Από την ζωή στο χωριό, μετανάστης στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας

Π.Α.

[00:00:00]Καλημέρα! Θα μας πείτε το όνομά σας;

Β.Τ.

Και απαντώ ε; Λέγομαι Τσιριμπής Βασίλης.

Π.Α.

Είναι Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020, είμαι με τον Βασίλη Τσιριμπή, βρισκόμαστε στην Τρίπολη Αρκαδίας, εγώ ονομάζομαι Παναγιώτης Αποστολόπουλος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μου λίγα λόγια για εσάς.

Β.Τ.

Για να ξεκινήσουμε από τον τόπο καταγωγής.

Π.Α.

Πότε γεννηθήκατε πρώτα απ’ όλα;

Β.Τ.

1943. Αύγουστο.

Π.Α.

Θυμόσαστε την ακριβή ημερομηνία;

Β.Τ.

3/8/1943. Γεννήθηκα στο χωριό Πηγαδάκια Αρκαδίας. Ενού χρονού με πήρε ο παππούς με τη γιαγιά στο διπλανό χωριό, το οποίο λέγεται Αλεποχώρι και έκτοτε μέχρι που μετανάστευσα ήμουν στο Αλεποχώρι.

Π.Α.

Πείτε μας λίγα λόγια για τους γονείς σας;

Β.Τ.

Οι γονείς μας και η οικογένειά μου γενικά είχανε οχτώ παιδιά, έξι κοπέλες και δύο αγόρια. Με γεωργική-κτηνοτροφική ασχολιόντουσαν και τίποτα άλλο. Αυτό ήταν...

Π.Α.

Θυμόσαστε να μας περιγράψετε την γειτονιά σας στο Αλεποχώρι, πού μεγαλώσατε;

Β.Τ.

Την γειτονιά μας στο Αλεποχώρι. Και βεβαίως. Ο παππούς μου είχε επίσης 6 κοπέλες και 2 αγόρια. Μεταξύ των 2 αγοριών το ένα είχε το 1949 με τον ανταρτοπόλεμο είχε σκοτωθεί, ο οποίος υπηρετούσε ως Νοματάρχης των σταθμών τότε και οι υπόλοιποι παντρεύτηκαν διαδοχικά από εδώ και από εκεί. Μεταξύ αυτών ήταν και 2 που μετανάστευσαν Αυστραλία και επέστρεψαν πάλι στον τόπο καταγωγής. Η γειτονιά αποτελείται από σχεδόν όλοι συγγενείς, γιατί λεγότανε η γειτονιά των «Αγγουραίων», με το επώνυμο Αγγουράς ήταν ο παππούς μου και ήτανε 5-6 σπίτια συγγενικά εκεί τριγύρω, τα οποία άλλα είναι κλειστά τώρα και τα λοιπά και τα λοιπά. Αυτά από τη γειτονιά.

Π.Α.

Ποιο ήταν το όνομα του πατέρα σας;

Β.Τ.

Ιωάννης.

Π.Α.

Και το όνομα της μητέρας σας;

Β.Τ.

Βασιλική.

Π.Α.

Μπορείτε να μας περιγράψετε το σπίτι σας που μεγαλώσατε στο Αλεποχώρι;

Β.Τ.

Το σπίτι, ένα από τα συνηθισμένα σπίτια της εποχής. Επάνω κατοικήσιμο και κάτω τα ζώα. Επάνω με 3 δωμάτια και κάτω τα ζώα με 2 δωμάτια και τα σχετικά: Φούρνους, λινούς που πατάγαμε τα σταφύλια, κουνελάκια, κοτούλες και τα λοιπά.

Π.Α.

Εσείς μικρό παιδί τι δουλειές κάνατε μέσα στο σπίτι;

Β.Τ.

Δουλειές… αγγαρείες για όλη την γειτονιά. Με στέλνανε να τους ψωνίζω απ’ τα μαγαζιά που τότε δούλευαν για όλα τα σπίτια εκεί της γειτονιάς, ήταν και η κυριότερη δουλειά και εν συνεχεία να πηγαίνω του παππού φαγητό, όταν ήταν σ’ ένα λεγόμενο «καλύβι» έξω από το χωριό και ανεβοκατέβαινα με τα πόδια βέβαια, ήτανε 10 λεπτά, 1 τέταρτο η διαδρομή με τα πόδια. Αυτό ήταν όλη η δουλειά μου.

Π.Α.

Το επάγγελμα του πατέρα σας ήτανε αγρότης;

Β.Τ.

Αγρότης και κτηνοτρόφος. Και τα δύο.

Π.Α.

Και το επάγγελμα της μητέρας σας;

Β.Τ.

Ανεπάγγελτη. Μόνο οικογένεια.

Π.Α.

Ποιες ήταν οι σχέσεις των γονιών με σας τα μικρά παιδιά;

Β.Τ.

Γενικά καλές αλλά φτωχές. Φτωχές και καλές. Κάπως έτσι.

Π.Α.

Ποια είναι τα συναισθήματά σας σήμερα για τους γονείς σας;

Β.Τ.

Πρέπει να πω ότι τους χειροκροτώ που πέρασαν αυτές τις εποχές, με τέτοια μεγάλη οικογένεια και τα κατάφεραν.

Π.Α.

Θυμόσαστε να μας πείτε συνήθως τι τρώγατε μικρά παιδιά;

Β.Τ.

Εγώ επειδή ήμουνα στον παππού και στη γιαγιά, ήμουνα ο μόνος σαν μικρό παιδί, τα είχα όλα. Και όταν λέω όλα… και το αυγό μου και το τυρί μου και το γάλα μου και το βούτυρο, επειδή και ο παππούς είχε κτηνοτροφική μονάδα. Και έτσι είχα μια ιδιαίτερη από τα άλλα αδέρφια μου προσπάθεια στην ηλικία που μεγαλώναμε.

Π.Α.

Ποιο είναι το όνομα του παππού σας;

Β.Τ.

Κωνσταντίνος Αγγουράς.

Π.Α.

Και το όνομα της γιαγιάς σας;

Β.Τ.

Χαρίκλεια Αγγουρά.

Π.Α.

Και τι ζώα είχανε στην κατοχή τους;

Β.Τ.

Όχι πολλά αλλά καμιά τριανταριά πρόβατα εκεί, με αρνιά και τα λοιπά.

Π.Α.

Ποια ήταν τα συναισθήματά σας για τον παππού και την γιαγιά σας;

Β.Τ.

Τέλεια! Όλα με αγάπη και ιδιαίτερη αγάπη.

Π.Α.

Θα ήθελα να μου παρουσιάσετε το χωριό σας, το Αλεποχώρι, έτσι όπως το γνωρίσατε εσείς.

Β.Τ.

Ναι. Φοιτώντας στο δημοτικό σχολείο, ξεκίνησαν οι παρέες. Οι παρέες, το μόνο που παίζαμε καμιά μπαλίτσα που δεν υπήρχε και βάζαμε πανιά και τα δέναμε στρογγυλά γύρω-γύρω για να κάνουμε μπάλα και με τα πανιά κλωτσάγαμε αντί μπάλα. Και ιδιαίτερα τα καλοκαίρια που ερχόντουσαν και από Αθήνα και λοιπά και μαζευόμασταν πιο πολλά παιδιά, είχαμε και 2 ομάδες κάνει αλλά με μπάλα πάνινη μόνο. Αυτά.

Π.Α.

Ποια ήτανε η κατάσταση των δρόμων στο Αλεποχώρι Αρκαδίας;

Β.Τ.

Χάλια. Λακκούβες μεγάλες. Όταν έβρεχε, όσο και να φυλαγόσουνα μέσα το πόδι σου θα πήγαινε σε μία απ’ αυτές. Και κλαδιά υπεραρκετά, γιατί μόνο μια φορά το χρόνο το καλοκαίρι εγινότανε… πώς την λέγαμε; Η κοινότητα έβαζε αναγκαία μέτρα στο κάθε σπίτι πόσα μεροκάματα να βάλει για να καθαρίσουνε τους δρόμους, τα χαντάκια για τα νερά και αυτά.

Π.Α.

Εννοείται ως καταναγκαστική εργασία σε κάθε σπίτι;

Β.Τ.

Ναι, ναι, ναι. 

Π.Α.

Κοντά στο Αλεποχώρι Αρκαδίας, στον κεντρικό δρόμο προς Σπάρτη, συναντάμε το μνημείο Ηρώων που εκτέλεσαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί, Έλληνες πατριώτες αγωνιστές.

Β.Τ.

Εκεί… Αν και το Ηρώων είναι πριν τη γέφυρα, η εκτέλεση έγινε μετά τη γέφυρα, όπως πάμε προς Σπάρτη στα αριστερά, ενώ το Ηρώων τώρα είναι δεξιά, διότι εκεί μας παραχώρησε το κράτος το παλιό δρόμο που είχε κοπεί και είχε μείνει και αναγκάστηκε ο τότε πρόεδρος να το κάνουνε σ’ αυτό το σημείο αντί απέναντι που δεν υπήρχε χώρος, λόγω χώρου δηλαδή. Υπήρχαν κάτι δέντρα μεγάλα εκεί αριστερά και είχανε οι Γερμανοί κρεμάσει ζωντανούς 18, 18 άτομα. Οι οποίοι καταγόντουσαν από διάφορα χωριά γύρω, όχι από το ίδιο χωριό αλλά και απ’ το χωριό αλλά και από άλλα 3-4 άλλα χωριά γύρω.

Π.Α.

Σήμερα υπάρχει κάποια μέρα που τιμάται αυτό το μνημείο Ηρώων και εορτάζεται;

Β.Τ.

Δεν έχουν χαρακτηριστικά βάλει ημερομηνία εορτασμού, αλλά ο κάθε πρόεδρος, όταν μπορέσει και τα καταφέρει κάνει ένα τρισάγιο μόνο.

Π.Α.

Θυμόσαστε να μας πείτε τι μαγαζιά πετύχατε στο χωριό σας;

Β.Τ.

Ναι. Όταν ήμουνα μικρός ήτανε 4 τα μαγαζάκια. 2 επάνω στο χωριό με διάφορα ψιλικά που οι κάτοικοι ζητούσαν, όπως καφέ, ζάχαρη,τ σιγάρα και τα λοιπά και κάτω στον κεντρικό δρόμο υπήρχαν άλλα 2, το ένα γενικό μπακάλικο το λεγόμενο είχε απ’ όλα και το άλλο μόνο σουβλάκια για τους περαστικούς. Αυτά τα 4 ήτανε. Και μετά εφύτρωσε άλλο ένα, το οποίο και διατηρείται ακόμα.

Π.Α.

Στο χωριό Αλεποχώρι, οι κάτοικοι τι δουλειές έκαναν;

Β.Τ.

Όλοι με το ίδιο επάγγελμα, γεωργοί-κτηνοτρόφοι, όλοι.

Π.Α.

Και συνήθως τι ζώα είχανε στην κατοχή τους;

Β.Τ.

Πρόβατα. Πρόβατα, μουλάρια, γαϊδούρια, αυτά ήτανε.

Π.Α.

Ποια είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού;

Β.Τ.

Είναι ο Άγιος Γεώργιος και παραπλέυρως από κάτω υπάρχει το κοιμητήριο, το οποίο λέγεται «Το κοιμητήριο του Αϊ-Γιώργη».

Π.Α.

Άλλα εξωκλήσια έχει το χωριό;

Β.Τ.

Έχει αρκετά, τα οποία είναι: Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Νικόλας, Αγία Παρασκευή, Άγιος Δημήτριος, «Παναΐτσα» η λεγόμενη, Αϊ-Λιας, μέχρι εκεί τα εξωκλήσια.

Π.Α.

Εσείς μικρό παιδάκι εκκλησιαζόσασταν τακτικά;

Β.Τ.

Πάρα πολύ, διότι ο τότε παπάς ετύγχανε να έχει μια συγγένεια με τον παππού μου και εγώ ήμουνα το μικρό παιδί που ήθελε πάντα ο παπάς μαζί του και πήγαινα.

Π.Α.

[00:10:00]Θυμόσαστε να μας πείτε στο περίπου πότε ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό;

Β.Τ.

Αν και έλειπα, δεν ήμουνα εδώ, αλλά θυμάμαι από λεγόμενα το ’65-‘66 κάπου εκεί.

Π.Α.

Και πριν έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα, με ποιον τρόπο φωτιζόντουσαν τα δωμάτια για να κάνετε τις δουλειές σας;

Β.Τ.

Εκεί ήτανε το δύσκολο, εκεί ήταν το δύσκολο! Με λάμπα πετρελαίου με γυαλί, αλλά όλοι δεν είχαν για να αγοράσουν πετρέλαιο συνεχώς και καίγανε λυχνάρι με λάδι. Το οποίο λυχναράκι ίσα ίσα που φώτιζε για να δεις αν είσαι σε δωμάτιο ή είσαι έξω, πολύ χαμηλά και δίπλα από το τζάκι κρεμόταν το λυχνάρι πάντα. Και ο τζάκης όταν του ‘βαζες ξύλα και φούντωνε, έδινε μια λάμψη μεγαλύτερη, την οποία εκεί εγώ καθόμουνα κοντά στο τζάκι όταν έπαιρνε λάμψη για να δω, να διαβάσω τα μαθήματα του δημοτικού, που με το λυχνάρι δεν έβγαιναν καλά-καλά για να τα διαβάσω. Και αυτό είναι το πιο ιστορικό και για μένα! Ότι περίμενα να φουντώσει ο τζάκης, για να κάνω μια γρήγορη ματιά στο βιβλίο.

Π.Α.

Όταν πετύχατε το ηλεκτρικό ρεύμα για πρώτη φορά στη ζωή σας, μπορείτε να μας πείτε τι συναισθήματα βγήκαν από μέσα σας;

Β.Τ.

Σ’ αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω, γιατί έτυχε να έχω φύγει εγώ όπως είπα και το πέτυχα στην Αυστραλία κατευθείαν. Τα συναισθήματα… εντάξει, καλά, γιατί και τότε η Αυστραλία ότι είχε γυρίσει σε ηλεκτρικό ρεύμα, πριν από εκεί τα πιο πολλά σπίτια είχανε σωληνάκια χάλκινα που φωτιζόταν τα σπίτια με υγραέριο. Λοιπόν, ίσα που δεν το πρόλαβα εγώ το υγραέριο, αλλά πρόλαβα τα σωληνάκια που φωτίζανε, το υγραέριο φώτιζε με λάμπα τα σπίτια. Αυτό που έμεινα έκπληκτος ήταν η τηλεόραση, την οποία τηλεόραση την πρωτοείδα στο καράβι προς Αυστραλία μόνο, πρώτα-πρώτα.

Π.Α.

Ραδιόφωνο θυμόσαστε πότε είδατε;

Β.Τ.

Ραδιόφωνο ναι. Είχαν 2 ραδιόφωνα στο χωριό αυτό και πηγαίναμε για να ακούσουμε την μπάλα, όπως πάμε τώρα ξέρω ‘γω για το NOVA και τα λοιπά, τότε πηγαίναμε σ’ αυτόν που είχε το ράδιο να ακούσουμε δια του ραδιοφώνου τον αγώνα. Χρονολογία πρέπει να ήταν ‘50 κάτι, του ‘50 κάτι.

Π.Α.

Αυτοκίνητα πότε είδατε στο χωριό σας, στο Αλεποχώρι;

Β.Τ.

Είχα την τύχη να τα δω από μικρός, γιατί ήταν ο κεντρικός δρόμος που πέρναγε, οπότε τα είδα από 5-6 χρονών ξέρω ‘γω, είχα δει το αυτοκίνητο. Δηλαδή το ‘49, πριν το ’49 μάλλον κάπου εκεί.

Π.Α.

Σας προξενούσε εντύπωση η εικόνα του αυτοκινήτου;

Β.Τ.

Μεγάλη. Μεγάλη. Και μεγαλύτερη εντύπωση ήταν, όταν… είχε μια μικρή φάλαγγα ο τότε Βασιλεύς και το σχολείο ο δάσκαλος μας εμάζευε στο δρόμο τον κεντρικό και στήναμε αψίδα με λουλούδια για να τον σταματήσουμε, να τον δούμε από κοντά. Και εκεί ήτανε τα πολλά αυτοκίνητα που τον συνοδεύανε. Από του δημοτικού, αρχάς του δημοτικού.

Π.Α.

Τηλέφωνο πότε είδατε;

Β.Τ.

Τηλέφωνο, το είδα και το τηλέφωνο στην δεκαετία του ‘50, αλλά το οποίο ήταν κουρδιστό. Εκούρδιζες για να χτυπάει στα γύρω χωριά τα άλλα, και όποιος εσήκωνε του ‘λεγες: «Κλείσε γιατί εγώ καλώ την Κολλίνα ή την Κερασιά» και τα λοιπά. Πρέπει να ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ‘50.

Π.Α.

Σας προξενούσε καθόλου θαυμασμό το τηλέφωνο και η λειτουργία του;

Β.Τ.

Ναι και το ΄χαμε κάνει και παιχνίδι με τον αντίλαλο, όταν ήμασταν μικρά παιδιά, ειδικά σε χαμηλά πεδία όπως τα χαντάκια, τα ρέματα που λέμε και τα λοιπά, τα ποτάμια… φωνάζαμε και ακούγαμε τη φωνή μας να προχωράει και λέγαμε: «Έτσι είναι και το τηλέφωνο» συνδυάζαμε δηλαδή τον αντίλαλο με το τηλέφωνο.

Π.Α.

Το Αλεποχώρι ήτανε ένα ασφαλές μέρος από άποψη εγκληματικότητας;

Β.Τ.

Τότε ναι και τώρα ακόμα λίγο, εντάξει όχι και τόσο, αλλά εν συγκρίσει με τα άλλα χωριά, ναι, είναι πιο ασφαλές.

Π.Α.

Οι άνθρωποι τι καλλιεργούν στο χωριό;

Β.Τ.

Αυτήν την εποχή;

Π.Α.

Όταν το πετύχατε εσείς στα παιδικά σας χρόνια και σήμερα.

Β.Τ.

Στα παιδικά μας χρόνια καλλιεργούσαν όλοι πρώτα απ’ όλα σιτάρι, καλαμπόκι, φακές, ρεβίθια, ό,τι ήταν περί… να κάνουν αποθήκευμα για το χειμώνα για τροφή του σπιτιού. Πατάτες και κηπουρικά. Σήμερα οι πιο πολλοί, οι λίγοι μάλλον που ασχολούνται, ασχολούνται με μεγαλοκαλλιέργειες. Δέντρα πολλά, αμπέλια, πατάτες και κηπουρικά.

Π.Α.

Θυμόσαστε να μας πείτε τη συγκοινωνία και τη σύνδεση του χωριού με τις μεγάλες πόλεις;

Β.Τ.

Βεβαίως. Εκεί είχαμε 07:30 με 08:00 παρά ερχόταν λεωφορείο για την Τρίπολη. Δύο λεωφορεία, ένα από Αράχωβα και ένα από Βούρβουρα και έπαιρνες όποιο πρόφταινες από τα δύο. 07:30 με 08:00 παρά. Η επιστροφή δε, γινότανε 15:00 η ώρα το απόγευμα από… προς. Από Τρίπολη προς τα χωριά.

Π.Α.

Μπορείτε να μας περιγράψετε το σχολικό κτήριο του Αλεποχωρίου;

Β.Τ.

Ήτανε 2 δωμάτια, το λεγόμενο «γραφείο του δασκάλου» και η αίθουσα η μεγάλη. Η οποία μεγάλη μέχρι 25 παιδιά χωρούσε, δεν χωρούσε παραπάνω και έτσι είναι ακόμα, το οποίο το ‘χουνε κάνει πνευματικό κέντρο τώρα. Λοιπόν, είχε κήπια και τέτοια διάφορα, για να μας κάνει μάθημα ο δάσκαλος πώς φυτρώνουν τα καρύδια, πώς φυτρώνουν τα αμύγδαλα, καλλιέργειες αγροτικής σημασίας, τα οποία τώρα δεν υπάρχουν αυτά, έχουν γίνει προαύλιο όλα.

Π.Α.

Με ποιον τρόπο πίνατε νερό στο χωριό;

Β.Τ.

Από μία βρύση όλο το χωριό, η οποία βρύση ήταν διπλή, διότι η μία είχε και λεκάνες κάτω για να πίνουν τα ζώα και η άλλη έτρεχε μόνον με την στάμνα, με την βαρέλα που πηγαίνανε να πάρουνε για τα σπίτια. Και θεωρούσα, οι μεγαλύτερες ηλικίες τότε, ειδικά οι κοπέλες για έξοδο, τα θηλυκά για έξοδο, ήτανε η βρύση. Εκεί βλέπαν τις φιλενάδες, εκεί λέγαν τα μυστικά τους, εκεί γινότανε ο σχολιασμός γύρω από διάφορα, τα νέα της ημέρας ή της εβδομάδος.

Π.Α.

Εσείς είχατε φέρει νερό για το σπίτι σας απ’ αυτή την βρύση;

Β.Τ.

Πολλές φορές, πάρα πολλές φορές. Αν και είχαμε και πηγάδι εμείς, αλλά για πιο καθαρό νερό προτιμούσαμε τη βρύση, γιατί το πηγάδι ήταν για τους κήπους που βγάζαμε, βγάζαμε την τέσα και ποτίζαμε τον κήπο ρίχνοντας το αυλάκι μέσα.

Π.Α.

Και με ποιον τρόπο μεταφέρατε το νερό από την βρύση στο σπίτι σας για να το πιείτε;

Β.Τ.

Με τα χεράκια και με τον ώμο. Ώμος και τα χέρια.

Π.Α.

Και χρησιμοποιούσατε στάμνες;

Β.Τ.

Ή βαρελάκια ξύλινα.

Π.Α.

Κατάλαβα. Μας είπατε προηγουμένως πως μικρό παιδάκι παίζατε με μια πάνινη μπάλα ποδόσφαιρο. Μπορείτε να μας πείτε άλλα παιδικά παιχνίδια που παίζατε με την παρέα σας;

Β.Τ.

Κρυφτό, το κρυφτούλι, τίποτα άλλο για την εποχή εκείνη. Μπάλα και κρυφτούλι.

Π.Α.

Θυμόσαστε καθόλου στο χωριό εάν είχατε κάποια ήθη και έθιμα που γινόντουσαν κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών; Παραδείγματος χάρη, στις Απόκριες.

Β.Τ.

Οι Απόκριες πάντα υπήρχαν γκρουπ απ’ το χωριό που ντυνόντουσαν για να αλλοιώσουν… να μην προδίδονται, καλύπτονται για να μην προδίδονταν ποιος ήτανε και γυρίζανε στο χωριό και τους κέρναγε ένα μεζέ και ένα ποτήρι κρασί. Άσχετα αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Ο άντρας ντυνόταν γυναίκα, η γυναίκα ντυνόταν άντρας, το ένα. Εκεί είχε και άλλο ένα έθιμο, με πλάκες πέτρινες βάζανε ένα σημάδι στο δρόμο κάτω, το «πίτσι» το λεγόμενο και από 10 μέτρα μακριά επετάγανε την πλάκα για σπρώξουν το πιο κοντινό, για να μπουν με την δική τους πλάκα πιο κοντά στο «πίτσι», το οποίο έπαιρνε όλη την ημέρα αυτό και το βράδυ βγαίνανε μασκαράδες και τέτοια. Αυτά τα δύο ήτανε στις Απόκριες. Ε κατόπιν, είχανε και την εορτή, μέχρι πρόπερσι εορταζότανε του Αϊ-Γιώργη με άλογα και τα λοιπά και τα λοιπά, περιφορά εικόνος στο χωριό και εορτή στους εορτάζοντες της ημέρας συνεχιζότανε μετά.

Π.Α.

Εσάς αυτές οι μεγάλες εορτές που γινόντουσαν στο χωριό, τι συναισθήματα σας προκαλούσανε;

Β.Τ.

Χαράς μεγάλη! Αυτά ήτανε σαν να περιμέναμε Λαμπρή, όπως περιμέναμε τη Λαμπρή έτσι περιμέναμε και αυτά τα… σαν μικρά παιδιά βέβαια. [00:20:00]Ήταν η μόνη περίπτωση που μπορούσαμε να εξαπλωθούμε πιο έξω από το ημερήσιο πρόγραμμα.

Π.Α.

Κατά τη διάρκεια της Κυριακής του Πάσχα, πώς το γιορτάζατε;

Β.Τ.

Τότε δεν ψέναν πολύ στο χωριό. Τα ψητά του χωριού γινόντουσαν στο φούρνο. Εμείς δε, σαν μικρά παιδιά βγαίναμε και παίζαμε στο δρόμο, στις πλατειούλες και τα λοιπά, αλώνια, γιατί η πλατεία ήτανε αλώνι που αλωνίζαν για τα σιτάρια και εκεί ήτανε το παιχνίδι μας όλο. Και όταν μας φωνάζανε, πηγαίναμε για φαγητό. Αυτή ήτανε η εορταστική ημέρα του Πάσχα.

Π.Α.

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η Ελλάδα είχε έντονα το φαινόμενο της μετανάστευσης. Μας έχετε πει πως και εσείς, κατά τη διάρκεια της ζωής σας, υπήρξατε μετανάστης.

Β.Τ.

Ναι.

Π.Α.

Γενικότερα, θέλω να σας ρωτήσω, το Αλεποχώρι έστειλε δικούς του ανθρώπους μετανάστες στο εξωτερικό;

Β.Τ.

Πολλούς, πάρα πολλούς. Να ξεκινήσω, επειδή ήτανε και ένας γείτονας «μπάρμπας» δεύτερου βαθμού, οι οποίοι ήτανε τέσσερα αδέρφια και μετανάστευσαν. Ήταν οι πρώτες μετανάστες της Αυστραλίας, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει… Το 1926 ήταν ο τελευταίος, πριν από τον τελευταίο, είχαν πάει 3-4 χρόνια… Οπότε πες το 1920-κάτι, ‘22 ήταν οι πρώτοι μετανάστες αυτουνού του χωριού στην Αυστραλία. Και μετέπειτα, ο ένας έκανε πρόσκληση στον άλλον και τα λοιπά και τα λοιπά και έφτασε και η σειρά μου, που μετανάστευσα και εγώ επίσης για 25 έτη συνολικά, πριν επιστρέψω μόνιμα στην πατρίδα. Ήταν η μόνη διαφυγή τότε, γιατί απ’ ό,τι θυμάμαι τα καράβια όχι δεν γεμίζανε, δεν αφήνανε στην μπάντα ότι δεν χωράει άλλους, ήτανε «τίγκα» δηλαδή από κόσμο, το οποίο δικό μου ήτανε 2.500 άτομα μέσα στο καράβι, συν το προσωπικό. Λοιπόν, μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει, όποιος βλέπει ελληνικές ταινίες, υπάρχουν μερικά σκηνικά απ’ τα καράβια τα τότε που μόλις ξεκινάγανε από τον Πειραιά καθόμασταν επάνω στο τέτοιο και κουνάγαμε άσπρο μαντήλι. Λοιπόν, σε αυτήν την φάση που το ‘χω δει και εγώ μερικές φορές, έβαζα και τον εαυτό μου μέσα ότι έτσι κάποτε ήμουνα και εγώ.

Π.Α.

Σας συγκινούν αυτές οι ελληνικές ταινίες;

Β.Τ.

Πάρα πολύ! Πάρα πολύ. Διότι είναι συγκίνηση γιατί είναι πραγματικότης, δεν είναι πλασματικό έτσι, είναι όλα πραγματικότης.

Π.Α.

Οι Αλεποχωρίτες, εκτός από την Αυστραλία που μας είπατε ότι στέλναν πάρα πολλούς ανθρώπους, σε ποια άλλα μέρη μετανάστευσαν;

Β.Τ.

Μετανάστευσαν Αμερική πρώτα απ’ όλα, πριν την Αυστραλία, είχε πολλούς στην Αμερική. Ο παππούς μου ειδικά είχε και ο ίδιος γίνει μετανάστης της Αμερικής και είχε άλλα δυο-τρία αδέρφια, είχαν μείνει εκεί και μείναν και δεν επιστρέψαν ποτέ. Λοιπόν… και δευτερεύων, πολύ αργά δηλαδή ξεκίνησε ο Καναδάς. Μην πω τη δεκαετία του ’70; Του ’60; Κάτι τέτοιο. Αλλά αρχικά ήτανε… Η Γερμανία δεν είχαμε, γιατί ήταν πολύ η Γερμανία τότε μετανάστευση, εμείς Γερμανία δεν είχαμε από το χωριό αυτό, είχαμε Αμερική και Αυστραλία πάρα πολλούς. Δεν χώραγε άλλους, για άλλα μέρη του κόσμου.

Π.Α.

Εσείς πότε αποφασίσατε να πάτε μετανάστης; Ποια χρονολογία;

Β.Τ.

Ξεκίνησα το ‘61 και ’62-‘63 ετοιμάστηκα γιατί έπαιρνε χρόνο πολύ να περάσεις από επιτροπές, διαλογών επιτροπές, να περάσεις από γιατρούς, να περιμένεις να σε ειδοποιήσουνε. Πολλές φορές ειδοποιούσανε αν υπήρχε κάποια αμφιβολία να ξαναπεράσεις από κάποιον απ' αυτούς και έπαιρνε αρκετό χρόνο.

Π.Α.

Και πώς το αποφασίσατε; 

Β.Τ.

Θεωρούσαμε ότι εκεί είναι καλύτερη ποιότητα δουλειές, δίχως να ξέρουμε βέβαια με ακρίβεια και πιο πολλά λεφτά. Ποιότητα δουλειάς και πιο πολλά λεφτά.

Π.Α.

Μας είπατε προηγουμένως πώς είχατε και συγγενείς μετανάστες στην Αυστραλία.

Β.Τ.

Ναι, ναι.

Π.Α.

Αυτό το γεγονός τι συναισθήματα σας προκαλούσε;

Β.Τ.

Στήριξη. Είχα την ευκαιρία ας το πούμε εγώ, ότι δεν πήγαινα όπως είχαν πάει παλαιότερα άλλοι στο πουθενά. Γιατί υπήρξαν συγγενικά μου πρόσωπα που πήγανε στο πουθενά, δεν υπήρχε κανένας στην πόλη που πήγανε, τους πήγαινε η εταιρεία η λεγόμενη «ΔΕΜΕ» από εδώ την Ελλάδα. Η «ΔΕΜΕ» εξηγιότανε: «Δημόσια Επιχείρηση Μετανάστευσης Ελλάδος», «Δημόσια Επιχείρηση Μετανάστευσης Ελλάδος». Λοιπόν, αυτοί τους πλήρωναν τα εισιτήρια και τα λοιπά και τα λοιπά. Εγώ τα εισιτήρια μου τα πλήρωσα εγώ με το νόμισμα των 150 –τότε λιρών, γιατί η Αυστραλία είχε λίρες τότε, πριν βγάλει το δολάριο– 150 λίρες η διάρκεια όλου του ταξιδιού.

Π.Α.

Και με ποιον τρόπο ταξιδέψατε στην Αυστραλία; Με καράβι;

Β.Τ.

Με καράβι. Αυτό που έλεγα νωρίτερα ότι πηγαίναμε απάνω στην πρύμνη και κουνάγαμε τα άσπρα μαντήλια για να αποχαιρετήσουμε και τα οποία είπα ότι μερικές ελληνικές ταινίες τα δείχνουνε ακόμα.

Π.Α.

Όταν ξεκινήσατε και φύγατε από τον Πειραιά με το καράβι, ποια ήταν τα συναισθήματά σας που αφήνατε πίσω την πατρίδα σας;

Β.Τ.

Αυτά ήταν μισά-μισά μπορώ να τα πω. Μισά πόνου, μισά χαράς ότι πάω κάπου ή εκεί που ήθελα. Είχε γίνει με κάποιο τρόπο το όνειρο πραγματικότης μπορώ να πω; Κάτι τέτοιο. Έδενε η χαρά με το όνειρο της πραγματικότητας.

Π.Α.

Και φύγατε μαζί και με άλλα παιδιά συγχωριανούς σας για την Αυστραλία;

Β.Τ.

Όχι, όχι, όχι, όχι. Στο καράβι εκείνο ήμουνα μόνος.

Π.Α.

Και θα ήθελα να μου μιλήσετε, για τα βιώματά σας όταν φτάσατε στην Αυστραλία.

Β.Τ.

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, είχα την τύχη να με περιμένουνε 15 άτομα. Συγγενείς και πατριώτες. Λοιπόν, με παραλάβανε και περιμέναμε όλοι μαζί να ξεφορτώσει σιγά σιγά το καράβι, γιατί στα αμπάρια του καραβιού περιμέναμε, ο καθένας είχε και από ένα μπαούλο. Το μπαούλο τι ήτανε; Ο καθένας έκανε τα κουμάντα του για να ‘χει τα σεντόνια του, τις κουβέρτες του τις μάλλινες –μήπως εκεί πέρα δεν είχανε μάλλινες κουβέρτες– και όλα τα αυτά τα μαζεύανε από ‘δω, τα βάναμε στο μπαούλο και συν τη βαλίτσα που είχαμε τα ρούχα του μηνός, γιατί το ταξίδι έπαιρνε ένα μήνα να φτάσουμε. Και το μπαούλο είχε τα περαιτέρω βιώματα που θα συνέβαιναν. Είχα χαρά, γιατί βρισκόμουνα με παλιούς γνωστούς και συγγενείς βέβαια.

Π.Α.

Και σε ποιο μέρος συγκεκριμένα πήγατε και μείνατε στην Αυστραλία;

Β.Τ.

Σίδνεϋ. Στο Σίδνεϋ ήμουνα πάντα, δεν μετακόμισα. Η περιοχή που μένανε οι συγγενείς μου βέβαια και βρήκα, τι βρήκα τότε; Ένα σπίτι ενοικιαζόμενων δωματίων που κάθε δωμάτιο είχε την ίδια κουζίνα με όλο το σπίτι. Και αυτός που ήτανε, που είχε τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, είχε τον κατάλογο κρεμάσει στην κουζίνα, ποια οικογένεια θα πάρει σειρά για πρωινό, για μεσημεριανό, για βραδινό με ωράριο, γιατί δεν χώραγε η τραπεζαρία πολλούς. Οπότε να μαγειρέψουνε, να ξεμαγερέψουνε, να κάτσεις να φας, είχες τον αριθμό πρωτοκόλλου. Αυτό διήρκεσε κάνα 2 χρόνια. Μετέπειτα φύγαμε, αλλάξαμε και περιφέρεια, ήταν λίγο καλύτερα και στον τρίτο χρόνο αγόρασα δικό μου σπίτι. Πώς τα κατάφερα; Με πολλή δουλειά και πολλή οικονομία Προκαταβολή βέβαια, όχι …Προκαταβολή για να πάρεις το σπίτι.

Π.Α.

Και τι δουλειές κάνατε στην Αυστραλία που ήσασταν; 

Β.Τ.

Οι δουλειές μου ήταν αρκετές. Πρωτοξεκίνησα σε εργοστάσιο, το οποίο εργοστάσιο κατασκεύαζε χαρμάνι mix και τα έβαζε στο πακέτο για διάφορα, διάφορων λογιών κέικ. Τα κέικ ήταν όλα με χαρμάνι έτοιμα και τα έπαιρνε ο πελάτης και τα έβαζε με λίγο γάλα ή με λίγο νερό και τα ανακάτευε και τα έβαζε στο φούρνο και ψηνόντουσαν. Εκεί εδούλεψα 9 χρόνια με τρεις βάρδιες. Πρωινή, απογευματινή, νυχτερινή. [00:30:00]Στα 9 χρόνια, τα μισά, τα 4, υπήρξα και προϊστάμενος ενός μέρους του εργοστασίου. Εκεί ήταν πολύ καλύτερα για εμένα αλλά είχα τις ευθύνες να είμαι παρών σε όλα τα συμβάντα. Οπότε, αν μου τηλεφωνάγανε, έχω πάει 03:00 η ώρα το πρωί για δουλειά επειδή σύμβαινε κάτι και ούτω καθ' εξής, αλλά γενικά ήταν η καλύτερη δουλειά. Κατόπιν, δοκίμασα ταξί. Δούλεψα και ταξιτζής. Στο διάστημα που δούλεψα ταξιτζής, εγώ μ' έναν ξάδερφό μου ήρθαμε διακοπές στην Ελλάδα, το ‘72, περίπου στη δεκαετία και το επάγγελμα μου τότε άφησα ήταν ταξιτζής, ήρθαμε εδώ, με την τύχη την υπάρχουσα παντρευτήκαμε κιόλας, εγώ τη κυρά Νίκη, αυτός την κυρά Γεωργία και φύγαμε πάλι μαζί με το ίδιο αεροπλάνο, τότε χρησιμοποιήσαμε αεροπλάνο. Ξέχασα να σου πω πρώτα, και να ‘θελες να πας με αεροπλάνο, υποχρεωτικά θα πήγαινες με καράβι, διότι οι συμβάσεις των καραβιών ήτανε σφιχτές με το κράτος να μην επιτρέπει σ' αεροπορικά εισιτήρια, σ' αυτές τις διαδρομές με τα αίτια ότι οι ανθρώποι οι οποίοι κατάγονται απ' την επαρχία έχουνε disease και δεν μπορούν να μεταφέρουν αρρώστιες στο αεροπλάνο. Και δεν πήγαινες, δεν επιτρεπότανε να πάει κανένας, για αυτό πηγαίνανε όλοι με το καράβι. Μετέπειτα τώρα, μετά από 9-10 χρόνια, υποχρεωτικά αυτά είχαν σβήσει για εμάς και αρχίσαμε τα αεροπλάνα. Παντρευτήκαμε, πήγαμε πίσω, συνέχισα τη δουλειά του ταξιτζή για λίγο διάστημα, αγόρασα δικό μου ταξί και στο ενδιάμεσο αυτό, με ταξί και τέτοια, δούλευα και σε κρεοπωλείο για να μάθω τη δουλειά. Δούλεψα κάνα δυο χρόνια, έμαθα τη δουλειά και άνοιξα και δικό μου κρεοπωλείο. Το οποίο το ένα ήταν το πρώτο, έκανα και δεύτερο κρεοπωλείο, μέχρι τελευταία δηλαδή που ήρθα επιστρεφόμενος στην Ελλάδα. Άφησα το κρεοπωλείο και ήρθα στην Ελλάδα, την οποία ξεκινάγαμε την τάκα τότε για business.

Π.Α.

Όταν ήσασταν μετανάστης στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, μετά το 1962 όπως μας είπατε.

Β.Τ.

Ναι.

Π.Α.

Με ποιον τρόπο επικοινωνούσατε με τους δικούς σας ανθρώπους στην Ελλάδα;

Β.Τ.

Μόνο με γράμματα. Αλληλογραφία μόνο. Αν υπήρχε ανάγκη για να πάρεις τηλέφωνο, ήταν πολύ δύσκολα, διότι η Αυστραλία τότε ήταν πολύ δεσμευμένη με την Αγγλία ακόμα, παραμένει αποικία της Αγγλίας τώρα η Αυστραλία και στα θέλω της Βασίλισσας. Η Βασίλισσα κάνει κουμάντο ακόμα και εκεί παρ' όλα που είναι τόσο μακριά. Άμα θέλεις να πάρεις τηλέφωνο, έπρεπε 24 ώρες πριν να κάνεις αίτηση –αίτηση συνδιάλεξης– η οποία πήγαινε κατευθείαν στην Αγγλία. Το δε Λονδίνο, ανάλογα τι υποχρεώσεις είχανε οι γραμμές, σου απαντούσε πότε, αφού είχες καταθέσει βέβαια ποιο χωριό, τι τηλέφωνο –τότε τηλέφωνα δεν υπήρχανε– το χωριό είχε το τηλέφωνο μόνο και το οποίο εμαρκάριζες την αίτηση ότι: «Να ειδοποιηθούν οι τάδε», να είναι την τάδε ώρα στο τηλέφωνο, για να μην τρέχει αυτός να τους ειδοποιήσει. Και έπαιρνε δηλαδή, όσο και επείγον να ήτανε, θα έπαιρνε 3-4 ημέρες για να επικοινωνήσεις τηλεφωνικά. Αντίθετα με το γράμμα, έκανε 10 ημέρες να έρθει και άλλες τόσες να πάει. Ήθελες 1 μήνα για μια αλληλογραφία περίπου.

Π.Α.

Και όταν επικοινωνούσατε με γράμματα, ποια ήταν τα συναισθήματά σας που μαθαίνατε νέα και μιλάγατε έτσι με τους δικούς σας ανθρώπους στην Ελλάδα;

Β.Τ.

Τα πρώτα ήταν τα κύρια για όλη την οικογένεια, πώς είναι και τι κάνουνε υγιεινά και ό,τι άλλο είχε επέλθει τις ημέρες εκείνες που μίλαγες. Γενικά για όλο το χωριό και στο γράμμα μέσα έστελνες και τον οβολό σου. Έβαζες ξέρω ΄γω ένα χαρτονόμισμα μέσα μαζί με το γράμμα, να ‘χουνε να παν να πάρουνε κάνα κιλό ζάχαρη και καφέ οι γέροι. Αυτά ήταν τα πρώτα, με το οποίο όταν ήρθα εδώ και συζήταγα τα θέματα αυτά, βρήκα έναν που είχε ψάξει τη δουλειά πιο πολύ από μένα και λέει: «Η δεκαετία του ‘60 με ‘70, για το νομό Αρκαδίας ήταν η πιο πλούσια εποχή σε χρήμα» και αναρωτιέσαι και λες: «‘60 με ‘70 εποχή ρεκόρ -λέει- σε χρήμα, γιατί;». Γιατί η Αρκαδία τότε, είχε στείλει πάνω από τους μισούς κατοίκους στο εξωτερικό και όλοι από το εξωτερικό με κάθε γράμμα, κανένα γράμμα δεν ερχόταν κενό, έπρεπε να ‘χει ένα χαρτονόμισμα μέσα. Οπότε, όλοι κάνανε αυτή την δουλειά, όλοι εξαργυρώνανε και έτσι συγκεντρώθηκαν τα μεγάλα ποσά του νομού Αρκαδίας.

Π.Α.

Σας έλειπαν οι δικοί σας άνθρωποι που είχατε αφήσει πίσω στην Ελλάδα;

Β.Τ.

Πάρα πολύ! Ναι, βέβαια. Και ακόμα λείπουν και ακόμα θέλουν και αυτοί που μένουν και δεν επιστρέφουν, ο καημός τους είναι: «Γιατί δεν αποφασίσαμε νωρίτερα να ΄έχουμε επιστρέψει».

Π.Α.

Θα ήθελα να μου μιλήσετε για το ρόλο που έπαιξε η ελληνική εκκλησία στην Αυστραλία.

Β.Τ.

Η ελληνική εκκλησία –είχα ανακατευτεί και εκεί λίγο και για αυτό συνεχίζω και εδώ ακόμα– είχε μεγάλο ρόλο, πολύ μεγάλο ρόλο, διότι πρώτα απ’ όλα θα ΄χανες την θρησκεία σου. Πού θα την βρεις την εκκλησία όμως; Που τότε δεν υπήρχανε, πώς θα τις φτιάξουμε; Αγοράζανε ένα σπίτι σαν κοινότητα, κάνανε τις κοινότητες πρώτα, κάνανε 2-3 χορούς, βγάλανε 2-3 χιλιάρικα, τα βάλανε προκαταβολή, πήρανε ένα σπίτι και το διαμορφώσανε σε εκκλησία το σπίτι. Σιγά σιγά περνώντας τα χρόνια, άρχισαν να οικοδομούνται και εκ θεμελίου οι εκκλησίες οι ελληνικές και έχουν κάνει τώρα αυτή τη στιγμή που μιλάμε «Πάρνωνες» εκκλησίες. Αν θα πας στο Σίδνεϋ, θα δεις έναν άλλο «Πάρνωνα», όποια περιοχή και να πας, υπάρχει ένας ελληνικός «Πάρνωνας», μια θεόρατη εκκλησία. Την είχαν ανάγκη, για το λόγο ότι: τα παιδιά θα χανόντανε αν δεν είχανε εκκλησία. Η εκκλησία τι έκανε; Έκανε κατηχητικό μετά, δημιουργούσε στα βραδινά ελληνικά σχολεία και πήγαιναν τα παιδάκια στα ελληνικά σχολεία, έστω να μάθουν το όνομά τους, αλλά πολλά διέπρεψαν και στα ελληνικά και στα αγγλικά και έχουν πάρει με αξιώσεις πάρα πολλά παιδάκια με αυτόν τον τρόπο, τα οποία όλα ξεκίνησαν από την εκκλησία και παραμένει ακόμα αυτός ο ρυθμός. Στην Αυστραλία τώρα εγώ βρήκα άλλον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος είχε γεράσει, ήρθε Ελλάδα πέθανε. Είχε έρθει άλλος νέος τότε, ο οποίος πριν 2 χρόνια πέθανε και αυτός και τώρα έχουν έναν τρίτο, τον οποίο δεν τον έχω γνωρίσει εγώ, μόνο δια τηλεοράσεως.

Π.Α.

Η κοινωνία της Αυστραλίας μαζεύει ανθρώπους και από πολλές και διάφορες άλλες εθνικότητες. Εσάς ποια ήτανε η σχέση σας με ανθρώπους άλλων πολιτισμών και άλλων εθνικοτήτων;

Β.Τ.

Θα σου πω. Συνολικά η εποχή που το έψαχνα εγώ τότε, γιατί είχα ανακατευτεί και είχα κάνει και μια δεκαετία πρόεδρος της ελληνικής παροικίας, και τότε έψαχνα της περιφέρειάς μου τα μέλλει γενέσθαι. Και ψάχνοντας αυτά, εβρήκα ότι ήτανε εκείνη την εποχή 152 εθνικότητες που μένανε στην Αυστραλία, διάφορες εθνικότητες. Εμάς, το νταραβέρι που είχαμε με τις άλλες εθνικότητες ήταν λίγες και καλές. Πρώτα οι Ιταλοί, πρώτα απ' όλα, οι οποίοι τώρα τελευταία έχουν και διασταυρωθεί με παντρειές. Ιταλός-Ελληνίδα, Ελληνίδα-Ιταλός και τα λοιπά. Δεύτερη μετά την Ιταλία που είχαμε καλές σχέσεις… καλά η Κύπρος βέβαια ξέχασα να την πω ήταν η πρώτη, η Κύπρος ήταν πάντα ίσον εμείς η Κύπρος. Δεν διέφερε ότι ήταν άλλο κρατιδίου κόσμος. Και οι Κύπριοι είχαν μεταναστεύσει πάρα πολλοί τότε, με δύο διαφορετικούς πολέμους που είχανε κηρυχθεί το ’58-‘59 και το ’74. Η άλλη εθνικότητα ήτανε λίγοι Ρώσσοι, αλλά πιο πολλοί Γιουγκοσλάβοι. Με τους Γιουγκοσλάβους είχαμε πάλι καλές σχέσεις, διότι ήταν οι πιο πολλοί Ορθόδοξοι. Και οι Ρώσσοι, οι οποίοι ερχόντανε και πηγαίναν μερικοί Έλληνες στις εκκλησίες των και αυτοί σε εμάς.

Π.Α.

Το αυστραλιανό κράτος βοηθούσε τους ανθρώπους που ήθελαν να δημιουργήσουν δικές τους επιχειρήσεις;

Β.Τ.

Όχι. Δεν θα πω «ναι» σε τίποτα σ' αυτά διότι, θα πω ένα παράδειγμα τώρα. Ε[00:40:00]δώ για τους μουσουλμάνους, θέλει το κράτος να τους φτιάξει εκκλησίες. Εμάς δεν μας έφτιαξε κανένας εκκλησία, όπως προείπα πριν, ξεκινήσαμε από ένα απλό σπίτι και κάναμε πύργους με δικά μας λεφτά, το κράτος δεν έχει βοηθήσει σε τίποτα απ' αυτά. Όλα με αρμέγματα των Ελλήνων, οι ίδιοι δηλαδή, ο καθένας τον οβολό του και καθένας την παρουσία του για να κάνει τον τζίρο της βραδιάς και της εποχής και πάει λέγοντας και έτσι οικοδομήσαμε όλα αυτά. Το κράτος δεν έχει βοηθήσει σε τίποτα. Σου έλεγε, σε άφηνε ελεύθερο ξέρω ‘γω και μόνο υπό τον έλεγχό του και τίποτα άλλο.

Π.Α.

Υπήρχε εγκληματικότητα στην Αυστραλιανή κοινωνία την οποία συναντήσατε εσείς;

Β.Τ.

Στις αρχές όχι. Τελευταία ναι, τελευταία ναι

Π.Α.

Υπάρχει κάποιο φαγητό, κάποια συνταγή της Αυστραλίας, την οποία εσείς την δοκιμάσατε και σας άρεσε ιδιαιτέρως;

Β.Τ.

Υπάρχουν. Θα πω όμως το πρώτο, το οποίο είναι και παράξενο. Τα λεγόμενα fish and chips στα αγγλικά, το λέγαμε στα ελληνικά «το ψαράδικο». Έκανε πατατάκια φριτέζες με μία φέτα ψάρι, την οποία πάγαινες και την έπαιρνες εκεί αυτό-σερβίρισμα, το take away. Λοιπόν, εκείνη την εποχή τι γινότανε; Οι εφημερίδες γινόντανε χωνί και τα άδειαζε όλα αυτά. Πρώτα τα πατατάκια και από πάνου το ψάρι και το έπαιρνες μες την εφημερίδα. Πολλά χρόνια πέρασαν για να σταματήσει αυτό, εμένα όμως η αλήθεια μου άρεσε γιατί ήταν κάτι πρωτότυπο. Ψάρι με πατατάκια. Η εφημερίδα δεν θα με ένοιαζε και τόσο, αν θυμάμαι καλά, αλλά όσο με ένοιαζε το look του φαγητού. Λοιπόν, πέρασαν όμως πολλά χρόνια για να αξιοποιήσουν τα πακέτα τους και να τα κάνουν αλουμινοπακέτα και τα λοιπά και τα λοιπά. Πέρασαν πολλά χρόνια, πάνω από 10.

Π.Α.

Υπάρχει κάποιο στοιχείο της αυστραλιανής κοινωνίας το οποίο εσάς σας έχει εντυπωσιάσει και αρέσει;

Β.Τ.

Στοιχείο σε τι πράγμα τώρα;

Π.Α.

Κάποιο θετικό στοιχείο που πρωτό-συναντήσατε στην Αυστραλία και σας άρεσε, σας έκανε θετική εντύπωση.

Β.Τ.

Πολλά, πολλά! Η τάξη, η καθαριότητα, οι νόμοι. Δεν είχε «θα», «εάν», ήτανε μπαμ και κάτω ό,τι γινότανε. Από αρχή μιλάμε, γιατί τελευταία είχανε λίγο χαλάσει και εκεί αυτά τα πράγματα, αλλά η αρχή ήτανε μια κοψιά και κάτω. Το πράσινο παντού, καταπράσινο τα πάντα. Γκαζόν στο δρόμο, γκαζόν στο πεζοδρόμιο, γκαζόν στα πάρκα, στις αυλές των σπιτιών και ούτω καθ' εξής. Αυτή ήτανε μια μεγάλη εντύπωση για γενικές γραμμές σε μένα.

Π.Α.

Κατάλαβα.

Β.Τ.

Ναι.

Π.Α.

Υπήρχε η συνήθεια οι Έλληνες να μένουνε σε συγκεκριμένα μέρη στην Αυστραλία και να δημιουργούν δικές τους γειτονιές;

Β.Τ.

Βεβαίως. Στο Σίδνεϋ υπήρξε μια περιοχή, η λεγόμενη Δήμος Marickville και μεγάλη σ' έκταση, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει, ήτανε γύρω στα 6 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, έξω. Ήταν οι πρώτη άπλα, γιατί όταν πρωτοπηγαίναμε, πηγαίναμε πολύ κοντά στην πόλη που ήταν σαν τα σπίτια κολλητά, ένα δίπλα στο άλλο και δεν είχε πολλά περιθώρια στις αυλές και… Δηλαδή του «σωρού» που λέμε, μας διαθέτανε του «σωρού» πράγματα. Εκεί είχε βρεθεί μια άπλα, την αυλή σου την μπροστινή, την πίσω αυλή, τις πρασινάδες, την καθαριότητα και δουλεύαν πολλοί μεσίτες Έλληνες και προτιμούσαν, σπρώχνανε τον πελάτη για ‘κείνη την περιοχή. Με αποτέλεσμα σε μια δεκαετία μέσα να έχει φτάσει το 90% ελληνικού πληθυσμού, όλη η περιοχή. Οι αρχές τώρα οι ντόπιες, άρχισαν να ανησυχούν και με το δίκιο τους, αλλά δεν επεμβαίνανε και σου λέει: «Αφού η πλειοψηφία μιλάει, δήμαρχος Έλληνας, αντιδήμαρχος Έλληνας, σύμβουλοι πιο πολλοί Έλληνες», εκεί πολύ λίγοι από την άλλη πλευρά. Αλλά τη στιγμή που λεγότανε και ψηφίστηκε η αλλαγή ονόματος, για να βάλουμε ελληνικό όνομα, αυτό δεν τους άρεσε καθόλου και τι κάναν; Εσπείραν τη διάσπαση και διασπάστηκαν τα πάντα με τον τρόπο τους, το οποίο θα το είχανε προβλέψει αυτό, είναι αγγλική φιλολογία αυτή. Όταν δεν υπάρχει συνεννόηση υπάρχει διαχωρισμός και το κάνανε και σιγά σιγά τώρα έχει μείνει ένα 10% σε αυτήν την περιφέρεια Έλληνες μόνο.

Π.Α.

Οι Έλληνες της Αυστραλίας είχανε δημιουργήσει διάφορα σωματεία, διάφορους συλλόγους στον αθλητισμό;

Β.Τ.

Πάρα πολλά, ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο ήταν οι πρώτοι. Διότι το ποδόσφαιρο εκεί δεν πήγαινε καλά, διότι ήταν πρωτεύων το ράγκμπι και το ράγκμπι δεν επέτρεπε πολλά περιθώρια στο ποδόσφαιρο, αφού έβλεπε στην Ευρώπη τι γίνεται με το ποδόσφαιρο. Σου λέει: «Κουδούνια στην γειτονιά μας, θα 'ρθούνε και στην πόρτα μας» και δεσμεύανε πολλά πράγματα, για να μην έχει ανάπτυξη το ποδόσφαιρο μεγάλη και πράγματι το είχανε καταφέρει, μέχρι ενός σημείου. Παρ' όλα αυτά, εμείς είχαμε, κάθε πόλη είχε 5-6 ομαδούλες ελληνικές, γύρω από την Αυστραλία όλες οι πόλεις, σιγά σιγά είχαν καταφέρει και το κάνανε, γινότανε τοπικά του νομού πρώτα πρωταθλήματα και σιγά σιγά καταφέρανε και κάνανε Παναυστραλιανό πρωτάθλημα, με το οποίο οι κυρίαρχες ομάδες, οι μεγάλες ομάδες ήταν οι ελληνικές. Γινόντουσαν όμως έκτροπα πολλά, γιατί οι Έλληνες και οι Γιουγκοσλάβοι στα παιχνίδια ήτανε ράθυμοι και δημιουργούσαν φασαρίες και ήρθε η ώρα η καλή που τους απαγόρευσαν και έπρεπε να σβήσουν τα ονόματα τα πατριωτικά. Η Ελλάδα το «Πανελλήνιος», οι Κροάτες την «Κροατία» και πάει λέγοντας, αυτά καταργήθηκαν. Σου λέει: «Θα βάλετε όνομα της περιοχής σας, ντόπιο εδώ και όποιος δεν έχει ντόπιο όνομα, δεν μπαίνει στο league», και σιγά σιγά άρχισε και έγινε και τώρα αυτή την στιγμή δηλαδή, δεν υπάρχει κάτι το ελληνικό στις μεγάλες κατηγορίες, μόνο στις μικρές και αυτές με δύο ονόματα αρχινάνε.

Π.Α.

Κατάλαβα. Εσείς παρακολουθούσατε τακτικά αθλητικούς αγώνες;

Β.Τ.

Ποδόσφαιρο μόνο, μόνο ποδόσφαιρο.

Π.Α.

Ποια ήταν η καθημερινότητά σας στην Αυστραλία; Πώς περνούσατε δηλαδή τις ώρες σας κατά τη διάρκεια της ημέρας;

Β.Τ.

Πανεύκολο. Με δουλειά! Από το πρωί από τις 06:00 μέχρι το βράδυ στις 20:00. Σχόλαγες, πήγαινες 20:00 η ώρα σπίτι, πού θα πας; Αφού είσαι ψόφιος από τη δουλειά. Οπότε έτρωγες, άραζες να ξεκουραστείς, γιατί το πρωί είχε πάλι δουλειά. 06:00 η ώρα έπρεπε να ξεκινήσεις για την δουλειά, ανάλογα πόση ώρα θα σε πάρει για να φτάσεις στη δουλειά και τα λοιπά και τα λοιπά. Λοιπόν, σου έμενε μια Κυριακή μόνο, εμένα ειδικά, γιατί και τα Σάββατα είχανε μέχρι τις 17:00 η ώρα το απόγευμα ωράριο. Σάββατο βράδυ, αν πηγαίναμε κάνα σινεμά θυμάμαι, πολύ ελάχιστα ή σε κανένα club ελληνικό που έφερνε τραγουδιστές από Ελλάδα και πηγαίναμε να δούμε κάνα… Την δε Κυριακή, έπαιρνες την οικογένεια και πήγαινες πικνίκ, είχαμε κινητά τραπεζάκια με υγραέριο για να ψήνουμε και κάναμε ψησταριά και πικνίκ οικογενειακή σε όποιο σημείο θέλαμε. Και το βράδυ πάλι σπίτι και έτοιμοι για την άλλη μέρα για δουλειά. Όλη μα όλη, αυτή ήτανε η λεγόμενη ρουτίνα και ακόμα λέγεται. Η ρουτίνα εκεί δεν αλλάζει, είναι δουλειά και μόνο!

Π.Α.

Σε ποια μέρη είχατε την ευκαιρία να συναντάτε άλλους συγχωριανούς σας και άλλους Έλληνες στην Αυστραλία;

Β.Τ.

Τα club το τελευταίο καιρό. Στις αρχές ήτανε ο σινεμάς, ο οποίος υπήρχε ένας ελληνικός σινεμάς και καφενεία. Σιγά σιγά άνοιξαν πολλά καφενεία, αλλά στα καφενεία για να βαστηχτούνε γινότανε τζόγος και δεν το προτίμαγαν πολλοί, όπως εγώ δηλαδή. Πολύ λίγες φορές, άμα με καλούσε κανένας να μπω και να βγω στο τσάκα-τσάκα.

Π.Α.

Κατάλαβα. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, αποφασίσατε να ξαναεπιστρέψετε στην Ελλάδα. Για ποιο λόγο;

Β.Τ.

Για τα παιδιά. Όλοι οι λόγοι που επιστρέφουνε για Ελλάδα είναι των παιδιών. Όπως είχε κολλήσει, δεν θέλω να διασταυρωθεί με μαύρο, με κινέζο, με τέτοια… Να αποφύγεις όλα αυτά έπρεπε να κάνεις προσπάθειες να έρθεις πίσω στην πατρίδα σου και αυτή ήτανε... Οπότε εγώ κανόνισα με τον αδερφό μου και κάναμε αυτή τη δουλειά για να έχω μια δουλειά τουλάχιστον να επιστρέψω.

Π.Α.

Και ποια χρονολογία επιστρέψατε στην Ελλάδα;

Β.Τ.

1986.

Π.Α.

Και με ποιο μέσο έγινε η επιστροφή σας από την Αυστραλία στην Ελλάδα;

Β.Τ.

[00:50:00]Αεροπλάνο, αεροπορικώς.

Π.Α.

Αεροπορικώς.

Β.Τ.

Και Ολυμπιακή.

Π.Α.

Και όταν επιστρέψατε στην Ελλάδα, σε ποιο μέρος αποφασίσατε να ζήσετε και να συνεχίσετε τις δουλειές σας και να δημιουργήσετε την οικογένεια που είχατε σκοπό να κάνετε;

Β.Τ.

Τρίπολη. Η οικογένεια στην Τρίπολη και εγώ πηγαινοερχόμουν στο μαγαζί.

Π.Α.

Σήμερα επικοινωνείτε με τους φίλους σας που έχετε αφήσει πίσω στην Αυστραλία;

Β.Τ.

Πάρα πολύ! Πολύ. Και πολύ και τακτικά. Δηλαδή, υπάρχει η θέληση και της συγγένειας που έχεις αφήσει, κουμπάρους, [Δ.Α.] έχω βαπτίσει παιδιά, όλα αυτά πρέπει να τα ανανεώνεις… Ξαδέρφια, είχα και αδέρφια βέβαια, δύο οι οποίοι πεθάνανε, τώρα έχω ανίψια και τέτοια με τους οποίους πρέπει να επικοινωνώ τακτικά.

Π.Α.

Κατάλαβα. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω! Η αφήγησή σας μου έδωσε σημαντικές πληροφορίες και άντλησα σημαντικές γνώσεις γύρω από το χωριό σας, το Αλεποχώρι και με την αφήγησή σας μου δώσατε την ευκαιρία να καταλάβω την ζωή και την καθημερινότητα ενός Έλληνα μετανάστη στην Αυστραλία, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τη δεκαετία του 1980. Τα 20 χρόνια δηλαδή και λίγο παραπάνω που ζήσατε εσείς ως μετανάστης στην Αυστραλία.

Β.Τ.

Ναι.

Π.Α.

Γενικότερα, έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε;

Β.Τ.

Όχι, μόνο όταν μιλάγαμε για καράβια που φεύγανε, πρέπει να ονομάσω, γιατί έχει μείνει ιστορικό, το λεγόμενο «Πατρίς» του Chandris Lines. Ήτανε αυτό το καράβι το οποίο εκουβάλησε τους πιο πολλούς Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, για δεκαετία και… Πάρα πολλούς! Αυτά.

Π.Α.

Και όταν ολοκληρώσατε τις ιατρικές σας εξετάσεις και ήσασταν πλέον έτοιμος να ταξιδέψετε και να μεταναστεύσετε προς την Αυστραλία, από ποιους γιατρούς περάσατε;

Β.Τ.

Παθολόγοι πιθανόν, καρδιολόγοι. Παθολόγοι επί το πλείστων ήτανε.

Π.Α.

Σας άγχωνε αυτή η διαδικασία;

Β.Τ.

Όχι, δεν το ‘χα πάρει πολύ σοβαρά, γιατί ήξερα ότι είμαι full υγιής και λέω: «Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί τίποτα, οπότε μια χαρά». Ο πρόξενος μόνο ήτανε, στο Προξενείο που σε ρώταγε διπλωματικές ερωτήσεις. Μου είχανε πει περίπου να μην απαντώ τα θετικά, να απαντώ γενικά και αυτό ήτανε. Αν του έλεγες δηλαδή ότι «εγώ θέλω να πάω να κάτσω σε γραφείο», θα σου ‘λεγε: «Δεν κάνεις για μένα». «Τι θες να κάνεις;», «ό,τι βρω» και όπως έγινε, και αυτή ήταν η καλύτερη απάντηση

Π.Α.

Κατάλαβα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Β.Τ.

Και εγώ, και εγώ!

Π.Α.

Να είστε καλά!

Β.Τ.

Έγινε! Ευχαριστώ πολύ!

Part of the interview has been removed for legal issues.

Summary

Ο Βασίλης Τσιριμπής αφηγείται τα παιδικά του χρόνια στο Αλεποχώρι Τριπόλεως, αλλά και την απόφασή του να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Εξιστορεί το πώς αναπτύχθηκαν εκεί οι ελληνικές κοινότητες, μιλά για τη συμβίωση με άλλους πολιτισμούς, τις δυσκολίες και τελικά τον γυρισμό πίσω στην πατρίδα.


Narrators

Βασίλης Τσιριμπής


Field Reporters

Παναγιώτης Αποστολόπουλος



Historical Events

Interview Date

07/09/2020


Duration

52'