© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Η ζωή είναι ένα μεγάλο ταξίδι»: Οι διαδρομές ενός Καρυώτη δασκάλου στην Ελλάδα και το εξωτερικό από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά

Istorima Code
15878
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Μπουντούρης (Κ.Μ.)
Interview Date
08/07/2020
Researcher
Σοφία Μανώλη (Σ.Μ.)
Σ.Μ.:

[00:00:00]Πάμε απ’ την αρχή. Καλημέρα, θα θέλατε να μας πείτε το όνομά σας;      

Κ.Μ.:

Tο όνομά μου είναι Κωνσταντίνος Mπουντούρης.

Σ.Μ.:

Ωραία. Βρισκόμαστε εδώ με τον κύριο Κωνσταντίνο Μπουντούρη. Είμαστε στον Άγιο Αδριανό, περιοχή Ναυπλίου, είναι 9 Ιουλίου του 2020. Είμαι η Σοφία Μανώλη, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε την αφήγηση. Κύριε Μπουντούρη, θα θέλατε να ξεκινήσουμε με τα παιδικά σας χρόνια;

Κ.Μ.:

Ευχαρίστως ναι.

Σ.Μ.:

Πού γεννηθήκατε;

Κ.Μ.:

Γεννήθηκα στην Καρυά, το Μάιο του 1933. Η Καρυά, ορεινό χωριό του νομού Αργολίδας της επαρχίας Άργους. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στην Καρυά, πήγα στο Δημοτικό Σχολείο, μετά πήγα στο Γυμνάσιο στο Άργος, στη συνέχεια πήγα στην Παιδαγωγική Ακαδημία,1951-'53. Διορίστηκα το ’58 στη Μακεδονία ως δάσκαλος, ήρθα εδώ με μετάθεση το 1965 στον Άγιο Αδριανό, παντρεμένος με ένα παιδάκι. Πήρα την Κρυστάλλω από το χωριό Δαφνούδι Σερρών και από τότε μένω μονίμως, εδώ, στον Άγιο Αδριανό Ναυπλίας.

Σ.Μ.:

Ωραία! Να κάνουμε μια αναδρομή και να τα πάρουμε από την αρχή τα πράγματα. Πάμε πίσω, λοιπόν, στο χωριό Καρυά.

Κ.Μ.:

Στο χωριό Καρυά. Σαν σταθμός στη ζωή που μπορώ να θυμάμαι επακριβώς είναι η 28η Οκτωβρίου 1940.  Ήταν η ημέρα Δευτέρα, εγώ δεν πήγα εκείνη την ημέρα στο σχολείο, δεν ξέρω, όμως περάσαν τα παιδιά έξω απ’ το σπίτι μας κλαίγοντας και είπανε: «Πόλεμος, πόλεμος!». Από τότε, την επομένη που πήγα σχολείο έγραψα θυμάμαι τη λέξη: «εν Καρυά τη 29η Οκτωβρίου 1940». Από τότε θυμάμαι επακριβώς όλα τα γεγονότα όσα πέσανε στην αντίληψή μου γύρω απ’ τον πόλεμο με όλες τις λεπτομέρειες που μπορεί να θυμάται ένα παιδί που έχει καθαρή μνήμη. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν εκεί στο χωριό, παιχνίδια… Το σχολείο μας δεν έκλεισε, όλα τα σχολεία κλείσανε, διότι δεν επιστρατεύτηκε ο δάσκαλός μας, ο όποιος ήταν ο Σπύρος Καραμούτζος, ένας εξαίρετος δάσκαλος και εξαίρετος άνθρωπος. Δυστυχώς εδολοφονήθη απ’ τους Γερμανούς το 1944 στις 4 Αυγούστου, ύστερα από προδοσία εμφυλίου. Έτσι γίνεται, και έκτοτε πήγα στο Γυμνάσιο και λοιπά, αυτά που γίνονται…

Σ.Μ.:

Ωραία. Αυτά τα γεγονότα που μας λέτε θα ήθελα να τα αφηγηθούμε σε μεγαλύτερο βάθος.

Κ.Μ.:

Σε μεγαλύτερο βάθος. Λοιπόν, το 1940 που μιλάμε τώρα για τον πόλεμο, εγώ κανονικά έπρεπε να βρίσκομαι στην Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο εγώ ήμουνα στη Β’ τάξη, έτσι ήξερα να γράφω και οι συγγενείς μου που ήτανε γύρω από μας, ξαδέρφια του πατέρα μου που υπηρετούσαν στο στρατό στην Bόρειο Ήπειρο, στην Αλβανία, έπρεπε κάποιος να τους γράφει γράμματα και έτσι φώναζαν εμένανε οι γυναίκες, οι θειές μου. Τότε υπήρχαν τα λεγόμενα επιστολόγραφα, δηλαδή ένα κομμάτι χαρτί που απ’ τη μια πλευρά, λίγο σκληρό ήτανε, απ’ τη μια πλευρά έγραφε τη διεύθυνση του στρατιώτη και από την άλλη καθαρό, έγραφες το κείμενο που ήθελες. Όμως το μολύβι δεν χρησιμοποιείτο τόσο εύκολα, γιατί… και έτσι ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν προοδευτικός άνθρωπος πήγε και μου αγόρασε μία φιάλη μελάνι, το λεγόμενο καλαμάρι, το οποίον ήτανε μία φιάλη μικρή, που το στόμιο ήτανε ένα χωνί, έτσι όταν γύριζε το μπουκάλι δεν χυνόταν η μελάνη και έτσι χρησιμοποιούσα, λοιπόν, κονδυλοφόρο και πένα και έγραφα τα γράμματα στους στρατιώτες. Οι γνωστοί μου στρατιώτες θείοι ήτανε ο Σπύρος ο Βασιλάκος με το παρατσούκλι Κουνάβας, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Βασιλάκος, ο οποίος λεγόταν και Γεώργιος Κουμάντος και ο αδερφός του ο Φώτης Κουμάντος, Βασιλάκος και αυτός. Σε αυτούς έπαιρνα απαντήσεις πέραν του ότι γράφανε στις γυναίκες τους, στις οικογένειές τους, έγραφαν και σε μένανε, διότι ξέρανε, ότι εγώ είμαι ο γραμματεύς και μάλιστα σε κάθε μου επιστολή ζητούσα και κάτι, διότι δεν γνώριζα τη σοβαρότητα του πολέμου. Νόμιζα ότι ήτανε κάτι που μπορούσε… στην Αλβανία παραδείγματος χάριν, να ψωνίσουν κάτι και τους έγραφα να μου φέρουνε γκέτες και ένα δίκοχο για να το φοράω εγώ και να κάνω τον στρατιώτη. Τέτοια ήταν η επιθυμία μου!

Σ.Μ.:

Σε τι ηλικία ήσασταν τότε κύριε Μπουντούρη;

Κ.Μ.:

Εφτά χρονών. Εφτά. Λοιπόν, απ’ αυτές τις επιθυμίες ο μόνος, ο οποίος με ικανοποίησε ήταν ο μπαρμπα-Γιώργης ο Βασιλάκος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Κουμάντος, που μου έφερε ένα κομμάτι γκέτα απάνω από μέτρο, το οποίον τό ‘κοψε η μάνα μου στα δύο και τύλιγα τα πόδια μου. Μού ‘φερε και το δίκοχο και το φορούσα και έκανα το στρατιώτη τέλος πάντων…

Κ.Μ.:

Ναι;

Σ.Μ.:

Θυμάστε τα συναισθήματά σας;

Κ.Μ.:

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά! Και θυμάμαι το εξής γεγονός, σοβαρότατον, επειδή είχανε πει τότε, ότι, ό,τι στρατιωτικό είδος υπάρχει σε κάθε σπίτι από διαταγή και των Γερμανών και των Ιταλών, ήδη φτάσαμε στο 1941, ήρθαν οι Ιταλοί, ήρθαν οι Γερμανοί, Γερμανοί πρώτα, Ιταλοί στη συνέχεια και είπαν ότι πρέπει να το δηλώσουμε και λοιπά. Λοιπόν, εγώ φοβόμουνα ότι έπρεπε να δηλώσουμε το δίκοχο και τους λέω: «Με καμία δύναμη!». Δεν δηλωνόταν αυτό. Και όταν σε μία επιδρομή που κάνανε οι Ιταλοί στο χωριό, ήρθαν στο σπίτι μας, φύγανε ο πατέρας μου, τα άλλα μου αδέρφια και λοιπά, και έμεινα εγώ με τη γιαγιά και με τη μάνα μου. Ήρθαν οι Ιταλοί μέσα λοιπόν, και πιο μπροστά τους είχα πει ότι το δίκοχο και τις γκέτες θα τις βάλετε στο κορμί, από μέσα από τα ρούχα της γιαγιάς, στο κορμί της, ώστε δε θα τη ψάξουν να το βρουν να μου το πάρουν. Ήρθε λοιπόν ο Ιταλός και ζητούσε αυγά και μού ΄λεγε: «Αυγά;». Δεν καταλάβαινα λοιπόν. Και μου είπε τότε: «Κο κο κο!», δηλαδή πώς κάνει η κότα. Το «Κο κο κο» εγώ το άκουσα δίκοχο. Τι στενοχώρια λοιπόν… Έτρεξα στο διπλανό σπίτι που απέχει τρία τέσσερα μέτρα στη θειά μου και της λέω: «Έλα κάτω ρε θειά, θεια-Φώτω, διότι ο Ιταλός ζητάει το δίκοχο από τη γιαγιά». Λοιπόν, ήρθε η θεια-Φώτω και με το θάρρος το ελληνικό τους λέει: «Τι θέλετε ρε παλιαθρώποι που ήρθατε εδώ πέρα στο μικρό παιδί;». Κάτι φωνές τους έβαλε εκεί. Της είπανε. «Ρε», μου λέει, «Αυγά!». «Αυγά;» λέω και πήγα κάτω στη φωλιά και μάζεψα λοιπόν ό,τι αυγά είχε και τους τά ‘δωσα και φύγανε και ηρέμησα, ικανοποιήθηκα, διότι γλίτωσα το δίκοχο και τις γκέτες. Αυτό είναι ένα γεγονός από την παιδική αυτή ηλικία του πολέμου. Στη συνέχεια, ο πατέρας μου είχε σχέση με κάποιονε σ’ ένα χωριό έξω απ’ το Άργος, του πήγαινε ξύλα για να καίει το φούρνο ή στο σπίτι και λοιπά, και έπαιρνε από εκεί, πατάτες, διάφορα ζαρζαβατικά, τέλος πάντων, και αυτός έπαιρνε εφημερίδα θυμάμαι. Τώρα Ακρόπολη ήταν; Δεν ξέρω. Και είχε όλα τα σκίτσα του Μουσολίνι. δηλαδή αυτά τα σκίτσα που βλέπουν σήμερα τα παιδιά και οι μεγάλοι στην τηλεόραση, το Μουσολίνι μέσα στην μπότα. [00:10:00]Έφερνε τις εφημερίδες, αποκόμματα, όχι, όλες τις εφημερίδες σε μάτσο, της εβδομάδος και όλα αυτά τα σκίτσα τα έβλεπα. Πέραν αυτού, υπήρχε ένα παιδί μεγαλύτερο, πολύ μεγάλο από μένανε, ήταν δεκαοχτώ χρονών, δεκαεννιά, το οποίον με αγαπούσε ιδιαίτερα, διότι ήμουνα λίγο ζωηρός, έτσι κάπως παιχνιδιάρης. Αυτό το παιδί είχε το χάρισμα της ποίησης, της ριματικής ποίησης να πούμε. Με ρίμα, με ρίμα. Λοιπόν, και είχε γράψει σε τέσσερες… σε μια κόλλα χαρτί δίφυλλη, ποιήματα εναντίον του Μουσολίνι. Μου το χάρισε αυτό, δηλαδή στιχάκια …εκατό μπορώ να σου πω –σαν το …πώς το λέμε, άστο αυτό, θα μού ‘ρθει. Λοιπόν, το μόνο που θυμάμαι στιχάκι ήτανε: Κλαίει που δεν κατόρθωσε την τάξη των πραγμάτων Θα του μείνει αποτέλεσμα το αίμα των θυμάτων. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει στη Β’ τάξη! Ήμουνα δηλαδή οχτώ χρόνων και λοιπά. Αυτό τό ‘μαθα απ’ έξω και το θυμάμαι ακόμη, και είναι –πώς το λένε– και αλήθεια. Αυτό το παιδί χάθηκε, διότι τράκαρε με ένα αυτοκίνητο και χάθηκε ο καημένος, ήταν εξαίρετος, αυτά… Λοιπόν, στη συνέχεια, ζήσαμε την Αντίσταση. Το ’43 ήρθαν στην Καρυά αντάρτες, μας μαζέψανε όλους, μας ενημέρωσαν και τοποθέτησαν τα μικρά παιδιά ανάλογα με την ηλικία σε αητόπουλα, ομάδες και λοιπά… Και υπήρχε κάποιος μεγαλύτερος, ο οποίος μας έκανε μάθημα, αυτά που ακούμε σήμερα περί κοινωνικής δικαιοσύνης, περί αλληλεγγύης κοινωνικής, περί… μακριά από βασιλιάδες, οι βασιλιάδες είναι… «Κάτω η μπουρζουαζία!», η πλουτοκρατία, δηλαδή αριστερών ιδεών αλλά και κοινωνικών ιδεών και ουμανιστικών ιδεών, δηλαδή μας έλεγε, ότι ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλον και λοιπά…

Σ.Μ.:

Πώς αισθανόσασταν εσείς όταν ακούγατε αυτά τότε;

Κ.Μ.:

Όχι μόνον χαιρόμαστε, αλλά μας μαθαίνανε τραγούδια και χάλαγε ο κόσμος! Όλα τα παιδιά να τραγουδούν, να βόσκουμε, ο καθένας μας είχε από μία γίδα, δύο γίδες, και βγαίναμε στο βουνό από μικρά, μας στέλναν για να βοσκήσουμε τα ζώα, και τραγουδούσαμε αυτά τα τραγούδια τα αντάρτικα–

Σ.Μ.:

Θυμάστε;

Κ.Μ.:

Τα αντιστασιακά δηλαδή. Τότε ήταν η καθαρή Αντίσταση! Θυμάμαι χαρακτηριστικά το τραγούδι που βούιζαν τα ρέματα που λέμε εμείς, ο αντίλαλος. Ξυπνώ και εγώ σαν Ελληνίδα μάνα, σε στέλνω σταυραετό του λυτρωμού. Ενα, μία περίπτωση. Το άλλο: Παιδιά, σηκωθείτε και βγείτε στους δρόμους, άντρες, γυναίκες, παιδιά με όπλα στους ώμους και λοιπά και λοιπά… τραγούδια που σου δίνανε ενθουσιασμό και πατριωτισμό. Τα παιχνίδια μας ήτανε στα αλώνια, τα λεγόμενα αλώνια. Κάτω στην άκρη του χωριού, υπήρχανε αλώνια, δηλαδή αλάνες μικρές, στις οποίες μαζευόμασταν, παίζαμε. Επειδή όμως το έδαφος ήταν τέτοιο και επειδή δεν είχαμε ιδέα, εικόνα του ποδοσφαίρου, δεν παίζαμε εμείς ποδόσφαιρο, όπως παίζουν σήμερα τα παιδιά, παρότι οι μεγαλύτεροι μας φτιάχνανε ένα –με πανί– τόπι, το οποίο το κλωτσούσαμε ξυπόλυτοι, σπάζαμε τα πόδια μας. Αλλά το παιχνίδι μας ήτανε τα διάφορα άλλα που είχανε σχέση με την πονηριά, με την εξυπνάδα, με το τρέξιμο. Δηλαδή τα λεγόμενα σκλαβάκια: χωριζόμαστε σε ομάδες, όποιος περνούσε το όριο τον έπιαναν οι άλλοι και τρέχαμε και ούτω καθεξής. Διάφορα παιχνίδια, τσιλίκι και λοιπά. Έτσι περνούσε η μέρα μας τις ελεύθερες ώρες.

Σ.Μ.:

Θυμάστε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό από παιχνίδι, κάτι που να έχει συμβεί και να σας έχει σημαδέψει μέσα στο παιχνίδι;

Κ.Μ.:

Nαι. Θυμάμαι ότι κάναμε αγώνες, αγώνες να πηδάμε. Τι άλλο να μπορούσαμε να κάνουμε; Nα πηδάμε ή να τρέχουμε. Ε στο τρέξιμο δε μ’ έπιανε κανένας εμένανε, ήμουνα και ο πιο μικρός, σωματικά εννοώ, αλλά έτρεχα. Το δεύτερο παιχνίδι ήτανε να πηδάμε χωρίς σκάμμα. Λοιπόν, φορούσα μια λωρίδα δερμάτινη και, δήθεν, ότι αν την έσφιγγα την λωρίδα τη δερμάτινη θα μου έδινε δύναμη του άλτη. Την έσφιξα, την έσφιξα, την έσφιξα, λοιπόν, με κλειδέρα μπροστά πώς το λένε. Την έσφιξα τη λουρίδα, πήδησα ό,τι είχα να πηδήσω, μετά δεν μπορούσαμε να τη λύσουμε τη λουρίδα και φώναζα και τους έλεγα: «Θα σκάσω ρε, λύστε την!», και τραβούσε ο ένας από δω, τραβούσε ο άλλος από κει για να μου λύσουν τη λωρίδα από το παιχνίδι αυτό του άλματος. Δεν ξέρω αν πήδησα μακριά ή κοντά, πάντως ήταν ένα παιχνίδι κι αυτό, ήταν θυμάμαι η λουρίδα που μου έσφιξε τη μέση τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να τη λύσουμε. Το δεύτερο περιστατικό ήταν: το χωριό μου έχει, ακόμη, υπάρχουνε εφτά υδρόμυλοι, τρεις ήτανε της εκκλησίας και οι άλλοι ήταν ιδιωτικοί. Στους εφτά αυτούς υδρόμυλους που έτρεχε… έτρεχε νερό πηγαίο, είχανε οι ιδιώτες σκάψει και είχανε φτιάξει τις λεγόμενες «στέρνες». Οι στέρνες ήτανε ένα σκάμμα εφτά, οχτώ μέτρα μάκρος, δύο πιθανόν και πλέον πλάτος, και βάθος δυόμιση μέτρα. Αυτό το γεμίζανε νερό που έτρεχε και, όπως ξέρουμε πώς λειτουργεί ο υδρόμυλος, ανοίγανε, έτρεχε το νερό, γύριζε η φτερωτή και αλέθανε. Εμείς, λοιπόν, τα παιδιά σε αρκετά μεγάλη ηλικία, μιλάω τώρα ήμασταν δεκάχρονοι, εντεκάχρονοι, δωδεκάχρονοι, δεν ήμασταν πιτσιρίκια, είχαμε γνώση, και η αγριάδα του εδάφους μας είχε οξύνει το μυαλό. Λοιπόν, παίρναμε την τριχιά του μουλαριού, το σχοινί δηλαδή που φορτώνανε και πηγαίναμε το μεσημέρι κρυφά, που οι άλλοι ησύχαζαν ή δεν βρίσκονταν εκεί, οι γονείς μας κυρίως, και πηγαίναμε στις στέρνες αυτές που ήτανε γεμάτες με νερό, δενόμασταν λοιπόν γυμνοί και έπεφτε ένας μέσα, ο δεμένος, οι άλλοι κρατούσαν το σχοινί δεξιά και αριστερά, τα δυό άκρα της τριχιάς και προσπαθούσαμε να μάθουμε κολύμπι, και μάθαμε κολύμπι! Εγώ κατά τον ίδιο τρόπο που υπέστη το σφίξιμο της λουρίδας στο άλμα, έκανα την ανοησία, κάναμε την ανοησία με τους άλλους τη θηλιά, να διπλώσουμε δηλαδή τη θηλιά, την τριχιά και να την περάσουμε στο κορμί και το ένα άκρο ο ένας, το άλλο άκρο ο άλλος, όχι να το δέσουμε κόμπο. Έτσι, όταν έπεσα γω μέσα στη στέρνα, στο νερό, προσπαθούσα, βούλιαζα μέσα στο νερό, τραβούσε ο ένας από κει, τραβούσε ο άλλος από δω, έσφιγγε το στήθος. «Θα με σκάσετε ρε!», φώναζα να πούμε. Παρ’ όλα αυτά ούτε έσκασα και κολύμπι έμαθα, ενώ τα άλλα παιδιά που ζουν εδώ στις θάλασσες δεν ξέρανε κολύμπι. Εμείς μάθαμε κολύμπι στην Καρυά, στις στέρνες, αυτά!  Στο σχολείο, λειτούργησε το σχολείο μας όλον τον καιρό και το ’43, το ’44 υπολειτούργησε. [00:20:00]Ο δάσκαλός μας, δεν ξέρω για ποιο λόγο, μάζεψε εμάς που θα πηγαίναμε στο Γυμνάσιο και όταν λέμε Γυμνάσιο λέμε, το ’44 παρότι ήμουνα έντεκα ετών είχα το δικαίωμα να δώσω εξετάσεις εισαγωγικές. Τώρα τι είχε γίνει; Ξέρω ότι τη χρονιά εκείνη ο δάσκαλος μάς έκανε φροντιστήριο στο σπίτι του, πέντε έξι παιδιά που δώσαμε εξετάσεις, της ηλικίας μου, και είχαμε κάνει σχεδόν όλα τα μαθήματα της ΣΤ'. Παρότι δεν είχαμε βιβλία, κρατούσαμε σημειώσεις και λοιπά, περάσαμε και μπήκαμε στο Γυμνάσιο και ακολουθήσαμε τη μαθητική ζωή του Γυμνασίου. Δύσκολα χρόνια, μέναμε σε σπίτια υπόγεια ή ημιυπόγεια ή ισόγεια με χώμα, χωρίς φως, χωρίς ρεύμα δηλαδή, αλλά με λάμπα. Έτσι περάσαμε όλα τα χρόνια του Γυμνασίου παρότι δεν είχαμε και εκεί τα περισσότερα βιβλία, ο ένας δανειζόταν απ’ τον άλλονε. Παρόλα αυτά τελειώσαμε το σχολείο και το ’51 έδωσα εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως. Μπήκα, πέτυχα δηλαδή, όπως λέμε στις εισαγωγικές. Τελείωσα το ’53 και επειδή έπρεπε να πάω στρατιώτης δεν μπορούσα να διοριστώ. Εργάστηκα στο διπλανό χωριό. Συνεννοήθηκα με τον δάσκαλο του σχολείου της Καρυάς, με τα παιδιά που ‘ρχόνταν από ένα διπλανό χωριουδάκι, το Μάζι. Τα παιδιά ερχόντανε στην Καρυά και ανήκανε στην ίδια κοινότητα βέβαια και είπαμε να δημιουργήσουμε ένα παράρτημα του σχολείου Καρυάς με άδεια του επιθεωρητή. Κάναμε την αίτηση και όντως μας έδωσε την άδεια και πήγα στο Μάζι, λοιπόν, και είχα μαζέψει καμιά δεκαπενταριά, δεκαεφτά παιδιά και θυμάμαι το 1953 στην πρώτη τάξη γραφτήκανε… είχανε γραφτεί στην πρώτη τάξη εννέα παιδιά. Τα υπόλοιπα ήτανε σε διάφορες τάξεις. Εκεί δούλεψα δύο σχολικά έτη σχεδόν, κουτσά στραβά, όχι πλήρη… Το ’53-’54 και ’54-’55, και το Μάιο του ’55 επιστρατεύτηκα. Επιστρατεύτηκα, πήγα στρατιώτης στην Κόρινθο, επελέγην ως Έφεδρος Αξιωματικός του Πεζικού και πήγα στην Κρήτη στη σχολή πεζικού, τη λεγόμενη ΣΕΑΠ, από την οποίαν τελείωσα μετά έξι μήνες, το Δεκέμβριο του 1955 ως δόκιμος για δυο μήνες. Με επέλεξαν στις διαβιβάσεις του Πεζικού. Έκατσα δυο μήνες στην Αθήνα εκεί στις διαβιβάσεις, εκπαιδεύτηκα, ονομάστηκα Έφεδρος Ανθυπολοχαγός με αστέρι και με στείλανε στην προκάλυψη, στο 68 Σύνταγμα του Σιδηροκάστρου και ιδιαίτερα στο 568 Τάγμα Πεζικού, το οποίον ήτανε στα σύνορα του χωριού Άγκιστρο και λοιπά, Αχλαδοχώρι, εκεί στη μεθοριακή γραμμή με τη Βουλγαρία.

Σ.Μ.:

Σήμερα που μιλάμε ποια είναι η πιο έντονη μνήμη σας από κείνη την περίοδο;

Κ.Μ.:

H έντονη μνήμη μου από κείνη την περίοδο ήτανε πως στην προκάλυψη την τότε, τα σύνορα ήτανε… ήμασταν σε απαγορευμένη ζώνη, δεν κυκλοφορούσανε άνθρωποι ιδιώτες, μόνο στρατός. Λοιπόν και με είχαν ορίσει σε ένα σημείο που ήτανε, ας τα πούμε τρία σημεία που τα είχαμε –πώς το λένε– να τα επιβλέπουμε. Λοιπόν, στη μέση ήμουνα εγώ που ήμουνα και υπεύθυνος, ήταν καμιά σαρανταριά στρατιώτες που τους είχα εκεί στα διάφορα φυλάκια και τη Μεγάλη, θυμάμαι, Πέμπτη του Μαρτίου του ’56 πλέον, γύρισε, ήτανε Μεγάλη Εβδομάδα, ενώ άκουγα από τον ασύρματο ψαλμωδία και λοιπά, πήρε τηλέφωνο ένα φυλάκιο από το απέναντι και μου λέει: «Κύριε ανθυπολοχαγέ, από κάπου από το μέρος το απαγορευμένο έρχεται ένα φως, το οποίον αναβοσβήνει». Εντωμεταξύ, μας είχανε εκπαιδεύσει έτσι, και μας λέγανε ότι οι κατάσκοποι μπαίνουνε, βγαίνουνε, αλλά πολλές φορές μπαίνουνε και με τρόπο έτσι πονηρό, δηλαδή, ότι δήθεν έχασαν το ζώο τους, ότι μπορεί νά ‘ρχονται και μ’ ένα φανάρι καμιά φορά και λοιπά. «Σίγουρα», του λέω, «βλέπεις φως εσύ να πούμε εκεί κάτω;», στο λεγόμενο Κρασοχώρι περιοχή. «Ναι», μου λέει. Παίρνω τηλέφωνο το άλλο φυλάκιο, το παρατηρητήριο που είχανε… πιθανώς ο στρατιώτης που ήτανε σκοπός εκείνη τη στιγμή ή να κοιμότανε ή να ήταν αφηρημένος και του λέω: «Για κοίτα προς τα κάτω. Μήπως βλέπεις κάνα φως;» και αυτό φοβισμένο μου λέει: «Ναι, βλέπω!». Η ενέργειά μου ήτανε, τι να κάνω μόνος μου, δε μπορούσα να κάνω τίποτα, έπρεπε να το αναφέρω στο Α2 του Τάγματος που ήτανε μακριά, ήταν έξω από το Σιδηρόκαστρο. Πήρα τηλέφωνο, λοιπόν, ο αρμόδιος Ανθυπολοχαγός του Α2, έτσι λέγεται ο Αξιωματικός αυτός, του λέω: «Αυτό και αυτό συμβαίνει!». Μου λέει: «Θα το αναφέρω στη Μεραρχία». Το αναφέρει στη Μεραρχία και ακούω… η Μεραρχία, τα τηλέφωνα δεν ήταν όπως τα δικά μας στις μονάδες που γύριζε το μανιατό και έπεφτε, ας πούμε, ο πίνακας. Και σου λέει: «Μπρος» ο άλλος, έβαλε το βύσμα. Ήταν ηλεκτρικά. Και ακούω, λοιπόν, στο τηλέφωνο «γρρ» πιο δυνατή την ένταση του τηλεφώνου και ήτανε ο Αξιωματικός, ας το πούμε του Α2, της Μεραρχίας. Μου λέει: «Τι συμβαίνει κύριε Μπουντούρη;», μου λέει, «εκεί;». Του είπα: «Αυτό κι αυτό. Ο στρατιώτης από το κωνοειδές, μου λέει ότι βλέπει ένα φως, ο άλλος απ’ το παρατηρητήριο το δρεπανοειδές, μου λέει αυτό. Τι πρέπει να κάνω;» Μου λέει: «Θα πάρεις πέντε έξι στρατιώτες και θα κατεβείς σ’ ένα σημείο» –ενώ όλο το άλλο μέρος ήτανε ναρκοθετημένο, στο σημείο εκείνο υπήρχε διάβαση και μπορούσαμε να μετακινηθούμε και προς το χωριό, το Άγκιστρο– «και να καθίσεις», μου λέει, «εκεί, σε ενέδρα» και λοιπά. Έτσι και έγινε, λοιπόν, ενώ τα παιδιά, οι στρατιώτες μου, κοιμόντανε πήγα τα ξύπνησα τέλος πάντων, τρομάξανε, έκανε και λίγο κρύο διότι Απρίλης ήτανε. Λοιπόν, τους είπα λοιπόν: «Ποιος θέλει να ‘ρθεί μαζί μας; Θα κάνουμε αυτό κι αυτό» και λοιπά. Προθυμοποιήθηκαν οι πιο παλιοί εκεί που ήτανε και μεταξύ αυτών και ένας, το όνομά του θα το πω, Σπυρόπουλος, ένας στρατιώτης. Τους είπα λοιπόν το σκοπό, πού θα πάμε, οπλισμένοι και λοιπά, και μου λέει ο στρατιώτης: «Κύριε Ανθυπολοχαγέ, απόψε είναι να πάει σε ενέδρα στο Κρασοχώρι ο δεκανέας, ο οποίος», μου λέει, «όταν τυχαίνει να είναι για ενέδρα, ποτέ δεν πάει στο σημείο εκείνο, πάει εδώ πιο κάτω», μου λέει, «στο πηγαδάκι και ξαπλώνουνε και κάθονται με τους δυο τρεις στρατιώτες και δεν πάνε. Κι αν προχωρήσουμε παρακάτω, θα πέσουμε πάνω στον [...]. Θα μας σκοτώσει ο [...], γιατί νύχτα είναι». Οπότε και εγώ, τι έπρεπε να κάνω; Ή να πάω εκεί που μου είπανε ή να κάτσω πιο πίσω και να μην πάω σε αυτό το σημείο.[00:30:00] Τέλος πάντων, καθίσαμε με τα παιδιά εκεί αρκετή ώρα μέχρι τη 01:00 τη νύχτα, 02:00, το απαρατήσαμε και γυρίσαμε και φύγαμε. Το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Tην επoμένη, το βραδάκι, το βράδυ, τη νύχτα, πήγα λοιπόν εγώ δίπλα, γιατί δεν ήταν μακριά το φυλάκιο και φώναξα τον στρατιώτη και του λέω: «Για έλα δω να μου πεις. Πού έβλεπες το φως;». Και μόλις έφτασα, λοιπόν, στο σημείο, στην άκρη εκείνη κει, είδα την πυγολαμπίδα, πυγολαμπίδες. Να πηδούν οι πυγολαμπίδες, οι οποίες μπροστά στο χάος, στο κενό προβαλλότανε αυτό το φως, δεν ήταν ότι είχε απέναντι τοίχο. Καταλάβατε τι συμβαίνει; Επειδή ήταν πρανές το σημείο εκείνο, κοίταζες μακριά κάτω, γιατί ήτανε ύψωμα αυτό, άρα η πυγολαμπίδα αν πήδαγε στο κενό, έβλεπες το φως να προβάλλεται χιλιόμετρα μακριά.

Σ.Μ.:

Ποια ήταν η αντίδρασή σας τότε, όταν το συνειδητοποιήσατε;

Κ.Μ.:

Tου λέω: «Ρε μπουνταλά!», του λέω, «Δεν τη βλέπεις την κωλοφωτιά;» του λέω, που… «Δεν μπόρεσες να αντιληφθείς;», του λέω, «Τη μία πριτς από δω, πριτς από κει, κωλοφωτιά, τι, τι, τι;». «Ναι», μου λέει, «αναβόσβηνε». «Τι αναβόσβηνε;», του λέω, «ρε, άμα καθόσουνα λιγάκι πιο δω βέβαια θά ‘βλεπες να περπατάει κιόλας η πυγολαμπίδα». Δεν την έλεγα πυγολαμπίδα, τού ‘λεγα κωλοφωτιά. Τέλος πάντων, αστειευτήκαμε, τι να τον μάλωνα γω τον άνθρωπο; Δεν είπαμε τίποτα, χάθηκε έτσι η υπόθεση. Αυτό με το στρατό. Στη συνέχεια, με έστειλαν να εκπαιδευτώ στις καταδρομές στο κέντρο εκπαιδεύσεως καταδρομών στη Ρεντίνα. Είναι έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, εκεί στον κόλπο της Χαλκιδικής. Εκπαιδευτήκαμε εκεί καμιά εξηνταριά μέρες, πενήντα. Μετά, ό,τι εκπαιδεύονται οι Λοκατζήδες, τέλος πάντων, και στη συνέχεια με στείλανε στα ΤΕΑ. ΤΕΑ είναι Τάγματα Εθνικής Αμύνης. Υπήρχαν τότε, δηλαδή, σε κάθε χωριό υπήρχαν όπλα, τα οποία τα είχαν ιδιώτες και υπήρχε ένας αξιωματικός που τους εκπαίδευε. Ήταν ένα είδος άμυνας, Εθνικής Άμυνας, ας το πούμε έτσι, και μ’ έστειλαν λοιπόν στη Νέα Ζίχνη Σερρών, εκεί ήταν η έδρα του Τάγματος. Με κάλεσε ο Διοικητής. Όταν πήγα, παρουσιάστηκα εκεί, τους είπα ότι: «Τοποθετούμαι με διαταγή του Γενικού Επιτελείου σε εσάς, κύριε Διοικητά, στα ΤΕΑ». Μου λέει: «Υπάρχουν δυο θέσεις, μία είναι στο Άγιο Πνεύμα και μία είναι στην Προσοτσάνη», τέλος πάντων, έξω από τη Δράμα, ένα άλλο χωριό εκεί. «Πού θέλεις να πας;». Του λέω: «Ο στρατιώτης», του λέω, «δεν κάνει επιλογές. Υπηρετεί εκεί που τον τοποθετούν και εκεί που είναι ικανός να υπηρετήσει το έργο για το οποίον είναι ταγμένος». Του άρεσε του Διοικητή αυτό το πράγμα και μου λέει: «Θα σε στείλω στο Άγιο Πνεύμα που είναι και κοντά στις Σέρρες», μου λέει, «ώστε αφού υπηρέτησες στην προκάλυψη τόσον καιρό να πας και στις Σέρρες καμιά φορά σαν άνθρωπος». Και πήγα στο Άγιο Πνεύμα σε ένα χωριό, κέντρο, και είχα τα γύρω χωριά, το Άγιο Πνεύμα. Αυτά τα χωριά λέγονται χώρια… Νταρνακοχώρια. Είναι πέντε χωριά, τα οποία μιλούσαν το Νταρ, το οποίον δεν έχει καμία σχέση, λέγανε ότι έχει σχέση με τον Δαρείο, ότι ο Δαρείος έμεινε τόσο καιρό εκεί ώστε τους έμεινε το Νταρ. Και όμως το Νταρ είναι μία έκφραση που προέρχεται απ’ ό,τι έμαθα κι έψαξα να βρω, από τη Θάσο είχαν έρθει αυτοί οι άνθρωποι, έχει μια ιστορία τέλος πάντων, αλλά το χρησιμοποιούσαν το Νταρ και έχουνε μία προφορά ιδιαίτερη αυτοί. Είναι η Πεντάπολις, ένα μεγάλο χωριό, που λεγόταν τότε Σαρμουσακλί. Ήταν το Άγιο Πνεύμα επίσης που ήταν και η έδρα του λόχου, ας το πούμε έτσι, που ήμουνα γώ, που λεγότανε Βεζνίκο. Ήτανε το Νέο Σούλι που λεγότανε τότε Σουμπάσκιοϊ. Ήτανε το Χρυσό που λεγότανε τότε Τοπόλιανη και ήταν και ο Εμμανουήλ Παππάς, το άλλο χωριό, το οποίον λεγότανε Ντοβίστα. Από εκεί προερχόταν και ο… προς τιμήν του Εμμανουήλ Παππά, του αγωνιστή των Μακεδόνων, ο οποίος σκοτώθηκε στη Χαλκιδική, μάλλον πέθανε από στενοχώρια στη Χαλκιδική. Ο άνθρωπος έκανε τον αγώνα του, δεν μπόρεσε να αντισταθεί, όπως στο Μοριά η Επανάσταση του 1821 είχε μεγάλη επιτυχία και δράση, ενώ στη Μακεδονία δεν ήτανε τόσο πολύ. Αυτός ήταν ο Εμμανουήλ Παππάς που ήταν από κείνο το χωριό και η πλατεία των Σερρών έχει το άγαλμά του και λέγεται και πλατεία Ελευθερίας ή πλατεία Εμμανουήλ Παππά. Στη συνέχεια, θα μου πείτε, πρέπει να με ρωτήσετε: «Πώς πέρασες σε κείνο το χωριό, δεν… ήσουνα νέος, ήσουνα 22, 23 χρονών. Δεν γνώρισες καμία κοπέλα;». Αυτό δεν πρέπει να με ρωτήσετε;

Σ.Μ.:

Ακριβώς!

Κ.Μ.:

Ακριβώς.

Σ.Μ.:

Θέλετε να μας το απαντήσετε;

Κ.Μ.:

Λοιπόν, και όχι μόνο γνώρισα κοπέλα, ερωτεύτηκα και κοπέλα για την οποίαν τό ‘μαθε ο Διοικητής και με μετέθεσε ο άνθρωπος χωρίς λόγο, παρότι η δική μου η σχέση ήτανε αυτό που λέμε έρωτας. Νέο παιδί ήμουνα, νέα κοπέλα ήταν αυτή, ερωτευτήκαμε, δεν κατέληξε σε γάμο, αλλά είναι ένας σταθμός κι αυτός στη ζωή του ανθρώπου που μένει. Έτσι; Ο έρωτας αυτός πάντα αφήνει σημάδια.

Σ.Μ.:

Τι θυμάστε από κείνη; Είναι κάτι που να σας έχει μείνει;

Κ.Μ.:

Θυμάμαι τι χαρά που ένιωθε ο ερωτευμένος, να την κρατάει από το χέρι την κοπέλα, να βγαίνουνε το βράδυ κρυφά, αυτά. Τι νομίζεις ότι θυμάμαι;

Σ.Μ.:

Eκείνη μπορούσε να βγαίνει ελεύθερα απ’ το σπίτι της;

Κ.Μ.:

Όχι. Μπορούσε σχετικά, κρυφά, όχι μπορούσε… Όπως γίνεται, όπως γινόταν τότε. Τώρα δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός. Τώρα βγαίνει στην πλατεία μαζί, χέρι-χέρι.

Σ.Μ.:

Σε τι ηλικία ήταν η κοπέλα τότε;

Κ.Μ.:

Ήταν 18 χρονών, ναι. Πανέμορφη κοπέλα, όμορφη κοπέλα. Ήτανε και οι άνθρωποι τότε στη Μακεδονία, που γνώρισα γω, ήτανε ειλικρινείς. Ήταν αληθινοί, δεν είχανε αυτήν την κακή σκέψη, την πονηρή και τη συμφεροντολογική, την οποίαν την είχαμε μεις οι παλιο-Ελλαδίτες, που μας λέγανε χαμουτζήδες. Αυτό το συνέκρινα. Τα παιδιά που γνώρισα, της ηλικίας μου, είχαν τέτοια αγαθοσύνη, είχαν τέτοια ειλικρίνεια, είχαν τέτοια φιλία, που δεν την έβρισκες εδώ. Δηλαδή όσους γνώρισα εγώ, τώρα που πηγαίνω ύστερα από τόσα χρόνια, είναι σαν να βλέπουν έναν αδερφό, σαν να βλέπω κι εγώ έναν αδερφό, όσοι ζούνε, γιατί δυστυχώς χαθήκαν οι περισσότεροι.

Σ.Μ.:

Τι θυμάστε και το λέτε αυτό; Θυμάστε κάποιο περιστατικό και το λέτε;

Κ.Μ.:

Ναι. Θυμάμαι γενικά όλα τα περιστατικά αυτά... Θυμάμαι, πήγαμε κάποτε να φάμε σ’ ένα εστιατόριο. Ήμασταν… τρεις; Τρεις. Ο ένας απ’ αυτούς ήτανε φίλος και είχε και μαγαζί. Πήγαμε, λοιπόν, στο εστιατόριο στο μακαρίτη τον Γιώργη, φάγαμε ό,τι φάγαμε, όμως κάποιος ειδοποίησε τον Σάκη, τον έναν απ’ αυτούς, ότι: «Στο σημείο εκείνο σε περιμένει». Και λέει: «Φεύγω κι έρχομαι!». Άργησε να ‘ρθεί και φωνάζουμε τον αυτόν να πληρώσουμε και λέω εγώ: «Να πληρώσουμε ρε του Σάκη! Να πληρώσουμε», του λέω, «δε θα πληρώσουμε τα δικά μας και θα αφήσουμε τον Σάκη!». Και είπανε οι άλλοι δύο –τέσσερις είμαστε– είπαν οι άλλοι: «Όχι», λέει, «με τον Γιώργη έχει παρτίδες ο Σάκης και δεν χρειάζεται να πληρώσουμε». Λέει: «Άστον, έχουνε λογαριασμούς μεταξύ τους». «Ρε παιδιά!», λέω εγώ. [00:40:00]«Όχι!», μου λένε. Έρχεται μετά από λίγο, μόλις βγήκαμε έξω: «Ποιος πλήρωσε», λέει, «ρε;». Λοιπόν, εγώ καταχωνιάστηκα και μου λέει ένας απ’ αυτούς: «Ρε Κώστα είχες δίκιο, τι ντροπή είναι αυτή!». Μεγάλο πράγμα. Ο οποίος πέθανε πέρσι, πέρσι το καλοκαίρι που πήγα, πριν από ένα μήνα είχε πεθάνει ο Τάκης. Ένα εξαίρετο παιδί, που πάντα, όταν μιλούσαμε έτσι, εγώ είχα μάθει και απ’ τη μάνα μου γενικά, αγαπούσα τις λαϊκές παροιμίες και έλεγε: «Αν θαυμάζω κάτι σ’ εσένανε», μού ‘λεγε, «θαυμάζω, ότι στην κατάλληλη στιγμή, κοπανάς την κατάλληλη παροιμία! Πού στο διάολο έχει το μυαλό σου τόσες πολλές παροιμίες;». Θυμάμαι χαρακτηριστικά, καθόμαστε κει στο καφενείο, ήρθε το αδερφάκι ενός από την παρέα και λέει: «Χάρη!» –το παιδάκι αυτό θα ήτανε οχτάχρονο, ξέρω γω– «Χάρη! Βρήκα μία δραχμή!» ή ένα πενηνταράκι κάτι, βρήκε μια δραχμή. Ήρθε να του πει ότι: «Βρήκα μια δραχμή». Και λέω γω: «Του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο!». «Ε τώρα», μου λέει, «δεν λέγεσαι!», λέει ο Τάκης.

Σ.Μ.:

Την έλεγε η μητέρα σας αυτήν την παροιμία; Οπότε την έλεγαν στην Καρυά; H μητέρα σας από πού καταγόταν;

Κ.Μ.:

Απ’ την Καρυά ήτανε!

Σ.Μ.:

Την έλεγαν στην Καρυά!

Κ.Μ.:

Αλλά ήτανε, πώς το λένε, εγγόνα παπά, πιθανόν να… Και κάποια άλλη παροιμία που θυμάμαι… πήγαμε κάπου πάλι έτσι παρέα να φάμε και ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό. Τώρα σε σπίτι πρέπει να ήμασταν, σε σπίτι φιλοξενήθηκαμε, ναι, με τον Κώστα το Δείνα, ένα εξαίρετο παιδί, πιθανώς στο σπίτι του να ήτανε. Φάγαμε, φάγαμε και λέει ένας: «Πω πω, δεν μπορώ να κουνηθώ!». Ήταν νόστιμο το φαγητό και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχανε κοτόπουλο με κρεμμυδάκια, τα κρεμμυδάκια τα φρέσκα, ναι. Λοιπόν, και λέω γω: «Άδειο σακί δεν στέκεται, γιομάτο δε λυγάει». «Ε τώρα», μου λέει ο…, ναι!

Σ.Μ.:

Και αυτό απ’ την Καρυά–

Κ.Μ.:

Και αυτό απ’ την Καρυά!

Σ.Μ.:

Και αυτή η παροιμία! Συνήθιζαν οι άνθρωποι στην Καρυά-

Κ.Μ.:

Πολύ, πολύ, πολύ–

Σ.Μ.:

Να εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο;

Κ.Μ.:

Πολύ και έξυπνα, πώς το λένε, επιχειρήματα. Βέβαια, οι Καρυώτες της γενιάς μου και οι μεγαλύτεροι, οι σημερινοί δεν έχουν καμία σχέση με τους Καρυώτες. Η δική μου η γενιά και η μεγαλύτερη, στο καφενείο χαιρόσουνα να τους ακούς να αστειεύονται, να αυτοσαρκάζονται. Είναι μεγάλο πράγμα να είναι ο άνθρωπος του καλαμπουριού, του αστείου, του χωρατού, αλλά και να μην λέει κατορθώματα του μόνον, να λέει και τις αδυναμίες του. Εκεί, εκεί τους είχα θαυμάσει τους Καρυώτες, το οποίον ή το τήρησα ή εκ χαρακτήρος είμαι τέτοιος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, έναν εδώ, φίλο, μεγαλύτερος από μένα, ήρθε να μου περιγράψει ένα περιστατικό, απέναντί μου ήταν. Λοιπόν, κάπου εκεί τέλος πάντων και μου λέει: «Τι να σου πω, ρε Μπουντούρη, εγώ…», μου λέει, «δεν είχα καταλάβει τίποτα, βάρηγα σε κρύα σίδερα!». Αυτό είναι φιλοσοφία! Δηλαδή τον εαυτό του, τον κατέβαζε χαμηλά, την περίπτωση εκείνη. Αλλού τον βλέπεις τον άλλονε και σου περιγράφει κάτι ιστορικά: «Εγώ να πούμε, όταν πήγα, και μου έτυχε ένα περιστατικό, να πούμε, και το αυτοκίνητό μου έτρεχε βενζίνη, του κόλλησα από το… αυτή που είχα την… πώς το λέμε, μασάνε κει στο αυτό και δεν έτρεχε… Κάτι κατορθώματα απίθανα μεν, φανταστικά δε. Λοιπόν, χρειάζεται να πεις το αστείο, χρειάζεται να πεις όλα, αλλά να μην είσαι ο ήρωας πάντα του γεγονότος. Θα είσαι και το θύμα, πρέπει να είσαι και το θύμα για να διανθίζεται η κουβέντα όμορφα και να είσαι ευχάριστος στην παρέα. Εγώ δεν θυμάμαι παρέα που να παρουσιαζόμουνα γω… Θυμάμαι χαρακτηριστικά, θα πω αυτό. Στο παιχνίδι ήμουνα περιζήτητος. Ήμουνα, πώς το λένε, ένας από τους καλούς και ενώ έπρεπε να βοσκήσω το ζώο, τη γουρούνα, ξέρω γω, τελείωνα, ενώ οι άλλοι είχανε μαζευτεί στ’ αλώνι και πήγαινα λίγο αργότερα εγώ, κατ’ ανάγκην, όχι ότι… Έβαζα τη γουρούνα μου στο σπίτι εκεί, πήγαινα, αμέσως έτρεχα και όταν έφτανα και τους έβλεπα εκεί στ’ αλώνι και πολεμάγανε να ορίσουν ομάδα και λοιπά και σίγουρα με περιμένανε, εγώ καθόμουνα στην άκρη. Δεν κατέβαινα κάτω κάτω, στην άκρη στο πουρνάρι. «Έλα ρε!», φωνάζανε. «Έλα!». «Δεν παίζω σήμερα, δεν έχει σήμερα, παίχτε άντε, δεν παίζω σήμερα!». «Έλα μωρέ! Άμα δεν παίζεις εσύ, ποιος θα παίξει;». Καταλαβαίνεις; Κι έκανα εγώ το κομμάτι μου, το κομμάτι μου, ο μάγκας! Ναι.

Σ.Μ.:

Εδώ θα ήθελα να σας ρωτήσω, οι γονείς σας, σας άφηναν ελεύθερα να παίζετε όταν είχατε δουλειές ή σας περιόριζαν;

Κ.Μ.:

Αν θα πω αυτό το περιστατικό, θα πείτε είναι φανταστικό ή την εικόνα του θα τη φανταστείτε εσείς και θα είναι αληθινή. Όχι, μας απαγόρευαν, κυρίως το μεσημέρι. Αλλά ο πατέρας μου εμένανε, έφευγε το πρωί, γιατί ήταν οικοδόμος και μαραγκός, κυρίως οικοδόμος και πήγαινε και μπορούσε να λείψει δύο μέρες, τρεις μέρες κι ερχότανε. Όταν ήταν στο χωριό, το βράδυ έβγαινε κι αυτός στο καφενείο, τελείωνε τη δουλειά του, οπότε εμείς παίζαμε στ’ αλώνια. Την άλλη την ημέρα, ο πατέρας μου εργαζότανε, όλοι εργαζόντανε, εκτός από μένανε. Εγώ τι να εργαστώ; Εγώ πήγαινα το πρωί, μιλάμε για τα καλοκαίρια, πήγαινα το πρωί με τη γίδα ή με τη γουρούνα, είχαμε γουρούνι, το οποίον το βόσκαμε και πηγαίναμε στο βουνό, ερχόμασταν γιατί έπιανε η ζέστη, και τρέχαμε στ’ αλώνια. Ούτε μας έπιανε ήλιος, ούτε χαλάγαμε παπούτσια, γιατί ήμασταν πάντα ξυπόλητοι. Λοιπόν, ένα καλοκαίρι, έτυχε ο πατέρας μου νά ‘ναι κει, μήπως ήταν και Κυριακή, κι αφού φάγαμε και λοιπά κανονικά, μου λέει: «Έλα, πέσε στο κρεβάτι». Το δικό τους το κρεβάτι, της μάνας μου και του πατέρα μου, το διπλό, και ξάπλωσε ο πατέρας μου κι εγώ από την από κει μεριά να κοιμηθώ. Ποιο να κοιμηθώ; Κλείνω μάτι εγώ λέω; Λοιπόν, κάποια στιγμή ακούω τον πατέρα μου, όπως ήταν τα ίσα του, να έχει αποκοιμηθεί και να κοιμάται, οπότε, αρχίζω, γυρίζω, στερεώνομαι στο γόνατο το αριστερό, σηκώνω το δεξί πόδι να δρασκελίσω το κορμί του πατέρα μου. Πόσες κινήσεις, κινήσεις που κάνει, πώς το λένε, το λιοντάρι, όταν θέλει να πιάσει το αγρίμι. Λοιπόν και τα χέρια μου ακουμπάνε αριστερά και δεξιά και ήδη βρίσκομαι πάνω από το σώμα του πατέρα μου, τα δυο χέρια να είναι έτσι, το ένα πόδι απ’ τη μια μεριά, το άλλο πόδι απ’ την άλλη. Φαίνεται τον ακούμπησα; Άνοιξε τα μάτια του: «Πού πας;». Με το «Πού πας;» λοιπόν, λύγισαν τα πάντα, έπεσα πάνω του. [00:50:00]Λοιπόν, θυμάμαι κατάλαβε ότι, πώς το λένε, ότι η καρδιά μου θα χτύπαγε. Όχι μόνο δεν με μάλωσε, με αγκάλιασε έτσι και μου λέει: «Γύρνα, κοιμήσου!». Ναι, ήτανε συγκινητική αυτή η στιγμή, πώς το λένε, ναι…

Σ.Μ.:

Αισθανθήκατε και τότε αυτήν την τρυφερότητα, όπως την αισθάνεστε σήμερα;

Κ.Μ.:

Α βέβαια!

Σ.Μ.:

Άλλες στιγμές με τον πατέρα σας;

Κ.Μ.:

Mε αγαπούσε πολύ! Δεν ξέρω, ίσως του λέγανε: «Ο Κώτσος; Πού είν’ ο Κώτσος;». Kαι μια φορά μού ‘χε πει, όχι μόνον, ήμουνα δάσκαλος, ήμουνα μεγάλος, δεν ήμουνα… «Έλα εδώ ρε!», μου λέει: «Ειλικρινά τώρα κουβεντιάζουμε. Δεν μου λες…», μου λέει, «Εργάζομαι στη σκαλωσιά και περνάει ο Καραγκιούλης, περνάει ο Στάθης, περνάει ο άλλος, ο άλλος, ο άλλος και με ρωτάνε: «Δεν ήρθε;» –στη Μακεδονία, ήμουνα διορισμένος στη Μακεδονία– «Πότε θα ‘ρθεί; Δεν ήρθε; Πού είναι ο Κωστής;». Μου λέει: «Σ’ αγαπάνε τόσο πολύ. Αξίζεις ή μήπως σ’ έχουνε για Περικλέτο;». Περικλέτο, τι εννοούσε, ότι εγώ τους κάνω να γελάνε, να αστειεύονται, επομένως είμαι γελοίος. Και τραβιέμαι δυο βήματα πίσω, γιατί ήδη ήμουνα ολοκληρωμένος, δηλαδή δεν μίλαγε με παιδάκι, και τραβιέμαι δυο τρία βήματα πίσω και του λέω: «Πώς με κόβεις, εσύ;», του λέω. «Μοιάζω γι’ αυτό που είπες;». «Όχι», μου λέει. «Μην το ξαναπείς», του λέω, «γιατί θα γίνουμε δυο χωριά χωριάτες!», αστειευόμενος. Ναι, είχαμε ιδιαίτερη… η τελευταία συγκινητική εικόνα του πατέρα μου είναι τραγική! Λοιπόν, είμαστε στη Μακεδονία το 1968, στο χωριό της γυναίκας μου και με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Ο πατέρας σου πάει στην Αθήνα, διότι τον έπιασε στο χωράφι και ζαλίστηκε». Μπήκα, τέλος πάντων, με κάποιο τρόπο στο αεροπλάνο και έφτασα στις 02:00 τη νύχτα στο Λαϊκό Νοσοκομείο πού ήταν ο πατέρας μου. Τον είχανε σ’ ένα πρόχειρο δωμάτιο εκεί στο διάδρομο σε αφασία. Ήταν ο αδερφός μου και ο γαμπρός μου εκεί. «Τι έγινε;». «Δε μιλάει, δεν κάνει τίποτα!». Ήτανε εκτός! Λοιπόν, τον πιάνω από το χέρι, τον ταρακουνάω και του λέω: «Ξύπνα!». Δυνατά. Άνοιξε τα μάτια του. Πρώτη φορά είδα μάτια γαλανά, του πατέρα μου τα μάτια ήτανε καστανόμαυρα, γαλανά, θάλασσα. Λοιπόν, του λέω: «Ποιος είμαι;», και ο χρόνος αυτός που περνάει να μου απαντήσει, αρκετά δευτερόλεπτα, πώς βλέπουμε στην τηλεόραση να ζουμάρει την εικόνα να καθαρίζει, να καθαρίζει, να καθαρίζει η εικόνα και να πλησιάζει το αντικείμενο ή το πρόσωπο. Δεν τό ‘χουμε δει αυτό; Αυτό ακριβώς συνέβη. Άρχισαν τα μάτια του να καθαρίζουνε σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, σιγά και να γίνονται όπως ήταν τα μάτια του και να ψελλίζει χωρίς να μπορεί: «Ο Κωθτάκης».

Σ.Μ.:

Απίστευτο. Πολύ όμορφη σχέση είχατε! Τρομερό! Mε τη μητέρα σας τι σχέση είχατε;

Κ.Μ.:

Α! Η μάνα μου ήτανε ένα πλάσμα! H μάνα! Ποια σχέση είναι η μάνα του παιδιού, ποια σχέση του παιδιού και με τη μάνα. Η μάνα είναι η μάνα! Ήτανε η μάνα μου, μας αγαπούσε. Αν σου πω ότι περάσαμε δυστυχία, δυστυχία του 1942, τότε άρχισε η μεγάλη πείνα. Συνέβη το ’40 ρε παιδί μου, μετά τον πόλεμο, δηλαδή το καλοκαίρι του ’41 που ήρθαν οι Γερμανοί, Ιταλοί και λοιπά. Θαρρείς και τα στάρια δεν έγιναν! Έτσι από το χειμώνα του ’42 άρχισε η πείνα. Δεν είχαμε καθόλου ψωμί, όχι μόνον εμείς, όλο το χωριό, όλα τα παιδιά του χωριού φάγανε βελανίδια. Μπορείς να το φανταστείς αυτό; Λοιπόν, και θυμάμαι την τραγική αυτή στιγμή να είμαι όλη την ημέρα νηστικός και την προηγούμενη βέβαια, και μ’ έβλεπε η μάνα μου η κακομοίρα, ότι ένα παιδάκι τώρα εφτά, οχτώ χρόνων… όλο χόρτα μαζεύανε εκεί και, τέλος πάντων, μου λέει: «Για πήγαινε στη θειά σου» –είχε στάρια αυτή είχε– «να σου δώσει λίγο αλεύρι!». Και μου δίνει μία πετσέτα, η μάνα μου, να πάει να μου βάλει μια χούφτα αλεύρι. Πήγα, λοιπόν, στη θεια-Μήτραινα, της λέω: «Έτσι κι έτσι, μου είπε η μάνα μου να μου δώσεις λίγο αλεύρι να μου φτιάξει κάτι να φάω». Κι έπιασε κείνη κει με τη λεγόμενη κεψέ, αυτό το εργαλείο που πιάνουν το αλεύρι, και έβαλε. Τώρα ήταν εκατό γραμμάρια, ήτανε διακόσια γραμμάρια, ξέρω γω πόσο ήτανε; Τόσο λίγο, τό ‘δεσε από πάνω με την πετσέτα, το πήρα, και η μάνα μου πήρε το τηγάνι, έριξε λίγο νερό και πάνω στη φωτιά έφτιαξε την κρέμα, την φρουτόκρεμα που θα λέγαμε στα παιδιά σήμερα. Έβρασε αυτό το πράγμα, έβρασε, έβρασε σιγά σιγά, έπηξε και μού ‘δωσε και το κουτάλι και της άφησα και λίγο να φάει αυτή. Αυτή ήταν η διατροφή, μία από τις στιγμές της διατροφής μας του 1942, το χειμώνα του ’42. E, το ’43, μετά το τέλος του ’42, ζήσαμε κανονικά τέλος πάντων. Φτωχικά μεν, αλλά όχι πείνα, αυτά! Τι θέλετε άλλο να σας…

Σ.Μ.:

Ωραία. Έχουμε περιγράψει επί της ουσίας την προσωπική σας ζωή. Τη γυναίκα σας πότε τη γνωρίσατε;

Κ.Μ.:

Σας είπα, όταν πήγα στο Δαφνούδι νεοδιόριστος δάσκαλος, μικρός, τον Ιανουάριο του 1958. Η γυναίκα μου ήταν στην ΣΤ’ τάξη, ένα κοριτσάκι… Μάλιστα, απουσίαζε κι όλον τον καιρό κι ήρθε ο αδερφός της και μου λέει: «Δως του το να πάει στο διάολο να φύγει!», μου λέει... Ήταν άρρωστη, ξέρω γω, ντάξει. Όμως, όταν έγινε δεκαπέντε, δεκάξι χρονών η γυναίκα πέταξε! [01:00:00]Δεν ήτανε… όχι στα δεκαπέντε, στα δεκαεφτά, δεκαοχτώ τό ‘πιασα απ’ το χέρι που λέμε και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Και παντρευτήκαμε κι ήρθα παντρεμένος εγώ εδώ, το ’66 παντρευτήκαμε και το ’66 γεννήθηκε η κόρη μας η Βασιλική, το Σεπτέμβριο του ’66. Και στη συνέχεια αγόρασα το οικόπεδο αυτό, διότι δεν είχαμε πού να μείνουμε. Έμενα σε ένα φιλικό σπίτι. Με οικονομίες αγοράσαμε το οικόπεδο αυτό. Ο αδερφός μου κι ο πατέρας μου –τότε ζούσε ο πατέρας μου, ήταν οικοδόμος, οικοδόμοι και οι δύο– μου χτίσανε το σπίτι και το ’69 συνέβη ένα γεγονός που μ’ έστειλαν στη Γερμανία. Πολιτικά, ήμουνα αντιβασιλικός από τα χρόνια του ’44, πώς το λένε, που «οι μπουρζουάδες και κάθε ένας προδότης θα κρεμαστούνε με μαύρο σκοινί, οι βασιλιάδες και κάθε…» και όλα αυτά τα πράγματα που λέγανε οι αντάρτες, μας είχε μείνει και σε μας, αλλά μετά και ιστορικά, πολιτικά, έχουμε διαπιστώσει ότι αυτός ο Βασιλικός Οίκος στην Ελλάδα, για μένανε, δεν ήταν υπέρ της Ελλάδος ήτανε, πώς το λένε, ήταν προέκταση της Αμερικής, της Αγγλίας, της αυτής, βόρβορος κατά της Ελλάδος. Τι να θυμηθούμε; Nα θυμηθούμε τη βασίλισσα, να θυμηθούμε τον Κωνσταντίνο με τον Διχασμό, τι να θυμηθούμε δηλαδή απ’ αυτούς; Nα θυμηθούμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποίαν για μένανε αντί να σκοτώσουνε, να βάλουνε τους έξι στο εκτελεστικό έπρεπε να βάλουν πρώτα τον Κωνσταντίνο και όχι τον μαύρο τον Δημήτρη τον Γούναρη, τον αθώο άνθρωπο, τον πολιτικό, έναν δημιουργικό άνθρωπο και πανέξυπνο και πολιτισμένον άνθρωπο. Αυτοί ήτανε ένας λόγος. Μόλις έχασε τις εκλογές ο Βενιζέλος το ’20, κουβαλήσανε τον Κωνσταντίνο απ’ την εξορία κι αμέσως πήγε στη Σμύρνη να κάνει τον παλικαρά να πούμε, τέλος πάντων. Έτσι λοιπόν, εγώ ήμουνα δημοκρατικός της Ενώσεως Κέντρου. Για την αστυνομία ήμουνα: «Ψηφίζει μεν Ένωση Κέντρου, αλλά οι παρέες του είναι με κομμουνιστές», κι ανέφερε ονόματα. «Στο χωριό του κάνει παρέα μ’ εκείνον, μ’ εκείνον, μ’ εκείνον…» και τους οποίους τους είχαν χαρακτηρίσει κομμουνιστές, οι οποίοι δεν ήταν και αυτοί κομμουνιστές, ψευτο-αριστεροί ήτανε. Λοιπόν, έτσι, όταν έγινε η χούντα εγώ ήμουνα, λέγανε, ότι σήμερα τον διώχνουν τον Μπουντούρη, αύριο… Αυτή η αρβύλα, εδώ οι ψευτο-εθνικόφρονες. Με πλησιάζανε, μου λέγανε, ότι: «Ξέρεις, σε είδαν ένα βράδυ, ήρθε ένας από το τάδε χωριό», ψέματα, «με μηχανή», για να τους πω εγώ: «Ήρθε; Ποιος ρε;», έλεγα εγώ σ’ αυτόν τον ίδιο τον καταδότη. «Ήρθε», λέει, «ένας κομμουνιστής από ένα χωριό». Του λέω: «Δεν τον ξέρω ρε τον άνθρωπο, αλλά αν μου πείτε πού μένει και πού… θα πάω να τον βρω!». Στα χρόνια της χούντας τα έλεγα αυτά, έκανα και τον παλικαρά δηλαδή, αλλά σαν να τους έλεγα ότι: «Δεν σας φοβάμαι». Γιατί δεν είχε έρθει κανένας… Η Αστυνομία όμως έλεγε ότι: «Ψηφίζει μεν, είναι ακίνδυνος δε». Αυτή ήτανε… ο χαρακτηρισμός. Συνέβη, λοιπόν, ένα περιστατικό το 1969. Στο σχολείο ήμασταν δυο δασκάλες και εγώ. Εγώ ήμουνα ο διευθυντής, η μία δασκάλα ήτανε η κυρα-Τούλα και είχαμε και μία κοπελίτσα, η οποία ήταν αδιόριστη μεν αλλά την είχαμε. Την είχε η Νομαρχία στείλει. Και της λέω το Σάββατο –κάθε Κυριακή εκκλησιαζόνταν τα παιδιά υποχρεωτικά– και της λέω, αν τη θυμάμαι καλά πώς τη λέγανε, το μικρό της όνομα, της λέω: «Αύριο, θα μείνεις εδώ, δεν θα πας στο χωριό σου» –ήταν έξω απ’ την Τρίπολη– «αλλά θα οδηγήσεις τα παιδιά στην Εκκλησία, όχι για άλλο λόγο της λέω να σε ιδεί και το χωριό ότι είσαι δασκάλα». Και λέει η κυρα-Τούλα: «Δεν τ’ αφήνεις το κορίτσι να πάει στη μάνα του;». Της λέω: «Άμα αναλάβεις εσύ, ναι το αφήνω, αλλά εγώ νομίζω ότι πρέπει να πάει». Κι έμεινα με την εντύπωση ότι η δασκαλίτσα αυτή, η μικρή, θα πήγαινε την Κυριακή τα παιδιά στην εκκλησία. Τα παιδιά μαθημένα στην τρίτη καμπάνα που λέμε το Ευαγγέλιο «πρέπει νά ‘μαστε στην Εκκλησία», περιμένουν τον δάσκαλο, περιμένουν… κανένας! Χτυπάει η καμπάνα, η τρίτη καμπάνα, οπότε σου λέει: «Τι γίνεται εδώ;». Τα παιδιά μόνα τους. Και συγκεντρώνονται, λοιπόν, και λέει: «Πάμε στην εκκλησία, κάτι θα συμβαίνει!». Και φωνασκούντα και αλαλάζοντα, όπως γράψανε στην επιστολή, περνούσαν απ’ έξω. Άκουσα εγώ τα παιδιά να φωνάζουν πριν πάνε στην εκκλησία. Δεν πήγαιναν συντεταγμένα, ελεύθερα παιδιά, τώρα τα παιδιά… τα συνοδεύεις και φωνάζουν. Λοιπόν… σηκώθηκα λοιπόν κι εγώ ο μαύρος, ντύθηκα γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα, και πήγα στην εκκλησία, μετά τα παιδιά. Μου γράφουνε μία επιστολή στον επιθεωρητή, στην οποία αναφέρουνε ότι τα παιδιά, χωρίς δάσκαλο, ασυνόδευτα, φωνασκούντα και αλαλάζοντα καθοδόν, φτάσανε προς το τέλος της λειτουργίας, και πριν το Δι’ ευχόν ήρθε και ο διευθυντής του σχολείου, Κωνσταντίνος Μπουντούρης. Μία επιστολή καταπέλτης εναντίον μου, εκτός από κάτι άλλες που είχανε στείλει και λοιπά. Οπότε η επιστολή αυτή έφτασε στον επιθεωρητή και με κάλεσε ο επιθεωρητής σε απολογία. Πήγα, λοιπόν, εκεί πέρα. «Καθίστε», μου λέει, «κύριε Μπουντούρη». Αυτός περίμενε, ο επιθεωρητής, εγώ να αρχίσω την κλάψα: «Κύριε επιθεωρητά, και ξέρεις και μου μου μου και μα μα μα». Λοιπόν, καθόμουν απέναντι σε ένα ανάκλιντρο. Μου λέει… μου διάβασε την επιστολή και: «Είναι», μου λέει, «ενυπόγραφη», είπε ο επιθεωρητής. Λοιπόν, σηκώνομαι όρθιος. Μου λέει: «Καθίστε να απολογηθείτε». Του λέω: «Κοιτάξτε να δείτε και το χώρο σέβομαι, εσάς σέβομαι, αλλά και όταν απολογείται ένας υπάλληλος, ε δεν μπορούμε να κάθομαι σταυροπόδι», λέω, «και να απολογούμαι. Θα σηκωθώ όρθιος, θα μου επιτρέψετε». Του άρεσε αυτό. Του λέω: «Κύριε Επιθεωρητά, είναι αληθινή… είναι αλήθεια αυτά που γράφει η επιστολή». Ο επιθεωρητής έπεσε απ’ τα σύννεφα. Σου λέει: «Δηλαδή;», μου λέει. «Δηλαδή», του λέω, «τα γεγονότα έγιναν έτσι όπως είναι. Έγινε μία παρεξήγηση», λέω, «στο σχολείο μου, την οποίαν αναλαμβάνω εγώ, εγώ είμαι διευθυντής, άρα λοιπόν η ευθύνη πέφτει πάνω σε μένανε και λοιπά», του λέω. «Όχι», μου λέει, «να μου πεις το ιστορικό». «Δεν χρειάζεται», λέω, «τώρα να ρίξουμε τις ευθύνες», του λέω, «στη δασκάλα στην τάδε ή στην τάδε», του λέω, «γιατί ο διευθυντής, ο οποίος λέει να γίνει κάτι και δεν επιβλέπει. Έτσι έχω μάθει στο στρατό», λέω γω, «όταν μία διαταγή δίδεται και δεν επιβλέπεται αν εκτελεστεί, τότε είναι διαταγή, άμα είναι διαταγή του αέρα, δε λέει τίποτα! Επομένως φάνηκε», του λέω, «ότι η διαταγή… ή η διαταγή ή η επιθυμία η δική μου ή η απόφαση του σχολείου να πάει η δασκάλα τα παιδιά και δεν τα πήγε και ανέλαβα εγώ, αναλαμβάνω και την ευθύνη κύριε Επιθεωρητά! Εκείνο που με χαροποιεί», του λέω, «είναι ότι αποδεικνύεται πως τα παιδιά έχουν και ηθική και εθνική και θρησκευτική αγωγή τέτοια, ώστε ξέρουνε ότι στην τρίτη καμπάνα τα παιδιά θα πάνε στην εκκλησία να παρακολουθήσουνε τη Θεία Λειτουργία, και αυτό με ικανοποιεί. Τώρα από κει και πέρα…», λέω, «η κρίση σας είναι δικαία και οποιαδήποτε κι αν θα είναι το αποτέλεσμα», [01:10:00]Αυτό του άρεσε και μου λέει: «Σε συγχαίρω δια την ειλικρίνειαν και την ανδροπρέπειάν σου!». Δεν είναι κουβέντες απλές. «Όμως», μου λέει, «κύριε Μπουντούρη, πρέπει να ξέρεις ότι αυτή η επιστολή έχει φτάσει στον Διοικητή της Αστυνομίας, στον Διοικητή της Μονάδας εδώ. Γι’ αυτό», μου λέει, «σε παρακαλώ, πώς θα την καταχωνιάσουμε; Θα ‘ρθώ», μου λέει, «στο σχολείο σου, στο χωριό, θα ειδοποιήσεις τους επιτρόπους εκεί, να τους κάνω δήθεν μια ψευτο-ανάκριση», μου λέει, «για να ειδοποιήσω να μην την ενεργήσουν αυτήν την επιστολή, να την βάλουν αρχείο». Έτσι κι έγινε! Ήρθε, λοιπόν, στο σχολείο, μάλωσε τις δασκάλες εκεί, να πούμε τέλος πάντων, και πήγαμε στην πλατεία. Είχα ειδοποιήσει εγώ τους επιτρόπους και τον παπά, χωρίς να τους πω τίποτα, ότι: «Θα ‘ρθεί να σας ρωτήσει για κείνο, για κείνο», γιατί ξέρεις χειρότερα μπερδεύονται. Οι άνθρωποι αυτοί ήτανε… τους λέω: «Θέλει να ’ρθεί ο επιθεωρητής να ρωτήσει κάτι», τους λέω. «Δεν ξέρω τι θέλει, σας θέλει». Ήρθε, λοιπόν ο επιθεωρητής, οι άνθρωποι αυτοί, τι θα λέγανε για μένανε; M’ αγαπούσανε. Μπορεί και ο παπάς να ήτανε στο κόλπο της επιστολής, δεν έχει σημασία, αλλά την ώρα εκείνη, έλεγε: «Τι να πεις, ο δάσκαλός μας, από τότε που ήρθε ο δάσκαλος άλλαξε το χωριό, πρόσθεσε την αίθουσα, έκανε εκείνο!», άρχισαν να του λένε υπέρ. Είχα ειδοποιήσει και κάποιονε να τον παραλάβει όταν θά ‘φευγε, να τον πάει μέσα με ένα αγροτικό που ήταν εδώ, κι όταν τελειώσαμε έστειλα ένα παιδάκι να ειδοποιήσει τον ταξιτζή, ας τον πούμε, και μου λέει: «Για πες μου την οικογενειακή σου κατάσταση». Ήταν ήδη εντωμεταξύ ικανοποιημένος που ήρθε εδώ. Του λέω: «Είμαι παντρεμένος, μονόμισθος είμαι, έχω ένα παιδάκι», του λέω… και λοιπά. «Έχεις καμιά… αίτημα, τίποτ’ άλλο;». Του λέω: «Έχω ζητήσει κύριε Επιθεωρητά να πάω στη Γερμανία. Τό ‘χω ζητήσει», λέω, «για πολλούς λόγους. Περισσότερο», του λέω, «οικονομικά». Τού ‘λεγα την αλήθεια δηλαδή, δεν έλεγα πάω για εθνικούς… γιατί τότε ήταν η εθνικοφροσύνη. Του είπα ότι αν θέλω να πάω στη Γερμανία, θέλω να πάω να πάρω ένα μισθό παραπάνω για να ικανοποιηθώ οικονομικά. Μου λέει: «Ναι, είδα κάτι αιτήσεις», μου λέει, «τέτοιες, στο γραφείο μου που θέλουν να πάνε στη Γερμανία, είδα και τη δική σου», μου λέει. Ε λέω: «Αν έχετε την καλοσύνη», λέω, «με βοηθάτε». Και μου λέει: «Εγώ», μου λέει, «η εισήγησή μου για σένα θα είναι θετική στο Υπουργείο. Από κει και πέρα», μου λέει, «δεν ξέρω». Μού ‘φτανε εμέναν αυτό, και όντως έστειλε θετική εισήγηση, ότι: «Πληροί τους όρους που χρειάζονται για να πάει», κι έφυγα λοιπόν το Νοέμβριο του ’69 στη Γερμανία, σε Ελληνικό σχολείο. Ελληνικό σχολείο… Ήτανε τάξεις Ελληνικές σε Γερμανικό σχολείο, ενταγμένες σε Γερμανικό σχολείο και κάναμε την Ελληνική γλώσσα, τα Ελληνικά μαθήματα, λοιπόν… Πήγα στη Βόρεια Γερμανία, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, σε μία πόλη που λέγεται Oelde. Είναι στη λεγόμενη Münsterland, μεταξύ Bielefeld και Dortmund. Κάτσαμε εκεί δυόμιση τρία χρόνια. Ήταν τρία χρόνια… τρία σχολικά έτη να υπηρετήσει ο δάσκαλος. Πληρωνόμουνα απ’ το γερμανικό κράτος κι εκεί χρειάστηκε επίσης ένας αγώνας. Όταν πήγα εις την Βόννη, εκεί ήτανε η έδρα τότε, εκεί ήταν η πρωτεύουσα τότε. Ήταν η Δυτική Γερμανία και η Ανατολική Γερμανία. Στη Δυτική Γερμανία το προξενείο μας ήτανε… η πρεσβεία μας ήταν στη Βόννη. Πήγαμε, λοιπόν, στην πρεσβεία, εκείνη μας τοποθετούσε στα διάφορα μέρη που ήξεραν. Υπήρχε ένας επιθεωρητής εκεί. Πήγαμε, λοιπόν, και λέει: «Ελάτε το απόγευμα να σας πούμε που τοποθετείται ο καθένας». Εγώ εντωμεταξύ είχα πάρει όλες μου τις πληροφορίες, ότι υπήρχανε δυο ειδών δάσκαλοι. Aπό τα δεκατρία κρατίδια της Δυτικής Γερμανίας, τα βόρεια κρατίδια, όπως η Ρηνανία-Βεστφαλία, η Σαξονία και λοιπά, εκεί πληρώναν οι Γερμανοί, ενώ στα νοτιότερα, όπως είναι Βαυαρία, Βάδη-Βυτεμβέργη, πληρωνότανε από την πρεσβεία. Τα λεφτά τα Ελληνικά ήτανε σχεδόν… πολύ λίγα, ενώ στη Γερμανία… οι Γερμανοί πληρώνανε... Άρα, λοιπόν, η επιθυμία μου ήτανε, αν θα μπορέσω να πάω σε ένα σχολείο προς τα βόρεια. Όταν φτάσαμε στη Βόννη, λοιπόν, μας κάλεσαν το απόγευμα να μας πούνε πού… και λέει ένας εκεί βοηθός του επιθεωρητή: «Ο Μπουντούρης πάει στο Herrenberg». Herrenberg ήταν της Βάδης-Βυτεμβέργης, δηλαδή έξω απ’ τη Στουτγκάρδη, μια πόλη στην οποίαν έπρεπε να με πληρώνει το Δημόσιο. Έμεινα! Και λέω… Φύγανε οι άλλοι και τα λοιπά. Έμεινα εγώ πίσω, έμεινε και ένα άλλο παιδάκι της ίδιας κλάσης της δικής μου, δηλαδή και κείνο μονόμισθο. Τέλος πάντων. Και λέω: «Θέλω να μιλήσω, κύριε [...] στο τέλος». «Ναι», μου λέει. Ο [...] είναι ο βοηθός δάσκαλος, ο οποίος είναι βοηθός. Του λέω: «Αυτό γιατί μου το κάνατε κύριε [...]; Εγώ ήρθα», του λέω, «εδώ στη Γερμανία γι’ αυτό το σκοπό! Δε θα με στείλεις στο Herrenberg», του λέω, «να παίρνω 800 μάρκα –τότε– και να βάλω τη γυναίκα μου να δουλεύει», του λέω, «στο εργοστάσιο για να μπορέσω να ζήσω! Ξέρεις ότι είμαι μονόμισθος και έστειλες άλλους», του λέω, «επάνω στη Βόρειο Γερμανία που είναι ζευγάρια και τον Μπουντούρη τον έστειλες στο Herrenberg. Εκείνο που κατάφερες», του λέω, «είναι να βγάλω εισιτήριο να επιστρέψω… σ’ αυτό, τίποτ’ άλλο!». Τ’ ακούει αυτά ο επιθεωρητής, ο οποίος μόλις είχε διοριστεί κι εκεί. «Τι συμβαίνει;», λέει. «Κύριε επιθεωρητά», του λέω, «εγώ ήρθα στη Γερμανία γι’ αυτό το σκοπό, είμαι δάσκαλος, δεν είμαι τυχαίος». Ήμουνα τότε δέκα χρονών δάσκαλος, δεν ήμουνα άπειρος. Λοιπόν, «Δε θα πάω», του λέω, «στο Herrenberg κύριε επιθεωρητά, θα βγάλω εισιτήριο αύριο», του λέω, «και θα επιστρέψω στο χωριό μου, γιατί δεν ήρθα εδώ να πεθάνω», του λέω, «απ’ την πείνα!». Και λέει ο καημένος εκείνος ο άνθρωπος: «Για κοίτα κύριε [...], πού μπορούμε να τον στείλουμε αυτόν τον άνθρωπο, έχει δίκιο!», του λέει. «Είναι», λέει, «ένας που ζητάει συνέχεια, κάνει τον πρόεδρο», του λέει, «στο Herne». «Ρε στείλτε με στου διαόλου τη μάνα!», του λέω γω. «Εγώ θέλω να πάω εκεί που…». Κι έτσι πήγα στη Γερμανία, ύστερα με αγώνα, το ίδιο έκανε και το άλλο το παιδάκι, κι εκείνο μονόμισθο κι εκείνο, αυτό τό ‘στελναν, κι εκείνο… δηλαδή κάτι πράγματα! Ξέρεις, οι γνωστοί και οι παραγνωστοί και οι με τα μπιλιετάκια ο καθένας πήγαιναν... Έτσι υπηρέτησα στη Γερμανία. Μετά από δύο χρόνια, έγινε πενταετία η υπηρεσία στη Γερμανία, η απόσπαση στη Γερμανία, οπότε ζήτησα και έπρεπε να συμπληρώσω τα πέντε χρόνια και αυτοί με έστειλαν πάλι δύο χρόνια στη Γερμανία, πάλι αγώνα έκανα να παραμείνω στα μέρη εκείνα. Τέλος πάντων, έμεινα και, τέλος πάντων, εκεί γεννήθηκε και ο Θανάσης, γεννήθηκε βέβαια την πρώτη χρονιά που πήγαμε, τη δεύτερη χρονιά δηλαδή. Και με βοήθησε… πήραμε αυτοκίνητο, η γυναίκα μου πήρε έπιπλα. Αυτά είναι Γερμανικά. Κάτι κάναμε οικονομικά.

Σ.Μ.:

[01:20:00]Kαι πότε επιστρέφετε πίσω;

Κ.Μ.:

Επιστρέφω… πήγα το Νοέμβριο του ’69 και γύρισα το ’72, και πήγα το ’75 και γύρισα το ’77, δηλαδή συνολικά πέντε χρόνια περίπου. Το 1977 γύρισα πάλι. Ήδη είχα φτιάξει το σπίτι κι από τότε μένω εδώ.

Σ.Μ.:

Ένα μεγάλο ταξίδι!

Κ.Μ.:

Ακριβώς!

Σ.Μ.:

Η ζωή!

Κ.Μ.:

Η ζωή είναι ένα μεγάλο ταξίδι με σταθμούς χαρούμενους, δύσκολους, με πίκρες, με χαρές, με γλέντια, έτσι είναι. Η ζωή είναι στιγμές, όπως το λέει εκεί μια εκπομπή δεν είναι τίποτ’ άλλο! Είναι τόσο λίγη που την κάνουμε παλαμάρι εμείς. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ανικανοποίητοι. Δεν ξέρω, εγώ, δεν ένιωσα… πότε δεν είχα χρήματα, δηλαδή δεν μου περισσεύανε χρήματα, αλλά και ποτέ δεν μου λείψανε, ποτέ δεν είπα ότι δεν έχω... Eκείνο που μου έλειψε, ένα περιστατικό είναι, όταν ήμουνα στην Τρίπολη, στην Ακαδημία, συνέπεσε δυο τρεις μέρες να μην πάμε στην Ακαδημία, να μεσολαβήσει Σαββατοκύριακο –γιατί τρώγαμε το μεσημέρι στην Ακαδημία– και να μην έχω λεφτά τίποτα και νά ‘μαι θεονήστικος. Δεν ήθελα να υποχρεωθώ και σε κάποιονε, κι έτσι την τρίτη μέρα βγήκα έξω στην Τρίπολη εκεί, και συνάντησα τον Αλέκο από την Καρυά που ήταν στρατιώτης εκείνος, ενώ είχε τελειώσει την Ιερατική Σχολή και θα γινόταν παπάς, και έγινε παπάς, τον Αλέκο, ο οποίος με μία μηχανή έκανε τον ταχυδρόμο της μονάδας. Και του λέω: «Ρε Αλέκο, εσύ», του λέω, «κουβαλάς λεφτά. Έχεις κάνα τάληρο», του λέω, «να πά’ να φάω μια μακαρονάδα;». Και βγάζει ο Αλέκος και μου δίνει ένα εικοσάρικο, είκοσι δραχμές. Τότε, είκοσι δραχμές ήταν λεφτά. Λοιπόν, αυτή ήταν η δύστυχη στιγμή! Μετά από λίγες μέρες, τα οικονόμησα τα λεφτά, μού ‘στειλε ο πατέρας μου. Και πήγα, τον βρήκα τον Αλέκο. Του λέω: «Να σου δώσω τα λεφτά». Και ο Αλέκος μου λέει: «Εγώ τα λεφτά δεν σου τά ‘δωσα για δανεικά, σου τά ‘δωσα έτσι!». «Βρε Αλέκο…», και με εντυπωσίασε, όπως με εντυπωσίασε και ένας Τούρκος! Kι αυτό θα το πω το περιστατικό. Στη Γερμανία υπήρχε ένας Αρμένος, o Melko Yann, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έζησε στην Κωνσταντινούπολη, μιλούσε Ελληνικά, διότι ήταν σε ελληνική γειτονιά και μίλαγε με Έλληνες. Τούρκος υπήκοος, και στη Γερμανία πήγε και παντρεύτηκε Γερμανίδα, έμεινε εκεί και έκανε τον διερμηνέα και στους Έλληνες και στους Τούρκους. Έτσι, λοιπόν, όταν πήγα εγώ εκεί, αμέσως με πλησίασε για να συνεργαστούμε, διότι του έγραφα εγώ διάφορα πράγματα στα Ελληνικά να τα στέλνει στα διάφορα εργοστάσια και λοιπά. Ο Βασίλης, λοιπόν, ο Melko Yann, o οποίος μια μέρα που δεν είχαμε σχολείο, Σάββατο πρέπει νά ‘τανε, μου λέει: «Πάμε στη διπλανή πόλη στο Aalen», το λεγόμενο; «Με δυο Τούρκους», μου λέει. Του λέω: «Άμα είναι δυο Τούρκοι με το ίδιο αυτοκίνητο;». «Όχι!», μου λέει, «Θα πάνε με το δικό τους αυτοκίνητο αυτοί». Του λέω: «Πάμε. Βόλτα!». «Θα πάμε», μου λέει, «να λύσω μια διαφορά στο εργοστάσιο που έχει ο ένας απ’ αυτούς». Πήγαμε λοιπόν, αλλά αντί να πάρουν το αυτοκίνητό τους, αυτοί μπήκανε στο αυτοκίνητο του Μelko Yann. Ντάξει, λίγο πολύ στενοχωρήθηκα τώρα γω, εντάξει. Πήγαμε στην πόλη αυτή, πήρε τον έναν Τούρκο, ανέβηκαν στο εργοστάσιο εκεί κι έμεινα εγώ με τον Αλή, τον Τούρκο. Γερμανικά δεν ξέρω γω, Γερμανικά δεν ξέρει κι εκείνος. Γερμανικά σπασμένα. Του λέω: «Τι θα κάνουμε ρε Αλή;», κουτσά στραβά. «Πάμε», μου λέει, «στο καφενείο». Πάμε στο καφενείο… Εκεί, ήπια καφέ –πώς το λένε αυτόν τον Ιταλικό που είναι μια γλουκιά, να πούμε.

Σ.Μ.:

Εσπρεσσάκι.

Κ.Μ.:

Ε;

Σ.Μ.:

Εσπρεσσάκι.

Κ.Μ.:

Εσπρεσσάκι! Λέει: «Wasser», λέει αυτός. «Εspresso, espresso», λέω γω να πούμε. «Espresso», λέει κι ο Αλής. «Τι espresso», λέει, «…αυτό είναι δηλητήριο!». Τέλος πάντων. «Άστο ρε!», του λέω, κουτσά στραβά. «Α παράτα το», λέω, «πάμε να πιούμε μια μπύρα», και παίρνουμε ένα ποτήρι μπύρα, να περάσει η ώρα για να ‘ρθεί ο Melko Yann με τον άλλο Τούρκο, και προσπαθούμε να συζητήσουμε με τον Αλή να πούμε. Εντάξει, εξαίρετος άνθρωπος, άνθρωπος κι αυτός, όπως είναι όλοι άνθρωποι και οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Λοιπόν, στο τέλος πάω να πληρώσω γω, δίνω ένα τάληρο σ’ αυτό το κατάστημα, μου λέει: «Δεν έχω ψιλά», μου είπε. Και λέει ο Τούρκος, ο Αλής: «Άστα», μου λέει, «Εγώ!». Τα πλήρωσε και τα δύο ο Τούρκος και έμεινα εγώ ρέστος κάπου 1.80, κάπου δύο μάρκα. Εντάξει. Υποτίθεται ότι τα πλήρωσε, θα του τα δώσω τα λεφτά. Λοιπόν, τον συναντάω τον Τούρκο με τον Μelko Yann, μετά από μία βδομάδα ίσως και αργότερα να πούμε, εκεί στο σταθμό που μαζευόνταν Έλληνες και Τούρκοι, στο σιδηροδρομικό σταθμό, και του λέω: «Αλή, έλα δω ρε», του λέω, «να σε πληρώσω! Πες του ρε Βασίλη…», του λέω, «να του δώσω το δίφραγκο», του λέω, «που του χρωστάω από κει!». Και μου κάνει ο Αλής: «Πίσω, πίσω!» Του λέω: «Ρε, στα χρωστάω!», και του λέει, «Πες του δάσκαλου ότι εγώ τά ‘χω ξεχάσει και τά ‘χω ξεχάσει γιατί είμαι φτωχός. Εάν ήμουνα πλούσιος και θα τα θυμόμουνα και θα τα θεωρούσα δανεικά, τώρα εγώ τα θεωρώ κέρασμα!». Ο Τούρκος. Αυτό είναι ανθρωπιά! Δεν είναι το μίσος που μας έχουν καλλιεργήσει, οι Τούρκοι να κυνηγάνε τους Γκιαούρηδες και οι Έλληνες τους Τούρκους. «Έτσι πες του δάσκαλου, ότι εγώ τον κέρασα και τό ‘χω ξεχάσει, διότι οι φτωχοί τα ξεχνάνε, οι πλούσιοι θυμούνται τα δανεικά». Είναι σωστό. Ένα γεγονός κι αυτό. Παρακάτω…

Σ.Μ.:

Απίστευτη η αφήγηση της ζωής σας! Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι εσείς;

Κ.Μ.:

Πολλά θέλω, άλλα που δεν έρχονται κι όλα, μη νομίζεις, διότι πρέπει να υπάρχει και κάποια ή ερώτηση ή που να δημιουργεί τον ειρμό, να τον διακόπτει, να μπαίνει άλλο στοιχείο μέσα.

Σ.Μ.:

Ναι, πολύ φυσικό!

Κ.Μ.:

Κατάλαβες…

Σ.Μ.:

Εσείς ως καταστάλαγμα από τη ζωή σας;

Κ.Μ.:

Είμαι χαρούμενος, ευχαριστημένος! Ναι, ντάξει. Ήθελα νά ‘χα πολλά παιδιά! Τότε τη γυναίκα μου –ξέρω γω, δεν ξέρω για ποιο λόγο, γιατί γέννησε στις Σέρρες– της έκαναν καισαρική. Με καισαρική γεννήθηκε το πρώτο παιδί και θυμάμαι, όταν γεννήθηκε ο Θανάσης ο γιος μου στη Γερμανία, ερχότανε ο γιατρός, ο χειρουργός του νοσοκομείου, ο οποίος δεν ήταν ο μαιευτήρας της, διότι ήταν με άδεια. Ήτανε ο διευθυντής της χειρουργικής και μού ‘λεγε: « Έλα δω Lehrer!» –Lehrer σημαίνει δάσκαλος– «Komm Lehrer, πες μου γιατί ο συνάδελφός…», τού ‘λεγα: «Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη», εγώ, «η κόρη μου». «Γιατί ο συνάδελφος στη Θεσσαλονίκη έκανε Kaiserschnitt, καισαρική τομή;». «Δεν ξέρω!», του λέω. «Ξέρω γω; Τι να σου πω;». «Θα περιμένουμε, moment!». Άρχισε από τις 10:00 η Κρυστάλλω να κοιλοπονάει και λοιπά, πώς γίνεται, και κατ’ ανάγκη στις 17:00 το απόγευμα μου λέει: «Δεν γίνεται άλλο να την αφήσουμε, θα της κάνουμε τομή κι εμείς!». Δηλαδή αγώνας να γεννήσει φυσιολογικά και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν κάναμε και άλλα παιδιά. Λέγαμε: «Ξέρω γω, οι τομές αυτές…», λέγαν αυτοί είναι κακό. Εγώ ήθελα να είχα περισσότερα παιδιά παρά τη φτώχεια που είχα, ο μισθός του δάσκαλου δεν είναι κάνας μισθός αξιόλογος.

Σ.Μ.:

Εσείς στην οικογένειά σας είχατε άλλον έναν αδερφό;

Κ.Μ.:

Έχω άλλον έναν αδερφό τον Φίλιππο, ο οποίος ζει ακόμα, είναι οικοδόμος, και η αδερφή μου η Παναγούλα, η οποία πέθανε πριν από δύο χρόνια, διότι ήταν μεγάλη. [01:30:00]Ναι.

Σ.Μ.:

Προσπαθώ να καταλάβω τη θέλησή σας για περισσότερα παιδιά. Μεγαλώσατε σε τριμελή–

Κ.Μ.:

Όχι, η μάνα μου ήταν μεγάλη όταν παντρεύτηκε. Γέννησε ένα παιδάκι μεταξύ Παναγούλας και Φίλιππα, δηλαδή η Παναγούλα γεννήθηκε το ’26, γεννήθηκε άλλο ένα παιδάκι, το οποίον της πέθανε …μεγάλο, όχι μεγάλο… κανονικά, δηλαδή ήτανε, ξέρω γω, σαράντα μερών παιδί. Τι έγινε; Tης πέθανε αυτό το παιδί, δηλαδή θα είχα και έναν αδερφό ακόμη, αν ζούσε. Θα ήμασταν μια τετραμελή οικογένεια όπως γίνεται πάντα, δηλαδή τέσσερα παιδιά είναι. Αυτή είναι …ήτανε ο τύπος της ελληνικής οικογένειας, από τέσσερα κι απάνω. Και ήθελα κι εγώ να είχα τουλάχιστον τρία παιδιά, τρία τέσσερα. Δεν κατέστη.

Σ.Μ.:

Πολύ ωραία, σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Μπουντούρη!

Κ.Μ.:

Δεν ξέρω αν... τι να σας πω άλλο ρε παιδί μου!

Σ.Μ.:

Ήταν εξαιρετική η αφήγησή σας και το λέω με όλη τη σημασία της λέξεως! Ευχαριστούμε πάρα πολύ για όσα μοιραστήκατε και για το ταξίδι που κάνατε! Εγώ είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη, ελπίζω να ευχαριστηθήκατε κι εσείς μέσα απ’ όλα τα συναισθήματα που περάσαμε.

Κ.Μ.:

Κι εγώ. Ναι! Δεν ξέρω, αν σας ικανοποίησε η… αυτή. Τι να σας πω άλλο…

Σ.Μ.:

Εμένα πλήρως!

Κ.Μ.:

Αφού λες «πλήρως», αυτό είναι ειλικρίνεια, δεν πιστεύω να το λέτε να μου κάνετε το κέφι!

Σ.Μ.:

Ειλικρινέστατα πραγματικά!

Κ.Μ.:

Λοιπόν… To χαμόγελό σας, η γενική όψη σας, δείχνει με μια λέξη ανθρωπιά! Εμείς έτσι τη λέμε, οι παλιοί.

Σ.Μ.:

Να είστε καλά, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κ.Μ.:

Είσαι πολύ χαρούμενο κορίτσι, είστε πεντάμορφη, είστε καθ’ όλα δηλαδή, αλλά φαίνεται, ότι και η εσωτερική σας συγκρότηση είναι άρτια! Πρέπει να έχεις καλούς γονείς, γιατί ξέρεις από εκεί φαίνεται. Εγώ θυμάμαι ένα περιστατικό, τον πατέρα μου. Η μάνα μου, κακομοίρα ήτανε! Με ποια λέξη το λέμε εμείς –στο χωριό μας το χρησιμοποιούμε– δηλαδή να μη χαλάσει πολλά λεφτά, δεν έφτιαξε τα δόντια της και έμεινε από νέα χωρίς δόντια, διότι λυπόταν τις πενήντα δραχμές που της είχε ζητήσει ο οδοντίατρος, τό ‘λεγε μόνη της. Λοιπόν, ο πατέρας μου είχε πάει να επισκευάσει ένα σπίτι για να μπει μέσα ένα παιδάκι που παντρεύτηκε, νεοπαντρεμένο. Του το σκέπασε το σπίτι, έκατσε μία βδομάδα σχεδόν. Μάλλον δεν ήταν μια βδομάδα, λιγότερες μέρες πάντως, το σκέπασε το σπίτι, όλα εντάξει, τα παράθυρα, και μπήκε μέσα το παιδί. Το παιδάκι αυτό, νεόπαντρος, είχε μόνον λίγο λάδι και του έδωσε μία, ας το πούμε, χιλιάρα. Δεν είχε λεφτά. Του έδωσε δυο κιλά λάδι σ’ ένα δοχείο. Τό ‘φερε, λοιπόν, το λάδι ο πατέρας μου στο σπίτι, άνοιξε η μάνα μου το ταγάρι, είδε… «Λεφτά», του λέει, «σού ‘δωσε;». «Τι λεφτά να μου δώσει μωρέ;», της λέει, «Πού τά ‘χει τα λεφτά ο Κωστής;». Κωστή τον λέγανε. «Και τι;», του λέει. «Τι να του πάρεις μωρή;», της λέει. «Τι να του πάρεις του παιδιού, τώρα βάλει σιδεροστιά!». Σιδεροστιά τι είναι, το τρίποδο που βάζουμε πάνω την κατσαρόλα να μαγειρέψουμε. «Τώρα βάλει το παιδί σιδεροστιά για να βάλει κατσαρόλα πάνω, τι να πάρεις από αυτήν τη φτώχεια, άστο!». Αυτό τό ‘κανε κι ο αδερφός μου. Δηλαδή μας έμαθε ο πατέρας μας αυτό που λέγεται αλληλεγγύη. Έφτιαχνα το σπίτι στην Καρυά κι ένα παιδάκι είχε ένα αυτοκίνητο, το οποίον παιδάκι είχε παντρευτεί και κείνο, ορφανό είχε μείνει, διότι πέθανε η μάνα του νέα, πολλά παιδιά είχε, τέλος πάντων, και μού ‘φερνε τα υλικά το αυτοκίνητο αυτό. Και περνώντας από το δρόμο εκεί, το φώναξα με το αυτοκίνητο. Κωστή το λέγανε και κείνο συμπτωματικά. «Ρε Κωστή!», του λέω, «Περίμενε!». Και σταμάτησε το παιδί. Πάω έξω και του λέω: «Τι σου χρωστάω να σου δώσω που μού ‘φερες υλικά;». Μου λέει: «1.500 δραχμές», λέει το παιδί. Βγάζω και του δίνω 1.500 δραχμές. Κατεβαίνω κάτω, ήμασταν στο χαγιάτι που καθόμαστε με τον αδερφό μου τον Φίλιππα. Μου λέει: «Τι τού ‘δωσες του Κωστή;». Του λέω: «1.500 δραχμές». «Καλά ρε», μου λέει, «Δεν τού ‘δινες δυο κατοστάρικα ακόμα», μου λέει, «παραπάνω;». «Γιατί;», του λέω. «Έλα!», μου λέει. «Αυτό τώρα», μου λέει, «δεν έχει...», δηλαδή πώς το λένε, «Βόηθα τον, τώρα που έχει την ανάγκη το παιδί αυτό, βόηθα το! Δως του ένα πεντακοσάρικο», μου λέει, «παραπάνω». «Δεν ήξερα ρε, γιατί δε με σκούνταγες;», του λέω. Εγώ δεν τό ‘κανα από… Να μου πει: «Δως του παραπάνω, ό,τι σου ζητήσει, δως του παραπάνω του Κωστή». Αυτά μας τά ‘μαθε ο πατέρας μας. Η μάνα ήτανε η μάνα που αγαπάει τα παιδιά, η μάνα που θυσιάζεται για τα πάντα, αλλά σ’ αυτά ήτανε τσιγκούνα, λίγο… τσιγκούνα. Ο πατέρας μου ήτανε ανοιχτοχέρης και όχι μόνον! Άλλο περιστατικό, τότε είχαμε βάλει κάτι μηλιές πάνω σ’ ένα χωράφι, τέλος πάντων, και πήγαινε ένας που είχε κατσίκια εκεί και τού ‘κανε ζημιά. Και του λέει: «Μην το ξανακάνεις αυτό, φώναξε τα κατσίκια γιατί θα σε δείρω, θα σε πνίξω!», του είπε ο πατέρας μου, γιατί ήτανε και πολύ πιο… ενώ εγώ είμαι ο πιο κοντός και λοιπά, ο πατέρας μου ήταν πανύψηλος και λοιπά, ήτανε… Λοιπόν, τέλος πάντων, μία, δύο, τρεις, στο τέλος λέει στον αγροφύλακα: «Κοπάνα του μία μήνυση!», του λέει. «Πήγαινέ τον στο δικαστήριο!». Για να πας στο δικαστήριο πρέπει να πληρώσεις εκατό δραχμές, να βάλεις ζημία εκατό δραχμών. Έβαλε εκατό δραχμές λοιπόν ο αγροφύλακας, πήγαμε στο δικαστήριο μαζί, ήμουνα κι εγώ. Λοιπόν, λέει: «Τι ζητάς;», του λένε του πατέρα μου. «Δεν ζητάω τίποτα!», λέει ο πατέρας μου. «Να μην ξαναπατήσει, να μην ξαναπάει τα κατσίκια του, γιατί…» και λοιπά. «Τράβα», του λέει, «να πληρώσεις», του λέει ο πρόεδρος, «τράβα. Ειρηνοδικείο είναι αυτό, πάγαινε να πληρώσεις», του λέει, «εκατό δραχμές». Του λέει: «Μπουντούρη, εγώ όλες κι όλες έχω εξήντα δραχμές!». «Πόσα σου είπανε να πληρώσεις ρε;». «120!», του λέει ο χράπας. Και βγάλει ο πατέρας μου και του δίνει 120 δραχμές, δηλαδή τη ζημιά και τα έξοδα, ξέρω γω, 120. Του τα πλήρωσε! Και όταν βγήκαμε έξω: «Τώρα πλήρωσες τη ζημιά, θα βάλεις και τη μαρίδα και το κατοστάρι;». Μαριδάκι, κατοστάρι, να πάμε στην ταβέρνα δηλαδή, να βάλει ο πατέρας μου… δηλαδή αυτoί… δεν ήταν μόνο ο πατέρας μου. Σας είπα ότι οι Καρυώτες ήταν οι άνθρωποι της χαράς, του πνεύματος, ήταν πνευματώδεις ανθρώποι, όλο αστεία λέγανε και όμορφα αστεία. Είχε έρθει ο αστυνόμος μία φορά, ο Γενικός Διοικητής μετά το ’50 στην Καρυά και μάζεψε τους αυτούς και τους γεροντότερους να πει: «Πώς περνάτε δω;». Και λέει ο μπαρμπα-Τάκης ο Μαυρόγιαννης: «Πώς περνάμε;». «Τι κάνετε;», λέει. «Εσείς, βλέπω, άγονος τόπος». «Όχι, δεν είναι άγονος», λέει. «Είναι πουρνάρια…», άρχισε να λέει αυτός, να τον κοροϊδεύει δηλαδή. «Είναι πουρνάρια», του λέει. «Έχουμε κατσίκια, έχουμε αυτά, σπέρνουμε και τα χωράφια μας, κάνουμε 300 οκάδες στάρια», λέει, «το πουλάμε, να ζήσουμε τα παιδιά μας!». Βγάζουμε 300 οκάδες στάρι, τα πουλάμε για να ζήσουμε τα παιδιά μας, μα από 300 οκάδες στάρι δεν μπορεί να ζήσει, ψωμί να φάει… δηλαδή είχαν ένα πνεύμα, πώς το λένε, δεν έπιανε ο αστυνόμος το μυαλό του έτσι, το πνεύμα των κατοίκων της Καρυάς. Μια φορά... έχουμε χρόνο;

Σ.Μ.:

Όσο θέλετε…

Κ.Μ.:

Λοιπόν, μια φορά παίζουνε χαρτιά, ο λεγόμενος Κουτσοσπύρος, ένας ο οποίος είχε κόψει το πόδι του στη Μικρασιατική Καταστροφή. Λοιπόν, ο καημένος και ο μπαρμπα-Θανάσης ο Καλιγάτος, ένας άνθρωπος… και λέγανε: «Θα παίξουμε ένα κατοσταράκι και δυο τσαρδελίτσες!», δυ[01:40:00]ο σαρδέλες. Αυτό ήταν το παιχνίδι. Οι δικές μου ελεύθερες ώρες, απ’ τις ελεύθερες ώρες διέθετα λίγο χρόνο να κάνω παρέα με τους γεροντότερους, απ’ αυτούς έπαιρνα και ορισμένες παροιμίες και φιλοσοφίες, θυμοσοφίες.

Σ.Μ.:

Συγγνώμη, σε τι ηλικία ξεκινήσατε να έχετε αυτήν την επιθυμία;

Κ.Μ.:

Από πολύ μικρός. Από πολύ μικρός. Από πολύ μικρός ήθελα να κάθομαι δίπλα σε γέρους, δεν ξέρω γιατί. Να σας πω ότι… είπα προηγουμένως ότι ο μπαρμπα-Γιώργης ο Κουμάντος μού ‘φερε το δίκοχο και τη… Αυτός, όταν ερχόταν στο σπίτι μας και διηγείτο περιστατικά του Αλβανικού Πολέμου, πρέπει εγώ να ήμουνα στόμα και μάτια, έτσι! Έτσι δα. Τέτοια διήγηση εγώ δεν την είχα ακούσει ούτε απ’ τον καλύτερο δάσκαλο. Απίθανος! Απλοί άνθρωποι, μιλάμε. Λοιπόν, παίζουνε χαρτιά λοιπόν με τον… ο Κουτσοσπύρος… Εντωμεταξύ, εγώ δεν μιλάω αλλά στο τέλος σχολιάζω και τους βάζω καμιά σπιρουνιά κάπου κάπου. Παίζει, λοιπόν… Κάνει χαρτιά ο μπαρμπα-Θανάσης και ρίχνει κάτω χαρτιά που παίζουνε την κοντσίνα, έναν άσο σπαθί, ένα δύο, καλό το σπαθί, ένα εφτά σπαθί και ένα γραμμένο. Και ο Κουτσοσπύρος έχει το δέκα το καλό! Και λέει: «δύο και άσος τρία, και εφτά, δέκα και το δέκα το καλό… χα χα χα», κάνει. Έτσι; Του λέω: «Τώρα τι γελάς;» του λέω. «Δηλαδή, τι νομίζεις;», του λέω. «Τι γελάς;». Και μου λέει ο Κουτσοσπύρος: «Και πότε θέλεις να γελάω, όταν μου ψοφάν οι κότες;». E, δεν είναι λίγο μυαλό, δεν είναι πνεύμα μεγάλο, αλλά έχει όμως κι αυτό την… στο περιστατικό αυτό. «Πότε θα γελάσω», μου λέει, «όταν μου ψοφάν οι κότες;». Όταν μου ψοφάν οι κότες, θα στενοχωρηθεί ο άνθρωπος, τώρα γελάω που μού ‘τυχε αυτό το πράγμα. Κι εγώ τον πείραξα: «Δηλαδή, τι γελάς;», του λέω. «Να στενοχωρήσεις τον μπαρμπα-Θανάση, ε;». Ναι.

Σ.Μ.:

Απίστευτες! Όλες οι ιστορίες σας ήταν γλαφυρότατες και αποδεικτικές όλων των χαρακτηριστικών των ανθρώπων.

Κ.Μ.:

Ναι, σας λέω… Άνθρωποι… Είχανε μια πονηριά αγαθή. Υπάρχει πονηριά αγαθή; Κι όμως υπάρχει! Δηλαδή μέσα από την αγαθοσύνη, έβλεπες και την πονηριά. Γιατί στό ‘λεγε αυτό; Λοιπόν, ο μπαρμπα-Βασίλης βλέπει ότι εγώ που έχω οικογένεια εδώ, ότι δεν έχω καμία σχέση με τα χωράφια –που δεν είχαμε περιουσία, ο πατέρας μου δεν είχε περιουσία– και ήταν ένα χωράφι, το οποίον κανονικά έπρεπε να μου το βάλουν ελιές για μένανε. Επειδή εγώ είμαι στο σχολείο και λοιπά, ο αδερφός μου, ανέλαβε ο άνθρωπος, ο ίδιος να το ξεχερσώσει που λένε, να του βάλει ελιές και λοιπά, και φαινότανε δηλαδή ότι κι εκείνο το χωράφι τό ‘παιρνε ο Φίλιππας, έτσι το… Ο μπαρμπα-Βασίλης, λοιπόν, ο τύπος αυτός που σας λέω –ήταν και οργανοπαίκτης καλός, έπαιζε κλαρίνο– όταν πήγα στο χωριό, μου λέει: «Aνηψιέ, σε θέλω!». Να με δοκιμάσει, να με ρωτήσει, ώστε να κάνω γω παράπονα ότι δε μου δίνουνε τίποτα από την περιουσία του πατέρα μου! Και μου λέει: «Ρε ανηψιέ, εκείνο το χωραφάκι, δε μου το δίδει να το σπείρω, να βοσκήσω κάτι αρνάκια;». «Ποιο χωραφάκι ρε μπαρμπα-Βασίλη;», του λέω. «Εκείνο», μου λέει, «στην Γκορτσίτσα». «Τώρα τι μου λες για χωράφια ρε μπαρμπα-Βασίλη;», του λέω. «Εμένα μου λες για χωράφια, δεν ρωτάς τον Φίλιππα;», του λέω. «Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τα χωράφια!». «Καλά λες», μου λέει. «Τα κεντρικά! Τα κεντρικά!». Άρα ο Φίλιππας είναι τα κεντρικά. Δηλαδή, πάει πονηρά ν’ αρχίσω γω να πω: «Ποιο χωράφι, δε μου δίνουνε ούτε χωράφι!». Και του λέω μετά: «Αυτές εδώ τις ελιές, τις έβαλε ο Φίλιππας για πάρτη μου», του λέω, «να μαζεύω καμιά οκά λάδι». «Έτσι ντε! Έτσι ντε, πες μου!», λέει ο μπαρμπα-Βασίλης. Δηλαδή πήγε με την αγαθή, πώς το λένε, πρόθεση, αλλά την πονηριά να με βάλει εγώ να πω την αλήθεια, αν μου δώσανε κτήμα και λοιπά. Ναι! Μου είχε αρέσει πολύ η ζωή της Καρυάς, των ανθρώπων εκείνων. Σήμερα, δυστυχώς, δεν έχω τα ίδια αισθήματα, γιατί δεν υπάρχουν… καμία σχέση με... όλα τα νέα παιδιά –τώρα δεν υπάρχουν και νέα παιδιά βέβαια– όσα μείνανε είναι κτηνοτρόφοι μερικοί και στο καφενείο δεν βλέπεις τίποτ’ άλλο, ένα ποτήρι κι ένα καλαμάκι να πούμε, και τηλεόραση και τι λέει ο Ολυμπιακός και τι κάνει ο Παναθηναϊκός. Αυτά. Λοιπόν, αγαπητή Σοφία εμέναν με ευχαρίστησες και η παρουσία σου χαρίζει, η παρουσία σου γεμίζει χαρά, γεμίζει το περιβάλλον, γιατί είσαι, είπαμε, αξιόλογο πρόσωπο και στην όψην και εις την θρέψην που λέμε!

Σ.Μ.:

Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια κι εγώ ευχαριστήθηκα απόλυτα! Έκανα ταξίδι, μαζί σας!

Κ.Μ.:

Είναι ένα ταξίδι. Κι εγώ έτσι θυμήθηκα όλη μου τη ζωή σχεδόν. Βέβαια, υπάρχουνε και απόκρυφα, όχι που δεν λέγονται… διότι δεν έρχονται στο μυαλό, άμα θα ’ρθούν τα λέω, εγώ δεν... Πάντα υπήρξα, παρότι εκεί στο σπίτι μας δεν με είχανε για ειλικρινή στο σπίτι, δεν με είχαν για ειλικρινή. «Ο Κωστής, μπα!», επειδή πάντα τους έλεγα κάτι το ανάποδο, κάτι αναποδιά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία φορά, καθόταν η γιαγιά μου η κακομοίρα, η γρια-Μπουντούραινα, του πατέρα μου η μάνα, χήρα από νέα. Λοιπόν, καθόταν στο χαγιάτι, έτσι το λέμε εμείς, στο χαγιάτι, κι εγώ ήμουνα κάτω στην αυλή, πολύ μικρός, και κυνηγούσα μία κλώσσα, που είχε η μάνα μου εκεί. Κι έκανε το σταυρό της η γιαγιά μου κι έλεγε: «Παναγία μου, να ζήσω να ειδώ τι άνθρωπος θα γένεις!». Και… τό ‘πε μία, τό ‘πε δύο: «Γιατί», της λέω, «έχεις παράπονο από μένανε;», λέω γω από κάτω. «Έχεις παράπονο…», και λέει η μαύρη: «Ένα; O άμμος της θάλασσας!».

Σ.Μ.:

Κι είχε δίκιο;

Κ.Μ.:

Είχε δίκιο. Είχε δίκιο. Είχα… όλο αναποδιές έκανα! Δεν ξέρω, αν το γράψει αυτό, θα σας πω ότι, λέγανε ότι έρχονται τα καλικαντζάρια, την Παραμονή των Χριστουγέννων, ότι έρχονται τα καλικαντζάρια, τα οποία ο πατέρας μου με είχε κάνει να πιστέψω ότι ο Κώτσος δεν φοβάται κι ότι όλα αυτά είναι ψέματα. Όσο μπορούσα να αποδεχτώ αυτό, παρ’ όλα αυτά πίστευα ότι δεν φοβάμαι, αλλά και φοβόμουνα. Πάντως τα καλικαντζάρια δεν τα φοβόμουνα. Eίχαμε τυλίξει το τζάκι επάνω, γιατί από τη μάντρα μπορούσε να ανεβεί κανένας, την αυλόπορτα με αυτές τις άγριες, πώς τις λένε… γιασεμί, αυτό σαν γιασεμί που είναι αγκαθωτό ένα πράγμα, τέλος πάντων, και την Παραμονή είπαμε των Χριστουγέννων έρχονται τα καλικαντζάρια και φεύγουνε την Παραμονή των Φώτων. Ανέβηκα νύχτα πάνω και πήγα με ένα κυπελάκι νερό στο τζάκι και ενώ καθόντανε γύρω απ’ το τζάκι και είχαν και την κατσαρόλα, γιατί μαγειρεύανε και λοιπά, και το κατσαρολάκι αυτό το κούνησα και έβρεχε μέσα. Και λένε: «Τι βροχή;». Και λέει η Παναγούλα: «Ο Κωστής είναι και κατουράει!». Και πραγματικά ήταν ο Κωστής, όχι ότι έκανα αυτό, έριχνα νερό, γιατί ήξερα ότι έχουνε μέσα κατσαρόλα δηλαδή, και αυτήν την αναποδιά την έκανα, πώς το λένε. Μικροί, μικρές, χαρούμενες, δεν ήταν εγκληματικές. [01:50:00]Η μόνη εγκληματική αυτή ήταν όταν έξυνα το μολύβι με το ξυράφι του πατέρα μου. Εκεί έφαγα και δυο τρεις λουριδιές στα πόδια. Γιατί; Γιατί δεν είπα την αλήθεια, γι’ αυτό πάντα έλεγα αλήθεια ο μαύρος.

Σ.Μ.:

Πείτε μας την ιστορία, γιατί δεν ακούστηκε…

Κ.Μ.:

Δεν ακούστηκε;

Σ.Μ.:

Με το ξυράφι.

Κ.Μ.:

Το ξυράφι… Έγραφα… έγραφα καλά φαίνεται απ’ την Α’ τάξη. Και τώρα που δεν βλέπω, η γραφή μου είναι καλή, ναι… Λοιπόν, και γρήγορα έγραφα και καλά έγραφα και ήθελα και να ζωγραφίζω. Να σας πω άλλο περιστατικό, ναι. Αυτό είναι ωραίο, αλλά δεν ξέρω τι χρόνο έχουμε. Τέλος πάντων, ήθελα να γράφω με το μολύβι, αλλά να γράφω να είναι ψιλή η μύτη. Πώς το λένε, μαχαίρια είχαμε στην Καρυά, δεν είχαμε... και πήγαινα, λοιπόν στο συρτάρι, τραβούσα το συρτάρι, έπαιρνα το ξυράφι του πατέρα μου και κριτς κριτς κριτς έφτιαχνα το μολύβι μου όμορφα, γιατί έκοβε το ξυράφι, είναι αυτό… Όμως το μολύβι, οι γραμμές από μέσα φαινόντανε από τη μια πλευρά του ξυραφιού. Το ξανάβαλα γω το ξυράφι στη θέση του, χωρίς να ξέρω τίποτα. Πήγαινε ο πατέρας μου να ξυριστεί, τό ‘βλεπε και τη γραμμή και δεν έκοβε. Μου τό ‘πε μια φορά. Μού ‘πε ότι: «Έξυσες το μολύβι». Του λέω: «Όχι!». Πω πω, χάλαγα τον κόσμο και νόμιζες ότι πιάσανε τον αθώο, να πούμε. Μία, δύο, την τρίτη μου λέει: «Έλα δω! Είσαι και κουτός», μου λέει, «διότι κάνεις που κάνεις το έγκλημα, αλλά δεν μπορείς να το καλύψεις. Αυτό το πράγμα», μου λέει, «το βλέπεις; Από τι είναι;». Του λέω: «Απ’ το μολύβι!». Του είπα την αλήθεια, δε γινότανε. «Γι’ αυτό», μου λέει, «τιμωρείσαι», και μού ‘ριξε δυο τρεις στα πόδια. Ήθελα να πω κάποιο άλλο περιστατικό. Τι ήθελα να πω;

Σ.Μ.:

Με τη ζωγραφική κάτι λέγατε…

Κ.Μ.:

Α μπράβο! Στο σχολείο ο δάσκαλός μας, μας είχε υποχρεώσει στην τελευταία τάξη –που είπαμε για λίγο καιρό, που κάναμε μαζί– το μεγάλο τμήμα, η E’ και η ΣΤ’, θα παρακολουθεί τα μαθήματα που κάνει η Γ’, Δ’, την ώρα που έχει ελεύθερη εργασία. Εγώ είχα μία ευχέρεια να φτιάχνω τον Κολοκοτρώνη με ένα σκίτσο «ταν – ταν» την περικεφαλαία, τη μύτη, το μουστάκι, …έτοιμος! Λοιπόν, πρέπει να είχε έρθει και ο επιθεωρητής. Ο επιθεωρητής τότε για να του πει του δάσκαλου να ’ρθεί, γιατί είχε μάθει ότι είχε μπλεχτεί με την Αντίσταση, για να τον πάρει στο Ναύπλιο ως βοηθό …βοηθό επιθεωρητή …που υπήρξε ατύχημα σε αυτό. Τέλος πάντων. Λοιπόν, εγώ όπως ήταν εξάεδρα τα θρανία, ήμουνα στη μέση με τα άλλα τα παιδιά, έφτιαξα, ζωγραφίζαμε, ξέρω γω, κάτι κάναμε: «Φτιάξε μου και μένα ρε!», έλεγε ο άλλος δίπλα. Τού ‘φτιαχνα κι εγώ αυτουνού να πούμε τη μύτη, τα…, τα χείλια, μια αυτή περικεφαλαία, έτοιμος! Αλλά την ώρα που τό ‘φτιαχνα, γύριζα το χέρι μου «τακ!» και κοπάναγα τον διπλανό, που ήταν σκυμμένος, τον κοπάναγα πίσω, να πούμε, με το δάχτυλο και το μάζευα το χέρι. Γύριζε το παιδάκι εκείνο ξαφνιασμένο: «Άει στο διάολο βλάκα!», στον από πίσω. Αυτά! Ο δάσκαλος δίδασκε στην Δ’ τάξη, εκεί τον Χριστό στο ναό ή στο «Ουαί και Φαρισαίοι!» και λοιπά. Εγώ όμως σ’ αυτά ήμουνα απίθανος, το αυτί μου ήτανε, πώς το λένε, σκληρός δίσκος, δεν έχανα τίποτα απ’ τη διήγηση του δασκάλου. Παρόλα αυτά, εκτός του ότι το ήξερα απ’ την περσινή χρονιά αλλά και την ώρα που τά ‘λεγε ο δάσκαλος μπορεί να τον χτύπαγα εγώ, πάλι το αυτί μου ήταν εκεί! Λοιπόν, έγραφε ο άλλος, …γύριζε… «τακ!» χτύπαγα τον άλλον, χτύπαγα τον άλλον και λοιπά. Άλλοτε με πιάνανε, άλλοτε γύριζαν πίσω και λέγανε: «Μη με χτυπάς βλάκα!», οπότε ο δάσκαλος είχε νευριάσει. Δεν μου τό ‘πε. Κάποια στιγμή είπε: «Να προσέχουνε μερικοί, που ενοχλούν!». Κάτι είπε ο δάσκαλος, πουθενά εγώ ν’ ακούσω. Οπότε, όταν τελείωσε το μάθημα και κάνανε τη λεγόμενη ανάλυση του μαθήματος, όπως γίνεται, λέει: «Κάποιος τώρα να μας το διηγηθεί! Nα μας το διηγηθεί ένας από τις μεγάλες τάξεις! Σήκω Μπουντούρη!». Σηκώνομαι κι εγώ, λοιπόν, ο μάγκας επάνω και τα λέω όλα, καρφί σε ράμμα που λέμε. Όπως το είχε διηγηθεί ο δάσκαλος. Υπήρχε η συνήθεια του σχολείου του δασκάλου να λέει: «Ένας μαθητής από την τάξη να ρωτάει τον εξεταζόμενο: “Μήπως ξέχασες τίποτα;”». Οπότε, συμμαζευότανε ο εξεταζόμενος και συμπλήρωνε ό,τι είχε ξεχάσει. Έτσι, λοιπόν, όταν τελείωσα –το είπα το μάθημα κανονικά, τον ικανοποίησε τον δάσκαλο μεν– σηκώθηκε ένας μαθητής και μου λέει: «Μήπως ξέχασες τίποτα;», και το είπε με έναν τρόπο τέτοιο που οι άλλοι χαμογελάσανε, ξέρω γω τι. «Ναι!», λέω. Εκεί έπαθα vertigo, ανακάτεψα τον ουρανό με τη θάλασσα. «Τι έγινε…», λέω, «ρε γαμώτο!». «Όχι», λέω, «δεν… Ναι! Είπα…», λέω, «το χτεσινό μάθημα! Θα πω το σημερινό! Εκεί», λέω, «που ο Χριστός τους άρχισε και τους έλεγε “Ουαί Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές!”». Το μάθημα το προχτεσινό, άλλο μάθημα έλεγα γω τώρα. Το κανονικό το είπα σωστά, τώρα νόμισα ότι δεν το είπα σωστά και έλεγα το προηγούμενο… Κι ο επιθεωρητής είχε μια κιμωλία στα χέρια του κι όπως ήμασταν κολλημένοι μού ‘κανε ένα «Χ» επάνω και με μισοχάιδεψε, χτυπώντας μου: «Να προσέχεις άλλη φορά και να μην είσαι ανήσυχος!», πρέπει να μου είπε. Όταν βγήκαμε διάλειμμα έξω, λοιπόν, άρχισαν να μου λένε: «Σταυρός είναι ρε!». «Τι είναι ρε, τι μού ‘γραψε;». «Χι, Χου, Χου είναι αυτό!». «Σταυρός είναι ρε!». «Χου!». «Πέστε μου ρε!», τους έλεγα, «Τι είναι; Χου ή σταυρός;». Τέλος πάντων, αυτό έμεινε. Ο επιθεωρητής τότε είχε έρθει να παρακαλέσει το δάσκαλο, να του πει ότι πρέπει να ’ρθείς στο γραφείο. Το μεσημέρι πήγαν να φάνε στο σπίτι της γυναίκας του δασκάλου, η οποία είχε μαγειρέψει κόκκορα. Συνήθως αυτό γίνεται για να εξευμενίσεις τον επιθεωρητή, του μαγειρεύεις μία κότα με χυλοπίτες που λέμε εμείς. Όμως αυτή έκανε το καρδιακό και είχε ένα μπουκαλάκι –της είχε δώσει ο ξάδερφός της, ο γιατρός, ένα μπουκαλάκι με αιθέρα και της λέει: «Αν καμιά φορά… Βάλε στη μύτη σου λίγο αιθέρα!». Αυτή η χαμένη, γιατί έτσι πρέπει να την πούμε, από την ταραχή της έβαλε –που θα’ ρχόταν ο επιθεωρητής– και άφησε το μπουκαλάκι επάνω στο τζάκι ανοιχτό, και όταν μπήκε μέσα ο επιθεωρητής ο χώρος ήταν γεμάτος από αιθέρα. Μύριζε! «Αα!», είπε δω. Αυτά μου τά ‘λεγε ο μπαρμπα-Πάνος ο δάσκαλος που του τά ‘πε ο επιθεωρητής, που τον βρήκα γω γενικό επιθεωρητή στη Μακεδονία, μετά. Λοιπόν, και λέει: «Άρα ο δάσκαλος αυτός είναι αιθερομανής για να έχει τέτοια πράγματα!». Δεν σκέφτηκε ότι αυτό τό ‘κανε η γυναίκα και δεν τόλμησε να του πούνε, να πει στο δάσκαλο: «Έλα στο γραφείο για πολλούς λόγους να με βοηθήσεις και μένα!», που θα τό ‘κανε ο δάσκαλος, ήταν υποχρεωμένος και θα γλύτωνε. Ενώ μετά από δυο μήνες με ένα μπλόκο που κάνανε μερικοί ταγματασφαλίτες τον πιάσανε μαζί με άλλους, τους παραδώσαν στους Γερμανούς και τον σκοτώσανε στις 4 Αυγούστου. Αυτά τα γεγονότα!

Σ.Μ.:

Θα ήθελα να ρωτήσω εάν υπήρξε κάποιο χαρακτηριστικό δασκάλου το οποίο το κουβαλήσατε και εσείς μέσα απ’ την ιδιότητά σας!

Κ.Μ.:

Ναι αυτό, αυτό! Αυτό… Όταν ήμουνα σε –γιατί εδώ ήμουνα σε διθέσιο σχολείο, και πάνω– και κυρίως όταν κάναμε, παραδείγματος χάριν, όταν έκανα αριθμητική με την ΣΤ’ τάξη, δεν μπορείς να παρακολουθεί η Ε’. Η Ε’ έχει συμμιγείς, έχει αναγωγή στη μονάδα και λοιπά, η ΣΤ’ έχει ποσοστά, έχει τόκους και λοιπά. [02:00:00]Στην αριθμητική, παραδείγματος χάριν. Και έλεγα, οι μαθητές της ΣΤ’ τάξης, όταν κάνουμε συμμιγείς με την Ε’, θα παρακολουθούν γιατί θα εξεταστούν. Μπορεί να κάνουνε καλλιγραφία ή ζωγραφική ή ξέρω γω πλεκτική ή ό,τι γινότανε, τα τεχνικά, θα πρέπει και να παρακολουθούν. Αυτόν τον τρόπο τον είχα, να παρακολουθεί το μεγαλύτερο τμήμα τα μαθήματα του προηγούμενου τμήματος. Έτσι ερχόντανε στη μνήμη τους τα περασμένα. Η επανάληψη, πώς το λένε, στην ψυχολογία ασκεί υποβολή, δηλαδή μαθαίνεις. Η επανάληψη είναι τρόπος μαθήσεως αλλά και ο άνθρωπος ξαναθυμάται.

Σ.Μ.:

Κάποιο χαρακτηριστικό προσωπικότητας δασκάλου που νιώσατε ότι το κουβαλήσατε και εσείς; Σας σημάδεψε κάποιος δάσκαλος;

Κ.Μ.:

Όχι… Ντάξει, μόνον αυτά. Είχαμε ένα δάσκαλο καλόν, σκληρόν, όπως και η δική μου η γενιά υπήρξε σκληρή, υπήρξε η τιμωρία. Η τιμωρία του μαθητή για μένανε ήταν η εξής, εκείνο που εγώ τό ‘φτιαξα μόνος μου, δηλαδή λέγαμε: «Δεν διάβασες σήμερα ή δεν έγραψες ή αυτήν την εργασία που είπαμε να την κάνουμε χθες δεν την έκανες κύριε Γιώργο, θα τιμωρηθείς!». Τού ‘λεγες: «Θα τιμωρηθείς». Όχι με νεύρα. Είχα πει ότι θυμωμένος μπορεί να είσαι, μέσα σου ποτέ να μην είσαι οργισμένος. Αυτό το είχε πει και ο Χριστός: «Μην οργίζεστε, να θυμώνετε αλλά μην οργίζεστε!», πώς το λένε δηλαδή. Επομένως, με στενοχωρούσε που δεν είχε μελετήσει το παιδί, όμως έπρεπε να τιμωρηθεί. Υπήρχε η συνέπεια, πρέπει να υπάρχει η συνέπεια σε κάθε πράξη μας! Λοιπόν, έτρωγε δυο ξυλιές ή και δύο από δω, δύο από κει. Και πονάει με το χάρακα. Και όταν το χτυπάς το παιδί, όχι με θυμό, είπαμε ως τιμωρία, ως συνέπεια, πονάει και μέσα του ξέρεις ότι σε βρίζει, σε καταριέται και λοιπά. Όμως για να τον εξευμενίσεις, που λέμε… Εγώ τι έκανα; Μόλις καταλάβαινα …γιατί η κυκλοφορία του αίματος η παιδική είναι τόσο γρήγορη, ώστε ο πόνος φεύγει αμέσως με την κυκλοφορία του αίματος. Φεύγει ο πόνος, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, πώς το λένε, τα χέρια είναι εντάξει. Τότε του λες: «Γιωργάκη!». Τότε τον λες: «Γιωργάκη». «Γιωργάκη, σήκω! Για γράψε μου», ξέρω γω, «τα εις -ώνω ρήματα γράφονται με ω». Όταν του λες: «Γιωργάκη, σήκω, γράψε στον πίνακα τα εις -ωνω τελειώνουν με ωμέγα», φεύγει ο θυμός του, γίνεται φίλος σου. Δεν είναι εχθρός σου! Γι’ αυτό τα πρώτα χρόνια ιδίως που με τα παιδιά είσαι, σχεδόν συνομήλικός ήμουνα, τι ήμουν, εγώ ήμουνα 24 χρόνων, τα παιδιά ήταν δώδεκα. Λοιπόν; Είσαι παιδί ακόμα, γίνεσαι φίλος με τα παιδιά. Όταν μεγαλώνεις, έχεις κι άλλα προβλήματα οικογενειακά, που είναι άθλος να απορρίψεις όταν πας στο σχολείο τα της οικογένειας, του σπιτιού, και να σκεφτείς το σχολείο σου, τη δουλειά σου. Αυτό πρέπει να το κάνεις, αυτό είναι υποχρέωσή σου! Όσο μπορούσαμε το κάναμε. Γι’ αυτό με τα παιδιά πάντα, κυρίως που υπηρέτησα στη Μακεδονία σε κείνο το σχολείο οχτώ χρόνια, σήμερα δηλαδή όταν πηγαίνω, με πλησιάζουν τα παιδιά με τόση αγάπη που δεν μετριέται. 

Σ.Μ.:

Πώς νιώθετε;

Κ.Μ.:

Είναι η μόνη ικανοποίηση του δασκάλου. Ούτε… Υλική; Δεν υπάρχει. Όταν μαθαίνω ότι… «Ήρθε ο Μπουντούρης ρε! Ήρθε ο Μπουντούρης!», και τρέχουνε να ‘ρθούν να με χαιρετήσουν. Ήρθε κοπέλα από την Αμερική, συνομήλικη της Κρυστάλλως, η οποία –όταν μεγάλωσε το κοριτσάκι– έφυγε, πήγε στην Αμερική, παντρεύτηκε, έμεινε χήρα και ήρθε να με δει, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και από κει… Ήρθε μια μαθήτρια της ΣΤ’ τάξης, που είχα παρακαλέσει εκεί τον πατέρα της και τού ‘λεγα: «Ρε Βασίλη, στείλ’ το κορίτσι σου στο σχολείο, στείλ’ το στο Γυμνάσιο ρε! Είναι μυαλό», του λέω, «ρε για τον τόπο, όχι μόνον για τον εαυτό του και για σας που θα γίνει, αλλά γενικά θα ωφελήσει!». «Δεν στέλνω γω κορίτσι». Δεν τό ‘στειλε. Και έμαθε λοιπόν, ότι είμαι στο χωριό, γιατί χάθηκε, παντρεύτηκε, χώρισε –καταλαβαίνεις– και πήρε ταξί και ήρθε στο χωριό πέρσι. Ήρθε, λοιπόν, και λέει: «Ήρθα να σας ιδώ, γεια σας!». Τώρα, ένα παιδί που το αφήνεις δώδεκα χρονών και το βλέπεις εξήντα, εβδομήντα, ξέρω γω. Τόσο, εβδομήντα. Ήρθε, έκατσε δίπλα μου, δεν μου μίλαγε. Λέει: «Ήρθα να σας δω τι κάνετε…», και λοιπά. Οπότε κάποια στιγμή… συγκεντρώθηκα. «Αν μου πεις ότι είσαι η [...]…», της λέω, και σηκώθηκε το καημένο, με αγκάλιασε. «Ήρθα για σένα», μου λέει, «και για τον αγώνα! Ξέρω ό,τι έκανες για να με στείλει ο πατέρας μου στο σχολείο και δεν μ’ έστειλε!». Ε αυτή είναι ικανοποίηση ανυπέρβλητη.

Σ.Μ.:

Οπότε είναι δεύτερη πατρίδα σας απ’ ό,τι καταλαβαίνω το χωριό εκεί ε;

Κ.Μ.:

A βέβαια! Κουβεντιάζουμε με τη γυναίκα μου και της λέω: «Όχι εκείνος μωρέ», της λέω, «εκείνος είναι ο Γεωργουλής!», της λέω. «Όχι!», μου λέει. «Βρε, ο Γεωργουλής είναι!», της λέω. «Ο Γεωργουλής που μένει κει πέρα στο γήπεδο». «Καλά λες», μου λέει.

Σ.Μ.:

Τα ξέρετε καλύτερα;

Κ.Μ.:

Nαι!

Σ.Μ.:

Θέλετε να μου επαναλάβετε το χωριό;

Κ.Μ.:

Δαφνούδι Σερρών.

Σ.Μ.:

Μάλιστα!

Κ.Μ.:

Δαφνούδι, Νέας Ζίχνης, Σερρών. Ανήκει στην επαρχία Φυλλίδος, με πρωτεύουσα τη Νέα Ζίχνη.

Σ.Μ.:

Θα πάτε τώρα;

Κ.Μ.:

Θα πάμε, λέμε να πάμε τώρα, κατά τις 15 του μηνός, λέμε να πάμε εγώ και η Κρυστάλλω. Θα καθίσουμε κει κάνα μήνα. Έχει σπίτι δικό της, της το άφησε ο πατέρας της. Έτσι για να αλλάξουμε και περιβάλλον!

Σ.Μ.:

Πολύ ωραία! Κύριε Μπουντούρη κλείνουμε, λοιπόν, την αφήγηση σ’ αυτό το τεράστιο ταξίδι!

Κ.Μ.:

Ναι!

Σ.Μ.:

Πατάμε ένα στοπ στην ηχογράφηση, θα συνεχίσουμε, και ευχαριστώ πραγματικά από καρδιάς! Να είστε καλά!

Κ.Μ.:

Επίσης μάτια μου, είσαι καλό κορίτσι και σου εύχομαι πρόοδο ίσα με εκεί που φτάνει τ’ όνειρό σου!

Σ.Μ.:

Να είστε καλά! Πολύ ωραία ευχή!