.
Έγινε μεγάλη. Πόσων χρονών πέθανε;
88.
Τον μπαμπά σου εσύ δεν τον είχες γνωρίσει;
Τον μπαμπά μου δεν τον γνώρισα. Όταν σκοτώθηκε ο μπαμπάς μου, ήμουν δύο χρονών.
Από τι σκοτώθηκε;
Τον σκοτώσανε οι Ιταλοί.
Ήταν Ιταλοί τότε εδώ στο χωριό;
Ήταν Ιταλοί, Γερμανοί και Τούρκοι.
Οι Τούρκοι είχανε μείνει από…
Είχανε μείνει, αλλά αυτός δεν τα πήγαινε καλά με τους Τούρκους και τον κυνηγούσανε. Και μια μέρα τον πήρανε… Αυτός κρυ[00:10:00]βότανε πάντα και μία μέρα τον είδαν που ήταν στο σπίτι και τον παρακολούθησαν και τον πήραν κυνηγώντας. Και αυτός δεν κρύφτηκε πουθενά. Προχωρούσε και βγήκαν οι Ιταλοί μπροστά. Και ρίξαν οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί έριχναν από πίσω, οι Τούρκοι έριχναν από πίσω που τον κυνηγούσαν, οι Ιταλοί έριχναν από μπροστά. Οι Ιταλοί είπαν ότι ρίχνανε για να τον φοβίσουν να κρυφτεί. «Δε ρίξαμε για να τον σκοτώσουμε!», ήλεγαν, είχαν πει στη μάνα μου. Και τον σκότωσαν οι Ιταλοί. Και όταν πήγε η μάνα μου, που της είπαν που τον σκοτώσανε και πήγε να τον δει… Δεν την άφησαν να πλησιάσει. Και ήταν εφτά μηνών έγκυος η μάνα μου.
Ποιοι δεν την άφησαν;
Οι Γερμανοί.
Γιατί;
Δεν την άφησαν γιατί έψαχναν να βρούνε, γιατί ήξεραν ότι ο πατέρας μου οπλοφορούσε, είχε πιστόλι. Αλλά αυτός πρόλαβε και το πέταξε το πιστόλι και δεν το βρήκανε. Και την πήραν τη μάνα μου μετά και τη φέρανε στο σπίτι οι Γερμανοί και της ζητούσανε το πιστόλι, τα ντουφέκια που είχε. Και η μάνα μου δεν ήξερε πού το είχε κρυμμένα τα όπλα αυτός. Το πιστόλι το είχε μαζί του, το πέταξε, αλλά τ’ άλλα τα όπλα τα είχε κρύψει στην εκκλησία, στο ιερό ψηλά.
Εκεί στη Σκόζα;
Ναι, στην παλιά την εκκλησία. Αλλά η μάνα μου δεν ήξερε. Και μετά που ήθελαν να πάνε να τον πάρουν τον πατέρα μου από εκεί που τον είχαν σκοτώσει, πήγε ο παππούς μου και ο αδερφός του πατέρα μου. Και δεν τους άφησαν κι αυτούς, και τους πήραν, τους πήγαν εξορία στο Μεσολόγγι. Και πήγε μια θεία μου, τον πήρε στην πλάτη, τον κατέβασε στο κοντινό χωριό που ήταν εκεί κοντά και εκεί τον κηδέψανε. Δεν τον φέραν στο χωριό μας. Και μετά έκανε τον αδερφό μου η μάνα μου και πήρε τ’ όνομα του πατέρα μου.
Ο θείος ο Φώτης.
Ναι.
Και οι γονείς σου πώς είχανε γνωριστεί τότε; Ήταν με προξενιό;
Η μάνα μου ήταν πολύ όμορφη, ο πατέρας μου ήταν κοντός και άσχημος. Δεν ήταν πολύ όμορφος! Και την ήθελε τη μάνα μου και η μάνα μου δεν τον ήθελε. Η μάνα μου είχε μόνο έναν αδερφό. Και αυτός, επειδή ήταν λίγο καπετάνιος, της είπε ότι: «Αν δε με πάρεις, θα σκοτώσω τον αδερφό σου!».
Την εκβίασε δηλαδή!
Ναι. Και μετά η μάνα μου, για να γλιτώσει τον αδερφό, τον πήρε.
Και έτσι έμεινε μαζί του, ε;
Ναι. Αλλά αυτός όλο εξορίες ήταν και όλο φυλακές ήταν, γι’ αυτό δεν τον ήθελε η μάνα μου. Και φυλακή είχε πάει και εξορία είχε πάει.
Φυλακή γιατί ποιον λόγο είχε πάει;
Φυλακή είχε πάει γιατί είχε σκοτώσει κάποιον.
Από μίσος;
Μαλώσανε. Και… Όχι, τότε αθωώθηκε σ’ αυτό το δικαστήριο. Τον σκότωσε και έγινε δικαστήριο μετά και βγήκε η μάνα αυτουνού του παιδιού, που είχε σκοτώσει ο πατέρας μου, και λέει: «Το παιδί μου δυο μέτρα και αυτός μια πιθαμή άντρας σκότωσε το παιδί μου;». Και λέει ο δικαστής: «Το παιδί σου, αν ήταν δυο μέτρα και αυτός ήταν μια πιθαμή, θα σκότωνε αυτόν που ήταν μια πιθαμή! Ή ο γιος σου θα σκοτωνότανε ή αυτός θα σκοτωνότανε!». Και αθωώθηκε. Αλλά φυλακή είχε πάει, είχε σκοτώσει κι έναν Τούρκο.
Πολύ μίσος, γενικά.
Με τους Τούρκους είχε πάρα πολύ μίσος. Τους ξεσκέπαζε τα σπίτια τη νύχτα;
Αλήθεια;
Ναι. Πέταζε τα κεραμίδια. Και τα τουφέκια, αυτά τα όπλα που είχε στην εκκλησία ψηλά στο ιερό, η μάνα μου θυμήθηκε που τον έβλεπε που έβγαινε από εκεί και λέει στον θείο μου: «Εγώ τον βλέπω τον Φώτο βγαίνει…», έβγαινε πάντα από την εκκλησία, πίσω από την εκκλησία. Και πήγανε ψάξανε εκεί πάνω, μέσα στο ιερό ψηλά, και είχε δυο όπλα κρυμμένα.
Μετά, αφού πέθανε;
Μετά, τα βρήκε ο θείος μου.
Δεν ήταν παλιά όλοι έτσι στο χωριό.
Όχι, δεν ήταν όλοι.
Φυλακή πού είχε πάει;
Φυλακή δε θυμάμαι που ’χε πάει, αλλά θυμάμαι ότι είχε πάει και στη Ζάκυνθο…
Στην Ιθάκη;
Στην Ιθάκη, ναι. Στην Ιθάκη είχε πάει εξορία στο… Εκεί είχε πάει. Είχε πάει και η μάνα μου στην Ιθάκη, είχε πάρει και τη γιαγιά.
Αυτός ήταν στη φυλακή και η γιαγιά…
Εξορία ήταν. Γίδια φύλαγε στο βουνό αυτός. Εξορία τούς είχανε.
Α ναι, έτσι ήταν η εξορία;
Ναι, έτσι ήταν. Φύλαγε γίδια και την είχε πάρει εκεί σε μια καλύβα και τη γιαγιά.
Και μετά γύρισαν εδώ. Η γιαγιά, όταν πέθανε ο προπάππους ο Φώτης, είχε καφενείο;
Είχε καφενείο, ναι. Είχαν ένα καφενείο και το καφενείο το είχε η μάνα μου μέχρι το ’60;
Εσύ πώς μεγάλωσες που δεν είχες πατέρα… Πώς ήταν για σένα; Η μαμά σου ήταν στο καφενείο;
Η μαμά μου ήταν στο καφενείο. Εγώ μεγάλωσα με μια θεία μου. Με τα παιδιά της θείας μου μαζί, πηγαίναμε στα πρόβατα, γυρίζαμε… Εκεί κοιμόμασταν, η θεία μου μαγείρευε…
Κοιμόσασταν έξω;
Έξω στα πρόβατα, έξω κοιμόμασταν το καλοκαίρι.
Και τι, παίρνατε κουβέρτες.
Τίποτα[00:15:00], έτσι, δεν έκανε κρύο το καλοκαίρι. Μέσα στα άχυρα που αλώνιζαν τα στάρια, τα…
Είχατε ποσότητα τότε από…
Καλαμπόκια, στάρια, είχαμε. Ναι. Ωραία ήταν.
Σου άρεσαν αυτά τα χρόνια;
Πολύ ωραία, καλύτερα από ετούτα.
Καλύτερα; Γιατί;
Δεν είχες τόσο άγχος, γιατί δεν… Ήταν όλοι ίδιοι. Δεν άλλαζε κάτι.
Είχατε, όμως, το άγχος να βρείτε φαγητό ή είχατε πάντα;
Είχαμε πάντα φαγητό, είχαμε. Δε μας έλειπε ούτε το λάδι, ούτε το ψωμί, ούτε το τυρί, ούτε το γάλα, ούτε τίποτα. Απ’ όλα είχαμε. Κρέας είχαμε. Η θεία μου είχε πρόβατα.
Και σφάζατε;
Ναι, έσφαζε ο θείος μου.
Τι ήταν τα φαγητά που τρώγατε τότε;
ΕΣ.: Απ’ όλα ήταν. Εγώ πείνα δεν κατάλαβα, απ’ όλα είχαμε. Το μόνο που δεν είχαμε, δεν είχαμε ρεύμα. Και κουβαλούσαμε τα ξύλα στην πλάτη. Οι άντρες δεν πήγαιναν για ξύλα.
Δεν πήγαιναν;
Όχι.
Γιατί;
Ε, ήταν κακό να πάει ο άντρας για ξύλα.
Α, έβαζαν τις γυναίκες.
Ναι. Και τα κουβαλούσαμε στην πλάτη. Με τα ξύλα να μαγειρέψουμε, με τα ξύλα να πλύνουμε, με τα ξύλα να ψήσουμε το ψωμί στον φούρνο… Με τα ξύλα όλα.
Το ζαλίκι που πηγαίνατε να μαζέψετε, αυτό ήταν;
Το ζαλίκι, ναι. Τα ζαλικώναμε.
Και οι άντρες τι δουλειές έκαναν;
Οι άντρες; Στα καφενεία. Αν πήγαιναν, έκαναν κανένα χωράφι, έσπερναν το καλαμπόκι και το στάρι και μετά στο καφενείο.
Όλα τα υπόλοιπα οι γυναίκες, ε;
Ε, ναι. Και αν είχαμε κανένα άλογο για να πάμε στα χωράφια, ο άντρας πήγαινε καβάλα και η γυναίκα τράβαγε το άλογο. Η γυναίκα περπατώντας και ο άντρας καβάλα.
Έτσι ήταν παντού εδώ στα χωριά;
Εδώ, ναι. Εδώ στην περιφέρεια έτσι ήταν.
Δηλαδή σου έχει τύχει να είναι ο παππούς πάνω στο άλογο και εσύ να πηγαίνεις…
Να πηγαίνω στο χωράφι, όχι. Μου έχουν τύχει άλλα, πιο…
Θέλεις να τα πεις;
Είχαμε ένα μουλάρι, ένα άλογο. Αυτό, άμα έβλεπε κάτι στον δρόμο, πήδαγε και σε γκρέμαγε, δε σε κράταγε καβάλα. Είχαμε κόψει ένα δέντρο στον κάμπο, στα χωράφια εκεί που είχαμε, για να κάνουμε ξύλα. Είχε έρθει με άδεια και ήθελε να φύγει για Γερμανία για να είχα ξύλα εγώ. Κάναμε τα ξύλα, φορτώσαμε το άλογο… Τα φορτώσαμε στο άλογο τα ξύλα, δεν τα πήρα εγώ στην πλάτη. Τη γλίτωσα εκείνη τη φορά! Το φορτώσαμε το άλογο, μου λέει: «Τώρα θα πας στο χωριό, θα το πας στο σπίτι, θα το ξεφορτώσεις και θα ξανάρθεις πάλι! Εγώ θα καθίσω να ξεκουραστώ!», μου είπε. Και ήμουν και εφτά μηνών έγκυος. Μέσα στον ήλιο, μέσα στο καλοκαίρι. «Αλλά μην ανεβείς καβάλα», μου λέει, «στο γυρισμό, γιατί το μουλάρι τρομάζει και θα σε πετάξει». «Καλά!», του λέω. Το πήρα, ήρθα στο σπίτι, ήπια λίγο νερό και το πήρα και ανεβαίνω καβάλα. Λέω: «Πάω εγώ με τα πόδια εκεί τώρα, ας με γκρεμίσει και ας με κάνει ό,τι θέλει!». Είχα νευριάσει κιόλας. Πήγα κάμποσο δρόμο, αυτό είδε ένα πουλί –πετάχτηκε από ένα χαμόδεντρο εκεί το πουλί–, πήδησε το άλογο και με γκρέμισε. Πήγα πιο κάτω, βρήκα μια πέτρα, ανέβηκα πάλι καβάλα. Δεν έπαθα τίποτα! Πάω στην άκρη το χωράφι, είχε ένα χαντάκι. Αυτός καθόταν στον ίσκιο –ο άντρας μου– και μου σφύριξε: «Βρε, κατέβα, θα σε πετάξει στο χαντάκι!». Μέσα μου λέω: «Δεν κατεβαίνω που να σκάσεις! Ας το πήγαινες εσύ!». Πήδησε το μουλάρι, πήδησα κι εγώ όμως.
Α, το είδες…
Έπεσα! Αλλά δεν έπαθα τίποτα όμως.
Τουλάχιστον δεν περπάτησες.
Δεν έπαθε τίποτα και το παιδί. Μια χαρά. Φορτώσαμε πάλι και ήρθαμε οι δυο στο σπίτι. Τέτοια ωραία ζωή περνούσαμε.
Ήταν ζόρικα, ε;
Ε, όχι όπως τώρα που περνάτε εσείς.
Έχεις καμιά άλλη ιστορία, έτσι, που οι γυναίκες… Που έκανες εσύ παραπάνω δουλειές;
Που έκανα παραπάνω δουλειές;
Από τον παππού.
Όλες τις δουλειές παραπάνω έκανα, μέχρι τώρα παραπάνω έκανα! Τι έκανα; Από τα 15 χρόνια δουλειά κάνω. Μέχρι τα 15 πήγαινα στα πρόβατα, από τα 15 μού πήρε πλεκτομηχανή η μάνα μου να πλέκω.
Την αγοράσατε;
Την αγοράσαμε, ναι. Και έπλεκα φανέλες, ζακέτες, πουλόβερ, φούστες.
Αυτά μόνο για σένα ή…
Όχι, έφερνε ο κόσμος γνέματα, νήματα και έπλεκα.
Τι πλεκτομηχανή ήταν αυτή;
Πώς να σ’ την πω τώρα…
Δεν ήταν αργαλειός μεγάλος;
Όχι, ήταν τόση, είχε ένα δόντι από εδώ και από εδώ χτένι και στη μέση έκανες αυτό πέρα-δώθε και…
Και σε πλήρωναν δηλαδή.
Ε, ναι. Τέτοια φόραγαν τότε. Κάλτσες έπλεκα, φανέλες, ζακέτες. Μέχρι που παντρεύτηκα. Μετά την παράτησα, είπα: «Τέρμα!».
Μου είχες πει μια φορά ότι η γιαγιά η Ξάνθη, η μητέρα σου, είχε… Νόμιζαν όλοι ότι είχε πεθάνει. Ποια χρονιά ήταν αυτή;
Το ’66.
Τότε ήτ[00:20:00]αν σχετικά νέα ακόμα, όμως, ε;
Νέα ήτανε, ναι.
Και τι είχε γίνει τότε;
Η γιαγιά; Είχε πιει λίγο ούζο.
Έπινε γενικά, ε;
Έπινε, κάπνιζε. Και δεν ξέρω τώρα, όλοι είπαν: «Πέθανε!». Είχε λιποθυμήσει, φέρανε γιατρό.
Πού ήταν, στο σπίτι της;
Όχι, στο σπίτι του θείου μου. Εκείνο το βράδυ την είδε ο θείος μου που δεν ήταν καλά και δεν την άφησε να έρθει στο σπίτι, την κράτησε σπίτι του. Και τη νύχτα αυτή… Λιποθύμησε; Δεν ξέρω. Και φέρανε γιατρό και είπε ο γιατρός ότι ήτανε πεθαμένη.
Το είπε κι ο γιατρός.
Ε, ναι. Και φέρανε και το φέρετρο και τα κεριά και όλα, να τη βάλουμε μέσα. Και καμιά φορά, εκεί που έκλαιγα, κούνησε τα μάτια της! Και λέω στη θεία μου: «Θεία, θεία, η μάνα μου κουνάει τα μάτια!». Και λέει η θεία μου: «Επειδή κλαις εσύ τώρα και δε βλέπεις, γι’ αυτό σου φαίνεται ότι κουνάει τα μάτια». Και λέω: «Όχι, θεία! Ζει η μάνα μου, δεν πέθανε!». Και άνοιξε τα μάτια η μάνα μου...
Πόση ώρα ήταν, όμως, έτσι;
Από τη νύχτα μέχρι το μεσημέρι την άλλη μέρα.
Και εσύ το έμαθες κατευθείαν;
Εγώ το πρωί μού είπανε. Ήταν και πρωταπριλιά κιόλας. Ήρθε ένας παππούς εδώ και μου λέει… Εδώ στο σπίτι και εγώ μόλις τον είδα τον παππού, του λέω –γιατί είχε ένα άλογο–, και του λέω: «Δεν το είδα πουθενά το άλογο». Και μου λέει: «Δεν ήρθα για το άλογο εγώ», μου λέει, «για άλλο ήρθα!». Και λέω: «Γιατί, τι είναι;». Μου λέει: «Η μάνα σου δεν είναι καλά, να πας στον θείο σου!» Ε, έφυγα, πήγα εκεί και βλέπω τον παππά απ’ έξω, κόσμο έξω στο σπίτι του θείου μου και άρχισα να κλαίω. Και είδα τη μάνα μου πεθαμένη! Και μετά η μάνα μου έζησε πόσα χρόνια!
Πω πω, πώς είναι να νιώθεις… Χριστέ μου, πολύ τρομακτικό να νιώθεις ότι ο άλλος έχει πεθάνει.
Κι όμως.
Έζησε.
Κι όμως. Ο γιατρός της άνοιγε τα μάτια έτσι, δεν άνοιγαν τα μάτια της. Της έβαζε έναν καθρέφτη μπροστά, να δει αν ανέπνεε και άφηνε αυτός τον καθρέφτη, τίποτα.
Απίστευτο! Aπ’ όταν ήσουν μικρή, θυμάσαι καθόλου από τον Εμφύλιο γεγονότα, εδώ στο χωριό;
Δε θυμάμαι. Θυμάμαι που μας έλεγαν: «Άμα έρθουν…». Το βράδυ που ξαπλώναμε –μικρά ήμασταν, με τις ξαδέρφες μου–, έλεγε η θεία μου: «Άμα έρθουν οι αντάρτες τώρα, μην κουνιέστε! Θα πάρουν ό,τι βρούνε και θα φύγουνε». Ερχότανε τακτικά αντάρτες, μπαίνανε μες στο σπίτι, τυρί, ό,τι βρίσκανε. Ψωμί, καλαμπόκι, ό,τι βρίσκανε τα παίρνανε. Και όταν ερχόταν ο στρατός, έβγαινε ένας παππούς και φώναζε –γιατί ο κόσμος έφευγε άμα έβλεπε αντάρτες, τα κορίτσια ειδικά κρυβότανε– και φώναζε ο παππούς άμα ήταν στρατός: «Ελληνικός βασιλικός στρατός, γυρίστε πίσω!».
Σ’ αυτούς που έφευγαν.
Ναι, σ’ αυτούς που έφευγαν.
Και ξύπναγες εσύ το πρωί και δεν έβρισκες τυρί και τέτοια, τα είχαν μάσει;
Ε, δεν τα έπαιρναν όλα. Είχαμε τυρί μπόλικο, είχαμε τυρί, είχαμε πρόβατα. Δεν τα έπαιρναν και όλα. Άμα έβλεπαν και παιδιά, δεν τα ’παιρναν όλα και αυτοί.
Έχεις ακούσει, όμως, ιστορίες να παίρνουνε παιδιά;
Κορίτσια παίρνανε, μεγάλα κορίτσια. Πώς δεν είχαν πάρει! Είχαν πάρει μία από εδώ από το χωριό. Αλλά τους έφυγε. Έφυγε. Μετά από πόσο καιρό, έφυγε.
Ξέφυγε δηλαδή;
Ναι. Τη βοήθησε κάποιος άλλος και έφυγε.