© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο μπον βιβέρ συγγραφέας Ίκαρος Μπαμπασάκης: Ένας συλλέκτης στιγμών
Istorima Code
15742
Story URL
Speaker
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Γ.Μ.)
Interview Date
08/08/2020
Researcher
Εμμανουήλ Κανδεράκης (Ε.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης.
Είναι Κυριακή 9 Αυγούστου 2020, είμαι με τον Ίκαρο Μπαμπασάκη, βρισκόμαστε στην Κυψέλη, εγώ ονομάζομαι Μάνος Κανδεράκης, είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Μπαμπασάκη, πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα 10 Απριλίου του 1960 στα Τρίκαλα, διότι ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του πυροβολικού και της αεροπορίας στρατού και ήτανε με μετάθεση εκεί. Ε, τα Τρίκαλα τα γνώρισα πολλά χρόνια μετά, καμιά σαρανταριά χρόνια μετά, γιατί φύγαμε αμέσως.
Και στη συνέχεια του βίου σας; Θα θέλατε να μας πείτε σχολείο που πήγατε, σπουδάσατε;
Μεγάλωσα σε διάφορες ελληνικές πόλεις λόγω μεταθέσεων του μπαμπά. Μεταξύ αυτών Αγρίνιο, Σέρρες, Βόλος, Κομοτηνή και άλλες πόλεις, Θεσσαλονίκη. Οι πιο σημαντικές για μένα ήτανε η Θεσσαλονίκη και ο Βόλος, γιατί εκεί κατά κάποιο τρόπο ανδρώθηκα, δηλαδή πέρασα την εφηβεία μου. Οπότε, η εφηβεία είναι ένα σημαδιακό και χαρακτηριστικό χρονικό διάστημα της ζωής του ανθρώπου. Εκεί διαμορφώνεται, εκεί διαπλάθεται. Είχα τη μεγάλη, τεράστια τύχη να γνωρίσω ανθρώπους πολύ σημαντικούς οι οποίοι με παρασύρανε και αντί να γίνω και εγώ ένας αξιωματικός καριέρας έγινα αυτό που είμαι, ό,τι κι αν είναι αυτό, μεταφραστής και συγγραφέας. Και κατέληξα 16-17 χρονών στην Αθήνα, στην οποία διαμένω. Και μάλιστα στο λεγόμενο "Κάπα Κάπα Έψιλον" που λέω και εγώ. Είμαι "ΚΚΕ", δηλαδή Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια.
Ωραία, ωραία. Και αναφέρατε ότι ασχοληθήκατε με την συγγραφή στη ζωή σας. Θα θέλατε να μου πείτε τα ερεθίσματα; Πώς οδηγηθήκατε σε αυτή την διαδρομή και δεν επιλέξατε ας πούμε τον πιο συμβατικό δρόμο;
Όπως σας είπα και πριν παίξανε ρόλο οι φίλοι. Δηλαδή έτυχε να γνωρίσω τον Άγγελο Σφακιανάκη που μετέπειτα έκανε την «Οπισθοδρομική Κομπανία». Τότε ήτανε στον Βόλο ηθοποιός με τον εκλεκτό Σπύρο Βραχωρίτη. Εκεί άρχισα να διαβάζω περίεργα βιβλία για τα δικά μας δεδομένα, Αλμπέρ Καμύ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Κορνήλιο Καστοριάδη. Ήταν λίγο περίεργα για εκείνη την εποχή. Και είχα δει και μια ταινία που λεγότανε «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» που έπαιζε η –πες την ρε!–, η Betty Davis. Διαπίστωσα ότι ένας άνθρωπος μόνο με το σώμα του ή με το μυαλό του μπορεί να φτιάξει μια σταδιοδρομία ή να επιζήσει. Η Betty Davis ήταν μια συγκλονιστική ηθοποιός και είπα: «Οκ, αυτή το κάνει με το κορμί της και με τα μάτια της και με την φωνή της, εγώ θα το κάνω με το αυτό που έχω, δηλαδή με το μυαλό μου και με το χαρτί και με το μολύβι». Και επειδή ήθελα να είμαι, από τα 16 μου, με είχε πιάσει μία μούρλα, να είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος, αποφάσισα ότι θα ζήσω με χαρτί και με μολύβι. Που δε χρειάζεται τίποτα άλλο, καμία άλλη υλικοτεχνική υποδομή δηλαδή ας πούμε. Και έτσι κατέληξα σε αυτή την απόφαση, τη διατηρώ μέχρι τώρα που είμαι 60 ετών. Σαράντα τέσσερα χρόνια, από τα 16 μέχρι τα 60, και ζω με χαρτί και με μολύβι, με τίποτα άλλο.
Θα θέλατε να μας πείτε τις πρώτες σας δουλειές πάνω στο αντικείμενο αυτό της συγγραφής;
Ναι και έχει και ενδιαφέρον. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στα 17,5 μου χρόνια, που εδώ παραδίπλα, Φωκίωνος Νέγρη είναι το περιοδικό «Θεατρικά» του Γιώργου Χατζιδάκη, και με προσλαμβάνει έναντι 50 δραχμών την ώρα, τότε, να κάνω αγγαρείες. Δούλευα περίπου τέσσερις με πέντε ώρες κάθε μέρα, οπότε έπαιρνα 200 με 250 δραχμές. Και οι αγγαρείες ήταν να πάω να βρω τον Κώστα Ταχτσή και να του πάρω συνέντευξη. Να βρω την τραβεστί Μπέττυ και να της πάρω συνέντευξη. Να πάω στην Εθνική Βιβλιοθήκη και να αντιγράψω κείμενα, γιατί απαγορευόταν να βγάλεις φωτοτυπίες, εφημερίδες παλιές, της δεκαετίας του ’30. Οπότε, επειδή χρειαζόταν τα κείμενα ο Γιώργος ο Χατζηδάκης, έπρεπε εγώ να κάθομαι να τα αντιγράφω με τα καθαρά μου γράμματα κτλ. Μεταξύ αυτών και να πάω να πάρω 2 κιλά πορτοκάλια ή αυτό. Έκανα τα πάντα επί τέσσερις με πέντε ώρες την ημέρα. Και έτσι γνώρισα και θαυμάσιους ανθρώπους. Τον Λουκά τον Θεοδωρακόπουλο, τον ηγέτη, τον leader του ομοφυλοφιλικού κινήματος στην Ελλάδα που έβγαζε το περιοδικό «Αμφί» τότε, και πολλούς άλλους ανθρώπους.
Οπότε και στην συνέχεια, έχετε στη διαδρομή σας επίσης και τις μεταφράσεις μαζί με την συγγραφή. [00:05:00]Θα μπορούσατε να αναφερθείτε και για αυτά; Για τα μετέπειτα βήματά σας; Ή να μας πείτε μια, κάτι, μία βιωματική ιστορία σχετικά με τα γραψίματά σας.
Όλα γίνανε μέσα από–
Τις αφορμές δηλαδή.
Ναι. Οι αφορμές ήτανε πράγματα που συνέβαιναν στην τύχη. Δηλαδή, με τους φίλους μου, τον Γιάννη τον Τζώρτζη, τον Βασίλη τον Τσαλή και κάτι άλλους, που κάνουν καριέρα πια και στην ποίηση και την μετάφραση, μεταφράζαμε κείμενα τα οποία δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε γιατί δεν είχανε μεταφραστεί, οπότε τα μεταφράζαμε εμείς για το κέφι μας. Με μολυβάκι, γομολάστιχα, τετράδια και όλα αυτά. Ε, σιγά σιγά αυτό, κείμενα του Allen Ginsberg, του William Burroughs, του Nabokov. Σιγά-σιγά, αυτό μέσα από σχέσεις με εκδότες και εκδοτικούς οίκους έγινε επάγγελμα. Και εγώ ζω από αυτό ας πούμε, μεταφράζοντας και γράφοντας. Ήταν μια πολύ ωραία συγκυρία και τύχη αυτό το πράγμα, το να ξεκινήσεις από κάτι που είναι το κέφι σου και το κέφι αυτό να γίνει μετά επιτήδευμα, να γίνει επάγγελμα ας πούμε, να σου προσφέρει το ψωμί και το κρασί σου κάθε μέρα, τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον.
Βιοποριζόσασταν από αυτό.
Και συνεχίζω. Με αυτό βιοπορίζομαι, δεν έχω κάτι άλλο. Συν κάτι, κάποια άλλα πράγματα, ραδιόφωνο κτλ., τα οποία ήτανε εξαιρετικά και αυτά, ωραίες εμπειρίες.
Θα θέλατε να πείτε κάτι και για την πορεία σας στο ραδιόφωνο; Που θυμάστε ξεχωριστά;
Έχω να πω μια βιωματική ιστορία με το ραδιόφωνο. Έκανα εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Τότε υπήρχε μόνο το Δεύτερο, το Πρώτο, το Τρίτο και η ΥΕΝΕΔ, δεν είχε γίνει καν Τέταρτο. Δεν υπήρχε άλλο ραδιόφωνο, ήταν απαγορευμένα. Και οι πειρατές. Λοιπόν, εκεί έκανα μια εκπομπή θεματική που λεγότανε «Κάντε πέρα την εσπέρα» κάθε Τρίτη με, το λέω έτσι με περηφάνια. Είχε μεγάλη επιτυχία ας πούμε σε κύκλους ωραίους και διαφόρους και ήτανε θεματική εκπομπή. Δηλαδή κάθε Τρίτη υπήρχε ένα θέμα. Η βροχή, ο δρόμος, τα μικρά ονόματα, ο έρωτας, η λήθη, η ποίηση και πάει λέγοντας. Και έπρεπε να βρίσκω εγώ δίσκους και κείμενα τα οποία να έχουν να κάνουνε με αυτό το συγκεκριμένο θέμα κάθε φορά. Λόγω μεγάλης αγάπης που είχα στον Μάνο Χατζιδάκι, έπαιζα πολλές φορές τεμάχια, αριστουργήματα του Μάνου. Αλλά έκανα το κομμάτι μου. Δηλαδή ήμουνα και 22 χρονών, δεν με ένοιαζε τότε, όπως δεν με νοιάζει και τώρα, τι επιπτώσεις θα έχει μία δικιά μου απόφαση, γιατί πιστεύω ότι η ζωή είναι σύντομη, οπότε πρέπει να αποφασίζουμε πράγματα για να τα τηρούμε. Και έτσι έχασα την εκπομπή αυτή. Αυτή είναι μία για μένα πολύ γλυκιά εμπειρία. Το διασκέδασα, αντί να θλιβώ και να κλάψω έκανα πάρτι ας πούμε. Έμενα στην οδό Νάξου στην Κυψέλη –όπως σχεδόν πάντα– και έκανα πάρτι για να γιορτάσω το ότι δεν θα κάνω πια–
Απόλυση
Εκπομπές, ας πούμε. Δεν ήταν απόλυση ακριβώς, ήταν αποπομπή. Δηλαδή, επίσημα δεν υπήρξε ούτε απόλυση, ούτε τίποτα, απλώς δεν έγινε ανανέωση συμβάσεως. Έτσι γινότανε. Ωραία ήτανε.
Στην πορεία σάς, σας έχει τύχει και κάτι αντίστοιχο;
Πολλές φορές. Πολλές φορές. Μία φορά έφυγα από το περιοδικό «Ήχος» του Κώστα του Καββαθά, όπου γράφαμε ο Θοδωρής Μανίκας, η αφεντιά μου, ο Αργύρης ο Ζήλος, διάφοροι. Με εξαιρετικά χρήματα εκείνη την εποχή. Δηλαδή, γράφαμε κείμενα 20 χρονών παιδιά και πληρωνόμασταν. Και κάποια στιγμή στον «Ήχο» είχανε γράψει, ο Ζήλος ο Αργύρης, ο φίλος μου ας πούμε, είχε γράψει κατά του Bob Dylan, ότι ο Bob Dylan αυτό, ας πούμε είναι ξεπουλημένος και διάφορα τέτοια. Και εγώ έστειλα επιστολή ως αναγνώστης του «Ήχου» η οποία ήταν και επιστολή παραίτησης. Και λέω: «Δεν μπορώ να συνεργάζομαι με ένα περιοδικό το οποίο βρίζει τον τεράστιο Bob Dylan ας πούμε». Στα 21 μου, στα 22, 21. Αυτό κάνω ακόμη και τώρα, δηλαδή διάφορες προτάσεις που μου έχουνε γίνει να αναλάβω πράγματα, εάν δεν είναι στον–
Αξιακό κώδικα.
Στον απολύτως δικό μου αξιακό χώρο, τις παρατάω και συνεχίζω να 'μαι αυτό που είμαι.
Εγώ θα ήθελα να ακούσω, επιστρέφοντας και στην διαδρομή σας στην συγγραφή και στην μετάφραση, κάποια δουλειά δική σας η οποία σας επηρέασε, έχετε να διηγηθείτε κάτι από αυτό. Επειδή έχετε γράψει πολλά πράγματα και για άλλους ανθρώπους πνευματικούς.
Ν[00:10:00]αι.
Για στέκια επίσης.
Να πω το εξής, ότι όλα αυτά που γράφω εδώ και σαράντα χρόνια πια, είναι η ένδειξη της ευγνωμοσύνης που έχω για ανθρώπους οι οποίοι με μορφώσανε, με γαλουχήσανε, με κάνανε αυτό που είμαι. Οπότε, σε ένα βιβλίο μου –και συνήθως έχουνε έναν προφορικό λόγο. Δηλαδή γράφω σα να μιλάω, τα επεξεργάζομαι μετά κτλ.
Ωραία. Θα με ενδιέφερε και κάτι δικό σας το οποίο θα το έχετε ίσως καταγράψει σε κάποιο βιβλίο.
Μία πολύ χαριτωμένη ιστορία είναι που κάποια στιγμή με τον φίλο μου τον Θάνο τον Σταθόπουλο, εκλεκτό ποιητή, μίνιμαλ –μίστερ μίνιμαλ τον λέω–, μινιμαλιστής ποιητής. Και είμαστε σε μια παρόμοια φάση χωρίς να έχει προϋπάρξει ατύχημα με αυτοκίνητο, απλώς ακούμε Tuxedomoon, πίνουμε, συζητάμε για τη λογοτεχνία, για τον Flaubert, για τον Ginsberg και όλα αυτά. Και κάποια στιγμή θυμόμαστε την ιστορία και την λέμε, γιατί μας την είχε πει μαζί και σε μένα και στον Θάνο, μας την είχε πει ο Καρούζος. Και του λέω: «Ρε Θάνο, ήταν ωραία η ιδέα του Καρούζου να ενταχθούν. Μήπως να ενταχθούμε και εμείς;». Μου λέει: «Τι εννοείς;». Του λέω: «Να παντρευτούμε». Μου λέει: «Μεταξύ μας δε γίνεται διότι είμαστε ας πούμε στρέιτ». Του λέω: «Όχι μεταξύ μας, να παντρευτούμε δύο κοπέλες». Εγώ είχα παντρευτεί ήδη μία φορά ας πούμε, δύο φορές, συγγνώμη, είχα παντρευτεί δύο φορές την Ντόρια Μαρνέρη και μετά την [Δ.Α.] από την άλλη ο Θάνος δεν είχε παντρευτεί ποτέ, 1993. Και του λέω: «Εγώ το έχω δοκιμάσει, είναι ωραία εμπειρία ο γάμος. Δηλαδή κάπου εντάσσεσαι, αισθάνεσαι ας πούμε ότι έχεις ένα νοικοκυριό, τακτοποιείς τα θέματα, μοιράζεις τα κοινόχρηστα και αυτά, έχει ένα γούστο ο γάμος». Μου λέει: «Καλή ιδέα, να παντρευτούμε». Και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε ποιες θα παντρευτούμε. Είχαμε δύο φίλες, την... Να λέω ονόματα;
Ό,τι επιθυμείτε.
Οκ λέω, ναι. Το ξέρουν οι κοπέλες, δεν τρέχει τίποτα ας πούμε, τους αρέσει και η ιστορία. Η Αννίτα Φλωροπούλου και η Ελένη Ψυχούλη. Η Ελένη είναι η αδερφή του ζωγράφου του Αλέξανδρου του Ψυχούλη και περσόνα και στα media, ασχολείται με τη μαγειρική και με αυτά. Η Αννίτα φιλόλογος φοβερή και είχε βγάλει και ένα βιβλίο στις εκδόσεις Δελφίνι, φιλόλογος φοβερή και πολύ καλή συγγραφέας που δυστυχώς δεν το πάλεψε να γράψει κι άλλα. Ελπίζω να γράψεις Αννίτα, να γράψεις. Λοιπόν, τέλος πάντων, μέναν αυτές μαζί τότε στην Κεφαλληνίας, εδώ πιο κάτω, 1993. Και του λέω: «Θάνο, να παντρευτούμε την Ελένη και την Αννίτα». Μου λέει: «Πολύ καλή ιδέα! Ταιριάζουνε, είναι εξαιρετικές φίλες, παρέα φοβερή, είναι μόνες τους». Οκ, ο Θάνος, επειδή είναι και πιο γκουρμέ από μένα και πιο κόσμιος, φοράει μία γραβάτα απίστευτη ας πούμε. Πάει να μου φορέσει εμένα, του λέω: «Σ' ευχαριστώ», μου τη φοράει όμως και με το ζόρι. Ντυνόμαστε, πλενόμαστε, ντυνόμαστε. Ξημερώνει, πάμε σε ένα ανθοπωλείο, αγοράζουμε με ό,τι λεφτά είχαμε λουλούδια, παίρνουμε ένα ταξί και φτάνουμε Κεφαλληνίας 21 αν δεν κάνω λάθος που μένανε τα κορίτσια. Χτυπάμε το κουδούνι: «Ίκαρος και Θάνος». Μας ανοίγουνε: «Περάστε». Περνάμε, δίνουμε την ανθοδέσμη, λουλούδια, τα βάζουνε σε ένα βάζο, μας φτιάχνουνε καφέ και συζητάμε ας πούμε: «Τι κάνετε;», αυτά. Φίλες τώρα, και είμαστε και φίλοι και κάνουμε παρέα χρόνια. Και: «Παιδιά, προς τι η τιμή της επισκέψεως;». Λέω εγώ ως λίγο μεγαλύτερος από το Θάνο και πιο θαρραλέος σε αυτά, λέω: «Ήρθαμε να σας καλέσουμε σε γάμο, να σας κάνουμε πρόταση γάμου». «Τι γάμου;». «Να παντρευτούμε» λέω εγώ. «Α! Καταπληκτική ιδέα!». Το συζητάνε μεταξύ τους, φεύγουνε κάποια στιγμή, πάνε στα ενδότερα. Έρχονται, λένε: «Ναι, να παντρευτούμε». Λέει ο Θάνος που 'ναι περίεργος και συντηρητικός: «Όχι όπως ο Ίκαρος τον δεύτερο γάμο πολιτικό, θα κάνουμε θρησκευτικό γάμο». «Θρησκευτικό, εντάξει» λένε τα κορίτσια. «Σε ένα παρεκκλήσι ας πούμε σε ένα χωριό του Πηλίου. Το γλέντι θα γίνει στην ταβέρνα του τάδε». «Μέσα» ξέρω 'γω. «Στους Μιλάνους. Στους αδερφούς Μιλάνους που είχανε στον Βόλο μια φοβερή ταβέρνα, «Η Σκάλα των Μιλάνων» Τους λέγανε Μιλάνους, το επίθετό τους ήτανε, ο Κάρολος και ο Νίκος, και είχανε βαφτίσει την ταβέρνα «Η σκάλα των Μιλάνων». «Μέσα» ας πούμε. Και προχωράει η συζήτηση, ανοίγουνε κρασιά, τα άνθη είναι στο βάζο και έχουνε δεχθεί τα κορίτσια να παντρευτούμε. Έχουμε κανονίσει και που, το παρεκκλήσι και όλα αυτά. Και τίθεται ένα ζήτημα το οποίο είναι βασικό, ποιος θα παντρευτεί με ποια, αυτό δεν το 'χαμε συζητήσει. Λέω: «Θάνο, όπως ξέρεις εγώ τα είχα με την Αννίτα, οπότε θα παντρευτώ την Ελένη και εσύ θα παντρευτείς την Αν[00:15:00]νίτα». «Όχι -μου λέει-, εγώ θέλω να παντρευτώ την Ελένη». Η Ελένη λέει: «Όχι, δε θέλω να παντρευτώ τον Θάνο, θέλω τον Ίκαρο». Η Αννίτα δεν ήθελε τον Θάνο και έγινε ένα μπάχαλο, και ο γάμος δεν έγινε διότι διαφωνήσαμε στο ποιος θα παντρευτεί με ποια. Ενώ το να παντρευτούμε και οι τέσσερις είχε τακτοποιηθεί. Αυτό είναι μια χαριτωμένη ιστορία ας πούμε η οποία έχει μείνει.
Όλα αυτά σας έχει, επειδή παρατηρώ ο τρόπος ζωής σας και οι επιλογές σας, σας έχουν επηρεάσει τα διαβάσματά σας και όλοι οι λογοτέχνες; Επειδή έχετε ασχοληθεί και με την beat λογοτεχνία.
Μαζί, μαζί είναι αυτά Μάνο, είναι μαζί. Είναι, κύριε Κανδεράκη, Βαντεράκη, είναι ανακατεμένα. Δηλαδή, από την μια μεριά είναι τα διαβάσματα που σίγουρα σε επηρεάζουνε. Λες: «Αυτό που έκανε ο Kerouac θέλω να το κάνω και εγώ», σε πιάνει μια ζήλια, έτσι. Και από την άλλη μεριά είναι ότι έχεις κάνει κάποια πράγματα και λες, τα διαβάζεις μετά σε ένα βιβλίο και λες: «Πω γαμώτο το 'χω κάνει». Είναι ένα ανακάτεμα. Είναι πράγματα που τα έχεις ζήσει και τα διαβάζεις και πράγματα που δεν τα έχεις ζήσει, τα διαβάζεις και θες να τα ζήσεις.
Γιατί είναι ένα είδος rock and roll αυτό το στιλ λογοτεχνίας
Ε, εντάξει.
Ας το πούμε έτσι. Αν μπορούσε να ήταν μουσική θα ήταν punk μουσική;
Post-punk και τζαζ. Και καμιά φορά όπερες, κλασικές όπερες, γιατί έχει και αίμα ενίοτε. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι «Οκ, το κάνουμε», έχει και τα τιμήματά του όλο αυτό το πράγμα.
Και πώς είναι ένας συγγραφέας να καταπιάνεται με αυτό το είδος; Επειδή, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει–
Πάλι από τύχη είναι, από παρέες, από φίλους. Δηλαδή, δόξα τω Θεό ευλογήθηκα στην ζωή μου να κάνω παρέα με ανθρώπους όπως ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ο Τάσος Φαληρέας, ο Νίκος Καρούζος, ο Βασίλης Ραφαηλίδης και πάει λέγοντας. Οπότε, πιτσιρικάς τώρα, και επειδή είχα και μία ωριμότητα ας πούμε–
Είχατε γράψει στο Ιδεοδρόμιο;
Ναι, ναι, ναι. 18 χρονών παιδί. Επειδή είχα μια ωριμότητα, ήμουν ένα σοβαρό παιδί και ήμουν ένα κράμα πολύ κυριλέ ανθρώπου, γκουρμέ ας πούμε, κυριλέ και καθωσπρέπει, και από την άλλη μεριά αναρχικού. Δηλαδή φαντάσου όταν έγραφα στο Ιδεοδρόμιο φορούσα Burberry, παπιγιόν και ξέρεις. Οι αναρχικοί με μισούσανε. Στέλναν μηνύματα στον Χρηστάκη: «Τι τον θες αυτόν;». Και γυαλιά χρυσά–
Και πώς έγινε αυτή η αντίφαση, από που προήλθε;
Έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι η ζωή. Η αντίφαση είναι μέσα… Καταρχάς δεν είναι αντίφαση, είναι μία γλύκα. Δηλαδή, γιατί όταν γράφεις στο Ιδεοδρόμιο έπρεπε να ντύνεσαι σαν λέτσος; Σαν τον Νικόλα τον Άσιμο –καλά να 'ναι εκεί που είναι– τον μακαρίτη. Αλλά εγώ δεν είχα αυτή την νοοτροπία, ντυνόμουνα καλά, είχα μία και επιμένω να έχω μία pop art αίσθηση του του τρόπου ζωής ας πούμε. Είμαι καλοπερασάκιας. Με την καλή ή με την κακή έννοια, μου αρέσει να περνάω υπέροχα. Να πίνω τα καλύτερα, να τρώω τα καλύτερα. We are the best and we fuck the best, όχι the rest αυτό. Αυτό. Εντάξει, κι αυτό, δηλαδή χάρηκα πάρα πολύ όταν έβγαλα τρία βιβλία στην Εστία, έτσι. Ενώ υποτίθεται πέρασα από τον Λεωνίδα Χρηστάκη και όλα αυτά. Γιατί όχι;
Και τι έχετε να θυμάστε από αυτούς τους ανθρώπους; Μιας και αναφέρατε και τον Λεωνίδα Χρηστάκη που ήτανε μια φυσιογνωμία στα και Εξάρχεια και στο–
Μόνο τα καλύτερα φίλτατε, μόνο τα καλύτερα. Δηλαδή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ο καθένας είχε μία τρομερή προσωπικότητα. Ο Λεωνίδας, ο Βασίλης ο Ραφαηλίδης, ο Τάσος ο Φαληρέας. Μιλάμε για προσωπικότητες ασύλληπτες. Δεν υπάρχουνε πια.
Ήταν και αιρετικοί για την εποχή εκείνη.
Μόνο αιρετικοί. Και ήταν αιρετικοί και προς τον εαυτό τους τον ίδιο. Δηλαδή ο Λεωνίδας αντέφασκε με τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορεί να έγραφε ένα κείμενο την Παρασκευή που να έβριζε Θεούς και δαίμονες, και την επόμενη Παρασκευή που έβγαινε το Ιδεοδρόμιο, το επόμενο τεύχος, να τους υπερασπιζόταν αυτούς τους οποίους είχε βρίσει πριν. Ξέρεις, εντάξει, πολύ έντονες προσωπικότητες, πάρα πολύ έντονες προσωπικότητες. Και νομίζω ότι αυτό είναι το αλάτι της ζωής, δηλαδή κάποιος ανεξαρτήτως του τι ιδέες κουβαλάει, να έχει μία έντονη προσωπικότητα και να στηρίζει αυτά τα πράγματα. Να μην είναι δημόσιος υπάλληλος των ιδεών. Να είναι μία παλλόμενη μεμβράνη ας πούμε. Πώς είναι η γκρανκάσα; Να πάλλεται ας πούμε ή τα κλαρίνα στην Ήπειρο, να υπάρχει ένας παλμός. Αυτό στην Ελλάδα ευτυχώς υπάρχει ακόμη, δηλαδή υπάρχουν προσωπικότητες που είναι έτσι.
Και επίσης, πέρα από αυτές τις προσωπικότητες, έχω παρατηρήσει ότι έχετε[00:20:00] γράψει και για στέκια. Τα οποία, άλλα υπάρχουν πλέον και είναι και διατηρητέα και άλλα, εμείς, τουλάχιστον η δική μου η γενιά δε θα τα ζήσει ποτέ.
Το διατηρητέο είναι το Au Revoir.
Το Au Revoir, ναι.
Στο Au Revoir πήγα 17 χρονών πρώτη φορά. Με πήγαν φίλοι ηθοποιοί και το λάτρεψα αυτό το κατάστημα. Έχουμε κάνει και με τον Νικόλα τον μακαρίτη ένα ντοκιμαντέρ για το Au Revoir. Έγινε σπίτι μου, το δεύτερο σπίτι μου. Δηλαδή έχω αλλάξει τόσα σπίτια, το Au Revoir δεν το αλλάζω. Εκεί πήγα με την πρώτη μου σύζυγο, με την δεύτερή μου σύζυγο, με όλες τις κοπέλες που είχα στην ζωή μου μετά, με φίλους, με κολλητούς, με αυτά. Είναι ναός, το λέω ναό. Ο κύριος Λύσανδρος με ξέρει ας πούμε από 17 χρονών παιδάκι, είναι σαν μπαμπάς ας πούμε. Και μάλιστα, κάποια στιγμή που μου είχαν πάρει μία συνέντευξη «Τα Νόμπελ της ζωής σας», και λέω: «Το μεγάλο Νόμπελ μου ήταν όταν ο κύριος Λύσανδρος με πήγε σπίτι μου». Γιατί είχα κάτσει στο Au Revoir, μείναμε οι δυο μας στο τέλος, φύγανε όλοι οι πελάτες και μείναμε οι δυο μας και καθόμουνα στην μπάρα, στην οποία μπάρα για να φτάσω, δεν ξέρω, δύο διαμερίσματα, πρέπει, αν είχα δύο διαμερίσματα και τα είχα πουλήσει, τόσα τα χρήματα. Για να κατέβω από το πατάρι στην μπάρα, ήτανε φοβερή η διαδικασία, και να έχω μία θέση στην μπάρα του Au Revoir. Και ο Λύσανδρος μού λέει: «Ίκαρε θα σας πάω σπίτι», μιλάγαμε στον πληθυντικό και τώρα στον πληθυντικό μιλάμε, «Κύριε Ίκαρε θα σας πάω σπίτι». Του λέω: «Ναι κύριε Λύσανδρε». Και με πήγε σπίτι μου. 80 χρονών, 85 ας πούμε. Με πήγε, έμενε στους Θρακομακεδόνες, εγώ έμενα στα Άνω Πατήσια τότε και με πήγε σπίτι. Εκεί γνώρισα άπειρο κόσμο, άπειρο κόσμο ας πούμε. Και φίλους και σου λέω, τα πάντα έχω ζήσει εκεί, είναι το δεύτερό μου σπίτι. Το Au Revoir, το Galaxy και ο Ένοικος. Αυτά είναι τα τρία μέρη που ουσιαστικά–
Το Galaxy υπάρχει ακόμα. Ο Ένοικος;
Ο Ένοικος στην Καλλιδρομίου, του Βαγγέλη του Ζαφειρόπουλου, του φίλου μου του ζωγράφου, που αρχές δεκαετίας του ’90 ήταν το στέκι ζωγράφων και ποιητών και συγγραφέων. Ευγένιος Αρανίτσης, Κωστής Παπαγιώργης, Γιώργος Ξενάριος, Ηλίας Λάγιος, Θάνος Σταθόπουλος, ο Χάρης ο Βλαβιανός, συχνάζαμε στον Ένοικο. Μαζευόμασταν να πιούμε το ποτό μας και να συζητήσουμε, να τσακωθούμε, να φιλιώσουμε εκεί. Ειδικά ο Κωστής, ο Ευγένιος και εγώ ήμασταν στάνταρ θαμώνες, κάθε μέρα.
Οπότε βλέπω ένα κράμα προσωπικοτήτων, στέκια μαζί. Οπότε μπορώ να καταλάβω λίγο και τις επιρροές σας;
Έτσι είναι.
Όλα αυτά θεωρείτε ότι σας έχουν διαμορφώσει;
Ναι, ναι, ναι. Και αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη Μάνο για αυτό. Δηλαδή, ήταν τα πανεπιστήμιά μου. Το ντοκτορά μου ας πούμε, το phd, έχει γίνει σε καφενεία, σε μπαρ και σε στέκια τέτοια. Και με ανθρώπους σαν τον Καρούζο, τον Ραφαηλίδη, τον Λεωνίδα τον Χρηστάκη, τον Φαληρέα –δεν μπορώ να τον ξεχάσω τον Τάσο, κλαίω κάθε φορά που τον σκέφτομαι–, τον Άγγελο τον Μαστοράκη. Και τους ζωντανούς. Δόξα τω Θεό, ο Αρανίτσης ζει, παρότι έχουμε μικρή διαφορά ηλικίας, είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, τον έχω για φάρο τον Ευγένιο. Δηλαδή τον E. E. Cummings, τον ποιητή, τον έμαθα από τον Ευγένιο. Στα «Νούφαρα», ένα στέκι στο Κολωνάκι, τρώγαμε μακαρονάδες και ξαφνικά μου λέει: «Μπαμπασάκη πρέπει να διαβάσεις Κάμινγκς». Λέω: Ποιος είναι αυτός;», δεν τον ήξερα. Τα πέντε χρόνια διαφοράς εκείνη την εποχή ήταν τεράστια, πώς το λένε;
Χάσμα γενεών;
Τεράστιο χάσμα κουλτούρας. Δηλαδή ήξερε πράγματα που εγώ δεν είχα δει σε περιοδικά, σε εφημερίδες, τίποτα. Και ο Ευγένιος μού τα μάθαινε αυτά. Και ακόμα και τώρα, δηλαδή εγώ είμαι 60 και ο Ευγένιος 65 και καμιά φορά με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Αυτό, ρίξε μια ματιά εκεί». Είναι ωραία πράγματα αυτά, είναι ένα, θα το έλεγα, είναι ένα αέναο πανεπιστήμιο. Δηλαδή εγώ αισθάνομαι ακόμη ότι είμαι φοιτητής πιτσιρικάς και ότι μαθαίνω πράγματα. Από τον Μαντά, τον φίλο μου τον Ανδρέα που είναι 30 χρονών, μαθαίνω πράγματα. Έχω μπλοκάκι και γράφω: «Τι μου 'πε ο Μαντάς; Να δω αυτή την ταινία». Έτσι μορφώνεται κανείς νομίζω, όχι μόνο στα πανεπιστήμια και στα μεταπτυχιακά. Μορφώνεται μέσα από την καθημερινή επαφή με ανθρώπους.
Μου δώσατε και την ευκαιρία να σας ρωτήσω τώρα για το σήμερα. Να πάμε λίγο στην τωρινή κατάσταση, που δεν υπάρχουν ούτε πολλά από αυτά τα στέκια που αναφέρατε, όπως και πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που επίσης αναφέρατε. Είπατε μερικά πράγματα. Θέλετε να μου πείτε και για το σήμερα; Το πώς ζείτε, το πώς εμπνέεστε, πώς ε[00:25:00]ίναι η καθημερινότητά σας πλέον;
Η καθημερινότητά μου σήμερα είναι η καθημερινότητα που είχα και στην δεκαετία του ’80. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Δηλαδή, απλώς έχει αλλάξει αν θέλεις η κλίμακα του χώρου. Ενώ έμενα σε 22 τετραγωνικά, μένω σε 110, πάλι με νοίκι όμως, πάλι με γκρίνια: «Γιατί δεν πληρώσατε, και αυτά, και θα σας διώξουμε» και μπούρδες τέτοιες. Αλλά ο τρόπος ζωής είναι ακριβώς με καρμπόν ο ίδιος. Ερωτεύομαι, έχω φίλους, συναντάω ανθρώπους, μεταφράζω, γράφω κτλ. Ακούω μουσική με τις ώρες, βλέπω ταινίες και τέτοια. Δεν έχει αλλάξει τίποτα απολύτως. Μόνο η κλίμακα αυτή του χώρου. Κατά τα άλλα, είναι όλα τα ίδια. Έχει αλλάξει επίσης, που είναι θλιβερό αλλά εντάξει, είναι μέσα στην ζωή αυτό, ότι οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν πεθάνει. Σαν τον Francis Bacon αισθάνομαι που του λέγανε κάποια στιγμή, του ζωγράφου, του Francis Bacon: «Γιατί κάνεις αυτοπροσωπογραφίες;». Λέει: «Γιατί οι φίλοι μου πεθαίνουν σαν τις μύγες, οπότε δεν έχω μοντέλα, οπότε ζωγραφίζω εμένα». Έχουν πεθάνει πολλοί φίλοι δυστυχώς, αρχής γενομένης από τον Χρήστο τον Βακαλόπουλο, τον αείμνηστο, εξαιρετικό φίλο και μετά πήρε ο διάολος πολλούς. Κατά τα άλλα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Τίποτα απολύτως. Μένω στην Κυψέλη, κάνω τα ίδια που έκανα, είμαι με στυλό, χαρτιά, μολύβια ας πούμε. Το κομπιούτερ το 'χω λίγο πιο πολύ στην άκρη, πιο πολύ γράφω στο χέρι και αυτά. Διευθετώ τον χρόνο μόνος μου γιατί δεν είμαι υπάλληλος, έτσι, οπότε αυτό έχει το τίμημα ότι δεν μπορώ ας πούμε να λουφάρω. Ξέρεις, άμα είσαι οχτάωρο σε ένα γραφείο μπορείς να λουφάρεις και τρεις ώρες. Εδώ, όταν είσαι αφεντικό του εαυτού σου δεν μπορείς να λουφάρεις, πρέπει να δουλέψεις κανονικά. Βλέπω ταινίες, κινηματογράφο πάρα πολύ, διαβάζω σαν κτήνος, είναι το μεγάλο μου πάθος. Έχω κόψει ποτό, τσιγάρο και τα πάντα κατά καιρούς, δεν έχω κόψει ποτέ το διάβασμα. Δεν μπορώ να το κόψω, αυτό είναι η αρρώστια η μεγάλη και η ευεργετική αρρώστια, έτσι; Αυτό. Και ως προς το σήμερα και τη νέα γενιά, εγώ νομίζω ότι πάντα θα βγαίνουν πιτσιρικάδες, έτσι, μία μειοψηφία. Και εμείς μειοψηφία ήμασταν, γύρω γύρω ήταν Κνίτες και στη μέση ήμασταν εμείς πηγαίναμε στον Φαληρέα, στο Pop Eleven. Πάντα θα υπάρχουν πιτσιρικάδες οι οποίοι θα ναι ανήσυχοι, θα ψάχνονται, δε θα το βάζουν κάτω και θα κάνουν πράγματα. Ο Νίκος ο Τσώλης ο φίλος μου ας πούμε, έχει ένα συγκρότημα τους «Uncensored» το οποίο είναι εξαιρετικό. Είναι ένας άνθρωπος 22 χρονών και καμιά φορά αισθάνομαι ότι είναι πιο ώριμος από εμένα ας πούμε, και στο πώς γράφει, και τι μουσική κάνει και πώς σκέφτεται τον βίο και την πολιτεία, πολύ πιο ώριμος από εμένα. Γιατί; Πάντα θα υπάρχουνε αυτά. Δε χάνεται κάτι. Είμαι κατά της νοσταλγίας ότι «Α, τότε που ζούσαμε ήταν υπέροχα όλα και τώρα είναι σκατά όλα». Όχι. Και τώρα είναι υπέροχα. Και τώρα υπάρχουνε άνθρωποι οι οποίοι θα κάνουνε πράγματα και θα εκφραστούν και θα βγουν μπροστά. Θα μας ξεπεράσουνε κανονικά, θα μας δείρουνε. Μια χαρά.
Και η Κυψέλη είναι σταθερά στην ζωή σας. Εκεί έχετε δει αλλαγή;
"ΚΚΕ". "ΚΚΕ, είπα. Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια. "ΚΚΕ".
Εκεί έχετε ζήσει–
Ναι, σε αυτά τα τρία μέρη. Και λίγο στα Άνω Πατήσια που είναι σαν προέκταση της Κυψέλης από μία άποψη. Ναι, η Κυψέλη είναι ένας σκληρός πυρήνας της ζωής μου. Αν διαβάσει κανείς και τα βιβλία του μακαρίτη, του αείμνηστου φίλου μου του Χρήστου Βακαλόπουλου, που εγκωμιάζει, τα βιβλία του όλα είναι ένα εγκώμιο του τρόπου ζωής στην Κυψέλη. Γιατί ήταν οι κινηματογράφοι, τα θέατρα, το Au Revoir, οι ταβέρνες. 187 ταβέρνες μετρούσε η Κυψέλη κάποτε. Με τα βαρέλια, με όλα, ξέρεις, παλαιού τύπου ταβέρνες. Και κυρίως ο τρόπος ζωής. Ακόμα και στον κορονοϊό, βγαίναμε μία βόλτα και πετύχαινα την Μαριτίνα Πάσσαρη και το Νίκο Σαββάτη που τους ξέρω από το ’77, δηλαδή μιλάμε σαράντα τρία χρόνια. Τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη, που μένουμε και μεσοτοιχία, τον πετύχαινα με τις μάσκες και όλα αυτά. Δεν έχει χαθεί ποτέ εδώ το πνεύμα της γειτονιάς και ας λέγαν διάφορα. Δεν έχει χαθεί το πνεύμα της γειτονιάς. Βγαίνεις μία βόλτα, θα δεις πέντε ανθρώπους. Με τον φούρναρη έχω μία εξαιρετική σχέση, με τον τζαμά που μου έφτιαξε καθρέφτες για την κρεβατοκάμαρα γίναμε φίλοι σε χρόνο ντετέ, γιατί είναι Κυψελιώτης βέρος, 40 χρονών, και τακιμιάσαμε αμέσως. Με το Νίκο τον Ζηργάνο, τον φίλο μου τον δημοσιογράφο, με το Μανίκ[00:30:00]α. Δηλαδή είναι μίας, πώς να σου πω, είναι μία κατάσταση η οποία κρατάει δεκαετίες, τέσσερις-πέντε δεκαετίες κρατάει αυτό το πράγμα, δεν χάνεται.
Ναι αλλά χάθηκαν κάποια στέκια πάλι από εδώ.
Θα γίνουν καινούρια. Θα γίνουν καινούρια. Και υπάρχουν και παλιά που ανανεώθηκαν. Ας πούμε το «Κοσμικόν», που ήταν ένα στέκι από την δεκαετία του ’50, ζαχαροπλαστείο κυριλέ κτλ., πηγαίναν οι κυρίες με τα με τις κουάφ και τα τέτοια, τώρα το 'χει πάρει ένας Κρητικός λεβέντης και το 'χει κάνει κρητικό ουζερί. Έχει κρατήσει τον τίτλο Κοσμικόν, μου λέει: «Ίκαρε ό,τι θες, και γαμοπίλαφο θα σου φτιάξω και τα πάντα, ό,τι γουστάρεις. Έχω τον σεφ». Και έχει και κοχλιούς, τσικουδιά απίστευτης ποιότητος, όχι ψέματα. Ντομάτα τριαντάφυλλο με ριγανούλα και αυτά και περνάμε υπέροχα. Και συχνάζουμε, εγώ είμαι ο πιο μικρός που συχνάζει εκεί, ο μέσος όρος ηλικίας είναι 85. Όλοι οι γέροι της Κυψέλης πάνε εκεί. Και εγώ σαν τζόβενο, που 'μαι 60 χρονών και το παίζω τζόβενο και πάω εκεί ας πούμε και τρώω την ντομάτα μου και τα μανιτάρια, τους κοχλιούς και τις πατατούλες που 'ναι καλοτηγανισμένες και κομμένες στο χέρι.
Συνεπώς είναι το κέντρο της γης άρα;
Για μένα. Για σένα μπορεί να ναι το κέντρο της γης το Λας Βέγκας, ξέρω 'γω. Για έναν χαρτοπαίχτη μπορεί να είναι… Για μένα, που θεωρώ ότι το πιο σημαντικό στην ζωή είναι να διευθετείς τον χρόνο όπως θες, το εικοσιτετράωρο σου, και κυρίως να είσαι πιστός στους φίλους σου πάνω από όλα, για μένα αυτό είναι ιερό, στην κοπέλα σου και στους φίλους σου. Στην εκάστοτε κοπέλα σου. Όχι την γυναίκα, την κοπέλα που έχεις και στους φίλους. Για μένα η Κυψέλη είναι το ιδανικό φυτώριο για αυτά τα πράγματα, είναι ένα θερμοκήπιο αγάπης για φίλους και έρωτος. Τώρα όλα τα κείμενα που γράφω, τα υπογράφω Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης 8/8 ή 9/8 ας πούμε 2020 «Ερωτευμένη Κυψέλη», κανονικά. Γιατί θεωρώ ότι είναι μία περιοχή ερωτευμένη, όλοι οι άνθρωποι εδώ είναι ερωτευμένοι.
Πολύ ωραίο αυτό. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την αφήγηση πραγματικά. Και θα ήθελα άμα θέλετε να προσθέσετε κάτι για το τέλος, δεν έχω κάτι να…
Τι να πω, ξέρω 'γω; Άμα αρχίσω να προσθέτω θα περάσουνε εφτά μέρες, ας πούμε, να προσθέτω πράγματα
Σαν επίλογο στην αφήγησή σας.
Ο επίλογος είναι–
Και με αφορμή όλες αυτές τις ιστορίες που διηγηθήκατε.
D'ailleurs, c'est toujours les autres qui meurent. Αυτό είναι η επιγραφή στον τάφο του Marcel Duchamp, ενός καλλιτέχνη που με 'χει σημαδέψει πάρα πολύ που, μεταφράζεται στα ελληνικά «Εξάλλου, αυτοί που πεθαίνουνε είναι πάντα οι άλλοι», δεν πεθαίνουμε εμείς ποτέ, δηλαδή εμείς ζούμε. Αυτό. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο.
Ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.