© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Πώς ο κύριος Γιώργος πάντρεψε την οδοντιατρική με την ψαλτική
Istorima Code
14576
Story URL
Speaker
Γεώργιος Γούλας (Γ.Γ.)
Interview Date
15/06/2022
Researcher
Γεωργία Ζερβογιάννη (Γ.Ζ.)
[00:00:00]Πείτε μου το όνομά σας αρχικά.
Γεώργιος Γούλας, του Δημοσθένους και της Ελένης. Γεννημένος το Νοέμβριο, 15 Νοεμβρίου του ’48, του 1948, στο Ανθηρό Αργιθέας Καρδίτσας.
Είναι λοιπόν Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022. Είμαι με τον κύριο Γιώργο Γούλα. Ονομάζομαι Γεωργία Ζερβογιάννη. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Βρισκόμαστε στον Ωρωπό και ξεκινάμε.
Μάλιστα.
Τι επαγγέλεστε, κύριε Γιώργο;
Οδοντίατρος συνταξιούχος και ενεργός ψάλτης.
Να ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την αρχή, από τα παιδικά σας χρόνια. Που γεννηθήκατε;
Στο Ανθηρό Αργιθέας, το οποίο σήμερα είναι ορεινός δήμος, πιλοτικός δήμος με είκοσι χωριά με έδρα το Ανθηρό.
Τι θυμάστε λοιπόν από τα παιδικά σας χρόνια, πάμε πίσω.
Πάμε πολύ πίσω! Πολύ θυμάμαι να πούμε… Στο Δημοτικό είχαμε δύο μόνο δασκάλους. Είμαστε εκατόν ογδόντα παιδιά τότε. Υπήρχε ζωντάνια στο χωριό, υπήρχε πάρα πολύς κόσμος και πολυπληθείς οικογένειες, πολύτεκνες οικογένειες οι περισσότεροι στο χωριό. Εμείς ήμασταν τρία αδέρφια, έχασε και η μάνα μου το τελευταίο αγόρι, το έχασε στη γέννα, γιατί δεν κατέβηκε στο πρώτο αστικό κέντρο που ήταν το Μουζάκι - από που καταγόταν και η μάνα μου - δεν κατέβηκε να γεννήσει κάτω. Έκατσε στο χωριό να γεννήσει με μία μαμή, δεν το αφαλόκοψαν το παιδί, όπως λέγανε, να του δέσουν τον αφαλό και πέθανε μετά τη γέννα. Ο τέταρτος αδερφός μου θα ήτανε. Είμαστε δύο αδέρφια, εγώ, ο αδερφός μου και η αδερφή μου. Λοιπόν… εκατόν ογδόντα παιδιά στο Δημοτικό με δύο μόνο δασκάλους. Συνδιδασκαλία, δύο αίθουσες. Ήμασταν στριμωγμένοι εκεί να πούμε μέσα τρεις και τρεις τάξεις και παρακολουθούσαμε, όταν έκανε μάθημα ο δάσκαλος ή η δασκάλα. Στην Α τα ακούγαμε και η Β και η Γ, όπως γινόταν. Το χωριό είναι σε επικλινές μέρος χτισμένο. Είναι σαν πλαγιά δηλαδή ελαφρά . Η εκκλησία ήταν πάνω από το σπίτι μου, πάνω ακριβώς από το σπίτι μου και ιερέας τότε ήταν ο αδερφός του παππού μου, ο παπα-Γιάννης ο Γούλας, ένας ψηλός, έτσι θυμάμαι, λιγνός, ασπρογένης, σπαθάτος άνθρωπος να πούμε, ο οποίος είχε εφτά παιδιά. Ναι, αδερφός του παππού μου. Αλλά δεν είχε κανένα στο χωριό. Και το σπίτι του ήταν ακριβώς δίπλα, πλάι, πίσω από το δικό μας. Και τον πατέρα μου τον είχε σαν παιδί του. Και μαζί τρώγαμε στις γιορτές, όταν δηλαδή είχαμε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Πάσχα και λοιπά τρώγαμε μαζί, διότι δεν είχε κανένα από τα παιδιά στο χωριό. Και τον πατέρα μου τον είχε, όπως είπαμε σαν παιδί του, πρωτανίψι που ήτανε. Ο παππούλης δεν είχε και ψάλτη, Δ' Δημοτικού εγώ, έβγαινε με τα άμφια να χτυπήσει την καμπάνα, η οποία καμπάνα ήτανε κρεμασμένη, δεν είχαμε καμπαναριό, ήταν κρεμασμένη σε μια ιτιά που ήταν στην άκρη από το ντουβάρι της εκκλησίας. Και έβγαινε ο παππούλης να χτυπήσει την καμπάνα. Φώναζε εμένα: «Γώγο», έτσι με φώναζε, «Γώγο, έλα να με ξελειτουργήσεις!» Τι να τον ξελειτουργήσω εγώ τον παπά; Δεν ήξερα τίποτα, μου λέει: «Διάβασε αυτό, διάβασε εκείνο!». Εγώ είχα μία ευχέρεια στο διάβασμα, διότι ο πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος και το ταχυδρομείο γίνονταν σε μία γωνιά στο δωμάτιο μέσα, ένα τραπεζάκι και ερχότανε η Διάπλασις των παίδων, μία εφημερίδα Νέος Αγώνας της Καρδίτσας, Θεσσαλική Ηχώ. Ερχόταν πότε στον Πρόεδρο, πότε στο δάσκαλο, πότε… Είχαμε και αστυνόμο τότε στο χωριό, ή στον παπά. Εγώ μπορούσα σε πέντε λεπτά, ένα τροχάδην να τα μοιράσω το βράδυ όλα. Αλλά δεν τα μοίραζα και καθόμουνα πλάι από το τζάκι, δεν είχαμε κρεβάτια τότε, τρία αδέρφια στρωματσάδα κάτω, κάτω στρωματσάδα. Και η στρωματσάδα τι ήτανε; Ήτανε σακούλες από την UNRRA, η UNRRA τότε που οι Αμερικανοί που μας δίνανε αυτά στην Ελλάδα, ήταν από σακιά αλεύρων. Και η μάνα μου, επειδή είχε και μία ραπτομηχανή τα έραψε και τα έκανε σαν μία μεγάλη σακούλα, σαν ένα δηλαδή στρώμα μεγάλο, όπως είναι τα στρώματα τώρα. Μέσα το είχαμε γεμίσει με ροκόφυλλα από τα καλαμπόκια. Τα φύλλα από τα καλαμπόκια γεμίζαμε αυτό και το κάναμε στρώμα. Και πάνω εκεί κοιμόμασταν εμείς, τρία παιδιά. Χωρίς να υπάρχει ηλεκτρικό, είχαμε μόνο τη λάμπα με το λαμπόγυαλο, πετρελαιολάμπα, αλλά δεν την ανάβαμε αυτή, γιατί σπάγανε τα γυάλινα τα λαμπόγυαλα και είχαμε πρόβλημα. Είχαμε ένα καντήλι, ένα καντήλι έτσι τριγωνικό με το φυτίλι του απάνω και με πετρέλαιο και με αυτό το βράδυ εγώ διάβαζα αυτά τα έντυπα, για να δω πίσω από τα βουνά τι υπάρχει. Παρά το ότι η γιαγιά μου ήταν στο Μουζάκι και κατεβαίναμε ελάχιστες φορές, γιατί δεν υπήρχε δρόμος. Δώδεκα ώρες με το μουλάρι περπάτημα από το χωριό από το Ανθηρό μέχρι το Μουζάκι που ήταν η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου.
Πόση ώρα ήταν η απόσταση;
Δώδεκα ώρες. Φεύγαμε έξι η ώρα το πρωί και φτάναμε έξι η ώρα το βράδυ με τα πόδια, σαράντα ένα χιλιόμετρα! Τώρα, βέβαια, έχουνε γίνει κάποιοι δρόμοι, έχει γίνει άσφαλτος κάπως να πούμε εκεί και λοιπά. Έχει αναπτυχθεί. Αλλά, οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες, πάρα πολύ δύσκολες. Φώναζε λοιπόν ο παππούλης: «Γιώργο, έλα να με ξελειτουργήσεις!». Επειδή είχα ευχέρεια στο διάβασμα και τα μοίραζα την άλλη μέρα εγώ σε αυτούς! Αφού τα διάβαζα πρώτα να ιδώ τι γίνεται κάτω. Είχα την περιέργεια αυτή σαν παιδί τώρα, όπως τα παιδιά τα σημερινά έχουν τα τάμπλετ, έχουν τα αυτά τάκα τάκα τάκα να πούμε. Να μάθουν το ένα, να μάθουν το άλλο μέσω του Ίντερνετ να πούμε. Εμείς δεν είχαμε το Ίντερνετ τότε. Και με φώναζε ο παππούλης: «Πήγαινε πάνω». Και μου έλεγε: «Διάβασε εδώ, διάβασε εκεί. Αυτό το τροπάριο κοίταξε», λέει, «Προσόμοιον». Λέω: «Τι είναι αυτό;». Λέει: «Άμα μάθουμε αυτό καλά, όλα τα άλλα που είναι κάτω από αυτό, προσομοιάζουν και είναι τα ίδια, τα ψέλνουμε τα ίδια». Και ήξερα δέκα χρόνων εγώ να ψέλνω χωρίς να ξέρω μουσική τα προσόμοια, τροπάρια δύσκολα σε όλους τους ήχους. Χάρη στον παππούλη, ο οποίος δεν ήξερε, φυσικά, μουσική, αλλά είχε σωστά ακούσματα. Ήταν και σωστός στην εκφορά του μουσικού λόγου να πούμε, της μουσικής απόδοσης των ήχων και είχα και τη μάνα μου στο σπίτι, γιατί τρώγαμε μαζί πριν φάμε, για να ευλογήσει ο παππούλης, έλεγε το Απολυτίκιο της ημέρας ας πούμε. Αν ήταν Χριστούγεννα: Η γέννησις σου και άκουγα τη μάνα μου: Η γέννησις σου Και το ίδιο άκουγα και τον παππούλη. Οπότε εγώ τα αυτιά μου τότε ήταν χωνιά! Γελάς… Τα αυτιά μου ήτανε χωνιά που λες, Γεωργία μου, και τα αποτύπωσε όλα αυτά. Τελείωσα το Δημοτικό εκεί, δεν υπήρχε Γυμνάσιο στο χωριό μας τότε. Έπρεπε να πάω στο Μουζάκι. Όσα παιδιά κατέβαιναν στο Μουζάκι, επειδή ήταν αστικό κέντρο, άντε να μάθουν ποδήλατο, άντε από δω, από κει 'ξοκείλανε εντός εισαγωγικών πολλά παιδιά. Δηλαδή αντί να διαβάζουνε, κοίταζαν από δω και από κει και λοιπά με τα ποδήλατα, βόλτες και τα ρέστα. Κενώθηκε μία θέση ταχυδρόμου αγροτικού στον Παλαμά Καρδίτσας. Και μου λέει ο πατέρας μου: «Θα πάτε… Θα πάμε», λέει, «στον Παλαμά που έχει Γυμνάσιο». Στον Παλαμά τότε στην Καρδίτσα, είκοσι χιλιόμετρα από την Καρδίτσα, ήταν στον οδικό άξονα Καρδίτσα-Παλαμά- Τσώτη, Φαρκαδόνα σημερινή, και Λάρισα. Λάρισα. Ήταν στον άξονα αυτόν, περνούσε. Ο Παλαμάς μεγάλη κωμόπολις τότε, πάρα πολύ μεγάλη, με τρομερή ρυμοτομία, με τρεις ενορίες, την κεντρική, τον Άγιο Χαράλαμπο και τον Άγιο Αθανάσιο του Χαντακλή. Τρεις που ήταν σε ένα λοφίσκο. Πολύ καλή ρυμοτομία, αλλά λάσπη και [00:10:00]σκόνη. Λάσπη το χειμώνα, σκόνη το καλοκαίρι. Και να έχει τα γελάδια και τα βουβάλια που τα βγάζανε έξω στον κάμπο, γιατί ο Παλαμάς είναι πεδιάδα, θεσσαλική πεδιάδα τεράστια να πούμε αυτά. Πήγα εκεί στο Γυμνάσιο. Και μέναμε κοντά στο Γυμνάσιο. Το Γυμνάσιο τότε ήταν στην ενορία του Αγίου Χαραλάμπους, δηλαδή μας χώριζε ένας φράχτης, μία σήτα δηλαδή και οι αθλοπαιδιές, δηλαδή το βόλεϊ, το μπάσκετ και ένα μικρό χώρο που παίζαμε ποδόσφαιρο ήταν στο προαύλιο του Αγίου Χαραλάμπους. Και είχε μεγάλη πόρτα. Από το Γυμνάσιο πηγαίναμε όταν είχαμε διαλείμματα εκεί. Λοιπόν, τότε κάναμε και Σάββατο μάθημα. Σάββατο… Ξέχασα να σου πω. Στο χωριό ο δάσκαλος, ο δάσκαλος, γι’ αυτό θέλω να σου πω τι επιρροή παίζει ο εκπαιδευτικός στην αγωγή, στην παραπέρα πορεία του μαθητή του. Μας ρώτησε, όταν φτάσαμε στην ΣΤ', μας ρώτησε: «Πόσοι θα πάτε στο Γυμνάσιο;». Ήμασταν πολλά παιδιά, αλλά πολλά παιδιά οι γονείς τους ήταν κτηνοτρόφοι, αγρότες και τι αγρότες εκεί, καλαμπόκια, όπως σου είπα πριν, καλαμπόκια φυτεύαν και η μάνα μου έβαζε και έκανε και στρώμα, όπως σου είπα, στρωματσάδα κάτω. Μας λέει, σηκώσαμε το χέρι καμιά…Ήμασταν δεκατρία ή δεκατέσσερα παιδιά. Και όλοι όσοι πήγαμε, αυτή η φουρνιά, όλοι προοδεύσαμε. Φτάσαμε δηλαδή πτυχιούχοι, άλλος οικονομολόγος, άλλος γεωπόνος, άλλος δάσκαλος, άλλος καθηγητής. Όλοι, όλοι φτάσαμε δηλαδή στην ανώτατη εκπαίδευση χάρη στο δάσκαλο αυτόν που μας έφερνε τα απογεύματα του Σαββάτου και… Γιατί δίναμε εξετάσεις τότε για να μπούμε στο Γυμνάσιο. Και κάναμε ιδιαίτερα μαθήματα, μαθηματικά, έκθεση. Ναι, μας έκανε ο δάσκαλος αμισθί, χωρίς αυτό. Απλά του κάνανε… Του δίναν κανά αβγό, καμιά κότα, γάλα, γάλα αν είχε ο άλλος κατσίκες και λοιπά του πήγαινε του δάσκαλου. Δύο δάσκαλοι ήταν όλοι όλοι. Πολλά παιδιά, δύο δάσκαλοι. Λοιπόν, τώρα όμως, το Δημοτικό σχολείο κοντεύει να… Έχει λίγα παιδιά, γύρω στα πέντε με έξι παιδιά και έχει και νηπιαγωγό, έχει κι άλλους δύο δασκάλους. Καταλαβαίνεις να πούμε έχει καλύτερη αυτή… Λοιπόν, φτάσαμε στον Παλαμά, στην Καρδίτσα. Εκεί ένας καθηγητής, δεν θυμάμαι το όνομά του… Ζαραδούκας λεγόταν; Κάπως έτσι, ήταν λίγο κουτσός. Καθηγητής θεολόγος. Εγώ τώρα, βέβαια, επειδή πήγα και νέος εκεί δεν ήξερα τους μαθητές στον Παλαμά, πήγα καινούριος εκεί. Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν είχα αποκτήσει μεγάλη οικειότητα με τους συμμαθητές μου, ντρεπόμουνα. Αυτός… Μας πήγαιναν κάθε Σάββατο πρωί εκκλησιασμό στον Άγιο Χαράλαμπο δίπλα, δίπλα. Μας χωρίζει, όπως σου είπα ο φράκτης. Με τα πόδια δίπλα Σάββατο δύο ώρες το πρωί εκκλησιασμό. Τι μας λέει αυτός; «Να ‘ρθετε», λέει, «να κάνουμε χορωδία να ψάλλουμε». Εγώ ντρεπόμουνα, επειδή ήταν μικτό το Γυμνάσιο και εκεί και ντρεπόμουνα τώρα να πάω να πούμε τώρα να κάνω αυτό. Όταν, όμως, μας είπε ο καθηγητής: «Όσοι θα συμμετάσχετε στην χορωδία που θα κάνουμε, ώστε να ψάλλουμε εμείς κάθε Σάββατο, θα σας βάλω από έναν μέχρι τρεις βαθμούς στα Θρησκευτικά ανάλογα με την επίδοση σας». Το άλλο Σάββατο γέμισε το αναλόγιο γύρω γύρω από όλους μας εκεί να πούμε. Ο ψάλτης που ήταν έτσι ηλικιωμένος τότε, σαν και μένα με άσπρα μαλλιά, μερικούς από μάς μας ξεχώρισε. Άκουσε, είχε αυτί φαίνεται ο άνθρωπος και άκουγε. Και μας λέει, μας ξεχώρισε ένας, δύο, έδειχνε με το δάχτυλο. «Εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ». Καμιά δεκαριά, έντεκα παιδιά, δώδεκα πόσοι ήταν. «Αύριο Κυριακή, ελάτε στην εκκλησία να ψάλλουμε μαζί», λέει ο ψάλτης ο γέρος. Από τους έντεκα - δώδεκα που ξεχώρισε πήγαμε τρεις, εγώ και άλλοι δύο. Μόλις με άκουσε εμένα, οι άλλοι δύο δεν ξέρανε τίποτα. Εγώ, βέβαια, λόγω του παππούλη ήξερα ορισμένα πράγματα, χωρίς να ξέρω μουσική. Τίποτα! Ούτε ήχους ούτε τίποτα. Μου λέει εμένα: «Εσύ θα πεις τον Απόστολο», μου λέει. Πρώτη φορά που πήγα λέω τον Απόστολο! «Είστε ωραίοι», λέει αυτός. «Την άλλη… Το άλλο Σάββατο θα σας φέρω την κρηπίδα του Φωκαέως». Η κρηπίδα είναι το αλφαβητάρι της βυζαντινής μουσικής του Φωκαέα, πολύ κλασικός δάσκαλος ο Φωκαέας, μέχρι και σήμερα δηλαδή τα χερουβικά του και τα δοξαστικά του ψάλλονται στις εκκλησίες. Λοιπόν, πάμε το άλλο Σάββατο, πήγαμε. Την Κυριακή, όπως σου είπα, πήγαμε τρεις, μας φέρνει την κρηπίδα του Φωκαέα και μας λέει «Να καθίσετε να διαβάσετε αυτά», λέει, «και λοιπά». Καθίσαμε τρεις όπως ήμασταν εμείς [Δ.Α.]. Ο άλλος μωρέ ο τρίτος «Ρε», λέει, «αυτά τα ιερογλυφικά δεν μπορώ εγώ», λέει και λοιπά, έφυγε. Μείναμε δύο. Πάμε το άλλο Σάββατο και του λέμε: «Δεν μπορούσαμε να βγάλουμε το γύμνασμα». Είχε μια άσκηση η κρηπίδα, το αλφαβητάρι μας είχε γυμνάσματα. Δηλαδή να πούμε το Νι, Πα, Βου, Γα, Δη και λοιπά αλλά έπρεπε να καταλήγουμε στη νότα που έλεγε στο τέλος. Εμείς δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να… Δεν ξέραμε πώς να ξεκινήσουμε και λοιπά και αυτά. Διότι η βυζαντινή μουσική έχει μαρτυρίες μπροστά που μας μαρτυρούν τον ήχο και τον τόνο από πού ξεκινάμε. Λοιπόν, εμείς δεν ξέραμε τέτοια πράγματα ούτε μας είχανε… Πάμε και του λέμε: «Δεν μπορούμε να βγάλουμε το… Την άσκηση αυτή, το γύμνασμα αυτό. Πώς βγαίνει;». «Άμα μεγαλώσετε, θα τα μάθετε!» Δεν ήξερε ο φουκαράς και αυτός, αλλά είχε σωστά ακούσματα και έψελνε πρακτικά. Αλλά έκανε αίσθηση το ψάλσιμο του, γιατί ήταν και καλλίφωνος και λοιπά. Περιμέναμε και εμείς να μεγαλώσουμε να τα μάθουμε αυτά όπως μας είπε. Έκανα τρία χρόνια, τέσσερα μέχρι την Α' Λυκείου, ’60-’63. Στο Γυμνάσιο του Μουζακίου, εγώ ήρθα δεύτερος, διότι πρώτη βάλανε μία ανιψιά ενός καθηγητού Φυσικής, Επιδέξιος λέγονταν στο επώνυμο αυτός. Επειδή είχε παντρευτεί μία Μουζακιώτισα από εκεί, βάλανε την ανιψιά του πρώτη και δεύτερος εγώ, ενώ ήμουνα πρώτος εγώ να πούμε. Εν πάση περιπτώσει, λοιπόν, φεύγουμε από κει και παίρνει μετάθεση ο πατέρας μου, επειδή είχε απολυτήριο Γυμνασίου, παλαιού γυμνασίου, έκανε μετάταξη από αγροτικός σε αστικός διανομέας. Και παίρνει μετάθεση στην Αθήνα, στα Άνω Πετράλωνα. Εκεί μέναμε πάνω από το σταθμό των Άνω Πετραλώνων, Κυκλώπων 7. Από πάνω δύο δρόμους ήταν ο Άγιος Ανδρέας, η ενορία. Η μάνα μου συνέχεια στην εκκλησία εκεί να φτιάχνει τα πρόσφορα και λοιπά, καταλαβαίνεις. Ήταν από οικογένεια θρησκευόμενη, είχε δώδεκα αδέρφια η μάνα μου, δώδεκα αδέρφια. Και έξι είχε ο πατέρας μου. Τον έναν τον έχασε, τον Γιώργο, στη μάχη της Κρήτης το ’41, είκοσι χρονών. Και για αυτό και είπε εμένα Γιώργο.
Ξέρετε πώς ακριβώς χάθηκε ο Γιώργος; Σας έχει πει η μητέρα σας;
Όχι, το τελευταίο παιδί χάθηκε στο χωριό που γεννήθηκε. Ο Γιώργος ο αδερφός του πατέρα μου ήταν τότε χωροφύλακας και τους πήρανε στη μάχη της Κρήτης το ’40-‘41 με τους Γερμανούς και σκοτώθηκε. Ήταν μέσα σε ένα όρυγμα και έριξαν την βόμβα οι Γερμανοί. Ήταν 21 Μαΐου του ’41. Είκοσι χρονών ήταν τότε ο μπάρμπας μου ο Γιώργος.
Εσείς πώς μάθατε για το θάνατο του τότε;
Έμαθε ο πατέρας μου, έμαθε ο πατέρας μου ότι σκοτώθηκε και η γιαγιά μου η Αγαθή στο χωριό έπαιρνε σύνταξη από τον [00:20:00]σκοτωμό του γιου της, του Γιώργου. Δεν είχε παντρευτεί ο Γιώργος, ήταν ανύπαντρο παιδί τότε να πούμε αυτό. ‘Ριξαν την βόμβα οι Γερμανοί και σκοτώθηκαν από τους σαράντα – σαράντα δύο που ήταν μέσα, σκοτώθηκαν 25. Μεταξύ αυτών και ο μπάρμπας μου. Οι άλλοι επέζησαν από το όρυγμα και στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο, στη σχολή της αστυνομίας υπάρχει στήλη που είναι γραμμένα τα ονόματά τους. Βέβαια. Γούλας Γεώργιος του Κωνσταντίνου εκ Καρδίτσης, ο αδερφός του πατέρα μου. Όπως και στο χωριό επάνω που έχουμε το μνημείο εκεί που γράφει επάνω Πας… Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος, είναι και εκεί αναγεγγεγραμμένος. Τώρα μάλιστα τελευταία γράψανε και τον γιο μου, τον Δημοσθένη, τον αντιστράτηγο της Αεροπορίας Στρατού που σκοτώθηκε στο Σαραντάπορο 19 Απριλίου του 2017, τέταρτη ημέρα του Πάσχα με το ελικόπτερο. Σκοτώθηκαν τέσσερις αξιωματικοί εκεί και ακόμα τώρα μας καλούν και η στρατιά και το 1ο ΤΕΑΣ στο Στεφανοβίκειο που υπηρετούσε και ήταν υποδιοικητής. Μας καλούνε, όταν κάνουνε εκδηλώσεις μνήμης κάθε χρόνο και πηγαίνουμε να πούμε εκεί. Λοιπόν, φτάνουμε στην Αθήνα, στα Άνω Πετράλωνα. Η μάνα μου στην εκκλησία, εγώ δεν πατούσα στην εκκλησία. Αθήνα τώρα, μικτό το γυμνάσιο το δωδέκατο στα Κάτω Πετράλωνα που ήταν παλιά εργοστάσιο σοκολατοποιίας του Παυλίδη αυτό με παράθυρα τετράγωνα, ξέρεις τώρα Γυμνάσιο με πολλά αυτό… με κάτι σκάλες από δω, από κει. Λοιπόν, μικτό το Γυμνάσιο. Εγώ στη Β' Λυκείου ήμουνα στο πρώτο τμήμα. Στο δεύτερο τμήμα ήτανε… Είναι λέει ένας μαθητής πρώτος από όλους, να πούμε, στη Β' Λυκείου. Μόλις μπήκα και εγώ στη Β' Λυκείου εκεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων… Κάνανε και γαλλικά τότε, γαλλικά στο Γυμνάσιο. Αλλά εγώ ήμουνα αγράμματος από γαλλικά. Μόνον λατινικά κάναμε εμείς στο Γυμνάσιο τότε στον Παλαμά και τα θεωρούσαμε εμείς σαν ξένη γλώσσα, γιατί δεν υπήρχε ούτε φροντιστήριο στον Παλαμά τότε, για να μάθουμε. Όπως σου είπα πριν, να επανέλθω, ο Παλαμάς μεγάλη κωμόπολη με καλή ρυμοτομία, αλλά κανένα δρόμο ασφαλτοστρωμένο. Ένας, ο κεντρικός δρόμος που το λέγαν δημοσιά που πέρναγε το λεωφορείο από την Καρδίτσα και πήγαινε προς Λάρισα, αυτός ήτανε ασφαλτοστρωμένος. Όλοι οι άλλοι ήτανε με… το χειμώνα με λάσπη, φόραγαμε κάτι γαλότσες και, όταν κόλλαγε η γαλότσα, έφευγε το παπούτσι, το πόδι και έμενε η γαλότσα κάτω. Οπότε μετά τι να κάνουμε; Βγάζαμε την κάλτσα και πηγαίναμε ξυπόλητοι στο σπίτι και αυτό μέσα στη λάσπη. Τι να κάναμε; Και το καλοκαίρι σκόνη, σκόνη πολλή, γιατί… Εν πάση περιπτώσει, η μάνα μου να επιμένει. «Έλα παιδί μου στην εκκλησία, έλα γιε μου στην εκκλησία! Εκεί ψάλλει και ένα καλό παιδί». Έψαλλε τότε ένας εικοσιεφτάχρονος από την Κόνιτσα η καταγωγή του, επιπλοποιός στο επάγγελμα, αλλά τρομερός έτσι γνώστης βυζαντινής μουσικής και έψαλλε πολύ ωραία. «Έλα!» μου λέει. Βασίλης Μπέλτσος, Μπέλτσος Βασίλης. Αυτός ήταν που ήταν, εκτός από τον Παπαγιάννη τον παππούλη αυτό που με εισήγαγε στα προσόμοια πρακτικά να τα ψάλλω, αυτός ήταν που με ώθησε να μάθω βυζαντινή μουσική. Λοιπόν, εγώ δεν ήθελα να πάω, για να κάνω το χατίρι της μάνας μου μια μέρα λέω «Ας πάω». Αλλά πήγα δέκα η ώρα, την ώρα που θα τελειώνανε! Γελάς, ε; Τι να κάνω, βρε παιδί μου; Είναι ιστορίες… Ξέρεις ένα παιδί τώρα, γιος ταχυδρόμου από το χωριό με συνθήκες, όπως σου είπα… Με το καντήλι να διαβάζει την εφημερίδα και να μην τη μοιράζει το απόγευμα που ερχότανε το ταχυδρομείο από το Μουζάκι και να τη μοιράζει την άλλη μέρα, για να μάθει, καταλαβαίνεις, είχε ανησυχίες. Όπως και τα σημερινά παιδιά, δεν μπορώ να πω ότι έχουν ανησυχίες, αλλά, δυστυχώς, σήμερα οι ανησυχίες των παιδιών διοχετεύονται σε άλλα επίπεδα και σε άλλους δρόμους. Εγώ είχα αυτό το… Αυτό που με κόλλησε να πούμε εκεί πέρα. Λοιπόν, να κάνω το χατίρι της μάνας μου, πάω δέκα ώρα, ντρεπόμουνα κιόλας. Πάω του λέω: «Με συγχωρείτε», λέω, «η μάνα μου έρχεται εδώ», λέω, «ο αδερφός μου κρατάει τα μανουάλια, μπορώ να έρχομαι κι εγώ», λέω, «εδώ;». «Ξέρεις», μου λέει, «να ψάλλεις;». Λέω: «Ξέρω κάτι λίγα». «Τι; Πας», λέει, «στο Λύκειο;». «Ναι, Β' Λυκείου». «Θα ‘λθεις», μου λέει, «την άλλη Κυριακή εξίμισι η ώρα το πρωί που δεν θα έχει κόσμο να σε ακούσω και μετά θα σου πω τι θα κάνεις». Από τη μία Κυριακή έως την άλλη τσακωνόμουν με τη μάνα μου, γιατί να του δώσω το λόγο μου ότι θα πάω. Δεν θέλω να πάω! «Μην κάνεις έτσι παιδί μου, μην κάνεις έτσι γιε μου», να μου λέει η μάνα μου να πούμε, η κυρα-Λένη – Θεός σχωρέστην - «Άμα δεν θέλεις, πήγαινε, αφού του είπες ότι θα πας, πήγαινε και άμα δεν σου αρέσει φύγε». Τελικά 06:30 η ώρα το πρωί, διάβαζαν τον Εξάψαλμο. Ήρθε η ώρα στο Θεός Κύριος. Μου λέει αυτός: «Θα ψάλλω εγώ το πρώτο και το άλλο θα το πεις εσύ», μου λέει. Το είπα εγώ, με κοιτάει λίγο λοξά. «Ξέρεις μουσική;» μου λέει. «Όχι», του λέω. «Καλά», μου λέει. Φτάνουμε στα ευλογητάρια, λέει το πρώτο αυτός, λέω το τρίτο. «Το τρίτο εσύ», μου λέει. Το λέω εγώ. «Ρε φίλε», μου λέει, «ξέρεις μουσική;» «Όχι», του λέω. Μου λέει: «Τι είναι αυτό;». «Το ολίγον». «Το άλλο τι είναι;» «Πεταστή». «Έλα ρε, με δουλεύεις;», μου λέει, «δεν ξέρεις μουσική και ξέρεις;». «Αυτά τα ξέρω», λέω, «αλλά δεν ξέρω πώς συμπλέκονται και βγαίνει το μουσικό μέλος. Δεν το ξέρω αυτό», λέω, «τι να σας πω», λέω, «αυτά μας τα έδωσε ένας», λέω, «στον Παλαμά που ήμασταν ψάλτες εκεί, μας έδωσε μια κρηπίδα του Φωκαέα και από εκεί μάθαμε αυτά, αλλά δεν ήξερε κι αυτός και μας είπε άμα μεγαλώσετε θα τα μάθετε!» Γέλασε ο Βασίλης, γέλασε με αυτό που του είπα. Βέβαια, λοιπόν, και μου λέει: «Άκου να δεις φίλε τέτοια φωνή», μου λέει, «είναι κρίμα να χαθεί. Βυζαντινή φωνή», λέει, «πάρα πολύ καθαρή. Λοιπόν, πρέπει να μάθεις μουσική, θα πας στο ωδείο». Πού είναι το ωδείο; Στην Αθήνα. Λέω: «Πόσο είναι το ωδείο;». Μου λέει: «Διακόσιες δραχμές τον μήνα». «Διακόσιες τον μήνα;». Ο πατέρας μου έπαιρνε 1.600 δραχμές μηνιάτικο και πληρώναμε οχτακόσια σε ενοίκιο στην Κυκλώπων 7, όπου είχε ένα διάδρομο και ήμασταν τρεις οικογένειες με κοινή τουαλέτα. Καταλαβαίνεις τώρα κατάσταση; Και το ψωμί τότε είχε τρεις και ογδόντα και πήγαινα με τέσσερις δραχμές και έπαιρνα και μια εικοσάρα, είκοσι λεπτά τρύπια στη μέση. Εικοσάρα παλιά. Είκοσι λεπτά. Λοιπόν, λέω: «Δεν έχω», λέω, «δεν έχει ο πατέρας μου». Τι οχτακόσιες και ήμασταν πενταμελής οικογένεια. Τρία αδέρφια και η μάνα μου και ο πατέρας μου, πενταμελής. Τι να ζήσουμε να πούμε με αυτά; Κατέβαινε στην Βαρβάκειο αγορά τότε, εκεί πέρα να ψωνίσει ορισμένα πράγματα που ήταν κάπως πιο φθηνά. Δεν υπήρχαν λαϊκές τότε και λοιπά. Λοιπόν, μου λέει: «Έλα», μου λέει, «την Κυριακή, θα κοιτάξω», μου λέει, «και θα σου πω». Πάω την άλλη Κυριακή, άρχισα να παίρνω και λίγο θάρρος μαζί του, με άφηνε και έψελνα να πούμε αυτά. Αυτός χαιρόταν που έψελνα να πούμε έτσι σωστά, στρωτά. «Άκου να δεις», μου λέει, «θα πας Σουλίου 3. Στις χριστιανικές ενώσεις νέων του πατρός Άγγελου Νησιώτη. Η Ζωοδόχος Πηγή», λέει, «είναι προϊστάμενος εκεί ο παπάς, έχει κάνει», λέει, «από κάτω εκεί Σχολή Βυζαντινής Μουσικής. Θα πας εκεί», μου λέει. Και ήτανε Νοέμβρης μήνας, όταν πήγα. Νοέμβρης. Πώς θα πάω εκεί; Μου λέει: «Θα κατέβεις, θα πάρεις τον ηλεκτρικό», λέει, «θα κατέβεις στην Ομόνοια, θα ανέβεις, θα ρωτήσεις από πάνω τη Σταδίου, θα πάρεις την Μπενάκη, τον πρώτο αριστερά δρόμο από τη Σταδίου είναι η Μπενάκη επάνω», μου λέει, «θα περάσεις», λέει, «Πανεπιστήμιου, Ακαδημία Σόλωνος, μόλις φτάσεις στη Σόλωνος εκεί κοντά ρώτα», λέει, «είναι ένα στενάκι η Σουλίου ένα στενάκι της Σόλωνος 111». Μπαίνω εκεί Σουλίου 3. Ένα κτίριο έτσι μεγαλοπρεπές, χτισμένο δηλαδή σαν βυζαντινό. [00:30:00]Το είχε φτιάξει ο πατήρ Άγγελος Νησιώτης για τους νέους. Είχε πολύ καλή επαφή με τους νέους ο πατήρ Άγγελος Νησιώτης και εγώ δεν ήξερα ότι ήταν μαθητής του Αγίου Νεκταρίου και το έμαθα διαβάζοντας το βίο του Αγίου Νεκταρίου. Μεταξύ των μαθητών του -λέει- ήταν και ο Άγγελος Νησιώτης, ο πατήρ Άγγελος Νησιώτης που ήταν προϊστάμενος της Ζωοδόχου Πηγής, του οποίου ο γιος ήταν καθηγητής Θεολογίας, ο Νησιώτης, που σκοτώθηκε με το αυτοκίνητό του πηγαίνοντας - ένα «Rover» - στην Κόρινθο, πηγαίνοντας προς την Κόρινθο. Λοιπόν, κατεβαίνω κάτι σκαλιά κάτω, καμιά τριανταριά σκαλιά, ένα υπόγειο κάτω, καταγώγι. Ένα τεράστιο οβάλ τραπέζι και ήταν καμιά εικοσαριά, είκοσι πέντε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από μένα. Εγώ τι ήμουνα τότε Β Λυκείου ήμουνα. Λοιπόν, όλοι μεγαλύτεροι. Σταματάει ο δάσκαλος. Είχε μία… ένα χάρακα περίπου μισό μέτρο και χτύπαγε το ρυθμό και ψέλνανε αυτοί. Σταματάει κάποια στιγμή. «Ο νεαρός τι θέλει;» μου λέει εμένα. Λέω: «Ήρθα να μάθω μουσική!». «Τελείωσαν οι εγγραφές για φέτος», λέει, «θα 'ρθεις του χρόνου», μου λέει εμένα, «τον Σεπτέμβρη θα 'ρθεις». «Μα», λέω, «Με συγχωρείτε» λέω. «Όχι, όχι τίποτα θα φύγεις», λέει αυτό. «Σας παρακαλώ», του λέω αυτό «Όχι όχι, θα φύγεις», λέει, «του χρόνου θα έρθεις!» Λέω: «Μπορώ να καθίσω λίγο να σας ακούσω;». «Έλα, κάθισε» μου λέει. Πήρα μία καρέκλα και εγώ και έκατσα πλάι. Με ρωτάει ο δάσκαλος: «Ποιος σε έστειλε;». Λέω από τον Άγιο Ανδρέα Πετραλώνων με έστειλε ο ψάλτης, «Τον ξέρετε» λέω «τον Μπέλτσο τον Βασίλη;». «Δεν τον γνωρίζω», λέει. Ιωάννης Κορδής ο δάσκαλος, ο οποίος ήτανε ψάλτης στον Άγιο Γεώργιο Νέας Ιωνίας και ήταν ο υπεύθυνος του τμήματος βυζαντινής μουσικής στον πατέρα Άγγελο Νησιώτη εκεί στην αυτή. Λοιπόν, λέω: «Ξέρω μερικά πράγματα», λέω, «αν μου υποδείξει, μου δείξει κάποιος», λέω, «προχωρημένος κάποια αυτά και να με εξετάσει, θέλω να μη χάσω τη χρονιά φέτος», λέω και λοιπά. «Παναγιώτη!» φωνάζει ένα παιδί, «Παναγιώτη, έλα εδώ, παρ’ τον, αλλά θα έρχεσαι και Πέμπτη», μου λέει. Πήγα Δευτέρα εγώ, Δευτέρα ήτανε να πάω. Μου λέει Δευτέρα και Πέμπτη θα έρχεσαι. «Βεβαίως». Βράδυ, βράδυ εξίμισι η ώρα. Το καλοκαίρι εξίμισι… Βέβαια, σταματούσαν το καλοκαίρι αυτοί, αλλά εξίμισι το χειμώνα, τον Νοέμβρη μήνα είναι νύχτα μέχρι τις οχτώ, οχτώμισι, νύχτα. Αλλά περπατούσες τότε άνετα στην Ομόνοια, δεν υπήρχανε τότε αυτά που υπάρχουν σήμερα. Λοιπόν, υπήρχε ασφάλεια δηλαδή, υπήρχε τρομερή ασφάλεια. Πάω την Πέμπτη, μου δείχνει ο Παναγιώτης. Μου λέει: «Αυτό», λέει, «μπροστά είναι οι μαρτυρίες, μας μαρτυρούν το δρόμο. Από κει ξεκινάμε», λέει, «από τον τόνο αυτόν». Μόλις μου είπε αυτό, εγώ πήγα στο σπίτι, ένα βιβλίο είχα την κρηπίδα αυτή. Μόλις πήγα στο σπίτι, τα έβγαλα όλα να πούμε τα γυμνάσματα. Τάκα, τάκα, τάκα βγαίνανε όλα. Διότι ήξερα τους χαρακτήρες, ήξερα πόσο ανεβαίνει, κατεβαίνει το καθένα, χρονικές αγωγές και λοιπά, αλλά δεν ήξερα ήχους. Οπότε μου λέει ο δάσκαλος την άλλη αυτή… Αφού, κατά κάποιο τρόπο τον ενημέρωσε ο Παναγιώτης ότι πάμε καλά, μου λέει: «Άκου να δεις, θα τα διαβάσεις όλα αυτά». Μου έδωσε δική του φυλλάδα, όχι την κρηπίδα του Φωκαέα, είχε βγάλει δικά του εκεί. Και μου λέει: «Και μετά τα Χριστούγεννα μετά του Αϊ-Γιαννιού, θα σε εξετάσω και αν μπορείς», λέει, «να ενσωματωθείς, δεν θα χάσεις τη χρονιά». Οπότε, μου λέει «Θα αγοράσεις όμως το Αναστασιματάριο». Το «Αναστασιματάριο» τότε έκανε ογδόντα δραχμές! Ογδόντα δραχμές, Γεωργία μου. Πάω στη μάνα μου, λέω: «Μάνα, ογδόντα δραχμές να πάρω Αναστασιματάριο». «Πού να τα βρω παιδάκι μου;», μου λέει, «Πού να τα βρω;». Λέω: «Δεν ξέρω. Άμα δεν πάρω Αναστασιματάριο, δεν πάω. Είναι το βιβλίο που μου είπε», λέω, «ο δάσκαλος εκεί και λοιπά και αυτά». Ένα κομπόδεμα από δω στη ρόμπα, ένα κομπόδεμα από εκεί στην άλλη τσέπη η μάνα μου, άντε από δω από κει, που λες, μου έδωσε το ογδοντάρι. Πήγα και πήρα το πρώτο «Αναστασιματάριο». Ογδόντα δραχμές. Χαρά εγώ τότε που λες και λοιπά. Άρχισα να διαβάζω, αλλά χωρίς να ξέρω να αποδίδω νότες. Άρχισα να διαβάζω, όμως, τις νότες, δηλαδή ανάγνωση και παραλλαγή είναι. Παραλλαγή, δηλαδή να λέω τις νότες, πώς ανεβαίνει, κατεβαίνει και λοιπά. Οπότε ήρθε του Αϊ-Γιαννιού, μετά του Αϊ-Γιαννιού, με εξετάζει ο δάσκαλος. «Μπράβο», μου λέει, «Γιώργο. Σε κατατάσσω μου», λέει, «στην πρώτη τάξη εδώ και λοιπά». Γενάρη μήνα, αφού με εξέτασε, αυτά. Είχα προχωρήσει βέβαια κι εγώ. Μετά από λίγο, μετά από κάνα μήνα αυτό, άρχισα λίγο να παίρνω θάρρος και αυτοπεποίθηση και μου λέει: «Για ψάλλε», μου λέει, «Γιώργο, εσύ αυτό». Είπα ένα κομμάτι εγώ εκεί και να μου λέει ο δάσκαλος: «Ακούστε παραλλαγή. Γιώργο, λέγε παραλλαγή, ακούστε τον Γιώργο!» Όταν άκουσα εγώ αυτό το ακούστε το Γιώργο, γιατί είχα και φωνή καλή, στρωτή και δεν ξέφευγα στον τόνο, τόνιζα δηλαδή τους τόνους κανονικά. Οπότε άρχισα να αισθάνομαι, να έχω αυτοπεποίθηση ότι τα λέω σωστά. Και στο αναλόγιο μετά πήγαινα εκεί στον Βασίλη. Λοιπόν. Τελείωσα το Λύκειο και δίνω εξετάσεις στο ακαδημαϊκό τότε και περνάω στην Θεσσαλονίκη, στην Οδοντιατρική. Διακόπτω τη βυζαντινή μουσική και αρχίζει πλέον το πανεπιστήμιο. Είναι κλίμακες, δηλαδή πέρασα από κλίμακες τέτοιες που… Πώς έρχεται η δουλειά. Δηλαδή χάρη στη μάνα, στον παππούλη, στη μάνα που επέμενε και λοιπά και αυτά και ο Βασίλης αυτός, ο οποίος παρεμπιπτόντως να σου πω, μένει στο Αιγάλεω, είναι μεγάλος βέβαια τώρα, λοιπόν και έμαθε ότι ψάλλω στον Άγιο Χαράλαμπο και πριν δώδεκα χρόνια, ήρθε μία Κυριακή προ των Χριστουγέννων με ένα μπουφάν κίτρινο και λοιπά. Και βλέπω ένα κύριο εγώ ψαρομάλλη, έρχεται στο αναλόγιο και έρχεται και με πλησιάζει, με πιάνει από το ράσο, με πιάνει από το ράσο εδώ. Γιατί ο άνθρωπός, δεν το ήξερα εγώ, δεν βλέπει, έχει ωχρά κηλίδα και δεν βλέπει. Και ήρθε κοντά κοντά να με δει. «Δεν μου λες, ήσουνα ποτέ το ’66- ’67, το ’65 στον Άγιο Ανδρέα Πετραλώνων;». Λέω ναι. «Είσαι ο Γιώργος ο Γούλας;». «Ναι», λέω. Κοιτάω. «Βασίλη, εσύ είσαι;». Γνώρισα το μέτωπο του. Αγκαλιές, φιλιά, κλάμα εκεί μετά. Ο άνθρωπος έχει φίλους κάτω στο Αιγάλεω εκεί, σε πολλές εκκλησίες και δεν τον άφηναν να πει ένα Κύριε Ελέησον, επειδή δεν έβλεπε. Και του λέω Βασίλη μου ψάλλε. «Μα δεν βλέπω». «Τόσα χρόνια εσύ να πούμε», λέω, «δεν βλέπεις; Ψάλλε εσύ και εγώ θα ισοκρατώ». Χαρά, πήγαμε ήπιαμε καφέ μετά, μου έδωσε το τηλέφωνο του. Του λέω «Σε αναφέρω μέσα στο Λεξικό της ελληνικής μουσικής: από τον Ορφέα μέχρι σήμερα σε αναφέρω ότι εσύ με ώθησες», του λέω, «και με έσπρωξες και πήγα στη σχολή του πατρός Αγγέλου και λοιπά». Εν πάση περιπτώσει, να κλείσει η παρένθεση πώς ανταμώσαμε πάλι μετά με τον Βασίλη, λοιπόν μετά από τόσα χρόνια. Στην Θεσσαλονίκη, δεν δικαιούμουν να φάω στη λέσχη.
Γιατί ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και έπαιρνε χίλιες εξακόσιες… Τότε έπαιρνε δυόμισι χιλιάδες, έπαιρνε δυόμισι χιλιάδες δραχμές και εθεωρείτο εύπορος. Και στον Άγιο Θωμά Αμπελοκήπων, διότι μέναμε τότε… Είχε αγοράσει με δάνειο ένα σπίτι επί της Μικράς Ασίας απέναντι από το Λαϊκό ο πατέρας μου, στην πλατεία του Αγίου Θωμά δίπλα, και ιερείς εκεί με τους επιτρόπους δεν του δίνανε επειδή: «Κωλυόμαστε» λέει, «είσαι δημόσιος υπάλληλος». Βρε παιδί μου δεν μπορώ να ανταποκριθώ, έχω άλλα δύο παιδιά. Εν τω μεταξύ, ήτανε και η αδερφή μου έτοιμη να δώσει εξετάσεις και εκείνη, λοιπόν, για το πανεπιστήμιο και ο αδερφός μου πήγαινε στο Γυμνάσιο, ήταν μικρότερος. Και πάμε Θεσσαλονίκη. Εγγραφή 14 Νοεμβρίου του ‘71 στην Οδοντιατρική. Ο πατέρας μου είχε μία… ένα θείο, [00:40:00]αδερφός της μάνας του. Οικονόμου, αδερφός του μπάρμπα του Αχιλλέα που μου έδωσε, που ήταν στα ανάκτορα. Και αυτός ήτανε δασολόγος συνταξιούχος και είχε ένα σπιτάκι εντός Επταπυργίου στην Θεσσαλονίκη, μέσα από το, από το κάστρο. Περνάγαμε τη μεγάλη πορτάρα να μπούμε μέσα εκεί. Ένα μικρό σπιτάκι είχε. Η γυναίκα του, η θεία η Σοφία - Θεός σχωρέσ' τους - είχε βαφτίσει τον πατέρα μου και ήταν βαφτιστικός. Πάμε πάνω. «Θεία», λέει «και θείε δεν έχω λεφτά», λέει, «δεν τον παίρνουν στην εστία. Να τον βάλουμε εδώ να μείνει», λέει, «έστω και λοιπά;» Λέει: « Δημοσθένη μου», λέει στον πατέρα μου η θεια, «δεν έχουμε». Είχε και τον γιο της που τότε παντρεύτηκε και είχε κι ένα κοριτσάκι ο Θανάσης ο μπάρμπας μου, λοιπόν, την Σοφούλα, η οποία Σοφούλα τώρα είναι καθηγήτρια μαθηματικός. Τότε, την είχα στην αγκαλιά εγώ. Λοιπόν, με βάζουνε ένα δωματιάκι, ένα δωματιάκι, πόσο να σου πω… 3,5 επί 2; 3,5 επί 2; Τόσο δα, όπου υπήρχε ένα παράθυρο από την πίσω μεριά, υπήρχε ένα ντιβανομπάουλο, ήταν σαν καναπές που σηκωνόταν και είχανε ρούχα μέσα και από πάνω είχαν ένα μικρό στρωματάκι, το χρησιμοποιούσαν σαν κρεβάτι. Και εκεί κοιμόμουνα εγώ. Και ένα μικρό τραπεζάκι, ένα μικρό τόσο δα, με μία καρέκλα και μία ντουλάπα, βάζανε τα ρούχα. Εκεί με βάλανε να μένω. Μάλιστα και έστελνε πεντακόσιες δραχμές το μήνα ο μακαρίτης ο πατέρας μου στο θείο τον Βασίλη και την Σοφία και με το πεντακοσάρικο αυτό που λες, Γεωργία μου, μου έδιναν τότε… Ήταν με τα δεφτέρια ψώνιζαν. Πήγαινα με το δεφτέρι στον κρεοπώλη, στον γαλατά, στον φούρνο. Πέντε δεφτεράκια είχε. Στον μανάβη. Λοιπόν, με τα πεντακόσιες δραχμές αυτές ξεχρέωνε το μήνα. Με έστελνε η θεια η Σοφία με τα δεφτέρια και ξεχρέωνα εγώ τους χρεώστες, εκεί που χρώσταγε, που όφειλε η θεια η Σοφία. Η θεια η Σοφία με ρώταγε: «Γιώργο μου, το φαγητό αυτό θα κάνουμε σήμερα. Το τρως;». «Το τρώω, θεία μου». Να δεις τώρα να γελάσεις. Μία μέρα μου λέει… Άρχισα εγώ, να πούμε, να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο. Δεν είχα χρήματα, για να αγοράσω βιβλία. Οργανική Χημεία μου έδωσε ο Βασίλης που ήταν τριτοετής, ξάδερφος του πατέρα μου, τριτοετής φοιτητής στην Ιατρική που την Οργανική Χημεία την κάνανε στο δεύτερο. Κούτσιας, Κούτσιας, Βασίλης Κούτσιας, φοιτητής, δηλαδή θείος μου στην ουσία εμένα. Και αυτός, επειδή εμείς Οργανική Χημεία κάναμε στο πρώτο έτος, αυτοί το κάνανε στο δεύτερο, είχε σημειωμένα όλα τα σος της Οργανικής Χημείας με τον Χριστομάνο, τον καθηγητή. Είχα καθηγητή ανατομίας τότε τον Αλέξανδρο τον Σάββα, πολύ σκληρός καθηγητής, αλλά όμως πολύ καλός δάσκαλος, πολύ καλός δάσκαλος. Και ο Χριστομάνος, είχε και μία αλυσιδίτσα εδώ μεταλλική, όταν έγραφε στον πίνακα τις αντιδράσεις της οργανικής χημείας φαίνονταν η ταυτότητα εδώ ένα αλυσιδίτσα που είχε εδώ, αυτό. Το πρώτο διαγώνισμα, γράφω άριστα εγώ, τέσσερα! Το άλλο διαγώνισμα, πήγαινα και διάβαζα ανατομία και αυτά, μέχρι που να μου δώσει ο θείος μου την οργανική χημεία στη λέσχη, η οποία λέσχη ήταν επί της Βασιλίσσης Σοφίας, όπως κατεβαίνει από το Συντριβάνι, κατεβαίνει κάτω στον Λευκό Πύργο, αριστερά στον δεύτερο όροφο. Και από κάτω ήταν η λέσχη φαγητού, ήταν που τρώγανε. Από πάνω ήταν το Αναγνωστήριο που διαβάζαμε. Έτσι το λέγαμε τότε, Αναγνωστήριο. Εγώ δεν κάπνιζα εν τω μεταξύ και κάποια στιγμή βγαίνω έξω, για να κάνω διάλειμμα και να δύο συμφοιτητές μου, όχι της Οδοντιατρικής, δεν ήξερα. Ο ένας ήταν φυσικός και ο άλλος μαθηματικός, καπνίζαν αυτοί. Ήταν σε μεγαλύτερα έτη, στο τρίτο ο ένας, στο δεύτερο ο άλλος. Λοιπόν. «Από πού είσαι, ρε φίλε;» μου λένε εμένα. Λέω: «Εγώ», λέω, «είμαι από την Καρδίτσα την ορεινή, Αργιθέα, δεν ξέρετε». «Από την Αργιθέα είσαι, ρε;» μου λέει ο ένας, ο φυσικός, ο Γιώργος ο Βλάχος, ξάδερφος του πατέρα μου από το διπλανό χωριό της Αργιθέας, χωρίς να ξέρω εγώ. Δεν γνωριζόμασταν. Για αυτό σου λέω πώς τα οικονομεί ο Θεός καμιά φορά, δηλαδή από το ένα στο άλλο, έτσι πώς… Ένα παιδί το οποίο είχε όρεξη δηλαδή για μάθηση, ήμασταν αγράμματοι στο χωριό, δηλαδή τι να ‘κανα; Δεν είχε ο πατέρας μου τίποτα, ούτε πρόβατα ούτε αυτά. Λοιπόν, σε αντίθεση με τα σημερινά παιδιά που τα έχουνε όλα, τα έχουνε όλα. Εγώ στερήθηκα πολλά πράγματα και θα το δεις τώρα. Λοιπόν. Μου λένε: «Ώστε έτσι ε;» Βασίλογλου Χρήστος ο άλλος, μαθηματικός. Ο Γιώργος ο Βλάχος πέθανε νωρίς. Θεός σ’χωρέσ’ τον. Ο Χρήστος ο Βασίλογλου επικοινωνήσαμε, έμαθα ότι είναι στην Καρδίτσα συνταξιούχος μαθηματικός και με περιμένει, όταν θα ανέβω επάνω, να πάω να ανταμώσουμε. Καταλαβαίνεις τώρα; Μου λένε: «Το μεσημέρι θα φάμε», λέει, «από κάτω στη λέσχη». Λέω: «Πώς θα φάμε;». «Δεν έχεις μου», λέει, «κάρτα;». Κουπόνια ήταν, κάτι κουπονάκια με το νούμερο και είχαμε και την κάρτα που είχε τη φωτογραφία απάνω ότι είσαι εσύ, ταυτοπροσωπία. Λέω: «Μένω απάνω στο Εφταπύργιο, στη θεία μου την Σοφία, γιατί λέω ο πατέρας μου είναι δημόσιος… Ταχυδρόμος, δημόσιος υπάλληλος, δεν μπορούσε να βγάλει χαρτί απορίας, για να φάω εγώ στη λέσχη, καταλαβαίνεις. «Μη στεναχωριέσαι», μου λέει, «θα καθίσεις στην πόρτα όρθιος εκεί και θα… Εγώ δεν θα δώσω το κουπόνι μου, θα πω στον…Αυτόν τον ξέρω εκεί», λέει, «που κάθεται. Θα του πω θα 'ρθω να σου δώσω το κουπόνι και θα πας και εσύ με το κουπόνι να πάρεις φαγητό», λέει, «να φας. Δεν θα σου ζητήσει ταυτότητα». Πήγα και εγώ και έφαγα. Και κάθε φορά που λες να πούμε, που η θεια μου η Σοφία έφτιαχνε φαγητό που δεν το έτρωγα, κατέβαινα στη λέσχη και πολλές φορές τους έβλεπα, πολλές φορές δεν τους έβλεπα. Μία μέρα μου λέει η θεία η Σοφία: «Γιώργο μου, θα κάνουμε χταπόδι στιφάδο. Το τρως;». Εγώ κόμπιασα λίγο. «Ναι, ναι, θεία μου», λέω, «ναι, ναι. Πω πω». Από κείνη την ώρα και μετά κατέβηκα στο πανεπιστήμιο, κατέβηκα στο αναγνωστήριο να διαβάσω, δεν έμπαινε τίποτα στο μυαλό. Σκεφτόμουνα πώς θα γυρίσω να φάω το αυτό. Ανεβαίνω στο αναγνωστήριο να βρω τα παιδιά, να φάω στη λέσχη. Δεν τα βρίσκω. Πω, πω. Η ώρα πάει 01:30 - 02:00, μεσημέρι, το παίρνω με τα πόδια από κάτω, για να κουραστώ μήπως τυχόν το φάω το αυτό. Απάνω απάνω από την Ευαγγελίστρια, πλάι από τα Κάστρα, φτάνω πάνω στην Πορτάρα. Πήγε 02:00 και η ώρα. Μου λέει η θεια μου η Σοφία: «Γιώργο μου, να σου βάλω να φας;», μου λέει αυτό. «Ναι, ναι, θεία μου», λέω. Μέσα στο δωματιάκι, στο τραπεζάκι ένα βαθύ πιάτο με ψωμί και ένα κουτάλι, για να φάω το χταπόδι στιφάδο. Εγώ δεν το έτρωγα στη μάνα μου, γιατί ήταν σαν φίδι. Δεν το ‘τρωγα. Γελάς. Λοιπόν, τι να κάνω; Το μύριζα, ήμουν και νηστικός, έκοβε λόρδα, μύριζε πολύ ωραία. Ας πάρω λέω τα κρεμμύδια. Έπαιρνα τα κρεμμύδια με το ψωμί, βούταγα και το ψωμί. Ας δοκιμάσω λέω και λίγο το χταπόδι με το κουτάλι. Το δοκίμασα, μου άρεσε, τάκα τάκα. Μόλις με βλέπει η θεια μου η Σοφία: «Γιώργο μου, σου άρεσε;». «Μου άρεσε». «Να σου βάλω λίγο ακόμα;». «Όχι, όχι θεία μου, έχω εργαστήριο», λέω, «θα φύγω, θα φύγω». Θέλω να σου πω δηλαδή το τι τραβούσα εκεί. Όταν δε, διάβαζα την εφημερίδα, ο θείος ο Βασίλης, γέρος βέβαια, υπερήλιξ, ογδόντα και, του είχε πει ο πατέρας μου να τον προσέχετε, να διαβάζει. Διάβαζα την Μακεδονία που λες εγώ, να ρίξω μία ματιά, ερχόταν ο θείος ο Βασίλης τακ και την τράβαγε, όπως το γεράκι παίρνει την κότα. Τότε με έκοβε, ξέρεις, μέσα μου λέω «Πωπω, τι τραβάω -λέω- τώρα», αλλά δεν [00:50:00]είχα πού αλλού να πάω και πήγαινα εκεί. Αφού πήγα μία… Γύρισα εκκλησίες, ας πάω, λέω, στον Άγιο Δημήτριο. Πήγα στον Άγιο Δημήτρη. Έψελνε τότε ο Θεοδοσόπουλος o Χρύσανθος, Θεός σχωρέσει τον. Ας πάω λέω και στη μητρόπολη. Έψελνε ο Καραμάνης, Αθανάσιος Καραμάνης, ωραίος ψάλτης και λοιπά, αλλά είχανε τους χορούς τους δίπλα και λοιπά. Εγώ ντρεπόμουν και φοβόμουν, επειδή δεν ήξερα και πολλά πράγματα να μη μου πουν τίποτα αυτά. Λοιπόν, πάω και στο…Δεν πήγαινα στο αναλόγιο. Ας πάω και στην Αγία Σοφία. Πάω και στην Αγία Σοφία, της του Θεού Σοφίας λέει. Έψαλλε ο Ταλιαδώρος Χαρίλαος. Θεός σχωρέσ' τον, πέθανε κι αυτός πρόσφατα, πέρσι από κορονοϊό. Λοιπόν, τσούρμο εκεί, νεολαία, από κοντά στο αναλόγιο και μουρμούριζαν το ίσο. Πάω κι εγώ δίπλα, λέω σ’ έναν εκεί, του λέω, ήταν της ηλικίας μου. «Φοιτητής;». «Ναι», μου λέει, «Θεολογική». Λέω: «Μπορώ να έρχομαι κι εγώ εδώ», λέω αυτά. «Διδάσκει πουθενά ο δάσκαλος;». Μου λέει: «Διδάσκει σε εμάς», λέει, «στο πρώτο και δεύτερο χρόνο της Θεολογικής». Λέω: «Μπορώ να έρθω;». «Δεν επιτρέπει», λέει , «Πού είσαι εσύ;». Λέω «Οδοντιατρική», του λέω. «Δεν επιτρέπει», λέει, «άλλους, μόνο αυτό». «Δεν μου λες εσένα σε ενδιαφέρουν αυτά; Σώπα, ρε», μου λέει «αυτά τα ιερογλυφικά;» Λέω: «Μπορώ να έρχομαι στη θέση σου;». «Θα με απαλλάξεις», μου λέει αυτός και λοιπά. «Δώσ' μου την ταυτότητα». Παίρνω την ταυτότητα αυτουνού, βάζω τη φωτογραφία τη δικιά μου πάνω από αυτή… από αυτουνού, με το όνομα, δεν θυμάμαι το όνομα του, δεν το κράτησα, λοιπόν, καλή του ώρα όπου κι αν είναι, αλλά δεν έκανα το μάγκα μέσα. Άκουγα, όμως, το πώς εκτελούσε ο δάσκαλος, ο Ταλλιαδώρος, Θεός σχωρέσ’ τον. Πολύ ωραίος. Είχε βέβαια αυτό το αούτικο, αλλά ήταν δάσκαλος σωστός και εκτελούσε πάρα πολύ καλά. Γέμιζε το αυτί μου να πούμε αυτά. Μετά πήγαινα απάνω στο Εφταπύργιο, στους Αγίους Αναργύρους, που έψαλλαν κάτι νέα παιδιά. Ξεθάρρεψα, πήγαινα σε αυτούς, με δέχτηκαν να πούμε και αυτοί εκεί. Και έτσι πέρασα να πούμε την πρώτη χρονιά. Στην Οργανική Χημεία τώρα να φτάσουμε, που άριστα εγώ; Τέσσερα βαθμολογία. Το δεύτερο τεστ που κάναμε, γράφω πάλι καλά, τρία. Με πλησιάζει ένας φοιτητής της Στρατιωτικής Σχολής, γιατρός. Ήταν στο έκτο έτος αυτός με τη στολή που ήταν να πάνε, γιατί οι στρατιωτικές σχολές γιατρών, οδοντιάτρων, φαρμακοποιών, κτηνίατρων ήταν στην Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, και να φανταστείς ότι τόσο πολύ μου άρεσε, μέχρι που έλεγα στον πατέρα μου να ξαναδώσω εξετάσεις να περάσω στρατιωτική σχολή. Καταλαβαίνεις; Γιατί υπέφερα πάνω με τη θεια τη Σοφία να πούμε εκεί μέσα στο δωματιάκι. Αφού σκέφτηκα, να σου πω την αλήθεια, έτσι να σου εξομολογηθώ, όταν είδα το στιφάδο σκεφτόμουνα να το πετάξω από το παράθυρο. Αλλά το χώμα που είχε δίπλα του ‘χαν ρίξει τσιμέντο. Και λέω τώρα τι γίνεται… Καταλαβαίνεις τι τραβούσα ένα παιδί τώρα να πούμε δεκαεννιά χρονών; Να υφίσταται και τέτοιες αυτές; Μου λέει ο μακαρίτης ο πατέρας μου: «Κοίταξε», μου λέει, «πέρνα τα μαθήματα και αν μπορέσεις να κάνεις μετεγγραφή να ‘ρθεις κάτω στην Αθήνα να μην ξοδευόμαστε και εμείς, γιατί δεν μπορώ» λέει. Εν τω μεταξύ, την άλλη χρονιά περνάει η αδερφή μου στην Θεσσαλονίκη στην Γεωπονική και αυτή. Τι να κάνουμε τώρα; Έπρεπε να κάνω μετεγγραφή. Κατεβαίνω κάτω, στην Οδοντιατρική. Ήταν στην Χαλκοκονδύλη τότε η Οδοντιατρική, πάνω από την 3η Σεπτεμβρίου, μεταξύ Πατησίων και 3ης Σεπτεμβρίου. Και πάω που λες εκεί στη γραμματεία, ήταν η κυρία Κατακάλου, Θεός σχωρέσ΄την, μία εξαίρετη κυρία γραμματέας και μου λέει…Της λέω το και το. «Δεν έχει λεφτά ο πατέρας», μου λέω. «Δεν έχει λεφτά να πληρώνει στην Θεσσαλονίκη», λέω, «ο πατέρας μου. Πρέπει να κάνω μετεγγραφή». Μου λέει: «Ο νόμος», λέει, «αν μένετε στην Αθήνα πέντε χρόνια», ήταν ο Αλαμανής τότε υπουργός παιδείας του ‘65 με τους αποστάτες και είχε κάνει νόμο όσοι είχαν παιδιά που σπουδάζανε σε άλλη πόλη, στην Θεσσαλονίκη, τότε δεν υπήρχαν άλλα πανεπιστήμια, ούτε Πάτρα, ούτε Ηράκλειο, ούτε πουθενά αλλού. Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Μπορεί να κάνει μεταγραφή ή Θεσσαλονίκη ή Αθήνα, αν έχει μόνιμη αν έχει πενταετή μόνιμη κατοικία στην Αθήνα. Εμείς είχαμε τέσσερα χρόνια, μου έλειπε ένας χρόνος. Μου λέει η κυρία Κατακάλου, Θεός σχωρέσ’ την: «Πρέπει να μένετε πέντε χρόνια». «Δεν έχουμε πέντε χρόνια», λέω, «τέσσερα έχουμε», λέω, «εδώ». «Αν μπορέσεις», μου λέει, «να βρεις κάπου, να σου δώσουν μία βεβαίωση – τι είναι αυτό - ή να βρεις κάποιον να κάνεις», λέει, «αμοιβαία μετεγγραφή». Λέω: «Δεν ξέρω» λέω «εγώ κανένα». «Θα κοιτάξω κι εγώ», μου λέει. «Ξαναέλα», μου λέει. Δεν υπήρχαν τότε τηλέφωνα ούτε κινητά, εμείς δεν είχαμε τηλέφωνο στο σπίτι, έπρεπε να πάω στη γραμματεία πάλι. Ξανά πάλι εγώ, μετά από δέκα μέρες. Εν τω μεταξύ, δεν είχα κάνει εγγραφή στην Θεσσαλονίκη στο δεύτερο έτος και ήμουνα μετέωρος! Ναι, δηλαδή θα βρισκόμουν εκτός Πανεπιστημίου, χωρίς να το καταλάβω. Γιατί δεν ήξερα ότι έπρεπε να κάνω την εγγραφή μου επάνω και εγώ πάλευα με την Κατακάλου στην αυτή. Τελικά, λέω το πρόβλημα στον πατέρα μου. Λέει ένας ξάδερφος του πατέρα μου ο μπαρμπα-Νίκος ο Τσάντουλος, Θεός σχωρέσ’ τον, «Ξέρω» λέει, «έναν αξιωματικό στο Αιγάλεω. Στο Αιγάλεω μένει ο αδερφός μου», λέει, «Παναγιώτης ο Τσαντούλας». Θεούς σχωρέσ' τους. Λοιπόν, «Θα πάμε» λέει «εκεί». Φωνάζει τον αξιωματικό Σίνα, σε ένα καφενείο Σίνα 6. Στο καφενείο εκεί, απέναντι από την Ακαδημία Αθηνών. Ανταμώνουμε, ήταν ο Μουτσώκος ο Χρήστος. Ήταν τότε υπομοίραρχος αυτός της χωροφυλακής. Χωρίς να ξέρω εγώ ήταν φοιτητής στην Νομική, και φοιτητής στη Νομική αυτός, δεν το ήξερα και το έμαθα εκ των υστέρων. Και του λέει ο μπαρμπα-Νίκος: «Έχουμε αυτό το πρόβλημα. Ο ανιψιός μου είναι φοιτητής στην Θεσσαλονίκη και πρέπει να κάνει μεταγραφή και ο νόμος λέει θέλει πέντε χρόνια. Ο αδερφός μου μένει στο Αιγάλεω εκεί». Λέει: «Στο Αιγάλεω πού;». «Κύπρου 60». Κύπρου 60. «Θα δηλώσουμε», λέει, «ότι έμενε εκεί πέρα, θα στείλετε», λέει, «ένα χωροφύλακα να πει ότι αυτό και λοιπά και λοιπά». Λέει ο υπομοίραρχος: «Δεν είναι δική μου δικαιοδοσία, είναι του Αγίου Γεωργίου κοντά στην Ιερά Οδό το τμήμα, αλλά θα προσπαθήσω θα πάω προσωπικά εγώ», λέει. Πήγε προσωπικά, βρίσκει ένα χωροφύλακα και με καλεί εμένα. Μου λέει: «Θα 'ρθεις την τάδε μέρα, τάδε ώρα κάτω στο Αιγάλεω». Πήγα στο Αιγάλεω, δεν ήξερα και πώς να πάω, πήρα το λεωφορείο το αυτό. Εν τω μεταξύ είχα μάθει την Αθήνα, γιατί ο αδερφός της μάνας μου, ο Αχιλλέας, ήταν οδηγός στα λεωφορεία, στο τρίτο κλιμάκιο, 137 των μπαμπρίζ. Τα θυμάμαι και… Μου έλεγε: «Θα έρχεσαι εδώ στην Πανεπιστημίου», μου λέει, «και θα βλέπεις την κατάσταση. Αν δεν μπορείς να τα δεις», λέει, «θα ρωτάς τον σταθμάρχη που είμαι και θα με περιμένεις». Περίμενα εγώ τον μπάρμπα τον Αχιλλέα, Ριζόπουλος αυτός, Οικονόμου εκείνος που μου έδωσε την αυτή. Λοιπόν, και μου έδινε και ένα πενηντάρι, πενήντα δραχμές ο μπάρμπας ο Αχιλλέας, ο αδερφός της μάνας μου, ο Ριζόπουλος. Θεός σχωρέσ' τον. Λοιπόν, και αυτός μου έλεγε: «Διάβασες τα μαθήματά σου;». «Διάβασα, θείε», του έλεγα. «Έλα πάμε βόλτα μαζί!» Πηγαίναμε με το λεωφορείο, με είχε μπροστά, οδηγούσε αυτός. Πότε πηγαίναμε προς το Γαλάτσι, πότε πηγαίναμε προς το Νέο Κόσμο, πότε πηγαίναμε Πετρούπολη. Είχα μάθει δηλαδή πάνω κάτω έτσι την Αθήνα, έτσι που βρισκόντουσαν οι περιοχές αυτές, ενώ μέναμε στα Πετράλωνα. Δεν είχα αυτό. Και μετά μέναμε στο Γουδί, Μικράς Ασίας 70, απέναντι από το Λαϊκό.
Εκτός από τα αυτά με τον παπά και λοιπά και τα ρέστα και το δάσκαλο… Αυτό… Είχαμε και τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Είχαμε κότες, είχαμε τα αυγά μας. Βέβαια! Τι έκανα τότε; Η μάνα μου στο κατώι από κάτω, στο υπόγειο είχε κάτι μπουλίτσες, εσοχές. Εσοχές και είχε βάλει άχυρο, τρεις εσοχές ήταν. Και πήγαιναν οι κότες οι οποίες ήταν στο ένα μέτρο πάνω [01:00:00]στον τοίχο και ανέβαιναν και γεννάγανε εκεί. Και μόλις βγαίνανε από το κατώι, κακαρίζανε οι κότες, οπότε ήξερε η μάνα μου ότι είχε αυγό. Αυγό τρώγαμε ελάχιστο, γιατί μόνον όταν είχαμε περισσευούμενο. Τα κράταγε μην τυχόν έρθει κανένας επισκέπτης να φτιάξει κάτι, ή ένα αυγό τηγανητό ή να φτιάξει καμιά τυρόπιτα, τίποτα να πούμε έτσι. Λοιπόν, είχαμε τον κήπο πάνω και μία κότα πήγαινε πάνω. Τη βλέπω, την έβλεπα εγώ. Εγώ δεν μπορούσα, ήθελα να φάω αυγό και το σκεφτόμουνα, γιατί το άκουγε η μάνα μου ότι γέννησε η κότα. Μία κότα στο βάθος του κήπου, πάνω ψηλά δηλαδή στο ντουβάρι, κάτω από την εκκλησία, στο σύνορο. Όπως είναι το σπίτι εδώ, εδώ είναι το ντουβάρι, η εκκλησία από πάνω, πήγε μία κότα, μπήκε από εκεί, την παρακολουθώ. Μετά από λίγο βγήκε από εκεί. Έτσι είσαι; Λέω. Παίρνω κι εγώ μια βέργα, γιατί φοβόμουνα και τα φίδια, φοβόμουνα. Πάω και βλέπω που λες, είχε φωλιά και είχε δύο αυγά μέσα και παίρνω το ζεστό, πάω βρίσκω και μια καρφίτσα, τακ το χτύπαγα και ρούφαγα τα αυγά. Και έτσι είχα βρει την κότα αυτή που πήγαινε και γεννούσε εκτός κατωγιού, έξω από το κατώι που τους είχε η μάνα μου και έτσι έτρωγα και εγώ αυγό ωμό. Το ρούφαγα ωμό. Το τρύπαγα από δω και από κει και το ρούφαγα.
Ωμό;
Ωμό, ωμό.
Στο χωριό είχαμε και κατσίκα. Είχαμε και κατσίκα. Και μάλιστα μία ήτανε… Πώς τη λέγαμε; Είχε δύο κορδελάκια χωρίς κέρατα, δύο κορδελάκια και τη λέγαμε Μαλτέζα.
Μαλτέζα. Ναι. Εκείνη έκανε τρία κατσικάκια. Τρία κατσικάκια. Και έρχεται μία πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου που έμενε σε ένα άλλο χωριό παραπάνω, κόρη του παπά Γιάννη του Γούλα, η μακαρίτισσα η Ευδοξία. Λοιπόν, βλέποντας την κατσίκα που λες το απόγευμα, λέει: «Ρε, Δημοσθένη, τρία έκανε ε; Μπράβο», λέει, «τρία». Το βράδυ ψόφησε η κατσίκα. Το βράδυ ψόφησε η κατσίκα και μας μείναν τα τρία κατσικάκια και τους έδινε με το μπιμπερό ο πατέρας μου το γάλα εκεί και τα μεγάλωσε και λοιπά. Μία από αυτές… Ένα από αυτό ήταν θηλυκό, κατσίκα και το είχαμε για γάλα. Και εγώ έπαιρνα που λες να πούμε την κατσίκα και πήγαινα να τη βοσκήσω κάτω στα χωράφια, στα αυτά. Ο γαμπρός του πατέρα μου είχε καφενείο στο χωριό και του ‘λεγα: « Θείε, θείε, δώσε μου καμιά κολτσίνα». Τράπουλα. Κολτσίνα, τράπουλα, τράπουλα, παλιά τράπουλα, για να παίζουμε με τα παιδιά κάτω. Και έδινα ραντεβού με τα παιδιά να πηγαίνουμε τις κατσίκες. Την έδενα εγώ την κατσίκα σ΄ ένα αυτό και καθόμουνα με τους άλλους και παίζαμε χαρτιά! Πιτσιρικάδες. Η δε μάνα μου έβλεπε τον Σπύρο τον Παπαδόπουλο απέναντι, ένα άλλο παιδί μεγαλύτερο από μένα φυσικά. Στην κωλότσεπη είχε τα βιβλία και μου ‘λεγε: «Δεν βλέπεις; Εκεί που κουβαλάει τα βιβλία και εσύ», λέει, «Πηγαίνεις;». Αλλά τι ήτανε; Δεν τολμούσα να την πάω την τράπουλα στο σπίτι, έπεφτε ξύλο. Ήταν αγία ράβδος. Βέβαια. Απαγορευόταν αυτό. Μην κοιτάς σήμερα όλα τα παιδάκια έχουνε να πούμε κινητά από το Δημοτικό. Την έκρυβα στον τοίχο, σ’ έναν τοίχο που είχε, ήταν ξερολιθιές οι τοίχοι, δεν είχαν τσιμέντο. Είχαν κενά. Σε ένα μεγάλο κενό και μία μεγάλη πλάκα από πάνω και, όταν άρχιζε βροχή, το πρώτο μου μέλημα ήταν να τρέξω να πάρω την τράπουλα να μη βραχεί! Άκου να δεις τώρα εσύ! Λοιπόν, στο χωριό οι καλλιέργειες δεν ήταν σιτηρά, ήταν μόνον καλαμπόκια, καλαμπόκι. Και το καλαμπόκι κάνει τη ρόκα που λέμε, τη ρόκα. Όταν γινόταν αυτό, μαζεύαν τις ρόκες. Πηγαίναν μαζεύαν τις ρόκες και τους κορμούς από τις ρόκες, τις καλαμωτές δηλαδή, τα καλαμπόκια, τα κόβανε και τα είχανε για τροφή των ζώων. Για τροφή των ζώων. Το δε καλαμπόκι το μαζεύανε, όπως ήτανε με τα φλούδια, με αυτά που έχει απέξω και τα στοιβάζανε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Και εκεί κανονίζανε… Όλοι είχανε δηλαδή καλαμπόκια, όλοι, σχεδόν όλοι. Με το μουλάρι τα κουβαλάγαμε. Ήταν και ένα μουλάρι που λες πολύ ήρεμο και ήμερο. Ναι, ούτε κλώτσαγε ούτε τίποτα. Άντε με τα παιδιά το φορτώσαμε καλαμπόκι, δύο τσουβάλια το ζώο να ανέβει την ανηφόρα πάνω και ο άλλος το τράβαγε από μπροστά από το καπίστρι, από την τριχιά. Λοιπόν και εγώ από πίσω που λες να το δέρνω με μία βέργα για να περπατήσει γρήγορα, να ξεφορτώσουμε το καλαμπόκι και να ανέβουμε καβάλα μετά να κατεβούμε κάτω. Αυτό ήτανε δηλαδή για μας, πώς να σου πω; Ήταν όπως τα σημερινά παιδιά που θέλουν να πάνε σε συγκρουόμενα, να πάρουν ποδήλατα, να πάρουν αυτά. Εμείς είχαμε να ανεβούμε καβάλα στο ζώο να πάμε κάτω.
Ήταν το παιχνίδι σας αυτό;
Το παιχνίδι μας. Και εγώ δεν ήξερα ούτε μου είχε πει κανείς να μην είμαι ακριβώς πίσω από το ζώο, να είμαι λίγο στο πλάι. Και δέχομαι μία κλωτσιά στο σαγόνι εδώ, πόνεσαν όλα τούτα δω. Εκ των υστέρων που έμαθα Οδοντιατρική, πρέπει να είχα πάθει και ελαφρά διάσειση. Μου είχε σπάσει ένα δόντι εδώ μπροστά, ένα δοντάκι εδώ μπροστά από την κλωτσιά, μέχρι που νόμιζα ότι μου είχε φύγει το σαγόνι και έπαιρνα πέτρες από κάτω να τις βάλω για σαγόνι. Τι ήμουνα τότε; Δέκα – έντεκα χρόνων ήμουνα. Δέκα-έντεκα χρονών. Πάω στο σπίτι, πού να πω εγώ ότι χτύπησα; Πού να πω; Τίποτα. Ότι με χτύπησε το μουλάρι. Η μάνα μου εκείνη την ημέρα είχε κολοκυθόπιτα, μαλακιά, ωραία και λοιπά. Πήρα λίγο έφαγα και λοιπά. Και ήταν τότε τα «Calmol», «Calmol» και «Algon», αυτά τα παυσίπονα, «Calmol» και «Algon». Και κρυφά πήρα που λες ένα αυτό, γιατί πονούσα, έφαγα λίγο έτσι μαλακιά αυτή. Δεν είπα τίποτα που λες, τίποτα. Είχα σπασμένο δόντι. Πού να πάμε στον οδοντίατρο; Δεν υπήρχε. Έπρεπε να κατέβω στο Μουζάκι κάτω. Σαράντα ένα χιλιόμετρα. Τρέχα γύρευε. Με πόνεσε εν τω μεταξύ ένα άλλο δόντι από δω, διότι ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν και κυνηγός και έφερνε λαγούς. Και ο λαγός ήταν ψαχνό κρέας και εγώ, επειδή είχα λίγο αραιά δόντια, έμπαιναν τα κρέατα μέσα και δεν ήθελα… Έλεγα της μάνας μου μόνο ζουμί, ζουμί, ζουμί, μόνο ζουμί. Ζουμί και κρεμμύδια. Και δεν ήθελα να πω. Χάλασε ο γομφίος ο εξαρίτης, που βγαίνει στα έξι χρόνια, μόνιμο δόντι με δύο ρίζες. Λοιπόν, ήμουν τότε έντεκα χρονών και πονούσα αφόρητα. Γιατρός δεν υπήρχε. Υπήρχε, όμως, ο μπαρμπα-Τάσος, ένας ηλικιωμένος, είχε μία πένσα. Ήρθε στο σπίτι, με κρατάει ο πατέρας μου και ένας άλλος εκεί. Ανεβαίνει από πάνω αυτός, μου βάζει το γόνατο πάνω εδώ: «Άνοιξε», μου λέει, «καλά το στόμα!» Μου τραβάει, το βγάζει με δύο ρίζες. Το τραβάει, το βγάζει το δόντι και μου βάζει ένα κομμάτι αλάτι τόσο, όσο είναι το νύχι μου μέσα στην πληγή. Πόνο; Πετάχτηκα απάνω, να φωνάζω πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω. Να φωνάζω εγώ, να κλαίνε τα αδέρφια μου μέσα στο άλλο δωμάτιο. Αυτό και λοιπά. Το τι τράβηξα που λες. Λοιπόν, ναι. Ήταν εμπειρίες άσχημες.
Πόσο χρονών ήσασταν τότε;
Έντεκα. Ε Δημοτικού ήμουνα. Με τις ρόκες, τα καλαμπόκια, αφού τα πηγαίναν στα σπίτια τα στοιβάζανε μέσα. Εγώ πού να ξαναπάω μετά με το μουλάρι να βαράω από πίσω. Και μου λέει κάποιος εκεί μετά από χρόνια, όταν τους ανέφερα το περιστατικό: «Μα», λέει, «δεν ξέρεις;» λέει, «μία πιθαμή αριστερά», λέει, «από την ουρά του αλόγου ή του γαϊδουριού. Το άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι χτυπάει πίσω», λέει, «δεν χτυπάει στο πλάι». Δεν τα ‘ξερα εγώ αυτά, ποιος να μας τα πει αυτά; Δεν τα ξέραμε. Λοιπόν, μαζεύανε τα καλαμπόκια, τις ρόκες αυτές μέσα. Και κανονίζανε ότι απόψε το βράδυ θα ‘ρθείτε. Φωνάζανε τους γείτονες, τους κουμπάρους, γνωστούς: «Ελάτε να κάνουμε ξεφλουδίσματα, να ξεφλουδίσουμε τα καλαμπόκια». Δηλαδή, να ανοίξουν από τα φύλλα τις ρόκες και να τις κάνουν πλεξίδες και να τις βάλουν απάνω σε σύρμα, για να ξεραθούν, [01:10:00]για να τις χτυπήσουν μετά με το αυτό και να πάνε να τις αλέσουν στο μύλο με πέτρες. Μύλος με πέτρες.
Είχατε στο χωριό μύλο;
Βέβαια, είχαμε μύλο και είχαμε και… Είχαμε και… Είχαμε δύο, τρεις μύλους στο χωριό τότε. Τώρα, δεν υπάρχει κανένας. Και αυτόν που είχαμε δεν τον κρατήσανε έτσι για ιστορικούς λόγους σαν αυτό. Βέβαια. Με το νερό. Ερχόταν το νερό, είχε μία μεγάλη αυτή… Σαν χωνί επάνω την… πώς τη λέγαμε; Που έριχνε το νερό με πίεση.
Όχι νεροτριβιά είναι εκεί που πήγαιναν τις φλοκάτες και τις χτύπαγε γύρω γύρω να πούμε το νερό και τις απλώνανε μετά, τις πλένανε τις φλοκάτες. Είχαμε φλοκάτες επάνω αυτά, διότι είχανε πρόβατα, γίδια. Λοιπόν, είχαμε τα ξεφλουδίσματα. Μαζευόντουσαν το βράδυ. Τραγούδια, αυτά και λοιπά. Και εκεί γινόντουσαν και τα ερωτικά, ξέρεις να πούμε, ραντεβού. Εκεί γινόντουσαν, ξέρεις να πούμε, οι νέοι με τις νέες. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι τότε να πούμε στο χωριό, υπήρχε ζωντάνια δηλαδή στο χωριό. Άλλο αν δεν είχαμε αυτοκίνητο, δεν ερχόταν αυτοκίνητο. Λοιπόν, είχαμε πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης δηλαδή, καταλαβαίνεις.
Θυμάστε κάποια τραγούδια από εκείνα τα βράδια;
Πολλά τραγούδια λέγανε, πάρα πολλά τραγούδια. Και ξέρεις ήταν το… Όποιος είχε και… Ήταν ένας που είχε ένα βιολί, φωνάζανε και αυτόν και σιγοντάριζε και αυτός. Γινόντουσαν δύο ομάδες, το δίπλωναν το τραγούδι. Μία το τραγουδούσε η μία πλευρά, μετά το δίπλωνε η άλλη, το ξανατραγουδούσε η άλλη πλευρά, για να παίρνουν ανάσα δηλαδή αυτό. Και εκεί γινόντουσαν πίτες, κάνανε φαγητά και ήταν το λεγόμενο κατσαμάκι. Κατσαμάκι. ‘Καναν κατσαμάκι. Το κατσαμάκι τι είναι; Είναι… Όσοι είχαν βούτυρο από τα πρόβατα βάζανε βούτυρο. Όσοι δεν είχαν βούτυρο, βάζανε λίπα από το γουρούνι, το λίπος το κρατάγανε σαν λίπο. Οι πτωχοί, αυτοί που είχαν γουρούνια… Τα γουρούνια τότε ήταν εκατόν είκοσι οκάδες. Οκάδες, δηλαδή, πάνω από εκατό πενήντα κιλά, μεγάλα γουρούνια και βγάζανε όλο το κρέας της χρονιάς. Βέβαια. Και τη λίπα, τη λίπα, από το λίπος από το γουρούνι το λιώνανε και το βάζανε σε τενεκέδες. Δεν είχαμε λάδι. Το λάδι το είχαμε για φάρμακο εμείς επάνω. Δηλαδή το είχαμε για φάρμακο το λάδι. Δεν είχαμε λάδι. Αλεύρι μόνον εμείς είχαμε αλεύρι και δύο - τρεις άλλες οικογένειες. Αλεύρι που ο μακαρίτης ο πατέρας μου το έφερνε με το ζώο σακιά. Και ένα δωματιάκι, το καμαράκι που λέγαμε τόσο δα, στο είχε γεμάτο. Έβαλε μία παλιά πόρτα απάνω να μην ακουμπάει κάτω στο… Αν και κάτω ήταν σανίδι, αλλά επειδή ήταν ζουζούνια και λοιπά κάτω, το έβαζε στοίβα στο καμαράκι και είχαμε όλο το χειμώνα σακιά αλεύρι. Βέβαια.
Από πού το παίρνατε το αλεύρι;
Από το Μουζάκι κάτω. Απ’ το Μουζάκι με τα ζώα. Με τα ζώα.
Σαράντα χιλιόμετρα;
Σαράντα χιλιόμετρα με τα ζώα. Μετά το… Μετά το ’66, ‘66 ήρθε αυτοκίνητο, τέσσερα χιλιόμετρα πιο κάτω από το χωριό-
Και έβγαινε ο άλλος από εκεί και χτύπαγε με το όπλο τρεις φορές μπαμ μπαμ μπαμ, για να κατέβουν οι άλλοι κάτω ότι ήρθε το αυτοκίνητο, να κατέβουν μετά στο Μουζάκι με το αυτοκίνητο. Τι να κατέβουν με το αυτοκίνητο; Φορτηγό με κατσίκες μέσα, πρόβατα. Η Τάνια τα έζησε αυτά. Είχαν βάλει και κάτι παλιά καθίσματα και από κάτω ήταν η κατσίκα!
Τ.Γ.: Και που δέθηκαν οι κατσίκες [Δ.Α.] στο χωριό.
Άσ' τα, μην τα ρωτάς που λες! Μιλάμε για πρωτόγονες καταστάσεις, έτσι;
Λοιπόν, το κατσαμάκι που λες, το φαγητό αυτό ήτανε, αν είχε βούτυρο, γιατί εμείς αντί για λάδι, είχαμε τενεκέδια με βούτυρο. Αγοράζαμε βούτυρο και μέλι από πάνω. Είχαμε καρύδια, είχαμε φουντούκια, αυτά από καρυδιές και φουντουκιές από το δάσος, από καστανιές. Είχαμε κάστανα. Βέβαια. Με αυτά τρεφόμασταν εμείς, δηλαδή μαζεύαμε, πηγαίναμε και μαζεύουμε φορτώματα. Τα φορτώναμε στα ζώα και τα κατεβάζαμε κάτω και τα αποθηκεύαμε που λες. Τα καρύδια τα απλώναμε στον ήλιο, για να ξεραθούν να μην μουχλιάσουν και χαλάσουν.
Η μητέρα περισσότερο και εσείς τα παιδιά βοηθούσατε;
Όλοι μας. Όλοι μας. Πηγαίναμε… Αφού πηγαίναμε και διανυκτερεύαμε στις καστανιές επάνω. Μάλιστα σε μια πλαγιά το λένε του Γούλα, είναι καστανιές δικές μας δηλαδή. Άλλες καστανιές παραπέρα ήταν του Θοδωράκη ας πούμε. Άλλες του αλλουνού. Λοιπόν, και πηγαίναμε και διανυκτερεύαμε εκεί, για να μαζέψουμε τα κάστανα. Βέβαια, μαζεύαμε κάστανα και τα βγάζαμε από τα καβούκια και πολλά τα μαζεύαμε με τα καβούκια, για να μείνουν μέχρι τα Χριστούγεννα πέρα. Βέβαια, δεν είχαμε ψυγεία και αυτά και λοιπά.
Φουντούκια. Το δε βούτυρο και τα αυτά τα είχαμε από κάτω στο αυτό. Λοιπόν όσοι είχανε βούτυρο-
Στο χωριό δηλαδή φτιάχνανε το κατσαμάκι με βούτυρο μέσα, αλεύρι, μπομπότα, καλαμποκίσιο αλεύρι, αυγό και, αν είχε και τυρί, έβαζε και τυρί. Και τα ανακάτευε αυτά μέσα σε ένα ταψί να πούμε εκεί, για να χορτάσει ο κόσμος. Γιατί το καλαμπόκι σε φουσκώνει, σε κρατάει δηλαδή. Για να φάει ο κόσμος. Όσοι είχαν την ευχέρεια να πούμε να κάνουν με βούτυρο έκαναν με βούτυρο. Όσοι είχαν, ‘καναν, βάναν λίπα, λίπα, το λίπος από το γουρούνι, από το χοιρινό δηλαδή, κατάλαβες; Βέβαια. Και πίτες κάνανε, πίτες. Χορτόπιτα. Εκεί είχαμε τη χορτόπιτα και την τυρόπιτα και την κολοκυθόπιτα. Ναι. Αλλά την κάναμε γλυκιά την κολοκυθόπιτα σαν την, αυτή πώς τη λέγανε; Την αυτή. Τη μπουγάτσα, σαν μπουγάτσα δηλαδή, με κολοκύθι μέσα και λίγη ζάχαρη.
Ναι. Παραπέρα από το σπίτι το δικό μας ήταν μια γιαγιά, Βάβω τη λέγαμε, η οποία είχε κυρτώσει και ήταν… Δηλαδή ακουμπούσε σχεδόν το κεφάλι της, περπατούσε κατά αυτόν τον τρόπο, με το κεφάλι σχεδόν να ακουμπάει κάτω στις κνήμες των ποδιών της, τόσο πολύ δεν μπορούσε να σηκώσει απάνω. Είχε κάτι δαμασκηνιές στον κήπο της τρομερές. Και εγώ μαζί με έναν άλλον συμμαθητή μου να πούμε πηγαίναμε και δεν μας έβλεπε. Αλλά άκουγε που κουνιόμαστε. «Ποιο είναι απάν’; Ποιο είναι απάν’;» Και έπαιρνε πέτρες και τις έριχνε απάνω, για να μας χτυπήσει. Εμείς δεν μιλάγαμε καθόλου, μέχρι να φύγει η Βάβω. Λοιπόν και είχε μία καλύβα είχε και ένα τζακάκι. Όχι τζάκι δηλαδή. Έτσι άναβε φωτιά κάτω κι εκεί έψηνε το καλαμποκίσιο καρβέλι, το οποίο το λέγαμε κραμποκούκι. Κραμποκούκι.
Ψωμί δηλαδή.
Ψωμί από καλαμπόκι, από… όχι από σιτάρι, όχι από αλεύρι, από καλαμποκίσιο αλεύρι, κίτρινο. Νοστιμότατο, όταν είναι ζεστό, με τυρί είναι γλύκα. Ναι. Εγώ, η μάνα μου δεν έκανε, δεν είχαμε τέτοιο. Έκανε καθάριο ψωμί, ζύμωνε αλεύρι. Καθάριο το λέγανε. Λέω μία μέρα στη Βάβω: «Βάβω, Βάβω, να σου φέρω καθάριο, να σου φέρω μια φραντζόλα καθάριο», λέω, «να μου δώσεις το κραμποκούκι που θα κάνεις;». «Αχά, γιούτσικε μου, γιούτσκι μ’, γιούτσικε», γιούτσικ αντί για γιε μου, «γουτσικέ μου, γιούτσκι μ’, γιούτσκι μ’. Έτσι το έλεγε «Γιούτσκι». «Αχά γιούτσκιμ», λέει, «θα στο δώσω». Πάω κι εγώ λέω στη μάνα μου, λέω: «Μόλις ζυμώσεις», λέω, «τη μεγάλη φραντζόλα θα την πάρω να την πάω στη Βάβω να πάρω το κραμποκούκι». Ήθελα να πάρω κραμποκούκι ζεστό να το φάω με τυρί φέτα. Τυρί, αυτό είχαμε εμείς τυρί απάνω, φέτα. Λοιπόν, έφτιαξε η Βάβω αυτό. Και πώς το έφτιαξε; Έβαλε φωτιά, έβαλε από κάτω κουτσουκόφυλλα κάτω κάτω από κουτσουπιά-
Από την κουτσουπιά. Τα ρίκια. Το ρίκι, αυτό το ρίκι που αυτό… Έβαζε τα πλατιά φύλλα από κάτω, αφού ζύμωσε το κραμποκούκι με… πώς το έκανε η γιαγιά η Βάβω να πούμε, Βάβω τη λέγαμε. Λοιπόν, το έκανε ένα αυτό, το έπλαθε με το χέρι. Το άπλωσε πάνω στα φύλλα. Είχε καεί τώρα αυτό. Η πλάκα αυτή ήταν καμένη. Πλάκα κάτω και, αφού το έκανε κυρτό έτσι σαν καρβελάκι, έβαλε φύλλα πάλι κουτσουπιάς, το σκέπασε από πάνω και πήρε τη στάχτη και τα κάρβουνα και το σκέπασε πάνω από τα φύλλα. Και αυτό ψήθηκε ακριβώς κατά αυτόν τον τρόπο. [01:20:00]Λοιπόν, μετά από καμιά ώρα άρχισε να μυρίζει όμορφα αυτό, και άρχιζα εγώ και πήγαινα, αφού πήρα τη φρατζόλα σε μία άσπρη πετσέτα, για να πάρω το κραμποκούκι, το καρβέλι το καλαμποκίσιο. «Βάβω, Βάβω έγινε έγινε». «Δεν έγινε ακόμα γιούτσικέ μου! Κάτσε μη βιάζεσαι!» να μου λέει εμένα. Εγώ αδημονούσα να πάρω… να πάρω που λες το καλαμπόκι. Κάποια στιγμή, μόλις το πήρα, της αφήνω τη φρατζόλα πάνω και το παίρνω. «Εμένα δεν θα με αφήσεις λίγο;» λέει «απ΄ αυτό;». Άκου τι μου είπε η γιαγιά. Το δικό της το πήρα όλο εγώ. «Δεν θα μου αφήσεις και μένα λίγο, βρε;». Της άφησα και λίγο και θέλω να σου πω να πούμε πώς ήμασταν τότε που... Λοιπόν αυτές ήταν οι ιστορίες από το χωριό που λες που είχαμε αυτό... Τι να πούμε, δύσκολα τα χρόνια εκείνα αλλά… Στο χωριό, όπως σου είπα, ήταν μόνον ο πάπας, ο δάσκαλος, ο πρόεδρος και ο αστυνόμος. Και όταν με ρώταγαν εμένα, τι θα γίνεις Γιώργο; Έλεγα «Ή παπάς ή δάσκαλος». Έλεγα εγώ: «Ή παπάς ή δάσκαλος». Ακούς; Και γελάγαμε μετά. Λοιπόν, αυτά ήταν από το χωριό που λες.
Θυμάστε τότε που ήσασταν ακόμα στο χωριό ιστορίες από τον πατέρα σας που ήταν ταχυδρόμος; Πώς ερχόντουσαν τα γράμματα; Πώς μοιραζόντουσαν;
Τα γράμματα τότε ερχόντουσαν από το Μουζάκι με τα πόδια. Ήταν το… Το χτύπαγε σαν δημοπρασία κάποιος και έπαιρνε, έπαιρνε, πληρωνόταν δηλαδή από το ταχυδρομείο το δημόσιο και κουβαλούσε το σάκο από το Μουζάκι στο Ανθηρό με τα πόδια. Στον ώμο ή με το ζώο, αν είχε μουλάρι. Ναι, λοιπόν, το έφερνε με το βουλοκέρι, τότε ήταν και το βουλοκέρι. Εγώ έκανα και τον ταχυδρόμο απάνω. Βέβαια. Έκλεινα το σάκο με το βουλοκέρι.
Γιατί;
Το βουλοκέρι είναι ένα κόκκινο σαν κερί σκληρό που, άμα το βάλεις στη φωτιά, στάζει. Κι εκεί έπρεπε, μόλις κλείναμε το σάκο, για να μην τον ανοίξει ο ταχυδρόμος, γιατί μέσα μπορεί να είχε… Μέσα στα φάκελα, στα γράμματα πολλοί βάζανε και λεφτά. Έστελναν λεφτά. Και αυτό έπρεπε να είναι εξασφαλισμένο, να μην το ανοίξει κανείς. Δέναμε τον σάκο με σχοινί και μετά στον κόμπο από το σκοινί στάζαμε με ένα κερί, ζεσταίναμε το βουλοκέρι αυτό, το σκληρό κόκκινο αυτό που ήταν και έσταζε αυτό απάνω στον κόμπο. Και μετά είχαμε μία σφραγίδα, μία σφραγιδούλα μικρή που έλεγε Ταχυδρομείο και την έβαζες στο νερό και το πάταγες απάνω αυτό και αποτυπώνονταν η σφραγίδα πάνω στον κόμπο, στο δεμένο σάκο, οπότε εάν δεν υπήρχε η σφραγίδα αυτή, κάποιος το άνοιξε. Δηλαδή, υπήρχε ασφάλεια της μεταφοράς του σάκου από το Μουζάκι και πάνω. Ερχόντανε στο χωριό, τα άνοιγε… άνοιγε ο πατέρας μου αυτό… Λοιπόν, και μάλιστα τελευταία βρήκα και μία πατριώτισσα που μου έλεγε για την εχεμύθεια του πατέρα μου. Αυτή τα είχε με κάποιον και της έστελνε γράμματα και είχε πει στον πατέρα μου: «Κύριε Δημοσθένη, σε παρακαλώ όταν… να μην μάθει η μάνα μου και ο πατέρας μου ότι μου στέλνει γράμμα ο Λευτέρης από κάτω!» Και ο πατέρας μου πράγματι ποτέ δεν είπε να πούμε. Τη φώναζε την ίδια και της έδινε τα γράμματα και η ίδια έδινε το γράμμα στον πατέρα μου, για να το στείλει στο Λευτέρη απάντηση. Καταλαβαίνεις τι γίνεται; Υπήρχαν και τα εκτός από τα ξεφλουδίσματα που εκεί γινόταν ξέρεις με τα μάτια, με τα μάτια.
Δηλαδή;
Με τα μάτια, ο νεαρός που ξεφλούδιζε
Ερωτική ερωτική-
Το αυτό κοίταγε την… Ναι και μετά έβγαιναν απέξω να πούμε άλλος, για να πάει για νερού του και λοιπά και αυτά και λέγανε ότι ξέρεις θα ανταμώσουμε εκεί την τάδε μέρα, την τάδε ώρα και λοιπά και αυτά. Βέβαια.
Ποια εποχή γινόντουσαν τα ξεφλουδίσματα;
Το βράδυ, βράδυ. Τους έπαιρνε μέχρι το πρωί ανάλογα με τον όγκο που είχε ο καθένας. Αν ο άλλος είχε λίγα, έντεκα - δώδεκα, τελειώνανε. Άλλοι τους έπαιρνε το πρωί, ξημερώναν μέχρι το πρωί.
Ναι ήταν η αλληλοβοήθεια που προσέφερε ο ένας στον άλλο. Τώρα, δυστυχώς, ο ένας έχει πάρει μερσεντές, ο άλλος έχει πάρει «BMW», μέχρι που εμένα μου λέγανε… Είχα το «Mitsubishi» τότε και μου λέγανε στο χωριό: «Ρε γιατρέ, δε μπόρεσες να πάρεις ένα μερσεντές; Ένα… Τόσα χρόνια δουλεύεις; Ένα BMW;». Διότι ερχόντουσαν άλλοι που δουλεύανε σαν γκαρσόνια εδώ κάτω στα κέντρα τα μεγάλα και λοιπά και παίρνανε ένα μεταχειρισμένο μερσεντές ή αυτό και πήγαιναν απάνω με αυτά. Κι εγώ πήγαινα με το Mitsubishi. Και μου λέγανε… Λέω: «Εγώ», λέω, «έρχομαι, για να σας βλέπω και να με βλέπετε. Θέλετε να βλέπετε αυτοκίνητο; Εγώ», λέω, «το έχω σαν γαϊδούρι, όπως είχε ο μακαρίτης ο πατέρας το μουλάρι, έχω και εγώ το αυτοκίνητο. Έτσι το έχω». Λοιπόν, ο πατέρας μου είχε μουλάρι και είχαμε και ένα κτήμα κάπου 20 λεπτά με το μουλάρι έξω από το χωριό όπου έβγαζε χορτάρι και το έκοβε και το κάναμε μπάλες. Πήγαινα εγώ τώρα μαθητούδι του Δημοτικού. Τα πόδια μου εδώ ήταν σκισμένα από την πένσα, διότι είχαμε ένα ξύλο, ένα ξύλο κενό ορθογώνιο, όπως είναι τούτο δω, κενό και βάζαμε ένα καρφί εδώ, ένα καρφί εκεί, σύρμα εδώ, το βάζαμε κάτω το σύρμα εδώ, ένα άλλο σύρμα από εκεί, για να κάνουμε το χόρτο και έμπαινα μέσα εγώ και το πάταγα με τα πόδια, μαθητής του Δημοτικού, λοιπόν, και να γίνει μπάλα χόρτου, μπάλα, και παίρναμε το σύρμα από δω και το σύρμα από κει, το δέναμε. Και μου ‘λεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου… Εγώ έπιανα το αντίθετο, εγώ από εκεί και μου ‘φευγε η πένσα και χτύπαγε στο πόδι εδώ στο καλάμι. Και μάτωνε το καλάμι. Πόνο! Αλλά, τι να κάνεις; Έπρεπε να κάνουμε τις μπάλες έξω στο Γκριτσάρη, έτσι ελέγετο η περιοχή αυτή, Γκριτσάρης. Λοιπόν, εκεί κάναμε τα αυτά. Και μου ‘λεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: «Πάρ’ το», λέει, «τώρα». Φορτωμένο δύο μπάλες το μουλάρι με ένα στενό δρομάκι ούτε πενήντα πόντους να το πάω στο χωριό
Τι λέτε;
Μόνος μου από το χωράφι έξω εκεί, είκοσι λεπτά μόνος μου μέσα στο δάσος.
Στο βουνό. Να περνάω αυτό ανηφόρες, κατηφόρες. Και να μου λέει: «Αν το βλέπεις και γέρνει λίγο από δω, βάλε μία πετρούλα από δω να ισορροπεί δηλαδή, να μην γυρίσει τούμπα το μουλάρι και χάσουμε και το μουλάρι». Ναι ναι αυτό. Λοιπόν, εγώ βέβαια το έκαμα αυτό, γιατί ήθελα να ανέβω καβάλα μετά να γυρίσω πίσω, να κάνω καλπασμό, να κάνω ιππασία δηλαδή! Κατάλαβες; Λοιπόν, τι να κάνουμε; Και πήγαινα στο χωριό που λες με δύο μπάλες και καμιά δεκαπενταριά πέτρες! Δεν μου ‘κοβε το κεφάλι να αφαιρέσω μία πέτρα από δω, καταλαβαίνεις τώρα ο φόβος που είχα μην φύγει το μουλάρι κάτω. Θέλω να σου πω τι ταλαιπωρίες τραβούσα να πούμε αυτό πάνω στο χωριό. Για να ανέβω δε καβάλα στο ζώο, δεν το έφτανα εγώ ήμουνα και κοντός, δεν μπορούσα να το ανεβάσω. Το έβαζα σε ένα πεζούλι στην άκρη και αυτό ήταν αγριομούλαρο. Κλότσαγε, κλότσαγε πολύ δηλαδή δεν ήταν κανένα ήμερο αυτό τώρα. Μόλις ανέβαινα πάνω μετά, μάζευα τα πόδια στην κοιλιά του και έφτανα πέρα να πούμε σ’ αυτό. Θέλω να σου πω ότι ήταν τέτοιες οι ταλαιπωρίες που είχαμε πάνω. Όσοι δε είχανε πρόβατα και γίδια και λοιπά και αυτά, εκμεταλλεύονταν στο έπακρο όλη τη σοδειά τους, δηλαδή το γάλα τους, κάνανε βούτυρο, κάνανε μυζήθρα, κάνανε ξινόγαλο. Το ξινόγαλο με το μποτινέλο. Είχαν ένα δοχείο, ένα δοχείο κωνικό, στενό κάτω, φαρδύ επάνω τόσο- τόσο - και στενό κάτω τόσο. Και είχαν ένα στύλο, ένα χοντρό ξύλο που κάτω κάτω το ξύλο αυτό είχε σαν κεφάλι στρογγυλή, αλλά είχε κενά μέσα, δηλαδή είχε κενά σαν μαίανδρος έτσι κενά και χτύπαγαν το ξινόγαλο και βγάζανε το βούτυρο από εκεί. Βέβαια, «το μποτινέλο», έτσι το λέγαμε.
Το βούτυρο είναι το μποτινέλο.
Όχι, ο μποτινέλος είναι το δοχείο αυτό το ξύλινο.
Το ξύλινο αυτό δοχείο, τόσο ύψος να πούμε και πήγαιναν όρθιες οι γυναίκες και χτύπαγαν εδώ αυτό, χτυπάγανε το γάλα, το ξινόγαλο, το ξινόγαλο και έβγαινε. Μάζευαν το βούτυρο από κει. Και έμενε το ξινόγαλο, το οποίο το τρώγαμε με πλαστό. Πλαστός τι ήτανε; Πίτα χωρίς φύλλο με χόρτα άγρια, χόρτα του βουνού με [01:30:00]καλαμποκάλευρο. Καλαμποκάλευρο. Μία στρώση λεπτή περίπου στο μισό πόντο κάτω στο ταψί, αφού το βουτυρώναν το ταψί, δεν το λαδώναν, δεν είχαμε λάδι όπως σου είπα. Το βουτυρώναν το ταψί, βγάζανε μισό πόντο κουρκούτι, το κάνανε αυτό και τα χόρτα, τα οποία τα είχαν βάλει μέσα σε μία λεκάνη, άγρια χόρτα με τυρί φέτα, αυγά, άμα είχε αυγά και λοιπά, κολοκυθοανθούς, κολοκυθοκορφές, από την ντομάτα κορφές και λοιπά, ό,τι κόβανε αυτά. Αφού μία φορά που βρισκόμασταν με την Τάνια σε ένα άλλο χωριό, είχαν βάλει πολλές ντοματοκορφές. Και μύριζε σαν γεμιστά. Και λέει η Τάνια, λέει: «Τα γεμιστά θα σας καούν!» Και λέει αυτή: «Δεν είναι γεμιστά, είναι πλαστός». Και γιατί το λένε πλαστό; Γιατί από πάνω βάζανε, αφού βάλαν τη στρώση κάτω από το… αλοιφή… χυλό καλαμποκιού, έριξαν τα χόρτα, με το χέρι τα χόρτα τα άπλωναν, το πλάθανε και από πάνω μετά το υπόλοιπο πλαστό, το υπόλοιπο χυλό το ρίχνανε από πάνω και το πλάθανε με το χέρι, να πάει έτσι να καλύψει τα χόρτα και το λέγανε πλαστό. Άλλοι το λέγανε, λένε μπλατσάρα σε άλλο τόπο, σε άλλα μέρη το λένε μπλατσάρα, εμείς το λέγαμε πλαστό. Να φας πλαστό ζεστό με ξινόγαλο είναι το καλύτερο! Δεν θέλεις ούτε φιλέτα, ούτε τίποτα, ούτε μοσχάρια.
Ό,τι είχαν πάνω, ό,τι χόρτο είχαμε δηλαδή τα βάζαμε μέσα. Δεν είχαμε σπανάκια και αυτά τέτοια. Αγριόχορτα είχαμε, ραδίκια, μαζεύαμε ραδίκια. Βέβαια πικρά, πολύ πίκρα πικρά. Και μάλιστα πίναμε και το ζουμί, πίναμε και το ζουμί. Βέβαια. Δεν είχαμε λεμόνι, βάζαμε αλάτι. Αλάτι. Θέλω να σου πω ότι δηλαδή δεν υστερούμεθα εμείς από διατροφικής πλευράς καλής τροφής. Είχαμε μπορώ να πω γνήσια τροφή, γνήσια, πολύ γνήσια τροφή. Και κακώς που δεν αναπτύχθηκε στην Ελλάδα. Δηλαδή παραμέλησαν τον πρωτογενή τομέα, την αγροτιά, την κτηνοτροφία. Τώρα πάνω να πούμε δεν υπάρχουν ζώα τώρα, για να φάνε τα αυτά. Και έχει ο τόπος έχει αγριέψει, έχουν κλείσει όλα τα μονοπάτια. Δεν μπορείς να περάσεις τώρα μέσα στα δάση που περνάγαμε εμείς και μαζεύαμε φουντούκια, κάστανα, τέτοια πράγματα, φράουλες άγριες, τα λέγαμε χαμοκέρασα. Χαμοκέρασα, όσο είναι το νύχι μου του αντίχειρα τόσο μικρά, τα λέγαμε χαμοκέρασα, επειδή είναι κάτω κάτω φράουλες. Τις σημερινές φράουλες που τους έχουνε… Τρώγαμε και τέτοια. Κορόμηλα, είχαμε κορόμηλα, είχαμε δαμάσκηνα βέβαια. Είχαμε βύσσινα, είχαμε κεράσια, είχαμε τέτοια πράγματα πάνω στο χωριό. Δηλαδή από όλα τα φρούτα αυτά και κατά κάποιο τρόπο δηλαδή, να φανταστείς ότι τα κορόμηλα, μόλις μεγάλωναν λίγο να πούμε και γινόντουσαν τόσο περίπου, στο μέγεθος ενός μικρού βερίκοκου, τα τρώγαμε και ήταν και ξινά και μουδιάζαν τα δόντια μας. Τι να κάνουμε; Τι να κάνουμε; Δεν τα αφήναμε να γίνουν δηλαδή, είχαμε σου λέω, το αυγό εγώ παρακολουθούσα την αυτή, για να φάω, να πίνω το… Κατάλαβες που σου ‘λεγα προηγουμένως; Λοιπόν, αυτά που λες με το χωριό. Τώρα να πάμε στον Παλαμά. Στον Παλαμά στο Γυμνάσιο με πόνεσε το δόντι αυτό το σπασμένο που μου έσπασε το μουλάρι στο χωριό. Να κλοτσάω από τον πόνο κάτω στο κρεβάτι, με παίρνει και ο πατέρας μου, με πάει εκεί στον Τσατσαρέλη στον οδοντίατρο. Λοιπόν, με το ζόρι, φυσικά. Και παίρνει κι εκείνος τη βελόνα και μου την ακουμπάει μέσα στο δόντι. Μέσα τη βελόνα. Πόνος! Σηκώνομαι από την καρέκλα και πάω να φύγω, με πιάνει ο πατέρας μου στην πόρτα, η σύριγγα να είναι κρεμασμένη εδώ. Η βελόνα είχε μπει μέσα στο δόντι. Ο άνθρωπος φαίνεται δεν είχε… Δεν υπήρχαν και τα «Aerotor» τότε, δηλαδή τα σύγχρονα οδοντιατρικά μηχανήματα που να μην προκαλούν πίεση στο ήδη πονεμένο δόντι. Λοιπόν, και μου την έβαλε τη βελόνα έτσι. Με πιάνει ο πατέρας μου και μου λέει: «Πήγαινε πίσω», μου λέει, «να μη σου δώσω καμιά!» μου λέει αυτό και λοιπά. Ναι, είχαμε και τη ράβδο έπεφτε αγία ράβδος, κατάλαβες άμα αυτό; Δεν είναι όπως σήμερα, μη δείρετε τα παιδιά και τα κάνετε κομπλεξικά και τα κάνετε αυτά. Δόξα τω Θεώ ούτε κομπλεξικός υπήρξα ούτε τίποτα, κοινωνικότατος υπήρξα παρά το ότι είχαμε μεγάλη φτώχεια, δηλαδή περάσαμε πολύ άσχημες παιδικές αυτές. Και βέβαια. Και σαν φοιτητής. Λοιπόν, πάω εκεί στο… ξανακάθομαι πάλι, μου βγάζει τη σύριγγα αυτός, μου έδωσε κάτι χάπια, κάτι αυτά και μου λέει: «Α ρε χέζα!», έτσι μου λέει. «Α ρε χέζα. Που θα βγάλεις εσύ δόντι». Λέω: «Σε άλλον θα πάω, σε σένα δεν ξανάρχομαι», του λέω! Και κοίταξε να δεις αυτό, ο πόνος αυτός του δοντιού και η εξαγωγή στο χωριό με την τανάλια που μου έβγαλε ο μπάρμπα - Τάσος μου είχαν γίνει ένα βίωμα και έλεγα μέσα μου, «καλά δεν μπορεί ο άνθρωπος να μην πονάει, δηλαδή;». Το είχα μέσα μου και κοίτα πώς έγινε να γίνω οδοντίατρος! Να γίνω οδοντίατρος και να θεραπεύω να πούμε τους άλλους, αλλά είχα την εμπειρία τη δική μου και συναισθανόμουν και τον πόνο και την αγωνία και το φόβο όλων. Ιδιαίτερα δε των μικρών παιδιών, γιατί τότε δεν υπήρχαν, όταν άρχισα εγώ, δεν υπήρχαν παιδοδοντίατροι και ερχόντουσαν σε μένα. Λοιπόν, τι τράβηξα με τον Νίκο μία φορά! Με ένα παιδί. Το είχε πάει η μάνα του στον οδοντίατρο.
Στην οδοντίατρο και εκείνη το χτύπησε τον Νίκο, ο οποίος Νίκος είναι ντραμίστας στην αυτή της ΕΡΤ, στην ορχήστρα της ΕΡΤ. Τώρα μεγάλωσε, ήταν τότε έντεκα - δώδεκα χρονών. Και έρχεται η μάνα του και μου είπε από πριν, μου λέει: «Δεν κάθεται!» μου λέει. Είχε ένα χαλασμένο δόντι, αυτό που έβγαλα εγώ στην ηλικία των έντεκα και δεν ήθελα να του το βγάλω. Κατάλαβες; Λοιπόν, και μου λέει: «Πρόσεξέ το», μου λέει, «γιατί αυτό και αυτό έγινε». Ωραία, ήρθε ο Νικολάκης οχτώμισι η ώρα, του κάνω τη στελεχιαία, γιατί ήταν κάτω, μουδιάζει μέχρις εδώ το μισό σαγόνι. Να μη μου ανοίγει το στόμα ο Νικολάκης. «Βρε Νίκο μου, αυτό, πάρε εργαλείο κάρφωνε εδώ να δεις δεν πονάς». Τίποτα. «Άνοιξε!». Μέχρι τις μία η ώρα το μεσημέρι από τις οχτώμισι, μία η ώρα μου άνοιξε το αυτό και το τελείωσα, αλλά κουράστηκα τόσο. Αφού πήγα στο σπίτι και ήμουνα ξάπλα από τον… Θέλω να σου πω δηλαδή ότι είχα εμπειρίες τέτοιες, οι οποίες βέβαια να πούμε με έκαναν σαν οδοντίατρο, για αυτό και, δόξα τω Θεώ, είχα ένα καλό όνομα στην περιοχή στου Ζωγράφου, όπου ασκούσα το επάγγελμα τότε να πούμε αυτό.
Μετεγγραφή Σεπτέμβρης. Το ’67, 21 Απριλίου, φοιτητής ων εγώ στη Θεσσαλονίκη έγινε η Δικτατορία. Ημέρα Παρασκευή. 23 Απριλίου θα μιλούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου τότε στην Θεσσαλονίκη και ετοίμαζαν θριαμβευτική υποδοχή που θα του κάνανε. Εγώ δε βρισκόμουν από την οικογένεια προσκείμενος στην Ένωση Κέντρου με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ήμασταν δηλαδή δικοί του. Λοιπόν, με φωνάζει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, αφού έμενα πάνω στο Επταπύργιο τώρα εγώ, παίρνει τηλέφωνο τη θειά μου. Λοιπόν «Πότε θα είναι ο Γιώργος εκεί;» Λέει: «Συνήθως το μεσημέρι έρχεται για φαΐ». Το μεσημέρι με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Έλα μου», λέει «κάτω από την Τετάρτη, αν μπορείς, αν δεν έχεις εργαστήρια». Τετάρτη δηλαδή 19 Απριλίου. Κατέβηκα, για να μου αγοράσει ένα κοστούμι από την «Εμποροραπτική» που ήτανε επί τη Σταδίου με διατατική. Διατατική τι ήταν; Τους δίνανε, το ταχυδρομείο τους έδινε κουπόνια, σαν τα κουπόνια, όπως δίνουν κουπόνια και πήγαινε τώρα ο υπάλληλος, για να μπορεί δηλαδή να μην πληρώνει πάρα πολλά. Και μου αγόρασε κουστούμι! Ένα κουστούμι. Φόρεσα για πρώτη φορά ένα κουστούμι καφέ, καφέ χρώμα, το θυμάμαι! Λοιπόν, στην Θεσσαλονίκη εγώ είχα αναπτύξει με τις πρώτες ξαδέρφες του πατέρα μου, τις θείες μου δηλαδή, πήγαινα στο σπίτι και λοιπά και αυτά και με είχανε δηλαδή σαν παιδί τους. Σαν… Είχαν και παιδιά και η μία η ξαδέρφη του πατέρα μου είχε μία πεθερά που είχε μία ξαδέρφη που έμενε απέναντι από την [01:40:00]Αμερικάνικη Πρεσβεία, Ξενίας και Βασιλίσσης Σοφίας στην Πλατεία Μαβίλη, η οποία έπρεπε την Παρασκευή, είχε βγάλει εισιτήριο να πάει για Θεσσαλονίκη με το τρένο. Εμείς τότε μέναμε - η οικογένεια του πατέρα μου και εγώ - μέναμε στον Βύρωνα, Αιγιαλείας 12 στον Βύρωνα, στην Νέα Ελβετία πάνω. Και κατεβαίνω εγώ πρωί πρωί να πάω στην Ξενίας να πάρω τη γιαγιά να την πάω κάτω στον σταθμό Λαρίσης, για να φύγει. Εξίμισι – εφτά η ώρα το πρωί κατεβαίνω εγώ από κάτω στο τέρμα του λεωφορείου στην Νέα Ελβετία. Βλέπω έναν αστυφύλακα με το όπλο, μου λέει: «Πού πας;» μου λέει. Λέω «Πού πάω; Να πάω, έχω δουλειά να πάω να πάρω μια γιαγιά». «Πήγαινε σπίτι σου γρήγορα!», μου λέει εμένα. «Άκου» λέει, μου λέει. «Μα, πρέπει να πάω», λέω. Και φεύγει το λεωφορείο, το διώχνει το λεωφορείο, δίνω μια κλοτσιά στο λεωφορείο εγώ στην πόρτα, με βουτάει ο αστυφύλακας. Ναι. Μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι λίγο; Τι είσαι φοιτητής;». «Ναι», λέω, «φοιτητής είμαι», λέω, «και είναι από την Θεσσαλονίκη η γιαγιά». «Πήγαινε σπίτι». Λέω: «Όχι, δεν πάω», λέω, λέω «θα πάω με τα πόδια κάτω», λέω, «να πάω. Είπα στη γιαγιά να πάω να την πάρω». «Πήγαινε σπίτι σου». Δεν μου λέει τίποτα αυτός ότι ξέρεις, έγινε…
Δεν είχατε ακούσει τίποτα εσείς;
Πού να το ακούσουμε; Γιατί είχαμε τηλεόραση; Δεν είχαμε τηλεόραση. Ραδιόφωνο είχαμε, αλλά εγώ έφυγα νωρίς. Ούτε ραδιόφωνο άκουσα, τίποτα. Πήγα να πάρω το λεωφορείο από το τέρμα. Και με βουτάει αυτός από το χέρι και με γυρίζει στο σπίτι, με γύρισε στο σπίτι από πάνω δύο τετράγωνα που ήταν το σπίτι, με πήγε στο σπίτι. Και δεν πήγα εγώ σ’ αυτή. Και μόλις πάω και μου λέει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ο οποίος βέβαια πρέπει να σου αναφέρω και για τον πατέρα μου ορισμένα πράγματα, μου λέει: «Πρέπει να έγινε δικτατορία», μου λέει, «για να δούμε τι θα γίνει». Βάλαμε το ραδιόφωνο. Ο δε σπιτονοικοκύρης μας ήτανε και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου στον Βύρωνα τότε και ήταν αριστερός. Και μόλις άκουσε αυτό, σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι. Πήγε και κρύφτηκε, δεν ξέρω πού πήγε. Έφυγε από το δικό του σπίτι και έμεινε η οικογένεια του εκεί. Έφυγε αυτός. Και μετά ψάχναμε που λες σταθμούς, ψάχναμε το «Ici Paris», ψάχναμε και λοιπά, το «Eδώ Λονδίνο», για να ακούμε τι γίνεται.
Προσπαθούσατε να βρίσκετε ξένους δηλαδή ραδιοφωνικούς σταθμούς;
Από πού να μάθουμε αυτά; Ναι. Εδώ είχαμε μόνο δημοτικά τραγούδια και αυτά και το φοίνικα.
Δεν ακουγόντουσαν ειδήσεις; Δεν ακουγόταν τίποτα;
Λέγανε τις ειδήσεις αυτοί, τις δικές τους.
Λογοκρισία.
Δεν λέγανε να πούμε ότι ξέρεις συνελήφθησαν τόσοι και λοιπά, τους έστειλαν στο… Ενώ τους είχαν μαζέψει, τα μαθαίναμε απέξω, διότι ο μακαρίτης ο πατέρας μου σε ηλικία είκοσι ετών, κατέβηκε στην Αθήνα. Γεννημένος το ’18. Το ’38, κατέβηκε στην Αθήνα όπου ο θείος του, ο αδερφός της μάνας του, ο Αχιλλέας Οικονόμου, ήταν στα ανάκτορα. Ήταν ακόλουθος του Πρίγκηπος Νικολάου και τον έβαλε στην «Μεγάλη Βρετάνια» στου Λάμψα, τον έβαλε υπάλληλο, δηλαδή γκαρσόν στην «Μεγάλη Βρετάνια» τότε. Μετά κατέβηκαν δυο, τρεις, τέσσερις από το χωριό και πήγαν στη Χωροφυλακή στη Μεσογείων και κάνανε παρέα τα παιδιά σε ένα καφενείο εκεί που μαζευόντουσαν στην Πλατεία Ταχυδρομείου, Απελλού 1, στον μπαρμπα – Λάζαρο, και του λέγανε: «Έλα ρε, που θα καθίσεις να γίνεις μπακαλόγατος εδώ! Έλα ρε, πάμε», λέει, «εκεί να πούμε στη Χωροφυλακή. Πες του μπάρμπα σου αυτό». Πάει του λέει του μπάρμπα του του Αχιλλέα αυτό κι αυτό. «Μα δε ντρέπεσαι; Κάτσε παιδί μου», του λέει, «Κάτσε στην αυτή. Κάθισε εδώ», μου λέει, του λέει. Τίποτα. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου πάει που λες στη Χωροφυλακή. Τον έβαλε, πήγε, τον έβαλε στη χωροφυλακή, τελείωσε, λιποτακτεί μετά από τη Χωροφυλακή,
Γιατί;
Το ’39. Διότι το ’40 είχαμε να πούμε γερμανική κατοχή να πούμε και αυτό και κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ. Διότι οι περισσότεροι από το χωριό, τα περισσότερα παιδιά, γιατί είχαμε και έναν οπλαρχηγό του ΕΛΑΣ, δηλαδή με ψευδώνυμο Καραϊσκάκης, ήτανε από το χωριό μας και ο γιος του αυτουνού είχε πολλά παιδιά, τρία - τέσσερα παιδιά ήτανε στον ΕΛΑΣ αυτός. Και κατατάγηκε και ο πατέρας μου στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Εισαγγελέας». Ναι, που λες. Μετά, βέβαια, αφού δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά ήταν πατριώτης, καπελώθηκε μετά από το ΚΚΕ, ο ΕΛΑΣ και αποχώρησε από τον ΕΛΑΣ. Επειδή έφυγε από τη χωροφυλακή μετά, όταν απεκατεστάθη να πούμε κάπως η… Νομιμοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο έτσι η Δημοκρατία, πέρασε στρατοδικείο, απηλλάγη, επειδή λιποτάκτησε από τη Χωροφυλακή. Απηλλάγη και πήγε και πήρε την σάλπιγγα και τη σάκα του ταχυδρόμου του παππού. O παππούς ο Κώστας ο Γούλας ήταν ταχυδρόμος στο χωριό. Και έμεινε στο χωριό, να μείνει στο χωριό με τους γονείς του και έγινε ταχυδρόμος και πήγαινε τα χωριά. Είχε τέσσερα - πέντε χωριά να πούμε που πήγαινε. Δεν υπήρχε δρόμος, με το μουλάρι πήγαινε. Με το μουλάρι πήγαινε τα γράμματα και όπου ήταν καφενείο… Άμα το χωριό είχε καφενείο, τους φώναζε στο καφενείο και τους έδινε τα γράμματα.
Εσείς τότε ήσασταν ήδη φοιτητής;
Μαθητής, μαθητής ήμουν εγώ. Αυτό έγινε στο χωριό, αυτό που σου λέω τώρα έγινε στο χωριό. Ο πατέρας μου ήταν εδώ να πούμε αυτό και επανήλθε στο χωριό. Αφού ήρθε εδώ και δούλεψε ένα διάστημα στο αυτό, βρήκε τους άλλους τους μάγκες που είχαν πάει στη χωροφυλακή, του λένε: «Έλα ρε που», λέει, «θα καθίσεις μπακαλόγατος εκεί!». Βέβαια μετά μετάνιωσε, αλλά ήταν αργά, διότι το 1958 ήρθε στην Αθήνα, έκανε ένα… να πάρει ένα σπίτι. Στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, υπέβαλε μία αίτηση για δάνειο και του ενεκρίθη εξήντα χιλιάδες. Αλλά, ο πατέρας μου το ζητούσε ή Τρίκαλα ή Καρδίτσα, επειδή… να είναι κοντά στο χωριό και απαντάει το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο «Αττική, νομό Αττικής και τέως πρωτευούσης, Πειραιά και τέως πρωτευούσης». Μόνον στην περιοχή αυτή, ήθελε να εξασφαλίσει δηλαδή το εξήντα χιλιάδες δραχμές. Κατέβηκε κάτω στην Αθήνα ο πατέρας μου, ταχυδρόμος ων στο χωριό τότε, δεν είχε πάρει μετάθεση για τον Παλαμά και πήγε κάτω. Λοιπόν, ήθελε, όμως… Είχε δυόμισι χιλιάδες δραχμές μαζί του. Ήθελε να πληρώσει δικηγόρους για τους τίτλους, εφορίες και λοιπά και αυτά και ήθελε κοντά στις πέντε χιλιάδες. Και δεν μπορούσε να βρει δυόμισι χιλιάδες. Στέλνει τρία τηλεγραφήματα στο χωριό, όπου το τηλεγραφείο το είχε ο γαμπρός του από αδελφή, ο θείος μου που μου έδινε την κολτσίνα εμένα. Και έλεγε στη μάνα μου, απευθυνόταν στη μάνα μου να δανειστεί από όπου μπορεί στο χωριό δυόμισι χιλιάδες, για να το στείλει κάτω να αγοράσει και είχε βρει μία μονοκατοικία προς το Περιστέρι με εξήντα χιλιάδες και ήθελε, όμως, και πέντε χιλιάδες τα επιπλέον αυτά τα διαδικαστικά. Και είχε δυόμισι χιλιάδες. Και ο γαμπρός του δεν έδωσε τα τηλεγραφήματα στη μάνα μου.
Γιατί;
Δεν ήξερε η μάνα μου τίποτα. «Τι το θέλει ο Γούλας το σπίτι στην Αθήνα;», λέγανε αυτοί στο χωριό. Ποιος; Ο γαμπρός του από αδελφή. Γυρίζει πίσω, αφού ναυάγησε τότε η αγορά να πούμε, το δάνειο. Του λένε δεν μπορούμε να σου δώσουμε στην Καρδίτσα ή στα Τρίκαλα να πάρεις σπίτι. Γιατί η αξία τότε της επαρχίας ήταν πολύ χαμηλή, δεν ήταν, δεν ανταποκρινόταν… Ενώ το σπίτι στην αυτή, εάν δεν είχε να το πληρώσει, θα το περνάνε. Εξήντα χιλιάδες ήτανε στο Περιστέρι, κατάλαβες; Μονοκατοικία. Έρχεται, ένα καβγά με τη μάνα μου. Εγώ τα θυμάμαι τότε. Πώς δεν την έδειρε δηλαδή! Και του λέει: «Εγώ», λέει, «Δημοσθένη μου, δεν πήρα τίποτα λέει! Στα χέρια μου δεν είχα τίποτα». «Δεν είχες τίποτα; Τρία τηλεγραφήματα». Πάει απάνω, του λέει του γαμπρού του: «Να σε πλακώσω στο ξύλο τώρα;», του λέει να πούμε, «Δεν ντρέπεσαι λίγο;» του λέει. Και ναυάγησε η αγορά τότε. Θέλω να σου πω ότι επειδή ήταν το ’38, είκοσι χρονών παλικάρι και έφυγε μετά από την «Μεγάλη Βρετάνια» είχε επαφή και σου λέει, ήξερε την πρωτεύουσα πώς [01:50:00]ήταν και ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι. Τόσο πολύ δηλαδή έβλεπε μπροστά. Λοιπόν, αποτέλεσμα ότι έβλεπε μπροστά είναι το ότι ο μπάρμπα Αχιλλέας ο Οικονόμου, ο αδερφός της γιαγιάς μου, όταν τελείωσα εγώ το οδοντιατρείο και άνοιξα, ενενήντα δύο ετών, μου ζήτησε να του κάνω οδοντοστοιχίες. Και πάω και λέω στον μακαρίτη τον πατέρα μου: «Τι τα θέλει τα δόντια ο μπάρμπας, ο μπάρμπα Αχιλλέας; Για τον άλλο κόσμο;». Και τι μου απαντάει που λες, Γεωργία μου; «Άκου να σου πω, εσύ θα βάλεις όλη σου την επιστήμη και την τέχνη να μην τον ταλαιπωρήσεις, γιατί μένει στο Παλαιό Φάληρο. Μέχρι να έρθει στου Ζωγράφου, δεν μπορεί. Να μην τον χτυπήσουν να βάλεις τα αυτά… Θα του φτιάξεις τα δόντια και δεν ξέρεις πότε είναι γραμμένο από πάνω από τον Θεό λέει να πούμε, να φύγει ο άνθρωπος!». Ακούς; Μετά από τρία χρόνια, πεθαίνει ο πατέρας μου από καρδιά εξήντα ένα χρονών και ήρθε ο μπάρμπα - Αχιλλέας και μας συλλυπήθηκε στο σπίτι στο Γουδί. Και έζησε ο μπαρμπα - Αχιλλέας μέχρι εκατό τριών ετών! Ο πατέρας μου ήταν ασπρομάλλης, όπως είδες εκεί, και σχεδόν του μοιάζω τώρα εκεί, όπως είμαι εγώ τώρα. Όταν έβαλα υποψηφιότητα εγώ στου Ζωγράφου και έβαλα με τους αυτούς… Με του ΚΚΕ, διότι είχαμε διαφωνήσει. Θα σου πω και αυτά. Πάω και μου λέει ο πατέρας μου: «Παιδάκι μου, μην ασχολείσαι με αυτά. Είσαι νέος επιστήμονας, θέλεις όλους και λοιπά και αυτά. Μην στοχοποιείσαι, μην κομματικοποιείσαι». «Μα», λέω εγώ, «δεν κομματικοποιούμαι». «Μα», λέει, «άμα είσαι. Πήγαινε», λέει, «τώρα στον Άγιο Θωμά από κάτω στο καφενείο που συχνάζουν πατριώτες και πες τους πριν δώσουν το λόγο τους μήπως κανένας από αυτούς σε ψηφίσει». Και ποιον βρίσκω στον Άγιο Θωμά στο καμπαναριό από κάτω; Τον μπαρμπα-Χρήστο το Ράιο. Απόστρατος ταξίαρχος του Πεζικού ή Τεθωρακισμένων ήταν, δε θυμάμαι. Χωρίς να ξέρω εγώ ότι ήταν συμμαθητής του Παττακού ο μπάρμπα- Χρήστος. Αυτό έγινε μετά τη μεταπολίτευση, μετά το ’75. Και μου λέει: «Μπαρμπα - Χρήστο καλημέρα». «Καλημέρα, Γιωργάκη μου. Τι γίνεται;!» Ήταν έτσι κοντός, χοντρός, καμαρωτός πήγαινε. «Θέλω τη βοήθεια σου μπάρμπα Χρήστο». «Τι;», μου λέει. «Βάζω υποψηφιότητα, ‘75 αυτή η δουλειά, στο δήμο Ζωγράφου για δημοτικός». «Με ποιον βάζεις;». Λέω: «Με τον Μπέη». Και μου κάνει έτσι το χέρι στο μέτωπο. «Με τον Μπέη; Με αυτόν τον κομμουνιστή βάζεις;». «Όχι μόνο δεν θα σε ψηφίσω, αλλά κι αν ακούσω κάποιον ο οποίος θέλει να σε ψηφίσει, θα τον αποτρέψω από το να σε ψηφίσει, γιατί θα σε διαφθείρουν αυτοί», μου λέει εμένα. Εμένα να πέσει στο κεφάλι μου κεραυνός εκείνη την ώρα! «Ναι, ναι, ναι, ναι μπάρμπα Χρήστο» του έλεγα εγώ, τι να πω; Ναι ναι ναι. Εντάξει εντάξει. Πού να πάω στο καφενείο εγώ να δω άλλον; Φεύγω, γυρίζω στο σπίτι, άρχισα εγώ τα επίθετα τα γαλλικά στον πατέρα μου. «Άκου τον μπαρμπα - Χρήστο και λοιπά, μου είπε αυτό κι αυτό κι αυτό». «Άκου να σου πω παιδί μου, αυτόν τον άνθρωπο να τον εκτιμάς, διότι σου είπε την αλήθεια, δεν σε χτύπησε στην πλάτη να σου πει «Γιωργάκη εντάξει, μείνε ήσυχος θα σε ψηφίσω» και να μη σε ψηφίσει. Αυτούς να εκτιμάς». Τίποτα εγώ. Μετά από το ‘78 που έφυγε ο Μπέης και πήγε στο αυτό, στην Αθήνα υποψήφιος δήμαρχος, οι ΠΑΣΟΚοι εμάς τους κεντρογενείς μας ‘βγάλαν απ’ έξω. Και εμείς κατεβήκαμε με το ΚΚΕ. Έβλεπα τον μπάρμπα Χρήστο τον Ράιο και έφευγα. Σαράντα ράκες. Έφευγα. Αναμέραγα. Πήγαινα δηλαδή από την άλλη γωνία να μη με βρει.
Πάμε πίσω στην Δικτατορία, τότε που εσείς ήσασταν φοιτητής.
Φοιτητής ων.
Πώς βιώσατε την Δικτατορία που ήσασταν ακόμα… ; Ήσασταν Θεσσαλονίκη;
Ήμουν Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα κάτω πήρα το κουστουμάκι μου και μετά ανέβηκα πάλι επάνω και συνέχισα τις σπουδές μου. Λοιπόν, οργανική χημεία ο Χριστομάνος όπως σου είπα και ο Σάββας ανατομία. Με πλησιάζει ο ψηλός ο-
Στρατιωτικός συνάδελφος γιατρός εκεί φοιτητής τότε στο έκτο. «Ρε παιδάκι μου», μου λέει, «εσύ γράφεις καλά. Έχεις πάρει το βιβλίο; Αγόρασες το βιβλίο; Του Χριστομάνου το βιβλίο;». Δύο χιλιάδες δραχμές είχε τότε αυτό. Λέω «Όχι», λέω, «έχω ένα βιβλίο», λέω, «από τον ξάδερφο», ξάδερφο τον είπα εγώ τον άλλον τον φοιτητή τον Κούτσα το Βασίλη, που μου έδωσε την οργανική χημεία που ήταν στο τρίτο έτος της Ιατρικής. «Βρε παιδάκι μου», μου λέει, «για αυτό γράφεις σωστά», μου λέει, «και καλά. Πήγαινε αγόρασε το βιβλίο». Μα, δύο χιλιάδες δραχμές; Πω, ρε παιδί μου. Τηλεφωνώ στο μακαρίτη τον πατέρα μου. Λέω το και το. «Πρέπει να αγοράσω το βιβλίο από τον Σάκκουλα». Σάκκουλας στην Θεσσαλονίκη, είχε βιβλιοπωλείο. Πού να το βρω; Δύο χιλιάδες δραχμές; Δανείστηκε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και μου έστειλε δυο χιλιάδες και πήγα και τις αγόρασα και μου έγραψε το όνομα ο Σάκκουλας και στην επόμενη… στο επόμενο τεστ που έγραψα εγώ Οργανική Χημεία, οχτώ! Κατάλαβες; Οχτώ! Θέλω να σου πω τι τραβάγαμε τότε. Ο δε Σάββας, όταν δίδασκε στο χημείο εκεί που κάνουν τώρα στην Θεσσαλονίκη, που κάνουν τα πάρτι αυτοί να πούμε οι φοιτητές, οι λεγόμενοι φοιτητές που δεν είναι φοιτητές, διότι για μένα, εάν οι κομματικές οργανώσεις των φοιτητικών συλλόγων, οι φοιτητικοί σύλλογοι σε όποιο κόμμα και να ανήκουν έπρεπε να διασφαλίσουν από μόνοι τους την ησυχία και την ηρεμία μέσα στο πανεπιστήμιό τους. Όπου διδάσκουν. Και το έχουν κάνει να πούμε… Δεν είδατε τι κάνουν με τις βαριοπούλες; Σπάνε να πούμε τα αυτά και λοιπά. Ο Σάββας όταν παρέδιδε, μάλιστα στο αμφιθέατρο της Φυσικομαθηματικής που ήταν το μεγαλύτερο, είχε ικανότητα να ζωγραφίζει με ζωγραφιστές… να ζωγραφίζει τις αρτηρίες με αυτό… με μπλε τις αρτηρίες, κόκκινο τις φλέβες και λοιπά, τους μύες καφέ και λοιπά, τα νεύρα με κιμωλίες στον πίνακα και να παρακολουθούμε, όχι μόνον εμείς οι φοιτητές που ήμασταν υποχρεωμένοι, γιατροί και οδοντίατροι, αλλά και από άλλες σχολές. Επειδή είχε μεταδοτικότητα τρομερή. Όπως και ο μακαρίτης ο Μάνεσης ο Αριστόβουλος, ο καθηγητής του συνταγματικού δικαίου. Ήταν τρομερός. Τρομερός και αυτός και ο Σάββας. Ο Σάββας… Πήγα να εξεταστώ, κάτι μου είπε εκεί και λοιπά. «Καλά δεν πειράζει παιδί μου, του χρόνου, του χρόνου!» Ο Σάββας ήταν πολύ αυστηρός μέχρι που οι φοιτητές στο δεύτερο έτος έπρεπε να… Τότε… Τότε, Γεωργία μου, δεν υπήρχε μεταφορά μεταφερόμενου. Έπρεπε τα αυτά, τα μαθήματα του έτους να τα περάσουμε ή στην πρώτη ή στη δεύτερη περίοδο του Σεπτεμβρίου, ή στην ημιπερίοδο του Δεκεμβρίου. Από κει και πέρα μετά έμενες στο ίδιο έτος. Και για αυτό και είχε πάρα πολλούς ο Σάββας στο δεύτερο έτος φοιτητές Ιατρικής και Οδοντιατρικής και οι οποίοι έκαναν και «Σύλλογο Καταραμένων»!
Δηλαδή;
Άμα ακούσεις το Σύλλογο Καταραμένων, είναι αυτοί που είχανε μείνει από τοn Σάββα πάνω από δύο έτη στο ίδιο έτος, στο δεύτερο έτος. Ναι! Γελάς; Υπήρχανε δηλαδή, ναι ναι. Τέτοια ήταν η κατάσταση τότε. Που λες και το ’66 πέρασα εγώ. Το ‘67 τώρα το Σεπτέμβρη με την Δικτατορία, κατέβηκα να κάνω… Δεν υπήρχαν πάνω, δεν υπήρχε, δεν κουνιόταν φύλλο, τίποτα δηλαδή. Ήμασταν κλεισμένοι μέσα, διαβάζαμε, πηγαίναμε δίναμε τις εξετάσεις μας, περνάγαμε και τίποτα άλλο. Δεν υπήρχαν δηλαδή σύλλογοι φοιτητικοί και λοιπά και αυτά. Εγώ πάνω που ήμουνα εσώκλειστος μέσα στη θεία μου την Σοφία και τον θείο τον Βασίλη έπαιρνα την εφημερίδα, όπως σου είπα να διαβάσω, και μου την έπαιρνε, όπως το γεράκι την κότα και με έκανε να πούμε έτσι μέσα μου. Οπότε συμπληρώναμε πάνω από πέντε χρόνια παραμονής στην Αθήνα, ήμασταν μέσα στην αυτή του νόμου… στο γράμμα του νόμου και πάω στην Κατακάλου. Και της λέω το και το, «Βρήκα λέω αυτό». «Και εγώ σου βρήκα», μου λέει, «να κάνεις αμοιβαία». Άκου να δεις η γυναίκα. Λέω: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ να πούμε», λέω αυτό. Είδες, με εκτίμησε που της μίλησα ειλικρινά και της είπα ο πατέρας μου είναι ταχυδρόμος, δεν έχει λεφτά. Λοιπόν, και έτσι πήρα τη μεταγραφή και ήρθα κάτω και με ενέγραψε, χωρίς να έχω πάρει από πάνω χαρτί εγώ. Δεν είχα πάρει χαρτί και γράφτηκα εδώ και ευτυχώς, δηλαδή που ίσα ίσα που πρόλαβα!
Γραφτήκατε στο δεύτερο έτος της Οδοντιατρικής-
Εδώ-
Στην Αθήνα πια.
Στην Χαλκοκονδύλη. Και στην Χαλκοκονδύλη που λες, βέβαια, εγώ σαν καινούριος αυτά δεν ήξερα τι κάνανε αυτοί. Άλλα κάναμε εμείς πάνω, είχαμε και εργαστήρια, αυτοί είχανε… ζωγραφίζανε τα δόντια. Εμένα δε μου έδειξε κανείς να [02:00:00]ζωγραφίσω δόντια. Εμείς τα σκαλίζαμε πάνω να πούμε με κερί και λοιπά. Όπως μετά κάνανε και στην Αθήνα μετά, στο δεύτερο προς τρίτο και λοιπά και αυτά. Τα σκαλίζαμε σε κερί. Παίρναμε κερί και, ναι, σαν τους γλύπτες και κάναμε το δόντι. Εγώ δε έφτιαξα ένα γομφίο τρομερό, οπότε ο καθηγητής εκεί, όχι ο καθηγητής, ο βοηθός που ήταν, ο επιμελητής, γιατί τότε είχαμε βοηθό, επιμελητή, υφηγητή, καθηγητή. Δεν υπήρχαν αναπληρωτές, επίκουροι, λέκτορες και λοιπά. Ήταν ο βοηθός, υποβοηθός, βοηθός, επιμελητής, υφηγητής, καθηγητής. Αυτή ήταν οι βαθμίδες τότε. Οπότε ο επιμελητής εκεί φωνάζει τον υφηγητή. Λέει: «Κοίταξε ένα αριστούργημα», λέει, «εδώ! Ποιος το έκανε; Έλα εδώ, Γούλα». Με φωνάζει: «Φέρε μου την κάρτα σου». Πάω την κάρτα μου. Ένα δόντι έφτιαξα και μου υπογράφει και για τα τριάντα δύο δόντια! Υπογραφές σαν να τα ‘φτιαξα όλα. Τάκα τάκα τάκα. Μου υπέγραψε ο υφηγητής όλα αυτά. Οπότε οι συμφοιτητές μου, πριν πάνε να πάρουν υπογραφή για την κατασκευή, πέρναγαν από μένα: «Γιώργο, για κοίταξε το ‘χω καλά, το ‘χω φτιάξει καλά; Για διόρθωσε μου το, σε παρακαλώ, φτιάξε μου λίγο να πούμε να πάρω υπογραφή και λοιπά!» Καταλαβαίνεις; Λοιπόν, ναι είχαμε μέσα αυτά. Δεν υπήρχαν τότε λόγω της δικτατορίας να υπάρχουν φοιτητικοί σύλλογοι και να τσακώνεται ο ένας με τον άλλον και λοιπά. Είχαμε τη δουλειά μας και τίποτα άλλο. Λοιπόν, μάλιστα ήταν και μερικοί εγκάθετοι μέσα, όσοι ήταν οργανωμένοι ξέρεις σε αυτά. Εγώ ήμουνα οργανωμένος στην ΕΔΗΚ, στην ΕΣΔΗΝ αλλά είχαμε διαλυθεί τότε.
ΕΣΔΗΝ;
Ένωση Δημοκρατικής Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου, έτσι λεγόταν τότε, της Ένωσης Κέντρου, της Ενώσεως Κέντρου του Παπανδρέου δηλαδή, του γέρου Παπανδρέου. Λοιπόν, επήρα υπογραφή που λες, μόλις μου υπέδειξαν, γιατί του είπα, του λέω: «Πώς γίνεται αυτό;». «Ναι», μου λέει «θα πάρεις τις διαστάσεις και λοιπά». «Πέστε μου», λέω, «να πούμε να ξέρω τι αυτό». Μόλις μου δώσανε αυτά πήρα και το χάρτη, τάκα τάκα τα ζωγράφισα όλα. Θέλω να σου πω ότι είχα κι εκεί μεγάλη επίδοση και στην Οδοντιατρική. Όταν δε έφτασα στο τρίτο έτος, λέει ένας καθηγητής, λέει «Από την… ήμασταν…». Πηγαίναμε για τέταρτο. Λέει: «Από τον Σεπτέμβρη θα σας πάρω μαζί μου», λέει «σαν υποβοηθούς». Αν πήραν εσένα πήραν και εμένα. Πήρε κάποιες κοπελιές και έναν συνάδελφο. Κατάλαβες; Και τους λέω: «Καλά ρε παιδιά», λέω, «πώς έγινε η επιλογή σας;» λέω. «Επειδή ήσασταν πιο όμορφοι εσείς από μένα», λέω, «και σας πήρε ο καθηγητής;». Τα κυκλώματα. Δυστυχώς, όπως σου είπα και πριν. Έπρεπε να αγοράσω εγώ το βιβλίο αυτό της Οργανικής Χημείας, δεν του έκοψα τα φύλλα καθόλου, το είχα όλα τα χρόνια μου και ένας συνάδελφος γιατρός που ήθελε Χρηστομάνο αυτό, του έδωσα το βιβλίο στην Αθήνα τώρα πλέον. «Πάρ’ το», του λέω, «κόψε και τα φύλλα, εγώ δεν το άνοιξα καθόλου αυτό», του λέω. Ναι, πραγματικά το αγόρασα και δεν το… διότι είχα το άλλο από τον ξάδερφό μου. Κατάλαβες; Αλλά, έπρεπε να το αγοράσω.
Και ήταν πέντε χρόνια τότε η σχολή σας;
Πέντε. Πέντε είναι και τώρα. Πέντε είναι και τώρα. Λοιπόν, φτάσαμε που λες να πούμε στην Οδοντιατρική. Για να περάσουμε το έτος έπρεπε να δώσουμε πρακτικά πρώτα. Γιατί είχαμε εργαστήρια. Η δικιά μας σχολή είναι επιστήμη και τέχνη. Πρέπει να κόβει και λίγο το χέρι, να είσαι και λίγο καλλιτέχνης και να αγαπάς αυτό που κάνεις. Άμα το αγαπάς-
Πραγματικά κάνεις θαύματα. Οποιαδήποτε δουλειά κι αν κάνεις. Δεν έχει σημασία αν είσαι επιστήμων ή αν είσαι εργάτης ή αν είσαι δεν ξέρω οτιδήποτε αυτό. Γιατί; Πολλοί καλλιτέχνες δεν κάνουν να πούμε, επιπλοποιοί που κάνουν καλλιτεχνήματα; Δεν είναι αυτό. Τώρα σπουδάζουν κι αυτοί να πούμε μέσα από τις τεχνικές σχολές, τότε πηγαίναν και παρακολουθούσαν κάποιο επιπλοποιό και μαθαίναν την τέχνη, σαν καλφάδες τους λέγανε. Λοιπόν, δίναμε πρακτικά. Φτάσαμε στο πτυχίο, να δώσουμε Ιούνιο μήνα, να δώσουμε πρώτα πρακτικά. Έπρεπε να δώσουμε πρακτικά σε όλα τα μαθήματα. Εξακτική, Ακτινοδιαγνωστική, Θεραπευτική, Γναθοχειρουργική, Προσθετική, Κινητή και Ακίνητη Προσθετική, Ορθοδοντική, Γναθοχειρουργική. Βέβαια. Όλα. Έπρεπε πρώτα να πάρω εγώ έναν… να βγάλω το δόντι μόνος μου, να…. Ενώπιον του καθηγητού και να με βαθμολογήσει εκεί, για να περάσω το πρακτικό μέρος, ώστε να έχω δικαίωμα την περίοδο αυτή να δώσω και προφορικά, για να πάρω το πτυχίο. Εάν αποτύγχανα στο εργαστηριακό μέρος στην κλινική δηλαδή, αν δεν περνούσα την κλινική μου άσκηση, δεν είχα δικαίωμα να δώσω τον Ιούνιο να πάρω το… εξετάσεις θα πήγαινα τον Σεπτέμβρη. Φτάσαμε στο πτυχίο το ’71. Τον Ιούνιο.
Όλα αυτά τα έχουμε πει.
Όχι, τον Ιούνιο. Όχι. Ναι, τον Ιούνιο. Έπρεπε να περάσω τα εργαστηριακά. Στην Κινητή Προσθετική είχα… Γιατί είχαμε καρτέλες στην οδοντική, χειρουργική, επίσης, καρτέλες. Και εγώ είχα άνοδο, άνοδο δηλαδή συνέχεια, ανοδική πορεία.
Δηλαδή μέχρι το πέμπτο έτος παντού, παντού σε όλα τα μαθήματα, εργαστήρια, κλινικές και λοιπά. Φτάνουμε μέχρι και στην προσθετική, φτάνουμε και λέει ο καθηγητής: «Βλέπω», λέει, «όλες τις καρτέλες εδώ». Ήμασταν πέντε-πέντε, έξι-έξι ανάλογα. Στοματολογία ο Λουρίδης. Εγώ παρακολουθούσα τον Λουρίδη και έγραφα τα πάντα, τα είχα γραμμένα από τις παραδόσεις του. Αυτός βγάζει ένα βιβλίο τον Ιούνιο, λοιπόν, και εγώ δεν μπόρεσα να το διαβάσω. Κι ήμασταν έξι. Ο συνάδελφος ο Δρακόπουλος, πριν μπούμε μέσα στην Στοματολογία να περάσουμε το πρακτικό μέρος τώρα, για να δώσουμε εξετάσεις να περάσουμε, λέει: «Εγώ διάβασα μόνο τους καρκίνους. Αν μου πετύχει», λέει, «Αν τον πετύχω στους καρκίνους θα τον σκίσω». Και πραγματικά πήρε εννιά. Του έτυχε καρκίνος. Εγώ τελευταίος. Μου λέει ο Λουρίδης: «Φτάσαμε και στον τελευταίο Καππαδόκη», μου λέει έτσι αυτό. Του λέω και εγώ αφού μιλήσαμε έτσι «Ναι, κύριε Καθηγητά», του λέω, «εγώ δεν διάβασα το βιβλίο σας, αλλά έχω», λέω, «τις σημειώσεις, παρακολουθούσα και έχω τις σημειώσεις». «Σας συγχαίρω, κύριε Γούλα, δια την ειλικρίνειά σας! Θα σας βάλω ένα μηδενικό τώρα τον Ιούνιο, ναι, θα σας βάλω ένα μηδενικό και θα ‘ρθείτε τον Σεπτέμβριο, αφού διαβάσετε το βιβλίο σας». Κοίταξε να δεις τι έπαθα! Δεν χρειάζεται καμιά φορά να είναι ειλικρινής ο άνθρωπος.
Τι το ‘θελα; Τι το ‘θελα ο βλάξ εγώ; Κατάλαβες και πήρα το μηδενικό το κουλουράκι μου τον Ιούνιο και πήγα τον Σεπτέμβριο. Τον Σεπτέμβριο, διάβασα το βιβλίο βέβαια αυτό, πήρα έξι στην Στοματολογία. Στην Προσθετική στην Κινητή ο καθηγητής βλέπει τις καρτέλες. «Βλέπω μόνο ο κύριος Γούλας έχει ανοδική πορεία από το δεύτερο έτος μέχρι τώρα», λέει, «Όλοι οι άλλοι έχετε σκαμπανεβάσματα, μία χρονιά έτσι μία αλλιώς. Μήπως», λέει, «πάει κανείς για βαθμό;». Και πετάγομαι εγώ λέω: «Ασφαλώς κύριε καθηγητά, υπονοείτε», λέω, «εμένα». «Πόσος είναι; Μέχρι πού είναι ο βαθμός;» «Από οχτώ και πάνω», λέω, «να εξασφαλίσουμε πρώτα λέω το πενταράκι να περάσουμε». «Όχι», μου λέει, «αν πάτε για βαθμό, εάν μου απαντήσετε για εφτά, θα σας κόψω». Ακούς τι μου είπε; Και λέω: «Όχι, δεν πάμε για αυτό». Και μου έβαλε εφτά, ενώ απαντούσα σε όλες τις αυτές, επειδή δεν πήγα για βαθμό μου έβαλε εφτά σε αυτό. Στην Γναθοχειρουργική τώρα, σου λέω μερικά δηλαδή το τι γινόταν τότε με τους καθηγητάδες. Οι καθηγητές σήμερα φοβούνται [02:10:00]τους φοιτητές βρε, φοβούνται τους φοιτητές. Τους χτίζουν τσιμεντόλιθους απέξω από τις πόρτες των γραφείων τους. Μα, δεν ντρεπόμαστε λιγάκι; Δεν έχουν να πούμε το σθένος να βγούνε να πούνε; Τι πάει να πει; Τον άλλον τον έδειραν στην Πάντειο να πούμε. Όχι μόνο αυτόν. Είναι τρομερά πράγματα. Εμείς σεβόμασταν τους καθηγητές. Θες ότι ήταν η Δικτατορία και δεν μας είχε ελεύθερα αυτά; Ίσως ήταν κι αυτό, ίσως ήταν και αυτό. Σεβόμασταν τους καθηγητές, τους βλέπαμε δηλαδή σαν δασκάλους περισσότερο. Και πραγματικά όλοι οι περισσότεροι. Ένας δε ένας καθηγητής μόλις με έβλεπε έλεγε: «Πάμε να φύγουμε, έρχεται ο Γούλας!» Διότι ρωτούσα, και στο διάδρομο ακόμα ρωτούσα εγώ και ο άνθρωπος είχε τόσο πολύ να πούμε αγανακτήσει, διότι ήθελε να ξεκουραστεί ένα τέταρτο, το ακαδημαϊκό τέταρτο, για να συνεχίσει τη δουλειά. Κι εγώ πήγαινα να πούμε και τον ρώταγα. Και μόλις με έβλεπε: «Πάμε, πάμε να φύγουμε! Έρχεται ο Γούλας. Θα ρωτήσει κάτι». Είχα… Τότε έπρεπε στην Γναθοχειρουργική να είχαμε αφαιρέσει μόνοι μας έναν έγκλειστο ή κυνόδοντα πάνω ή κάτω φρονιμίτη, δηλαδή κάτι που να χρειάζεται τομή να ανοίξεις και λοιπά και να ράψεις μετά. Βρήκα εγώ μία μοδίστρα - ήταν, τι ήταν - η οποία είχε έναν έγκλειστο κυνόδοντα απάνω, οριζόντιο από μέσα. Έπρεπε να την ανοίξω από μέσα από την υπερώα. Λοιπόν, ο καθηγητής μπροστά. Ένας συνάδελφος ο Γκοτσόπουλος ο Κώστας: «Ρε Γιώργο», μου λέει, «δεν με παίρνεις και εμένα σαν βοηθό να πάρω και εγώ υπογραφή», μου λέει, «γιατί δεν βρίσκω να φέρω ασθενή;». «Έλα Κώστα», του λέω, ναι, το δέχτηκε και ο καθηγητής ότι δήθεν με βοηθούσε ο Κώστας. Άνοιξα εγώ, έβλεπε ο καθηγητής, όμορφα, ωραία κι αυτό με το μοχλό. Έβγαλα τον κυνόδοντα, έραψα το πρώτο ράμμα. Μου λέει ο καθηγητής: «Εντάξει, κύριε Γούλα, αφήστε και τον συνάδελφο να ράψει», λέει. Άφησα τον άλλον και έραψε και εκείνος να πάρει υπογραφή ότι πέρασε το αυτό. Και πάμε να δώσουμε προφορικά αφού πέρασα όλα τα… Από όλες τις έδρες, πάμε τώρα στα προφορικά. Τελευταίο μάθημα προφορικών, αφού σου είπα ότι ο άλλος μου έβαλε εφτά, ενώ απάντησα όλες τις ερωτήσεις. Εν πάση περιπτώσει. Ορθοδοντική. Απαντώ να πούμε όλες αυτές, μου βάζει οχτώ. Ορθοδοντική. Πετάγεται η Ρένα, στην οποίαν έβαλε να πούμε εφτά και του λέει του καθηγητή του Χαραλαμπάκη, Θεός σχωρέσ’τον τον Χαρίλαο, σηκώθηκε όρθια. «Κύριε καθηγητά - ξέρεις τώρα η μαλαγανιά η δική σας των κοριτσιών - κύριε καθηγητά, επειδή θα πάω στην Γερμανία και σκέφτομαι να ακολουθήσω την Ορθοδοντική, θα ‘θελα να μου το κάνετε, να μου ανεβάσετε το βαθμό!». Και της βάζει εννιά! Από επτά, εννιά! Εγώ ο βλαξ αντί να του πω: «Κύριε καθηγητά, το οχτώ κάν’ το μου δέκα!». Θα το έβγαζα με άριστα! Το έβγαλα με λίαν καλώς το πτυχίο. Εάν μου έβαζε ο Χαραλαμπάκης το δεκάρι, διότι έβαλε στη Ρένα να πούμε δύο βαθμούς απάνω, επειδή θα πήγαινε στην Γερμανία να κάνει ορθοδοντική. Πάει και η Ορθοδοντική, την πέρασα την Ορθοδοντική. Γναθοχειρουργική τελευταίο μάθημα. Ήμασταν έξι στη σειρά. Τελευταίος εγώ, μπροστά οι άλλοι. Έκοβε ο Παπαντωνόπουλος, έκοβε ο καθηγητής. Φτάνει, φτάνει και σε μένα. Λέει, πετάγεται μία συνάδελφος και λέει: «Κύριε καθηγητά, ο κύριος Γούλας, εάν περάσει και σήμερα την Γναθοχειρουργική, το μάθημα αυτό, παίρνει πτυχίο!» Λέει, απαντάει ο Παπαντωνόπουλος: «Τον κύριο Γούλα τον παρακολούθησα στην εξαγωγή του εγκλείστου και είναι περασμένος από μένα από πριν και τίποτα να μη μου απαντήσει», λέει, «θα περάσει!» Απάντησα, όμως, εγώ και μου έβαλε να πούμε εννιά ο Παπαντωνόπουλος, Γναθοχειρουργική. Θέλω να σου πω με την αυτή... Παράλληλα, όμως, όταν κατέβηκα κάτω ως φοιτητής εγώ. Αυτή ήταν η οδοντιατρική μου πορεία, πώς τελείωσα. Γράφτηκα στην Θεσσαλονίκη 14 Νοεμβρίου του ’66. Και 21 Νοεμβρίου του ‘71 πήρα πτυχίο, τελείωσα. Πήρα πτυχίο, βέβαια.
Όταν κατέβηκα από την Θεσσαλονίκη, ήταν τόση η έλξις προς τη βυζαντινή μουσική, ήθελα οπωσδήποτε να μάθω αυτό. Στην Θεσσαλονίκη ασχολήθηκα και με κιθάρα. Ναι. Ο πεθερός του θείου μου εκεί έπαιζε κιθάρα και πήγα, αλλά μάτωσαν τα δάχτυλά μου και την παράτησα, την παράτησα. Έπαιζε βιολί, έπαιζε βιολί και δεν σου κρύβω έχω και βιολί μέσα τώρα εδώ. Το πήρα να πούμε και το έχω, το αγόρασα πριν τρία – τέσσερα χρόνια και το έχω μέσα να πούμε στη ντουλάπα. Κατάλαβες τι γίνεται; Ήμουν ανήσυχο πνεύμα, ήμουνα πολύ ανήσυχο πνεύμα. Μάλιστα, ήθελα να φύγω το ‘71 που πήρα πτυχίο, πήγα στρατιώτης στην Κόρινθο.
Εν μέσω Δικτατορίας;
Χούντα. Ναι. Πάω εκεί στο πρώτο τάγμα. Εγώ κουρεύτηκα μία εβδομάδα πριν. Γουλί. Κουρεύτηκα μία εβδομάδα γουλί πριν πάω. Και με έβλεπε ο κόσμος να πούμε εκεί και μου έλεγαν «Ρε γιατρέ, τι γίνεται; Πώς είσαι;». «Πάω στρατιώτης», λέω, «πάω στρατιώτης». Και 28 Γενάρη του ‘72 πήγα στην Κόρινθο, στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού Κορίνθου. Λοιπόν, στο πρώτο τάγμα, δεύτερο λόχο, πρώτη διμοιρία, ο Γούλας στρατιώτης. Αφού μας κάνανε εκεί κάποια εμβόλια και λοιπά και αυτά μας ντύσανε, μας βάζουν πάνω. Το κρεβάτι το δικό μου ήταν στο βάθος πάνω από του λοχία, από πάνω. Αλλά, δεν έλεγα ότι είμαι οδοντίατρος. Και να μου φωνάζει ο λοχίας παρά το ότι τότε το ’72, ναι ήμουν είκοσι τρία, πήγαινα για είκοσι τέσσερα χρονών, γιατί είμαι γεννημένος τον Νοέμβρη, είκοσι τρία μισό ήμουνα περίπου. Λοιπόν και πήγαινα. «Πήγαινε φέρε μου τούτο, φέρε μου το άλλο και λοιπά!» Και έτρεχα εγώ χωρίς να πω κουβέντα. Κάτι άλλοι συστρατιώτες μου εκεί, ο ένας έλεγε είμαι γιατρός. Τι είσαι; Γιατρός; Έλα εδώ! Ήταν και κοντούλης ο Χρήστος. Η διμοιρία είχε ένα καδρόνι στη μέση, ένα μεγάλο αυτό, τον παίρνει στην αγκαλιά ο λοχίας, τον βάζει επάνω. «Κρατήσου απάνω. Κρατήσου! Ναι, κράτα, κράτα και θα φωνάζεις είμαι μπανάνα «Chiquita» όλο μέλι και όλο γλύκα! Όταν ωριμάσω, θα πέσω». Τι να ωριμάσει; Σάμπως ήμασταν γυμνασμένοι εμείς; Έπεφτε αυτός κάτω. Ξανά ο λοχίας απάνω. Ξαναφώναξε. Τον άλλο του λέει: «Τι είσαι; Γιατρός; Έλα δω. Κάτσε κάτω. Λαγουδάκια». Λαγουδάκια τι σημαίνει; Να καθίσεις οκλαδόν έτσι να πιάσεις κάτω τους αστραγάλους, για να χοροπηδάς έτσι. Λαγουδάκια. Πω ρε παιδί μου. Ναι μας ψαρώνανε. Οι λοχίες ήταν νεαρά άτομα, ήτανε δεκαεννιά-είκοσι χρονών. Εμείς ήμασταν, φαινόμασταν και μεγάλοι εκεί να πούμε σε αυτούς μπροστά. Ένα πατριωτάκι που λες εκεί, λοχίας, από έναν άλλο λόχο ήρθε μία μέρα εκεί και μου λέει ένας: «Αυτός είναι από την Καρδίτσα», μου λέει. «Σώπα ρε», του λέω, «από την Καρδίτσα;». Πάω του λέω: «Από την Καρδίτσα είστε κύριε λοχία;». «Ναι» μου λέει. «Και εγώ λέω», αυτό του λέω. «Ποιο γυμνάσιο», λέω, «τελείωσες;». «Παλαμά». «Εγώ στον Παλαμά πήγα», λέω, «τριάμισι χρόνια», λέω εκεί και λοιπά. «Από ποιο χωριό;». «Από το Λουτρό». Ερχόταν αυτός και μας έλιωνε, μας ίδρωνε μέσα, χοροπηδάγαμε, κάναμε εκεί μας έκανε δηλαδή λιώμα μέσα στην αίθουσα, τώρα χειμώνας, βέβαια ήταν και χειμώνας. Και μου λέει: «Θα παίρνεις», μου λέει, «το χαρτί υγείας και θα μου λες κύριε λοχία πάω αυτό». Και την γλίτωσα από αυτόν. Μας κόβανε το νερό στην Κόρινθο, τρώγαμε σε καραβάνα τότε. Είχαμε καραβάνα. Ξέρεις τι σημαίνει καραβάνα; Ένα δοχείο ορθογώνιο το ένα μέσα στο άλλο, το άνοιγες, και έτρωγες. Είχε δύο χερούλια από δω από κει. Και έπρεπε να το πλύνεις αυτό να είναι καθαρό για την άλλη αυτή. Και μας κόβανε το νερό! Μετά πώς να την καθαρίσεις την καραβάνα; Πώς να την καθαρίσεις; Κρατάγαμε, περνάμε λίγο ψωμί παραπάνω και την ψίχα την κρατάγαμε, για να καθαρίσουμε ξέρεις την καραβάνα από μέσα, για να φάμε το [02:20:00]βράδυ, να είναι καθαρή. Μας κόβαν το νερό το μεσημέρι. Καψόνια δηλαδή.
Πόσο καιρό κάνατε στρατό;
Εκεί, εκεί ήμουνα τρεις μήνες. Δυόμισι μήνες; Όχι, πήγα 28 Γενάρη και μέχρι το Μάρτη, 22 Μαρτίου, μας είχαν εκεί. Περίπου δύο μήνες εκεί. Εκεί όσοι ήμασταν πτυχιούχοι, περνάγαμε εξετάσεις, δηλαδή τεστ, συνέντευξη στον λοχαγό και αθλήματα, αθλήματα, για να περάσουμε για υποψήφιοι ΥΕΑ, υποψήφιοι έφεδροι ανθυπολοχαγοί. Οι γιατροί λεγόμασταν ανθυπίατροι. ΥΕΑ.
Αφού πέρασα εκεί μου λέει ο λοχαγός αυτό κι αυτό: «Κύριε Γούλα», μου λέει, «τι γνώμη έχετε», μου λέει… Πέρασα τα πρώτα τεστ, τα αθλήματα, «Για τα κοινόβια;». Τι να πω εγώ τώρα;
Εν μέσω Χούντας.
Ναι εν μέσω Χούντας. Τι να πω για τα κοινόβια; Επειδή ήξερα βέβαια, τότε οι μαλλιάδες ήταν οι Beatles.
Οι Beatles. Μάλιστα ο μακαρίτης ο πατέρας μου τους έλεγε μπίτλας. Οι μπίτλας. Οι μπίτλας. Έφυγα εγώ που λες να πούμε εκεί πέρα. Μετά από μία εβδομάδα με ξανά καλούν πάλι εμένα για συνέντευξη, ο ίδιος ο λοχαγός με ξανά καλεί για συνέντευξη. Ξέρεις στη συνέντευξη ήμασταν μόνοι μας μέσα, δεν ήταν άλλος. Και με ρωτάει τι γνώμη έχω να πούμε για το ΝΑΤΟ. Κι άρχισα εγώ να του λέω να πούμε για τη Συμμαχία, τι ρόλο παίζει και ότι είμαστε μέλη να πούμε, «η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Συμμαχίας. Και στη θέση που βρίσκεται η Ελλάδα είναι απαραίτητη η συμμαχία με το ΝΑΤΟ». Άρχισα εγώ να λέω παραμύθια δηλαδή, ό,τι αυτό… ο, τι μου κατέβαινε τότε. «Εντάξει κύριε Γούλα, πηγαίνετε», μου λέει. Πάω εγώ. Μετά από λίγες μέρες, τελειώναμε και θα περνάμε μετάθεση ο καθένας να πάει όπου θα πήγαινε. Και συντάχθηκε όλο το σύνταγμα, το όλο το στρατόπεδο. Όλα τα δύο τάγματα και οι λόχοι και οι διμοιρίες και τα λοιπά κι ένας γραμματέας φώναζε ποιοι θα πάνε στη ΣΕΑΠ κάτω στην Κρήτη για ανθυπολοχαγοί, ποιοι θα πάνε στο ΣΕΜ, στο Σώμα Μεταφορών, Εφοδιασμού-Μεταφορών, ποιοι θα πάνε Διαβιβάσεις, ποιοι θα πάνε Τεθωρακισμένα, ποια θα πάνε υποψήφιοι ΥΕΑ, Πυροβολικό και λοιπά. Έφτασε η σειρά και του Υγειονομικού. Άρχισε αυτός να λέει. Τριάντα δύο ήμασταν από όλο το αυτό που ήταν, όλο το σύνταγμα μόνο τριάντα δύο επελέγησαν για ΥΕΑ, υποψήφιοι έφεδροι ανθυπίατροι. Ακούω κάποια στιγμή «Γούλας Γεώργιος του Δημοσθένους». Εγώ παλάβωσα. Μου λέει ο άλλος δίπλα «Ρε» - με τη λέξη που αποκαλεί όλος ο ελληνικός λαός τώρα τον καθένα φίλο και λοιπά - «Ρε αυτό! Σε φώναξε». «Εμένα», λέω, «φώναξε;». «Ποιον φώναξε», λέει. Τίποτα εγώ, δεν λέω παρών. Ξανά αυτός. «Γούλας Γεώργιος του Δημοσθένους». «Φώναξε ρε». «Παρών», λέω εγώ. Πετάγεται ο Διοικητής του Συντάγματος: «Μήπως θέλεις να σου κάνουμε και αίτηση με χαρτόσημο; Έβγα έξω, γρήγορα!» μου λέει. Πήγα και εγώ εκεί στη γωνία, που μας ξεχώριζαν οι άλλοι από δω, οι άλλοι από εκεί. Πήγα κι εγώ εκεί που λες. Πώς και δε μου έριξε φυλακή δηλαδή. Γιατί δεν περίμενα εγώ. Διότι όλοι οι άλλοι μέσα λέγανε: «Εγώ έχω τον Αγγελή, εγώ έχω τον Ζαγοριανάκο, εγώ έχω τον Ζωιτάκη, εγώ έχω τον Παπαδόπουλο, έχω εκείνον, έχω τον άλλον. Εγώ δεν είχα κανέναν παρά το ότι ο αδερφός της μάνας μου ήταν υποστράτηγος, ο Ριζόπουλος ο Αλέκος. Λοιπόν.
Κι έτσι, που πηγαίνετε;
Ε;
Πού πηγαίνετε λοιπόν αφού σας διαλέγουν σαν ανθυπίατρος;
Ναι. Άκου να δεις, πηγαίναμε στην Χίο. Τότε το ΚΕΥ, το «Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υγειονομικού» ήταν στην Χίο. Τώρα είναι στην Άρτα, το έχουνε πάει στην Άρτα. Ήμασταν στην Χίο. Λοιπόν, μας δίνουνε με το καράβι φύλλο πορείας μετά από τρεις μέρες. Μας δώσανε τρεις μέρες άδεια. Ερχόμαστε στο Γουδί, έρχομαι στο Γουδί εγώ, χαρούμενος λέω στον πατέρα μου, λέω: «Έγινα», λέω, «υποψήφιος αυτό, υποψήφιος ανθυπολοχαγός και λοιπά».
Και πηγαίνετε λοιπόν στην Χίο;
Πήγαινα στην Χίο. Έπρεπε να πάω με το καράβι. Λοιπόν.
Πω πω. Για μένα ήταν μαρτύριο. Φύγαμε το βράδυ και φτάσαμε το πρωί πτώμα. Έβγαλα τα συκώτια μου, εμετούς συνέχεια, πω πω να μην μπορώ να σταθώ. Είχα πιάσει την τουαλέτα, ήμουνα απόξω από την τουαλέτα συνέχεια. Κατάλαβες; Στην Χίο απάνω εκεί, στο τέρμα Απλωταριάς ήταν το στρατόπεδο. Το ΚΕΥ. Διοικητής του KΕΥ ήτανε ο αρχίατρος Αραμπατζής Ιωάννης, αντισυνταγματάρχης αρχίατρος, διοικητής ο οποίος έχτιζε ένα εκκλησάκι εκεί μέσα και εμείς την ώρα που δεν είχαμε μάθημα ή άλλος είχε το καρότσι, άλλος είχε το φτυάρι, άλλος είχε τον κασμά. Κουβαλάγαμε που λες τα υλικά και άλλος έχτιζε, είχε κάτι μαστόρους απέξω και εμείς βοηθούσαμε εκεί και λοιπά, όταν δεν είχαμε μάθημα. Και, συνήθως, το μάθημα δεν το κάναμε μέσα σε αίθουσες, το κάναμε κάτω από τις αμυγδαλιές και τρώγαμε και αμύγδαλα, ξέρεις, φρέσκα πράσινα, κόβαμε εκεί αυτά. Πετάγεται ένας οδοντίατρος, εγώ δεν έλεγα ότι είμαι ψάλτης, πετάγεται ένας οδοντίατρος εκεί λέει: «Κύριε διοικητά – εκεί που κουβαλάγαμε τα αυτά - έχουμε και ψάλτη εδώ!» «Ποιος είναι ψάλτης;» Λέω: «Εγώ». «Έλα εδώ», μου λέει. Πάω εκεί. «Έλα στο γραφείο μου μετά» μου λέει «μόλις τελειώσετε». Πάω στο γραφείο, παίρνει τηλέφωνο τον Δεσπότη, τον Χρυσόστομο τότε τον μακαριστό στην Χίο. Του λέει: «Σεβασμιώτατε, έχω έναν ψάλτη πολύ καλό», λέει, «εδώ», λέει. «Να μου το στείλεις», λέει, «αυτός να τον ακούσω και θα σας πω», λέει, «θα σου πω». «Βεβαίως», λέει. Με στέλνει κάτω στην Αρχιεπισκοπή, με ακούει ο Δεσπότης, μου λέει, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα μετά. «Θα ψάλλεις στον Αϊ - Γιάννη απέναντι από το στρατόπεδο τη Μεγάλη Εβδομάδα και θα πάρεις», λέει, «και δυο-τρεις». Οι τριάντα δύο με παρακαλάγανε να τους πάρω όλους. «Ρε παιδιά, να πάρω ένα, δυο, τρεις, πόσους να πάρω;» λέω. Και εγώ απηλλάγην ξέρεις από τις αγγαρίες και από τις σκοπιές και λοιπά και αυτά, λοιπόν, και έψελνα απέναντι. Εκεί επήρα τέσσερα κιλά. Τέσσερα κιλά τη Μεγάλη Εβδομάδα, διότι οι επίτροποι με έπαιρναν κάθε βράδυ σε άλλη ταβέρνα. Και δώσ' του χταπόδια, και δώσ' του γαρίδες και καραβίδες και το ένα και το άλλο και ψάρια. Δηλαδή, τρομερή κατάσταση. Τη δε Μεγάλη Παρασκευή, λέει, θα πάρετε… Επήρα μερικούς, πήρα πέντε - έξι. «Θα πάρετε», λέει, «μερικούς και θα ‘ρθείτε στον Άγιο Βικέντιο, Μηνά και Βικεντίου που είναι η Μητρόπολη και θα ψάλλετε», λέει, «θα ψάλλουμε τα εγκώμια, θα τα ψάλλετε εσείς με τις στολές σας και λοιπά», λέει ο Δεσπότης. Πήγαμε εμείς εκεί και αφού ψάλλαμε τα εγκώμια, με φωνάζει ο Δεσπότης: «Πήγαινε», μου λέει, «να πεις τα ευλογητάρια, τα αργά», μου λέει εμένα. Φωνάζει τον ψάλτη του λέει: «Άφησέ τον», λέει, «να πει τον ανθυπολοχαγό», λέει, «εδώ». Δεν ήμουνα ανθυπολοχαγός, ΥΕΑ ήμουνα με το κορδόνι ήμουν ακόμα. Λοιπόν, ανθυπολοχαγοί γινόμασταν έξι μήνες πριν απολυθούμε. Λοιπόν έψαλα εκεί, βγάζει ένα λόγο πύρινο ο Δεσπότης. Να κλάμα μέσα να πούμε ο κόσμος. «Τα στρατευμένα μας παιδιά απόψε μας ανέβασαν στα ουράνια. Δεν έχουμε Μεγάλη Παρασκευή απόψε, έχουμε γιορτή απόψε» να λέει αυτός. Άκου να δεις. Ανατρίχιασε ο κόσμος εκεί να πούμε αυτό. Τελείωσε αυτό. 23 Απριλίου φεύγαμε πάλι με καράβι. [02:30:00]Το Πάσχα ήρθε και ο Δεσπότης μέσα, παραλίγο να τον βάλω να χορέψει μέσα στο στρατόπεδο! Ναι, επειδή είχαμε μία οικειότητα μετά λόγω του ότι με ενέκρινε εκεί να ψάλλω. Λοιπόν, παρακαλάω τον Διοικητή να φύγω με το αεροπλάνο το και το. «Όχι», μου λέει, «δεν μπορείς». «Σας παρακαλώ», του λέω, «να φύγω με το αεροπλάνο». Εν τω μεταξύ, είχε έρθει τον καιρό που ήμασταν εκεί, από 22, ένα μήνα περίπου, 22 Μαρτίου μέχρι 23 Απριλίου ήμασταν. Είχε έρθει ένας ταγματάρχης από τα Μέγαρα και μας είπε: «Ποιοι θέλουν από σας;», λέει, «Θα πάρουμε πέντε, δύο οδοντιάτρους και δύο γιατρούς και ένα», λέει, «φαρμακοποιό ή κτηνίατρο. Αν δεν θέλει κανείς, θα πάρουμε τρεις γιατρούς να πάμε για αλεξιπτωτιστές μέσα στο Μεγάλο Πεύκο». Παίρνω τηλέφωνο, χαρά εγώ να πούμε, ήθελα να πάω γιατί θα ήμουνα, δεν θα έπαιρνα μετάθεση εκτός Αθηνών, θα ήμουνα στο Μεγάλο Πεύκο. «Θα ‘ρθείτε και θα είστε μέσα στην Αττική. Με ένα λεωφορείο, θα πηγαίνετε στο σπίτι σας όσοι μένετε στην Αθήνα». Χαρά εγώ που λες, το βράδυ βγαίνω έξω, να πούμε, και παίρνω τηλέφωνο από την Χίο τον μακαρίτη πατέρα μου όλο χαρά. Και μου λέει: «Καλά παιδάκι μου», λέει, «στον στρατό πας να περάσεις και να βγεις σώος και αβλαβής. Εσύ πας», λέει, «να πούμε, να πέσεις από το αλεξίπτωτο», λέει, «να πούμε εκεί πέρα; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Την αλεπού», λέει, «δεν τη χώραγε η τρύπα της, ήθελε και κουδουνάκια;», μου λέει.
Ναι, τραγκανίδια μου το είπε μάλιστα. Τραγκανίδια. Ήθελε και τριγκανίδια; Τι να πω εγώ; Απογοήτευση αυτό. Λοιπόν, φτάνουμε στις 23, παρακαλάω τον αυτόν να φύγω με το αεροπλάνο. Τελικά λέω και λόγω εορτής μου λέω και λόγω του ότι αυτό αν είναι δυνατόν. «Εντάξει, εντάξει, ρε Γούλα», μου λέει, «θα σε αφήσω να φύγεις!». Και έφυγα με το αεροπλάνο γύρισα πίσω. Αλλά γύρισα βαρύτερος κατά τέσσερα κιλά. Έφτασα από τα εξήντα εννιά στα εβδομήντα τρία. Ήμουνα πάντα στα εξήντα εννιά. Εβδομήντα τρία άρχισε η στολή λίγο να κάνει αυτό, ναι ναι να μη με χωράει. Κατάλαβες τι έπαθα με την Μεγάλη Εβδομάδα και με τα αυτά; Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει. Αυτή ήτανε. Γύρισα εδώ. Τότε έπρεπε να πάω τρεις μήνες στη ΣΕΥ, Σχολή Εφαρμογής Υγειονομικού, η οποία ήταν δίπλα από το 401, ένα κτίριο, όπου εκεί ήμασταν μέσα τριάντα δύο στο θάλαμο, ενιαίος θάλαμος, όλοι μαζί να πούμε, όπως και στην Χίο. Ενιαίος ήταν με διπλά κρεβάτια και αυτά. Λοιπόν, πάμε που λες εκεί, κάναμε διάφορα μαθήματα. Αφού ήταν ένας από την Αράχοβα, Λεονάρδος ταγματάρχης που μας έκανε προπαγάνδα. Προπαγάνδα.
Ήμασταν ακόμα επί Δικτατορίας.
Δικτατορία βέβαια το ’72 ήταν αυτό το καλοκαίρι, τον Απρίλη. Απρίλη μέχρι καλοκαίρι, μέχρι Ιούνιο 3 μήνες. Από 23 Απριλίου μέχρι 25 ή 26 Ιουνίου νομίζω. Ναι τρεις μήνες. Στην ΣΕΥ. Εγώ καθόμουνα, ήμασταν τρεις σειρές, τριάντα δύο. Αυτός στην έδρα, εγώ καθόμουνα στην… Όπως έβλεπε αυτός στη δεξιά σειρά αριστερά δηλαδή, ο τελευταίος από τη μέσα μεριά. Δεξιά μου ήταν ο Σερεμέντης ο Γιώργης, γιατρός. Να λέει αυτός, να μιλάει: «Ό,τι λέμε, ό,τι ακούτε μένουν μέσα μας και μένουνε στην αίθουσα». Και να μιλάει έτσι κατά αυτόν τον τρόπο. «Δεν μιλάμε έξω, δεν γράφουμε τίποτα». Του λέω του Γιώργη δίπλα: « Κάτσε να δεις τι θα του κάνω τώρα, λέω, θα πάρω το μολύβι». Παίρνω το μολύβι εγώ να κάνω δήθεν ότι γράφω. «Ο τελευταίος όπως βλέπω δεξιά εκ των έσω να αφήσει το μολύβι κάτω αμέσως». Για μένα. Το άφησα και με ρωτάει τι είναι προπαγάνδα. «Ωχ», λέω τώρα. Τι να πω εγώ; «Προπαγάνδα», λέω, «είναι, όταν κάποιος λέει ψευδείς ειδήσεις για κάποιον άλλον να τον επηρεάσει». Άρχισα να λέω ότι δεν ξέρω δηλαδή τι είναι προπαγάνδα, για να μην… «Εμείς πήραμε το ΓΕΣ μέσα σε μία βραδιά, σε μισή ώρα το πήραμε» να λέει αυτός. «Ρε, μάνα μου», λέω. Μου λέει ο άλλος «Τα ‘θελες», μου λέει ο διπλανός μου. «Τι ήθελες;» μου λέει. «Πήγαινες γυρεύοντας», να μου λέει αυτός. «Ξέρετε», μου λέει, «πόσων ειδών προπαγάνδες έχουμε;» μου λέει αυτός. Τι να του πω εγώ; «Δεν ξέρω, δεν γνωρίζω», λέω, «κύριε ταγματάρχη». «Έχουμε», λέει, «τη φαιά, έχουμε τη λευκή, έχουμε την μαύρη προπαγάνδα, έχουμε πολλές ανάλογα», λέει, «με το τι θέλουμε να πετύχουμε» να μου λέει αυτός. Μας ψάρωσε όλους μέσα εκεί, δεν μίλαγε κανένας. Μετά από λίγες μέρες, αφού τελείωσαν τα θεωρητικά μας μέσα ερχόταν άλλος μας έλεγε που λες να πούμε… Στην Χίο, δε μάθαμε πώς θα στήνουμε σκηνές ΣΑΒ, σταθμό πρώτων βοηθειών, ΚΙΧΝΕ, Κινητό Χειρουργείο Εκστρατείας, πώς θα στήνουμε μεγάλες σκηνές και λοιπά, πώς θα γίνεται η καταγραφή των αιχμαλώτων, των τραυματισμένων, των αυτών και λοιπά. Εδώ μάθαμε τα θεωρητικά και μας πάνε στη σχολή ατομικού πολέμου που ήταν τότε πάνω στον Βύρωνα που μας λέγανε για τα ραδιοϊσότοπα και λοιπά και τους πυρηνικούς αυτούς και λοιπά. Και μας πηγαίνανε με ένα φορτηγό, ένα φορτηγό που είχε μία καρότσα από πίσω, είχε καναπέδες εκεί και καθόμασταν. Και όσοι μέναμε στην Αθήνα, όταν γύριζε από την αυτή το φορτηγό αυτό το στρατιωτικό να μας πάει μέσα στην αυτή, στη ΣΕΥ, στη Σχολή Εφαρμογής Υγειονομικού, πολλοί που μέναμε στην Αθήνα κατεβαίναμε από το αυτό. Εγώ κατέβαινα στην Μιχαλακοπούλου πίσω από το Λαϊκό, γιατί εμένα στον Άγιο Θωμά στο Λαϊκό απέναντι. Λοιπόν, είχαμε δε έναν φαρμακοποιό τον Βαρβαγιάννη τον Στάθη από την Μυτιλήνη ο οποίος, του οποίου ο πατέρας είχε, παρήγαγε ούζο «Βαρβαγιάννη». Υπάρχει και τώρα ούζο «Βαρβαγιάννη». Και μας έφερε μέσα να πούμε, μας έφερνε μέσα κάτι νταμιτζάνες στρογγυλές με ούζο. Γινόμασταν τύφλα μέσα στη ΣΕΥ! Κάποια στιγμή κάποιος μας κάρφωσε και λέγαμε στον αξιωματικό που ήτανε, τον συνάδελφο που ήταν υπηρεσία, γιατί έμενε ένας υπηρεσία, του δίναμε τηλέφωνα, δεν υπήρχαν κινητά, τα σταθερά από το σπίτι μας όσοι δεν πηγαίναμε μέσα, όσοι ήταν από επαρχία πηγαίνανε μέσα, και να μας πάρει τηλέφωνο να μπούμε μέσα με ταξί, αν τυχόν υπάρξει από τον επόπτη καμιά έφοδος για έλεγχο αν είμαστε μέσα. Ήταν ένας πατριώτης μου γιατρός, ο Αριστείδης ο Κοντογιάννης, λοιπόν, υπεύθυνος και ούτε πήρε κανέναν τηλέφωνο! Δεκατρία άτομα από τα τριάντα δύο ήμασταν έξω! Πήγε ο επόπτης, την άλλη μέρα παρατασσώμεθα μπροστά στη ΣΕΥ και άρχισε να πούμε ο ταξίαρχος εκεί ο Ατσάλης να φωνάζει και να μας λέει… Τώρα λέγαμε ότι θα πάρουμε δέκα μέρες φυλακή. Πω πω. Τελικά, μας το χάρισε δια πρώτην φοράν. Πού να τολμήσουμε μετά να ξανακατέβουμε από το αυτοκίνητο μετά; Πηγαίναμε όλοι μέσα και ριχνόμασταν στα ούζα. Λοιπόν, εν τω μεταξύ μας έβαλε, μας το χάρισε την φυλακή, αλλά μας έβαλε κράτηση τεσσάρων ημερών μέσα. Λοιπόν, μέσα κράτηση που λες. Τελειώσαμε από εκεί, πήγα στον Βόλο μετάθεση, στον Βόλο στη Διεύθυνση Υγειονομικού της 1ης Μεραρχίας στον Βόλο. Κασσαβέντη και Δεληγιώργη γωνία, πάνω από τον Άγιο Κωνσταντίνο του Βόλου στον τρίτο όροφο, όχι δεύτερο όροφο, στο βάθος ήταν το γραφείο της Διεύθυνσης Υγειονομικού. Απέναντι ήτανε Σώματος Εφοδιασμού Μεταφορών, το ΣΕΜ. Από κάτω ήταν το 1ο γραφείο που ήταν ένας ταγματάρχης Γατσινάρης Θωμάς, πολύ ωραίος τύπος. Λοιπόν, τεθωρακισμένος και από αυτόν πέρναγαν όλα. Στον Βόλο, απάνω εκεί βλέπαμε τον ταγματάρχη απέναντι στο διάδρομο απέναντί του ΣΕΜ. [02:40:00]Κάθε πρωί τα μάτια του ήταν έτσι σαν βουρκωμένα κάτι αυτά να πούμε, σαν να μην κοιμόταν καλά. Γιατί και λοιπά; Διερωτώμεθα εμείς. Ήμουνα εγώ, ήταν ο Βαγγέλης ο Παπαφράγκας, γιατρός, και ο Κυρκανίδης ο Δημήτρης ο λοχαγός, ιατρός διευθυντής. Λοιπόν, γίναμε φίλοι και οι τρεις εκεί και λέγαμε γιατί τα μάτια αυτουνού είναι, διερωτώμεθα. Και άλλος έλεγε ότι μπορεί να έχει κάνα εξόφθαλμα και λοιπά. Λοιπόν, δεν ξέραμε γιατί. Κάθε βράδυ αλλάζαμε τσιπουράδικα τότε. Τότε στον Βόλο τα τσιπουράδικα δεν ήταν όπως είναι σήμερα με τέτοια μεγάλη εξέλιξη. Ήταν ορισμένα, αλλά ορισμένα που ήταν κρυφά μέσα σε ορισμένα αυτά, είχανε καλούς μεζέδες. Εκεί γνώρισα και τον Χατζημάρκο τον ψάλτη, τον Μανώλη. Ένα βράδυ πάμε μέσα σε ένα… Κάπου έμαθε ο Κυρκανίδης ο λοχαγός έμαθε ότι εκεί στο τάδε σημείο είναι ένα πολύ καλό τσιπουράδικο. Πάμε μέσα, να ο ταγματάρχης του ΣΕΜ. Πω ρε μάνα μου, ήταν τύφλα! «Παιδιά, μην πείτε τίποτα αύριο! Μην πείτε τίποτα!». Λέω: «Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι». Μας κέρασε, μετά ελύθη το πρόβλημα. Γιατί τα μάτια του ήτανε έτσι! Να δεις τώρα πως τα οικονομεί τώρα, άλλο αυτό. Νοικιάσαμε με τον Παπαφράγκα-
Ενώ ήσασταν στρατιώτες στον Βόλο, ενώ κάνατε τη θητεία;
Στον Βόλο, πήρα μετάθεση στον Βόλο τώρα. Φύγαμε από τη ΣΕΥ, τελειώσαμε από τη ΣΕΥ, τελείωσε το περιστατικό αυτό, έληξε και το τρίμηνο και μετά μας δώσανε, μας βάζανε βέβαια και μέσα στο 401, για να παρακολουθούμε ο καθένας να πούμε ανάλογα με το τι ήθελε να παρακολουθήσει. Οι γιατροί Παθολογία, Οφθαλμολογία, Χειρουργική και λοιπά. Εμείς τα Οδοντιατρικά. Φτάνουμε στον Βόλο που λες μετάθεση, μένουμε σε ένα ξενοδοχείο.
Έρχεται ο Γενάρης μήνας. Έρχεται διαταγή μετάθεση ο Βαγγέλης στο 401, μετάθεση ο Γούλας στο 401. Χωρίς να ξέρω τίποτα εγώ. Ο πατέρας μου πήγαινε στον οφθαλμίατρο τον Σεβαστάκη τον Θωμά, λοχαγός γιατρός ο Θωμάς και ήτανε ακριβώς στο πόστο των μεταθέσεων των εφέδρων ανθυπιάτρων.
Και κάπως έτσι φτάσατε στο 401 κι εσείς.
Κι έφτασα ναι. Του λέει: «Έχω και εγώ τον γιο μου», λέει ο πατέρας μου στο Θωμά, καλή του ώρα, μιλήσαμε τις προάλλες. Λοιπόν, είχε στην Γ’ Σεπτεμβρίου το ιατρείο του και Στουρνάρα. «Έχω το γιο μου», λέει, «ανθυπίατρο στο Βόλο». «Θες», λέει, «να τον κάνουμε μετάθεση να τον φέρουμε; Πού μένεις;». «Στο Γουδί. «Να τον φέρουμε στο 401» λέει. Και ήρθα στο 401 και εγώ. Έτριβε τα μάτια του ο Βαγγέλης. Μου λέει: «Ρε», μου λέει εμένα «δεν ντρέπεσαι λίγο, έλεγες ότι…» Αυτός έλεγε ότι είχε του ΣΥΠ, του Σώματος Υλικού Πολέμου τον στρατηγό μέσον, εγώ δεν είχα τίποτα, δεν έλεγα τίποτα. Λοιπόν, και βρέθηκε τώρα να πηγαίνει στον οφθαλμίατρο, τον γιατρό, στρατιωτικό γιατρό ο πατέρας μου, λοχαγό, που να είναι υπεύθυνος για τις μεταθέσεις των εφέδρων ανθυπιάτρων. Και ήρθα στο 401.
Πόσος καιρός σας είχε μείνει ακόμα για να τελειώσετε τη θητεία; Πόσο καιρό μείνατε στο 401;
Στο 401 ήρθα το Γενάρη του ‘73 και απολύθηκα 2 Φεβρουαρίου, 2 Φεβρουαρίου του ‘74 διότι πήρα και τέσσερις μέρες φυλακή από το 401, όχι η κράτηση που είχα πριν, άλλο, πήρα φυλακή από το 401. Βέβαια, ήμουνα από τα καλά παιδιά! Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει. Λοιπόν. Μου λέει ο διευθυντής: «Κύριε Γούλα, πού θέλετε να πάτε;». Λέει: «Έχουμε το ιατρείο κάτω στο ισόγειο που είναι καθημερινή χρήση ή στο γναθοχειρουργικό;» Λέω: «Στο Γναθοχειρουργικό στον τέταρτο όροφο». Πάω πάνω, επίατρος Τιμενίδης, διευθυντής μου, ταγματάρχης δηλαδή, ο οποίος δεν ήξερε γρι από γναθοχειρουργική. Βοηθός του εγώ. Από πάνω να μου στέλνουν, να μου έρχονται από το ΕΑΤ-ΕΣΑ, να μου έρχονται από το ΕΑΤ-ΕΣΑ μαλλιάδες, οι οποίοι ήταν της δίωξης, με κάτι αποστήματα από κάτω σαν αβγά με σπασμένα δόντια. Δηλαδή τα παιδιά ήταν παραμελημένα από πλευράς οδοντιατρικής, ήτανε δράμα. Και κάνανε κάτι αποστήματα υπογνάθια από κάτω σαν αβγό και ερχόντουσαν στο 401, μας τους έστελναν εκεί και κάναμε σχάση από κάτω και λοιπά και παροχετεύσεις και αντιβιώσεις. Με μαλλιά αυτοί ήτανε ξέρεις του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Απέκτησαν την εμπιστοσύνη μου και να μου λένε εμένα αυτοί «Μέσα έχουμε το Μήνη, τον Τάσο το Μήνη». Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ τους έδερναν μέσα, νόμιζα λέει ότι είναι στον τρίτο όροφο και έλεγε: «Να έρχεται η γυναίκα μου!». Παραμιλούσε -λέει- ο άνθρωπος. Ακούς; Και το ρίχναμε νερό -λέει- από πάνω και λοιπά κι αυτά. Ο Τάσος ο Μήνης μέσα. Μου λέγανε: «Έχουμε μέσα αυτόν τον Πεσμαζόγλου τον Γιάννη» που ήταν καθηγητής και υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, που έκανε το ΚΟΔΗΣΟ, το κόμμα ΚΟΔΗΣΟ μετά με την Μεταπολίτευση τον είχανε μέσα κρατούμενο στη νευρολογική στον 1ο όροφο. Λοιπόν, πήγαινα στο σπίτι εγώ και έλεγα στον πατέρα μου, ακούγαμε με τον μακαρίτη τον πατέρα μου «Ici Paris», και «Eδώ Λονδίνο», ακούγαμε και την γερμανική αυτή πώς τη λέγαμε;
Ακούγαμε τη «Deutsche Welle». Λέγανε αυτοί αυτά τα πράγματα. Εγώ εν τω μεταξύ δεν είχα σύνδεσμο κανέναν, για να ειδοποιήσω να πω ότι ξέρεις αυτά κι αυτά μου λένε αυτοί οι μάγκες εκεί. Εν τω μεταξύ, ο ταγματάρχης ο δικός μου ο διευθυντής βλέποντας τους αυτούς με μαλλιά: «Τι είστε εσείς;» λέει να πούμε. «Είμαστε της δίωξης», λέει. «Δεν με ενδιαφέρει αν είστε της δίωξης! Άλλη φορά για να 'ρθείτε εδώ θα κουρευτείτε», λέει αυτός. Οπότε την άλλη μέρα έρχεται ο Θεοφιλογιαννάκος απάνω που ήταν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ ο ταγματάρχης και του βάζει μία κατσάδα του δικού μου, λοιπόν, τι να σου πω! Λοιπόν, επάνω που λες εκεί είχαν αποκτήσει την εμπιστοσύνη τη δική μου αυτοί και μου λένε: «Γιατρέ, γιατρέ», λέει, «ξέρεις από πάνω από σας», πάνω από το ιατρείο στον τέταρτο όροφο ήταν το γναθοχειρουργικό ιατρείο, «έχουμε», λέει, «κρατούμενο». «Ποιον;», λέω. «Έναν ήταν υπουργός Αμύνης πριν». Λέω «Τον Γαρουφαλλιά;». «Ναι, ναι», λέει, «αυτόν». Βάζω και εγώ την μπλούζα χωρίς να έχω διακριτικά και «Έλα» μου λέει «να πάμε απάνω». Κλειδωμένες τρεις πόρτες, για να μπω μέσα, να με βάλει αυτός μου ξεκλείδωσε το διάδρομο, τον άλλο διάδρομο να ανέβουμε πάνω στον πέμπτο και ξεκλειδώνει και την πόρτα του αυτού. Έτρωγε μία ομελέτα και είχε ένα μία μπύρα «FIX» ο Γαρουφαλλιάς και έβλεπε το δωμάτιο του έβλεπε προς το ΓΕΣ προς από εκείνη τη μεριά δηλαδή, ήταν από εκεί. Λοιπόν, και είχε ένα βιβλίο ανοιχτό και λέω «Χαίρετε», λέω εγώ. «Χαίρετε», μου λέει ο Γαρουφαλιάς Πέτρος, Θεός σχωρεσ’ τον, ήταν Υπουργός Εθνικής Αμύνης αυτός επί Παπανδρέου Γεωργίου και διεφώνησε ο Παπανδρέου με αυτόν και ήθελε να τον διώξει από Υπουργό Εθνικής Αμύνης και δεν συμφωνούσε ο βασιλιάς και από εκεί άρχισαν οι προστριβές και άρχισε μετά, να πούμε, η πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ήρθε η Αποστασία και ήρθε η Χούντα το ’67. Ήταν όλα προμελετημένα από τον Γεώργιο Παπανδρέου, από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Όταν η Δωδώνη έβγαλε τρεις τόμους για τους Έλληνες αξιωματικούς, τα αγόρασα, και ο γιος μου τότε ήταν σπουδαστής στην «Σχολή Ευελπίδων» και έκατσα απέξω και του έγραψα μια αφιέρωση και γυρίζοντας βλέπω από υπολοχαγός εκεί ο Παπαδόπουλος ο Γεώργιος ήταν μέσα σε επιτροπές παντού, παντού. Και του λέω κοίταξε να δεις πώς ο άνθρωπος είχε από τότε, από τότε προετοίμαζε, προλείανε το έδαφος, για να φτάσει εκεί που έφτασε.
Εν πάση περιπτώσει. Λοιπόν θέλω να σου πω τώρα… Εκεί επάνω πάω να κοιτάξω εγώ το βιβλίο: «Δικό σας είναι!» λέει «Από τη βιβλιοθήκη σας!». Λέω: «Δεν αμφιβάλλω», του λέω «απλά είδα να δω τι διαβάζετε». Ελληνική ιστορία διάβαζε ο Γαρουφαλλιάς. «Καλή σας όρεξη», λέω εγώ, «Συγγνώμη για την διακοπή, σας διέκοψα» λέω «το φαγητό». «Παρακαλώ», μου λέει «παρακαλώ!» μου λέει και έφυγα. Θέλω να σου πω-
[02:50:00]
Μετά ήρθε ο Παναγούλης. Μετά. Περιέθαλψα τον Παναγούλη τον Αλέκο.
Τι έγινε;
Βέβαια! Και δεν πήγα, όταν ήταν βουλευτής να τον δω. Τον φέρανε τον Παναγούλη δεμένο από δω και από κει, ένας από δω ένας από κει δεμένον. Τον φέρανε για την αφαίρεση ενός εγκλείστου κάτω. Και ένας μπροστά και ένας στην πόρτα, ένας στην πόρτα, ένας από εκεί, λοιπόν, άλλος στο παράθυρο μην τυχόν κάνει κάνα σάλτο και φύγει από την καρέκλα και μου τον είχε δεμένο τούτος εδώ. Του λέω: «Σας παρακαλώ, λύστε τον άνθρωπο, λύστε τον ασθενή». Εγώ έκανα πως δεν ήξερα ποιος είναι. Τι να πω; Ήξερα ότι είναι ο Παναγούλης, κατάλαβες, τον έβλεπα, γιατί έβλεπα τις εφημερίδες, έβλεπα… Άκουγα την «Deutsche Welle», άκουγα το αυτό και λοιπά. Τον λύνει, τον λύνει, τον είχε δεμένο ο άλλος από εκεί. «Σας παρακαλώ», λέω, «πώς θα ακουμπήσει να φτύσει ο άνθρωπος αν χρειαστεί στο πτυελοδοχείο;». Λέω: «Σας παρακαλώ! Καθίστε λίγο πιο πέρα να κάνω τη δουλειά μου», λέω. «Δεν μπορώ», λέω «να…». Με έβλεπε ο Παναγούλης, εγώ μίλαγα, του μίλαγα στον πληθυντικό και τον κοίταζα στα μάτια συνέχεια που λες. Κατάλαβε ο άνθρωπος ότι αυτό. Λοιπόν χωρίς να πονέσει, χωρίς να καταλάβει τίποτα του έβγαλα τον έγκλειστο, τον ράβω, τον ράβω, κάτω αριστερά ήτανε. Λοιπόν, και του λέω «Τώρα», λέω, «θα καθίσετε», του λέω εγώ, «τουλάχιστον δύο ώρες μην τυχόν έχουμε καμία αιμορραγία» λέω και λοιπά. Λέει: «Πού να καθίσω;» Λέω: «Στον θάλαμο μέσα θα καθίσετε, θα σας βάλω στο θάλαμο τουλάχιστον δύο ώρες», λέω. Λέω: «Έτσι είστε; Θα σας βάλω -λέω- δύο ώρες να κάθεστε -έλεγα- στους άλλους» μέσα μου εγώ. Λοιπόν, «Και μετά από μία εβδομάδα», λέω, «θα ‘ρθειτε», λέω, «να σας κόψω τα ράμματα». «Αν δεν κάνω απεργία πείνας εγώ, δεν έρχονται, δεν με φέρνουν να κόψω τα ράμματα», μου λέει ο Αλέκος Παναγούλης. Τελικά, δεν τον φέρανε να κόψει τα ράμματα, του τα ‘κοψε κάποιος γιατρός εκεί της μονάδας στο Μπογιάτι που τον είχανε κρατούμενο. Δεν πήγα, όμως, μετά που εξελέγη βουλευτής, δεν πήγα στο γραφείο του που ήταν στην Κολοκοτρώνη εκεί να πούμε πάνω. Ήταν βουλευτής της ΕΔΗΚ να του πω «Αλέκο με θυμάσαι; Είμαι αυτός που σου μίλαγα στον πληθυντικό και σε έβαλα και έκατσες εκεί μετά, όχι για τίποτα άλλο, αλλά έτσι, για να σε βλέπω περισσότερο». Και τα έλεγα στο μακαρίτη τον πατέρα μου, πήγαινα στο σπίτι: «Μη λες πουθενά τίποτα!». Εν τω μεταξύ το ’73, τον Νοέμβριο με τα αυτά εγώ είχα πάει στην Καρδίτσα, για να κανονίσω, για να πάει στρατιώτης ο αδερφός μου, στο στρατολογικό της Καρδίτσας. Είχα πάρει άδεια. Και ο Ιωαννίδης, άρχισε το Πολυτεχνείο, και ο Ιωαννίδης άρχισε που λες τα κόλπα. Και στέλνει σήμα απάνω σε μένα να επιστρέψω επειγόντως. Κατεβαίνω κάτω, γινόταν χαμός στην Αθήνα, μόλις ήρθα. Πάω αμέσως μέσα στο 401 και με είχαν βάλει αξιωματικό πύλης. Ήμουνα στην πύλη, ήμουνα στην πύλη μπροστά με πιστόλι, γεμάτο το πιστόλι και λοιπά, καταλαβαίνεις, και με έναν αρχιλοχία και έναν λοχία και ένα στρατιώτη φρουρό στην πύλη του 401. Ο διευθυντής του νοσοκομείου δεν ήτανε στο αυτό και στέλνω τζιπ, ο Τζιφόπουλος ο Παρασκευάς - Τάνια, ο ουρολόγος και φίλος του πατέρα της - δεν ήξερα εγώ τότε, γιατί δεν είχα σχέση εγώ τότε. Λοιπόν, στέλνω στο σπίτι του και τον φέρνουν μέσα τον διευθυντή του νοσοκομείου, ταξίαρχος ήρθε μέσα. Κάποια στιγμή μου λέει «Πήγαινε στην ΥΕΝΕΔ», ήτανε η ΥΕΝΕΔ δίπλα στη Μεσογείων, «Να κοιτάξεις να δεις τι γίνεται». Ήταν ο Ιωαννίδης που έκανε το πραξικόπημα, 25 Νοεμβρίου ξέρεις αυτό. Είχε προηγηθεί το Πολυτεχνείο 17 Νοεμβρίου και μετά 25 Νοεμβρίου, ο Ιωαννίδης έριξε τον Παπαδόπουλο. Και πάω δίπλα στην ΥΕΝΕΔ και μου λέει… λέω: «Είμαι ο αξιωματικός πύλης του 401». Κοιτάει αυτός: «Ο κύριος Γούλας είστε;» μου λέει. Ξέρανε αυτοί ότι εγώ ήμουνα ο αυτός, ακούς; Τέτοια αυτή είχανε… Τέτοια συνωμοτική οργάνωση είχανε που ήξεραν. Αφού είχα κάτι λοχαγούς και ταγματαρχαίους που τους αυτό… και μου λέγανε τότε το ’73, προς το τέλος του ‘73: «Θα πάμε κάτω στην Κύπρο, γιατρέ, θα τον φάμε τον Μούσκο, θα τον φάμε τον Μούσκο!» Ακούς; Από τότε προετοιμάζανε, να πούμε, τα πράγματα και λοιπά και αυτά. Θέλω να σου πω ότι η Δικτατορία γι’ αυτό, και κατέβηκαν κάτω μετά αυτοί [Δ.Α.] και έγινε το πραξικόπημα και έγιναν όσα έγιναν μετά με την Κύπρο, να πούμε. Δηλαδή, προϋπήρχε η μαγιά από πριν, τους προετοίμαζαν. Λοιπόν, και πάω και του λέω του διευθυντού, διευθυντού του νοσοκομείου, του ταξίαρχου, λέω, «Κάτι συμβαίνει», λέω, «αλλά προς το παρόν», λέω, «είμαστε στις θέσεις μας». Μου λέει: «Δεν θα μπει κανείς μέσα, αν δεν σου δώσω, θα μου λες». Έρχεται ένα τζιπ με τρεις αξιωματικούς και τον οδηγό μέσα από το ΓΕΣ, την Διεύθυνση Υγειονομικού και μου λέει: «Ποιος είσαι;» μου λέει. Τους είπα εγώ και λοιπά. «Άνοιξε να μπούμε». Λέω: «Πρέπει να πάρω την άδεια του διευθυντού», λέω. «Πού είναι ο διευθυντής σου;», μου λέει. «Μέσα», λέω. «Είναι μέσα ο διευθυντής σου;». «Ναι», λέω. Εγώ είχα στείλει τζιπ και τον έφερε από το σπίτι. Ακούς; Δηλαδή καμιά φορά, όταν βλέπεις κάτι τέτοιες καταστάσεις, λες μήπως κάτι αυτό. Και τελικά, λέω στον διευθυντή μέσα: «Ποιοι είστε;» λέω, «Να μου πείτε τα ονόματά σας». Ήταν κάτι αρχίατροι εκεί, ένας του ναυτικού, ένας του στρατού, γιατροί δηλαδή. Μετά, τους άφησα και μπήκαν μέσα αυτοί, αφού είπαν τα ονόματά τους. Τους ήξερα, βέβαια, γιατί ήταν χαμηλόβαθμοι αυτοί μετά από αυτόν και τους άφησα και μπήκαν μέσα. Θέλω να σου πω τι είχαμε. 25 Μαρτίου, που λες, του ‘73 κάναμε... Στο 401, περιέθαλψα εκτός από αυτούς που αυτό, περιέθαλψα και κάπου είκοσι – είκοσι δύο καταγματίες με κατάγματα γνάθων. Και κάναμε και μία οστεομεταμόσχευση με τον πλαστικό χειρουργό, τον Ρώσση τον Κώστα, αρχίατρος, του οποίου η κλινική ήταν δίπλα από τη γναθοχειρουργική τη δική μας.
Θυμάστε ιστορίες που σας έλεγαν αυτοί οι άνθρωποι που τους είχαν βασανίσει;
Ποιους;
Αυτά τα κατάγματα που λέτε;
Όχι, κρατούμενους. Τα κατάγματα που ανέταξα ήταν από στρατιώτες. Άλλοι παίζανε μπουνιές, άλλοι με το μηχανάκι πέφτανε, άλλοι τρακάρανε με αυτοκίνητα, δηλαδή ατυχήματα, όχι για το αυτό. Για το… για την Χούντα αυτούς περιέθαλψα αυτούς που μου έστελναν της δίωξης με τα μαλλιά κάτω που τον φώναξε ο ταγματάρχης και τον έβαλε στη θέση του μετά ο διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ ο Θεοφιλογιαννάκος που ήλθε απάνω. Και του λέει: «Δεν θα πειράξεις κανέναν από αυτούς», λέει, «αυτοί είναι της δίωξης, για να μη φαίνονται ότι είναι φαντάροι, ξέρεις». Λοιπόν, τον Μουστακλή τον φέρανε μέσα τον Σπύρο, και μαζί με ένα μικροβιολόγο γιατρό, δεν θυμάμαι το όνομά του, Καμμάς λεγόταν; Κάμμας; Λέγαμε… Του έλεγα: «Τότε είναι ο Γαρουφαλλιάς απάνω», του λέω. «Πώς μπορούμε να… έχω τον άλλον», του λέω, «εκεί που έχει τα κλειδιά να του κάνω καμία αυτή ένεση να τον ναρκώσω να του πάρω τα κλειδιά;», του λέω. Ναι. Και αυτά τα λέγαμε ξέρεις έξω στο προαύλιο του 401, εκεί που είναι το πάρκινγκ τώρα. Δεν υπήρχε Κατεχάκη τότε, ήταν πάρκινγκ και δέντρα. Και λέγαμε μετά ότι, αν μας ρωτήσουν τίποτα, μας καλέσουν απάνω και μας πουν «τι λέγατε τόση ώρα που κάνατε βόλτες, θα πούμε ότι λέγαμε για οδοντιατρικά και λοιπά και αυτά». Ιατρικά πράγματα. Και του ‘λεγα αλλά πού να τον πάμε; Πού να πάμε; Να τον κατέβαζα δηλαδή από κει και με το αυτοκίνητο του, εγώ δεν είχα αυτοκίνητο τότε, με το αυτοκίνητο του λοχαγού του μικροβιολόγου να τον βάζαμε μέσα στο πορτμπαγκάζ τον Γαρουφαλλιά και να τον δραπετεύσουμε από τον 401 και να γίνει ντόρος… Όταν πήγα στον πατέρα μου και το ‘πα αυτό, μου λέει: «Παιδάκι μου», μου λέει, «θες να πας φυλακή; Κάτσε να απολυθείς», λέει. Ήμουνα δηλαδή έτσι ανήσυχος. Και είχαμε και έναν άλλον που ήτανε στην είσοδο που ερχόντουσαν οι ασθενείς που μπαίνανε μέσα και μας έλεγε: «Απόψε ήρθε ο τάδε!» Αυτός μας είπε για τον Μουστακλή. Δεν ξέραμε από πουθενά αν ήρθε μέσα. Δεν έλεγε κανείς τίποτα. Και είχαμε τον σύνδεσμο αυτόν να πούμε ότι η γυναίκα του Μουστακλή ήταν οδοντίατρος[03:00:00] και ήρθε και εμείς δεν ξέραμε και λέγαμε ότι δεν είναι εκεί. «Όχι», λέει, «εδώ είναι», λέει. Μας έλεγε αυτή ερχότανε στην πύλη και λοιπά. Κατάλαβες; Τις πρώτες μέρες. Πεσματζόγλου ήτανε. Τους είχαν, αυτούς τους νοσήλευαν στη νευρολογική κλινική που ήταν κλειδωμένα.
Γι’ αυτό τους είχαν εκεί;
Για αυτό τους είχαν εκεί, ναι. Αυτά που λες. Και 25 Μαρτίου είχαμε… Σου είπα πριν για την οστεομεταμόσχευση με τον Ρώσση. Ήταν ένας αλεξιπτωτιστής, Αντώνης Σκορδίλης, ένα θηρίο, μπρατσάτος με πλάτες και λοιπά, με πέρναγε δύο κεφάλια εμένα, ελευθέρας πτώσεως. Και έβγαλε έναν προγόμφιο κάτω στη μονάδα του στο Μεγάλο Πεύκο και επί ένα μήνα έβγαζε υγρό συνέχεια από μέσα, δεν έκλεινε η πληγή και τον στείλανε στο 401. Έκανε μία ακτινογραφία ο οδοντίατρος της μονάδας του, είδε μία κύστη, η οποία προεξετείνεντο μέχρι πέρα. Επεκτείνονταν η κύστη έξω από το πλακίδιο το μικρό. Για να μην του κάνει πολλά αυτό και τον ακτινοβολεί, τον έστειλε να κάνει μία πανοραμική. Βλέποντας την πανοραμική κάτω μας τον στείλανε στην Γναθοχειρουργική. Είχε μία κύστη τεράστια από τον προγόμφιο εδώ όλο εδώ πέρα μέχρι τον άλλον προγόμφιο από δω. Κρατούσε μόνο το κάτω, εδώ το κοκαλάκι κάτω, μισό πόντο εδώ. Όλο το άλλο ήταν κούφιο μέσα. Μόλις βλέπω εγώ αυτό, την περίπτωση, πάω στο σπίτι ανοίγω την Γναθοχειρουργική του Μάρτιν, του Στεφανόπουλου, κάτι Dental Clinics of North America που έπαιρνα περιοδικά μεταφρασμένα στα ελληνικά να δω την περίπτωση αυτή. Οστεομεταμόσχευση, το ’73 αυτή η δουλειά, τον Μάιο. Οστεομεταμόσχευση. Παίρνω τα βιβλία την άλλη μέρα, δηλαδή να γίνει χειρουργείο, να ανοιχτεί και να πάρει από τη λαγόνια ακρολοφία κόκκαλο και να γίνει με τσιπς μέσα αφαίρεση της κύστεως και λοιπά. Λέω στον ταγματάρχη το δικό μου τον Τιμενίδη: «Κύριε διευθυντά», του λέω. «Κύριε ταγματάρχα, η περίπτωση αυτή είναι αυτή και αυτή». Του ανοίγω τα βιβλία. «Κύριε Γούλα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!», ξέρεις ειρωνικά. «Θα του αφαιρείς ένα ένα δόντι». «Μα πώς θα βγάλω την κύστη από κάτω, κύριε ταγματάρχα;», του λέω. «Πώς να το βγάλω; Πρέπει να ανοιχτεί αυτό να βγει», του λέω. «Δεν γίνονται αυτά». Ο Ρώσσης από δίπλα ο αρχίατρος, πλαστικός χειρουργός, είχε τρεις μέρες στο Νίμιτς, γιατί δεν υπήρχαν τότε πλαστικοί χειρουργοί και δύο μέρες στο 401. Είχε ασθενείς και με φωνάζει εμένα, δεν είχε βοηθό όμως. Με φωνάζει εκεί μία μέρα: «Κύριε Γούλα», μου λέει, «μπορώ να σε δω λίγο στο γραφείο;». Πάω στο γραφείο. «Για κοίταξε πώς θα βάλω την υπογραφή μου σε παρακαλώ», λέει, «για κοίτα να δεις. Μπορείς να τη βάλεις;». Γράφω κι εγώ. Αυτή είναι η υπογραφή του Κώστα Ρώσση. Μου λέει: «Είσαι απίθανος! Θα σου αφήνω», μου λέει, «τα φύλλα εξόδου των ασθενών μου και θα τα συμπληρώνεις εσύ», λέει, «εδώ», λέει, «και λοιπά και θα πηγαίνεις κάτω στο διευθυντή να τα υπογράφει να φεύγουν». Έρχονται οι στρατιώτες εκεί, έγραφε αυτός ελεύθερος υπηρεσίας δύο μέρες. Έβαζα τρεις εγώ. Ελεύθερος υπηρεσίες τέσσερις μέρες, έβαζα πέντε. Λοιπόν, κάποια στιγμή τον φωνάζει ο διευθυντής κάτω, του λέει: «Ρε Κώστα», του λέει, «εσύ θα βγάλεις το στράτευμα ελεύθερο υπηρεσίας όλο. Άσε να υπηρετήσει και καμία φορά». «Καλά» λέει «κύριε διευθυντά». Έρχεται πάνω, μου λέει, είχαμε δηλαδή τέτοια σχέση. Μου λέει: «Σε παρακαλώ πάρα πολύ μην τους ανεβάζεις -λέει- τις μέρες ελεύθερους υπηρεσίας… ελεύθερης… ελεύθερους υπηρεσίας». Λοιπόν, του λέω «Κύριε αρχίατρε, έχω αυτή την περίπτωση. Πώς να κάνω διακομιδή», λέω, «από δίπλα σε σας;». Μου λέει: «Θα πεις στον δικό σου εκεί ότι τον είδε που σουλατσάριζε εκεί όλες τις μέρες». Εν τω μεταξύ, εγώ έπιασα τον στρατιώτη αυτόν τον Αντώνη και του λέω: «Αντωνάκη μου, αλλά μην πεις τίποτα», λέω, «και με καρφώσεις, αυτή η δουλειά θέλει χειρουργείο. Εμείς σαν οδοντίατροι δεν μπορούμε να σου κάνουμε χειρουργείο. Πρέπει», λέω, «να είναι εξειδικευμένος. Αν μπορεί ο πλαστικός χειρουργός θα κάνω μία κρούση να σου κάνει. Αλλά μην πεις πουθενά τίποτα, διαφορετικά μη δεχτείς να σου βγάλουμε τα δόντια του λέω ένα ένα, γιατί πώς θα φύγει η κύστη παιδί μου;», του λέω. «Θα σε στείλω έξω σε ιδιώτη να κάνεις εγχείρηση. Πρέπει να γίνει οστεομεταμόσχευση». «Ευχαριστώ πάρα πολύ», μου λέει αυτός. Τελικά πώς να τον κάνω διακομιδή από εκεί να τον μεταφέρω από την κλινική τη δική μου; «Θα πεις ότι τον είδα που σουλατσάριζε εδώ», γιατί τον κράταγα εγώ, δεν έβγαζα δόντια «Και τον ρώτησα τι είναι και πετάχτηκες και με ενημέρωσες, για αυτό και σου είπα ότι με ενδιαφέρει το περιστατικό. Να μου κάνεις μεταφορά εδώ». Και μόλις πάω και το λέω: «Ναι, ναι, κάνε το φύλλο να φύγει, να φύγει!» μου λέει ο δικός μου ο διευθυντής, ο ταγματάρχης τώρα του γναθοχειρουργικού. Δεν ήξερε πού παν’ τα τέσσερα. Τι να πούμε, τότε δεν ήτανε και αναγνωρισμένη η ειδικότητά του γναθοχειρουργού και του ορθοδοντικού. Όποιος είχε λίγο χέρι καλό τον βάζανε να πούμε και έκανε αυτή τη δουλειά. Και τον έκανα, τον έβαλα στην κλινική αυτουνού. Αμέσως να φύγει, να φύγει. Διακομιδή εκεί. Λοιπόν, μπήκαμε στο χειρουργείο και με την βοήθεια των ορθοπεδικών, τον ανοίξαμε εδώ και σκίσαμε, τραβούσαμε με σχοινιά τα χείλη, βέβαια. Του κόψαμε τις ρίζες των μπροστινών δοντιών, τις βούλωσα από κάτω και κάναμε οστεομεταμόσχευση.
Το ’73!
Μάιο του ’73! Και αυτή την εργασία την ανακοινώσαμε και στο αμφιθέατρο του 401, γιατί ήταν πρωτότυπη. Ποιος ήξερε τότε για οστεομεταμόσχευση και εμφυτεύσεις και λοιπά; Το ’73; Απλά τα διαβάζαμε θεωρητικά. Και χάρη στον Ρώσση, Θεός σχωρέσ’ τον, τον Κώστα με τον οποίον ανταμώσαμε στην εντατική του Νίμιτς το ’12, όταν τότε έβαλα εγώ μια αυτό… το μπαλονάκι και αυτός ήταν στο αποκεί κρεβάτι. Τέσσερα κρεβάτια είχε η εντατική και εγώ ήμουν από δω. Και ακούω κάποια στιγμή «Ρώσση», λέει… «του Ρώσση είναι τα φάρμακα», λέει. Και ρωτάω την νοσοκόμα: «Ποιος είναι ο Κώστας ο Ρώσσης ο πλαστικός χειρουργός;». «Ναι», μου λέει. Ακούει αυτός από εκεί. Λέει: «Ποιος είναι;». Ήρθε ο γιος του και του λέω πες του ότι είμαι αυτό. Δεν τα καταλάβαινε πολύ. Και ανταμώσαμε εκεί! Και μετά από 15 μέρες πέθανε. Άκου να δεις ο Ρώσσης ο Κώστας. Τον φτιάξαμε τον Αντώνη, τον δέσαμε, πάμε από κάτω στα ραδιοϊσότοπα να του κάνουμε με τη γ κάμερα να δούμε πώς πάει η αυτή. Να και ο Κουτελίδης, ο Κουτελίδης που λες. Κουτελίδης, ταγματάρχης που ήταν διευθυντής των ραδιοϊσοτόπων. «Να μπω κι εγώ;» λέει. «Θα το κάνουμε εργασία αυτό», του λέω. «Θα μπω και εγώ!» Μπήκε και αυτός μέσα. Τη δημοσιεύσαμε το ‘77 στην Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων την αυτή την εργασία που κάναμε τότε, χάριν εμού. Και τι παθαίνω που λες; Πού τον βρίσκω τον Αντώνη; Το ’78, τότε που ανακατεύτηκα με τα δημοτικά, απέξω το ιατρείο μου τότε ήταν δέκα σκαλιά παραπάνω από το ισόγειο, μπροστά στο δρόμο δηλαδή υπερυψωμένο ισόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο. Κι είχα δύο πόρτες, το σαλόνι και το ιατρείο. Και πάω να κλείσω που λες να πούμε τα παντζούρια, βλέπω έναν μαλλιά το ‘78 τώρα, μετά από πέντε χρόνια και κοίταγε πάνω. Εγώ, εν τω μεταξύ, ανακατεύτηκα τότε με τα δημοτικά, όπως σου είπα με τον ΚΚΕ, τότε εκεί. Λοιπόν, κοιτάω. Κινητά δεν υπήρχαν. Παίρνω από το σταθερό ένα φίλο του λέω: «Έλα σε παρακαλώ, γιατί βλέπω έναν. Μου την έχουν στήσει για ξύλο. Ξέρω ‘γω. Να μη φάμε και ξύλο», του λέω αυτό. « Έλα ρε», μου λέει, «κάτσε είκοσι λεπτά, θα φύγει αυτός», μου λέει. Τι να κάτσω είκοσι λεφτά; Έκατσα ένα τέταρτο μέσα, ξαναβλέπω αυτό. «Πω ρε να πάρει ευχή», λέω. Τον ξαναπαίρνω τηλέφωνο, τίποτα. Αποφάσισα κάποια στιγμή να κατέβω τα δέκα σκαλιά, αλλά άφησα ανοιχτή την πόρτα του ιατρείου μην τυχόν μου επιτεθεί τίποτα να μπω μέσα, να τρέξω να μπω μέσα. Με κοιτάει αυτός. «Είστε ο κύριος Γούλας;» μου λέει. Λέω ναι. «Εγώ», λέει, «είμαι, είμαι ο Αντώνης ο Σκορδίλης». «Ρε Αντώνη, δεν ντρέπεσαι λίγο;», του λέω να πούμε, «Με κοψοχόλιασες! Με έχεις κλεισμένο μισή ώρα μέσα! Φοβούμενος αυτό! Πώς βρέθηκες εδώ ρε παιδί μου;». Λέει «Είδα την πινακίδα σας!», λέει «Και γιατί δεν έμπαινες μέσα;» του λέω. «Δεν ήξερα αν είστε εσείς μου», λέει, «ή άλλος», λέει. Δεν θυμόταν το Γεώργιος Γούλας, κατάλαβες; «Αλλά το λέω», λέει, «παντού ότι με σώσατε», μου λέει και λοιπά.
Κατεβαίνοντας με μετεγγραφή στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα [03:10:00]στην Οδοντιατρική το ’67, το ’67 ναι, το φθινόπωρο ξαναπήγα πάλι στη σχολή του πατρός Άγγελου Νησιώτη για βυζαντινή μουσική να συνεχίσω. Διότι στον τρίτο χρόνο κάνανε τυπικό αυτοί. Εγώ δεν είχα τρίτο χρόνο, ήμουνα Θεσσαλονίκη. Δύο χρόνια πήγα εκεί. Και πηγαίνοντας εκεί με βλέπει ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κορδής ο δάσκαλος: «Βρε καλώς το Γιώργη!» μου λέει. Ήταν και νέοι τώρα που είχαν πάει το χρόνο που έλειπα εγώ. «Έλα, Γιώργο μου», λέει ,«κάτσε». Κάθομαι. «Ακούστε», λέει. Είχε ένα μάθημα εκεί ο δάσκαλος: «Έλα Γιώργο μου», λέει, «άρχισε. Ακούστε!» λέει αυτός. Ένας από τα Καλάβρυτα καταγωγή ο Λικάκης ο Κώστας που εγώ τον αποκαλούσα «Δάσκαλο» μετά, αυτός ήταν σαν γύφτος, ήτανε έτσι μελαχρινός πολύ και μαύρα μαλλιά. Λοιπόν, έπαιζε ακορντεόν και ήθελε να μάθει μουσική και είχε πάει τον καιρό που έλειπα εγώ το χρόνο που έλειπα, ήμουν Θεσσαλονίκη. Με πλησιάζει στο τέλος, μου λέει: «Ρε φίλε!», έτσι ακριβώς, «από πού ήρθες εσύ;» μου λέει. Λέω: «Εγώ εδώ ήμουνα», λέω, «αλλά πέτυχα στην Θεσσαλονίκη, σπούδαζα εκεί και τώρα πήρα μετεγγραφή και ήρθα εδώ». Μου λέει: «Ρε, εσύ είσαι ψάλτης», λέει, «κανονικός ρε παιδί μου! Δεν πας εκεί που θέλουν ψάλτη αριστερό;». «Πού;», λέω. «Στον Άγιο Θεράποντα Ζωγράφου». «Μα», λέω, «έχω πάει εγώ εκεί, έχει χορωδία αυτός». Ήταν ο μακαρίτης ο Θανόπουλος ο Γιάννης τότε εκεί, πρωτοψάλτης και είχε και χορωδία ευρωπαϊκή. «Όχι», μου λέει, «ψάχνει να βρει ένα καλό παιδί να ξέρει πέντε πράγματα και αυτά». Καλά του λέω, να πάω. Δεν πήγα εγώ, δεν πήγα και πέρασε καιρός. Οπότε κάποια στιγμή λέω στη μάνα μου μετά από κάνα μήνα, δύο πόσο είναι: «Μάνα», λέω, «θα πάω να δοκιμαστώ στον Άγιο Θεράποντα για ψάλτης». Κάνει το σταυρό της η μάνα μου και λέει: «Μακάρι παιδάκι μου, άντε με το καλό». Ήτανε 7 Νοεμβρίου παραμονή των Ταξιαρχών του Νοεμβρίου. Παραμονή στον εσπερινό, Σάββατο βράδυ. Του λέω αυτουνού: «Πού να πάω», λέω, «εκεί σε αυτόν, πώς τον λένε;». Λέει: «Στον Θανόπουλο». «Από ποιον», λέω, «να πω», λέω; «Από τον Λικάκη τον Κώστα». Εγώ δεν ήξερα, δεν μου είπε ότι είναι ξαδέρφια αυτός με το Θανόπουλο. «Θα πας», λέει, «από το Λικάκη τον Κώστα». «Εντάξει», λέω. Πάω στον εσπερινό απόγευμα Σαββάτου 7 Νοεμβρίου. Έψελνε ένας καμία σαρανταπεντάρια χρονών από τη δεξιά πλευρά και από την αριστερή ένας ψαρομάλλης σαν και εμένα ποιος θα ψάλλει την επόμενη για να τον ακούσουν. Με συστήνει μέσα… Πάω και λέω στον Θανόπουλο: «Ο κύριος Θανόπουλος;». Ήταν ξανθός με ένα μουστακάκι έτσι ξανθό, λοιπόν, βαρύτονος. Λέει: «Ναι, εγώ είμαι». Λέω: «Ήρθα, για να δοκιμαστώ για αριστερός ψάλτης, θέλετε ψάλτη». «Ποιος σε έστειλε;», μου λέει έτσι βαριά. «Ο Μπελούσης σε έστειλε;». Ο Μπελούσης ήταν ο πρόεδρος των ιεροψαλτών τότε με τον οποίο τα είχε χαλασμένα αυτός. Ήταν τσακωμένοι. «Όχι», λέω, «δεν τον ξέρω τον κύριο», λέω εγώ, «ο Λικάκης ο Κώστας». «Α! Ο Ντίνος σε έστειλε; Έλα!» μου λέει. Με πάει μέσα στον παπά-Λευτέρη, με συστήνει, βγαίνει ο παπά-Λευτέρης, λέει στον σαρανταπεντάχρονο, λέει: « Άφησέ τον να πει ένα τροπάριο τώρα αυτός και το δοξαστικό λέει τον ταξίαρχο θα το πει λέει ο νεαρός», λέει ο παπάς. Δεν με αφήνει να πω στο δοξαστικό, είπα μόνο ένα τροπάριο κι άλλο ένα μετά στα απόστιχα και με φωνάζει ο παπάς μέσα και μου λέει: «Αύριο το πρωί εξίμισι η ώρα θα είσαι εδώ. Θα διαβάσεις τον εξάψαλμο». «Μα του», λέω αυτό, «να πάρω και ένα φίλο». «Όχι», λέει, «εσύ θα είσαι, εσύ θα ψάλλεις». Εγώ είχα πρόβλημα, δεν ήξερα τυπικό! Δεν ήξερα πότε λένε Κύριε Ελέησον, δεν ήξερα πότε λένε ταις πρεσβείαις, πότε λένε Δοξα Πατρί, πότε λένε Δοξολογία. Εγώ ήξερα να ανοίγω το βιβλίο και να ψέλνω. Τίποτα άλλο, γιατί δεν είχα κάνει τυπικό καθόλου. Και λέω να πάρω ένα φίλο μου. Λοιπόν, «Όχι», μου λέει, «εσύ θα ψέλνεις». Εν τω μεταξύ, πριν πάω για ψάλτης είχα πιάσει μία δουλειά σερβιτόρος σε μία χαρτοπαικτική λέσχη στο Παλαιό Φάληρο κάτω και ξενυχτούσα μέχρι τις πέντε - έξι το πρωί, οπότε στις οχτώμισι έπρεπε να είμαι στην Οδοντιατρική, δεν άντεχα. Δεν άντεχα. Και πήγαινα από το Γουδί κάτω εκεί. Βέβαια, οικονομούσα λεφτά και τα πουρμπουάρ που μου δίνανε οι κυρίες και οι κύριοι εκεί. Αλλά δεν είχα την ευχέρεια, ξέρεις κουράστηκα. Και ήταν ευκαιρία αυτή και κοντά στο σπίτι μου, από την πλατεία του Αγίου Θωμά μέχρι τον Άγιο Θεράποντα πέντε λεπτά με τα πόδια είναι. «Θα φέρω», λέω, «και ένα φίλο». Λέει: «Εσύ θα ψάλλεις όμως», μου λέει. «Εγώ», λέω. Εκείνος ήξερε το τυπικό και μου ‘λεγε τώρα θα πούμε αυτό, τώρα θα πούμε Ξαποστηλάριο, τώρα θα πούμε αυτό, την Τιμιωτέραν, τώρα θα πούμε Καταβασίες και τα λοιπά. Δηλαδή όλη την τυπική σειρά. Οπότε έρχεται η ώρα. Μόλις μου είπε ο παπάς το απόγευμα ότι θα πάω στην άλλη μέρα, από κάτω από τον Άγιο Θεράποντα - Ιωάννου Θεολόγου έμενε ο αδερφός της μάνας μου ο Κώστας ο Ριζόπουλος - όχι ο στρατιωτικός, ο Κώστας ο Ριζόπουλος, ο οποίος ήταν περιφερειακός διευθυντής όλης της Αττικής των ταχυδρομείων αυτός. Βέβαια. Και ο οποίος ήθελε να με υιοθετήσει εμένα. Έκατσε και πάντρεψε έξι αδερφές ως προϊστάμενος του ταχυδρομείου Μουζακίου και μετά ήθελε να υιοθετήσει εμένα. Και του λέει η μάνα μου: «Κώστα μου», λέει, «να στο δώσω το παιδί, αλλά καλύτερα είναι να κάνεις δικά σου παιδιά!» Και έκανε δύο παιδιά, ένα αγόρι ένα κορίτσι, δάσκαλοι, αξιόλογα παιδιά, παντρεμένα τώρα. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, πάω και λέω από κάτω: «Θείε Κώστα, αύριο το πρωί εξίμισι η ώρα», «Τι συμβαίνει, Γιωργάκη μου;», μου λέει. «Αύριο το πρωί 06:30 η ώρα στον Άγιο Θεράποντα στην εκκλησία που δοκιμάζομαι για ψάλτης». «Με το καλό! Θα είμαι εκεί» Λέω: «Αν τα λέω καλά θα μου κάνεις αυτό, ότι τα λέω καλά, διαφορετικά», λέω, «θα προφασιστώ πονόκοιλο, λέω, και θα φύγω». Ναι, ήμουνα έτοιμος να πούμε για τέτοια αυτή. Βγαίνει ο παπα-Λευτέρης έξω στη Δοξολογία, μου αλλάζαν τους ήχους στην Δοξολογία, για να δουν αν μπορώ να ανταποκριθώ. Μου δίνουν τον Απόστολο, λέω τον Απόστολο, με φωνάζει μετά τον Απόστολο μέσα στο ιερό. Πάω μέσα, να ένας επίτροπος. Μου λέει: «That’s allright», μου λέει αυτός ο επίτροπος. «Μπράβο! Καλορίζικος!» μου λέει. Λέω «Τι;». «Προσλαμβάνεσαι», μου λέει αυτός και μου λέει ο παπάς, λέει: «Επειδή», λέει, «ο προϋπολογισμός λήγει τον άλλο μήνα, τον Δεκέμβρη θα σου δίνουμε χίλιες οχτακόσιες τώρα τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη και μπορείς να έρχεσαι» λέει, «όταν θα είναι η εβδομάδα σου;». «Μπορώ», έλεγα εγώ. «Μεγάλες γιορτές;». «Μπορώ», έλεγα. Όλα μπορώ μπορώ. Λοιπόν, και «από 1η Ιανουαρίου, θα σου δίνουμε δύο χιλιάδες δραχμές». Ο πατέρας μου έπαιρνε δυόμισι χιλιάδες με τόσα χρόνια ταχυδρόμος και αναγκάστηκε και πήγε στο ΣΕΚ, μέσα στο τρένο το ταχυδρομείο τους τρένου μεγάλος άνθρωπος και ταξίδευε από Αθήνα-Θεσσαλονίκη και το ανάπαλιν πάλι πίσω, για να πάρει δυόμισι χιλιάδες ακόμα, πέντε χιλιάδες δραχμές, για να πληρώνει και το δάνειο που είχε πάρει για το σπίτι, όπως σου είπα που αγόρασε, εκεί στην Μικράς Ασίας. Θέλω να σου πω πολλά λεφτά. Πήγαινα και στα μυστήρια, πήγαινα και στα αυτά, οικονόμαγα και κάνα χιλιάρικο καμιά φορά, πεντακοσάρικο, έφτανα δυόμισι – τρεις χιλιάδες. Κυκλοφορούσα με ταξί συνέχεια που λες. Στην Οδοντιατρική, όταν ήτανε καθημερινή και ήτανε γιορτή τελείωνε εννιά – εννιά και τέταρτο, πήγαινα εννιάμισι η ώρα και με φωνάζανε οι καθηγητές: «Ρε Γούλα, γιατί αργείς; Που είσαι;». Και τους λέω: «Εργάζομαι». «Τι δουλειά κάνεις;». «Ψάλλω», λέω, «στην εκκλησία και είχε γιορτή σήμερα». Μου λέει: «Θα κάνεις μία ηχογράφηση και θα φέρεις», λέει, «να βάλουμε στην κλινική να ακούμε μέσα την ψαλμωδία!» Εγώ ντρεπόμουνα που λες να το πω στους συμφοιτητές μου ότι... Λοιπόν, και έτσι προσελήφθην ως αριστερός ψάλτης. Και συνέχισα μετά στη σχολή, για να μάθω. Κάποια στιγμή μου βάζει μια… Τον πρώτο μισθό που μου δώσανε τις δύο χιλιάδες, πήγα και πήρα ένα μαγνητόφωνο «Philips» έτσι πλακέ με κασέτα, και μαγνητοφωνούσα, για να ακούω τι λέω. Λοιπόν, συνέχισα που λες εκεί, τελείωσα και τη σχολή αυτή, συνέχισα στο πανεπιστήμιο και το γράφω και στο βιογραφικό μου ότι σπούδασα εργαζόμενος ως ψάλτης. Δεν το κρύβω. Φοιτητής, διότι σου είπα σαν σερβιτόρος αργούσα μέχρι να σκουπίσω, να κάνω, να μαζέψω καρέκλες, τραπέζια και λοιπά, έφτανα εφτά η ώρα, οχτώμισι έπρεπε να είμαι στην Οδοντιατρική. Πότε να κοιμηθείς; Μία ώρα; Και κοιμόμουνα στο μάθημα και λέω[03:20:00] «Δεν πάει άλλο, Γιώργο, πρέπει να σταματήσεις». Και σταμάτησα από εκεί και προχώρησα. Στην Οδοντιατρική, που λες, μόλις άνοιξα το οδοντιατρείο χρεωμένος εγώ με τριάντα χιλιάδες δραχμές που μου έδωσε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και έβαλα προκαταβολή και πήρα ιατρείο τότε της «Κάβο» με μισό εκατομμύριο και μου βάλανε γραμμάτια οι έμποροι, διότι είχα πίστη στην αγορά όπως μου είπανε. Γιατί; Διότι τα εργαλεία, τα υλικά που χρησιμοποιούσαμε στην οδοντιατρική, τα αγοράζαμε μόνοι μας. Δεν τα δίνανε όπως τα δίνουν τώρα, έπρεπε να τα αγοράζουμε και όσοι δεν είχανε βάζανε χρέη τους γονείς τους. Εγώ πήγαινα και τους έλεγα τέλος του μηνός θα πληρωθώ, θα πάρετε τα λεφτά. Και πήγαινα και τους έδινα τα λεφτά. Συνέχισα στην Οδοντιατρική, τελείωσα, όπως είπαμε, άρχισα να εργάζομαι στου Ζωγράφου και μου λέει ο μακαρίτης ο πατέρας μου: «Δεν πας παιδάκι μου πουθενά σε κανένα Καματερό, κάνα Λιόσια που είναι φτωχόκοσμος; Πού πας εκεί στα θηρία; Θα σε φάνε». Και του λέω: «Πατέρα», του λέω, «αν μπορώ να κάνω κάτι θα το κάνω, αν δεν μπορώ θα τους το πω ευθέως να πάνε στον άλλον συνάδελφο που μπορεί να το κάνει. Δεν θα κοροϊδέψω», λέω, «κανένα» και πραγματικά έτσι δούλεψα και πολλές φορές εις βάρος των οικονομικών μου συμφερόντων, δεν κοίταζα δηλαδή τα λεφτά. Αν είχα στην τσέπη πέντε δεκάρες και είχα να ξεχρεώσω τα γραμμάτια και τις υποχρεώσεις: νερό, ΔΕΗ, τηλέφωνο, τεχνίτες, υλικά, υλικά και λοιπά ήμουνα ευχαριστημένος. Ήμουνα ευχαριστημένος. Ήμουνα κατά της ιδιοκτησίας, χωρίς να είμαι κομμουνιστής. Ήμουνα κατά της ιδιοκτησίας. Έλεγα: «Τώρα ενοικιάζω στου Ζωγράφου, αύριο θα ενοικιάσω στο Μαρούσι». Αλλά δυσκόλεψαν τα πράγματα και αναγκάστηκα το ‘91 να αγοράσω σπίτι, το πρώτο σπίτι που αγοράσαμε στου Ζωγράφου με 27% επιτόκιο από την τράπεζα. Κι εκλέγομαι, εκλέγομαι στο συμβούλιο του Οδοντιατρικού Συλλόγου! Κατάλαβες; Και γίνομαι Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας στον Οδοντιατρικό Σύλλογο. Και έκτοτε μέχρι πριν από… Μέχρι το 2008-9, ήμουνα συνέχεια εκλεγόμενος και στην ομοσπονδία και γραμματέας στον Πανελλήνιο Οδοντιατρικό Σύλλογο και έτσι γνώρισα που λες να πούμε, γνώρισα πάρα πολλούς συναδέλφους και με εκτίμηση και αυτό. Το ’93, το ‘93 Γενικός Γραμματέας εγώ στην Ομοσπονδία. Είχαμε έρθει σε διάσταση με τους τότε του ΟΣΑ και κατεβάζω ψηφοδέλτιο δικό μου, ανεξάρτητο. «Ανεξάρτητη Ένωση Οδοντιάτρων Αττικής». Λοιπόν, χωρίς κόμμα από πίσω. Και να μου λένε. Τον Μάρτη, τον Μάρτη του ’93, είχαμε εκλογές. Και έκανα μία επιστολή στους συναδέλφους, μονοσέλιδη και τους έγραφα: «Συνάδελφοι κοιτάξτε να δείτε. Οι συνδικαλιστές μας, συνδικαλιστικοπατέρες μας», λέω, «βρίσκονται άλλος διορισμένος σε τράπεζα, άλλος σε ασφαλιστικό ταμείο, άλλος στο ΙΚΑ, άλλος στο ΕΣΥ, άλλος σε νοσοκομείο. Όλοι έχουν θέσεις. Εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες πρέπει να δουλέψουμε», λέω, «σκληρά για να οικονομήσουμε ένα φράγκο και να βγάλουμε τα έξοδα μας. Αν θέλετε», λέω, «να προχωρήσουμε στο σύλλογο, δηλώστε συμμετοχή να κατεβούμε στις εκλογές να πάρουμε τον σύλλογο! Έξω οι κομματάρχες», λέω, «από το Σύλλογο! Να αφήσουμε τα παπούτσια του κόμματος απόξω, όπου κι αν πιστεύει ο καθένας σας», λέω. Έτσι ακριβώς. Την έχω αυτή την προκήρυξη που είχα στείλει. Τα ‘χω κάτω στο ιατρείο όλα. Ανταπόκριση; Εκατό πενήντα συνάδελφοι μου στείλανε να μπούνε στο… Εγώ ήθελα πενήντα όλους και όλους για όλο το ψηφοδέλτιο, διότι είχαμε για το διοικητικό συμβούλιο, για την εξελεγκτική επιτροπή, για εκπροσώπους στην ομοσπονδία των οδοντιάτρων, για πειθαρχικό, για πρόεδρο πειθαρχικού. Αλλά, είχα όμως πάει σε όλους τους… Είχα πάει στους πανεπιστημιακούς και σε αριστερούς καθηγητάδες. Και τους είπα έτσι και έτσι λέω σκέφτομαι και τι μου λένε; Να και ο Μαντζαβίνος αυτός εδώ ο καθηγητής. Αυτός με συμπαθούσε πολύ και ο αδερφός του είναι γενετιστής νομίζω κάτι τέτοιο, καθηγητής του Μαντζαβίνου. Λοιπόν, τους έλεγα στους καθηγητές κι αν δεν με ψηφίσετε τουλάχιστον. Λέω: «Τουλάχιστον κι αν δεν με ψηφίσετε, πείτε μία καλή κουβέντα, αν θέλετε», λέω. Είχα κάνει ένα ψηφοδέλτιο, είχα πανεπιστημιακούς μέσα, είχα ΕΣΥτες, είχα ελεύθερους επαγγελματίες αναγνωρισμένους και πάρα πολύ καλούς συναδέλφους. Είχα ένα ψηφοδέλτιο πάρα πολύ… Και μου λέγανε αυτοί οι άλλοι, οι αντίπαλοι, ξέρεις: «Μωρέ, Γιώργο», λέει, «τι θα πάρεις σαν ανεξάρτητος;». Είχαν προηγηθεί οι εκλογές των δικηγόρων και οι ανεξάρτητοι πήραν άλλος τέσσερα, άλλος πέντε τα εκατό, άλλος τρία. «Ας πάρεις και εσύ πέντε». Για να μπορέσω να επιλέξω πενήντα, τους λέω μαζευτήκαμε οι εκατό πενήντα και τους λέω: «Συνάδελφοι, δηλαδή, σας ευχαριστώ», λέω, «και βρίσκομαι στην πλέον δύσκολη θέση για να μπορώ να επιλέξω. Ποιον να επιλέξω; Όλοι είσαστε ένας και ένας, λέω! Θέλετε να βάλουμε κλήρο; Και εγώ μέσα μαζί στον κλήρο! Όποιοι εκλεγούν οι πρώτοι πενήντα να μπουν», λέω, «στο ψηφοδέλτιο και να προχωρήσουν». «Όχι», μου λένε, «εσύ θα κανονίσεις και λοιπά». Άρχισαν μερικοί να λένε ότι εγώ δε θέλω, «να διευκολύνω» και λοιπά, μείναμε λίγοι. Λένε: «Εσύ να επιλέξεις και λοιπά». Λέω: «Συνάδελφοι, με όλη μου την αγάπη», λέω, «και την εκτίμηση που τρέφω σε εσάς και που εμπιστεύομαι και θέλω», λέω, «να βοηθήσετε κι όσοι δεν θα είστε υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο, πιστεύω ότι θα πάμε πάρα πολύ καλά, λέω, γιατί έχουμε», λέω, «μία διακήρυξη που ξεφεύγει από τα κομματικά λέω όργανα. Δεν θέλουμε το κόμμα μέσα στο σύλλογο, θέλουμε τα επαγγελματικά μας συμφέροντα, ούτε κόκκινα ούτε πράσινα, ούτε μπλε είναι», λέω, «ούτε τίποτα», λέω, «ούτε ροζ». Γιατί το ΚΚΕ τότε ήταν διαιρεμένο σε ΚΚΕ εσωτερικού και ΚΚΕ. Ήταν… Δεν ήταν ο Συνασπισμός τότε. Όλοι μου λέγανε «τι θα πάρεις;». Απευθύνθηκα και στους Κουκουέδες, και στο ΚΚΕ εσωτερικού, επειδή είχα συνεργαστεί στου Ζωγράφου σαν δημοτικός σύμβουλος, λέω μήπως αυτοί, λέω, τώρα. «Α! Μας χωρίζει τάφρος μεγάλη», μου λέγανε. «Πάρτε κοντάρι», λέω, «και κάνετε άλμα επί κοντώ ρε παιδιά και ελάτε μαζί να πάρουμε το σύλλογο». Παίρνει η ΔΑΚΟ της Νέας Δημοκρατίας τριάντα ένα τα εκατό, παίρνει η ΠΑΣΚΟ του ΠΑΣΟΚ είκοσι πέντε τα εκατό, παίρνει η Ανεξάρτητη Κίνηση του Γούλα είκοσι τρία τα εκατό, παίρνουν οι αριστεροί δεκαεννιάμισι τα εκατό. Και έβγαλα τρεις έδρες εγώ, τέσσερις η ΔΑΚΟ, τρεις το ΠΑΣΟΚ, τρεις εγώ και δύο οι κουκουέδες εσωτερικού, ΚΚΕ εσωτερικού και… είχαν ενωθεί αυτοί και είχαν… Στα υπόλοιπα που είχαμε, γιατί ήταν απλή αναλογική με περνάγανε μία ψήφο εμένα και πήραν και την τρίτη έδρα, δηλαδή θα έπαιρνα τέσσερις εγώ αν είχα δηλαδή ένα παραπάνω από τους συναδέλφους του ΚΚΕ, υπόλοιπο στην απλή αναλογική θα έπαιρνα παραπάνω μία έδρα πάλι. Λοιπόν, και θέλω να σου πω ότι ξεκίνησα έτσι. Λοιπόν, λέμε τώρα να συνεργαστούμε, να κάνουμε συμβούλιο. Λέω στην ΔΑΚΟ, ήθελε αυτός να είναι πρόεδρος αυτός. Λέω: «Άκουσε να δεις. Επειδή οι συνάδελφοι με ψήφισαν εμένα σαν ανεξάρτητο και μου έδωσαν τρεις έδρες, τουλάχιστον», λέω, «την πρώτη χρονιά, για να δείξουμε και στους συναδέλφους αυτό, ότι ανταποκριθήκαμε στην ψήφο τους και θέλουν ανεξάρτητη αρχή, να πάρω εγώ την προεδρία», λέω να πούμε και αυτά. «Όχι και θα στη δώσουμε», λέει, «την τελευταία». «Και πώς το ξέρω ‘γώ;». Και υπογράψαμε χαρτί, υπέγραψε χαρτί αυτός που ήταν υποψήφιος της ΔΑΚΟ. Υπόγραψε χαρτί μπροστά σε αυτούς τους δύο υπογράψανε κι αυτοί, υπόγραψα και εγώ. Λοιπόν, σε αυτούς τους δύο. Και δεν ετήρησε την αυτή του αυτός.
Όταν πρωτοβγήκα δημοτικός σύμβουλος το ’75, μετά την Μεταπολίτευση, ενδέκατος μάλιστα, γιατί τότε ο νόμος ήταν ο πρώτος και ο δεύτερος συνδυασμός, ο πρώτος και ο δεύτερος συνδυασμός μετείχανε στη διοίκηση του δήμου. Ήταν είκοσι πέντε οι σύμβουλοι, δεκαεφτά ήμασταν[03:30:00] εμείς με τον Μπέη και οχτώ ήταν οι άλλοι, η αντιπολίτευση. Μέχρι το ’86. Τρεις τετραετίες στου Ζωγράφου. Κάθε χρόνο ήμουνα δημοτικός σύμβουλος εγνώρισα μέσω του πεθερού μου, ο οποίος έμενε Μιχαλακοπούλου απέναντι από την Αμερικάνικη Πρεσβεία, τότε ήταν ο Λίβανος. Ο πόλεμος του Λιβάνου και πολλοί επιχειρηματίες ερχόντουσαν, ήρθαν στην Ελλάδα και είχαν νοικιάσει σπίτι κοντά στην Αμερικάνικη Πρεσβεία για λόγους ασφαλείας και τρώγανε το πρωινό τους. Ο πεθερός μου έμενε ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο Αλεξάνδρα στην Μιχαλακοπούλου και τρώγανε το πρωινό τους σε ένα κοινό εκεί που ήτανε αρτοποιείο και είχε και διάφορα γλυκίσματα και λοιπά. Μαγαζάκι. Και γνωρίστηκαν στα αγγλικά, ήξερε αγγλικά. Και λέει: «Τι επιχείρηση έχετε;». «Αερομεταφορές», λέει αυτός. «Δηλαδή», λέει, «τι κάνετε;». «Μεταφέρουμε σκουπίδια», λέει. Αυτή η δουλειά τώρα το ’76. Το ’76. «Δηλαδή, τι σκουπίδια;». «Ανακυκλώσιμα». «Τι είναι αυτά;», «Χαρτί, πλαστικό, γυαλί, νάιλον, αλουμίνιο». «Και πώς τα μαζεύετε;», λέει. «Μέσω των δήμων, ερχόμαστε σε επαφή με τους δήμους. Ο γαμπρός μου», λέει, «είναι δημοτικός σύμβουλος του Ζωγράφου». Μου κλείνουν ραντεβού, με πάνε στα Γουρουνόπουλα στο Χαλάνδρι σε μία ταβέρνα. Μέχρι τις τέσσερις το πρωί να μου εξηγήσουν το πώς γίνεται η δουλειά. «Είναι υποχρεωμένος ο δήμος να πάρει», λέει, «τουλάχιστον δύο αυτοκίνητα σπαστήρες, για να μπορεί να κάνει τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια να τα κάνει μπάλες ορθογώνιες, για να μην κάνουν χώρο μέσα στο αεροπλάνο. Και εμείς μαζεύουμε και μας παίρνει από την Ελβετία, από την Γερμανία ένα εργοστάσιο που θέλει τόσους τόνους πλαστικό, τόσους τόνους γυαλί, τόσους τόνους αλουμίνιο. Φορτώνουμε τις μπάλες αλουμινίου ή γυαλιού και λοιπά. Και τις πηγαίνουμε εκεί». Λέω: «Ο Δήμος τι θα έχει;». «Θα έχει μια απολαβή, θα πάρει βέβαια τα αυτοκίνητα και κάδους, κάδους ειδικούς, αλλά όχι σε κάθε τετράγωνο κάδος. Σε μεγάλες πλατείες, ώστε ο κόσμος να μάθει», λέει, «να ξεχωρίζει τα απορρίμματα του». Πάω και εγώ περιχαρής στον Μπέη και του λέω: «Μίμη θα κονομάμε λεφτά. Αντί να μοιράζουμε σακούλες νάιλον στον κόσμο και να μας παίρνει η τηλεόραση και να λέμε ανταποδωτικά δίνουμε σακούλες, για να μάθει ο κόσμος να βάζει σε σακούλες τα απορρίμματά του, θα κάνουμε αυτή τη δουλειά, ανακύκλωση», του λέω. «Θα ξεχωρίζουμε τα σκουπίδια».« Όχι, δε γίνονται αυτά μου», λέει, «γιατί παραγγείλαμε και δέκα απορριματοφόρα και δεν μπορούμε τώρα να αγοράσουμε τίποτα». Αν εγώ είχα τη λόξα να πάω για δήμαρχος, θα κάνα ένα ραπόρτο τότε που κανείς δεν ήξερε τη λέξη ανακύκλωση. Κανείς, το ‘76 μιλάμε τώρα, και θα έλεγα ότι ιδού κύριοι το έσοδο των δήμων από την ανακύκλωση, από τα σκουπίδια θα κονομάμε λεφτά. Και δεν το έκανα που λες και έφτασα μετά και λέω κοίτα να δεις λέω πώς παρουσιάζονται ευκαιρίες στον άνθρωπο, αλλά πρέπει να το έχεις και μέσα σου, να είσαι λίγο έτσι τζαναμπέτης, να είσαι λίγο sui generis, για να κάνεις τέτοια πράγματα, πρέπει να το λέει δηλαδή το DNA σου, να είσαι δηλαδή της πιάτσας να πούμε έτσι στα λαϊκά εντός εισαγωγικών, να είσαι της πιάτσας, να είσαι και λίγο ψευτάκος να είσαι και λίγο ανειλικρινής, να είσαι και λίγο έτσι. Είμαι περήφανος το ότι εδώ που έφτασα έφτασα μόνο με την αξία μου, μόνο με την προσωπικότητά μου, με τη σωστή ευσυνείδητη εργασία που παρείχα στον κόσμο και με την άσκηση του ιεροψαλτικού να πούμε καθήκοντος που το εφήρμοσα και δόξα τω Θεώ μου έδωσε ένα τάλαντο ο Θεός και το εφήρμοσα και ακόμα και τώρα βρίσκομαι να πούμε έτσι-
Δεν είμαι στην κορυφή, αλλά είμαι έτσι, αποδίδοντας εκκλησιαστικούς ύμνους και ευχαριστιέται ο κόσμος ακούγοντας με, πολλοί δε εξ’ αυτών, όχι πολλοί, αρκετοί. Γνώρισα όλους τους μεγάλους ψάλτες, όλους τους μεγάλους. Μου χάρισαν όλοι τα βιβλία τους, με αφιερώσεις όλα. Έχω βιβλία αφιερωμένα, έχω την αυτή, την ερμηνεία του Χόλνερ, του Ιερώνυμου, του πρώτου Αρχιεπισκόπου επί Χούντας που ήταν… που μετέφρασε την αυτή την πορεία του Αποστόλου Παύλου. Μου το χάρισε ένας δικηγόρος, ο Δαμβέττας ο Σπύρος Τάνια. Μου το χάρισε αυτό. Ένα άλλο… και τι δεν μου έχουν χαρίσει; Ένας γυμνασιάρχης από τα Γιάννενα έγραψε αυτός, μεταγλώττισε από την αρχαία καθαρεύουσα τους εκκλησιαστικούς ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος σε απλή δημοτική και μου το χάρισε… μου χάρισε. Αυτό το έβγαλε η νομαρχιακή, το βιβλίο αυτό το έβγαλε η νομαρχία τότε των Ιωαννίνων και μου χάρισε με την αφιέρωση λέγοντάς μου ότι «αποδίδω σωστά». Ο Στανίτσας ο μακαρίτης μου χάρισε το τριώδιο, ερχόταν για τα δόντια και μου λέει: «Πού ήσουν, ρε Γιώργο, κρυμμένος; Δεν ερχόσουνα». «Εγώ ερχόμουνα», λέω, «δάσκαλε στον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων σας άκουγα, αλλά δεν με άφηναν οι παρατρεχάμενοι με τα μαγνητόφωνα», λέω, «και μου λέγανε ότι δεν αφήνει ο δάσκαλος εκεί». «Δεν ερχόσουνα, παιδί μου», μου λέει τότε. Λοιπόν, ο Χατζημάρκος από τον Βόλο, όταν πήγα και με γνώρισε στον Βόλο, σ’ ένα τσιπουράδικο, είχαμε γνωριστεί στην εκκλησία. Μία μέρα ήμουνα στην εκκλησία και είπε το Άξιον Εστί σε πλάγιο τετάρτου του Παπανικολάου, πολύ δύσκολο κομμάτι σε δική του διασκευή και του λέω: «Είπατε του Παπανικολάου;», μου λέει: «Που το ξέρεις;». «Ψάλλω κι εγώ». «Την άλλη Κυριακή θα είσαι εδώ», μου λέει, «θα είσαι στο αναλόγιο». Και έτσι γνωριστήκαμε με τον Μανώλη και, όταν ήρθε στην Αθήνα, ερχόταν στην εκκλησία. Μάλιστα μία Μεγάλη Τετάρτη, μου το είπε η Άννα, η γυναίκα του είχαν γυρίσει πέντε εκκλησίες και νευρίαζε με αυτά που άκουγε και έφευγε. Και λέει για πάμε και στον Γούλα. Και μου λέει: «Τον καθήλωσες». Εγώ δεν είχα πάρει είδηση, καθόταν σε μία καρέκλα πίσω από μία κολώνα και, στο τέλος, όταν έλεγα το Μυσταγωγών σου Κύριε, το τελευταίο δοξαστικό της Μεγάλης Τετάρτης τον βλέπω, ερχόταν απάνω, αυτά και με αγκαλιάζει, με φιλάει να πούμε αυτό και λοιπά. Ο Σίρκας ο οδοντίατρος, που ήμασταν και οδοντίατροι: «Γιωργάκη μου, Γιωργάκη μου, Γιωργάκη μου πιο ψηλά». Γνώρισα τον Χριστόδουλο το ’98, τον Οκτώβρη, 19 Οκτωβρίου, όταν του Αγίου Λουκά ο Πανελλήνιος Ιατρικός είναι Σεμιτέλου, και ανήκει στην ενορία του Αγίου Χαραλάμπους. Και λέει ο Πανελλήνιος «να κάνουμε», λέει, «μία αρτοκλασία το απόγευμα, το βράδυ και εσπερινό του Αγίου Λουκά στον Άγιο Χαράλαμπο τιμώντας τη μνήμη ως προστάτου των γιατρών». Και ήρθε ο Χριστόδουλος και τα αναλόγια τότε ήταν στο σολέα, το Δεσποτικό εδώ και δίπλα στο αναλόγιο του δεξιού ψάλτου. Και είχε έρθει… Είχα πει και στον Σίρκα. Ήλθε ο Σίρκας, και να μου λέει: «Πιο ψηλά Γιωργάκη μου! Πάρε το πιο ψηλά» Και να με κοιτάει ο Χριστόδουλος. Και να με κοιτάει. Και μετά είχε ομιλία στο «Caravel» για την Ιατρική ενόψει της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιατρική Αγωγή.
Κι έτσι γνωριστήκαμε με τον Χριστόδουλο και είχαμε και πολλές εμφανίσεις και στην τηλεόραση και από το ραδιόφωνο της Εκκλησίας. Βέβαια. Και μάλιστα μία Μεγάλη Τρίτη ήρθε και μας είχε το ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εγώ δεν άνοιξα το στόμα μου από την αρχή, τα έλεγε όλα του δεξιού ο Μακαριότατος – Θεός σχωρέσ’ τον - τον οποίον είδα και όνειρο μία φορά, τον Χριστόδουλο. Δεν είδα κανέναν ούτε τη μάνα μου ούτε τον πατέρα μου ούτε κανέναν από τους πεθαμένους μου συγγενείς και λοιπά, και είδα τον Χριστόδουλο. Και μου λέει: «Γιώργο, τι κάνεις;», μου λέει. «Καλά», του λέω, «Μακαριότατε. Εσείς τι γίνεστε;». «Καλά, καλά παιδί μου. Εσύ πώς είσαι;». Και ξύπνησα έτσι... Αυτόν είδα στο αυτό… Άκου να δεις και ήμουνα ενάντιος τότε, όταν είχε βάλει υποψηφιότητα ήμουνα υπέρ του Ιερωνύμου, διότι τον Ιερώνυμον τον είχαν υπό κατηγορία ότι είχε καταχραστεί κάποια λεφτά και έλεγα εγώ τότε γιατί δεν αναλαμβάνει ένας γέροντας μία μεταβατική περίοδο, μία, δυο, τρεις χρόνους, ένα, δύο, τρεις, τέσσερις χρόνους, ώστε να εκδικαστεί η υποθέσις και επί ίσοις όροις μετά να βάλουν υποψηφιότητα. Ήμουνα κατά του Χριστοδούλου, γιατί ήμουνα Σεραφειμικός.
Η ξαδέρφη της μάνας μου η Μάχη η Μακρή, η οποία ήταν και στο αντάρτικο μαζί με τον Σεραφείμ μου έλεγε: «Γιώργο; Τι ώρα πας στο ιατρείο;» μου λέει. Λέω κατά τις 8:30 - 09:00. [03:40:00]Ο Μακαριότατος είναι από τις 07:00 η ώρα στο γραφείο. Χαίρεται πολύ, έλα να πίνετε καφέ κάτω και μετά πηγαίνεις». Δεν πήγα. Δεν πήγα και, όταν βρεθήκαμε μια φορά στον Άγιο Θωμά, λέω: «Μακαριότατε δεν έρχεστε απάνω», λέω, «και στον Άγιο Θεράποντα σ’ ένα πανηγύρι; Γιατί λες τίποτα;», μου λέει εμένα. «Ελάτε να με ακούσετε». Και, όταν πήγα πάνω στον Άγιο Θράποντα: «Α! καλά τα λες, καλά τα λες». Και ήταν μέσα στο ιερό και λέει σε ένα παπά που ήταν, λέει σε έναν παπά: «Παπα-Θεοφάνη φέρε μου λίγο νερό». Του πάει ένα αυτό. «Τι κάνω τώρα; Τι κάνω τώρα;». «Το κουνάτε Μακαριότατε». «Τι το κουνάω, ρε; Το κλοκοτάω, λέει. Ο Σεραφείμ. «Το κλοκοτάω». Ναι, τα έλεγε έτσι… ήταν ωμός. Και έχω και μια φωτογραφία που είναι μαζί με τον Φλωράκη, στο ιατρείο τα έχω αυτά. Ο Σεραφείμ ήταν τότε με τον Φλωράκη, γιατί διασκέδαζαν στο πατάρι στην Καρδίτσα, σ’ ένα αυτό. Αυτός ήτανε τότε υποψήφιος στην ιερατική σχολή στην Άρτα ο Σεραφείμ και είχε πάει να δει τους γονείς του στο Αρτεσιανό και εκεί είχαν βρεθεί με τον Φλωράκη. Ήταν απ’ έξω να πούμε εκεί σε μια αυτή και πήγαν σε ένα κέντρο. Αλλά, να μην τους βλέπει, επειδή ήταν με τα ράσα ο Σεραφείμ ανέβηκαν στο πατάρι από πάνω. Πλάκες πλάκες πολλές. Τι να κάνουμε; Δυστυχώς, αυτά είναι. Τώρα συνταξιούχος ων στον Ωρωπό την αράξαμε, με λίγα δεντράκια εδώ, λίγα φυτά.