Η ιστορία ενός βυρσοδεψείου
Segment 1
Η βυρσοδεψία στο πέρασμα των χρόνων και στοιχεία της τοπικής οικονομίας του Λιτοχώρου
00:00:00 - 00:15:22
Partial Transcript
Είναι Πέμπτη 22 Οκτωβρίου, είμαι με τον κύριο Ιωάννη Κυρίτση και βρισκόμαστε στο Λιτόχωρο. Εγώ δεν έχω άμεση σχέση με το βυρσοδεψείο αλλ…άτησε αυτή η βυρσοδεψία εδώ, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, αρχές της δεκαετίας του '70, την οποία τη θυμάμαι εγώ εδώ μέσα να ακμάζει.
Lead to transcriptSegment 2
Η διαδικασία της κατεργασίας του δέρματος, παιδικές αναμνήσεις και μια ξενάγηση στο βυρσοδεψείο
00:15:22 - 00:32:00
Partial Transcript
Τώρα, να μιλήσουμε για το πώς ήταν αυτό το επάγγελμα, τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι; Λοιπόν, θα πάρετε ορισμένες φωτογραφίες μέσα. Καταρχήν, γ…Το 1970 φεύγω απ' το Λιτόχωρο να πάω στο Πανεπιστήμιο. Είναι η εποχή που και το βυρσοδεψείο, στην ουσία, σταματάει πια τη δραστηριότητά του.
Lead to transcriptSegment 3
Η αγάπη για τον Όλυμπο, ο Χρήστος Κάκαλος και η πρώτη ανάβαση στην κορυφή
00:32:00 - 00:41:11
Partial Transcript
Πείτε μου για το επάγγελμά σας... Η αγάπη σας για τον τόπο και για τον Όλυμπο σας οδήγησε να γράψετε και πολλά κείμενα. Έχω γράψει κείμενα.…ταγράψουμε από αυτές τις ιστορίες του παρελθόντος έχουν τη δική τους αξία. Να 'στε καλά κι εσείς και ευχαριστώ για την επίσκεψη! Ευχαριστώ!
Lead to transcriptSegment 1
Η βυρσοδεψία στο πέρασμα των χρόνων και στοιχεία της τοπικής οικονομίας του Λιτοχώρου
00:00:00 - 00:15:22
[00:00:00]Είναι Πέμπτη 22 Οκτωβρίου, είμαι με τον κύριο Ιωάννη Κυρίτση και βρισκόμαστε στο Λιτόχωρο.
Εγώ δεν έχω άμεση σχέση με το βυρσοδεψείο αλλά μια έμμεση. Δηλαδή ήταν ένα επάγγελμα, μια δραστηριότητα την οποία την άσκησαν οι προηγούμενες γενιές από μένα. Εγώ έτυχε να σπουδάσω. Είμαι κατά βάση μαθηματικός, οικονομολόγος. Δούλεψα τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και στη συνέχεια, επί πολλά χρόνια, μέχρι σήμερα, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ως καθηγητής με γνωστικό αντικείμενο Οικονομική του Περιβάλλοντος και της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Αυτά είναι τα αντικείμενα. Κατά βάση είμαι μαθηματικός, έχω κάνει σπουδές στα Οικονομικά. Λοιπόν, ο πατέρας μου και οι παππούδες εδώ μέσα ήταν βυρσοδέψες. Όταν λέμε βυρσοδέψες, είναι μια λέξη σύνθετη το «βυρσοδεψείο», γιατί ήταν αρχαίας καταγωγής, παραγωγής, η λέξη. Χάθηκε σήμερα και δεν την ξέρουν οι περισσότεροι νεότεροι. «Βύρσα» είναι το ακατέργαστο δέρμα του ζώου, όπως το σφάζουμε ένα ζώο, το σκοτώνουμε και βγάζουμε το δέρμα του, αυτή είναι η «βύρσα». Και «δέψη» είναι η επεξεργασία, «δέψις», κατεργασία. Λοιπόν, βυρσοδέψης είναι αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα. Ο πατέρας μου και οι παππούδες εδώ μέσα, σε μια γενιά εις βάθος χρόνου υπήρξαν βυρσοδέψες, κατέργαζαν δέρματα. Η βυρσοδεψία παρήκμασε εδώ στο Λιτόχωρο, και θα σας τα εξηγήσω αυτά. Καταρχήν, πέστε μου, πόση ώρα έχουμε στη διάθεσή μας;
Όσο θέλετε.
Δεν σας ενοχλεί αν… να μην πλατειάζω, δηλαδή μη μου πείτε ότι φεύγουμε πολύ, ξέρω 'γώ, ας πούμε.
Όχι.
Μπορούμε να πάρουμε και ένα μισάωρο δηλαδή μιλώντας.
Και παραπάνω.
Και παραπάνω. Οκέι. Λοιπόν, η βυρσοδεψία παρήκμασε εδώ στη δεκαετία του '60. Όταν εγώ τελείωνα σιγά σιγά, ήμουν στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έφυγα για τις σπουδές μου, ας πούμε, δεν το πρόλαβα. Διατηρώ δηλαδή μια ανάμνηση από όλο αυτό το πράγμα, το βυρσοδεψείο, όπως ερχόμουν σε αυτήν την περιοχή που καθόμαστε σήμερα εδώ, μικρό παιδί, και έβλεπα τον πατέρα μου, τον παππού μου, ας πούμε, να δουλεύουν, να εργάζονται πάνω σε αυτό το αντικείμενο. Λοιπόν, η βυρσοδεψία ως επάγγελμα είναι πάρα πολύ βαθιά, σ' όλο τον κόσμο, έτσι, όχι μόνο στην Ελλάδα, σ' όλο τον πλανήτη, γιατί το δέρμα του ζώου, απ' τον τροφοσυλλέκτη άνθρωπο, απ' την αρχή, ήταν πολύτιμο. Σκότωνε το ζώο για να βρει τροφή να φάει και το δέρμα του ήταν το κατάλοιπο, το οποίο του έδινε χίλιες άλλες χρήσεις, δυνατότητα. Το χρησιμοποιούσε ο πρωτόγονος άνθρωπος ακόμα για να ντυθεί, σαν ρούχο, ας πούμε, βλέπουμε τις προβιές που έχουν πάνω τους οι άνθρωποι. Το χρησιμοποιούσε για να κάνει ένα κρεβάτι, το χρησιμοποιούσε για να κάνει ένα στρώμα με το τρίχωμα ο πρωτόγονος άνθρωπος, για να σκεπαστεί. Χρησιμοποιούσε για να κάνει ορισμένα χρηστικά εργαλεία, μια τσάντα, ας πούμε, που έπαιρνε… όχι βέβαια τα βιβλία, αλλά το ψωμί, για να πάει στο χωράφι του, ας πούμε. Πάμπολλες χρήσεις, και κυρίως για παπούτσια. Όσο περνούν τα χρόνια, οι αιώνες, οι δεκαετίες, αρχίζει να γίνεται μια εξειδικευμένη χρήση του δέρματος και αρχίζει να παίρνει τη μορφή αυτή που ξέρουμε και σήμερα, ας πούμε, δηλαδή δερμάτινα παπούτσια, δερμάτινο ένα πανωφόρι, μια δερμάτινη τσάντα, ας πούμε, έτσι; Στην εποχή του μεσοπολέμου... Α! Έχουμε διηγήσεις καταρχήν για τη βυρσοδεψία, σε όλους τους λαούς μπορείς να βρεις τις ιστορίες, όλων των λαών, αλλά απ' την ελληνική ιστορία συναντούμε την πρώτη, έτσι, τεκμηριωμένη περιγραφή για το πώς κατεργάζεται ένα δέρμα. Και μιλώ για την κατεργασία, γιατί το δέρμα όταν το βγάλουμε απ' το ζώο, κάνουμε την εκδορά του ζώου, το γδάρσιμο, που λέμε απλώς, και βγάλουμε το ζώο, αυτό είναι ένα ζωντανό στοιχείο, το οποίο, όπως και το κρέας, αν τ' αφήσουμε θα αρχίσει να σήπεται, να σαπίζει, να βρομίσει. Χρειάζεται μια κατεργασία, για να μπορέσει να διατηρηθεί αυτό. Η κατεργασία αυτή ξεκινάει απ' το πιο απλό πράμα, να το βάλεις στον ήλιο να στεγνώσει λοιπόν, μέχρι να το δώσεις μια διάρκεια ζωής, ας πούμε, και να το επεξεργαστείς με ορισμένες φυτικές καταρχήν ουσίες που είχαν οι άνθρωποι, που έβρισκαν στην ίδια τη φύση, και μετά μιλούμε για χημικές ουσίες, όταν άρχισε να εκσυγχρονίζεται η βυρσοδεψία. Φυτικές ουσίες βρίσκουμε ακόμα απ' τον Ησίοδο, που έχει περιγραφές από φυτά τα οποία βοηθούσαν σε αυτήν την κατεργασία του δέρματος –θα σας το δώσω μετά–, αλλά, λέω, την πρώτη καλή περιγραφή την έχουμε στον Όμηρο, μέσα στην Ιλιάδα. Εκεί που περιγράφει την ασπίδα του Αχιλλέα, μας λέει λοιπόν ότι είχε μέταλλο, αλλά είχε και δέρμα λοιπόν, και εκεί μας λέει πώς κατεργάζονται το δέρμα, γιατί ήταν ωραία η ασπίδα αυτού του βασιλιά, του Αχιλλέα, που είναι ένα κεντρικό πρόσωπο μέσα στα Ομηρικά Έπη, άρα πρέπει να 'χει και ένα πολύ ωραίο δέρμα, και ο Όμηρος μας δίνει πώς περιγράφει πώς κάνουν αυτήν την κατεργασία του δέρματος. [00:05:00]Αυτό το πράγμα εξελίχθηκε βέβαια, όπως εξελίσσεται ο άνθρωπος, οι τεχνικές του, όλα αυτά τα πράγματα, και φτάνουμε στην εποχή του μεσοπολέμου, δηλαδή μεταξύ Πρώτου και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή, εδώ στην Ελλάδα να μιλήσουμε για την εποχή του 1930 περίπου, ας πούμε, που γίνεται μια πολύ μεγάλη διείσδυση μέσα στα παραδοσιακά βυρσοδεψεία, τα οποία χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε φυτικά υλικά, γίνεται μια διείσδυση της χημείας. Έχουμε πλέον χημικά προϊόντα, τα οποία μειώνουν το κόστος της παραγωγής και βγάζουν καλύτερο, όχι φιλικό προς το περιβάλλον, θα λέγαμε σήμερα, οικολογικό δηλαδή, αλλά βγάζουν ένα καλύτερο δέρμα. Τα δέρματα που έκανε αυτό το βυρσοδεψείο εδώ, στο οποίο καθόμαστε εμείς σήμερα, χρησιμοποιήθηκαν βέβαια την εποχή του μεσοπολέμου, μέχρι και την εποχή του μεσοπολέμου, για παπούτσια, και για παπούτσια. Σιγά σιγά όμως, όταν άρχισαν να γίνονται τα καλύτερα δέρματα, όπως σας εξηγούσα νωρίτερα, με χημικά προϊόντα, αυτό εδώ ήταν πιο υποβαθμισμένο το δέρμα και σταμάτησε να χρησιμοποιείται στα παπούτσια κυρίως, γιατί δεν είχε πολύ καλή αδιαβροχοποίηση. Δηλαδή έκανες ένα ζευγάρι παπούτσια με αυτά, αλλά αν έπιανε μια βροχή, το αισθανόσουν ότι μούλιαζε το δέρμα, δεν είχε την πολύ δυνατή αδιαβροχοποίηση που έδωσε η χημεία, ας πούμε, και τα εργοστάσια, τα οποία χρησιμοποιούσαν ισχυρές πιέσεις πάνω στο δέρμα, για να το κατεργαστούν διαφορετικά. Οπότε άρχισε σιγά σιγά να γίνεται μονοψώνιο, που λέμε εμείς στα οικονομικά, δηλαδή μοναδικός πελάτης που ψώνιζε αυτό το δέρμα ήταν οι σαγματοποιοί. Οι σαγματοποιοί είναι οι σαμαράδες. Σάγμα είναι το σαμάρι στο ζώο. Λοιπόν, το οποίο… θα σας δείξω μέσα ένα σαμάρι, το ξέρετε ίσως κι εσείς, τα βλέπετε τα ζώα που έχουν σαμάρι, ή τη σέλα, σε μια μετεξέλιξη σήμερα, στην ιππασία, ή ακόμα εκείνες τις λαιμαριές, το κολάρο, λαιμαριά, απ' τον λαιμό, ας πούμε, ένα κολιέ, που το χρησιμοποιούσαν πάνω και πάνω σ' αυτό –θα σας δείξω και μια λαιμαριά μετά, να τη φωτογραφίσετε–, πάνω στην οποία έδεναν με κρικέλες ένα κάρο ή το αλέτρι, για να μπορέσει να το χρησιμοποιήσουν δηλαδή το ζώο ως κινητήριο δύναμη, να οργώσουν ένα χωράφι. Το ζώο φορούσε ένα κολιέ, το κολιέ είχε δύο κρικέλες επάνω, δύο κρίκους, στους κρίκους αυτούς βάζανε τις αλυσίδες με το αλέτρι, περπατούσε το ζώο μέσα στο χωράφι, και το αλέτρι όργωνε από πίσω, για να μην το κάνει ο άνθρωπος με τα χέρια του. Λοιπόν, στην Ελλάδα, λέω, σιγά σιγά περνούμε στη χημική βιομηχανία, αυτό το βυρσοδεψείο μένει να έχει μονοψώνιο τους σαγματοποιούς, εδώ. Το Λιτόχωρο είχε πάρα πολλά μουλάρια, ζώα, τα οποία ήθελαν σαμάρια. Ήταν ο Όλυμπος δίπλα, έπρεπε να κουβαλήσουν ξύλα από πάνω, οι τσοπάνηδες έπρεπε να κουβαλήσουν τα δικά τους προϊόντα, τυριά, γάλατα, βούτυρα, ας πούμε. Υπήρχαν πάρα πολλά μουλάρια εδώ μέσα, στο Λιτόχωρο. Υπήρχαν οι σαμαράδες, οι σαγματοποιοί. Το Σαμαράς είναι ένα όνομα που το βλέπουμε ευρύτατα στην ελληνική κοινωνία, ας πούμε, Σαμαράς, Σαμαράς. Προφανώς αυτοί οι άνθρωποι που φέρουν αυτόν τον τίτλο είναι απόγονοι σαμαράδων. Τι έκαναν οι παππούδες τους; Σαμάρια, δηλαδή έκαναν αυτήν τη σέλα, αυτό το σαμάρι το οποίο χρησιμοποιούσαν να το βάλεις πάνω στο μουλάρι, για να μπορέσεις να φορτώσεις, ή να ανεβείς πάνω στο ζώο καβάλα. Λοιπόν, αυτά τα σαμάρια χρησιμοποιούνταν όσο υπάρχουν μουλάρια. Εδώ, για την περιοχή τη δική μας ας πούμε, μπορώ να σας πω ότι αρχές της δεκαετίας του '60, τέλος της δεκαετίας του '50, συν πλην δηλαδή 1960, γίνεται η αποξήρανση του έλους Βαρικού, που λέμε, ο Βάλτος, που το λέγαμε εδώ παλαιότερα, μέσα στο Λιτόχωρο, δίνει ανάμεσα στο μέρος το δικο σας, στα Πλατανάκια, στο Δίον, στο Λιτόχωρο, στην περιοχή της Γρίτσας κάτω, ας πούμε μια έκταση 4-5 χιλιάδες στρέμματα περίπου, η οποία είναι εύφορη, γόνιμη γη, διανέμεται στους κατοίκους εδώ των χωριών. Τότε, με 10 στρέμματα γη αν είχε κάποιος, έβγαζε το ψωμί της χρονιάς, τα έξοδα της χρονιάς. Ήταν πάρα πολύ, έτσι, αποδοτική η γεωργία για τις ανάγκες της εποχής. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι αρχίζουν να αλλάζουν επαγγέλματα, να εγκαταλείπουν το βουνό. Έλεγα λοιπόν ότι η αποξήρανση του έλους εδώ δίνει γόνιμη γη. Αρχίζουν οι άνθρωποι επαγγελματικά μεταστρέφονται από επαγγέλματα του βουνού στα επαγγέλματα της γεωργίας, γίνονται καλλιεργητές της γης, και σταματούν πια τα μουλάρια να είναι χρήσιμα για τον άνθρωπο, γιατί έχει πια την οικονομική δυνατότητα ο άνθρωπος να αγοράσει τρακτέρ, το οποίο χρειάζεται λάστιχα απ' τις βιομηχανίες ελαστικών και όχι σαμάρια και μουλάρια. Σιγά σιγά, έτσι έρχεται η παρακμή αυτού του επαγγέλματος, στα μέσα της δεκαετίας του '60. Στα χρόνια τα δικά μου, δηλαδή δεκαετία του '70, ο πατέρας μου είναι ένας απ' αυτούς, είναι ο τελευταίος βυρσοδέψης εδώ, [00:10:00]και αναγκάζεται, μεταστρέφεται κι αυτός, αλλάζει επάγγελμα, γίνεται πτηνοτρόφος, γίνεται κτηνοτρόφος, κάνει μια μικρή μονάδα με αγελάδες, ένα μεγάλο πτηνοτροφείο, η μετεξέλιξη των πραγμάτων. Και λίγο από μεράκι, λίγο, αν θέλετε, επειδή υπήρχαν οι παραδοσιακοί τύποι ακόμα, που πήγαιναν στον τσαγκάρη και έλεγαν: «Θέλω ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά με πετσί από τον Λάππα», τους άρεζε εκείνο το παραδοσιακό το πετσί, όπως ήταν, το παλιό ας πούμε, έβγαζε κάπου κάπου λίγα δέρματα επεξεργασία. Ο πατέρας μου και η οικογένειά μου δεν ήταν οι μόνοι εδώ που ασκούσαν τη βυρσοδεψία, υπήρχαν και άλλα μικρότερα βυρσοδεψεία εδώ, ήταν το τελευταίο και το πιο μεγάλο αυτό που έμεινε, και επειδή ήταν πιο μεγάλο, πιο δραστήριο επαγγελματικά σαν επιχείρηση ας πούμε, άντεξε μέχρι μέχρι το τέλος, παρέμεινε μέχρι το τέλος. Διέγραψα έτσι τελείως απλά τη σχέση μου με τη βυρσοδεψία και την ενέταξα μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο για την Ελλάδα. Εδώ που είμαστε, που καθόμαστε αυτήν την ώρα, αν χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, ήταν το βιομηχανικό πάρκο της εποχής. Το Λιτόχωρο είναι πυκνοδομημένο, όπως και όλοι οι παλιοί οικισμοί στην Ελλάδα, είναι πυκνοδομημένοι, τα σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο, και συν τοις άλλοις εκεί που είναι δεν υπάρχει και εύφορη γη. Άρα οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες έπρεπε να γίνουν κάπου διαφορετικά. Έγιναν εδώ σε αυτόν τον χώρο, γιατί είναι δίπλα στο ποτάμι, έχουμε το νερό, που είναι κινητήρια δύναμη, έχουμε μύλους πολλούς εδώ στην περιοχή, έχουμε εργαστήρια που κάνουν χοντρά υφάσματα, τα μαντάνια, που λέγονταν εκείνη την εποχή, έχουμε τυροκομείο, που έρχονται και τυροκομούν τα γάλατα, που τα φέρνουν απ' τα κοπάδια γύρω γύρω, και έχουμε και δύο τρία βυρσοδεψεία εδώ, μέσα σε αυτήν την περιοχή. Λοιπόν, τα βυρσοδεψεία, ακόμα και σήμερα, όπου τα βρίσκουμε, τα μη βιομηχανικά –έχουν βιομηχανοποιηθεί πια όλα σχεδόν στην Ελλάδα–, επειδή είχαν αρκετό ρύπο, έβγαζαν κατάλοιπα της εργασίας, ήταν δίπλα σε ποτάμια, σε λίμνες, ή στη θάλασσα. Στη Μυτιλήνη είναι δίπλα στη θάλασσα, στην Άμφισσα είναι δίπλα σε ποτάμι, στα Γιάννενα είναι δίπλα στη λίμνη των Ιωαννίνων, στη Λάρισα τα ταπάκικα, όπως τα λέμε, ταπάκικα είναι τα βυρσοδεψεία. Ταμπάκης λέγονταν ο βυρσοδέψης, επειδή το δέρμα που κατέργαζε είχε το χρώμα αυτό που λέμε ταμπά σήμερα, το χρώμα του καπνού, αυτό το καφετί χρώμα. Από εκεί προήλθε, ταμπάκης, ας πούμε. Λοιπόν, στη Λάρισα, λοιπόν, τα ταπάκικα, ήταν συνοικίες ολόκληρες τα βυρσοδεψεία, γιατί ήταν μια πολύ μεγάλη δραστηριότητα της εποχής, ήταν δίπλα στον Πηνειό. Και στη Θεσσαλονίκη, μια μεγάλη περιοχή, εκεί που είναι σήμερα η Πλατεία Ελευθερίας, στο πάρκινγκ το δημοτικό, στη Βενιζέλου δηλαδή, όλη εκείνη η περιοχή ήταν τα ταπάκικα δίπλα στη θάλασσα, που είχαν τα απόβλητα. Μέχρι το τζαμί των ταπάκιδων καταγράφεται επί τουρκοκρατίας, δηλαδή η εκκλησιά τους η μουσουλμάνικη, που ήταν για τους βυρσοδέψες, για τους εργάτες, για όλον αυτόν τον κόσμο που πήγαιναν εκεί. Όπως λοιπόν υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα σε ολόκληρη την Ελλάδα, έτσι και εδώ, έχουμε τα βυρσοδεψεία δίπλα στον Ενιπέα, τον ποταμό, εδώ, το ποτάμι, το οποίο σήμερα το βλέπετε να μην έχει νερό, είναι ένας ξεροπόταμος αυτήν την ώρα. Είχε νερό πριν από δέκα ημέρες. Οι ανάγκες αλλάζουν. Αυτό είχε νερό όλο τον χρόνο, και το οποίο σήμερα κάναμε στο Λιτόχωρο, στην ουσία, την εκτροπή του Ενιπέα. Γιατί; Γιατί από εκεί που το Λιτόχωρο αρδευόταν παραδοσιακά... υδροδοτούνταν… μην πω αρδευόταν, υδροδοτούνταν παραδοσιακά, εκείνη η πηγή η μία που υπάρχει δεν ικανοποιεί πλέον τις ανάγκες ολόκληρου του Λιτοχώρου, αλλά χρειάστηκε να πάρουν νερό απ' τον Ενιπέα, για να το ρίξουν μέσα στο Λιτόχωρο για τις ανάγκες. Σήμερα έχουν αυξηθεί οι ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου σε κατανάλωση νερού, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα αυτό. Θέλουμε πολύ νερό, έτσι; Σκεφτείτε ότι παλιότερα πήγαινε η γυναίκα με δυο δοχεία στη βρύση, έπαιρνε δυο γκιούμες, που τις έλεγαν εδώ, δυο δοχεία νερό, και έκανε όλη μέρα τη λάτρα του σπιτιού, ας πούμε. Σήμερα, κάθε φορά που –θα το πω ωμά– πάμε στην τουαλέτα, χρειαζόμαστε μια τέτοια νερό, ας πούμε, ένα δοχείο νερό να πατήσουμε τον καταρράκτη. Είναι τεράστια η μεταβολή στη χρήση του νερού που έχει φέρει ο σύγχρονος άνθρωπος, οι ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, οι ανάγκες για μπάνιο και όλα αυτά. Λοιπόν, αυτή η κατάσταση οδήγησε στην αποξήρανση, στην ουσία, του Ενιπέα, τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Παλιότερα είχε νερό όλο τον χρόνο, δεν είχαμε πρόβλημα. Και το δεύτερο που θα ήθελα να πω, ότι αυτά εδώ ήταν μικρής κλίμακας βυρσοδεψεία, με λίγους εργάτες μέσα. Μη φανταστείτε τίποτα τεράστιες ποσότητες λυμάτων. Ήταν λίγα αυτά τα κατάλοιπα, τα απόβλητα που έβγαιναν. [00:15:00]Τα οποία, όπως λέμε εμείς στα οικονομικά του περιβάλλοντος, δεν ξεπερνούσαν τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος, δηλαδή μπορούσε να τα απορροφήσει το περιβάλλον, το ποτάμι. Δεν ήταν εστία μόλυνσης αυτά τα πράγματα εδώ μέσα. Και έτσι περπάτησε αυτή η βυρσοδεψία εδώ, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, αρχές της δεκαετίας του '70, την οποία τη θυμάμαι εγώ εδώ μέσα να ακμάζει.
Segment 2
Η διαδικασία της κατεργασίας του δέρματος, παιδικές αναμνήσεις και μια ξενάγηση στο βυρσοδεψείο
00:15:22 - 00:32:00
Τώρα, να μιλήσουμε για το πώς ήταν αυτό το επάγγελμα, τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι; Λοιπόν, θα πάρετε ορισμένες φωτογραφίες μέσα. Καταρχήν, για να ξεκινήσει μία κατεργασία δέρματος εδώ, δεν μπορούσε να γίνει για ένα ή για δύο δέρματα. Χρειαζόταν μια πιο μεγάλη ποσότητα, για να έχει οικονομικό ενδιαφέρον δηλαδή η κατεργασία, με αυτήν την έννοια. Άρα ένας βυρσοδέψης έπρεπε να έχει πενήντα δέρματα, ας πούμε, έτσι; Για την τάξη αυτού του βυρσοδεψείου. Για ένα μεγαλύτερο βυρσοδεψείο, ίσως εκατό, διακόσια, δεν ξέρω. Εδώ χρειαζόμασταν περίπου πενήντα-εξήντα δέρματα, για να βάλει μια παρτίδα, όπως έλεγαν, να ξεκινήσει μία παρτίδα η κατεργασία. Αυτά τα δέρματα δεν μπορείς να τα έχεις σε μια μέρα, ας πούμε. Τα μάζευαν απ' τους χασάπηδες, απ' τους κρεοπώλες, τους σφαγείς, οι οποίοι εδώ έσφαζαν κυρίως πρόβατα και γίδια, κατσίκες. Αυτά είχε κυρίως ο Όλυμπος. Μοσχάρια δεν είχαμε στον Όλυμπο, έτσι, παραδοσιακά. Άρα τα δέρματα είναι μικρά από μία κατσίκα ή ένα πρόβατο και χρησιμοποιούνται, όπως σας έλεγα και νωρίτερα, για σαμάρια κυρίως, ή για λαιμαριές. Λοιπόν, ξεκινούμε λοιπόν, πώς θα τα συντηρήσουμε αυτά. Σε πρώτη φάση, μαζεύοντας δύο ή τρία ή πέντε δέρματα απ' τον χασάπη σήμερα, πρέπει να τ' απλώσουμε στον ήλιο, να τ' ανοίξουμε, ανοιχτά, έτσι, να τ' απλώσουμε στον ήλιο, για να τα ψιλοστεγνώσει λίγο, γιατί αλλιώς θα έχουμε πρόβλημα σήψης, θα χαλάσει. Σαν να παίρνετε ένα κομμάτι κρέας και το τυλίγετε στη σακούλα και το βάζετε στο ντουλάπι, σε δύο μέρες θα μυρίσει αυτό, θα αρχίσει να αποσυντίθεται. Λοιπόν, πρώτη κατεργασία στον ήλιο. Όταν λοιπόν μαζέψουμε πενήντα δέρματα, τέτοια, ή μας φέρουν παρτίδα πενήντα δερμάτων, ξεκινάει η κατεργασία. Η πρώτη φάση της κατεργασίας είναι να απαλλάξουμε το δέρμα από όλα τα περιττά στοιχεία που έχει πάνω του. Τα περιττά στοιχεία είναι αφενός το μαλλί που υπήρχε πάνω στο δέρμα, το οποίο πρέπει να το βγάλουμε, το μαλλί δεν ήταν άχρηστο, γιατί χρησιμοποιούνταν για όλες τις άλλες τις χρήσεις, φανέλες, πλεκτά, κάλτσες πράγματα, όλα γινόταν στο χέρι, με το μαλλί. Λοιπόν, το μαλλί απ' το πρόβατο είναι πιο μαλακό. Ακόμα και σήμερα, μας κάνει πολύ ωραία πουλόβερ, έτσι, μαλακά, όταν είναι από πρόβατο. Της κατσίκας το μαλλί είναι πιο σκληρό, αλλά πιο αδιάβροχο, άρα γινόταν εκείνες οι κάπες, οι μπέρτες, ας πούμε, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι έξω στην ύπαιθρο, οι τσοπάνηδες, οι τέτοιοι, για να έχουν το αδιάβροχό τους, εκείνο το χοντρό, εκείνη η κάπα η χοντρή, λοιπόν ήθελε κατσικίσιο μαλλί. Πώς βγάζουμε το μαλλί; Παίρνουμε το δέρμα. Σε πρώτη φάση, εδώ υπάρχουν δύο δεξαμενές μέσα. Έριχναν αυτά τα αποξηραμένα δέρματα μέσα στο νερό, να μείνουν μια βραδιά, για να μαλακώσουνε, να ξαναρθούν σε φάση κατεργασίας. Απ' την εσωτερική πλευρά το δέρμα, από την εξωτερική έχουμε το μαλλί, απ' την εσωτερική πλευρά γινόταν μία επάλειψη με ασβέστη, έναν πολτό από ασβέστη. Το άλειφαν ασβέστη, το δίπλωναν, το άλειφαν ασβέστη, το δίπλωναν το δέρμα, έμενε μια βραδιά έτσι, και την άλλη μέρα, εξαιτίας του ασβέστη, ήταν πάρα πολύ εύκολο να βγει η τρίχα. Έπαιρνε την τρίχα και την τραβούσε έτσι και έβγαινε η τρίχα, έφευγε η τρίχα. Είναι αυτό, καταστρέφει ο ασβέστης την ρίζα, μια αλκαλική επίδραση. Όπως και σήμερα, αν πέσει ασβέστης στο χέρι μας, αν έχουμε λίγες τρίχες εδώ, θα τις δούμε καταστρέφονται, μέχρι να ξαναβγούν. Λοιπόν, στη συνέχεια, έπρεπε να καθαριστεί το δέρμα από κάποια κατάλοιπα κρέατος που υπάρχουν μέσα, τα οποία ο χασάπης όταν έγδερνε το δέρμα δεν μπορούσε να τα απομακρύνει. Δεν ήταν δουλειά του δηλαδή αυτό. Έπαιρνε κυρίως το κρέας, τώρα αν έμεναν και κάποια κατάλοιπα πάνω στο δέρμα, δεν τον ενοχλούσε. Λοιπόν, αυτά τα πράγματα έπρεπε να απομακρυνθούν. Έπαιρναν λοιπόν τα δέρματα, τα έβαζαν πάνω σε καβαλέτα με κυκλικά μαχαίρια –τα οποία θα σας δείξω μέσα στη συνέχεια–, και το έξυναν το δέρμα, για να μείνει μόνο δέρμα και τίποτα άλλο. Αυτό ήταν σε πρώτη φάση, που ήταν ο καθαρισμός του δέρματος. Πάμε στην δεύτερη φάση, που ήταν η αδρανοποίηση του δέρματος. Αυτός είναι ένας ζωντανός οργανισμός, πρέπει να τον αδρανοποιήσουμε, να τον κάνουμε όπως είναι ένα ξερό ξύλο, μια πέτρα, να μην έχει ζωή. Αυτή η κατεργασία γινόταν, σας είπα, γνωστή από παλιά, με χίλιους τρόπους, με φυτά, με ρίζες από φυτά, από δέντρα, χρησιμοποιούσαν διάφορα εκχυλίσματα, για να το κάνουν. Εδώ αυτό που χρησιμοποιούσαν ήταν το βελανίδι. Το βελανίδι έχει μέσα μια ουσία κυρίως, η οποία λέγεται τανίνη. [00:20:00]Αυτήν τη βρίσκουμε, ας πούμε, στο κόκκινο το κρασί. Όταν είναι πολύ δυνατό το κόκκινο το κρασί, εκείνο το μούδιασμα που κάνει λίγο στη γλώσσα μας είναι εξαιτίας της τανίνης. Η τανίνη λοιπόν είναι αυτή που σε μεγάλη ποσότητα αδρανοποιεί το δέρμα, στην ουσία σκοτώνει τη ζωτικότητά του, ας πούμε. Χρησιμοποιούσαν λοιπόν αλεσμένο βελανίδι, το οποίο το διέλυαν σε δοχεία μεγάλα ξύλινα, βαρέλια ξύλινα, λοιπόν, γιατί το βελανίδι, αυτή η τανίνη έρχεται σε επαφή και καταστρέφει τον ασβέστη, άρα δεν μπορούσες να έχεις χτισμένες δεξαμενές. Λοιπόν, χειριζόταν μόνο μεγάλες ξύλινες δεξαμενές, στις οποίες έκαναν έναν χυλό από βελανίδι, ζεστό νερό, και βουτούσαν τα δέρματα εκεί μέσα, τα ανακάτευαν και τα άφηναν, ας πούμε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι μέρες, για να μπορέσουν να πάρουν αυτήν τη δέψη, και έπαιρναν και ταυτόχρονα κι αυτό το χρώμα που βλέπουμε στο δέρμα επάνω. Και η τρίτη φάση μετά ήταν αδιαβροχοποίηση του δέρματος. Αυτό το δέρμα που το παίρνανε δεν ήταν αδιαβροχοποιημένο. Η αδιαβροχοποίηση γινόταν με επάλειψη με λίπος, σε πρώτη φάση, με λίπος το οποίο το έπαιρναν από τους κρεοπώλες, αυτά τα λίπη που έμεναν, όπως βγάζουν απ' τα σφάγια το λίπος, το έλιωναν και άλειφαν τα δέρματα με αυτό το λίπος. Ρουφούσε λίπος μέσα, ό,τι έμενε απέξω και πάγωνε, το καθάριζαν βουτώντας το μέσα σε ζεστό νερό, και ξανά και ξανά, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές, γινόταν αυτή η διεργασία, για να ρουφήξει λίπος μέσα. Το άπλωναν, το στέγνωναν, και ήταν έτοιμο το δέρμα για χρήση. Αυτές τις τρεις φάσεις έχουμε στη βυρσοδεψία. Χονδρικά, πολύ χονδρικά, αυτή είναι η διεργασία. Αν θέλετε, μπορούμε να πάμε μέσα, ταυτόχρονα να φωτογραφίζετε κάποια πράγματα και να σας δείχνω αυτά τα πράγματα που σας έλεγα. Έτσι; Να κρατήσω εγώ αυτό, αν θέλετε, για να έχετε τη φωτογραφική μηχανή εσείς. Λοιπόν, αυτά θα τ' αφήσουνε εκεί. Λίγο φως ακόμα… Λοιπόν, έχω ορισμένα σταντ εδώ. Εδώ μιλάω για τον τόπο μας, για την περιοχή. Έχω φωτογραφίες απ' την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι άνθρωποι φορούν φέσι στο κεφάλι τους ακόμα. Έτσι; Λοιπόν, μιλούμε λίγο πολύ για αυτά τα πράγματα που σας έλεγα. Ο Ενιπέας εδώ ο ποταμός, γνωστός από αναφορά του Ομήρου, βλέπουμε στον Όμηρο αναφορές για τον Ενιπέα. Αυτός είναι ο χώρος μας. Σε αυτόν τον χώρο έχουμε αυτό το βυρσοδεψείο. Σε εκείνο το σταντ, αν το φωτογραφίσετε, πάνω πάνω είναι η κατάσταση όπως ήταν πριν κάνω εγώ αυτήν την αναπαλαίωση που κάναμε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Από κάτω είναι η φωτογραφία του παππού μου. Δίπλα είναι ένα μητρώο, μια φωτογραφία από ένα μητρώο του Δημοτικού Σχολείου Λιτόχωρου, που φαίνεται ο παππούς το 1880, που γράφεται εκεί. Το '80 γεννήθηκε ο παππούς, το '88-'89 που γράφτηκε εκεί, και λέει μέσα «Επιτήδευμα πατρός», όπως γράφαμε εμείς τα νεότερα χρόνια «Επάγγελμα πατρός: βυρσοδέψης». Έχουμε τεκμηριωμένο δηλαδή ότι το 1888 εδώ μέσα υπήρχε το βυρσοδεψείο. Κάτω είναι μια φωτογραφία, ο πατέρας μου εξ αριστερών, εκεί, με κάποιους άλλους τεχνίτες που ασκούν τη βυρσοδεψία. Λοιπόν, εδώ ελάτε να πάρετε φωτογραφίες. Εδώ, αυτό το σταντ αν το φωτογραφίσετε, μπορείτε να το έχετε. Εδώ έχω την αρχαιότερη περιγραφή κατεργασίας του Ομήρου, που σας λέω, είναι ένα κομμάτι απ' το Όμηρο, πάρτε το, φωτογραφίστε το αυτό. Κι εδώ, σε ένα κομμάτι που έγραψα απ' τον Δημήτρη Χατζή, σύγχρονο σχετικά, μιλάει για τους ταμπάκηδες των Ιωαννίνων, οι βυρσοδέψες, οι οποίοι ζουν και αυτοί την παρακμή του επαγγέλματος και αναγκάζεται ένας ταμπάκης, ένας βυρσοδέψης, να γίνει κυνηγός, να πάει να σκοτώσει πουλιά στο δάσος, για να πάει να τα πουλήσει στο παζάρι και να μπορέσει να επιβιώσει, να ζήσει. Και αυτός που είχε το κυνήγι για χόμπι, ξαφνικά το κυνήγι τού γίνεται μέσο ζωής, ας πούμε, τελείωσε το βυρσοδεψείο του. Και λέει λοιπόν εδώ ο Χατζής ότι τα παλιά μικρά εργαστήρια, τα βυρσοδεψεία, αποτελούν πια παρελθόν, και όπως γράφει: «Οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμισαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από ουρλιαχτά μηχανών». Ήρθε δηλαδή η μηχανοποιημένη βυρσοδεψία και σκότωσε την ταμπάκικη Ιεριχώ, την παράδοση της βυρσοδεψίας, έτσι; Είναι απ' Το τέλος της μικρής μας πόλης, που γράφει ο Δημήτρης Χατζής. Εδώ έχω την τεχνική της βυρσοδεψίας. Σε αυτήν εδώ τη φωτογραφία μπορείτε να δείτε τον βυρσοδέψη οποίος έχει βάλει ασβέστη απ' την παραμονή τα δέρματα, [00:25:00]έχει βγάλει την τρίχα, και την άλλη μέρα έρχεται και κάνει αυτό το ξύσιμο, είναι ακριβώς εκείνα τα καβαλέτα, βρίσκονται από τότε, και εκείνα τα ημικυκλικά μαχαίρια που βλέπετε από κάτω, τα οποία προσαρμόζονται πάνω στην… έτσι; Λοιπόν. Στη συνέχεια… Πάτε κοντά να φωτογραφίσετε εκείνη την ξύλινη λεκάνη. Περάστε μέσα από κει. Είναι αλεσμένος καρπός βελανιδιάς. Κι εκεί πάνω υπάρχει κι αυτό το... να το ανοίξουμε το... εκείνο το μεταλλικό, πάρτε το αυτό, δώστε μου λίγο... όχι, όχι, αυτό το μεταλλικό. Αυτό λοιπόν εδώ είναι όπως έχουμε το γράδος στην οινοποιία σήμερα και μετρούμε τον βαθμό του οινοπνεύματος, αυτό είναι που μετρούσε την ένδειξη της τανίνης, πόσο τανίνη έχει. Δηλαδή, η τανίνη ήταν βασικό στοιχείο για τη βυρσοδεψία. Και σήμερα αν πάμε στην αγγλική γλώσσα ή στη γαλλική, στα γαλλικά το βυρσοδεψείο λέγεται tannerie, απ' την τανίνη. Tannery στα αγγλικά, δηλαδή «τανινοποιείο», έτσι; [Δ.Α.] Λοιπόν, εδώ έχουμε τα δέρματα, αυτό το δέρμα εδώ είναι όπως βγήκε, πριν αρχίσει να γίνει η αδιαβροχοποίηση, έτσι όπως βγαίνει μέσα. Εδώ έχουμε αυτά τα εργαλεία. Τι εργαλεία δηλαδή; Ό,τι έμειναν κατάλοιπα. Αυτή είναι μια φουφού, με μια κατσαρόλα στην οποία έβαζαν το λίπος, άλειφαν το δέρμα, για να μπορέσει να φτάσει σε μια κατάσταση αδιαβροχοποιημένη, όπως είναι αυτά τα δέρματα που έχω εδώ. Εκεί, σε εκείνη τη φωτογραφία, που την έχω πάρει από ένα σύγχρονο φωτογραφείο της Θράκης, εκεί ο βυρσοδέψης έχει πάρει τα δέρματα, τα έχει αλείψει με λάδι και τα έχει κρεμάσει για να στεγνώσουν. Και παίζει με τις ανταύγειες του ήλιου, με το χτύπημα του ήλιου, μέσα ας πούμε, και είναι μια πολύ όμορφη φωτογραφία, τη βρήκα σε μια έκθεση και την πήρα. Και από εκεί και πέρα, η παλιά ζυγαριά, με την οποία τα δέρματα τα πουλούσαν με το κιλό. Στόχος αυτής της διαδικασίας ήταν να γίνουν αυτά εδώ τα σαμάρια. Το βλέπετε αυτό το σαμάρι. Έτσι; Το οποίο είναι το τέτοιο, έχει το δέρμα του ζώου από πάνω και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά. Το κλασικό σαμάρι, που το 'χουμε δει. Έψαξα να βρω τους τελευταίους τεχνίτες που υπήρχαν στην Ελλάδα, πριν δέκα χρόνια ακόμα –μπορεί να μην είναι και εν ζωή τώρα αυτοί οι άνθρωποι όλοι–, για να μου κάνουν ένα παλιό σαμάρι με δέρμα, να το κρατήσω. Και πάμε δίπλα –την έχω δίπλα– να σας δείξω και μία λαιμαριά, που σας είπα, που ήταν πολύ βασικό στοιχείο. Η Κατερίνη που ήταν κάμπος είχε πάρα πολλά κάρα, τα οποία τα τραβούσαν όλα λαιμαριές. Οι άμαξες, όπου υπήρχαν, ήταν με ζώα που φορούσαν αυτήν τη λαιμαριά. Αυτό εδώ είναι το... Φωτογραφίστε το, αυτή είναι η λαιμαριά. Έτσι; Αυτό το πράγμα το οποίο το φοράει το ζώο... και με τις αλυσίδες αυτές… Να ανοίξουμε λίγο να έχει φως για τη φωτογραφία. Λοιπόν, ωραία. Πάρτε και μια τελευταία φωτογραφία απ' ό,τι βρίσκω εδώ ενδιαφέρον. Εδώ είναι ένα αντίγραφο από πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. Είναι τα ελληνικά επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα. Είναι από τα πρώιμα έργα του Τσαρούχη, του 1930. Θεωρώ ότι είχε θέση εδώ μέσα κι αυτό το πράγμα. Έχουμε τα κλασικά επαγγέλματα, τα πρώτα, το έβαλα εδώ, και εδώ ένα δίπλωμα, που μπήκε για τον παππού, το οποίο βέβαια δεν είναι για τα δέρματα, είναι για τα «παρ' αυτού», όπως λέει, «πραχθέντα οινοπνευματώδη». Έβγαλε κρασί και τσίπουρο εδώ, δίπλα στο βυρσοδεψείο, ήταν οι παράλληλες ασχολίες τους. Το πήγε στην έκθεση του 1936 στη Θεσσαλονίκης και πήρε το βραβείο, το οποίο ήταν [Δ.Α.]. Λοιπόν, πάμε να καθίσουμε και με ρωτάτε ό,τι θέλετε. Λοιπόν, καθόμαστε και συνεχίζουμε.
Να αναφέρουμε και το όνομα του παππού σας.
Ο παππούς μου λεγόταν Ιωάννης Λάππας, Γιάννης Λάππας. Φέρω το όνομά του μόνο... ήταν εκ μητρός ο παππούς μου. Ο πατέρας μου ήταν Κυρίτσης, ο παππούς μου λεγόταν Γιάννης Λάππας. Ο πατέρας μου ήταν Βαγγέλης Κυρίτσης, για αυτό είμαι Κυρίτσης κι εγώ. Βασικά, οι Λαππαίοι ήταν εδώ, απόγονοι βέβαια του κλεφταρματολού του Λάππα, που ήταν πρωτοπαλίκαρο του Ζίδρουγκα, στον Όλυμπο, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Ο πατέρας μου ήρθε γαμπρός και ακολούθησε το επάγγελμα του πεθερού του μέσα. Ο πατέρας μου ήταν Βορειοηπειρώτης στην καταγωγή, τρίτης γενιάς βέβαια και ο ίδιος, και κάποιοι απ' το σόι του, απ' το συγγενολόι του, ασκούσαν κι εκείνοι τη βυρσοδεψία, ήταν δηλαδή κοντά, εκ συγγενείας, με το επάγγελμα. [00:30:00]Ήρθε εδώ, βρήκε τη μητέρα μου, τον παππού, και συνέχισε εδώ μέσα να ασκεί αυτό το επάγγελμα. Δεν ξέρω αν σας ήμουν αναλυτικός ή αν τα είπαμε καλά. Δηλαδή αν περιμένατε κάτι διαφορετικό.
Πολύ καλά, όχι, πολύ καλά τα είπαμε. Θα ήθελα να μου πείτε έτσι και κάποιες αναμνήσεις σας εδώ στον συγκεκριμένο χώρο, ως παιδί.
Ναι. Οι αναμνήσεις μου είναι με τους μύλους και την παραγωγική διαδικασία, που, όπως λέω πολλές φορές και στα παιδιά στο πανεπιστήμιο, άλλοτε διά τον άρτον, σήμερα διά τα θεάματα. Ήταν μία παραγωγική διαδικασία. Ερχόμουν εδώ, υπήρχε πάρα πολύ κόσμος μέσα σε αυτήν την περιοχή, οι οποίοι ήταν οι άνθρωποι της μέρας, όχι άνθρωποι της νύχτας. Τώρα εδώ μαζεύονται τη νύχτα για τα μπαράκια. Είναι ό,τι έπαθαν όλοι οι μύλοι στην Ελλάδα, έτσι; Λοιπόν, ο μύλος στη Θεσσαλονίκη, ο νερόμυλος, έχουν γίνει εστιατόρια, μπαρ, όλα αυτά τα πράγματα. Ερχόμουν εδώ. Είχε πάρα μουλάρια η περιοχή. Ερχόταν, άλλοι έφερναν τα γάλατα, άλλοι έφερναν για το τυροκομείο, κυρίως σιτάρια και έπαιρναν αλεύρι που το άλεθαν στους μύλους. Με την ευκαιρία ερχόταν κι εδώ στο βυρσοδεψείο, έπαιρναν κανένα δέρμα να πάνε να τους το… σαμαρά να τους κάνει σαμάρια, λοιπόν. Ήταν μια πολύβουη περιοχή εδώ, να χρησιμοποιήσω τον όρο για τα πράγματα. Τότε, στην ησυχία του Λιτοχώρου, εγώ ήμουν ένα μικρό παιδί, τα έβλεπα όλα αυτά τα πράγματα, αλλά δεν μου δημιουργούσαν μια πολύ μεγάλη έλξη, πότε να μεγαλώσω να κάνω κι εγώ αυτήν τη δουλειά. Την έκανα ευχάριστα σε έναν βαθμό βοηθώντας λίγο, μικρό παιδί ήμουνα, τον πατέρα μου κυρίως. Ο παππούς είχε αρχίσει σιγά σιγά να παροπλίζεται και να μπαίνει σε έναν καθοδηγητικό απλώς ρόλο, «κάνε το έτσι, κάνε το αλλιώς», να ψιλοβοηθώ. Ήταν αυτό που έλεγαν, ότι τα 'παιρνα τα γράμματα, και έφυγα στα 18 μου χρόνια από εδώ να σπουδάσω. Το 1970 φεύγω απ' το Λιτόχωρο να πάω στο Πανεπιστήμιο. Είναι η εποχή που και το βυρσοδεψείο, στην ουσία, σταματάει πια τη δραστηριότητά του.
Segment 3
Η αγάπη για τον Όλυμπο, ο Χρήστος Κάκαλος και η πρώτη ανάβαση στην κορυφή
00:32:00 - 00:41:11
Πείτε μου για το επάγγελμά σας... Η αγάπη σας για τον τόπο και για τον Όλυμπο σας οδήγησε να γράψετε και πολλά κείμενα.
Έχω γράψει κείμενα. Ναι. Λοιπόν, λέω πολλές φορές, χαμογελώντας βέβαια, χωρίς να το ισχυρίζομαι, ότι κανένας που ξέρει τον Όλυμπο καλύτερα από μένα δεν μπορεί να γράψει όπως εγώ και κανένας που μπορεί να γράψει καλύτερα από μένα δεν ξέρει τον Όλυμπο όσο εγώ. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, θέλω να πω ότι αγάπησα… μεγάλωσα, βλέπετε [Δ.Α.]. Εδώ είμαστε κάτω απ' τις κορυφές του βουνού, όπως κι εσείς εκεί που ζείτε. Αγάπησα αυτό το βουνό, το έβαλα στη συλλογιστική μου, το έβαλα στις μελέτες μου. Η διδακτορική μου διατριβή είναι κάποια μοντέλα φυσικού περιβάλλοντος τα οποία έγιναν πάνω στον Όλυμπο. Με ενδιέφερε πάρα πολύ η Ιστορία. Έτυχε, και μέσα σε όλη αυτήν τη συγκυρία, ένας αδερφικός φίλος του παππού μου, του Γιάννη του Λάππα, που ήταν βυρσοδέψης εδώ, να είναι ο Χρήστος ο Κάκαλος, αυτός που είναι ο άνθρωπος αυτός που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1913 στην κορυφή του Ολύμπου, οδηγώντας δυο Ελβετούς. Αυτό το πράγμα σε εμένα, θυμάμαι τον μπαρμπα-Χρήστο με τον παππού μου να πίνουν κανένα τσιπουράκι, δύο γερόντια, και να διηγούνται τα παλιά. Αυτά όλα στη φαντασία την δική μου ήταν ένας μύθος, έτσι, και μια έκσταση, ας πούμε, το πώς ανέβηκε ο ένας στον Όλυμπο, πώς ήταν ο παππούς του άλλου κλεφταρματολός, πώς πολεμούσε τους Τούρκους. Όλα αυτά τα πράγματα στα αυτιά ενός μικρού παιδιού φάνταζαν ένα μεγαλείο. Άρχισα να μπαίνω στην ιστορία μετά, να βλέπω εκείνους τους δυο τους Ελβετούς, που έγραφαν όλες τις εγκυκλοπαίδειες, στον Όλυμπο ανέβηκαν το 1913 δύο Ελβετοί, λέει, ο Frédéric Boissonnas και ο Daniel Baud-Bovy, βοηθούμενοι από έναν Λιτοχωρίτη, τον Χρήστο Κάκαλο. Εγώ άκουγα τις διηγήσεις του παππού εδώ, του μπαρμπα-Χρήστου, που είπε ότι αυτός ανέβηκε, ας πούμε, και τους έδειξε. Έγινε ένας στόχος ζωής, αν θέλετε, παράλληλα με τα πράγματα, να ξετυλίξω αυτό το κουβάρι της πρώτης ανάβασης. Άρχισα να ψάχνω, ο Boissonnas που είναι απ' τους πρώτους, αυτούς τους δυο Ελβετούς που πρωτοανέβηκαν στον Όλυμπο, ήταν ένας σπουδαίος φωτογράφος. Έτσι τον ξέρουν όλοι, ήταν ίσως ο μεγαλύτερος φωτογράφος του 20ου αιώνα παγκοσμίως. Και θέλησε η μοίρα αυτός να 'ρθεί αυτός, ν' ανεβεί μαζί με τον Daniel Baud-Bovy, τον φίλο του, ο οποίος φιλέλληνας κι εκείνος, πρύτανης στη σχολή καλών τεχνών της Γενεύης, πήραν τον Χρήστο Κάκαλο από εδώ και ανέβηκαν οι τρεις τους πάνω. Ήθελα να το ξετυλίξω όλο αυτό το κουβάρι. Έψαχνα χρόνια τα αρχεία, πήγα πολλές φορές στη Γενεύη. Εντόπισα το αρχείο, το φωτογραφικό αρχείο του Boissonnas, με τις πρώτες φωτογραφίες για τον Όλυμπο, και υπάρχει ένα πολύ ωραίο λεύκωμα, το οποίο φωτογραφίστε το αν θέλετε. Αν είχα ένα θα σας έδινα.
Το έχω!
Το έχετε αυτό; Έχει εξαντληθεί σαν έκδοση και το ξαναβγάζει τώρα ο δήμος, το ξαναβγάζει τώρα ο δήμος. [00:35:00]Έχει κάνει άλλες τέσσερις εκδόσεις. Λοιπόν, είναι αυτό, αν θέλετε φωτογραφίστε το, αν το έχετε... Λοιπόν, μέσα γράφω για τον παππού μου, εδώ, τον Γιάννη Λάππα, τις ιστορίες με τον Χρήστο Κάκαλο, και κυρίως αναδεικνύω το ότι όταν ανέβαιναν οι τρεις τους πάνω για πρώτη φορά, τους τύλιξε ένα σύννεφο, έφτασαν σε μια κορυφούλα, σ' αυτό που λέμε εμείς σήμερα Μικρό Μύτικα, «Ταρπηία Πέτρα» το ονόμασαν αυτοί τότε. Έφτασαν εκεί πάνω και πίστεψαν ότι έφτασαν στην κορυφή. Ξαφνικά, ανοίγει το σύννεφο, λοιπόν, και βλέπουν την κορυφή από πάνω τους, και ήταν ακατόρθωτη, πίστευαν. Λοιπόν, βγάζει ο Κάκαλος τα παπούτσια του τότε και αναρριχάται πάνω στην κορυφή δείχνοντάς τους τον δρόμο. Περιγράφει πάρα πολύ, έτσι, σπαρακτικά ο Bovy ότι ακολουθούσαν τα σημάδια απ' τα ματωμένα πόδια του πάνω στα βράχια. Λοιπόν, γιατί εκείνος ξυπόλυτος, δεν βασιζόταν, ούτε είχε τα ορειβατικά τα άρβυλα ο Κάκαλος, προφανώς εκείνα τα κυρατζίδικα που λέγαμε εδώ, τα παπούτσια τα οποία είχαν καρφιά καρφιά από κάτω, για να μη χαλούν στις πέτρες. Λοιπόν, τα έβγαλε εκείνα τα παπούτσια και ανέβηκε ξυπόλητος επάνω. Και όταν ανέβηκε πάνω, τους λέει, φωνάζει: «Γκορφή, ελάτε επάνω!» ας πούμε. Και οι Ελβετοί χρησιμοποιούν στα κείμενά τους την έκφραση στα ελληνικά, όπως τους το φώναξε: «Γκορφή, ελάτε πάνω!». Και λέω πολλές φορές ότι είναι ένα μήνυμα για όλους εμάς, ότι μέσα απ' τον δύσκολο δρόμο, ελάτε πάνω στην κορυφή, την οποιαδήποτε κορυφή. Ναι. Δούλεψα αρκετά γι' αυτήν τη δουλειά και παρουσιάζω εκτεταμένα και την ιστορία του Ολύμπου, όσο μπορώ, έτσι, από όλες τις πλευρές να το δω. Που έχει ενδιαφέρον, του Χρήστου Κάκαλου. Τον γνώρισα καλά. Ήταν φίλος του παππού μου. Ο παππούς μου πέθανε σε ηλικία 85 ετών, ο Γιάννης Λάππας, αυτός πέθανε στα 95, οπότε με έδωσε άλλα δέκα χρόνια περιθώριο, ας πούμε, να τον ζήσω περισσότερο. Χάθηκε ο παππούς μου, αλλά αυτός ήταν εν ζωή και ήταν πολύ ακμαίος. Το 1973 έκανε την τελευταία του ανάβαση στις κορυφές και ήμουν απ' τους ανθρώπους που πήγαμε μαζί. Εμείς τον πήραμε τότε, τα νέα παιδιά. Εγώ και ένας φίλος μου ο Γιώργος ο Λάμπρου, ο οποίος ήταν γείτονάς του. Πήραμε τον παππού, πήραμε τη φοιτητική μας την παρέα τότε, τις κοπελιές μας, τους φίλους μας, και ανεβήκαμε στον Όλυμπο το 1973. Και με τον Κώστα Ζολώτα ανέβηκε μέχρι την κορυφή, στα 93 του. Πέθανε στα 96. Κι υπάρχουν πολλές χαρούμενες ιστορίες, έτσι, μπορώ να σας πω πολλά πράγματα για τον μπαρμπα-Χρήστο. Λοιπόν, σύγκρουση δύο πολιτισμών, δύο κουλτούρες. Ο Χρήστος ο Κάκαλος ήταν ένας κυνηγός, ένας ξυλοκόπος, ένας κυνηγός, ένας άνθρωπος του βουνού. Ήρθε κάποια εποχή εδώ ο Βασίλης Ιθακήσιος, γνωστός ζωγράφος του Ολύμπου, έμενε σε μια σπηλιά τα καλοκαίρια και ζωγράφισε, έχει αφήσει απίθανους πίνακες, απ' τους γνωστούς ζωγράφους στην Ελλάδα. Και ο μπαρμπα-Χρήστος τον βοηθούσε, λοιπόν. Το 1973, μετά αυτήν την ανάβαση που κάναμε στις κορυφές, μαθεύτηκε, έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής ότι ο Κάκαλος ξανανέβηκε στα 93 του στην κορυφή του Ολύμπου. Ζούσε τότε ο Φρέντυ Γερμανός και τον κάλεσε μαζί με τον Ιθακήσιο στο... «Αλάτι και Πιπέρι»... «Αλάτι και Πιπέρι» την έλεγε την εκπομπή; Ναι, «Αλάτι και Πιπέρι». Την έλεγε ο Φρέντυ Γερμανός την εκπομπή του στην τηλεόραση. Μια ΕΡΤ υπήρχε τότε. Όλος ο κόσμος έβλεπε αυτό σαν τηλεόραση. Λοιπόν, εκεί ο μπαρμπα-Χρήστος, μην ξεχνάτε ότι ήταν ένας άνθρωπος, δεν ήταν λόγιος, ήταν και μεγάλης ηλικίας, 95 χρονών, ζορισμένος απ' τα φώτα της τηλεόρασης. Εκεί πάνω λοιπόν συζητούσαν, ο Ιθακήσιος είπε, ο Βασίλης Ιθακήσιος λέει: «Μπορεί να μην ήταν ο Κάκαλος αυτός που ανέβηκε πάνω πρώτος». Λέει: «Μπορεί να είχαν ανεβεί κλέφτες, αρματολοί...» ξέρω 'γώ. Βέβαια, και αυτό είναι μία εικασία που δεν έχει νόημα, γιατί δεν είχε κανένας ενδιαφέρον να πάει να ανέβει σε εκείνη την κορυφή. Αν σας ρωτήσω εσάς στο χωριό που μένετε: «Έχετε πάει ποτέ πίσω από εκείνο το σπίτι;». Μπορεί να μου πείτε: «Τι να κάνω; Δεν χρειάστηκε να πάω, τι να κάνω;». Κάπως έτσι ήταν και αυτές οι κορυφές. Εντάξει, εκεί ήταν βράχια, δεν ήταν… Ήρθε ο Ελβετός. Ο Ελβετός αυτό έφερε, έφερε τη σπίθα, ας πούμε, ότι: «Ας ανέβουμε εκεί πάνω που είναι ο θρόνος του Δία, ο θρόνος των θεών». Λοιπόν, και μπαίνει και ο άλλος στο παιχνίδι, ότι: «Μπορείς να το κάνεις;». «Μπορώ, βεβαίως μπορώ να το κάνω, είμαι ικανός, ξέρω να σκαρφαλώσω, ξέρω να ανεβώ, ελάτε να σας πάω». Λοιπόν, δεν υπήρχε λόγος να ανεβεί κάποιος, δεν είχε λόγο να πάει κάποιος εκεί. Και όταν ήρθε ο μπαρμπα-Χρήστος, του λέγαμε: «Καλά, άφησες τον Ιθακήσιο να λέει ότι δεν ήσουν εσύ που ανέβηκες πρώτος;». «Αν δεν ανέβηκα εγώ, ποιος ανέβηκε; Αυτός; Το σαβούρι, που δεν ήταν σε θέση να βράσει μια οκά γάλα; Εγώ του τα 'κανα όλα». Εντάξει. [00:40:00]Λοιπόν, αυτός έβλεπε μόνο την ανδρειότητα, ο άλλος έβλεπε την τέχνη, είχε τον συλλογισμό. Εν πάση περιπτώσει, έζησαν με τις αντιθέσεις τους, αλλά ωραία. Κι έγραψε ο Φρέντυ Γερμανός μετά τη συνέντευξη, που τους είχε στο «Αλάτι και Πιπέρι» –ναι, «Αλάτι και Πιπέρι» την έλεγε την εκπομπή–, έγραψε ένα άρθρο στην Απογευματινή, μεγάλης κυκλοφορίας τότε, ότι δήθεν χαιρέτησε, λέει, ο Κάκαλος τον Ιθακήσιο στην πλατεία του Λιτοχώρου και του είπε: «Στο καλό, κυρ Βασίλη, και μην αφήσεις την Αθήνα να σε καταπιεί». Λοιπόν, ήταν η τελευταία του ευχή: «Μην αφήσεις την Αθήνα να σε καταπιεί». Και το λέω πολλές φορές, ας μην αφήσουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής να καταπιέσει και να πνίξει ό,τι διατηρεί αυτή η χώρα και αυτός ο λαός σαν κουλτούρα, σαν υπόβαθρο, σαν ταυτότητα. Αυτά και για τον μπαρμπα-Χρήστο.
Πολύ ωραία. Κύριε Ιωάννη, ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα αυτά που μας είπατε, είχαν πολύ ενδιαφέρον όλα αυτά που είπατε.
Ελπίζω να είναι χρήσιμη η καταγραφή, ό,τι μπορούμε να καταθέσουμε και να καταγράψουμε από αυτές τις ιστορίες του παρελθόντος έχουν τη δική τους αξία. Να 'στε καλά κι εσείς και ευχαριστώ για την επίσκεψη!
Ευχαριστώ!
Photos

Εκθέματα
Στη φωτογραφία φαίνονται μία ζυγαριά, ένα ...

Εκθέματα
Αντικείμενα μου χρησιμοποιούσαν κατά τη δι ...

Ιωάννης Κυρίτσης
Ο αφηγητής φωτογραφήθηκε κρατώντας το βιβλ ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Ιωάννης Κυρίτσης, απόγονος βυρσοδεψών, μοιράζεται στοιχεία από τη μακρά οικογενειακή παράδοση, παρουσιάζοντας συγχρόνως όψεις της ιστορικής πορείας της βυρσοδεψίας από την αρχαιότητα έως τη σταδιακή παρακμή της τη δεκαετία του ‘60. Περιγράφει αναλυτικά τη διαδικασία κατεργασίας του δέρματος, ενώ μας μιλά και για την άνθηση της τέχνης αυτής στην περιοχή του Λιτοχώρου, δίνοτάς μας παράλληλα στοιχεία για την οικονομία του τόπου και τις αλλαγές που επήλθαν στο πέρασμα των χρόνων. Αναφέρεται επίσης στον φίλο του παππού του Χρήστο Κάκαλο, ο οποίος, μαζί με δύο Ελβετούς, είναι ο πρώτος που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου το 1913. Οι διηγήσεις του μπαρμπα-Χρήστου, όπως λέει, εξήψαν τόσο την παιδική του φαντασία, που θέλησε αργότερα να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας, αλλά και να τον συνοδεύσει στην τελευταία του ανάβαση το 1973.
Narrators
Ιωάννης Κυρίτσης
Field Reporters
Μαριάννα Ναβροζίδου
Tags
Interview Date
21/10/2020
Duration
41'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Ιωάννης Κυρίτσης, απόγονος βυρσοδεψών, μοιράζεται στοιχεία από τη μακρά οικογενειακή παράδοση, παρουσιάζοντας συγχρόνως όψεις της ιστορικής πορείας της βυρσοδεψίας από την αρχαιότητα έως τη σταδιακή παρακμή της τη δεκαετία του ‘60. Περιγράφει αναλυτικά τη διαδικασία κατεργασίας του δέρματος, ενώ μας μιλά και για την άνθηση της τέχνης αυτής στην περιοχή του Λιτοχώρου, δίνοτάς μας παράλληλα στοιχεία για την οικονομία του τόπου και τις αλλαγές που επήλθαν στο πέρασμα των χρόνων. Αναφέρεται επίσης στον φίλο του παππού του Χρήστο Κάκαλο, ο οποίος, μαζί με δύο Ελβετούς, είναι ο πρώτος που ανέβηκε στην κορυφή του Ολύμπου το 1913. Οι διηγήσεις του μπαρμπα-Χρήστου, όπως λέει, εξήψαν τόσο την παιδική του φαντασία, που θέλησε αργότερα να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας, αλλά και να τον συνοδεύσει στην τελευταία του ανάβαση το 1973.
Narrators
Ιωάννης Κυρίτσης
Field Reporters
Μαριάννα Ναβροζίδου
Tags
Interview Date
21/10/2020
Duration
41'