© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Από την είσοδο των Γερμανών στη Γλυφάδα και τον Κολωνό, στο Δαφνό Φωκίδας του Εμφυλίου
Istorima Code
14600
Story URL
Speaker
Σοφία Σκρέκη (Σ.Σ.)
Interview Date
21/12/2019
Researcher
Δημήτρης-Μαργαρίτης Μόσχος (Δ.Μ.)
[00:00:00]Ονομάζομαι Σκρέκη Σοφία του Ιωάννη, έχω γεννηθεί τον Νοέμβριο το 1933, γεννήθηκα στο Δάφνο Φωκίδος, μεγάλωσα το χειμώνα στη Γλυφάδα, το καλοκαίρι στο χωριό, πήγαινα σχολείο μισό Γλυφάδα μισό στο χωριό.
Οπότε την περίοδο του πολέμου, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήσασταν εκεί;
Στην περίοδο του πολέμου είχανε κλείσει το σχολείο στο χωριό, γιατί πήραμε το δάσκαλο στρατιώτη, που έγινε η επιστράτευση με τον αλβανικό, οπότε έκλεισαν τα σχολεία μετά δεν πηγαίναμε στο χωριό ό,τι πηγαίναμε στη Γλυφάδα, μετά στο χωριό οπότε, ναι...
Κάνατε σχολείο τη μισή χρονιά;
Πήγαμε πιο λίγο, ναι. Δεν πήγα, δεν το βγάλαμε το σχολείο, μετά έτυχε ο πόλεμος, μεγαλώσαμε, ήρθαμε, δεν μας αφήνει ο πατέρας μου να πάμε, γιατί είχαμε στα πρόβατα με τις δουλειές με αυτά, και κόπηκαν τα σχόλια, δεν το βγάλαμε το σχολείο. Τα πιο πολλά παιδιά δεν το βγάλαμε, μόνο το βγάλανε τα δύο αδέρφια μου, οι άλλοι δεν το βγάλαμε.
Η εμπειρία του πολέμου στο χωριό εκείνη την περίοδο πώς ήτανε; Δηλαδή τι έγινε;
Στο χωριό εγώ πρωτοθυμήθηκα τον ανταρτοπόλεμο τον πρώτο, με τους αντάρτες, που ερχόντουσαν από ένα μέρος, ας πούμε, φοβόμασταν τους αντάρτες, μετά φοβόμασταν και τον στρατό. Έρχονταν τότε οι μαυροσκούφηδες ερχόντουσαν διάφοροι, ας πούμε. Δεν ήξερες φοβόσουνα ποιοι είναι οι αντάρτες, ποιοι είναι, γιατί μας λέγανε ας πούμε ήρθαν, λέει... ας πούμε, ερχόντουσαν στρατιώτες και λέγαν, κάναν τους αντάρτες, και φοβόσουνα πώς να μιλήσεις, κάποια γυναίκα ας πούμε μίλησε και είπε, της λένε: «Από πού πήγαν τώρα αυτά τα σκυλιά;» Το παίζαμε ότι ήταν αντάρτες, ότι ήταν στρατιώτες και ήταν αντάρτες. Και είπε αυτή από πού πήγαν για την παίρνουνε τη γυναίκα και την πήγαν, αλλά ευτυχώς, ας πούμε, ήταν οργανωμένοι από το χωριό μας πολύ, ε. Γιατί το χωριό το δικό μας ήταν όλοι εθνικόφρονες, λίγοι ήταν που ήταν αριστεροί και μια αριστερή, ας πούμε, είχε επαφές τότε ήταν το αρχηγείο του Άρη και πήγε απάνω και είπε φοβήθηκε και αυτά και είπα τι είναι δικιά μας, ας πούμε, και τη γλίτωσε, δεν έγιναν επεισόδια στο χωριό μας. Αλλά ήταν... εγώ θυμάμαι, παιδάκι, που χτυπάει την καμπάνα με νύχτα, 12:00, και λέγανε ότι πρέπει να μαζευτείτε με τα μουλάρια στο σχολείο, γιατί θα πάμε στο Λιδωρίκι και να πάρουμε στο... εκεί ήταν το μονοπώλιο που είχε πετρέλαιο, σαπούνι, αλάτι. Αυτοί ήθελαν αλάτι πιο πολύ, να πάνε... μαγείρευαν που κάναν και μας σηκώνει. Τώρα, για να μην πάνε εμένα τα αδέρφια μου, τότε, ξέρεις, γινόταν και τα περνάνε τα αγόρια, με τους αντάρτες. Έστελνε η μάνα μου εμένα. Εγώ ήμουνα και μικρή. Τι ήμουν, τότε πριν το ’40, λέμε πριν το ’41, ’42 εκεί μέσα ήμουνα, και σηκωνόταν, χτύπαγε τη νύχτα μπαίναμε στα μουλάρια και πηγαίναμε στο Λιδωρίκι, νύχτα φορτώναμε το αλάτι. Από εκεί έπρεπε να το πάμε σ’ ένα άλλο μέρος να το παραλάβουν άλλοι, δηλαδή δεν σε άφηναν να πας κατευθείαν. Και από εκεί οι άλλοι να το πάρουν να το πάνε στο αρχηγείο. Εμείς ήμασταν παιδάκια τώρα. Σηκωνόμαστε, θυμάμαι, την πρώτη φορά που είχαμε πάει νύχτα, στο αυτό, προσκύναγα. Όπως πηγαίναμε σε ένα μέρος ήτανε βράχος και είχα μπει και εγώ από πάνω από το μουλάρι καβάλα, κάνω έτσι να πέσω, ήταν ένας πιο πίσω μου, ας πούμε πιο μεγάλος, με κρατάει με την γκλίτσα. «Εμ», μου λέει, πετιέμαι εγώ, μικρό παιδί. Πήγαμε στο... τότε είχαμε πάει στο Κροκύλειο αυτή τη νύχτα, πήραμε το αλάτι, φορτώσαμε, εκεί ήταν ένας δάσκαλος, που μετά που πήραν τον δικό μας τον είχαν φέρει στο χωριό, αλλά έκατσε για λίγο, γιατί δεν τον θέλανε τα παιδιά, τον γιούχαραν, και έφυγε. Αυτός ο δάσκαλος τον λέγαν Καραμπέλο, ήταν από το Κροκύλι, εκεί που πήγαμε τώρα για το αλάτι. Είχε ένα ωραίο σπίτι, εμείς τώρα μικρά βλέπαμε το σπίτι και είχε μηλιές. Αυτά τα μήλα τώρα τα αμερικάνικα. Είχαν πέσει όλοι να πάρουν τα μήλα αυτά, και να λέει τώρα ο δάσκαλος: «Πάρτε, ό,τι θέλετε πάρτε», ο άνθρωπος είχε τρελαθεί, «Ό,τι θέλετε πάρτε», γιατί φοβόταν, σου λέει, θα με σφάξουν. «Ό,τι θέλετε πάρτε», νομίζανε ότι είμαστε και εμείς αφού ήταν κοντά μας οι αντάρτες για να φορτώσουμε, φορτώσαμε φεύγουμε. Στο δρόμο ήταν κάτι μικροί που τους έλεγαν «γαβριάδες» αυτούς στο ανταρτικό. Αυτοί τώρα οι γαβριάδες ήταν που δηλαδή άμα έκανες εσύ κάτι ξέρω γω σε καθάριζαν. «Θα δούμε», λέει, «τις δασκάλες, θα δούμε, προχωράτε, θα δούμε τις δασκάλες». Εγώ παιδάκι έλεγα και εγώ: «Ποιες δασκάλες;» Όπως προχωράγαμε στο δρόμο, βλέπουμε μάνα και κόρη, τις είχαν γυμνές, μαχαιρωμένες με πλάκες στα στήθια με αλάτι, με τις κοτσίδες έτσι μπροστά. Αυτά για να τα βλέπεις να φοβάσαι. Και γι’ αυτό μας θέλαν να τις δούμε. Όπως προχωράμε, θυμάμαι, ερχόντουσαν τα αεροπλάνα από πάνω, κυνηγάγαν τότε για τους αντάρτες και έρχονταν αεροπλάνα από πάνω. Μας λένε τώρα οι αντάρτες: «Κρυφτείτε μες στα δέντρα». Πάμε να κρυφτούμε, τώρα τα μουλάρια μείναν, τα αεροπλάνα μας είδαν αλλά δεν χτύπησαν, γιατί σου λέει είναι ας πούμε και κόσμος από τα χωριά, δεν χτύπησαν φεύγουμε πάμε, να πάμε το αλάτι στο χωριό λέει: «Δεν θα το πάτε στο χωριό, θα το πάμε στο βουνό απάνω». Εμείς τώρα παιδάκια, λέει τώρα μια αυτή που σας λέω ήταν οργανωμένη, αυτή έκανε πιο πολύ τις οργανώσεις ήταν γραμμένη στο αντάρτικο, λέει: «Αυτά να τα αφήσουμε είναι παιδιά –ήμασταν τρία μικρά– να τα αφήσουμε να φύγουν». Λέει αυτός όμως: «Θα τα αφήσουμε, αλλά θα πάνε από άλλο δρόμο για να μην τα παρακολουθήσουνε». Λέμε: «Εντάξει», εμείς, δεν ξέραμε τώρα τον άλλο δρόμο, φεύγουμε. Αντί να πάμε στο χωριό πηγαίναμε προς το άλλο χωριό. Λέμε τώρα και τα τρία, δεν ξέραμε, λέμε: «Πού είμαστε;» Καθίσαμε, ήταν μεσημέρι αφού φύγαμε από το βράδυ το... τη νύχτα τις 12:00 μετά γυρίζαμε μεσημέρι την άλλη μέρα. Όπως καθόμασταν από κάτω σε ένα δέντρο για να... μας πήρε ο ύπνος. Όπως μας πήρε ο ύπνος, η μία κοπέλα όπως κοιμόταν πάει ένα φίδι στο πόδι, το ένιωσε, σηκώνεται, πετιέται απάνω, μας λέει: «Φύγετε, το φίδι!» Αφήνουμε τα μουλάρια, φεύγουμε, πάμε στο χωριό χωρίς τα μουλάρια. Πήραμε το ποτάμι να βρούμε τον δρόμο, να κάνουμε. Πάω στο χωριό, εγώ από τις δασκάλες είχα πάθει, φαίνεται. Με βάζει η μάνα μου να κοιμηθώ, σηκώθηκα να κοιμηθώ, τώρα μέρα ήταν μέσα δυο θειάδες μου και η μάνα μου καθόντουσαν, γιατί: «Κάτι έπαθε», λέει, «το κορίτσι. Δεν είναι καλά το κορίτσι». Σηκώνομαι, με συγχωρείς, όπως ήμουνα και εγώ δεν καταλάβαινα. Κατεβάζω να πάω να κατουρήσω μέσα, μπροστά τους. Λέει η μάνα μου: «Τι κάνεις;» Λέει η θεία μου τώρα, «Μη του μιλάς το παιδί, έπαθε το παιδί, μην του μιλάς». Σηκώνομαι εγώ, παίρνω μετά βγαίνω έξω, παίρνω δρόμο, έφευγα. Μετά συνειδητοποίησα, όταν πήγα στη βρύση, ότι κάτι δεν πάει καλά, γυρίζω πίσω, τότε άρχισα να συνέρχομαι φαίνεται, πάω πάνω στο σπίτι βάζω τα κλάματα, λέω της μάνας μου: «Οι δασκάλες», να λέω γω. «Ποιες δασκάλες, παιδάκι μου; «Οι δασκάλες!» Αυτό μου είχε μείνει. Και ακόμα μου έχει μείνει με τις δασκάλες. Φεύγουμε, εν τω μεταξύ μετά, έρχεται ο στρατός, το χωριό το δικό μας είναι κάτω, δεν το βλέπεις, πρέπει ας πούμε να φτάσεις εδώ, για να δεις το χωριό κάτω. Είναι απότομο κάτω. Ο στρατός ήταν εδώ. Στο χωριό τώρα μέσα ήταν αντάρτες. Χτυπάει, όλο την καμπάνα, ότι: «Να μπείτε μέσα στα σπίτια σας, γιατί θα γίνει μάχη», ας πούμε, που χτύπαγαν τους αντάρτες». Εμάς τώρα μέσα στο σπίτι μας ήταν αντάρτες. Γιατί κάθε σπίτι μπαίνανε μέσα τους, έπρεπε να τους ταΐσεις, έπρεπε διάφορα πράγματα. Και τους έκρυβες κιόλας. «Αφού χτύπησαν», λέει η μάνα μου. «Τώρα τι, πού; Κατεβείτε», λέει, «κάτω στο κατώι», ήταν και μια γυναίκα που ήταν έγκυος στο αντάρτικο. Της λέει η μάνα μου, της λέει: «Κάτσε εσύ,» της λέει, «εγώ θα πω ότι είσαι δικιά μας. [00:10:00]Θα φορέσεις». «Όχι», λέει. Φορούσε στρατιωτικά όπως λες αυτά τα αντάρτικα που είχανε τα δίκοχα, θυμάμαι, τα όλα, ας πούμε, τα όπλα είχανε. Λέει: «Όχι, δεν θα καθίσω», της λέει. «Κάτσε, κορίτσι μου», της λέει, ήταν με την κοιλιά έτσι. «Όχι», λέει.
Σηκώνονται να χτυπάνε τώρα ο στρατός από πάνω, οι αντάρτες από το άλλο μέρος. Γινόταν, ξέρεις, μέσα στο χωριό, δεν μπορούσες ούτε να κουνηθείς, να βγεις έξω φοβόσουνα. Σηκώνονται και φεύγουν οι αντάρτες, να βλέπουμε τώρα τις σφαίρες και να τους χτυπάνε. Τότε έκανε λάθος τότε βέβαια ο στρατός, γιατί ήταν άνθρωποι που έρχονταν στο χωριό και έλεγαν ας πούμε: «Θα ʼρθει και το δικό σου το παιδί», έφταιγε δεν έφταιγε και χτυπάγανε. Τότε τους είχαν θερίσει όλους μέσα στο απαγορευμένο, που το λέγαμε, τους καθαρίσανε. Μετά, αφού τελείωσε το χτύπημα, ήταν ένας ο κακομοίρης τσοπάνης με τα πρόβατα και καθόταν να φυλάει τα πρόβατα. Και γιατί τον είδε τώρα ο στρατός, του ρίχνει, τον σκότωσε. Ξέρεις, τώρα, στο χωριό, μικρό το χωριό. «Σκότωσαν», λέει, τον Κοντογιάννη, «σκότωσαν τον Κοντογιάννη», χαμός να γίνεται, αυτά. Τότε μίσησαν και τον στρατό, παρόλο που ήταν ένας πούμε εθνικόφρονοι. Είχαν αρχίσει σου λέει χτυπάνε, που με τους αντάρτες, βέβαια, εμάς δεν μας είχε χτυπήσει κάνεις. Έρχεται ο στρατός κάτω. Λέει ο στρατός: «Ποιος τους είχε μες στο σπίτι, ποιος τους τάιζε;» Μπορούσες αφού έρχονταν να μην τους, αφού σου λέγανε ότι: «Θα μου δώσεις». Ποιον να φοβηθείς τώρα, τον στρατό ή τους αντάρτες; Λέει μια θεια μου, αυτή που σου λέω η γιαγιά, λέει η γιαγιά... ήταν και αυτοί είχαν μαζευτεί στο αλώνι, εμείς βγαίναμε τότε στον κεντρικό δρόμο αφού τελείωσε η μάχη. Λέει: «Ποιος τους τάιζε;» «Ε, παιδάκι μου, όλους στους ανθρώπους πρέπει να τους ταΐζουμε, άμα πεινάν», λέει αυτή τώρα η γιαγιά. «Άμα πεινάς εσύ, και τώρα και εσύ άμα πεινάς να σου φέρω ψωμί να φας», ξέρω γω. Δεν μίλησαν, ας πούμε. Εν τέλει, μετά μάθαμε ότι τους είχαμε καθαρίσει τους αντάρτες όλους. Ερχόταν ένας τσοπάνης, εν τω μεταξύ στο χωριό τι είχανε κάνει; Είχαν οι αντάρτες μια λίστα που έγραφαν ας πούμε: «Εσύ τώρα, Δημήτρη, θα φέρεις το ψωμί, εσύ τα κρέας, εσύ το έτσι, όταν σε φωνάξουμε το βράδυ και πούμε ότι πρέπει να φέρετε φαγητά στο... στη Γκιώνα –που είχαν το επιτελείο–, εσύ θα μαζέψεις το ψωμί», ο καθένας είχε, ας πούμε, το πόστο του, ήτανε από το χωριό μας όλοι οι τσοπάνηδες γραμμένοι. Και το κράταγε το χαρτί ένας. Αυτός τώρα ερχόταν από τα πρόβατα τον πιάνουν στον Προφήτη Ηλία ο στρατός, γιατί που έφυγαν οι αντάρτες μετά μπούκαραν ο στρατός και ερχόταν ο άνθρωπος από τα πρόβατα. Τον πιάνουν, του λένε: «Πού πάνε, φύγανε οι αντάρτες;» Λέει: «Δεν τους είδα». Δεν μπορούσες να πεις, αλλά και εκτός αυτού, και ανθρώπινο ήταν δεν μπορούσες να μαρτυρήσεις. Λέει: «Δεν τους είδα, ρε παιδιά», λέει. «Ερχόμουν από τα πρόβατα, να έχω το γάλα, έχω, το γάλα το φέρναμε στο χωριό και το φτιάχνανε τραχανά που φτιάχναν». Λέει: «Δεν τους είδα». Και να βγάλουν τη λουρίδα τώρα και να χτυπάνε για να μαρτυρήσει αν είδε να τους αντάρτες. «Δεν τους είδα». Σκέψου έφαγε τόσο ξύλο άνθρωπος τον είχανε κάνει μαύρο ο στρατός. Τον φέραν από τον προφήτη Ηλία στο χωριό που είναι μια ώρα και μιάμιση ώρα θα είναι, με τα πόδια, τον φέρανε δέρνοντας. Όταν ήρθαν στο χωριό του κάνανε έφοδο, το βρίσκουνε το χαρτί, τον κατάλογο, έρχονται στο χωριό, αυτός ο άνθρωπος ήταν του πεθαμού, δηλαδή μετά από έναν χρόνο πέθανε, είχε... το αίμα του είχε γίνει γρόμπους γρόμπους από το χτύπημα και δεν μπορούσαν μετά στο χωριό, τότε δεν υπήρχε τίποτα και μετά πέθανε. Μετά χτυπάνε την καμπάνα ότι όλοι οι τσοπάνηδες να έρθουν στο χωριό, όλοι. Ήταν και ο πατέρας μου, όλους κάθε ένας είχε. Ήρθαν στο χωριό, ήταν ο στρατός. Λέει: «Θα σας πάρουμε κατευθείαν για φυλακή, θα πάτε», λέει, «στη Γυάρο». Κλάματα τώρα, ξέρεις, στο χωριό, αυτά. «Τα πρόβατα, βρε παιδιά». «Όχι», λέει, «θα σας πάρουμε, γιατί είσαστε οργανωμένοι». Γιατί είδαν τώρα το χαρτί αυτό. Τους εξήγησαν όμως τώρα ότι: «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς», ξέρω εγώ. «Όχι», λέει, «θα πάτε». Τους στείλαν τότε στο... εδώ στο Μεταγωγών στον Πειραιά, τους φέρνουν, τους βάλανε σε στρατιωτικό αυτοκίνητο τους πήραν τους τσοπάνηδες όλους τους φέρνουν. Μείναν τώρα, ξέρεις, στο χωριό εμείς είχαμε πάρα πολλά πρόβατα. Μείναν όλο οι γυναίκες με τα πρόβατα. Και έρχονται τότε οι τσοπάνηδες, τους φέρνουν εδώ στο Μεταγωγών, είχαν έρθει τότε ήταν, ο Καλαντζής στη Λαμία, που ήταν, ας πούμε, από τη Ρούμελη ο υπουργός. Τότε ήταν ο υπουργός, Δημοσίας Τάξεως, νομίζω, ήταν ο Καλαντζής, κάτι τέτοιο, και τους φέρνουνε και πάνε τώρα οι δικοί μας ας πούμε, τα αδέρφια του πατέρα μου, ο αδερφός και πάνε να βρούνε τον υπουργό και τους λέει: «Αφήστε τους τώρα να τους βάλουνε μέσα, γιατί θα σωθεί το χωριό, γιατί θα πουν ότι... οι αντάρτες θα πουν ότι είναι δικοί μας και δεν θα πάνε να χτυπήσουν τουλάχιστον. Γιατί άμα», λέει, «τους βγάλουμε...», και τότε τους πήγανε στα Μακρόνησο, τους πήγανε από εκεί. Εν τέλει τότε τα πρόβατα, μας πρόσεχαν μετά οι αντάρτες, έρχονται μας βοηθάγανε, ξέρεις, γιατί ήμασταν οι δικοί τους, δηλαδή την πέρασε το δικό μας το χωριό τότε καλά, που ήτανε με το αντάρτικο. Έρχονταν, ας πούμε. Μετά αφού φύγανε οι τσοπάνηδες, μπήκαν μέσα στο χωριό οι αντάρτες, το θεωρούσαν πια το χωριό, παρόλο που ήταν όλοι δεξιοί, το θεωρούσαν ότι ήταν αριστερό. Τότε στο χωριό, στο δικό μας το χωριό, ήταν μες στη μέση ήταν το σπίτι το δικό μας και το επιτάξανε και έγινε...
Αρχηγείο...
Το αρχηγείο, ναι. Είχε έρθει, θυμάμαι, ο Νικηφόρος, ο Άρης, κάποιος κι άλλος τρεις, ας πούμε, μεγάλοι. Τώρα εμείς μέσα από το σπίτι κοιμόμασταν είχαμε πιο πέρα κάτι αποθήκες και είχαμε βγει έξω, κοιμόμασταν στις αποθήκες και αυτοί ήτανε μέσα, ας πούμε, μίλαγαν με... είχανε πομπούς θυμάμαι είχαν, μιλάγανε και έπρεπε, για να βγούμε από το χωριό, να μας δώσουν άδειες. Μας υπογράφαν να βγούμε. Θυμάμαι, εγώ ήθελα να πάω να πάρω την κατσίκα, που ήταν στα αμπέλια ας πούμε και λέω: «Να μου δώσετε αυτά». Μου λέει: «Να σου γράψουμε, αλλά πρόσεξε μην πας πουθενά αλλού». Το θυμάμαι τώρα, κοριτσάκι εγώ. Γιατί μου λέει ένας: «Άμα πας». Είχα κοτσίδα εγώ, λέω: «Τι θα μου κάνετε;» «Θα σου κόψω τις κοτσίδες». Α, δεν μας πειράζανε, δεν μπορώ να πω ότι μας πειράξανε.
Να ρωτήσω κάτι, θέλω να γυρίσω λίγο πιο πριν, αυτές τις δύο γυναίκες. Που τις λέτε «οι δασκάλες», μάθετε πότε τι είχανε κάνει;
Αυτές τότε...
Και τις δολοφονήσαν έτσι;
Λέγανε, είχανε πει τότε ότι ήταν, ας πούμε, εθνικόφρονες και ότι προωθούσαν ας πούμε το στρατό. Κάτι να έλεγες, στο τσικ δηλαδή κάτι λέει τους είχαν προδώσει όπως και σε ένα άλλο χωριό στην Αρτοτίνα, αυτό δεν έχει αλλάξει το χωριό, το λένε Αρτοτίνα, τότε εκεί είχανε πάει, ο στρατός, για αυτό και ήταν τσοπάνηδες, λέει στους τσοπάνηδες πάλι, λέει: «Ήταν οι αντάρτες εδώ;» Λέει: «Ναι, ήταν». Λέει: «Από πού προχώρησαν, πού φύγαν;» και τους δείχνει ο άλλος από πού πήγαν και τους παίρνουνε και τότε σκότωσαν πολλούς από αυτό το χωριό τσοπάνηδες, γιατί τους μαρτυρήσαν από πού πήγαν. Δηλαδή έφυγαν από αυτό το δρόμο σου λέει: «Και να μη λες». Τότε σε αυτό το χωριό είχανε, δεν θυμάμαι, έξι είχανε σκοτώσει νέους τσοπάνηδες. Αλλά είχε μαθευτεί τότε γιατί, τώρα και τις δασκάλες είχε βγει ότι και αυτές κάτι τέτοιο λέει είχα μπει με το στρατό, ακριβώς όμως δεν είχε φανεί ποτέ η αλήθεια τους, ποια, [00:20:00]ας πούμε, ήταν. Αλλά τότε κάνανε λάθη όμως και οι μεν και οι δε, και ο στρατός και οι αντάρτες. Εγώ βέβαια πιο καλά ας πούμε θυμάμαι ότι ζούσαμε με τους αντάρτες, γιατί πιο καλά μας σεβόντουσαν παρά ο στρατός. Πρώτα από όλα, ο στρατός, ριχνόντουσαν, ας πούμε, στις κοπέλες. Αυτοί, αυτοί δεν είχανε, ξέρεις τι είχε πει ο Άρης; «Λίγο να σηκώσεις το μάτι, καθάρισμα», το ’χε πει. Άλλοι, πάλι, το θυμάμαι, το ’40 ήταν; Το ’40. Αρρώστησε ο πατέρας μου και φύγανε και λέει η μάνα μου: «Θα γυρίσω εγώ να σας πάρω από το χωριό», γιατί ήρθε στο νοσοκομείο ο πατέρας μου, «και θα γυρίσω», λέει, «να σας πάρω». Και μένουμε μες στο χωριό. Μετά ξεμείναμε στο χωριό δεν ήρθε η μάνα μου, γιατί ο πατέρας μου έμεινε μέσα να χειρουργηθεί να... και μείναμε εκεί. Μείναμε με κοντά σε μια θεία μου, συννυφάδα της μάνας μου. Λοιπόν το Πάσχα δεν είχαμε ξαναμείνει Πάσχα, δεν ξέραμε πώς κάνουν εκεί το Πάσχα, γιατί εδώ ερχόμασταν κάθε φορά το Πάσχα το κάναμε εδώ. Θυμάμαι, νύχτα, δεν είχαμε παπά, πήγαμε στην εκκλησία για να βγούμε το «Χριστός Ανέστη» και ήταν ένας που ήτανε ψάλτης όμως παιδάκια τώρα εμείς είχαμε πάει, πόσο ήμουν, το ’40 ήμουν μικρό. Και καθόμασταν στα στασίδια και έψελναν τώρα οι χωριανοί, ήταν ο μπαρμπα-Θανάσης αυτός και λέει: «Τώρα τι να πούμε, παιδιά;» «Λάβετε φως», μόνο αυτό δεν ήταν, και εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα της εκκλησίας, νύχτα. Εκεί κάναμε ακριβώς ας πούμε όπως ήτανε τα πραγματικά, ας πούμε, δεν αλλάζαμε ούτε ώρες ούτε τίποτα, και ανοίγει η εκκλησία και μπαίνουν μέσα 2-3 αντάρτες. Παγώσαμε. Τότε πρωτοείδα τον Άρη, ήταν ο Άρης και κάνα δυο άλλοι. Λοιπόν μπαίνει και παίρνει αυτός το... και διάβαζε, γιατί ο Άρης ήταν δάσκαλος αλλά τέτοιο δεν θα ξεχάσω τη φωνή του που έψελνε, όλοι μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Μπήκε και έψελνε, ας πούμε, κανονικά. Όταν ο μπαρμπα-Θανάσης έφερνε το λιβανιστήρι να λιβανίσει, γιατί ήταν πάντα και στις εκκλησίες, στην εκκλησία ο μπαρμπα-Θανάσης, λέγανε τότε για τους βασιλείς, και μόλις λέγαν πάει και του παίρνει, ας πούμε, το αυτό, δηλαδή: «Σταμάτα το αυτό». Αυτό το θυμάμαι, από τότε είδα τον Άρη και από τότε δεν ξέρω, γιατί τον συμπάθησα από μικρό παιδάκι. Είχε έτσι μια καλή μορφή και όταν ήταν στο σπίτι μας, πάλι ας πούμε είχε έρθει τότε ο Άρης με το επιτελείο του, αλλά ήταν τόσο καλός, έλεγε τώρα στη μάνα μου: «Θεία Γιάννενα, έλα να κοιμηθείς μέσα», γιατί εμείς κοιμόμαστε ας πούμε στην αποθήκη, δεν χωράμε όλοι, και το σπίτι ήταν δύο δωμάτια μεγάλα στο χωριό. Της έλεγε: «Έλα να κοιμηθείς στο ένα δωμάτιο, δεν σε πειράζουν», τότε η μάνα μου ήταν και νέα. «Μη φοβάσαι, θα κοιμάσαι άνετα». Δηλαδή να μη φοβάσαι επειδή είναι άνδρες. Λέει η μάνα μου: «Ναι, γιατί πιάστηκα», λέει, «έξω», ας πούμε, κοιμόταν κάτω. «Όχι», λέει, «έλα να κοιμηθείς μέσα». Και, θυμάμαι, πήγαινε να κοιμηθεί μέσα αλλά έλεγε είχε τέτοιο ας πούμε κανονισμό ότι ο άλλος να γυρίσει, έστω και με τα μάτια να κοιτάξει γυναίκα, είχανε αυτό. Εγώ τώρα ας πούμε σαν μικρή καθόμουνα και έλεγα. Λέω γιατί ας πούμε κι άμα κοιτάξετε, και μου λέγε τώρα ας πούμε ένας αντάρτης λέει: «Αυτός είναι νόμος στο ανταρτικό. Όποιος κάνει κάτι τέτοιο τον καθαρίζουμε». Και λέω, ας πούμε, είχαμε και καλές αρχές, αλλά πάντως δεν μας πείραζαν. Ενώ όταν ήρθε ο στρατός είχαν αρχίσει ας πούμε, ποια ήταν η κοπέλα η καλή ποια ήταν έτσι, δηλαδή να κάνουνε διάφορα, ας πούμε, με τις κοπέλες, ενώ με αυτούς δεν έχει ακουστεί καθόλου. Το μόνο που ακούστηκε μετά, μετά που έριχναν οι Εγγλέζοι ξέρεις τα, τις...
Βόμβες; Τη βοήθεια;
Τη βοήθεια. Ήτανε κάτι κασελάκια τσίγκινα, καπακώναν απάνω και αυτά, και γράφαν απάνω: «Κίνδυνος θάνατος». Αυτά μέσα είχανε λίρες εγγλέζικες, λεφτά. Τότε εμείς τα πρόβατα, ρίξανε και πάει ο αδερφός μου για να το κοιτάξει, λέει ο πατέρας μου: «Μη, θα μας σκοτώσει όλους θα κάνουμε». «Βρε πατέρα δεν είναι», λέει, «αυτό αφού γράφει "Κίνδυνος θάνατος"», λέει, «άσ’ το να το ανοίξω το», βάζει φωνές ο πατέρας μου, του το απαγόρευσε. Και ότι μάθαμε μετά, ήταν ο Νικηφόρος πού το βρήκε, το είχανε ρίξει πάρα πολλά, το βρήκε και το ’χε πάει σε ένα σπίτι που ήταν μια κοπέλα που του άρεσε αυτού, του Νικηφόρου, και του άρεσε και τα αφήνει τα λεφτά εκεί και τη νύχτα τα παίρνουν αυτές εξαφανίστηκαν με τα πόδια και έφτασαν στο Αίγιο, πέρασαν κάτω, πήγαν στην Ερατεινή, πήραν το καραβάκι, και περάσανε απέναντι. Έρχεται ο Νικηφόρος να τις βρει από ό,τι λέγαν μετά έκαναν μεγάλη περιουσία αυτές στη Νέα Σμύρνη, αλλά τότε ρίχνουμε οι Εγγλέζοι τα κασελάκια και ήτανε λίρες μέσα, που λέγανε ότι ήταν τα όπλα και τα... ρίχνανε και όπλα ρίχνανε, γιατί ο αδερφός μου είχε βρει ένα όπλο, το οποίο το πήραμε και το έβαλε πάνω στο ταβάνι, γιατί το σπίτι είχε, ξέρεις, πάνω από έναν καταρράκτη το λέγαμε, που ανοίγαμε για να δούμε τη σκεπή και το είχε κρύψει εκεί. Όταν φτιάχναμε το σπίτι, δεν το έχει πει ποτέ, γιατί ο πατέρας μου φοβόταν, όταν φτιάχναμε το σπίτι μετά το βρήκανε το όπλο, το είχε ξεχάσει μετά ο αδερφός μου, πέρασε ο πόλεμος έγινε και είχε μείνει εκεί, και το βρήκανε το παραδώσαμε μετά.
Να ρωτήσω κάτι: στο αντάρτικο, επειδή το αναφέρατε και πιο πριν, είχανε, είχανε έρθει και μαχητές από άλλες χώρες;
Αντάρτες από άλλες χώρες; Εγώ τότε θυμάμαι μόνο που είχαν έρθει οι Ρώσοι, στα δικά μας, στο δικό μας το χωριό. Είχαν έρθει οι μόνο οι Ρώσοι δεν είχαν έρθει άλλοι σε μας. Λέγαν ότι είχαν πάει Εγγλέζοι, ότι είχαν πάει σε διάφορα άλλα μέρη. Όχι, εμείς μόνο τους Ρώσους είχα δει.
Θέλετε να μας πείτε μερικά λόγια για τους Ρώσους που είχατε δει στο χωριό;
Για;
Για τους Ρώσους που είχατε δει στο χωριό;
Δηλαδή;
Το περιστατικό, τι έγινε;
Αυτούς τους δύο που σου είπα πριν; Αυτοί ούτε μάθαμε τι έγινε τώρα σκοτώθηκαν; Τι έγινε; Δεν το δεν ξέρουμε τους πήγε σου λέω η μάνα μου στην απάνω στον Αη-Λιά δεν μάθαμε. Αλλά μετά που έρχονταν οι αντάρτες, ας πούμε γιατί πέρασαν πολλοί αντάρτες από το χωριό, ήταν Ρώσοι ήταν πολλοί που δεν μιλάγανε, ήταν Ρώσοι, ήτανε και φαινόταν και η ράτσα του βέβαια που ήτανε ξανθιά και... άλλα Εγγλέζοι δεν είχανε δεν είχαν έρθει σε μας. Μετά το χωριό εμάς δεν είχαν έρθει μετά ούτε Ιταλοί, ούτε Γερμανοί, γιατί είχανε κόψει τη γέφυρα. Εμείς κάτω, για να πάμε να ενωθούμε με άλλα χωριά, είχαμε εκεί που τώρα, που είναι η λίμνη του Μόρνου, ήταν ποτάμι και είχαμε μια γέφυρα, οπότε μετά την κόψανε οι Γερμανοί, όταν μπήκαν οι Γερμανοί μέσα, τη χαλάσανε, για να απομονωθούν τα χωριά για τους αντάρτες και μετά δεν είχαν δεν ερχόταν σε μας στα άλλα χωριά λέγανε ότι πηγαίναν ότι είχαν πάει και οι Εγγλέζοι, αλλά σε μας δεν είχαν έρθει. Βέβαια καλό ήταν, γιατί ούτε μας κάψανε ούτε μας κάναν ούτε... το μόνο που θυμάμαι που κάψανε ένα σπίτι του προέδρου, πάνω από το δικό μας. Αυτός βέβαια ήτανε και πολύ, ας πούμε, σπιούνος. Έκανε δηλαδή πήγαινε και μαρτύραγε τι... πού πήγαν οι αντάρτες που, αυτό το ξέρω γιατί ήταν πάνω από το δικό μας στο σπίτι και ήταν ρουφιάνος. Και τότε ας πούμε όταν το έμαθαν ας πούμε οι αντάρτες, ήρθαν για το κάψαν το σπίτι στο χωριό το δικό μας. Αυτό το σπίτι κάψαν και έναν άλλον στην άκρη στο χωριό, δύο σπίτια κάψανε του, τα κάψανε οι αντάρτες, γιατί τότε ο γιος του ήτανε τότε αεροπόρος. Και τότε με τις μάχες που γίνονταν και του κάψανε. Τώρα δεν έφταιγε βέβαιο ο γεράκος τίποτα, και του το κάψαν το [00:30:00]σπίτι και εκείνου, αλλιώς δεν κάναν. Πάντως ψάχνανε ας πούμε όλοι, και οι μεν και οι δεν ψάχνανε να βρούνε διάφορες αιτίες. Αυτά όμως πιο πολύ, ας πούμε, γινόντουσαν από ανθρώπους χωρίς να το οργανώνουν με τον αρχηγό τους, για τότε αυτό το σπίτι του που κάψανε, που ήταν ο αεροπόρος, από ό,τι μάθαμε τους τιμώρησε ο Άρης. Γιατί δεν το ’χανε, ας πούμε, δεν έπρεπε να γίνει. Δηλαδή δεν άφηνε να γίνει, ότι ας πούμε ήτανε, σου λέει, εντάξει, ήταν ο αεροπόρος. Ο άλλος όμως που ήτανε σπιούνος, εντάξει, ο άλλος τα πήγαινε και τα ’φερνε. Εγώ θυμάμαι τότε βράδυ έρχονταν, ας πούμε, και περνάνε ρούχα, περνάνε από διάφορα, εμείς ήμασταν μικρά παιδάκια μας χτύπαγαν την πόρτα ένα βράδυ, ας πούμε, για να τους δώσουμε κουβέρτες. Εμείς φοβόμασταν να ανοίξουμε ήμουνα εγώ και οι δύο αδερφές μου, πιο μικρές αυτές. Δεν ανοίξαμε. Και θυμάμαι χτύπαγαν είχαμε την εξώπορτα ήταν ξύλινη, με το κοντάκι χτυπάγανε την πόρτα, και βγαίνει από πάνω, αυτή που σου λέω που τους κάψαν το σπίτι και λέει: «Χτυπάτε, χτυπάτε, μέσα είναι». Την ακούσαμε αυτή κι όταν λέει ας πούμε, «Χτυπάτε, χτυπάτε, μέσα είναι», σηκώθηκα εγώ, πιο μεγάλη τώρα από τα άλλα τα αδέρφια, λέει: «Γιατί δεν ανοίγετε;» Εμείς τρέμαμε τώρα σαν το ψάρι από το φόβο μας τρέμαμε, λέει ένας... της λέει αυτηνής. «Δεν ντρέπεσαι;» της λέει. «Τι μας είπες χτυπάει, αυτά είναι», λέει, «χαϊβάνια», αυτό το θυμάμαι. «Αυτά», λέει, «είναι χαϊβάνια». Τώρα από πού ήταν αυτός κάπου από χωριό θα ήταν. «Αυτά είναι χαϊβάνια», λέει, «τι χτυπάς αυτά», λέει, «θα πάθουν συγκοπή τα παιδιά». Και έρχεται ένας άλλος, λέει: «Μη φοβόσαστε», λέει, «μη φοβόσαστε, μόνα σας είσαστε;» «Ναι!» «Οι γονείς σας;» Είπαμε ότι είχαν πρόβατα και έχουνε φύγει στην Αθήνα. Λέει: «Τίποτα δεν θέλουμε, να πάρουμε καμιά κουβέρτα και θα την αφήσουμε», λέει. Μας είπαν σε ένα σπίτι άλλο, στην άκρη, στο χωριό– «Να πάτε», λέει, «αύριο να την πάρετε. Και λέω εγώ: «Πάρτε ό,τι θέλετε, ό,τι θέλετε». Εμείς τρέμαμε, όταν ακούγαμε αντάρτες, «Πάρτε ό,τι θέλετε». Πήραν δύο κουβέρτες, τις άφησαν βέβαια, αφού κοιμήθηκαν το βράδυ, τις άφησαν, αλλά θέλω να σου πω, αυτή πάντα ας πούμε «Χτυπάτε, χτυπάτε, μέσα είναι». Δεν μας πείραξαν βέβαια. Πήραν τις κουβέρτες, φύγαν, ήταν όμως άλλοι που κάναν τώρα, ας πούμε, περνάγανε από χωριά και περνάνε αυτά που κάνουν να: «Είσαι νέος, θα σε πάρουμε μαζί», αυτοί κάναν πλιάτσικο, αυτοί ψαχουλεύαν κιόλας. Εμείς τους είχαμε τώρα ένα μήνα μες στο σπίτι μας, δεν έλειψε ούτε ένα ψαλίδι και τα πράγματα μας όλων ήταν εκεί. Δεν μας έλειψε τίποτα, ήταν πολλοί που κάναν πλιάτσικο, αυτοί που ήταν από χωριά που τους είχαν πάρει, κλέβανε και από τους στρατιώτες και από τους αντάρτες κλέβανε, πολλά, βέβαια. Ήταν, γινόντουσαν, αλλά τότε φοβόμασταν. Θυμάμαι, μια φορά ήμασταν στα πρόβατα, και ήρθαν περνάγανε, γιατί τότε στα λιβάδια ήμασταν ψηλά εμείς πολύ, στα Βαρδούσια, που λέμε. Είχαν έρθει αντάρτες, είχανε πομπό. Λοιπόν ναι, εμείς όταν τους βλέπαμε βέβαια, «Τι θέλετε», να... «Τι να φάτε», «Τι να κάνετε», γιατί στα λιβάδια είχαμε και μια καλύβα που τρώγαμε, εκεί κάναμε. Ήρθαν εκεί πιο πέρα, ήταν ο πατέρας μου, και εμείς ήμασταν με το κοπάδι, με τα πρόβατα κι εκεί εγώ και η αδερφή μου. Λέει, τα αγόρια τα διώχναμε γιατί φοβόμαστε, ας πούμε. Λέει, έλεγε τώρα, μίλαγε ένας στο τηλέφωνο, και έλεγε: «Το παιδί, το παιδί, το παιδί, το παιδί», εμείς νομίζαμε ότι λέγανε για μας. Αυτοί μιλάγανε τα συνθήματα στον πομπό. Λέει η αδερφή μου: «Το παιδί. Πάμε να φύγουμε για εμάς λένε». «Όχι, Μαρία», της λέω, «δεν τα λένε για εμάς». «Ακούς τι σου λέω; Για εμάς λένε». Και πιο πέρα, ας πούμε, λέγαν: «Το μικρό, το μικρό, το μικρό», όλο ας πούμε λέγαν κάτι τέτοια. «Το μικρό, ακούς τι σου λέω, να το μικρό, λένε για μένα». Έρχεται ο πατέρας μου από πάνω, εμείς πάμε να φύγουμε, λέει: «Γιατί», λέει, «κάθεστε;» Λέει η Μαρία: «Να», λέει, «εκεί είναι δύο αντάρτες και μιλάνε», λέει. Και λέει: «Τι λένε;» «Λέει "Το παιδί, το παιδί και το μικρό, το μικρό"». «Ω, κακό που έπαθα», λέει ο πατέρας μου, έβαζε έτσι τα χέρια εδώ, και έλεγε: «Ω κακό που έπαθα, θα μου τα σκοτώσουν τα παιδιά». Έρχεται αυτός, λέει: «Μη φοβάσαι», του λέει, «μπάρμπα, μη φοβάσαι, είναι δικά μας αυτά, μη φοβάσαι, δεν λέμε τίποτα για σας». Λέμε πώς ήταν τότε που δεν καταλαβαίναμε. Παιδιά, τι να καταλάβουμε.
Αυτή η κατάσταση, αυτή την οποία περιγράφετε, συνεχίστηκε, ξεκίνησε από την περίοδο του πολέμου και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Εμφυλίου, ε;
Δεν κατάλαβα;
Δηλαδή αυτή η αντιπαράθεση στα χωριά των ανταρτών και του στρατού τελείωσε με το τέλος του Εμφυλίου, δηλαδή συνεχίστηκε αυτό...
Συνεχίστηκε, εγώ το θυμάμαι από το ’40 που σου λέω, θυμάμαι ως τα ’50 που πήγαμε, συνεχίστηκαν όλο αυτά μετά. Αλλά είχα ζήσει όλα αυτά μετά, μήπως και τα Δεκεμβριανά, εγώ είχα ζήσει στον Κολωνό, που γίνονταν πάλι εκεί αυτά. Στην Πετρούπολη μπήκαν οι Γερμανοί μέσα. Θυμάμαι τότε τα Δεκεμβριανά, ήμουνα στον Κολωνό στον αδερφό του πατέρα μου, πάλι παιδί ήμουνα και τότε. Θυμάμαι είχε μια ταβερνούλα, έτσι κουτούκι, και καθόμασταν μέσα. Μπαίναν, ας πούμε, διάφοροι να σε πιάσουν, δεν ήξερες. Έλεγε η θεία μου: «Δεν έχουμε κανέναν». Δηλαδή ψάχνανε να βρούνε αν ήταν οργανωμένα παιδιά αν ήταν... Θυμάμαι μια βραδιά ήτανε ο Τσιτσάνης, η Νίνου, γιατί έρχονταν εκεί και πίνανε για πρώτη φορά είχα ακούσει το κατρούτσο, δεν το ήξερα, και έλεγε: «Έλα, μπαρμπα-Αριστείδη, βάλε ένα κατρούτσο», λέγαν στον μπάρμπα μου είχε ταβερνούλα που έκανε ξέρεις, μαριδάκι, τέτοια πράγματα, και καθόμασταν και μπουκάρουν μέσα. Τα ξαδέρφια μου μένα, η πιο μεγάλη η ξαδέρφη μου από μένα, και αυτά ήταν οργανωμένη τότε με το ΕΑΜ με το... με τους αντάρτες. Και όταν τους είδε και μπουκάραν, πάει πίσω η θεία μου, είχε ένα κοτέτσι, που είχε δύο τρεις κότες και είχε και έναν κόκορα που τσίμπαγε, και μέσα από εκεί έπρεπε να πας για να πας στην τουαλέτα. Λοιπόν η ξαδέρφη μου πάει και τρέχει μέσα να πάει να βρει κρυψώνα να κρυφτεί. Όταν μπήκαν μέσα έλεγε η θεία μου: «Τον κόκορα, να μη μας φύγει ο κόκορας», αυτοί ακούσανε, σου λέει: «Τι λέει ο κόκορας; Λέει: «Τι λες;» της λένε της θειας μου. «Να έχουμε έναν κόκορα και να μην ανοίξουν τα παιδιά και μου φύγει για την τσιμπάει, παιδάκι μου», και αυτά. Αυτή φοβόταν, έλεγε τώρα για να πάει η ξαδέρφη μου να κρυφτεί μέσα για να μην, ήταν οργανωμένη. Και πάνε αυτοί μέσα, γιατί σου λέει τα λέει για τον κόκορα η ταβερνιάρισσα πάνε να βρουν τώρα την ξαδέρφη μου, τη Σοφία, και όπως μπαίνουν μέσα ο κόκορας χιμάει επάνω, γιατί τσίμπαγε. «Α», λέει, «καλά έλεγε η θεια για τον κόκορα». Φύγαν, ας πούμε, γιατί ήτανε μέσα. Σου λέω, εγώ τους θυμήθηκα τότε που τους βάζανε. Και τους περνάνε μάλιστα με το... τους μαζεύαν, τους βάζανε, θυμάμαι, μαύρα αυτά. Ας ήμουνα παιδάκι, θυμάμαι τους δένανε εδώ και τους πηγαίνανε απάνω στο Περιστέρι έξω, που ήταν ένα ξεροπήγαδο, και τους πετάγανε μέσα. Σου λέω είχαν γίνει τότε μακελειό που είχε γίνει. Μετά πάλι που μπήκαν οι Γερμανοί ήμασταν, τότε με είχε η μάνα μου αφήσει, μας είχαν στην Πετρούπολη, στη γιαγιά μου. Και τότε θυμάμαι τους βάζανε τους φέρνανε ήταν ένα ξεροπήγαδο πολύ με το 25 μέτρα και τους πέταγαν μέσα. Θυμάμαι είχαν και έναν Ιταλό, τότε, σου λέω, με τα Δεκεμβριανά γινόντουσαν χαμός. Είχαν και έναν Ιταλό που ήτανε μισοπεθαμένος, δεν τον είχαν σκοτώσει εντελώς, τον είχαν γιατί πέταγαν και οι μεν και οι δεν. Και περνάει μια θεια μου από πάνω από τα πρόβατα και βόγκαγε ο Ιταλός. Λέει: «Τι είσαι, τι είσαι μέσα;» του φώναζε αυτή, τίποτα. Βγάζει την τριχιά από το γαϊδουράκι και του τη ρίχνει μέσα, σου λέει κάποιος ζωντανός είναι να τον σώσουμε. Και βγάζει την τριχιά και λίγο την τράβηξε ήταν βαριά, και τράβα, τράβα, τράβα και βγαίνει ο Ιταλός. Ήταν ζωντανός, δεν είχε. Την αγκάλιασε τη θεια τη Χαρίκλεια, χαρές κακό, και μετά έγινε και φίλος τους, έφυγε μετά στην Ιταλία, έγραφε της γιαγιάς και... τον έσωσε. Αλλά θέλω να σου [00:40:00]πω χτύπαγαν από όλες τις μεριές τότε. Δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς. Δεν ήξερες. Εγώ θυμάμαι τότε που μπήκαν οι Γερμανοί, πάλι στη γιαγιά μου ήμουνα, η θεια μου ήταν ελεύθερη, η μια η θεία μου, και αυτή ήταν, ας πούμε, βοήθαγε, δηλαδή άμα έβλεπε αριστερούς, ξέρω γω, τους έκρυβε, τους έκανε, και είχανε μάθει ότι, ας πούμε, σε αυτό το σπίτι πάντα κρύβονται. Και ήρθανε, θυμάμαι, τρεις Γερμανοί... πρώτη φορά είδα τους Γερμανούς, έρχεται, ήταν η γιαγιά. Λέει... είχαν μαρτυρήσει όμως δικοί μας, ότι είναι μια, ας πούμε, που κρύβει, και λέει της Ελένης, της γιαγιάς μισοήξερε, ας πούμε αυτός, λέει: «Πού είναι κορίτσι, κορίτσι πού είναι;» Και εγώ θυμάμαι, θυμάμαι και λέει η γιαγιά: «Να κορίτσι, εδώ κορίτσι», ήμασταν εμείς τα μικρά. «Όχι», λέει, «μεγάλο κορίτσι, μεγάλο». Η γιαγιά μου έκανε ότι δεν καταλάβαινε, λέει, είχε κάτι κρεμμυδάκια γιατί είχε περιβόλι πιο κάτω, και είχε βγάλει κρεμμυδάκια μαρουλάκια να κάνει σαλάτα, και λέει: «Θες κρεμμύδι να φας;» του λέει, «θες κρεμμύδι, θες κρεμμύδι». «Όχι, κορίτσι θέλω, κορίτσι, κορίτσι». Ήταν πανέξυπνη η γιαγιά. «Κορίτσι έχουμε εδώ, κορίτσι». Και η θεια μου τι είχε κάνει, είχε ένα αμπάρι μεγάλο, η γιαγιά, γιατί φτιάχνανε τότε στάρια, στην Πετρούπολη τα χωράφια είχανε τα μουλάρια, που με το αλέτρι και έφτιαχναν δικά τους στάρια. Και η θεια μου είχε μπει μέσα, μέσα στο αμπάρι με το στάρι και είχε κρυφτεί. Φαντάζεσαι τώρα η γιαγιά έτρεμε, βέβαια, αλλά τους τα έλεγε και εν τέλει «Δεν ξέρω κορίτσι, τι κορίτσι. Έξω πάμε, του είπε έξω», γιατί φοβόταν μην κάνει και κάνα φτέρνισμα, κάνα, και τους έβγαλε έξω δε, «Θα ξανάρθουμε», λέει, «να βρούμε κορίτσι», φεύγουν. Η θεία μου τώρα αφού την είχαν βάλει στο μάτι πιάνει, κουρεύτηκε, και έβαλε ρούχα αντρικά, έβαλε παντελόνι, έβαλε σακάκια, έβαλε τραγιάσκα και έκανε τον άνδρα στα πρόβατα. Φυλαγόντουσαν, σου λέει πού. Πάνε, ας πούμε, οι ίδιοι, γιατί, ξέρεις, στην Πετρούπολη ήταν πολλοί ρουφιάνοι, και ήταν εγώ τους θυμάμαι από παλιά τότε, ήταν όλοι αυτοί που λέμε οι κουκουλοφόροι. Είχε πάρα πολλούς. Παρόλο που ήταν φτωχοί. Δεν ξέρω, γιατί τους έδιναν λεφτά; Και την είχαν βάλει στο μάτι τη θεια μου. Πάει ένας, που τον ήξερε που ήτανε καρφί, λέει: «Τι, είσαι τσοπάνης;» λέει η θεια μου. «Ναι». «Τώρα σε πήραν, η Ρίνα τι έγινε;» Τη λέγαν Ρίνα τη θεία μου. «Ά», λέει, «έφυγε, μάλλον έχει πάει έξω λέει τώρα, πώς το είπα, από κει Ουγγαρία, όπου εκεί κάπου λέει σε αυτά τα...». «Α, έχει φύγει», λέει, «βέβαια, γιατί θα την καθάριζαν εδώ». Και έτσι γλίτωσε, ας πούμε, που ντύθηκε άντρας, γιατί κυνήγαγαν τότε όλοι μωρέ, γινόντουσαν, χαμός γινόταν τότε. Τα πάντα. Αυτά δεν τα έχετε ζήσει εσείς όλα, εμ τι. Εμείς εδώ θυμάμαι τότε είχαν έρθει οι Ιταλοί, απάνω που ήμασταν στο μαντρί, αλλά οι Ιταλοί ήταν άμα τους έδινες φαγητό ήταν εντάξει, είχα με τον αδερφό μου, ήτανε μικρός, και η μάνα μου τότε έβαζε ένα σκοινί από δω ένα σχοινί από κει, τα έδενε σε κάτι αυτά, και το είχαμε κούνια με μια κουβέρτα. Έκλαιγε ο μικρός, εγώ τον κούναγα, και είχαν έρθει οι Ιταλοί. Όταν τους βλέπαμε, φοβόμασταν βέβαια, και λέει: «Μη φοβάσαι, "piccolo", λέει, να δούμε, "piccolo", λέει, μικρό, πολύ μικρό, λέει "maggiore"», ήθελαν να φάμε. Λέμε εμείς, παιδάκια τώρα εμείς, λέμε: «Γάλα», ξέρω γω. Εκεί που λες όπως ήμασταν γιατί είμαστε στα πρόβατα, βλέπουμε μια χελώνα μεγάλη, «Α, την πήραν», λέω, λέει η μάνα μου: «Την τρώνε». «Τη χελώνα;» έλεγα εγώ. Λέει: «Ναι». Μετά φέρνει η μάνα μου, τους έφερε ένα σκαντζόχοιρο, για τότε ήταν πολλά σκαντζόχοιροι και χελώνες. Και λέει, ήξερε πού κρύβεται ο σκαντζόχοιρος, πήγε τους τον έφερε. «Ωωω, ωραίο», έκαναν, δηλαδή ωραίο φαγητό. Τους έδωσε και γάλα, φύγανε να σου πω δεν σε πειράζει καθόλου. Οι Γερμανοί όμως άμα σε βλέπανε. Αλλά εμείς είχαμε ζήσει και με τον πόλεμο μετά και με τους Εγγλέζους που φύγαν οι Γερμανοί... που φύγανε οι Εγγλέζοι και μπήκαν οι Γερμανοί μέσα.
Πρώτα έφυγαν οι Γερμανοί και μετά μπήκανε οι Εγγλέζοι, τελείωσε ο πόλεμος.
Μπήκαν οι Γερμανοί μέσα και μετά φύγανε οι Εγγλέζοι, δηλαδή μπαίνοντας, μπαίνοντας οι Γερμανοί, φεύγαν οι Εγγλέζοι. Εμάς εδώ ήταν τότε όλο σκηνές εγγλέζικες εδώ, είχανε σκηνές και ήτανε γιατί ήταν το αεροδρόμιο. Εν τω μεταξύ, όταν ήταν να φύγουνε, τα παρατάγανε όλα και βλέπαμε τώρα τους χωριάτες, από κάτω από τη Γλυφάδα, ερχόντουσαν με τα φορτηγάκια φόρτωνε τις σκηνές με τα πράγματα. Εμείς τότε ήμασταν κάτω που κατεβαίναμε με τα πρόβατα λέγαμε: «Τι γίνεται;» δεν ξέραμε τώρα, μήπως ξέραμε τώρα τι γίνεται; Λέει... μας λέει ένας Εγγλέζος που περνάγαμε και πάντα μας έδινε μαρμελάδα, μας έδινε, εμείς παιδάκια τα τρώγαμε, τρώγαμε αφού μας έδινε, μας έβλεπε με τα πρόβατα και μας έδινε. Λέμε, ο αδερφός μου του λεγε, λέει ότι «Φεύγουμε», και τον παίρνει τον αδερφό μου να μπει μέσα, λέει: «Όλα αυτά, πάρ’ τα». Δηλαδή να τα πάρει όλα. Πάει στη μάνα μου του λέει έτσι και έτσι, λέει ο πατέρας μου: «Μπείτε μέσα, θα με κάψετε, θα με κάνετε», δηλαδή φοβόταν τα πάντα. Όταν όμως είδαμε τα φορτηγά και φορτώνανε, τότε είδαμε ότι φεύγανε οι Εγγλέζοι, και τότε τους χτύπησαν, γιατί τότε μπήκαν οι Γερμανοί μέσα και όσοι είχαν προλάβει και είχαν φύγει, καλώς είχαν φύγει. Τους άλλους τους είχαν καθαρίσει μετά οι Γερμανοί, όταν μπήκαν μέσα. Εμάς τότε χτύπαγαν το αεροδρόμιο και περνάγανε τα αεροπλάνα από δω, κατευθείαν. Εν τω μεταξύ στο μαντρί εμείς τότε το είχαμε φτιάξει, είχαμε κόψει, βάζαμε πεύκα από πάνω, δεν ήταν τότε τσίγκια και τέτοια, το σκεπάζαμε με πεύκα και ήταν φρέσκο. Αυτοί τότε είχαν έρθει, χτυπήσαν το αεροδρόμιο, και ρίχνοντας επάνω βλέπουν αυτό και σου λέει κάτι και εκεί, κάποιο πολυβολείο, κάτι θα είναι. Και χτυπήσανε με βόμβες μέσα στο μαντρί. Οπότε τότε αφού χτύπαγαν και χτύπαγαν οι σειρήνες, εμάς η μάνα μου μας έδιωχνε να πάμε σε κάτι σπηλιές, που ήταν πιο κάτω, γιατί, σου λέω, εδώ ήταν άγριο, δεν ήταν, και ήταν ένα ρέμα που είχε σπηλιές. Μας λέει η μάνα μου: «Φύγετε, πάρε τα παιδιά», μου λέει εμένα, το μικρό, ο μικρός ο αδερφός μου ήταν έξι μηνών. Τι ήμουνα και εγώ να πάρω εγώ τα παιδιά να πάω να κρυφτώ. «Και πηγαίνετε», λέει, «στη σπηλιά». Φεύγουμε εμείς να πάμε στη σπηλιά, όπως πηγαίναμε ήταν πιο πάνω κάτι οι άλλοι από το χωριό μας και αυτοί. Λέει: «Πού πάτε;» Λέω: «Μωρέ παπα-Παναγιώτη», να μπούμε μέσα στη σπηλιά». «Ελάτε εδώ μωρέ», και πάμε εκεί που ήταν αυτοί. Η μάνα μου και ένας μπάρμπας μου και ο πατέρας μου μείναν στο μαντρί. Όπως πέφτει μια βόμβα και έγινε τόσο μεγάλος ο λάκκος, πέφτει από πάνω το χώμα και σκεπάζει τη μάνα μου και τον μπάρμπα μου, τον είχαμε τότε... είχε έρθει να μας βοηθήσει και μπαίνουν μέσα. Ο πατέρας μου ήταν στο μαντρί δεν... γιατί είχαν πέσει πολλές βόμβες στο μαντρί, σε αυτό το μέρος δεν. Σηκώνεται βλέπει έτσι, άρχισε τα κλάματα, καμιά φορά κατεβαίνει κάτω, βλέπει τη μάνα μου έβγαινε από το χώμα. Της λέει: «Είσαι ζωντανή;» λέει. «Ναι». «Τα παιδιά!» Φεύγει η μάνα μου, έρχεται τρέχοντας κάτω, πάει στη σπηλιά, σε αυτή τη σπηλιά είχε πέσει μια βόμβα. Δεν βλέπει τη βόμβα, σου λέει «πάνε τα παιδιά, σκοτώθηκαν», βάζει τα κλάματα. Από πάνω, ο μπαρμπα-Παναγιώτης, αυτός που μας είχε πει, γιατί είχε λήξει με τις σειρήνες ο συναγερμός. Λέει ο μπαρμπα-Παναγιώτης: «Έλα δω μωρή, τα παιδιά σου είναι εδώ», της λέει της μάνας μου, και βάλει τα κλάματα και είχαμε μπει στην άλλη σπηλιά και γλιτώσαμε. Αλλά τότε γινόταν χαμός, εμείς είχαμε ζήσει εδώ και πόλεμο και εδώ πολύ. Φύγαμε όμως εμείς από εδώ μετά με τα πρόβατα και πήγαμε στα Λιόσια, γιατί εδώ χτύπαγαν συνέχεια, δεν ήταν να βγεις έξω. Ήταν το αεροδρόμιο τότε, και πήγαμε στα Λιόσια μετά από τα ας πούμε, φύγαμε για τότε πηγαίναμε με τα πρόβατα στο χωριό με τα πόδια, και φύγαμε με τα πόδια και στο δρόμο βρίσκαμε κρυμμένους και Εγγλέζους που κρύβονταν και οι Γερμανοί μας κάνουν έφοδο. Δηλαδή ήταν ανακατεμένα, δεν [00:50:00]είχαν προλάβει πολλοί να φύγουνε, τους καθάρισαν τότε όσους δεν πρόλαβαν, γιατί κατέβαιναν στην Ιτιά, τότε κάτω στην Ιτέα τώρα, εμείς τη λέγαμε Ιτιά, κατέβαιναν εκεί, ήτανε λιμάνι και ερχόταν καράβι και τους έπαιρνε. Και στο δρόμο που κατεβαίναμε εμείς βρίσκαμε κρυμμένους Εγγλέζους. Δεν λέγαμε, δεν μαρτυράγαμε, και έρχονταν οι δικοί τους άνθρωποι από κάτω, τους παίρναν και τους φόρτωναν κάτω στα... στο λιμάνι που ήταν το καράβι και τους φορτώνανε. Και από πάνω ας πούμε, γιατί ήταν οι Δελφοί εκεί και ήταν, είχαν πιάσει πόστο οι Γερμανοί. Τότε εκείνη τη χρονιά θυμάμαι, εμείς τότε ό,τι γάλα δίναμε και αυτά τα λεφτά τότε τα κάναν λίρες και τα άλλα τα βάζαν στο Ταμιευτήριο, που χάθηκαν από το Ταμιευτήριο. Ο πατέρας μου ας πούμε ό,τι ήθελε λεφτά για να έχει, είχε κράταγε, έκανε τότε δίναμε με το γάλα από το γαλατά, μαζεύαμε και τα κάναμε λίρες. Θυμάμαι όπως ήταν οι λίρες πώς θα τις πάρουμε τώρα αφού θα φεύγαμε μετά που γινόταν ο πόλεμος, πώς θα τις πάρουμε στο χωριό, τις έκανε η μάνα μου ζωνάρι. Τις έβαλε σε μια ζώνη, τις έραψε όλες και ήτανε μέσα και απέξω χωράγανε τότε μεγάλες... φουστάνια χωριάτικα, φανέλες τις λέγαμε εμείς, που είχανε σαν πλισέ. Και τις είχε η μάνα μου εδώ πέρα. Όπως πηγαίναμε έλεγε η μάνα μου: Άμα με πιάσουν», λέει, «θα με σκοτώσουν κιόλας», τις είχε από μέσα και απέξω είχε βάλει τη φανέλα. Ο πατέρας μου τότε εδώ τους είχανε δώσει άδεια οπλοφορίας, λόγω που γινόταν τότε, ξέρεις, τότε με τα Δεκεμβριανά, έβγαιναν τότε και πλιάτσικο, κλέβανε. Έρχονταν και κλέβανε πρόβατα, και τότε είχε πάει κάτω στο δήμο, δεν ξέρω. Πάντως του είχαν δώσει άδεια οπλοφορίας και θυμάμαι είχε ένα εγγλέζικο πιστόλι, ένα τόσο. Όταν φύγαμε όμως το πιστόλι αυτό έπρεπε, απαγορευόταν, έπρεπε να το παραδώσει εδώ, λέει ο πατέρας μου: «Να το πάρουμε μαζί μας γιατί στο δρόμο τι θα βρούμε και τι θα κάνουμε», και ξηλώνει το σαμάρι και το βάζεις μέσα από το σαμάρι στο μουλάρι. Στους Δελφούς μας κάνουν έφοδο, ήταν μισοί Ιταλοί, μισοί Γερμανοί. Οι Ιταλοί ήτανε και λίγο έτσι ας πούμε, οι Γερμανοί ήταν πολύ. Όταν πηγαίναμε με τα πρόβατα, εγώ και ο αδερφός μου, επειδής ήμουνα εγώ πιο μικρή, ας πούμε, με έβαζαν και από πάνω από το μουλάρι καβάλα πολλές φορές, με τα πόδια. Τώρα σου λέω εγώ πριν το ’50 πώς ότι ήμουνα πριν το ’50, το ’40, πόσο ήταν τότε, δεν θυμάμαι ακριβώς. Λέει ο αδερφός μου: «Εγώ φεύγω», –γιατί για το πιστόλι φοβήθηκε–, «εγώ φεύγω», λέω, «εγώ». Τότε έβαλα τα κλάματα, είχαμε φύγει κομπανία όλοι οι χωριανοί, γιατί εδώ ήμασταν πολλοί χωριανοί τσοπάνηδες είπαμε, συμφώνησαν να φύγουμε λόγω που είναι οι καταστάσεις έτσι, να φύγουμε όλοι μαζί απέξω. Κάναμε τότε για να πάμε 12 μέρες απ’ έξω, με τα πρόβατα από δω να πάμε στο χωριό. Όταν κάναν την έφοδο και φεύγει ο αδερφός μου αφήνει το μουλάρι εγώ ήξερα τώρα ότι είναι το πιστόλι μέσα στο... Μου λέει ο αδερφός μου: «Άμα έρθουν και το να μην πεις, μην πεις ότι είναι δικό σου, να πεις δεν ξέρω». Εγώ τώρα έτρεμα. Ο νονός μου ήξερε ότι ο πατέρας μου είχε το πιστόλι εκεί, λέει: «Σοφία, τώρα άμα θα τους δεις και έρθουν, πήγαινε πιο πέρα και κρύψου σε μια φάρμα και άμα θα ’ρθουν», λέει, «θα πούμε δεν ξέρουμε τίνος είναι». Εγώ καθόμουνα εκεί στην ακρούλα. Κάνανε, βρε παιδιά, σε όλα τα μουλάρια κάνανε οι Γερμανοί και στο δικό μας κάνανε οι Ιταλοί. Γιατί τα ξεφορτώναμε τα πράγματα, και έπρεπε να το κατεβάσουμε το σαμάρι το ψάχνουν, ήρθαν, οι Γερμανοί το κάναν, οι Ιταλοί, το κάναν έτσι τίποτα. Λέει τώρα ο νονός: «Βρε τον κερατά», με συγχωρείς τώρα. «Τον κερατά τον Γαλανό», – γιατί το παρατσούκλι του πατέρα μου τον λέγαν τον Γαλανό. «Και εδώ έχει τύχη!» Δηλαδή περιμέναν όλοι ότι θα βρουν, σε όλους βρήκαν, σε άλλον είχε... γιατί πάντα οι τσοπάνηδες είχαν και μαχαίρια μαζί, μεγάλα μαχαίρια που κόβουν ξύλα, που κόβανε... τα βρίσκαν αυτά τα, λέγαν όμως ότι τα έχουμε για ξύλο, τα έχουμε, ξέραν, δεν τους κάναν τίποτα. Όταν βρίσκαν όμως το πιστόλι ήτανε σοβαρό. Και θυμάμαι τα ξαναβάζουμε τα μουλάρια, ξανά φορτώσαμε. Θέλω να σου πω ότι ήτανε τρομερό τότε και βγαίναμε, για αυτό σου λέω τότε οι Εγγλέζοι φεύγανε μαζί μαζί, πηγαίναμε στο χωριό. Ήταν καταστάσεις που να μην τις ξαναζήσει κάνεις. Να μην τις ξαναζήσει. Θυμάμαι εδώ χτύπαγαν οι σειρήνες το βράδυ, ας πούμε αρμέγαμε το βράδυ, και μόλις χτύπαγαν οι σειρήνες, ήταν μια εδώ στο Ελληνικό, βρε παιδί μου, και έκανε σαν να τανε μόλις την άκουγε ο αδερφός μου έλεγε: «Φεύγω εγώ», ο μικρός, «πάω στα κόκκινα βράχια». Ήτανε κόκκινος ένας βράχος, που είχε σπηλιά. «Πάω στα κόκκινα βράχια», δηλαδή να κρυφτεί. Έτρεμες από το φόβο. Ε, μετά από λίγο ξαναχτυπάγαν ότι η λήξη, ας πούμε. Άμα έχεις ζήσει τον πόλεμο είναι τρομερό, είναι τρομερό. Θυμάμαι μια φορά βομβαρδίζαν και ήμασταν εδώ στο... Βουλιαγμένης. Και ήτανε... τότε ο δρόμος η παλιά Βουλιαγμένης είχε γίνει από προπολεμικά, ήταν άσφαλτος και ήταν το γεφυράκι από κάτω. Με το που χτυπάνε οι σειρήνες εμείς είχαμε τα πρόβατα πάμε μπαίνουμε κάτω από το γεφυράκι, γιατί πέφταν οι βόμβες απάνω, αφήναμε τα πρόβατα, μπαίναν στα χωράφια μπαίναν, δεν γινόταν, ας πούμε, ήταν χαμός. Θυμάμαι τότε πρώτα από όλα, μετά τι να θυμηθείς; Με το ’40 με την πείνα τους βάζαμε από κάτω ο Δήμος ένα κάρο, θυμάμαι και τους φέρναν στο νεκροταφείο έτσι. Και έλεγα εγώ στον αδερφό μου, λέω: «Γιατί τους βάζουν», πιο μικρή εγώ, πιο μεγάλος αυτός, «γιατί τους βάζουν εκεί», λέω, «δεν πονάνε;» «Έλα εδώ τώρα ότι πονάνε. Τι να πονέσουνε, αφού είναι πεθαμένοι», μου λεγε αυτός. Λέω, και τους έβαζαν πάνω, πώς πετάμε τα ξύλα πάνω, πάνω και τους πέταγαν ας πούμε και τους βάζανε στο νεκροταφείο. Γιατί πεινάγανε. Είχαν έρθει όλα, δυστυχίες... είχαν έρθει όλα μαζί τότε. Εμείς δεν είχαμε πεινάσει, γιατί είχαμε τα πρόβατα. Και θυμάμαι έρχονταν με το κατσαρολάκι να τους δώσουμε λίγο γάλα, να τους δώσουμε. Πολλές φορές το είχαμε πήξει, γιατί όταν βάζεις την πυτιά μέσα και πιει ο άλλος, τον πάει ζουμί. Και έλεγε η μάνα μου... τους έδινε πάντα δεν μπορώ να πω, αισθάνεται έτσι πολύ πονόψυχη, έτσι, ο πατέρας μου ήταν λίγο πιο σκληρός και έλεγε: «Να σας δώσω, αλλά μόλις το πήξαμε». «Δεν πειράζει», έλεγε, «δεν πειράζει». Και εμείς τώρα πιτσιρίκια γελάγαμε. «Θα τους κόψει», λέγαμε εμείς, «στο δρόμο θα τους κόψει». Γιατί άμα δεν πεινάς, τους θυμάμαι με τα καροτσάκια που βγάζαν ρίζες από τις ελιές για να πουλήσουν, διάφορα ας πούμε. Άλλοι έρχονταν εδώ, οι χαρουπιές ήταν, τότε χαρουπιές πολλές και ήταν τότε κι ήταν χαρούπια. Στουμπάγαν τα χαρούπια, τα κοπανάγανε και τα κάναν σκόνη και τα τρώγανε. Εμείς τώρα τα βλέπαμε απ’ έξω και γελάγαμε, γιατί ήμασταν παιδιά, δεν πεινάγαμε βέβαια. Αλλιώς ότι ζήσαμε δύσκολες στιγμές είναι το μόνο που δεν νιώσαμε την πείνα.