Αθηνά Γεωργοπούλου: Η ζωή στο Βελιγράδι τη δεκαετία του ‘90
Segment 1
Τα πρώτα χρόνια στο σχολείο στην Τούμπα
00:00:00 - 00:06:28
Partial Transcript
Ονομάζομαι Δανάη Θεοδωράκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με την Αθηνά Γεωργοπούλου. Αρχικά πες μου Αθηνά— Ναι. Πού και π…τσι μας άρεσαν τα μέταλ αυτά κι είχαμε μια παρέα ωραία, που βγαίναμε και μαζί και από κει και πέρα άρχισαν οι άλλες οι παρέες τέλος πάντων.
Lead to transcriptSegment 2
Η φυγή και η επιστροφή στη Σερβία για σπουδές και η πρώτη φίλη
00:06:28 - 00:11:54
Partial Transcript
Έδωσα κι εγώ Πανελλήνιες σαν όλα παιδιά, δεν πέρασα και τελικά φύγαμε έξω. Δεν ήταν να φύγουμε έξω. Η αδερφή μου η μεσαία ήθελε πάρα πολύ να… έβλεπε ένας Έλληνας φοιτητής που απλά πήγε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Τι να πω; Μόνο ωραία πράγματα θυμάμαι. Βγαίναμε, τι να πω δεν ξέρω—
Lead to transcriptSegment 3
Η διασκέδαση της νύχτας στο Βελιγράδι
00:11:54 - 00:30:23
Partial Transcript
Πώς ήταν; Να τα βάλω σε μια σειρά. Ας πούμε που πηγαίνατε; Που βγαίνατε— Που βγαίναμε... Με τη Νέλα κυρίως— Με τη Νέλα; Με τις παρέες τέ…άνα-δυο έτσι ίσως που πήγα ελάχιστες φορές, αλλά το κέντρο ήτανε για μας τίποτα. Πηγαίναμε, ανεβαίναμε, κατεβαίναμε τα λεωφορεία, δωσ’ του.
Lead to transcriptSegment 4
Καθημερινότητα στο Βελιγράδι, πόλεμος και φτώχεια
00:30:23 - 00:42:07
Partial Transcript
Και τα σέρβικα τα ‘μαθες εκεί; Στο δρόμο, ναι. Εκεί τα ‘μαθα, εκεί. Τι να πω έτσι άλλο; Εντάξει, κάποιες φιγούρες απίστευτες, ας πούμε, κάπ…; Αν θες να προσθέσεις κάτι άλλο, εγώ είμαι εντάξει. Άμα θες το σταματάμε άμα είναι να σκεφτώ κάτι. Εντάξει. Ωραία, ωραία. Άμα θυμηθώ...
Lead to transcript[00:00:00]Ονομάζομαι Δανάη Θεοδωράκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με την Αθηνά Γεωργοπούλου. Αρχικά πες μου Αθηνά—
Ναι.
Πού και πότε γεννήθηκες.
Γεννήθηκα στην Τσεχία στις 9 Δεκεμβρίου το 1974.
Πώς βρεθήκατε στην Τσεχία;
Ήταν οι παππούδες μου στο αντάρτικο και τότε λόγω, –ξέρω ‘γω– του πολέμου φύγανε, πήγανε Γιουγκοσλαβία κι από κει τους χωρίσανε και πήγανε Τσεχία. Ε και εκεί γεννήθηκαν οι γονείς μου κι αργότερα εγώ και οι αδερφές μου.
Και πώς βρέθηκαν λοιπόν εκεί πέρα;
Εκεί τους κλείσανε τα σύνορα, βρεθήκανε στη Γιουγκοσλαβία κι από κει χωριστήκανε. Άλλοι πήγανε... Γενικά στο Ανατολικό Μπλοκ, άλλοι ήτανε Ρουμανία, άλλοι Σκόπια ακόμα μέχρι και σήμερα, Πολωνία, Ρωσία, σ’ όλο το Ανατολικό Μπλοκ. Έτσι έγινε.
Ωραία. Και σε ποια ηλικία ήρθε η οικογένειά σου εδώ;
Το ‘81 όταν εγώ ήμουν 7 χρονών. Πήγα Α’ Δημοτικού κατευθείαν, δεν ήξερα ελληνικά, τα έμαθα εκεί κατευθείαν...
Ωραία και άρα ήρθες σε ποια ηλικία;
Στην ηλικία των 7 και πήγα Α’ Δημοτικού. Ενσωματωθήκαμε εδώ με τα παιδιά κατευθείαν. Είχαμε μια πάρα πολύ καλή δασκάλα που μας ανακάτεψε με τα παιδιά κατευθείαν κι έτσι μάθαμε πάρα πολύ γρήγορα να μιλάμε. Γιατί ήμουνα με την αδερφή μου μεσαία που ήταν να πάει Α’ Δημοτικού, εγώ Β’ και πήγαμε μαζί και οι δύο Α’ και μας είχαν σαν δίδυμες από πάντα. Έτσι πιστεύανε. Και μετά μας είχε σαν παράδειγμα η δασκάλα ότι «Τα ξένα τα παιδάκια που ήρθαν από έξω, έμαθαν τόσο καλά ελληνικά και σας πέρασαν εσάς», αλλά ήταν πολύ καλή η δασκάλα, ας πούμε. Αυτή ήτανε και από κει και πέρα, οι γονείς διαβάζανε μαζί μας, η μαμά καθότανε μαζί μας, μάθαινε, μας μάθαινε. Μάθαινε κι αυτοί ταυτόχρονα ελληνικά και έτσι...
Και υπήρχε... Σας αντιμετώπιζαν, ας πούμε, διαφορετικά τα παιδιά στο σχολείο;
Δεν το ένιωσα να σου πω την αλήθεια. Ίσως δεν το καταλάβαινα. Ίσως και δεν ήθελα και να το καταλάβω. Αλλά δεν το κατάλαβα. Δεν ήμασταν ξένοι, ήμασταν καθαρά Έλληνες. Τέλος πάντων, αλλά όχι εγώ δεν ένιωσα ποτέ... Εγώ το λέω και καθαρά. Αλλά έτυχε να χάσω και κάνα-δυο δουλειές αργότερα, επειδή το ανέφερα, αλλά δεν με ενδιαφέρει.
Ναι. Ότι το ανέφερες ότι τι—
Ότι γεννήθηκα έξω ας πούμε.
Αλλού; Ναι. Ναι.
Ναι.
Και σε ποια γειτονιά μεγάλωσες μετά εδώ;
Εδώ στην Τούμπα, ακόμη μέχρι και σήμερα εκεί μένω. Στο πατρικό μου. Είμαι συγκάτοικος με τους γονείς μου...
Ναι. Και πώς ήτανε τότε… Τη θυμάσαι την Τούμπα όταν ήσουν μικρή;
Την Τούμπα…
Έχει αλλάξει;
Ε πάρα πολύ. Ήτανε λίγο γύφτικη περιοχή με χαμηλά σπίτια, αλλά υπήρξε πολύ μεγάλη ανοικοδόμηση εκείνα τα χρόνια, οπότε γέμισε αμέσως, αμέσως! Δηλαδή χρόνο με τον χρόνο, χρόνο με τον χρόνο κι έφτασε ας πούμε, να είναι όπως και σήμερα.
Το σπίτι σας, ας πούμε, ήτανε χαμηλό;
Όχι, όχι, όχι—
Ή ήτανε πολυκατοικία;
Ήταν πολυκατοικία, απλά δεν είχε πολλές πολυκατοικίες τότε και σιγά-σιγά γέμισε.
Κι ο κόσμος της γειτονιάς ας πούμε, πώς ήταν;
Εντάξει, δεν θυμάμαι κάτι το ιδιαίτερο. Καλά ήτανε με τα παιδιά της γειτονιάς εκεί παίζαμε, ήμασταν έτσι πιο ελεύθερα. Καμία σχέση με τώρα τα παιδιά. Φωνάζανε στα μπαλκόνια «Άντε γυρίστε πίσω». Ξανά «γυρίστε, γυρίστε». Εμείς «Σε λίγο, σε λίγο». Τα γνωστά, ξέρεις, με τα παιδάκια. Αλλά εντάξει πάντα λίγο μας ελέγχαν, δεν μας αφήναν έτσι και ανεξέλεγκτα να γυρνάμε σε όλες τις γειτονιές. Ήτανε ωραία—
Γύφτικα γιατί τα λες;
Ωραία παιδικά χρόνια. Γιατί μένανε γύφτοι παρακάτω, μεγάλες γειτονιές.
Σε ποια περιοχή;
Εκεί στην Τούμπα.
Πάνω; Κάτω;
Λίγο πιο κάτω. Κάτω, κάτω Τούμπα, λίγο πιο κάτω. Βέβαια, έχει και πάνω και πάνω.
Δηλαδή με σημερινούς δρόμους ας πούμε, πάνω κάτω;
Κοντά στη ΜΕΝΤ περίπου εκεί είχε γύφτικα.
ΜΕΝΤ;
Είναι ομάδα ΜΕΝΤ, η ΜΕΝΤ.
ΟΚ.
Κοντά στον Κήπο του Καλού τέλος πάντων—
Το ξέρω.
Εκεί και λίγο πιο κάτω. Εκεί είχε γύφτικα. Άνω Τούμπα είχαν κι εκεί γύφτικα, Αγία Μαρίνα, αυτές οι περιοχές. Αν και εκεί δεν γυρίζαμε πολύ μικρά όταν ήμασταν.
Ναι.
Αυτό το ξέρω δηλαδή από άλλους που μένανε σ’ αυτές τις περιοχές.
Κι αυτοί μετά; Φύγανε;
Ε σιγά-σιγά γκρεμίστηκαν αυτά τα χαμόσπιτα και τώρα δεν ξέρω που πήγανε όλοι αυτοί οι γύφτοι. Τι να πω; Χαθήκανε. Με το πέρασμα των χρόνων.
Ο ΠΑΟΚ είχε σημασία στη γειτονιά τότε, παλιότερα;
Είχε, πάντα θυμάμαι είχε. Είχε, είχε. Πάντα όλοι αυτό περιμένανε. Ήτανε και τα σχολεία μας απέναντι από το γήπεδο, κάθε... Αν είχανε αγώνες την Τετάρτη, χαιρόμασταν γιατί δεν θα ‘χουμε μάθημα άμα ήμασταν απογευματινοί. Όχι ήταν ωραία πάντα κι ο [00:05:00]ΠΑΟΚ ήτανε σε πρώτη θέση για όλους. Αν και εμείς στην οικογένειά μας δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με τα αθλητικά κι έτσι δεν το ένιωσα τόσο πολύ έντονα εγώ στο πετσί μου, αλλά λόγω παρέας κτλ., αλλά δεν ασχολήθηκα εγώ ποτέ με τα γήπεδα. Αν και είχα πάρα πολλούς φίλους και φανατικούς και έτσι πολύ ενεργά μέλη, εγώ δεν πήρα μέρος ποτέ σ’ αυτές τις, –τέλος πάντων– φάσεις.
Και τα μαθητικά χρόνια στο σχολείο πώς ήταν;
Τα μαθητικά χρόνια... Εντάξει, ήμουν λίγο ζωηρή λίγο... Λίγο δεν μου άρεσε και πολύ να διαβάζω, βαριόμουνα. Δεν ήμουν αναιδής όμως, φασαρίες δεν έκανα. Απλά ήμουν έτσι λίγο, δεν πρόσεχα, δεν έκανα. Λίγο ασχολιόντουσαν οι καθηγητές μαζί μου να πω. Κάποιοι μ’ αγαπήσανε πραγματικά, κάποιους τους την έδινα. Δεν ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Οι γονείς δεν θέλαν να μ’ αφήσουν να σπουδάσω, σου λέει, «Δεν διαβάζεις, δεν κάνεις». Κι όταν ήρθε η στιγμή. Ήμουν λίγο ζωηρή, αλλά εντάξει περνούσα καλά. Είχα έτσι μια παρέα έτσι ατόμων, που κάναμε παρέα λόγω μουσικής, έτσι μας άρεσαν τα μέταλ αυτά κι είχαμε μια παρέα ωραία, που βγαίναμε και μαζί και από κει και πέρα άρχισαν οι άλλες οι παρέες τέλος πάντων.
Έδωσα κι εγώ Πανελλήνιες σαν όλα παιδιά, δεν πέρασα και τελικά φύγαμε έξω. Δεν ήταν να φύγουμε έξω. Η αδερφή μου η μεσαία ήθελε πάρα πολύ να σπουδάσει ιατρική. Εκείνο το διάστημα ψάχναμε να αγοράσουμε ένα σπίτι και βρήκαμε ένα φίλο του παππού μου κι είχε πει ότι η ανιψιά του είναι στη Σερβία και σπουδάζει και «Γιατί δεν το κοιτάτε να πάτε; Γιατί είναι κοντά, δεν είναι και πολύ ακριβά» και κάτι τέτοια τέλος πάντων, και μπήκαμε έτσι στο λούκι. Και λέει η αδερφή μου «Εγώ θέλω να πάω να σπουδάσω ιατρική» και λέω «Κι εγώ θέλω» και μου λέγανε «Πού θα πας; Αφού εσύ δεν θέλεις να διαβάζεις». Λέω «Θέλω κι εγώ. Τι θα κάνω; Θέλω κι εγώ να πάω». Με τα πολλά πήγαμε Βελιγράδι, ήρθε κι η μητέρα μου μαζί. Βρήκαμε ένα σπίτι άθλιο, εκείνο το διάστημα. Δεν μπορούσαμε να βρούμε σπίτι. Μας βρήκανε, ήταν ένα κοινό σπίτι, απλά είχαμε κάποια δωμάτια εμείς σ’ έναν όροφο κι ένα μπάνιο και μείναμε εκεί. Ένας Έλληνας έμενε από κάτω με κάτι πουλάκια είχε και μια Σερβίδα γκόμενα να το πω, τέλος πάντων. Ήταν αυτοί από κάτω και η σπιτονοικοκυρά από πάνω κι όλοι μέναμε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά ήταν έτσι λίγο πολύ παλιό, πολύ βρώμικο, έτσι λίγο κατάθλιψη τέλος πάντων. Μείναμε κάποιες, σαράντα μέρες περίπου εκεί. Εγώ δεν ήθελα να μείνω στη Σερβία, δεν μου άρεσε. Τα έβλεπα όλα γκρι, όλα πολύ στενάχωρα. Άκουγα τις μουσικές, άκουγα, δεν μου άρεσε τίποτα. Λέω «Δεν μένω, θα σηκωθώ να φύγω». Μετά μου λέγανε «Πού θα φύγεις και θα αφήσεις την αδερφή σου μόνη της;». Λέω «Φεύγω. Δεν κάθομαι». Κάθομαι, πόσο κάθομαι… Γύρω στον Νοέμβριο ξαναγυρνάω Ελλάδα και βλέπω ότι όλοι κάτι κάνουν... Εγώ ας πούμε δεν είχα κατασταλάξει, λέω «Τι κάνω κι εγώ;» και τελικά έφυγα κι εγώ.
Ναι.
Ξαναπήγα πίσω.
Ποια χρονιά ας πούμε;
Αυτό έγινε τέλη ‘94, δηλαδή εγώ πήγα Οκτώβρη, μετά ξαναγύρισα. Ξανά και τελικά γράφτηκα στο τέλος της χρονιάς στη σχολή, γιατί ήταν vanredno. Vanredno σημαίνει ότι μπορούσαμε να γραφτούμε, χωρίς να παρακολουθούμε. Οπότε δεν υπήρχε κάποιο χάσμα δηλαδή στις παρακολουθήσεις κι έτσι γράφτηκα στα τέλη του—
Ναι.
Έτους και τα πρώτα μαθήματα θα τα δίναμε Ιούνιο ας πούμε. Οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα. Το καλό ήταν ότι είχα έναν φίλο εγώ από τη Λάρισα από παλιά που σπούδαζε εκεί. Βέβαια αυτός εκείνο το διάστημα ασχολιόταν όλο με τα ηλεκτρονικά και με τέτοια πράγματα και δεν έβγαινε απ’ το σπίτι κι εγώ ήθελα να βγω έξω, να γνωρίσω λίγο κόσμο. Δεν μου άρεσε τίποτα. Οι Έλληνες μαζευόντουσαν στα σπίτια οι φοιτητές, άκουγαν όλο ελληνική μουσική, λαϊκά... Εγώ τρελαινόμουνα, λέω «Τι θα κάνω;». Δηλαδή είχα πάθει μια φρίκη. Ε και μετά γνώρισα κάποιους φίλους αυτού του φίλου μου κι αρχίσαμε, βγαίναμε έξω και άρχισα λίγο τα πράγματα να τα βλέπω διαφορετικά. Λίγο συναυλίες από δω, λίγο συναυλίες από κει και μετά από πολύ μικρό διάστημα, γνωρίζω μια Σερβίδα, τέλος πάντων, την Νέλα τη λεγόμενη. Η Νέλα ήτανε το κλειδί για να μπω μέσα στη φάση όλη εκεί. Ήταν ένα κορίτσι έτσι πολύ ζωντανό, είχε πολλές [00:10:00]παρέες, αγαπητή, με τις μουσικές κι αυτή, έπαιζε και μουσικά όργανα έτσι. Ήξερε αγγλικά, αλλά αγγλικά που τα είχε μάθει μόνη της μέσω ταινιών και τραγουδιών. Οπότε ήξερε μόνο λέξεις, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ στο να μάθω να συνεννοούμαι μ’ αυτήνα κι έτσι μ’ έβαλε μέσα σε όλα αυτή η τύπισσα. Που την πρώτη φορά που βρεθήκαμε, βγήκαμε έξω και γυρίσαμε σπίτι και ήρθε και κοιμήθηκε σε μένα και κοιμόμασταν και οι τρεις στο ίδιο κρεβάτι και η αδερφή μου ξύπνησε και λέει «Τι πόδια είναι αυτά εδώ;». Γιατί ήταν και πολύ αδύνατη, δεν φαινότανε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, δεν είχαμε που αλλού να κοιμηθούμε. Κι έτσι ξεκίνησε τέλος πάντων η φιλία μας. Έμενε πολύ κοντά από εμένα, δύο στάσεις πιο κάτω. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια κι αυτή. Πολύ φτωχή... Κάποτε ζούσαν καλύτερα πριν το εμπάργκο, γιατί μέχρι ‘93 ήταν πολύ καλύτερα. Εγώ που πήγα το ‘94 τα πράγματα είχαν αλλάξει λόγω του εμφυλίου και τα λοιπά που χάσανε πολλοί άνθρωποι τα χρήματά τους, τους τα πήραν οι τράπεζες και από την μία στιγμή στην άλλη δηλαδή έχασαν τα υπάρχοντά τους, κάπως έτσι. Αυτοί είχαν ένα σπίτι δικό τους βέβαια. Καλή οικογένεια. Τους αγάπησα πολύ. Μαμά, μπαμπάς, γιος... Μ’ είχε ερωτευτεί κι ο γιος, ήτανε πιο μικρούλης! Τέλος πάντων είχαμε πάρα πολύ καλή σχέση με τη Νέλα και η Νέλα αυτή μ’ έβαλε σ’ όλη τη φάση κι είδα λίγο τα πράγματα διαφορετικά όπως ήταν εκεί, όπως ήταν η πραγματική ζωή κι όχι όπως θα την έβλεπε ένας Έλληνας φοιτητής που απλά πήγε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Τι να πω; Μόνο ωραία πράγματα θυμάμαι. Βγαίναμε, τι να πω δεν ξέρω—
Πώς ήταν;
Να τα βάλω σε μια σειρά.
Ας πούμε που πηγαίνατε; Που βγαίνατε—
Που βγαίναμε... Με τη Νέλα κυρίως—
Με τη Νέλα; Με τις παρέες τέλος πάντων.
Ναι. Με τις παρέες. Είχα τους Έλληνες, αγόρια οι περισσότεροι. Όχι οι περισσότεροι, ήταν όλοι αγόρια οι Έλληνες που βγαίναμε στα μέρη τα σέρβικα, ας πούμε, που συχνάζαμε. Τα μέρη που συχνάζαμε ήταν κυρίως μέσα σε σχολές ήταν το club της σχολής, ας πούμε. Το πρωί λειτουργούσε σαν κυλικείο, μπορούμε να το πούμε, σαν μια καφετέρια, και το βράδυ μεταμορφωνόταν και γινόταν club. Και τα περισσότερα club ήτανε υπόγεια.
Μέσα στο πανεπιστήμιο.
Ναι, μέσα στο πανεπιστήμιο.
Σαν στέκια ας πούμε;
Σαν στέκια, ναι. Ας πούμε το KST παραδείγματος χάρη, ήταν της Ilektorehnika, Ηλεκτροτεχνικό πανεπιστήμιο που λέμε. Αυτό κατέβαινες κάτω, είχε ένα διάδρομο πολύ μεγάλο που ξαφνικά βρισκόσουν σ’ ένα χώρο που λειτουργούσε έτσι σαν club και προχωρούσες και προχωρούσες, έβγαινε ένας διάδρομος και είχε αυλή. Κι η αυλή είχε τοίχο γύρω-γύρω. Πώς είναι ας πούμε, στον Ευκλείδη κάπως η αυλή κάτω; Έτσι αυτό μεταμορφωνόταν σε club το βράδυ και γινότανε χαμός! Φτηνές μπύρες... Βέβαια πλήρωνες ένα αντίτιμο στην είσοδο, αλλά όχι κάτι... Κάποιο φοβερό ποσό και μετά όλοι πίνανε μπύρες. Αυτό ήτανε το ποτό που έρεε άφθονο τέλος πάντων. Είχε μια ντίσκο σαν ντισκομπάλα, κάπως έτσι στη μέση, λίγα φώτα, πολύ σκοτάδι, μουσικές δυνατές, ροκ και πάνω. Ροκ δικιά τους, που είχαν πολύ ωραία τραγούδια. Κάθε Τετάρτη είχε βραδιά domaci, που λέγανε τα δικά τους τα κροάτικα, όλης της Γουγκοσλαβίας, της πρώην YU που λέγανε, Γιουγκοσλαβίας. Και τις άλλες μέρες μετά είχε ροκ, είχε μέταλ, διάφορα τέλος πάντων και συναυλίες. Μετά—
Κι αυτό ας πούμε το έκαναν οι φοιτητές, δηλαδή το πανεπιστήμιο το ανεχόταν;
Το ανεχότανε, ναι. Ήτανε μέσω φοιτητών... Ήταν και δεν ήτανε, ναι.
Εννοώ, δεν παίρναν άδεια για να το κάνουν οι φοιτητές ας πούμε αυτό;
Δεν ήτανε σαν θέμα φοιτητών—
Ποιοι το οργάνωναν θέλω να πω;
Ποιοι το οργάνωναν... Αυτό δεν το ξέρω. Θα πω ψέματα ό,τι και να πω, αλλά σίγουρα είχανε έσοδα από εκεί, οπότε το λειτουργούσαν έτσι σαν club. Ήταν κάποια άτομα ας πούμε, τώρα δεν ξέρω αν ήταν της σχολής αυτά τα άτομα να πω την αλήθεια. Δεν ασχολιόμασταν μ’ αυτά—
Αλλά κάποιοι είχαν έσοδα ας πούμε;
Ναι, είχαν έσοδα. Βέβαια, βέβαια, βέβαια.
Ναι.
Μετά το πιο σπουδαίο club ήταν η Akademija, αυτή ήταν στην Καλών Τεχνών που είναι... Υπάρχουν και κάποια βίντεο στο Youtube μπορείς να δεις και τα λοιπά. Και κάποια ντοκιμαντέρ έχουν γυριστεί. Αυτό λειτουργούσε και παλιότερα και στα χρόνια που ήμουνα εγώ. Είχε είσοδο, κατέβαινες, κατέβαινες σκαλάκια και ήταν έτσι δωμάτια, δωμάτια, σκοταδούρα, δυνατές μουσικές, [00:15:00]δηλαδή στο φουλ. Πολύ μαύρο, πολύ έτσι ναρκωτικά παίζανε, όχι ηρωίνες και τέτοια, αλλά έτσι τέτοιου είδους ναρκωτικά. Ο κόσμος χόρευε, υπήρχε έτσι πολύ κέφι, οι άντρες χορεύανε... Αυτό μου έκανε φοβερή εντύπωση, να βλέπω άντρες να χορεύουν! Όχι... Να φοράνε ξέρω ‘γω κοκαλάκια στα μαλλιά τους, τα είχαν έτσι, ξέρω ‘γω, μαζεμένα. Έτσι άλλες εικόνες, δηλαδή που δεν τις είχα δει εγώ ποτέ εδώ ποτέ ξανά. Γνώριζα κόσμο κάθε βράδυ, γνώριζα κόσμο. Με πλησίαζαν, αλλά όχι μόνο επειδή ήμουνα γυναίκα, είχα και τα αγόρια που είχα έτσι παρέα, αλλά και μόνη μου γνώριζα κόσμο η αλήθεια είναι, δεν είχα θέμα. Το καλό με τους Σέρβους ήταν να μην τους δώσεις να καταλάβουν ότι έχεις πολλά χρήματα. Αυτό ήτανε το μέγα λάθος, γιατί μετά θα σε βλέπανε καθαρά να σ’ εκμεταλλευτούνε λίγο, όπως και παντού ισχύει αυτό. Έτσι; Άμα τους δείχνεις ότι εγώ κάποιος είμαι, κάτι έχω. Έτσι δεν είναι;
Ναι.
Το θέμα είναι να καταλάβουν ότι κι εσύ δεν ήσουν κάποιος πλούσιος. Κι εσένα απ’ το υστέρημά τους σε στείλανε εκεί πέρα, γιατί εμένα οι γονείς μου με στείλαν απ’ το υστέρημά τους και σπούδασα. Δηλαδή με τον μισθό τους βοηθάγανε η γιαγιά, ο παππούς κάθε μήνα μας δίνανε λεφτά. Πώς αλλιώς; Κι αυτοί παίρνανε τη σύνταξή τους που κι αυτοί δούλευαν στα εργοστάσια, δηλαδή εγώ παλιότερα έβλεπα κάποιους που σπουδάζανε στο εξωτερικό κι έλεγα «Πω! Με τα λεφτά του μπαμπά», αλλά τελικά δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα. Και τέλος πάντων ήθελα αυτό να καταλάβουνε ότι εγώ δεν είμαι πλούσια.
Ναι.
Και πιστεύω ότι το πέτυχα αυτό, ας πούμε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, γιατί έκανα πολύ καλές φιλίες εκεί με τα άτομα, δηλαδή έφτανα σε σημείο να με κερνάνε κι αυτοί, όχι μόνο εγώ να κεράσω. Κι αυτό ας πούμε είναι... Να σε κερνάει κάποιος που δεν έχει, πραγματικά δεν έχει…Όχι του περισσεύουν, έτσι; Δεν λέω για τέτοιες περιπτώσεις, νομίζω είναι κάτι, ξέρω ‘γω, πώς να το πω;
Σημαντικό.
Σημαντικό για μένα, δηλαδή δεν ξέρω. Και σημαντικό και συγκινητικό να το πω κάπως έτσι.
Αλλά ας πούμε, συγκριτικά κάπως. Πώς να πω—
Ναι.
Ως Ελληνίδα σε σχέση με εκεί, ας πούμε, τα λεφτά εσύ ήσουν-
Ναι, ήμουνα—
Λίγο πιο άνετη.
Πολύ καλύτερα. Πολύ καλύτερα... Γιατί, ας πούμε, μας δίνανε χρήματα για τον μήνα να πληρώσουμε τα ενοίκιά μας και τα λοιπά κι από κει και πέρα είχα κάποια χρήματα να βγαίνω, αλλά επειδή η αδερφή μου δεν έβγαινε πολύ, οπότε έπαιρνα εγώ τα δικά της τα χρήματα για να μπορώ να βγαίνω. Η ζωή ήτανε γενικά φτηνή, δηλαδή όσο ένα ταξί... Πόσο κοστίζει ένα ταξί; Κόστιζε μια ολόκληρη έξοδο που μπορούσες να πιείς όσο ήθελες κτλ. Σκέψου αναλογικά. Εδώ αυτά δεν μπορούσες να τα κάνεις και σίγουρα είχα πολύ περισσότερα από αυτούς. Αλλά αυτοί με κάποιο τρόπο από δω, από κει καταφέρνανε πάντα να πίνουνε, δηλαδή δεν... Είτε είχανε είτε δεν είχανε, με κάποιο τρόπο, λίγο δουλεύαν μέσα στη sanka, στο μπαρ, λίγο δουλεύανε λίγο με το συγκρότημα κάναν κάνα καλώδιο. Λίγο κάτι κάνανε, λίγο στην είσοδο. Από δω από κει, τη βγάζανε την άκρη. Κατάλαβες; Ή κάποιος μπορεί να είχε λίγο παραπάνω να κέρναγε και κάποιους άλλους κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι! Κατάλαβες;
Κι αυτά τα club που είπες, ας πούμε, είχε πολλά μες το πανεπιστήμιο, πολλές σχολές;
Είχε σου λέω η Καλών Τεχνών, η Ilektorehnika, το Masinac, εκεί που πηγαίναμε εμείς, δηλαδή. Μετά είχε το Plato, αυτό ήταν λίγο πιο κυριλέ δεν πηγαίναμε τόσο. Μετά ήτανε το Dom omladine. Αυτό ήτανε σαν οικία… Σαν των νέων… Πώς το λένε; Κι είχε διάφορους ορόφους. Είχε σινεμά, είχε μπιλιάρδα, είχε καφετέρια και πάνω-πάνω υπήρχε το club. Εκεί λειτουργούσε και για συναυλίες και για καθημερινά. Εκεί στη Σερβία με τις μουσικές ήταν ότι κάθε βράδυ μπορεί να είχε live. Ας πούμε, «Σήμερα Τρίτη παίζει ροκ. Τετάρτη παίζει funk. Πέμπτη παίζει μπλουζ».
Ναι.
Κάθε μέρα ήξερες ότι αυτό το μαγαζί παίζει αυτό.
Ναι.
Το μαγαζί τέλος πάντων—
Ναι. Αυτό πάλι που λες ήτανε πάλι των φοιτητών—
Ήτανε—
Ο χώρος;
Ήτανε σαν κρατικό αυτό. Πιο πολύ κρατικό να το πω, αλλά σίγουρα υπήρχαν άτομα που πάλι σαν να το υπενοικιάζανε. Πώς δίνουμε εδώ πέρα, πώς κάνουν διαγωνισμούς τέλος πάντων και—
[00:20:00]Ναι.
Παίρνουνε. Κάπως έτσι. Είχε αφεντικό παραδείγματος χάρη εκεί—
Ναι.
Που το λειτουργούσε.
Ναι, ναι.
Ήταν ο υπεύθυνος που αυτός ας πούμε σίγουρα έδινε κάποια χρήματα στο χώρο και τον υπενοικίαζε κάπως, τον νοίκιαζε—
Ναι.
Τώρα δεν ξέρω.
Ναι, ναι.
Τώρα κι εμείς, ξέρεις, ήμασταν πιο νέοι δεν ασχολιόμασταν μ’ αυτά ποιος έχει, τι έχει—
Ναι, ναι.
Τι δεν έχει. Ήταν ένας πολύ ωραίος χώρος αυτός. Εκεί περάσαμε άπειρα βράδια. Μετά ήταν ωραία, υπήρχε κέφι σου λέω. Πχ είχε ένα τραπέζι; Υπήρχαν άδειες θέσεις, καθόταν όποιος ήθελε. Έλεγες «Να κάτσουμε;». «Καθίστε». Κι έτσι γνώριζες όλο τον κόσμο. Γνώριζες, γνώριζες, γνώριζες. Δηλαδή εγώ έβγαινα έξω στο δρόμο, βόλτα παραδείγματος χάρη και πάντα έβρισκα γνωστό κόσμο στο δρόμο!
Ναι.
Τόσο κόσμο που γνώριζα κάθε φορά. Κάθε φορά που έβγαινα, γνώριζα, γνώριζα κι έτσι—
Ναι.
Είχα μάθει πολύ κόσμο.
Ναι.
Αυτό ας πούμε. Μετά είχε κάποια μαγαζιά... Βασικά τα περισσότερα μαγαζιά δεν φαινόταν στο δρόμο, δηλαδή άμα δεν ήξερες να πας, δεν θα τα έβρισκες να πω την αλήθεια. Ή ας πούμε είχε κάτι μπιλιαρδάδικα. Έβλεπες, ας πούμε, ένα σπιτάκι αυτό ήταν, ας πούμε, ένα μπιλιαρδάδικο, σαν τεκές ένα πράγμα, ξέρεις. Μαζευόντουσαν εκεί, πίναν, κάναν τα διάφορά τους. «Χαχαχού, χαχαχά» πολύ πιοτό, πολύ αλκοόλ και όλα τα σχετικά τέλος πάντων, αλλά γενικά πολύ καλό το κλίμα. Ναι. Είχαμε και μετά κάποια μαγαζιά που ας πούμε, βάραγες κουδούνι για να μπεις, βλέπανε ποιος είναι, τέλος πάντων, σου ανοίγανε, ξέρεις. Έπρεπε κάποιος να σε ξέρει για να σου ανοίξει—
Ναι.
Δεν ανοίγανε σε οποιοδήποτε.
Και γιατί αυτό ας πούμε;
Δεν θέλανε να είναι γνωστό—
Όποιον κι όποιον;
Ναι, όχι όποιον κι όποιον.
Να είναι γνωστό ότι εδώ έχει μαγαζί ας πούμε;
Κάπως έτσι, ότι δεν μπορεί να μπει οποιοσδήποτε. Δεν έχει πρόσβαση ο οποιοσδήποτε.
Ναι.
Είχε και τέτοιου είδους μαγαζιά.
Έλεγες σύνθημα;
Όχι, όχι σε κοιτάζανε από μέσα. Μπορεί να ήταν κάποιοι γνωστοί σε λένε «Εντάξει, δικοί μας είναι ας έρθουν. Ας μπούνε». Ας πούμε, κάπως έτσι. Μετά, είχε ας πούμε, χαιρόντουσαν με απλά πράγματα, παραδείγματος χάρη στο ποτάμι δίπλα, άνοιγε ένα μαγαζί. Μαγαζί... Τίποτα, ένας χώρος, σαν μια αποθήκη παραδείγματος χάρη, βάζαν δύο ηχεία, ένα μπαρ, να το το μαγαζί. Γινότανε! Και καθόσουν μέχρι το πρωί. Μετά είχε στέκια που καθόσουν έξω, πώς είναι ας πούμε, στη Ναυαρίνου που κάθεσαι, είχε τα drugstore. Τα drugstore ήτανε... Που λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο και παίρνεις αλκοόλ, ας πούμε, και κάθεσαι έξω στα σκαλάκια, ειδικά όταν ήταν καλός ο καιρός. Κάθεσαι έξω μαζεύονται νέοι μέχρι το πρωί αυτή η ιστορία. Μετά το χειμώνα, αν είχε κρύο, μπορεί σε υπόγειους να μαζευόμασταν, ξέρω ‘γω, αν δεν. Αλλά συνήθως ήμασταν στα μαγαζιά να πω την αλήθεια. Το καλοκαίρι πιο πολύ συνέβαινε αυτό, όταν ήταν καλός ο καιρός. Τι άλλα μαγαζιά; Έτσι τέτοια είδους.
Το αγαπημένο σου ποιο ήτανε;
Νομίζω ήταν η Akademija. Γιατί δεν ξέρω… Δεν μπορώ να το περιγράψω έτσι με λόγια κάπως αυτό το μαγαζί. Μ’ ένα μπαρ ας πούμε, ξύλινο απλά και χώρους-χώρους έτσι και να παίζει ένα φως «τάκα-τάκα-τάκα» να σε χτυπάει, αλλά ήμασταν τότε πολύ νέοι... Είχαμε πολύ ενθουσιασμό χαιρόμασταν, χορεύαμε αυτό που σου λέω, τρέχαμε από δω, τρέχαμε από κει. Πηγαίναμε σε μακρινά, ας πούμε, μας λέγανε «Έχει ένα live στην άλλη άκρη του Βελιγραδίου». Τρέχαμε ξέρω ‘γω, παραδείγματος χάρη. Μετά είχε κατακόμβες που μπορεί να γινόταν πάρτι, κάτω από πολυκατοικίες σε ορόφους, ξέρω ‘γω κάποιους ορόφους κάτω απ’ τη γη—
Κατακόμβες δηλαδή αρχαίες, ας πούμε;
Κατακόμβες της πολυκατοικίας, που το είχαν κάνει για τον πόλεμο ας πούμε.
Α—
Ναι.
Σαν καταφύγιο;
Ναι, σαν καταφύγιο, κατακόμβες—
Εκεί γινόταν—
Επηρεάστηκα από τα αρχαία!
Πάρτι;
Σαν καταφύγιο ναι και γινότανε μέσα. Μετά... Τι άλλες; Διασκέδαση. Μετά μπορούσαν να κάνουν διασκέδαση απλά σε ένα σπίτι, να κάνουν ένα πάρτι χωρίς πολλά-πολλά, αλλά ήταν καλό ότι εγώ ενσωματώθηκα, ας πούμε, με τους Σέρβους. Κάθε μέρα μάθαινα μια καινούργια λέξη. Μάθαινα κάτι καινούργιο. Δεν ντρεπόμουνα να μιλήσω. Μου μιλάγανε. Δεν ήταν σνομπ ο κόσμος. Δηλαδή «Ατίνα», με λέγανε έτσι, αλλιώς ξέρεις—
Ναι.
Αισθανόμουν καλά. Δεν αισθανόμουν φόβο που ήμουνα, ας πούμε, ή αν ήμουν μόνη μόνο με Σέρβους. Δεν αισθάνθηκα ποτέ [00:25:00]κάποιον φόβο κτλ. Αισθανόμουν ότι έχω κάποια άτομα που με προσέχουν και με κάνουν, κατάλαβες;
Ναι.
Τι άλλα έτσι;
Μουσικές ας πούμε τι ακούγατε;
Από ροκ και πάνω, από ροκ και πάνω, ναι. Μέταλ, λίγο πανκ, κυρίως μέταλ, hard rock, ροκ και τζαζ και μπλουζ και funky. Είχε αυτά στο κέντρο νεότητας που πηγαίναμε που είχε έτσι διάφορα είδη και οπότε μάθαμε και λίγο από αυτά. Δεν ήμασταν έτσι... Ήμασταν λίγο πιο open mind. Μετά είχε συνοικιακά κάποια μαγαζιά που βγαίνανε. Ή μπορεί ας πούμε ένας να έκανε μπιλιάρδο μόνος του, ας πούμε, να το έκανε σαν στέκι δηλαδή, μαζευόντουσαν. Βασικά, χαιρόντουσαν με πολύ απλά πράγματα ο κόσμος. Χωρίς πολλά-πολλά. Ή τα πάρτι αυτά... Ξέρω ‘γω πεινάγανε, ανοίγανε τα ψυγεία, τρώγαν μια μαγιονέζα που ήταν στο σακουλάκι, δηλαδή όχι να παραγγείλουμε γύρους—
Ναι.
Και πίτσες και το ένα και το άλλο. Ό,τι είχανε. Έτσι, φτωχά, αλλά μοίραζαν τα τσιγάρα τους... Που βρωμοκοπούσαν αυτά τα τσιγάρα τα Drina ή τα Partner. Πολύ έντονη μυρωδιά, δηλαδή την ένιωθες στο πετσί σου. Αλλά το μοιραζόταν ο άλλος. Αυτό επίσης κι εγώ φυσικά μοιραζόμουν τα δικά μου, εννοείται, αλλά άμα θα τελείωναν τα δικά μου θα ξέμενα, θα μου δίναν και μένα. Κατάλαβες τι εννοώ;
Έβλεπες διαφορά, ας πούμε, στη διασκέδαση σε σχέση με εδώ όταν γυρνούσες;
Τότε ναι. Εδώ είχαν αρχίσει λίγο να γίνονται πιο κυριλέ τα πράγματα, πιο ακριβά μαγαζιά. Όχι τόσο στους δρόμους... Σε εκείνες τις χρονιές δηλαδή. Λίγο παλιότερα ήταν και εδώ λίγο πιο χαλαρά. Αλλά ήταν η διαφορά του κόσμου, ότι ήταν πιο κλειστός ο κόσμος εδώ. Άρχισε να γίνεται πιο κλειστός, αυτή ήταν η διαφορά πιο πολύ, ενώ εκεί ήταν ακόμα πιο έτσι, πιο απλά δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ο κόσμος ήταν καλός, δηλαδή, έβγαινες έξω, δεν ήξερες κανέναν παραδείγματος χάρη... Πήγαινες ας πούμε στο Saculatac, σε ένα μαγαζί έτσι ήταν μέσα σε ένα εμπορικό κέντρο, αυτό ήταν λίγο πιο ακριβό κι ερχόντουσαν λίγο και κάποιοι καλλιτέχνες, λίγο παρακμιακοί όμως, και εκεί μέχρι το τέλος της βραδιάς, ήξερες τους πάντες! Όλο το μαγαζί γινόταν έτσι ένα... Ένα πράγμα! Απίστευτο, γι’ αυτό μας άρεσε πολύ να πηγαίνουμε εκεί και σε όλους άρεσε να πω την αλήθεια. Μετά είχε έτσι κάτι καλοκαιρινά στη θάλασσα, στο ποτάμι, κάποια καραβάκια που δεν κινιόντουσαν. Έτσι κάνανε κάτι τέτοια, αλλά κυρίως ήταν αυτά ας πούμε τα στέκια μας. Αυτό το Κέντρο Νεότητας, το Akademija, KST... Μετά ήταν η αγορά που πούλαγε δίσκους κάθε Κυριακή πρωί εκεί, δίσκους, CD, τότε που βγαίναν, αντιγράφανε και πουλάγανε, είχε έτσι... Και τι γινότανε... Κι εκεί ήταν ένας χώρος κι εκεί μαγαζί, αλλά δούλευε πιο πολύ σαν συναυλιακός χώρος το SKC, ένα έτσι κτίριο μεγάλο. Υπήρχε πολύ καλή ακουστική. Κι εκεί γύρω κάναν αυτό το παζάρι κάθε Κυριακή και μαζευόντουσαν βέβαια. Ε πάλι καταλήγαν να πίνουν και να κάνουν... Έτσι τα γνωστά τέλος πάντων.
Το Βελιγράδι τι εντύπωση σου ‘κανε σαν πόλη; Σου άρεσε;
Το Βελιγράδι. Στην αρχή, σου λέω, μου φάνηκε κάπως πολύ γκρι, αλλά όταν αρχίζει και βγαίνει ο ήλιος, όλα είναι πολύ ωραία. Εντάξει, τα κτίριά του είναι ωραία, είναι δηλαδή άμα τα δεις και μέσα είναι επιβλητικά. Ειδικά το κέντρο έχει πολλά παλιά κτίρια και έτσι καλά διατηρημένα μπορώ να πω. Έχει ωραίες πλατείες, πάρκα μεγάλα, αγορές... Έχει αγορά υπαίθρια τεράστια αγορά, δηλαδή που πουλάνε λαχανικά και... Είναι μια μόνιμη λαϊκή αγορά! Δηλαδή κλείνει το βράδυ, την ημέρα λειτουργεί, το βράδυ δεν φαίνεται. Σαν να μην είναι το ίδιο μέρος αυτό. Εγώ τον πρώτο καιρό πέρναγα από κει το βράδυ που έβγαινα έξω κι όταν πήγαινα στη σχολή ξαναπέρναγα και δεν ήξερα ότι ήταν το ίδιο σημείο που πέρναγα το βράδυ και το ίδιο το πρωί! Τα βράδια φεύγαμε με τα λεωφορεία είχε συγκοινωνία, δηλαδή ανά ώρα είχε αστικό για κάθε περιοχή. 12.10, 02.10, 01.10 και μετά 03.20 για κάποιες περιοχές. Η δική μου περιοχή είχε, ήμουν τυχερή. Απ’ τις 04.00 και μετά είχε ανά 10 λεπτά λεωφορείο. Οπότε όλοι βολευόντουσαν, γιατί οι περιοχές που μέναμε οι περισσότεροι ήταν πολύ μακριά απ’ το κέντρο. Ας πούμε, εγώ έμενα 11 [00:30:00]χιλιόμετρα απ’ το κέντρο. Άλλος μπορεί να έμενε 20 χιλιόμετρα, άλλος 30 ανάλογα πού ήταν η περιοχή του. Αλλά όλοι ας πούμε, καταλήγαμε εκεί στα ίδια τα στέκια—
Στο κέντρο ας πούμε.
Ναι και έτσι βρισκόμασταν. Ναι, στο κέντρο, στο κέντρο. Εντάξει στην περιοχή μου είχε έτσι κάνα-δυο έτσι ίσως που πήγα ελάχιστες φορές, αλλά το κέντρο ήτανε για μας τίποτα. Πηγαίναμε, ανεβαίναμε, κατεβαίναμε τα λεωφορεία, δωσ’ του.
Και τα σέρβικα τα ‘μαθες εκεί;
Στο δρόμο, ναι. Εκεί τα ‘μαθα, εκεί. Τι να πω έτσι άλλο; Εντάξει, κάποιες φιγούρες απίστευτες, ας πούμε, κάποια άτομα έτσι που μου ‘χουν μείνει και θα... Μετά υπήρχε ο κόσμος που ήταν άλλοι Βόσνιοι, άλλοι Κροάτες, Σέρβοι και ήταν όλοι αγαπημένοι, δηλαδή κανένα θέμα εννοείται και φίλοι και κολλητοί και τα πάντα όλα. Μοιραζόταν ο κόσμος, κατάλαβες; Ό,τι είχαν το μοιραζόντουσαν. Δεν λέγανε «αυτός τώρα δεν έχει, δεν θα πιει, δεν θα κάνει». Όλοι μαζί, κατάλαβες πώς ήτανε;
Δεν αισθάνονταν ας πούμε, διαφορές μεταξύ τους ή οι διαφορετικές εθνότητες, εθνικότητες;
Όχι, εγώ δεν το ένιωσα. Δεν το κατάλαβα ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν... Ποτέ δεν μου έδωσαν αυτή την εντύπωση ότι κάτι υπάρχει μεταξύ τους. Ίσα-ίσα μια χαρά δηλαδή, τώρα αν ήταν κάτι που εγώ δεν το καταλάβαινα, δεν ξέρω τι να πω.
Ούτε εσένα να σε έβλεπαν ως ξένη ας πούμε;
Υπήρξαν πολύ ελάχιστες περιπτώσεις, αλλά τι να πω δεν ξέρω. Γενικά δεν αισθάνθηκα ποτέ άσχημα. Ήμουνα η «Ατίνα» ας πούμε. Δεν με λέγανε "Grkinja", δεν με λέγανε «Ελληνίδα» ας πούμε. Με λέγανε με το όνομά μου—
Ναι.
Κατάλαβες τι εννοώ;
Ναι.
Εντάξει είμαι πολύ ευχαριστημένη δηλαδή που κατάφερα έτσι και έζησα όλο αυτό εκεί.
Με τον πόλεμο;
Με τον πόλεμο εγώ προσωπικά δεν τον ένιωσα έντονα, γιατί εμείς φύγαμε, να πω την αλήθεια με το που ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, την ίδια μέρα φύγαμε. Ήμασταν εδώ Ελλάδα κάποιους μήνες. Ήταν να γίνει και νωρίτερα, είχαμε φύγει μια δόση, ξαναπήγαμε και τελικά ανακοίνωσαν τη δεύτερη φορά ότι είμαστε σε εμπόλεμη—
Το ‘99;
Το ‘99, ναι. Βασικά, εκείνη η χρονιά ήταν όλη περίεργη χρονιά και τελικά έγινε αυτό το μεγάλο μπαμ. Αυτοί ζορίστηκαν αρκετά. Πιο φτώχεια απ’ τη φτώχεια, αλλά επειδή είναι έτσι λαός πολύ έξω καρδιά, –πώς το λένε;– πάλι το αντιμετώπισαν κάπως διαφορετικά. Δηλαδή απ’ ότι μου λένε τα παιδιά «Βγαίναμε στις ταράτσες, καθόμασταν, βλέπαμε, ξέρω ‘γω, τα αεροπλάνα, έτσι από δω να χτυπάνε από κει. Και το χαιρόμασταν, τι να κάνουμε; Ας πούμε, καλοκαίρι όλο». Τι να κάνανε; Βγαίναν οι σειρήνες, ας πούμε, ουρλιάζανε έπρεπε να πάνε μέσα και κάνανε πάρτι ξέρω ‘γω στις ταράτσες και σ’ αυτά. Τι να κάνουν δηλαδή ο κόσμος; Γενικά, έχουν μάθει και με πολύ λίγα πράγματα, δουλειές έτσι με κάνα μεροκάματο. Μετά φέρνουν πολλά πράγματα απ’ τα χωριά τους. Λαχανικά, κρέατα, τα καταψύχουν. Οι περισσότεροι έχουν καταψύκτες στο σπίτι τους οπότε να βγάλουν το χειμώνα με κάποιο τρόπο. Είναι οικονόμοι δηλαδή. Ό,τι μπορούν, αλλά δεν τους λείπει τίποτα. Όλα θα τα χαρούν και τις γιορτές τους και τα έτσι τους και τα αλλιώς τους. Δεν είναι αυτή η μιζέρια, «Δεν έχουμε», να κλαίγονται και να κάνουν. Είναι περήφανοι τέλος πάντων. Κι απ’ ό,τι μαθαίνω τώρα έχουν εξελιχθεί κι άλλο, βέβαια δεν έχω πάει τα τελευταία χρόνια καθόλου, αλλά καταφέραν πολλά. Με τόσα χτυπήματα που δέχτηκαν μια, δυο, τρεις, δηλαδή είναι άξιοι σεβασμού να το πω.
Έχεις κρατήσει επαφές;
Ναι, ναι βέβαια εννοείται, εννοείται.
Τώρα με το ίντερνετ—
Και με το ίντερνετ—
Πιο εύκολο.
Ναι, ναι είναι πιο εύκολα. Εννοείται. Πολύ κέφι σου λέω, αυτό. Δεν ξέρω την εικόνα τώρα δεν μπορώ να την—
Ναι.
Ξέρεις αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, πώς να το μεταφέρεις;
Σου έμεινε πάντως όλο αυτό.
Ναι.
Αισθανόσουν—
Πολύ.
Ας πούμε, πώς αισθανόσουν τότε; Αισθανόσουν...
Όταν έφυγα αισθανόμουν ότι ένα πολύ μεγάλο έτσι κομμάτι της ζωής μου φεύγει. Πολύ μεγάλη στεναχώρια, πολύ μεγάλη στεναχώρια όταν έφυγα από κει, γιατί δέθηκα εκεί, είχα σαν είχα δύο ζωές, ας πούμε. Μια εδώ, μια εκεί, δηλαδή κάποιοι λέγαν ότι [00:35:00]«Αποκλείεται να φύγεις για πάντα». Δηλαδή «Σιγά η Αθηνά μην δεν γυρίσει», αλλά τι να έκανα εγώ εκεί—
Ναι.
Δηλαδή—
Δεν ήθελες να—
Ακόμα και μια δουλειά να έπιανα—
Ναι.
Η καλύτερη δουλειά που θα μπορούσα να πιάσω, τι θα έβγαζα τότε ας πούμε; Τριακόσια-τετρακόσια μάρκα. Αλλά τα ενοίκια εκεί ήταν ακριβά, ήτανε πάνω-κάτω όπως εδώ, δεν είχανε πολύ μεγάλες διαφορές, δηλαδή η ζωή πιο φτηνή ήτανε λίγο τα προϊόντα που μπορούσες, ας πούμε, αλλά τα ενοίκια, οι λογαριασμοί, δεν ήτανε τόσο λιγότερο και οι μισθοί σου λέω ήταν χαμηλοί. Όπως αρχίζουν και είναι τώρα εδώ σε μας, οπότε τι να πληρώσεις, πώς; Κατάλαβες; Τι άλλο να πω;
Από πριν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ας πούμε, υπήρχαν... Έβλεπες πράγματα που ανήκαν σε εκείνη την περίοδο ή κτίρια ή νοοτροπίες ή...;
Ε νοοτροπίες δεν ξέρω πώς μπορεί να ήταν παλιότερα οι νοοτροπίες, γιατί εγώ πήγα στην αλλαγή—
Ναι, ναι.
Δηλαδή οπότε δεν ξέρω πώς μπορεί να ήταν—
Ναι.
Παλιότερα για να το συγκρίνω.
Ναι.
Εντάξει τα κτίρια υπήρχαν κι από πριν—
Ναι.
Εννοείται και μετά σίγουρα.
Ναι.
Απλά μετά φέρανε έτσι λίγο πιο πολύ κάνανε αυτά τα μαγαζιά τύπου Zara, τύπου έτσι λίγο πιο—
Δυτικά.
Ναι. Φέρανε κι αυτά. Μετά τρώγανε έξω στο δρόμο, ξέρεις, τα βράδια... Πώς πάμε εμείς και τρώμε πατσά παραδείγματος χάρη, αυτοί τρώγανε κάτι σάντουιτς, pljeskavice ήταν σαν μεγάλα μπιφτέκια, ξέρω ‘γω, και είχε γαρνιτούρα ό,τι θέλεις να βάλεις μέσα στο σάντουιτς σου. Αυτό ήταν ας πούμε, αντί για γύρο, έτρωγες αυτό ή για πρωινό τρώγανε το burek ήταν ένα σαν τυρόπιτα... Μπουγάτσα με τυρόπιτα έτσι σαν ένα μείγμα και πίναν όλοι jogurt. Το jogurt είναι σαν το ξινόγαλα, σαν το αριάνι κι όλοι πίναν τα jogurt για να στανιάρει το στομάχι. Το λατρεύανε! Πίναν, ας πούμε, άλλος μπορεί να ‘πινε τρία, τέσσερα jogurt! Αυτό ήταν το πρωινό τους μετά το ξενύχτι παραδείγματος χάρη. Τι να πω έτσι άλλο; Πολλά... Θα μπορούσα να μιλάω! Τι άλλο να πω;
Εγώ ρώτησα αυτά που ήθελα. Δεν ξέρω τι άλλο θες να πούμε;
Τι άλλο να πούμε; Δεν ξέρω. Ε μετά είχαν... Τα αυτοκίνητά τους ήτανε έτσι πολύ κατεστραμμένα. Πχ χαλούσε κάτι δεν μπορούσαν να το διορθώσουνε. Χαλούσε η πόρτα, δηλαδή μπορεί να δεις και μια πόρτα να είναι δεμένη με σκοινί για να κλείσει, παραδείγματος χάρη. Ή θυμάμαι έναν ταξιτζή δεν είχε, είχε τα γυαλιά, δεν είχε χερούλι στα γυαλιά, ξέρω ‘γω, το κράταγε έτσι ή το κράταγε αλλιώς, κράταγε και την πόρτα, κράταγε το χερούλι. Φτώχεια. Πολλή φτώχεια. Υπήρχαν βέβαια όμως και κάποιοι που ζούσανε καλύτερα, έτσι μια μεσαία τάξη. Ε μπορεί να ήταν κάποιοι δικηγόροι, ας πούμε, είχαν τέτοια επαγγέλματα έτσι λίγο πιο high. Όχι ότι είχαν πολλά, αλλά ζούσανε... Είχαν μεγάλη διαφορά, δηλαδή σε σχέση μ’ αυτούς τους πολλούς, που δεν είχανε. Δηλαδή αυτοί οι Σέρβοι που έρχονται εδώ για διακοπές, είναι πολύ μικρό το ποσοστό σε σχέση με όλους αυτούς που είναι εκεί πίσω και δεν έχουν πάει πουθενά. Καμία σχέση δηλαδή. Απ’ τους φίλους μου δηλαδή όλους κι απ’ τους γνωστούς, ελάχιστοι είναι αυτοί που έρχονται Ελλάδα ή κάπου αλλού από αυτούς που ξέρω.
Ναι.
Πολύ μικρό το ποσοστό, δηλαδή να ‘ναι ένα 10% και πολύ λέω. Ίσως είναι και λιγότερο. Αναλογικά είναι πολύ μικρό το ποσοστό. Έτσι δεν είναι;
Σίγουρα.
Που σκέψου πόσοι Σέρβοι έρχονται, έρχονται κάθε χρόνο, κάθε χρόνο και λες «Είναι γεμάτο Σέρβους» κι από όλους αυτούς, πόσο ήταν το ποσοστό. Που μόνο ονειρεύονται κάποιο μέρος και δεν μπορούν να πάνε. Αλλά τι να κάνεις; Είναι δύσκολα. Κι αυτοί με τις δουλειές είναι δύσκολα, άλλος μπορεί να δουλεύει σ’ ένα lokal, σε ένα, ας πούμε, περίπτερο, άλλος μπορεί να δουλεύει σ’ ένα κομμωτήριο παραδείγματος χάρη, –ξέρεις δουλειές– άλλος [00:40:00]σε ένα μαγειρείο. Έτσι, τέτοιες δουλειές εργατικές περισσότερο και κάπως έτσι περισσότεροι. Η φίλη μου αυτή, ας πούμε, είναι καθαρίστρια παραδείγματος χάρη. Ο αδερφός της κι αυτός δουλεύει σε μια μικρή βιοτεχνία. Θέλω να πω ότι δουλειές έτσι με μικρούς μισθούς που ίσα-ίσα βγάζουν τα έξοδά τους, πχ δεν είχαν να πληρώσουν το ρεύμα. Συνδέανε το ρεύμα. Πώς συνδέουν τώρα εδώ στην Ελλάδα; Αυτό το κάνανε εκεί από παλιά, συνδέαν και ξανασυνδέαν με το ρεύμα, γιατί τους το κόβανε. Δεν είχανε. Αλλά το καλό είναι ότι πολλοί είχαν έστω κι ένα σπιτάκι. Αυτό ήταν το καλό. Και δεν είχαν ενοίκια. Υπήρχε αυτό. Με τα μικρά τα μπαλκονάκια τα περισσότερα σπίτι που ήταν ας πούμε στις πολυκατοικίες. Μετά... Οι μικρότερες πολυκατοικίες, ας πούμε, έχουν πιο ωραία μπαλκόνια, λίγο πιο μεγάλα, αλλιώς τα άλλα ήταν έτσι κάτι μικρά μπαλκονάκια γι’ αυτά τα μπλοκ τα κτίρια όλα. Όλα μικρά. Αλλά είχαν έτσι αρκετοί που είχαν το σπίτι τους, οπότε μπορούσαν να βγάλουν, δηλαδή—
Ναι.
Είχαν το ενοίκιό τους, δηλαδή δεν πλήρωναν ενοίκιο, είχανε κάποιες τροφές απ’ τα χωριά που μαζεύανε—
Ναι.
Λίγο από δω, λίγο από κει, άιντε έβγαινε ο χρόνος. Κατάλαβες; Κάπως έτσι και δεν είναι να ζητάνε και να ζητιανεύουν. Σε καμία περίπτωση. Δεν είναι τέτοιοι, είναι πολύ περήφανοι δηλαδή. Σε καμία περίπτωση. Τι άλλο να πω;
Εντάξει. Μια χαρά.
Δεν ξέρω, καλά;
Αυτά.
Αυτά;
Αν θες να προσθέσεις κάτι άλλο, εγώ είμαι εντάξει.
Άμα θες το σταματάμε άμα είναι να σκεφτώ κάτι.
Εντάξει. Ωραία, ωραία.
Άμα θυμηθώ...
Summary
Η Αθηνά Γεωργοπούλου μας αφηγείται την οικογενειακή ιστορία και τα παιδικά χρόνια στην Τούμπα μέχρι και τη ζωή της για σπουδές στο Βελιγράδι, την δεκαετία του '90. Αναφέρεται εκτενώς στη νυχτερινή φοιτητική ζωή και στα clubs, αλλά και στην καθημερινότητα της πόλης του Βελιγραδίου. Με αυτό τον τρόπο συνθέτει το πορτραίτο των ανθρώπων μίας πόλης σε μετάβαση, ανάμεσα στη φτώχεια, στον πόλεμο και τη διασκέδαση.
Narrators
Αθηνά Γεωργοπούλου
Field Reporters
Δανάη Θεοδωράκη
Tags
Interview Date
30/06/2020
Duration
42'
Summary
Η Αθηνά Γεωργοπούλου μας αφηγείται την οικογενειακή ιστορία και τα παιδικά χρόνια στην Τούμπα μέχρι και τη ζωή της για σπουδές στο Βελιγράδι, την δεκαετία του '90. Αναφέρεται εκτενώς στη νυχτερινή φοιτητική ζωή και στα clubs, αλλά και στην καθημερινότητα της πόλης του Βελιγραδίου. Με αυτό τον τρόπο συνθέτει το πορτραίτο των ανθρώπων μίας πόλης σε μετάβαση, ανάμεσα στη φτώχεια, στον πόλεμο και τη διασκέδαση.
Narrators
Αθηνά Γεωργοπούλου
Field Reporters
Δανάη Θεοδωράκη
Tags
Interview Date
30/06/2020
Duration
42'