© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ένας πρωτοετής σπουδαστής Αρχιτεκτονικής περιγράφει τις εμπειρίες του από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973

Istorima Code
15449
Story URL
Speaker
Χαρίλαος Τζαννετάκης (Χ.Τ.)
Interview Date
22/06/2020
Researcher
Θεόδωρος Τζαννετάκης (Θ.Τ.)
Θ.Τ.:

[00:00:00]Είμαι ο Θόδωρος Τζαννετάκης, είμαι ερευνητής από το Istorima και είμαι μαζί με τον Χαρίλαο Τζαννετάκη. Και ξεκινάμε. Θα ήθελες να μας πεις μερικά πράγματα για τον εαυτό σου;

Χ.Τ.:

Βεβαίως, ευχαρίστως να σου πω μερικά πράγματα για τον εαυτό μου, προκειμένου να καταγραφούν. Είμαι 65 ετών. Γεννήθηκα το 1955, τον Μάιο. Το 1973, τον Σεπτέμβριο, μπήκα στο Πολυτεχνείο, στην Αρχιτεκτονική Σχολή. Το αναφέρω τούτο διότι σχετίζεται με αυτά που πρόκειται να διηγηθώ. Θα σου μιλήσω για πώς έζησα, τι σκεφτόμουν, τι μου συνέβη, για τις ημέρες εκείνες του Πολυτεχνείου και για πράγματα που δεν είδα μετά να γράφονται, ή να τα αφηγείται κάποιος, ή να μιλούν για αυτά. Δεν είναι κανένα μυστικό, απλώς καλό θα ήταν να είναι και αυτά κάπου καταχωρημένα. Θυμάμαι καλά καταρχήν τη χαρά που είχα τότε, παιδί, 18 ετών, 18 ετών και λίγων μηνών που είχα εισαχθεί στην Αρχιτεκτονική Σχολή. Ήταν κάτι για το οποίο προετοιμαζόμουν τρία, τέσσερα χρόνια εντατικά, με κούραση, με κόπο. Και είχε έρθει η ώρα να φοιτήσω στο Πολυτεχνείο. Το 1973 το φθινόπωρο ήταν μία εποχή πολύ ζωντανή πολιτικά. Ζωντανή μεταξύ των νέων, των φοιτητών, των μαθητών. Συνέβαιναν πολλά εκείνο το φθινόπωρο. Και αυτός ήταν ο λόγος που η εγγραφή στο Πολυτεχνείο και η έναρξη των μαθημάτων καθυστέρησε. Το συνηθισμένο είναι τέλος Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου να αρχίζουν τα μαθήματα. Εμείς αργήσαμε. Δηλαδή τον Νοέμβριο άρχισαν τα μαθήματα. Δηλαδή κανένα δεκαήμερο πριν από το κλείσιμο στο Πολυτεχνείο. 17 Νοεμβρίου είναι η μέρα που ξέρεις ως η ημέρα του Πολυτεχνείου. Αν θυμάμαι καλά 13 Νοεμβρίου, νομίζω, ήταν η μέρα ή 12 –δεν θυμάμαι καλά–, ήταν η μέρα που άρχισαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τα μαθήματα θα είχαν αρχίσει, λοιπόν, 2, αρχές Νοεμβρίου. Θα πάω κατευθείαν σε εκείνο το απόγευμα. Το απόγευμα εκείνο που, αν θυμάμαι καλά, ήταν Τετάρτη. Μπορεί να κάνω λάθος. Πάντως ήταν 13 Νοεμβρίου και αυτό πάντα με επιφύλαξη. Αλλά θυμάμαι το απόγευμα εκείνο που είχαμε τελειώσει το μάθημα και είχαμε βγει στο προαύλιο.  Πρέπει να σου μιλήσω για το προαύλιο. Γιατί αυτά που σ’ εμένα φαίνονται δεδομένα και γνωστά, σε έναν τόσο νέο όσο εσύ και οι σύγχρονοί σου δεν είναι γνωστά. Δηλαδή το Πολυτεχνείο τότε, όλες οι σχολές του Πολυτεχνείου ήταν στην οδό Πατησίων. Η Αρχιτεκτονική Σχολή είναι το κτίριο που βλέπει κανείς στο βάθος από την οδό Πατησίων. Δεξιά και αριστερά είναι δύο χαμηλότερα κτίρια. Δεξιά η πρυτανεία και αριστερά ήταν η σχολή Καλών Τεχνών. Όλος ο χώρος ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια δηλαδή την Αρχιτεκτονική που είναι στο βάθος, τα δύο κτίρια που σου είπα και τον φράχτη προς την Πατησίων είναι το προαύλιο, η αυλή. Η είσοδος των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, εκτός από έκτακτες περιπτώσεις, η συνηθισμένη είσοδος ήταν από την οδό Πατησίων. Με αυτή την έννοια, η αυλή του Πολυτεχνείου είχε κίνηση, από εκεί μπαινοβγαίναμε. Ήταν κι άλλες πόρτες ανοιχτές, αλλά από εκεί μπαινοβγαίναμε, όχι μόνο οι φοιτητές αρχιτεκτονικής, που η Σχολή Αρχιτεκτονικής ήταν αυτή που φαίνεται από την οδό Πατησίων, αλλά και φοιτητές όλων των σχολών του Πολυτεχνείου που οι τάξεις τους και τα κτίριά τους ήταν πίσω. Δηλαδή ήταν τα κτίρια που βλέπουν στην Μπουμπουλίνας, στη Στουρνάρη, στην Τοσίτσα. Εν πάση περιπτώσει, όλος αυτός ο κόσμος ή μεγάλο μέρος από αυτό τον κόσμο μπαινόβγαινε από την καγκελόπορτα της Πατησίων. Θέλω να πω ότι εκ των πραγμάτων η αυλή, όπως την περιέγραψα, του Πολυτεχνείου είχε πάντα κίνηση. Εκείνο το απόγευμα… Μάλλον να θυμίσω πάλι κάτι ακόμα. Ότι εκείνη την εποχή είχε αλλάξει η κυβέρνηση. Δηλαδή τι; Είχε γίνει, ήτανε μία έτσι πράξη ώστε να φαινόταν μία μορφή εκδημοκρατισμού, ας το πούμε, της δικτατορίας. Και έτσι είχαν ορίσει ως πρωθυπουργό, ένα πρόσωπο που δεν ξέρω αν έχεις ακούσει για αυτόν, ο [00:05:00]Μαρκεζίνης. Θέλοντας να συμβολίσουν και να δείξουν ότι, εν πάση περιπτώσει, από την ομάδα των στρατιωτικών, αντί να είναι η ομάδα των στρατιωτικών που κυβερνούσε, ότι ήταν ένα πολιτικό πρόσωπο. Εννοώ ένα πρόσωπο που είχε μία ιστορία στην πολιτική μαζί με διάφορους υπουργούς γνωστούς του, φίλους του και άλλους που είχαν ορίσει οι ίδιοι στρατιωτικοί. Δηλαδή ήταν μια εποχή, μια στιγμή, μια περίοδος –απεδείχθη σύντομη αυτή περίοδος ότι είναι– όπου θέλαν να δείξουν ότι είχε εκδημοκρατιστεί κατά κάποιον τρόπο, φιλελευθεροποιηθεί. Εν πάση περιπτώσει, ότι δεν ήταν αυτό που ήταν προηγουμένως. Δηλαδή άλλαζαν ή θέλαν να δείχνουν ότι αλλάζουν πρόσωπο. Αυτό γιατί το λέω; Γιατί φαινομενικά υπήρχε μία ανοχή. Δηλαδή ήταν μία περίοδος που δεν χτυπάγαν τόσο πολύ στις διαδηλώσεις, δεν συλλαμβάναν τόσο κόσμο, ήταν μία εποχή που, νομίζω, εκείνες τις μέρες είχαν αφήσει παιδιά που είχανε πάρει στον στρατό υποχρεωτικά. Αυτό το ύφος ήθελε να δείχνει η κυβέρνηση εκείνη την περίοδο. Αυτό ερμηνεύει κατά κάποιον τρόπο στον δικό μου νου, το γεγονός κάποιας ανοχής. Δηλαδή ποιας; Επί ποίου ανοχής; Για τη συγκεκριμένη στιγμή και ημέρα; Γινόταν μία συγκέντρωση, υπήρχε μία συγκέντρωση φοιτητών μεγάλη στη Νομική Σχολή. Δεν λέω για τα γεγονότα της Νομικής Σχολής. Υπάρχουν και κάτι τέτοιο που είχε συμβεί προηγουμένως. Αλλά εκείνη την ημέρα, λοιπόν, υπήρχε μία συγκέντρωση φοιτητών στη Νομική Σχολή. Υπήρχε μια αναμονή σπουδαστών του Πολυτεχνείου. Εμείς, Θόδωρε, δεν ήμασταν φοιτητές, ήμασταν σπουδαστές. Αυτοί που φοιτούν στο Πολυτεχνείο είναι σπουδαστές. Και είχαμε μείνει στο προαύλιο γνωρίζοντας ότι κάτι συμβαίνει αλλού, έτσι περιμένοντας και κουβεντιάζουμε μεταξύ μας. Και ξάφνου, έρχονταν κατά κύματα παιδιά από τη Νομική καταρχήν, από δηλαδή το κέντρο της Αθήνας, από πλευρά της Ομόνοιας ή από την πλατεία Κάνιγγος, ομάδες παιδιών και μπαίναν μέσα στο Πολυτεχνείο. Άρχισε, δηλαδή, να φαίνεται ότι γεννιέται μια συγκέντρωση μέσα το Πολυτεχνείο. Γέμισε το Πολυτεχνείο, γέμισε η αυλή και ο δρόμος απ’ έξω ήταν γεμάτος. Δηλαδή η κυκλοφορία ήταν δύσκολη, τα τρόλεϊ σταμάταγαν. Και τότε ετίθετο το θέμα στις συζητήσεις που είχαμε μεταξύ μας, στα πηγαδάκια που γινόντουσαν στην αυλή, αυτές τις συζητήσεις εννοώ: «Τι θα γίνει; Τι θα κάνουμε σήμερα; Έρχονται και άλλοι και εμείς τι θα κάνουμε; Θα μείνουμε εδώ; Θα φύγουμε; Θα πάμε σπίτια μας;».  Και τότε αυτό κυριαρχούσε σαν ερώτηση, σαν απορία σε όλους που ήμασταν εκεί, στο προαύλιο εκείνη την ώρα, μεταξύ Πρυτανείας και Σχολής Καλών Τεχνών και μπροστά από το κτίριο της Αρχιτεκτονικής, κοντά στην οδό Πατησίων. Τότε συνέβη το εξής ενδιαφέρον και όμορφο. Ότι μερικά παιδιά… Σου θυμίζω, Θόδωρε, ότι ήμουν δέκα ημερών φοιτητής, ετών 19. Όχι, 18,5. Άρα ήμουν ένας ακροατής ή ένας θεατής των πραγμάτων, δεν ήμουν ο πρωταγωνιστής. Και έβλεπα ομιλητές, παιδιά νέα, μεγαλύτερα όμως από μένα, φοιτητές, σπουδαστές που ανέβαιναν στα σκαλιά. Μετά γνώρισα, κατάλαβα ποιοι ήταν, έμαθα ποιοι ήταν ο καθένας από αυτούς, οι περισσότεροι από αυτούς. Και μίλαγαν από τα σκαλάκια της Πρυτανείας. Ανέβαιναν τα σκαλάκια της Πρυτανείας, μιλάμε για πέντε, έξι, εφτά σκαλιά, τόσο. Να είναι λίγο πιο ψηλά από το κοινό, από το ακροατήριο, από όλους εμάς και απευθύνονταν. Μιλώντας βεβαίως για τη χούντα, ότι «Κάτω η χούντα» και όλα αυτά τα πράγματα, ο καθένας λέγοντας κάτι. Κάτι σε σχέση με το αν πρέπει να μείνουμε ή να φύγουμε από το Πολυτεχνείο. Διότι αυτό ήταν το ζήτημα που θέλαμε να μάθουμε τι θα πράξουμε. Τώρα, τόσα χρόνια που έχουν περάσει, αλλά δεν χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια, λίγο μετά σκεπτόμενος ή κουβεντιάζοντας με τους φίλους μου, με τους γνωστούς μου ή μεταξύ μας, οφείλω να πω και να ταξινομήσω ότι αυτοί που [00:10:00]παρότρυναν να μείνουμε μέσα στο Πολυτεχνείο, ήταν παιδιά που δεν ήταν στις φοιτητικές οργανώσεις. Υπήρχαν τότε φοιτητικές οργανώσεις που ήταν βεβαίως στην παρανομία. Των κομμάτων. Ήταν η Αντι-ΕΦΕΕ φερ’ ειπείν του ΚΚΕ εξωτερικού, ο Ρήγας Φεραίος του ΚΚΕ εσωτερικού, η ΑΣΠΕ, το ΕΛΚΕ. Ήταν βέβαια και κάποιες οργανώσεις πολύ ζωντανές και ενδιαφέρουσες. Η ΕΔΕ, διεθνιστική… Ήταν τροτσκιστές, εν πάση περιπτώσει. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις θυμάμαι καλά ότι ήταν αυτές που αποθάρρυναν το να μείνουμε στο Πολυτεχνείο. Όχι για κάποιον λόγο κακό, αλλά η ερμηνεία ή το επιχείρημα είναι ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν υπήρχε μια βασική αντίρρηση, ή αντίρρηση εξέγερσης, ή αντίρρηση στο να γίνει κάτι για να ανατραπεί το καθεστώς, η κυβέρνηση. Η αντίρρηση ή η διαφορά στις απόψεις ήταν στο αν ήταν η ώρα. Αν ήταν αυτή η ώρα, η κατάλληλη στιγμή.  Οφείλω, λοιπόν, να πω, είναι κάτι που δεν το έχω δει συχνά γραμμένο η ειπωμένο. Ότι παιδιά που δεν ήταν σε οργανώσεις ή δεν ήταν σε κεντρικές οργανώσεις, δηλαδή περισσότερο ανένταχτα παιδιά ή παιδιά που ήταν, ας πούμε, στα μαοϊκά ή στις τροτσκιστικές ομάδες, αυτά τα παιδιά ήταν που παρότρυναν να μείνουμε μέσα στο Πολυτεχνείο. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν αποφασίστηκε εκείνη την ώρα και η παραμονή ή η κατάληψη του Πολυτεχνείου απλώς συνέβη, προέκυψε. Προέκυψε από τους ανθρώπους που ολοένα έρχονταν. Στην αρχή ήταν φοιτητές από τη Νομική Σχολή, ήταν έτσι νέοι άνθρωποι, αλλά σε λίγο άρχισαν να είναι όλοι. Δηλαδή άνθρωποι πιο μεγάλης ηλικίας και όλων των εμφανίσεων. Δηλαδή αναγνώριζες ανθρώπους που ήταν τεχνίτες, ή ήταν υπάλληλοι, ή ήταν από τη γειτονιά, ή ήταν από άλλες γειτονιές, πιο μεγάλους στην ηλικία, ή με εμφάνιση ανθρώπου που είναι εκτεθειμένος στο ύπαιθρο, ένας εργάτης, όλων των λογιών. Ήταν μεγάλη ποικιλία. Για πολύ διάστημα, μεγάλο διάστημα οι αρχές ήταν άφαντες, δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε αστυνομία γύρω γύρω. Δεν θυμάμαι τις ώρες ούτε τις μέρες. Δηλαδή δεν ξέρω, δεν θυμάμαι να πω ποια ώρα ήρθε αστυνομία. Η αστυνομία καταρχήν να περικυκλώσει τον τόπο. Και τον τόπο από πλάγια, όχι από μπροστά. Καταρχήν, η παρουσία της αστυνομίας ήταν από πλάγια, δηλαδή από την οδό Τοσίτσα, τη θυμάμαι. Τη Στουρνάρη δεν τη θυμάμαι, την Τοσίτσα τη θυμάμαι την αστυνομία. Ενώ από τις άλλες μπάντες δεν υπήρχε αστυνομία. Και υπήρχε επαφή με την οδό Πατησίων που περνάγαν τα τρόλεϊ, που γράφαμε χαρτιά και τα κολλάγαμε μπροστά στο παρμπρίζ των τρόλεϊ, στηριγμένα στους υαλοκαθαριστήρες. Συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Αυτό είναι ένα περιστατικό που ήθελα να σου διηγηθώ.  Από κει και πέρα τι συνέβη μέσα εκεί; Άρχισαν τα πράγματα να οργανώνονται περισσότερο. Άρχισαν να υπάρχει φαγητό, υπήρχε μία τροφοδοσία που δεν καταλάβαινα καλά πώς γίνεται. Εμένα μου φέρναν φαγητό φίλοι μου. Υπήρχε φίλος μου, συμφοιτητής μου που μπαινόβγαινε και μου έφερνε φαγητό ή μοιραζόταν φαγητό. Αυτό που υπήρχε σε αφθονία, οφείλω να σου πω, ήταν τα τσιγάρα. Το τι γινόταν από τσιγάρα. Δηλαδή η προσφορά του κόσμου προς τους κλεισμένους φοιτητές, ή σπουδαστές, ή προς τους κλεισμένους γενικότερα αν έλεγε κανείς τι ήταν πάνω πάνω, ήταν τσιγάρα. Πάκοι τα τσιγάρα, πακέτα τα τσιγάρα ή ένα-ένα τα τσιγάρα από τα κάγκελα, από τέτοια. Ήταν δηλαδή κίνηση συμπαράστασης, αυτό, ήταν τα τσιγάρα. Βεβαίως τρόφιμα, δεν θυμάμαι έλλειψη τροφίμων. Και από κει και πέρα, συνέβαιναν πράγματα που εγώ δεν γνώριζα διότι δεν ήμουν μέσα στα κέντρα αποφάσεων. Ότι υπήρχε η συντονιστική λεγόμενη επιτροπή σε ένα κτίριο από τα πίσω κτίρια, αλλά θυμάμαι καλά τις συνελεύσεις της σχολής μας. Διότι εκεί κυκλοφορούσα εκείνες τις ώρες και μέρες. Είχαν ενδιαφέρον αυτές οι συνελεύσεις. Γινόντουσαν σε ένα αμφιθέατρο, νομίζω, είναι το μόνο αμφιθέατρο δηλαδή η μόνη [00:15:00]αίθουσα με τα καθίσματα αμφιθεατρικά. Νομίζω ακόμα έτσι είναι. Αλλά τότε ήταν έτσι. Είναι, μπαίνοντας στο αίθριο του κτιρίου της αρχιτεκτονικής, μετά δεξιά, αμέσως δεξιά, 180 μοίρες δεξιά. Αν πήγαινες, ήτανε μία αίθουσα –ή θα είναι ακόμα, υποθέτω– όπου τα καθίσματα είναι σαν αμφιθέατρο. Οι άλλες αίθουσες ήταν τότε επίπεδες, το δάπεδό τους, και είχαν σχεδιαστήρια μέσα. Ενώ το αμφιθέατρο είχε έδρανα, καθίσματα και τραπεζάκια μπροστά. Και μάλιστα, τα καθίσματα ήταν, αν θυμάμαι, ανακλινόμενα. Ήταν ένα αμφιθέατρο. Εκεί λοιπόν, σε εκείνο το αμφιθέατρο γινόταν της Αρχιτεκτονικής οι συνελεύσεις. Και αυτό που γνώριζα ή που ακούγονταν ήταν ότι οι αποφάσεις αυτών των συνελεύσεων που γίνονταν κάθε τόσο… Θυμάμαι ότι θα είχα βρεθεί –γιατί σε άλλες δεν θα είχα βρεθεί, όποιος ήθελε έμπαινε– σε τρεις-τέσσερις περιπτώσεις, φορές. Μπορεί να ήταν δύο ή τρεις. Πάνω από δύο ήταν.  Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον και, νομίζω, δίνει το κλίμα που υπήρχε μέσα εκεί την πρώτη περίοδο του κλεισίματος, τις πρώτες ώρες, ή τις μισές πρώτες μέρες, ή τα τρία τέταρτα των πρώτων ημερών είναι αυτό που συνέβαινε στη συνέλευση. Που θυμάμαι ότι κατέληγε η συζήτηση στο τι να κάνουμε, τι θα γίνει, τι θα γίνει μετά. Δηλαδή είμαστε κλεισμένοι μέσα, όλα τα μάτια της χώρας και του κόσμου, της Ευρώπης, των σταθμών, ερχόντουσαν τα νέα, ο ένας μίλαγε με τον άλλον. Deutsche Welle, BBC μιλάγαν για την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Δηλαδή τα μάτια του κόσμου ήτανε εκεί. Αυτό αναπτέρωνε το ηθικό και έδινε ίσως μία ευθύνη πάνω στους ανθρώπους που ήμασταν εκεί μέσα και περισσότερο στα παιδιά, σε εμάς, σε αυτούς μάλλον που, κατά κάποιον τρόπο, έπαιρναν αποφάσεις για το τι θα συνέβαινε εκεί μέσα ή μετά από αυτό. Αν υπήρχαν τέτοιοι. Αυτό εκφραζόταν, ή εκφράστηκε, ή μου φάνηκε ότι εκφράστηκε με το ότι κατέληγε η συζήτηση μέσα σε αυτές τις συνελεύσεις της Αρχιτεκτονικής στο ποια κυβέρνηση θα έπρεπε να έρθει στην Ελλάδα μετά το Πολυτεχνείο, αφού θα παίρναμε εμείς την εξουσία. Αυτά ακουγόντουσαν εκεί πέρα. Δηλαδή ομιλητές θέταν το θέμα και ποια θα είναι η επόμενη κίνηση. Μετά, όταν θα έχει το κίνημα των σπουδαστών, φοιτητών, του λαού που συσπειρώθηκε γύρω μας, θα έχει νικήσει και θα έχει φύγει η χούντα. Και τότε τι θα γίνει; Η κουβέντα άρχισε «Ποια κυβέρνηση να είναι;».  Και το δίλημμα ποιο ήταν που ετέθη, Θόδωρε; Ήταν αν θα είναι μία κυβέρνηση από τους παλαιούς πολιτικούς ή αν θα ήταν μία κυβέρνηση εργατών-αγροτών. Και υπήρχε μία αέναη συζήτηση μεταξύ των δύο αυτών γραμμών που θα έπρεπε να ακολουθηθούν. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, μεγάλη εντύπωση; Επαναλαμβάνω, ήμουνα παιδί 18,5 ετών και με φούσκωνε κιόλας ότι ήμουνα μάρτυρας τέτοιων γεγονότων, ότι ήμουνα παρών σε στιγμές που τέτοια πράγματα ελέγοντο και επρόκειτο να αποφασιστούν. Και ακόμα και με τη βοή μου ή με το σήκωμα του χεριού μου θα επηρέαζα από αυτή ή την άλλη άποψη. Αυτό με έκανε και εμένα όπως και με τους συνομιλητές μου και τους φίλους μου να είμαστε, να φουσκώνουμε, να αισθανόμαστε δυνατοί, να αισθανόμαστε ότι έχουμε τη μοίρα της χώρας στα χέρια μας χονδρικά. Για αυτό νομίζω ότι αξίζει να σου διηγηθώ αυτό. Αυτός είναι ο λόγος. Θα σου μιλήσω μετά για τις συνθήκες. Οι συνθήκες ήταν αυτές του ενθουσιασμού που σου είπα, της μεγάλης κόπωσης επίσης. Θυμάμαι, είχα μείνει εκεί τελικά που το μέτραγα, πενήντα δύο ώρες άυπνος. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ξαναμείνει πενήντα δύο ώρες χωρίς ύπνο. Νομίζω ότι είναι μεγάλο διάστημα να είσαι πενήντα δύο ώρες χωρίς ύπνο. Και όχι ξαπλωμένος κάπου πενήντα δύο ώρες ή είκοσι ώρες και τις τριάντα δύο όρθιος. Σχεδόν πάντα όρθιος. Η δε προσπάθεια –ο [00:20:00]ύπνος δεν συνέβη–, προσπάθεια για ύπνο ήταν πάνω σε σκαμνάκια. Τα στρογγυλά σκαμνάκια αυτά που ήταν κοντά στα σχεδιαστήρια, αυτά που είχαν μία βίδα για να ανεβοκατεβαίνουν. Ξύλινα σκαμνάκια, καθόλου μαλακά, χωρίς πλάτη. Λοιπόν, τρία-τέσσερα σκαμνάκια, δεν θυμάμαι πόσα ήτανε για να με χωρέσουν στο μήκος ξαπλωτό πάνω στα σκαμνάκια. Αυτή ήταν η προσπάθεια ύπνου στα τέσσερα σκαμνάκια. Και άλλα παιδιά έτσι, άλλοι κάτω. Εγώ δεν είχα φτάσει να πέσω κάτω, εννοώ στο πάτωμα να κοιμηθώ. Άλλοι πέφταν κάτω και με άνεση κοιμόντουσαν ίσως.  Για την εμφάνισή μου, εντάξει, και για αυτή να σου μιλήσω ήταν η εμφάνιση… Απλυσιά βεβαίως. Βεβαίως δεν υπήρχε θέμα να πλυθεί κάνεις. Η εμφάνιση ήταν αυτό που ήταν εκείνη την εποχή, που ήταν μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους, κατάμαυρα και πολλά ήταν τότε τα μαλλιά μου. Γένια, αξύριστος, γένια, σαν του παπά τα γένια δηλαδή. Μία καπαρντίνα, αυτή με κάνει να θυμάμαι, δηλαδή ο τρόπος που ήμουνα ντυμένος, καμπαρντίνα όχι κάτω από τα γόνατα. Ήταν μία καμπαρντίνα που θα είχα τρία-τέσσερα χρόνια από μαθητής. Πάνω από τα γόνατα ήταν τότε, ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι και μποτάκια. Τα μποτάκια ήταν πάντα. Όχι αθλητικά παπούτσια, τότε δεν φοράγαμε. Τα μποτάκια ήταν αυτά που πολλοί από εμάς φορούσαν. Αυτή ήταν η εμφάνισή μου η οποία ήταν συνηθισμένη, ήταν πολλοί συμμαθητές μου έτσι ή συνήθως έτσι ήταν μερικοί. Δεν είχαν τέτοια μακριά γένια, αλλά αυτή ήταν η μέση εμφάνιση της εποχής εκείνης, έτσι ήμασταν τις μέρες εκείνες. Και γενικά ήταν μία απραγία, οφείλω να πω, δηλαδή ήταν μέσα-έξω. Η δραστηριότητα ήταν να γράφεις πάνω σε χαρτιά που κολλάγαμε πάνω στα τρόλεϊ, είναι αυτό που σου είπα. Αυτό κράτησε αρκετές μέρες που περνάγαν έξω. Κυκλοφορούσαμε πολλοί, δεν ξέρω γιατί, με ένα καρεκλοπόδαρο στο χέρι. Δεν ξέρω υπέρ ποιον και για ποιον λόγο, αλλά ίσως αυτό μας έκανε να αισθανθούμε πιο ασφαλείς. Και πέρναγαν οι ώρες. Και ήταν η μία διανυκτέρευση, πέρναγε και η δεύτερη νύχτα, πέρασαν οι πενήντα δύο ώρες και δεν ήξερε κανείς πόσο θα διαρκέσει αυτό. Το σπίτι μου ήταν κοντά. Ξέρεις, το πατρικό μου σπίτι είναι στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, δηλαδή με τα πόδια είναι ένα τέταρτο. Πάντα με τα πόδια πήγαινα και ερχόμουνα από το Πολυτεχνείο. Μεγάλο προνόμιο αυτό. Και είπα να σηκωθώ, να πάω να ρίξω έναν ύπνο, να δω και τους γονείς μου, που φαντάζομαι ότι θα ήταν πολύ ανήσυχοι. Δεν είχαν νέα μου. Είχα στείλει με έναν φίλο νέα στους γονείς μου ότι είμαι καλά, έναν φίλο και γειτονόπουλο που ήτανε συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο. Και βγήκα. Βγήκα, νομίζω, Παρασκευή πρωί ήταν που βγήκα, μεσημέρι, κάτι τέτοιο, αργά το πρωί για να πάω σπίτι μου, για να ξεκουραστώ και να ξαναγυρίσω. Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Γύρισα σπίτι, με υποδέχτηκαν σαν να είχα γυρίσει από τον πόλεμο ή σαν να ’χα γυρίσει από το υπερπέραν. «Και πώς είναι εκεί; Και πώς κινδύνευσες;», με πολλή αγάπη βεβαίως, αλλά και με φοβερή ανησυχία. Ήταν σπίτι ο πατέρας μου, μου μίλησε πολύ. Ο πατέρας μου, όπως ξέρεις, δούλευε στη «Ναυτεμπορική», έγραφε στη «Ναυτεμπορική» η οποία ήταν στο συγκρότημα των εφημερίδων που τότε ήταν η «Βραδυνή», η «Ημέρα» και η «Ναυτεμπορική». Ιδιοκτήτης ήτανε ο Τζώρτζης Αθανασιάδης, τον οποίον δολοφόνησαν μετά από ένα διάστημα, μετά από δύο χρόνια, τρία χρόνια, τέσσερα χρόνια. Από την εφημερίδα ο πατέρας μου μάθαινε πάρα πολλά πράγματα. Δηλαδή ήταν εφημερίδα, δηλαδή είχαν νέα. Και ήξερε, δηλαδή, την επιρροή, την επίδραση, τον θόρυβο ή τον αντίκτυπο, ας το πούμε έτσι, τον απόηχο των ημερών εκείνων στον κόσμο. Ήξερε, μάθαινε ο ανταποκριτής των Times τι έλεγε, ο Μοντιάνο φερ’ ειπείν. Είχε φίλους που εργαζόντουσαν, αντιπροσώπους –πώς λεγόντουσαν–, ανταποκριτές του ξένου Τύπου. Μάθαινε δηλαδή καταρχήν τι αναμετάδιδαν οι ίδιοι, τι έγραφε ο ξένος Τύπος, διάβαζε ξένο Τύπο όσο μπορούσε να φτάνει στα χέρια του. Και με ενημέρωσε πάνω σε αυτό. Τι είχε συμβεί, τι συνέβαινε, πώς ακουγόταν, τους φόβους του. Γιατί, λόγω της πληροφορίας που είχε, είχε και την πρόβλεψη, είχε είδος πρόβλεψης. Δεν είχε πληροφορία επί του τι θα συμβεί, είχε πληροφορίες γενικώς. Και ως εκ τούτου ήταν έγκυρες οι προβλέψεις του κατά κάποιον τρόπο.  [00:25:00]Όταν, λοιπόν, κοιμήθηκα και ξύπνησα και ήμουν έτοιμος να φύγω, δεν με αφήσαν να φύγω. Δεν με αφήσαν, δεν με άφησαν. Ό,τι μπορεί να κάνει ένας γονιός για να κρατήσει το παιδί του, να του επιβάλει, να το πείσει να μην κάνει κάτι, το κάνανε και δεν έφυγα. Και τότε άρχισαν να γίνονται, να ακούγονται κιόλας σπίτι μας αυτά που ξέρουμε όλοι και μαθαίνουμε και μάθαμε ό,τι συνέβη το βράδυ εκείνο στο Πολυτεχνείο. Ήμουν σπίτι μου. Επ’ αυτού δεν έχω να σου πω τίποτα. Είναι όλα όσα έμαθα εμμέσως και είναι γνωστά σε όλους. Δεν έχω μαρτυρία, δεν ξέρω. Άλλα παιδιά φύγαν και έχουν εμπειρίες πώς κρυφτήκαν σε πολυκατοικίες, σε διαμερίσματα, σε γειτόνους, πώς διέφυγαν και πολλά άλλα που συνελήφθησαν. Πιάστηκαν πολλοί εκείνο το βράδυ. Και βέβαια το πόσοι χτυπήθηκαν, αυτό είναι γνωστό σε όλους. Νομίζω, ενδιαφέρον θα είχε να σου έλεγα και το μετέπειτα. Δηλαδή τι συνέβη μετά. Καταρχήν, το Πολυτεχνείο κλειστό, σε όλους γνωστό αυτό. Όχι μόνο το Πολυτεχνείο, όλες οι σχολές κλειστές. Πολλά παιδιά πιασμένα, λίγους αφήναν, μερικούς τους κρατούσαν και φαίνεται, όχι φαίνεται, μάθαμε μετά, είναι γνωστό, ότι δεινοπάθησαν για άλλη μία φορά. Μεγαλύτεροι, τους ξέρω, τους θυμάμαι. Μετά ερχόντουσαν ένας-ένας. Ας πούμε ποιο είναι το μετά; Το μετά είναι, δεν θυμάμαι σε πόσο διάστημα, αλλά όχι σε σύντομο, όχι σε διάστημα ημερών. Νομίζω πριν το τέλος του χρόνου ή με τον καινούργιο χρόνο, δεν θυμάμαι. Εβδομάδες μετά, ίσως δυο μήνες μετά, δυόμισι μισή μήνες μετά που μπορούσες να πας στη σχολή για τα μαθήματα, αρχίζαν τα μαθήματα. Ενδιαφέρον έχει να πει κανείς την εικόνα, πώς πρωτοπήγαμε. Πώς πρωτοπήγαμε και πώς γυρίσαμε για πρώτη φορά στο κτίριο εκείνο, στον τόπο. Ήτανε σκηνές, κλίμα, ατμόσφαιρα τρόμου. Ήμασταν πολύ φοβισμένοι και ήταν φανερό, ο καθένας μόνος του και έβλεπα και τους άλλους. Και ησυχία. Και πολλοί λείπανε, ήτανε σαν να μετριόμαστε. Λείπαν από την τάξη μου, όχι, κανένας δεν είχε πιαστεί. Αλλά από τις μεγαλύτερες τάξεις, από το τρίτο έτος, τέταρτο έτος, βεβαίως και από το πέμπτο έτος ήταν πολλά παιδιά που ήτανε πιασμένα.  Και καθώς πέρναγαν ο καιρός, εμφανιζόταν η –μου είπες να μην λέω ονόματα– ή ο και τον έβλεπες μελανιασμένο, χτυπημένο. Και η υποδοχή ήταν σαν να γυρνάει –τι να πω– ο αιχμάλωτος πολέμου, να τον αφήνουν και να γυρνάει πίσω. Ήτανε υποδοχή ηρώων κατά κάποιον τρόπο. Δηλαδή όχι με την έννοια της συγκέντρωσης γύρω ανθρώπων και φωνών και λοιπά, αλλά με την έννοια της τρυφερότητας, και της προσοχής προς αυτά τα πρόσωπα, και της σημασίας, και του σεβασμού, και της εκτίμησης. Δηλαδή τα πρόσωπα αυτά που αφήνονταν τότε, που ήταν σαφές ότι ήταν χτυπημένα και είχαν δεινοπαθήσει, ήταν στην εκτίμησή μας πολύ ψηλά, ανεβασμένα εν πάση περιπτώσει. Τι να πει κανείς για εκείνες τις μέρες; Ναι, γινόντουσαν τα μαθήματα, άδεια η αυλή. Οι οργανώσεις ήταν διαλυμένες πια. Δηλαδή ήταν χτυπημένες και αποδεκατισμένες ίσως να είναι η λέξη. Ήταν πιασμένοι οι άνθρωποι. Τότε, λοιπόν, ήταν που συνέβη και είχα και τις τύψεις από το γεγονός ότι δεν ήμουνα την καίρια στιγμή εκεί. Αλλά είχα και πάντα το θέμα αυτό που με ερέθιζε και με έλκυε κατά κάποιον τρόπο.

Χ.Τ.:

Κι εκείνη την εποχή, δεν θυμάμαι πώς πρωτοέγινε αυτό, βρεθήκαμε με ένα παιδί του τέταρτου έτους, δεν θα σου πω το όνομά του, από τα πολύ καλά παιδιά, ο οποίος μου είπε αν θα ήθελα να ενταχθώ επειδή έχουνε πραγματικά αραιώσει οι τάξεις της οργάνωσης, να ενταχθώ στην οργάνωση Ρήγας Φεραίος. Την οργάνωση Ρήγα Φεραίο φυσικά την ήξερα. Δεν θα σου μιλήσω γιατί μπορεί να διαβάσεις παντού τι ήταν. Ότι ήταν το ΚΚΕ Eσωτερικού, πώς εξελίχθηκε, πώς άρχισε. Πάντως ήταν ένα… Καλά, υπάρχουν οι μορφές οι πρώτες, οι ιδρυτικές της νεολαίας του Ρήγα Φεραίου. Εν πάση περιπτώσει, το μικρό του όνομα [00:30:00]άφησέ με να στο πω, ο Βαγγέλης, λοιπόν, με ρώτησε αυτό, του απάντησα βεβαίως και από τότε αρχίσαμε να συναντιόμαστε και να μου μιλάει. Μου έκανε μάθημα το οποίο ήταν πολύ ενδιαφέρον. Διότι εκτός από την κουβέντα, η οποία κουβέντα ήταν θεωρητική περί μαρξισμού, περί λενινισμού για την Οκτωβριανή Επανάσταση, μου έδινε βιβλία. Θυμάμαι το «Τι να κάνουμε» του Λένιν. Μου είχε δώσει να διαβάσω και άλλα βιβλία που για μένα ήταν η πρώτη επαφή. Πού συναντιόμασταν; Σε παγκάκια στο Πεδίο του Άρεως. Σαν να πηγαίναμε βόλτα δύο φίλοι και κάθε μέρα μεσημέρι. Και μου μίλαγε πάρα πολύ. Με ενδιέφερε το θέμα αυτό, βεβαίως σαν θεωρητική ενημέρωση. Δεν είχαμε φτάσει ποτέ σε κανένα σημείο να μου έχει αναθέσει κάτι. Δηλαδή ήταν ένας προσηλυτισμός, ας το πούμε έτσι, μία διδασκαλία που μου έκανε, ήτανε ο ινστρούκτοράς μου, έτσι λεγότανε. Δεν είχε δηλώσει ο ίδιος ποτέ με αυτή την ονομασία, την ιδιότητά του, αλλά αυτό ήτανε. Οφείλω να πω ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με αυτή τη βιβλιογραφία, τη μαρξιστική βιβλιογραφία και την ανάλυση αυτή. Ιδέα δεν είχα μέχρι τότε.  Διότι το σπίτι μου, ναι μεν η οικογένειά μου ήτανε δημοκρατική, αντιδικτατορική, αλλά δεν ήταν ποτέ ο πατέρας μου στο ΚΚΕ, δεν ήταν ποτέ κομμουνιστής. Φίλους είχε. Δηλαδή ήταν φίλος μεταδικτατορικά, είχαν έρθει σπίτι μας, τον ήξερα πολύ καλά τον Ηλία Ηλιού, τον Αντώνη Μπριλάκη. Αυτά είναι πρόσωπα ιστορικά. Είχε φίλους από τα νιάτα του, από την εποχή που ήταν, τη δεκαετία του ’50, βουλευτής. Και εν πάση περιπτώσει ήταν με την αστική αριστερά. Ας μην σου πω, δεν είναι αυτό το θέμα μας, την ιστορία του πατέρα μου. Αλλά κομμουνιστής ή μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ήταν και δεν μας μίλαγε και για αυτό. Άρα ναι μεν ήμουνα γαλουχημένος στις αρχές της δημοκρατίας, του πολιτεύματος του αστικού, στα θέματα τα αντιδικτατορικά. Δηλαδή θυμάμαι φίλους στενούς του πατέρα μου που ήταν πιασμένοι. Ο πατέρας μου είχε μείνει άνεργος, ο αδερφός του πατέρα μου είχε συλληφθεί. Αλλά η βιβλιογραφία η μαρξιστική, δεν ήμουν εξοικειωμένος, δεν ήξερα. Βεβαίως σπίτι μας υπήρχαν, το «Κεφάλαιο» υπάρχει, το έχουμε και εδώ τώρα, από το σπίτι μου το πατρικό το έχω φέρει. Τέσσερεις τόμοι κόκκινοι, δεμένοι. Όχι κόκκινοι, μπορντό που είναι εκεί κάτω. Αυτούς τους θυμάμαι από παιδί. Και άλλα τέτοια βιβλία.  Αλλά, πράγματι όλα όσα μου έλεγε ο Βαγγέλης μού ήταν ολοκαίνουρια. Οπότε η επαφή αυτή με τον Βαγγέλη ήταν μία διδακτική κατάσταση σε συνθήκες παρανομίας. Το κάναμε κρυφά, βρισκόμασταν με φόβο, σχετικό φόβο, βλέπαμε ποιος περνάει, τι είναι αυτός, τι είναι εκείνος, να μην συναντηθούμε στο Πολυτεχνείο μέσα, όταν βλεπόμασταν μέσα –ήταν της σχολής μου, τέταρτο έτος– σαν να μην γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Όλα αυτά που ένα παιδί, κόντευα 19 ετών τότε και 19. Ήταν ο χειμώνας και η άνοιξη του 1974 τώρα που σου μιλώ, για αυτή την περίοδο σου μιλώ. Ήταν γοητευτικά ζητήματα. Δηλαδή εν κινδύνω και με τόσο ενδιαφέρον. Η συνέχεια σαν αξιόλογα περιστατικά, θα μπορούσα σου πω για δυο αγωνίες που μου συνέβησαν. Η μία ήταν όταν πιάστηκε ο Βαγγέλης. Κάποια μέρα ο Βαγγέλης δεν ήρθε στο ραντεβού, τον είχαν πιάσει, όπως έμαθα μετά. Δηλαδή γύρισα την επόμενη, πήγα ανήσυχος στο Πολυτεχνείο, ήβρα συμμαθητές του και μου είπανε ότι ο Βαγγέλης πιάστηκε. Πήγαν σπίτι του και τον πήραν. Τρόμος! Τρόμος, τι θα του κάνουν, τι θα του συμβεί, τι θα πει, τι δεν θα πει. Και τότε ζητώ τη βοήθεια της μάνας μου σπίτι, η οποία μάνα μου κάψαμε όλα τα έντυπα που είχα στον νεροχύτη μέσα. Κακώς διότι θα ήταν συλλεκτικά σήμερα όλα αυτά. Κάτι προκηρύξεις, κάτι έντυπα του Ρήγα Φεραίου. Υπήρχαν κάτι τέτοια πράγματα τα οποία αυτά τα έντυπα των περιόδων παρανομίας πάντα είναι σπάνια. Όπως ξέρεις και αυτά που έχουμε στο αρχείο, που έχει ο πατέρας μου από την εποχή του [00:35:00]Δεκεμβρίου, των Δεκεμβριανών, είναι πολύ σπάνια αυτά τα χαρτιά, γιατί ήτανε μιας εποχής δύσκολης, παράνομης για πολλούς που ήταν στην παρανομία και λοιπά. Θέλω να πω, είναι κρίμα που τα έκαψα με τον φόβο του τι θα συνέβαινε στον Βαγγέλη. Ευτυχώς μετά από… Δεν θυμάμαι, δεν ήταν πολύς ο καιρός αλλά ούτε και λίγος. Δηλαδή δέκα μέρες; Δύο εβδομάδες; Που αφέθηκε ο Βαγγέλης. Δεν συναντηθήκαμε, δεν συναντιόμασταν για μεγάλο διάστημα, δεν θυμάμαι πότε ξανασυναντηθήκαμε, αλλά ήταν καλά. Δεν τον είχαν χτυπήσει ή δεν τον είχα χτυπήσει ιδιαιτέρως. Βεβαίως δεν είναι ευχάριστο, τον είχαν φοβίσει. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να είσαι, δεν ήταν ευχάριστο να είσαι πιασμένος χωρίς αμφιβολία. Το δεύτερο περιστατικό έτσι είναι όταν είχαν περάσει οι μέρες και οι εβδομάδες, δηλαδή είχε μπει η άνοιξη. Θυμάμαι από τα ρούχα που φορούσα. Δεν θυμάμαι να σου πω μήνα. Θα ήταν Μάιος; Γιατί δεν φορούσα πουλόβερ πια, με μπλουζάκι. Μου ήρθε ένα χαρτί στο σπίτι να πάω στην Ασφάλεια για υπόθεσή μου. Αυτό το είπα σε φίλους μου μεγαλύτερους, όχι στην τάξη μου. Στην τάξη μου δεν υπήρχε κανένας με τον οποίο να επικοινωνώ για αυτά τα ζητήματα. Και μου είπαν: «Πρόσεχε τι θα πεις, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις. Δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Μπορεί να σε κρατήσουν, μπορεί να σε αφήσουν», όλα αυτά τα πράγματα. Μην σ’ τα πολυλογώ, με τρόμο μεγάλο εκείνο το απόγευμα βρέθηκα. Νίκας λεγόταν το πρόσωπο το οποίο θα συναντούσα. Δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα. Είχα μάθει το σκηνικό, διότι δεν ήμουν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που είχαν καλέσει κατά αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή ήταν η ελαφριά μορφή επαφής με την Ασφάλεια. Η βαριά ήταν να σε πάρουν από το σπίτι σου. Η ελαφριά μορφή είναι να σε καλέσουν. Ίσως να πεις ότι είναι η πρώτη γνωριμία. Έτσι συνέβαινε συνήθως. Όπως έμαθα αργότερα, ήμουν ο μόνος από τους συμμαθητές μου, από τα παιδιά της τάξης μου που είχε κληθεί στην Ασφάλεια.  Και πήγα ένα απόγευμα. Θυμάμαι για τη ζέστη και την εποχή διότι, παρά το γεγονός ότι δεν χρειαζόταν να φοράω κάτι, είχα ένα πουλόβερ μαζί μου για το ενδεχόμενο μπας και με κρατήσουν σε κάνα υπόγειο. Κρατούσα ένα πουλόβερ που πήρα. Με τρόμο, φόβο, μεγάλο φόβο δεν κράτησε πολύ αυτή η ιστορία, κάνα μισάωρο. Ήταν ένας τύπος απέναντί μου καθιστός, με είχαν καθιστό και μένα και από πίσω μου όρθιος ένας άλλος. Το ήξερα το σκηνικό, μου το είχαν πει. Συνομιλούσα, λοιπόν, από δω και από κει, ήμασταν στο τραπέζι, σε γραφείο στην οδό Μεσογείων, στη Λεωφόρο Μεσογείων με τον κύριο Νίκα απέναντί μου με κουστουμάκι και λοιπά. Μεσαίου μεγέθους. Από πίσω μου στεκόταν ένας τύπος μάλλον εύσωμος, Μπάμπαλης μού είχαν πει ότι θα ήτανε. Δεν θυμάμαι αν ήταν αυτός, νομίζω αυτός ήτανε. Ο οποίος ήταν γνωστός για τη βιαιότητά του και για τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Βεβαίως αναμένοντας απ’ έξω ή ανεβαίνοντας απάνω, έβλεπα παιδιά που τα ανεβοκατεβάζουν από τα υπόγεια προς στα γραφεία, συνήθως σε κακή κατάσταση, δηλαδή κλαμένους, καμία μελάνια. Ήταν ένα σκηνικό πραγματικά τρόμου και πολύ δυσάρεστο. Η κουβέντα ήταν η εξής. «Εσύ που είσαι από οικογένεια από κάποια οικογένεια, από καλή οικογένεια, εσύ που είσαι, λοιπόν, από καλή οικογένεια, να προσέχεις με ποιους κάνεις παρέα». Αυτό ήταν το μότο της κουβέντας. Και: «Πρόσεχε γιατί εμείς ξέρουμε με ποιους κάνεις παρέα. Και δεν πρέπει να κάνεις με αυτούς παρέα» και τέτοια μου λέγαν. Και εγώ τίποτα, τι να τους πω; «Γεια χαρά, γεια χαρά». Και τελείωσε αυτό το επεισόδιο. Μιλάμε για την άνοιξη, τέλος ανοίξεως του ’74. Μετά ήταν ο Ιούνιος του ’74, γνωστό τι συνέβη στη χώρα, που ήρθε ο Καραμανλής και θυμάμαι ότι πηγαίναμε σε συγκεντρώσεις αντικαραμανλικές. Δηλαδή εθεωρείτο, δηλαδή ζούσα σε μία αντίφαση πια. Στο μεν σπίτι μου εθεωρείτο σαν μία… Δεν ήταν καραμανλικός ο πατέρας μου καθόλου, αλλά είχαν φτάσει, φαίνεται, στο σημείο… Ποιοι είχαν φτάσει; Οι ενήλικες, οι μεγάλοι. Είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούν απελπιστική την κατάσταση ώστε να λένε –και θυμάμαι στις κουβέντες που υπήρχαν, θα σου πω τι εννοώ κουβέντες, που [00:40:00]υπήρχαν στο σπίτι μου– «Ας έρθει ο Καραμανλής». Δηλαδή αυτό που ζούσα σπίτι μου ήταν μία αποδοχή. Ενώ αυτό που ζούσα στο Πολυτεχνείο, στη σχολή μου, ήταν μία απόρριψη. Και βεβαίως ακόμα ήμουν και είμαι ακόμα και σήμερα, είχα προσχωρήσει σε αυτή την άποψη. Ότι δεν έπρεπε να ήταν ο Καραμανλής, αλλά έπρεπε να ήταν κάτι καλύτερο. Χωρίς να έχει διατυπωθεί από κανέναν ποιο θα ήταν το καλύτερο. Με αυτή την έννοια σε μεγάλες συγκεντρώσεις που γινόντουσαν, εννοώ στην περίοδο την μεταξύ, δηλαδή που δεν υπήρχε τίποτα, δηλαδή είχε φύγει το ένα, είχαν εξαφανιστεί η κυβέρνηση και δεν είχε εμφανιστεί η διάδοχη κατάσταση. Δηλαδή στην ενδιάμεση περίοδο, που δεν σου λέει εσένα τίποτα καθώς το διηγούμαι, αλλά σε όλους τους ανθρώπους της ηλικίας μου, και τους μεγαλύτερους ή τους λίγο μικρότερους, κάτι μπορεί να τους λέει, κάτι τους λέει ασφαλώς. Θυμούνται εκείνη την περίοδο. Ενδιαφέρουσα. Κενό εξουσίας. Αυτός είναι ο ορισμός του κενού εξουσίας. Και θυμάμαι ότι πήγαινα σε συγκεντρώσεις και ζωηρά με την ομάδα του Ρήγα Φεραίου, εν πάση περιπτώσει. Τα διάφορα μπλόκα πλέον είχαν εκδηλωθεί, οι οργανώσεις ήταν φανερές, οι ομάδες των ανθρώπων. Φωνάζοντας φυσικά συνθήματα αντιχουντικά αλλά καθόλου φιλοκαραμανλικά. Δηλαδή ήτανε… Δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με αυτό που επρόκειτο να συμβεί και βεβαίως χαρούμενοι για αυτό που συνέβη. Δηλαδή ότι είχε πέσει η χούντα. Λοιπόν, γινόντουσαν τέτοιες συγκεντρώσεις σε όλη την Αθήνα με αυτό το κλίμα, το περιεχόμενο. Είναι γνωστό, δεν θα σου μιλήσω για την ιστορία, για το Κυπριακό, για τη νέα κυβέρνηση και όλα αυτά. Αξίζει ίσως να σου θυμίσω ότι ο πατέρας μου πήρε μία κυβερνητική όχι, δεν ήταν σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. Τον είχε καλέσει ο Καραμανλής, του είχε τηλεφωνήσει να πάει να γίνει υποδιοικητής στην Εθνική Τράπεζα. Ήταν 52 ετών. Διοικητής έγινε, θα γινόταν και έγινε ο Άγγελος Αγγελόπουλος, καθηγητής του πατέρα μου. Και θυμάμαι να έχει ρωτήσει τους φίλους του και περισσότερο τον Ηλία Ηλιού: «Να πάω;». Και τον είχε ενθαρρύνει να πάει, να πάει σε αυτή τη δουλειά, στη θέση, να προσφέρει. Γιατί εθεωρούντο ότι όλα ήταν σε κατάρρευση. Η οικονομία, οι δομές, οι οργανισμοί ήταν στα χέρια διεφθαρμένων, χουντικών. Ετίθετο ένα θέμα κάθαρσης παντού και οικονομικής εξυγίανσης. Δεν ξέρω τα μεγέθη, δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό, δεν ξέρω σε σχέση με το σημερινό χάλι τι ήταν εκείνο. Αλλά εθεωρείτο ότι η χώρα βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο δυνατοτήτων και συνθηκών. Μόνο κάτι λίγο ακόμα θα σου πω γιατί αξίζει τον κόπο. Τι συνέβη όταν γυρίσαμε πίσω στο σχολειό. Γιατί το καλοκαίρι κυριαρχούσε αυτό, αυτή η μετάβαση, το Κυπριακό, πολύ σοβαρό. Και εν πάση περιπτώσει, ήταν καλοκαίρι, μαθήματα δεν γινόντουσαν, φύγαμε διακοπές με συμμαθητές μου, πήγαμε στη Σέριφο είκοσι μαζί, στον Πόρο είχαμε πάει τριάντα μαζί. Τέτοια συνέβαιναν. Ήτανε μία, ας το πούμε έτσι, γιορτινή κατάσταση. Και το φθινόπωρο όταν ήρθε, ετέθη το θέμα και ήταν ενδιαφέρον της αποχουντοποίησης μέσα στο Πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο για την περίπτωση. Είδα εικόνες παράξενες, δηλαδή ενδιαφέρουσες πολύ. Φερ’ ειπείν, θυμάμαι δύο παιδιά, νομίζω, από τους μηχανολόγους ήταν, από τα πίσω κτίρια να έρχονται προς τα μπρος και να φτάνουν στο προαύλιο που σου περιέγραψα πριν, ο ένας και ο άλλος και στη μέση είναι να έχουν αγκαζέ έναν που ήταν καθηγητής. Και να τον πηγαίνουν περίπου σηκωτό δεξιά και αριστερά και να τον φτάνουν στην αυλόπορτα της Πατησίων και να τον πετάνε έξω. Όχι να τον χτυπήσουνε. Καθόλου. Δεν τον χτυπήσαν, δεν τον στραμπουλήξαν. Και το πέταγμα που λέω, δεν εννοώ τον πέταξαν στο δάπεδο να τον χτυπήσουν, αλλά η εικόνα ήταν του πετάματος. Δηλαδή τον εκτόξευσαν, όρθιος έμεινε, τον έσπρωξαν έξω από την πόρτα. Αυτό μου έχει μείνει στο μυαλό, τη θυμάμαι αυτή την εικόνα.  [00:45:00]Οφείλω να σου πω ότι αυτό το πρόσωπο μετά από μερικούς μήνες επανήρθε και δίδαξε μέσα στο Πολυτεχνείο. Δεν θυμάμαι το όνομά του ή δεν θα έπρεπε να στο πω και να το θυμόμουνα. Αλλά και δύο άλλα πράγματα θυμάμαι. Θυμάμαι ότι κάναμε δικές. Δίκες συνέβαιναν, φαίνεται, σε αρκετές σχολές, αλλά εγώ μπορώ να σου μιλήσω για δύο δίκες που ήμουνα στην αίθουσα που γινόντουσαν –γινόντουσαν δίκες μέσα στη σχολή– για δύο καθηγητές. Γιατί για δύο και όχι για παραπάνω; Νομίζω, κάποιοι φύγανε αυτόματα γιατί είχαν εκτεθεί, είχαν γίνει υπουργοί, ήταν σαφές ότι δεν θα μπορούσαν να παίξουν. Είχαν γίνει υπουργοί της Δικτατορίας, της Χούντας κάποιοι. Ένας υπήρχε, αυτός που έκανε οικονομικά στο Πολυτεχνείο, δεν θα σου πω το όνομά του, δεν κάνει. Αλλά είναι πασίγνωστος ο καθηγητής οικονομικών στο Πολυτεχνείο που έγινε υπουργός της Δικτατορίας. Ξεχάστηκε κατά κάποιον τρόπο αυτό, αλλά είναι γνωστό το όνομά του, υπάρχει. Κάποιος που ξέρει, ξέρει ποιος είναι.

Θ.Τ.:

Ο οποίος μετά επανήλθε ή όχι;

Χ.Τ.:

Όχι, δεν επανήλθε στο Πολυτεχνείο.

Θ.Τ.:

Γενικώς;

Χ.Τ.:

Στη ζωή όχι ο ίδιος. Αλλά υπήρχαν, ας πούμε, γαμπρός του, δεν λέω παιδί του, που ήταν στην πολιτική σκηνή. Και κατά αυτή την έννοια εμμέσως μπορεί να πει κανείς ότι πήγε μαλακά η μνήμη του πλέον. Διότι αυτός ο άνθρωπος έχει φύγει από τη ζωή εδώ και χρόνια. Αλλά υπήρχαν καθηγητές οι οποίοι είχαν συμπεριφερθεί άσχημα ενώ ήταν καθηγητές κατά εκείνο το διάστημα. Άσχημα τι θα πει; Εφέροντο, δεν είναι ότι εφέροντο αυταρχικά, κατέδωσαν, κάποιοι είχαν καταδώσει φοιτητές, δηλαδή: «Αυτός έκανε εκείνο ή εκείνος το άλλο». Κάποιος κατηγορείτο ότι ενώ ένας κρατούμενος φοιτητής είχε ζητήσει συγγράμματα για να διαβάζει, ενώ ήταν κλεισμένος μέσα, ενώ ήταν μέσα, δεν τα είχε στείλει. Μία πολύ περίεργη συμπεριφορά. Κάποιος είχε γίνει καθηγητής στο Πολυτεχνείο επί δικτατορίας το 1968, πολύ πριν μπω εγώ στο Πολυτεχνείο ενώ ήταν, παρά το γεγονός ότι ήταν, ο ευνοούμενος επιμελητής του καθηγητή που έδιωξε η δικτατορία. Κάποιος παλιός ξέρει ποιον εννοώ για να μην πω το όνομα του. Είναι εν ζωή. Όχι ο πρώτος, ο καθηγητής, αλλά ο επιμελητής που ήταν ευνοούμενος του καθηγητή που τον έδιωξε η Δικτατορία τον παλιό καθηγητή. Ο νέος πήρε τη θέση του, του διωγμένου. Πήρε τη θέση του, εκλέχθηκε και διορίστηκε καθηγητής στη θέση του διωγμένου μέντορά του. Ας το πούμε με μία πρόταση απλή, το τι είχε κάνει δεν νομίζω ότι ήταν ο λόγος αυτός που δικάστηκε. Γιατί είχε κάνει, εν τω μεταξύ, διαφορά σε σχέση με τους φοιτητές, είχε φερθεί άσχημα σε φοιτητές. Αυτά τα δύο πρόσωπα, οι δύο καθηγητές που δεν θα σου κατονομάσω, δικάστηκαν. Τι θα πει δικάστηκαν; Σε μεγάλη αίθουσα της Αρχιτεκτονικής Σχολής, δηλαδή σε αυτή που όταν μπεις στο κτίριο, στο αίθριο δεξιά είναι μία από τις τέσσερις μεγάλες αίθουσες. Ήταν, νομίζω είναι ακόμα, ίσως να έχει υποδιαιρεθεί, δεν θυμάμαι, της Αρχιτεκτονικής Σχολής, εκεί τίγκα γεμάτη η αίθουσα από εμάς, όλη η σχολή και από ενδιαφέρον και από μένος και από περιέργεια και από άλλες σχολές. Και ήρθαν και οι ίδιοι. Ο καθείς ήρθε στη δίκη του. Ήρθαν οι ίδιοι, ήρθε ο ίδιος. Προσήλθε στη δίκη του, ο ένας και ο άλλος. Και υπήρξε μία δίκη, συντεταγμένη δίκη κατά κάποιον τρόπο, εκτός δικαστηρίου βέβαια. Όσο μπορεί να είναι συντεταγμένη μία δίκη. Δηλαδή υπήρχε προεδρείο που έδινε τον λόγο, υπήρχαν κατήγοροι, υπεράσπιση δεν θυμάμαι να υπήρχε ή μπορεί και να υπήρχε κάποιος που να έλεγε υπέρ αυτών των ανθρώπων. Και μίλησαν και οι ίδιοι. Και στο τέλος απεφάνθη το σώμα, η σχολή, εμείς. Λοιπόν, ο ένας καταδικάστηκε, απολογήθηκε, μίλησε ή κάτι είπε. Δεν θυμάμαι τι είπε, αλλά, εν πάση περιπτώσει, στο τέλος καταδικάστηκε. Ο άλλος δεν καταδικάστηκε, αυτός που ήταν καθηγητής, που είχε εκλεγεί και διοριστεί στη θέση του μέντορά [00:50:00]του. Δεν καταδικάστηκε. Και ποιο ήταν το επιχείρημα των υπερασπιστών του; Οι οποίοι υπερασπιστές του δεν ήταν σαν κι αυτόν, ήταν συνδικαλιστές, δεν υπήρχε αυτή η έννοια τότε, ήταν αγωνιστές, ας το πούμε έτσι. Ήταν παιδιά που είχαν πιαστεί, που είχαν διωχθεί, που είχαν ασχοληθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, των μεγάλων ετών, πέμπτο έτος. Θυμάμαι το όνομα του παιδιού αυτού, ευφυέστατος, καλό παιδί. Ο οποίος είχε πει το εξής καταπληκτικό. Ότι ο τάδε είναι τόσο χάλια ο άνθρωπος, ώστε κάνει κάθε φορά ότι του λέει ο κάθε δυνατός. Τώρα δυνατοί είμαστε εμείς. Πρέπει να τον κρατήσουμε, να κάνει ό,τι του λέμε. Αυτό ήταν το επιχείρημα. Αυτός ήταν μπροστά και τα άκουγε, ο κατηγορούμενος. Αυτό ήταν το επιχείρημα που έκανε το σώμα. Βεβαίως δεν ήταν το επιχείρημα, ήταν και η επιρροή του ομιλητή. Είχε επιρροή, γοήτευε και ήταν καλό παιδί. Γοήτευε και ήταν… Τον εκτιμούσαμε. Ήταν καλός ομιλητής και καλός σε όλα του. Αυτός, λοιπόν, είπε αυτά για αυτόν τον άνθρωπο. Με αυτή την έννοια τον υπερασπίστηκε, δηλαδή του έσωσε τη θέση. Και αυτός μετά δίδασκε και πήρε σύνταξη. Χρόνια μετά έμεινε στο Πολυτεχνείο αυτός ως καθηγητής. Έχω την εντύπωση ότι αυτός διασωθεί διότι είχε επιμελητές οι οποίοι είχανε μία καλή στάση και επηρέασαν κατά κάποιον τρόπο τους επηρεαστάς μας. Είχε κάποιους επιμελητές που είχανε μία καλή στάση μέσα στη δικτατορία, μέσα εκεί. Την κυρία τάδε, την κυρία τάδε, κύριο κανένα δεν θυμάμαι, δεν υπήρχε τίποτα της προκοπής από κυρίους σε εκείνη την έδρα. Αυτό, λοιπόν, ήταν πολύ ενδιαφέρον. Και το υπόλοιπο ενδιαφέρον, οφείλω να σου πω, ήταν ότι άργησε να οργανωθεί αυτή η σχολή. Δηλαδή δεν ήταν κλίμα. Μετά για να γίνει οργανωμένο μάθημα, δεν είχαμε όρεξη ή μάλλον είχαμε, δεν είχαμε όρεξη να στριμωχτούμε. Εγώ προσωπικά δεν είχα και νομίζω και πολλοί συμφοιτητές μου. Και είχαμε τη δυνατότητα να τη βγάζουμε λίγο εύκολα, έτσι; Γιατί ήταν φοβισμένοι οι δάσκαλοι, οι καθηγητές. Ήταν ένα περιβάλλον φοβισμένων ανθρώπων. Και αυτό κράτησε μία, δυο, τρεις χρονιές, κράτησε αυτό το πράγμα. Ήρθαν βέβαια, φύγαν ορισμένοι δηλαδή καθηγητές και ήρθαν κάποιοι άλλοι, οι οποίοι είχαν επιρροή διότι είχαν κατά κάποιον τρόπο αντιταχθεί στη Δικτατορία. Θυμάμαι τον τάδε που μας έκανε στατική στους αρχιτέκτονες, μας έκανε στατική, μας μάθαινε. Αυτός, λοιπόν, είχε εκλεγεί, ήταν περίφημος και σαν επαγγελματίες, είχε πια μεγαλώσει, είχαν περάσει τα χρόνια και ήρθε πια καθηγητής, διορίστηκε και εκ τούτου του γεγονότος, δηλαδή ότι είχε μεν εκλεγεί, αλλά δεν τον είχαν διορίσει, απέπνεε έναν σεβασμό. Δηλαδή αυτόν τον ακούγαμε. Μας επιβάλλετο μέσα στην τάξη. Δηλαδή μας επιβάλλετο προς το σωστό. «Θα έρθεις στο μάθημα αλλιώς σε κόβω». Πώς να σου πω; Έκανε μάθημα ο άνθρωπος αυτός, εξετάσεις, ύλη, είχε ένα πολύ καλό βιβλίο, απλοποιημένο διότι εμείς πολλά πολλά για αυτά τα θέματα δεν έπρεπε να ξέρουμε, δεν χρειαζόταν να ξέρουμε. Και ένας άλλος ο οποίος ήταν και οικογενειακός μας φίλος ο οποίος ήταν πιο ευέλικτος, πιο έξυπνος τον οποίο τον είχαν απολύσει. Δηλαδή ήταν προδικτατορικά καθηγητής, εν ενεργεία καθηγητής, είχε διδάξει και η δικτατορία τον είχε διώξει. Μέσα στη Δικτατορία απελύθη, τον διώξανε. Και μετά επανήλθε. Ισχυρός και αυτός. Δηλαδή και αυτός τελείωσε. Δεν ετίθετο θέμα, με ποιο δικαίωμα, από πού κι ως πού, δεν ήταν φοβισμένος δηλαδή. Και ήταν και εκ χαρακτήρος άνθρωπος που ήθελε να έχει επιρροή, ευέλικτος, κοσμήτορας της σχολής νομίζω περισσότερο από μια φορά, αρκετές φορές. Και αυτός, λοιπόν, ήταν ένα φρένο στην κατάσταση αυτή που εκ των πραγμάτων δεν ήταν συντεταγμένη, έτσι; Ως προς δε τα άλλα άρχισε ο επίσημος πλέον που επιτρέπετο ο συνδικαλισμός, ο [00:55:00]φοιτητικός συνδικαλισμός, οι εκλογές. Οι οργανώσεις δούλευαν πια. Δηλαδή δούλευαν τι; Συνεβρίσκονταν οι άνθρωποι για να πάρουν αποφάσεις. Εγώ άρχισα να απομακρύνομαι από αυτή την ιστορία, δηλαδή του Ρήγα Φεραίου, γιατί βαριόμουν. Αυτό είναι το κυριότερο. Ποτέ δεν άντεχα τις μακριές κουβέντες, ας το πούμε έτσι. Και ήταν εξοντωτικές οι κουβέντες. Σε όλα τα κόμματα έτσι είναι, ακόμα έτσι είναι. Δηλαδή ο χρόνος που περνάει είναι πολύς και εγώ είμαι ανυπόμονος. Δεν μπορώ να περιμένω να έρθει η ώρα μου να μιλήσω ή να περάσει η ώρα και λοιπά. Η τελευταία μου επαφή ήταν, με το θέμα αυτό δηλαδή ενασχόλησης με τα κοινά μέσα στη σχολή αυτή, ήταν οι εκλογές. Οι πρώτες εκλογές το φθινόπωρο του ’74 που γίναν ανά τάξη και έβγαινε το προεδρείο της τάξης. Ε, είχα πάρει τους περισσότερους ψήφους μαζί με έναν φίλο μου, ο οποίος δυστυχώς δεν ζει πια. Εκείνος και εγώ είχαμε ισοψηφίσει. Εξαίρετος ο φίλος μου. Εγώ δεν ασχολήθηκα. Δηλαδή εκείνος έπαιξε τον ρόλο του συμπροέδρου, εγώ δεν έπαιξα τον ρόλο του συμπροέδρου μέσα στο έτος. Και απομακρύνθηκα τελείως και για εσωτερικούς δικούς μου λόγους. Δηλαδή από το γεγονός ότι, κακά τα ψέματα, ο Ρήγας Φεραίος και η αντι-ΕΦΕΕ και η ΑΣΠΕ και όλοι αυτοί ήταν αντικυβερνητικοί. Και εγώ στην ψυχή μου τέτοιος ήμουνα. Αλλά στο σπίτι μου, ο πατέρας μου από τον Ιούλιο, Αύγουστο του 1974 διορισμένος από την κυβέρνηση του Καραμανλή στην Εθνική Τράπεζα, δικαιολογούσε δηλαδή ό,τι κι αν γινότανε. Είτε χτύπαγε η αστυνομία είτε δεν αποχουντοποιούσε αρκετά η κυβέρνηση, όλα αυτά προσπαθούσε να τα δικαιολογεί. Εγώ πάντα γινόμουνα θηρίο με αυτό. Αλλά αυτή η διελκυστίνδα, αυτή η αντίθεση δεν την άντεχα. Έτσι δεν ασχολήθηκα άλλο με τον Ρήγα Φεραίο, εκεί. Έφυγα. Τα υπόλοιπα είναι συνηθισμένα. Ασχολήθηκα με τα μαθήματά μου, τα οποία δεν γίνονταν πολύ. Σου περιέγραψα, δηλαδή, τις συνθήκες και τον βαθμό που γινόντουσαν. Δούλευα. Δηλαδή τέλειωσα από το δεύτερο έτος, από το δεύτερο μισό του δεύτερου έτους, δούλευα. Δούλευα σε ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από μάστορας σε γιαπί και πήγαινα σε γραφεία αρχιτεκτονικά. Υπήρχαν δουλειές τότε. Όχι πάρα πολλές, γιατί είχε περάσει η πετρελαϊκή κρίση. Ήταν η πρώτη κρίση στο επάγγελμα, ή μετά τη δεύτερη κρίση στο επάγγελμα, ή μετά την πρώτη κρίση στο επάγγελμα. Μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση ήταν ο πρώτος κλονισμός του επαγγέλματος. Ήταν η πρώτη φορά που αρχιτέκτονες μέναν άνεργοι φερ’ ειπείν, η πρώτη περίοδος, δηλαδή υπήρχε μία κρίση. Καμία σχέση με αυτά τα σημερινά που ζούμε, αλλά τότε ήταν ένας κλονισμός για το επάγγελμα. Δούλευα με την ώρα, συνέχεια. Και, νομίζω, οφείλω πολλά σε αυτό. Δηλαδή οφείλω πολλά στα μετέπειτα. Αυτά είχα να σου πω, Θόδωρε.

Θ.Τ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Χαρίλαε, για τα λόγια σου και για τον χρόνο σου.