© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η ιστορία της προσφυγικής οικογένειας της κυρίας Νόπης
Istorima Code
16661
Story URL
Speaker
Παρθενόπη Μπαλόγλου (Π.Μ.)
Interview Date
18/10/2020
Researcher
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΙΛΑΣ (Γ.Μ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομα σας;
Μπαλόγλου Παρθενόπη λέγομαι.
Είναι Δευτέρα 19 Οκτωβρίου του 2020, είμαι στην Κατερίνη Πιερίας με την Παρθενόπη Μπαλόγλου, εγώ ονομάζομαι Μπίλας Γιώργος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε.
Λοιπόν, κυρία Παρθενόπη, να σας λέω Παρθενόπη; Νόπη;
Νόπη.
Νόπη. Θα ήθελα να μου πείτε κάποια πράγματα για τον εαυτό σας, κάποια προσωπικά πράγματα.
Ναι, να πω ότι είμαι ελεύθερη επαγγελματίας εδώ και 5 χρόνια, στον έκτο χρόνο είμαι. Πριν, όμως, ήμουν ιδιωτική υπάλληλος σε επιχείρηση, δηλαδή σύνολο 32 χρόνια είμαι ασφαλισμένη και εργαζόμενη. Έχω έναν γιο, είναι 34 χρονών, έχει σπουδάσει, είναι αποκατεστημένος, είναι υπεύθυνος σε κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Τον μεγάλωσα μόνη μου, γιατί είμαι χωρισμένη με τη βοήθεια της συγχωρεμένης της μητέρας μου, τη σύνταξη του πατέρα μου του συγχωρεμένου και το μισθό το δικό μου. Αυτά.
Ωραία.
Ναι.
Πείτε μου τώρα, η καταγωγή σας από πού είναι;
Η καταγωγή μου είναι από τη Μικρά Ασία, συγκεκριμένα οι γονείς μου, ο πατέρας μου έχει έρθει από το Εσκισεχίρ της Μικράς Ασίας και οι γονείς της μητέρας μου ήρθανε από το Βατούμ, έτσι λεγόταν, το σημερινό Μπακού της Γεωργίας και εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό του Κιλκίς, το οποίο λέγεται Νέα Σάντα σαν πρόσφυγες. Ο πατέρας μου, όταν ήρθαν από το Εσκισεχίρ, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του Καυτατζόγλειου. Αυτά.
Ωραία.
Ναι.
Θα ήθελα να μου πείτε τώρα, πώς ήταν η ζωή στη Μικρά Ασία απ’ όσα έχετε ακούσει από τους συγγενείς σας;-
Ναι
Ποιο ήταν το βιοτικό επίπεδο;-
Ναι, ήταν πάρα πολύ καλά, είχανε τις δουλειές τους, περνούσαν πολύ καλά, είχαν μία ποιότητα ζωής. Η γιαγιά μου μάλιστα ήταν μοδίστρα και ήταν και πολύ καλή μοδίστρα και έραβε τις γυναίκες των προυχόντων να σου πω εκεί και βρισκόντουσαν πάρα πολύ καλά οικονομικά και είχαν άλλη ποιότητα ζωής. Γι’ αυτό, όταν ήρθαν εδώ, πολλές φορές νοσταλγούσανε και λέγανε, «Ε, ρε εκείνα τα χρόνια που ήμασταν στην πατρίδα», έτσι το λέγανε, στην πατρίδα.
Τώρα, επειδή, όπως είπατε, ζούσαν και στο Εσκισεχίρ.
Ναι.
Το πληθυσμιακό στοιχείο εκεί πέρα ήταν και Έλληνες και Τούρκοι.
Ναι.
Αλλά και άλλες εθνικότητες.
Ναι.
Ποια ήταν αυτή η σχέση που υπήρχε;
Πάρα πολύ καλή, πολύ καλή και με τους Τούρκους, αλλά και με τους Αρμένιους και, μάλιστα, ο μπαμπάς μου είχε έναν Αρμένιο φίλο, ο οποίος μετά όταν ήρθαν εδώ, έκανε μαγαζί με κοκορέτσι, με τέτοια ναι και πάντα έλεγε ο μπαμπάς μου, «Από πού θα πάμε να πάρουμε κάτι να φάμε;» του έλεγε η μαμά μου, «Θα πάμε από τον Αρμένιο το φίλο μου», έλεγε. Είχαν πάρα πολύ καλές σχέσεις και με τους Τούρκους και με τους Αρμένιους.
Τώρα θα ήθελα να μου πείτε, τι ιστορίες έχετε ακούσει εσείς από εκεί; Από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί και θέλετε να τις μεταφέρετε;
Ναι, ήταν πάρα πολύ καλή η ζωή τους. Είχανε λίρες, πολλές λίρες, βγάζανε πολλά λεφτά, τα αποθηκεύανε, κάνανε κάποια … Είχαν ένα σωστό οικονομικό συντονισμό. Μετά κοιτούσαν τα παιδιά τους να μορφωθούνε ή να μάθουν μία τέχνη οπωσδήποτε. Παράδειγμα, ο πατέρας μου ήταν… Ο παππούς μου ήταν κι εκεί σιδέρωνε πλάκες και ο μπαμπάς μου την ίδια τέχνη πήρε. Η θεία μου η Χαριτίνη, η αδερφή του πατέρα μου, ήταν μοδίστρα, και η γιαγιά μου ήταν μοδίστρα. Κοιτούσαν τα παιδιά τους να έχουνε μία δουλειά οπωσδήποτε, οι γυναίκες οι περισσότερες εκεί πέρα απ’ ό, τι μου έλεγε θυμάμαι ο μπαμπάς μου, δεν ήταν μόνο νοικοκυρές. Εργαζόντουσαν κιόλας. Εργαζόντουσαν σαν ράφτρες, μοδίστρες και ήτανε κεντήστρες, καπελούδες. Ναι, αυτά μου τα έλεγε ο μπαμπάς μου, άλλες φτιάχνανε κοσμήματα, κάνανε δηλαδή. Ήταν άλλο το επίπεδο, άλλη η ποιότητα ζωής, καμία σχέση με την ποιότητα ζωής που υπήρχε εδώ στην ηπειρωτική τότε Ελλάδα, είχανε άλλον πολιτισμό.
Μάλιστα, ας πάμε τώρα σε κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία. Έφτασε η στιγμή που άρχισαν οι διωγμοί-
Ναι-
από τους Τούρκους-
Ναι-
Εσείς τι ξέρετε από τότε; Για την οικογένειά σας;
Ναι, για την οικογένεια μου, ήξερα ότι τον παππού μου τον σκοτώσανε, τον στείλανε και εξορία και απ’ ό, τι έμαθα εκεί τον σκοτώσανε μετά. Ήτανε λίγο αντιδραστικός. Έτσι έλεγε ο μπαμπάς μου. Συγκεκριμένα, έλεγε ότι μιλούσε πολύ… Τέλος πάντων… Παντελή τον λέγανε τον παππού. Η γιαγιά η Ελένη πήρε τα παιδιά και ήρθανε εδώ. Να πω λίγο αυτήν την θεία. Η αδερφή της είχε πολλά παιδιά τον οποίον τον άντρα της τον σκοτώσανε. [00:05:00]Είχε 5 παιδιά, το μικρό ήταν λεχωνούδι, πολύ μικρό, ούτε πρόλαβε καν να σαραντίσει. Όταν ήρθανε… Φτάσανε στη Σμύρνη, τους βάλανε μέσα σε βάρκες, σε καράβια, αλλά υπήρχε ένα πλαφόν στο όριο. Υπήρχε ένα όριο και τη βλέπουν και τη λένε: «Κυρά μου, έχεις ένα σωρό μπόγους, έχεις και τα 5 παιδιά σου, δηλαδή κάτσε πρέπει να υπάρχει χώρος να μπούνε και οι άλλοι» και λέει και αυτή, «Και τι να κάνω; Έχω μπόγους» είχε τις λίρες, τις είχε κρυμμένα, έλεγε η γιαγιά μου ότι τις βάζανε, όπως είχανε μια βράκα να πω; Τις ράβανε από μέσα τις λίρες σαν ένα πουγκί και τις βάζανε εδώ ολόγυρα. Γεμάτη πουγκιά με λίρες ήτανε και την φώναξε αυτός. Εν τω μεταξύ, αυτούς που είχε ο καραβοκύρης... Αυτό έγινε στη μέση της διαδρομής, γιατί έκλαιγαν και τα μωρά και ενοχλούσαν και τις είπαν, «Κάποιο μπόγο πέταξε, πέταξε κάποιο μπόγο! Έχεις 5, έχεις τόσους μπόγους!», και αυτή η καημένη ήτανε τόσο σαστισμένη, τόσο αλλοπαρμένη που, αντί να πετάξει ένα μπόγο, πέταξε το μωρό της… Το λεχωνούδι… Και πάντα θυμάμαι, όταν ο μπαμπάς μου το έλεγε, ότι πάντα την τάδε ημερομηνία που είχε γίνει, δεν θυμάμαι, «Η θεία έκανε» έλεγε ο μπαμπάς μου, «η θεία μου έκανε πάντα» λέει «ένα μνημόσυνο, έβαζε και αυτό το μωρό, αν και ήταν αβάπτιστο, το έβαζε πάντα εκεί» στο… Για μνημόσυνο, για – πως το λένε - τρισάγιο, στο τρισάγιο. Λίγο συγκινούμαι κιόλας έτσι.
Τι άλλο θυμάστε;
Ναι, θυμάμαι ότι όταν ήρθαν εδώ στη Θεσσαλονίκη, δεν τους φερθήκαν καθόλου καλά οι ντόπιοι αυτοί που ήτανε εδώ και έλεγε και η γιαγιά μου, επειδή ήτανε και χήρα, δεν της φερόντουσαν καλά της γιαγιάς. Και μετά της λέγανε όλοι οι συγγενείς, «Δεν μπορείς να είσαι έτσι». Όταν λέω δεν της φερόντουσαν… την ενοχλούσαν και σεξουαλικά, την παρενοχλούσαν σεξουαλικά. Παράδειγμα, πήγαινε στον μπακάλη, ήταν και όμορφη, πήγαινε στον μπακάλη, πήγαινε στον μανάβη, πήγαινε στον κρεοπώλη, της λέγανε διάφορα σεξουαλικά υπονοούμενα. Η γιαγιά δεν ήθελε και όλο μάλωνε. Με όλους μάλωνε και έλεγε ο μπαμπάς μου: «Με τον έναν μάλωσες, με τον άλλο μάλωσες, από που θα πάμε να πάρουμε;» και έλεγε και αυτή: «Θα πάμε κάτω στο λιμάνι να πάρουμε», «ναι αλλά είναι τόσος δρόμος». Τελικά, παντρεύτηκε όμως, πήρε δεύτερο άντρα και την έλεγαν όλοι: «Να παντρευτείς» και πήρε ένα δεύτερο άντρα. Δεν κάνανε παιδιά με αυτόν, αλλά τα παιδιά της τα θεώρησε, τα αγαπούσε και τα θεωρούσε σαν δικά του. Αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία για τη γιαγιά. Μας τα έλεγε αυτά η γιαγιά. Ναι ήταν και όμορφη και ήταν καλοντυμένη, γιατί ήταν ράφτρα, όπως είπα. Μοδίστρα και καταλαβαίνεις, ήταν διαφορετικά τα πράγματα τότε.
Τώρα θα ήθελα να μου πείτε… Μου είπατε βασικά, ότι δεν τους φέρονταν καλά οι ντόπιοι-
Όχι, δεν τους φερόντουσαν καθόλου καλά.
Εσείς γιατί πιστεύετε ότι υπήρχε αυτή η συμπεριφορά;-
Εγώ πιστεύω ότι γιατί νόμιζαν ότι καταπατούν τα εδάφη τους. Αυτό είναι το πιο… Αυτό έλεγε ο μπαμπάς μου, νόμιζαν ότι θα τους πάρουμε εμείς τις περιουσίες, τα σπίτια, αλλά ήμασταν πρόσφυγες. Εμείς είχαμε και τα λεφτά μας. Εμείς με τις λίρες που είχε η γιαγιά σου μου έλεγε, αγόρασε το οικόπεδο εκεί στο Καυτατζόγλειο και έγινε μετά, έκανε ένα μικρό σπιτάκι και μετά όταν άρχισαν οι αντιπαροχές, το δώσανε αντιπαροχή και πήραν κάποια διαμερίσματα και, φυσικά, πήρε και ο εργολάβος κάποιο διαμέρισμα. Είχανε λίρες ήτανε δηλαδή η κατάσταση τους η οικονομική ήταν πάρα πολύ καλή. Χρυσαφικά ένα σωρό έφερε η θεία μου από εκεί. Η γιαγιά μου από εκεί που τα πούλησαν μετά.
Τώρα θα ήθελα να μου πείτε, όσον αφορά το πεδίο της επικοινωνίας-
Το;
Το πεδίο της επικοινωνίας, το κομμάτι της επικοινωνίας-
Ναι-
Υπήρχε πρόβλημα ανάμεσα στους Ελλαδίτες και ανάμεσα στους πρόσφυγες;
Ναι, σιγά σιγά άρχισε να εξομαλύνεται η κατάσταση είχε πει ο μπαμπάς μου και άρχισαν να μας αποδέχονται, αλλά να πω την αλήθεια, έλεγε ο μπαμπάς μου ότι εμάς οι δικές μας οι παρέες δεν ήτανε λέει με αυτούς και μετά που αρχίσαμε και μεγαλώναμε, ας πούμε, στα καφενεία και σε αυτά που πηγαίναμε, υποστηρίζαμε πάντα αυτούς τους Μικρασιάτες, τους δικούς μας δηλαδή. Δεν πηγαίναμε στις παρέες τους, γιατί δεν βλέπαμε και τόσο θετική την… Δεν βλέπαμε έτσι – πώς να το πω - κάπως θετικά τα πράγματα, δηλαδή μας μιλούσανε, αλλά μας αποστρέφονταν κατά κάποιο τρόπο. Με τον τρόπο τους, όμως, κι εμείς πηγαίναμε λέει εκεί που ήταν οι δικοί μας, οι πατριώτες μας, έτσι τους λέγαμε, οι πατριώτες μας.
Υπήρχε πρόβλημα στο κομμάτι της γλώσσας; Δηλαδή, οι δικοί σας οι άνθρωποι-
[00:10:00]Ναι, τον έλεγαν τον μπαμπά μου ας πούμε έλεγε, επειδή μιλούσαν καμιά φορά τουρκικά μέσα στο σπίτι και ακουγόντουσαν ειδικά το καλοκαίρι … Ναι, μιλούσανε τουρκικά πολλές φορές – συγγνώμη – μέσα στο σπίτι και ακουγόντουσαν τώρα επειδή ήταν ανοιχτά τα παράθυρα το καλοκαίρι και έλεγε μία γειτόνισσα εκεί έλεγε: «Να χαθείτε τουρκόσποροι», τουρκόσποροι… Και μετά λέω: «Μπαμπά, εσύ τι έκανες;» τον είχα πει, λέει ο μπαμπάς μου: «Βγήκα και την … την έβρισα» λέει. «Ποιος ανέχεται να τον βρίζεις στα καλά του καθουμένου τη στιγμή που εγώ δεν την πείραξα, η οικογένεια μου, μιλούσαμε εμείς και οι τρεις μαζί μιλούσαμε τουρκικά, αφού αυτά -λέει- είχαμε μάθει οι περισσότεροι στο σχολείο». Φυσικά, μιλούσαν και την ελληνική γλώσσα, αλλά ξέρανε τουρκικά πολύ καλά.
Τώρα στη συνέχεια μου είπατε ότι οι άνθρωποι εκεί στο Εσκισεχίρ στη Μικρά Ασία ζούσανε-
Ναι
Ένα πολύ υψηλό επίπεδο-
Ναι πολύ καλά, βέβαια.
Πόσο μεγάλη ήταν αυτή η διαφορά, όταν ήρθαν στη Θεσσαλονίκη;
Ναι, ήταν πολύ μεγάλη η διαφορά, βέβαια, γιατί πάντα σου λέω νοσταλγούσαν και λέγανε, «Ναι, εκείνο κάναμε τότε στην πατρίδα και τώρα εδώ πώς καταντήσαμε; Πώς;». Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, είχαν μεγάλες διαφορές και νοσταλγούσαν πάντα το ποιοτικό, το βιοτικό επίπεδο που είχε ποιότητα εκεί στη πατρίδα τους, ενώ εδώ τα βρήκανε σκούρα. Φυσικά, σιγά σιγά άρχισε να εξομαλύνεται η κατάσταση και εδώ πέρα, αλλά όμως ώσπου να εξομαλυνθεί περάσανε άσχημα, περάσανε πάρα πολύ δύσκολα, περάσαν δύσκολα.
Μάλιστα. Τώρα θα ήθελα να ρωτήσω αν εσείς έχετε επισκεφθεί την πατρίδα-
Εγώ όχι δεν την έχω επισκεφθεί. Έχω επισκεφθεί μόνο την Κωνσταντινούπολη σε τετραήμερη εκδρομή. Δεν μπόρεσα να πάω λόγω οικονομικών δυσκολιών. Ναι, σπουδάζουμε, μεταπτυχιακά, τέτοια, αυτά καταλαβαίνεις, Γιώργο, τα ξέρεις. Όλα μόνη μου και οπότε δεν μπορούσα να πάω. Κάποιοι πήγαν εκεί, κάποιοι γνωστοί μου και μου είπανε ότι υπάρχουνε τα σπίτια ίσως και των … Του πατέρα μου παράδειγμα, το πατρικό του και μένουν μέσα Τούρκοι είπανε. Όταν τους ρώτησα πώς τους δέχτηκαν και λέει, «Πάρα πολύ καλά» μου είπανε, «μας καλοδέχτηκαν οι Τούρκοι». Τελικά, έλεγαν... Συγκεκριμένα έλεγε αυτός ο γνωστός μας που πήγε, έλεγε ότι, «Τελικά, εμείς οι απλοί οι άνθρωποι μια χαρά συνυπάρχουμε μεταξύ μας, οι μεγάλοι είναι αυτοί που δημιουργούν τα προβλήματα».
Όταν λέτε οι μεγάλοι;
Οι μεγάλοι εννοώ οι μεγάλες δυνάμεις, αυτό.
Πριν αρχίσατε να μου μιλάτε για το πώς φύγανε οι άνθρωποι από τη Σμύρνη, κάποια περιστατικά που συνέβησαν στη μετάβαση αυτή-
Ναι.
Θυμάστε κάποια άλλα πράγματα από εκεί; Όχι αν θυμάστε, αν σας έχουν πει-
Ναι… Όχι δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά πράγματα τώρα. Προσπαθούσα και σήμερα το μεσημέρι να θυμηθώ, αλλά όχι, το μόνο που θυμάμαι ήταν αυτό με τη θεία του πατέρα μου αυτή που έριξε το παιδάκι μέσα στη θάλασσα κοριτσάκι. Θυμάμαι έλεγε πάντα ο μπαμπάς μου για τα γλέντια – να το αναφέρουμε και αυτό – ότι εκεί κάνανε γλέντια. Κάνανε πολύ ωραία τραπέζια, τραπεζώματα. Γι’ αυτό, και ο μπαμπάς μου όποιος ερχόταν εδώ πέρα τον τραπεζώναμε. Ήταν μια συνήθεια που την είχανε πάρα πολύ εκεί στην πατρίδα τους, στη Μικρά Ασία και, μάλιστα, όταν ήρθανε εδώ στη Θεσσαλονίκη συνεχίζανε να κάνουνε αυτά ειδικά στις γιορτές, να κάνουν αυτές τις συνάξεις και να τρώνε… Να σου πω λίγο και τα φαγητά τους. Τα γιαπράκια, τις γεμιστές τις κότες, το σαραγλί, το κανταΐφι μετά το γλυκό αυτό, τον παστουρμά, τα γλυκά, το κανταΐφι, το σαραγλί, τον μπακλαβά, το καζάν ντιπί. Αυτά τα όλα τα ξενικά τα τούρκικα. Τα κάνανε και θυμάμαι που πηγαίναμε καμιά φορά στη Θεσσαλονίκη εκεί στις θείες του πατέρα μου και γεμάτα τα τραπέζια, γεμάτα. Φέρνανε και τις μαγειρικές τους ιδιότητες τις φέρανε από εκεί και προσπάθησαν εδώ να τις κάνουνε και μάλιστα να μάθουνε και στους ελλαδίτες τα δικά τους τα φαγητά. Πολλές φορές το είδα αυτό. Ατζέμ πιλάφι και τα έμαθα να τα κάνω και εγώ αυτά τώρα, τα κάνω και εγώ από τη μάνα μου. Η μαμά μου ήταν Πόντια, είχε την ποντιακή κουζίνα, αλλά επειδή είχαμε τη γιαγιά, τη γιαγιά Ελένη, την είχαμε ένα οκτάμηνο εμείς και μετά πήγαινε στη Θεσσαλονίκη και την έλεγε, «Μητέρα -έλεγε- έλα να μου δείξεις πως το κάνουν εκείνο το φαγητό … έλα να μου δείξεις πως το κάνουν το άλλο», τα είχε μάθει η μαμά μου, οπότε και εγώ μετά της έλεγα, «Ρε μαμά, δεν μου μαθαίνεις λίγο και τη μικρασιάτικη κουζίνα; Ας πούμε, μάθε μου να κάνω, όπως κάνουμε τα σαρμαδάκια τα ποντιακά» με τα αμπελόφυλλα [00:15:00]κάνανε αυτοί, πολύ τους άρεσε, τον μπαμπά μου τον άρεσε και έμαθα και εγώ να τα τυλίγω με τα αμπελόφυλλα, τα κάνει και η μαμά σου αυτά. Είναι μικρασιάτικα φαγητά. Πολλά πολλά φαγητά.
Ωραία. Μια άλλη ερώτηση τώρα. Εσείς μεγαλώσατε σε ένα σπίτι Μικρασιατών-
Μικρασιατών προσφύγων.
Ωραία, πώς ήταν να μεγαλώνετε σε ένα τέτοιο σπίτι, όπου υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν μαζί σας και είχαν κάποια διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα; Δηλαδή, ενδεχομένως μιλούσαν τούρκικα και ελληνικά και εσείς δεν ξέρατε αυτή τη γλώσσα-
Ναι, ναι, ήταν λίγο… Εγώ άκουγα τον μπαμπά μου που μιλούσε τούρκικα με τη θεία μου, την αδερφή του και με τη μαμά του και τραγουδούσε πολλές φορές και τουρκικά. Μου φαινόταν λίγο παράξενο. Τους κοιτούσα παράξενα. Η μαμά μου δεν ήθελε να τα ακούει και τον είχε απαγορέψει, «Όταν είμαι εγώ μπροστά δεν θα μιλάς με τη μαμά σου και με την αδερφή σου, με τη μάνα σου και με την αδερφή σου δε θέλω να μιλάς». «Μα, δεν λέμε τίποτα». «Όχι, δεν θέλω να μιλάς, θέλω να μιλάς τα ελληνικά» και εγώ μεγάλωσα με τη γλώσσα την τουρκική να ακούω από το σόι του πατέρα μου και με την ποντιακή, όταν ερχόντουσαν τα σόγια της μάνας μου. Και λίγα έπιανα απ’ τα τούρκικα και λίγα έχω πιάσει και από τα ποντιακά. Λίγο παραπάνω από τα ποντιακά, γιατί έζησα περισσότερο με τη μαμά μου. Ο μπαμπάς μου είχε πεθάνει πιο νέος και ο γιος μου ακόμα καλύτερα τα ξέρει. Και δηλαδή ήμουνα ανάμεσα σε δύο γλώσσες, αλλά εντάξει. Ως προς τα μαθήματα που καμιά φορά ήθελαν να μου δείξουνε, μου έδειχνε περισσότερο η μαμά μου. Ο μπαμπάς μου μου έδειχνε περισσότερο μαθηματικά, αριθμητική. Στα άλλα η μαμά μου βοηθούσε.
Μάλιστα. Όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο που ήρθατε και εγκατασταθήκατε-
Ναι.
Τι θυμάστε δηλαδή από εκεί πέρα; Έχετε κάποιο βίωμα είτε κάποια ιστορία από κάποιον μεγαλύτερο άνθρωπο που να θυμάστε;
Όχι, μόνο η γιαγιά που έλεγε και την πλήγωνε αυτό ότι της φερόντουσαν πάρα πολύ άσχημα, όχι μόνο αυτήν και πάρα πολλούς άλλους που ήτανε όλοι που είχαν έρθει από αυτά τα μέρη, από τη Σμύρνη, από την Προύσα. Αυτό ότι δεν της φερόντουσαν καθόλου καλά. Μετά, όμως, εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις τους, η γιαγιά μου ήταν και καλή μοδίστρα και μετέφερε την τέχνη της από εκεί εδώ κι οπότε είχε κάνει και πολύ καλές γνωριμίες και με πολύ υψηλού επιπέδου ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινε στα σπίτια. Και ήταν καλά... Είχε παντρευτεί κιόλας έναν κύριο, αλλά τα θυμόταν η γιαγιά με πίκρα αυτά. «Χήρα ήρθα και ήμουν τίμια και με φερόντουσαν με πολύ άσχημο τρόπο αυτοί και είχα δύο παιδάκια μικρά και γι’ αυτό -λέει- αναγκάστηκα και παντρεύτηκα, για να έχω ένα στήριγμα και μια ασφάλεια» έλεγε η γιαγιά. «Και μια ασφάλεια», αυτό εννοούσε. Ασφάλεια. Αυτά.
Εσάς πώς σας έχει επηρεάσει το άκουσμα αυτών των βιωμάτων από αυτούς τους ανθρώπους; Τη ζωή τους;
Ναι, ότι δεν θέλω, δεν αγαπώ τους Τούρκους;
Για ποιο λόγο;
Ναι, γιατί υπέφεραν πάρα πολύ και μετά ξέρω ότι σκότωσαν τον παππού μου. Δεν τους αγαπώ, όχι τους Τούρκους δεν τους θέλω. Δεν ξέρω αν είμαι ρατσίστρια. Δεν ξέρω τι να πω, δεν θέλω τους Τούρκους. Δεν τους θέλω.
Έχετε αυτό το θέμα, γενικά, με τον τούρκικο λαό ή-
Γενικά, τους Τούρκους δεν τους θέλω, αν και πήγα και στην Κωνσταντινούπολη. Μου άρεσε πάρα πολύ εκεί, μας φέρθηκαν καλά κάποιοι, αλλά δεν ξέρω… Στεναχωριέμαι, όταν σκέφτομαι αυτά που έλεγε… Όταν θυμάμαι αυτά που έλεγε η γιαγιά μου ή ο μπαμπάς μου που ζήσανε από μικρά παιδιά την ορφάνια, την προσφυγιά και την ορφάνια και, φυσικά, υπεύθυνοι είναι αυτοί και, ειδικά με το «Κόκκινο Ποτάμι» που είχα δει πέρυσι και τα είδα αυτά όλα και θυμόμουν κάποιες αφηγήσεις της γιαγιάς ή της θείας μου ή του μπαμπά μου και έλεγα: «Κοίταξε, βρε ακριβώς αυτά που έλεγε ο μπαμπάς μου συμβαίνουν εδώ και στην τηλεόραση». Δεν… Τους έχω σιχαθεί και δεν θα ήθελα να πάω άλλη φορά, αν και εντάξει… Αν θα είχα χρήματα, οικονομικά αν ήμουν καλά, θα ήθελα να πάω προς το Εσκισεχίρ να δω αυτά που μου είχαν πει ότι πήγαν κάποιοι και είδανε που μπορεί κάποιον να είδανε και στο σπίτι το πατρικό του μπαμπά μου, αλλά δεν θέλω… Δεν με κάνει και καρδιά, δεν τρελαίνομαι να πάω κιόλας. Δεν θέλω.
Μάλιστα.
Κι όπως αποφεύγω και τα τουρκικά προϊόντα να τα παίρνω. Δεν τα θέλω.
Πριν λίγο μου είπατε για το «Κόκκινο Ποτάμι».
Ναι.
Για τη σειρά αυτή. Βλέπετε ομοιότητες καθόλου εσείς;
Ναι πάρα πολλές… Πολλές πολλές ομοιότητες είδα.
Δηλαδή;
[00:20:00]Παράδειγμα, αυτούς τους βιασμούς που έλεγε ο μπαμπάς μου θυμάμαι, τους βιασμούς, τις κακουχίες. Αυτές τις στερήσεις που είχανε μετά οι άνθρωποι, που τους πήρανε το βιός και, επίσης, μου έκανε εντύπωση ότι ήτανε και κάποιοι, όμως, Τούρκοι που τους έβλεπαν πολύ φιλικά, ήταν φίλοι τους, είχανε γίνει δηλαδή ένα. Δεν τα θέλανε αυτά. Δεν τους άρεσε και κλαίγανε, όταν έφευγαν οι Έλληνες από εκεί, γιατί είχαν αποκτήσει μία φιλία πολύ ζωντανή, πολύ σταθερή, πολύ φωτεινή, αλλά και κλαίγανε. Ήταν από αυτούς… Ήταν η μειονότητα ας πούμε, η μειονότητα.
Σε προηγούμενη συζήτηση μας μου είχατε πει και για το άγαλμα του Ευκλείδη-
Ναι ναι. Αυτό θα αναφέρω τώρα μια περίπτωση. Πάμε τώρα στη μητέρα μου, στο σόι της μητέρας μου, η οποία ήταν Πόντια. Όπως είπα, ήρθε από το σημερινό Μπακού, Βατούμ λεγόταν τότες, έτσι το λέγαν στα ποντιακά. Περιοχή στη Γεωργία, περιοχή Κριμαίας νομίζω είναι. Χερσόνησο της Κριμαίας εκεί κοντά, λοιπόν ήρθαν οι γονείς της. Η μαμά μου όμως έζησε εδώ πέρα, εδώ γεννήθηκε στη Νέα Σάντα στο χωριό αυτό. Έλεγε τότε για τον Ευκλείδη, γιατί τη ρώτησα όταν πήγαμε στο χωριό, πηγαίναμε στο χωριό και έβλεπα εγώ το άγαλμα και τη ρωτούσα: «Μαμά, αυτό το άγαλμα σε ποιον ανήκει;» και μου λέει: «Αυτό το άγαλμα έχει ιστορία, θα σου την πω» μου έλεγε η μαμά μου. Ο Ευκλείδης ήτανε πολύ γενναίος, ήρωας ήτανε. Είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και είχε πολεμήσει στην Τουρκία τότε στα μέρη εκεί του Πόντου και τον θεωρούσανε και προστάτη. «Δεν ήθελε το άδικο», επίσης έλεγε η μαμά μου. «Δεν ήθελε το άδικο -λέει- ήτανε τίμιος». Ήταν πολύ τίμιος, ήτανε πάρα πολύ καλός, αλλά αντιμετώπισε και αυτούς τους Τούρκους με βαναυσότητα, όπως αντιμετώπισαν και οι Τούρκοι τους Έλληνες και είχε, όμως, άδοξο τέλος που δεν το περίμενε κανείς. «Αυτός ο άνθρωπος που πέρασε μέσα από κακουχίες, μέσα από την πυρά», έλεγε η μαμά μου, «από τη φωτιά και βγήκε μέσα από τη φωτιά, από τις μάχες και βγήκε ζωντανός και πολέμησε γενναία, είχε άδοξο τέλος», γιατί; Ήτανε Φλεβάρης – δεν θυμάμαι όμως χρονολογία – Φλεβάρης ήτανε 10 Φλεβάρη, πάντα 10 Φλεβάρη είναι του Αγίου Χαραλάμπους και γιόρταζε ένας συγχωριανός και πήγε εκεί. Εκεί θυμόντουσαν από την πατρίδα τους τα ποντιακά. Ήταν όλοι τότε με τις στολές τις ποντιακές. Δεν φορούσαν τίποτα άλλο και οι γυναίκες φορούσαν την ποντιακή τη στολή, λοιπόν, την ποντιακή τη φορεσιά και τραγουδούσαν εκεί και πίνανε και τρώγανε και γιορτάζανε τον συμπατριώτη τους. Ο Ευκλείδης, όμως, ήπιε παραπάνω και μέθυσε. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Δεν είχε τα ανάλογα αντανακλαστικά. Τον παρακαλούσανε να καθίσει και να ξημερώσει, να κοιμηθεί εκεί, να ηρεμήσει, να χαλαρώσει, να τον κάνουν έναν καφέ, να φύγει το μεθύσι και μετά να πάει στο σπίτι του. Αυτός: «Όχι, όχι, θα πάω». Ανέβηκε πάνω στο άλογο και προχώρησε. Εν τω μεταξύ, ο καιρός ήταν πάρα πολύ κακός, είχε πολύ χιόνι και επειδή εκεί ήταν και αραιοκατοικημένη η περιοχή, τα σπίτια σαν χωριό, ξες, φυσούσε και πάρα πολύ και το χιόνι έλεγε η μαμά μου έτσι πήγαινε. Οπότε αυτός… Σκόνταψε τώρα το άλογο; Πώς ακριβώς έγινε; Έπεσε! Ήταν και μεθυσμένος. Δεν λειτουργούσαν τα αντανακλαστικά του. Έπεσε και τον πλάκωσε το άλογο και το πρωί τον βρήκανε τον είχε πρήξει το άλογο. «Έβγαιναν τα αίματα -έλεγε η μαμά μου- από εδώ». Όλοι ψάχνανε ο Ευκλείδης, μάλιστα προς τιμήν του στήθηκε αυτό το άγαλμα εκεί στο χωριό στη Νέα Σάντα και βγήκε και ένα τραγούδι ποντιακό, το οποίο δεν το θυμάμαι όμως εγώ. Το έλεγε η μαμά μου ένα ποντιακό τραγούδι αλλά δεν το θυμάμαι, αν πατήσουμε ίσως στο YouTube, θα το βρούμε. Δεν ξέρω, δεν το θυμάμαι το τραγούδι πώς ακριβώς ήτανε.
Εντάξει. Λοιπόν, κυρία Νόπη, εγώ αυτά είχα να ρωτήσω.
Ναι.
Αν θέλετε μπορείτε να προσθέσετε κάτι άλλο, αν έχετε κι εσείς.
Ναι, να προσθέσω κάτι για τους Πόντιους, να πω λίγο για τους Πόντιους. Επειδή εγώ έζησα και τις δύο φάρες και… Πρόσφυγες… Κυρίως πρόσφυγες και την ποντιακή και τη μικρασιάτικη, ήθελα να πω ότι και οι δύο ήταν πολύ εργατικοί, αλλά η ποιότητα ζωής του ενός και του αλλουνού έχει διαφορά. Ας πούμε, η ποιότητα των Μικρασιατών, το βιοτικό επίπεδο ήταν πολύ πιο καλύτερο απ’ ό, τι των Ποντίων, αλλά ήταν και οι δύο έξυπνοι άνθρωποι και, ειδικά οι Μικρασιάτες ήταν πάρα πολύ έξυπνοι, γι’ αυτό και δώσανε πολλά… Τα φώτα τους εδώ στον ελλαδικό χώρο μετά. Έφεραν τον πολιτισμό τους από εκεί. Οι [00:25:00]Πόντιοι έφεραν και αυτοί και, φυσικά, είχαν και επιφανείς ανθρώπους. Μάλιστα να πω, να αναφέρω κάτι. Έλεγε η μαμά μου πάντα ότι ήταν ένας γιατρός, ο οποίος ήτανε Πόντιος γιατρός και μάλιστα υπάρχει προς τιμήν του και στην Καλαμαριά νομίζω η οδός Πασαλίδη, έτσι λέγεται. Αυτός ήτανε «Ο γιατρός των φτωχών», έλεγε η μαμά μου. Όποια γυναίκα δεν είχε λεφτά, θα την ξεγεννούσε, θα θεράπευε τους αρρώστους χωρίς χρήματα και πάντα όταν ερχόταν στο χωριό, έβγαιναν, λέει, με τα μεγάφωνα και λέγανε στα ποντιακά, «Θα έρθει ο Πασαλίδης σήμερον στο καφενείο του Τσαχούρ! Και φέρτε γυναίκες να φτάτε διάφορα εδέσματα, για να τον ευχαριστήσουμε για τα καλά που έχει κάνει», και πηγαίνανε μετά, πήγαινε ο άλλος και έκανε ωτία, άλλος έκανε πιροσκί, άλλος έκανε με φυλλωτά διάφορα, άλλος έκανε τανωμένον σορβά και κάτι τέτοια τα οποία… Διάφορα ποντιακά φαγητά, σφάζανε κοκόρια τέτοια και τα πηγαίνανε εκεί στο καφενείο, για να τον ευχαριστήσουνε, και έλεγε ο άνθρωπος, «Βρε, πόσο θα φάω;». «Θα πάρεις κιόλας!» τον λέγανε γιατί αγαπούσε πάρα πολύ τους Πόντιους… Πόντιος, φυσικά, και αυτός και ήτανε ο γιατρός των φτωχών, έκανε πολλές αγαθοεργίες, γι’ αυτό και τον τίμησαν με μία οδό στην Καλαμαριά, την οδό Πασαλίδη.
Μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον.
Ναι.
Λοιπόν, κυρία Νόπη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ και για την πολύ θερμή φιλοξενία σας-
Να είσαι καλά.
Αλλά και για την αφήγησή σας-
Να είσαι καλά.
Να είστε καλά.