© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η Κατερίνα Σκόρδου μιλά για την κρασόσουπα, το λαούτο του πατέρα της και άλλες αναμνήσεις από την Άνδρο
Istorima Code
16698
Story URL
Speaker
Κατερίνα Σκόρδου (Κ.Σ.)
Interview Date
13/10/2020
Researcher
Έλλη Παπαδοπούλου (Έ.Π.)
[00:00:00]Λοιπόν, είναι Τετάρτη 14 Οκτωβρίου του 2020, είμαι η Έλλη Παπαδοπούλου, ερευνήτρια στο Istorima, και είμαι στο Χαλάνδρι με την...
Κατερίνα Σκόρδου.
Γεια σου, Κατερίνα.
Γεια.
Θες να μας πεις λίγα πράγματα για σένα;
Ναι. Είμαι 66 χρονών. Γεννήθηκα στην Άνδρο, σ' ένα μικρό χωριό, ορεινό, 600 μέτρα υψόμετρο. Πάρα πολύ μικρό χωριό, είκοσι πέντε σπίτια είναι όλο κι όλο. Έχω έρθει στην Αθήνα από το 1975. Μεγάλωσα, λοιπόν, εκεί. Ζούσα στο σπίτι αυτό με τους γονείς μου και τα δυο μικρότερα αδέλφια μου, τον παππού και τη γιαγιά. Το σπίτι μας ήταν ένα μακρόστενο σπίτι, που στην κουζίνα του, στην καλή κουζίνα, ας πούμε, τη στολισμένη με τα πλεκτά κουρτινάκια και τα ωραία παλιά πλακάκια, που είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη, μια πολύ φωτεινή, ωραία κουζίνα, ζούσε η γιαγιά και ο παππούς. Οι γονείς μου, όταν παντρευτήκανε, και γιατί δεν θέλανε να είναι με τους παππούδες, μαζεύτηκαν στην άλλη μεριά του σπιτιού, στην άλλη άκρη, ας πούμε, αυτού του μακρόστενου σπιτιού, στα δύο παρακούζινα. Εκεί περνούσαν όλη τη μέρα μαζί με τα παιδιά τους, και το βράδυ, όταν ήτανε η ώρα να πάνε να κοιμηθούνε, πηγαίνανε στο δωμάτιο που ήταν απ' την άλλη μεριά, τη μεριά της γιαγιάς και του παππού, ας πούμε. Οπότε εγώ μεγάλωσα σε δυο δωμάτια, τα οποία ήταν βοηθητικοί χώροι ουσιαστικά. Και εκεί στο ένα από αυτά τα δύο δωμάτια, εκεί ουσιαστικά ζούσαμε, το οποίο ήταν ένα μακρόστενο σκοτεινό δωμάτιο, γιατί φωτιζόταν μόνο από ένα παραθυράκι της δίφυλλης πόρτας, και προς το βάθος υπήρχε το πατητήρι, ο χώρος δηλαδή που πάταγε ο πατέρας μου τα σταφύλια του. Αριστερά, κολλητά στον τοίχο υπήρχε ο πάγκος του πατέρα μου, γιατί ήταν μαραγκός, με όλα του τα εργαλεία, και δεξιά ένα μικρό νεροχυτάκι και το τζάκι. Και επειδή δεν υπήρχε χώρος για ένα τραπέζι κανονικό, επειδή ήτανε μικρός χώρος, μακρόστενος αυτός, μπροστά στο τζάκι, λοιπόν, υπήρχε ένα χαμηλό τραπεζάκι με σκαμνάκια γύρω γύρω και εκεί καθόταν και έτρωγε η οικογένεια όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού. Ο πατέρας και η μάνα ασχολιόνταν με τις αγροτικές δουλειές, ήταν αγρότες. Ο πατέρας μου ήτανε και μαραγκός, πολύ καλός, και τις ώρες που δεν ήταν στα χωράφια δούλευε εκεί με τα ξύλα του. Μέσα σ' αυτό τον χώρο που όλη η οικογένεια ζούσε μαζί, ο πατέρας δούλευε. Ήταν ένας χώρος που μύριζε ροκανίδια. Όπως πέφταν τα ροκανίδια, τα μαζεύαμε και τα ρίχναμε στο τζάκι και είχαμε μαζί με τα ξύλα, ας πούμε, τη φωτιά για να μαγειρέψει η μάνα μου και για να ζεσταθούμε τον χειμώνα. Και εκεί δίπλα στο άλλο παρακούζινο, ας πούμε, ήτανε πιο πρόχειρο και ήταν ο ξυλόφουρνος, ήτανε η στέρνα, ας πούμε, που γινότανε η απόσταξη του ρακιού, κι ένα μεγάλο τζάκι που καπνίζανε τα λουκάνικα και για τις πολύ χοντρές δουλειές, ας πούμε, εκεί. Είχε χώμα κάτω αυτό, είχε δοκάρια από κυπαρίσσια στην οροφή και από κει κρεμότανε μ' ένα χοντρό σκοινί μια κούνια μ' ένα παλιό μαξιλάρι, που εκεί παίζαμε τους χειμώνες που δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Εκεί. Άρα, λοιπόν, σ' αυτά τα δύο δωμάτια πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία. Ήτανε πάρα πολύ όμορφη. Πάρα πολύ όμορφα. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Το δωμάτιο αυτό το φωτίζαμε με λάμπες πετρελαίου ή με λυχνάρι. Σ' αυτό το τραπεζάκι διάβαζα, εκεί έγραφα όταν πήγαινα σχολείο. Και υπήρχαν φορές που αν μας είχε τελειώσει το πετρέλαιο, διάβαζα με λυχνάρι, ή φωτιζόμασταν με λυχνάρι. Δεν υπήρχε δρόμος για να πάμε στη χώρα που υπήρχαν τα μαγαζιά, ας πούμε, για να ψωνίσουμε οτιδήποτε. Έπρεπε να πά[00:05:00]με με τον γάιδαρό μας ή περπατώντας μιάμιση ώρα. Αυτό γενικά ήτανε η εικόνα, ας πούμε, και η ζωή. Η μάνα μου, λοιπόν, μια φορά την εβδομάδα έφτιαχνε ψωμί στον ξυλόφουρνο αυτόν. Έφτιαχνε ψωμί για όλη την οικογένεια, και για τον παππού και τη γιαγιά. Ήτανε μια διαδικασία που άρχιζε από πάρα πολύ πρωί, σκοτεινά σχεδόν. Υπήρχε η ξύλινη σκάφη, που εκεί έφτιαχνε μια μεγάλη ποσότητα ζυμαριού. Ο πατέρας άναβε τον φούρνο, τις φορές που ήτανε σπίτι, ετοίμαζε τον φούρνο και η μάνα φούρνιζε τα ψωμιά της εκεί. Και θέλω να πω όλη αυτή η εισαγωγή είναι γιατί στο μυαλό μου είχα να πω την ιστορία της κρασόσουπας, κάτι που γινόταν κάθε μα κάθε φορά που η μάνα ζύμωνε. Όταν, λοιπόν, ήτανε η ώρα να βγούνε τα ψωμιά, ο πατέρας τράβαγε το ξύλο που στερέωνε την πέτρα, τη βαριά πέτρα που έκλεινε τον φούρνο, κατέβαζε την πυρωμένη πέτρα κάτω και έπαιρνε ένα ξύλινο φτυάρι και έβγαζε το πρώτο ψωμί. Τα υπόλοιπα τ' άφηνε να τα βγάλει η μάνα. Έτσι όπως ήτανε καυτό το ψωμί, το 'παιρνε ο πατέρας μου στα χέρια του, που ήτανε από τη δουλειά τόσο άγρια, χωρίς να καίγεται, έπιανε το ψωμί με το ένα χέρι στην αγκαλιά του και με το άλλο χέρι κάθετα στο κάτω μέρος του ψωμιού έκανε έναν σταυρό διπλώνοντας το χέρι, τεντώνοντάς το και διπλώνοντάς το έκανε έναν σταυρό πρώτα. Μετά άρχιζε να το κόβει κομμάτια, μικρές μπουκιές, όπως ήτανε καυτό, μέσα σε μια πήλινη κούπα μεγάλη. Έκοβε όλο το ψωμί αυτό εκεί και το ράντιζε με μπόλικο κρασί απ' το κρασί από τα βαρέλια του, έτσι που δεν γινόταν μια σούπα, επειδή τη λέμε κρασόσουπα, αλλά μουσκευόταν πάρα πολύ το ψωμί αυτό. Μετά έριχνε από πάνω, το ράντιζε με λάδι, το λάδι μας, και μετά έριχνε μπόλικο πετιμέζι απ' το πετιμέζι του σπιτιού, και στο τέλος το πασπάλιζε με κανέλα. Και μετά μας φώναζε και όλοι μαζί καθόμασταν γύρω από αυτό το τραπέζι στα σκαμνάκια, και ήταν μια διαδικασία που είχε μια βαρύτητα. Υπήρχε ένας σεβασμός, γιατί όλο αυτό ο πατέρας μου το έκανε με πολύ μεγάλο σεβασμό. Υπήρχε πολύ μεγάλος σεβασμός στο ψωμί που έφτιαχνε η μάνα. Στο ψωμί του σπιτιού. Υπήρχε πάρα πολύ μεγάλος σεβασμός. Και γενικώς εκείνη την ώρα, δεν ξέρω, ήταν πάρα πολύ έντονο αυτό, δεν μιλούσε κανείς και όλοι αρχίζαμε να τρώμε από αυτό το ψωμί. Και επειδή είχε κι αυτή τη γεύση, ας πούμε, του κρασιού, και τη γλυκύτητα του πετιμεζιού, εμένα κάθε φορά είχα την αίσθηση ότι κοινωνώ. Και νομίζω, χωρίς να έχει πει ο πατέρας μου τίποτα γι' αυτό, ή η μάνα μου, κάπως έτσι το νιώθανε κι εκείνοι. Το ψωμί ήτανε κάτι πάρα πολύ σημαντικό για εκείνα τα χρόνια. Μιλάμε για την δεκαετία του '60. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν περάσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση με τον πόλεμο, με τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Για τον πατέρα μου είχε πολύ μεγάλη σημασία το ψωμί. Όταν ήτανε 18 χρονών και ζούσε με τους γονείς του στο διπλανό χωριό, γιατί παντρεύτηκε τη μάνα μου και ήρθε στο χωριό που μεγάλωσα εγώ, όταν ήτανε, λοιπόν, 18 χρονών, ήτανε μέσα στον πόλεμο, δεν υπήρχε φαγητό. Η φαμίλια του παππού μου, του πατέρα του, ήτανε εννιά παιδιά, και δύο οι γονείς, έντεκα, ναι. Και δύο ο παππούς και η γιαγιά, ο μπαρμπα-Δημητρός και η γιαγιά Σοφιά, ήτανε δεκατρία άτομα, και έπρεπε να φάνε αυτά τα στόματα. Και δεν υπήρχε φαγητό. Και ο πατέρας μου αποφάσισε να πάει να επισκευάσει έναν παλιό νερόμυλο, σ' ένα ποτάμι κάτω απ' το χωριό μας, για να φτιάχνει ψωμί. Κι επειδή είχε μάθει τη δουλειά[00:10:00] του μαραγκού, ας πούμε, θεωρούσε ότι ήτανε πολύ εύκολο γι' αυτόν να φτιάξει μια καινούρια φτερωτή από κάτω από τον νερόμυλο. Η φτερωτή είναι αυτό που πέφτει το νερό και γυρίζει η πέτρα του μύλου και αλέθει. Και θεώρησε ότι μπορεί να το κάνει αυτό. Και ο παππούς είπε ότι: «Δεν είσαι άξιος να το κάνεις αυτό. Δεν ξέρεις, είναι μεγάλη τέχνη αυτό, να γίνει μια φτερωτή». Ο πατέρας μου όμως επέμενε, πήγε πραγματικά σ' αυτόν τον μύλο, έφτιαξε τη φτερωτή και γέμισε τη στέρνα πάνω με νερό, άνοιξε το νερό να τρέξει και η φτερωτή δεν δούλεψε. Και όταν μου έλεγε αυτή την ιστορία μπορούσα να φανταστώ την αγωνία του και την απογοήτευσή του, ότι τι θα γύρναγε να πει στον πατέρα, ας πούμε. Και πραγματικά γύρισε και του 'πε: «Ναι, σ' το πα, δεν μπορείς να το κάνεις». Αλλά ήταν πολύ πεισματάρης και κάθισε και ξανάκανε τη φτερωτή αυτή και δούλεψε ο μύλος. Και χόρτασε ο πατέρας μου την οικογένειά του ψωμί, και όχι μόνο την οικογένειά του, αλλά επειδή του παππού το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό στους περαστικούς, ξέρανε ότι εκεί οι άνθρωποι θα βρούνε ψωμί και πηγαίναν από τα διπλανά χωριά για να πάρουνε ένα κομμάτι ψωμί από αυτόν τον άνθρωπο. Δηλαδή ταΐστηκε κόσμος μ' αυτό. Και γι' αυτό ίσως ο πατέρας μου να είχε έτσι τόσο πολύ μεγάλο σεβασμό και αγάπη γι' αυτό. Το έκανε πάντα, και όταν πήγαινα στην Άνδρο, που ήτανε γέρος πια, κι εγώ πολύ μεγάλη, με τα παιδιά μου, με περίμενε, επειδή το ήξερε ότι το αγαπώ πολύ, ν' ανάψει φούρνο και να κάνει ψωμί και να φάμε μαζί κρασόσουπα. Και κάποτε, ένας νερόμυλος, απ' αυτούς τους πολλούς νερόμυλους που υπάρχουν σ' αυτό το ρέμα κάτω από το χωριό, δωρίστηκε στον δήμο της Άνδρου απ' τον ιδιοκτήτη του. Και αποφασίστηκε τότε να δοθούνε λεφτά να μπει σε λειτουργία αυτός ο μύλος και να γίνει επισκέψιμος, από σχολεία, και να γίνεται και μια επίδειξη για το πώς δουλεύει αυτός ο μύλος. Και έπρεπε να βρεθεί κάποιος που να ξέρει να φτιάχνει μια φτερωτή. Και βρήκαν τον πατέρα μου, που ήταν, νομίζω ότι ο πατέρας μου μου είχε πει τότε ότι ήταν αυτός κι άλλος ένας πάππους, που ήταν πολύ παππούς όμως εκείνος και δεν μπορούσε να φτιάξει πια φτερωτή. Και ζητήσανε από τον πατέρα μου να φτιάξει τη φτερωτή και να κάνει αυτό, και το έκανε. Είχα πάει στα εγκαίνια. Και μάλιστα του είχαν αναθέσει κιόλας να κάνει επίδειξη, να τον βάζει σε λειτουργία και ν' αλέθει. Κι ο πατέρας μου πραγματικά του άρεσε πάρα πολύ αυτό, γιατί κάθε φορά έβαζε καλαμπόκι ή στάρι δικό του. Άλεθε δείχνοντάς το στους άλλους και μετά έπαιρνε το αλεύρι του, ας πούμε, κι έφτιαχνε μετά ψωμί απ' τα αλεύρια αυτά. Και μετά επειδή αυτός ήταν ένας ξένος φούρνος, είχε τόσο ενθουσιαστεί και παθιαστεί μ' αυτό, που μες στο χωράφι του έφτιαξε έναν νερόμυλο δικό του και έφτιαχνε εκεί... φύτεψε στάρι. Αυτά δηλαδή που έκανε στα 18 του, ξέρω γω, φύτεψε στάρι και είχε το αλεύρι του κι έκανε φοβερά παξιμάδια και ψωμιά. Και βέβαια πολύ ωραίες κρασόσουπες. Αυτή είναι η ιστορία που ήθελα να πω.
Πώς ήτανε να το ζεις όλο αυτό σαν παιδάκι, και μετά ενδεχομένως;
Θυμάμαι ότι μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η μυσταγωγία, δηλαδή υπήρχε αυτό το πράγμα. Υπήρχε αυτό το πράγμα, ότι τώρα κάνουμε κάτι σαν οικογένεια, κάτι πάρα πολύ σημαντικό, και ότι εγώ συμμετείχα σ' αυτό. Και είναι ένα πράγμα που το κάνω μέχρι τώρα, γιατί είναι σαν να θέλω να το κρατήσω ζωντανό αυτό και να το μάθω στα δικά μου τα παιδιά, ας πούμε, να το κάνουνε. Αυτό. Ήταν πολύ όμορφα χρόνια εκείνα και δύσκολα. Επίσης ο πατέρας μου ήταν κι ένας άνθρωπο[00:15:00]ς που ήτανε πολύ απασχολημένος με τις δουλειές και για το πώς θα ζήσει αυτή τη φαμίλια και πώς θα τα κάνει όλα αυτά, ήταν αρκετά φιλόδοξος άνθρωπος. Αυτό τον έκανε να μην έχει, να μην έχουμε πολλές κοινές στιγμές, εμπειρίες, όχι εμπειρίες, δηλαδή στιγμές μαζί. Να ζούμε πράγματα μαζί, να τα μοιραζόμαστε. Ήταν ένας άνθρωπος μακριά, τουλάχιστον εγώ που ήμουνα το μεγαλύτερο παιδί ένιωθα να είναι πολύ μακριά μου, δεν μπορούσα να μοιραστώ πράγματα μαζί μου. Εκείνη την ώρα, αυτό που έφτιαχνε με τα χέρια του και μας το έδινε ήταν για μια στιγμή ένα δέσιμο μαζί του, ας πούμε. Ο πατέρας μου έπαιζε πολύ ωραίο λαούτο. Είχε φτιάξει επίσης ένα λαούτο κι ένα βιολί. Ένα βιολί που το έφτιαξε για τη μάνα μου, γιατί η μάνα μου έπαιζε βιολί. Έφτιαχνε πολύ ωραία πράγματα με τα χέρια του. Θα ήθελα πολύ να έχω μια σχέση πιο στενή μαζί του. Αλλά δεν ήταν, δεν την είχα.
Τον άκουγες ποτέ να παίζει μουσική;
Ναι. Στα πανηγύρια το έκανε και ήταν πάρα πολύ όμορφος άνθρωπος. Πολύ όμορφος. Ένας πολύ όμορφος άντρας. Το θυμάμαι αυτό. Φορούσε πάντα άσπρα πουκάμισα, κάτασπρα κολλαριστά, με μακριά μανίκια, ακόμα και το καλοκαίρι, που τα γύριζε. Είχε πολύ ωραία σπαστά μαύρα μαλλιά και είχε ροζ μάγουλα. Και είχε πολύ γλυκιά φυσιογνωμία και ήταν περήφανος άνθρωπος και γλυκός. Ήταν χαμογελαστός. Έπαιζε πάρα πολύ όμορφα. Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Καθόμουνα κάπως κοντά εκεί που έπαιζε, για να τον βλέπω. Κρατούσε το λαούτο του, θυμάμαι, και έτσι όπως ήτανε σκυμμένος πάνω στο λαούτο, μια τούφα από αυτά τα μαλλιά έπεφτε στο μέτωπο, και θυμάμαι τον ιδρώτα του, που έτσι λαμπύριζε στο μέτωπο, και τα έτσι πολύ δουλεμένα χοντρά χέρια του, ας πούμε, κρατούσε επίσης ένα φτερό. Το λαούτο του το 'χω.
Ξέρεις κι εσύ να παίζεις;
Προσπάθησα να μάθω, αλλά δεν το 'χω πάρα πολύ με τη μουσική. Όμως έμαθα αρκετά πράγματα, και το ότι έχω το λαούτο αυτό και το βιολί που έφτιαξε στη μάνα μου, νιώθω πάρα πολύ τυχερή που τα 'χω εγώ αυτά τα δύο. Κι επίσης το λαούτο του είναι ένα πολύτιμο όργανο, γιατί έχει πάρα πολύ μεγάλη αξία. Είναι του 1860, φτιαγμένο από τον Βελούδιο, έναν οργανοποιό, που είχε φτιάξει περίπου δέκα ή δώδεκα λαούτα, και ένα από τα λαούτα του είναι στο Μουσείο Μουσικών Οργάνων στην Πλάκα, κι ένα από αυτά έχω κι εγώ.
Και πώς βρέθηκε στην κατοχή σου; Εννοώ στην κατοχή του πατέρα σου;
Ο πατέρας μου αποφάσισε εκεί γύρω στα 18, 20 χρονών να μάθει λαούτο, πήγε σ' έναν λαουτιέρη, ας πούμε, σ' ένα διπλανό χωριό, έμαθε μερικά πράγματα, και μετά αυτός είχε αυτό το λαούτο, το οποίο δεν ήταν και πολύ σόι, δεν ήταν πολύ καλό, δεν έπαιζε πολύ καλά, γιατί ήθελε επισκευή, και το έδωσε στον πατέρα μου, του το πούλησε. Ο πατέρας μου το επισκεύασε πολύ προσεκτικά και έτσι βρέθηκε. Τώρα πώς βρέθηκε στα δικά μου χέρια επίσης είναι μια ιστορία, αλλά δεν ξέρω αν έχουμε χρόνο να το πούμε αυτό.
Εννοείται, εννοείται!
Έχουμε;
Βεβαίως!
Λοιπόν, ωραία! Είναι, λοιπόν, ένας Σεπτέμβρης, έχω πάει στην Άνδρο μόνη μου, για να δω τους γονείς μου. Λοιπόν, είναι Σεπτέμβρης, είναι βράδυ, έχει αρχίσει να έχει λίγο ψύχρα, ο μπαμπάς έχει ανάψει το τζάκι λίγο και καθίσαμε γύρω από αυτό το τζάκι. Όχι σε εκείνο το παρακούζινο πια, αλλά στην καλή κουζίνα, γιατί ο παππούς και η γιαγιά έχουνε πεθάνει, και πια εκεί. Και καθόμασταν εκεί και μου λέει, αφού λοιπόν θυμάμαι τη μάνα μου να καθαρίζει φιρ[00:20:00]ίκια και να μας δίνει να τρώμε, και μου λέει ο πατέρας μου: «Τώρα», μου λέει, «Κατερίνα, θα σου πω κάτι, θα στεναχωρηθείς, αλλά σου το λέω από την αρχή, έχει τελειώσει, δεν αλλάζει αυτό το πράγμα». Και του λέω: «Τι είναι αυτό;». Και μου λέει: «Πούλησα το λαούτο». Και για μένα το λαούτο αυτό δεν ήτανε ένα λαούτο, ήταν ο πατέρας μου ο ίδιος, δηλαδή ήταν αυτή η ανάμνηση που σου είπα λίγο πριν, λαούτο και πατέρας είναι το ίδιο πράγμα, φεύγει το λαούτο από το σπίτι, είναι σαν να 'χει φύγει ένα κομμάτι του πατέρα μου, ας πούμε. Και του λέω: «Πώς σου 'ρθε αυτό το πράγμα; Γιατί το 'κανες αυτό;». Και μου λέει: «Γιατί είναι ένα λαούτο που έχει αξία, γιατί δεν ήξερα σε ποιο παιδί απ' τα τρία να το δώσω, και για να μην τσακωθούν τα παιδιά μου, αποφάσισα να το δώσω στον Βαγγέλη». Δηλαδή σχεδόν το χάρισε, που ο Βαγγέλης ήταν ένα παιδί μισότυφλο, ας πούμε, που μάθαινε βιολί και λαούτο, και ήθελε ένα λαούτο, βιολί είχε, για να μπορεί να τα μάθει, για να παίζει σε πανηγύρια για να μπορεί να ζει απ' αυτό. Κι επειδή ο πατέρας μου του μάθαινε λαούτο, αποφάσισε να το δώσει στον Βαγγέλη, να το κάνει κάτι σαν ψυχικό, ας πούμε. Αλλά δεν το χάρισε κιόλας, αλλά είπε: «Ρε Βαγγέλη, άντε, πάρ' το τόσα, ας πούμε», ξέρω γω. Κι έκανε αυτό το πράγμα και του λέω: «Εντάξει, γιατί δεν μας το 'πες πρώτα, υπήρχε τρόπος, να τραβήξουμε έναν κλήρο, ρε παιδί μου, και σ' όποιο παιδί, δηλαδή τι, αυτό το πράγμα γιατί να το κάνεις;». Μου λέει: «Εντάξει, τώρα το 'δωσα. Εγώ τον λόγο μου δεν τον παίρνω πίσω. Το λαούτο δεν έρχεται σπίτι. Τέλος!». Τέλος πάντων, δεν είπα τίποτα άλλο. Πήγαμε κοιμηθήκαμε. Εγώ, εν τω μεταξύ, στο δωμάτιο που κοιμόμουνα ήτανε η παλιά ντουλάπα, και σ' αυτή την παλιά ντουλάπια, δεξιά, υπήρχε ένα κενό, κι εκεί ήταν μόνιμα η θέση του λαούτου από τότε που γεννήθηκα. Ναι. Εγώ κοιμόμουν δίπλα τώρα σ' αυτή την ντουλάπα κι έλεγα: «Αλλά το λαούτο δεν είναι εδώ» και το σκεφτόμουνα αυτό το πράγμα πάρα πολύ στεναχωρημένη. Κι ακούω κάτι νιαουρίσματα κάποια στιγμή και λέω: «Από πού έρχονται αυτά τα νιαουρίσματα;». Και καταλαβαίνω ότι έρχονται μέσα απ' την ντουλάπα. Και ανοίγω την ντουλάπα και βλέπω τέσσερα γατάκια νεογέννητα εκεί μέσα. Δηλαδή, δεν ξέρω, για κάποιο λόγο η γάτα του σπιτιού είχε βρει την πόρτα της ντουλάπας μισάνοιχτη, την έσπρωξε, μπήκε μέσα, και στη θέση του λαούτου που έλειπε είχαν γεννηθεί τέσσερα γατάκια, ας πούμε, νεογέννητα, που νιαουρίζαν εκεί μέσα. Τέλος πάντων, ξημέρωσε και με φωνάζει η μάνα μου, μου λέει, ήταν Κυριακή την άλλη μέρα, μου λέει: «Έχει εκκλησία σήμερα, θα πάμε, θα 'ρθεις;» και λέω εγώ: «Όχι, θέλω λίγο να κοιμηθώ». Με το που νιώθω ότι έχουν φύγει, ντύνομαι γρήγορα γρήγορα και πάω στο άλλο χωριό, μισή ώρα περπατώντας, και χτυπάω την πόρτα του Βαγγέλη και ξυπνάω τον Βαγγέλη που κοιμόταν ακόμα και του λέω: «Ρε Βαγγέλη, ο πατέρας μου σου 'δωσε το λαούτο, κοίτα, δεν μου το 'χε πει, αλλά δεν γίνεται, ρε Βαγγέλη, πρέπει να έρθει το λαούτο σπίτι. Δεν μπορώ, δεν γίνεται αυτό το πράγμα, ας πούμε». «Μα», μου λέει, «πώς, δεν φταίω εγώ γι' αυτό, το έχω πληρώσει». Του λέω: «Θα σ' τα δώσω τα λεφτά, και να σου δώσω διπλά λεφτά από αυτά που έδωσες, αλλά το λαούτο πρέπει να γυρίσει πίσω, είναι ο πατέρας μου, είναι σαν να πέθανε ο πατέρας μου, ας πούμε, δεν μπορώ». Εγώ εν τω μεταξύ έκλαιγα κιόλας εκεί και τα 'λεγα αυτά. Καταλαβαίνει ο Βαγγέλης, μου λέει: «Εντάξει, ρε παιδί μου, να σ' το δώσω, τι να πω, ξέρω κι εγώ, άμα είναι τόσο σοβαρό, να σ' το δώσω» μου λέει. Λέω: «Εντάξει». «Ωραία, να σ' το φέρω». Και το φέρνει το λαούτο, εν τω μεταξύ, μου λέει: «Θέλεις να... Να το!», μου λέει, «ξέρεις, είναι πολύ καλό λαούτο, ξέρεις, και θα ήθελα εγώ να... θες να σου παίξω τώρα να ένα τραγούδι που έχω μάθει κιόλας;». Και λέω: «Άντε, παίξ' το». Και μου παίζει, ας πούμε, της «Οργιάς το κάστρο», ένα παραδοσιακό εκεί τραγούδι. Εγώ κατασυγκινημένη, να κλαίω, ας πούμε, και να βλέπω το λαούτο, ας πούμε, να μου 'ρχεται να το πάρω το λαούτο, να πάω να φύγω. Απ' την άλλη δεν είχα τα λεφτά, και επειδή ντράπηκα, επειδή δεν είχα τα λεφτά ντράπηκα να του πω: «Φέρ' το μου και θα σ' τα φέρω τα λεφτά». Και του λέω: «Εντάξει, Βαγγέλη, εγώ σε λίγες μέρες θα ξανάρθω. Θα σου φέρω τα λεφτά και θα πάρω το λαούτο. Ναι;». «Εντάξει». «Ωραία». Χαρούμενη παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, πάω στο σπίτι. Με το που μπαίνω στο σπίτι χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω κι είναι ο Βαγγέλης και μου λέει: «Κατερίνα, συγγνώμη, αλλά ξέρεις, δεν γίνεται, ρε παιδί μου, να σ' το δώσω το λαούτο, δηλαδή δεν γίνεται! Συγγνώμη, αλλά δεν γίνεται! Το 'χω αγοράσει, έχω δώσει τα λεφτά». Μου κλείνει και το τηλέ[00:25:00]φωνο. Φεύγω γρήγορα γρήγορα εγώ, κατεβαίνω στο χωράφι να συναντήσω τον πατέρα μου. Πάω κάτω και του λέω: «Μπαμπά, αυτό κι αυτό». Εγώ πήγα στο πίσω χωριό και μου λέει: «Τι είναι αυτά που έκανες; Δεν γίνεται να πάρω...», μου λέει, «τα περίμενα ότι θα τα κάνεις τώρα εσύ αυτά τα ρεζιλίκια, δεν μπορώ εγώ να πάρω τον λόγο μου πίσω. Το 'δωσα, τέλος, Κατερίνα!». Και λέω: «Δεν γίνεται», να κλαίω εγώ, «δεν γίνεται, μπαμπά, είναι σαν να έχεις πεθάνει για μένα, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ». Μου λέει: «Έλα, βρε διάολε, πάμε σπίτι». Και πάμε σπίτι, λοιπόν. «Λοιπόν», μου λέει, «περίμενε». Παίρνει τον Βαγγέλη τηλέφωνο κι αρχίζει: «Βαγγέλη, κοίτα, συγγνώμη, αλλά που πρέπει να πάρω αυτό, τούτη εδώ κλαίει. Σου τη στέλνω με τα λεφτά, να της δώσεις το λαούτο τώρα». Και ο Βαγγέλης: «Μα, μπαρμπα-Δημήτρη, μα δεν... αυτό δεν... εκείνο». Τέλος πάντων, μου λέει: «Εντάξει, πάρε τα λεφτά», τα φέρνει σ' ένα μασούρι, όπως του τα είχε δώσει ο Βαγγέλης, σ' ένα μασούρι μέσα έτσι τυλιχτό. «Πάρ' τα», μου λέει, «θα πας στο πίσω χωριό, θα μπεις μέσα στο σπίτι, θα τ' ακουμπήσεις τα λεφτά πάνω στο τραπέζι και θα του πεις: "Βαγγέλη, δώσ' μου το λαούτο, είπε ο πατέρας μου", αυτό θα κάνεις». Παίρνω τα λεφτά, πάω πίσω, ακουμπάω τα λεφτά πάνω στο τραπέζι. Ο Βαγγέλης δεν ήταν όμως εκεί, είχε φύγει, για να μη συναντήσει εμένα. Ήταν όμως ο πατέρας του. Ακουμπάω τα λεφτά και λέω στον πατέρα του ότι: «Έχει γίνει αυτό, πρέπει να πάρω το λαούτο πίσω!». Μου λέει: «Δεν είναι εδώ». Λέω: «Θα τον περιμένω». Βγήκα έξω στην αυλή και τον περίμενα σ' ένα σκαλάκι στην αυλή. Σε τρεις ώρες έφευγε το πλοίο έπρεπε να γυρίσω, γιατί εγώ την άλλη μέρα δούλευα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Περίμενα να 'ρθει ο Βαγγέλης και ο Βαγγέλης δεν ερχόταν. Περίμενα περίπου μια ώρα, και ξαφνικά βλέπω τον πατέρα μου, ο οποίος επειδή αργούσα, ήρθε με τα πόδια για να δει τι γίνεται. Και μπαίνει μέσα, μιλάει με τον πατέρα του Βαγγέλη και του λέει: «Θέλω τον λόγο σου ότι θα έχω το λαούτο πίσω, πρέπει να φύγουμε με τούτη εδώ, γιατί ταξιδεύει, άλλα παίρνω τον δικό σου λόγο ότι θα της το δώσεις το λαούτο». Και λέει: «Ναι, σου δίνω τον λόγο μου, άσ' τον Βαγγέλη στην άκρη, εγώ σου δίνω τον λόγο μου, και το τέτοιο θα 'ρθει». Και φεύγουμε με τον πατέρα μου, περπατάμε τώρα στον γυρισμό, και όπως περπατάμε, βλέπω τον Βαγγέλη να 'ρχεται στο παπί του πάνω. Και ο πατέρας μου μπαίνει στη μέση του δρόμου, ανοίγει τα χέρια του και σταματάει τον Βαγγέλη και του λέει: «Πάρ' τηνα τώρα, όπως είσαι, πάρ' τηνα, πήγαινε σπίτι, δώσ' της το λαούτο, Βαγγέλη, να τελειώνω μ' αυτή την ιστορία μ' αυτήν εδώ». Και καβαλάω το παπί, πάω πίσω, παίρνω το λαούτο, και θυμάμαι να κρατάω το λαούτο και να πετάω στον δρόμο. Και να γυρίζω πίσω και να συναντάω τον πατέρα μου. Και είπα στον εαυτό μου εκείνη την ώρα ότι: «Θα μάθω και να παίζω, θα προσπαθήσω να μάθω να παίζω αυτό το λαούτο». Κι ο πατέρας μου όταν με είδε με το λαούτο μου είπε: «Πάρ' το, σου αξίζει! Κανένα απ' τα άλλα δυο παιδιά δεν θα 'κανε αυτό το πράγμα. Σου αξίζει αυτό το λαούτο!». Και έτσι γύρισα σπίτι. Γυρίσαμε μαζί σπίτι, η μαμά μάς περίμενε στην αυλή. Η μαμά όταν είδε εμένα και το λαούτο έκλαψε και είπε: «Σ' ευχαριστώ που το 'φερες πίσω». Και η μαμά πήρε τα τέσσερα γατάκια απ' τη θέση του λαούτου και ξανάβαλε το λαούτο εκεί, και μετά το πήρα εγώ στην Αθήνα, το πήγα το επισκεύασα και τώρα το 'χω μέσα στη δική μου ντουλάπα. Αυτό.
Τώρα παίζει κανείς ποτέ;
Όχι, εγώ παίζω μερικές φορές, για να θυμηθώ τον μπαμπά μου. Για να τον συναντήσω. Ναι, είναι μερικά πράγματα που μπορεί να συναντάς στους ανθρώπους σου που 'χουν φύγει, όπως είναι η κρασόσουπα και άλλα, πάρα πολλά, πολλά.
Τι άλλο σε συνδέει με τον μπαμπά σου έτσι; Εννοώ όπως η κρασόσουπα και το–
Και το λαούτο;
Και το λαούτο.
Με συνδέει, δηλαδή όχι ακριβώς με συνδέει, αλλά εκεί που ξαναβρήκα τον πατέρα μου θα σου πω, όταν ήμουνα... Ο πατέρας μου είχε βγάλει έναν όγκο στο κεφάλι, καλοήθη, και ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη εγχείρηση, που αποφάσισε να πάει στην Αγγλία να την κάνει. Και αποφάσισε[00:30:00] να πάρει εμένα μαζί του για να τον συνοδεύσω εκεί. Τώρα δεν ξέρω, καλά, δεν θα μπορούσε να πάρει τη μαμά, γιατί η μαμά είχε πίσω τη γιαγιά μου, τ' άλλα παιδιά τα μικρότερα. Εγώ ήξερα λίγο Αγγλικά, ήμουνα ένας άνθρωπος που μου εμπιστευότανε όλες τις δουλειές του, κι όλα, οτιδήποτε ήθελε να κάνει εμένα έπαιρνε τηλέφωνο, ας πούμε. Και πήγαμε μαζί εκεί. Έκανε αυτή την εγχείρηση που κράτησε οκτώ ώρες μετά μπήκε στην εντατική, πρήστηκε το πρόσωπό του πάρα πολύ, το κεφάλι του πάρα πολύ. Όταν πήγα να τον δω δεν τον γνώρισα, ήταν παραμορφωμένο το πρόσωπο εντελώς και τον κατάλαβα απ' τα χέρια του. Όταν του μίλησα, θυμάμαι απ' αυτά τα κλειστά μάτια απ' το πρήξιμο ένα δάκρυ που κύλησε όταν άκουσε τη φωνή μου. Και τον επόμενο καιρό, που μείναμε περίπου έναν μήνα εκεί, εκεί δέθηκα με τον πατέρα μου. Εκεί τον συνάντησα, εκεί τον γνώρισα κι εκεί δεθήκαμε οι δυο μας. Ξαναχαθήκαμε μετά, ξαναχαθήκαμε με την έννοια ότι αυτή την τόσο κοντινή σχέση που είχαμε δεν την ξαναείχαμε μετά, γιατί ο μπαμπάς ήταν αυτός που ήτανε, αλλά εκεί ήτανε πολύ δύσκολες μέρες, αλλά και πολύ γλυκιές για μένα.
Τι σου έμεινε περισσότερο από εκείνες τις μέρες;
Στην Αγγλία; Το δάκρυ αυτό και το ότι αυτός ο πολύ δυνατός άντρας, ο πολύ ισχυρός πατέρας, είχε αφεθεί στα χέρια μου. Είχε εμπιστευθεί εμένα και είχε ακουμπήσει σε μένα, δηλαδή και το ένιωθα και το 'λεγε, ότι: «Εσύ τώρα με φροντίζεις και με οδηγείς. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς εσένα».
Και μετά που είπες ότι ξαναχαθήκατε;
Μετά εκείνος μετά απ' αυτό το χειρουργείο έπαθε πάρεση. Ήταν αναπόφευκτο. Παρέλυσε, ας πούμε, η αριστερή του μεριά, όλη η αριστερή μεριά. Δεν άκουγε και δεν έβλεπε αριστερά. Το μάτι του το αριστερό το 'χαν ράψει, το 'χαν κλείσει εντελώς. Το στόμα είχε παραμορφωθεί εντελώς, είχε έρθει αριστερά. Ο πατέρας μου, που υπήρξε όμορφος, δεν ήθελε να ξαναβγεί έξω. Πήρε πολύ γρήγορα σύνταξη, δεν ξαναπήγε στη δουλειά δηλαδή. Πήρε σύνταξη μειωμένη και γύρισε στην Άνδρο, σ' αυτό το χωριό, μόνος του κιόλας για δυο τρία χρόνια, γιατί η μάνα μου έπρεπε να είναι εδώ, γιατί έπρεπε να 'ναι με τον αδελφό μου και τα λοιπά. Έζησε μόνος του εκεί, καλλιεργώντας ξανά τα χωράφια του και έχοντας ζώα πάλι, απ' την αρχή, μελίσσια, κάνοντας όλα αυτά, κι ερχόταν πολύ σπάνια εδώ, ή και όταν πηγαίναμε εμείς. Και πάλι απομακρύνθηκε, δηλαδή πάλι γύρισε στις δουλειές του, στις υποχρεώσεις του και στις ευθύνες του και σ' αυτό.
Και νωρίτερα που μου είχες πει για την κρασόσουπα, που είναι κάτι που σας συνδέει και που κάνατε μαζί, κάθε πότε το κάνατε;
Μια φορά τη βδομάδα. Γιατί μια φορά τη βδομάδα ζύμωνε. Για να γίνει η κρασόσουπα πρέπει να είναι το ψωμί καυτό, μόλις βγει απ' τον φούρνο.
Και το κάνατε ακόμα κι όταν απομακρυνθήκατε δηλαδή;
Όσο ζούσαμε στο χωριό, γιατί μετά, όταν τέλειωσα εγώ το δημοτικό, μετά από δύο χρόνια, τρία χρόνια, κατεβήκαμε όλη η οικογένεια στη χώρα, για να μπορεί τ' αδέλφια μου να πάνε σε σχολείο εκεί, κι εγώ στο γυμνάσιο, οπότε σταματήσαμε να κάνουμε ψωμί. Αλλά τις φορές που τα καλοκαίρια, ας πούμε, όταν ανεβαίναμε πάλι στο χωριό όλοι μαζί και η μάνα μου ήθελε να κάνει ψωμί, εν τω μεταξύ είχε γίνει ο δρόμος, ερχότανε ο ψω[00:35:00]μάς επάνω και έφερνε ψωμί, παρ' όλα αυτά ο πατέρας μου ήθελε πάντα να κάνουμε ψωμί, αλλά όχι σ' αυτή τη βάση, κάθε βδομάδα, γινότανε. Κι όταν μας περίμενε πάλι ήθελε ν' ανάψει τον φούρνο να μας κάνει ψωμί και πάντα επίσης κάναμε κρασόσουπα.
Σήμερα έχεις μοιραστεί την κρασόσουπα με άλλους ανθρώπους δικούς σου;
Ναι. Ναι. Το κάνω πάντα. Και στην Άνδρο όταν πάω και έρθουν και τα παιδιά, τώρα πια που οι γονείς μου έχουνε πεθάνει, εγώ είμαι αυτή που ανάβω τον φούρνο και κάθε φορά κάνω κρασόσουπα. Και θέλω να το κάνω και το κάνω μ' αυτόν τον τρόπο, πάντα σταυρώνω το ψωμί, ας πούμε, και το κάνω. Κι επίσης το έχω μοιραστεί στη σχολή μου αυτό, με τους καθηγητές και τα παιδιά, στο εργαστήριο που πάω.
Θέλεις να μου πεις λίγο παραπάνω γι' αυτό; Πώς ήταν εκείνη την ήμερα; Πώς το βίωσες;
Είναι το εργαστήριο του Βλασταρά στη Σχολή Καλών Τεχνών και ήτανε σ' ένα workshop, ας πούμε, όπου μας είχαν μιλήσει για τη σχέση του στερεού και του υγρού, ναι. Και θα κάναμε κάτι σχετικά μ' αυτό. Δεν θυμάμαι τώρα πολλά πράγματα, αλλά δεν πειράζει. Και εγώ είχα κάνει ψωμί. Είχα φτιάξει ψωμί, γιατί ήτανε το νερό και το αλεύρι που ενώθηκε και έφτιαξε ένα καινούργιο πράγμα. Αυτό. Και ήθελα πάρα πολύ να κάνω και μία κρασόσουπα, αλλά νόμιζα ότι είναι λίγο εκτός θέματος η κρασόσουπα, αν και πάλι εκεί ενώνονταν δύο, δηλαδή το ψωμί που είχα φτιάξει μαζί πάλι με όλα αυτά τα υγρά, λάδι, κρασί, πετιμέζι, ας πούμε. Επίσης ήμουνα πάλι μέσα στο θέμα, επίσης ήτανε ένα έργο από μόνο του πάλι αυτό. Αλλά εγώ ένιωσα μήπως το παρατραβάω, ήτανε και ο πρώτος καιρός, πρωτοετής, πρώτες μέρες, οι πρώτες δουλειές, ας πούμε, κι έλεγα μήπως το παρατραβάω τώρα να κάνω και κρασόσουπα. Αλλά παρ' όλα αυτά δεν κρατιόμουνα κιόλας, και πήρα όλα αυτά τα υλικά μαζί μου, αλλά να μην το παρουσιάσω σαν έργο, γιατί λέω: «Εντάξει, μην κάνω και καμιά πατατιά, έργο δεν είναι αυτό, και μου πούνε: "Καλά, εντάξει, τώρα, το παρατράβηξες"», και τα 'χα αυτά σε μια σακουλίτσα στην άκρη, αλλά να τους κάνω μια κρασόσουπα εκείνη την ώρα, και κάλα να τους κεράσω, ας πούμε, έτσι, αυτό. Και αφού το 'κανα αυτό, έτσι, και αφού παρουσίασα το ψωμί μου, ας πούμε, εγώ εκεί, και μου είπαν: «Α, ωραίο», ξέρω γω, «ωραία ιδέα αυτή». Πάρα πολύ δειλά είπα: «Να, ξέρετε, να σας πω, έχω και κάτι άλλο, που θα μπορούσα ίσως, ξέρω γω». «Ναι, ναι, τι, βέβαια, ναι, εδώ, τι;». «Να, ας πούμε, μ' αυτό το ψωμί εμείς στην Άνδρο, ο πατέρας μου και τα λοιπά, και μπορώ;». «Ναι, ναι, κάν' το!». Και βγάζω, ας πούμε, όλα αυτά τα υλικά, που τα είχα σε μπουκαλάκια, το πετιμέζι, το λάδι, το κρασί και την κανέλα, ας πούμε, και μέσα σ' ένα πιάτο, σ' ένα μπολ, κομματάκια ψωμί, από τις μπουκίτσες μου, ας πούμε, εκεί. Και κάνω αυτό το πράγμα και πραγματικά έμεινα έκθαμβη από τον ενθουσιασμό, ας πούμε, και ότι δοκιμάζαν όλα αυτά. Εν τω μεταξύ κι εγώ τους το πρόσφερα αυτό, άσε που εκείνη την ώρα ήθελα να μπορούσα να έπαιρνα ένα ένα κομμάτι να το βάζω στο στόμα τους και να τους λέω... Δηλαδή, δεν ξέρω, εκείνη την ώρα που τους το πρόσφερα, να πάρει ο καθένας το κομμάτι του, ήταν σαν να του έλεγα ότι: «Λάβετε φάγετε, τούτο εστί το αίμα μου, το σώμα μου». Και ήταν, ας πούμε, σαν να τους κοινωνούσα, αυτό, να τους κοινωνούσα κάτι απ' το σώμα του πατέρα μου, ας πούμε, κάτι από τη δικιά μου ιστορία. Και ήμουνα κατασυγκινημένη, γιατί όλοι αυτοί, οι καθηγητές και τα παιδιά, το νιώσανε αυτό πραγματικά. Νιώσανε ότι, γιατί μου το 'πανε, υπήρξε ένας που μου 'πε: «Είναι σαν να κοινωνάμε, γιατί έχει τη γεύση της κοινωνίας». [00:40:00]Το κρασί και το ψωμί, δηλαδή αυτό. Ναι, ήτανε μια καταπληκτική εμπειρία αυτή. Ένιωσα πάρα πολύ όμορφα, δηλαδή ένιωσα πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη που το δεχτήκανε έτσι. Και ένιωσα να ενώνομαι με όλους αυτούς, ας πούμε. Ένιωσα απίστευτη ευγνωμοσύνη που το δεχτήκανε αυτό και είπα: «Πω πω, ευτυχώς, ευτυχώς, ευτυχώς που έγινε. Πω πω, σκέψου να μην το 'κανα». Και θυμάμαι τον Βλασταρά που είπε: «Και γιατί δεν το 'κανες απ' την αρχή αυτό;». «Γιατί», λέω, «εντάξει, ντρεπόμουνα, δεν...». Και μάλιστα του είπα ότι, είχα πάρει εν τω μεταξύ τόσο θάρρος εκείνη την ώρα, και μάλιστα του είπα ότι: «Θα ήθελα να σας το δίνω ένα ένα και να σας λέω...», «Και γιατί δεν το 'κανες;». Και λέω: «Ε, ξέρω γω, ντράπηκα να το κάνω κι αυτό». Αυτό. Ναι.
Πρέπει να 'ταν πάρα πολύ ωραία στιγμή για σένα.
Ναι, για μένα ήταν μια πάρα πολύ δυνατή στιγμή, γιατί ήταν σαν να ζωντάνευα και τον πατέρα μου, να τον είχα εκεί μαζί μου μέσα εκεί. Γιατί, πώς να σου πω, δεν ξέρω, μπορεί και να το χρειάζομαι κι εγώ να λέω ότι η κρασόσουπα είναι ο πατέρας μου. Δηλαδή να χρειάζομαι να 'χω κάνει αυτή τη σύνδεση, γιατί θέλω να 'χω αυτή τη σύνδεση, ας πούμε, μ' αυτόν.
Ναι, πρέπει να 'ναι πολύ έντονη αυτή η σύνδεση.
Ναι. Θες να σου φέρω το λαούτο να το δεις;
Αμέ!
Τώρα;
Ναι, απλά πρέπει κάπως να κάνουμε το μικρόφωνο.
Να το βγάλω εδώ στην άκρη; Θες να κλείσουμε τη συνέντευξη και να σ' το δείξω μετά;
Ναι, αμέ! Μπορούμε να το φωτογραφίσουμε κιόλας.
Ωραία!
Ωραία. Θα χαρώ πολύ!
Ντάξει. Μια που είναι μια δεύτερη ιστορία.
Εννοείται! Βεβαίως! Βεβαίως!
Αμέ!
Θες να μου πεις κάτι που σου έμεινε από όλες αυτές τις ιστορίες που μου διηγήθηκες; Ό,τι θες εσύ.
Ναι. Κοίτα, εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου που κάθε φορά που μιλάω για τον πατέρα μου συγκινούμαι πάρα πολύ. Το σκεφτόμουνα πριν, ότι: «Μπα, όχι, μωρέ, δεν θα συγκινηθώ τώρα, σιγά. Δηλαδή, εντάξει, θα πω αυτή την ιστορία», αλλά δεν γίνεται, κάθε φορά το παθαίνω αυτό. Είναι σαν να έχω έναν καημό εκεί. Παρ' όλα αυτά υπάρχει και μια πολύ μεγάλη χαρά να το μοιράζομαι αυτό. Πολύ. Και θέλω να σ' ευχαριστήσω γι' αυτό. Πολύ.
Εγώ ευχαριστώ. Πραγματικά!
Εγώ! Πραγματικά εγώ!
Ήτανε πάρα πολύ όμορφη όλη η ιστορία.
Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Θες να μου πεις την αγαπημένη σου ίσως ανάμνηση, να κλείσουμε κάπως έτσι;
Σχετικά μ' όλα αυτά;
Ναι, κάτι. Μπορεί να 'ναι και κάτι πολύ μικρό, ένα χρώμα, μια μυρωδιά, μια εικόνα, κάτι που να σου έμεινε και να θες να σου μείνει ανεξίτηλο.
Μου έχει μείνει ανεξίτηλη η μυρωδιά απ' τα ροκανίδια την ώρα που ροκάνιζε, τα ροκανίδια που πέφτανε βγάζουνε ένα άρωμα. Με συγκινεί πάντα αυτό. Με συγκινεί πάντα αυτό. Και είμαι τυχερή, γιατί μερικούς δρόμους πιο κάτω είναι ο κυρ Γιάννης, ένας μαραγκός. Είναι παππούς, πολύ παππούς, αλλά το 'χει το μαραγκούδικό ανοιχτό και κάνει διάφορα. Μπορείς να πας, ας πούμε, να σου κάνει ένα κάδρο ή απλές κατασκευές. Του αρέσει. Πηγαίνει εκεί και είναι γεμάτο ροκανίδια, αιώνες ασκούπιστο, ας πούμε, σωρούς κάτω. Μερικές φορές τα πιάνει μ' ένα φτυάρι, τα πηγαίνει πιο πέρα. Και του έχουμε κάνει μερικές, πάω εκεί και του δίνω δουλειές για να μπαίνω μέσα εκεί και να κάθομαι, τα φτιάχνει κι επιτόπου. Λέω: «Κυρ Γιάννη, θα καθίσω εδώ κοντά σου». Του λέω μερικές φορές ιστορίες απ' τον πατέρα μου, ότι κι εκείνος... Και [00:45:00]πάω με τη δικαιολογία μερικές φορές ότι: «Να πάρω μερικά ξύλα για προσάναμμα, κυρ Γιάννη;». «Να έρχεσαι να παίρνεις, τι, πάρε, πάρε και ροκανίδια όσα θες», και φτυαρίζω και μερικά ροκανίδια, ας πούμε, και παίρνω στην τσάντα μου, για να 'χω αυτή την επαφή με τα ροκανίδια και τα ξύλα. Ένα είναι αυτό. Επίσης αυτή την πολύ γλυκιά αίσθηση η μάνα μου να κάνει τις δουλειές της κι εγώ να κάνω κούνια, μέσα σ' αυτό το παρακούζινο, να πήζει το τυρί της, να μαγειρεύει, να φουρνίζει, κι εγώ να κάνω κούνια και να τη βλέπω. Και επίσης, επειδή μέσα στο διπλανό το κατώι μας, ας πούμε, που από κείνο το δωμάτιο με τον πάγκο του μπαμπά, μια πορτούλα υπήρχε που έμπαινες μέσα στο κατώι, τέτοια εποχή, που εκεί είχε τα βαρέλια του, που βράζαν το κρασί, υπήρχε κι αυτή η μυρωδιά του μούστου, του κρασιού που βράζει, που μ' άρεσε ν' ανοίγω την πόρτα και να μπαίνω μέσα και να στέκομαι, να κάθομαι εκεί, για ν' ακούω το γουργουρητό του μούστου που έβραζε μέσα στα βαρέλια. Ήτανε πολύ ηρεμιστικό αυτό για μένα. Γίνεται το κρασί, ας πούμε. Και θυμάμαι ότι έσκυβα να τ' ακούσω καλά. Έβαζα το αυτί μου στο βαρέλι πάνω και η μύτη μου ακουμπούσε, καθώς έσκυβα, πάνω στο βαρέλι, που είχε μια υγρασία απ' τον μούστο μέσα, απ' όλο αυτό τον βρασμό, και το ρούφαγα όλο αυτό το πράγμα. Αυτά.
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ.
Πραγματικά.
Κι εγώ πάρα πολύ.