Η βυρσοδεψία στη Χίο, 1978-1995
Segment 1
Αναμνήσεις από την Κατοχή και από την οικογένεια
00:00:00 - 00:06:25
Partial Transcript
Καλησπέρα! Θα μας πείτε το όνομά σας; Γιάννης Φώτης. Είναι Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020, είμαι με τον Γιάννη Φώτη, βρισκόμαστε στον Κοφιν…αία κι αυτά–, γεμιστά... Έκανα και έδινα και του παπά. Όταν επρωτοπαντρεύτηκε, τον στέλναμε με το τσουκάλι από δω το φαγητό στο σπίτι. Ναι.
Lead to transcriptSegment 2
Ο Κοφινάς της Χίου τότε και η αδερφή στην Αυστραλία
00:06:25 - 00:14:23
Partial Transcript
Θα ήθελα να μου παρουσιάσετε τη γειτονιά σας, τον Κοφινά της Χίου, έτσι όπως τον γνωρίσατε εσείς. Τι δρόμους είχε ο Κοφινάς; Αυτούς που είν…νε οικογενειακώς στην Αυστραλία. Και τα παιδιά... Εκείνο... Τα σπούδασε και τα μεγάλωσε. Είχε σπουδάσει εκεί σαν νοσοκόμα και ήτανε μόνιμα.
Lead to transcriptSegment 3
Για τη μαστίχα, το νερό στο νησί, την εισαγωγή της τηλεόρασης, τα παιδικά παιχνίδια και τον τόπο καταγωγής του αφηγητή
00:14:23 - 00:18:40
Partial Transcript
Εδώ, η Χίος, βγάζει ένα ιδιαίτερο προϊόν, τη μαστίχα. Ναι. Μιλήστε μας για τη μαστίχα της Χίου. Κατ’ αρχήν, η μαστίχα θέλει κάθε δέντρο ν…ε από τον στρατό, δουλέψατε λίγα χρόνια μετά στο εμπορικό κατάστημα. Είκοσι χρόνια δούλεψα. Και δεκαεξίμισι χρόνια ήμουνα στα βυρσοδεψεία.
Lead to transcriptSegment 4
Για τη δουλειά στα βυρσοδεψεία της Χίου
00:18:40 - 00:28:44
Partial Transcript
Μετά το εμπορικό κατάστημα, δουλέψατε στα βυρσοδεψεία; Ναι, μετά το εμπορικό κατάστημα. Θυμόσαστε να μας πείτε ποια χρονολογία ξεκινήσατε …οφορίες και γνώσεις πάνω στο επάγγελμα του βυρσοδέψη, στον χώρο των βυρσοδεψείων στη Χίο. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ! Παρακαλώ!
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα! Θα μας πείτε το όνομά σας;
Γιάννης Φώτης.
Είναι Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020, είμαι με τον Γιάννη Φώτη, βρισκόμαστε στον Κοφινά της Χίου, εγώ ονομάζομαι Παναγιώτης Αποστολόπουλος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Πότε γεννηθήκατε;
Το 1937.
Θυμόσαστε να μας πείτε την ακριβή ημερομηνία γέννησής σας;
7 του Γενάρη του ’37.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον εαυτό σας.
Στην Κατοχή των Γερμανών, τώρα. Όταν ήρθαν στη Χίο οι Γερμανοί, ο πατέρας μου είχε βάλει ένα χωράφι που είχενε –ήταν γεωργός–, 15 οργιές πατάτα, και από κει έπεσε σπιουνιά και ήρθανε οι Γερμανοί και μας πήραν τις πατάτες. Οπότε ό,τι προλάβαμε χώσαμε, αλλά έπρεπε κάποτε, όταν τις φάγαμε, να φύγουμε. Και φύγαμε τότες για τη Μέση Ανατολή. Κατ’ αρχήν, πήγαμε με μία βάρκα απέναντι στην Τουρκία και μείναμε έναν μήνα στο Τσεσμέ, σ’ ένα μεγάλο ντάμι μέσα. Ύστερα από ένα μήνα πήγαμε στα Λίτζια για έξι μήνες –εκεί μέναμε σε σπίτια μέσα, ναι– και από κει μετά φύγαμε σιδηροδρομικώς από τη Σμύρνη και πήγαμε στη Συρία. Στη Συρία μέναμε σ’ ένα στρατόπεδο μέσα για ένα χρόνο. Ύστερα από κει, φύγαμε και πήγαμε στις Πηγές του Μωυσέως για έξι μήνες, στην έρημο μέσα, και μας φέρνανε φαγητό με τα αυτοκίνητα, και νερό. Μετά από κει, πήγαμε στην Αντίς Αμπέμπα, Αβησσυνία. Κάναμε ένα χρόνο εκεί, εκεί πρωτοπήγα στην πρώτη τάξη στο σχολείο και ο πατέρας μου ήθελε να ’ρθει εδώ για το χωράφι του. Ενώ είχε δουλειά που ήτανε πολύ επικερδής, κι εκείνος ήθελε να ’ρθει στη Χίο. Ναι. Ήρθαμε εδώ, το χωράφι το ’χενε πακτωμένο σε ένα γείτονα, αλλά είχε δύο αδερφές ο πατέρας μου και εκείνες πήρανε το χωράφι και το πακτώσανε σε άλλον. Και αυτός έβγαζε δέντρα από μέσα και τέτοια και, όταν βρήκε εκείνος, τους άρχισε στις βλαστήμιες και όλα αυτά, και ξύλο... Και ένα σαμάρι ακόμα του γαϊδάρου... Τους πήγε στα χάνια να τους αγοράσουνε το σαμάρι. Και τις λυπήθηκαν στα χάνια αυτά τις γυναίκες και τους δώκανε ένα σαμάρι. Από κει ήρθαμε, βέβαια εδώ, πήγαμε στο σχολείο εδώ, στο 7ο Δημοτικό Σχολείο...
Ο πατέρας σας, ποιο ήταν το όνομά του;
Αντώνιο, Αντώνιο.
Και τι δουλειά έκανε;
Γεωργός ήτανε. Γεωργός, ναι.
Τι καλλιεργούσε;
Δεν περάσαμε καλή ζωή στα παιδικά μας χρόνια, γιατί ήτανε πολύ του πιοτού και χτυπούσε άγρια, αλλά δεν κράτησε πολύ... Η μητέρα μου, λόγω του ότι τη χτυπούσε κι εκείνη, σηκώθηκε και έφυγε στην Αθήνα υπηρέτρια. 52 χρονών απεβίωσε εκείνος και μας αναλάβανε, βέβαια, οι αδερφές που ήτανε εδώ, αλλά με το σκεπτικό ότι να μην έρθει η μάνα μας και να πέσουμε στην αγκαλιά της. Αλλά έγινε το αντίθετο. Πήγαμε παραγιουδάκια... 19 χρονών που ήμουνα, στον Κάμπο με είχε πάρει ένας... αυτό, σαν ψυχοπαίδι, λέγανε, αλλά πολεμούσα κάτι δουλειές, όση μπορούσα σαν παιδάκι. Ναι. Ύστερα, είχα πάει και σε ορισμένα άλλα, αφού μεγάλωσα κομμάτι... Άλλα μαγαζιά. Όταν έγινα 11 χρονών, επήγα σε φούρνο για οχτώ χρόνια, όταν έγινα 18 χρονών και μετά. Ύστερα πήγα σ’ ένα εμπορικό κατάστημα, για να παίρνω περισσότερα χρήματα, και από κει ξεκίνησα και ήκαμα και την οικογένεια, γιατί έκαμα σ’ αυτό το μαγαζί σαράντα χρόνια. Ύστερα, αφότου το μαγαζί αυτό το μετέτρεψε και το ’καμε σε ηλεκτρικά είδη, δεν χρειαζότανε υπάλληλο και αναγκάστηκα να φύγω. Μου βάρεσε ταμείο [00:05:00]ανεργίας και ύστερα έπιασα δουλειά στο βυρσοδεψείο, για δεκαεξίμισι χρόνια.
Ποιο ήταν το όνομα της μητέρας σας;
Σοφία τη λέγανε.
Μικρά παιδιά συνήθως τι τρώγατε;
Τα πάντα. Μακαρόνια –γιατί είχαμε και το χωραφάκι ακόμα– και ακόμα και σιτάρι, που το αλέθανε και το κάνανε πλιγούρι, μακαρόνια χερίσια, φιδέ χερίσιο, σάλτσες εκάναμε από το χωράφι ντομάτες που μαζεύαμε, και τις βάζαν σε λεκάνες μεγάλες, τις βγάζαν στον ήλιο το καλοκαίρι κι αυτό, και τα αποθηκεύανε σε γυάλες μέσα μετά για να ’χουμε τον χειμώνα. Και βάζαμε από πάνω λίγο λαδάκι για να μη χαλάει η ντομάτα. Αυτό.
Εδώ πέρα, στη Χίο, υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο φαγητό το οποίο φτιάχνετε και σας αρέσει ιδιαιτέρως;
Παναγιώτη, όλα τα φαγητά μ’ αρέσουνε, ναι. Έφυγαν τα πάντα, αλλά τώρα με το ζάχαρο αποφεύγω μακαρόνια –που είναι ωραία κι αυτά–, γεμιστά... Έκανα και έδινα και του παπά. Όταν επρωτοπαντρεύτηκε, τον στέλναμε με το τσουκάλι από δω το φαγητό στο σπίτι. Ναι.
Θα ήθελα να μου παρουσιάσετε τη γειτονιά σας, τον Κοφινά της Χίου, έτσι όπως τον γνωρίσατε εσείς. Τι δρόμους είχε ο Κοφινάς;
Αυτούς που είναι τώρα, δεν υπήρχε τίποτα. Ο μόνος που έγινε είναι ο περιφερειακός.
Ποια ήτανε η κατάσταση των δρόμων;
Η κατάσταση των δρόμων ήτανε χωματόδρομοι παλιά. Ύστερα εγινήκαν ασφαλτόδρομοι.
Τι μαγαζιά είχε ο Κοφινάς;
Μαγαζιά; Ένα μαγαζί είχε, κι αυτό έκλεισε. Γιατί δεν έκατσε πολύ καιρό. Ο κόσμος από δω πήγαινε στη Χώρα και ψώνιζε απ’ τα εμπορικά καταστήματα για να τα παίρνει πιο φθηνά. Γιατί εμείς πουλούσαμε... Ήταν τσουβάλια τότε, δεν ήταν το σούπερ μάρκετ. Και ερχόταν από κει ο κόσμος και έκανε σοδειά. Και δεν πηγαίναν στο μπακάλικο –που τα ’δινε ακριβά– να πάρει. Ναι. Ποτές δεν είχε μαγαζί ο Κοφινάς.
Τι εκκλησίες είχε εδώ η περιοχή;
Εκκλησίες είναι ο Άγιος Ματθαίος, όπως είναι στην Καπέλα η Αγία Άννα, ο Άγιος Νικόλαος στον Φραγκομαχαλά...
Και, όταν εόρταζαν αυτές οι εκκλησίες, γινόταν κάποιο πανηγύρι;
Συνήθως αρτοκλασία, όχι με όργανα και τέτοια. Ναι.
Εσείς πηγαίνατε τακτικά, συνήθως, στην εκκλησία;
Ναι, πολύ. Κατείχαμε και πολλά χρόνια τον Άγιο Δημήτρη, που είναι απέναντι στο βουνό. Απάνω. Και κάθε Κυριακή οπωσδήποτε ήμαστε στην εκκλησία. Και πάνω εκεί, όταν γινόταν λειτουργίες, η γιορτή του Αγίου Δημητρίου που γινότανε... Γάμοι, βαφτίσεις γινότανε εκεί απάνω... Ναι.
Τι συναισθήματα σας δημιουργεί η πίστη σας στον Θεό και η Εκκλησία;
Ό,τι βρήκαμε, Παναγιωτάκη μου, αυτά. Πιστεύαμε ότι η πίστη μας είναι πολύ ωραία και όμορφη και ωραίες οδηγίες. Αλλά, δυστυχώς, δεν τις τηρούμε όλοι.
Κοντά στον Κοφινά της Χίου είναι και το λεπροκομείο–
Ναι.
Που δραστηριοποιήθηκε ο Άγιος Νικηφόρος. Εσείς έχετε επισκεφτεί αυτό το μέρος;
Το έχω επισκεφθεί, αλλά τότες δεν είχε λεπρούς, είχανε φύγει οι λεπροί. Γιατί στις Αποκριές πηγαίναμε μέσα εκεί ο κόσμος και έκανε τον περίπατό του.
Με ποιον τρόπο φωτιζόντουσαν τα δωμάτια μέσα στο σπίτι σας για να κάνετε τις δουλειές σας;
Όπως τα βλέπεις Παναγιώτη. Τούτο δω το ’καμα μεγάλο εγώ. Ήτανε παλιόσπιτο και το ’φτιαξα όπως όπως εγώ, και μετά, μετά το ’70, έκαμα το διπλανό, για να μπορέσω να ’χω ένα μπάνιο και να επεκταθώ λίγο παραπάνω. Εδώ ζήσαν τα παιδιά. Ύστερα έκαμε ο παπάς το σπίτι δίπλα. Του το ’χα γράψει εγώ για να κάμω ένα ντουβάρι, να περιορίσω το οικόπεδο, και λέει ο μηχανικός: «Τι να κάνουμε το ντουβάρι; Βγάζουμε άδεια για οικοδομή». Και [00:10:00]έβγαλε εκείνος τότες άδεια για την οικοδομή. Γιατί τα χρήματά του... Είχε δουλέψει αρκετά και είχε χρήματα, παρόλο ότι πήρε και δάνειο άλλα 5.000.000 για να τελειώσει το κάτω.
Πριν έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιούσατε λάμπες πετρελαίου για να δείτε;
Ναι.
Και πώς δούλευε μία λάμπα πετρελαίου;
Κατ’ αρχήν, η πεθερά μου είχενε ένα... Σπίτι ήτανε; Δύο δωμάτια ήτανε, μια μπαράκα με ξύλα. Και πήρε μετά δάνειο και να κάμει σπιτάκι από την Πρόνοια. Αυτά. Και είχα συνεισφέρει κι εγώ σ’ αυτό το σπίτι πολλά.
Όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα και μπήκανε πλέον μέσα στη ζωή μας οι λάμπες–
Ναι, εδώ μετά το ’70 είδαμε το ρεύμα.
Εσείς τι αισθανθήκατε με τη μεγάλη αυτή αλλαγή;
Ευχαρίστηση. Γι’ αυτό πολεμούσα αυτό... Να πάρουμε και το ρεύμα, να ’χουμε και... Ναι.
Εδώ, ο Κοφινάς, ήταν ένα ασφαλές μέρος από άποψη εγκληματικότητας;
Ναι, ήταν ασφαλές. Ήσυχο μέρος.
Εφημερίδες διαβάζατε στη ζωή σας;
Όχι, Παναγιώτη. Ήμουνα αγράμματος, δεν... Μέχρι Γ΄ Δημοτικού επήγα, αφού πέθανε ο πατέρας μου. Μετά σταματήσαμε να πηγαίνουμε στο σχολείο. Στην έκτη τάξη πήρα απολυτήριο σε νυκτερινή σχολή για τρεις μήνες. Τρεις μήνες, πράγματι. Ό,τι... Κι αυτά που έχω, κάτι που είναι αυτά, να πούμε, μέσα στη δουλειά τα χρησιμοποίησα, στο εμπορικό που ήμουνα. Γιατί παραλάβαινα, παράδινα... Την πελατεία... Ζύγιζα, έδινα πράγματα και τέτοια...
Αυτοκίνητο πότε είδατε;
Αυτοκίνητο είχαμε δει παλιά. Αυτοκίνητα, εκείνα με τις ακτίνες. Τα λέμε «φορντάκια».
Και τι συναισθήματα σας προκαλούσε η εικόνα του αυτοκινήτου; Σας έκανε εντύπωση, θαυμασμό;
Ήταν ένα πράγμα το οποίο εξυπηρετούσε τον κόσμο, ναι. Εμείς είχαμε, κατ’ αρχήν, ποδήλατα. Μετά απ’ τα ποδήλατα, πήρα μηχανάκι. Αυτοκίνητο δεν πήρα, γιατί δεν μου βοήθησε τότες η ζωή, το οικονομικό, για να βγάλω και άδεια, να ’χω... Τον καιρό που ’χαμε λεφτά και μπορούσαμε να κάνουμε αυτοκίνητο, δεν μπορούσαμε να οδηγούμε.
Τηλέφωνο; Πότε είδατε και χρησιμοποιήσατε τηλέφωνο;
Και το τηλέφωνο... Ήτανε το ’74 που βάλαμε τηλέφωνο.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα έστειλε πολλούς μετανάστες στο εξωτερικό. Εσείς έχετε συγγενείς μετανάστες;
Έχω μια αδελφή στην Αυστραλία.
Και με ποιον τρόπο επικοινωνείτε με την αδερφή σας στην Αυστραλία;
Με παίρνει εκείνη με το κινητό. Στο τηλέφωνο το σταθερό παίρνει εμένα, ναι. Είχε πριν και σταθερό και την ήπαιρνα κι εγώ, αλλά το ’βγαλε για οικονομία το σταθερό
Πριν βγουν τα κινητά τηλέφωνα, με ποιον τρόπο επικοινωνούσατε;
Με το σταθερό.
Χρησιμοποιούσατε γράμματα, αλληλογραφία με ταχυδρόμο;
Όχι, δεν...
Όταν έφυγε–
Καμιά φορά της έστελνα και κάνα δεματάκι με μαστίχα και αυτά, αλλά μου τα γράφανε από κει, η Στέλλα.
Όταν έφυγε η αδερφή σας για το εξωτερικό, εσείς τι συναισθήματα είχατε;
Δεν ήταν εδώ. Κατ’ αρχήν, εκείνη παντρεύτηκε από 16 ετών στην Αθήνα. Στη Νέα Κηφισιά καθότανε. Εκεί νοικιάζαν σπίτι. Ύστερα, την βοηθήσανε και πήρενε ένα οικόπεδο και κάμαν ένα σπίτι. Τα πουλήσανε από δω δηλαδή και φύγανε οικογενειακώς στην Αυστραλία. Και τα παιδιά... Εκείνο... Τα σπούδασε και τα μεγάλωσε. Είχε σπουδάσει εκεί σαν νοσοκόμα και ήτανε μόνιμα.
Segment 3
Για τη μαστίχα, το νερό στο νησί, την εισαγωγή της τηλεόρασης, τα παιδικά παιχνίδια και τον τόπο καταγωγής του αφηγητή
00:14:23 - 00:18:40
Εδώ, η Χίος, βγάζει ένα ιδιαίτερο προϊόν, τη μαστίχα.
Ναι.
Μιλήστε μας για τη μαστίχα της Χίου.
Κατ’ αρχήν, η μαστίχα θέλει κάθε δέντρο να το καθαρίσεις από κάτω, να στρώσεις ασπρόχωμα και μετά την κεντούμε –τον κορμό της, αυτά– για να βγάλει τη μαστίχα. Μετά είναι το μάζεμα. Τώρα, για το μάζεμα θα πάνε με σκούπες και τέτοια... [00:15:00]Σκούπες όχι του σπιτιού... Κάνουν με αθρίμπα, κάτι αυτά, και τις σκουπίζουνε και τις μαζεύουνε. Από κει έχει μετά πολλή δουλειά.
Πότε γίνεται η συγκομιδή της μαστίχας;
Τώρα, τον Σεπτέμβριο. Κι αυτός... Πιο μπροστά τον είχα πάρει τηλέφωνο τον Νίκο και λέει: «Μακάρι να μη βρέξει ωσότου έρθουμε να τα μαζέψουμε».
Και ποιες ώρες κατά την ημέρα μαζεύουν τη μαστίχα;
Πρωί! Η μαστίχα πάει πρωί! Φεύγεις ξημερώματα μέχρι 10-11 η ώρα. Γιατί μετά σηκώνεται ο ήλιος και δεν... Γιατί η μαστίχα, άμα τη χτυπά ο ήλιος, γίνεται σαν νερό.
Εδώ, θυμόσαστε να μας πείτε με ποιον τρόπο πίνατε νερό, στον Κοφινά της Χίου;
Στον Κοφινά είχε μια βρύση λίγο πιο πάνω... Στο σπιτάκι που ’ναι από την αριστερή πλευρά, λίγο πιο πάνω, μια βρύση του Δήμου... Και πήγαινα με μπετόνια και γέμιζα. Όταν σχολούσα το μεσημέρι απ’ τη δουλειά, να γεμίσω τα πιθάρια, να κάμουμε τη δουλειά μας και να πίνουμε κιόλας. Και είχαμε και κάτι πηγαδάκια. Ένα πηγαδάκι είχαμε από δω, για λάτρα μόνο, και ένα στον ποταμό, που είναι οι καλαμιές.
Μπορείτε να μας πείτε κάποια ήθη και έθιμα που γινόντουσαν στον Κοφινά κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών; Παραδείγματος χάρη, στις Απόκριες, πώς τις γιορτάζατε;
Εγώ δεν έβγαινα με ρούχα κι αυτά, να κάνω... Γιατί παλιά βγαίνανε. Αλλά πήγαινες και σε ορισμένα σπίτια και σε προσβάλλανε κιόλας. Ναι.
Κυριακή του Πάσχα;
Η Κυριακή του Πάσχα γινότανε στα σπίτια, όπως συνήθως, που ψήναμε... Αρνιά δεν ψήναμε εμείς, αλλά μπριζόλες, απέξω, στο barbecue, και άλλα φαγητά, με σαλάτες, και τρώγαμε όλοι μαζί. Όπως και τώρα...
Μπορείτε να μας πείτε κάποια παιδικά παιχνίδια που παίζατε με την παρέα σας;
Τα πολύ παιδικά τι ήτανε; Κάναμε σπιτάκια με πέτρες και με γυαλικά. Eμείς θα μαζεύαμε γυαλιά εδώ για να βγουν τα γυαλικά. Όπως και τα κοριτσάκια κάνανε κούκλες με τα πανιά.
Τηλεόραση πότε είδατε για πρώτη φορά;
Ήταν... Μετά το ’74 έβαλα, που είχα ρεύμα.
Και τι εντύπωση σας προκαλεί η εικόνα της τηλεόρασης;
Τίποτα… Ακούμε τα νέα κι αυτά. Και κάνα έργο...
Σας αρέσει να βλέπετε τις ελληνικές ταινίες;
Άλλες ναι και άλλες όχι. Τώρα έχουν ξαναβγεί. Τα παλιά έχουν χαθεί.
Ποια είναι τα συναισθήματά σας για τον τόπο καταγωγής σας και τη γειτονιά σας, που είναι ο Κοφινάς;
Τόπος... Καταγωγή μου... Γέννημα θρέμμα ήμουν στο Βαρβάσι. Κάτω Βαρβάσι, η Παναγιά τη Φάρκαινα, προς αεροδρόμιο. Κι έχω και ένα οικόπεδο εκεί. Όταν ήμουν στρατιώτης και απελύθηκα, πήρα αυτό το οικόπεδο και λέω: «Αν μπορέσω, να το κτίσω. Ειδάλλως, μπορώ να βάλω ένα τσαντίρι μέσα και να μείνω».
Και, καθώς απολυθήκατε από τον στρατό, δουλέψατε λίγα χρόνια μετά στο εμπορικό κατάστημα.
Είκοσι χρόνια δούλεψα. Και δεκαεξίμισι χρόνια ήμουνα στα βυρσοδεψεία.
Μετά το εμπορικό κατάστημα, δουλέψατε στα βυρσοδεψεία;
Ναι, μετά το εμπορικό κατάστημα.
Θυμόσαστε να μας πείτε ποια χρονολογία ξεκινήσατε και πιάσατε δουλειά στα βυρσοδεψεία;
Το ’78.
Και θέλω να μου πείτε λίγα λόγια για τη δουλειά σας στα βυρσοδεψεία.
Η δουλειά που έκανα στα βυρσοδεψεία ήτανε χημική, χημεία. Που ’τανε σε βαρελάκια μέσα και γινόσαν με φάρμακα μέσα. Αυτή τη δουλειά έκανα. Αλλά έκανα και στα παστώματα –που ’ταν στις στέρνες μέσα, παστώναμε τα πετσιά– και σε εργαλείο, στρωτήρα, είχα δουλέψει, σε πρέσα...
Σε ποιο μέρος πηγαίνατε και δουλεύατε ως βυρσοδέψης;
Στου Καραμαούνα.
Όλα τα βυρσοδεψεία της Χίου είναι μαζεμένα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο;
Ναι, οδός Καλουτά.
Και πώς λέγεται αυτή η περιοχή;
Οδός Καλουτά.
Έχω διαβάσει πως γενικότερα λέγεται και «Ταμπάκικα».
Φυσικά. Τα βυρσοδεψεία και «Ταμπάκικα», βέβαια, τα λέγανε.
[00:20:00]Τι εργαλεία χρησιμοποιούσατε στα βυρσοδεψεία για τη δουλειά σας;
Τα εργαλεία που ’χε μέσα, ρε παιδί μου, στο αυτό... Όπως σου ’πα, τα βαρελάκια που ’χα εγώ τη χημεία, την πρέσα, οι βαρέλες οι μεγάλες, που βάζαν τα πετσιά και τις τρυπούσε και μετά αυτά τα βάζαν μέσα στα στερνάκια για να φύγει από πάνω αυτό το... Γιατί ήτανε σαν γλυκό, ρε παιδί μου, σαν... Ναι... Και από κει ερχόνταν σε μένα, στη χημεία, να περάσουν από κει και να περάσουμε στα παγάκια, να τα στείλουμε στο απάνω μαγαζί για να τα κρεμάσουνε, να στεγνώσουνε. Και από κει, μετά τα βάφανε τα αυτά, περνούσαν από στρωτήρα κι αυτά και από άλλα μηχανήματα για να τελειοποιηθούνε.
Τι δυσκολίες έχει αυτό το επάγγελμα;
Έχει. Κατά τον χειμώνα, που είναι κρύο, έχει. Έχεις τα χέρια σου να παγώνουνε.
Η μυρωδιά είναι έντονη;
Να σου πω, η μυρωδιά άλλους τους ευνοούσε, το θέλανε, και άλλοι όχι. Γιατί ήρθανε και ορισμένοι για να πιάσουν δουλειά και δεν... Φύγανε, γιατί, λέει, η γυναίκα τους δεν ήθελε τη μυρωδιά του πετσιού.
Και τι ακριβώς κάνατε στα βυρσοδεψεία; Επεξεργαζόσασταν τα δέρματα;
Σου ’πα... Πιο πολύ ήμουν και στα παστώματα, που ήταν μέσα στις στέρνες, στη χημεία, που ’κανα τα βαρελάκια, στην πρέσα, που περνούσανε για να φύγει το νερό από πάνω, και έχει και στρωτήρα, που το ’βαζες το πετσί και το ’στρωνε. Ναι. Όπως είναι, πηγαίναν απάνω και ύστερα τα περνούσαν από μπογιές και τέτοια.
Σας άρεσε αυτό το επάγγελμα;
Δεν μ’ άρεσε αλλά αναγκαστικά... Ήταν και πιο επικερδής, βέβαια, και κάναμε τα υπόλοιπα χρόνια. Και μετά πήρα τη σύνταξη.
Έφερνε καλά χρήματα το επάγγελμα αυτό;
Το παλεύαμε. Και όσο μπορούσαμε οικονομίες, μείναν και στην άκρια πέντε φράγκα.
Με τι ρούχα πηγαίνατε και δουλεύατε στα βυρσοδεψεία;
Με παλιά ρούχα. Τα οποία τα αφήναμε κι εκεί –είχε ντουλάπια που βγάζαν τα ρούχα τους οι εργάτες–, και το μεσημέρι βάζαμε τα άλλα ρούχα και φεύγαμε.
Ποιες ώρες δουλεύατε;
Από 7 η ώρα το πρωί μέχρι 3 το μεσημέρι.
Και με ποιον τρόπο πηγαίνατε από το σπίτι σας στα βυρσοδεψεία;
Με το μηχανάκι.
Υπήρχαν κάποιες ενώσεις, σύλλογοι, που τις έφτιαχναν οι εργάτες στα βυρσοδεψεία;
Σύλλογοι;
Ως συνδικάτο εργατών στα βυρσοδεψεία.
Συνδικάτο είχανε, βέβαια. Είχε.
Ήσασταν μέλος στο συνδικάτο;
Βέβαια, όλοι οι εργαζόμενοι ήταν μέλος.
Και ποιο έτος αποφασίσατε και πήρατε σύνταξη;
Το 1905… Απ’ το 1995.
Σήμερα τα βυρσοδεψεία συνεχίζουν και υπάρχουν στη Χίο;
Όχι, έχουν κλείσει όλα.
Για ποιο λόγο κλείσαν τα εργαστήρια αυτά;
Κλείσανε γιατί έπρεπε να κάνουν ειδικούς χώρους για να πετάνε τα υπολείμματα. Ενώ τα... Και από παλιά αφήνανε και πηγαίνανε στη θάλασσα μέσα. Και αυτό το απαγορέψανε. Πρέπει κάπου να τα βάζεις και να τα παίρνεις για να τα πηγαίνουν... Τώρα, να τα πηγαίναν πού; Πάνω στα βουνά σε χώρο; Ενώ παλιά τα αφεντικά, αυτοί κάναν κουμάντο. Δεν έκανε κουμάντο η χώρα, οι χωροφύλακες που πηγαίναν και κάναν παρατήρηση. Μας λέγανε: «Από πού ’σαι ρε;». Λέει, φερ’ ειπείν: «Από την Αθήνα. Θες να σε στείλω στις προκαλύψεις;».
Τα βυρσοδεψεία απασχολούσαν πολύ κόσμο και δούλευε εκεί;
Όταν πήγα εγώ, γνώρισα πενήντα ανθρώπους. Παλιά είχενε εκατόν πενήντα, πιο παλιά. Γιατί πέθανε το αφεντικό, ύστερα ο γιος και πάλι που το κράτησε άλλα πενήντα χρόνια, πάλι καλά.
[00:25:00]Για ποιο λόγο δεν συνέχισε να υπάρχουν τα βυρσοδεψεία και ο κόσμος δεν προτιμούσε να πηγαίνει να δουλεύει εκεί; Τι πιστεύετε;
Δεν υπήρχε άλλος αντικαταστάτης για να τα αναλάβει, γιατί πέθανε. Είχε πεθάνει ο πατέρας, πεθάναν και ο γιος... Αυτός που ’χε προορισμό να κάμει μεγάλη επέκταση και να κάνει όλα τα... μέχρι παπούτσια εδώ στη Χίο, είχε σκοτωθεί σε ατύχημα.
Τα δέρματα, τα οποία τα καθαρίζατε και τα φτιάχνατε, για ποιο σκοπό προοριζόντουσαν να γίνουν;
Ήτανε για κατωδέρματα, σόλες. Σόλες ήταν τα πετσιά που βγάζαμε εμείς.
Για παπούτσι σόλα;
Τον καιρό εκείνο, ναι, βάζαμε σόλες. Μπορεί ακόμα να μου βρίσκεται και πετσί στο πατάρι απ’ αυτό.
Και συνήθως από τι ζώα ήταν τα δέρματα τα οποία επεξεργαζόσασταν;
Από αγελάδες φέρνανε, από αγελάδες. Φέρνανε και αβησσυνέζικα, τα οποία δεν ήτανε καλά κομμένα και τα καθαρίζανε εδώ.
Και με ποιον τρόπο φέρνανε τα δέρματα στα βυρσοδεψεία;
Τα δέρματα ερχόταν [Δ.Α.] από κει που ερχότανε. Κατ’ αρχήν, μπαίνανε σε βαρέλες ασβεστίου μέσα και έμπαινε μέσα και ένα σπίρτο, που ήτανε στέρεο, κι αυτό για να καθαρίζει τα πετσιά. Και από κει πηγαίναν στο πάστωμα, πηγαίναν δηλαδή μέσα σε στέρνες με ασβέστη και τα παστώνανε. Ύστερα, που τα βγάζανε, τα βάζαν σε βαρελάκια μέσα και πλυνότανε με καθαρό νερό, για να ξεκινήσουν να πάνε στο πάστωμα. Και ύστερα, από εκεί, ερχότανε στις βαρέλες κατεργασίας στο μέσα μαγαζί και από κει ερχόταν σε μένα, στη χημεία, και από τη χημεία φεύγανε και πηγαίναν στο απάνω μαγαζί για να κρεμαστούνε.
Και πόσες ημέρες δουλεύατε μέσα στην εβδομάδα στα βυρσοδεψεία;
Κατ’ αρχήν δουλεύαμε όλες τις μέρες μέχρι το Σαββάτο. Ύστερα, έγινε το Σαββάτο μισή μέρα και δουλεύαμε. Ύστερα, έγινε έξι μέρες, και έμπαινε μισή ώρα απάνω να συμπληρωθεί του Σαββάτου. Και πήγαινα και σε άλλες δουλειές, σε οικοδομικές, για παραπάνω χρήματα.
Τρώγατε κάποιο κολατσιό;
Ναι, κατά τις 10 η ώρα τρώγαμε ό,τι είχαμε. Ένα αυγό, λίγο τυρί, ψωμί, ντομάτα... Αυτά ήταν. Κατά τις 10 η ώρα
Σήμερα, όταν περνάτε απέξω από τα βυρσοδεψεία και τα βλέπετε κλειστά και εγκαταλελειμμένα, τι αισθανόσαστε;
Τι να αισθάνομαι τώρα; Κλειστά είναι.
Σας στεναχωρεί καθόλου αυτή η εικόνα τους;
Οπωσδήποτε, γιατί αν υπήρχανε, θα δούλευε κι άλλος κόσμος.
Φιλίες κάνατε μέσα στα βυρσοδεψεία;
Όχι. Συνήθως, με τους εργάτες, εντάξει, δεν... Τα ’χαμε καλά, δεν μαλώναμε.
Δούλευαν μόνο άντρες ή υπήρχαν και γυναίκες;
Οι γυναίκες δουλεύαν στο απάνω μαγαζί, που δεν είχε νερά και τέτοια. Στα βαψίματα ιδίως, που βάφαν τα πετσιά. Ναι.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω! Η αφήγησή σας μου έδωσε σημαντικές πληροφορίες και γνώσεις πάνω στο επάγγελμα του βυρσοδέψη, στον χώρο των βυρσοδεψείων στη Χίο. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ!
Παρακαλώ!
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο αφηγητής Γιάννης Φώτης είναι κάτοικος του Κοφινά της Χίου. Στη συνέντευξή του αφηγείται τα παιδικά του βιώματα την περίοδο της Κατοχής ως προσφυγόπουλο στην Τουρκία και, από κει, σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής και, στη συνέχεια, την επιστροφή του στο νησί και τη ζωή του εκεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η αφήγησή του εστιάζεται στις αλλαγές που επήλθαν στη ζωή του νησιού από τις δεκαετίες της στέρησης στα χρόνια του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και στην εμπειρία του ως εργαζόμενου στα άλλοτε ακμαία βυρσοδεψεία του νησιού, τα οποία έζησε καθ' όλη τη διάρκεια της βαθμιαίας εξάλειψής τους.
Narrators
Γιάννης Φώτης
Field Reporters
Παναγιώτης Αποστολόπουλος
Tags
Interview Date
15/09/2020
Duration
28'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο αφηγητής Γιάννης Φώτης είναι κάτοικος του Κοφινά της Χίου. Στη συνέντευξή του αφηγείται τα παιδικά του βιώματα την περίοδο της Κατοχής ως προσφυγόπουλο στην Τουρκία και, από κει, σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής και, στη συνέχεια, την επιστροφή του στο νησί και τη ζωή του εκεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η αφήγησή του εστιάζεται στις αλλαγές που επήλθαν στη ζωή του νησιού από τις δεκαετίες της στέρησης στα χρόνια του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και στην εμπειρία του ως εργαζόμενου στα άλλοτε ακμαία βυρσοδεψεία του νησιού, τα οποία έζησε καθ' όλη τη διάρκεια της βαθμιαίας εξάλειψής τους.
Narrators
Γιάννης Φώτης
Field Reporters
Παναγιώτης Αποστολόπουλος
Tags
Interview Date
15/09/2020
Duration
28'