Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη των '80s και '90s
Segment 1
Οι πρώτες μνήμες από την Θεσσαλονίκη
00:00:00 - 00:06:04
Partial Transcript
Γειά σου, πώς ονομάζεσαι; Γεωργία. Ωραία, εγώ είμαι η Ξενιτέλλη Παναγίτσα, σήμερα είναι 16 Ιουλίου του 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλ…αντιπαροχές, υπήρχαν διαμερίσματα άφθονα προς πώληση. Και ξαφνικά η Καλαμαριά των χαμόσπιτων και των βάλτων έγινε σούπερ μοντέρνα συνοικία.
Lead to transcriptTopics
Segment 2
Αναμνήσεις από το σχολείο
00:06:04 - 00:18:31
Partial Transcript
Πώς ακριβώς ήταν η Καλαμαριά τότε; Η Καλαμαριά ήταν από τότε που ήρθαν οι Πόντιοι, από τις αρχές του 20ου αιώνα ήτανε βάλτος, βαλτοχώρι,…ρούσα να καπνίζω όλη μέρα, στον πατέρα μου μπροστά δεν κάπνισα ποτέ. Ούτε στη μάνα μου βέβαια, ούτε στη μάνα μου. Υπήρχε κάποιος σεβασμός.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Φοιτώντας στα ΤΕΙ Σίνδου
00:18:31 - 00:22:30
Partial Transcript
Και μετά τελείωσες το σχολείο. Πανελλήνιες; Τελείωσα το σχολείο. Πανελλήνιες. Σούπερ ουάου! Πάμε να δώσουμε, να κάνουμε τα μηχανογραφικά…υμε κάνα τριωράκι βέβαια, δεν θα τα πούμε σήμερα. Και εντωμεταξύ, έκανα και την ζωή μου. Να σου πω για την νυχτερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη...
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Η διασκέδαση στη Θεσσαλονίκη των ‘80s-‘90s
00:22:30 - 00:41:07
Partial Transcript
Ναι, πώς ήταν η διασκέδαση; Λοιπόν, θα σου πω γυμνάσιο-λύκειο. Γυμνάσιο-λύκειο βγαίναμε στην Καλαμαριά και σε όλο το παραλιακό μέτωπο τη…ί έχω πολλά χρόνια να ζήσω αυτού του μεγέθους που ζούσαμε παλιότερα. Νομίζω θα τα ζήσουν τα παιδιά μου τώρα πια. Εν τούτοις, τα κάναμε όλα.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 5
Η συναυλία των U2 και η επαγγελματική αποκατάσταση μετά τα ΤΕΙ
00:41:07 - 00:56:24
Partial Transcript
Και επίσης, ήμασταν τυχεροί γιατί όταν η Θεσσαλονίκη έγινε πολιτιστική πρωτεύουσα το 1996, ήρθαν και οι U2 στην πόλη μας. Αγαπημένο συγκρότη…ματα, να γεράσουμε μαζί. Η πρώτη μου παρέα. Αυτά. Σε κούρασα; Ωραία, μια χαρά. Ευχαριστώ παρά πολύ. Εγώ ευχαριστώ. Thank you very much!
Lead to transcriptTopics
Locations
[00:00:00]
Γειά σου, πώς ονομάζεσαι;
Γεωργία.
Ωραία, εγώ είμαι η Ξενιτέλλη Παναγίτσα, σήμερα είναι 16 Ιουλίου του 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη.
Ακριβώς.
Πότε έχεις γεννηθεί;
Ω, προσωπικές ερωτήσεις. Ιανουάριο του 1976.
Ωραία και τι είναι οι πρώτες αναμνήσεις που έχεις από τα παιδικά σου χρόνια;
Α, ξεκινάμε κατευθείαν στο ψητό! Λοιπόν, η πρώτη ανάμνηση που έχω, όσο παράξενο και αν σου φανεί, είναι ο σεισμός του ’78, στον οποίον τότε ήμουνα γύρω στα ενάμιση χρονών παιδάκι. Και θυμάμαι με είχε η γιαγιά μου, με φιλοξενούσε η γιαγιά μου και η θεία μου στην μονοκατοικία τους στην Καλαμαριά –τότε Καραμπουρνάκι– και πάνω στο ντιβάνι, που είχαν τα μεγάλα τα κρεβάτια με τα στρωμένα τα υφαντά και τα τέτοια, τα παραδοσιακά τα σκεπάσματα που λέμε, τα κλινοσκεπάσματα με πολλά μαξιλάρια για μην πέσω εγώ, μην κυλήσω, μην εξοκείλω σαν μωρό. Είχε απέναντι την θήκη για τα πιάτα, που κρεμούσανε πιάτα όρθια. Η γιαγιά μου ήσαν από το Τσανάκαλε η καταγωγή της, οπότε ήταν πάρα πολύ νοικοκυρά και είχε και πάρα πολλή αίσθηση, ωραία αίσθηση του γούστου, ρε παιδί μου. Το σπίτι ήτανε πολύ καλοφτιαγμένο. Αν και παλιό, κακοφτιαγμένο, δεν ήταν ας πούμε–, καμία σχέση με κάνα αρχοντικό, με κάνα μεγάλο καινούργιο διαμέρισμα και τέτοια, τότε δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα στην Καλαμαριά. Και βλέπω ξαφνικά εκεί στην θήκη με τα πιάτα, τα πιάτα να τρέμουνε και μετά να πέφτουνε. Και η γιαγιά μου που ήτανε μπροστά στον νιπτήρα τον παλιό τον τεράστιο που είχανε και πλένανε –συμμαζεύανε μια ζωή οι γυναίκες– με την ποδίτσα της, με αυτά, κάνει την κίνηση να ξελύσει την ποδιά και λέει τη θεία μου που με έπαιζε, «Άννα, το παιδί!». Και με γραπώνει η θεία μου και βλέπω μέχρι να με γραπώσει, έχουν πέσει όλα τα πιάτα, έχουν σπάσει, αρχίζουν και ακούγονται απίστευτοι κρότοι, θόρυβοι, να πέφτουν μέσα από τα δωμάτια από τις ντουλάπες πράγματα και αυτά, εννοείται όλοι η οικοσκευή του σπιτιού, της κουζίνας που θυμάμαι, και μετά με βγάλαν έξω. Και μετά κάποιες στιγμές, θυμάμαι ότι κοιμόμασταν για πολλές νύχτες μέσα στο δρόμο, γιατί ήταν ας πούμε μικρή, ήτανε συνοικία που τότε πρωτοχτιζότανε, ας πούμε, το Καραμπουρνάκι. Ουσιαστικά, είναι παρυφές Καλαμαριά, μπροστά στη θάλασσα. Κοιμόμασταν στα αυτοκίνητα, γιατί δεν υπήρχαν ψηλές οικοδομές να πέσουν να μας πλακώσουν. Είχαμε μάθει ήδη –αυτά τα λέω εκ των υστέρων, έτσι;–, είχαν μάθει ήδη οι δικοί μου ότι είχανε πέσει οικοδομές κι ότι υπήρχαν θύματα. Οπότε ο φόβος του να επιστρέψουμε στα σπίτια ήτανε πάρα πολύ μεγάλος, για πολλές μέρες ακόμα και μετά τον σεισμό. Εντούτοις, εγώ τα πιάτα να σπάνε από την πιατοθήκη είναι η πρώτη ανάμνηση που έχω όντας ζωντανό ον. Λοιπόν, μετά μέναμε... στην αρχή μέναμε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης με τους γονείς μου. Η γιαγιά μου ήταν η μια στη Νεάπολη και η άλλη στην Καλαμαριά και πηγαινοερχόμασταν μέχρι που το ’81 –πω, πω, πολύ παλιά παιδιά, τι ιστορίες λέω– μετοικήσαμε μόνιμα, μετεγκατασταθήκαμε μάλλον, στην Καλαμαριά. Γιατί αγόρασε ο πατέρας μου ένα τμήμα από ένα παλιό διώροφο, η γειτονιά εκεί πέρα λεγόταν Διώροφη, γιατί ήταν όλο παραδοσιακά διώροφα, σαν τα semi-detached των Άγγλων που είναι διπλοκατοικίες, ναι, με απίστευτες αυλές κάτω, με λουλούδια, με δέντρα και τα λοιπά. Δηλαδή εμείς τρώγαμε μούσμουλα από τη μουσμουλιά, δεν αγοράσαμε ποτέ. Τρώγαμε –τι είχε άλλο– σύκα από μια συκιά του γείτονα. Τρώγαμε κεράσια από την κερασιά και την βυσσινιά που είχε από κάτω μας. Ο μπαμπάς μου που ήταν πολύ ικανός, είχε φτιάξει τη δική μας την αυλή, είχε βάλει ντομάτες, αγγούρια και τέτοια και τρώγαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Δηλαδή πίναμε νερό με το λάστιχο. Και του Αϊ-Γιαννιού στήναμε μια μεγάλη φωτιά στο σταυροδρόμι εκείνων των δρόμων –σκηνικά ας πούμε, που ούτε να τα διηγηθώ δεν μπορώ στα παιδιά μου, δεν τα φαντάζονται καν– και ήμασταν καμιά εικοσιπενταριά παιδιά, από μένα που ήμουνα 5-6 χρονών, μέχρι κάτι νταγλάρια μέχρι εκεί πάνω, 18 χρονών, και πηδούσαμε τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού. Και θυμάμαι να με πιάνουν από τα χέρια δύο μεγαλύτερα παιδιά και να με πετάνε μέσα από τη φωτιά. Τι άγνοια κινδύνου είχαμε, δεν υπάρχει! Αλλά ήτανε πάρα πολύ ωραίες εποχές. Και επίσης, δεν είχαμε κινητά κι εκείνη τη χρονιά και από το ’81 και πέρα. Και πώς μας καλούσαν οι μαμάδες μας να φύγουμε, ότι το παιχνίδι έφτασε στο τέλος του και βαράει σιωπητήριο; Άνοιγε μια μαμά το παντζούρι –αυτές συνεννοούνταν το πρωί σίγουρα που πίνανε καφέ– και λέγανε, η πρώτη έλεγε: «Γεωργία!» ξέρω ‘γω, «Μιχαλάκη!», τον αδερφό μου «Ελάτε σπίτι!». Και άνοιγε και η άλλη το παράθυρο, «Αποστόλη, εσύ», «Ρίτα, εσύ», «Ελενίτσα, εσύ» και μαζευόμασταν όλοι. Την άλλη μέρα, άλλη ξεκινούσε: «Ρίτα, πάνω!» και ερχόταν μετά η δικιά μας, «Γεωργία, Μιχαλάκη» κτλ. Κάθε μέρα ξεκινούσε κι άλλη το πρώτο «ντριν», που θα λέγαμε σήμερα. Πως σήμερα παίρνουμε τα παιδιά στα κινητά και λέμε: «Ελάτε σπίτι, νύχτωσε;». Ναι, κάπως έτσι. Αλλά ήταν ωραίες εποχές, παίζαμε στη μέση του δρόμου. Εντάξει, γνωριζόμασταν όλα τα παιδιά, πηγαίναμε μαζί σχολείο. Εγώ έτυχα να περάσω όλα τα παιδικά μου χρόνια στην Καλαμαριά. Στο 1ο Δημοτικό της Καλαμαριάς, που ήταν ένα πάρα πολύ παλιό κτίριο –υπάρχει ακόμα το κτίριο– και ιστορικό κτίριο. Και έτυχα και καλούς καθηγητές, καλούς δασκάλους. Πέτυχα και την ποδιά, παιδιά. Να κάτι που πρέπει να ειπωθεί. Και αν με ρωτάς, τώρα που είμαι γονιός και έχω παιδιά στο σχολείο, νομίζω ότι η ποδιά ήταν [00:05:00]πάρα πολύ χρήσιμη, πάρα πολύ χρήσιμη. Δηλαδή δεν υπήρχε διάκριση στο σχολείο. Σε επικίνδυνο βέβαια, επίπεδο, έτσι, το να μην υπάρχει διάκριση. Δηλαδή πάλι, οι λίγο πιο εύποροι φορούσαν τα πολύ ακριβά γιακαδάκια και έτσι κι αλλιώς, αλλά όσον αφορά τα παιδιά, νομίζω ότι σε μια παιδική ψυχούλα και σε ένα παιδικό μυαλό δεν έχει καμία σημασία αν ο άλλος φοράει πλεκτό γιακαδάκι ή άσπρο γιακαδάκι ή αν δεν φοράει γιακαδάκι τελικά. Σημασία έχει να ‘μασταν όλοι ευτυχισμένοι, να μην κρίνουμε τον άλλον από τα ρούχα του και από τα παπούτσια του και απ’ την καινούργια του τσάντα, γιατί κι εκείνα ήτανε χρόνια που δεν ήμασταν όλοι ζάμπλουτοι και αυτά, ούτε υπήρχε μια ευμάρεια. Δηλαδή οι γονείς μας ήταν μεροκαματιάρηδες. Δεν είχε καμία σχέση με την Καλαμαριά που έχουν σήμερα στο μυαλό τους. Που ήρθαν, ας πούμε, πολλοί νεόπλουτοι και κατοικήσαν εκεί ή που γκρεμίστηκαν τα διώροφα και τα παλιά τα σπίτια και δοθήκαν αντιπαροχές και εφόσον δοθήκαν αντιπαροχές, υπήρχαν διαμερίσματα άφθονα προς πώληση. Και ξαφνικά η Καλαμαριά των χαμόσπιτων και των βάλτων έγινε σούπερ μοντέρνα συνοικία.
Πώς ακριβώς ήταν η Καλαμαριά τότε;
Η Καλαμαριά ήταν από τότε που ήρθαν οι Πόντιοι, από τις αρχές του 20ου αιώνα ήτανε βάλτος, βαλτοχώρι, ήταν ουσιαστικά οι παρυφές του Θερμαϊκού Κόλπου, το μικρό Καράμπουρνο και το μεγάλο Καράμπουρνο. Δηλαδή, από κει που τελειώνει, να σου πω, μάλλον από κει που αρχίζει η Σοφούλη τώρα, Θεμιστοκλή Σοφούλη μέχρι και σχεδόν τη Μίκρα και πιο κάτω, μέχρι το αεροδρόμιο, ήταν όλοι βάλτοι. Δηλαδή είχε μέσα –πώς το λέμε, ρε παιδί μου– αυτά που φυτρώνουν στους βάλτους, σαν πάπυρους, αυτά τα φρύγανα –πώς τα λένε– τα κλαδιά. Και για να πας ας πούμε, τα παπούτσια σου μπορούσες να τα χάσεις στον βάλτο. Από διηγήσεις των παππούδων, έτσι, και λοιπά, και των προπάππων μας, κι από αυτά που διαβάζουμε πια. Εκ των υστέρων, σιγά-σιγά επειδή εκεί πέρα μετοικήσανε Πόντιοι και μετά Έλληνες ξεριζωμένοι –δηλαδή ήταν μια ζωή η Καλαμαριά όπως και η Τούμπα, προσφυγοπαραγκουπόλεις, να το πω έτσι– από παραγκουπόλεις, σιγά-σιγά αναμορφωθήκανε και γίνανε αυτό το πράγμα που βλέπεις σήμερα και δεν το πιστεύει κανείς στα μάτια του. Αυτό είναι ένα δημιούργημα 30-40 χρόνων, δεν είναι παραπάνω. Εντούτοις, ήταν πάρα πολύ καλές εποχές, γιατί υπήρχαν–, σου λέω, είχαμε την αυλή μας, είχαμε τη γειτονιά. Τώρα πού να βρεις γειτονιά στη Θεσσαλονίκη; Τα παιδιά παίζαν αβίαστα. Ήταν βέβαια και άλλες εποχές. Έτσι; Πόσες φορές το έχω πει, δέκα; Τα σχολεία ήταν πάρα πολύ καλά. Υπήρχε σεβασμός των μαθητών προς τους εκπαιδευτικούς και των γονιών προς τους εκπαιδευτικούς. Ίσως επειδή οι γονείς δεν ήταν όλοι τόσο πολύ… διαβασμένοι, να το πω; Τόσο πολύ πτυχιούχοι να το πω; Δεν θυμάμαι ποτέ ούτε από τους οικείους μου –τους δικούς μου τους γονείς– ούτε από γονείς των φίλων μου να λένε ότι «Πήγα και μάλωσα, διαξιφίστηκα με τον εκπαιδευτικό». Πηγαίνανε ακόμα και οι γονείς με σεβασμό προς τον εκπαιδευτικό. Δηλαδή εμένα θυμάμαι όταν ήμουνα πρωτάκι, ήμουνα λίγο ζωηρό παιδάκι, πρώτη δημοτικού. Πρώτη δημοτικού στην άκρη, δευτέρα στη μέση, τρίτη δεξιά – τρεις τάξεις στον κάτω όροφο. Και μου λέει η κυρία, «Πάνε πάνω να πάρεις μια κιμωλία». Ανοίγω κι εγώ την πόρτα, βγαίνω σαν σίφουνας και πάω να τρέξω, να γλιστρήσω όπως κάναμε τότε, να γλιστρήσω για να μαρσάρω να φτάσω μέχρι τη σκάλα, για να ανέβω πάνω να πάρω μια κιμωλία. Έχει ακούσει η κυρία της διπλανής τάξης, που ήταν του αδερφού μου, η κυρία Μαρίνα με το όνομα –γιορτάζει αύριο, καλή της ώρα–, ανοίγει την πόρτα και όπως ήταν μια νταρντανογυναίκα –τη φοβόμασταν όλοι όμως έτσι–, κάνει το χέρι έτσι και προσγειώνεται το μάγουλο μου στο χέρι της. Δεν μου έδωσε μπάτσα, την έφαγα την μπάτσα μόνη μου. Ξανάτρεξα μετά στο διάδρομο με την κυρία Μαρίνα τριγύρω; Όχι. Άμα το ήξερε ο Αρκάς, θα με είχε κάνει γελοιογραφία. Σε λέω προσγειώθηκα, το θυμάμαι ακόμα αυτό το χαστούκι. Ακόμα, ακόμα! Αλλά αυτά έχουμε να θυμόμαστε. Λοιπόν, ωραία σχολεία, είχαμε ευκαιρίες, μας προσέχανε, δεν μπορώ να πω. Δηλαδή μάθαμε πράγματα τότε. Εν αντιθέσει με τη γνώμη που έχω για την σημερινή παιδεία, το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα μάλλον, όχι την παιδεία. Και γυμνάσιο-λύκειο πήγα στο 2ο Λύκειο Καλαμαριάς το οποίο τότε ήτανε σχετικά καινούργιο σχολείο. Δηλαδή αυτό νομίζω άνοιξε το ’89; Όχι το ’89. Πρέπει να άνοιξε το ’87 ή το ’88. Εγώ πήγα το ’90. Το ’90-’93 ήμουνα λύκειο. Ψέματα. Το ’84-’85 άνοιξε, γιατί εγώ πήγα και γυμνάσιο και λύκειο, γιατί αποφοίτησα το ’93, κέρδιζα χρονιά. Λοιπόν, τα σχολεία κι εκείνα ήταν πάρα πολύ καλά. Έτσι; Είχαμε όπως κάθε φουρνιά, είχαμε και πολύ καλούς εκπαιδευτικούς και πολύ κακούς. Δηλαδή, είχαμε εκπαιδευτικούς που ακόμα και σήμερα τους θυμόμαστε με αγάπη, συγκινούμαστε όταν μιλάμε για αυτούς. Και είχαμε και εκπαιδευτικούς που δεν θέλουμε καν να μιλάμε για αυτούς. Εντούτοις, θεωρώ ότι βγαίνανε αξιόλογες φουρνιές, γιατί συγκρίνοντας το με τα σημερινά δεδομένα, θα σου πω ότι εγώ και ο μέσος όρος συμμαθητές μου κάναμε φροντιστήριο για πανελλαδικές μόνο μια χρονιά. Και περνούσαμε σχεδόν όλοι. Δηλαδή αυτοί που θέλαν να περάσουνε, περνούσανε. Δεν ήτανε «ήθελα να περάσω Νομική για παράδειγμα και πέρασα [00:10:00]σε κάποια άλλη σχολή στα ορεινά της Κρήτης», ξέρω ‘γω τι. Παράδειγμα φέρνω, έτσι; Δεν έχει σχολή στα ορεινά της Κρήτης. Γινότανε καλές προσπάθειες. Δεν μπορώ να πω ότι τα φροντιστήρια δεν θησαύριζαν και τότε. Και τότε που ήταν μάλιστα οι δραχμές. Τις έχετε ζήσει τις δραχμές; Ναι. Το χρήμα είχε άλλη αξία. Άλλη αξία. Εντάξει, είσαι πολύ μικρή τώρα για να μιλήσουμε για τα επιτόκια. Δηλαδή, τότε ένας μέσος Έλληνας που δούλευε, όχι τότε που ήμουνα εγώ μεγάλη, τότε που ήμουνα πολύ μικρή, τότε που το επιτόκιο ήταν 25%, σε τέσσερα χρόνια διπλασίαζες στο κεφάλαιο σου. Όποιο κεφάλαιο και αν είχες, δικό σου κεφάλαιο προσωπικό δουλεμένο, ούτε κλεμμένο, ούτε από παππούδες, ούτε από τίποτα, σε τέσσερα χρόνια το διπλασίαζες. Δηλαδή μπορούσε ο άνθρωπος να κάνει πράγματα. Σήμερα έως αδύνατον. Έως αδύνατον.
Κάποια έτσι, ιδιαίτερη ανάμνηση από το σχολείο, από τα σχολικά χρόνια;
Ναι, θυμάμαι. Λοιπόν, επειδή εγώ στο δημοτικό είχα ασθματική βρογχίτιδα και αναγκαστικά έλειπα για πολύ καιρό, πολλούς χειμώνες από το σχολείο, υπήρχε και τότε σύστημα που τα πρωτάκια, πρώτη-δευτέρα, είχαμε την ίδια δασκάλα. Σε εμάς έλαχε και το να έχουμε την ίδια δασκάλα πρώτη, δευτέρα και τρίτη. Πολύ, πολύ, πολύ αγαπημένη δασκάλα μου η κυρία Δέσποινα Βλάχου με το όνομα, καλή της ώρα. Λέμε ονόματα; Δεν πειράζει, υπαρκτό πρόσωπο είναι. Την αγαπούσα και με αγαπούσε. Και επειδή λοιπόν εγώ έλειπα, κανόνισε η μάνα μου σε συνεργασία με τη δασκάλα, που η μαμά μου ήταν μια καθημερινή γυναίκα, έτσι, μια ηρωίδα της ζωής, με τρία παιδιά κτλ., να συνεργάζεται με τη δασκάλα και να μην με εγκαταλείψουνε για να μην χάσω εγώ τάξεις. Γιατί και τότε, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να προβιβαστείς, δεν θα προβιβαζόσουνα εννοείται. Αλλά έλα που εγώ ήμουνα διαβαστερό παιδί και ήμουνα και ακουστικός τύπος από μικρή. Και με διάβαζε η μάνα μου και περνούσα τις τάξεις έτσι. Δηλαδή ενώ έλειπα από το σχολείο κι ήμουνα στο κρεβάτι του πόνου κι έτρωγα τις ενέσεις μου κορτιζόνες τότε και τέτοια, η δασκάλα δεν με εγκατέλειψε, η μάνα μου δεν με εγκατέλειψε και εγώ περνούσα τις τάξεις και τις περνούσα και καλά. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η αγαπημένη μου δασκάλα όλων των εποχών. Τη θυμάμαι ακόμα με νοσταλγία και με ένα δάκρυ στα μάτια. Στο γυμνάσιο, στην πρώτη γυμνασίου είχαμε μια απίστευτη εκπαιδευτικό, απίστευτη εκπαιδευτικό. Ήταν τα πιο ωραία κόκκινα μαλλιά που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Πώς είναι η ταινία «Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μαλλιά», έτσι ζούσαμε εμείς με την κυρία Νίνα. Νίνα Τσαρμανά με το όνομα, η οποία τότε στην πρώτη γυμνασίου... Εντάξει, παιδάκια, σκέψου τώρα η Καλαμαριά είναι σαν ένα μεγάλο χωριό έτσι, δηλαδή δεν ήμασταν παιδιά που γυρνούσαμε. Πρώτη γυμνασίου ήμασταν –συγγνώμη παιδιά, θα το πω– φλωράκια εκείνη την εποχή, δεν ξεμυτούσαμε από το σπίτι μας. Γειτονιά, σχολείο, εκκλησία, σπίτι. Ούτε για ψώνια ούτε τίποτα. Άντε και καμιά λαϊκή με τη μαμά μας. Μετά αρχίσαμε και... θα σου πω και μετά. Και μας πήγε η κυρία Νίνα, η φιλόλογος, πολύ αγαπημένη φιλόλογος, ζητάει υπεύθυνες δηλώσεις από όλους τους γονείς, για να μας πάει στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, το οποίο είχε μια έκθεση του χαράκτη του Τάσου του Κύπριου. Πάρα πολύ σημαντικός χαράκτης, πολύ ωραίος, πάρα πολύ καλή δουλειά. Πρώτη φορά στη ζωή μας που είδαμε χαρακτικά. Εννοείται ότι οι γονείς μας δεν ξέρανε τι είναι χαράκτης και πού πάνε και αυτά. Με τα πολλά, τους έπεισε η γυναίκα και υπογράψαν όλοι τις δηλώσεις, οπότε όλο το τμήμα όπως μας είχε compact, μας πήρε από το σχολείο –κάνα χιλιόμετρο απόσταση σκέψου– με δική της ευθύνη, συνομολογώντας και οι γονείς με την υπεύθυνη δήλωση, και μας πήγε εκεί πέρα. Και εκεί που βλέπαμε την έκθεση του χαράκτη, η εκπαιδευτικός μας πρόσεχε λίγο παραπάνω γιατί ήμασταν και αρκετά παιδιά και λίγο ζωηρούτσικα σαν κι εμένα, και βλέπω την παλιά μου τη δασκάλα και πέφτω στην αγκαλιά της, εννοείται. Αρχίσαμε και τριβόμαστε σαν τα γατιά. Πώς το γατάκι πάει στη μάνα γάτα; Η εκπαιδευτικός του γυμνασίου τρομάζει. Ξέρεις, ήταν και υποψιασμένη και ωραία τύπισσα και από ψυχολογία ήξερε και από όλα ήξερε. Πάει απέναντι στην παλιά μου τη δασκάλα και της λέει: «Εσείς;». Και αρχίζει ένα λογύδριο μεταξύ της δασκάλας και της καθηγήτριας. «Δικό σας είναι αυτό το παιδί;», «Δικό μας είναι αυτό το παιδί». Και λέει: «Η καλύτερη μαθήτρια -λέει- που είχα ποτέ. Τη θυμάμαι ακόμα». Και λέει: «Και για μένα είναι η καλύτερη μαθήτρια». Και λέω: «Η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ. Τη θυμάμαι ακόμα. Και η καλύτερη φιλόλογος που θα έχω ποτέ. Θα τη θυμάμαι». Ήταν απίστευτο σκηνικό. Δηλαδή ήμασταν τρεις γενιές άνθρωποι. Τουλάχιστον τρεις γενιές, μπορεί να ‘μασταν και τέσσερις, ας πούμε, γιατί είχαμε και κάποιες διαφορές ηλικίας μεταξύ μας. Ήταν συγκλονιστικό το γεγονός ότι είχα την παλιά αγαπημένη μου δασκάλα με την νυν αγαπημένη μου εκπαιδευτικό. Και μιλούσανε για μένα. Οποία χαρά! Ξέρεις, σαν τα παππούδια που παίρνεις συνέντευξη και μιλάνε μόνο για αυτούς, έτσι. Ήτανε συγκλονιστικό το γεγονός, όμως. Δηλαδή το θυμάμαι και αυτό ακόμα. Και φυσικά, εκτίμησα από τότε την τέχνη, τις εκθέσεις, γιατί είδα δύο άτομα τα οποία ήτανε σημαντικά για τη ζωή μου μέχρι εκείνο το σημείο, ότι για να πηγαίνουν αυτές και να βλέπουν αυτά τα πράγματα, κάτι παραπάνω ξέρουν. Δηλαδή και αυτό είναι απαραίτητο μέσα στη ζωή. Και αυτό χρειάζεται. Και η τέχνη καλύπτει κάτι. Τέλος πάντων.
Οπότε, εκτός από τα βασικά τα μαθήματα, προσπαθούσαν να σας περάσουν και αυτά...;
[00:15:00]Ναι, ναι, ναι. Δηλαδή πηγαίναμε και στα θέατρα όπως και τώρα, πηγαίναμε και κανένα σινεμαδάκι, καμιά ταινία έτσι που ήταν πολύ σημαντική. Ποια μας είχανε πάει; Νομίζω μας είχανε πάει –τώρα γυμνάσιο ή λύκειο, δεν θυμάμαι– στην «Αρκούδα» του Γκοντάρ. Αλλά ήμουν άρρωστη, δεν πήγα. Την είδα μετά εκ των υστέρων, βέβαια. Είχαμε ευκαιρίες τέτοιες. Ας πούμε, μας σπρώχνανε για μαθηματικούς διαγωνισμούς, για φυσικούς διαγωνισμούς. Ό,τι υπήρχε τότε, μας σπρώχνανε έτσι. Εννοείται ότι όπως και σήμερα δεν θέλαμε όλοι και δεν τα θέλαμε και όλα. Υπήρχε το δεκαπεντεμελές. Ήμουνα στο δεκαπενταμελές ενεργό μέλος, χωρίς να καπελώνομαι όμως από κάποιο κόμμα, να τα λέμε και αυτά, γιατί και από τότε υπήρχε… ναι. Το δε ’92, που ανέβηκε κάποιος προηγούμενος πρωθυπουργός –ονόματα δεν λέμε– ήμουνα γραμματέας στο δεκαπενταμελές του Λυκείου. Και έπρεπε να κατέβουμε στη Θεσσαλονίκη σε κάποιο μεγάλο σχολείο πιο κεντρικό για να βρεθούμε με την αντιπροσωπεία που ήρθε από την Αθήνα, που ήταν και ο Αλέξης Τσίπρας. Ο μπαμπάς μου δεν με άφησε –καλή του ώρα!– και δεν πήγα ποτέ. Βέβαια, εγώ τον σιχτίριζα εκείνο τον καιρό, γιατί δεν γνώριζα τα παιδιά που ήρθαν να μας ανεβάσουν το ηθικό λίγο και λοιπά. Ήταν η χρονιά που κάναμε απίστευτες καταλήψεις. Πρέπει να κάναμε κάνα δίμηνο, τρίμηνο, καταλήψεις. Θυμάμαι, το ’92 πρέπει να ‘τανε, που έπεσε –έπεσε, ξέρεις τα λέω λίγο γραφικά– που έπεσε ο Υπουργός Παιδείας.
Με τι αιτήματα ήταν τότε;
Άλλαζε πάλι το νομοσχέδιο για την παιδεία. Και επειδή ας πούμε, εγώ είχα τον αδερφό μου μια χρόνια μεγαλύτερη, μεγαλύτερη από μένα, η μάνα μου δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το εξής γεγονός. Το ένα το παιδί διάβαζε άλλα και το άλλο το παιδί διάβαζε άλλα. Και στο ένα το παιδί τελείωνε το πείραμα και στο άλλο το παιδί άρχιζε το πείραμα. Βέβαια, απ’ ό,τι βλέπω τόσα χρόνια μετά, τσάμπα οι καταλήψεις, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Στην Ελλάδα μηδέν εις το πηλίκο. Το μόνο που έχει μείνει σταθερό, να το πω έτσι, είναι ο θεσμός των Πανελλαδικών, τον οποίο εγώ τον πιστεύω και τον υποστηρίζω ακράδαντα. Έτσι; Τώρα, αν δε θα είναι δέσμες και θα είναι κάτι άλλο δεν ξέρω, δεν είμαι η πιο αρμόδια να πω. Αλλά οι δέσμες θεωρώ ότι ήταν ένα αρκετά αδιάβλητο σύστημα, που δεν μπορούσες να περάσεις, αν δεν είχες διαβάσει. Αυτό. Αλλά αυτός που είχε διαβάσει, είχε ευκαιρίες, ρε παιδιά. Δηλαδή, δεν είναι «έχει ο μπαμπάς μου λεφτά και πάω και σπουδάζω στο τάδε πανεπιστήμιο και τελειώνω». Αυτός που είχε διαβάσει και που τραβούσε μπροστά η ομάδα, θα γινότανε γιατρός. Αυτός που ήθελε να γίνει, ήξερε τον τρόπο για να γίνει. Αυτός που δεν ήθελε να γίνει, δεν θα γινότανε. Άστα αυτά. Να σου πω για τη διασκέδαση αυτής της εποχής. Ο τραγέλαφος αρχίζει μετά το σχολείο και σου είπα. Και καλοί μαθητές ήμασταν και σχεδόν καλό σχολείο ήτανε και ένα καλό επίπεδο είχαμε. Το μόνο που κάναμε, να πω την παρένθεση, κάνα τσιγαράκι από πίσω και κάνα αυτό. Εντάξει, εγώ δεν ανήκα σε αυτά τα γκρουπ. Σε άλλα γκρουπ ανήκα, τέλος πάντων.
Υπήρχαν δηλαδή από τότε όλα αυτά, απλά...
Ναι, υπήρχαν από τότε. Απλά τότε υπήρχε μια δυνατότητα στην κοινωνία, γιατί και το σχολείο ήταν μια μικροκοινωνία έτσι, να απεμπολεί λίγο αυτά τα παιδιά. Δεν ξέρω γιατί. Το είχαμε δαιμονοποιήσει το τσιγάρο, δεν ήταν τόσο συχνό όσο το βλέπουμε σήμερα. Όπως επίσης και δεν τολμούσαμε τότε να καπνίσουμε μπροστά στους γονείς μας. Δεν ήταν τα πράγματα χύμα, όπως είναι τώρα. Δεν έλεγες στον πατέρα σου «Δώσε μου 20 ευρώ να πάω να πάρω τσιγάρα». Σίγουρα καπνίζανε και καπνίζαμε κάποιοι εξ ημών, αλλά εμένα ο πατέρας μου έμαθε ότι κάπνιζα την δεύτερη φορά που το έκοψα. Φαντάσου πόσα χρόνια μετά. Και εννοείται ότι όσα χρόνια και να κάπνιζα, ποτέ δεν κάπνιζα μπροστά του. Ποτέ, ποτέ παιδιά, ποτέ, δεν το διανοούμουνα. Μπορούσα να καπνίζω όλη μέρα, στον πατέρα μου μπροστά δεν κάπνισα ποτέ. Ούτε στη μάνα μου βέβαια, ούτε στη μάνα μου. Υπήρχε κάποιος σεβασμός.
Και μετά τελείωσες το σχολείο. Πανελλήνιες;
Τελείωσα το σχολείο. Πανελλήνιες. Σούπερ ουάου! Πάμε να δώσουμε, να κάνουμε τα μηχανογραφικά και καθόμαστε πες σε ένα χαρτί, ας πούμε, σε ένα τζακ ποτ, σαν παραγγελία για πίτσα να πούμε είναι το μηχανογραφικό, αυτή την αίσθηση έχω πάντα και έπρεπε να βάλουμε τικ. Εντάξει, λες τικ είναι, τι μπορεί να γίνει; Και είναι τα τικ που καθορίζουν τη ζωή σου. Εγώ ήξερα ήδη ότι από όλα αυτά βλέπω εκεί πέρα, που δεν ξέραμε ότι υπήρχε ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός και τότε το μάθημα, αλλά ήταν μια μπαρούφα και μισή, παιδιά. Δηλαδή από όλα όσα έχουμε ζήσει, αυτό ήταν η ώρα «πώς θα κάνουμε χαβαλέ». Ούτε υπήρχαν αυτά τα ηλεκτρονικά συστήματα που έρχεται ο άλλος και σου λέει ότι «η κλίση σου είναι εκεί» κτλ. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Πηγαίναμε λίγο αχαρτογράφητοι και αυτοί που είχανε μπαμπάδες ας πούμε γιατρούς και δικηγόρους και ξέρανε λίγο-πολύ την μοίρα τους, θέλοντας και μη, okay. Οι υπόλοιποι εμείς τι κάναμε; Μη στα πολυλογώ. Εγώ τα είχα διαβάσει όλα τα τικ στα κουτάκια και ήμουνα σίγουρη ότι θα βάλω από ΑΕΙ, εφτά, και από ΤΕΙ, τρία. Και έρχεται η ώρα να το κάνουμε και έχω τη μάνα μου να ουρλιάζει: «Τι θα κάνεις; Τι θα κάνεις; Εκεί έχει 40 σχολές, βάλε τις όλες», «Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, δεν θέλω να πάω Πάντειο», «Θα τη βάλεις, θα τη βάλεις, θα τη βάλεις». Και επειδή υπήρχε αυτό το σύστημα σαν σήμερα, ότι ανάλογα με τα μόρια, πας, βάζω εγώ τα εφτά που θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς και ήξερα ότι το εφτά έχει πολύ χαμηλότερη βάση από όλα της Παντείου που θα ακολουθούσανε. Άρα έβαλα άλλα έξι, να κάνω χάρη στη μάνα μου και δέκατη τρίτη επιλογή ήτανε –που ήταν το πρώτο από τα ΤΕΙ– το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης Μarketing, που πέρασα, ΤΕΙ Εμπορίας και [00:20:00]Διαφήμισης. Και είχα βάλει αλλά τρία ΤΕΙ, ας πούμε, κάτι Σέρρες που ήταν τότε πολύ καινούργια, κάτι Λογιστικές, κάτι Διοίκηση Επιχειρήσεων και αυτά. Ουσιαστικά, πάλι με την Εμπορία και τη Διαφήμιση έκαιγα τα άλλα, γιατί ήτανε λίγο πιο κάτω. Οπότε αν περνούσα εκεί που ήταν πρώτη επιλογή, έκαιγα τα υπόλοιπα. Και αυτομάτως έγινε το δικό μου, αλλά έκανα και το χατίρι της μάνας μου. Βγαίνουν τα μόρια, δεν περνάω στις εφτά πρώτες σχολές για πολύ λίγο. Για πολύ λίγο, δηλαδή για λιγότερο από μισή μονάδα. Ήτανε καλή χρονιά και εγώ είχα γράψει περίπου τώρα με σημερινούς βαθμούς, 17,625, και πέρασα στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης που ήταν η πρώτη επιλογή μου από τα ΤΕΙ και ίσως, τελικά η μοναδική με πολύ καλή σειρά. Μπαίνουμε μέσα στα ΤΕΙ λοιπόν, αρχές Οκτωβρίου, αφού βρήκαμε τα λεωφορεία, πώς να πάμε εκεί, ταξίδι ολόκληρο από την Καλαμαριά. Το λεωφορείο περνούσε κάθε 40 λεπτά και ήμασταν μέσα παστωμένοι. Δηλαδή θα μπορούσαμε να είμαστε και πάνω από το λεωφορείο.
Τα ΤΕΙ είναι στη Σίνδο, όπως είναι σήμερα;
Στη Σίνδο, στη Σίνδο και δεν είχαμε και αυτοκίνητα τότε, έτσι. Όπως σήμερα, τα παιδιά 18 χρονών αυτοκινητάκι. Άσε που εγώ ήμουν και πιο μικρή, ήμουνα 17,5, κέρδιζα χρόνια. Και παστωνόμασταν κάθε πρωί, 06:00 η ώρα εγώ ξυπνούσα για να προλάβω το λεωφορείο, για να είμαι σίγουρη ότι θα με πάρει. Να είμαι σε αυτό που δεν πάνε οι πολλοί, οι πρωινοί, σε αυτό που δεν πάνε μάλλον οι μεταγενέστεροι, στο πολύ πρωινό. Έτρωγα κάτι δωδεκάωρα εκεί πέρα, γιατί ήθελα να τελειώνω. Εντωμεταξύ, είχα βρει και δουλειά. Μην στα πολυλογώ, θα σου πω για το ΤΕΙ. Μπαίνουμε στα ΤΕΙ πρώτη μέρα, μας μαζεύει και τους 300 που περάσαμε τότε σε ένα αμφιθέατρο μια πολύ καλή καθηγήτρια, Βουτσά με το όνομα. «Καλώς ήρθατε, μάγκες. Συγχαρητήρια που περάσατε» και έτσι κι αλλιώς. «Α -λέμε- ωραία, τύπος είναι αυτή, δικιά μας». Και λέει: «Πού ήρθατε ρε μάγκες; Τι θα πει μάρκετινγκ;». Και έχουμε μείνει 300 χάπατα με το στόμα ανοιχτό. «Πού ήρθαμε;», ξέρεις. «Τι -λέει- σας άρεσε και εσάς και το βάλατε; Γιατί -λέει- αυτά μου είπαν οι προηγούμενοι». Πού να ήξερες ότι κι εμείς έτσι κάναμε, μας άρεσε ο τίτλος και το βάλαμε. Βέβαια, η σχολή ήταν απίστευτη, είχε πολύ ωραία εργαστήρια, πολύ καλό ανθρώπινο δυναμικό για εκείνη την εποχή. Σκέψου ότι κάναμε το ’93 SPSS+. Ήτανε τεχνολογία αιχμής εκείνη την εποχή. Έτσι; Τώρα είναι SPSS 25, ξέρω ‘γω τι είναι, 27. Αλλά ναι, περάσαμε καλά. Πηγαίναμε τις εκδρομές μας. Υπήρχανε σύλλογοι, τα πάντα όλα. Εντάξει, εγώ δεν κομματικοποιήθηκα ποτέ, συνειδητά απείχα. Όσο σπούδαζα δούλευα, έκανα κάτι φροντιστήρια αγγλικών σε ένα οικοδιδασκαλείο εκτός Θεσσαλονίκης. Άλλη ιστορία. Εκεί θέλουμε κάνα τριωράκι βέβαια, δεν θα τα πούμε σήμερα. Και εντωμεταξύ, έκανα και την ζωή μου. Να σου πω για την νυχτερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη...
Ναι, πώς ήταν η διασκέδαση;
Λοιπόν, θα σου πω γυμνάσιο-λύκειο. Γυμνάσιο-λύκειο βγαίναμε στην Καλαμαριά και σε όλο το παραλιακό μέτωπο της Αρετσούς που είναι η Κρήνη ας πούμε, το παραλιακό μέτωπο της ανατολικής Θεσσαλονίκης, που ήταν όλος ο δρόμος γεμάτος καφετέριες. Όλος ο δρόμος γεμάτος καφετέριες. Και εννοείται ότι ανάλογα με το περίπου τι σχολείο ήσουνα, σε ποια παρέα ήσουνα, πήγαινες και στην ανάλογη καφετέρια. Το γέλιο ήταν το dress code, παιδιά. Απίστευτο. Η βάτα ήτανε πέντε πόντους. Όπως και τώρα τα παιδιά, έτσι και τότε, ψιλοβιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Όχι όλοι, αλλά ψιλοβιαζόμασταν. Η φουστίτσα ήτανε κυριλέ, αλλά ήταν λίγο πιο ψηλά από ό,τι θα έπρεπε. Όχι σαν και σήμερα βέβαια, δεν ήταν ζώνη, υπήρξαν φορές που ήτανε και ζώνη. Και φορούσαμε και ταγιέρ για να βγούμε έξω και κοστούμια. Ξεπατικώναμε και τα ρούχα της μάνας μας για να βγούμε, πολύ grande.Το μαλλί όμως ήταν όλα τα λεφτά. Το μαλλί έπρεπε να είναι ξασμένο, όχι ξυμένο, ξασμένο, κάποια στιγμή δεν είχαμε μαλλί. Και η φράντζα να είναι κολλημένη με τη λακ, έξι πόντους όρθια. Το γνωστό και ως «κοκοράκι». Αν γκουγκλάρεις «κοκοράκι» μπορεί να σου βγάλει καμία τέτοια φωτογραφία. Βλέπω καμιά φορά κάτι φωτογραφίες ή κάτι παλιές σειρές ελληνικές, τύπου λίγο μετά τον Στάθη Ψάλτη και αυτά, και κατουριέμαι στο γέλιο. Λέω: «Παιδιά, τα κάναμε και αυτά». Με χαρακτηριστικό παράδειγμα μια μέρα στην τάξη. Δευτέρα λυκείου; Δευτέρα λυκείου. Εμείς ήμασταν μια παρέα από έξι κορίτσια η οποία ήμαστε σχεδόν και σήμερα ίδιες και κάναμε τα κοκοράκια μας το πρωί για να πάμε στο σχολείο. Εντάξει, εγώ δεν πολυέτρωγα πάρα πολύ χρόνο στο μαλλί, ακόμα και τότε δεν έτρωγα πολύ χρόνο για το μαλλί. Οι άλλες όμως, τρώγανε πάνω από μισάωρο. Και είχαμε την πρώτη κολλητή μας που είχε το κοκοράκι οχτώ πόντους. Και εκεί που είχαμε έναν μαθηματικό πάρα πολύ ωραίο–, καλή του ώρα και αυτού, τον αγαπούσαμε, μας έμαθε μαθηματικά, μας έκανε ανθρώπους όπως λέγαμε και η αγαπημένη του φράση ήτανε το όταν ήτανε κάτι εύκολο και έλεγε: «this is a book». Όταν το έλεγε αυτό, τελειώναμε, κατουριόμασταν στο γέλιο όλοι. Σε κάποια στιγμή γυρνάει η πρώτη από τις έξι, με το κοκοράκι οχτώ εκατοστά, γυρνάει να πει κάτι. Και λέει: «Τι γυρνάς κι εσύ ρε, η κοτάρα με το λοφίο -λέει-, η πρώτη από τις κότες εκεί πίσω;». Ήτανε το εναρκτήριο λάκτισμα, ότι αυτή ήτανε η αρχικοτάρα του κοτετσιού και εμείς ήμαστε το κοτέτσι. Τέλος. Την άλλη μέρα να πέσει τέτοια να τη φάει, δεν μιλούσε, δεν λαλούσε. Τι Ουρσουλίνες; Η δικιά μας ήτανε θεά. Βέβαια, το «κοτάρα» έμεινε. Ξέρεις, όλοι με το που τη βλέπανε με το κοκοράκι την κοροϊδεύανε. Αλλά ήμαστε δευτέρα λυκείου, πόσο ζημιά μπορούσε να γίνει; Εντάξει, αυτό δεν ήτανε bullying, ήταν πολύ γλυκό. Και επίσης, σου λέω, ήταν τόσο καλός ο καθηγητής που τα [00:25:00]συγχωρούσαμε όλα. Δηλαδή, μας έπαιρνε αστρονομία και μας έκανε μαθηματικά δέσμης στη δευτέρα λυκείου που δεν ξέραμε ας πούμε, τι δέσμη θα πάμε. Ήταν λίγοι που είχαν αποφασίσει. Καλή του ώρα, Ηλιάδης με το όνομα, με απόσπαση ήταν.
Και η διασκέδαση, τα μαγαζιά;
Πηγαίναμε λοιπόν, τότε που αρχίσαμε και βγαίναμε, πηγαίναμε στις καφετέριες. Τότε ήταν café, δεν ήταν μπαράκια και καλά. Café λεγόταν όλα. Τα μπαράκια ήταν λίγο πιο αφτεράδικα. Πω, πω, τι ορολογία χρησιμοποιώ Θεέ μου; Λοιπόν, και πηγαίναμε εκεί στην Αρετσού. Τα οποία όμως τα μαγαζιά για καφετέριες είχανε DJ, τραβούσαν μέχρι αργά, μπορεί να ξεκινούσες, ας πούμε, 16:00 η ώρα για καφέ και να έφτανες 23:00 η ώρα να πίνεις ποτά και τέτοια. Και το καλό ήταν ότι επειδή ας πούμε, εκεί πέρα ήμασταν ψιλογκετοποιημένοι, πάλι σου λέω, η κάθε παρέα είχε την καφετέρια της, και πολλές παρέες μαζί σε μια καφετέρια γνωριζόμασταν. Ήξερε ας πούμε, πού θα με βρει ο αδερφός μου αν θέλει να με πάρει να με πάει σπίτι ή ο αδερφός της κολλητής μας που ήταν πιο μεγάλος και είχε αυτοκίνητο, ήξερε ότι «Ελάτε παιδιά, τώρα φεύγουμε, πάμε στο αυτοκίνητο κτλ». Εννοείται ότι οι παρέες δεν πείραζε η μια την άλλη. Ήτανε λίγο casus belli, δεν πειράζανε κοπελιές από άλλες παρέες, εκτός αν ας πούμε, ήτανε σε φάση, είχαμε δώσει κάποιο ραντεβού και αυτά. Ακόμα και αυτά γινότανε σε δημόσια μέρη, δηλαδή ήτανε λίγο πιο άφοβα τα πράγματα. Όχι ότι δεν υπήρχαν κίνδυνοι και τέτοια, αλλά σκέψου καιρός που δεν είχες κινητό, που δεν είχες ας πούμε το GPS να σε γκουγκλάρει η μάνα σου συνέχεια, ήξεραν που ήμασταν, ήξεραν με ποιους ήμασταν και εμπιστεύονταν και τα παιδιά και την παρέα και το μέρος. Δηλαδή, ήξεραν ότι «εκεί πέρα μπορώ να πάω με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο να βρω που είναι το παιδί μου». Δεν χρειάστηκε ποτέ, δόξα τω Θεώ. Δεν είχαμε δηλαδή καμιά μεγάλη κακοτοπιά. Το κορυφαίο ήταν τα πάρτι που κάναμε με το σχολείο. Πού πηγαίναμε; Δεν πηγαίναμε σε καφέ, πηγαίναμε σε disco. Εκείνο τον καιρό λοιπόν, η μουσική ήταν τα 80s και τα 90s. Έτσι, τα γνωστά, πολύ χαμός, πολύ fluo χρώματα, πολύ τα μαλλιά σου λέω ξασμένα, πολύ βάτες. Δηλαδή, μπορεί να βγαίναμε με κορμάκια και τέτοια και μια μακριά φούστα. Σαν τη Madonna, ρε παιδί μου, ένα πράγμα, αλλά λίγο πιο soft, δεν ήμασταν για μαντόνες όλες. Και κάναμε τα πάρτι. Ε, στα πάρτι γινόταν ο χαμός. Έτσι; Δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει σχολικό πάρτι και να μην δώσουν το παρών όλοι. Όχι μόνο όλοι εμείς του σχολείου, και οι κολλητοί μας από άλλα σχολεία. Δηλαδή, στα πάρτι μαζευόμασταν τότε –300 παιδιά είχε το σχολείο μας– άνω των 500 ατόμων, άνω. Δηλαδή, αν τα παιδιά θέλαν να βγάλουν μια εκδρομή τους με 4-5 πάρτι, σίγουρα είχαν το μισό budget της εκδρομής. Και ήτανε κάτι πιο ιδιαίτερο. Ξέρεις, πάλι κάναμε όπως κάνουν τα παιδάκια σήμερα, να βαφτούμε, να φτιαχτούμε να αυτώσουμε, να μαζευτούμε όλοι σήμερα ας πούμε στης Γεωργίας να ετοιμαστούμε κτλ. Εντωμεταξύ, όπως και σήμερα νομίζω, γιατί το βλέπω στα παιδιά μου, εκεί που ετοιμάζονταν, ο μπαμπάς φρίκαρε, εννοείται. Και επίσης, κανονίζαμε τι ώρα θα γυρίσουμε, ποιος γονιός θα κάνει την αγγαρεία, να ‘ρθει να μας πάρει, έτσι; Γιατί και τότε τα ίδια γινόταν όπως σήμερα. Κάποιος ας πούμε 02:00 η ώρα, 03:00 η ώρα γυρνούσε και μας έπαιρνε. Αρχικά μας αφήνανε μέχρι τη 01:00 η ώρα στις αρχές λυκείου, μετά πήγε 02:00, αλλά αυτό γινόταν τρεις-τέσσερις φορές τον χρόνο, δεν είναι σαν σήμερα, μπάτε σκύλοι αλέστε. Και είχε την αίσθηση ότι είναι κάτι διαφορετικό. Ήταν ωραία, χορεύαμε όλη την ώρα, όλη την ώρα χορεύαμε. Και το κορυφαίο ήταν τα ποτά που πίναμε τότε, όταν πίναμε, έτσι τρίτη λυκείου μιλάμε και μετά, Bacardi και Gin. Λέω δεν έχουν αλλάξει πολλά με σήμερα. Εντάξει, πολύ έλεγχος. Ξέραμε ότι φοβόμασταν να γυρίσουμε σπίτι μεθυσμένοι, ρε παιδί μου. Υπήρχε πολύς σεβασμός. Δεν ήτανε τα πράγματα με μια πλήρη ελευθεριότητα. Εννοείται ότι υπήρχαν και τα παραβατικά άτομα, εννοείται ότι γυρνούσαν και συμμαθητές μας σπίτι και ξερνούσαν όλο το βράδυ, αλλά η παρέα είχε έναν τρόπο και η τάξη και η ομάδα να τους κάνει λίγο αυτούς πέρα. Δηλαδή με τον τρόπο τους δείχναμε ότι αυτό δεν είναι ωραίο αυτό που έκανες. Δεν ήταν μαγκιά ας πούμε το να ξερνοβολά ο άλλος δίπλα σου όλο το βράδυ, όπως και με το τσιγάρο. Μας λέγανε πολλοί, «κάπνισε» και έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν μπορούσε να σε πείσει ο άλλος να καπνίσεις εύκολα, όπως σήμερα «Έλα κάνε. Έλα τώρα, τι γίνεται» και έτσι. Δεν γινόταν αυτά γιατί υπήρχαν πιο πολλές αντιστάσεις, τολμώ να πω, και αυτή είναι η προσωπική μου εκτίμηση.
Αλλά οι γονείς ήτανε το βράδυ, θα ερχόταν να σας πάρουν;
Οι γονείς ναι, ναι. Ένας από όλους έκανε κάθε βράδυ τον ταξιτζή και μας μάζευε και ας πούμε εμείς ήμασταν πεντάδα, μπαίναμε πέντε στο αυτοκίνητο, οριακά, ξέρεις, χωρούσαμε με τον μπαμπά και μας γυρνούσανε σπίτι όλες. Και επειδή μέναμε όλα τα παιδιά κοντά και ήταν όλα τα παιδιά γνωστά, δηλαδή ο κάθε γονιός που πήγαινε, σα να μαζεύει τα παιδιά μου. Δεν ρωτούσαν, ας πούμε. Θα μας γυρίσει ο μπαμπάς της τάδε, ο μπαμπάς της τάδε, ο μπαμπάς του τάδε. Κάποιες φορές που η disco ήτανε κοντά στην Καλαμαριά, το κόβαμε και με τα πόδια. Φυσικά το κόβαμε με τα πόδια μικτές παρέες. Αυτό πρέπει να το ομολογήσω, ότι δεν ήμασταν μόνο κορίτσια ή μόνο αγόρια, γιατί ας πούμε, όταν οι φούστες είναι στον αφαλό, λέμε τώρα, εντάξει, και τότε είχαμε μια αίσθηση κινδύνου. Μπορεί να μην υπήρχαν τόσα πράγματα όπως σήμερα, αλλά μια αίσθηση κινδύνου υπήρχε. Και φυσικά, όλοι οι γονείς καθοδηγούσαν τα παιδιά τους όπως και σήμερα, ότι «Πάρτε ένα ταξί, δεν πειράζει, θα το πληρώσουμε εμείς». Υπήρχε αυτή η δυνατότητα, εντάξει. Μας καθοδηγούσαν και μας συμβουλεύανε πολύ σωστά. [00:30:00]Αν και δεν ασχολούνταν με τα παιδιά όσο ασχολούμαστε οι σημερινοί γονείς. Αυτό είναι μια σύγκριση τώρα που μου ήρθε στο μυαλό. Δηλαδή, δεν θυμάμαι να μας μιλούσαν τόσο πολύ όσο έχω μιλήσει εγώ στα παιδιά μου, ήταν όμως ουσιαστικότερα. Πού αλλού βγαίναμε; Στο κέντρο, στο κέντρο. Το σημερινό «Ensayar», Λεωφόρος Νίκης, έχει αλλάξει καμιά 35 φορές ονόματα. Το πιο ιστορικό που θα το ξέρουν οι άλλοι είναι το «Άρωμα», το «Splendid» ακόμα πιο παλιά. Οπότε όταν είχαμε εξετάσεις, δηλαδή όταν παίρναμε βαθμούς, το βράδυ πηγαίναμε στο «Splendid». Εκεί εντωμεταξύ, grande, έτσι; Εκεί ντυνόσουνα πολύ grande, πολύ κυριλέ. Ναι, η Θεσσαλονίκη τα έχει αυτά από παλιά. Πάλι μπαίναμε μέσα παρέες και έτσι και αλλιώς, και πολύ χορός, δηλαδή συνέχεια χορεύαμε. Εγώ θυμάμαι να χορεύουν οι παρέες. Λίγες παρέες δεν χορεύανε και το παίζανε –πώς το λένε– βαριά πεπόνια. Όλοι οι υπόλοιποι χορεύαμε. Πάρα πολύ ωραία μαγαζιά καλοκαιρινά είχε στη δυτική Θεσσαλονίκη. Το τότε «Morocco» που είναι εκείνη η ταράτσα που ναι, την ανακαινίζουν κάθε τρεις και λίγο και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Η πλατεία Ηλιούπολης και η πλατεία Ευόσμου, ο τωρινός πεζόδρομος στον Εύοσμο. Ναι, πάρα πολύ, κόσμος πολύ. Επειδή εγώ είχα φίλους σε όλη τη Θεσσαλονίκη, πολλοί νεολαίοι έξω και αυτά. Βέβαια ήταν λίγο ομερτά η ανατολική με τη δυτική Θεσσαλονίκη. Αυτό πρέπει να στο πω. Δηλαδή, πολλοί από τη δυτική δεν ερχόνταν ανατολικά και πολλοί από εμάς ανατολικά, δεν πηγαίναμε δυτικά. Εγώ ήμουν τυχερή, επειδή είχα σου λέω, μικτές παρέες πήγαινα και εκεί, είχα και ξαδέρφια πολλά και σόι μεγάλο κτλ., πηγαίναμε. Το πιο cult μαγαζί όμως, ήταν το «Morocco», το οποίο το διακόσμησε ένας πάρα πολύ διάσημος διακοσμητής της Θεσσαλονίκης, ο Δούκας με το όνομα, ο οποίος σήμερα νομίζω ακόμα ζει, πολύ μεγάλης ηλικίας. Πολύ μεγάλη περσόνα της Θεσσαλονίκης, έκανε τις ωραιότερες διακοσμήσεις που έχω δει ποτέ μου σε μαγαζιά. Δηλαδή ο άνθρωπος ταξίδευε, φαινόταν ότι ταξιδεύε πολύ. Όταν το έκανε το «Morocco» ήταν σαν να είσαι στο «Morocco», δηλαδή με τα μεταξωτά τα πανιά, τα πολύχρωμα αυτά, με μαξιλάρες με τέτοια κτλ. Βέβαια, εκείνη η περιοχή έφτυνε αίμα, δεν κοιμόταν κανείς το βράδυ, τα Παρασκευοσαββατοκύριακα. Είχε πάρτι το «Morocco» και ακουγόταν μέχρι το κέντρο των Αμπελοκήπων. Χαμός. Οι μουσικές στο τέρμα και τέτοια. Ο «Μύλος» ήτανε τότε στα high του, η «Βίλκα» που είχανε πρωτανοίξει εκείνο τον καιρό. Τι άλλα; Α, από ελληνάδικα το «Ακρόαμα». Το οποίο, το «Ακρόαμα» στην αρχή ήτανε στην Αρετσού μετά τις καφετέριες, στο πέρας των καφετεριών ήταν ένα ημιυπόγειο κιόλας. Δηλαδή, κατέβαινες κάτι σκαλάκια. Εντάξει, δεν το λες ημιυπόγειο, αλλά δεν ήτανε και ground floor [ισόγειο]. Εκεί πρωτοείδαμε πάρα πολλά ονόματα, Μακεδόνα, Παπαδοπούλου, εκ των υστέρων είδα κι άλλους. Άλλες εποχές, ρε φίλε. Ήταν πάρα πολύ ωραία τα πράγματα, διασκέδαζε ο κόσμος. Και είχε και την αξία του το ότι δεν βγαίναμε συνέχεια. Δεν είναι αυτό το σημερινό που μπορείς να βγεις Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και δεν έχει καμία αίσθηση. Δεν βγαίναμε τόσο πολύ.
Οπότε υπήρχανε και τα κέντρα, τα μπουζούκια, ας πούμε.
Ναι. Υπήρχαν και τα μπουζούκια τα οποία ήτανε και προσβάσιμα. Δηλαδή, εκτός από αυτούς που πήγαιναν και σπρώχναν πάρα πολλά λεφτά όπως και σήμερα, ήτανε προσβάσιμα σε όλους. Δηλαδή, μπορούσες με την παρέα σου να κλείσεις ένα ωραίο τραπεζάκι και να πας και να είσαι, ας πούμε, δεν θα είσαι πρώτο, θα είσαι δεύτερο, αλλά θα ‘σαι. Δεν θα είσαι πίσω γωνία που κάναν τώρα, τράβα επάνω στο θεό και τέτοια. Και το σημαντικό ότι πήγαινες και έβλεπες ένα ωραίο όνομα. Δηλαδή, έβλεπες ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα. Ήταν πάρα πολύ προσεγμένα, γιατί αν δεν ήταν προσεγμένα, ήτανε μεγάλη η πίτα της αγοράς. Υπήρχε το «Κόρος» πάνω στα πανεπιστήμια από πίσω, πώς το λένε, στην Αρμενοπούλου, Αρμενοπούλου ναι, που ήτανε, αυτό και αν δεν ήταν υπόγειο! Εκεί θυμάμαι μετά από χρόνια είχα μια φίλη που μιλούσαμε, έτσι λέγαμε καλή ώρα τέτοιες ιστορίες, και λέει: «Πήγα δύο φορές και τις δύο φορές προσευχόμουνα». «Γιατί προσευχόσουνα, ρε κοπελιά;» «Μη γίνει κάνας σεισμός -λέει- και θαφτούμε εδώ μέσα». Αφού φοβόσουνα, γιατί πήγες μάνα μου; Ξέρεις, όχι έπρεπε να πάει. Ξανθιά bimbo ήταν αυτή, πολύ ωραία κοπέλα. Αλλά ξέρεις, δυο φορές πήγα και προσευχόμουνα. Τρελή ατάκα, τέλος πάντων.
Αλλά μπουζούκια υπήρχαν εκεί προς τα έξω, που υπάρχουν και σήμερα;
Τα καλοκαιρινά, λίγο μεταγενέστερα, μετά το ’95-’96, ήτανε αεροδρόμιο, έτσι; Χαμός. Στο αεροδρόμιο ερχόταν όλοι φίλε, όλοι, όλοι! Ό,τι ονόματα ξέρεις σήμερα και υπάρχουν 20, 30, 40 χρόνια, όλοι θα ερχόταν εκεί. Έπρεπε να περάσουνε τουλάχιστον για δυο βδομάδες, τουλάχιστον! Θα σου πω ένα πράγμα. Ότι εμείς εκεί είδαμε τους τέτοιους, Daddy, daddy cool –πώς τους λένε αυτούς– daddy, daddy cool. Πώς το λένε αυτό το συγκρότημα, ρε; Τέλος πάντων, μέχρι και ξένα μεγάλα συγκροτήματα. Εκτός από εντάξει, Σφακιανάκη και Βίσση και αυτούς τους είδαμε όλους. Όλους τους είχαμε δει. Ήταν ένας τρόπος διασκέδασης, όμως. Έτσι; Δηλαδή αυτό, επειδή δεν πήγαινες κάθε μέρα, είχε την αξία του ότι «αυτό το Σαββατοκύριακο θα πάμε να δούμε τον Κιάμο, αυτό το Σαββατοκύριακο θα πάμε να δούμε τον Κουρκούλη, αυτό το Σαββατοκύριακο θα πάμε να δούμε τη Βανδή» και τα λοιπά. Εντάξει, ήταν ωραία.
Γενικά, τι χορούς είχε αυτή την περίοδο; Στα κλαμπ, στις disco τι χορεύανε ακριβώς;
Λοιπόν. Αχ, αχ, αχ, έξυσες μεγάλη πληγή και δεν σου πρέπει. Λοιπόν, χορεύαμε πολλή disco και στο τέλος της disco, γιατί τα χορευτικά τα κομμάτια είναι τα ίδια, έτσι, δεν βγαίνουνε την άλλη εβδομάδα καινούργια. Ας πούμε τραγούδια που ακούτε κι εσείς σήμερα και δεν είναι, είναι 80s-90s, φαντάσου εκείνο τον καιρό [00:35:00]που ήταν ας πούμε στα high τους και ήταν και λίγο πειραγμένα. Τα πείραζαν οι DJ και τα κάναν ακόμα πιο μπιτάτα. Οι DJs εκείνο τον καιρό ήταν πάρα πάρα πολύ ακριβοπληρωμένοι. Ήταν δηλαδή, μεγάλες φίρμες της πόλης, πολύ μεγάλες. Δηλαδή, αν έλεγες ότι ξέρω τον τάδε με το όνομα, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα αυτοί και είναι παππούδες σχεδόν, ήτανε απίστευτο τέτοιο, απίστευτη γνωριμία, ας πούμε και καλά. Είχα και την καλή μου τύχη να είμαι βοηθός παραγωγής σε μια εκπομπή στον Antenna κάτι Σαββατοκύριακα. Τι ωραία περνούσα, τι ωραία. Εμένα μου άρεσε πάντα η ραδιοφωνική παραγωγή, ναι, μου άρεσε πάρα πολύ. Ήτανε το απωθημένο μου, εντάξει. Και ένας DJ με δέχτηκε και έκανα τη βοηθό παραγωγής. Τι έκανα; Πήγαινα και έφερνα τα CDάκια τότε. Και υπήρχανε τα δισκάκια, όχι CDάκια. Αυτό, παιδιά. Αλλά εγώ αυτοεκπληρωνόμουνα, γιατί ήμουνα σε ένα ράδιο. Όχι τα σημερινά τα ράδια. Έχω δει δηλαδή μπομπινόφωνο, ποτενσιόμετρο, τα πάντα όλα μέσα, ήτανε τέλεια. Δηλαδή άκουγες αυτό το «χρακ, χρακ» και άκουγες τον ήχο, ρε παιδί μου, της μουσικής τον αυθεντικό. Όχι τα ηλεκτρονικά και τέτοια που πατάς κουμπιά και ο άλλος ακούει. Έχει και αυτό τη μαγεία του, αλλά αυτό ήτανε magic. Magic παιδιά, ήταν μαγικό. Ή ξέρω ‘γω, να προσπαθείς να ακούσεις ένα καινούριο τραγούδι στο ραδιόφωνο –τότε παίζαμε πολύ ραδιόφωνο, έτσι;– και να θες να το ηχογραφήσεις με τις κασετούλες και να μιλάει ο DJ. «Βρε άτιμε, γιατί μίλησες και μου το ‘χασες, μου χάλασες το κομμάτι;». Φοβερές εποχές. Χορεύαμε λοιπόν τα disco και τα αυτά, λίγο αργότερα καρεκλάδικα που λέμε, γιατί χορεύαμε μόνοι μας και ανεβαίναμε και σε μια καρέκλα. Οι καρεκλάδες χορεύουν απίστευτα έτσι, απίστευτα. Και γυρνούσανε τα τζιν, όπως έχουνε σήμερα με ρεβέρ, τζιν με ρεβέρ. Οπωσδήποτε το τζιν έπρεπε να είναι πάρα πολύ μακρύ και να το γυρνάς. Βέβαια, η μόδα όπως βλέπεις, δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ με σήμερα. Απίστευτες παρέες. Δηλαδή η παρέα μπορεί να κάνει το χορευτικό όλη η παρέα, να ανεβαίνει στην πίστα ο πρωτοχορευτής της παρέας –στην πίστα, στο πιο κεντρικό σημείο, τέλος πάντων– και να ακολουθούμε όλοι. Αυτά που βλέπεις στις αμερικάνικες ταινίες τα έχουμε περάσει όλα, όλα. Και λίγο αργότερα άρχισαν να φθίνουνε λίγο αυτά, πολλές disco κλείσανε. Α, μια πολύ διάσημη ντίσκο ήταν η «Αλυσίδα». Που ήταν το παλιό το εργοστάσιο «Αλυσίδα» με τα παπούτσια τα σπορτέξ, που κάναν σπορτέξ που λέμε; Ναι, εδώ κοντά. Αχ, Παπαναστασίου, εκεί γινόταν χαμός. Ή αργότερα, λίγο πιο μετά, τον καιρό της ηλεκτρονικής μουσικής, το «Νανί-Νανί». Να, είδες, ένα-ένα μου έρχονται τώρα. Το «Νανί-Νανί» ήταν πίσω από τα δικαστήρια. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που είδαμε σκληρή πόρτα. Εντάξει, ευτυχώς δεν με έχει κόψει κανείς σε πόρτα στη Θεσσαλονίκη, αλλά οι πιο πολλοί ήμασταν γνωστοί. Πρώτη φορά που είδα πόρτα και είδα και την κουρτίνα για τους VIP. Ναι, δεν λέω. Ήταν η κουρτίνα, πολύ έτσι, πολύ αλλιώς, πολύ αλλιώτικα, πολύ. Ήταν πολύ ωραίο μαγαζί, όμως. Πολύ προσεγμένα μαγαζιά και επειδή υπήρχε χρήμα και οι επιχειρηματίες στήναν μαγαζιά πλούσια, ρε παιδί μου, έτσι πολύ ωραίες παραγωγές, το ‘βλεπες αυτό. Δηλαδή ήσουνα μέσα σε ένα μαγαζί και έλεγες: «Φίλε, ουάου, δηλαδή δεν ξέρω πού να κοιτάξω. Τα φώτα, τα φωτορυθμικά, τις βαριές κουρτίνες» που σου λέω, την ωραία διακόσμηση, που του χρόνου θα ήτανε κάποια άλλη. Και ήτανε πολύ ωραίο. Και το μαγαζί σαν μαγαζί ήτανε ένα έργο τέχνης. Γι’ αυτό και οι διακοσμητές, όπως αυτοί που σου είπα, είχανε βγάλει απίστευτα χρήματα, απίστευτα. Μπορούσαν να στήσουν οι διακοσμητές με τόσα που μάζευαν μαγαζιά μόνοι τους, μόνοι τους.
Οπότε, με το τέλος της disco έρχεται η ηλεκτρονική μουσική;
Ναι, όχι με σαφή όρια όμως. Γιατί ξέρεις, πολλά μαγαζιά ή πολλά disco κομμάτια τα πειράζανε κτλ. Ουσιαστικά, έγινε λίγο πιο ηλεκτρο-pop. Η pop ήρθε ουσιαστικά. Pop και rock. Υπήρχαν rock σκηνές στη Θεσσαλονίκη, μικρές βέβαια, αλλά ναι. Γιατί ο αδερφός μου ήτανε της rock σκηνής, heavy-μεταλλάς που λέγαμε τότε, ξέρεις, με τις σιδεριές, με τα δερμάτινα, με τα αυτά. Εμένα με άρεσαν, εγώ άκουγα τα πάντα. Αυτό δεν είπαμε στην αρχή; Ακούω όλα τα είδη μουσικής, ανάλογα με τη διάθεση και την ώρα. Οπότε, πηγαίνοντας όταν σπουδάζαμε σε rock bar με τον αδερφό μου, περνούσαμε απίστευτα γιατί εκείνα ήταν πολύ πιο μικρά, πολύ πιο μικρού μεγέθους μαγαζιά, με πολύ πιο ωραίο ήχο. Έτσι, δηλαδή τον rock τον ήχο πρέπει να τον ακούς όπως πρέπει να τον ακούς, να μην μικροφωνίζει, να μην τρίζουν τα ηχεία, να είναι όλα τζετ. Είχε απίστευτα ηχοσυστήματα εκείνο τον καιρό, απίστευτα. Δηλαδή, λίγες φορές θυμάμαι να βγαίνω από μαγαζιά και να βουίζουν τα αυτιά μου, που αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής. Έτσι; Βγαίνεις και μετά τα αισθάνεσαι ότι είσαι σε μια φάση ημιλιπόθυμος, ας πούμε. Γυρνάνε όλα γύρω-γύρω. Και επίσης, υπήρχαν και πιο καθαρά ποτά, παιδιά. Αυτό είναι βασικό. Και όταν αρχίζαμε και πίναμε, είχε και αυτό τη σημασία του. Γιατί okay στα ροκόμπαρα, να το πω έτσι, πίναμε μπυρόνια. Έτσι; Στα άλλα όμως, που δεν πίναμε μπύρες, δεν γυρίζαμε σπίτι μας τρεκλίζοντας, ούτε στα τέσσερα, ούτε με φορείο, ούτε με τίποτα. Δηλαδή ήμασταν okay. Θα μου πεις, «δεν πίνατε». Ναι, δεν πίναμε, αλλά σήμερα και ένα ποτό να πιεις και να είναι μάπα ή μπόμπα, που τα λέμε τώρα, μπορεί να χαλαστείς και να βρεθείς νοσοκομείο. Και ανάλογα με τις αντιστάσεις του καθενός, αν έχει φάει, αν δεν έχει φάει –που τα κοριτσάκια, ξέρετε, δεν τρώνε πριν βγούνε– ναι, [00:40:00]μπορεί να βρεθείς πολύ άσχημα άρρωστος ή σε άσχημες καταστάσεις. Τέλος πάντων. Πολύ μεγάλα μαγαζιά η Θεσσαλονίκη, πολύ μεγάλα, μεγάλες σκηνές. Και πολύς ο κόσμος σου λέω, δεν έβγαινε κάθε μέρα, που έχει χάσει τώρα την αξία του να πεις ότι «θα βγούμε το Σάββατο με τις φίλες μας». Αλλά είχε πάρα πολύ ωραίους χώρους. Εκ των υστέρων, αυτά φθίνανε. Ζήσαμε μεγάλες συναυλίες, ανοίξαν τα θέατρα, Δάσους επάνω, τα θέατρα πάνω στα κάστρα, γίνανε τέτοιες εκδηλώσεις, στους Λαζαριστές λίγο μετά. Αρχίσαμε με τέτοιους χώρους, συναυλιακούς. Δηλαδή όταν άρχισαν να φθίνουν τα μπουζούκια και μέχρι και σήμερα, γίναν πιο πολλοί οι συναυλιακοί χώροι, το καλοκαίρι τουλάχιστον. Έτσι; Γιατί πάλι υπάρχουνε μπουζούκια, αλλά όχι σε αυτήν την έκταση. Και επίσης, τώρα νομίζω δεν υπάρχουν η δυνατότητα των ανθρώπων, οικονομική εννοώ, και δεν υπάρχει και η διάθεση το να είναι κάποιος όλο το βράδυ και να στήνει, να ραίνει με λουλούδια, να το πω έτσι, την τραγουδιάρα. Εκτός αν αυτή είναι η Άννα Βίσση να το πω. Τι να πω; Δεν μπορώ, δεν έχω μέτρο σύγκρισης, γιατί έχω πολλά χρόνια να ζήσω αυτού του μεγέθους που ζούσαμε παλιότερα. Νομίζω θα τα ζήσουν τα παιδιά μου τώρα πια. Εν τούτοις, τα κάναμε όλα.
Και επίσης, ήμασταν τυχεροί γιατί όταν η Θεσσαλονίκη έγινε πολιτιστική πρωτεύουσα το 1996, ήρθαν και οι U2 στην πόλη μας. Αγαπημένο συγκρότημα, αγαπημένο συγκρότημα. Αλλά εγώ ήμουνα τόσο κωλόφαρδη, που είχα κερδίσει ένα εισιτήριο από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό και είχα πάει. Ενώ οι U2 ήρθαν Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη και τραγούδησαν στο λιμάνι και ήταν η πρώτη μεγάλη συναυλία που εγκαινίαζε το χώρο του λιμανιού, γιατί ουσιαστικά τότε θα ερχότανε για το Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα, για τον θεσμό, και έπρεπε να βρουν έναν χώρο ο οποίος θα στέγαζε τις χιλιάδες που περίμεναν να ‘χουνε, που πραγματικά είχανε. Και επειδή στην Ελλάδα δεν ήμασταν μαθημένοι το να παίρνεις το εισιτήριο σε μια συναυλία ένα χρόνο πριν, εννοείται ότι δεν ξέρανε ούτε πόσους θα κόψουν, πού θα κόψουν, τίποτα. Ο χώρος φαντάσου ότι προαποφασίστηκε περίπου οχτώ με εννιά μήνες πριν, δηλαδή ούτε καν στο χρόνο. Μην στα πολυλογώ, εννοείται ότι θα πήγαινα, αλλά βγάζει κάποιος πολύ γνωστός σταθμός της Θεσσαλονίκης διαγωνισμό για να πάμε να δούμε τους U2 στην Γερμανία τρεις μήνες πριν τη Θεσσαλονίκη. Εννοείται ότι πήρα μέρος, εννοείται ότι δεν κέρδισα, αλλά ήμουνα πρώτη επιλαχούσα. Όταν πάμε οι υποψήφιοι όλοι για να γίνει η κλήρωση στον σταθμό και βγάζει το όνομα μου για πρώτη επιλαχούσα, λέω: «Παιδιά θα πάω». Λέει: «Πού το ξέρεις;» «Ρε συ, είμαι σίγουρη ότι ο πρώτος επιλαχών θα πάει, γιατί λέω ότι από αυτούς που κληρωθήκανε, κάποιος, κάτι θα του τύχει». Και μου λέει η κοπελιά που ήτανε γραμματέας στο σταθμό, «Είσαι -λέει- απίστευτη, μόνο εσύ θα το σκεφτόσουν αυτό». Λέω: «Κάτι θα τύχει, δηλαδή είμαι σίγουρη. Και μέχρι να αραιώσει ο κόσμος και να φύγουνε και να μείνουνε οι βασικοί και οι επιλαχόντες που ήμασταν –εμείς τέσσερις, ένας, δύο, πέντε βασικοί και πέντε επιλαχόντες–, γυρνάει και λέει μια κοπελίτσα, «Ξέρετε, εγώ -λέει- δεν μπορώ να πάω γιατί θα σπουδάζω στο εξωτερικό και θα έχω φύγει». Αλληλούια! Οπότε ήμουνα η πέμπτη της ομάδας. Και πήγα και τους είδα στην Κολωνία. Απίστευτη σκηνή!
Εισιτήρια δωρεάν σας δώσανε;
Εισιτήρια δωρεάν. Ξενοδοχείο πεντάστερο, το Dom, που είναι ακριβώς στην κεντρική πλατεία της Κολωνίας. Η Κολωνία είναι μια πανέμορφη πόλη. Λιμουζίνα να μας πάει από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο και από το ξενοδοχείο στην συναυλία. Λιμουζίνα να μας γυρίσει από τη συναυλία στο ξενοδοχείο. Δηλαδή ξέρεις, να φεύγουνε 30-50 χιλιάδες κόσμος, πόσοι ήμασταν εκεί πέρα. Ήμασταν 50.000 κόσμος μες στη συναυλία και 30.000 γύρω-γύρω. Γιατί στην Κολωνία, η συναυλία έγινε στο χώρο του παλιού αεροδρομίου.
Οπότε ήτανε-
Που ήτανε αλάνα απίστευτη. Βέβαια, για μένα ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σε τέτοια μεγάλου μεγέθους συναυλία και εννοείται ότι δεν ξέραμε ότι ο κόσμος πάει δύο μέρες πριν εκεί και κοιμάται. Πήγαμε τέσσερις ώρες πριν. Μας πήγε η λιμουζίνα και πατούσαμε τα πτώματα, πατούσαμε πάνω από τους ανθρώπους που ήταν εκεί πέρα, σου λέω, μέρες. Περάσαμε πάρα πολύ ωραίο έλεγχο, τα πάντα, όλα μέσα. Άνοιξαν τσάντες, τα ‘δαν όλα, ναι. Φαντάσου ότι περνάγαμε τον έλεγχο και μετά είχε μέσα χημικές τουαλέτες από άκρη σε άκρη σε όλο τον χώρο τον συναυλιακό. Είχε τέσσερα παραπήγματα νοσοκομείων. Δηλαδή, ξέρανε τι περιμένανε και αυτοί ήταν και μαθημένοι βέβαια, σε τόσο κόσμο. Μην στα πολυλογώ, επειδή ήταν όλοι ψόφιοι από την προηγούμενη μέρα ή το πρωί που περιμένανε, εμείς πατώντας πάνω από πτώματα, τσούκου, τσούκου, τσούκου φτάσαμε σχεδόν την σειρά την μπροστινή. Και ήμασταν όχι πρώτοι, δεύτεροι. Συγκλονιστική σκηνή παιδιά, δεν έχω δει ωραιότερη συναυλία στην ζωή μου. Εντάξει, ήταν και η πρώτη, έχει άλλη βαρύτητα. Και τελικά καλά που πήγα, γιατί όταν ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, πάλι κάτι μου ‘τυχε, ήμουν άρρωστη, δεν πήγα. Πήγα όμως στην Αθήνα, το 2010, όταν ξαναήρθανε και ήταν επίσης, συγκλονιστικά. Και όπως είπε και ο Armani, ένα από τα πράγματα που πρέπει να κάνεις στη ζωή σου είναι να δεις μια συναυλία των U2. Ναι, παιδιά, να τη δεις. Τώρα είμαι πάρα πολύ υπέρ των συναυλιών, δηλαδή όποιος μου λέει για συναυλίες, είμαι μέσα. Ελληνικά, ξένα, ό,τι θέλετε. Είναι μια άλλη αίσθηση το να διασκεδάζεις με πολύ κόσμο μαζί και να δεις κάτι που δεν το βλέπεις κάθε μέρα. Νομίζω πια αυτό πρέπει να κάνουμε. Να ‘μαστε λίγο πιο πολυσυλλεκτικοί.
[00:45:00]Και τότε στην Κολωνία, ήταν το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό;
Το δεύτερο, γιατί είχα πάει και πανελλαδικές, είχα πάει πενταήμερη στην Κύπρο. Πω, πω, τι είπες τώρα! Τρίτη λυκείου, τι μας θύμισες. Λοιπόν, τα σχολεία της Καλαμαριάς θεωρητικά ήταν από τα καλά, καλοστεκούμενα σχολεία της Θεσσαλονίκης. Δεν ήτανε Πανόραμα, αλλά δεν ήτανε και σχολείο τώρα δυτική Θεσσαλονίκη, που ήτανε και πιο υποβαθμισμένη περιοχή. Να τα λέμε αυτά όπως έτρεχαν τότε, έτσι, με τα ονόματά τους. Οπότε κανονίζαν τα παιδιά καλές εκδρομές. Κι επειδή υποκινούνταν, ξέρεις, λίγο κι από τους καθηγητές, ξέρεις, που δεν είχανε πάει κτλ., το δικό μας το λύκειο είχε μια ιστορία με την Κύπρο. Και επειδή ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, οπότε κάθε χρόνια άλλαζαν καθηγητές που ήτανε συνοδοί. Ήταν κάνε δύο σταθεροί και άλλοι τρεις-τέσσερις αλλάζανε. Και ο αδερφός μου την προηγούμενη χρονιά πήγε Κύπρο και εμείς πήγαμε Κύπρο και ήτανε πάρα πολύ ωραία. Πρώτη φορά στο αεροπλάνο, τέλεια! Εκεί ήταν συγκλονιστική στιγμή. Τι μέλλει γενέσθαι. Πρώτη φορά στο αεροπλάνο, πρώτη φορά σε χώρα με συνάλλαγμα γιατί η Κύπρος είχε την κυπριακή λίρα τότε, πρώτη φορά να κάνουμε το μυαλό μας τσουκ-τσουκ, ξέρεις, τις συναλλαγές, τις μετατροπές. Και πρώτη φορά να ακούσουμε το κυπριακό ιδίωμα. Απίστευτη γλώσσα, απίστευτη. Σαν να ακούς Ροδίτες εντωμεταξύ είναι. Έτσι; Μιλούσαν οι άνθρωποι τραγουδιστά. Μόλις έμπαινες σε αυτό το “go with the flow”, εγώ τους καταλάβαινα. Μου λέει: «Πώς τους καταλαβαίνεις, πώς συνεννοείσαι, πώς παραγγέλνεις, πώς αυτά;» «Παιδιά – λέω – έχει πολύ γέλιο, τους γουστάρω τους ανθρώπους». Είναι η ντοπιολαλιά τους. Λίγο αν τους άκουγες, τη δεύτερη μέρα τους είχες μάθει. Περάσαμε πολύ ωραία. Εκεί μας γυρίσανε, μας πήγανε σε διάφορα μέρη. Πήγαμε πάνω στο όρος Τρόοδος στη μονή Κύκκου. Είδαμε μια φανταστική εικόνα, συγκλονιστική, ακόμα τη θυμάμαι. Μας γυρίσανε στην Λάρνακα, Λευκωσία. Λεμεσό μέναμε και μάλιστα την μέρα που πήγαμε Λευκωσία, περάσαμε και από την Πράσινη Γραμμή μπροστά, το λεωφορείο ξέρεις κάνει το tour, ήτανε μια μέρα που γινόταν μια μαθητική συγκέντρωση. Αλλά γιατί γινότανε; Μάιος ήτανε, Μάιος. Τέλος πάντων, πάλι μια μέρα ξεσηκώνονται οι μαθητές με κόκκινα λουλούδια και λοιπά και κάνανε μια πορεία τύπου παρέλαση, μπροστά από την Πράσινη Γραμμή. Αλλά για ποιο λόγο δεν θυμάμαι. Ήταν το ετήσιο που κάνουν μια φορά το χρόνο ή κάτι είχε γίνει και το κάναν; Τέλος πάντων συγκλονιστικό και σαν γεγονός ότι είδες όλους τους μαθητές με τις στολές τους έτσι, αγγλικό κατεστημένο, να παρελαύνουνε και να ‘ναι όλοι όμορφοι και ωραίοι, τακτοποιημένοι, καλοντυμένοι. Ήταν πάρα πολύ ωραίο και ήταν πρωτόγνωρο για μας, γιατί είχαμε βγάλει τη σχολική ποδιά πριν 200 χρόνια. Αυτά και με την Κύπρο. Να ζείτε παιδιά. Να κάνετε ταξίδια σε όλη σας τη ζωή, ταξιδάκια. Ταξιδάκια ή συναυλίες.
Και μετά στα παιδικά χρόνια, ήταν πιο εύκολο γενικά κάποιος, να βγαίνετε, να διασκεδάζετε;
Ναι, ναι. Κοίταξε. Εγώ επειδή έκανα φοιτητική ζωή στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, δεν είχα τη ζωή που κάναν οι υπόλοιποι, που λένε, αλλά δεν είχα και κανέναν περιορισμό. Γιατί και επειδή δούλευα και ήμουνα αρκετά ανεξάρτητη και ήμουν ανεξάρτητη και σαν το ιδιάζον του χαρακτήρα μου, ναι, δεν μπορώ να πω ότι είχα πολλά προσκόμματα. Έβγαινα μια χαρά, χαρούλα. Δηλαδή, ξέρανε πολλές φορές τις ημέρες που είχα δεκάωρα στη σχολή, ότι θα γυρίσω το βράδυ μια και καλή, δηλαδή 01:00-02:00 η ώρα. Από τις 07:00 το πρωί, 01:00 το βράδυ. Βγαίναμε, θα πίναμε τον καφέ μας, θα πίναμε μια μπύρα, δυο μπύρες και μετά σπίτι. Αυτά.
Και μετά το τέλος των σπουδών, ήταν εύκολο να βρεθεί δουλειά αυτή την εποχή;
Ήταν. Ήτανε, μη γελιόμαστε, ήτανε παιδιά εύκολα, ήταν εύκολο. Υπήρχαν δουλειές. Βέβαια, υπήρχε η νοοτροπία η λάθος τουλάχιστον στη δική μας σχολή, που τελειώνοντας θέλαν όλοι να γίνουν διευθυντές. Οποίος είχε απομυθοποίησει το γεγονός ότι τελειώνεις ένα πτυχίο και σε περιμένουν να γίνεις, ας πούμε, καθηγητής πανεπιστημίου τώρα ή διευθυντής της επιχείρησης τότε και ότι μπορεί, ας πούμε, να πουλάς και διαφημιστικά δωράκια –που έκανα εγώ στην πρώτη μου δουλειά, πουλούσα διαφημιστικά προϊόντα– υπήρχε δουλειά, ναι. Εντάξει, σου λέω μπορεί να μην ήσουν διευθυντής, αλλά υπήρχε δουλειά με χρήμα. Και υπήρχε χρήμα, δηλαδή κυκλοφορούσε πολύ χρήμα στην αγορά. Ένα παιδί δηλαδή που σπουδάζει, μπορούσε να είναι πλήρως ανεξάρτητο και να ζει και να βιοπορίζεται. Δηλαδή οι γονείς του ίσως να έστελναν λεφτά μόνο για το ενοίκιο. Βέβαια, εγώ που είχα συμφοιτητές που τελειώσαν λίγο αργότερα από μένα, οι οποίοι άλλοι δεν δούλεψαν ποτέ ενώ υπήρχαν, σου λέω, δουλειές ή που μετά το τρενάρανε, ξέρεις, αυτό, γίνανε αιώνιοι φοιτητές για να στέλνουν οι γονείς χρήματα. Ειδικά από εκτός Θεσσαλονίκης, για να μπορούν να κάνουν τη dolce vita στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί από αυτούς γυρνώντας πίσω στα μέρη τους, εννοείται ότι βρήκαν κι εκεί δουλειές. Γιατί; Πρώτον γιατί δεν ήταν οι πτυχιούχοι τόσο πολλοί όσοι είναι σήμερα. Έτσι, παιδιά, να τα λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, τότε δεν ήμασταν όλοι πτυχιούχοι. Υπήρχαν Τεχνικές Σχολές καλές. Που λες, ας πούμε, εμείς πάντα λέγαμε ότι ένας που έχει τελειώσει τεχνικό λύκειο, είναι decadence έτσι, είναι υποδεέστερος. Ενώ δεν ήταν έτσι όμως, γιατί αυτός κάλυπτε, ας πούμε, όλοι θέλουμε έναν μάστορα για το αυτοκίνητό μας, έναν υδραυλικό, έναν ηλεκτρολόγο. Και να μη σου πω ότι σήμερα είναι πιο ακριβοπληρωμένος και πιο δύσκολο να τον βρεις πια. Ή αισθητικούς. Τότε δεν άκουγες πολλά κορίτσια να θέλουν να γίνουν αισθητικός, γιατί ήταν κάτι σαν υποδεέστερο. Σήμερα, λέω, [00:50:00]άμα μου πει η κόρη μου «Θέλω να γίνω αισθητικός», εγώ θα χοροπηδήσω απ’ τη χαρά μου. Τέλος πάντων, αυτά τα ψιλοτεχνικά που θεωρούτανε παιδιά άλλης κάστας, άλλο γκέτο, υπήρχε δηλαδή σαφής διάκριση μεταξύ αυτών που σπουδάζανε σε ανώτατες σχολές και αυτούς που δεν σπουδάζανε. Εντούτοις, νομίζω ότι αυτοί ήτανε οι πιο καλά τακτοποιημένοι, γιατί αυτοί είχαν όλοι δουλειά real time δηλαδή και με τις πρακτικές που κάνανε και τα λοιπά. Τα ΤΕΙ είχανε πρακτική, οπότε με την πρακτική μπορεί να ήσουνα τυχερός και κάπου να τρούπωνες, που λέμε. Εντάξει, εγώ επειδή δεν θα ασχολούμουν ποτέ με τον τομέα της διαφήμισης, ήμουνα απόλυτα ξεκαθαρισμένη, πωλήσεις ναι, διοικητικό ναι, τραπεζικό ναι, αλλά διαφήμιση σίγουρα όχι. Δηλαδή, είχε πολλά παρακλάδια, ήξερα πού δεν θα πάω, οπότε έκανα την πρακτική μου σε τράπεζα. Και έκανα την πρακτική μου σε τράπεζα η οποία δεν υπήρχε δυνατότητα να μονιμοποιηθώ εκεί πέρα, την έκανα στην τότε Εμπορική Τράπεζα. Εντούτοις, ήταν πάρα πολύ ωραίο γιατί μπήκα και είδα το χώρο, ωστόσο ήξερα ότι είχε ημερομηνία λήξης αυτό, ξεκάθαρα. Απλά με βόλευε γιατί ήταν στην Καλαμαριά, πολύ κοντά στο σπίτι μου και έτσι κι αλλιώς. Τους ανθρώπους τους γνώρισα, μετά γίναμε και γνωστοί και οικογενειακά οικεία πρόσωπα έτσι, γιατί ήταν όλοι αυτοί σαν μπαμπάδες μου και μαμάδες μου. Έμπαινε το κοριτσάκι και γινόταν εκεί χαμός. Εκ των υστέρων όμως, αυτή η πρακτική μου ‘δωσε να καταλάβω ότι και αυτός ο χώρος με ενδιαφέρει και η πρώτη μου δουλειά μετά την γκαλερί –μετά από γκαλερί μοντέρνας τέχνης, τα οποία τρέχανε όλα αυτά παράλληλα με τα Αγγλικά τότε– ήτανε να κάνω χαρτιά. Όπου έβρισκα αγγελία για τράπεζα, έκανα χαρτιά. Και μάλιστα, μια με προσέλαβε με διαγωνισμό και άλλες δύο με καλέσανε. Αλλά είχα ήδη τη δουλειά, οπότε ξέρεις, λες μετά, εντάξει άμα έχεις τη μια τράπεζα την ιδιωτική, δεν έχει καμιά σημασία να πας σε δεύτερη ιδιωτική. Το μυαλό μας αυτό ήτανε.
Για δημόσιο.
Ιδιωτικές τράπεζες.
Ιδιωτικές.
Ναι, ιδιωτικές, σου λέω, με διαγωνισμό και τέτοια. Όταν μας καλέσανε για τον διαγωνισμό, γυρνάει και λέει ο τότε, το ’98, ο τότε διευθυντής προσωπικού, ο οποίος είχε έρθει από την Αθήνα, Κυπριακών συμφερόντων η τράπεζα, «Εγώ -λέει- έχω τρεις κόρες, ο τάδε κύριος έχει άλλες τρεις, αυτός έχει δυο παιδιά. Θα μπορούσαμε να βάλουμε τα παιδιά μας και να μην σας δοθεί η ευκαιρία. Σας δίνεται όμως μια ευκαιρία». Και επειδή οι θέσεις αφορούσανε θέσεις Θεσσαλονίκης, με ενδιέφερε πάραυτα. Γιατί πολλές από τις τράπεζες που έστελνα βιογραφικό, αφορούσανε θέσεις μόνο για την Αθήνα, οπότε ξέρεις, ναι με ενδιέφερε μεν, αλλά με μια δεύτερη ματιά. Δηλαδή αν ξέμενα από δουλειά θα πήγαινα Αθήνα, δεν με κρατούσαν, παιδιά σκυλιά δεν με κρατούσαν πίσω. Είχα κάτι αίτηση μέχρι και για την Coca-Cola Νοτίου Μεσογείου φίλε, η οποία έδρα ήταν στην Αθήνα και είχε λέει ταξίδια μέχρι και Αραβία. Μέχρι και ταξίδι μέχρι και Αίγυπτο. Τι μυαλό είχα και έκανα; Δεν με πήραν, ευτυχώς. Πήραν μια φίλη μου όμως, η οποία έμεινε στην Αθήνα για χρόνια. «Έχει τύχει -λέει- από τη δουλειά να κοιμηθώ στον καναπέ του γραφείου μου». Λέω: «Καλά που δεν με πήρανε. Πού να κοιμηθώ εγώ στον καναπέ του γραφείου μου, δεν χωράω μάνα μου». Τότε χωρούσα. Και έτσι ξεκίνησε μετά η τραπεζική μου εμπειρία. Μετά πήγα να αλλάξω τράπεζα όταν αγάπησα, να γίνω εσωτερικός μετανάστης εντός Ελλάδας και όταν πήγαμε να δώσουμε διαγωνισμό στην τότε Εργασίας, η οποία ήταν η πρώτη φουρνιά που έπαιρνε γυναίκες –η Εργασίας πάντα έπαιρνε μόνο άντρες–, μέχρι να τελειώσουμε το σεμινάριο μονιμοποίησης που κρατούσε δύο μήνες στην Αθήνα, την εξαγόρασε η Eurobank και μετά τα πράγματα αλλάξανε. Μετά άρχισε το Δημόσιο να μου φαίνεται ένας πολύ καλός χώρος, ενώ όσο ήμουνα στις ιδιωτικές τράπεζες προ της Eurobank έλεγα, ότι «εγώ δεν πρέπει», δεν θα έμπαινα ποτέ στο Δημόσιο και το κορόιδευα. Σε αυτή τη ζωή να προσέχετε τι κοροϊδεύετε και νομίζω ότι θα κλείσουμε με αυτό σήμερα.
Και μετά;
Λοιπόν, επειδή είπαμε πάρα πολλά, να σου πω τούτο. Ότι από όλα όσα άκουσες από μια πιο μεγάλη από σένα κυρία, μαμά, γυναίκα κτλ., άτομο που σπουδάζει, που είναι υπέρμαχο της δια βίου εκπαίδευσης και όλα αυτά, θα σου πω τούτο. Νομίζω ότι στη ζωή αξίζει η καλή παρέα, τα ταξίδια και η διασκέδαση. Όλα τα αλλά, όσα πάνε και όσα έρθουνε. Και επίσης, ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζει για να δουλεύει, πρέπει να δουλεύει για να ζει. Άρα τα μόνα λεφτά που είναι απαραίτητα σήμερα –που σου είπα πριν ότι δεν πρόκειται να μαζέψουμε χρήματα οι σημερινές γενιές, πολλώ δε μάλλον και οι μεταγενέστερες, κατά τη γνώμη μου βέβαια πάντα, έτσι– είναι ότι πρέπει να έχεις μαζεμένα χρήματα μόνο για υγεία, για θέματα υγείας κτλ. Και ό,τι επένδυση να κάνει κάποιος, να την κάνει στον εαυτό του. Υγεία; Παιδεία; Και τα ταξίδια είναι μια επένδυση. Έτσι; Δηλαδή, είναι κάτι που ανοίγει τον ορίζοντα σου. Αυτά. Νομίζω ότι θα ζήσετε κι εσείς τις δικές σας ζωές και μετά από δέκα χρόνια, είκοσι, θα μας πείτε και εσείς τι έγινε και αν τα πράγματα είναι ίδια ή δεν είναι. Νομίζω ήταν ωραία.
Συνεχίζουν να μην είναι ίδια, παρόλα αυτά–.
Δεν είναι, έχει μεγάλες διαφορές, έχει διαφορές.
Ο άνθρωπος-
Εξελίσσεται.
Ζει μια παρόμοια ζωή. Θέλω να πω είναι άλλη η διασκέδαση, αλλά είναι διασκέδαση. Είναι άλλα τα ταξίδια, αλλά είναι ταξίδια.
Κοίταξε. Αλίμονο, αν ήταν και όλα τα ίδια και ήταν όλα flat, έτσι; Δηλαδή, αν δεν ήταν διαφορετικές οι καταστάσεις που ζω εγώ [00:55:00]τώρα με τις καταστάσεις που έζησα τότε, αυτές που ζω τώρα, με αυτές που θα ζήσουν τα παιδιά μου, με αυτές που ζείτε εσείς, με αυτές που θα ζήσουν οι επόμενοι, δεν θα είχε καμία διαφορά, δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον και δεν θα έχει και ξέρεις τι; Δεν θα διαξιφιζόμασταν οι γενιές, θα είχε κλείσει το χάσμα των γενεών με το να ‘ναι flat. Ε, δεν είναι flat παιδιά, για αυτό τον λόγο και γιατί πράγματα που, ας πούμε, εμείς τότε περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, τώρα εσύ μπορεί να τα βλέπεις παρωχημένα και να γελάς. Ή ακόμα και τώρα εμείς οι ίδιοι, σου λέω, τον καιρό με τις βάτες και τα κίτρινα και τα πράσινα και τα fluo τα κοροϊδεύουμε μόνοι μας, πώς τα φορούσαμε αυτά. Αλλά και αυτό είχε τη χάρη του, γιατί εκείνο τον καιρό αυτό ήτανε, αυτό ήταν το mainstream, αυτό έπρεπε να κάνουμε. Αλίμονο και αν δεν το κάναμε. Έτσι; Και αν δεν τα κάναμε στην ώρα μας, θα μέναν απωθημένα. Αλλά εγώ νομίζω ότι αυτή είναι η διαφορά, ότι πρέπει να γίνονται τα πράγματα στην ώρα τους. Ούτε βέβαια να βιάζονται οι νέοι άνθρωποι για να μην μένουν απωθημένα. Και όταν κάποιος είναι καλά, είναι καλά με τη συνείδησή του, με την ψυχή του, με τη ζωή του κτλ. Και παρέες, παιδιά. Αυτό. Ότι τότε υπήρχανε πιο πολλές παρέες, ήτανε παρεΐστικο το κλίμα. Πρώτα ήμασταν παρέα και μετά είχαμε σχέσεις, φίλους, συμφοιτητές, συμμαθητές. Ήτανε το παρεάκι μας. Σου λέω και εξού και σου λέω τούτο, για να ολοκληρώσω τη σημερινή μας συνάντηση, ότι η δική μου η παρέα, είμαστε φίλοι από το νηπιαγωγείο. Και μακάρι να ‘μαστε μέχρι τα βαθιά μας γεράματα, να γεράσουμε μαζί. Η πρώτη μου παρέα. Αυτά. Σε κούρασα;
Ωραία, μια χαρά. Ευχαριστώ παρά πολύ.
Εγώ ευχαριστώ. Thank you very much!
Summary
Η Γεωργία με την αφηγησή της κάνει μια αναδρομή στα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην φοιτητική της ζωή. Ξεκινώντας με την πρώτη της ανάμνηση, τον σεισμό του 1978 στην πόλη, θα μιλήσει για την γειτονιά της στην Καλαμαριά, για το σχολείο και τους δασκάλους που αγαπούσε ιδιαίτερα. Έπειτα, θα περιγράψει την εισαγωγή της στα ΤΕΙ Σίνδου αλλά και τις παρέες και την διασκέδαση που συνόδευαν τη φοίτηση. Μέσα από την αφήγησή της, θα μας μεταφέρει εικόνες από καφετέριες και νυχερινά μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη των '80s και '90s.
Narrators
Γεωργία "Pseudonym"
Field Reporters
Παναγίτσα Ξενιτέλλη
Tags
Interview Date
15/07/2020
Duration
56'
Summary
Η Γεωργία με την αφηγησή της κάνει μια αναδρομή στα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην φοιτητική της ζωή. Ξεκινώντας με την πρώτη της ανάμνηση, τον σεισμό του 1978 στην πόλη, θα μιλήσει για την γειτονιά της στην Καλαμαριά, για το σχολείο και τους δασκάλους που αγαπούσε ιδιαίτερα. Έπειτα, θα περιγράψει την εισαγωγή της στα ΤΕΙ Σίνδου αλλά και τις παρέες και την διασκέδαση που συνόδευαν τη φοίτηση. Μέσα από την αφήγησή της, θα μας μεταφέρει εικόνες από καφετέριες και νυχερινά μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη των '80s και '90s.
Narrators
Γεωργία "Pseudonym"
Field Reporters
Παναγίτσα Ξενιτέλλη
Tags
Interview Date
15/07/2020
Duration
56'