© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η μουσική της δεκαετίας του '80

Istorima Code
14726
Story URL
Speaker
Παναγιώτης Καλαματιανάκης (Π.Κ.)
Interview Date
03/05/2021
Researcher
Σταματίνα Μαρκαντώνη (Σ.Μ.)
Σ.Μ.:

[00:00:00]Καλημέρα. Ονομάζομαι Σταματίνα Μαρκαντώνη, σήμερα 4/5 2021 είμαστε στο σπίτι του αφηγητή μας Παναγιώτη Καλαματιανάκη, που θα μας πει την προσωπική του εμπειρία για την εξέλιξη της μουσικής από τη δεκαετία του ‘60 μέχρι τη δεκαετία του ‘90 και θα μας εξιστορήσει κάποια γεγονότα που έχουν να κάνουν με την Ύδρα και την ενασχόλησή του με τη μουσική στην Ύδρα. Καλημέρα, κύριε Καλαματιανάκη.

Π.Κ.:

Καλημέρα σας.

Σ.Μ.:

Είμαι έτοιμη να ακούσω τις ιστορίες σας.

Π.Κ.:

Αν και έχω λίγο τρακ, γιατί δεν δίνω συνεντεύξεις. Δεν είμαι επώνυμος να δίνω συνεντεύξεις. Θα προσπαθήσω όσο πιο κατανοητά μπορώ να σας δώσω μία σύντομη περιήγηση της πρώτης δεκαετίας της ζωής μου σαν DJ και την εξέλιξη της μουσικής. Στο πρώτο κομμάτι θα είναι από ό,τι ακούγαμε, βέβαια, και όσο περνάνε οι μέρες και χρόνια γεγονότα, τα οποία έχουμε ζήσει κι εμείς. Τα πράγματα την εποχή που ξεκινούσαμε να ζούμε, ας πούμε, σαν ενήλικοι ήταν τελείως διαφορετικό με την σημερινή εξέλιξη της μουσικής και της τεχνολογίας. Καταρχήν, έχω γεννηθεί το 1960 και η διαδικασία πληροφόρησης όσον αφορά τη μουσική ήταν τελείως διαφορετική με την σημερινή, ας το πούμε προϊστορική. Προϊστορία της μουσικής. Ο κόσμος την εποχή αυτή ενημερώνονταν από εφημερίδες, όσοι μπορούσαν, βέβαια, να τις αγοράσουν, περιοδικά και ραδιόφωνο. Και όσον αφορά τη μουσική το πικ απ και ο δίσκος, τα μικρά τα δισκάκια, οι δίσκοι, ας πούμε, το πικ απ, τα σαρανταπεντάρια. Εγώ ξεκίνησα να ακούω μουσική από μικρό παιδί με ένα ραδιόφωνο. Ας πούμε ένα παιδί αυτή την εποχή του αγοράζει ο μπαμπάς του ή η μαμά του ένα PlayStation ή ένα cd player ή ένα ταμπλετ. Εμείς το πρώτο δώρο, ας πούμε σαν ηλεκτρονικό ήταν ένα τραντζιστοράκι, ένα μικρό ραδιοφωνάκι, με το οποίο αρχίσαμε να ακούμε μουσική. Και στα μεσαία κύματα με πολλά παράσιτα και πολλή φασαρία, δεν υπήρχαν τα FM στην εποχή μας. Σιγά-σιγά εγώ άρχισα να ακούω μουσική, όπως και οι περισσότεροι, ελληνική μουσική. Από κει ξεκινάνε όλοι περίπου, τα ακούσματα από τους γονείς τους, τι μουσική παίζει στο σπίτι και σιγά-σιγά διαμορφώνεις τον δικό σου χαρακτήρα και το δικό σου ρεπερτόριο μουσικής. Σήμερα αν παέι κάποιος στο Google και γράψει Γιάννης Πετρίδης είναι οαυτοκράτορας της μουσικής στην Ελλάδα για μένα και όχι μόνο για μένα. Βασικά ήταν αυτός ο άνθρωπος που έφερε τη μουσική, την ξένη μουσική, ως επί το πλέιστον, μέσα στα σπίτια. Το 1975 ο Πετρίδης ο Γιάννης ξεκίνησε μια εκπομπή στην ελληνική ραδιοφωνία από το Pop Club, 4:00 με 5:00 το μεσημέρι. Τρέχαμε, αφήναμε ότι είχαμε, παιχνίδι διάβασμα οτιδήποτε, για να είμαστε 4:00 με 5:00 στο σπίτι να ακούσουμε το Γιάννη Πετρίδη να παρουσιάζει τη μουσική που θα… καινούργιους τραγουδιστές, διάφορα albums και τα λοιπά. Αυτή η εκπομπή κράτησε 39 χρόνια Δευτέρα Παρασκευή 4:00 με 5:00. Tο Pop Club έγινε Rock Club. Έγινε περιοδικό Ποπ και Ροκ, τρέχαμε να τα αγοράσουμε στου Δελαλή το εφημεριδοπωλείο. Περιμέναμε το πλοίο, να φέρει τα περιοδικά και τις εφημερίδες, για να πάμε να αγοράσουμε. Περιμέναμε απ΄ έξω στην ουρά, για να πάρουμε το περιοδικό το Pop Club. Για να δούμε τις καινούργιες κυκλοφορίες, πληροφορίες για τους τραγουδιστές, συγκροτήματα, φωτογραφίες και τα λοιπά και τα λοιπά. Τώρα με το πάτημα ενός κουμπιού μπορείς να ακούσεις ή να δεις οτιδήποτε θέλεις. Εμείς είχαμε το ραδιόφωνο. Αργότερα ο ακούγαμε τον σταθμό, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην παλιά βάση, την αμερικανική βάση, μέσα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού υπήρχε μια αμερικανική βάση και υπήρχε και κάποιος σταθμός, ο όποιος έλεγε [00:05:00]ειδήσεις αμερικάνικες και μουσική και από εκεί ακούγαμε το top 40, το top forty, όπως το λέγανε. Το top 100. O Kc Cason ήταν ένας DJ Αμερικανός που παρουσίαζε τις επιτυχίες της εβδομάδας. Έτσι ξεκινήσαμε σιγά-σιγά να ακούμε τη μουσική. Το περίεργο ήτανε ότι όταν ακούγαμε κάποιο τραγούδι 90 με 95% καταλαβαίναμε ποιος τραγουδιστής το τραγουδάει, πριν μας το ανακοινώσει ο DJ. Το παίξιμο της κιθάρας, το ντραμς, η φωνή, φυσικά, του τραγουδιστή, όταν έμπαινε στο τραγούδι. Είχαμε λίγο ψιλό τρέλα με τη μουσική, ήταν η λατρεία μας. Έτσι ξεκίνησα και εγώ να μπαίνω στο κομμάτι της μουσικής.

Π.Κ.:

Πώς ξεκινάς να παίζεις μουσική; Σε σχολικά πάρτι, σε σχολικές γιορτές, σε γενέθλια δικά σου, σε γενέθλια ενός φίλου, μια γιορτή. Κασέτες, φυσικά, έτσι; Είχαν μπει οι κασέτες στη ζωή μας. Η μουσική από κασέτες. Γράφαμε με το τραγούδι από τη μία κασέτα στην άλλη. Φτιάχναμε το πρόγραμμα, ας πούμε. Γιατί το λένε πρόγραμμα; Παλιά στην ντισκοτέκ έπαιζαν το ένα κομμάτι, συνήθως, πίσω απ’ τα άλλο, το ίδιο. Όπως ένας τραγουδιστής σήμερα ανεβαίνει στην πίστα και έχει το πρόγραμμα του,. έχει την λίστα του και ξέρει ποιο τραγούδι θα πει το ένα μετά το άλλο. Στην αρχή αρχίζει με χαμηλή μουσική, χαμηλό μπιτ, με χαμηλούς ρυθμούς, ακουστικούς, να κάτσει ο κόσμος, να πιει το ποτό του. Αρχίζει μετά και δυναμώνει ο ρυθμός, πάει στα τσιφτετέλια, στα ζεϊμπέκικα, στα συρτά και τα λοιπά και τα λοιπά. Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα στη μουσική. Έτσι και στα club και στην ντισκοτέκ υπήρχε το πρόγραμμα το συγκεκριμένο. Δηλαδή, αν ήσουν θαμώνας, θα ήξερες ότι μετά απ’ αυτό, θα παίξει αυτό και μετά από αυτό θα παίξει αυτό. Ήταν η ρουτίνα της ιστορίας. Και κάπου κάπου, κάποιο καινούργιο κομμάτι το έβαζαν μεταξύ τους σφήνα και το πρόγραμμα ανανεωνόταν . Δεν μπορούσες να είχες Ιούνιο το ίδιο πρόγραμμα και τον Αύγουστο το ίδιο, γιατί υπήρχε κάποια εξέλιξη στην μουσική, κάποια καινούργια κομμάτια και τα λοιπά και τα λοιπά. Όσον αφορά την Ύδρα. Εμείς στην Ύδρα σαν πιτσιρικάδες δεν μπορούσαμε αν δεν ήμασταν 18 χρονών να μπούμε μέσα στις ντισκοτέκ. Απαγορευόταν αυστηρά. Και ή θα ‘μασταν στην μάντρα απ’ έξω από την ντισκοτέκ ή θα πηδούσαμε κρυφά μέσα όταν γέμιζε το μαγαζί, για να μπορέσουμε να περάσουμε απαρατήρητοι από τους σερβιτόρους ή από το αφεντικό, για να μην μας βγάλουν έξω. Κι όταν ερχόντουσαν προς το μέρος μας πηδούσαμε την μάντρα και ξαναβγαίναμε.

Σ.Μ.:

Εκείνη την εποχή, στα 17- 18 στην Ύδρα ποια μαγαζιά υπήρχαν;

Π.Κ.:

Η Ύδρα είχε παρά πολλά μαγαζιά. Είχε παρά πολλά μπαρ και παρά πολλές ντισκοτέκ . Ας αρχίσουμε από την μεριά του Κάβου και να έρθουμε προς το Αυλάκι, προς τον Σιρόκο. Ήταν ο «Κάβος», το πιο φημισμένο μαγαζί, βασικά. Υπήρχε η «Λαγουδέρα» το πιο παλιό μαγαζί, ήταν για τους πλούσιους, για τους ηθοποιούς, τους σκαφάτους. Άλλο στυλ, όχι νεολαία. Τα «Κανόνια». «Του Μπιλ το μπαρ», το σημερινό «Amalour», μεγαλύτερο βέβαια. Το Bahia του Ζαριώπη του Δημήτρη το μαγαζί. Το «Σιρόκο», που έγινε «Θαλασσοπούλια», έγινε «Κάβος», μετακόμισε ο Κάβος ο παλιό εκεί. Η «Heaven», που πριν την «Heaven» ήταν η «Υδρούσα» και πριν την «Υδρούσα», ήταν η «Κουίντα». Το 62-63 εκεί λειτούργησε η Κουίντα . Η Κουίντα ήταν . Υπήρχε ένα μαγαζί θρυλικό μαγαζί η Κουίντα στην Φωκίωνος Νέγρη, του Μπάμπη του Μουτσάτσου, ο οποίος είχε μετά το άνοιξε στην Γλυφάδα και ήρθε και στην Ύδρα, το ’60,για δυο χρόνια . Αν γράψεις Μπάμπης Μουτσάτσος στο Google θα δεις και θα διαβάσεις, μάλλον, πάρα πολλά πράγματα για την ζωή του. Θρυλικός νυχτόβιος, κλαμπάτος. Είχε κάνει την «Κουίντα», η οποία ήταν το πιο θρυλικό μαγαζί της Αθήνας και είχε έρθει και 2 χρόνια στην Ύδρα, στην μεταγενέστερη «Heaven». Υπήρχε το «Retro» που έπαιζε ελληνική μουσική, εκεί που είναι το «Ciao» σήμερα, το καφέ. Πολλά μαγαζιά.

Σ.Μ.:

Πολλά μαγαζιά.

Π.Κ.:

Η «Υδρονέτα» ήταν «Κανόνι» μεταγενέστερα . Υπήρχε το «Pan’s Bar», το μαγαζί του Παντελή, «Φλαμίνγκο» μεταγενέστερα. «Colors», «Avalon», «Παπαγάλος» σημερινος. o «Σαρωνικός», «Retro», το «Red»[00:10:00]. Άπειρα μαγαζιά, πολλά μαγαζιά, 13- 15 μαγαζιά. Είχε ο κόσμος επιλογές, αλλά σιγά σιγά, η στροφή των Υδραίων επιχειρηματιών προς την κρουαζιέρα, τους τουρίστες, γινόταν εις βάρος της νυχτερινής ζωής. Γιατί η νυχτερινή ήταν για λίγους, ενώ η κρουαζιέρα για πολλούς. Σιγά σιγά η νυχτερινή μεταφέρθηκε στην Μύκονο. Δεν υπήρχε Μύκονος... Όταν υπήρχε η Ύδρα. Δεν υπήρχε ούτε η Μύκονος, ούτε η Σαντορίνη, ούτε τίποτα. Η Ύδρα ήταν η αρχή. Η αρχή όλων των νησιών. Από την δεκαετία του ’60 από το Παιδί και το Δελφίνι την ταινία της Σοφίας Λόρεν που όλοι γνωρίζουν. Από εκεί ξεκίνησε η Ύδρα, το ’60. Τώρα όσον αφορά εμένα τώρα, εγώ άρχισα να παίζω μουσική σε διάφορα πάρτι του σχολείου, γιορτές, σε γενέθλια, ερασιτεχνικά φυσικά, και σιγά σιγά απέκτησα κάποια, έτσι, εμπειρία, ας το πούμε. Εμείς σαν παιδιά πηγαίναμε στον Κάβο, είμαστε τα παιδιά του Κάβου, ας πούμε, και είχαμε μάθει το πρόγραμμα απέξω. Απέξω και ανακατωτά. Ξέραμε τι ώρα θα παίξει το ένα κόμματο το άλλο κομμάτι. Ήταν άνοιξη το ’88, καθόμαστε στου Τσαγκάρη την καφετέρια, η οποία σήμερα είναι «Ίσαλος» μία από τις δυο καφετέριες του Τσαγκάρη, του παππού Τσαγκάρη. Ήταν μεσημέρι και πίναμε καφέ, Απόκριες, παραμονή Αποκριών και ο ιδιοκτήτης του μπαρ, ο Ζαριώπης ο Δημήτρης, περίμενε να έρθει κάποιος DJ, για να δουλέψει, να ανοίξει το μαγαζί τριήμερο, τριήμερο Αποκριών . Και τελικά ο DJ δεν ήρθε και είχε κάποιο πρόβλημα, ποιος θα δουλέψει, ποιος θα παίξει μουσική και μιλώντας στην καφετέρια του Τσαγκάρη, τον Κυριάκο, τον Κούλη, λέει: «Δεν έχω DJ». Και λέει: «Πάρε τα παιδιά εδώ να παίξουν μουσική. Πάρε αυτούς εδώ πέρα. Κάθονται, δεν έχουν τι να κάνουν, ξέρουν από μουσική. Εμένα και τον φίλο μου τον Σπύρο τον Μπουτσιούκο. Ήρθε μας μίλησε. Λέει: «Ξέρετε να παίζετε μουσική;. Ξέρουμε. Θα παίξετε στον Κάβο. Θα παίξουμε. Πήγαμε το μεσημέρι καθαρίσαμε. Φτιάξαμε τους δίσκους, πώς θα τους παίξουμε το βράδυ. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχαμε ακούσει, copy paste, δηλαδή. Τα βάλαμε σε σειρά και κανονίσαμε να παίζουμε. Στην αρχή ο ένας έλεγε του αλλουνού : «Παίξε εσύ» κι ο άλλος έλεγε: «Παίξε εσύ, όχι παίξε εσύ». Δηλαδή δεν θέλαμε να παίξουμε. Εγώ έλεγα στον άλλον να παίζει και άλλος έλεγε σε εμένα. Ξέρεις, κάπου φοβόμασταν, είχαμε τρακ. Βέβαια, να έχεις ένα μαγαζί με 1000 ανθρώπους μέσα να σε κοιτάνε, είναι λίγο δύσκολο. Δεν είναι ένα παιδί 18 χρονών να πάει να παίξει μουσική, σε σοβαρούς ανθρώπους, σε σοβαρό κόσμο. Οι ντισκοτέκ οι παλιές μάζευαν κόσμο από 20 χρονών μέχρι 50-60. Είχε κόσμο…Ο κόσμος πήγαινε να χορέψει, ντύνονταν ωραία. Υπήρχε αυτό το – πώς το λένε; – να πας να προσεγγίσεις μια κοπέλα ή ένα αγόρι. Συνήθως τα αγόρια τις κοπέλες. Να πας στην παρέα και να ρωτήσεις: «Θέλεις να χορέψουμε;». Ήταν αυτό το… η μόδα, το στυλ, η διαδικασία. Μπορούσες να πας να χορέψεις μόνος σου, αλλά μπορούσες να πας να χορέψεις και μια κοπέλα, για να την γνωρίσεις. Την κοιτούσες, σε κοιτούσε. Νόμιζες ότι υπήρχε ένα ενδιαφέρον. Υπήρχε ή δεν υπήρχε, αλλά σου άρεσε μια κοπέλα, ήθελες την προσέγγιση, την προσέγγιζες, πήγαινες στο τραπέζι, της έλεγες: «Θες να χορέψουμε;», και χόρευες. Μάζευε κόσμο καλοντυμένο, δηλαδή όχι αλητεία και club, ξέρω ‘γώ, rock και heavy metal και ναρκωτικά, και… Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα, τουλάχιστον εδώ στις ντισκοτέκ τις δίκες μας, εκεί που παγαίναμε εμείς. Δεν μπορούσες να έχεις, τώρα, τόσο κόσμο σοβαρό να σε κοιτάζει και σοβαρούς επαγγελματίες, οικογενειάρχες, δημοσιότητες, επωνύμους. Και ένα παιδί 18 χρονών να τους κάνεις να χορεύουν εσύ. Είναι κάπως λίγο έτσι…, στην αρχή έχεις κάποιο κόμπλεξ, κάποιο τρακ . Ξεκινήσαμε να παίξουμε. Το μαγαζί ήταν γεμάτο, φουλ. Παίξαμε καλά και γύρω στη 1:00 ώρα ήρθε το αφεντικό, ο Ζαριώπης ο Δημήτρης και λέει: «Θέλετε να χορέψετε και το καλοκαίρι εδώ; Κάνατε πάρα πολύ καλή δουλεία». Κοίταξε ο ένας τον άλλον και του είπαμε. Ναι, κάπως έτσι διστακτικό - καταφατικά . Έτσι ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική.[00:15:00] Την εποχή αυτή τα μαγαζιά άνοιγαν μέχρι το πρωί, ήταν το ωράριο ελεύθερο. Το ’88 - ’89 ήταν τα μαγαζιά ελεύθερα. Νομίζω το ’89, συγνώμη το ’79 ή το ’80 άρχισε να κλείνουν 2:00 η ώρα τα μαγαζιά. Τότε ήταν πιο εύκολο για εμάς. Γιατί 2:00 η ώρα, 2:00 τις καθημερινές, 3:00 το Σάββατο. Ήταν πιο εύκολο, γιατί άλλο να δουλεύεις από της 10:00 το βραδύ μέχρι τις 2:00 και άλλο από τις 10:00 μέχρι τις 5:00-6:00 το πρωί. Συνεχίζαμε να παίζουμε μουσική. Εγώ ασχολήθηκα με τη μουσική για 10 χρόνια, 10 καλοκαιριά . Σπούδαζα, βέβαια, ταυτόχρονα και ταξίδευα, αλλά το καλοκαίρι ερχόμουν στο πόστο μου.

Π.Κ.:

Τώρα, η διαδικασία για να προμηθευτείς δίσκους, Lp και δωδεκάιντσα, twelve inch, ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Υπήρχε η εισαγωγή δίσκων, ας το πούμε, λαθραία εισαγωγή. Έφερναν μερικοί, ας πούμε, δίσκους από την Ευρώπη, από Αμερική, από Αγγλία, από Γάλλια. Έφερναν δίσκους σε βαλίτσες και υπήρχαν και δισκάδικα στο Κολωνάκι, ο Μάριος συγκεκριμένα, και πηγαίναμε να πάρουμε δίσκους. Πηγαίναμε δυο τρεις φόρες τον χρόνο και διαλέγαμε συμφώνα με τα ακούσματα μας και σύμφωνα με την διαίσθηση, τι δίσκο θα αγοράσει . Υπήρχαν 100-150 δίσκοι, είχες 2-3 δευτερόλεπτα, 5 να ακούσεις κάποια εισαγωγή ή κάποιο από το κομμάτι και έλεγες: «Το θέλω ή δεν το θέλω». Αυτή ήταν η διαδικασία στην καινούργια μουσική, γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε ραδιόφωνο,να σου πει τι κυκλοφορεί στο εξωτερικό. Παραγγέλναμε ένα bill board αμερικανικό με κάποιον γνωστό μας και το περνάμε μετά από ένα, ενάμιση μήνα. Δηλαδή ξέραμε ποιο τραγούδι είναι νούμερο 1, νούμερο 3, νούμερο 5 και πάντα το μαθαίναμε καθυστερημένα. Δεν υπήρχε ενημέρωση, ενημέρωση μηδέν. Δεν ξέραμε από πού να ενημερωθούμε, δεν υπήρχε ενημέρωση, όσον αφορά τα καινούργια κομμάτια και την μουσική. Πόσα να κάνει ο Πετρίδης και πόσα να κάνει ο αμερικανικός σταθμός στο Ελληνικό; Πηγαίναμε με ραντεβού σε κάποιον ή στον Μάριο στο Κολωνάκι, μας έβαζε τους δίσκους και λέγαμε «το θέλω, δεν το θέλω». Παίρναμε του δίσκους, ερχόμασταν στην Ύδρα και παίζαμε μουσική. Αυτό συνέχιζε, όσo περνούσαν, βεβαία, τα χρόνια η ενημέρωση γινόταν και καλύτερη. Εγώ σταμάτησα να παίζω μουσική το ’99. Τα πράγματα είχαν γίνει τελείως διαφορετικά. Συγγνώμη όχι ’99, το ’89. Τα πράγματα είχαν γίνει διαφορετικά υπήρχε ενημέρωση. Μπήκαν στην ζωή τα fm, οι εκπομπές, φύτρωσαν DJ από παντού Την εποχή την δική μας ήταν ο Νικολά, ο Πιερό, δύο Ιταλοί... που ήταν στην «Αυτοκίνηση» στην Αθήνα και στην «Αναμπέλα», στην παραλιακή. Κι εμείς είχαμε καλό όνομα στην εκπομπή αυτή. Δηλαδή όπου πηγαίναμε δεν μπορούσαμε να περάσουμε απαρατήρητοι, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορούσα να περάσω απαρατήρητος, όπου και να πήγαινα. Και διακοπές να πάω, ξέρω ‘γώ, στην Μυτιλήνη, στην Κρητη, πάντα θα έβρισκα κάποιον που με είχε δει, είχα μιλήσει, με ήξερε. Ήμασταν ψηλό διάσημοι την εποχή αυτή. Γιατί στην Ύδρα περνούσε παρά πολύς κόσμος. Όλος ο κόσμος περνούσε από την Ύδρα, τουλάχιστον για μια - δυο μέρες. Η Ύδρα δεν ήταν ποτέ το νησί των μεγάλων διακοπών, να έρθει ο άλλος για έναν μήνα, ας πούμε. Δεν έχει καμιά σχέση η Ύδρα με τον Πόρο ή τον Γαλατά ή τις Σπέτσες. Στις Σπέτσες πήγαιναν οι πλούσιοι, εφοπλιστές, και ξέρω ‘γώ, επώνυμοι της Αθήνας και στον Πόρο πήγαιναν πιο χαμηλού οικονομικού επιπέδου άνθρωποι και καθόντουσαν έναν μήνα, 15 μέρες, έκαναν διακοπές καλοκαιρινές.  Η Ύδρα ήταν το νησί των δυο, τριών ημερών, του Σαββατοκύριακου, των 2- 3 ημερών, του Σαββατοκύριακου… Δεν είχε μεγάλα ξενοδοχεία και ανέσεις, ας πούμε. Και δεν είχε και πολλά δωμάτια και κρεβάτια και τέτοια πράγματα. Ήταν το νησί του… έρχοταν ο κόσμος για 2-3 μέρες, ας πούμε. Δεν ξέρω αν θες να με ρωτήσεις κάτι, γιατί δεν… το μυαλό μου έχει, ξέρεις, λίγο μπερδευτεί με αυτή την ιστορία, είμαι σε ένταση.

Σ.Μ.:

Θέλω να μου πείτε κάποιες ιστορίες κατά την διάρκεια που ήσασταν Dj δηλαδή κάποια γεγονότα, κάτι σημαντικό που μπορεί να είχε γίνει την ώρα που εσείς παίζατε μουσική, κάποιο περιστατικό, ας πούμε, που να νιώσατε ότι: «Ωπ, τώρα τι έγινε, πώς θα το αλλάξω τώρα;». Ή είχατε ένα θέμα με την μουσική. Κάποια τέτοια περιστατικά.

Π.Κ.:

Έχω μερικά τέτοια περιστατικά. [00:20:00]Ένα από αυτά ήταν… έπαιζα ένα τραγούδι τον Rolling Stones και η πίστα ήταν γεμάτη από κόσμο, το Ι miss you, αν θυμάμαι καλά, και επειδή ήταν καλοκαίρι και δεν υπήρχαν air-condition και τα παράθυρα ανοιχτά και δουλεύαμε με τα πικάπ τα παλιά, ήρθε ένα κουνούπι και μου καρφώθηκε στην βελόνα. Και εκεί που έπαιζε το τραγούδι κάνει ένα γρρρ και σταματάει να παίζει. Σταμάτησε η μουσική, σταμάτησαν ο κόσμος, άρχισε να με κοιτάει. Σου λέω, κατάλαβα ότι κάτι είχε γίνει στη βελόνα, σηκώνω την βελόνα, φυσάω, φεύγει το κουνούπι απ’ τη βελόνα, βάζω το τραγούδι και συνεχίζει . Ένα ήταν αυτό το… Ένα περιστατικό, το οποίο δεν νομίζω να έχει ξαναγίνει πουθενά αυτό το πράγμα. Αυτό ήταν το… ένα περιστατικό τέτοιο. Το δεύτερο περιστατικό, ήταν ότι στον «Κάβο» που είναι το «Téchnē» τώρα. Στον δεύτερο «Κάβο», ας πούμε, είχε μετακομίσει. Ήταν Πάσχα και επειδή κι εμείς άνθρωποι είμαστε, πρέπει να πάμε τουαλέτα σε κάποια στιγμή, δεν μπορούμε να είμαστε 5-6 ώρες, χωρίς να πάμε στην τουαλέτα. Έχω βάλει ένα μεγάλο κομμάτι να παίξει και ξεκινώ, να πάω τουαλέτα. Πάρα πολύ κόσμος, έτσι; To μαγαζί ήταν γεμάτο, ο κόσμος ο ένας πάνω στον άλλον, σαν σαρδέλες. Δεν μπορούσες να περάσεις, δεν υπήρχε μέρος να περάσεις, γεμάτο το μαγαζί. Όταν λέμε γεμάτο, γεμάτο. Πάω τουαλέτα, το μαγαζί γεμάτο, φωτορυθμικά, μπάλες, ντισκομπάλες γυρίζανε, φωτορυθμικά παίζανε, μουσική δυνατά. Μόλις βγήκα από την τουαλέτα ήταν το μαγαζί άδειο. Δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος μέσα. Ούτε σερβιτόροι, ούτε άνθρωποι. Κανένας, άδειο, εγώ μόνο. Στην αρχή νόμιζα ότι έχω πιει κανένα ποτήρι παραπάνω και, ξέρω ‘γώ, ονειρεύομαι, ας πούμε. Για κάποια δευτερόλεπτα, αυτό πέρασε από το μυαλό μου. Τελικά τι είχε γίνει; Είχε ξεκινήσει μια φασαρία, κάποιοι είχαν μαλώσει και είχε βγει όλο το μαγαζί έξω, είχε αδειάσει. Είναι και αυτό μια εμπειρία, ας πούμε, που έχω ζήσει. Τώρα κάτι άλλο δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή να σου πω, βασικά. Εκτός από τις φασαρίες οι οποίες γινόντουσαν την εποχή την παλιά.

Σ.Μ.:

Γινόντουσαν συνέχεια;

Π.Κ.:

Υπήρχαν, όχι συνέχεια, αλλά, ας πούμε, 2,3 φορές το καλοκαίρι, φασαρίες, γίνονταν πάντα, όσον αφορά κοπέλες, «γιατί πείραξες την κοπέλα μου;», προϊστορικά φαινόμενα, ας πούμε, τα οποία σήμερα δεν συμβαίνουν πια. «Γιατί κοίταξες την κοπέλα μου, γιατί της μίλησες;». Κάπως έτσι, τέτοια πράγματα, αυτές ήταν οι αίτιες, ας πούμε, της φασαρίας οι περισσότερες. Κάποιος μεθυσμένος που ήθελε ελληνική μουσική να του βάλουμε. Είχαμε και αυτό το… δεν παίζαμε μουσική ποτέ ελληνική, ποτέ, όταν λέμε πότε, πότε. Ούτε ένα ελληνικό. Το μαγαζί μας ήταν, ο «Κάβος», δηλαδή, που δούλευα εγώ 10 χρόνια ξένη μουσική, τέλος. Αυστηρώς και δια ροπάλου, ας πούμε, δεν υπήρχε… Έρχονταν κάποιοι θερμόαιμοι, μάγκες, ας πούμε και προσπαθούσαν να κάνουν φασαρία, αλλά εκεί έπεφτε ξύλο χοντρό. Πέφταμε όλοι επάνω. Είχαμε θαμώνες, είχαμε… στο μαγαζί είχαμε καθημερινούς πελάτες 15, 20, 30… 30 άτομα ήταν οι ίδιοι οι θαμώνες μας κάθε βράδυ, οι πελάτες μας. Κι όταν κάτι γινόταν στο μαγαζί οι πελάτες πάντα βοηθούσαν την κατάσταση. Αν κάποιος παρεκτρεπόταν βοηθούσαν όλοι μαζί. Μάλιστα κάτι άλλο;

Σ.Μ.:

Ξεκινήσατε από τoν «Κάβο»;

Π.Κ.:

Ξεκίνησα από τον «Κάβο», αυτόν που είναι πάνω στον Μιαούλη. Δούλεψα 5 χρόνια εκεί και μετά, όταν ο «Κάβος» πουλήθηκε στον Άραβα, τον Αχμέτ, οι ιδιοκτήτες μετακόμισαν το μαγαζί στον παλιό «Σιρόκο», που ήταν δικό τους κι αυτό, ιδιόκτητο, όχι ιδιόκτητο, η επιχείρηση δική τους και το μετέτρεψαν σε «Κάβο». Και δούλεψα και 5χρονια εκεί. Δέκα, δηλαδή. ’79 με ’89. Και το ’89 αποδήμησα στην Νέα Υόρκη.

Σ.Μ.:

Κάποια γνωριμία που είχατε κάνει κατά τη διάρκεια που ήσασταν DJ ή κάποια, ας πούμε, ικανοποίηση που μπορεί να είχατε πάρει από κάποιον που ήρθε και σας έδωσε τα εύσημα για κάτι;

Π.Κ.:

Καταρχήν, την περίοδο που έπαιζα μουσική, είχαν έρθει στην Ύδρα, διάφοροι επώνυμοι. Ο Mike Oldfield, o Mick Jagger, o Joe Cocker. Τους είχαμε γνωρίσει τους ανθρώπους αυτούς και τα συγχαρητήρια τα παίρναμε καθημερινά. Δεν έπρεπε να ήταν επώνυμος για να μας δώσει συγχαρητήρια. Στο τέλος της σεζόν γράφαμε το πρόγραμμα σε κασέτες και μας παρακαλάγανε να το πουλήσουμε, αλλά δεν το πουλάγαμε, το χαρίζαμε, κρυφά. Γιατί οι ιδιοκτήτες δεν ήθελαν να δίνουμε την μουσική του μαγαζιού σε κόσμο. Κάθε χρόνο φτιάχναμε ένα πρόγραμμα, το οποίο το δίναμε σε διαφόρους ανθρώπους και ακόμα υπάρχουν κασέτες, [00:25:00]οι οποίες είναι το πρόγραμμα του μαγαζιού, ας πούμε, του «Κάβου».. Είχα μια πρόταση από τον… από τον Jeronimo Groovy, όταν ήταν να ανοίξει, τον σταθμό στην Αθήνα, φυσικά έχει κλίσει αυτή την στιγμή, όταν πρώτο άνοιξε, να πάω να δουλέψω εκεί. Αλλά προτίμησα να φύγω για την Αμερική, γιατί είχα άλλα όνειρα. Θα μπορούσα να είμαστε εκεί, να είχα ασχοληθεί περισοοτερο. Πάντα το επάγγελμα του DJ το είχα σαν δεύτερη δουλειά, σαν χόμπι. Πάντα και… Εντάξει, μας έδωσε και κάποια χρήματα, αλλά το έκανα για προσωπική μου, έτσι, ευχαρίστηση. Ίσως έπρεπε να είχα ασχοληθεί περισσότερο επαγγελματικά. Πάντα κοιτάς να έχεις κάποιο επάγγελμα πιο χειροπιαστό, από την διασκέδαση. Δεν ξέρω. Ακολούθησα το επάγγελμα του ναυτικού και το είχα σαν δεύτερη δουλεία.

Σ.Μ.:

Μετανιώσατε που δεν ασχοληθήκατε;

Π.Κ.:

Δεν νομίζω, όχι. Δεν ξέρω, δεν μετανιώνω για τις αποφασίσεις που έχω πάρει. Αλλά θα μπορούσα να είχα ασχοληθεί περισσότερο. Είχα κάνει ορισμένα remix με τη… με της εποχής, ας πούμε, χωρίς κομπιούτερ και χωρίς αυτά, τα οποία τα βλέπω σήμερα και βλέπω ανθρώπους που κάνουν τέτοιες δουλείες και με εκπλήσσει, γιατί είχα δοκιμάσει και είχα κάνει και εγώ τέτοια πράγματα με δυο πικ απ. Ούτε με λάπτοπ, ούτε με υπολογιστές, ούτε με τάμπλετ, ούτε με άλλα πράγματα. Θα μπορούσαμε να πάμε καλύτερα, νομίζω ότι γεννηθήκαμε σε λάθος εποχή, όχι λάθος εποχή. Δεν μπορώ να πω λάθος εποχή. Η εποχή ήταν σωστή, περάσαμε, πέρασα στάδια. Ωραίες εποχές. Η δεκαετία του ’80 ήταν μια εποχή επαναστατική. Για τη μουσική, για την ντίσκο, για το ντύσιμο, για την κουλτούρα. Ήταν μια παρά πολύ καλή εποχή που τη ζησαμε. Δηλαδή αν πάω να πιω ένα πότο σε κάποιο μπαρ τώρα, στην Ύδρα, βασικά, σε όποιο μπαρ και να πάω ακούω τραγούδια, τα οποία είχα παίξει εγώ, την εποχή που είχαν κυκλοφορήσει . Δηλαδή δεν υπάρχει… Δηλαδή τα σημερινά, τα bar σήμερα και τα club στην Ύδρα παίζουν μουσική, την οποία έπαιζα εγώ 30 χρόνια πριν. Ας πούμε εμείς τα ζήσαμε, το κομμάτι… τη στιγμή που έβγαινε το κομμάτι το παίζαμε και εμείς, το έπαιζα και εγώ. Ενώ τώρα το ακούς το παίζει ένα παιδί, παίζει μουσική της δεκαετίας του ’80, την οποία την έχει ακούσει… Δεν σημαίνει κάτι, δεν… είναι μεταγενέστερη. Είναι σαν να παίζω εγώ, ας πούμε, όπερα Τσαϊκόφσκι. Ο Τσαϊκόφσκι, όταν την έγραψε την όπερα ή ξέρω ‘γω ο Βιβάλντι ή οποιοσδήποτε, ο Σοπέν ή ο Μότσαρτ, δεν την άκουσα τη στιγμή που την έφτιαξε, την ακούσαμε όλοι μεταγενέστερα. Εμείς, εγώ τα τραγούδια αυτά που ακούω σήμερα, τα έπαιξα την στιγμή που κυκλοφόρησαν. Αυτό για εμένα σημαίνει κάποια υπερηφάνια, ας το πούμε έτσι. Βέβαια μας κάνει ηλικιωμένους, έτσι; Δεν σημαίνει ότι είμαστε και περήφανοι που έγινε αυτό, αλλά ζήσαμε την μουσική, την εξέλιξη της μουσικής την ζήσαμε. Γιατί έτυχε να είμαστε στα πράγματα, στα κοινά, και τα ζήσαμε κι αυτή την εποχή.

Σ.Μ.:

Αυτό που δεν έχω καταλάβει, πώς βάζατε το ένα τραγούδι μετά το άλλο; Πως φτιάχνατε… Δηλαδή τώρα κατεβάζεις ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή και βάζεις τα τραγούδια στην σειρά, το ένα παίζει το ένα, το άλλο παίζει το άλλο, και άμα δεν έχεις κάποιο τραγούδι, πας στο YouTube και το κατεβάζεις επιτόπου και το βάζεις. Εσείς πώς ακριβώς τα συνδέατε;

Π.Κ.:

Λοιπόν, κάθε τραγούδι έχει κάποιο ρυθμό, κάποιο beat. Δηλαδή αν μετρήσεις το beat, πόσα beat το λεπτό. Εγώ χρονομετρούσα το τραγούδι. Είχα ένα χρονόμετρο. Τώρα αυτό στο κάνει ο υπολογιστής μόνος του. Εμείς δεν είχαμε υπολογιστή . Είχαμε ένα χρονόμετρο. Πώς τρέχει ο δρομέας, που τρέχει κάποιος 100 μέτρα και χρονομετρείται. Ένα ρόλοι με χρονόμετρο και μετράμε τα beat, νταπ, ντουπ, νταπ, ντουπ, το beat. Σε ένα λεπτό πόσα beat έχει. Kαι λες 110 beat, 112,128,135. Όσα περισσότερα beat τόσο γρηγορότερο ρυθμό. Και βάζαμε το πρόγραμμά μας στη σειρά. Αρχίζαμε, δηλαδή, από τα 80 beat, 81, 85, 87, 89. Έτσι; Έχεις ένα πικ απ από εδώ με δίσκο ή ένα cd player και ένα από δω και έχεις ένα από εδώ και ένα μίκτη στην μέση και μιξάρεις τον ήχο. Δηλαδή τι είναι ο μίκτης; Ένα κουτάκι ηλεκτρονικό που ανοιγοκλείνεις την φωνή, είναι σαν να έχεις δυο ραδιόφωνα, δυο κασετόφωνα και στο ένα να ανοίγεις την φωνή και στο άλλο να την κλείνεις. [00:30:00]Τα συνδέεις πάνω στον μίκτη κι ανοιγοκλείνεις τη φωνή του κάθε… Μπορείς να το κάνεις κα τώρα με δύο κινητά, με δύο τάμπλετ, με δύο κινητά τηλέφωνα. Θες να παίξεις δυο τραγούδια διαφορετικά, βρίσκεις το beat να είναι το ίδιο και ανοίγεις την φωνή την μια, κλείνεις τη φωνή την άλλη. Μίκτης. Μιξάρει την φωνή. Αν έχεις δει σε κάποιο μπαρ που έχεις πάει, είναι ένας DJ εκεί, ακούει το τραγούδι, μόνο αυτός, το άλλο, αυτό που δεν ακούει ο κόσμος. Προσπαθεί να το συντονίσει να πέσει το ένα beat πάνω στο άλλο, ο ρυθμός, δηλαδή, να μην είναι ντουπ, νταπ. Να είναι μαζί, ντουπ, ντουπ, ντουπ. Τα μιξάρει, το κρατάει λίγο, το σπρώχνει, το βάζει πιο γρήγορα, πιο γρηγορα, βρίσκει το beat. Εμείς το κάναμε με το δάχτυλο, με το δάχτυλο το κάναμε. Κρατάγαμε το δάχτυλο, κρατάγαμε τον δίσκο, να έρθει το ένα beat να πέσει δίπλα στο άλλο. Έχεις μια ευκαιρία, αν δεν είναι τα κομμάτια ίδια, έχεις μία ευκαιρία δυο, τρία, πέντε δευτερόλεπτα να το φτιάξεις. Να συμπέσουν μαζί τα beat. Και το μιξάρεις. Δηλαδή παίζει ένα τραγούδι, προσπαθείς ακούγοντάς το μόνο εσύ πρέπει να φτιάξεις ένα τραγούδι ακούγοντας το μόνο εσύ να το προσαρμόσεις στο ίδιο beat, για να το μιξάρεις. Τα δικά μας τα πικάπ, ας πούμε, τα παλιά δεν είχαν τέτοια δυνατότητα. Και τι κάναμε; Αυξομειώναμε τις στροφές, την ταχύτητα που γυρίζει ο δίσκος. Είχαμε βάλει μια τσόχα από κάτω, σαν την τσόχα του μπιλιάρδου, ακουμπούσε ο δίσκος, για να μην γδάρεις τον δίσκο πάνω στο πλατό, η τσόχα δεν χαλάει πότε, τσουλάει πάνω, το κρατάς, το σπρώχνεις, το κρατάς λίγο, του βάζεις λίγο περισσότερη δύναμη, να τρέξει λίγο πιο πολύ, να προλάβει το ένα beat το άλλο, κάνεις διάφορες μίξεις. Αυτά τα ξεκινήσαμε εμείς το ’80 . Δεν υπήρχαν, τώρα, τα cd, που έχεις… τα πάντα γίνονται με κουμπιά, εμείς με το δάχτυλο, με το δάχτυλο του χεριού. Με το ένα κρατούσαμε το ακουστικό, με το άλλο φτιάχναμε το… να ταιριάξει το ένα τραγούδι με το άλλο, για να το παίξεις, ας πούμε. Δεν μπορούσες να πάιξεις ένα τραγούδι 100 beat με ένα τραγούδι με 180, δεν μπορείς να τα φέρεις να παίξουν μαζί. Πρέπει να το προσαρμόσεις σιγά σιγά, να ανέβεις, δηλαδή, ρυθμό σιγά σιγά ή να κατεβείς ρυθμό σιγά σιγά. Δεν μπορεί να αρχίσεις να παίζεις, ας πούμε, ένα κομμάτι ντίσκο και μετά να παίξεις ένα κομμάτι ροκ. Η μουσική δεν μπερδευεται. Εμείς δεν μπερδεύαμε τη μουσική, όχι μόνο επειδή ταιριάζει ο ρυθμός, παίζεις και την ανάλογη μουσική. Εγώ, δηλαδή, έπαιζα… Ο κόσμος ήταν ενημερωμένος πάνω στην μουσική, την εποχή που έπαιζα εγώ μουσική. Δεν μπορούσες να παίξεις ένα κομμάτι soul με ένα rock . Δεν μπορείς να το κάνεις mix, μαζί . Γιατί θα αντιδρούσε το κοινό, θα σε γιουχάριζε το κοινό. Δεν μπορεί να κάνεις δηλαδή… Δεν μπορούσες να μπερδέψεις τα είδη της μουσικής. Για να χορέψει κάποιος άνθρωπος ντίσκο, δεν μπορεί πάνω στην ντίσκο να του παίξεις ένα κομμάτι rock. Θα φύγει, θα κάτσει κάτω δεν θα του αρέσει. Δεν αρέσει πάντα στους ίδιους ανθρώπους η ίδια μουσική. Άλλος χορεύει ζεϊμπέκικο, αν πάμε στο ελληνικό, άλλος χορεύει τσιφτετέλι. Άλλος χορεύει νησιωτικά, άλλος χορεύει δημοτικό. Δεν μπορείς να παίξεις ένα ζεϊμπέκικο, μετά να παίξεις ένα δημοτικό, μετά απ΄ το δημοτικό να πας στο νησιώτικο, και να πας στο τσιφτετέλι, και να παίξεις και ένα ζεϊμπέκικο. Έτσι; Για να μιλήσω με γλώσσα ελληνική, στην εποχή μας δεν μπορούσες να παίξεις ένα rock τραγούδι και μετά να το μιξάρεις με κάποιο ντίσκο και μετά το ντίσκο να παίξεις κάποιο latin, και από το latin να πας στην soul. Γιατί καταρχήν θα άλλαζε ο κόσμος της πίστας, θα γινόταν ένα… Εκεί που πας να χορέψεις τον άνθρωπο, να τον διασκεδάσεις, του την σπας. Είχε κομμάτι rock το πρόγραμμα το δικό μου, ας πούμε. Να χορέψουν ψιλο-rock, να χορέψουν αυτοί που ακούν τη rock μουσική. Μετά το γύριζες λίγο προς στην soul, από την soul στην ντίσκο. Από την ντίσκο πήγαινες στην μπλουζ. Μπλουζ λέγαμε το… Μπλουζ ήταν το… που χόρευαν δύο δύο, ας πούμε. Δεν ήταν μπλουζ πραγματικά. Σιγανή μουσική. Για να έρθεις σε επαφή με την κοπέλα που έχεις γνωρίσει, έχεις χορέψει ντίσκο και είσαι σε απόσταση, θες αυτή την κοπέλα να την φέρεις κοντά. Να μιλήσεις περισσότερο. Πώς θα μιλήσεις; Δεν υπήρχε και ο κορονοϊός τότε, έτσι; Χορεύοντας σιγανή μουσική. Αγκαλιαστοί δηλαδή. «Γεια σου, πώς σε λένε; τι κάνεις;». Πάνω στον χορό τον σιγανό.

Σ.Μ.:

Ακόμη και ο χορός ήταν φτιαγμένος για το φλερτ, έτσι; Ήταν πολύ ωραίο.

Π.Κ.:

Ήταν το φλερτ, ακριβώς. Υπήρχε φλερτ. Τώρα τα πράγματα έχουν απλοποιηθεί. Τώρα οι κοπέλες πάνε στους νεαρούς. Δεν ξέρω, είναι ανάποδα. Είναι ανάποδα τα πράγματα τώρα. [00:35:00]Δεν… Εγώ πιστεύω ότι σήμερα είναι πιο σωστά, έτσι; Θέλεις κάτι, το διεκδικείς. Δεν νομίζω να είναι κακό. Αλλά παλιά ήταν λίγο διαφορετικό να σε διεκδικεί μια κοπέλα φανερά. Ήταν… Εμένα με κομπλάριζε, ας πούμε, δεν μου άρεσε. Ήθελα εγώ να πάω στην κοπέλα. Ας ήταν η ίδια, δεν ήθελα αυτή να έρθει σε εμένα. Βλακεία. Τέλος πάντων. Με τα μάτια τα σημερινά είναι βλακεία. Για εμένα, ας πούμε έτσι; Τέλος πάντων. Ήταν διαφορετικό το παιχνίδι. Ήταν αλλιώς. Υπήρχε διαφορετική… Υπήρχε το φλερτ. Τώρα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Τώρα είσαι στο facebook και φλερτάρεις. Φλερτάρεις από το σπίτι, αντί να πας στην ντισκοτέκ. Μάλιστα. Κάτι άλλο, κυρία μου.

Σ.Μ.:

Δεν έχω, δεν μου έρχεται κάτι αυτή τη στιγμή να σας ρωτήσω.

Π.Κ.:

Δεν ξέρω αν σε κάλυψα. Αν δεν είναι κάτι άλλο…

Σ.Μ.:

Ωραία λοιπόν, μου άρεσαν πάρα πολύ όλα αυτά που μου είπατε. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το κομμάτι της μουσικής τόσο διαφορετικά δεν το έχω βιώσει, οπότε είναι ωραίο να το γνωρίσω από ανθρώπους που ήταν μέσα εκεί. Εγώ δεν έχω κάτι άλλο να ρωτήσω. Εσείς έχετε κάτι άλλο στο μυαλό σας;

Π.Κ.:

Πιστεύω ότι προς το παρόν το καλύψαμε, δεν σκέφτομαι κάτι άλλο. Ευχαριστώ για την προτίμηση. Έχω παρά πολλά πράγματα στο μυαλό μου . Αυτή την στιγμή, όμως, δεν μπορώ να λειτουργήσω 100%. Πιστεύω ότι είμαστε κομπλέ, σε ευχαριστώ για την προτίμηση και καλή επιτυχία με τις υπόλοιπες συνεντεύξεις που έχεις να κάνεις.

Σ.Μ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.