© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μια ζωή ιδωμένη μέσα από τις πιο σημαντικές τομές της ιστορίας

Istorima Code
15506
Story URL
Speaker
Μαρία Αλημίση (Μ.Α.)
Interview Date
27/06/2020
Researcher
Αθανάσιος Βλήτας (Α.Β.)
Α.Β.:

Ωραία! Σε τρία, δύο, ένα, ξεκινάμε. Ωραία! Καλημέρα σας!

Μ.Α.:

Καλημέρα!

Α.Β.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Μ.Α.:

Μαρία Αλημίση του Δημητρίου Αλημίση. Ή το… Του πατέρα μου θέλετε;

Α.Β.:

Όχι. Αυτό μόνο.

Μ.Α.:

Αυτό.

Α.Β.:

Είναι 28 Ιουνίου, είμαι με την κυρία Αλημίση. Βρισκόμαστε στο Αφυσσού, είναι χωριό. Εγώ ονομάζομαι Αθανάσιος Βλήτας, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε.

Μ.Α.:

Μάλιστα!

Α.Β.:

Κυρία Αλημίση, πότε γεννηθήκατε;

Μ.Α.:

Γεννήθηκα το ’34.

Α.Β.:

Εδώ; Στο χωριό;

Μ.Α.:

Στην Αράχοβα.

Α.Β.:

Και πού μεγαλώσατε;

Μ.Α.:

Στην Αράχοβα.

Α.Β.:

Και εκεί πήγατε σχολείο;

Μ.Α.:

Βέβαια! Εκεί. Και σχολείο μεγάλο με πολλές αίθουσες. Τότε ήτανε και πολλά παιδιά. Στην εποχή μου πολλά παιδιά. Είχαμε πολλές αίθουσες, γιατί οι μανάδες είχαν από οχτώ… Έξι-οχτώ παιδιά η καθεμία. Οικογένεια ήμασταν πολλά παιδιά, και μεγάλο το χωριό και ήτανε πολλά παιδιά στο σχολείο.

Α.Β.:

Είχατε ένα σχολείο;

Μ.Α.:

Ένα σχολείο, αλλά ήτανε διώροφο. Ήτανε και κάτω και πάνω σχολείο μεγάλο που… Δεν έχετε περάσει να το δείτε, ε; Ωραιότατο και μας το χτυπήσαν οι Γερμανοί, τότε είχαμε… Ήταν ανταρτοχώρι το χωριό μας η Αράχοβα. Είχαμε του καπεταναίους από κει. Και ήρθαν οι Γερμανοί που… Και χτυπήσανε το σχολείο και ρίξανε μία γωνία κάτω όπως ήτανε ψηλό, αλλά το φτιάξανε. Και οι Αραχοβίτες που ήταν έξω που το πονάγαν το σχολείο και όλοι όλοι το φτιάξαν το σχολείο στην εντέλεια πάλι.

Α.Β.:

Τι εποχή πηγαίνατε σχολείο;

Μ.Α.:

Την εποχή… Να σου πω τώρα το ’30… Το ’40-’47 νομίζω ότι ήμουνα στο σχολείο. Δεν θυμάμαι κιόλας ακριβώς.

Α.Β.:

Άρα ήσασταν σχολείο και στην Κατοχή και στον εμφύλιο.

Μ.Α.:

Ναι. Εκεί στην Κατοχή σχεδόν. Ναι, έτσι.

Α.Β.:

Σαν παιδί τι… Πώς νιώθατε την Κατοχή;

Μ.Α.:

Φόβο και τρόμο! Φόβο και τρόμο! Γιατί ήμαστε μικρά παιδιά όλα, γιατί ήμασταν οχτώ παιδιά και δύο οι γονείς, δέκα. Λοιπόν, αυτά τα οχτώ παιδιά τώρα ήμασταν το ένα κοντά στο άλλο. Χτυπάγανε όπως είπαμε οι αντάρτες, ερχόντουσαν οι Γερμανοί, κάνανε μπλόκο στο χωριό. Πριν φωτίσει άκουγες την… Που το ’χανε ζώσει το χωριό οι Γερμανοί και άκουγες δηλαδή τους πυροβολισμούς, «καβ κουβ» δηλαδή.  Και ο κόσμος έτρεμε. Εμείς ιδίως τα παιδιά τρομοκρατηθήκαμε. Μεγαλώσαμε με τρόμο και με φόβο. Τι να σου πω τώρα; Και κάποια… Θυμάμαι κάποια εποχή που ήρθανε ζώσανε το χωριό πάλι, δεν είχε χαράξει καλά κι αρχίσαμε να σκορπάμε εμείς τώρα τα παιδιά απ’ τον φόβο μας κι εγώ πήγα με μία γειτόνισσα μαζί της. Εκείνη πήγαινε στο κάτω χωριό, γιατί το λέμε… Είναι μεγάλο το χωριό και έχει και κάτω πλατεία κι απάνω και λειτουργούσε μία Κυριακή… Δύο Κυριακές απάνω και μία κάτω στην Αγία Παρασκευή. Δίπλα στο σχολείο είναι η Αγία Παρασκευή. Και θέλω να σας πω ότι έφυγα μαζί μ’ αυτήν τη γειτόνισσα, μαζί της την πήρα παρέα κι πήγε αυτή στη μάνα της στο κάτω χωριό. Η μάνα της ήτανε κάτω στο κρεβάτι κι εγώ έκατσα τώρα μέσα. Αυτή ξαναφεύγει, εγώ έκατσα τώρα και κρύφτηκα από κάτω στο κρεβάτι, γιατί ήμουνα 2-3 χρονών παιδάκι. Πόσο ήμουνα; Και κρύφτηκα από κάτω στο κρεβάτι της γιαγιάς. Σου λέω… Τι να σου πω; Το θυμάμαι, αυτά. Και λέω, έλεγα μέσα μου «Αν θα ’ρθουν οι Γερμανοί», έλεγα, «Θα πω ότι βοηθάω τη γιαγιά». Εκεί πήγαινε το μυαλό μου. Και έρχονται οι Γερμανοί μέσα. Ψάξανε κι από κάτω, ψάξανε. Με είδανε έμενα από κάτω στο κρεβάτι, με τραβήξανε. Με τραβάγανε απ’ το χέρι. Είχανε μάσει όλο το… Τα αδέρφια μου, τον πατέρα μου, τους είχανε μάσει όλους στο… Και τους είχανε αυτή, γραμμή βάλει για να τους εκτελέσουνε. Κατάλαβες; Πολλοί. Τα δυο μου αδέλφια, τον πατέρα μου, όσους βρίσκανε μικρά παιδιά, μεγάλα τα βάλαν στη γραμμή. Και εγώ τώρα καταλάβαινα. Έλεγα, τώρα παιδάκι ήμουνα, θα με πάνε έξω να με σκοτώσουνε. Και τράβαγε ο Γερμανός… Τράβαγε ο Γερμανός, εγώ τράβαγα προς τα μέσα. Καμιά φορά του δάγκωσα το χέρι. Δεν… Φοβόμουνα. Του δάγκωσα το χέρι, είδε την επιμονή μου και με παράτησε, έφυγε. Αλλά μετά ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και τους έσωσε όλους τους ανθρώπους. Τώρα ο Ερυθρός Σταυρός τι ήτανε στους Γερμανούς; Πώς; Μια φορά δεν ξέρω, γιατί ήμουνα μικρό παιδάκι. Πάντως έσωσε τον κόσμο, δεν έγινε… Δεν εκτελέσαν κανέναν. Μετά, μας βάλανε φωτιά, μας κάψανε. Ήμαστε μικρά όπως είπες τώρα, σου είπα 2-3 χρονών παιδιά. Το άλλο μεγαλύτερο, το άλλο… Το ένα κοντά στο άλλο. Και πήγαμε έξω, μας πήρε ο πατέρας μου απέξω να μπορέσει η μητέρα μου να μας διώξει, γιατί είχαμε ένα κτήμα με καλύβα σε ποτιστικό για να πάμε να καθίσουμε εκεί, να φύγουμε απ’ το χωριό. Και φύγαμε απ’ το χωριό και πήγαμε σ’ αυτήν την καλύβα και μετά έγινε χορηγοκάμινο το χωριό. Πήρανε την κεντρική από κάτω απ’ το σχολείο, χτύπησαν το σχολείο που σας είπα πρώτα και μετά βάνανε δεξιά κι αριστερά φωτιές, δεξιά και αριστερά του δρόμου, και προχωράγαν κατά κάτω και φτάσανε και στο απάνω χωριό που ήμασταν εμείς. Μας κάψανε και μας. Και είχε μείνει η μητέρα μου εκεί για να μπορέσει να βγάλει κάτι ρούχα, κάτι να βγάλει, και της καρφώναν το πιστόλι και δεν έβγαλε τίποτα. Και θυμάμαι ότι ήτανε κάτι λεφτά, που ήμουνα και μικρή, φαρδιά. Χιλιάρικα τα λέγανε; Εκατομμύρια τα λέγανε; Και θα αχρηστευόντουσαν αυτά τα λεφτά. Θα τα ’κοβε το κράτος και τα πήρε ο πατέρας μου πριν καούμε και πήγε και τα ψώνισε μέσα στο σπίτι και γέμισε το σπίτι, πράγματα έπιπλα, κρεβάτια, ρούχα. Τα κάψαν όλα. Λοιπόν, βλέπαμε και μεις από την καλύβα και πάνω που καιγότανε το σπίτι μας. Μόλις φύγανε οι παλιογερμανοί, κάψανε. Μετά, γυρίσανε και δίπλα και κάψανε και κανένα άλλο… Πήραν όλον τον κεντρικό δρόμο, κάψανε. Και μόλις πήγαμε στο σπίτι, τι να δούμε τώρα; Ένα σπίτι χορηγοκάμηνο, είχε μόνο μια καμάρα, αυτό. Τι να σας πω; Με φόβο και με τρόμο [Δ.Α.] ο λόγος μεγαλώσαμε. Και αυτή η καμάρα τώρα που είχε το σπίτι έφραξε ο πατέρας μου με πλατανόκλαρες, ξέρεις το πλατάνι. Έκοψε πλατώνια, γιατί είχαμε εμείς τα ρέματα, είναι πλατάνια και τέτοια πάνω στην Αράχοβα. Και έφραξε μπροστά την καμάρα με πλατανόκλαδες να μην κρυώνουμε και καθόμαστε όλοι εκεί. Λοιπόν, και θυμάμαι όλα αυτά τα συγκεκριμένα που λέμε ένα… Μας δίναν τότε κάτι κουτάκια, κουτιά με μπισκοτάκια, ξέρω τι είχανε, μας τα δίνανε. Και θυμάμαι αυτό το κουτάκι τώρα το είχαμε καρφώσει στον τοίχο και βάναμε τα πιρούνια μας και τα κουτάλια μας. Και τι να σας πω δηλαδή τι περάσαμε; Τι περάσαμε; Άσ’ τα. Και σιγά σιγά… Σιγά σιγά όπου ήταν οι οικογένειες, μεγάλη οικογένεια, είπε ήρθε… Ήρθε η ΟΥΝΤΡΑ και σκέπασε τους πολύτεκνους. Τώρα η ΟΥΝΤΡΑ τι ήτανε; Εγγλέζοι ήτανε; Παιδάκι ήμουνα και το άκουσα που έλεγε: «Τους… Μας σκεπάζει η ΟΥΝΤΡΑ». Τι ήταν η ΟΥΝΤΡΑ, δεν έχω ιδέα. Πρέπει να ήτανε Άγγλοι φαίνεται. Και μας σκέπασε το σπίτι που ήμαστε πολύτεκνοι και σιγά σιγά εμείς από δω από κει τα παιδιά μεγαλώσανε, είχα κι αδέρφια πιο μεγάλα από μένανε, και μάθανε τέχνη. Άλλο σοβάτιζε, άλλο βόηθαγε άλλο παιδί που ήτανε μαραγκός, του σοβάτιζε ο αδερφός μου και το φτιάξαμε πια ένα σπίτι. Όταν μεγαλώσαμε πια και έφτασα εγώ 18 χρονών από 3 χρονών παιδάκι φτιάξαμε ένα σπίτι πια. Κατάλαβες; Και δεν είχαμε τότε τίποτα καλοπεράσεις και τέτοια. Και πείνα λέγανε τότε, πείνα. Φάγανε ο κόσμος με γκόρτσο ψωμί. Τα αλέθανε τα γκόρτσα. Έχεις ιδέα τι είναι τα γκόρτσα; Τα αλέθανε και τα κάνανε αλεύρι και τρώγανε ψωμί κι άλλος έλεγε έφαγε από βελάνι ψωμί. Εμείς είχαμε πάρα πολλά ποτιστικά με νερό που τα ποτίζαμε και βάναμε πατάτες. Ήμασταν οικογένεια, βάναμε πατάτες πολλές. Τις πουλάγαμε, περνάμε λάδια και περνάγαμε. Και εννοώ ότι τότε τις μικρές πατατούλες… Τις μικρές, όχι τις πολύ μεγάλες, τις μικρές τις βράζαμε σε μεγάλο δοχείο, καζάνι γανωμένο ξέρω πόσο ήτανε, και τις καθεράγαμε τις πατάτες και τις αλέθαμε με μηχανή και τις βάναμε στο σκαφίδι τη μια μεριά πατάτα και την άλλη αλεύρι. Και το ανακατεύαμε και το κάναμε ψωμί. Και ήτανε κουκούλι πια. Με την πατάτα, ήταν αφράτα αφράτα κι ωραίο και νόστιμο. Αλλά δεν πεινάσαμε θέλω να σας πω. Φάγαμε πατατόψωμο. Και μια γειτόνισσα εκεί χάμω, είχαμε και πέντε-έξι ζωντανά, δυο-τρεις προβάτες και δυο γίδες, και αρμέγαμε το γαλατάκι, φτιάχναμε λίγο τυράκι, φτιάχναμε το… Πίναμε το γαλατάκι μας. Και θυμάμαι μια γειτόνισσα είχε και εκείνη πέντε, έξι, εφτά παιδιά, οχτώ; Πόσα ήταν και κείνα, και έλεγε της μάνας μου, τη λέγανε Νικολέτα τη μάνα μου, «Νικολέτα, μια φέτα ψωμί. Θα μου [00:10:00]πεθάνει το παιδάκι το μικρό». Τους άλλους δεν της έμελλε, είχε ένα μικρό παιδί. «Μια φέτα ψωμί, Νικολέτα, να δώσω στο παιδάκι. Θα μου πεθάνει το παιδί. Και το τυρόγαλο να μην το χύνεις. Να μας το δίνεις να το πίνουμε». Και τους το δίναμε και το πίνανε και το τυρόγαλο οι άνθρωποι αυτοί. Θέλω να σου πω, τι να ’κανα… Εγώ 18 χρονών τότε φοράγαμε καμποτένια. Ήτανε κάτι πορτοκαλιά, κίτρινα… Κάμποτο. Και μας έκοβε η μάνα μου και μας έφτιαχνε μισοφόρια. Δεν φορέσαμε τώρα τούτα τα καλά που έχουνε τώρα οι νέοι. Φορέσαμε το καμποτένιο, τη ρομπίτσα μας και σπέρναμε έναν μήνα. Θερίζαμε έναν μήνα. Αλωνίζαμε με ζώα. Έχεις… Σήμερα ας πούμε πάει ο δικός μου ο πατέρας στου αλλουνού το αλώνι με… Και του βοήθαγε και αλώνιζε και εκείνος κι έφερε το δικό του ζώο και τα ζέβανε τέσσερα-πέντε ζωάκια και τα γυρίζανε στο αλώνι και λιώνανε το λιώμα. Και το μόλις γινότανε λιώμα το αυτό και χώριζε το στάρι και το άχυρο το κάναμε σωρό και τη νύχτα φιλάγαμε τώρα να δούμε πότε θα φυσήξει αέρας. Και το σηκώναμε έτσι, το λυχνάγαμε έτσι και πήγαινε ο καρπός σε ένα μέρος και το άχυρο εκεί που το πήγαινε ο αέρας. Και μετά… Στα λέω τι έχουμε περάσει. Λοιπόν, και μετά το άχυρο το κουβαλάγαμε, τα λέγαμε χαράρια που το βάλαμε το άχυρο μέσα, και το πηγαίναμε στο σπίτι και είχαμε μεγάλη αίθουσα, τσάρκο το λέγαμε τότε. «Ρίχ’ τα στον τσάρκο το άχυρο να το φάνε τα ζώα». Και το γέννημα το πηγαίναμε στο σπίτι και αλέθαμε από το στάρι και ζυμώναμε. Και έλεγε η άλλη τώρα η γειτόνισσα «Εσύ ας πούμε αλώνισες; Μου δίνεις είκοσι κιλά σιτάρι ώσπου να αλωνίσω κι εγώ. Και να στο δώσω δανεικό ώσπου να  αλωνίσω κι εγώ». Της το έδινες δανεικό. «Πάρε είκοσι κιλά, άλεσέ το να ζυμώσεις κι όταν θα…». Θα αλωνίσει και εκείνη σου το ’δινε. Αλληλεγγύη. Πώς να το πει; Ο ένας βόηθαγε τον άλλον.

Α.Β.:

Αυτό–

Μ.Α.:

Σου είπα πολλά, ε;

Α.Β.:

Αυτό γινόταν, η αλληλεγγύη που είχατε, οργανωμένα; Ήτανε σε όλο το χωριό;

Μ.Α.:

Ναι, όποιος ήθελε, είχε ας πούμε το θάρρος. Εγώ είχα με σένα μεγάλη πίστη, αγάπη ή ξέρω γω με τον γείτονα ή με έναν άλλον συγγενή, με ό,τι… Πήγαινες, μ’ αυτόν έκανες το νταραβέρι ας το πούμε. Δεν  πήγαινες… Ο καθένας πήγαινε εκεί που μπορούσε και που είχε το δικαίωμα, τον συγγενή του, τον γείτονά του. Κατάλαβες; Δεν πήγαινα εγώ σε όλο το χωριό. Εσύ πήγαινες αλλού, εγώ σε άλλον κι αυτά και το χωριό είχε αλληλεγγύη ο ένας με τον άλλον.

Α.Β.:

Αυτό συνέβαινε και την περίοδο της Κατοχής;

Μ.Α.:

Ναι! Ναι! Και στην περίοδο της Κατοχής. Και τότε με τη φωτιά που λέω, αυτοί όσους βρίσκανε ανθρώπους εκεί κοντά ή να σβήσουνε ή να… Αλλά γέρους οι περισσότεροι, τους πετάγανε απάνω στη φωτιά. Τους πετάγανε τους ανθρώπους. Είχανε κάψει, γέρους που τους πέταγαν απάνω στη φωτιά. Είχανε σκοτώσει έξω που πήγαιναν να φύγουνε, που είχανε κυκλώσει το χωριό κι είχανε πιάσει τους δρόμους και πήγαινε ο άλλος να φύγει από το χωριό να γλυτώσει, του ρίχνανε. Τι να σας πω; Πόλεμος … Τραγικός πόλεμος, και ήμασταν απάνω στην ηλικία που ήμασταν παιδιά. Τρομοκρατηθήκαμε. Τι να σου πω δηλαδή; Εγώ και μέχρι τώρα μου ’χει κάτσει ο φόβος απάνω μου, μου ’χει κάτσει αυτός ο φόβος από μικρό. Φοβάμαι . Δηλαδή ό,τι μου τύχει εκεί το φοβάμαι. Σε αεροπλάνο δεν μπαίνω. Σε…. Δηλαδή μου ’χει κάτσει φόβος. Κατάλαβες;

Α.Β.:

Και όταν ήσασταν… Όταν ήταν εκεί οι Γερμανοί είχαν κάποια φρουρά στο χωριό;

Μ.Α.:

Φρουρά… Μαζευόντουσαν και φεύγανε. Οι αντάρτες περισσότερο κάνανε παρελάσεις. Οι Γερμανοί χτυπάγανε, κάναν ό,τι κάνανε και φεύγανε, αλλά οι αντάρτες περνάγανε. Και στην πλατεία εκεί μαζευόντουσαν, και ερχόντουσαν και στα σπίτια μέσα και μας χτυπάγανε τη νύχτα αργά. Κάποια βράδια μάς χτυπάγανε, ήταν αργά, αλλά που το λέω κι εγώ τώρα ο αδερφός μου ο μεγάλος, που είχαμε, το λέω και εγώ τώρα για να καταλάβεις ότι… Όλα τα γεγονότα. Είχαμε ένα σκυλάκι τότε και γνώριζε τι είναι ο καθένας, ή αντάρτης ή Χίτης, καταλάβαινε. Λοιπόν, μόλις ερχόντουσαν βράδυ αργά και «γαβ γαβ γαβ» το σκυλί καταλάβαμε ότι ήταν αντάρτες. Άμα καταλαβαίναμε και γάβγιζε κάπως διαφορετικά το σκυλί καταλαβαίναμε ότι ήτανε οι Γερμανοί. Και γαύγιζε και ήρθαν αντάρτες ένα βράδυ. Φλούμινο αντάρτες για να μείνουνε. Κι είχανε πάρει και από κει πέρα, από τον Άγιο Βασίλη εκείθε είχανε πάρει και δυο κοπελίτσες για να τις κάνουν αντάρτισσες εκεί. Και είχαν πάρει και δυο κοριτσάκια, είχαν μαζευτεί εκεί κοντά στη φωτιά, κρυώνανε. Γιατί τότε τους ξεπάγιαζε και το χιόνι. Κάποια άλλη εποχή έκανε πολύ χειμώνα και τους ξεπάγιαζε τους αντάρτες. Και κάτσαν κοντά στη φωτιά όλοι. Ένας έλεγε της μάνας μου «Θεια…», έκανε στον κόρφο του, «Θεια, θέλεις μια χούφτα ψείρες; Θεια, θέλεις…;». Τις έριχνε στη φωτιά, «καβ καβ καβ» σκάζανε. Λέω όταν είσαι μικρός τα καθόσουνα και παρατήραγες δηλαδή. Μόλις τους στρώναμε και κοιμόντουσαν, την άλλη μέρα βγάναμε τα ρούχα να λιαστούν και περπατάγαν αυτές και πίσω σηκώνανε και την ουρά τους προς τα πάνω. Δηλαδή τι να σου πω δηλαδή; Ήτανε γεμάτοι ψείρες, ήτανε γεμάτοι… Άπλυτοι άνθρωποι σαπάνω, νηστικοί. Μας κόβανε, περνάνε τα ψωμιά. «Πάρτε, ρε παιδί μου», τους λέει ο πατέρας μου, «Πάρτε ψωμί, φάτε. Πάρτε ψωμί φάτε άμα πεινάτε». Και μας λέγανε εμάς τώρα που ήμασταν μικρές «Άντε, άμα μεγαλώσατε θα γίνεται αντάρτισσες, κομμουνίστριες», ξέρω τι. Λέω κι εγώ μέσα μου… Τους λέω: «Άμα μεγαλώσουμε, σε εσάς θα ’ρθουμε κοντά». Τι να σου πω; Τρομοκρατηθήκαμε, καμάρι, πολύ. Μην το συζητάς. Γερμανοί και … Τους Ιταλούς, να σου πω. Ίσα που τους θυμάμαι, γιατί είχανε ένα πούπουλο. Ήμουνα μικρή κιόλας και είχανε ένα πούπουλο εδώ στο καπέλο τους και όπου ακούγανε πρόβατο να βελάζει πηγαίνανε για τα αρνάκια, να το πάρουνε να το φάνε. Άμα έκανε το πρόβατο «μπε», σου λέει εκεί είναι αρνάκι και το κυνηγάγανε να το πιάσουν να το φάνε. Αλλά οι Γερμανοί ήταν αυστηροί πολύ. Πολύ! πολύ! Δηλαδή σκοτώσανε πολλούς, μας κάψανε, μεγαλώσαμε σε δυστυχία. Δηλαδή τι να σου πω; Δεν είδαμε εμείς. Εμείς δεν είδαμε ούτε νιάτα είδαμε ούτε καλές ημέρες ας το πούμε. Δουλειά για να μεγαλώσουμε. Δουλειά, δουλειά και τέτοια. Να αλωνίζεις, να θερίζεις έναν μήνα έξω στον ήλιο; Και να σπέρνεις έναν μήνα; Δηλαδή με ζώα τότε, με ζώα ντε. Με ζώα κι όπου ήτανε και πετρώδη τα χωράφια, σκάλιζες κιόλας κοντά για να χωθεί και το σιταράκι. Είχες και πίσω… Πίσω είχες ανθρώπους που σκαλίζανε το χώμα για να χωθεί το σιτάρι. Τούτα εδώ δεν τα ’χουνε δει οι νέοι, δεν τα ξέρουν. Ούτε για παραμύθι δεν τα πιστεύουνε. Ούτε για παραμύθι τι έχουμε περάσει εμείς.

Α.Β.:

Στο σχολείο κάνατε κανονικά μάθημα;

Μ.Α.:

Ναι. Κάναμε, αλλά είχαμε χάσει… Με τότε με την κατάσταση αυτήν είχαμε χάσει κάποια χρονιά, δεν ξέρω τι, και έπρεπε, μας επιβάλανε να το βγάλουμε το δημοτικό. Μας επιβάλανε. Κάναμε κανονικά μάθημα, ναι. Και μάλιστα και αυστηρά. Άμα δεν ήξερες και καλά έτρωγες και μία στον τοίχο απ’ τον δάσκαλο.

Α.Β.:

Θέλετε να μας περιγράψτε λίγο την τάξη;

Μ.Α.:

Ποιο;

Α.Β.:

Πώς ήτανε μέσα το μάθημα; Την τάξη.

Μ.Α.:

Η τάξη; Πόσα παιδιά να ήμασταν;

Α.Β.:

Και πώς κάνατε το μάθημα; Είχατε τετράδια;

Μ.Α.:

Ναι. Βιβλία δεν είχαμε να διαβάζουμε πολλά. Τετράδια είχαμε, φτηνά ήταν τα τετράδια. Όχι και φτηνά, θυμάμαι τριάντα λεπτά… Τι ήτανε τότε, τι λεπτά ήτανε. Τριάντα λεπτά έπαιρνες ένα τετράδιο. Λοιπόν, αλλά βιβλία δεν μπορούσαμε να έχουμε όλα τα παιδιά και πότε δηλαδή διαβάζαμε και με το άλλο το παιδί παρέα. Δεν είχαμε όλα τα παιδιά τα βιβλία μας και εκείνα που θέλαμε όλα. Ήμασταν πολλά παιδιά. Τι να σου πω; Δεν θυμάμαι πόσα παιδιά ήμασταν γραμμές παιδιά που μας κάνανε στη γραμμή για να μας μπάσουνε μες στο σχολείο. Να πω και εκατό παιδιά ότι ήμαστε στην Αράχοβα τότε; Μπορεί να ήμασταν.

Α.Β.:

Κι όταν τελείωνε το σχολείο πού πηγαίνατε;

Μ.Α.:

Ε;

Α.Β.:

Όταν τελείωσε το σχολείο… Την ημέρα–

Μ.Α.:

Ναι.

Α.Β.:

Πού πηγαίνατε; Πηγαίνατε σπίτι; Παίζατε; Δουλεύατε;

Μ.Α.:

Α πα πα πα πα! Παίξιμο… Δεν ξέραμε παίξιμο. Μόνο ότι διαβάζαμε, γράφαμε αυτά που έπρεπε κι άμα δεν ήξερα εγώ ότι θα πάω στη φίλη μου να διαβάσω, και θα κάνουμε και δουλειές. Γιατί οι πατεράδες μας δουλεύανε και μας λέγανε: «Το βράδυ θα ’χετε βάλει εκείνο το φαγητό», να βρούνε και εκείνοι να φάνε. Και θα σκουπίσεις, και θα πλύνεις και τα πιάτα σου και θα… Δεν κάναμε μόνο το μάθημα. Κάναμε και δουλειές.

Α.Β.:

[00:20:00]Μέσα στην οικογένεια, στα αδέρφια τα μεγαλύτερα είχανε περισσότερες υποχρεώσεις;

Μ.Α.:

Ναι. Όσο να ’ναι κάνανε τις πιο βαρύτερες δουλειές τα μεγάλα παιδιά. Εμείς κάναμε αυτές που ήτανε ας το πούμε για γυναικείες, η νοικοκυροσύνη. Κι αυτοί κάνανε τις άλλες δουλειές που έπρεπε. Εμείς δεν μπορούσαμε να τις κάνουμε.

Α.Β.:

Είχατε στην οικογένειά σας θείους, ξαδέρφια πιθανόν, αντάρτες ή Χίτες;

Μ.Α.:

Ναι. Για συγγενείς να ’χαμε;

Α.Β.:

Ναι.

Μ.Α.:

Ναι. Μας είχανε πάρει εμάς στο αντάρτικο… Μία πρώτη ξαδέρφη, μας την είχανε πάρει στο αντάρτικο. Χοντροπούλου ήταν κι αυτή, οι πατεράδες μας ήταν αδέλφια. Την πήρανε με το ζόρι στο ανταρτικό. Αυτή από δω από εκεί, από δω από εκεί ήθελε να φύγει. Κάποια φορά έφυγε, της είχε πέσει κάποιο μαντίλι πιο κάτω που το βρήκαν, τη βρήκανε, την ξαναπήρανε, την  τιμωρήσανε, αλλά στο τέλος πάλι τους έφυγε. Τους έφυγε και πήγανε πια στο σπίτι της στη μάνα της… Δεν θυμάμαι, τα ρούχα της της πήρανε νομίζω. Ήτανε μεγαλωμένη κοπέλα. Δηλαδή όχι… Για παντρειά. Και νομίζω ότι, δεν θυμάμαι και καλά, ότι τις πήρανε τα ρούχα της, την προίκα της τα χοντρόρουχα δηλαδή για να κοιμηθούνε. Της τα πήρανε. Αυτή δεν έκατσε πια στο χωριό. Έφυγε, γιατί θα την ξαναπαίρνανε και θα την τιμωρούσανε. Ναι. Εκείνη είχαμε εμείς στο αντάρτικο. Άλλη συγγένεια εμείς δεν είχαμε. Αλλά αυτοί που… Οι Πρικεζαίοι κι αυτοί που… Αυτοί ήτανε άλλοι. Πανούσης που λέει, ήτανε… Κι αυτός ο Πανούσης ήτανε… Αυτοί ήτανε… Ναι. Πώς να το πω κι εγώ; Ήτανε καπεταναίοι. Ναι.

Α.Β.:

Όταν ερχόντουσαν το βράδυ οι αντάρτες εσείς σαν παιδί πώς τους βλέπατε;

Μ.Α.:

Φοβόμασταν. Μαζεύαμε στην άκρη, καθόμαστε και τους αφήναμε ελεύθερους μέσα στο σπίτι. Καθόμαστε στην άκρη μαζεμένοι… Μικρότερα, δεν σου λέω άμα μεγαλώσουμε θα μας παίρναν στο ανταρτικό. Ήμασταν μικρά ακόμα. Μαζευόμασταν λίγο στην άκρη, τους αφήναμε, γιατί τότε καίγαμε τζάκι, δεν είχαμε… Μετά πήραμε σόμπα που ζέσταινε το δωμάτιο και εκαίγαμε τζάκι και τους παραχωρούγαμε και πυρωνόντουσαν και μαζευόμαστε στην άκρη, στο κρεβάτι καθόμασταν. Τους αφήναμε ,γιατί ήτανε… Εμείς ήμασταν μικρά, δεν μας πειράζανε.

Α.Β.:

Δεν τους βλέπατε σαν ήρωες;

Μ.Α.:

Μπα… Σαν ήρωες... Σαν ήρωες, αυτοί δεν ήτανε ήρωες. Τι ήρωες; Να κυνηγήσουνε; Αυτοί ήτανε… Στο τέλος γίνανε και… Πώς το λέει; Αδερφός τον αδερφό να χτυπάει. Ο Χίτης με τον αντάρτη. Ο ένας ήτανε στο χίτικο, ο άλλος στο αντάρτικο και ήτανε εχθροί. Πώς να τους δεις για…; Και οι Χίτες τι νομίζεις ότι ήτανε; Κι αυτοί ήτανε… Σκοτώνανε αράγα, σκοτώνανε και οι Χίτες. Παλιάνθρωποι ήτανε κι αυτοί.

Α.Β.:

Είχατε εμπειρίες με τους Χίτες;

Μ.Α.:

Όχι. Α πα πα πα πα! Τους φοβόμασταν πιο πολύ αυτούς να λες. Ένας ήτανε με τα προβατάκια του και τα ’βοσκε έξω απ’ το χωριό εκεί και ερχόντουσαν οι Χίτες και του ρίξαν και τον σκοτώσανε. Και τι τους έφταιγε; Ο Χίτης τον σκότωσε. Ενώ οι αντάρτες έτσι απλώς δεν σκοτώνανε τον άνθρωπο. Κατάλαβες; Άλλη μούρλια εκείνοι είχανε.

Α.Β.:

Στο χωριό υπήρχαν και αντάρτες και Χίτες;

Μ.Α.:

Ερχόντουσαν, αλλά οι Χίτες όχι πάρα πολύ. Επειδή ήταν οι καπεταναίοι εκεί και επειδή ήταν εκεί αποφεύγανε οι άλλοι. Ήτανε το ανταρτοχώρι τώρα. Ήτανε το δικό τους το μέρος. Δεν παραρχόντουσαν οι Χίτες. Περνάγανε ας το πούμε. Όχι ότι… Όχι. Για να κάνουμε και κακό μέσα αραιά και πού. Όπως σου είπα, σκοτώσανε έναν-δύο, ό,τι τους ήρθανε και τους ρίξανε. Δεν κάνανε… Μας κάνανε…. Όχι, εμείς με τους Χίτες δεν είχαμε τόσα πάρε δώσε, μόνο οι αντάρτες. Οι αντάρτες και ήμασταν όπως ήμασταν και μικρά και βγαίναμε έξω και τους βάλανε και στη γραμμή κιόλας εκεί. Ένας θυμάμαι όπως ήτανε όρθιος και, παιδιά  ήμασταν, του ’πεσε το όπλο κατά κάτω και τον σκότωσε, γιατί του ’πεσε το όπλο του αντάρτη. Του ’πεσε κάτω η… Το πρώτο εκείνο, το πίσω το… Και η κάνη προς τα πάνω, του ’πεσε έτσι κάτω, τον πήρε και ξάπλα κάτω. Και είχανε φέρει και… Τότε οι Χίτες ήτανε, είχανε σκοτώσει έναν αντάρτη από κει από την Αράχοβα και του ’χανε φέρει το κεφάλι στην Αράχοβα και το ’χανε βάλει κει στην πλατεία σε ένα δέντρο εκεί που ήταν… Του ’χανε στυλώσει το κεφάλι του εκεί πέρα και του ’χανε κι ένα τσιγάρο στο στόμα. Και ήθελα να σου πω τι έβλεπες τώρα, τον σκοτώσανε τον Αραχοβίτη, αντάρτης ήταν, τον σκότωσαν οι Χίτες, του βάλανε το κεφάλι κει πέρα και περνάγανε και τον φτύνανε, όξω από κοντά μας.

Α.Β.:

Εσείς πώς νιώσατε εκείνη τη στιγμή; Το είδατε αυτό το περιστατικό;

Μ.Α.:

Που το είδαμε αυτό; Από τον φόβο μας δεν καθόμασταν να υπολογίσουμε τίποτα. Λέμε αυτή είναι η ζωή λέγαμε, ότι ο ένας σκοτώνει τον άλλον και δεν υπάρχει αγάπη, και αντάρτη. Δεν είχε ξεχωρίσει τίποτα ακόμα να πούμε ότι… Κατάλαβες; Λέγαμε τώρα κι εμείς ποιος ξέρει αν θα καθαρίσει κι αυτή υπόθεση ή αν θα είμαστε έτσι συνέχεια. Πού να τα ξέρουμε αυτά; Εγώ θυμάμαι κάποια φορά πάλι είχαμε με την αδερφή μου που είχαμε αυτές σου είπα, πέντε-έξι προβατίνες και δυο γίδες κι αυτά, και κατεβήκαμε κάτω εδώ στις… Στις βόλτες που λέμε κάτω εδώ… Τέλος πάντων, προς τα δω που ερχόμαστε προς τη Σπάρτη για να κόψουμε με κλαρί για τις γίδες και οι αντάρτες πέρναγαν στον δρόμο. Όχι, οι Γερμανοί περνάγανε στον δρόμο. Κι όπως βλέπανε τους ανθρώπους, μας βλέπανε εμάς εκεί πέρα που κόβαμε κλαρί και οτιδήποτε, μας βάλανε με όλμους. Σκάζανε χάμου. Παιδί μου, έσκαζε χάμου και έκανε «φρ φρ», πέταγε έναν σωρό τέτοια. Χώματα… Τι ήταν αυτά; Αλλά ποιο;… Μας πάει έτσι και λακάγαμε και κρυβόμασταν στα κλαδιά από κάτω. Μας βάλανε οι Γερμανοί. Όλμος ήτανε… Τι ήτανε που ρίχνανε. Σου λέει άμα είναι αντάρτες θα φύγουνε ή θα… Εμείς κρυφτήκαμε, χαθήκανε, φύγανε. Περάσαμε τρόμους και… Όχι, ναι πήγα να το χαλάσω το αυτό.

Α.Β.:

Δεν πειράζει! Δεν πειράζει!

Μ.Α.:

Περάσαμε φόβους και τρόμους λέει. Είδες που λέει; Που λέει στον αυτόν… «Τι είδες στον Άδη που πήγες;». Στον… Τον ξέχασα τώρα. Στον… Του λέει: «Τι είδες στον Άδη που πήγες;» και λέει: «Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους». Ο Λάζαρος, μωρέ! Εκείνα περάσαμε και εμείς, φόβους και τρόμους.

Α.Β.:

Αυτό ήταν η καθημερινότητά σας; Κάθε μέρα ήταν έτσι;

Μ.Α.:

Όχι και κάθε μέρα, γιατί δεν έρχονταν κάθε μέρα οι αντάρτες. Αλλά κι όσο τους χτυπάγανε οι Γερμανοί… Οι αντάρτες τους Γερμανούς, οι Γερμανοί ερχόντουσαν. Σκοτώνανε.

Α.Β.:

Στο μεσοδιάστημα, όταν δεν ερχόντουσαν ούτε οι αντάρτες ούτε οι Γερμανοί–

Μ.Α.:

Ναι.

Α.Β.:

Πώς ήταν η ζωή σας; Πώς νιώθατε;

Μ.Α.:

Εντάξει, τις δουλειές μας. Τις δουλειές μας… Θα πάει να… Σου είπα, θα σπείρουμε ή θα αλωνίσουμε. Ό,τι δουλειά ήτανε στην εποχή εκείνη την κάναμε, δεν μας εμπόδιζε κανένας. Όχι. Πηγαίναμε στις δουλειές μας.

Α.Β.:

Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, τελείωσε η Κατοχή–

Μ.Α.:

Ναι.

Α.Β.:

Πώς νιώσατε εκείνες τις ημέρες; Πώς ήτανε στο χωριό εκείνες τις ημέρες;

Μ.Α.:

Είχαμε μεγαλώσει πια και… Χαρούμενα, αλλά είχαμε μεγαλώσει μέσα σε δυστυχία και εντάξει, χαιρόμασταν που φύγανε και καθάρισε ο τόπος, αλλά όμως το μαράζι είχε μείνει μέσα μας. Γιατί μεγαλώσαμε σου είπα σε καμένα σπίτια, σε φτώχεια, από κάτω σε καμάρα κι αυτά. Δεν μας έφευγε αυτό από πάνω μας, καμάρι μου, για να χαρούμε, για να πετάξουμε που λέει. Δεν χαιρόμασταν. Γιατί έτυχε να περάσεις στενοχώρια από παιδί και να μαραζώσεις από παιδί. Αυτά είναι. Μην το συζητάς, μην το συζητάς. Να μην… Τούτα τα παιδιά δεν είδαν τίποτα και μακάρι ποτέ να μη δούνε. Είδες τώρα φέτος με τούτη τη… Με τον παλιοκοροναϊό και εκείνο εκεί πώς ο κόσμος τρόμαξε. Και με την μπούλα συνέχεια στο στόμα να την έχεις απάνω. Με τη μάσκα στο στόμα κάθε μέρα κι αυτά. Λες ότι είναι και αυτό καλό που είσαι βουλωμένος συνέχεια; Αλλά δεν είναι όμως η κατάσταση εκείνη. Αλλά μια φορά και τούτο πρόβλημα ήτανε και τούτο. Μεγάλο πρόβλημα.

Α.Β.:

Και μετά ήρθε η… Ο Εμφύλιος.

Μ.Α.:

Ο Εμφύλιος. Έλα ντε; Ο Εμφύλιος.

Α.Β.:

Πώς το έζησε το χωριό; Εσείς μες στο χωριό;

Μ.Α.:

Ο εμφύλιος κοίταξε να δεις, ο καθένας πια του ’λεγες: «Άι σαπέρα, ρε, παλιό κουμουνιστή, παλιό αντάρτη ας πούμε». Έβλεπες μέσα στα καφενεία κι αυτά «Που κάνατε έτσι, σκοτώσατε και τον άνθρωπο, κάνατε αυτές, δυστυχήσατε εκείνον», δηλαδή αρχίσανε να τα λένε τώρα μετά τα παράπονά τους ή στους Χίτες ή στους αντάρτες ας πούμε αυτοί που ήτανε η αιτία τους. Και σου λέει: «Τι κάνατε;», λέει, «Κάνατε», λέει, «Οι Γερμανοί εντάξει, θα τους πολεμήσεις. Μετά εσείς», του λέει, «Τι είχες να σκοτώσεις αδερφός τον αδερφό και να γίνει αυτό το πράγμα και να μην έχετε;…». Κυνηγάγατε τον εχθρό εντάξει, για [00:30:00]τον εχθρό εντάξει. Έτσι δεν είναι; Τα άλλα, σου λέει, γιατί μετά ο Χίτης κι ο αντάρτης; Για ποιον λόγο μετά; Τι κυνηγάγανε μετά; Τι σκοτώνανε; Τι θέλανε να διώξουνε; Κανέναν. Αλλά ήτανε το μίσος τους τέτοιο, η κακία τους. Τι να σου πω; Εκεί του Κατσάρη… Όλο τραβάω το λάστιχο. Του Κατσάρη του… Κατσάρη λεγότανε ο… Που ήτανε ο αντάρτης, ο διευθυντής που λέμε, ο…. Τη μάνα του και τον πατέρα του… Η μάνα του και την αδερφή του πώς την κάνανε οι Χίτες. Τους πιάσανε οι Χίτες τη μάνα του Κατσάρη. Κατσάρης  λεγόταν αυτός που είπαμε ότι ήτανε αντάρτης. Πώς το λέμε, μωρέ; Το ξέχασα. Τώρα ήτανε καπετάνιος πια. Πάει στο διάτανο, τους έχω ξεχάσει. Τους πιάσανε οι Χίτες, την πιάσανε την αδερφή. Τι έφταιγε η αδερφή και η μάνα; Τι έφταιγε; Τιμώρησαν τη μάνα πάρα πολύ, ηλικιωμένη γυναίκα. Την αδερφή της κάνανε χίλια δύο μαρτυρία και οι Χίτες. Παλιάνθρωποι. Τι να σου πω της κάνανε; Της κόψανε τα στήθια. Της κάνανε μαρτύρια, ζωντανά μαρτύρια της κοπέλας. Κατάλαβες; Τι έφταιγε αν ήτανε εκείνης ο αδερφός της αντάρτης; Μπορούσε να τον κρατήσει; Αλλά τόσο μυαλό είχανε και τιμωρήσανε και… Και την πέρασαν την κοπέλα, και ήτανε και μια όμορφη ωραία κοπέλα, την περάσανε από χίλια δυο μαρτύρια. Κατάλαβες; Ό,τι μπορούσανε κόβανε ζωντανή από πάνω της. Εκείνα να ξέρεις και με τους Χίτες. Τομάρια και οι Χίτες. Καλύτεροι, που λέει ο λόγος καλύτεροι ήταν οι αντάρτες παρά εκείνοι. Μαυρόψυχοι άνθρωποι. Μανιάτες από κάτω. Πού ήτανε; Από πού ήρθανε; Τι να έβλεπες; Σου λέω, άσ’ τα, άσ’ τα, άσ’ τα. Άσ’ τα, γιατί αυτά τα είδαμε όλα με τα μάτια μας. Κατάλαβες; Με τα μάτια μας τα ’χουμε δει αυτά. Κατάλαβες; Δεν λες καλά πώς κρατιόμαστε κιόλας; Ο φόβος και ο τρόμος είναι μεγάλο πράγμα. Δεν περάσαμε από παιδάκια μεγάλα με χαρά, με το ένα, με το άλλο, «Έλα να φας το αβγούλι σου», «Έλα να πας να κουνηθείς», «Έλα να πάρεις το καρότσι σου, το ποδήλατό σου να πας να παίξεις…». Δεν είδαμε εμείς τέτοια. Εμείς είδαμε δουλειά, δουλειά όση θέλεις, και εγώ που ήρθα δουλειά, δουλειά, δουλειά. Και εκεί πάνω δουλειά, δουλειά, δουλειά. Τίποτα άλλο. Γιατί ήμασταν πολλά παιδιά. Είχαμε τους γονείς μας, καήκαμε, ψηθήκαμε που λέει ο λόγος. Μετά πώς θα μεγαλώσουμε; Πρέπει να φυτέψουμε, πρέπει να σπείρουμε, πρέπει να… Ποιος θα μας τάιζε;

Α.Β.:

Τότε το νιώθατε αυτό, ότι δεν ζούσατε σαν παιδιά;  

Μ.Α.:

Πώς το νιώθαμε;

Α.Β.:

Νιώθατε ότι δεν ζούσατε σαν παιδιά; Ή δεν το καταλαβαίνατε;

Μ.Α.:

Δεν το καταλαβαίναμε, γιατί νομίζαμε ότι αυτή είναι η κατάσταση. Δεν είδαμε άλλη καλύτερη ζωή για να πούμε: «Γιατί εμείς δεν είμαστε σ αυτήν την καλύτερη ζωή». Δεν είχαμε δει τίποτα καλύτερο. Μεγαλώνοντας σιγά σιγά, σιγά σιγά πήραν τη νεολαία όλα τα πλοία, διώξανε τα κορίτσια και τα αγόρια έξω. Το ’47, το ’52, το ’57 φεύγανε τα πλοία γεμάτα κόσμο, τα νέα παιδιά και οι νέες κοπέλες. Και φύγανε Αυστραλία, Καναδά, οπουδήποτε σιαπέρα όλα αυτά τα ξένα κράτη και μετά μείνανε οι γέροι εδώ μόνοι τους και τους στέλνανε κάνα φραγκάκι και περνάγανε. Και όσοι μείναμε εδώ ήτανε τυχερό μας να μείνουμε.  Εμένα ήταν όλοι στην Αμερική. Ένας αδερφός μου κι εγώ μείναμε εδώ. Όλα τα άλλα είναι στην Αμερική, γιατί έτσι έγραφε η μοίρα. Εγώ να έρθω δω, εκείνοι να πάνε κει.

Α.Β.:

Πόσων χρονών φύγανε;

Μ.Α.:

Φύγανε τα παιδιά; Στα καλύτερά τους χρόνια. 20, 22, 25 το πολύ. Το πολύ 25. 22, 18, τα καλύτερά τους χρόνια φύγανε.

Α.Β.:

Πώς νιώθατε όταν τα αποχαιρετούσατε τα αδέρφια σας;

Μ.Α.:

Πω πω! Πώς τους αποχαιρετίσαμε, ε; Πώς κλαίγαμε. Κλαίγαμε και παρακλαίγαμε. Γιατί ήτανε ζωντανός ξεχωρισμός. Αποχαιρετάς τώρα τον αδερφό σου, αποχαιρετάς τη φιλενάδα σου, τη γειτόνισσά σου, τη θεια σου. Ζωντανός ξεχωρισμός δεν ήτανε; Άντε, καμάρι μου, στο καλό και καλή τύχη και καλά να περάσεις, και κολοκύθια τούμπανα.

Α.Β.:

Τα αδέρφια σας φύγανε όλα μαζί ή σταδιακά;

Μ.Α.:

Όχι. Όχι, καμάρι. Τα αδέρφια μου… Εμείς έφυγε πρώτα… Η Αμερική είχε κλείσει. Έκλεινε, δεν ήτανε πάντα να φεύγει ο κόσμος. Μόλις άνοιξε, άνοιξε να φεύγει αδερφός τον αδερφό. Ο πατέρας μου είχε έναν αδερφό έξω, είχε φύγει από χρόνια και του ’κανε πρόσκληση του πατέρα μου, αδερφός τον αδερφό, κι έφυγε. Και τέλος πάντων, μόλις έφυγε και πήγε στο προξενείο του λένε: «Έχεις, κυρ-Βασίλη, οικογένεια πίσω;». Του λέει: «Έχω οχτώ… Εφτά-οχτώ άτομα». Του λέει: «Θέλεις να τα πάρεις και πέρα όταν θα πας στην Αμερική;», «Και βέβαια», λέει, «Θα την πάρω την οικογένειά μου άμα μπορώ». Είχε δηλώσει ότι θα την πάρει την οικογένειά του. Έκλεισε η Αμερική για τέσσερα χρόνια και έπαιρνε τότε εμένα και… Δεν έπαιρνε όλους τους μεγάλους, μέχρι 20-22 χρόνων έπαιρνε. Δεν έπαιρνε 30 και 35 μεγάλα παιδιά. Λοιπόν, τα μεγαλύτερα παιδιά δεν τα ’παιρνε τα αδέρφια μου. Έπαιρνε από μένανε και κάτω. Ήτανε… Ήμαστε δυο αδερφάδες και δυο αδέρφια που έπαιρνε εμάς για ανήλικα. Έκλεισε για τέσσερα χρόνια η Αμερική, ηλικιώθηκα εγώ τώρα με την άλλην την αδερφή μου. Ήμασταν στο μωρέ μωρέ που λέει να μας πιάσει. Και φύγανε τα δύο τα μικρότερα τα αδέρφια μου και η μάνα μου μαζί και το συνόδευσε και πήγαν έξω στην Αμερική. Στο Σικάγο πήγανε. Λοιπόν, εκεί πέρα ο πατέρας μου δούλευε, έβανε τα λεφτά του στην τράπεζα και είχε και τα παιδιά πάρει εκεί πέρα. Και η μάνα μου δούλευε μέσα σε ένα ξενοδοχείο, δούλευε σε συγγενικό. Κούτρης λεγότανε, γιατί είχανε συγγένεια με την Αράχοβα αυτός κι είχε ξενοδοχείο και δούλευε η μητέρα μου εκεί. Κι ο πατέρας μου... Λοιπόν, μετά πήγε να βάλει λέει κάτι χρήματα τότε στην τράπεζα ο πατέρας μου και τον έπιασε μια ψύξη στη μέση και του είπανε οι γιατροί εκεί πέρα «Να πας στην Ελλάδα στα μπάνια». Λοιπόν, έβαλε τα λεφτά και ήρθε εδώ πέρα. Εγώ τότε ήμουνα εδώ, είχα μείνει αφού δεν με πήρε μέσα και ο μεγάλος μου αδερφός. Τα δύο μεγάλα μου αδέλφια και η αδερφή μου η μικρότερη που δεν… Πήγαμε τον πήραμε από τον Πειραιά και πήγαμε στην Αιδηψό στα μπάνια με τον πατέρα μου και… Και έκανε κι αμμόλουτρα κι αυτά κι αυτά. Του πέρασε η μέση. Δεν θυμάμαι όμως… Θα ξανάφυγε. Θα ξανάφυγε, δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Ξανάφυγε. Και ήρθανε, μετά ήρθε και είχε βάλει κάτι λεφτά στην τράπεζα. Σας λέω είχε κλείσει πια η Αμερική για να μας πάρει και ήτανε τα συγγέσια τότε για μένανε και μας έφερνε, κάτι αμερικάνικα λεφτά μας έδινε. Μου ’δωκε μένα τότε τρεις χιλιάδες ευρώ. Τρεις χιλιάδες όχι ευρώ, δολάρια. Εκείνα εκεί τότε τρεις χιλιάδες δολάρια ήτανε εκατό χιλιάδες περίπου ελληνικά λεφτά και είχανε πέραση, γιατί ήτανε φτώχεια. Είχανε πέραση αυτά τα λεφτά. Και μου ’λεγε ο αδερφός μου τώρα το… Τα μεγάλα μου αδέρφια κι αυτά, τι να με κάνουνε στην Αράχοβα να με κρατήσουνε; Να κάθομαι να φυτεύω πατάτες και να…; Και να με δώκουν δω σακάτω να έχω λάδι να τρώω και να μην πηγαίνω στο μπακάλικο να παίρνω μπουκαλάκι λάδι και να ’χω να περάσω να ζήσω. Ήτανε κι η τύχη μου εδώ ήρθα εδώ. Καλά περάσαμε. Είχαμε κτήματα εδώ που ήρθα, ο άντρας μου καλός άνθρωπος. Πέρυσι, τώρα δεν έχει ακόμα… Στους εφτά μήνες πάει ο κακομοίρης, πέθανε. Ήταν καλό παιδί, καλός άνθρωπος.

Α.Β.:

Συλλυπητήρια!

Μ.Α.:

Πολύ καλός άνθρωπος. Δηλαδή τι να σου πω; Ψυχούλα. Και τέλος πάντων, ήταν και τυχερό. Ήρθαμε εδώ, καλά πέρασα. Η άλλη μου αδερφή μετά άνοιξε η Αμερική και πήρε ο άλλος μου αδερφός και η αδερφή μου και πήγανε στην Αμερική. Εκείνη παντρεύτηκε εκεί πέρα τώρα με έναν. Έχουνε παιδιά, έχουνε εγγόνια. Η άλλη μου η αδελφή η μεγαλύτερη ήταν παντρεμένη και είχε οικογένεια εδώ και την πήρε ο πατέρας μου πέρα με την οικογένειά της και τα παιδιά της. Είχε τέσσερα παιδιά τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, τα πάντρεψε εκεί πέρα. Καλά είναι όλοι στην Αμερική. Δηλαδή τώρα είναι κι ο αδερφός μου ο μικρός που έφυγε με το… Με τη μάνα μου τότε που το πήγε. Μικρό κείνο, ήτανε 11-12 χρονών που το πήρε η μάνα μου πέρα. Όλα τα αδέρφια μου τώρα κι εκεί ήταν στη Αμερική, εκτός από μένα κι απ’ τον μεγάλο μου αδερφό. Γιατί του μεγάλου μου αδερφού του βρήκανε κάτι τάχα σαν σκιά, κάτι στην καρδιά, γιατί τους περνάγαν από γιατρούς τότε και δεν τους άφηναν να πάνε πέρα να μην… Και είχε μείνει κείνος εδώ κι είχε κινηματογράφο. Γύριζε στα χωριά όλα, ο Χοντρόπουλος. Δεν το ’χεις ακούσει εσύ. Γύριζε τα χωριά εδώ, τα ’παιζε όλα με πέντε-έξι μηχανές. Εδώ του παίζαμε εμείς. Μας άφηνε μια μηχανή εδώ, κινηματογράφο [00:40:00]με ταινίες, ολόκληρες ταινίες. Και μαζευόταν ο κόσμος τότε, ακόμα δεν ήταν καλά και οι τηλεοράσεις. Και έκανε δουλειά, μάζευε χρήματα. Δούλευε καλά.

Α.Β.:

Πόσα χρόνια είχατε να δείτε τον πατέρα σας;

Μ.Α.:

Πόσα χρόνια…;

Α.Β.:

Είχατε να δείτε τον πατέρα σας.

Μ.Α.:

Να λες καλύτερα τα αδέλφια μου. Ο πατέρας μου έφυγε και μεγάλος λίγο, αλλά εντάξει είχαμε πέντε-έξι χρόνια να τον δω. Αλλά ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο Γιάννης, τώρα βλέπε ο δεύτερος από τον μεγάλο, Αυτός ήτανε… Ήμασταν ίδιοι… Ήτανε… Μας αγαπούσε πάρα πολύ, και ήρθε, παντρεύτηκε εδώ στην Ελλάδα πήρε από πάνω από την Κερασιά κάποια κοπέλα και πέθανε στα 60 του. 60-62. Γιατί αυτός κάπνιζε λίγο παραπάνω και του είχε κάνει στον λαιμό κάτι κακό εκεί πέρα. Αυτόν έχω να τον δω πενήντα χρόνια. Πενήντα χρόνια… Σαράντα πέντε χρόνια και. Πέθανε και εκεί πέρα και με αναζητούσε να τον δω. Εγώ είχα τα μικρά παιδιά, είχα γέρους εδώ, είχα υποχρεώσεις, είχα… Δεν μπόρηγα να τον δω. Με περίμενε το κακόμοιρο να πάω να τον δω. Δεν μπόρεσα να πάω. Γιατί είχα και γέρους κι εγώ εδώ, γηροκόμησα και γέρους κι εγώ. Πεθερά και πεθερό. Και μια θεια μας πιο κάτω εδώ, ήτανε μοναχή της δεν είχε παιδιά. Σε μένα πέσανε όλοι. Ετούτος εδώ ο δικός μου είχε χολή, έκανε εγχείρηση, μετά έκανε προστάτη, έκανε… Έκανε και τούτος πόσες εγχειρήσεις. Μην τα συζητάς, η ζωή τα ’χει όλα μέσα, και καλά και άσχημα, καμάρι. Τα ’χει όλα μέσα. Να κάνετε τον σταυρό σας μόνο να σας έχει καλά ο Θεός. Κατά τα άλλα, δεν πεινάει ο κόσμος. Λάχανα θα βράσεις, κάθε μέρα θα φας, θα είσαι φαγωμένος. Αλλά η αρρώστια μακριά κι αλάργα, χτύπα ξύλο, δεν φεύγει. Ξέρεις ένας ξάδερφός μου… Θα σου πω και τούτο το που μου ’χε κάτσει. Ένα παιδί ξάδερφός μου, του πατέρα μου αδερφή ήταν αυτή και είχε το παιδί αυτό, πολύ καλό παιδί, είχε κι εκείνη πέντε, έξι, εφτά παιδιά. Αυτό του είχανε χαλάσει τα νεφρούλια του παιδιού και του είπε ο γιατρός του πατέρα του ότι δεν ζει το παιδί με κανέναν τρόπο. Εκείνο τώρα τι έκανε; Πάει έβγανε χορταράκια μόνο του. Μόνο του έξω. Τα ’πλενε και χωρίς αλάτι, τα ζεμάταγε, πώς το λέει, και τα ’τρωγε. Αυτήν τη δουλειά έκανε κάθε φορά το παιδί αυτό και πήγε καμιά φορά στον γιατρό και λέει «Τι έκανε αυτό το παιδί;». Λέει: «Αυτό το παιδί ξεγέρεψε και είναι», λέει, «Μια χαρά. Τι έκανε;». «Έτρωγε», λέει, «Γιατρέ», του λέει ο πατέρας του, «Χορταράκια. Τα ’βγανε μόνος του. Λαχανάκια τα ’πλενε, τα ’βραζε και τα ’τρωγε». Κάθε μέρα χορταράκια, καθάρισαν τα νεφρούλια του και τώρα στην Αμερική, στον Καναδά είναι που είναι το παιδί κι έχει και γιατρό παιδί κάνει κι αυτά. Και λέω θέλω να σου πω, βοήθησε μόνο του και ξεγέρεψε. Ακούς εκεί; Και ένα άλλο που ήτανε τα ίδια δεν προσπάθησε για τον εαυτό του, έφυγε. Αυτό είναι. Σας κούρασα, καμάρι, με τα λόγια μου.

Α.Β.:

Καθόλου!

Μ.Α.:

Καθόλου;

Α.Β.:

Λίγο να γυρίσουμε πίσω όταν έφυγε ο πατέρας σας για την Αμερική, εσείς πώς…; Είδατε κάποια διαφορά στη ζωή σας;

Μ.Α.:

Βέβαια! Είδαμε, γιατί τώρα να μην πιστέψουμε και τους… Και τις γύφτισσες, αλλά θέλω να σου πω. Πέρασε μια γύφτισσα τότε και λέει: «Εσείς», λέει, «Θα δείτε ένα καλό», λέει, «Από έναν Βασίλη». Τον λέγανε Βασίλη τον πατέρα μου. «Θα δείτε ένα καλό από έναν Βασίλη». Τέλος πάντων, ο πατέρας μου όταν πήγε έξω, καμάρι, και να είδαμε καλό, και πήρε και τα άλλα τα παιδιά και τη μάνα μου και μας έστελνε και μας, αλλά δεν είχαμε τόσο ανάγκη τώρα. Μεγαλώσαμε, παίρναμε, είχαμε ας πούμε. Και ήμασταν νέοι. Και δουλειά, δουλεύαμε. Και στο πορτοκαλί. Είχα δουλέψει εγώ και στο πορτοκαλί. Ήτανε ο αδερφός μου ο μικρός… Όχι ο πρώτος ο μικρός τώρα που ζει, ο άλλος ο Πάνος που συγχωρέθηκε κι εκείνο. Σπούδαζε εδώ κάτω στη Σπάρτη και είχε νοικιάσει. Κι αφού είχε νοικιάσει κι είχε χώρο, πάγαινα εγώ με την αδερφή μου και δουλεύαμε και στα πορτοκάλια. Και κόβαμε και πορτοκάλια και με τη βροχή και τα συσκευάζαμε κιόλας. Δηλαδή έχουμε δουλέψει πολύ. Και θέλω να σου πω, δουλεύαμε. Και στο χωριό μάς έλεγε η άλλη «Ερχόσαστε να παραχώσουμε πατάτα ή να κάνουμε εκείνο;», το παίρναμε, το παίρναμε το μεροδούλι μας. Δεν πεινάγαμε ας πούμε, το παίρναμε, τα θέλαμε τα λεφτά, δουλεύαμε. Δεν μας ένοιαζε. Γιατί ήμασταν τότε νέοι. Αυτό είναι.

Α.Β.:

Όταν έφυγε η μητέρα σας πόσων χρονών ήσασταν;

Μ.Α.:

Πόσων χρονών ήμουνα; Ήμουνα από 20-22; Μετά απαγορευόταν να με πάρει έξω. Κάτι τέτοιο. Κλαίγαμε τότε που ’φυγε η μάνα μου, κλαίγαμε. Και ερχόταν καμιά γειτόνισσα εκεί χάμου και «Σώπα» και αυτά, «Είναι και τα αδέλφια σας, θα ξαναρθεί η μάνα σας». Μας φάνηκε ότι… Ας πούμε ότι μείναμε μοναχές. Αλλά είχαμε και τα δύο τα αδέρφια μας τα μεγάλα που ήτανε μέσα και ήμασταν και οι δυο εμείς οι κοπέλες. Η άλλη η μεγάλη ήτανε παντρεμένη και παίρναμε τα παιδιά της εκεί και τα μεγαλώναμε και τα… Και μας πέρναγε κι η ώρα. Τι τα θες και τα λες; Είχαμε παιδιά, ήμασταν νέες και μας άρεσε να ’χουμε και τα παιδάκια και τα πλέναμε και τα σιδερώναμε και βγαίναμε βόλτα. Αυτό είναι. Αυτή ήταν η ζωή μας, καμάρι. Εδώ, δεν ήτανε… Δεν πήγαμε πουθενά. Πού να πάμε;

Α.Β.:

Όταν ήταν να παντρευτείτε τον γνωρίζατε τον άντρα σας;

Μ.Α.:

Α πα πα πα πα! Όχι. Πού να ’ρθω εγώ στο Αφυσσού και…; Εγώ ήμουνα στην Αράχοβα. Και να ρχόμουνα στη Σπάρτη, εδώ πέρα τι δουλειά είχα; Να ’ρθω στο Αφυσσού; Ούτε καμία αυτή. Αλλά όμως ήτανε τυχερό για να ’ρθω. Κατάλαβες; Τώρα θα μου πεις γιατί το λες, γιατί το λέω. Γιατί είχανε κάτι στην Αράχοβα, το κάναμε οι κοπέλες, όλες το κάναμε. Ρίχνανε πρώτα τον Κλήδονα, κάτι τέτοια. Κοιτάγανε στο πηγάδι. Λέει ότι θα βλέπανε ποιον θα πάρουνε. Τώρα θα ακούς από μένα, έτσι; Λοιπόν, κοιτάγανε στο πηγάδι και ρίχνανε τον Κλήδονα. Όταν ψέλνανε των Αγίων Θοδώρων… Τώρα δεν τα κάνουν τα κορίτσια, γιατί έχουνε τους φίλους τους, γυρίζουνε από 10 χρονών παιδάκια με τους φίλους τους. Δεν… Εμείς ήμασταν στο σπίτι μας και δεν ξέραμε και τίποτα άλλο πιο πέρα. Τίποτα. Ούτε με αγόρι να πούμε καλημέρα κι αυτά. Λοιπόν, και μου ’λεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου «Πάρε, ρε Μαρία, να δούμε πού θα πας». Κολοκύθια. Γιατί η μεγάλη ήταν παντρεμένη. Και με κάνει μια φορά που λες και παίρνω από μια Γιαννού σιτάρι. Τα Ψυχοσάββατα των Αγίων Θοδώρων ψέλνουμε σιτάρι. Το ξέρεις; Και τότε οι Γιαννούδισσες να ’χουνε τους άντρες τους, το βάναν το σιτάρι πίσω όταν βγαίναν απ’ την εκκλησία. Το βάναν πίσω τους και βγαίνανε απ’ την εκκλησία κι εγώ που ήμουνα κοπέλα έπαιρνα λίγο σιτάρι, της έκλεβα λίγο σιτάρι. Θα σου πω για τούτο, ε; Της έκλεβα λίγο σιτάρι που λες και πρέπει να πάρεις από τρεις Γιαννούδισσες από λίγο, να μη σε δει η Γιαννού που έχεις το σιτάρι, για αυτό το ’βανε πίσω. Αν σε δει η άλλη τάχα... Αλλά ήτανε παλαιά εθίματα αυτά θέλω να πω. Λοιπόν, και λέω… Πήρα σιτάρι από τρεις Γιαννούδισσες. Και μου λέγαν τώρα πώς να το σπείρω. Το σπέρναμε το σιτάρι βρασμένο. Όχι ότι θα φύτρωνε, αλλά τώρα πού φτάσαμε; Θα γελάς με μένα. Όλα εκεί τα γράφεις, ε; Και τότε τι; Θα το ακούς όλα αυτά;

Α.Β.:

Πείτε μου και…

Μ.Α.:

Άσ’ τα! Άσ’ τα! Και λέγαμε που λες… Και μια βραδιά θερίζει μια πέτρα να μην κουνιέται. Θερίζει μια πέτρα, μην κουνιέται. Και ζωνόσουνα με μία κόκκινη κλωστή και καθόσουνα πάνω κι έλεγες: «Καλησπέρα, μπαρμπα-Θόδωρε». Των Αγίων Θοδώρων. «Τι σπέρνεις, τι θερίζεις; Κάτω στο λινοκάκιαστο, κάτω στην έρημο, στην Όλυμπο στην εφτακολυμπήθρα, είναι οι Μοίρες και μοιραίνουνε και τα ριζικά και κρένουνε. Είναι και η δικιά μου μοίρα να λουστεί, να χτενιστεί, να ’ρθει απόψε να μου πει». Κατάλαβες; Το είπες τρεις φορές και κοιμήθηκες. Το βλέπεις στον ύπνο σου. Ακούς; Έρχεται η Μοίρα και το βλέπεις. Ακούς εκεί; Και το είχα δει ότι θα ’ρθω εδώ. Στο ορκίζομαι το είχα δει. Και τις τρεις φορές που το ’σπειρα είδα τη μια φορά τον άντρα μου όπως ήτανε με ένα ψαρί άλογο και καβάλαγε και… Και το βρήκα το άλογο που είχανε. Ένα ψαρί άλογο, ήτανε καβάλα και ήτανε σαπέρα. Την άλλη βραδιά είδα ότι θα είμαι στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από μέσα θα πάω. Και την άλλη βραδιά είδα το σπίτι του τουτονού του διπλανού του γείτονα, όπως ήρθα και το βρήκα έτσι το είχα δει στον ύπνο μου. Με πέτρα και τούτη η πόρτα έτσι ανοιχτή. Και είχανε μαγαζί τότε εδώ ο δικός μου. Είχε ταβερνούλα και λίγα μπακαλικής εδώ. Και εδώ ήταν ο πάγκος, εδώ. Και τον είδα τον άντρα μου εδώ όρθιο στον πάγκο από τη πόρτα από κει. Εγώ ήμουνα από κει, σε κείνη την αυλή και είδα από τούτην την πόρτα μέσα τον άντρα μου έτσι ακριβώς. Έδωκα, πήρα, δεν ήθελα να ’ρθω, ήθελα να φύγω για έξω. Δεν με έδιωξε η μοίρα, μ’ έφερε εδώ. Άμα είναι μοιραίο δεν σε διώχνει. Ακούς; [00:50:00]Το πιστεύεις; Το ’χω πει χιλιάδες φορές, ότι όπου θα πας είσαι… Είναι γραμμένο να πας. Είναι μοιραμένο απ’ τον Θεό. Το είχα δει, πάει. Και ήτανε τότε ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο μικρός που έφυγε που σου είπα είναι στην Αμερική, και είχε έναν φίλο εδώ σακάτω στη Σπάρτη και του έφερνε συγγέσια από τον Άγιο Ιωάννη τον Πορτοκαλά απέναντι, από εδώ κι από… Πού να θυμηθώ; Κι απ’ τον Αϊ-Γιάννη τον Θεολόγο και ένας δάσκαλος από πάνω, από τον Αϊ-Γιάννη εκεί πέρα. Τέλος πάντων. Και κείνος εκεί τώρα ο φίλος του τον έφερε εδώ πέρα, του λέει… Και τότε ο πεθερός μου ήτανε και ξύπνιος άνθρωπος και του ’λεγε: «Εδώ η αδερφή σου θα ζήσει βασίλισσα». Παίρνανε τότε τυριά από τσοπάνηδες, τριακόσια οκάδες τυριά περνάνε από λιβάδια. Είχε το… Είχε ελιές πολλές και τμήματα, τον λέγανε μεγαλονοικοκύρη τότε ας πούμε εδώ. Ο κουνιάδος μου είχε φύγει για την Αμερική, τον Καναδά. Μοναχός του ήτανε τότε ο άντρας δω. Οι κουνιάδες μου ήτανε παντρεμένες οι δύο εδώ, η μία στον Αϊ-Γιάννη και η άλλη στον Κλαδά. Η τρίτη η κουνιάδα μου είχε φύγει… Την είχε πάρει ο αδερφός της στον Καναδά κι ήτανε στον Καναδά. Εκείνη είχε φύγει τον Μάη, ξέρω πότε, κι εγώ ήρθα τον Οκτώβρη, δηλαδή την ίδια χρονιά. Και θέλω να σου πω ότι δεν βρήκα κανέναν εδώ και λέει ο αδερφός μου «Τα ’φτιαξε πια». Εγώ τότε, καμάρι, δεν μπορούσαμε να πούμε όχι. Άμα λέγαμε όχι δεν μας πέρναγε, δεν μας πέρναγε. Της έλεγα της μάνα μου «Δεν θέλω, μάνα, να πάω. Δεν πάω εκεί». Του ’λεγε: «Ρε Γιάννη, δεν θέλει. Δεν θέλει.». «Άσ’ την την Μαρία. Ας λέει. Εκεί θα ζήσει. Δεν θα πάει να αγοράζει με το μπουκαλάκι λάδι στα μπακάλικα. Θέλω να τα ’χει όλα, να μην πεινάει. Να τα ’χει όλα, να μην πεινάει», έκανε ο αδερφός μου.

Α.Β.:

Και πότε πρωτοσυναντήσατε τον άντρα σας;

Μ.Α.:

Τον συναντήσαμε, μάνα μου… Με έφερε… Ήρθα κάτω εγώ εδώ. Μου λέει ο πατέρας μου, είχε έρθει τότε ο πατέρας μου και μου είπε: «Παιδάκι μου», μου λέει, «Άμα είναι καλά και λέει ο αδερφός σου», μου λέει, «Θα δούμε άμα είναι καλά». Μου λέει: «Δεν πας εσύ», μου λέει, «Ο πατέρας μου να δεις;». Να δεις το τυχερό. «Δεν πας εσύ», μου λέει, «Κάτω…». Είχα μια ξαδέρφη πρώτη παντρεμένη… «Να πας στην ξαδέρφη σου, να δεις το σπίτι τους αν είναι καλά, να πας... Και να το αποφασίσουμε, αλλιώς μην το αποφασίζουμε». Και κατεβαίνοντας στη Σπάρτη με είδανε και με βουτήξανε. Με είδανε ας πούμε ο πεθερός μου, ο αδερφός μου ήτανε κάτω, δεν είχε έρθει απάνω. «Α, η Μαρία κατέβηκε κάτω». Και ήρθαμε εδώ πέρα με τον αδερφό μου μαζί και μας έκανε το τραπέζι εδώ πέρα και το βράδυ που θέλαμε… Το απόγευμα που θέλαμε να φύγουμε του λέω: «Γιάννη, δεν… Να μην το κλείσεις, δεν θέλω. Δεν θέλω. Όχι». Του λέει ο πεθερός μου «Άι κοντά κι εσύ, βρε», του λέει. «Άντε κοντά κι εσύ», του λέει. Και ήρθε κοντά μας. Ήρθε κοντά μας στην Αράχοβα, ξενύχτησε εκεί, κοιμήθηκε. Μετά μου ’λεγε η αδελφή μου που ήτανε πίσω «Τώρα ήρθε», λέει, «Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήρθε ο γαμπρός και βάζουμε τους γαμπρούς μέσα και μετά τους διώχνουμε». Και έγινε, ήθελε και δεν ήθελε. Άσ’ τα σου λέω. Μη σου ζητάω. Όταν είναι τυχερό…

Α.Β.:

Και πώς νιώθατε όταν–

Μ.Α.:

Α;

Α.Β.:

Όταν πρωτοήρθατε εδώ στο σπίτι και τον συναντήσατε. Πως νιώθατε εκείνη τη βραδιά;

Μ.Α.:

Πώς να νιώθαμε καμάρι, τότε; Εγώ τότε ήμουνα νύφη και κοίταγα και χόρευα. Και μετά πήγαμε μέσα στο ξενοδοχείο, αλλά εδώ πέρα είχανε τότε ακόμα ζώα. Μετά πήραμε το τρακτέρ μας, είχαμε ζώα εδώ κι αυτά κι ήρθε ο πεθερός μου στο ξενοδοχείο και του λέει: «Άντε, Δήμο», του λέει, «Εκεί πέρα τώρα είναι τα ζώα, είναι η μάνα σου μοναχή» κι αυτά. Μας ξεσήκωσε από τη Σπάρτη. Πώς νιώθαμε; Όπως νιώθουν όλες οι κοπέλες. Μετά γνωρίζεσαι, μωρέ. Δεν είναι τίποτα. Γνωρίζεσαι μετά.

Α.Β.:

Ωραία! Και κάνατε–

Μ.Α.:

Δεν είσαι παντρεμένος, ε;

Α.Β.:

Όχι.

Μ.Α.:

Όχι; Σου εύχομαι να παντρευτείς! Θα νιώσεις καλά, θα νιώσεις. Όταν είναι τότε το πρώτο είναι καλά.

Α.Β.:

Περίπου ποια χρονιά παντρευτήκατε;

Μ.Α.:

Το ’60, καμάρι. Τέλη του ’60. Κατάλαβες πόσα χρόνια είμαι εδώ; Εξήντα, εξήντα ένα χρόνο πάω. Το ’60, τέλη του Οκτώβρη παντρευτήκαμε. Λέω ότι είναι τυχερό, πάει. Είναι τυχερό. Άμα είναι τυχερό δεν τα αποφεύγεις. Δεν ξέρω. Έτσι λέω. Άλλοι το αποφεύγουνε. Το χαλάνε το ένα, παντρεύονται, διώχνουνε το παιδί τους, διώχνουνε τη γυναίκα, χωρίζουνε. Δεν είναι πια να χωρίσεις. Ή θα κάνεις υπομονή. Ή ο ένας ή ο άλλος θα κάνει υπομονή. Δεν μπορεί. Δεν είναι μια καρδιά και στους δύο. Έτσι δεν είναι; Κάτι θα σου πει ο άντρας σου, εσύ δεν πρέπει να θυμώσεις. Εσύ θα του πεις κάτι… Θα τα βρεις. Δεν είναι έτσι, είναι έτσι. Πάει, τελείωσε. Δεν είναι να βαράς και το μαχαίρι γροθιά, αλλά τώρα είναι… Στα βαράνε, μη φοβάσαι. Δεν σηκώνουνε κουβέντα.

Α.Β.:

Μέσα στην οικογένεια τη δικιά σας ποιος ήταν ο ρόλος σας σαν γυναίκα; Ήσασταν υπό του άντρα σας;

Μ.Α.:

Εδώ;

Α.Β.:

Ναι.

Μ.Α.:

Όχι. Ήτανε και η πεθερά μου που έκανε… Δεν μπόρηγα να μιλήσω εγώ μέσα εδώ. Ναι. Ήτανε η νοικοκυρά. Δεν μπορώ να της πω εγώ, να της βάλω… Ό,τι έλεγε εκείνη το έκανα εγώ, δεν υπήρχε λόγος. Αν έπιανε και κάνα κουτσομπολιό μόνη της, λέω: «Δεν το είπα εγώ έτσι, δεν το είπα». Με πιστεύανε, δεν ήμουνα τέτοια. Άμα… Γιατί οι πεθεράδες, όπως να το κάνεις, δεν είναι… Κάτι θα βρουν της νύφης να της… Να την… Πώς να το πούμε; Να την κατηγορήσουνε, μωρέ παιδί μου. Αλλά όχι, δεν συνέβαινε τίποτα. Δεν έζησε και πολλά χρόνια. Δέκα χρόνια ζήσαμε μαζί. Πέθανε το ‘70. Ήτανε 70 χρονών, πέθανε το ’70. Αλλά ήτανε λίγο σκληρή και αγράμματη. Και άμα… Ό,τι να της έλεγες το ’παιρνε και λίγο στραβά. Αλλά ο πεθερός μου ήτανε ξύπνιος και καλός άνθρωπος και την περάσαμε δηλαδή… Τι να σου πω; Με το όνομά μου στο στόμα του έφυγε. «Μαρία» και «Μαρία» και «Μαρία» το πήγαινε.

Α.Β.:

Και κάνατε παιδιά; Σωστά;

Μ.Α.:

Και κάναμε τα δυο κορίτσια, καμάρι. Και τι να κάνουμε; Λέγαμε… Μπορεί να κάναμε κι άλλο κανένα και έλεγε τώρα ο άντρας μου «Θα λέει», λέει, «Ο πατέρας μου ότι δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε και κάνουμε όλο παιδιά», λέει και δεν… Δηλαδή δεν ήθελε να κάνει ενώ έπρεπε να ’χω άλλο ένα παιδί εγώ, να ’χω παρεΐτσα δω χάμω τώρα.

Α.Β.:

Υπήρχε διαφορά στο να κάνει κάποιος αγόρι ή κορίτσι;

Μ.Α.:

Τώρα τα είχα τα δυο κορίτσια το ήθελα. Βέβαια ήθελα να είναι αγόρι. Και το δεύτερο να ήταν αγόρι το ήθελα. Αλλά καλό είναι η αλλαγή. Γιατί το αγόρι το ’χεις, γιατί είναι δικό σου. Είσαι στο σπίτι σου ας το πούμε. Το κορίτσι είναι ξενογωνιά. Δεν είναι; Τα αγόρια είναι στο σπίτι. Πού θα πάνε; Δηλαδή και να παντρευτεί θα την πάει μέσα τη γυναίκα.

Α.Β.:

Και ήρθε η Χούντα.

Μ.Α.:

Ε;

Α.Β.:

Ήρθε η Χούντα.

Μ.Α.:

Ναι.

Α.Β.:

Πώς τη ζήσατε εσείς τη…;

Μ.Α.:

Τη Χούντα; Πώς το τώρα… Η Χούντα, τι ήτανε τώρα η Χούντα; Η Χούντα τι ήτανε τώρα;

Α.Β.:

Ο Παπαδόπουλος… Αυτό.

Μ.Α.:

Α!

Α.Β.:

Είδατε–

Μ.Α.:

Εκείνη, ναι… Ήτανε το… Καλά λες, το ’67; Ναι. Τον πήραν τότε τον δικό μου στρατιώτη. Δεν ξέρω πού τον πήρανε. Τον είχανε, τον επιστρατεύσανε το ’67. Τον πήρανε. Τώρα πώς τη ζήσαμε και κείνη τη Χούντα με τον Παπαδόπουλο, κακό και μεγάλο. Δεν είδες εκεί που σκοτώθηκαν τα παιδιά για να ελευθερώσουν τον κόσμο από τη Χούντα; Σκοτώθηκαν τα παιδιά, τα πατήσανε με τα τρένα και με τα… Με τα…

Α.Β.:

Είδατε–

Μ.Α.:

Κακό και μεγάλο ήτανε. Και τον δικό μου σου λέω τον πήρανε. Αλλά τώρα που τον πήγανε, δεν θυμάμαι πού τον πήγανε. Απάνω στην Αθήνα, αλλά δεν έχω ιδέα, δεν θυμάμαι. Ναι, εγώ τότε τα ’χα μικρούλια τα παιδιά μου. Το ’67 ήτανε μικρά.

Α.Β.:

Είδατε διαφορά στην καθημερινότητά σας με τη Χούντα;

Μ.Α.:

Εμείς εδώ στο σπίτι την ίδια δουλειά είχαμε, καμάρι. Συνέχεια. Τα παιδιά, τη δουλειά σου, να σκουπίσεις, να μαγειρέψεις, να κάνεις καμιά δουλειά έξω κι αυτά. Δεν θυμάμαι να ’χαμε διάφορα τίποτα. Δεν το κρατήσαν και πολύ κι αυτόν, δεν ξέρω, δυο-τρεις μήνες απάνω; Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο έμεινε.

Α.Β.:

Και μετά ήρθε ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, η Μεταπολίτευση.

Μ.Α.:

Κι ο Καραμανλής καλός, αλλά εγώ με τον Παπανδρέου είδα άσπρη μέρα με τον κόσμο εδώ. Ο Παπανδρέου εκεί που έπεσε ο κακομοίρης, ας είναι άγια τα χωματάκια του, μόλις βγήκε ο Παπανδρέου τότε έχει… Είχε η πεθερά μου έναν αδερφό έξω στον Καναδά, ανύπαντρος κει σαπέρα, και ήρθε βόλτα. Τότε ήταν όλα καλάμια, καλαμιώνες, παλιόσπιτα εδώ. Μην κοιτάς τώρα. Πώς ήτανε; Πάνω είχανε καλάμια και τα ’χανε βαρέσει με ασβέστη και χάμω είχανε χώμα και το ’χανε και το χώμα βαρέσει με ασβέστη να είναι άσπρο. Καλάμια. Και εκείνο το σπίτι όλο καλαμιώνα κι εγώ τα μετέτρεψα και τα ’φτιαξα λίγο. Και από κάτω απ’ το πλακάκι είναι μωσαϊκό. Γιατί το ’χαμε τότε στην ταβέρνα, ρίξαμε μωσαϊκό. Και είχαμε ταβέρνα, τους τηγάνιζα μπακαλιάρια, τους τηγάνιζα… Λέγαν: «Πάμε στη Μαρία», δεν λέγαν: «Στη Μαρία του Δήμου». Ο άντρας μου τον λέγαν Δήμο. [01:00:00]Λέγαν τον πεθερό μου Χαραλάμπη και λέγανε: «Πάμε στη Μαρία του Χαραλάμπη να φάμε μπακαλιαράκια» και ερχόντουσαν. Γεμάτο, τούτο ήταν όλο γεμάτο μέσα κόσμο. Και όλοι νέοι από τη Σπάρτη, τι… Και σβήναν τα τσιγάρα χάμου κι αυτά και έριχνα εγώ και σκόνες και τέτοια να καθαρίσει η μαυρίλα και είχε λίγο χαλάσει και μετά έβαλα τώρα το πλακάκι. Μετά έβαλα… Το νηπιαγωγείο, εγώ το ’φερα εδώ πέρα το νηπιαγωγείο πρώτη φορά. Το… Αφού το διώξαμε από ταβέρνα, το βάλαμε νηπιαγωγείο και κάναν τρία χρόνια. Μετά οι κοπέλες οι νεαρές που ’χαν τα παιδιά τους δεν θέλανε να… Θέλανε να τα πάνε κάτω που ήτανε η πιτσαρία πρώτα, εδώ κάτω στο κάτω μέρος του χωριού, ήταν πιτσαρία, με μεγάλη αίθουσα. Είναι στον Καναδά το παιδί αυτό που το ’χει. Και το ’χαν πιτσαρία και ’θελαν να το πάνε εκεί κάτω. Εγώ τότε πάλι μου λέγανε ότι «Διώχτους, γιατί είναι κρατικοί και θα… Άμα δεν μπορείς να τους διώξεις τώρα θα το χεις… Να τους έχεις αιώνια εκεί μέσα». Και τους λέω: «Θέλω να το φτιάξω», λέω, «Γιατί είναι από πάνω με καλάμια και αυτά και θέλω…». «Γιατί», λέει, «Κυρία Αλημίση, θέλεις να διώξεις τα παιδιά απ’ το σπίτι;», Είχα είκοσι δύο-είκοσι τρία παιδιά τότε εδώ. Λέω: «Γιατί θέλω να το διορθώσω, λίγο γιατί δεν είναι όπως πρέπει καλό. Να το διορθώσω λίγο. Κι αφού έχουνε βρει τα… Οι γυναίκες εκεί κάτω…». Και τα διώξανε το νηπιαγωγείο. Και θέλω να σου πω ότι… Και ήμουνα εγώ τότε τα... Δεν ήθελα να έρχεται η άλλη να σκουπίζει και να τα αφήνει όξω και να μου λέει πέτα τα και το ένα και το άλλο. Τα σκούπιζα εγώ, τα μάζευα και της αυλής και όλα και τα πήγαινα και τα πέταγα εγώ. Και τι να κάνεις; Κάπου εμπόδισα. Κάτι ήθελα να πω, δεν το…

Α.Β.:

Είδατε διαφορά στη ζωή σας μόλις ήρθε το ’81 ο Παπανδρέου;

Μ.Α.:

Ναι! Αυτό θέλω να σου πω. Με τον Καραμανλή εντάξει, καλός άνθρωπος ήτανε. Ήταν καλός άνθρωπος ο Καραμανλής, αλλά ο Παπανδρέου κοίτα να δεις. Όταν ήρθε σου είπα ο αδερφός της πεθεράς μου εδώ του λέει του κουνιάδου μου που είναι στον Καναδά, γιατί θείος και ανιψιός ήτανε, και σμίγανε. Και του χάρισε εδώ πέρα όλην την περιουσία του εκείνος, ό,τι είχε στον κουνιάδο μου. Του λέει: «Να μου δώκεις» του λέει, «Το τάδε μέρος κάτω να φτιάξω σπίτι», του είπε ο κουνιάδος μου στον θείο του. Και του λέει: «Θα στα δώσω όλα», του λέει, «Αλλά στην Αράχοβα… Στην Ελλάδα να μην πας, γιατί ζούνε σαν γύφτοι», λέει. Γιατί είχε έρθει εδώ, καλαμιώνες. Έφαγα να τα καθαρίσω. Τι έκανα; Λέει…Λέγανε: «Μπήκε εκείνη η γυναικούλα μέσα και τους ξεβρόμισε». Λοιπόν, και τα καθάρισα. Λέει: «Και μην πας. Θα ζούνε σαν γύφτοι». Λοιπόν, τότε ήρθε ο Παπανδρέου, έδωκε συντάξεις στους ανάπηρους. Έδωκε δηλαδή… Βοήθησε τον κόσμο. Τι να σου πω; Έδωκε λεφτά σε όλον τον κόσμο, ρε παιδί μου. Πήρανε ψυγεία, ο άλλος πήρε... Ο άλλος είχε ένα κλουβάκι κι έβανε το πιάτο του το φαΐ στο κλουβάκι. Λοιπόν, μετά που ’ρθε ο Παπανδρέου όλος ο κόσμος πήρε το ψυγείο του, πήρε την κουζίνα του, πήρε… Συμμορφώθηκε ο κόσμος μετά. Πολύ συμμορφώθηκε. Μετά απ’ τον Παπανδρέου πολύ ο κόσμος συμμορφώθηκε. Και με τον Παπανδρέου, κράτησε τριάντα χρόνια ο Παπανδρέου εδώ, διοικούσανε τα παιδιά, οι Παπανδρεϊκοί. Τριάντα χρόνια κράτησε. Και ξέρεις τι λεφτά είδαμε; Και τα πορτοκάλια μας τα πληρώνανε, γιατί είχαμε εμείς μεγάλο μπαξέ. Είχα πάρει προίκα εγώ, με τα λεφτά που μου δώκανε πήρα… Πουλιότανε τότε μπαξές. Και λέει ο πεθερός μου, με πήγε σε κάποιο κτήμα που ήτανε και ελιές. Μου λέει: «Θέλεις να πάρεις αυτό, Μαριώ, ή τον μπαξέ;». Του λέω: «Αφού ’χουμε κτήματα ελιές ας πάρουμε τον μπαξέ». Και μάζευα σαράντα τόνους πορτοκάλια μόνη μου με τον άντρα μου. Σαράντα τόνους! Πότε τα χάλαγε ο πάγος, πότε τα πουλάγαμε, πότε τα ’κοβε έξω ο κύριος Τουτούλης που έχει τώρα το εργοστάσιο ο πατέρας του, του παιδιού. Μας προτιμούσε και πρώτος πρώτος και «Μαρία, θα κόψουμε αύριο τα πορτοκάλια και θα…», τα ’στελνε έξω. Και τα οικονομάγαμε πολύ με το πορτοκάλι. Δηλαδή τι να σου πω; Φτιαχτήκαμε. Εγώ έχω φτιάξει και στα παιδιά μου Σπάρτη σπίτια. Με τι τα έφτιαξα; Με τις ελιές; Και με τα πορτοκάλια. Κάθε χρόνο σου ’δινε εισόδημα το πορτοκαλί. Και τα μαζεύαμε και μόνοι μας. Και μου ’λεγε ο γαμπρός μου, τούτος εδώ ο Λάμπρος, ήρθε κάποια φορά και με είδε που τα μάζευα μόνη μου και το αυτό και μου ’λεγε: «Χαρά στην υπομονή σου, ρε Μαίρη, Χαρά στην υπομονή σου». Τι να ‘κανα; Ήμουνα και τέτοια που μ’ άρενε να δουλεύω… Όχι μ’ άρενε να δουλεύω. Ήμουνα νέα και έπρεπε να τα κάνω.

Α.Β.:

Στην Αράχοβα μου ’πατε πριν ότι πήγαινε ο ένας και βοηθούσε στο χωράφι του άλλου. Αυτό ίσχυε και εδώ κάτω;

Μ.Α.:

Να πηγαίνει στο χωράφι ο ένας τον άλλον; Τι να το κάνει το χωράφι;

Α.Β.:

Να το μαζεύει…

Μ.Α.:

Α, να το μαζεύει; Όχι. Κοίταξε να δεις, εκεί πάνω ο καθένας είχε το χωράφι του. Και εδώ, δεν μπορείς να πας στου αλλουνού το χωράφι.

Α.Β.:

Εννοώ αν τους βοηθούσε.

Μ.Α.:

Ε;

Α.Β.:

Αν–

Μ.Α.:

Α, να βοηθάς;

Α.Β.:

Ναι.

Μ.Α.:

Ναι, βοηθιόμασταν. Γι’ αυτό, βοηθιόμασταν. Και στα αλώνια. Είδες που σου είπα έφερνε το ζώο ο άλλος κι εγώ πήγαινα σε εκείνον. Με το ζώο ο πατέρας μου βέβαια και εκείνοι, τα αδέρφια μου. Και θέλω να σου πω ναι, βοηθιόμασταν.

Α.Β.:

Αυτό συνέβαινε και εδώ;

Μ.Α.:

Και εδώ; Και εδώ, ναι. Άμα ήθελες πάνε στην άλλη, βόηθαγες δυο μέρες ελιές,  ερχόταν και εκείνη και σε βόηθαγε και στις ελιές. Σύμβαινε και δω. Αλλά τώρα όμως έχουνε μείνει… Είναι οι Αλβανοί τώρα. Δεν έχει… Κανένας δεν μπορεί να μάσει μόνος του τις ελιές. Κανένας. Γεράσανε ο κόσμος. Δεν έχει… Έχει πολλούς γέρους και οι νέοι δεν πάνε. Δεν μπορούνε να τα καταφέρουνε μόνοι τους και είναι οι Αλβανοί τώρα που τις μαζεύουμε.

Α.Β.:

Είπατε ότι το σπίτι εδώ ήτανε με καλαμιώνες κτλ.

Μ.Α.:

Τι ήτανε;

Α.Β.:

Με καλάμια κτλ.

Μ.Α.:

Ναι, ναι.

Α.Β.:

Το σπίτι σας στην Αράχοβα, στις Καρυές, πώς ήταν;

Μ.Α.:

Ήτανε… Ήταν, καμάρι μου, γιατί μας κάψανε και μας… Το φτιάξαμε. Ήτανε… Ένας καθρέφτης ήταν όλο το σπίτι μέσα. Και λέγανε: «Είδες εκείνες τις κοπέλες τι… Πώς το ’χουν κείνο το σπίτι; Κουκλί!». Αφού ήτανε καινούριο. Ταβανομένο απάνω με μπαγλατόπηχες. Το ’χε φτιάξει αδερφός μου με τοιχάκια τέτοια και το ’χε ταβανώσει, με λάσπη ντε από πάνω, το ’χε φτιάξει. Είχανε… Είχε κάνει ντουλάπες ωραίες, είχε… Γιατί σου είπα, δούλευε σε σένα που είσαι μαραγκός κι εγώ σου ’φτιαχνα τον τοίχο, τη λάσπη, εκείνο που ήθελε το σπίτι σου. Βοηθιόντουσαν έτσι, αλλάζανε επάγγελμα. Εγώ του ’φτιαχνα εκείνο και εκείνος μου ’φτιαχνε τις ντουλάπες. Και χάμω είχε πάτωμα που δεν… Και να ’χυνες μια… Ναι, ήτανε το αρσενοθήλυκο που… Ωραίο το πάτωμα. Ενώ τούτο δω που ήρθα εγώ κι εδώ ήτανε καρφοπάτι. Μια τάβλα εδώ, μια τάβλα εκεί, μια τάβλα εκεί και κάτω έβλεπες όλο κάτω τι γίνεται. Καρφοπάτι που το λένε. Ενώ εκείνο μας το φτιάξανε, ήταν καινούριο. Τα ’χε όλα εκείνο κει τώρα. Αφού έγινε καινούριο απ’ την αρχή. Αφού κάηκε έγινε καινούριο. Μας το φτιάξανε, μας το σκεπάσανε, μας βάλανε τα απαραίτητα όλα για να μπούμε και τα υπόλοιπα ό,τι χρειαζότανε τα κάναμε εμείς τα παιδιά, οι άντρες οι μεγάλοι. Τα παιδιά μας, τα αδέρφια μου. Κι εμείς το στολίζαμε οι κοπέλες, το καθαρίζαμε και λέγανε: «Ένα σπίτι που έχουνε!» λέει. Γιατί έλαμπε. Γιατί το καθαρίζαμε, ήταν και καινούριο. Και μόλις ήρθα εδώ εγώ τι να δω τώρα; Κάναν τα καλάμια «φρου φρου φρου φρου φρου». «Φρου φρου φρου φρου φρου» όταν φύσαγε αέρας. Κι έλεγα: «Τι να κάνω εγώ;». «Πώς να ζήσω δω μέσα;» έλεγα. «Πώς να ζήσω;». Από κάτω βάναν της γίδες, βάναν τις γίδες από κάτω και θρέφαν και κουκούλια σε κείνο. Είχε καρφοπάτωμα έτσι άλλο με τα κουκούλια από πάνω κι από κάτω οι γίδες. Κι από το από πάνω στην καμάρα που έχει η καμάρα εκείνο τα κρασιά. Βάλαμε δέκα τόνους κρασιά μέσα που πουλάγαμε εδώ. Και όλα αυτά τα καθάρισα εγώ. Το χάλασα όλο από το… Έχω ρίξει βάσεις από μέσα σε κείνο. Ο μηχανικός ο… Τώρα δεν ξέρω, θα ’χει γεράσει το παιδί κείνο. Μας έριξε βάσεις από μέσα κι έχουμε ρίξει τσιμέντο και χάμω έχουμε βάλει πλακάκι μάρμαρο στη σάλα, μάρμαρο στη κουζίνα μέσα. Και το ’χω κι εκείνο… Και τη σκεπή μου τη φτιάξανε Αραχοβίτες τεχνίτες. Και τους είχα εδώ και κοιμόντουσαν και τους τάιζα και τους… Τη φτιάξανε τη σκεπή. Αραχοβίτες. Γι’ αυτό σου λέω, το καινούριο είναι καινούριο. Ό,τι να το κάνεις, θα το καθαρίσεις, θα φανεί. Το παλιό ό,τι και να το κάνεις θα έπεφταν οι σκόνες, το καθάριζες... Άσ’ τα. Μην τα συζητάς. Πάνω κείνο που είχε τις κόρδες, απάνω είχε κάτσει η σκόνη τάμπα πολύ απάνω σαν μαλλί. Έριξα… Έβαλα την ηλιόσκαλα και τα σκούπιζα κι έπεφτε κάτω το… Η σκόνη, το μπαμπάκι. Έχω τραβήξει πολλά που το καθάρισα. Άσ’ τα. Άσ’ τα. Μην το συζητάς. Τούτα… Δεν μελετιούνται τούτα. Τότε εκείνα τα χρόνια έτσι ήτανε τα παλιά. Εμάς μας κάψανε, αλλιώς και μας πώς θα ήτανε; Μπορεί να ήτανε έτσι κι εμάς στο δικό μας, αλλά αφού μας κάψανε έγινε καινούριο πια. Κατάλαβες; Και όσα καήκανε στην Αράχοβα, φτιαχτήκανε τα σπίτια, τα φτιάξανε. Θέλεις η ΟΥΝΤΡΑ, θέλεις μόνοι τους, θέλεις… Τα φτιάξανε τα σπίτια. Όχι κείνοι μόνο, και όλο το χωριό. Έχει Αμερική πολλή η Αράχοβα τώρα και ο καθένας τα ’χει διορθώσει, τα ’χει φτιάξει ωραία τα σπίτια.

Α.Β.:

Όταν ήρθατε εδώ στο Αφυσσού νιώθατε ξένη; Πώς σας υποδέχτηκε το χωριό;

Μ.Α.:

[01:10:00]Πολύ, όχι λίγο. Πολύ ένιωθα ξένη, γιατί εδώ και το μικρό παιδί με ήξερε. Και το μικρό παιδί με ήξερε. Εγώ δεν τους ήξερα. Έτσι δεν είναι; Και λέγανε: «Ποια είναι εκείνη;», κι αυτά. «Είναι η Μαρία του Χαράλαμπου», με λέγανε. Και τώρα ακόμα «Μαρία του Χαράλαμπου» με λένε, που ήταν ο πεθερός μου. Και θέλω να σου πω, δεν τους ήξερα όλους. «Ποιο είσαι εσύ, καμάρι μου; Εσύ ποια είσαι, καμάρι μου;».  Μετά γνωρίστηκες, αλλά όμως το χωριό μου μού λείπει, ρε καμάρι. Το χωριό μου λείπει. Άλλο η Αράχοβα κι άλλο τούτο το χωριό. Καλά, μπορεί να είναι κοντά στην πολιτεία, αλλά εκείνο έχει καθαρό αέρα. Έχει άλλα χαρίσματα. Έχεις πάει εκεί πάνω; Έχει άλλα χαρίσματα, αλλά δεν έχει κόσμο και κείνο τώρα. Έχει ρημάξει. Γιατί δεν παντρεύονται και τα παιδιά και μείνανε, κατάλαβες; Κι εδώ που είναι πέντε, έξι, εφτά παιδιά να παντρευτούν, ανύπαντρα είναι. Οι Αλβανοί κάτι παιδάκια που μεγαλώσανε, Αλβανάκια. Δεν είναι δικά μας παιδιά. Κάνα δυο οικογένειες έχουνε που ’χουνε μικρά παιδιά. Δεν υπάρχουνε, δεν παντρεύτηκαν τα παιδιά. Τώρα φοβούνται, γιατί και οι γυναίκες τώρα δεν ξέρεις τι θα σου τύχει. Μπορεί να σου τύχει μια ανάποδη, να σου πετάξει και το παιδί στα μούτρα και να φύγει, ε; Τα ακούει, όλα τα ακούει…

Α.Β.:

Να πάμε λίγο–

Μ.Α.:

Θα φρίξεις όταν τα ακούς. Ναι.

Α.Β.:

Να πάμε λίγο πίσω. Η… Πώς επικοινωνούσατε με τη μητέρα σας και τον πατέρα σας όταν ήταν στην Αμερική;

Μ.Α.:

Στην Αμερική; Με το τηλέφωνο. Μιλάγαμε. Μας παίρνανε στο τηλέφωνο και μιλάγαμε. Και τώρα μιλάμε, αλλά δεν μας… Δεν έχω κάρτα για να μιλήσω. Και άμα θα μιλήσεις απλώς με το… Εκεί σε… Μίλησα προχθές, να δεκατριάρι με δυο κουβέντες που είπα. Άμα είχες κάρτα όμως πληρώνεις λιγότερα. Αλλά τώρα εντάξει, μεγαλώσαν και εκεί πέρα και οι αδερφές μου και δυο αδερφάδες που είναι εκεί πέρα και ο Γιώργος ο αδερφός μου. Μεγαλώσανε και τα παιδιά τους, τα παντρέψανε. Έχουνε τα εγγόνια τους. Από δύο, τρεις, πέντε που είναι γίνανε δεκαπέντε-είκοσι τώρα. Κατάλαβες; Που κάναν και τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους.

Α.Β.:

Και εσείς γίνατε γιαγιά.

Μ.Α.:

Ε;

Α.Β.:

Γίνατε γιαγιά κι εσείς.

Μ.Α.:

Εγώ; Δύο φορές γιαγιά. Δύο φορές. Έχω δισέγγονα.

Α.Β.:

Πώς νιώθετε με… Πώς νιώσατε με τα πρώτα σας εγγόνια;

Μ.Α.:

Τα πρώτα εγγόνια; Όλο χαρά ήμουνα. Τα ’παιρνα και όλο τα χόρευα κι όλο τα… Και τα μεγάλωσα εγώ εδώ της κόρης μου της… Ήτανε δασκάλα, ήταν στην Αθήνα. Τώρα πήγαινε εκεί πάνω και μου ’λεγε: «Να βάλω γυναίκα μάνα να το κρατήσει, μου κάνει τα συρτάρια έτσι. Θέλει να πάρει δυο ρούχα να το ντύσει να βγει έξω, τα κάνει τα συρτάρια έτσι». Είσαι σίγουρη αν του δίνει και το αυγούλι του; Είσαι σίγουρη αν…; Δηλαδή Αθήνα, ε; Και της λέω: «Θα το πάρω εγώ το παιδί εκεί κάτω». Το μεγάλωσα το μεγάλο, τον Πασχάλη, που είναι εδώ τώρα. Ο Πασχάλης εδώ είναι αυτός που έχει τα παιδιά του κάνει δύο, ένα κι ένα. Κι ο... Τον Δημήτρη το δεύτερο εγγόνι μου γεννήθηκε με την Ηρώ ίσα εκείνο εκεί. Η Ηρώ είναι τον Γενάρη και εκείνο τις 15 Ιουνίου την ίδια χρονιά. Εκείνος πήγε έξω και σπούδασε στην Ιταλία, έγινε… Αυτός. Αρχιτέκτονας. Και τώρα είναι στην Αθήνα, θα κατέβει το Σάββατο κάτω γιατί θα πάει σε γάμο με την… Έχει βρει μια κοπέλα πολύ καλή.

Α.Β.:

Η γιαγιά μου μού ’λεγε «Του παιδιού μου το παιδί δυο φορές παιδί μου».

Μ.Α.:

Ναι, καμάρι μου.

Α.Β.:

Εσείς πώς το νιώθετε;

Μ.Α.:

Ναι, ναι, ναι! Τα αγαπάς. Τα αγαπάς. Είναι από τον Θεό. Είναι το ίδιο αίμα βλέπεις. Αγαπάς και τα παιδιά σου, αλλά αγαπάς κι αυτά. Δεν μπορείς να μην τα αγαπάς. Τα αγαπάς. Τώρα ο Πασχάλης έχει ένα μικρουλάκι που είναι 3 μηνών; Ξέρω γω τι είναι; Ένα μπαρμπουνάκι. Μόλις το φέρνει εδώ η γιαγιά του, η κόρη μου, «Άσ’ το, μωρέ, λίγο να το δούμε» και «Καμάρι μου» και «Καμάρι μου» και το φιλάω και το ένα και το άλλο. Που είναι δισέγγονο. Άραγε και το εγγόνι; Το εγγόνι το… Αφού τα μεγάλωνα εγώ, σαν να ήτανε δικά μου. Εγώ τα μεγάλωνα, εγώ τα κράταγα στην αγκαλιά μου, εγώ τα σκατοσφούγγιζα, με συγχωρείς πάρα πολύ, και όλα του τα ’κανα. Και το τάιζα και το… Του μαγείρευα. Όλα του τα ’κανα εγώ.  Δεν μου πέρναγε ότι είναι ξένο, μου πέρναγε ότι είναι δικό μου, αφού το ‘χα μαζί μου. Κι όταν το πήγαιναν και στην Αθήνα και καμιά φορά να δούνε το ’παιρναν έξω να βγούνε βόλτα λίγο ο πατέρας του, να το πάνε έξω βόλτα λίγο και να ’ρθουνε. Και τους έφευγε πριν το πάνε καλά καλά έξω για να μην του φύγω εγώ απ’ την Αθήνα και το αφήκω εκεί. Και μόλις ερχόταν αρχίναγε και φώναζε «Γιαγιά! Γιαγιά!» μέσα στο δωμάτιο, εκεί πάνω στην Αθήνα. «Έλα, ρε», του λέω, «Εδώ είμαι, δεν έφυγα». Φοβόταν να μην του φύγω και το αφήκω. Τι να πούμε, καμάρι μου; Δεν τα ’χεις ζήσει, αλλά άμα τα ακούς όμως. Δεν τα ’χεις ζήσει εσύ αυτά.

Α.Β.:

Μου ’πατε ότι δυστυχώς πριν εφτά μήνες έφυγε ο άντρας σας.

Μ.Α.:

Ναι.

Α.Β.:

Πώς νιώσατε μετά από τόσα χρόνια;

Μ.Α.:

Θλίψη, καμάρι μου, στενοχώρια. Θλίψη, και λέω να τον δω μια βραδιά στον ύπνο μου. Λέω να τον δω μια βραδιά στον ύπνο μου, να μου πει κάτι. Ξέρεις τόσο καλός που ήτανε; Μέχρι τελευταία που θα ’φυγε, δεν ξεψύχησε αυτός άνθρωπος εδώ. Δεν ξεψύχησε. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήθελε να με παιδεύει. Δεν ήθελε να με κουράζει. Αφού δεν είχε τίποτα, οι εξετάσεις του ήτανε όλες καλές. Τον φάγανε οι γιατροί με ένα μικρόβιο που δεν μπορούγανε να το σκοτώσουνε. 

Α.Β.:

Μία τελευταία ερώτηση. Είστε εφτά μήνες χωρίς τον άντρα σας.

Μ.Α.:

Χωρίς;

Α.Β.:

Χωρίς τον άντρα σας. Εφτά μήνες;

Μ.Α.:

Εγώ; Ναι.

Α.Β.:

Ναι. Πώς περνάτε την ημέρα σας;

Μ.Α.:

Ε;

Α.Β.:

Πώς περνάτε την ημέρα σας; Πώς νιώθετε;

Μ.Α.:

Τίποτα! Θέλω να πεθάνω, να πάω κοντά του! Τίποτα άλλο δεν θέλω. Είμαι [Δ.Α.] πολύ, καμάρι. Να καταλάβεις ότι ζήσαμε εξήντα χρόνια και μου ’λεγε: «Δεν περάσαμε καλά, Μαρία;», «Καλά, καλά περάσαμε», του ’λεγα εγώ. Δεν ήτανε έτσι άνθρωπος να μου πει, εγώ έκανα κουμάντο, εγώ ό,τι ήθελα να φτιάξω κι αυτά. Δεν ήταν άνθρωπος ιδιότροπος. Και μου ’λεγε: «Σε αγαπάω πολύ, ρε Μαρία. Σε αγαπάω πολύ». Κι εγώ του λέω: «Σε αγαπάω. Γιατί μας έσμιξε ο Θεός;», του ’κανα, «Γιατί ο ένας αγαπάει τον άλλον». Αλλά ξέρω ότι μου λείπει. Τι να κάνουμε; Δεν μπορείς. Πρέπει να κάνεις υπομονή μόνη σου θέλεις, δεν θέλεις. Κατάλαβες; Γιατί τώρα όταν παντρεύεσαι και μετά, δηλαδή σε δένει ο Θεός τόσο πολύ που αγαπάς περισσότερο τον άντρα σου από τον αδερφό σου, από τον πατέρα σου, απ’ τον συγγενή σου κι απ’ όλους. Τον αγαπάς περισσότερο. Έτσι σε δένει ο Θεός. Για να είσαι ευτυχισμένος, έτσι σε δένει για να τον αγαπάς. Περισσότερο απ’ όλους θα τον αγαπάς. Και που δεν ήθελα εγώ στην αρχή τότε κι που ήθελα να τα χαλάσω. Και όμως… Και όμως πέρασα καλά και μου το ’λεγε κι ο ίδιος «Δεν πέρασες καλά;». Να τος ο κακομοίρης ο γέρος. Εδώ ήτανε τώρα τελευταία που τον είχαμε βγάλει. Δεν βλέπεις που είναι και στενοχωρημένος; Τώρα τελευταία που το… Ήτανε ψυχούλα, ήτανε ψυχούλα. Όλα του πέσανε, όλα του πέσανε… Εγώ λέω άμα υπάρχει παράδεισος, είναι στον παράδεισο ο Δήμος. Είναι στον παράδεισο το κακόμοιρο.

Α.Β.:

Ωραία! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη!

Μ.Α.:

Με ευχαριστείς, καμάρι; Αυτά ήθελες να ακούσεις από μένα; Και πού θα τα ακούς αυτά;

Α.Β.:

Σε τρία, δύο, ένα.