«Ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι!»: Η Ρεβέκκα αφηγείται αναμνήσεις μιας περασμένης εποχής
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πείτε μας το όνομά σας.
Λέγομαι Ρεβέκκα Παπαδοπούλου-Αναστασιάδου, το πατρικό μου είναι Παπαδοπούλου.
Είμαστε, λοιπόν, στο Σιδηρόκαστρο, είναι 9 Ιουλίου του 2020. Είμαστε με την κυρία Ρεβέκκα στην ταβέρνα «Το Γεφύρι», δίπλα στο ποτάμι όπως ακούτε. Εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος Δογάνης, είμαι ερευνητής στο Istorima. Η κυρία Ρεβέκκα θα μας μιλήσει για τα παιδικά της χρόνια στο Καπνόφυτο, ένα χωριό μέσα στα βουνά, πολύ κοντά στα βουλγαρικά σύνορα. Αρχικά, κυρία Ρεβέκκα, πείτε μας κάποια πράγματα γενικά για εσάς να σας γνωρίσουμε.
Σε λίγες μέρες έχω και γενέθλια, 11 Ιουλίου γεννήθηκα, το ’53 στο Καπνόφυτο, γέννημα-θρέμμα. Εκεί είναι όλα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί πήγα Νηπιαγωγείο, Δημοτικό. Γυμνάσιο ερχόμασταν εδώ στο Σιδηρόκαστρο. Μέναμε, ήμασταν μαζί με την ξαδέρφη μου δύο παιδιά, νοικιάζαμε τότε, δεν είχαμε ευκολίες. Μετά γίνανε όλα τα ιδρύματα και τα αυτά που μπορούσαν να πάνε τα παιδιά. Εμείς νοικιάζαμε μικρά παιδιά σε δωμάτια, επινοικίαση κάναμε. Έζησα σε μια εποχή μετά τον πόλεμο, μετά τη φτώχεια, γι’ αυτό κάπου είμαι στη μέση. Να σας πω ότι το ’63 ήρθε στο Καπνόφυτο το ρεύμα. Μέχρι τότε δεν είχε ρεύμα και διαβάζαμε με τη γκαζόλαμπα. Φυσικά, εσείς οι πιο μικροί δεν θα την ξέρετε καν την γκαζόλαμπα! Και με το λυχνάρι που πηγαίναμε να δούμε τα ζώα κατεβαίναμε κάτω σ’ αυτό το, οι παππούδες, και αυτά τα έχω προλάβει. Οι γονείς μου αγρότες. Όλοι, φυσικά, στο χωριό μου αγρότες και κάνανε καπνά, σιτάρια. Η βασική τέτοια –και γι’ αυτό λέγεται και Καπνόφυτο–, η βασική καλλιέργεια ήτανε τα καπνά. Η γιαγιά μου ήρθανε από τον Πόντο. Όλοι στο χωριό οι περισσότεροι πρόσφυγες, Μπαφραίοι και Τραπεζουνταίοι Πόντιοι, προϋπήρχαν οι βλάχοι στο χωριό. Οι αναμνήσεις μου είναι πάρα πολλές γιατί είχα σωστούς δασκάλους. Τώρα που μεγάλωσα το καταλαβαίνω και από τις φωτογραφίες που βλέπω, που κάνανε πολύ αγώνα να μας μεταδώσουν την εθνική παλιγγενεσία. Το προσφυγικό το νιώσαμε στο πετσί μας, αν και πολλά πράγματα τ’ απέφευγαν. Δεν ξέρω κι αν πρέπει να τα αναφέρω. Ας πούμε, ενώ έχω μεγαλώσει με το ότι «με τον Τούρκο δεν γίνεται φιλία», έλεγε η γιαγιά μου, με όλα, ό,τι έχω να θυμηθώ είναι τόσο ζοφερά, τόσο... Με έχουν βοηθήσει σ’ όλη μου τη ζωή γιατί μ’ έχουν έρθει αργότερα ανάποδα κάποια πράγματα. Όμως, το ζω μέσα από την ψυχή μου, ότι μας έβαζαν οι δάσκαλοι να πούμε ποιήματα, ντυνόμασταν με τις στολές που είχανε οι παππούδες, οι βλάχοι, στα μπαούλα για να κάνουμε την Γκόλφω και τον Τάσο. Οπότε δεν υπήρχανε ευκολίες ούτε και βιβλία πολλά. Την Ιστορία καθόταν η γιαγιά μου και μού έλεγε την Ιστορία, το παρακάτω το μάθημα, με τα πέντε βιβλία που είχαμε. Θυμάμαι ότι δεν είχε εφημερίδες. Ερχότανε μία φορά το λεωφορείο εδώ στο Σιδηρόκαστρο και ο παππούς μου ζητούσε εφημερίδα για να μάθει τα νέα, τα οποία στην ουσία δεν ήταν νέα γιατί ήταν μετά από δέκα μέρες ή μετά από μία εβδομάδα. Όμως, όλα αυτά τα βιώματα μού δώσαν τόσο γερές βάσεις να αγαπάω και να εκτιμάω όλα, ό,τι έχω γύρω μου, το οποίο το ’χω μεταδώσει και στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου, όπως αποδείχθηκε τώρα που είμαι πιο μεγάλη. Στο Καπνόφυτο ο πατέρας μου είχε και... Στην αρχή ήταν καφενείο, μετά το έκανε καφενείο με μπακάλικο. Είχε τρεις πλατείες το χωριό μας. Είχε πάρα πολύ κόσμο. Να φανταστείτε ότι εκείνη την εποχή που τα θυμάμαι, οι πρώτες αναμνήσεις που έχω, ήτανε γύρω στα εξακόσια, εκεί γύρω στους εξακόσιους κατοίκους είχε. Και είχε και τρία καφενεία. Το καφενείο το δικό μας ήταν στην επάνω-επάνω πλατεία. Μετά το ’κανε ο μπαμπάς μου σκέτο μπακάλικο, το έφερε κάτω στον πλάτανο, στη μεσαία την πλατεία. Τους βοηθούσα πάρα πολύ τους γονείς μου γιατί ήτανε μικροί. Με τη μαμά μου είχα είκοσι χρόνια διαφορά και με τον πατέρα μου είκοσι ένα. Κρατούσα εγώ το μπακάλικο για να κάνουν αυτοί τις δουλειές τις άλλες, τις αγροτικές δουλειές. Ή πολλές φορές η μαμά μου, όταν πήγαινε ο μπαμπάς μου για παραγγελίες, με έπαιρνε εμένα μικρή στα καπνά και μεγάλωσα μέσα στα καπνά, για παρέα με τα γαϊδουράκια. Αργότερα είπαμε ότι ήρθε το ρεύμα. Θυμάμαι την πρώτη πετρογκάζ που φέραμε στο χωριό, γιατί πιο μπροστά μαγειρεύανε στα τζάκια, μέσα τον χειμώνα στις σόμπες. Το καλοκαίρι έξω με την πυροστιά, βάζανε τη φωτιά ας πούμε για να μαγειρεύουνε. Αυτά ήτανε οι αναμνήσεις μου έτσι όπως είναι γύρω στο’60, εκεί πέρα, δηλαδή το 60-’62, Λίγο προτού να ’ρθει το ρεύμα, ήρθε το πετρογκάζ επάνω. Πιο μπροστά με πάγο διατηρούσανε τα τρόφιμα. Μια εικόνα έχω και το φανάρι που βάζανε τα πράγματα, τα ψωμιά και τα τέτοια να διατηρούνται, αλλά εκείνα ήτανε πολύ πιο μπροστά μάλλον, γιατί τον πάγο τον πρόλαβα που είχανε τις παγωνιέρες, κάτι έπιπλα έτσι καφέ που βάζανε μέσα τον πάγο για να διατηρούνται τα τρόφιμα. Και, βέβαια, τον πάγο τον φέρνανε με τα φορτηγά από δω, από το παγοκολόνες φέρνανε, από δω από το Σιδηρόκαστρο. Και θυμάμαι η μία η γιαγιά μου, η μία οικογένεια, η δικιά μου, και η άλλη η γιαγιά, της μαμάς μου η μαμά που είχανε πάρει πετρογκάζ, γιατί ήταν πιο καλά οικονομικά[00:05:00]. Γιατί κι αυτά ακόμα δεν μπορούσανε ο καθένας να τα πάρει. Το ραδιόφωνο θυμάμαι που άρχιζαν και έβλεπαν και έλεγαν τα τέτοια, «Το σπίτι των ανέμων», που είχε αυτό που έκαναν, βγάζαν φυτά, και μου ’ρχεται μια εικόνα που ακούγανε το ραδιόφωνο με μπαταρίες. Και ύστερα –μου ήρθε τώρα η φλασιά–, Χριστούγεννα ο πατέρας μου που έφερε –πόσο θα ήμουν το ’63 που λέω για το ρεύμα;–, πρώτη φορά μικρές λάμπες, τα λαμπάκια τα χρωματιστά, τα πολύχρωμα. Και τα βάλαμε στο ψυγείο και είδα πρώτη φορά λαμπάκια σε δεντράκι. Ήτανε ένας πολιτισμός αλλιώτικος γιατί, όταν δεν υπάρχει ρεύμα, είσαι πίσω από το φεγγάρι. Κι όμως για τότε, ακόμα και τώρα, όταν ανοίγουν τα λαμπάκια, μου ’ρχεται εκείνη η πρώτη εμπειρία, τα πολύχρωμα τα λαμπάκια. Ένα εκείνο. Και ένα ότι με είχε φέρει για την Πρωτοχρονιά παλτό και μπουφάν. Θέλω να πω για νωρίτερα που με διάβαζε η γιαγιά μου, προτού να ’ρθει το ρεύμα, λίγο πιο πίσω θα πάω. Μέχρι να ’ρθει ο μπαμπάς μου απ’ το μπακάλικο, με διάβαζε η γιαγιά μου και τα μαθήματα που είχαμε στο σχολείο, αλλά μου έλεγε πάρα πολλές ιστορίες για τον Πόντο, αυτά που τράβηξαν στον δρόμο. Και τώρα με τον κορονοϊό, δεν ξέρω αν πρέπει να το αναφέρω ή όχι, με είχε κάνει... Αμέσως τα παιδιά μου: «Τι θα γίνει; Πώς θα γίνει;». Και τους λέω: «Περιμένετε να σας πω. Όταν ήμουν μικρή ρωτούσα τη γιαγιά μου: “Καλά, βρε γιαγιά, σάς κατέβασαν στην Καλαμαριά κι ήρθατε. Ήρθατε, γιατί δεν μείνατε Σιδηρόκαστρο, γιατί δεν πήγατε στ’ άλλα τα χωριά κι ήρθατε πάνω στο Καπνόφυτο;». Γιατί ήταν πολύ ψηλά, ήταν άβολα, δεν είχε συγκοινωνίες, δεν είχε αυτά που θυμόμουν σαν παιδί. Και πιο παλιά με τα πόδια πηγαινοέρχονταν, που είναι απόσταση πάρα πολύ μεγάλη. Ακόμα και τώρα κάνεις μισή ώρα για να πας και με αυτοκίνητο από το Σιδηρόκαστρο στο Καπνόφυτο. Και η απάντησή της ήτανε: «Φύγαμε για την ελονοσία. Μας είχε πει αυτός που ήταν πιο υπεύθυνος», που τους ανεβάζανε πάνω, «να μην έχει κουνούπια, να ’ναι ψηλά. Όσο πιο ψηλά, τόσο πιο καλά». Άρα ξαναερχόμαστε σε αυτά. Για να γλιτώσουν την ψυχή τους, ανεβήκανε πάνω πρόσφυγες στο χωριό. Τα σπίτια ήτανε τούρκικα, τους δώσανε σπίτια. Και εγώ, εκτός από τα ελληνικά, επειδή βοηθούσα τον μπαμπά μου στο μπακάλικο, οι παππούδες αυτοί που ήρθανε δεν ξέραν ελληνικά, ξέραν μόνο τούρκικα. Έτσι έμαθα την τουρκική, σαν να είναι τα ποντιακά που μιλούσαν η δικιά μας οικογένεια. Γιατί οι Τραπεζουνταίοι ήταν μόνο πέντε οικογένειες και μιλούσανε την ποντιακή διάλεκτο. Όλοι οι άλλοι, όμως, μιλούσανε τούρκικα, οι Μπαφραίοι, μιλούσανε τούρκικα. Και αυτό, και μας ξεχωρίζανε γιατί εμείς ήμασταν, εννοείται, πιο μορφωμένοι. Παρεμπιπτόντως, ο πατέρας της γιαγιάς μου ήτανε δάσκαλος και επειδή είχε χάσει τη μαμά της γιαγιάς μου ξαναπαντρεύτηκε. Για να μην την αφήνει τη γιαγιά μου στο σπίτι, την έπαιρνε μαζί του και κάθε τάξη την έφτιαχνε δύο φορές, οπότε τα ήξερε όλα απ’ έξω κι ανακατωτά. Πήγε και σχολαρχείο, ήταν δηλαδή μορφωμένη. Κι αυτή τη μόρφωσή της την μετέδωσε. Και το λέω και εγώ ότι ό,τι είμαι και δεν είμαι, το λέω και στα εγγόνια μου, το χρωστάω στη γιαγιά μου. Μου έδωσε τόσο, και στους δασκάλους μου, τόσο γερές βάσεις, και για τη θρησκεία και για... Όλα, ό,τι έχω κάνει, γιατί διετέλεσα και Πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων «Οι Κομνηνοί». Αν δεν είχα τόσο γερές βάσεις, επειδή χήρεψα αργότερα, δεν θα μπορούσα να αντέξω. Οι βάσεις είναι που, οι γερές βάσεις που είχα που με κράτησαν και μπόρεσα και τα κατάφερα. Ένα αυτό. Και ένα ότι ψήθηκα και στις δουλειές. Κάποια στιγμή το ’68 οι γονείς μου αναγκάστηκαν να φύγουν στη Γερμανία, γιατί είχαμε αγοράσει νωρίτερα σπίτι εδώ στο Σιδηρόκαστρο και θα κάνανε καπνά εδώ. Ο μπαμπάς μου είχε ασχοληθεί και με κάτι χλωρίνες, μια βιοτεχνία θα ’φτιαχνε, και την είχε ξεκινήσει ο άνθρωπος. Θυμάμαι «Ρεξ», κάπως έτσι την έλεγαν, σε κάτι ροζ μπουκάλια και τα λοιπά. Όμως, επί χούντας δεν τον άφησαν να κάνει εδώ τα καπνά και έπρεπε να τα κάνει στο Καπνόφυτο. Και αναγκαζόταν από δω τα φυτά να τα πηγαίνουν στο Καπνόφυτο. Και τότε τον είδαν οι θείοι μου, τα δύο αδέρφια του που ήταν στη Γερμανία και του λένε: «Αυτή η δουλειά δεν γίνεται. Αφού είσαι έτσι τόσο, στεναχωριέσαι, κάνεις», οικονομικά δεν τα ’βγαζε πέρα, «έλα μαζί μας στη Γερμανία». Και έτσι τον πήραν στη Γερμανία. Και αναγκάστηκα εγώ με τη γιαγιά μου να μαζεύω τις φιλενάδες μου, που ανέβαινα πάνω τα Σαββατοκύριακα, να μαζέψουμε τα καπνά που είχαν αφήσει πίσω οι γονείς μου. Σε όλο αυτό το διάστημα πήγαινα Γυμνάσιο εδώ μαζί με την ξαδέρφη μου. Δεν είχαμε θέρμανση, είχαμε με ξύλα. Μας κατέβαζαν από το Καπνόφυτο κομμένα τα ξύλα, τα σκεπάζαμε με αντίσκηνα, με κείνα, με τ’ άλλα. Μάλωνα με την ξαδέρφη μου: «Όχι, εσύ θα ανάψεις τη σόμπα», «Όχι, εγώ θα την ανάψω», για να μάθουμε γράμματα. Και γι’ αυτό όμως τα εκτιμάμε όλα, γιατί στερηθήκαμε κάποια πράγματα. Ήθελα ας πούμε να πάρω εγκυκλοπαίδεια και μ’ έλεγε ο μπαμπάς μου: «Άμα θα πας, θα περάσεις στο Λύκειο», γιατί δίναν εξετάσεις τότε για το Λύκειο, «τότε θα σε πάρω εγκυκλοπαίδεια». Και εκείνη τη χρονιά είχε σταματήσει το Λύκειο, πήγαμε τετάρτη γυμνασίου, δεν με την πήρε την εγκυκλοπαίδεια. Μετά είχα πάλι, γι’ αυτό είχα και τη μανία να αγοράσω βιβλία[00:10:00] στα παιδιά μου, γιατί δεν είχανε, δεν έφταναν τα οικονομικά τους. Σ’ αυτό το διάστημα πάλι με τη γιαγιά μου ήμουν εδώ πέρα στο Σιδηρόκαστρο. Είχε πάει για κάποιο διάστημα στη Γερμανία, ξαναγύρισε πίσω και καθόμουν εδώ, και πάντα έλεγε: «Ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι!». Να σας πω ότι τη γυναίκα την είχανε στο χωριό, ας πούμε, «Τώρα πάτε στο Γυμνάσιο κορίτσια, αυτά; Μην τα στέλνετε, μην τα πηγαίνετε». Ευτυχώς, είχα έναν θείο που ήθελε πολύ, γιατί «Τι πειράζει», λέει, «που είναι κορίτσια; Όχι, θα τα στείλουμε». Και έτσι ήρθαμε. Ήμασταν από τα πρώτα παιδιά, τα πρώτα κορίτσια που ήρθαμε να μάθουμε γράμματα. Το είχανε η γυναίκα ότι είναι για το σπίτι, για δουλειές, για κείνο, δεν είναι για μόρφωση. Αντίθετα, όμως, η γιαγιά μου, επειδή είχε τη μόρφωση, ας ήταν από τον Πόντο, ήτανε πιο εξελιγμένη εκείνη η περιοχή όλη προς την Τραπεζούντα. «Ένα βραχιόλι»! Και πραγματικά αυτό το πράγμα το εμπέδωσα τόσο καλά, που το μετέδωσα μετά σε όλους. Δηλαδή το παν είναι έτσι, «Ένα βραχιόλι», ένα πτυχίο. Αυτό είναι το βραχιόλι, κάτι να ξέρει. Και να μην είναι ο άνθρωπος τεμπέλης. Μέχρι 19 χρονών –σε όλο αυτό το διάστημα, βέβαια, γνώρισα τον άντρα μου, ο οποίος ήταν κι αυτός απ’ το Καπνόφυτο. Από μικρά παιδιά ερωτευτήκαμε. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι στο χωριό μου, μέχρι 19 χρονών που τελείωσα το Γυμνάσιο. Και μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή Λογιστών, ενώ ήμασταν εδώ Σιδηρόκαστρο, αλλά η βάση μας πάλι πηγαινοερχόμασταν, το σπίτι μας το διατηρούσαμε στο Καπνόφυτο. Επειδή είχα το μπακάλικο, ήξερα όλο το χωριό. Και τώρα ακόμα διατηρώ όλα τα επίθετα, τα ονόματά τους, τα πάντα. Βέβαια, μ’ αγαπούσανε και πάρα πολύ. Έδωσα αγάπη δηλαδή και πήρα αγάπη. Και 19 χρονών παντρεύτηκα εδώ στο Σιδηρόκαστρο. Ζούσαμε Θεσσαλονίκη, και ο άντρας μου Καπνοφυταίος ήτανε, ζούσαμε Θεσσαλονίκη, ήτανε εργοδηγός μηχανολόγος μέχρι το ’80. Κάναμε τρία παιδιά. Όταν είχα μωρό τη μικρή μου, σε τροχαίο έξω από τη Vitruvit –ήταν εργοδηγός μηχανολόγος ο άνδρας μου–, σκοτώθηκε, και έτσι έκλεισε ο κύκλος της ζωής μου. Ξαναγύρισα πίσω στο Σιδηρόκαστρο, ενώ έλειπα μέχρι το ’80, από το ’72, οκτώ χρόνια. Ξαναγύρισα πίσω και συνέχισα τη ζωή μου εδώ στο Σιδηρόκαστρο. Μεγάλωσα τα παιδιά μου, έχω εγγόνια, τα πάντρεψα, τα τακτοποίησα και δόξα τω Θεώ είμαι καλά. Και όποιος έρχεται τώρα μιλάω συνέχεια για το χωριό μου, για το Σιδηρόκαστρο, για όλα αυτά.
Ποιες ήτανε οι πρώτες, έτσι, χαρακτηριστικές αναμνήσεις σας από το χωριό που σας έρχονται με τη μία στο μυαλό;
Με τη μία στο μυαλό μού έρχονται, Κωνσταντίνε μου, που πήγαινα, είχε ο μπαμπάς μου καφενείο, όταν είχε, που ήμουν παιδάκι. Η μαμά μου ετοίμαζε τους μεζέδες και εγώ κουβαλούσα τους μεζέδες. Αργότερα, όταν έκανε ο γιος μου καφενείο, μου ερχόταν εκείνη η ανάμνηση αμέσως. Τηγάνιζαν κολοκυθάκια, ό,τι έβγαζε ο κήπος, πιπεριές, μελιτζάνες και εγώ τα κουβαλούσα στο μπακάλικο για να τα σερβίρει ο μπαμπάς μου. Ύστερα που έκανε πάλι και το μπακάλικο, επειδή ήμουνα ψηλό και αδύνατο παιδί, θυμάμαι ερχόταν οι έμποροι, νόμιζαν ότι είναι αδερφός μου ο μπαμπάς μου και έλεγα: «Όχι, είναι πατέρας μου!». «Έχει ο Αριστείδης τόσο μεγάλη κόρη;». Κι αυτό μου έχει μείνει. Ο δάσκαλός μου ήτανε παππάς και δάσκαλος στην πέμπτη και έκτη δημοτικού, επειδή όταν ήταν όλοι στο χωράφι, ερχότανε εκεί στο μπακάλικο που κρατούσα τα καλοκαίρια, που δεν είχαμε σχολείο, κι αυτός πάλι όλο να μας λέει ιστορίες, αυτά, δεν ξέρω εγώ τι. Όλες αυτές οι αναμνήσεις έχουν αποθηκευτεί, τις ζω, υπάρχουν στο μυαλό μου.
Μπορείτε να μας περιγράψετε μια τυπική μέρα που δουλεύατε στο μπακάλικο;
Λοιπόν...
Από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ερχόταν οι παππούδες. Ερχόταν τα παιδάκια να πάρουνε με αυγό, να πάρουνε καραμέλες επειδή δεν είχανε λεφτά. Κάποια παιδιά κλέβανε από τις φωλιές, από τους παππούδες τους, από τα δικά τους, κλέβανε τα αυγά και έρχονταν να πάρουν καραμέλες ή μαστιχούλες. Κρατούσα, βοηθούσα. Ήξερα πώς ήτανε τα παλιά τα μπακάλικα. Τώρα, βέβαια, δείχνουν και κάτι έτσι σε κάποιους συλλόγους, σε κάποια μουσεία, που κάνουνε τις ελιές ανοιχτές με το κιβώτιο. Εγώ ήμουν λιγόφαγο παιδί, δεν μου άρεζε τίποτε. Και χωρίς να το ’χω δει πουθενά με έπιασε να κάνω το μπισκοτολούκουμο –μετά που έγινε και μόδα!–, τα μπισκότα τα τετράγωνα και μέσα έβαζα το λουκούμι για να τρώω. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήτανε η θρεψίνη. Έτσι σαν εικόνα πολύ μακρινή τη θυμάμαι, που σε λαδόκολλα που την παίρναμε με το κιλό. Χαλβά, τις σαρδέλες, επίσης, πάλι στη λαδόκολλα. Κι αυτό που θυμάμαι πάρα πολύ, ένας παππούς ερχότανε και μ’ έλεγε –μας ξεχώριζαν είπαμε, Τραπεζουνταίοι επειδή είμαστε–, και έλεγε: «Παλουχτσού, παλουχτσού!». Στα τούρκικα θα πει «ψαρού», ότι τρώμε τα ψάρια και τα λοιπά. Και πώς μου ρχόταν κι εγώ αντίδραση, το γυρίζω και τον απαντάω: «Τουρσουτσού», ότι αυτοί τρώνε το τουρσί, οι Μπαφραίοι, σαν παιδί ανάμνηση. Εκεί στην αυλή, στην πλατεία μπροστά από το μπακάλικο παίζανε τα παιδιά. Και εγώ λίγο, εντάξει, μαζί τους, τούς βοηθούσα, έπαιζα δηλαδή. Και πάλι είχα και την έγνοια να έχω το μπακάλικο. Αργότερα η γιαγιά μου είχε κάνει και περίπτερο στον πλάτανο. Και εκεί, μια εκεί, μια εκεί[00:15:00], δηλαδή μέσα σε αυτό. Και γι’ αυτό ίσως μετά ασχολήθηκα και με το εμπόριο, γιατί ήμουν από μικρή μέσα σε αυτά τα τέτοια, στο είδος, στο εμπόριο δηλαδή. Αυτοδίδακτη που λένε, ακριβώς! Το διδάχτηκα μέσα στο μπακάλικο του πατέρα μου. Δεν ξέρω αν έχεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις, Κωνσταντίνε.
Σας έρχονται στο μυαλό κάποια γεγονότα, κάποια περιστατικά που ζήσατε σε κείνη την πλατεία με τον πλάτανο, με το μπακάλικο;
Και τι δεν έχω, αγάπη μου, και τι δεν έχω! Δεν είναι μόνο ο πλάτανος. Και το σπίτι μας, ο φούρνος που κάνανε τα ψωμιά. Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό στις πλατείες. Βέβαια, εγώ επειδή ήτανε το μπακάλικο ήθελα, έπρεπε, δεν είχα τόσο χρόνο όπως είχαν τα άλλα τα παιδιά. Αυτό που πάντα το συζητάω και το λέω, έβλεπα τα παιδιά που τρώγανε το ψωμί με τη σάλτσα, τη φέτα και ήθελα και εγώ να φάω, ενώ ήμουν λιγόφαγη, και έλεγε ο μπαμπάς μου: «Έχουμε τόσα πράγματα στο μαγαζί και εσύ θα τρως σάλτσα;». Ή άλλα παιδιά τρώγανε τη ζάχαρη, οι πιο μεγάλοι, ψωμί με ζάχαρη και νερό για να ’χουν να φάνε. Δεν υπήρχαν τα κασέρια, τυριά. Οι βλάχοι αυτοί είχανε, αλλά οι δικοί μας δεν είχανε. Πολλοί λίγοι είχανε έτσι πρόβατα και κατσικάκια. Α! Και θυμήθηκα τώρα που είπα, είχε η μαμά μου μια κατσικούλα και δύο κατσικάκια. Όλα κοίταζαν να είναι αυτάρκεις. Το γάλα τους να είναι δικό τους. Είχαμε μέλισσες. Ετσι όπως ήταν ο κήπος μας, από πίσω ο μπαμπάς μου έκανε μέλισσες για να έχει μέλι, γουρουνάκια για να ’χουμε να τρώμε. Όλοι έτσι κάνανε. Τα Χριστούγεννα σφάζαν το γουρούνι, κάνανε λουκάνικα, αυτά, δεν ξέρω εγώ τι. Μετά έχω αναμνήσεις, επειδή εκεί γνώρισα τον άντρα μου, σε κάθε γωνιά. Όλα είναι... Ακόμα και τώρα μ’ έρχονται μπροστά μου. Μόλις θα πάω ας πούμε στο χωριό, σε κάθε γωνιά, σε κάθε στροφή νομίζω είμαι παιδί. Είναι αναμνήσεις που τις κουβαλάς μαζί σου, τις έχεις στο DNA σου μέσα σου.
Μπορείτε να μας πείτε πώς θυμάστε την αίσθηση, τη γενική αίσθηση στο χωριό, όταν πρωτοήρθε το ρεύμα;
Αυτό είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός για όλο το χωριό. Εντάξει, πιο μπροστά που κάνανε τις εγκαταστάσεις σε όλα τα σπίτια, οι κολόνες, εκείνο, το άλλο. Αλλά το ότι ήρθε με το πρώτο και φώτισαν όλες οι πλατείες, γιατί πρώτα δεν μπορούσες, ήταν ένα γεγονός! Πώς είναι μια Ανάσταση τώρα, ας πούμε, που μαζεύεται πολύς κόσμος; Εκεί στην πλατεία να το γιορτάσουν όλοι μαζί ότι ήρθε το ρεύμα στο Καπνόφυτο. Και πλέον δεν χρειαζόμασταν τις λάμπες, δεν χρειαζόμασταν τα λουξ. Μπορούσαμε απ’ το ένα δωμάτιο να πάμε στο άλλο όπως θέλαμε και ό,τι θέλαμε, όχι να κουβαλάμε την γκαζόλαμπα για να πάμε έστω και στην τουαλέτα, που ήταν έξω από το σπίτι τότε οι τουαλέτες. Ήταν ένα πραγματικά χαρμόσυνο γεγονός, λαμπρό. Μ’ αυτή την έννοια μπορώ να το εκφράσω εγώ σαν Ρεβέκκα.
Θέλετε να μας πείτε κάποιες μνήμες από το σχολείο;
Ναι. Θυμάμαι σαν σήμερα που πήγα στο Νηπιαγωγείο. Είχαμε την κυρία Κατίνα, έτσι τη λέγαν την νηπιαγωγό μας. Μετά είχαμε συνδιδασκαλία. Δύο τάξεις είχε, στη μέση το γραφείο τώρα που το έχουνε ήταν το Νηπιαγωγείο και από δω, δεξιά και αριστερά ήταν οι δύο οι αίθουσες. Και ανά δύο τάξεις ήτανε, συνδιδασκαλία κάναμε. Να φανταστείτε δηλαδή, όταν ήμουνα πέμπτη δημοτικού, διδάχθηκα τα μαθήματα της έκτης δημοτικού. Ή και το αντίθετο για να φτάνουν οι δάσκαλοι, γιατί τα παιδιά ήτανε πιο λίγα –δεν ήταν λίγα, ήμασταν αρκετά παιδιά. Και αυτό που θυμάμαι μετά, κάναμε και το Σάββατο μαθήματα, είχαμε και απόγευμα. Γιατί και μετά και στο Γυμνάσιο ακόμα το ’χω προλάβει το απόγευμα. Όταν ήμουν τρίτη γυμνασίου σταμάτησε. Και κάθε Σάββατο που κάναμε το Ευαγγέλιο. Είχαμε ένα βιβλίο και, δηλαδή τα θρησκευτικά ήταν το Σάββατο να μας διδάξουν το Ευαγγέλιο, μάλλον οι άλλες μέρες ήταν της εκκλησίας, μάλλον γι’ αυτό. Ένα αυτό θυμάμαι. Μετά, επειδή στις πιο μεγάλες τάξεις ήταν δίπλα η εκκλησία με το σχολείο, έστελνε ο παππάς να μας δείξουν, μας πήγε και εκεί να μας δείξουν όλα τα αυτά, που ήτανε το σκευοφυλάκιο, τα αυτά, τα πάντα. Αυτές είναι οι αναμνήσεις μου, δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα αυτή τη στιγμή. Εντάξει, γεμάτες είναι. Πολλά παιδιά ήμασταν σε κάθε τάξη. Ε, πολλά παιδιά, δώδεκα-δεκατρία παιδιά ήμασταν, δεν ήτανε αυτό, αλλά για τότε ήτανε… Ήδη είχε αρχίσει ο κόσμος να φεύγει Γερμανία, τα παιδιά ήτανε χωρίς τους γονείς τους. Οι γονείς ήταν στη Γερμανία, τα παιδιά ήταν εδώ, αλλά εγώ είχα την τύχη να τους έχω μαζί μου τους γονείς μου γιατί φύγαν πολλοί. Και οι δικοί μου, όμως, δεν μπόρεσαν την ξενιτιά να τη γλιτώσουν. Και οι δικοί μου έστω για πέντε χρόνια πήγανε. Οι περισσότεροι από τότε, από το ’62-’63, είναι κάποιοι που μείνανε εκεί στη Γερμανία. Και ακόμη τώρα, τα παιδιά, τα εγγόνια μένουν εκεί. Ήδη είχε αρχίσει δηλαδή ο κόσμος να φεύγει ψάχνοντας κάτι, καλύτερη ζωή. Βέβαια, φεύγοντας αυτοί κάναν πιο καλή ζωή και οι υπόλοιποι, γιατί είχανε και χωράφια πιο πολλά να καλλιεργήσουν, να βγάλουν περισσότερα αυτά. Και, εντάξει, πιστεύω ότι όλα πήγανε καλά.
Πώς ήταν το αίσθημα της κοινότητας στο χωριό, όταν ήσασταν παιδί; Πριν έρθει το ρεύμα, πριν φύγουν για Γερμανία οι άποροι άνθρωποι. Πώς τα θυμάστε;
Δεν θυμάμαι πάρα, πάρα πολλά πράγματα. Ίσως τα θεωρούσα και πολύ φυσιολογικά, όπως και εγώ, όπως και όλα τα παιδιά, ότι μόλις θα σκοτεινιάσει θα μαζευτούμε στα σπίτια μας. Υπήρχε, όμως, πολλή αγάπη μεταξύ μας. Ήτανε, ο πόνος του αλλουνού[00:20:00] ήταν πόνος και δικός μας. Δεν είναι μόνο οι συγγενείς και ο γείτονας και ο παραδίπλα. Η γειτονιά θυμάμαι δεν ήμασταν συγγενείς. Η μία ήταν η γιαγιά, εντάξει, της γιαγιάς μου η αδερφή, ήμασταν συγγενείς, μεγαλώσαμε μαζί στις ίδιες, μοιραζόμασταν τα ίδια πράγματα. Απ’ την άλλη πλευρά, τελείως ξένοι ήταν οι άνθρωποι. Κι όμως, τα κορίτσια, τα παιδιά τους ακόμη και τώρα λες και είμαστε αδελφές, ξαδέρφια. Τόσο δεμένοι! Πιστεύω ότι η φτώχεια, η πείνα, οι στερήσεις μάς είχαν πιο δεμένους, πιο αγαπημένους. Εκείνο μου έχει μείνει. Το ότι δεν είχανε χρήματα να πάρουνε αυτό που θέλανε. «Γράψ’ τα, ρε συ, στο μπακαλοτεύτερο!». Και μετά, όταν πληρώνονταν από τα καπνά, να δίνουνε τα χρωστούμενα. Δύσκολα χρόνια ήτανε, αλλά όταν είσαι παιδί τα βλέπεις όλα λίγο διαφορετικά.
Θυμάστε κάποια έθιμα που γιορτάζατε στο χωριό;
Ναι, τα οποία προσπάθησα πολλές φορές να τα αναβιώσω, και τα αναβιώνουμε, τα αναβιώσαμε. Το πιο σοβαρό για εμένα είναι ότι η γιαγιά μου από τον Πόντο έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Και είχανε κάνει ένα εκκλησάκι το οποίο ήταν σαν εικονοστάσι. Μπαίνοντας στο χωριό από την αριστερή την πλευρά, είχε χτίσει ο θείος μου και δύο φορές που είχε προσφυγιά –έλεγε η γιαγιά μου–, την έπαιρνε την εικόνα και την έπαιρνε μαζί της. Και είχε και μία άλλη πάλι, γιατί από τον Πόντο όταν ήρθαμε τίποτα δεν παίρναμε, τις εικόνες φέρανε μόνο. Αλλά αυτή, επειδή ήταν από την εκκλησία, από το χωριό τους, την Ύλαξα της Τραπεζούντας, την είχανε για το εκκλησάκι. Εκ των υστέρων την πήγαμε στην εκκλησία. Λέει ένας παππούς, έλεγε ότι προτού ακόμα, πιο παλιά κάναν εκεί το Πάσχα, τη δεύτερη μέρα ως συνήθως που πέφτει η γιορτή του Αγίου Γεωργίου –σπάνια πέφτει όταν είναι το Πάσχα, πιο πίσω που πέφτει κανονικά στην ημερομηνία του–, κάνανε πανηγύρια, ψήναν αρνιά και δεν ξέρω εγώ τι. Μετά, όταν ήρθαν οι δικοί μας, κάνανε αυτό το φαγητό, το κεσκέκ, που είναι κοτόπουλο με σπαστό σιτάρι. Και το μοιράζανε, τρώγανε, πίνανε, χορεύανε, εκεί έχει και μια ανοιχτωσιά. Αυτό το έθιμο μόνη μου, πάντα μετά που ήρθα από τη Θεσσαλονίκη, του Αγίου Γεωργίου κανόνιζα, έκανα κεσκέκ, το πήγαινα επάνω, μοιράζουν, κάνουν αρτοκλασία και τα λοιπά εκεί ο κόσμος. Τώρα, όμως, συνεχίζουν και το κάνουν αυτό το έθιμο, το αναβιώσαμε ξανά από την αρχή. Μετά, πάρα πολλά έθιμα, και ήθη και έθιμα, πάρα πολλά τα οποία συνεχίζω και τα κάνω και εγώ και στα παιδιά μου. Τι να πρωτοθυμηθώ; Ότι στους γάμους που είχανε κλέβανε επίτηδες τα κοτόπουλα και τα αυτά, πηγαίναν στα κοτέτσια και κλέβαν τα κοτόπουλα από της νύφης το σπίτι; Που δένανε με σχοινιά την πόρτα για να μην, για να τάξει ο γαμπρός να δώσει λεφτά ή ο κουμπάρος στη νύφη, στους συγγενείς της νύφης, για να πάρουνε τη νύφη; Ότι χορεύανε μπροστά στη νύφη με παραδοσιακούς, ποντιακούς χορούς βασικά, γιατί λύρα, βιολί, νταούλι αυτά ήταν τα ακούσματά μου. Που είπα νωρίτερα ότι δεν είχε ρεύμα, τα τραγούδια όλα η γιαγιά μου τα τραγουδούσε. Και όπως και τώρα, ακόμα όταν ακούω το «Της τρίχας το γεφύρι», δεν το άκουσα εγώ από CD, από δίσκους και από τέτοια. Από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα που λέμε, έτσι τα μάθαμε. Και τα πιο πολλά τραγούδια, ακόμα και στο σχολείο, τα ποιήματα. Παρεμπιπτόντως, επειδή ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, πάντα με δίνανε ποιήματα και σκετς και αυτά να τα λέω και να τα κάνω οι δάσκαλοί μου. Και ήταν όλα εφόδια, δεν το καταλάβαινα τότε, εφόδια για τη μετέπειτα ζωή μου. Σαν να ήταν εχθές όμως, Κωνσταντίνε, ας έγινα και 67 χρονών. Λες και ήτανε χθες. Περάσανε και όμορφα και άσχημα και πάντα κρατάμε τα καλά.
Πώς νιώθετε τώρα όταν σκέφτεστε τη γιαγιά σας;
Δεν θέλω να κλάψω. Το είπα και νωρίτερα, ό,τι είμαι και δεν είμαι το χρωστάω στη γιαγιά μου. Και κακώς αναφέρω μόνο τη γιαγιά μου, γιατί και η άλλη η γιαγιά μου, όλοι οι παππούδες, όλοι στο χωριό οι άνθρωποι ήτανε τόσο... Δίναν, κάναν. Αλλά αυτό που έλεγε η γιαγιά μου: «Στην ζυγαριάν, πουλί μ’, σε ένα μέρος εν τα παιδίαν, σε ένα μέρος είσαι εσύ». Επειδή έχασε νωρίς τον άντρα της, στον Εμφύλιο σκοτώθηκε ο παππούς μου και από μικρή ο μπαμπάς μου με πήρε και με έβαλε να κοιμάμαι μαζί της. Και οπότε ήμασταν μαζί, δεν χωρίσαμε. Όταν όμως πήγα εγώ στο Γυμνάσιο, η γιαγιά μου έφυγε στη Γερμανία, τότε μ’ έφυγε η γη κάτω από τα πόδια. Ευτυχώς, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα ήρθε, σε κανέναν χρόνο. Ένιωθα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Και τώρα νιώθω ότι είναι εκεί στον παράδεισο και με βλέπει και με καθοδηγεί για όλα. Και εύχομαι αυτό, προσπαθώ, σε κάποιο σημείο το έχω καταφέρει νομίζω στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου να το μεταδώσω, αυτό να το νιώθουνε όλοι, ότι όταν είναι σωστοί οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, βγάζουν και σωστά παιδιά, και έτσι συνεχίζεται η ζωή για κάτι καλύτερο.
Κυρία Ρεβέκκα, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτή την ιστορία.
Σε ευχαριστώ και εγώ, αγόρι μου. Να είσαι καλά, γερός, δυνατός! Αυτό είναι το καλύτερο για όλο τον κόσμο. Να ’σαι[00:25:00] καλά.
Photos

Η Ρεβέκκα το 1968
Μπροστά στο μπακάλικο του πατέρα της.

Θεατρικό το 1965
Σε σχολική θεατρική παράσταση με θέμα τις ...

Η γιαγιά της Ρεβέκκας το ...
Η αφηγήτρια βρίσκεται στα δεξιά. Τα άλλα δ ...

Η Ρεβέκκα το 1962
Η αφηγήτρια απαγγέλει ποίημα στο σχολείο γ ...

Γυμναστικές επιδείξεις τ ...
Στο γήπεδο του Καπνόφυτου. Η αφηγήτρια στο ...

25η Μαρτίου 1961
Η αφηγήτρια ντυμένη χελιδόνι απαγγέλει ποί ...

Η οικογένεια Παπαδοπούλου
Η αφηγήτρια με την οικογένειά της σε εορτα ...
Summary
Η Ρεβέκκα Αναστασιάδου γεννήθηκε το 1953 στο Καπνόφυτο. Εκεί μεγάλωσε και έζησε τα παιδικά της χρόνια. Στην αφήγησή της εξιστορεί στιγμές από την καθημερινότητά της στο χωριό και αποτυπώνει την εικόνα της ελληνικής επαρχίας τη δεκαετία του ‘60. Ειδικότερα, θυμάται να διαβάζει κάτω από το φως της γκαζόλαμπας παρέα με την αγαπημένη της γιαγιά. Περιγράφει, επίσης, τις πρώτες εντυπώσεις με την έλευση του ρεύματος στο χωριό και το πώς άλλαξε τη ζωή τους. Στη συνέχεια, μοιράζεται αναμνήσεις από το μπακάλικο του πατέρας της στην πλατεία του χωριού και μας μεταφέρει γεύσεις μιας περασμένης εποχής. Τέλος, η αφηγήτρια κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα σχολικά της χρόνια και στο μορφωτικό κεφάλαιο που κληρονόμησε από την οικογένειά της. Κόντρα στην επικρατούσα αντίληψη της εποχής περί της μη αναγκαιότητας μόρφωσης των γυναικών, η γιαγιά της φρόντιζε πάντα να τονίζει: «Ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι!».
Narrators
Ρεβέκκα Αναστασιάδου
Field Reporters
Κωνσταντίνο Δογάνη
Tags
Interview Date
08/07/2020
Duration
25'
Summary
Η Ρεβέκκα Αναστασιάδου γεννήθηκε το 1953 στο Καπνόφυτο. Εκεί μεγάλωσε και έζησε τα παιδικά της χρόνια. Στην αφήγησή της εξιστορεί στιγμές από την καθημερινότητά της στο χωριό και αποτυπώνει την εικόνα της ελληνικής επαρχίας τη δεκαετία του ‘60. Ειδικότερα, θυμάται να διαβάζει κάτω από το φως της γκαζόλαμπας παρέα με την αγαπημένη της γιαγιά. Περιγράφει, επίσης, τις πρώτες εντυπώσεις με την έλευση του ρεύματος στο χωριό και το πώς άλλαξε τη ζωή τους. Στη συνέχεια, μοιράζεται αναμνήσεις από το μπακάλικο του πατέρας της στην πλατεία του χωριού και μας μεταφέρει γεύσεις μιας περασμένης εποχής. Τέλος, η αφηγήτρια κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα σχολικά της χρόνια και στο μορφωτικό κεφάλαιο που κληρονόμησε από την οικογένειά της. Κόντρα στην επικρατούσα αντίληψη της εποχής περί της μη αναγκαιότητας μόρφωσης των γυναικών, η γιαγιά της φρόντιζε πάντα να τονίζει: «Ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι!».
Narrators
Ρεβέκκα Αναστασιάδου
Field Reporters
Κωνσταντίνο Δογάνη
Tags
Interview Date
08/07/2020
Duration
25'