© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Τροχαίο ατύχημα με μηχανή και σοβαρό κάταγμα στο πόδι: Η Μαριάννα αφηγείται
Istorima Code
15323
Story URL
Speaker
Μαριάννα Παπαβασιλείου "Pseudonym" (Μαριάννα Παπαβασιλείου)
Interview Date
26/06/2020
Researcher
Λουκάς Κουμπούρης (Λ.Κ.)
[00:00:00]Είναι 27 Ιουνίου 2020, βρισκόμαστε στο Γκύζη μαζί με τη Μαριάννα Παπαβασιλείου, ονομάζομαι Κουμπούρης Λουκάς και είμαι ερευνητής για το Istorima και θα μας μιλήσει για ένα ατύχημα. Πες μας πώς λέγεσαι και κάποια πράγματα για τον εαυτό σου.
Καλησπέρα σας. Θέλω να μιλήσω για ένα τραγικό…
Πώς λέγεσαι;
Μαριάννα Παπαβασιλείου, έχω γεννηθεί στην Αθήνα, οι γονείς μου… Η μητέρα είχε καταγωγή, η γιαγιά μου, από τη μικρά Ασία. Βέβαια, η μητέρα μου γεννήθηκε εδώ Αθήνα –οι παππούδες μου ήταν από μικρά Ασία– και ο πατέρας μου από τα μέρη της Ρούμελης.
Και για τι θα μας μιλήσεις;
Για ένα τραγικό περιστατικό που είχα στην εφηβεία, σε ηλικία 16 χρονών, με μία σχέση που είχα τότε. Ήμουνα 16 μισό, 16 μισό - 17, κάπου εκεί, και η σχέση μου είχε μηχανάκι. Το μηχανάκι τώρα δεν το θυμάμαι ακριβώς, ήταν ένα 125.
Ήταν μεγάλη μηχανή, δηλαδή.
Ναι, ένα 125, Fantic, Fantic Motor, κάπως έτσι λεγόταν τότε. Και 24 Μαρτίου, θυμάμαι, μεσημέρι, ξημέρωνε 25η, ήτανε Κυριακή και ξεκινήσαμε να πάμε για ένα καφέ στο Φάληρο. Ξεκινήσαμε από δω, ντύθηκα κι εγώ, έβαλα τα καλά μου, φόρεσα ένα ροζ πλεκτό φουστανάκι, κοντούλι, το καλσόν μου, γενικώς όπως ντύθηκα. Ήρθε από το σπίτι, με πήρε, ανέβηκα στη μηχανή. Στο δρόμο, βέβαια, πέφτανε και τα ανάλογα καμάκια, σταματάγανε δίπλα τ’ αυτοκίνητα, κοιτάγανε τα πόδια και ο Αναστάσης έλεγε: «Κατέβασε το φουστάνι», ξέρω ‘γω. Με το χέρι του από πίσω μου κάλυπτε τα πόδια. Τέλος πάντων, φτάσαμε, ήπιαμε τον καφέ μας, καθίσαμε, χαζέψαμε, κάναμε τη βόλτα μας και στο σούρουπο ξεκινήσαμε για το δρόμο της επιστροφής. Κάπου όταν φτάσαμε περίπου... στην Σόλωνος;
Στο κέντρο.
Στο κέντρο, δε θυμάμαι… Α, Χαρίλαου Τρικούπη, Χαρίλαου Τρικούπη, όπως ανεβαίναμε τη Χαρίλαου Τρικούπη σταματήσαμε σε ένα γωνιακό μαγαζί, κάναμε μια στάση, για να δει ο Αναστάσης κάποιες μηχανές, είχε μία έκθεση με μηχανάκια. Ε, σταματήσαμε, χαζέψαμε εκεί τις μηχανές. Για μια δόση μου λέει: «Θέλεις να σου δώσω το κράνος;», γιατί του είπα, ρε παιδί μου, του λέω: «Ο αέρας με ζάλισε». Είχε πάρα πολύ αέρα, κρύωνα κιόλας, μου λέει: «Να σου δώσω το κράνος μου;». Το παίρνω εγώ το βάζω, αλλά επειδή ήτανε μεγάλο με βάραινε στο κεφάλι. Λέω: «Μπα, δεν μπορώ» και του το δίνω, του λέω: «Δεν το θέλω, άσ’ το». Ε, ανεβήκαμε στη μηχανή και ξεκινήσαμε. Στα 500 μέτρα... Χαρίλαου Τρικούπη και Βατατζή ήτανε μια… Αυτή είναι η Χαρίλαου Τρικούπη που ανεβαίνει; Ναι. Είχε STOP.
Η Χαρίλαου Τρικούπη;
Η Βατατζή κι ήταν ο δρόμος ανηφορικός. Εμείς πηγαίναμε κανονικά, από δεξιά, σιγανά, καλαμπουρίζοντας, τραγουδώντας. Μέσα σε δευτερόλεπτα –δε θυμάμαι, είναι σαν να σταμάτησε ο χρόνος– βγήκε από τη Βατατζή ένας μ’ ένα αυτοκίνητο, δε σταμάτησε στο STOP, πέρασε, μας χτύπησε κι έφυγε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι: Ένα φως να γυρίζει, εγώ να κάθομαι οκλαδόν σχεδόν στην άσφαλτο και να γυρίζω, να σέρνομαι πάνω στο δρόμο.
Ήταν μέρα;
Όχι. Ήτανε γύρω στις 7:30 η ώρα, 7:30 ώρα.
Είχε νυχτώσει, δηλαδή.
Είχε νυχτώσει, ναι, και γι’ αυτό θυμάμαι ένα φως ότι γύριζε, ας πούμε... Μόνο ένα φως κι εγώ σαν να ‘χε σταματήσει, σαν ένα όνειρο, δηλαδή. Σούρθηκα στην άσφαλτο και βρέθηκα καθιστή οκλαδόν, οκλαδόν, στο πεζοδρόμιο. Δηλαδή, σταμάτησα σ’ ένα πεζοδρόμιο, αλλά όταν άνοιξα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα[00:05:00] ότι βρισκόμουνα καθισμένη στο δρόμο, είδα ότι εγώ είχα φύγει απ’ την αντίθετη μεριά εγώ, από δεξιά ας πούμε, και ο Αναστάσης από αριστερά στην άλλη άκρη, δε τον έβλεπα. Είδα ότι ήμουνα οκλαδόν, αλλά δεν κατάλαβα ότι το δεξί μου πόδι... Δεν είχα αίματα, ήτανε το γόνατο, δηλαδή, όπως το δεις, είχε σπάσει το κόκαλο μέσα κι είχε γυρίσει το γόνατο, είχε φτάσει κοντά στην κοιλιά μου. Νόμιζα ότι είχα στραβοκάτσει. Λέω: «Πώς έχουνε γίνει έτσι το πόδι μου;» και έβαλα τα χέρια κάτω στην άσφαλτο για να προσπαθήσω να σηκωθώ, αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι κάτι τρέχει. Είχε αρχίσει και πρηζότανε το πόδι, είχα πέσει σε νερά και άρχισα να φωνάζω και να λέω: «Έχω αίματα!». Νόμιζα ότι ήταν αίματα αλλά ήτανε νερά, τα ‘βαζα στο πρόσωπό μου. Μαζεύτηκε κόσμος, αυτός είχε εξαφανιστεί, μας είχε αφήσει και είχε φύγει. Σταμάτησε ένα ταξί, ο κόσμος προσπαθούσε να με μεταφέρει, δε ξέρανε αν έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Μετά από λίγο βλέπω και τον Αναστάση να έρχεται κουτσαίνοντας και φωνάζοντας: «Μαριάννα, τι έπαθες; Αγάπη μου», αυτό, που συμβαίνουνε. Τέλος πάντων, για μια δόση γυρίζω τον βλέπω εγώ, όταν με είχανε βάλει στο ταξί... Πώς λειτουργεί τώρα το… Μ’ είχανε ξαπλώσει στο ταξί, είχε έρθει κι ένα παιδί μαζί μου, εγώ κράταγα το πόδι μου, πονούσα αφόρητα και έρχεται ο Αναστάσης δίπλα στο παράθυρο και μου λέει: «Μωρό μου, πού σε πάνε;». Γυρίζω τον βλέπω και του λέω: «Καλά, εσύ δεν έπαθες τίποτα;». Βέβαια, ντάξει, ξέρεις πώς τώρα… Φώναζε: «Πού θα την πάτε;». Με πήγανε πρώτα στον Ευαγγελισμό, στα επείγοντα, και συγκεκριμένα όταν ήμουνα στον Ευαγγελισμό –δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε– έρχεται μία νοσοκόμα και μου λέει: «Σας λένε στις ειδήσεις, ότι οδηγός χτύπησε ένα ζευγάρι με μηχανάκι, τους παράτησε κι έφυγε. Η κοπέλα προσκομίστηκε», λέγανε το νοσοκομείο, «με βαριά τραύματα», είχανε πει τότε. Δεν ξέρανε αν έχω χτυπήσει στο κεφάλι, είχαν ξεκινήσει να μου κάνουνε αξονικές, ακτινογραφίες, μου ‘χανε βάλει κολάρο. Το πόδι μου ήτανε σπασμένο, βέβαια δεν είχε ανοίξει το δέρμα, ήτανε εσωτερικό. Δηλαδή, είχε έρθει και μου ‘πε ο γιατρός ότι: «Επειδή είσαι μικρή, το κόκαλο κόπηκε σαν αγγούρι. Έκανε ένα κράτς και κόπηκε». Ε, για να μου το επαναφέρουν –αυτές τις εικόνες δε θα τις ξεχάσω ποτέ– εκεί στα επείγοντα, στον Ευαγγελισμό, επειδή πόναγα πάρα πολύ, ήρθε ένας γιατρός, μου βάλανε ένα σεντόνι μπροστά και ακούω έναν ήχο σαν Black and Decker, ένα βζζζζζ. Λέω κι εγώ: «Τι είναι αυτό;» Μου κάνανε κάποιες ενέσεις τοπικές μάλλον στο πόδι και μου γύρισε μια νοσοκόμα το κεφάλι αντίθετα απ’ ό,τι ήτανε ο γιατρός και άκουγα μόνο έναν ήχο που έκανε, σαν να τρυπάει. Πώς τρυπάς, ας πούμε, τον τοίχο που έχει μια αντίσταση, κάνει ένα βζζζζζζ και μετά μπαίνει μέσα και σταματάει; Αυτό. Δεν ήξερα τι μου κάνουνε. Μετά είδα ότι μου ‘χανε τρυπήσει κάτω το γόνατο και είχανε βάλει εκεί ένα σίδερο να τραβήξουνε το κόκαλο, να ισιώσει, να έρθει να κάτσει το ένα, ας πούμε, απέναντι απ’ το άλλο και κρεμάσανε βάρος για να μη πονάω. Δηλαδή, ήρθανε και τραβήξαν το κόκαλο για να έρθει να ενώσει. Μου το βάλανε το πόδι ψηλά…
Στον Ευαγγελισμό αυτό;
Μήπως κάνω λάθος και με πήγανε στο ΚΑΤ; Ναι, όχι, όχι, δεν ήταν στον Ευαγγελισμό. Ναι. Με πήγανε στο ΚΑΤ και μου τα κάναν αυτά. Στο ΚΑΤ, στο ΚΑΤ, ναι, στο ΚΑΤ. Με πήγανε στο ΚΑΤ. Με πήγανε στο ΚΑΤ, μου κάνανε αυτή την επέμβαση και μετά με πήρανε για να μ’ ανεβάσουν στο δωμάτιο. Μέχρι όμως να με ανεβάσουν στο δωμάτιο, ο Αναστάσης άρχιζε να φωνάζει στους διαδρόμους: «Μαριάννα, πού τη πάτε; Το κορίτσι μου πού το πάτε;». Με αποτέλεσμα να έχει ξεσηκωθεί όλο το ΚΑΤ στο πόδι, όλο το ΚΑΤ. Την άλλη μέρα, αφού με πήγανε στο δωμάτιο, ενημερώσαν βέβαια και τη μητέρα μου. Κι αυτό είναι ένα θέμα, γιατί δεν ήξερε και [00:10:00]τίποτα, πού έχω πάει, τι κάνω.
Ποιος την πήρε;
Την πήραν απ’ το νοσοκομείο, απ’ το ΚΑΤ. Της είπανε: «Η κόρη σας –μείνετε ψύχραιμη– δεν έχει πάθει κάτι». Μέτα μου έλεγε η μητέρα μου ότι με το που της το ‘πανε της έπεσε το ακουστικό απ’ το χέρι. «Μην ανησυχείτε, δεν έχει πάθει κάτι, έχει πάθει ένα κάταγμα. Ελάτε από δω». Ε, ήρθε βέβαια η μητέρα μου, έμαθε με ποιον ήμουνα, ντάξει. Αυτός εξαφανίστηκε, βέβαια, μετά και εκεί δεν μπορούσε να έρθει να με δει. Την άλλη μέρα στο δωμάτιό μου στο θάλαμο ήμουνα λίγο καλύτερα, βέβαια με παυσίπονα κι όλα αυτά. Έρχεται η μητέρα μου και μου λέει: «Είναι απέξω», μου λέει, «απ’ το θάλαμο καμιά δεκαριά μηχανόβιοι, άλλος με πατερίτσες, άλλος με γύψο». Είχαν έρθει για συμπαράσταση. Μόλις ακούσαν ότι είναι μηχανόβια, ξέρω ‘γω, και χτύπησε, ήρθανε για συμπαράσταση. Ντάξει, πολλά, πολλά, πολλά. Πολύς πόνος, μετά από καμιά βδομάδα είχανε πει οι γιατροί ότι: «Για να τη χειρουργήσουμε πρέπει να ξεπεράσει το σοκ», γιατί προσπαθούσα να κοιμηθώ και πεταγόμουνα στον ύπνο μου κι έλεγα: «Το φως, το φως». Μου δίνανε κάποια ηρεμιστικά και, αφού ξεπέρασα το σοκ, μου κάνανε χειρουργείο. Μου κάνανε χειρουργείο, και μου περάσανε λάμα ενδομυελικώς, ήτανε… Δηλαδή, σκίσανε όλο το πόδι και περάσανε από ψηλά, από το γοφό, μέσα στο κόκαλο, που αυτή η λάμα ήτανε πλατίνα και είχε κάποια σαν άγκιστρα, που με το που τη βάζανε, τη τραβάγανε και αυτή θηλύκωνε πάνω στο οστούν και έτσι γινότανε η… Δε βάλανε γύψο, δηλαδή, με τη λάμα. Την είχα τη λάμα ένα χρόνο μέσα στο πόδι. Τέλος πάντων, όταν την έβαλα τη λάμα όμως και με χειρουργήσανε, μετά από καμιά βδομάδα έπαθα μόλυνση στο πόδι.
Τι μόλυνση;
Μόλυνση. Το πόδι άρχιζε και πρηζότανε, αυτοί μου δίνανε αντιβίωση, είχα υψηλό πυρετό και είχε πει τότε ένας γιατρός, που εγώ το ‘μαθα εκ των υστέρων –στους δικούς μου το ‘χε πει–, ότι: «Άμα δεν πέσει ο πυρετός και δεν…» το πρήξιμο, δηλαδή, δεν ξέρω πώς το βλέπανε, «υπάρχει μία περίπτωση να της κόψουμε το πόδι».
Δεν το ήξερες εσύ αυτό;
Όχι, όχι, δεν το ήξερα. Δε το ήξερα, αυτό μου το ‘πανε μετά. Ε, πονούσα, συγκεκριμένα μου δίνανε και κάποια μορφίνη, σε μικρή ποσότητα, για να μη πονάω και είχα πει σ’ ένα γιατρό, του λέω: «Δώσε μου από κείνο», εγώ δεν ήξερα ότι μου δίνουνε μορφίνη. «Δώσε μου απ’ αυτό το παυσίπονο που μου δίνεις, γιατί πονάω». Και γυρίζει και μου λέει ο γιατρός ότι: «Δεν μπορούμε, γιατί αυτό που σου δίνουμε είναι μορφίνη, δε θα σε κάνουμε και ναρκομανή». Ήταν η ποσότητα, δηλαδή, καθορισμένη από το γιατρό πόσο θα μου δίνουνε. Πέρασε αρκετός καιρός, μου κάνανε θεραπεία με ισχυρή αντιβίωση. Δόξα σοι ο Θεός.
Πόσο καιρό ήτανε στο νοσοκομείο;
Έμεινα ένα μήνα εγώ στο ΚΑΤ, ένα μήνα, έναν ολόκληρο μήνα.
Και πώς ήτανε μέσα;
Τι πώς ήτανε;
Εκεί.
Στο ΚΑΤ;
Οι μέρες που περνούσαν.
Οι μέρες ήτανε… Όταν άρχιζα και συνερχόμουνα... Ντάξει, όταν πρωτοείδα για πρώτη φορά το πόδι μου, ήτανε, ντάξει. Ήτανε μία επέμβαση που ξεκίναγε σχεδόν λίγο πιο πάνω απ’ το γόνατο και ανέβαινε μέχρι πάνω το γοφό. Ήτανε πολύ ερεθισμένη με ράμματα, δε μπορούσα να βάλω τίποτα, το πόδι ήτανε βαρύ και πρησμένο, ερχόντουσαν οι γιατροί να με βλέπουνε, να μου κάνουν αλλαγές. Δε μπορούσα να κουνηθώ, ήμουνα μόνο ανάσκελα, δε μπορούσα να γυρίσω. Ε, μετά από μια βδομάδα, δύο, θα έπρεπε να ψιλοκάθομαι στο κρεβάτι και να κρεμάω λίγο το πόδι μου κάτω για να αιματώνεται κιόλας. Μετά από δεκαπέντε μέρες μπήκα σε καροτσάκι αναπηρικό, με κατεβάσανε κάτω στο κήπο. Που κι εκεί δεν ήταν ό,τι καλύτερο για να κατέβεις στον κήπο. Συγκεκριμένα γνώρισα μία κοπέλα, ήταν κι αυτή μ‘ ένα αναπηρικό και είχε[00:15:00]... Ήτανε με τη μητέρα της και είχε σκεπασμένα τα πόδια της μ’ ένα κουβερτάκι και γυρίζει και λέει στη μαμά της: «Αχ, αχ, μαμά με πονάει το πόδι μου κάτω». Εγώ όμως δεν έβλεπα τίποτα στο καροτσάκι. Γυρίζω κοιτάω τη μάνα μου, της λέω: «Τι λέει;». Τέλος πάντων, μετά πιάσαμε κουβέντα με τη μαμά της, η μητέρα μου μ’ εκείνη, και είπαν ότι είχαν ένα τροχαίο με τον αρραβωνιαστικό της, με μηχανή, ο αρραβωνιαστικός της έχει πεθάνει, δεν το ξέρει η κοπέλα όμως, δε της το ‘χουνε πει ακόμα. Αυτή έχασε και τα δύο της τα πόδια, ξέφυγε το μηχανάκι, προσέκρουσε σε μια νταλίκα από κάτω κι είχανε... Αυτηνής της κόψανε τα πόδια, το παιδί, ο αρραβωνιαστικός πάει, απλώς αισθάνεται λέει ακόμα... Τα νεύρα είναι ζωντανά και το ένα πόδι το μαζέψανε και μετά από κάνα δυο μέρες θα της κάνανε επέμβαση, θα κάνανε, θα συνδέανε το μέλος, ένα πόδι όμως, με το ένα πόδι.
Άρα είχε πολλούς μηχανόβιους εκεί.
Πάρα πολλούς.
Γιατί κι αυτό που είπες ότι ήταν απέξω. Κάνατε παρέα;
Παρέα... Είχαμε γνωριστεί, ερχόντουσαν τα βράδια και μου κάνανε παρέα, φέρνανε κάποια ηλεκτρονικά και παίζαμε. Με πολλά παιδιά, δηλαδή, με ένα δύο παιδιά είχα συναντηθεί και εκτός. Δηλαδή, είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα και όταν είχα βγει, είχαμε πάει, έτσι, για καφέ με τις κοπελιές τους και κάναμε παρέα. Όχι, οι μηχανόβιοι είχανε πολύ μεγάλη συμπαράσταση. Αλλά έβλεπες, έβλεπες τα απίστευτα. Συγκεκριμένα, είχα δει άλλο ένα περιστατικό, πάλι μηχανόβιος αυτός, που είχε κάταγμα στο κεφάλι; Αυτό δε το είχα ξαναδεί. Του ‘χανε τρυπήσει, μάλλον, σίγουρα, γιατί είχε δύο βίδες αριστερά και δεξιά στον κρόταφο και από πάνω του ήτανε σαν φωτοστέφανο ένα σίδερο, που αυτό του κράταγε… Δεν ξέρω κι εγώ τι του κράταγε και κυκλοφορούσε έτσι. Απίστευτα πράγματα. Γι’ αυτό οι μηχανές είναι μάνα καημένη. Από τότε, βέβαια, ντάξει. Ο Αναστάσης... Δε συνέχισα για τη σχέση. Ο Αναστάσης, ο καημένος, του έσωσα τη ζωή. Γιατί, αν εγώ στο μαγαζί, που είχαμε σταματήσει, που μου έδωσε το κράνος και το έβαλα, το φόραγα...
Δεν το φόρεσες;
Όχι, δε το φόρεσα γιατί με βάραινε, μου χάλαγε και τα μαλλιά και του το ‘δωσα πίσω. Επέμενε να το φορέσω: «Βρε, φόρεσέ το, βρε θα είναι καλύτερα». Έκανα, έτσι, πάνω κάτω το κεφάλι μου, είδα ότι είναι σαν τσιμέντο και με βάραινε πολύ και του λέω: Α πα πα, είναι πολύ βαρύ, δε το θέλω». Λοιπόν, αν το είχα πάρει και δεν φόραγε ο Αναστάσης το κράνος του, θα είχε πεθάνει. Γιατί, το κράνος είχε δύο γούβες, γιατί πήγε με το κεφάλι και προσέκρουσε σε κολωνάκι, που είναι στο δρόμο, και είχε δύο γούβες πάνω στο κεφάλι του, δηλαδή πάνω στο κράνος. Που αν δε το φόραγε, του ‘χε πει, θα ήτανε τελειωμένος. Δηλαδή, αυτός το μόνο που έπαθε ήτανε ένα σπάσιμο στον αστράγαλο, ένα σπάσιμο στον αστράγαλο, που του βάλανε γύψο και τίποτα άλλο.
Στο ίδιο νοσοκομείο τον είχανε; Στο ΚΑΤ;
Εκεί του βάλανε το γύψο, αλλά μετά δεν τον κρατήσανε, έφυγε, έφυγε.
Και γιατί δεν ερχότανε;
Γιατί ήτανε κέρβερος η μαμά, τον κυνήγαγε μετά: «Σκότωσες το παιδί μου», ήμουνα και ανήλικη, αυτός ήταν και μεγάλος, ήμουνα και ανήλικη. Ο Τάσος, επειδή όλοι είχανε συγκινηθεί από το περιστατικό, επειδή φώναζε στους διαδρόμους: «Πού το πάτε το κορίτσι μου; Που τη πάτε την αγάπη μου; Πονάει!» Κι αυτά που είχε σηκωθεί όλο και λέει: «Ποια είναι αυτά τα παιδιά, ρε παιδί μου; Ποιο κορίτσι είναι αυτό που ‘χουνε φέρει και αυτός κλαίει ο κακομοίρης και οδύρεται;». Ο Τάσος, ο Αναστάσης συνέχιζε να έρχεται στο νοσοκομείο, είχε αφήσει και μούσια. Αλλά, δε μπορούσε να με δει, έκανε όμως κονέ με τις νοσοκόμες και τον ξέρανε και, όταν έλειπε η μαμά και πήγαινε ή να πάει να μου ψωνίσει κάτι, αυτός περίμενε απέξω, ερχόταν η νοσοκόμα και μου ‘λεγε: «Ε[00:20:00]ίναι έξω ο Αναστάσης», έμπαινε για λίγο ο κακομοίρης, μ’ έβλεπε, μου άφηνε και γραμματάκια, τραγουδάκια κι εξαφανιζότανε και μας είχανε μάθει έτσι. Λέγανε οι νοσοκόμες: «Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα».
Και μετά, όταν βγήκες απ’ το νοσοκομείο, πόσο έκανες να περπατήσεις;
Όταν βγήκα απ’ το νοσοκομείο ήμουνα με πατερίτσες, το πόδι με αγκύλωση. Ήτανε, είχε μείνει τεντωμένο, ερχότανε στο σπίτι φυσιοθεραπευτής και έκανα ασκήσεις. Κοίταξε να δεις, επειδή ήμουνα μικρή, η πώρωση έγινε γρήγορα. Γιατί, ενώ μου είχανε πει να περπατάω με πατερίτσες... Δηλαδή, βγαίνοντας μου είχε πει ότι: «Μετά από ένα μήνα πρέπει να έρθεις να κάνουμε την πρώτη ακτινογραφία, να δούμε πώς πάει». Λοιπόν, εγώ μετά από ένα μήνα μπορεί να μη λύγιζε το πόδι, αλλά εγώ το πατούσα, δηλαδή, κανονικά. Δεν έκανε όμως και έπρεπε να έχω πατερίτσες και να στηρίζομαι εκεί. Όταν πήγα εγώ στο ΚΑΤ, μετά ένα μήνα, μπήκα μέσα, τις είχα τις πατερίτσες, αλλά τις άφησα έξω και μπήκα στο γιατρό –γιατί με ξέρανε και οι γιατροί εκεί– χωρίς. Και μου λέει ο καθηγητής, μου λέει: «Μαριάννα, πού είναι οι πατερίτσες σου;». Του λέω: «Τις έχω παρκάρει απέξω», «Α, κακώς». Τέλος πάντων, μου έκανε την ακτινογραφία και είχε γίνει πώρωση στο 80%, είχε γίνει πάρα πολύ γρήγορα και θυμάμαι όταν μου έδειξε τις ακτινογραφίες φαινότανε σα μία ρωγμή που από πάνω ήτανε σαν ένα... σα ζελέ, λευκό, που είχε αρχίσει, δηλαδή, και το κάλυπτε και γινότανε η πώρωση στο κόκαλο.
Και δε σου άφησε κάποιο πρόβλημα, δηλαδή, στο…
Ευτυχώς κανένα. Γιατί, όπως σου ‘πα, μου είπε ο γιατρός ότι: «Αν το κόκαλο με το σπάσιμο θρυμματιζότανε, θα έπρεπε να το λιμάρουνε –δε ξέρω τι κάνουνε– για να το ενώσουνε και αυτό θα μου άφηνε και θα κούτσαινα. Γιατί, και που έγινε η επέμβαση, ερχόταν ο γιατρός και με μέτραγαν, μέτραγαν και το ένα πόδι και το άλλο.
Στο μήκος;
Ναι, ναι, ναι. Αφού όταν πρωτοσηκώθηκα για να περπατήσω, δε κούτσαινα, αλλά όταν πονάς το περπάτημά σου είναι κάπως. Δηλαδή, ψιλοκουτσαίνεις και τους έλεγα: «Κουτσαίνω, γιατρέ. Κουτσαίνω! Το ένα μου πόδι είναι πιο κοντό απ’ τ’ άλλο». Και μου κάνανε και πλάκα κιόλας: «Έλα, μωρέ, ντάξει, και τι έγινε; Δυο μέτρα γυναίκα είσαι. Και να ‘ναι και λίγο πιο κοντό το άλλο δε θα πάθεις και κάτι». Ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι. Ντάξει, πήγαν όλα καλά. Σ’ ένα χρόνο πήγα και μου βγάλανε τη λάμα, δε μου ανοίξανε όλο το πόδι, βέβαια, όλη τη τομή τη μεγάλη. Μου ανοίξανε μόνο στο πάνω μέρος και την τραβήξανε εκεί από πάνω, το ράψανε. Αυτό. Μετά έκανα μία πλαστική ραφή. Τώρα όσο για τον άλλον που μας χτύπησε, αυτό δε το είπαμε καθόλου. Αυτός μας παράτησε, έφυγε, εξαφανίστηκε, για να γλιτώσει το αυτόφωρο.
Α, τον βρήκανε, δηλαδή, μετά.
Πήγε και παραδόθηκε μόνος του. Τον αναζητούσανε, όπως σου είπα, μας είχανε βγάλει και στις ειδήσεις ότι χτύπησε, εξαφανίστηκε. Ήτανε παραβίαση STOP και εγκατάλειψη. Μετά αυτός όμως πήγε και παραδόθηκε. Δηλαδή, αυτός έφυγε για να γλιτώσει στην ουσία το αυτόφωρο. Μετά πήγε και παραδόθηκε, έγινε η δίκη, με αποζημιώσανε. Τότε ήτανε και η προίκα, παλιά. Δηλαδή, και ο δικηγόρος τότε, ας πούμε, πάτησε ότι τώρα η κοπέλα πώς θα παντρευτεί, ξέρω ‘γώ. Έχει ένα σημάδι, τη σημάδεψε αυτός.
Ποια χρονολογία ήταν πάλι;
Το ‘81.
1981.
Το ‘81. Το ‘81, για να θυμηθώ… Ναι, ήταν το ‘81.
Και τον είδες στο δικαστήριο αυτόν;
Ναι, τον είδα. Εδώ είχε έρθει και μ’ είχε δει και στο νοσοκομείο. Είχε έρθει με τους αστυνομικούς και γύρισε και είπε ότι του βούλιαξα και το... Όπως με χτύπησε, εγώ εκσφενδονίστηκα, έπεσα μάλλον, χτύπησα στο καπό του αυτοκινήτου του και από κει έφυγα. Γιατί εμένα το πόδι μού το έσπασε πάνω στο μηχανάκι. Δηλαδή, να φανταστείς, αυτός βγαίνει απ’ το στενό, ερχόμαστε ακριβώς απέναντι με το μηχανάκι, μας χτυπάει, χτυπάει εμένα όταν ήμουνα καθισμένη, δηλαδή, πάνω στο μηχανάκι, μου σπάει το πόδι πάνω στο μηχανάκι κι εγώ πετάγομαι μετά πάνω, έσκασα πάνω στο αμάξι του... Προχώρησε, βέβαια[00:25:00], το μηχανάκι μετά, όπως γίναμε, και αυτός έφυγε.
Και είχε πιει αυτός ή τίποτα;
Δεν ακούστηκε κάτι, απλώς επειδή ήτανε ανηφορικός εκεί ο δρόμος και θα ‘πρεπε να σταματήσει, να παγώσει το αυτοκίνητο, να κοιτάξει δεξιά και να ξαναξεκινήσει, αυτός δε σταμάτησε καν. Πέρασε την ανηφόρα γκαζώνοντας, μας χτύπησε κι έφυγε. Ναι. Μας χτύπησε κι έφυγε.
Άρα αυτός μόνο αποζημίωση έδωσε, δεν…
Αποζημίωση, ναι, τίποτα άλλο. Τίποτα άλλο δεν του κάνανε. Η δίκη έγινε… Ούτε θυμάμαι μετά πόσο καιρό έγινε η δίκη. Η ουσία είναι ότι δε σκοτωθήκαμε, δε σκοτωθήκαμε και έζησε και ο Αναστάσης, που μου το 'λεγε τότε ότι: «Σου χρωστάω τη ζωή μου».
Για το κράνος.
Για το κράνος. Για το κράνος, γιατί αν δε φόραγε κράνος ήτανε τελειωμένος, ήταν τελειωμένος. Γι’ αυτό όσοι κυκλοφορούνε μηχανές –να δώσουμε και το στίγμα– πρέπει να φοράνε κράνος. Ε, ναι. Και ο από πίσω και ο οδηγός.
Ωραία.
Αυτά.
Ευχαριστώ πολύ.
Να ‘στε καλά.