Πολιτιστικός Σύλλογος Πλατανακίων «Ο Πόντος»
Segment 1
Η εγκατάσταση στα Πλατανάκια
00:00:00 - 00:04:33
Partial Transcript
Καλησπέρα σας! Θα ήθελα να μου πείτε το όνομά σας. Αμανατίδης Χαράλαμπος. Είναι Τρίτη 14 Ιουλίου 2020, είμαι με τον κύριο Χαράλαμπο Αμαν…δικά. Και γι’ αυτό ήθελα να το μεταδώσω και στ’ άλλα τα παιδιά, να μην ξεχάσουμε την παράδοση και τον ποντιακό τον… Το ποντιακό στοιχείο.
Lead to transcriptSegment 2
Ο χορός και η σύσταση του Συλλόγου Πλατανακίων
00:04:33 - 00:14:28
Partial Transcript
Κύριε Χαράλαμπε, στο σχολείο πήγατε; Πήγαμε, κορίτσι μου. Τι με θύμησες τώρα; Με τα πόδια πρωί και μεσημέρι. Δυο φορές την ημέρα στο σχολεί…εδώ. Τι να σου πω; Πάντως περάσαμε πολλά ευχάριστα και καλά χρόνια. Μακάρι και τα παιδιά μας να περάσουν αυτά τα χρόνια που περάσαμε εμείς.
Lead to transcriptSegment 3
Οι χορευτικές εκδηλώσεις, η Γρίτσα και τα παρατσούκλια των παππούδων
00:14:28 - 00:21:27
Partial Transcript
Ωραία! Σε ποιες άλλες εκδηλώσεις συμμετείχε ο σύλλογος, το χορευτικό που ήσασταν χοροδιδάσκαλος; Ο σύλλογος ο χορευτικός σαν πρώτη εκδήλωσ…και στον σύλλογο σας και παντού θα είμαι ο ψήστης του συλλόγου. Από χοροδιδάσκαλος θα γίνω ψήστης του συλλόγου σας. Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα σας! Θα ήθελα να μου πείτε το όνομά σας.
Αμανατίδης Χαράλαμπος.
Είναι Τρίτη 14 Ιουλίου 2020, είμαι με τον κύριο Χαράλαμπο Αμανατίδη και βρισκόμαστε στα Πλατανάκια Πιερίας. Εγώ ονομάζομαι Μαριάννα Ναβροζίδου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Κύριε Χαράλαμπε, πόσων ετών είστε;
Είμαι 72.
Το επάγγελμά σας;
Ήμουνα οδηγός σε φορτηγό.
Είστε παντρεμένος; Έχετε παιδιά;
Τρία παιδάκια κι οχτώ εγγόνια.
Από πού κατάγεστε; Οι ρίζες σας ποιες είναι;
Οι γονείς μου ήρθαν απ’ τη Ρωσία. Το ‘23; Δεν θυμάμαι ακριβώς, γιατί εγώ γεννήθηκα στα Αλώνια Πιερίας.
Πότε γεννηθήκατε;
Το 1948.
Από ιστορίες τι συνέβη και έφυγαν από τη Ρωσία; Γνωρίζετε;
Αυτό τους κυνηγούσαν από την Τουρκία. Μάλλον ήτανε πρώτα στην Τουρκία, στην Ορντού. Από κει τους κυνηγήσανε, φύγανε στη Ρωσία και το μυαλό τους ήτανε να ‘ρθουνε στην Ελλάδα. Και κανονίσαν —πώς τα καταφέραν, πώς τα κάνανε;— ήρθαν στην Ελλάδα. Περάσανε όλην την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και καταλήξανε στα Αλώνια Πιερίας, γιατί εκεί ήτανε συγγενείς, φίλοι που ήρθανε πιο νωρίς από τους δικούς μας. Και μείναμε στα Αλώνια στα οποία δεν είχαμε ούτε σπίτια, ούτε χωράφια, ούτε τίποτα. Μέναμε σε συγγενείς, των γονιών μου σειρά. Από κει μας πήρανε και μας φέρανε στο Δίον. Το ‘51; ‘50; Ακριβώς. Και στο Δίον πάλι μέναμε, άλλος έμενε σε αποθήκες, άλλος έμενε σε σκηνές, σε σπίτια. Δεν είχαμε πού να μείνουμε. Και μετά ο πρόεδρος του χωριού μάς έδωσε μέσω της Νομαρχίας, της Διεύθυνσης Γεωργίας, μάς έδωσε τα οικόπεδα αυτά που έχουμε εδώ στα Πλατανάκια τώρα. Το ‘52 ήρθαμε στα Πλατανάκια. Χτίσαμε τα σπίτια μας και είμαστε απ’ το ‘52 μέχρι και τώρα εδώ και που το ονομάσαμε ένα μικρό χωριουδάκι «το μικρό Παρίσι», το λέγανε.
Ωραία!
Και ζούμε ευτυχισμένοι με τις οικογένειές μας εδώ.
Πολύ ωραία! Οι γονείς σας με τι ασχολιόντουσαν στα Αλώνια και μετά και στο Δίον;
Με τη γεωργία, με τη γεωργία. Επί το πλείστον είχαμε τη γεωργία. Μέχρι που μεγάλωσα εγώ και άλλαξα επάγγελμα μετά.
Όταν ήρθανε εδώ στα Πλατανάκια διατήρησαν τα έθιμά τους;
Φυσικά! Φυσικά! Όλα τα θυμόμαστε. Δεν τα ξεχάσαμε κι ούτε θα τα ξεχάσουμε.
Εσείς τι θυμάστε έτσι από τα παιδικά χρόνια ακόμη εδώ στα Πλατανάκια; Γενικά μια περιγραφή έτσι για τα σπίτια, τους ανθρώπους, τα έθιμα, τις συνήθειες, τις γιορτές, γενικά τα επαγγέλματα που ασχολιόντουσαν οι άνθρωποι εδώ.
Κοίταξε, απ’ ό,τι θυμάμαι εγώ εδώ στα Πλατανάκια τα έθιμα τα κοιτούσαμε όλα. Γιορτές, γάμους. Κάθε Κυριακή χορεύαμε στην πλατεία. Παιχνίδια παίζαμε. Διάφορα πράγματα. Τι άλλο να…; Ασχολούμασταν με τα… Οι γονείς μας με τα χωράφια, με τις δουλειές. Εμείς παιδιά είχαμε τα παιχνίδια και να μάθουμε και τα ποντιακά από τις γιαγιές μας ή τις μάνες μας.
Και την ποντιακή διάλεκτο δηλαδή–
Ναι ναι! Ναι ναι!
Και την μουσική την ποντιακή.
Η μουσική ήταν στην ψυχή μου εμένα, εγώ ειδικά. Και γι’ αυτό ήθελα να το μεταδώσω και στ’ άλλα τα παιδιά, να μην ξεχάσουμε την παράδοση και τον ποντιακό τον…
Το ποντιακό στοιχείο.
Κύριε Χαράλαμπε, στο σχολείο πήγατε;
Πήγαμε, κορίτσι μου. Τι με θύμησες τώρα; Με τα πόδια πρωί και μεσημέρι. Δυο φορές την ημέρα στο σχολείο. Χιόνια, βροχές, κρύα. Παίρναμε και ένα ξύλο στην αμασχάλη για να πάμε για να [00:05:00]ανάψουμε την σόμπα να ζεσταθούμε. Ευτυχώς τα λεωφορεία μερικοί καλοί οδηγοί καμιά φορά μάς παίρνανε απ’ την πλατεία και μας κατεβάζανε στο σχολείο. Αν ήτανε κανένας ιδιότροπος και δεν μας έπαιρνε πηγαίναμε με τα πόδια. Άσε που φοβόμασταν και τα σκυλιά στον δρόμο. Είχανε μαντριά στον δρόμο και τα σκυλιά βγαίνανε και μας κυνηγούσανε και φοβόμασταν πολύ. Το τι τραβήξαμε για να μάθουμε πέντε γράμματα εμείς το ξέρουμε. Πολύ, πολύ, πάρα πολύ κρύο και πάρα πολύ φόβο, αλλά δόξα τω Θεώ το ξεπεράσαμε, μάθαμε και τα γράμματα, μάθαμε και τα τραγούδια τα ποντιακά και τους χορούς τους ποντιακούς και είμαστε οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο.
Ωραία! Ασχοληθήκατε ως ενεργό μέλος για πολλά χρόνια στον Πολιτιστικό Σύλλογο Πλατανακίων «Ο Πόντος» από την ίδρυσή του ακόμη. Υπήρξατε για πολλά χρόνια και χοροδιδάσκαλος. Θα ήθελα να μας περιγράψετε πώς ξεκίνησαν τη λειτουργία τους τα χορευτικά τμήματα του συλλόγου;
Άκου να σου πω, κορίτσι μου. Εγώ είμαι 72 χρονών τώρα. Εγώ ξεκίνησα από το ‘60 να πάω στην Κατερίνη με το λεωφορείο και λεφτά δεν είχαμε. Με το ζόρι έκλαιγα και μ’ έδινε η μάνα μου ένα φράγκο, μισό φράγκο, πέντε φράγκα για να πάω στην Κατερίνη, γιατί μέσα μου είχα το ποντιακό το στοιχείο. Ήθελα να χορέψω, ήθελα να μπω σε συλλόγους και δόξα τω Θεώ είχα τύχη, είχα μερικούς φίλους στην Κατερίνη. Ήτανε ο Σύλλογος «Ένωσις Ποντίων» στην Κατερίνη που πήγα μια φορά να κάνω μία πρόβα δοκιμαστική και μόλις με είδε ο λυριτζής και ο χοροδιδάσκαλος μού είπανε: «Εσύ, παλικάρι μου, θα έρχεσαι κάθε φορά στην πρόβα!». Και κάθε Σαββάτο είχαμε πρόβα. Εγώ ξεσήκωνα τον κόσμο το Σαββάτο να πάω Κατερίνη, να πάω στον σύλλογο να χορέψω. Δόξα τω Θεώ τα κατάφερα, έγινα χορευτής. Χόρεψα πόσα χρόνια μέχρι το ‘70, γιατί μετά πήγα φαντάρος. Χόρεψα στον σύλλογο. Δηλαδή, το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ. Απολύθηκα από φαντάρος, ξαναπήγαινα στον σύλλογο μέχρι που το ‘85 αξιωθήκαμε και εμείς στο χωριό μας να κάνουμε έναν σύλλογο. Χρειαζότανε κάποιος χοροδιδάσκαλος για να μάθει τα παιδιά και ανάλαβα εγώ το ’85. Ξεκίνησα, δεν είχαμε χώρο. Δεν είχαμε ούτε αίθουσα τίποτα. Χορεύαμε στους δρόμους μ’ ένα κασετόφωνο. Πότε στον έναν τον δρόμο, πότε στον άλλον, πότε σε κάποιον γείτονα, στην αποθήκη. Δεν είχαμε πού να μείνουμε. Και λύρα; Μη φανταστείτε ότι είχαμε κανέναν λυράρη καλό. Ένα κασετόφωνο είχαμε. Και να σας πω και την αλήθεια πήγαμε μετά σε έναν χορό που μας καλέσανε σαν σύλλογο. Να φανταστείτε ότι τις χορεύτριες που είχα ενώ χορεύανε εγώ τους είχα πει να σταματάνε με το πρόσωπο στους θεατές κι αυτοί σταματήσαν με τις πλάτες στους θεατές. Και λέω: «Μαριάννα; Τι κάνεις, κορίτσι μου; Γιατί σταμάτησες εκεί;» και μου λέει η Μαριάννα και η Σίσσυ: «Θείο, νομίσαμε ότι θα τελείωνε η κασέτα». Να φανταστείτε δηλαδή και οι χορευτές πόσο επηρεαστήκανε με την κασέτα. Δεν είχαμε λύρα. Θα πεις δεν είχαμε λεφτά να πληρώσουμε έναν λυράρη κι εγώ πήγαινα αφιλοκερδώς μέχρι που κάποια στιγμή όταν ανέλαβαν κάποιοι άλλοι πρόεδροι είπανε: «Να δώσουμε και τον χοροδιδάσκαλο κάτι». Λέω: «Παιδιά, εγώ το ‘χει η ψυχή μου. Εγώ θέλω το χωριό να κάνω έναν σύλλογο να φανεί». Και δόξα τω Θεώ με όλες τις φτωχές δυνάμεις που είχαμε κάναμε τον σύλλογο και ο σύλλογος λέγανε: «Ο νομός Πιερίας ένα χωριό με σαράντα σπίτια να κάνει τέτοιο χορό;». Και όμως είχαμε άξιους ανθρώπους αυτοί που διοικούσανε τον σύλλογο. Τον πρώτο χορό τον κάναμε στην πλατεία με τον Καραπαναγιωτίδη. Τι να σας πω; Δεν περιγράφεται η χαρά μας. Όχι μόνο η δική μου, αλλά και του χωριού. Γέμισε η πλατεία. Ο [00:10:00]κόσμος αποθεώθηκε, σου λέει: «Τι γίνεται εδώ;». Και από κει πήραμε θάρρος και κάναμε και δεύτερο χορό μέχρι που κάναμε την παιδική κάτω, κάναμε πίστα, κάναμε πατάρια και γινότανε κάθε χρόνο ο χορός κι ερχότανε όλη η Κατερίνη. Πάνω από χίλια άτομα, χίλια πεντακόσια άτομα μαζεύαμε. Και ήτανε, λέγανε: «Πότε τα Πλατανάκια θα κάνουνε χορό;». Μαζευότανε. Δηλαδή, να σας πω γέρασα και τώρα το μυαλό μου ακόμα είναι στον σύλλογο, αλλά ευτυχώς —και τι να πω;—, δυστυχώς μάλλον πρέπει να πω γιατί σταμάτησαν να ασχολούνται η νεολαία τώρα με τον σύλλογο. Αλλά ευτυχώς έχουμε τα κορίτσια τα οποία αν και έχουνε άλλες δουλειές θα ασχοληθούν πάλι με τον σύλλογο και θα τον ζωντανέψουμε πάλι τον σύλλογο. Είχαμε χορό τώρα στις 18, αλλά ο κορωνοΐος μάς το σταμάτησε κι αυτό. Δεν πειράζει. Να περάσουν όλα όμορφα, καλά και θα το ξανασυνεχίσουμε. Τα Πλατανάκια θα ξαναζωντανέψουν.
Τώρα θα ήθελα να μας πείτε κάποιες ιστορίες από εκδηλώσεις εδώ στο χωριό που συμμετείχατε.
Άκου, κορίτσι μου, να σου πω. Εδώ το χωριό μας είναι ποντιακό, αλλά οι νύφες οι Βλάχες μάς το καταπάτησαν. Και για να τις κάνω κι αυτές Πόντιες τις έπαιρνα στον σύλλογο, γιατί μετά κάναμε το ιατρείο, μας παραχώρησαν μία αίθουσα και είχαμε γραφείο και είχαμε μία αίθουσα που φτιάχναμε πρόβες. Τις μάζεψα όλες τις νύφες τις Βλάχες και τις έμαθα ποντιακά. Αλλά για να τις δείξω στο χωριό ότι μαθαίνουνε και οι Βλάχες ποντιακά κάναμε μία εκδήλωση στην πλατεία. Δεν φέραμε φίρμες, ήτανε όργανα δικά μας. Συγκεκριμένα κι ο πατέρας σου έπαιξε νταούλι. Κάνουμε και βάζω τις νύφες τις Βλάχες και χορεύανε ποντιακά και λέγανε οι χωριανοί: «Μπράβο τον χοροδιδάσκαλο! Έμαθε και τις Βλάχες να χορεύουνε ποντιακά!». Και έγινε έναν χορό που κράτησε όλην τη νύχτα. Ο κόσμος ήτανε τόσο ευχαριστημένος που έλεγε: «Να το ξανακάνουμε του χρόνου!» κι εγώ τους είπα: «Όρεξη να έχετε! Όποτε θέλετε το κάνουμε!». Και να σου πω και κάτι άλλο που θυμήθηκα όταν ήμουν μικρός. Ο πατέρας μου έπαιζε ντέφι. Ερχόταν ο Κωστίκας απ’ τον Καταχά με τη λύρα. Είχα έναν νονό απ’ το Βατάν. Αυτός ήτανε Πόντιος σκληρός, σκληρός που λένε, αλλά ήτανε κατά το παλαιό. Ερχότανε με τον Κωστίκα τα Χριστούγεννα τα δικά μας εδώ στο χωριό, έπαιρνε ο πατέρας μου το ντέφι, εγώ πιτσιρικάς ήμουνα —8 χρονών;10; Πόσα ήμουνα;— κοντά τους, γιατί τ’ αγαπούσα τα ποντιακά, τα τραβούσε. Μαζί τους. Τον έπαιρνε —εκείνος ήταν ένας κοντούλης, ψεύτικος—, τον έπαιρνε ο πατέρας μου στον ώμο κι έπαιζε τη λύρα και χορεύαμε εδώ Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά. Και μετά φεύγαν από δω, πηγαίνανε στο Βατάν, γιατί άρχιζε τα Χριστούγεννα κατά το παλιό —είχαν Χριστούγεννα εκεί— και τελείωνε την Πρωτοχρονιά του Αγίου Βασιλείου κατά το παλιό. Τόσο πολλά πράγματα. Τόσο πολλά… Δηλαδή, ο κόσμος ήτανε αγαπημένος, έφτιαχνε παρέες, έφτιαχνε μουχαμπέτια. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν πολύ και με τον κορωνοΐο τώρα είναι πολύ δύσκολα. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο αγαπημένα χρόνια. Πήγαινες στο σπίτι του γείτονά σου παρακάτω και καθόσουν μέχρι τις 1 η ώρα και λέγαμε παραμύθια και τώρα για να πας στον γείτονά σου πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο να τον πεις: «Μπορώ να ‘ρθω;». Άλλα χρόνια εκείνα, κορίτσι μου, άλλα χρόνια αυτά εδώ. Τι να σου πω; Πάντως περάσαμε πολλά ευχάριστα και καλά χρόνια. Μακάρι και τα παιδιά μας να περάσουν αυτά τα χρόνια που περάσαμε εμείς.
Ωραία! Σε ποιες άλλες εκδηλώσεις συμμετείχε ο σύλλογος, το χορευτικό που ήσασταν χοροδιδάσκαλος;
Ο σύλλογος ο χορευτικός σαν πρώτη εκδήλωση, είχε το Δίον έναν σύλλογο δημοτικό και είπαμε να ενωθούμε. Εμείς δεν είχαμε στολές. Δεν είχαμε στολές; Δεν είχαμε λεφτά. Από πού; Φτωχοί εδώ ο κόσμος, δεν είχανε να φάμε τότε εκείνα τα χρόνια. Και πήγαμε να ενωθούμε με τον σύλλογο του Δίου, της [00:15:00]Μαλαθριάς τότε. Και λέμε: «Παιδιά, εσείς στολές έχετε. Εμείς δεν έχουμε, εμείς παίρνουμε δανεικές από τον ‘‘Σταθμό’’, από την ‘‘Τουμπαγιάννη’’, από την ‘‘Περίσταση’’. Άμα μάσουμε πέντε φράγκα ας ράψουμε κι εμείς τρεις στολές, τέσσερις. Και του χρόνου θα ράψετε εσείς, τον άλλον τον χρόνο εμείς». Είπανε: «Καλά!». Κάναμε τον χορό στην αυλή του σχολείου, βάλαμε ένα κουτί, ένα χαρτόνι στη μέση και παίζαν τα κλαρίνα, χορεύανε ο σύλλογος και ο κόσμος και ρίχνανε ο καθένας όσο ήθελε στο κουτάκι που είχαν εκεί. Και μαζευτήκανε πέντε δραχμές. Αφού τελείωσε ο χορός και πήγαμε το βράδυ στο, στην κοινότητα λέμε: «Να δούμε τι λεφτά μάσαμε». Μάσαμε αρκετά λεφτά, μπορούσαμε να ράψουμε τέσσερις στολές. Αυτοί είπανε: «Όχι! Εμείς θα ράψουμε!». «Ρε παιδιά, εσείς έχετε. Εμείς δεν έχουμε», «Όχι! Οι παλιοαούτοι εσείς τώρα θα σας δώσουμε και λεφτά να ράψετε στολές;». Και με την πρώτη κουβέντα που είπε αυτήνα παίρνω εγώ τον σύλλογο και φεύγω και δεν ξαναπάτησα άλλο στον σύλλογο αυτόν. Μετά πήγαμε στον «Σταθμό». Μας είχαν καλέσει ο σύλλογος του «Σταθμού», στην «Περίσταση». Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία της παραλίας, είχε τουρισμό τότε και οι ξενοδόχοι μάς φωνάζανε να πάμε με τον σύλλογο να κάνουμε μία εκδήλωση εκεί και ερχότανε κόσμος. Είχε το ξενοδοχείο στην αίθουσά τους για να δει ο τουρίστας πώς ο κόσμος γλεντάει, πώς ασχολείται, πώς κάνει. Πήγαμε και στον Αϊ-Γιάννη νομίζω; Στον Αϊ-Γιάννη πήγαμε μια φορά. Μετά κάναμε τον δικό μας τον σύλλογο, κάναμε τον χορό τον δικό μας, κάναμε λίγες στολές, κάναμε χορό. Οικονομήσαμε λίγα λεφτά και κάθε χρόνο ράβαμε δυο-τρεις, τέσσερις στολές ανάλογα με το οικονομικό κι έγινε ο σύλλογος μεγάλος και τρανός.
Τους γονείς σας πώς τους έλεγαν;
Τον πατέρα μου Αμανατίδης Γεώργιος. Η μάνα μου το γένος της ήταν Τσολακίδου Αθήνα. Μετά έγινε Αμανατίδου Αθήνα. Ο παππούς μου ήτανε ο Αμανατίδης ο Γιάννης. Αυτοί ήρθανε από τη Ρωσία εδώ, είχανε έρθει εδώ. Θυμάμαι άκουγα τον παππού σου, τον Ναβροζίδη τον Γιώργο, τον Τελίδη τον Παναγιώτη, τον Προβατίδη τον Γιάννη. Αυτούς που σου λέω τώρα είναι παππούδες σαν τον παππού τον δικό μου. Όταν ήρθαμε εδώ που εγκατασταθήκαμε μιλούσαν αναμεταξύ τους και λέγανε: «Ε, ρε καπετάνιε!». «Καπετάνιε» λέγανε τον παππού μου και «νταουλτζή» λέγανε τον Ναβροζίδη τον Γιώργο —ποντιακά κανονικά πρέπει να τα πω, αλλά στα λέω ελληνικά. «Τι δουλειά ήρθαμε εδώ, είχαμε σ’ αυτό το χωριό, αφού μας δώσανε σαν οικόπεδα την πρώτη φορά στη Γρίτσα Λιτοχώρου, κοντά στη θάλασσα, αλλά εμείς το μυαλό μας δεν έκοβε τότε, γιατί ήμασταν παππούδες και μαθημένοι από τη Ρωσία. Γιατί εκεί στα σπίτια μας είχαμε τα νερά, είχαμε τα ξύλα, είχαμε τα βοσκοτόπια και δεν μας έφτιαχνε χαρά να μείνουμε εκεί. Και ήρθαμε μια βόλτα εδώ και είδαμε τα γάργαρα νερά, είδαμε τον Όλυμπο με τα ξύλα, είδαμε τα χόρτα, οι βοσκοί, το τσαΐρι που λέμε ποντιακά. Και είπαμε: ‘‘Όχι! Δεν θα κάτσουμε στη Γρίτσα. Θα ‘ρθουμε εδώ, γιατί εδώ έχουμε και τα νερά, έχουμε και τα ξύλα’’». Γιατί έτσι ήταν μαθημένοι οι άνθρωποι στη Ρωσία. Γιατί ήταν μες στα παρχάρια που λέμε και ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε εδώ. Και τώρα όχι μόνο οι παλιοί και η νεολαία λένε, γιατί το ακούσαμε απ’ τους γονείς μας και λέμε: «Α, ρε παππούδες, μυαλό δεν είχατε τότε να μένατε στη Γρίτσα. Παραθαλάσσια τώρα θα ήμασταν και τα οικόπεδά μας από ένα στρέμμα θα κρατούσαμε το μισό και θα πουλούσαμε το άλλο το μισό να χτίσουμε ένα σπίτι καλό». Αλλά δόξα τω Θεώ κι εδώ που ήρθαμε χτίσαμε τα σπίτια μας και είμαστε μια χαρά και η θάλασσα είναι [00:20:00]κοντά και όλα. Αλλά θα ήταν καλύτερα, λέει η νεολαία τώρα θα ήταν καλύτερα να ήμασταν στη Γρίτσα, κοντά στη θάλασσα, αλλά δόξα τω Θεώ κι εδώ καλά είμαστε, κορίτσι μου. Μια χαρά είμαστε.
Τον παππού σας το παρατσούκλι του ήταν «καπετάνιος»;
«Καπετάνιος».
Γιατί;
Γιατί στη Ρωσία ήτανε χωροφύλακας και στην Τουρκία. Είχε ένα άλογο και φορούσε μπότες μέχρι το γόνατο και φορούσε κάτι παντελόνια απ’ το γόνατο και πάνω ήτανε τόσο φαρδιά κι απ’ το γόνατο και κάτω ήτανε στενά, λες και ήτανε σαν κάλτσα. Και τα λέγανε ζίπιες τα, ζίπκα —πώς τα λέγανε;— ρώσικα. Και από κει τον βγάλαν «καπετάνιο». Τον «νταουλτζή», ο μπαρμπα-Γιώργος έπαιζε νταούλι και λέγανε… Δεν λέγανε: «ο μπαρμπα-Γιώργος», έλεγαν «ο νταουλτζής ο Γιωρίκας». Έτσι είχαν τα παρατσούκλια τους ο καθένας εκείνα τα χρόνια.
Ωραία! Κύριε Χαράλαμπε, ευχαριστούμε πολύ που μοιραστήκατε μαζί μας την ιστορία σας!
Να ‘σαι, καλά κορίτσι μου, κι ό,τι θέλεις όσο ζω εγώ θα είμαι εδώ στο πλευρό σας και στον σύλλογο σας και παντού θα είμαι ο ψήστης του συλλόγου. Από χοροδιδάσκαλος θα γίνω ψήστης του συλλόγου σας.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Summary
Ο αφηγητής αναφέρεται στην εγκατάσταση της οικογένειάς του στα Πλατανάκια Πιερίας. Αναφέρεται στα χρόνια του σχολείου αλλά και στην αγάπη του για τον χορό που μετουσιώθηκε σε διδασκαλία του εν λόγω αντικειμένου. Μας μιλά για την ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου Πλατανακίων «Ο Πόντος» και για τις διάφορες χορευτικές του εκδηλώσεις. Κλείνει τον λόγο του εξηγώντας μας πώς επιλέχθηκε η περιοχή εγκατάστασής τους σε σχέση με τη Γρίτσα.
Narrators
Χαράλαμπος Αμανατίδης
Field Reporters
Μαριάννα Ναβροζίδου
Tags
Interview Date
13/07/2020
Duration
21'
Interview Notes
Σημειώσεις Ερευνήτριας:
Ο αφηγητής είναι συγχωριανός μου. Υπήρξε χοροδιδάσκαλός μου στους ποντιακούς χορούς. Ο Γιωρίκας ο νταουλτζής που αναφέρει είναι ο παππούς μου.
Summary
Ο αφηγητής αναφέρεται στην εγκατάσταση της οικογένειάς του στα Πλατανάκια Πιερίας. Αναφέρεται στα χρόνια του σχολείου αλλά και στην αγάπη του για τον χορό που μετουσιώθηκε σε διδασκαλία του εν λόγω αντικειμένου. Μας μιλά για την ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου Πλατανακίων «Ο Πόντος» και για τις διάφορες χορευτικές του εκδηλώσεις. Κλείνει τον λόγο του εξηγώντας μας πώς επιλέχθηκε η περιοχή εγκατάστασής τους σε σχέση με τη Γρίτσα.
Narrators
Χαράλαμπος Αμανατίδης
Field Reporters
Μαριάννα Ναβροζίδου
Tags
Interview Date
13/07/2020
Duration
21'
Interview Notes
Σημειώσεις Ερευνήτριας:
Ο αφηγητής είναι συγχωριανός μου. Υπήρξε χοροδιδάσκαλός μου στους ποντιακούς χορούς. Ο Γιωρίκας ο νταουλτζής που αναφέρει είναι ο παππούς μου.