© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Θανάσης Αβδίκος: «Δούλεψα και με το μυαλό και με τα χέρια μου»

Istorima Code
15730
Story URL
Speaker
Αθανάσιος Αβδίκος (Α.Α.)
Interview Date
01/08/2020
Researcher
Σταύρος Κεραμίδας (Σ.Κ.)

[00:00:00]

Σ.Κ.:

Καλησπέρα σας. Πώς ονομάζεστε; 

Α.Α.:

Θανάσης Αβδίκος.

Σ.Κ.:

Βρισκόμαστε στα Καμένα Βούρλα Φθιώτιδας. Είναι 2 Αυγούστου του 2020 και είμαι εδώ με τον Θανάση Αβδίκο. Ονομάζομαι Σταύρος Κεραμίδας και είμαι ερευνητής στο Istorima. Ξεκινάμε. Λοιπόν, κύριε Θανάση, θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για σας. Πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε, την οικογένειά σας, αν έχετε παντρευτεί, αν έχετε παιδιά…

Α.Α.:

Γεννήθηκα στην Αμαλιάδα το 1940. Τότε η οικογένειά μου ήταν πολύ εύπορη, είχανε αρτοποιείο, αλευρόμυλο, η μητέρα μου. Τα αδέρφια της μητέρας μου, όλοι ευκατάστατοι, σπουδαγμένοι και λοιπά, ενώ η μητέρα μου… Συνήθως τώρα εκείνα τα χρόνια αφήναν ένα άτομο στις υπόλοιπες δουλειές να είναι και οι υπόλοιποι σπουδές και λοιπά. Θυσιαζότανε κάποιος από την οικογένεια. Η μητέρα μου, τότε, γνώρισε τον πατέρα μου, ο οποίος εργαζόταν, κι ο παππούς δεν ήθελε υπαλλήλους. Χωρίσανε, όταν ήμουν 5 ετών. Κάθισα μέχρι 7-8 χρονών με τον παππού. Πήγαινα μια στην Αθήνα, στο Περιστέρι που ζούσανε κι οι δικοί μου. Ξαναπαντρεύτηκαν οι γονείς μου, πεθάναν όλοι κι εγώ πήρα έναν δρόμο μόνος μου… Στα 10-12 ετών. Άρχισα… Δεν ήθελα, επειδή ήταν χωρισμένοι, δεν μπορούσα να ζήσω ούτε με τα σόγια του ενός, ούτε με του άλλου, δεν μ’ άρεσε. Και τράβηξα το δρόμο μου… Κι η τύχη με βοήθησε να είμαι σε δυο τίμιους ανθρώπους, καλούς, οι οποίοι… Απέκτησα μια κοινωνική παιδεία. Οι οποίοι ήταν πολύ καλοί και τίμιοι. Σιγά, μ’ άρεσε όμως το μαστοριλίκι του μηχανικού. Μ’ άρεσε τόσο πολύ που μέχρι σήμερα, δεν σας κρύβω, ξενυχτάω και δουλεύω, γιατί μ’ αρέσει, σε κάποιες έρευνες προς απόδοση καλύτερη των μηχανημάτων που φτιάχνουμε. Άρχισα και δούλευα στην οδό Γερανίου και Αγίου Κωνσταντίνου. Εκείνα τα χρόνια, τα δύσκολα, της φτώχειας, της πείνας, άρχισα να γίνομαι τεχνίτης αλλά επειδή μ’ άρεσε η δουλειά, δούλευα μέχρι Κυριακή μεσημέρι, δεν υπήρχαν οχτάωρα και Σάββατα, πενθήμερα… Κι έπαιρνα 5 δραχμές κάθε Κυριακή. Οι 5 δραχμές… Τότε είχε η μερίδα, η μακαρονάδα 1 δραχμή με ένα ψωμάκι. Κι ήταν η ταβέρνα του Γιαννάκη, ακριβώς στη γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Γερανίου. Εν πάση περιπτώσει, αρχίσαμε στις δουλειές… Άρχισα εγώ μετά στα 14-15 να αποδίδω στη δουλειά. Και ήμουν ο άνθρωπος που ήμουν και δραστήριος, μ’ άρεσε η δουλειά κι έχω γυρίσει όλα τα καλύτερα μαγαζιά, σαν επισκευές, σ’ όλα τα μηχανήματα. Από τον Κανδηλώρο, απ’ τον Πικαντίλη, τον Μεγαλέξανδρο, τον Τσίτα… Ο Κανδηλώρος που είχε και το «Green Park» με τον Οικονομίδη τότε… Το «Παλλάδιον»… Τα μεγάλα τότε μπακάλικα της εποχής… Αλλά ήτανε πράγματα που δεν μπορούσες να τα βρεις πουθενά αλλού, εκτός από αυτά τα μαγαζιά. Κι ενός Βεργιόπουλου, τέρμα Ακαδημίας αριστερά θυμάμαι… Κι ήμουν αγαπητός. Η ζωή που μ’ έφτιαξε κι από τους ανθρώπους που συνεργάστηκα κι έγινα ένας τεχνίτης κι είμαι από την πρώτη γενιά του ψυγείου, του επαγγελματικού. Διότι το ’52 η UNRRA έστελνε τα ψυγεία, επί το πλείστον σε κάτι νοσοκομεία, σανατόρια, θυμάμαι Πεντέλης και λοιπά. Κι εκεί ξεκινήσαμε, να μαθαίνουμε την τέχνη. Κι όχι εγώ και κάποιοι άλλοι μεγαλύτεροι από μένα. Ξεκίνησα, στη δουλειά άρχισα, μ’ άρεσε η δουλειά και θα σου φέρω ένα παράδειγμα γιατί είχα μια τιμιότητα στη ζωή μου. Και πιστεύω οι τίμιοι και οι σωστοί που θέλουν να εργαστούν, δεν παθαίνουν, ό,τι κρίσεις και να βρεθούν στη ζωή και έχεις το στόχο σου και θέλεις να τα φτιάξεις, θα πας μπροστά. Και ξέρω ότι πρώτα πρέπει να [00:05:00]δουλεύει το μυαλό και μετά τα χέρια. Κι ευτυχώς έκανα αυτή τη χρήση, γιατί είχα την Παιδεία αυτή την κοινωνική από τους ανθρώπους που είχα συναναστραφεί κι αυτό μ’ έφερε η τύχη και βρέθηκα με αυτούς τους ανθρώπους. Και με πλάσανε στα δικά τους τα τερτίπια να το πω… Εν πάση περιπτώσει, κι ήμουν και αγαπητός. Ένα παράδειγμα θα θυμηθώ –που να σκεφτείς πείναγα πάρα πολύ– και με στέλνουνε στο Παγκράτι, σ’ ένα παντοπωλείο «Στάσις Πλαστήρα», δεν θυμάμαι το όνομά τους. Τότε πήγαινες, είχες ένα λαδικό να λαδώνεις τα μοτέρ, συνέχεια, μια φορά το μήνα να τα καθαρίζεις και να τα λαδώνεις, έτσι ήταν οι τεχνικές τους τότε. Κι όπως ανέβηκα, αφού ήτανε λίγο σε κάτι φρούσια στο μηχάνημα, βλέπω αριστερά μου ένα χαρτοκούτι κι είχε χιλιάρικα μέσα κι από πάνω αράχνη. Παρόλα ότι πείναγα, ούτε να πω… Αυτοί δεν ξέρω αν τα είχανε ξεχάσει… Ανεβαίνω πάνω και τους λέω: «Ρε παιδιά, σας παρακαλώ, ελάτε πάρτε τα λεφτά από δίπλα, μη με κάνετε να αμαρτήσω». Και μου ’χει μείνει αυτό από τότε και λέω, αφού έκανα αυτή την πράξη, από κει και πέρα με όποιους ανθρώπους δούλεψα μαζί τους, βγάζανε κι αυτοί λεφτά από μένα. Κι αυτοί ήταν κι άλλοι καλοί, μου δίνανε και παραπάνω. Εν πάση περιπτώσει, άρχισα με τη δουλειά, γύρναγα όλον τον κόσμο. Όλα τα νησιά. Κι έβαζα ψυγεία τότε με τα κατεψυγμένα. Τα ψάρια «Ευαγγελίστρια» και «Ζέφυρος». Κι ήμουν αγαπητός στη δουλειά γιατί ήμουνα τίμιος κι ήμουνα κι εργατικός. Κι αυτά τα βλέπω σήμερα, που έφτασα 80 χρονών, ότι υπάρχει –να μην πω Θεός– Θεία Δίκη. Δεν σ’ αφήνει… Η Θεία Δίκη τιμωρεί, τους ψεύτες, τους απατεώνες τους άλφα, βήτα… Εν πάση περιπτώσει, πήγα, ασχολήθηκα μετά σαν νέος, επειδή μ’ άρεσε πολύ το μηχανοκίνητο, είχα μια μοτοσυκλέτα, έκανα αναβάσεις στην Πάρνηθα. Μετά έφτιαξα, είχα μια Volvo προς το ’70, ’69-’68-’70… Έτρεχα σε αγώνες αυτοκινήτων, είχα πάρει και τίτλους. Και μια φορά όταν μου ήρθε ένας κλητήρας, γιατί είχα πάρει κάτι λάστιχα από ένα κατάστημα από την Αχαρνών, σταμάτησα τον αγώνα και λέω: «Κάτσε τώρα, το άθλημα αυτό είναι για πρίγκιπες κι όχι για γύφτους». Εγώ είμαι γύφτος και το παράτησα. Κάποιους ανθρώπους, όμως, φίλους –δεν θέλω να πω τα ονόματά τους– τους έπαιρνα συνοδηγούς, αρπάξανε αυτοί πολύ το ράλι μετά, το χόμπι τους, μέχρι μιλάμε οι άνθρωποι καταστράφηκαν οικονομικά. Πολύ άσχημο αυτό το θέμα κι έχω και λίγο τύψεις, γιατί τους έπαιρνα συνοδηγούς και λέω: «Μήπως φταίω εγώ…». Ακόμα αναρωτιέμαι… Εν πάση περιπτώσει, άρχισα τη δουλειά, ήρθα φαντάρος στη Λαμία και εκείνα τα χρόνια… δεν είχα και κανέναν, γιατί έμεινα μόνος μου, έφυγα από τους γονείς που ήταν χωρισμένοι, δεν ήθελα να πάω σε σόγια σε τίποτα, τίποτα… Και τράβηξα το δρόμο μόνος μου. Κι ήρθα φαντάρος στη Λαμία κι έπρεπε κι εγώ να ’χω ένα χαρτζιλίκι, δεν είχα… Και πώς κι είχα γνωριστεί… Και ξεκινάω και κάνω μαγαζί, στρατιώτης στη Λαμία. Για να κάνω επισκευές στα ψυγεία και λοιπά.

Σ.Κ.:

Χρονολογία αυτό;

Α.Α.:

Χρονολογία… Γύρω το ’63, ’64, ’65… ’63 εκεί… Εν πάση περιπτώσει, ο στρατός ήταν αυστηρός, μου ρίχνανε φυλακή αλλά δεν με ένοιαζε, γιατί εγώ πάλι έβγαινα έξω… Ξέρανε, όμως, άρχισε η αγορά να με μαθαίνει. Πιάνανε τους διοικητές: «Στείλτε μου, ρε, τον φαντάρο, κύριε Διοικητά, καταστρέφομαι…». Κι έτσι λοιπόν συνέχισα, αφού είχα φάει και πολλή φυλακή, αλλά δεν μ’ ενδιέφερε, γιατί κοιμόμουνα στον στρατό, δεν πλήρωνα ενοίκιο κι είχα ένα χαρτζιλίκι… Και δεν είναι μόνο αυτό. Βοηθούσα και τους φίλους μου, τους συναδέλφους στρατιώτες, γιατί εκεί ήτανε το ΣΕΜ. Εκεί έβγαζε οδηγούς. Τους έδινα λεφτά για να βγάζουν το δίπλωμα, επαγγελματικό και λοιπά. Γιατί είχα χαρτζιλίκι, βόηθαγα και τους συναδέλφους. Και είμαι και αγαπητός με όσους ζούνε σήμερα. Και ξεκίνησα, λοιπόν, να φτιάχνω τον εξοπλισμό τον επαγγελματικό. Μ’ άρεσε να κάνω κάτι το πρωτότυπο. Δεν το έκανα για να κάνω λεφτά. Ερχόντουσαν τα λεφτά μόνα τους και τα επένδυα πάνω στη δουλειά μου πάλι, τα οποία ήθελα να φτιάξω κάτι το καλύτερο και κάτι το καλύτερο. Όταν ξεκίνησε, λοιπόν, κι εγώ έβγαλα πάρα πολλούς τεχνίτες στην αγορά και σ’ όλη την Ελλάδα, από τα χέρια μου έχουν [00:10:00]περάσει πάρα πολλοί, έπρεπε να κάνω κάτι άλλο. Άρχιζαν να περνάνε τα χρόνια και τα παιδιά, όπως ξεκίνησα κι εγώ, έπρεπε και αυτοί να ξεκινήσουν να φτιάχνουνε κι αυτοί ψυγεία. Κι άρχισε η δουλειά να μειώνεται… Και σκέφτηκα και λέω: «Δεν μπορώ τώρα να πάω με τον άλφα, βήτα, τα παιδιά, τον Χρήστο, τέλος πάντων, ή τον Νίκο, τα παιδιά, να πηγαίνω να χτυπάω τις δουλειές στις δημοπρασίες». Με τα παιδιά, μέχρι χθες τα ’χα από το Δημοτικό, μέχρι πήγανε φαντάροι και γύρισαν στη δουλειά. Δεν το θεωρούσα σωστό. Έπρεπε να βρω κάτι άλλο να φτιάξω –που πάντοτε το έψαχνα– να φτιάξω κάτι που δεν γίνεται στην Ελλάδα. Επάνω στην ειδικότητά μου. Και ξεκίνησα, πρώτα, έφτιαξα κάτι ψυγεία αυτοκίνητα. Δεν πήγανε καλά. Έβγαζα δεξαμενές, με γάλα, τα ψυγεία που συγκεντρώνουν το γάλα στους συνεταιρισμούς. Και μεταξύ αυτών, έφτιαχνα και τη μηχανή με τα παγάκια. Τότε ακόμα ο κόσμος δεν ήθελε παγάκια. Δεν ήταν η μόδα, όπως βγήκαν τώρα τα φρέντα και το ένα και το άλλο και δεν ήθελε τον πάγο… Είχανε μάθει να παίρνουνε νερό από τον νερουλά –ο κόσμος εκείνα τα χρόνια– και πάγο από τα παγοποιεία, τις κολόνες ή τα τέταρτα που βάζαν στα ψυγεία ο κόσμος. Κι έτσι ξεκίνησα κι έφτιαξα πάρα πολλές δουλειές, τις οποίες με κόπο και με ιδρώτα, αν θέλεις, αλλά να φτιάχνω τη δουλειά να μη μου πει κανείς ποτέ ότι τίποτα, ότι έχω κάνει ένα λάθος ότι… ή το έριξα ή δεν του έκανα καλή δουλειά. Μπορεί καμιά καλή δουλειά να βγήκε λίγο στραβή, αλλά δεν ήταν εσκεμμένη. Πάλι όμως κοίταγα στην πορεία να τα διορθώνω στους ανθρώπους. Κι έτσι απέκτησα ένα όνομα καλό στην αγορά και παντού, σε όλη την επικράτεια. Από κει, λοιπόν, ξεκίνησα μετά τις μηχανές με τα παγάκια. Και ένα διάστημα, με την «Αλλαγή» που βγήκε το ΠΑΣΟΚ. Τα κομματικά, αρχίζανε, κυνηγάγανε… Γιατί ένα παιδί που δούλευε μαζί μου, κατέβηκε για βουλευτής και τον υποστήριξα χωρίς να έχω εγώ ιδέες τώρα… Και μόλις βγαίνει η «Αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ, ήτανε κάποιες δουλειές που είχα πάρει από την ΕΛΒΙΓΑΛ στη Γαστούνη 25.000.000. Το κομματικό παιχνίδι από δω κι από κει, με φέρανε πίσω. Παρόλα αυτά, δεν πήγα να δανειστώ. Μια δραχμή. Όχι ότι είναι κακό να δανείζεσαι, μια δραχμή. Δεν είχα, Χριστούγεννα θυμάμαι, η οικογένεια, η γυναίκα μου, τα παιδιά… Χριστούγεννα κι είχαμε ένα πιάτο… Ήταν πολύ καλή η γυναίκα μου και δημιουργούσε ένα τραπέζι μ’ ένα σεντόνι και νόμιζες ότι έχεις αστακούς κι όχι τρία σπυριά φασόλια. Κι αυτό ήταν ένα… ένα ηθικό, αν θέλεις, ότι κάναμε γιορτή Χριστούγεννα. Κι αυτό παίζει ρόλο κι απ’ την οικογένεια, απ’ τη γυναίκα. Εν πάση περιπτώσει, ξεκινήσαμε –τράβηξα τι τράβηξα– και κοκκινίστηκα απ’ τις τράπεζες… Κι άρχισα μετά να περπατάει μετά το ’80 πιο πολύ η μηχανή. Είχα δώσει και πιο παλιά αλλά λίγα πράγματα… Δεν ήτανε… Φτάναμε, λοιπόν, οι τράπεζες να μην με δέχονται κι ήτανε καλό. Και με την οικονομία και με την εργατικότητα και με την πολλή δουλειά, ξεκίνησα και σώθηκα. Γιατί δεν με δεχόντουσαν οι τράπεζες. Αν με δεχόντουσαν, θα μου παίρναν εμένα το 40 –έτσι ήταν οι προεξοφλήσεις τότε–, αυτά να είναι 40-45%... Εν πάση περιπτώσει, αυτά τα χρήματα που κέρδιζα, τα επένδυα… Και σιγά-σιγά, έφτασα μέχρι σήμερα δεν έχω πάρει μια δραχμή δάνειο. Δουλεύω σε ογδόντα χώρες, κάνω εξαγωγές. Πιστεύω ότι δεν θα βρεθεί άνθρωπος –κι είναι αποδεδειγμένο αυτό. Αποδεδειγμένο, γιατί το λέω «αποδεδειγμένο»; Κατέβηκα στις εκλογές σαν πρόεδρος του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Φθιώτιδος με τρία κόμματα: Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ κι εγώ ανεξάρτητος. Και πήρα το Νομό Φθιώτιδας και Ευρυτανίας το 75%. Που σημαίνει ότι, για να με ψηφίσει ο κόσμος αυτός, σε τόσα κόμματα και της εποχής ακόμα, τα σκληρά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ, κάτι λέει στην αγορά. Γιατί σε επιχειρηματίες απευθυνόμουνα στις εκλογές. Κι αυτό πιστεύω, ότι είμαι αγαπητός και το βλέπω κιόλας, ο κόσμος πως με δέχεται οπουδήποτε βρίσκομαι. Σήμερα δημιούργησα μια επιχείρηση την οποία τη συνεχίζει ο γιος μου, ο οποίος είναι[00:15:00] καλός, είναι τίμιος, ντόμπρος, αλλά πολύ σκληρός προς τη δουλειά. Στα οικονομικά. Δεν μπορείς εκεί να του πάρεις τίποτα… Και καλά κάνει. Τέλος πάντων.

Α.Α.:

Αυτά εν ολίγοις, αλλά έχω περάσει τόσα πολλά που δεν μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος! Είχα ένα μηχανάκι και πήγαινα να περάσω ψυγείο στο Λουτράκι, στην Κόρινθο, θυμάμαι… Τότε να κάνεις μια τοποθέτηση ένα ψυγείο έκανες μια μέρα. Κι όταν έφευγα, νύσταζα, καθόμουν, άπλωνα μια εφημερίδα, ένα χαρτόνι, δίπλα το μηχανάκι, τα εργαλεία μου δίπλα και κοιμόμουνα μέσα γεφύρια, οπουδήποτε να απαγκιάσω. Θυμάμαι άλλη μια φορά, χιόνια που κατέβαινα, με πήρε ο ύπνος πάνω στη μηχανή. Με χιόνια, με κρύο… Η κούραση… Εν πάση περιπτώσει, σταμάτησα και ξάπλωσα στα χιόνια απάνω κάνα εικοσάλεπτο, συνήλθα λίγο και συνέχιζα τη δουλειά. Έφερα εν ολίγοις, να σου πω, γιατί, Σταύρο μου, δεν γίνεται σήμερα στη ζωή τίποτα, αν δεν εργαστείς, και να δουλεύουν και το μυαλό, πολύ, και τα χέρια. Αυτό έχω να σου πω. Αν θέλεις τίποτα άλλο να με ρωτήσεις, γιατί μπορεί να ξεχνάω, γιατί είναι η ηλικία μας τέτοια… Μπορώ να σου πω, τι θέλεις, από Αθήνα που γνωρίζω τους πάντες. Το κύκλωμά μου είναι –και κάνω παρέα μέχρι σήμερα– από τον τελευταίο –αν θέλεις– κοινωνικά, μέχρι τα μεγάλα ονόματα και της πολιτικής –που δεν τους συμπαθώ κιόλας και πολύ– και ανθρώπους που είναι καθηγητές πανεπιστημιακοί, που είναι εισαγγελείς, που είναι πρόεδροι, που με δέχονται και πάντοτε να βρίσκομαι μαζί τους και είμαι συνέχεια, όπως και σήμερα, καθόμασταν μαζί στην καφετέρια μ’ αυτόν τον κύκλο. Και το απόγευμα, έρχομαι με την άλλη γενιά του κόσμου… Έχω δηλαδή… Δεν ξεχωρίζω τον άνθρωπο. Θέλω τον άνθρωπο, όποιος και να είναι αυτός, να ξέρω ότι… Να μην είναι αλητεία. Να μην κοιτάζει να σε εκμεταλλευτεί… Γιατί κι αυτούς έχω μια εμπειρία τώρα… Καταλαβαίνω τον άλλον από την καλημέρα που θέλει να μου την πει και τι θα μου πει και θα ξέρω ποιος είναι, τι είναι… Και δεν υπάρχει άνθρωπος να μου πει από ποιο μέρος είναι και να μην το βρω στη γειτονιά του ότι έχω και πέντε γνωστούς. Δεν υπάρχει κανένας. Κι αν είναι και κάποια, οποιοσδήποτε, στο γραφείο που εργάζεσαι –δεν ξέρω τι κάνεις– κάνε παράδειγμα, τηλεφωνικά να μου πει ότι είναι από κει και δεν της φέρω πενήντα ονόματα απ’ τη γειτονιά. Οπουδήποτε να είναι. Μα θες να είναι από την Αλεξανδρούπολη, θέλεις να είναι απ’ το Γύθειο, θέλεις να είναι απ’ την Κρήτη, θέλεις να είναι απ’ τη Λήμνο… Να μου πεις… Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γνωρίζω. Κι όχι εδώ και σ’ όλο τον κόσμο. Και γιατί είμαι αγαπητός. Παιδιά που σπουδάζουνε, φίλων μου εδώ, στο εξωτερικό –άλλος στην Αγγλία, άλλος στην Ιταλία– τους στέλνω σε φίλους μου που είναι καλύτεροι απ’ τους γονείς τους και δεν πληρώνουν να μάθουν τη γλώσσα, ο χρόνος και λοιπά. Αλλά κι αυτοί που έρχονται στην Ελλάδα, έχω το αυτοκίνητο –ένα Mercedes αυτόματο– τους το αφήνω στο αεροδρόμιο, να πηγαίνουν να γυρνάνε όλη την Ελλάδα όπου πάνε και να τους φιλοξενήσω. Αυτά είναι αμοιβαία όμως. Δεν είναι μόνο εσύ θα κάνεις, που θα ζητάς, να μην προσφέρεις κι εσύ. Αυτά έχει και να ξέρεις ότι σήμερα υπάρχει μια Θεία Δίκη. Κι έχω καταλάβει ότι η ζωή φτιάχνει νεόπλουτους και νεόπτωχους. Κι έχω παραδείγματα πάρα πολλά, τι να σου φέρω τώρα και τι να ξέρεις γιατί είσαι και μικρός… Υπήρχανε κάποτε καταστήματα στην Αθήνα κι εδώ στη Λαμία τώρα που ζούμε –τώρα σχεδόν, εντάξει μπορεί να πηγαινοέρχομαι– να είχα πελάτες στο Κολωνάκι, τον Καντακουζηνό, να ήμουνα με αυτά τα ονόματα, που είναι ξακουστά κι ακόμα και σε ταινίες τ’ ακούς, στις ελληνικές. Να είχα γνωριμίες, την κυρία Πίττα που είχαν το «Μέλι Αττικής» να με συμπαθούσαν, να μ’ αγαπούσαν από μικρό, γιατί ό,τι ζητάγανε να τους φτιάξω στο σπίτι τους… Τότε ήταν φωταέριο, με φωνάζανε, πήγαινα, πάντοτε τίμια δεν άπλωνα, έβρισκα εκεί μια δραχμούλα, δεν την έπαιρνα, άσχετα αν πείναγα. Κι αυτό με βοήθησε κι όταν βγήκα στην αγορά, δεν είναι μόνο την καλή κουβέντα που λέγαν όλοι για μένα, κι αυτό με βοήθησε πολύ. Δεν είναι τίποτα άλλο, δηλαδή με βοήθησε όλη η κοινωνική ζωή μέσα που έκανα με τους ανθρώπους, [00:20:00]συνεργάστηκα με φίρμες τότε εποχής, με λεφτάδες της εποχής εκείνης και τα λοιπά έτσι… Σας μιλάω για φωταέριο που είχε η Αθήνα, καταλαβαίνεις ποια χρόνια και τι ταλαιπωρία… Με τους παπατζήδες που γυρνάγανε… Γιατί τότε όλα τα πρακτορεία της επαρχίας ήταν γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Λεωφόρο Καβάλας, δεν υπήρχε τότε. Πηγαίναν όλοι από του Σκαραμαγκά. Δηλαδή από την Ελευσίνα ήταν όλη η Ελλάδα. Δεν είχαν γίνει οι εθνικές και πήγαινες Ιερά Οδός, Σκαραμαγκά, Ιερά Οδός, Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου και μαζευόσουνα όλα τα πρακτορεία… Κι εκεί ήταν οι παπατζήδες κι όποιος ερχόταν από επαρχία άρχιζαν να τον… Εν πάση περιπτώσει, να του παίρνουν ό,τι λεφτά είχε πάνω του, με πολλά παραδείγματα. Και μένα δεν μ’ άρεσε αυτό. Και κάποιους που γνώριζα από επαρχία και λοιπά, τους προφύλαγα –γιατί ήμουν στη Γερανίου δίπλα από τον Άγιο Κωνσταντίνο κι έβλεπα… Εκεί γινότανε, Ζήνωνος, Γερανίου, μέσα εκεί γινόταν όλο το παιχνίδι. Και, εν πάση περιπτώσει, τους προστάτευα, γιατί ήμουν παιδάκι, την ήξερα την αλητεία, αλλά δεν με πήρε –η αλητεία με την καλή έννοια έτσι; Ήμουνα το παιδί του πεζοδρομίου, αλλά τίμιο παιδί. Δεν έκανα ποτέ μου αδικίες κι αυτό με βοήθησε πολύ. Κι όλες αυτές οι γνωριμίες που είχα κάνει τότε μέχρι και με τα παιδιά τους. Δεν θέλω τώρα να ονομάσω ονόματα, γιατρούς μεγάλους. Τους παίρνω ένα τηλέφωνο, λέω: «Σου στέλνω τον Σταύρο τον Κεραμίδα. Έκοψε το χέρι του. Σύνδεσέ το». Καθηγητές Πανεπιστημιακοί που θέλω βοήθεια ή ό,τι θέλω –όχι προσωπικά– για φίλων μου παιδιά, γνωστά κι αυτά που εκτιμάω. Κι αυτό μ’ έχει βοηθήσει τι… Κι έχω αυτές τις γνωριμίες οι οποίες είναι από παιδιά, που ήταν φοιτητές τότε, τώρα μπορεί να έχουν γίνει κι υπουργοί μεγάλοι… Εγώ κονόμαγα χαρτζιλίκι όταν ερχόταν με το καλάθι να σπουδάσουν στην Αθήνα, τους συγκέντρωνα, τους πήγαινα κινηματογράφο, τους έπαιρνα ένα σάμαλι – γιατί ακόμα δεν είχε βγει ο γύρος για τα καλά–

Σ.Κ.:

Σάμαλι… Τι είναι αυτό;

Α.Α.:

Ένα γλυκό, το σάμαλι. Έτσι…; Γιατί ο γύρος… Θες να σου πω την ιστορία; Θυμάμαι, πάω στα Ταμπούρια, λεγόταν ένα μαγαζί ο «μπαρμπα-Μηνάς». Το ψυγείο εκείνη την εποχή ήταν όπως είναι αυτό το γραφειάκι εδώ, επάνω εδώ είχε μια τσιμινιέρα, μια πόρτα, ψυγείο στο μαγαζί και τράβαγες ένα συρταράκι κι έβγαζες μια γκαζιέρα με πετρέλαιο με φυτίλι. Καθάριζα το φυτίλι, καθάριζα την τσιμινιέρα για να μην πιάνει καπνό και έβαζα… Και έτσι ήταν το ψυγείο, το ηλεκτρικό. Θυμάμαι δύο ψυγεία που πήγαινα και καθάριζα. Ένα ήταν στον Προφήτη Ηλία απάνω, στην Καστέλα από πάνω εκεί στον Πειραιά, τότε ανεβαίναμε με γαϊδουράκι τα εργαλεία, δεν υπήρχαν δρόμοι τότε. Και το άλλο ήταν ο «μπαρμπα-Μηνάς», αυτός που εφεύρε την πίτα. Πίτα σουβλάκι ή σουτζουκάκι και μετά γίναν αυτά που γίνανε… Αυτά είναι… Κι έχω πολλά, τι να σου πω… Στα τραμ καβάλαγα από πίσω, γιατί δεν υπήρχε εισιτήριο. Και μια φορά δεν ήξερα πώς να πηδήξω και χτύπησα και το κεφάλι μου, τ’ άνοιξα… Μετά έμαθα και δεν ξανάπεφτα. Γιατί έτσι ήταν η ζωή, τι να σου πω τώρα… Κι είχα μπλεχτεί στα μαγαζιά, ναι μεν ήταν τα καλά που σου ανέφερα, Πικαντίλη, Τσίτα, Κανδηλώρος… Αλλά υπήρχαν και τα μπαρ της νύχτας, κάτι Χαβάηδες, τέλος πάντων, κάτι Φωτάκηδες… Αλλά, τέλος πάντων, είναι άλλη ιστορία εκεί… Αυτό το μαγαζί της νύχτας, ο «Φωτάκος» είναι πολύ σοβαρό μαγαζί, γιατί όλοι οι πρωθυπουργοί που θυμάμαι εγώ, στο μαγαζί του πηγαίνανε και τρώγανε… Και γεγονότα που θυμάμαι, που τα βλέπω τώρα σε κάτι ντοκιμαντέρ, και γνωρίζω κάποια ονόματα που τα λέει και λέω: «Αμάν… Όλοι αυτοί στο ίδιο μαγαζί;». Από τον συγχωρεμένο τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου τον Γιώργη, Σκυλίτσηδες, Παπαδοπουλαίοι, Μακαρεζαίοι… Ξανά καινούριοι Καραμανλαίοι… Σε γεγονότα ιστορικά της Ελλάδος, σε αυτό το μαγαζί… Σε αυτό το μαγαζί εγώ τον είχα πελάτη. Το είδα στο ντοκιμαντέρ και λέω: «Κοίταξε όνομα, Φωτάκος…». Μανιάτες αυτοί, να ξέρεις. Και την Αθήνα, ήξερα μετά, ήταν οι Καντελαναίοι. Αυτή είναι μια ιστορία που δεν την ξέρουν πολλοί. Όταν κατέβαινες στην επαρχία αυτοί ήτανε προστάτες. Όποιος κατέβαινε εκεί… Ο Καντελάνος ήταν η μαφία της Αθήνας, εκείνα τα χρόνια. Τρία αδέρφια. Σ’ τα λέω αυτά, γιατί πέρασα κι από μια μεγάλη αλητεία, αλλά ήμουνα άψογος. Δεν μπλεκόμουν εγώ σ’ αυτά. Ούτε σε τσιγαριλίκια, ούτε σε κλεψίματα, ούτε τίποτα, τίποτα. Ποτέ μου. [00:25:00]Κι αυτό να το κάνεις. Κι έτσι λέω στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου. Πάντοτε θα αμειφθείτε κι ας χάνετε… Τώρα λες: «Έχασα». Όχι, δεν χάνεις… Θα κερδίσεις. Γιατί η ζωή φτιάχνει νεόπλουτους και νεόπτωχους. Πρόσεξε να φτιάξεις τον κύκλο της ζωής σου. Ότι θα ’ρθει μια μέρα τα εγγόνια μου θα τα πουλήσουν όλα αυτά, το βλέπω… Αλλά κι αυτό τα ’χω τακτοποιήσει… Πώς τα ’χω τακτοποιήσει; Με συμβολαιογραφικές πράξεις, με τοπογραφικά… Αυτό είναι δικός σου. Αυτός είναι ο δρόμος, μένει εκεί… Αυτό είναι εδώ… Αν έχετε αδικηθεί, έχετε αδικηθεί από μένα, όχι απ’ τα αδέρφια σας. Κι αυτά τα ’χω προβλέψει, γιατί μου τα ’χει διδάξει η ζωή. Και πολλά σου λέω, εν ολίγοις τώρα για να καταλάβεις. Δεν υπάρχει κάτι σε γεγονότα της Αθήνας που να μην τα ξέρω. Με μαζεύανε, πιτσιρίκος, μου δίνανε μια δραχμή και πήγαινα στην Κλαυθμώνος και φώναζα: «Κατσώτας, Παρτσαλίδης, Πλαστήρας…». 10 χρονών παιδάκι, 12, τι ήμασταν… Με ένα ξύλο μαζεύαν εκεί τη γειτονιά. Και μια δραχμούλα είχε μια μακαρονάδα. Τότε ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ελλάδα ήτανε ο Μποδοσάκης. Δεν υπήρχαν Βαρδινογιανναίοι και τέτοια, τους λες τώρα… Τότε ήταν ο Μποδοσάκης. Και καμιά φορά άκουγες, έλεγε κάποιος εκεί στα καφενεία «Θα κεράσεις τον καφέ;» «Τι, Μποδοσάκης είμαι;» Και τον έβριζα κι εγώ… Λέω: «Τον πούστη, θα έχει», λέω, «τόσα… Δεν δίνει στον Γιαννάκη στην ταβέρνα 100 δραχμές να τρώμε εκατό μακαρονάδες…». Όταν μεγάλωσα πλέον και σκεπτόμουνα κι έλεγα το κεφάλαιο… Τα έβριζα… Είδα ότι ο Μποδοσάκης τα δώρισε όλα στο κράτος. Λέω πώς είναι η ζωή κι εγώ τον έβριζα… Και μετά αυτός τα πρόσφερε όπως και πολλά άλλα… Όπως και ο Σταύρος ο Νιάρχος, που τυχαίνει να είναι ενός φίλου μου γνωστός, ο γέρος. Είχανε συνεργαστεί μαζί. Καλαματιανός, κάποιο χωριό της Καλαμάτας από κει… Κι έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους… Είχα γνωρίσει τον Σκούρα που έχει στο Hollywood στην Αμερική, πιτσιρικάς. Ε «Μάστερ Φως…», ένα λιοντάρι που βγαίνει εκεί σε κάποιες ταινίες, ο οποίος είχε γαμπρό τον Νίκο τον Στασινόπουλο που είχε κάνει την ΑΚΜΗ. Και τον Νίκο γνώρισα, είναι ηλικία μου, λίγο τέσσερα χρόνια παραπάνω… Είχα και με τέτοιον κόσμο… Αλλά ποτέ δεν κοίταξα να εκμεταλλευτώ κανέναν. Ήθελα με την αξία μου να περάσω. Έχω γνωρίσει πολύ κόσμο απ’ αυτούς. Και τον μπαρμπα-Γιάννη τον Λάτση έχω γνωρίσει… Πάρα πολλούς απ’ τη δουλειά… που γύρναγα. Αλλά ποτέ δεν πήγα να τους ζητήσω κάτι. Λέω: «Όχι, θα το δημιουργήσω μόνος μου». Αυτά…

Σ.Κ.:

Όλο αυτό δηλαδή που λέτε, τις κοινωνικές γνωριμίες και τα λοιπά, μέσω του ψυγείου;

Α.Α.:

Μέσω του ψυγείου. Μέσα απ’ τη δουλειά μου. Τίποτα άλλο. Δεν ήμουνα, ένα παιδί του Δημοτικού. Γιατί εκείνα τα χρόνια… Αφού ήταν ο πόλεμος, ο Β΄ Παγκόσμιος. Μετά ήρθε ο Εμφύλιος. Λένε το ’49… Το ’52 λέγανε: «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος…», που τα θυμάμαι, φώναζα κι εγώ εκεί με μια κωλοσημαία. Εν πάση περιπτώσει… Μετά ήρθε ο Παπαδόπουλος το ’67… ’52 με πόσα χρόνια είναι… Τότε τρώγαμε κρέας κάθε μήνα, μια φορά… Αν είχε κάποιος κρέας να φάει ο κόσμος. Είχαν βγει μετά τα κατεψυγμένα, τα ψάρια τα αυτά και γύρναγα όλα τα νησιά…Τώρα να πηγαίνεις στην Αίγινα, να πηγαίνεις στην Ερέτρια, στην Άνδρο, να βάζω ψυγεία για κατεψυγμένα, για ψάρια. Άσ’ τα… Πώς ήταν η Ελλάδα… Έλεγα σε κάποιον –του ’χα φτιάξει το ψυγείο– και λέω: «Ρε Σταύρο, βάλε πίσω…» –Καψάλης Σταύρος λέγεται, στην Αχλαδιά, ένα χωριό του Δομοκού–, λέω: «Βάλε πίσω, σε παρακαλώ, τα παιδιά με λάμπα διαβάζουν. Βάλ’ τους μια λάμπα, αφού έχεις το ρεύμα, βάλτους ένα ντουί, βάλ’ τους μια λάμπα να μη στραβώνονται τα παιδιά…». «Πάψε, ρε», λέει, «που θα βάλω ρεύμα να μου σκοτώσει τα παιδιά.» Κατάλαβες; Κι άλλο ένα παράδειγμα να σου φέρω πώς ήμασταν οι Έλληνες. Μεταλλεία Δομοκού είναι η Εθνική Ελλάδος που φεύγει όλος ο κόσμος. Δεν είναι ένα χωριό ορεινό που δεν βλέπει αυτοκίνητα και λοιπά. Εκεί είναι η εθνική που έχει κίνηση, έστω, ρε παιδί μου, ένα αυτοκίνητο σε μια ώρα, περνάει… Εκεί τα Μεταλλεία, τους έβαλα ένα ραδιόφωνο. Πήγα πίσω να στήσω μια κεραία για το ραδιόφωνο και να τους δείξω τον χειρισμό… Εν πάση περιπτώσει, όπως βγήκε, ανοίχτηκε το κουμπί στη διαπασών. Τότε μια μπαταρία μεγάλη, ε βάζω τους πόλους και δίπλα ήταν ένα τραπεζάκι, τρεις-τέσσερις που καθόντουσαν άνθρωποι πίνανε ούζο, καφέ, δεν έχει σημασία. Σε μια δόση κάνει το ραδιόφωνο «ουουουββουουππ-ουουββουπ». Φοβήθηκε ο κόσμος κι έτρεξε στο διεθνή. Αν πέρναγαν αυτοκίνητα θα τους σκότωνε. Μην εκραγεί το ραδιόφωνο. Σου φαίνεται παράξενα γιατί είσαι μικρός. Δυστυχώς έτσι ήμασταν. Όλοι οι Έλληνες, δεν είναι το [00:30:00]συγκεκριμένο… Κι άλλο ένα: Ήταν η Singer, είχε εν αυτοκίνητο κι έβγαινε στα χωριά μ’ ένα αυτοκίνητο να τους δείχνει τη μηχανή. Πώς γαζώνουνε… Και ήθελα να πάρω μια προκαταβολή από κάποιον, δεν είχε λεφτά, για ένα ψυγείο να του φτιάξω, και περνάει και λέει: «Πουλάει την κοτσίδα η κόρη σου;». Λέει: «Την πουλάει!». Πήρε 800 δραχμές, της έκοψε μια κοτσίδα για να πάρει μια προκαταβολή να ξεκινήσουμε τα ψυγεία. Πώς ήτανε το επάγγελμα, έτσι, το εμπόριο γενικά. Αυτά σου είπα εν ολίγοις… 

Σ.Κ.:

Η δυσκολία δηλαδή στην οικονομία, ας πούμε… Πούλησε κοτσίδα προκειμένου να μπορέσει να πάρει ψυγείο… 

Α.Α.:

Ναι… Πήρε της κόρης του.

Σ.Κ.:

Ουσιαστικά…

Α.Α.:

Τότε ένα ψυγείο έκανε 18.000 δραχμές. Επαγγελματικό, τώρα, 2 μέτρα, μεγάλο. Ήταν ακριβά κι οι 800.

Σ.Κ.:

Εσείς, λοιπόν, για να δω αν το ’χω καταλάβει καλά, ξεκινήσατε 12-13 ετών–

Α.Α.:

Από 10 ετών, τι–

Σ.Κ.:

Ως τεχνίτης–

Α.Α.:

Όχι, τεχνίτης. Μαθητευόμενος πήγα–

Σ.Κ.:

Ως μαθητευόμενος ψυκτικός–

Α.Α.:

Ναι. Δεν υπήρχαν ακόμα οι ψυκτικοί… Εν πάση περιπτώσει, ό,τι ήξερε ο καθένας… Μαθαίναμε στου Κασιδιάρη –πώς λέει η παροιμία– το κεφάλι.

Σ.Κ.:

Ναι–

Α.Α.:

Από κει, από τον καθένα, την ευστροφία που είχε κι η αγάπη του προς το αυτό να μάθει να το προσέξει… Να καθίσει δηλαδή επίμονα πάνω στο μηχάνημα, να δει πώς δουλεύει, να τα προσέξει… Από κει και πέρα το μυαλό σου τι μπορεί να κάνει.

Σ.Κ.:

Την πρώτη δική σας επιχείρηση την ανοίξατε στη Λαμία ή στην Αθήνα;

Α.Α.:

Είχα και στην Αθήνα… Μαζί με έναν… ένα διάστημα για λίγο, με έναν Ριζόπουλο Θόδωρα. Πολύ καλός τεχνίτης. Αυτός είχε έρθει απέξω. Ο Θόδωρας. Κι είχαμε πάει εκεί στη Σωκράτους σε μια στοά, πιο κάτω από την Τροχαία. Αλλά κάνα εξάμηνο. Μετά έφυγα και πήγα στο Περιστέρι, στο ΙΚΑ. Εγώ μόνος μου. Χωρίσαμε με τον Θόδωρα. Καλός άνθρωπος. Κι είχα κάνει… Είχα μια μοτοσυκλέτα και γύρναγα όλη την Ελλάδα. Πάλι… Μου δίναν τα εργοστάσια να πάω να κάνω τις τοποθετήσεις των επαγγελματικών ψυγείων, στο ’60.

Σ.Κ.:

Ναι…

Α.Α.:

Μετά το ’67 βγήκε ο Παπαδόπουλος γέμισε όλα τα χωριά, είχα δικό μου μαγαζί κι έφτιαχνα ψυγεία. Αλλά δεν μπορούσα να τους εκμεταλλευτώ… Κάποιοι άλλοι που βγάζανε λεφτά πολλά… Εντάξει, δόξα σοι ο Θεός, πήγαμε καλά.

Σ.Κ.:

Μαγαζί, λοιπόν, στην Αθήνα… Είπατε, αναφερθήκατε στη Λαμία την περίοδο λίγο μετά το ’63…

Α.Α.:

’63, ναι…

Σ.Κ.:

Στη Λαμία, λοιπόν, βρεθήκατε–

Α.Α.:

Φαντάρος–

Σ.Κ.:

Λόγω στρατιωτικού;

Α.Α.:

Ναι, φαντάρος ήρθα κι άνοιξα μαγαζί.

Σ.Κ.:

Έτσι δηλαδή βρεθήκατε στη Λαμία;

Α.Α.:

Πράγμα δύσκολο αυτό ε… Μην κοιτάς ο στρατός τώρα… Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Η προγκαδούρα κι η χλαίνη, μας έσερνε… Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ήμουν έτσι τύπος που ήξερα να ελίσσομαι με τον ωραίο τρόπο και πάντοτε την αλήθεια. Δεν τους έλεγα ποτέ ψέματα. Πήγαινα αυτομάτως κι έλεγε: «Θέλω… δεν έχω λεφτά. Δεν έχω κανέναν να μου στείλει. Θα πάω να φτιάξω το ψυγείο να πάρω 5 δραχμές». Το ξέραν αυτό. Κι είχα έναν καλό Διοικητή, πέθανε τώρα, ο Μάνθος ο Τσόγκας. Καλή του ώρα… Κι έχει πέντε-έξι χρόνια και βλεπόμασταν τακτικά. Ήταν απ’ τη Σουβάλα η καταγωγή του. Καλός άνθρωπος.

Σ.Κ.:

Στα Καμένα Βούρλα πώς βρεθήκατε;

Α.Α.:

Απ’ τις δουλειές…

Σ.Κ.:

Πάλι δηλαδή ψυγείο σας έφερε και στα Καμένα Βούρλα;

Α.Α.:

Ε, βέβαια. Στον παππού… Εδώ. Έχει μια φωτογραφία κιόλας…

Σ.Κ.:

Στον παππού μου…

Α.Α.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Φέρατε ηλεκτρικό ψυγείο δηλαδή; 

Α.Α.:

Ναι. Κι έγραφε πάνω η φίρμα –να δεις– έχουμε και… «Παντοπωλείον Κεραμίδας Σταύρος. Έχουμε και ηλεκτρικό ψυγείο». Έτσι έλεγε η πινακίδα.

Σ.Κ.:

Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δηλαδή, ήταν σημαντικό στοιχείο εκείνης της εποχής;

Α.Α.:

Το ψυγείο–

Σ.Κ.:

Το να υπήρχε ηλεκτρικό ψυγείο–

Α.Α.:

Ηλεκτρικό ψυγείο–

Σ.Κ.:

Γιατί μέχρι τότε τα βάζανε πως…

Α.Α.:

Δεν υπήρχε… Υπήρχανε τότε… Τα σπίτια είχαν τα φανάρια, λεγόμενα, με σίτα και τα βάζανε μέσα… Κι είχανε κάποιοι άλλοι κάτι ξύλινα ψυγειάκια, οι πόλεις ας πούμε… Παίρναν τον πάγο. Τον δίπλωναν μ’ ένα τσουβαλάκι να μη λιώνει κι εύκολα και τον βάζανε πάνω… Κι ύστερα βγήκανε τα ψυγεία ΙZOLA, η ESKIMO. Κι αυτά τα χάλασε η φιλενάδα μου η Βάσω η Παπανδρέου, τους διάλυσε… Έκανε τη λεγόμενη ΕΛΙΝΤΑ…

Σ.Κ.:

Τι είναι αυτό;

Α.Α.:

Η ΕΛΙΝΤΑ είναι ιστορία μεγάλη… Η ESKIMO, η ZOLA, η PITSOS, η ΚΡΕΣΚΙ στο Κορωπί ήταν ένα ωραίο εργοστάσιο, έκανε την ΕΛΙΝΤΑ, όπως έκανε και την ΠΡΟΜΕΤ με τους καφέδες. Και είχε 200 δραχμές το κιλό ο καφές και, μόλις έκανε την ΠΡΟΜΕΤ η [00:35:00]Βάσω, πήγε 600 δραχμές ο καφές. Αυτοί οι Λουμιδαίοι και μετά γίνανε… άντε… Τέλος πάντων, μην πάμε στα πολιτικά, δεν μ’ αρέσει! Είναι λάθη ανθρώπων. Λάθη κάνανε. Δεν θεωρώ ότι είναι εσκεμμένο. Επειδή βγήκε βουλευτής και υπουργός, πάει να πει ότι ξέρει και πώς λειτουργεί το εμπόριο κι η αγορά; Άσ’ τα τώρα. Τους βλέπουμε… Αυτοί είναι γλαστράκια… Αν αφαιρέσεις, ξέρω γω, σε κάθε κόμμα ένα 6%, όλοι οι άλλοι τους βλέπω, τους έχω μεγαλώσει όλους…

Σ.Κ.:

Τόσο λίγο δίνετε σε κάθε κόμμα…

Α.Α.:

Σε κάθε κόμμα. Δεν είναι τίποτα. Γλάστρες είναι… «ΝΑΙ» σε όλα… Ε, τι να πει; Αφού δεν μπορεί να φτιάξει τον εαυτό του… Παλιά οι πολιτικοί, που θυμάμαι εγώ, σ’ όλα τα κόμματα, πηγαίνανε, είχανε περιουσία, και την τρώγανε την περιουσία τους στην πολιτική. Τώρα πας ρέστος και βγαίνεις με περιουσία. Αλλάξανε οι καιροί, τι να κάνουμε. Ο άλλος εδώ έβαλα κι εγώ –να μη λέω εγώ, δεν μ’ αρέσει– συνδρομή να του φτιάξουμε τον τάφο… Τέλος πάντων…

Σ.Κ.:

Σ’ όλη σας, λοιπόν, την επαγγελματική πορεία, μιλάμε δηλαδή τώρα –από τη στιγμή που λέτε ότι ασχολείστε ακόμα– αν έχω καταλάβει καλά, εσείς ξεκινήσατε αρχές του ’50, έχουμε 2020, γύρω στα εβδομήντα χρόνια δηλαδή ασχολούμαστε με ψυγεία και παγομηχανές.

Α.Α.:

Συνέχεια, συνέχεια…

Σ.Κ.:

Συνέχεια–

Α.Α.:

Και ό,τι παρεμφερή ήτανε θέμα ψυγείου… Οτιδήποτε. Ψυγεία για γάλατα, για να συγκεντρώσεις το γάλα, αυτές οι δεξαμενές λεγόμενες, 7 τόνους γάλα. Τέλος πάντων… Πάρα πολλά ό,τι αφορά την ψύξη. Αυτά τα κατασκεύαζα. Αλλά, έβλεπα στη ζωή μου, ότι όταν τα παιδιά που έβγαλα στη δουλειά, κι άλλους στην Αθήνα και λοιπά, δεν έχει σημασία. Άρχιζες να χάνεις… Γιατί κι αυτοί βγήκανε στην αγορά. Δηλαδή ο υπάλληλος σε μια επιχείρηση όταν είναι κι είσαι μονοπώλιο σου φεύγει, αρχίζει το 20, το 30% από τον έναν… 20-30 πέφτει. Κι εγώ έπρεπε να βρω κάτι άλλο να φτιάξω που δεν μπορεί να γίνεται στην Ελλάδα. Αυτό έφτιαχνα… Και συνέχεια πέταγα λεφτά στην έρευνα. Κι όταν το πρωτόβγαλα δεν ήθελα να το πουλήσω. Ήθελα να το βλέπω, κι εγώ ας έτρωγα τρία φασόλια χριστουγεννιάτικα… Κατάλαβες… Δεν πήγαινα για να φτιάξω δουλειά για να κάνω λεφτά. Μ’ άρεσε η δουλειά μου να φτιάξω κάτι το πρότυπο, ρε παιδί μου, να μην υπάρχει. Αυτό έφτιαχνα. Θες να σου πω ένα χθεσινό γεγονός;

Σ.Κ.:

Όταν πρωτοβγάλατε… Τώρα αναφέρεστε στην παγομηχανή;

Α.Α.:

Την παγομηχανή–

Σ.Κ.:

Στην παγομηχανή…

Α.Α.:

Και τ’ άλλα μου τα προϊόντα, ό,τι έβγαλα… Έχω βγάλει πάρα πολλά, τα οποία δεν πέτυχαν όλα.

Σ.Κ.:

Για πείτε μου το χθεσινό που λέτε.

Α.Α.:

Έχει ένα πλυντήριο πιάτων η γυναίκα μου. Ε λέω δεν μπορώ τώρα εγώ να σκύψω. Παίρνω κάτι παιδιά που τους είχα φύλακες στο εργοστάσιο, Αλβανοί. Λέω: «Τραβήχτε το, κάντε εκείνο, κάντε…». Εκεί που σκύβω κι εγώ λιγάκι και βλέπω, κάτι μ’ αρέσει… Κατασκευαστικό. Λέω: «Άσ’ το, θα πάρω καινούριο, μην το φτιάχνουμε, βγάλ’ το έξω, φορτώστε το στο αμάξι. Θα το πάω στο εργοστάσιο για να…». Όλη τη νύχτα, λοιπόν, δεν έφευγε το μυαλό μου απ’ αυτό που είδα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κι εκεί το μυαλό μου και η σκέψη, τι θα το κάνω, πώς θα το κάνω, τι θέλω να φτιάξω κάτι καινούριο –όχι στο πλυντήριο– σ’ άλλη χρήση. Θέλω να σου πω… Δεν με άφησε… Δεν είναι μέρα που θέλω να κοιμηθώ κι έχω κάτι να φτιάξω καινούργιο που μετά ένα μήνα να μην μπορώ να κοιμηθώ. Δηλαδή να είμαι κλειστά και το μυαλό μου να είναι σαν όνειρο επάνω από αυτό το προϊόν που θέλω να παράγω.

Σ.Κ.:

Δημιουργικό… Καλύτερα εφευρετικό δαιμόνιο είναι αυτό…

Α.Α.:

Πες το «εφευρετικό»… Έτσι πες το.

Α.Α.:

Καινοτομικό, έτσι…

Σ.Κ.:

Ναι. Όλη την ώρα δηλαδή να ασχολείστε–

Α.Α.:

Έτσι πάντα… Δεν ξέρω γιατί… Σ’ τα λέω, γιατί είσαι ιστορικός, έτσι; Εγώ γι’ αυτό σ’ τα λέω… Δηλαδή κάτι που δεν το θες και δεν το αγαπάς, δεν το πετυχαίνεις. Άλλαξε επάγγελμα. Κάνε τι σ’ αρέσει, Θες σκουπιδιάρης, γίνε σκουπιδιάρης. Έχω ακούσει μια ιστορία, ένας σκουπιδιάρης στην Αμερική –εργάτης καλός– μάζευε συνέχεια με τη σκούπα, το φαράσι… Κι εκεί ξεκινάει και φτιάχνει ένα πράγμα, μια σκουπίτσα. Μόνος του. Να την περπατάει, να γυρνάει και να μαζεύει. Κι έφτιαξε εργοστάσιο μετά ο ίδιος, ο σκουπιδιάρης, που μαζεύει το μηχάνημα που βλέπεις έξω, που μαζεύει, που περπατάει και μαζεύει τα σκουπίδια. Πατέντα δική του. Κατάλαβες…Ή ο άλλος με τους γερανούς, που λένε… Πώς πάει το χέρι τις κινήσεις, έφτιαξε ένα μηχάνημα –αυτά που βλέπεις οι γερανοί– πώς πάει το χέρι, τις κινήσεις. Αυτό είδε ο άνθρωπος και ξεκίνησε κι έφτιαξε αυτά. Τέλος πάντων… Είναι, τώρα, κάποια πράγματα που θέλουνε φυσική, θέλουνε γεωμετρίες στην κατασκευή, θέλουνε τέτοια [00:40:00]πράγματα… Τα οποία, θα μου πεις, ε, ψιλοασχολήθηκα μόνος μου, διαβάζοντας τα βιβλία τους ελεύθερους χρόνους. Καθόμουνα και διάβαζα μόνος μου κάποια πράγματα, αλλά είχα και πολλούς φίλους καθηγητές. Αν ήθελα κάτι να μου το πουν: «Απλά, ρε, λιανά, ρε, πέστε το μου, στη γλώσσα μας… Πώς πηγαίναμε και κλέβαμε –λέω– τα μούρα… Έτσι». Τότε δεν υπήρχανε… Κι αυτά που βλέπεις τώρα –τι να σου πρωτοπώ– δεν υπήρχαν. Υπήρχε μια μουριά σ’ ένα χωριό, σε κτήματα, πείνα, φτώχεια… Να πάμε να φάμε δύο μούρα. Κόβαμε, ρε παιδί μου, όπως όλα τα παιδιά. Τέλος πάντων… Τι να σου πω…

Σ.Κ.:

Στα εβδομήντα χρόνια, λοιπόν, πάνω σ’ αυτή τη δουλειά, η δυσκολότερη στιγμή που θυμάστε; Αυτό δηλαδή που σας έχει μείνει περισσότερο… 

Α.Α.:

Κοίταξε… Ήτανε… Η δυσκολότερη στιγμή ήταν η τράπεζα που ήθελε να με βγάλει για μια εγγυητική συμμετοχής, που ’χα μια δουλειά το ’81 με το ΠΑΣΟΚ. Το κυνηγητό, όχι σαν ΠΑΣΟΚ, σαν κόμμα ή ο Ανδρέας ασχολήθηκε με μένα. Οι ρουφιάνοι που υπάρχουν σε όλα τα κόμματα… «Αυτός έχει τον Καλαντζή». Δούλευε σε μένα ο Κώστας. Δικηγοράκος το ’81, τον βάλανε… Και του λέω: «Κώστα, άμα εσύ κατέβεις βουλευτής, εγώ θα σου κάνω τα έξοδα». Ε, αυτό ήταν… Κι ο Καλαντζής αυτός απεδείχθη… Γι’ αυτό σου λέω, όλοι είναι… Άσ’ το. Πολύ χαζός. Άστα… Κι εν πάση περιπτώσει… Σταύρο, ξέρω πάρα πολλούς από κοντά από τους πολιτικούς, πάρα-πάρα πολύ… πάρα πολλούς…

Σ.Κ.:

Άρα λοιπόν–

Α.Α.:

Άσ’ τα, να μην το ονομάσουμε αυτό–

Σ.Κ.:

Άρα, λοιπόν, αυτή ήταν μια δύσκολη οικονομική στιγμή–

Α.Α.:

Ναι–

Σ.Κ.:

Για να καταλάβω–

Α.Α.:

Ναι–

Σ.Κ.:

Η ευτυχέστερη στιγμή, πάνω στο επάγγελμα;

Α.Α.:

Η ευτυχέστερη, όταν μπήκε ο γιος μου. Ήρθε απ’ την Αγγλία. Μηχανολόγος σπούδασε το παλικάρι και του παρέδωσα τα ηνία. Κι είναι πολύ καλύτερος από μένα. Αλλά σκληρός, δεν έχει… Εγώ λυπάμαι… Αυτός δεν λυπάται τίποτα. Αυτή είναι η διαφορά. Εγώ λυπάμαι, μπορεί να σου πω: «Πάρ’ το και φύγε, άσε με ήσυχο». Αυτός λέει: «Ωπ… Έλα έξω να σε κεράσω». Πάει κάποιος να του πει: «Δώσ’ μου», φίλος, «2.000 δανεικά». Και του λέει: «Κοίταξε να δεις, έχω κάνει μια σύμβαση με την τράπεζα, γιατί –μου είπε–, αν δίνεις εσύ λεφτά, θα καθίσω εγώ να βγάλω παγομηχανές. Πρόσεξε –λέει–, εγώ λεφτά θα δίνω, στείλ’ τους μου σε μένα». Τέλος πάντων… Σου λέω τι τους λέει. Είναι καλό παιδί, σκληρός στη δουλειά του, δουλευταράς. Και τώρα είναι και καιροί δύσκολοι, έτσι… Κι αν δεν τα προσέξει, έχει πελατολόγιο ογδόντα χώρες στο εξωτερικό. Μέχρι στην Γκάνα. Ναι, παντού…  

Σ.Κ.:

Μόνο παγομηχανές ή κι άλλα;

Α.Α.:

Μόνο παγομηχανές, τίποτα άλλο. Ή μηχανήματα που βλέπεις με την τρύπα κι ένα σαν κουδουνάκι γεμάτο παγάκια και για τα ψάρια, για τρίμματα, ό,τι αφορά τον πάγο. Δημιουργήσαμε και το επάγγελμα να πουλάνε πάγο. Του παγοπώλη το δημιουργήσαμε εμείς. Γιατί… Με την κρίση που ήρθε από το ’08, δεν θα πήγαινε ο άλλος να δώσει 2-3.000 ευρώ να πάρει μια παγομηχανή. Σου λέει να φτιάξω το μαγαζί μου… Πρέπει πάγο να πάει να αγοράσει. Λέμε θα δημιουργήσουμε αυτό… Και βγάλαμε μεγάλες μηχανές και τις δίνουμε στους εμπόρους και πουλάνε αυτοί τον πάγο. Εμείς πήραμε τον τζίρο που μας… Εν πάση περιπτώσει, γι’ αυτό σου λέω, πρέπει το μυαλό να δουλεύει. Κι αυτό πρώτα τι πρέπει να κάνεις στη δουλειά σου. Και να μην επαναπαύεσαι. Η δουλειά, ανά δέκα χρόνια πρέπει να κάνεις αλλαγή στο επάγγελμά σου, μέσα… Στο προϊόν και κάτι άλλο… Μην τ’ αφήνεις… Ξέρεις γιατί χάνονται τα παραδείγματα… Ο κύκλος της ζωής πώς είναι και λέει: «Ο πατέρας του τού άφησε αυτή την περιουσία και την έφαγε». Όταν αφήνεις μια επιχείρηση και τ’ αφήνεις ταμιευτήριο, θα καθίσει… Θα σου φέρω ένα παράδειγμα δηλαδή δικό μου, προσωπικό. Κάποτε η γυναίκα μου πήρε μια μηχανή, την πήγε στη Λάρισα στον πρώτο όροφο να πάρει 140.000 δραχμές για παγάκια. Να τα πάρω εγώ τα λεφτά, να πάω Αθήνα, να φέρω λαμαρίνες, να φέρω πράγματα, άλλα να ξαναβγάλω πάλι και ούτω κάθε εξής. Μετά από δέκα-δεκαπέντε χρόνια, επειδή ταμιευτήριο είχε λογαριασμούς η επιχείρηση, παίρνει ένας πελάτης και λέει: «Θα ’ρθω το Σάββατο να πάρω δέκα μηχανές», λέω παράδειγμα, και λέει: «Α, το Σάββατο δεν δουλεύουμε». «Τι είπες;», λέω, «ξέχασες που πήγες… δεν δουλεύουμε…». Του λέω: «Θα ’ρθεις να πάρεις. Ανοιχτά θα[00:45:00] είμαστε». Θέλω να πω, σκέψου τώρα, τα παιδιά… Για τη μάνα, σκέφτεται τα παιδιά της να μην κουραστούνε… Δεν έχει τέτοια, άμα κάνεις αυτά… Τα ’χασες. Ποτέ τον πελάτη… Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει. Εγώ λέω ό,τι μου λέει: «Ναι, ναι…», αλλά εγώ κάνω τη δουλειά μου. Κι ακόμα δουλεύω… Εγώ είμαι στο κομμάτι της παραγωγής. Δεν μπορώ να φύγω από μέσα. Τώρα σκέφτομαι πώς θα φύγω αύριο το πρωί, πότε θα περάσει η νύχτα να είμαι το πρωί στο εργοστάσιο. Δεν γίνεται, δεν μπορώ, εκεί θα πεθάνω. Μέσα, μ’ αρέσει… Τέλος πάντων, αυτά.

Σ.Κ.:

Εντάξει, αυτό είναι… Το γεγονός ότι έχετε τη δημιουργία, που λέγαμε πριν–

Α.Α.:

Ακόμα τίποτα… Είμαι 80 χρονών και τους παίρνει ο διάβολος… Και μου λένε όλα τα παιδιά: «Μωρέ μάστορα, πώς αντέχεις; Εμείς με…». «Ποια ζέστα, ρε», λέω, «η δημιουργία…». Άμα ’ρθεις μέσα και ρωτήσεις… Αφού λένε: «Να κόβει μέρες ο Θεός από μας, να τις δίνει στον μάστορα. Τέτοιον άνθρωπο δεν θα βρούμε να συνεργαστούμε ποτέ». Έχω εντάξει, έχω και καλά παιδιά. Έχω είκοσι πέντε άτομα που εργάζονται μέσα. Κι όλα Λαμιωτάκια, από δω… Εντάξει, δεν είναι… Και καλά παιδιά, δεν έχω παράπονο από το προσωπικό, άμα τους φέρεσαι καλά, τους πληρώνεις, δεν τους ρίχνεις κι έχουνε μια ανάγκη οικογενειακή ή αυτά, πρέπει να τους συμπαραστέκεσαι. Χρειάστηκε ο άλλος κάποια λεφτά επειδή πάντρεψε το παιδί του ή αρρώστησε κάτι… Δώσ’ του λεφτά και κράτα του… Δεν παθαίνεις τίποτα. Πες ότι έπαθε μια ζημιά ένα μηχάνημα δικό σου, τι θα κάνεις, δεν θα τους έδινες; Έτσι μπράβο… Έτσι θα το δεις, δώσ’ τους και σιγά-σιγά πες του, κράτησέ του… Να μην το εκμεταλλεύονται δήθεν… 5 ευρώ την εβδομάδα. Άστον, όποτε τα ξεχρεώσει… Τέλος πάντων. Εγώ αυτής της πολιτικής είμαστε. Και γι’ αυτό δεν έχουμε παράπονο. Και ποτέ δεν έχω διώξει κόσμο εγώ απ’ τη δουλειά. Και στραβός να είναι, τον φέρνω στη θέση του και δουλεύει, πώς να σ’ το πω… Δεν έχω… Δηλαδή τον πας με το φιλότιμο… Δεν είναι αγριάδες και τέτοια… Πρέπει να έχεις άλλα, γιατί κι η Πολιτεία έχει κάνει ένα λάθος. Στον βιομηχανικό εργάτη, στον πρωτογενή, στο δευτερογενή τομέα που εργάζεται κι είναι σε μια φάμπρικα κι είναι σε μια σειρά παραγωγής, ούτε για –με συγχωρείς– για κατούρημα δεν μπορεί να πάει αυτός. Και παίρνει 600 ευρώ. Παράδειγμα να σου πω… Ένας εμποροϋπάλληλος παίρνει 800 κι είναι στο μαγαζί. Κάνει και το καμάκι του, είδε και τη συγγενή του, είδε και τον ξάδερφό του, ο έμπορας. Και δω στην παραγωγή, ρε, βάζεις να παίρνει 600… Που παράγει… Ο άλλος που κλείνει την Τετάρτη του, κλείνει το Σάββατο, κλείνει τη Δευτέρα… Ο ανθρωπάκος αυτός είναι οχτώ ώρες, πενθήμερο μεν, αλλά δεν μπορεί να φύγει να πάει ούτε προς νερού του.  Εντάξει… Εκεί είναι και κάποιες που πρέπει να τα δουν αυτά… Ποιος να τα δει, ο Βούρτσης; Τι είναι; Εφοριακός; Τι ήταν αυτός; Δημόσιοι υπάλληλοι και πολιτεύονται. Κι αν φτιάξει η Πολιτεία… Πιστεύω στον Μητσοτάκη και πιστεύω ότι μπορεί αυτός να φτιάξει Ελλάδα. Αλλά, αν δεν μπορεί αυτός, δεν πρόκειται να γίνει και ποτέ. Γιατί το λέω… Βλέπεις, τώρα, οι δημόσιοι υπάλληλοι… Το «εκλέγειν» και «εκλέγεσθαι»… Ο Έλληνας έχει δικαίωμα να πολιτεύεται. Το ’χουμε όλοι, μπράβο. «Κύριε, όμως, είσαι στην εφορία, είσαι στην τάδε υπηρεσία, θες να κατέβεις στον πολιτικό στίβο; Παραιτήσου. Φεύγεις. Εκλέχθηκες; Μπράβο. Δεν εκλέχθηκες… Όχι να ξαναγυρίσεις στη δουλειά».

Σ.Κ.:

Όχι αναστολή δηλαδή–

Α.Α.:

Κάτσε, ρε–

Σ.Κ.:

Παραίτηση οριστική λέτε εσείς;

Α.Α.:

Ε, βέβαια… Γιατί πολιτεύονται, κάνουν και τις ατιμίες τους και στο τέλος δεν μπορεί να τους κουνήσεις, δεν μπορείς να τους… Άντε λοιπόν… Αυτό, άμα γίνει, θα δεις πώς θα πάει κι η Ελλάδα καλύτερα. Με την πελατειακή ψήφο –σ’ όλα τα κόμματα, όχι… δεν μιλάμε συγκεκριμένα– έτσι βλέπω εγώ… Λοιπόν, άλλο τίποτα, να φύγουμε;

Σ.Κ.:

Λίγο ακόμα…

Α.Α.:

Όσο θες…

Σ.Κ.:

Πώς κι επιλέξατε τη Λαμία και δεν μείνατε στην Αθήνα;

Α.Α.:

Με φέρανε φαντάρο, δεν ήρθα…

Σ.Κ.:

Εκτός το στρατιωτικό… Δηλαδή ήρθε το στρατιωτικό και βάλατε την έδρα της επιχείρησης εκεί;

Α.Α.:

Είπαμε… Κοίταξε να σου πω… Σου είπα ότι ήμουν και συναισθηματικός. Ίσως η οικογενειακή κατάσταση. Η λύπη, ο πόνος… Με τους πελάτες συνδέθηκα. Μου λέγανε: «Ρε, θα φύγεις, εμείς θα καταστραφούμε, μείνε εδώ». Κι ήταν ένας λόγος, ο πιο μεγάλος, που αυτοί με κράτησαν. Απέκτησα φιλίες. Μ’ έναν Δημήτρη Καπούλα – καλή του ώρα, πέθανε ο άνθρωπος. Άρχοντας. Είχαν ένα παντοπωλείο. Αυτός μου ’λεγε: «Θανάση, καταστραφήκαμε… Σε παρακαλώ…». Τέλος πάντων… Κάτι τέτοιες[00:50:00] καταστάσεις. Ε, μετά παντρεύτηκα. Αν ήμουν Αθήνα, απ’ ό,τι είμαι, θα ήμουν είκοσι φορές καλύτερα απ’ ό,τι είμαι εδώ. Και θα σου πω γιατί. Λέει μια παροιμία: «Βλάχος και να αγιάσει, σκατένια δόξα θα ’χει». Εδώ την κουτοπονηριά –μπορεί να ’χει λίγο η Αθήνα, αλλά δεν έχεις επαφές–, εδώ είναι σ’ όλους, όχι γενικά στη Λαμία, γενικά η επαρχία. Δεν γίνεσαι πολύ μεγάλος σε επαρχία. Αυτό να το χωνέψεις. Και πολύ, πολύ πιο μεγάλος δεν γίνεσαι στην Ελλάδα. Παράδειγμα: Σταύρο –Θεός σχωρέσ’ τον– Νιάρχο.

Σ.Κ.:

Τελευταία ερώτηση από μένα: ποιο είναι το συναίσθημα που σας αφήνει αυτή η εμπειρία με το πώς ξεκινήσατε και το πού έχετε φτάσει; 

Α.Α.:

Κοίταξε τώρα να σου πω…

Σ.Κ.:

Πώς αισθάνεστε δηλαδή;

Α.Α.:

Αισθάνομαι, αν θέλεις από… Παιδικά, οικογενειακά κι έχω μια πικρία –και που στα λέω και συγκινούμαι και τώρα– αυτό μ’ έχει πειράξει. Τα άλλα δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ούτε με τον κόσμο, ούτε με την πείνα μου, ούτε με τη φτώχεια μου, ούτε με τα λεφτά μου. Είμαι ο ίδιος, δεν έχω αλλάξει. Δεν ξεχνάω την καταγωγή μου. Δεν ξεχνάω ότι είδα στο σχολειό –πήγαινα στο Περιστέρι θυμάμαι τέσσερις μήνες στο 1ο Δημοτικό, είναι δίπλα από το γήπεδο του Ατρομήτου αυτό. Απ’ την πείνα, είδα σαν μια φρυγανιά φαινόταν –δεν υπήρχαν φρυγανιές– τα ψωμιά κόβανε, τα ξερά, τα ζεσταίναν λίγο… Κι ήτανε τούβλο και το δάγκωνα απ’ την πείνα… Δεν μπορεί να τα ξεχάσεις αυτά. Και γι’ αυτό λέω: «Μην ξεχνάτε την καταγωγή σας». Ρε παιδί μου, λέω: «Μην την ξεχνάτε πού ήσασταν». Γιατί τώρα ο άνθρωπος δεν σέβεται ούτε τον ίδιον του τον εαυτό. Και επί το πλείστον έγινε από το ’80, πήρε ο Έλληνας λεφτά. Από το ’83 και μετά. Κι έλεγε ο άλλος, άφηνε παράνομα το αμάξι, πήγαινε ο τροχονόμος, «Γράψε, ρε», λέει «500 ευρώ, πάρ’ τα από τώρα». Θέλω να σου πω, ο απότομος πλουτισμός –σε αυτούς έστω εκεί που δεν είχε 1 και πήρε 100– έγινε νεόπλουτος κι αυτός. Εκείνος που είχε 100 και πήρε 1.000 κι αυτός. Έτσι χάλασε η κοινωνία, πιστεύω… Έτσι, δεν είμαι κοινωνιολόγος, αλλά βλέπω τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Κατάλαβες… Έχεις λεφτά για… Τι είναι αυτά; Άνθρωπος είναι κι αυτός, πώς του φέρεσαι;

Σ.Κ.:

Λέτε δηλαδή ο νεοπλουτισμός ή ακόμα καλύτερα ο ευκολοπλουτισμός–

Α.Α.:

Γιατί τότε –κακά τα ψέματα– με το ΠΑΣΟΚ έκανες τις πέτρες κι έβρισκες λεφτά από κάτω ρε…

Σ.Κ.:

Γιατί κι εσείς πλουτίσατε, αλλά, λέτε, δεν έχετε αλλάξει–

Α.Α.:

Εγώ με το ΠΑΣΟΚ, και εγώ όντως πλούτισα κι εγώ–

Σ.Κ.:

Εννοώ ότι πλουτίσατε στα χρόνια της ζωής σας. Ότι ξεκινήσατε μόνος σας–

Α.Α.:

Ναι, ναι, πλούτισα κι εγώ, για όνομα του Θεού. Δεν σου είπα; Εμένα δουλεύανε, το μόνο καλό που είχα – γιατί λέει μια παροιμία: «Τι είναι τα εργαλεία σου;». Λέει: «Είναι τα εργαλεία μου. Βάλ’ τα στον ήλιο, ό,τι ίσκιο θα κάνεις, αυτή είναι η προκοπή». Θέλει και το μυαλό που θα τα πάει τα χέρια να δουλέψουν, εντάξει… Δούλεψα και με μυαλό και με χέρια. Αυτά… Δεν έχω απ’ τη ζωή μου… Κι είμαι κι ευχαριστημένος κι απ’ τον κόσμο και αυτά και από λοιπά, εντάξει… Κάποιες πικρίες πρέπει να βρεις στη ζωή, γιατί αλλιώς δεν μαθαίνεις. Πρέπει να βρεις τις καρπαζιές σου, τα πάντα σου. Και να μη λες ότι: «Εγώ…». Αυτά είναι λοποδίτικα, άκουγα κάποιους συναδέλφους που λέγανε: «Εγώ θα πάω να πάρω ένα δάνειο», αυτά τα προγράμματα τότε, «θα πάρω 100.000.000, κι άμα πάει καλά η δουλειά, έχε καλώς. Άμα δεν πάει, ελάτε πάρτε την». Και του λέω: «Κάτσε, ρε, τον εαυτό σου τον έχεις ότι αξίζεις 100.000.000; Να σε πουλήσουμε τότε έξω για σκλάβο να πάρεις 100». Θέλω να σου πω, σκέψεις, αυτές… Και, τώρα, αγόρι μου, ακούω τώρα και βλέπω, παίρνουμε, λέει, εβδομήντα δύο δις. Αν δεν κάνει διαχείριση και δεν τα φάνε τα λεφτά, η Ελλάδα θα πάει πολύ καλά. Πρώτη φορά παίρνει τόσα λεφτά, η Ελλάδα, «ζεστά». Αν κάνει τη διαχείριση ο Μητσοτάκης δεν ξέρω… Και δεν τα φάνε –δεν λέω τα φάνε και οι ίδιοι, πάει στο διάολο, ας φάνε αυτοί, πόσα θα φάνε– αλλά να μη σπαταληθούν τα λεφτά σε κάποια πράγματα βλακείες. Όπως κάνανε και με τον Λαλιώτη, τα «παιδιά των λουλουδιών»… Άλλα 50.000.000 στην Χαλκιδική… Πετάξανε λεφτά. Έφαγε ο κόσμος, εγώ δεν λέω ότι δεν έφαγε λεφτά… Ότι έκλεψαν αυτοί… Τι είναι αυτά… Άσ’ τα. Η ιδιωτική πρωτοβουλία με έλεγχο. Παρανόμησες; Όχι τρεις μέρες…[00:55:00] Κλείνεις το μαγαζί για ένα χρόνο, τελείωσες. Για να δεις θα κάνει κανείς… Δεν έκοψες τιμολόγιο; Δεν πλήρωσες το Φ.Π.Α; Τελείωσες. Γιατί αυτός που κάνει τις ατιμίες, θα ρίξει έξω και τον υγιή. Αυτά πρέπει να είναι… Νόμοι, τώρα τι με «παράθυρα»… Άσ’ τα. Λοιπόν, άλλο…

Σ.Κ.:

Εσείς πείτε μου, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Α.Α.:

Τι να προσθέσω… 

Σ.Κ.:

Για να κλείσουμε τη συζήτησή μας αυτή… Τι θα θέλατε εσείς να μείνει;

Α.Α.:

Το μόνο που θα σου πω, σήμερα, λέει: «Τι επιθυμία έχεις στην ηλικία που έχεις;». Θα μου φέρεις έναν γιατρό από δεξιά κι έναν δικηγόρο από αριστερά μου. Να πεθάνω όπως ο Χριστός, ανάμεσα από δύο ληστές. Αυτή είναι… εντάξει. Να μην πω πολιτικό, είπα γιατρό. Γιατί συνήθως δικηγόροι και γιατροί είναι και οι πολιτικοί.

Σ.Κ.:

Μάλιστα…

Α.Α.:

Τίποτα άλλο, αγόρι μου.

Σ.Κ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Θανάση.

Α.Α.:

Να ’σαι καλά!

Σ.Κ.:

Κι εσείς.