1970-1980: Η διασκέδαση στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας
Segment 1
Η νεανική κουλτούρα της διασκέδασης: Τα ζαχαροπλαστεία, το ραδιόφωνο, ο σχολικός χορός και η «βόλτα»
00:00:00 - 00:22:32
Partial Transcript
Θα μου πεις το όνομά σου; Ευδοξία. Είμαστε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, είναι 23 Νοεμβρίου του 2020. Ονομάζομαι Ασπασία Στυλπνοπούλου, ερευ…ολύ, πάρα πολύ, γιατί χορεύαμε, τραγουδούσαμε, ήταν όμορφα. Ήταν ωραία. Νομίζω ότι τα χάσατε όλα αυτά. Τα χάνετε. Ναι. Μεγαλώνοντας μετά...
Lead to transcriptSegment 2
Η περίοδος της ενηλικίωσης: Οι ντίσκο, τα φλερτ και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:22:32 - 00:37:05
Partial Transcript
Μετά ενηλικιώθηκες. Ναι, ναι, μετά βγαίνουμε πιο πολύ. Εντάξει. Βγαίναμε και εκτός Αλεξάνδρειας, πηγαίναμε. Βέβαια, η ώρα ήταν περιορισμένη…ι άλλο; Όχι, τώρα αν μου διέφυγε κάτι δεν ξέρω. Σ' ευχαριστούμε πολύ τότε για την ιστορία– Να 'στε καλά– Που μοιράστηκες. Να 'στε καλά.
Lead to transcriptSegment 1
Η νεανική κουλτούρα της διασκέδασης: Τα ζαχαροπλαστεία, το ραδιόφωνο, ο σχολικός χορός και η «βόλτα»
00:00:00 - 00:22:32
[00:00:00]Θα μου πεις το όνομά σου;
Ευδοξία.
Είμαστε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, είναι 23 Νοεμβρίου του 2020. Ονομάζομαι Ασπασία Στυλπνοπούλου, ερευνήτρια στο Istorima και μαζί μας έχουμε την Ευδοξία. Πόσο χρονών είσαι;
Είμαι 60, ζωή να έχω. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Αλεξάνδρειας. Όμορφα παιδικά χρόνια, ήσυχα και ξένοιαστα. Το χωριό, αν και πολύ κοντά στην Αλεξάνδρεια, δεν είχε και δεν έχει συγκοινωνία. Δηλαδή, από το κέντρο της Αλεξάνδρειας είναι κάπου 4-5 χιλιόμετρα. Έτσι, τελειώνοντας το Δημοτικό έπρεπε να πάω Γυμνάσιο και Λύκειο. Φυσικά, με τα πόδια. Δηλαδή, κάναμε κάπου 10 χιλιόμετρα την ημέρα.
Με τα πόδια;
Με τα πόδια. Δύσκολα ήτανε, δύσκολα ήτανε τον χειμώνα. Όταν ήταν άσχημος ο καιρός, εκεί ήταν άσχημα. Δηλαδή, πονούσαν τα πόδια μας, κοκκίνιζαν τα πόδια μας, το θυμάμαι αυτό. Πολλές φορές με πήγαινε και ο πατέρας μου στο σχολείο. Δύσκολα. Μετά αυξήθηκε η ταλαιπωρία μας, γιατί άρχισαν, άρχισε και μπήκαν τα Αγγλικά. Ενώ μέχρι –3η γυμνασίου;– 3η δεν είχαμε τέτοια, δεν είχαμε ούτε Αγγλικά.
Σαν μάθημα εννοείς;
Σαν φροντιστήριο. Πρώτη φορά. Πρώτη φορά. Και, φυσικά, γραφτήκαμε στα Αγγλικά, τα οποία ήταν στην Αλεξάνδρεια και αυτό το φροντιστήριο. Έτσι, έπρεπε να γυρίζω το μεσημέρι στο σπίτι και το απόγευμα να ξανά πηγαίνω στα Αγγλικά πάλι με τα πόδια και να γυρίζω απόγευμα αργά, πάλι με τα πόδια.
Δηλαδή, πήγαινες δύο φορές την ημέρα στην Αλεξάνδρεια.
Δύο φορές. Δύο φορές την ημέρα. Βέβαια τότε, τώρα που το σκέφτομαι λέω μπράβο που το κάναμε, αλλά τότε δεν το σκεφτόμουν ότι είναι ταλαιπωρία. Μας άρεζε να φύγουμε από το σπίτι, γιατί μέχρι την εφηβεία μας δεν πήγαμε πουθενά, δεν βγαίναμε πουθενά. Υπήρχε περιορισμός από τους γονείς. Kαι όχι μόνο για μένα, για τα περισσότερα παιδιά. Μετά στην εφηβεία... να βγούμε έξω. Πώς να βγούμε έξω; Δεν γινόταν. Περιορισμός.
Ήταν αυστηροί;
Ο πατέρας αυστηρός, πάρα πολύ αυστηρός πατέρας. Η μαμά όχι τόσο, ο πατέρας ήταν πολύ αυστηρός. Τέλος πάντων, την πρώτη φορά που βγήκα, το θυμάμαι χαρακτηριστικά, ένιωσα τόσο όμορφα. Ήμουν χαρούμενη, να ετοιμάζομαι. Εννοείται με φίλη, εννοείται, από το χωριό. Και ξέρετε ποια ήταν, ποιος ήταν ο προορισμός; Πού θα πηγαίναμε; Ζαχαροπλαστείο. Τότε υπήρχαν ζαχαροπλαστεία που είχαν τραπεζάκια και καρέκλες έξω και καθόταν ο κόσμος, έπαιρνε το γλυκό του, αναψυκτικό και καφέ. Δεν υπήρχαν καφετέριες, και υπήρχαν ταβέρνες, μεγάλες ταβέρνες. Όχι μικρά μαγαζιά όπως τώρα. Και, φυσικά, η πρώτη μου φορά ήτανε, πήγα, δεν θα το ξεχάσω, πήγαμε με τη φίλη μου στο ζαχαροπλαστείο και θυμάμαι, θυμάμαι η μαμά μού είπε μια φράση που δεν θα την ξεχάσω και θα την πω: «Προσέξτε καλά, φάγατε το [00:05:00]γλυκό, γυρίσατε πίσω». Αυτό ήταν. Ναι. Είχα όλο χαρά, ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη. Φάγαμε το γλυκό, γυρίσαμε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, επειδή βγήκαμε εκτός σχολείου. Βγήκαμε έξω.
Πόσο χρονών ήσουν;
Ήμουν στα 14-15. Μετά, εδώ παρένθεση. Η διασκέδαση που κάνανε, που βγαίνανε εικοσάρηδες, 18-19, ήτανε η βόλτα. Αυτό τι σημαίνει για να σας το εξηγήσω; Υπήρχε ο κεντρικός δρόμος της Αλεξάνδρειας, Βετσοπούλου, η μισή Βετσοπούλου, την Κυριακή, όχι το Σάββατο, την Κυριακή, ήταν κλειστή και γινόταν βόλτα. Δηλαδή, έμπαινες έλεγες: «Μπαίνω στη βόλτα». Μπαίναμε στη βόλτα, δηλαδή στον δρόμο, και υπήρχανε και πηγαίναμε κάπου ένα χιλιόμετρο στον δρόμο, πας, πηγαίναμε γυρίζαμε, πηγαίναμε γυρίζαμε. Εκεί, σε αυτή τη βόλτα, γινόταν τα φλερτ, αν ήθελες κάποιον να συναντήσεις, όλα γινόταν εκεί. Αυτό συνέβαινε μέχρι στα 19 μου. Μετά άρχισαν άλλα πράγματα.
Όταν ήσουν παιδί, 13-14 χρόνων, μαζευόσασταν; Πώς περνούσατε τον ελεύθερο χρόνο σας, αφού δεν μπορούσατε να βγείτε;
Παίζαμε, παίζαμε. Πολύ παιχνίδι, πάρα πολύ παιχνίδι. Δηλαδή, ότι τα κάλαντα εγώ τα έλεγα μέχρι 15 χρονών; Και, φυσικά, με μεγάλη παρέα, με τα παιδιά της γειτονιάς που παίζαμε πάρα πολύ, πάρα πολύ. Και μαζευόμασταν, ακούγαμε ραδιόφωνο. Τηλεόραση δεν είχαμε, μέχρι 13 χρόνων δεν είχαμε τηλεόραση. Μετά μπήκε η τηλεόραση στο σπίτι μας. Ακούγαμε το ραδιόφωνο.
Τι ακούγατε στο ραδιόφωνο;
Ακούγαμε μυθιστορήματα. Ναι. Βέβαια, το πρωί δεν μπορούσα να το ακούσω γιατί ήμουν σχολείο, αλλά το καλοκαίρι που καθόμασταν, τα ακούγαμε. Η μαμά μου άκουγε το πρωί. Όπως βλέπεις ένα σήριαλ στην τηλεόραση, έτσι άκουγες στο ραδιόφωνο το έργο σου που ήταν να δεις στην τηλεόραση, το άκουγες από το ραδιόφωνο. Και φυσικά, τώρα με πηγές χρόνια πίσω, αυτό που μ’ έμεινε είναι που ακούγαμε στις 9:00 η ώρα, το θυμάμαι χαρακτηριστικά, μουσική. Ήτανε μία ώρα εκπομπή που έλεγαν ελληνικά τραγούδια. Και καθόμασταν η οικογένεια και ακούγαμε τα τραγούδια.
Όλοι μαζί.
Όλοι μαζί. Αυτό. Μετά μπήκε η τηλεόραση.
Θυμάσαι όταν μπήκε η τηλεόραση στο σπίτι;
Βέβαια, θυμάμαι. Η χαρά ήταν απερίγραπτη, δεν υπήρχε αυτή η χαρά, δεν υπήρχε. Όμως, αυτό το άσχημο ποιο ήτανε; Ότι βάζανε ελληνικές ταινίες και επειδή τότε το ακατάλληλο ήταν, δηλαδή έλεγα, ένα φιλί να δινόταν στην ταινία ήταν ακατάλληλη. Και επειδή έλεγε ο παρουσιαστής ότι είναι ακατάλληλη, ο πατέρας μου έλεγε: «Μέσα. Ευδοξία στο δωμάτιο». Και εγώ θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα βράδυ ήρθε μία φίλη μου να κοιμηθεί και έπαιζε ταινία και θέλαμε να τη δούμε και δεν μας άφηναν οι γονείς. Και βλέπαμε, ανοίγαμε την πόρτα σιγά σιγά και βλέπαμε από τη χαραμάδα της πόρτας. Φαντάσου. Όμορφα όμως ήταν αυτά, τώρα που τα θυμάμαι είναι όμορφα. Πολύ όμορφα. Ζήσαμε [00:10:00]την κάθε στιγμή. Αντίθετα με τα τωρινά παιδιά που δεν ζουν, δεν ζουν. Και αυτό είναι λυπηρό. Εγώ στεναχωριέμαι γι’ αυτά τα παιδιά, γιατί έχω και εγώ παιδιά και στεναχωριέμαι πάρα πολύ που ζουν έτσι. Μ’ ένα κινητό και μ’ ένα κομπιούτερ και με το διαδίκτυο. Δεν χαίρονται τίποτα, εμείς χαιρόμασταν τα πάντα.
Μετά μπαίνεις στην εφηβεία.
Στην εφηβεία που σας είπα ότι η διασκέδαση ήταν αυτή. Πολύ, αυτό που ήταν έτσι λίγο άσχημο ήταν ο περιορισμός, εγώ προσωπικά που είχα από τον πατέρα μου. Πολλά, άλλα παιδιά δεν ήταν τόσο περιορισμένα. Εγώ όμως το ένιωσα, το βίωσα αυτό πάρα πολύ. Ως και στο ντύσιμο. Ας πούμε εγώ παντελόνι έβαλα πρώτη φορά 17 χρονών. Δεν μ’ άφηνε και θυμάμαι που με είχε πάρει μία θεία μου καλοκαίρι διακοπές και το πήρα στη βαλίτσα, ένα παντελόνι που είχα αγοράσει κρυφά με τη μαμά μου, και το πήρα μαζί μου για να το φορέσω. Εκεί. Με τίποτα δεν... Εντάξει, μετά άλλαξαν τα πράγματα, γιατί και οι γονείς άρχισαν να προσαρμόζονται. Τώρα η διασκέδαση, 17-18, ήταν αυτή η βόλτα που σας είπα, ήταν ωραία. Έβλεπες όλον τον κόσμο στη βόλτα. Πας και γύριζες σε αυτή τη βόλτα, στο 1χλμ., στον δρόμο. Τώρα, πρώτη φορά άρχισαν και γινόταν η ντίσκο. Η ντίσκο και η μπουάτ. Εμείς μέχρι τότε δεν ξέραμε τίποτα. Φτάνει η μέρα που διοργάνωσε το σχολείο χορό σε ντίσκο. Με καθηγητές.
Ο χορός του σχολείου;
Ο χορός. Ναι. Ο χορός, πρώτη φορά, πρώτη φορά.
Σε ποια τάξη ήσουν;
Τώρα νομίζω, 1η λυκείου; Ή 1η ή 2η. 1η. Δεν μπορώ να το θυμηθώ καλά αυτό. Ναι. Το ανακοινώνω στους γονείς. Αδύνατον.
Δεν σε άφηναν;
Όχι. «Βρε, θα είναι και οι καθηγητές». «Όχι. Δεν θα πας». Η μητέρα μου ήταν πιο ελαστική, το είπαμε. Ο πατέρας ήταν αυτός που... Έχω κι έναν αδερφό. Δεν σας είπα, αλλά είναι μικρότερος ο αδερφός και λέει: «Θα πας με τον αδερφό σου». Μικρότερος ο αδερφός.
Το κλασικό.
Ναι, το κλασικό! Κι εγώ να τον παρακαλώ. Ήταν μικρότερος και λέει: «Έλα, δεν θέλω να ‘ρθω. Όχι, θα ‘ρθείς». Τέλος πάντων, με αφήνουν. Έγινε ένας μεγάλος καβγάς βέβαια. Μ’ άφησαν. Πήγαμε πρώτη φορά. Τι να σας πω τώρα; Ότι μέχρι τότε δεν είχα βάλει αλκοόλ στο στόμα μου, εκτός από κρασί που μου έδινε ο πατέρας μου. Έτσι όταν Κυριακές, όταν μαζευόμασταν που ήμασταν όλοι μαζί, μ’ έδινε ένα ποτηράκι. Μ’ άρεζε το κρασί το κόκκινο.
Αυστηρός αλλά...;
Αυστηρός, αλλά έλεγε πιες ένα ποτηράκι, ναι. Τίποτα άλλο όμως. Έλα ντε στο χορό, πίναν όλοι. Ήταν και καθηγητές όμως μαζί μας. Ήταν ωραία, ήταν η ντίσκο, η οποία ντίσκο ήταν ένα ισόγειο, λεγόταν «Στορκ» η ντίσκο αυτή. Δεν βλεπόμασταν ο ένας με τον άλλον, ήταν πολύ χαμηλά τα φώτα. Μια πίστα και, φυσικά, τα τραγούδια που, ξένα, που θέλουμε να χορέψουμε, να κάνουμε, αλλά πρώτη φορά όλα αυτά. Και, φυσικά, και πρώτη φορά και το ποτό. Εμείς, ήταν και τα αγόρια στην παρέα μας. Τα αγόρια του [00:15:00]σχολείου. Βέβαια, είχαν έρθει και κάποιοι εξωσχολικοί. Εκεί, μπήκαν στο μέσον οι καθηγητές και ήθελαν να τους διώξουν, αλλά εμείς δεν θέλαμε να τους διώξουν, τα θέλαμε γιατί είχαμε το φλερτ. Τέλος πάντων, καθίσαμε στο τραπέζι, άτομα αρκετά έτσι. Ε, βέβαια δεν θέλαμε πορτοκαλάδα, αλίμονο! Δεν θα παραγγέλναμε πορτοκαλάδα. Τι να παραγγείλουμε; Εγώ δεν ήξερα τίποτα άλλο. Δεν ήξερα ποτά. Αυτό που ήξερα, το κονιάκ που το ‘βλεπα στο σπίτι. Και είπα θέλω κονιάκ. Το οποίο ξανά δεν... είναι η πρώτη, ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που το ήπια. Δεν θα το ξεχάσω. Δεν θα το ξεχάσω όταν... Λοιπόν, και σημειώστε ότι γυρίσαμε με τα πόδια από την ντίσκο.
Ένα ποδήλατο δεν είχατε;
Όχι. Βράδυ, αργά, 00:00 η ώρα. Γιατί 00:00 με 1:00, το είχαμε πει στους γονείς ότι, αλλά είχα και τον αδερφό μου μαζί, ο οποίος ήταν μικρότερος, πολύ μικρότερος.
Ο αδερφός σου τι έκανε εκεί πέρα;
Έλεγε όλη την ώρα πότε θα φύγουμε. Έλα ντε που το κονιάκ με πείραξε. Πάμε στο σπίτι, ήρθε και μια φίλη μου από ένα άλλο χωριό που ήταν πιο μακριά από την Αλεξάνδρεια και δεν μπορούσε να φύγει η κοπέλα και την φιλοξένησα εγώ. Και αυτή είχε πιει κονιάκ και όλη τη νύχτα από το μπαλκόνι εμετό. Χάλια, χάλια, χάλια. Από τότε δεν ξαναήπια, δηλαδή για χρόνια ποτό δεν έχω πιει. Δεν είχα πιει.
Πόσο κονιάκ ήπιες;
Ε, είχαμε πιει, αυτό, δεν ξέρω τώρα, δεν θυμάμαι αλλά είχαμε πιει. Γιατί όλοι πίνανε. Όλα τα παιδιά. Όμορφα ήτανε όταν άρχισαν και γινόταν οι ταβερνούλες οι μικρές στην Αλεξάνδρεια. Δηλαδή αυτό, τα σαντουιτσάδικα που λέμε, είχε ανοίξει το πρώτο και είχε πατάρι. Εμείς, εννοείται, κοπάνα από το σχολείο. Τέσσερα-πέντε άτομα πηγαίναμε σε αυτό το σουβλατζίδικο. Πηγαίναμε στο πατάρι επάνω, παίρναμε, επειδή δεν είχαμε χρήματα, ήτανε μετρημένα τα χρήματα, ήμασταν πέντε άτομα, παίρναμε τρία σουβλάκια. Παίρναμε μία ρετσίνα και γκαζόζα. Αυτά ήταν τα χρήματα. Βάζαμε όλοι χρήματα να πάρουμε και τραγουδούσαμε. Τραγουδούσαμε όλο το ελληνικό ρεπερτόριο. Εγώ ήμουν αυτή που τραγουδούσα. Περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Αυτό ήταν στην κοπάνα. Όταν, ή θυμάμαι Σάββατο. Σάββατο, πηγαίναμε μεσημέρι, προς το μεσημέρι. Τότε είχαμε την ελευθερία από τους γονείς. 17-18 χρόνων είχαμε ελευθερία, εντάξει, να βγαίνουμε έξω, να πηγαίνουμε ντίσκο και είχαν γίνει και για βράδυ, για βραδινή διασκέδαση, ήταν και μαγαζιά που ήταν με μπουζούκια. Όχι τα μπουζούκια τα σημερινά. Ήταν στον δρόμο Κατερίνης ένα μαγαζί με μουσική και πηγαίναμε. Εκεί διασκεδάζαμε το βράδυ. Σάββατο, Κυριακή. Μετά βγαίναμε και λίγο εκτός Αλεξάνδρειας με διάφορες παρέες με αυτοκίνητο. Πολύ φόβο.
Με αυτοκίνητο;
Ναι, ναι δύσκολα. Όχι 18 χρονών, μετά τα 18. Εννοείται. Μέχρι τα 18 πουθενά.
[00:20:00]Αν ήθελε κάποιος να σε πάρει τηλέφωνο που σε έβρισκε;
Λοιπόν, το τηλέφωνο ήρθε όταν ήμουν εγώ, στο σπίτι μας δηλαδή, ήρθε 16 χρονών όταν ήμουν, 16-17, τηλέφωνο πήραμε. Μέχρι τότε είχαν πάρει κάποια στη γειτονιά, κάποιοι, τηλέφωνο και με φωνάζανε. Έδινα εγώ σε φίλες, σε φίλους, σε φλερτ, σε παιδιά. Καταλαβαίνεις τώρα. Και με φωνάζανε. «Δέσποινα, τηλέφωνο». Και πήγαινα ή πηγαίναμε στο καφενείο, στο μπακάλικο, γιατί είχε μπακάλικο το χωριό και παίρναμε από κει τηλέφωνο. Ωραία πράγματα. Όχι τώρα, δεν μπορείς να πας πουθενά. Και καλό μεν και, εντάξει, και κακό. Ναι. Το τηλέφωνο ήταν μετά τα 16.
Οπότε αν ήθελες να πάρεις τη μαμά σου να ενημερώσεις στο σπίτι;
Όχι.
Πήγαινες σε θάλαμο;
Ναι, ναι μέχρι τα 16, ναι που δεν βγαίναμε και πουθενά. Δεν... μέχρι τα... δεν πηγαίναμε πουθενά. Αυτό που πηγαίναμε ήταν αν κάνει, αν κάνουν στα Αγγλικά, στα Αγγλικά που πηγαίναμε, κάναν στις Απόκριες, τα Χριστούγεννα, γιορτές. Αλλά μέσα στο φροντιστήριο. Αυτή ήταν, ήταν ένα πολύ ωραίο για μας. Κάτι πάρα πολύ ωραίο. Το ζούσαμε δηλαδή πάρα πολύ. Χαιρόμασταν που γινόταν αυτό. Μεγάλη χαρά είχαμε. Δηλαδή, προετοιμαζόμασταν μια εβδομάδα, ότι «πω πω, σήμερα θα έχουμε γιορτή». Που σήμερα αυτό που βλέπω, ότι «σιγά τη γιορτή τώρα στο σχολείο», και φεύγουν όλα τα παιδιά και πάνε για καφέ. Εμείς το χαιρόμασταν αυτό, πάρα πολύ, πάρα πολύ, γιατί χορεύαμε, τραγουδούσαμε, ήταν όμορφα. Ήταν ωραία. Νομίζω ότι τα χάσατε όλα αυτά. Τα χάνετε. Ναι. Μεγαλώνοντας μετά...
Segment 2
Η περίοδος της ενηλικίωσης: Οι ντίσκο, τα φλερτ και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:22:32 - 00:37:05
Μετά ενηλικιώθηκες.
Ναι, ναι, μετά βγαίνουμε πιο πολύ. Εντάξει. Βγαίναμε και εκτός Αλεξάνδρειας, πηγαίναμε. Βέβαια, η ώρα ήταν περιορισμένη. Λέγαμε ότι θα γυρίσω τάδε ώρα. Παίρναμε και τηλέφωνο αν αργούσαμε μισή ώρα. Αλλά ήτανε, είχαμε ωραία μαγαζιά. Ας πούμε η ντίσκο, εγώ πιστεύω ότι τέτοια μαγαζιά δεν θα ξανάρθουν, αυτά τα μαγαζιά. Δηλαδή, οι ντίσκο οι υπαίθριες το καλοκαίρι ήταν πάρα πολύ ωραία. Γιατί χορεύαμε! Χορεύαμε, όχι όπως τώρα, πάνω στο τραπέζι να κουνιέστε και στα καθίσματα. Χορεύαμε στην πίστα. Δηλαδή ήταν ωραίο αυτό.
Εκεί γινόταν όλο το σκηνικό;
Όλο το σκηνικό, το φλερτ. Εννοείται. Όλα τα φλερτ εκεί. Και, φυσικά, αυτό που ήθελε ένας, κάποιος να σε πλησιάσει και να σε δείξει το ενδιαφέρον του ήτανε όταν σε προσκαλούσε να χορέψεις μαζί του ένα blues. Αυτό ήτανε. Εννοείται. Εκεί στο blues σου έλεγε ότι ενδιαφέρεται για σένα. Αυτό ήτανε, δεν ήταν τίποτα άλλο. Δηλαδή, δεν είχαμε κάτι άλλο να πούμε πως ενδιαφέρεται ο ένας τον άλλον. Μετά άρχισαν, ξέχασα να πω ότι άρχισαν και γινόταν και καφετέριες. Ήταν μία καφετέρια στην Αλεξάνδρεια, πολύ γνωστή του Μπαλιάκα. Ωραία, ωραίο καφέ, πολύ ωραίο καφέ. Εκεί ήταν όλα τα ραντεβού, δινόταν όλα τα ραντεβού. Εκεί ήταν τα ραντεβού μέχρι πόσες, τώρα, 35 χρονών-40 ήταν αυτή η καφετέρια να [00:25:00]φανταστείτε. Μετά άρχισαν κι άλλες να ανοίγουν. Αλλά αυτή ήτανε το σήμα κατατεθέν των ραντεβού. Εκεί δινόταν τα ραντεβού.
Θυμάσαι κάποιο έντονο σκηνικό που το θυμάσαι τώρα και γελάς, νιώθεις μια νοσταλγία;
Στη διασκέδαση;
Ναι.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι στην ντίσκο γνώρισα τον άντρα μου.
Πες μας γι’ αυτό.
Ναι, τον γνώρισα μέσα από κοινούς γνωστούς, αλλά το ενδιαφέρον υπήρξε εκεί στην ντίσκο. Ήμασταν παρέα, με ζήτησε να χορέψουμε, χορέψαμε.
Ήσασταν σε κοινή παρέα;
Σε κοινή παρέα, ναι. Χορέψαμε. Ήταν ωραίο βράδυ εκείνο. Μετά φύγαμε καθένας στο σπίτι του, εννοείται.
Εσύ ενδιαφερόσουν;
Ναι, εντάξει. Κοιτάξτε, αυτό που βλέπω τώρα, η διαφορά με εμάς είναι ότι τότε οι άντρες κυνηγούσαν τις γυναίκες, υπήρχε αυτό το κυνήγι, το οποίο τώρα δεν το βλέπω. Δεν το βλέπω καθόλου. Και αυτό είναι το άσχημο. Δηλαδή εμείς, όταν βγαίναμε έξω, ήμασταν σίγουρες ότι θα έχουμε κυνήγι από άντρες. Από, υπήρχε το φλερτ, βρε παιδιά. Δηλαδή αυτό, αυτό, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα απ’ το φλερτ. Δεν υπάρχει. Είναι το, το οτι να, αυτή η αίσθηση το να ετοιμάζεσαι στο σπίτι να βγεις έξω, γιατί ξέρεις ότι θα υπάρχει ένα φλερτ, θα φλερτάρεις και εσύ, και είναι πάρα πολύ όμορφη αίσθηση, πάρα πολύ, και όταν γυρίσεις στο σπίτι και λες ότι με κοίταξε, μ’ έκανε... αυτό νιώθαμε, αυτό ζήσαμε εμείς. Ας πούμε όταν γυρίσαμε, όταν γνώρισα τον άντρα μου εκείνο το βράδυ και μ’ έλεγε, μ' έλεγε ωραία λόγια, και το βράδυ γυρίσαμε στη φίλη μου, που κοιμήθηκα και εγώ σε μία φίλη, μέχρι το πρωί λέγαμε. Την έλεγα τι μ’ έλεγε ο άντρας μου, τι έλεγε, τα λόγια που με είπε, και εκείνο και το άλλο. Δηλαδή ήταν ωραίο, μέχρι το πρωί τα λέγαμε και μετά είχαμε αγωνία να δούμε αν θα μας πάρει τηλέφωνο. Θα μας πάρει τηλέφωνο; Δεν θα μας πάρει τηλέφωνο; Εάν δεν έπαιρνε τηλέφωνο λέμε γιατί; Βγαίναμε μετά έξω προσπαθούσαμε να βρούμε το ενδιαφέρον αυτό.
Σε πήρε τηλέφωνο;
Φυσικά.
Σε πόσες μέρες;
Σε τρεις, τρεις μέρες ναι, τρεις μέρες. Ξανά βγήκαμε ραντεβού, ξανά πάλι ραντεβού.
Το πρώτο ραντεβού πώς ήταν και πού ήτανε.
Το πρώτο ραντεβού ήταν σε έναν δρόμο στην Αλεξάνδρεια, είπαμε ένα σημείο και έβρεχε πάρα πολύ, πάρα πολύ, δεν θα το ξεχάσω. Και εγώ περίμενα με την ομπρέλα και ήμουν τόσο, είχε τόσο, είχε κρύο, έβρεχε και ήμουν έξω. Και επειδή όταν γνωριστήκαμε τα μαλλιά μου τα είχα μαζεμένα –είχα μακρύ μαλλί και τα είχα μαζέψει πάρα πολύ πίσω– την ημέρα του ραντεβού τα είχα λιτά τα μαλλιά μου κάτω, και εγώ περίμενα με την ομπρέλα και αυτός περίμενε με το αυτοκίνητο, ενώ δεν πρόσεξα το αυτοκίνητο εγώ, αλλά δεν με πρόσεξε και αυτός, και όταν μετά κατάλαβα το [00:30:00]αυτοκίνητο γιατί δεν είχα, δεν ήμουνα και πολύ του αυτοκινήτου, δηλαδή να πω τι μάρκα είναι, τι να γνωρίζω και μπαίνω μέσα στο, ανοίγω την πόρτα μόνη μου, γιατί είχα παγώσει και είχα βραχεί, και ανοίγω μέσα και με κοιτάει με απορία και λέει: «Ποια είσαι;» και λέω: «Ωχ, τι έγινε εδώ;». Μετά κατάλαβε, δεν με γνώρισε επειδή είχα κάτω τα μαλλιά. Αυτό ήταν ένα, ήταν κάτι το οποίο το λέω και τώρα και όταν του το λέω, λέει: «Σιγά». Δεν με είχε γνωρίσει. Ναι, ωραία ήταν το πρώτο ραντεβού. Πήγαμε σ’ ένα μαγαζί να πιούμε ένα κρασάκι, σε ένα ωραίο μαγαζί και φύγαμε. Ωραίο ήτανε, ξαναβγήκαμε πάλι και έγινε το ειδύλλιο.
Μετά δημιουργήθηκαν πιο μεγάλα μαγαζιά να φανταστώ;
Ναι, πιο μεγάλα μαγαζιά βέβαια, είπα υπαίθρια, υπαίθρια ντίσκο μετά φέραν και καλλιτέχνες. Άλλαξαν τα χρόνια. Η βόλτα καταργήθηκε εννοείται.
Μετά όταν άρχισαν να έρχονται καλλιτέχνες;
Καλλιτέχνες, κατ’ αρχήν δεν σας είπα ότι αυτό –και κακώς που δεν το είπα, το λέω– αυτό που άνθισε σ’ εμας και το χαρήκαμε πολύ και το ευχαριστηθήκαμε ήταν ο κινηματογράφος, και εδώ στην Αλεξάνδρεια είχαμε έναν από τους καλύτερους κινηματογράφους στη Βόρεια Ελλάδα μπορώ να πω, η ονομασία «Κατερίνα». Πάρα πολύ ωραίος κινηματογράφος. Δεν υπήρχε ταινία να μη δω, να 'ρθει στην Αλεξάνδρεια και να μην πάω να δω, και φυσικά ερχόταν και θέατρα. Ήρθαν πάρα πολλά θέατρα, καλλιτέχνες και οι γονείς μου πήγαιναν πολύ. Να φανταστείτε ότι οι γονείς μου πήγαιναν κάθε, αν όχι κάθε Κυριακή, ανάμεσα, τέσσερις Κυριακές τον μήνα, οι τρεις σίγουρα πηγαίνανε και αυτό που τους ακολουθούσα και εγώ. Βέβαια, δεν με έπαιρναν όταν ήταν ακατάλληλα, καταλαβαίνετε τώρα. Έκλαιγα πάρα πολύ, πάρα πολύ, με μαύρο δάκρυ, ήθελα πάρα πολύ, μου άρεσε πάρα πολύ ο κινηματογράφος. Αυτό μας έλειψε μετά, ήταν πολύ κρίμα, πάρα πολύ κρίμα που...
Έκλεισε;
Ναι, κλείσανε. Δεν, ήταν το χειρότερο εγώ πιστεύω. Σε μια πόλη νομίζω ότι αυτό σημαίνει πολλά να έχεις, ιδίως ο θερινός σινεμάς. Ήταν φανταστικά, παίρναμε τα σπόρια μας, τα σποράκια, τέλεια ήταν, τέλεια. Καλλιτέχνες ερχόταν, ηθοποιοί πάρα πολλοί. Πηγαίναμε τους βλέπαμε, τους βλέπαμε πριν να παίξουν το θέατρο, γιατί εμείς δεν είχαμε χρήματα να πάμε στο θέατρο, αλλά πηγαίναμε στα παρασκήνια, στα...
Πίσω από τη σκηνή.
Πίσω από τη σκηνή για να πάρουμε αυτόγραφο, αλίμονο! Ναι ναι ναι, παίρναμε αυτόγραφο. Και, φυσικά, ερχόταν και τραγουδιστές στα αυτά τα μαγαζιά, τα οποία ήταν δύο-τρία, δεν ήταν αμάν και τι, αλλά ήταν ωραία μαγαζιά, ήταν ωραία, ωραίοι χώροι, πολύ ωραίοι χώροι, ώσπου έγινε ένας χώρος τελευταία, υπαίθριος, φανταστικός, ένας από τους ωραιότερους χώρους. Λειτουργούσε μόνο το καλοκαίρι, ντίσκο που ήτανε, έφερνε και καλλιτέχνες κάποιες φορές, και πηγαίναμε εκεί. Πηγαίναμε, μέχρι που γέννησα και το πρώτο μου παιδί πηγαίναμε, μετά κλείσανε, αυτά κλείσαν όλα. Η διασκέδαση πλέον δεν είναι όπως τότε.
[00:35:00]Μετά μπορούσες να φύγεις και εκτός νομού;
Και εκτός νομού. Εντάξει, τα πιο όμορφα χρόνια εγώ νομίζω όμως ήταν εδώ μέσα σε αυτή την πόλη, ήταν ωραία. Μετά άρχισαν άλλα, άρχισαν άλλα προβλήματα, μπήκαν άλλα πράγματα. Εδώ ψωνίζαμε δύο φορές τον χρόνο ρούχα, δύο φορές τον χρόνο και ήμασταν χαρούμενοι. Τα φορούσαμε σε γιορτινές μέρες. Δεν λέγαμε ότι: «Γιατί να μην έχω και αυτό, γιατί να μην έχω κι εκείνο;», δεν το νιώθαμε αυτό καθόλου. Παίρναμε ένα ζευγάρι παπούτσια το καλοκαίρι και ένα ζευγάρι παπούτσια τον χειμώνα και ήμασταν χαρούμενοι και χαρούμενοι που τα βάζαμε, που βάζαμε το παπούτσι, βάζαμε το ρούχο. Ήμασταν και καμαρώνουμε που βάζαμε το καινούργιο το ρούχο πάρα πολύ. Τέτοια αίσθηση δεν την έχουμε τώρα, δεν χορταίνουμε τώρα δυστυχώς.
Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;
Όχι, τώρα αν μου διέφυγε κάτι δεν ξέρω.
Σ' ευχαριστούμε πολύ τότε για την ιστορία–
Να 'στε καλά–
Που μοιράστηκες.
Να 'στε καλά.
Summary
Κεντρικό θέμα της συνέντευξης αποτελεί η νεανική κουλτούρα διασκέδασης στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Συγκεκριμένα, η Ευδοξία περιγράφει τον ρόλο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, τη «βόλτα» στον κεντρικό δρόμο της πόλης, τις πρώτες χοροεσπερίδες στην εφηβεία, εστιάζοντας παράλληλα στα έμφυλα κοινωνικά στερεότυπα της περιόδου. Επιπλέον, η αφηγήτρια κάνει λόγο στην περίοδο της ενηλικίωσής της. Ειδικότερα, μάς μιλά για τις πρώτες ντίσκο, το φλερτ, τα ραντεβού και τον θερινό κινηματογράφο που με τόση νοσταλγία θυμάται.
Narrators
Ευδοξία "Pseudonym"
Field Reporters
Ασπασία Στυλπνοπούλου
Tags
Interview Date
22/11/2020
Duration
37'
Summary
Κεντρικό θέμα της συνέντευξης αποτελεί η νεανική κουλτούρα διασκέδασης στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Συγκεκριμένα, η Ευδοξία περιγράφει τον ρόλο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, τη «βόλτα» στον κεντρικό δρόμο της πόλης, τις πρώτες χοροεσπερίδες στην εφηβεία, εστιάζοντας παράλληλα στα έμφυλα κοινωνικά στερεότυπα της περιόδου. Επιπλέον, η αφηγήτρια κάνει λόγο στην περίοδο της ενηλικίωσής της. Ειδικότερα, μάς μιλά για τις πρώτες ντίσκο, το φλερτ, τα ραντεβού και τον θερινό κινηματογράφο που με τόση νοσταλγία θυμάται.
Narrators
Ευδοξία "Pseudonym"
Field Reporters
Ασπασία Στυλπνοπούλου
Tags
Interview Date
22/11/2020
Duration
37'