© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Η νεολαία είχε τα κλαμπ»: Ανακαλύπτοντας τη ροκ στα χρόνια της Δικτατορίας (1967-1974)
Istorima Code
14262
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Σωτήριος Μόσχος (Κ.Μ.)
Interview Date
13/09/2022
Researcher
Άννα Παπαϊωάννου (Ά.Π.)
[00:00:00]Ωραία... Λοιπόν, είναι 14 Σεπτέμβρη, είμαστε στην Ηλιούπολη, είναι απόγευμα. Ο αφηγητής είναι ο Κώστας Μόσχος και η ερευνήτρια είναι η Άννα Παπαϊωάννου. Κύριε Μόσχο, θέλετε να ξεκινήσουμε από το πού μεγαλώσατε;
Ναι. Γεννήθηκα στο μαιευτήριο Μαρίκα Ηλιάδη, το «Έλενας», όπως το λένε, όπως τα περισσότερα παιδιά της Αθήνας τότε, στις 06/08 του 1951. Μέχρι και τα επτά μου περίπου που ήρθε η ώρα να πάω σχολείο, μεγάλωσα στον Νέο Κόσμο, απέναντι από το άλσος της Νέας Σμύρνης. Τότε, βέβαια, η περιοχή ήταν με αλάνες, ο κεντρικός δρόμος, η Κράτητος, ήταν ένα ρέμα. Και πολλά πρωινά, πιτσιρίκια εμείς τότε, βλέπαμε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, με τις αδελφές του και όλη την παρέα του, να έρχονται από τους βασιλικούς στάβλους με άλογα, να περνάνε το ρέμα και να κατευθύνονται προς το Φάληρο. Φοβερό θέαμα για εμάς τότε, τα πιτσιρίκια που παρακολουθούσαμε με ανοιχτό στόμα. Εκεί μεγάλωσα, εκεί κοντά ήταν και το δουργούτι, με τα αρμένικα, με τις παλιές παράγκες τις προσφυγικές, με όλα αυτά τα πράγματα. Είναι λίγο αόριστα, βέβαια, σαν μνήμες, αλλά κάπου υπάρχουν. Και εκεί πήγαινα και στον παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο, μέχρι που αποφασίσαμε να φύγουμε και να πάμε στο Ίλιον, Νέα Λιόσια τότε, όπου έμεναν κάποιοι κουμπάροι μας κι επειδή μας άρεσε το μέρος που πηγαίναμε να τους δούμε, αποφασίσαμε τελικά να μετακομίσουμε εκεί. Οπότε, τον Σεπτέμβριο του '57, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, μετακομίσαμε στον Άγιο Φανούριο, στο Ίλιον, στα Νέα Λιόσια. Τότε η περιοχή ήταν… Παρόλο που ήταν πέντε χιλιόμετρα μόνο από το κέντρο της Αθήνας, από την Ομόνοια συγκεκριμένα, ήταν σαν ένα χωριό. Υπήρχαν χωράφια που τα έσπερναν ακόμα με το άροτρο, με τα άλογα. Τη θυμάμαι αυτήν την εικόνα. Υπήρχαν πολλά περιβόλια με κηπευτικά, τα οποία ποτίζονταν με μαγγανοπήγαδα. Υπήρχε το ρέμα, το οποίο ήταν ανοιχτό τότε, το ρέμα της φλέβας που ήταν ανοιχτό τότε, τώρα έχει μισό σκεπαστεί. Και η συνέχειά του έχει σκεπαστεί εντελώς κι έχει γίνει Λεωφόρος Ανδρέα Παπανδρέου που βγαίνει στη Θηβών. Αλλά για εμάς, τα πιτσιρίκια, ήταν ένας παράδεισος παιχνιδιού τότε. Το ρέμα, που ήταν στην πραγματική του μορφή σαν ποτάμι, με τις όχθες του. Παιχνίδι ατελείωτο… Ήταν, βέβαια, φτωχές εποχές. Ο κόσμος ερχόταν κατά χιλιάδες από την επαρχία, κυνηγημένοι, άλλοι από πολιτικούς λόγους, άλλοι επειδή δεν έβρισκαν δουλειά. Άρχισε να αναπτύσσεται τότε η Ελλάδα με κάποιον μάλλον στρεβλό τρόπο, όπως όλα έγιναν στην Ελλάδα τελικά. Κι όλα τα εργοστάσια, όλες οι παραγωγικές μονάδες ήταν στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν όλοι για να βρούνε μία δουλειά στην Αθήνα. Και, βέβαια, εκεί που μπορούσαν να πάνε να μείνουν, ήταν τα άκρα της πόλης, τα οποία ήταν εκτός σχεδίου, δηλαδή οι Δυτικές Συνοικίες ιδιαίτερα, Λιόσια, Περιστέρι, Άγιοι Ανάργυροι. Όλα αυτά τα μέρη από 'κεί. Πολλοί στεγάζονταν, έπαιρναν ειδικά στην περιοχή επάνω, του Αγίου Νικολάου, ψηλά προς το βουνό, στις άκρες των νέων Λιοσίων, αγόραζαν κάποιο παλιό λεωφορείο που είχε εγκαταλειφθεί και το μετέτρεπαν σε σπίτι, για να μείνουν εκεί. Άλλοι προσπαθούσαν ή καταπατώντας κάποιο χωραφάκι που, ανάθεμα και ξέρανε ποιανού είναι, γιατί ήταν τσιφλίκια όλα αυτά, κάποιων τσιφλικάδων παλιών, όπως ήταν ο Παπασταμάτης τότε, που είχε μεγάλες εκτάσεις και… Ή αγόραζαν ένα κομματάκι, ούτε δρόμοι υπήρχαν, υπήρχε ένας δρόμος μικρός, ασφαλτοστρωμενος, η Αγίου Φανουρίου. Και ο καθένας όπου τον βόλευε και όπως τον βόλευε, έχτιζε ένα σπιτάκι. Ειδικά στις περιόδους εκλογών, έχω δει μέσα σε μία νύχτα να χτίζεται ένα σπίτι. Όταν λέμε για σπίτι, μην φανταστούμε τώρα κανένα παλάτι. Ένα δωμάτιο, μία κουζίνα κι έναν καμπινέ απ' έξω, στην αυλίτσα. Αλλά όλο αυτό γινόταν μέσα σε μία νύχτα. Η οικογένεια περίμενε με τα πράγματά της απ' έξω και το πρωί έμπαινε μέσα. Η χωροφυλακή, γιατί είχε χωροφυλακή τότε, στις Συνοικίες, η χωροφυλακή έκανε τα στραβά μάτια, προς άγραν ψήφων βέβαια, οπότε βρίσκανε την ευκαιρία και έχτιζαν. Για αυτό και σήμερα πας σε αυτές τις περιοχές, και βλέπεις έναν δρόμο, αν και έχουν προσπαθήσει να βελτιώσουν, γκρεμίζοντας κάποια σπίτια, ανοίγοντας κάποιους δρόμους, βλέπεις έναν δρόμο που ξεκινάει από κάπου, νομίζεις ότι σε πάει ευθεία κι αυτό καταλήγει όπου να 'ναι. Ή πας, είναι ένα αδιέξοδο, είναι ένα σπίτι μπροστά, συνεχίζει πίσω ο δρόμος. Ήταν περιοχές που… Ήταν περιοχές που τις θεωρούσαν εκτός σχεδίου, δεν υπήρχε σχέδιο πόλης, ούτε με υποδομές, ούτε με δρόμους, ούτε με τίποτα. Το νερό, το προμήθευαν νερουλάδες, που στην αρχή είχαν ένα άλογο με ένα βυτίο πίσω να το σέρνει που πήγαιναν σε μία κεντρική βρύση του δήμου και το γέμιζαν νερό και κάνανε διανομή νερού. Κάποιοι αργότερα πήραν και αυτοκινητάκια με βυτίο πάλι κι έκαναν διανομή νερού. Γινόταν και διανομή πάγου, γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία, ηλεκτρικά. Αυτός που είχε ηλεκτρικό ψυγείο τότε, τον έδειχναν με το δάχτυλο. Και μοίραζαν τον πάγο για να βάζουν σε εκείνα… Μάλιστα τα αποκτήσαμε αργότερα τα ξύλινα ψυγεία. Στην αρχή είχαμε κάτι μικρά, τσίγκινα ψυγεία, που έμπαινε ένα κομμάτι πάγος κι έτσι χύμα έριχνες πέντε-έξι πραγματάκια. Τότε ο κόσμος ψώνιζε πρωί και απόγευμα, γιατί δεν είχε πού να διατηρήσει τα τρόφιμά του. Ή είχαν αυτό που λέγαμε φανάρι, δηλαδή ένα μεταλλικό κουτί με σίτα. Μέσα στο οποίο φύλαγαν μερικά πράγματα να μην πάνε οι μύγες. Οι δηλητηριάσεις δε, ήταν καθημερινό φαινόμενο με αυτά τα πράγματα.
Είχατε πάθει εσείς δηλητηρίαση;
Ναι, τουλάχιστον δύο φορές.
Και πήγατε νοσοκομείο;
Όχι νοσοκομείο. Μας έδιναν κάτι καρβουνάκια κάτι τέτοια πράγματα. Έτσι τα έλεγαν τότε. Μας έδιναν και πίναμε κάτι καρβουνάκια και συνερχόμασταν με αυτά. Η πρόσβαση στα νοσοκομεία και τους γιατρούς ήταν δύσκολη τότε. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα.
Το σπίτι σας πώς ήταν;
Το σπίτι μας ήταν όπως ολωνών. Δεν είχαμε δικό μας σπίτι εκεί. Όταν πρωτοπήγαμε, νοικιάσαμε κάποιο σπίτι, το κλασικό σπίτι, ένα - δύο δωμάτια, μία κουζίνα. Συνήθως ήταν τα σπίτια με μία αυλή κοινή. Γύρω-γύρω υπήρχαν αυτά τα ένα με δύο δωμάτια σπίτια και μία κουζίνα. Και συνήθως υπήρχε μια κοινή τουαλέτα τουαλέτα, τουαλέτα, ο Θεός να την κάνει τουαλέτα, που πήγαιναν όλοι. Συνήθως με τούρκικη λεκάνη, την οποία φρόντιζαν και ασβέστωναν κάθε μέρα, για να αποφύγουμε τις μολύνσεις, τις αρρώστιες και τέτοια, γιατί πήγαιναν τόσα άτομα εκεί, αποχέτευση βέβαια δεν υπήρχε, αυτά ήρθαν πολύ πιο μετά, όταν μπήκε η περιοχή στο σχέδιο. Τότε ήταν κοινότητα, δεν ήταν Δήμος ακόμα. Σχολείο δεν είχε, δημοτικό. Πηγαίναμε στους Αγίους Αναργύρους για δημοτικό σχολείο. Εγώ πήγαινα στο 2ο Δημοτικό Αγίων Αναργύρων και περνούσα από το σπίτι μου το ποτάμι κάθε πρωί, όπως και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, περνούσαμε το ποτάμι για να πάμε. Το ποτάμι ενωνόταν, υπήρχε το και υπάρχει ακόμα το στρατιωτικό εργοστάσιο, το 301. Στην κάτω πλευρά του 301, υπήρχε μία μικρή στρατιωτική γέφυρα, τύπου μπέλεϋ, όπως τις έλεγαν, που μπορούσε να περάσει κάποιος. Αυτή τη γραμμή τη διέσχιζαν, αυτή τη γέφυρα τη διέσχιζαν και οι γραμμές του τρένου. Αυτό το τρένο… Τι ήταν αυτές οι γραμμές; Αυτές ξεκινούσαν από τα ορυχεία του Περιστερίου, που έβγαζαν κάρβουνο, είχε ένα τοπικό τρένο που ξεκινούσε από το Περιστέρι, διέσχιζε όλη αυτήν την περιοχή κι έφτανε στους Αγίους Αναργύρους, όπου πάνω στα εμπορικά τρένα φόρτωναν το κάρβουνο για να φύγει. Αυτό πια είχε εγκαταλειφθεί, όταν πήγαμε εμείς εκεί, δεν υπήρχε πια χρήση των γραμμών. Αυτές οι γραμμές, από τη Λεωφόρο του Αγίου Φανουρίου, τον κεντρικό δρόμο του Αγίου Φανουρίου, ξεκινούσαν με μηδενικό υψόμετρο και μέχρι να φτάσουν σε αυτήν τη γέφυρα, έφταναν σε ένα πολύ ικανό ύψος, ίσως και δέκα μέτρα; Τώρα, με τα παιδικά μου μάτια το έβλεπα πολύ ψηλό. Όλο αυτό ήταν στηριγμένο πάνω σε ένα χωμάτινο ανάχωμα τεράστιο, για να τις κρατάει. Και να κρατάει και το τρένο που περνούσε φορτωμένο.
Εσείς τι κάνατε εκεί γύρω; Πηγαίνατε, παίζατε;
Παίζαμε πολύ κάτω στο ρέμα, παίζαμε στις αλάνες… Υπήρχε πολύς πετροπόλεμος, η πάνω γειτονιά με την κάτω γειτονιά κατεβαίναμε κάτω στο ρέμα και τα ανοιγμένα κεφάλια ήταν καθημερινή κατάσταση. Μάλιστα, το πρώτο… Όταν έσπαγε κάποιο κεφάλι, ήταν ο ήρωας της συμμορίας, έτσι τη λέγαμε την παρέα εκεί της γειτονιάς που κοντράριζε την απέναντι γειτονιά. Τον μεταφέραμε όλοι μαζί στα χέρια, αλαλάζοντας[00:10:00] στο σπίτι του, οπότε η έρμη η μάνα του, τον έβλεπε μες στα αίματα και μέσα σε αυτό και της κοβόταν η χολή. Βέβαια, το πρόχειρο φάρμακο ήταν να ανοίγουν ένα τσιγάρο, να βάζουν καπνό πάνω στην πληγή και τρέχα γύρευε. Στην καλύτερη περίπτωση μας πήγαιναν στο φαρμακείο, για κανένα τσιμπιδάκι όπως το έλεγαν, που το έραβαν όταν ήταν μεγάλη η πληγή. Και ήταν και συχνά τα πατήματα καρφιών, γιατί από τα χτισίματα και αυτά, έμεναν κάτω σανίδες ή πηγαίναμε και χωνόμασταν στις οικοδομές εμείς και παίζαμε. Όλο και κάποιος πατούσε καμιά πρόκα που θα ήταν καρφωμένη σε μια σανίδα και τον έτρεχαν στο φαρμακείο για να του κάνουν αντιτετανικό ορό. Αυτά ήταν κυρίως τα παιχνίδια μας. Έξω, στην αλάνα και σε όλα αυτά τα πράγματα. Και υπήρχε και ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Όλη η περιοχή εκεί, από το 301 το εργοστάσιο, το ρέμα και όλες οι αλάνες μέχρι… Γιατί υπήρχαν και βουστάσια τότε, υπήρχαν δύο βουστάσια στα οποία πηγαίναμε κάθε απόγευμα όλα τα παιδάκια με τα κατσαρολάκια και παίρναμε το γάλα της ημέρας. Το πηγαίναμε σπίτι και μας το έβραζαν, για να πιούμε την άλλη μέρα το πρωί και να πάμε σχολείο. Τον προηγούμενο χρόνο από τότε που πήγα εγώ πρώτη δημοτικού, δεν υπήρχε αίθουσα για σχολείο κι έκαναν μάθημα σε μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη που την είχαν νοικιάσει, δεν ξέρω τι ακριβώς, μέσα εκεί, στα βουστάσια. Και κάποια στιγμή, αυτή η αποθήκη, έπεσε η οροφή της. Είχε τραυματίσει παιδιά, όσα δεν πρόλαβαν να χωθούν κάτω από εκείνα τα ξύλινα θρανία που καθόμασταν τρεις - τρεις. Την επόμενη χρονιά νοίκιασαν στα Μυκονιάτικα δύο αίθουσες από μαγαζιά, έβαψαν και τα τζάμια άσπρα και κάναμε εναλλάξ, πρωί-απόγευμα, για να βγαίνουν οι τάξεις, μάθημα. Όταν πήγα, το σχολείο θυμάμαι, στα τζάμια ήταν κολλημένες φωτογραφίες με παιδιά που έχουν τραυματιστεί σοβαρά ή είχαν σκοτωθεί από χειροβομβίδες, γιατί όλη η περιοχή ήταν σπαρμένη από χειροβομβίδες που είχαν ξεμείνει από… Και από τους Γερμανούς αλλά και από τον εμφύλιο, γιατί ήταν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια του πολέμου. Και ήταν σπαρμένη όλη η περιοχή με χειροβομβίδες. Κάθε μέρα στο σχολείο μάς τόνιζαν: «Μην αγγίζετε αυτά τα πράγματα. Αν βρείτε κάτι τέτοιο, να έρχεστε στο σχολείο, να μας το λέτε, να φωνάζουμε την αστυνομία να τα μαζεύουν». Πολλά παιδιά όμως δεν άκουγαν. Έπαιζαν με τις χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα να έχουμε πολλά παιδιά σκοτωμένα, χωρίς χέρια, χωρίς μάτια, τραυματισμένα βαριά. Θυμάμαι ακόμα ένα παιδί που έκοβε βόλτες με το ποδήλατο με το ένα χέρι. Πολλοί συμμαθητές μας με τις χειροβομβίδες. Ήταν καθημερινό φαινόμενο αυτό το πράγμα. Εγώ ο ίδιος είχα δύο και τις έκρυβα σε μία… Δεν τις πείραζα όμως, γιατί ήξερα ότι μέχρι εκεί πρέπει, μόνο να παίζω με αυτές. Τις έκρυβα σε μία πηγάδα που υπήρχε εκεί ξεραμένη.
Τις είχατε βρει;
Τις είχα βρει. Για να μην τις βρίσκει η μητέρα μου. Και είχα βρει και ένα παλιό πιστόλι, πρέπει να ήταν άχρηστο, σκουριασμένο, το οποίο έκρυβα κι αυτό εκεί. Αλλά το έβγαζα κι αισθανόμουν κι αρχηγός με το πιστόλι στα χέρια.
Φοβόσασταν;
Τι πράγμα;
Τις χειροβομβίδες κι αυτά.
Κανονικά έπρεπε να τις φοβόμαστε, γιατί είχαμε δει τα τραυματισμένα παιδιά, βλέπαμε τις φωτογραφίες, μαθαίναμε ότι έγινε αυτό το πράγμα. Παρόλα αυτά όμως, εγώ είχα δύο χειροβομβίδες με τις οποίες έπαιζα. Δεν τις πείραξα όμως ποτέ, να βγάλω την περόνη, να σκάσει η χειροβομβίδα ή οτιδήποτε άλλο. Το ' 61… 5 Νοεμβρίου του 61, ήμουν μαθητής της Ε' Δημοτικού... Α! Να πω ότι εκεί κάτω στη ρεματιά, σε αυτό το ρέμα, λίγο πριν από αυτή τη γέφυρα που ήταν οι γραμμές πάνω στο ανάχωμα, κάτω, στην όχθη του ποταμού ήταν χτισμένα τρία-τέσσερα σπιτάκια μικρά με… Πλινθόχτιστα, στα οποία έμεναν κάποιες οικογένειες εκεί. Παράνομα σπιτάκια βέβαια, όπως και όλα παράνομα ήταν. Και δεν ήταν κανένα με άδεια, αφού ήταν εκτός σχεδίου η περιοχή. Τέλος πάντων, πιο πάνω υπήρχαν πιο μεγάλα σπίτια, πιο καινούργια, μονώροφα, διώροφα και τα λοιπά. Σε ένα από αυτά έμενε μία συμμαθήτριά μου με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, ένας μέθυσος. Υπήρχαν πολλοί τότε. Όπως υπήρχε και ο… Υπήρχαν και οι δύο, οι τρελοί της γειτονιάς που λέγαμε, όπως υπήρχαν σε κάθε γειτονιά που τραβούσαν το αλίμονο βέβαια από τους πιτσιρικάδες.
Είχατε τέτοιους;
Είχαμε. Και τα παιδιά είναι πολύ σκληρά με αυτούς τους ανθρώπους.
Εσείς τους πειράζατε;
Όχι. Η μητέρα μου πάντα μου έλεγε ότι:« Δεν θα πειράξεις ποτέ άνθρωπο που είναι έτσι. Δεν θα πειράξεις ποτέ άνθρωπο», γιατί αν κάποιος… Αν έπαιρναν είδηση τον χαζό, του άλλαζαν τα φώτα, αν έπαιρναν είδηση τον ομοφυλόφιλο, γινόταν περίγελος. Και μου 'λεγε η μητέρα μου: «Δεν θα πειράζεις, δεν θα έχεις καμία δουλειά. Ό,τι είναι ο καθένας, είναι για τον εαυτό του. Δεν έχεις καμία δουλειά ούτε να τον πειράξεις, ούτε να τον κοροϊδέψεις, ούτε οτιδήποτε άλλο. Δεν θα ακολουθήσεις αυτήν την πορεία». Και δεν πείραξα ποτέ μου. Μου έλεγε να μην πειράζω τα ζώα, πολύ καλές συμβουλές, ότι: «Η γυναίκα που θα είναι δίπλα σου, ή σαν σύντροφός σου ή σαν φίλη σου», όπως το έλεγαν τότε, «σαν φίλη σου ή αυτή που θα παντρευτείς, θα την σέβεσαι, σαν να είναι η μοναδική γυναίκα στον κόσμο». Και όλα αυτά πέρασαν, ίσως ήταν και ο χαρακτήρας μου έτσι κι ακολούθησα όλο αυτό το πράγμα.
Τότε, λοιπόν, στις 5 Νοεμβρίου του '61, είχε αρχίσει από νωρίς να σκεπάζεται με βαριά σύννεφα η Αθήνα. Σε εμάς που ήταν και ανοιχτά εκεί πέρα, το βλέπαμε πολύ έντονα. Κάποια στιγμή, είχαμε πάει σινεμά και γυρίσαμε και είχε έρθει στο σπίτι μας αυτή η συμμαθήτριά μου με τη μητέρα της. Ο πατέρας μου είδε τον καιρό έτσι και της λέει: «Δεν κάθεστε εδώ απόψε; Γιατί μέχρι να πάτε στο σπίτι σας», ήταν αρκετά μακριά. Τότε περπατούσε ο κόσμος, δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα της οικογένειας ούτε τίποτα. Αυτά ήταν άπιαστα όνειρα. «Δεν κάθεστε μήπως σας πιάσει καμιά καταιγίδα στον δρόμο;». «Όχι, όχι πρέπει να πάμε σπίτι, γιατί... Να μην σας γινόμαστε βάρος». «Μα, δεν μας γίνεστε βάρος, καθίστε». Δεν δέχτηκε τελικά να καθίσει. Έφυγαν.
Βράδυ.
Βράδυ. Κάποια στιγμή, ενώ είχαμε πέσει να κοιμηθούμε, ξεκίνησε αυτός ο χαλασμός. Αυτό το πράγμα που συνέβαινε απ' έξω… Μάλιστα, σε αυτό το σπίτι που είχαμε πάει, δεν φαινόταν ότι εκεί κάποτε περνούσε από μπροστά κάποιο ρέμα το οποίο είχε μπαζωθεί και κατέληγε σε αυτό το ρέμα που τώρα είναι η Λεωφόρος Ανδρέα Παπανδρέου, εκεί στο Ίλιον. Κι ακούγαμε όλο το βράδυ να χαλάει ο Θεός τον κόσμο. Να τρέχει νερό, να βρέχει καταρρακτωδώς, δηλαδή δεν περιγράφεται. Οι κεραυνοί έπεφταν σε ρυθμό δευτερολέπτου. Δεν σταματούσε να γίνεται η νύχτα μέρα, μία εφιαλτική κατάσταση, απερίγραπτη.
Το σπίτι δεν πλημμύρισε;
Το σπίτι πλημμύρισε και θα σας πω πώς έγινε. Κάποια στιγμή λέει ο πατέρας μου, τότε ήταν και ψηλά τα κρεβάτια: «Για να βάλω», λέει, «να ακουμπήσω κάτω το χέρι μου, να δω μήπως έχει μπει πουθενά νερό με αυτόν τον χαλασμό που ακούω». Και με το που κάνει έτσι το χέρι του, κάνει πλαφ! Και πιάνει νερό. «Σήκω» λέει στη μητέρα μου, «πλημμυρίσαμε». Σηκώνεται, βουτάει μες στα νερά, ανάβει το φως, τότε ευτυχώς οι πρίζες ήταν ψηλά, δεν είναι όπως τώρα που τις κάνουν χαμηλά. Ήταν ψηλά οι πρίζες του ηλεκτρικού. Ανάβει το φως, τι να δουν; Το σπίτι είχε πλημμυρίσει με λασπόνερα κι έφταναν… Εμένα έρχονται στο δωμάτιό μου, το νερό είχε φτάσει ήδη και έβρεχε το στρώμα μου. Μας ξυπνάει ο πατέρας μου, λέει: «Τι να κάνουμε; Να μπούμε στην ντουλάπα, τι να κάνουμε;». Χτυπάμε στο… Δίπλα μας έμενε ο σπιτονοικοκύρης μας, ο οποίος είχε πάρει πια ήδη είδηση, γιατί είχε πλημμυρίσει και η αυλή, όλο αυτό το πράγμα. Και είχε βγει, γιατί το διπλανό σπίτι είχε απ' εμάς δύο μέτρα υψομετρική διαφορά και είχε έναν μαντρότοιχο. Και τους φώναζαν, μέσα στον χαμό δεν άκουγαν οι άνθρωποι. Και θυμάμαι ότι πήρε ένα μπουκάλι, γιατί πήγαμε και στο διπλανό το σπίτι, βγήκαμε απ' έξω, μέχρι το στήθος το νερό, είχε αρχίσει και ανέβαινε. Εμένα με πήραν αγκαλιά γιατί ήμουν μικρός, με πήρε ο πατέρας μου αγκαλιά, οι άλλοι μέχρι το στήθος το νερό. Και πήρε ένα μπουκάλι και τους το πέταξε στο παράθυρο της πόρτας της κουζίνας που ήταν από τη μεριά τη δική μας κι έτσι άκουσαν κι άνοιξαν την πόρτα. Και είδαν αυτό το πράγμα. Δεν είχαν πάρει είδηση οι άνθρωποι. Και έβαλαν μία σκάλα ξύλινη και μας ανέβασαν από 'κεί και πήγαμε σε αυτό το σπίτι. Τρέμαμε σαν το ψάρι από το… Ήταν και Νοέμβρης. Από το κρύο και από το βρέξιμο. Η βροχή δε απίστευτη, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Άλλωστε χαρακτηρίστηκε αργότερα σαν μία μετεωρολογική βόμβα που έσκασε πάνω από την Αττική. Ήταν ίσως το πιο έντονο φαινόμενο που έχει συμβεί. Ξανά έγινε ένα το '77- '78, το οποίο με βρήκε και στον δρόμο. Αλλά, ήταν μεγάλη η έντασή του, αλλά εκείνο ήταν το κάτι άλλο. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, το νερό που κατέβαινε από πάνω πέρασε μέσα από σπίτια, πήρε οικογένειες μαζί με τα πράγματά τους, πήρε αυτοκίνητα, πήρε έπιπλα, πήρε ογκόλιθους, αυτοκίνητα, τι μπορώ, φορτηγά, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Και τα κατέβαζε όλα αυτά στο ποτάμι. Αυτή η γέφυρα η στρατιωτική ήταν… Εκεί στένευε πολύ το ποτάμι. Μαζεύτηκαν όλα αυτά τα πράγματα που είχε φέρει το νερό με αποτέλεσμα να φράξει εκεί. Και επειδή υπήρχε κι αυτό το ανάχωμα και δεν μπορούσε να φύγει το νερό από το πλάι, λειτούργησε σαν φράγμα αυτό κι άρχισε να μαζεύεται το νερό. Εν τω μεταξύ, αυτά τα σπιτάκια που ήταν κάτω στη ρεματιά, τα είχε ήδη[00:20:00] πάρει το νερό, έτσι; Μαζί με τους ανθρώπους. Κι είχε αρχίσει να ανεβαίνει το νερό και να φτάνει τους ανθρώπους που ήταν στα πιο πάνω σπίτια, τα καινούρια, που είχαν ανέβει στις ταράτσες για να μην πνιγούν κι είχε αρχίσει να φτάνει στις ταράτσες τους. Και, ξαφνικά, το φράγμα αυτό, γιατί ήταν χωμάτινο το ανάχωμα, δεν άντεξε, έσπασε και τα νερά ξεχύθηκαν κάτω και έφυγαν και έπνιξαν κάτω το Μπουρνάζι… Έφτασαν μέχρι το Ρέντη. Και μαζί, βέβαια, πήρε όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους οποίους ήταν στα σπιτάκια. Μεταξύ αυτών και η μητέρα… Η συμμαθήτριά μου με τη μητέρα της που τις βρήκαν μετά από κάνα δυο μέρες, πνιγμένες στο Ρέντη. Αγκαλιασμένες και πνιγμένες στο Ρέντη. Πρέπει να είχαν πνιγεί γύρω στα πενήντα-εξήντα άτομα. Δεν θυμάμαι, τα γράφει αυτά η ιστορία.
Σώθηκαν άνθρωποι από άλλους ανθρώπους;
Εμείς πρώτα από όλα, που μας τράβηξαν στο διπλανό σπίτι. Ένας γείτονας, εισπράκτορας, τον έπιασε στον δρόμο κι ανέβηκε σε μία κολόνα της ΔΕΗ κι έμεινε όλη τη νύχτα, μέχρι να υποχωρήσουν τα νερά, κρεμασμένος στην κολόνα. Υπάρχουν διάφορες τέτοιες ιστορίες. Ο Στρατός την άλλη μέρα με βάρκες ήρθε.
Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, αν θυμάστε την επόμενη μέρα.
Μέχρι να τραβηχτούν όλα τα νερά κι αυτά, ήρθαν με βάρκες. Και μετά άρχισε να έρχεται βοήθεια, άρχισαν να μας μοιράζουν… Γιατί, ποιος να μαγειρέψει και πού; Ερχόντουσαν τα φορτηγά, μας μοίραζαν… Δεν θυμάμαι τώρα ποιοι και από πού, μας μοίραζαν ψωμί, κονσέρβες και τέτοια πράγματα, να ζήσουμε τις πρώτες μέρες. Κηρύχθηκε σε έκτακτη ανάγκη και στρατιωτικό νόμο για το πλιάτσικο, γιατί πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, έχουμε και το πλιάτσικο, έτσι; Είναι οι ασυνείδητοι.
Εσείς θυμάστε πώς… Τι σκεφτήκατε τότε που μάθατε και για τη φίλη σας, θυμάστε λίγο πώς…
Ήταν τραγικό για εμάς, γιατί στεναχωρηθήκαμε πάρα πολύ με αυτό το πράγμα. Αλλά, βέβαια, σαν παιδιά, το ξεπερνάς, το ξεπεράσαμε αρκετά γρήγορα. Άλλωστε ήταν τόσες οι καθημερινές ανάγκες, είχαν καταστραφεί τα βιβλία μας, τα πράγματά μας, είχε γίνει τεράστια ζημιά. Το αστείο είναι ότι οι γραμμές του τρένου, από 'κεί που ξεκινούσαν μέχρι και τη γέφυρα επάνω δεν κόπηκαν, έμειναν κρεμασμένες στον αέρα. Κι εμείς με το μυαλό που είχαμε πηγαίναμε και κάναμε ισορροπία πάνω σε αυτό, σε δέκα μέτρα ύψος. Βέβαια, αν έπεφτες από εκεί πάνω, ήσουν και τελειωμένος. Αλλά τα παιδιά, εντάξει, είναι παιδιά. Έχουν το δικό τους. Ε, μετά, άρχισαν να προσπαθούν να φέρουν στρατιωτικές μπουλντόζες και όλα αυτά τα πράγματα, να… Και προσπαθούσαν να μαζέψουν ό,τι είχε έρθει κάτω εκεί, να διαμορφώσει λίγο τον χώρο στο ρέμα κι όλα αυτά τα πράγματα, να το βάλουν σε μία τάξη για να μπορέσει να ξανακυλάει το νερό.
Τώρα, από την παλιά γειτονιά υπάρχουν και πολλά περιστατικά. Υπήρχαν πολλοί, έτσι, γραφικοί τύποι. Θυμάμαι έναν τύπο, ο οποίος είχε και πρόβλημα με το ένα του χέρι. Και ήταν πολύ συχνό φαινόμενο οι μεθύστακες στη γειτονιά. Αυτός, λοιπόν, είχε το παρατσούκλι Γερμάνιας, γιατί λέγανε ότι ήταν προδότης των Γερμανών στην Κατοχή. Ήταν ένας τύπος ο οποίος ζούσε με τη μητέρα του. Είχε και κάτι χωράφια εκεί, στο πλάι από τις γραμμές που περνούσαμε εμείς για να πάμε στο σχολείο. Και, θυμάμαι, ένα πρωί περνάμε και στις άκρες, είχε κάτι σαν αμπέλια εκεί. Στην άκρη εκεί στα αμπέλια, προς εμάς… Δηλαδή, το σκυλί θα ήταν πέντε-έξι μέτρα απ' εμάς; Και όπως περπατούσε, δεν ξέρω τι του είχε κάνει, βλέπω αυτόν τον τύπο, τον Γερμάνια, είχε βγει με το δίκαννο και πυροβολεί το σκυλί, χωρίς να υπολογίζει ότι περνάνε παιδιά εκείνη την ώρα για να πάνε στο σχολείο. Τα σκάγια ήρθαν… Ευτυχώς ήταν χαμηλά και ήρθαν στα πόδια μας. Το σκότωσε βέβαια το σκυλί.
Αντιδράσατε;
Τι να αντιδράσουμε; Αυτόν τον άνθρωπο τον έτρεμαν όλοι. Και αυτόν και κάποιους άλλους που είχαν το όνομα ότι ήταν χαφιέδες των Γερμανών. Όπως σου είπα, ήταν κοινότητα τότε η περιοχή. Πολύ αργότερα έγινε Δήμος και ο πρώτος δήμαρχος ήταν ένας πολιτικός μηχανικός, ο Θανάσης ο Οικονόμου, αριστερών πεποιθήσεων.
Πόσο χρονών είστε, όταν γίνεται Δήμος το Ίλιον;
Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε έγινε. Θυμάμαι, βέβαια, τις εκλογές του '61, που γινόταν ο χαμός τότε και τις είχαν…
Είχαμε μείνει που θυμάστε τις εκλογές του '61.
Του '61, ναι. Και θυμάμαι που συνόδευσα και τη μητέρα μου να πάει να ψηφίσει, γιατί ήταν χωριστά τα εκλογικά τμήματα ανδρών-γυναικών. Άλλωστε, ήταν σχετικά πρόσφατο το ότι είχαν δώσει δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.
Και πήγαινε η μαμά.
Βέβαια, η μαμά πήγαινε, γιατί ήταν πολιτικοποιημένη, όπως κι ο πατέρας μου το ίδιο. Κι εγώ δεν κομματοποιήθηκα, πολιτικοποιήθηκα όμως πολύ νωρίς, αριστερής, βέβαια, τοποθέτησης. Η μητέρα μου, η αδελφή της και ο αδελφός τους ήταν στον ΕΛΑΣ. Ο πατέρας μου ήταν στον ΕΛΑΣ της Αθήνας. Μάλιστα ο πατέρας μου συνελήφθη και ήταν για ένα διάστημα στο Χαϊδάρι, κρατούμενος.
Όσο είχατε γεννηθεί εσείς;
Όχι βέβαια, στη διάρκεια της Κατοχής. Την ίδια εποχή που έγινε το μπλόκο της Κοκκινιάς και μετέφεραν τους Κοκκινιώτες στο Χαϊδάρι κι αυτά, εκείνη την εποχή είχαν και τον πατέρα μου στο Χαϊδάρι. Και τους ετοίμαζαν για να τους στείλουν να δουλέψουν στα κολαστήρια της Γερμανίας. Τους περνούσαν γιατρό πρώτα. Πονηρός Κωνσταντινουπολίτης ο πατέρας μου, πηγαίνοντάς τον στον γιατρό, άρχισε να παραπατάει. Όχι, βέβαια ότι είχε καλοπεράσει, στα τσιμέντα κοιμόταν, χωρίς κουβέρτα, χωρίς τίποτα. Άρχισε να πηγαίνει παραπατώντας, καμπουριασμένος, να βήχει φοβερά. Τον βάζει ο γιατρός να καθίσει σε ένα σκαμνί να τον εξετάσει, ώσπου να πλησιάσει ο γιατρός, κάνει ότι ζαλίζεται, πέφτει κάτω, λιποθυμάει, τον απορρίπτει ο γιατρός και τον διώχνουν. Και έτσι τη γλύτωσε. Και τη γλύτωσε και δεύτερη φορά, γιατί, όταν κάνεις το καλό, κάπου θα το βρεις μπροστά σου. Είχε βοηθήσει έναν γείτονα να σώσει το παιδί του πριν την Κατοχή. Του είχε δώσει λεφτά, τον είχε πάει σε γιατρούς καλούς κι είχε σώσει το παιδί του. Αυτός ο γείτονας ήταν στα τάγματα ασφαλείας μετά. Μετά την Κατοχή, όταν έγιναν τα Δεκεμβριανά, τα οποίο θυμάται ο πατέρας μου γιατί ήταν σε εκείνη τη διαδήλωση που έβαλαν τα πολυβόλα από πάνω και θέρισαν στην ψύχρα τον κόσμο. Και μου τα περιέγραφε από πρώτο χέρι, πώς ήταν τα πράγματα, κατάφερε να γλυτώσει. Κάποιους μετά, άρχισαν να τους συλλαμβάνουν και να τους στέλνουνε στην Έλ Ντάμπα εξορία, Αφρική. Τον έχουν συλλάβει, τον έχουν στο αστυνομικό τμήμα, το μαθαίνει αυτός ο τύπος που ήταν στα τάγματα ασφαλείας και παρουσιάστηκε εκεί και είπε ότι: «Αυτός ο άνθρωπος είναι δικός μας, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που του λέτε σαν κατηγορίες. Και δεν κουνήθηκε καθόλου από το σπίτι του, όταν έγιναν αυτά τα πράγματα». Και έτσι τη γλύτωσε την εξορία, έβγαλε το χρέος που του είχε σώσει το παιδί, τουλάχιστον αυτό το κράτησε. Ίσως και πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους στα τάγματα ασφαλείας δεν πήγαν από οτιδήποτε άλλο ή ότι πίστευαν στον ναζισμό και τέτοια πράγματα.
Φόβο.
Άλλοι από φόβο, άλλοι για να ταΐσουν την οικογένειά τους. Αλλά εκεί μέσα όταν μπλέκεις με τα - άντε μην πω, καταλήγεις να γίνεσαι του ιδίου φυράματος. Τέλος πάντων, μία παρένθεση και αυτή.
Θα ήθελα αν έχετε να μοιραστείτε κι άλλα έτσι περιστατικά όπως είπατε για αυτόν τον… Με το σκυλί.
Εντάξει, συνέβαιναν τέτοια πράγματα, καυγάδες, τέτοιες ιστορίες. Εν τω μεταξύ στον Άγιο Φανούριο, κάθε Αγίου Φανουρίου, επειδή υπήρχαν πολλές αλάνες τότε και τότε ήταν το παλιό εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου, παρεκκλήσι της Μονής Πεντέλης, της οποίας Μονής Πεντέλης η περιουσία ξεκινούσε από την Πεντέλη και φτάνει μέχρι τη Βουλιαγμένη που είναι και το ορφανοτροφείο της Βουλιαγμένης που ανήκει στη Μονή Πεντέλης. Τέλος πάντων, στη γιορτή του Αγίου Φανουρίου, ερχόντουσαν μία εβδομάδα πριν και έμεναν και μία εβδομάδα μετά, γιατί υπήρχε άφθονος χώρος με τις αλάνες.
Για τα πανηγύρια;
Για τα πανηγύρια. Έστηναν τον γύρο του θανάτου. Ξέρεις τι είναι ο γύρος του θανάτου;
Όχι.
Ήταν ένα μεγάλο, στρογγυλό κατασκεύασμα, τεράστιο, το οποίο είχε πάνω, ένα χώρο σαν εξέδρα να είναι οι θεατές και κάτω… Ήταν στρογγυλό αυτό, σαν ένα βαρέλι φαντάσου το, αλλά υπερμέγεθες, μεγάλο. Και με μηχανές και αργότερα και με αυτοκίνητα, έκαναν γύρω-γύρω και ανέβαιναν στο τοίχωμα, όπως είναι το τοίχωμα έτσι, έκαναν με το πλάι, και γύριζαν γύρω-γύρω. Ο λεγόμενος γύρος του θανάτου. Και το έκαναν και με αυτοκίνητα κάποια στιγμή. Ερχόντουσαν σκοινοβάτες που έκαναν ακροβατικά, πάλι σε έναν τέτοιο χώρο, σαν τον γύρο του θανάτου. Ο Ζαχαρίας με τη Χοντρή, ένας νάνος, γύρω στους εξήντα πέντε πόντους που είχε μαζί του μία τεράστια χοντρή και έβγαινε. Η Ασώματος Κεφαλή. Έμπαινες μέσα και ήταν ένα πράγμα σαν στύλος και πάνω ήταν ένα κεφάλι. Και τον ρωτούσε ο άλλος: «Πού σε βρήκαν;». «Στην Αφρική». Και με έφεραν εδώ… Και κάτι τέτοια πράγματα.[00:30:00] Οι θαυματοποιοί, παιχνίδια, κούνιες ατελείωτες, οι βάρκες. Χίλια δυο πράγματα. Το δε πανηγύρι με τους πάγκους, πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα. Τα αυτοκίνητα που έφερναν κόσμο, που ερχόντουσαν στον Άγιο Φανούριο, τα λεωφορεία, κουβαλούσαν κόσμο που ερχόντουσαν, πατείς με, πατώ σε. Δεν υπήρχε, καρφίτσα δεν έπεφτε μέσα. Κουβαλούσαν χιλιάδες κόσμο. Υπήρχαν τα σταθερά μαγαζιά και οι ταβέρνες, οι οποίες έφερναν λαϊκή μουσική κι όχι αγνώστους, έφερναν μεγάλους. Έχω δει εκεί την Καίτη Γκρέυ, τον Αγγελόπουλο, τον Μενιδιάτη, τέτοια ονόματα. Και γινόταν πανηγύρι, γλέντι μέχρι το πρωί. Με ψητά αρνιά, κοκορέτσια και δεν συμμαζεύεται. Ευκαιρία και για 'μάς τα παιδιά, βέβαια, να λυσσάμε όλη νύχτα. Και όλη τη βδομάδα να πηγαίνουμε να μαζεύουμε, γιατί δεν ήταν κι εύκολο τότε, να μαζεύουμε το χαρτζιλίκι μας, για να πάμε να δούμε τον γύρο του θανάτου, να κάνουμε κούνια, να δούμε τους θαυματοποιούς, την ασώματη κεφαλή κι όλα αυτά τα πράγματα. Σε εκείνες τις αλάνες, έπαιζαν τακτικά και ποδόσφαιρο. Εκεί στον Άγιο Φανούριο, υπήρχε μία υπόγεια λέσχη, η οποία ήταν…Τι να σου πω… Πώς ήταν τα σαλούν στο Far West, που έμπαινες μέσα και σκοτωνόντουσαν με πιστόλια κι όλα αυτά; Εκεί μέσα μαζευόντουσαν και γινόταν ο χαμός. Και ναρκωτικά κυκλοφορούσαν και τέτοια πράγματα. Ο αρχηγός εκεί πέρα και ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής ήταν ο λεγόμενος «Αμαλιάδας». Ένας τεράστιος τύπος, νεαρός σε ηλικία, ταξίδευε και στα καράβια. Πότε ξεμπάρκαρε και ερχόταν εκεί…Όλες αυτές οι παρέες λοιπόν, μαζεύονταν εκεί στις αλάνες και έπαιζαν μπάλες με στοιχήματα. Έπεφτε ξύλο εκεί, όταν τσακωνόντουσαν, γιατί: «Όχι, δεν μπήκε γκολ. Όχι, δεν ήταν φάουλ, όχι, δεν ήταν». Γραφικές ιστορίες. Κάποια στιγμή, είχε κάνει φασαρίες αυτός ο Αμαλιάδας κι έχει πάρει ένα ξυράφι κι έχει ξυραφιαστεί μόνος του. Έχει πάρει… Δεν ξέρω τι. Φωνάζουν την αστυνομία, κατεβαίνουν… Δεν μπορούσαν να τον κάνουν καλά, ήταν και ολόκληρο θηρίο, δεν τον έκανες καλά. Καταφέρνουν με τα χίλια ζόρια, τον βάζουν μέσα στο περιπολικό και δίνει κουτουλιά στο παρμπρίζ και το σπάει με το κεφάλι του και τους φεύγει μέσα από το περιπολικό. Τέτοιες ιστορίες.
Το είχατε δει αυτό;
Ναι. Ατελείωτες ιστορίες, φοβερές. Είχαμε μείνει, δεν το πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε. Εν τω μεταξύ, εκεί που είναι τώρα η πλατεία του Αγίου Φανουρίου, απέναντι από την εκκλησία, μία πολύ μεγάλη πλατεία, αυτό παλιά ήταν ένα χωμάτινο γήπεδο. Ήταν το γήπεδο της τοπικής ομάδας, της «Θύελλας». Και μάλιστα το γραφικό είναι ότι στην άκρη του γηπέδου ήταν φυτρωμένη μία ελιά, μέσα, ένα μέτρο μέσα από τη γραμμή του άουτ και έτρεχαν εκεί γύρω-γύρω οι παίκτες. Εν τω μεταξύ, εκεί ήταν και η αφετηρία του λεωφορείου που έφευγε για την Ομόνοια και πολλές φορές η μπάλα έφευγε, χτυπούσε το λεωφορείο, κατέβαιναν οι οδηγοί, τσακωνόντουσαν, έπεφτε ξύλο, γινόταν χαμός. Και στο παλιό εκκλησάκι, το ιερό έβγαινε λίγο πιο έξω, προς τον δρόμο με αποτέλεσμα, αυτός που κατέβαινε από πάνω και αυτός που ανέβαινε να μην έχουν καλή ορατότητα. Και είχε φάει πολύ κόσμο αυτό το ιερό εκεί. Εν τω μεταξύ, εκεί ερχόντουσαν από όλη την Αθήνα και έφερναν πίτες κάθε απόγευμα. Πρέπει να διάβαζαν εκατοντάδες πίτες. Να σου πω ότι επειδή υπήρχε πολλή φτώχεια, υπήρχε κόσμος που ζούσε από αυτές τις πίτες. Ερχόντουσαν με σακούλες και μοίραζαν. Γιατί έβγαιναν έξω στην αυλή, έκοβαν τις πίτες και τις μοίραζαν στον κόσμο κι είχαν τα σακούλια… Ο δε παπά - Σταύρος τότε, ο οποίος είχε εφτά-οκτώ παιδιά; Έμενε στους Αγίους Αναργύρους, έκοβε την πίτα, έπαιρνε σχεδόν το 1/4 της πίτας και ήταν από δίπλα τα παιδιά με τα τσουβάλια, τα έριχνε μέσα και τα έβλεπες μετά όλα στη σειρά με ένα τσουβάλι στον ώμο και τις πίτες να φεύγουν, να πηγαίνουν για το σπίτι. Το φαΐ της οικογένειας.
Πολλή πίτα.
Και εμείς βέβαια στις αλάνες, παιχνίδι. Στις αλάνες, στο ρέμα, από 'δώ, από 'κεί. Εγώ δεν πήγα ποτέ σχολείο… Πήγα στων Αγίων Αναργύρων στο δημοτικό. Όταν πήγα Γυμνάσιο, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα, δεν υπήρχε ακόμα Γυμνάσιο και πήγαιναν στων Αγίων Αναργύρων το Γυμνάσιο. Εγώ δεν πήγα ποτέ εκεί. Πήγα στο δεύτερο οικονομικό στην πλατεία Αμερικής. Λευκωσίας και Κνωσού. Στην Κνωσού ήταν και ο κινηματογράφος «Κνωσσός» που ήταν πολύ καλός κινηματογράφος, γινόντουσαν και πρεμιέρες ταινιών τότε, παρένθεση.
Το '67 τον Απρίλιο, ξυπνάμε όπως κάθε πρωί να ετοιμαστώ, να πάω στο σχολείο, γιατί εγώ έπρεπε να πάρω λεωφορείο, να κατέβω στο 8 που λέγαμε, δηλαδή κάτω από την πλατεία Αττικής κι από 'κεί με τα πόδια να πάω στην πλατεία Αμερικής, στον Άγιο Ανδρέα, για να πάω στο σχολείο μου. Περνούσα κι έπαιρνα και τα ξαδέρφια μου που έμεναν εκεί. Τις ξαδέρφες μου μάλλον, που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, τις έπαιρνα και πηγαίναμε μαζί. Εκείνο το πρωί ξυπνήσαμε, συνήθως βάζαμε το ραδιόφωνο, έτσι για να ακούμε ειδήσεις πρωί και τέτοια πράγματα. Δεν ακούγαμε τίποτα. Ακούγαμε κάτι εμβατήρια, ακούγαμε δημοτικά τραγούδια και τέτοια. Του λέω: «Μπαμπά, τι έγινε;». Ψυλλιασμένος ο πατέρας μου, γιατί γεννημένος το 1906 και στην Αθήνα από πολύ νωρίς, γιατί έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για να γλυτώσει τον Τουρκικό στρατό, με ψεύτικα χαρτιά. Ψυλλιασμένος μού λέει: «Πολύ φοβάμαι…», γιατί τα πράγματα έβραζαν, γιατί είχαν αρχίσει από το '65 τα γεγονότα που γινόντουσαν…
Θυμάστε εσείς;
Βεβαίως και τα θυμάμαι. Ήμουν μικρός αλλά τα θυμάμαι, γιατί διάβαζα από μικρός. Σου είπα, ήμουν από μικρός πολιτικοποιημένος, διάβαζα εφημερίδες, διάβαζα περιοδικά, ήξερα τι συμβαίνει. Από το '65 και μετά, τότε που έγινε το πραξικόπημα το βασιλικό κι έριξαν την κυβέρνηση Παπανδρέου, άρχισαν να προσπαθούν να κάνουν κυβέρνηση. Και ο μεσάζων σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ο πατέρας Μητσοτάκης, έτσι; Ο οποίος, εξαγόραζε βουλευτές μέχρι να καταφέρει να στήσει μία κυβέρνηση. Κι έγινε τότε το περίφημο σύνθημα, το: «Γαργάλα τα, γαργάλα τα», γιατί ένας από τους προτεινόμενους για πρωθυπουργός που προσπάθησε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης σχηματίζοντας κυβέρνηση ήταν ο Αθανασιάδης-Νόβας που ήταν και ποιητής. Αυτός είχε γράψει ένα ποίημα που μέσα είχε τον στίχο: «Και είχες τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα και μου έλεγες γαργάλα τα». Και είχε γίνει το σύνθημα της εποχής, το «γαργάλα τα». Συμπτωματικά αυτός ήταν και νονός του αδελφού της μητέρας μου από τη Ναύπακτο, γιατί η καταγωγή της μητέρας μου είναι από τη Ναύπακτο. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή κατάφεραν, σχημάτισαν κυβέρνηση, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ ρευστά. Φτάσαμε αισίως στο '67 κι ετοιμαζόντουσαν οι εκλογές. Παράλληλα, όπως τα λέει και η ιστορία, ετοίμαζε ο βασιλιάς δικό του πραξικόπημα με τους στρατηγούς. Αλλά ετοίμαζαν και οι συνταγματάρχες το δικό τους. Άνθρωποι των Αμερικάνων, πρώην πράκτορες, όχι πρώην, συνέχιζαν να είναι πράκτορες των Αμερικανών. Είχαν κάνει κάποιες προεργασίες, κάνοντας κάποια σαμποτάζ και κατηγορώντας αριστερούς. Ισχυρίζονταν ότι υπήρχε κομμουνιστικός κίνδυνος και βρήκαν αιτία να πατήσουν να κάνουν το πραξικόπημα. Τέλος πάντων, εκείνο το πρωί λοιπόν, ο πατέρας μου λέει: «Φοβάμαι για κίνημα». Τέλος πάντων, εγώ ετοιμάζομαι…
Ο πατέρας σας τι σας είπε, λοιπόν;
Μου λέει: «Φοβάμαι για κίνημα». Εμείς δεν ξέραμε και τι ακριβώς συμβαίνει, γιατί αυτοί που ζούσαν στο κέντρο είχαν ακούσει τα τανκς, είχαν δει πράγματα. Εμείς τώρα στις άκρες του κόσμου εκεί πέρα, δεν είχαμε πάρει είδηση τι ακριβώς έγινε. Και την ώρα που ετοιμάζομαι, έχω πάρει την τσάντα μου για να φύγω, για να πάω για το λεωφορείο, ακούμε την πόρτα να χτυπάει. Και μπαίνει ο φίλος μου ο Γιώργος ο Δροσόπουλος, ο μετέπειτα μπασίστας και τραγουδιστής του γκρουπ. Και μου λέει: «Πού πας;», λέω «Ετοιμάζομαι να πάω σχολείο», «Πού να πας; Έγινε κίνημα. Ήρθανε», μου λέει, «κι έπιασαν τον πατέρα μου». Ο πατέρας του ήταν δημοτικός σύμβουλος με τον πρώτο δήμαρχο, αριστερό, των Νέων Λιοσίων τότε, τον Θανάση τον Οικονόμου. Και επειδή ήταν σύμβουλος με αυτόν, είχαν έρθει από τη χωροφυλακή και τον είχαν συλλάβει. Τη θυμάμαι σαν τώρα, ήταν μία έτσι ηλιόλουστη μέρα, αλλά πού να ξέραμε τι μαύρο σκοτάδι θα πέσει μετά για επτά χρόνια. Έτσι ήταν η πρώτη μέρα στο πραξικόπημα.
Θα ήθελα να μου πείτε, πριν το '67 κι εκτός από τα νέα που διαβάζετε. Εκεί που μένατε ήταν κάποια πράγματα διαφορετικά σαν ατμόσφαιρα; Υπήρχε η αντίληψη ότι κάτι μπορεί να συμβεί;
Ε, ναι. Πάντα ο κόσμος στα καφενεία, στις συγκεντρώσεις… Γιατί υπήρχε όλο αυτό το κλίμα, γιατί τότε οι συγκεντρώσεις και οι φασαρίες με την αστυνομία ήταν καθημερινές, έτσι; Δεν είχε σταματήσει καθόλου αυτό το πράγμα. Και το κλίμα ήταν εκρηκτικό, φαινόταν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Κι όλη αυτή η ιστορία με τις προσπάθειες να φτιάξουν κυβέρνηση… Γιατί ξεκίνησε ως εξής. Ζήτησε τότε ο Παπανδρέου από τον Γαρουφαλιά, τον υπουργό του, να παραιτηθεί κι εκείνος με τη στήριξή του παλατιού δεν παραιτήθηκε. Και κάπου εκεί έγινε η παραίτηση και η πτώση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου τότε, του πατέρα του Ανδρέα. Κι από 'κεί ξεκίνησε η ιστορία, να προσπα[00:40:00]θήσουν να κάνουν, εξαγοράζοντας βουλευτές της Ένωσης Κέντρου και από όπου αλλού μπορούσαν, από όποιο κόμμα μπορούσαν, για να κάνουν κυβέρνηση. Τελικά κατάφεραν, συγκέντρωσαν την πλειοψηφία και στήθηκε αυτή η κυβέρνηση. Αλλά είχε αρχίσει η πορεία προς το πραξικόπημα. Και συζητιόντουσαν πάντα αυτά τα πράγματα. Και στα καφενεία και παντού.
Εσείς είστε έφηβος το '67, πάτε σχολείο.
Ναι, είμαι, το '67 πήγαινα Α' Λυκείου. Είχε γίνει αλλαγή, γιατί τότε ήταν γυμνάσιο. Και αυτό ήταν λάθος για μένα. Γιατί, ενώ ξέραμε ότι θα πάμε, είχαμε δώσει εξετάσεις για να μπούμε στο… Γιατί τότε έδινες εξετάσεις για να μπεις στο Γυμνάσιο. Είχαμε δώσει εξετάσεις να μπούμε στο Γυμνάσιο. Ξαφνικά μας λένε προς το τέλος της σχολικής χρονιάς ότι: «Θα δώσετε εξετάσεις, γιατί έγινε Λύκειο και θα δώσετε εξετάσεις για να μπείτε στο Λύκειο». Και μας βάζουν και ξαναδώσαμε εξετάσεις για να μπούμε στο Λύκειο.
Μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήταν τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας για εσάς; Πώς τα ζήσατε;
Μαθαίνω, βέβαια… Καταρχήν, και από τους πρώτους συλληφθέντες ήταν ο θείος μου, ο αδελφός της μητέρας μου. Τον συνέλαβε αμέσως η ασφάλεια, γιατί και στη δεκαετία του '50 σαν μικρός, τον θυμάμαι κυνηγημένο από την ασφάλεια. Και σε όποια δουλειά πήγαινε, γιατί τον είχαν απολύσει, ήταν δημόσιος υπάλληλος, ήταν εφοριακός, αλλά λόγω της συμμετοχής του στον ΕΛΑΣ και οι εξορίες και οι βασανισμοί κι όλα αυτά, τον είχαν διώξει από το δημόσιο. Αποκαταστάθηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου, όταν αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση κι όλα αυτά τα πράγματα. Από τους πρώτους, λοιπόν, συλληφθέντες ήταν και ο...
Θείος σας.
Ο θείος μου, τον οποίο, τον είχαν πάει στο τμήμα και τον ετοίμαζαν… Αλλά ευτυχώς ζούσε ακόμα ο παππούς. Ο παππούς ήταν στρατηγός και ήρωας του οχυρού της Νυμφαίας στην πρώτη επίθεση των Γερμανών, στις 6 Απριλίου, στην Ελλάδα. Έχει μείνει ιστορικό. Υπάρχει, έχει μετατραπεί αυτό το οχυρό της Νυμφαίας σε μουσείο με την προτομή του παππού εκεί. Ήταν ταγματάρχης τότε σαν διοικητής αυτού του οχυρού, μετέπειτα στρατηγός. Και πήγε στην αστυνομία και κατάφερε και τον έσωσε από 'κεί. Άλλωστε εκείνος τον είχε σώσει και την πρώτη φορά από τη θανατική καταδίκη, όταν…
Σχολείο; Πώς ήταν τα πράγματα;
Κοίταξε, εμείς σαν παιδιά βέβαια, ναι μεν τα συζητούσαμε όλα αυτά. Ξέραμε, μαθαίναμε για τα βασανιστήρια, για τις εξορίες, για το ένα, για το άλλο, τι συμβαίνει στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Βέβαια, αυτά έμεναν κρυφά, δεν έβγαιναν ούτε στις εφημερίδες ούτε πουθενά αλλού. Αυτά συζητιόντουσαν παράπλευρα, έτσι; Οργάνωναν τότε και τις… Στο Καλλιμάρμαρο οργάνωναν την πολεμική αρετή των Ελλήνων. Ένα καραγκιοζιλίκι, κιτς, άνευ προηγουμένου. Με αρχαίους, με άρματα, με χίλια δυο πράγματα, με το πουλί της Επανάστασης, και υποχρεωτικά, με ποινή αποβολής και απουσιών, μας πήγαιναν όλα τα σχολεία της Αθήνας, γιατί το οικονομικό ήταν σχολείο της Αθήνας, μας πήγαιναν και γεμίζαμε το Καλλιμάρμαρο. Βέβαια, εμείς παιδιά δεν πολυχαμπαριάζαμε, έπεφτε κι ένα σχετικό γιούχου, όταν γινόντουσαν. Υπάρχει κι ένα αστείο περιστατικό ότι φούσκωναν προφυλακτικά και τα πετούσαν μέσα στο στάδιο. Παραμονές του '67 είχε γίνει και η πρώτη συναυλία ξένου συγκροτήματος στην Ελλάδα. Μεγάλου. Είχαν έρθει οι Rolling Stones. Αλλά έγιναν επεισόδια και η συναυλία δεν ολοκληρώθηκε ουσιαστικά ποτέ, γιατί - τώρα πολλά λέγονται. Ένα από αυτά, η κυρίαρχη άποψη είναι ότι πέταξε μία ανθοδέσμη που του είχαν δώσει, ο Μικ Τζάγκερ στους αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί τότε ήταν μία βάρβαρη κατάσταση και αυτοί τα πήραν, τους άρχισαν, ανέβηκαν πάνω, άρχισαν να βαράνε κόσμο, να…Το συγκρότημα, τους κυνήγησαν και κάτι τέτοια πράγματα. Δεν έγινε ποτέ αυτή η συναυλία. Κι από τότε έκανε τριάντα χρόνια να ξανάρθει ξένο συγκρότημα στην Ελλάδα. Και αν θυμάμαι καλά, ο κιθαρίστας τους δεν ακολούθησε το συγκρότημα που έφυγε. Έμεινε και τον πρόλαβε εδώ το πραξικόπημα.
Δεν έχουμε πει πώς έχουν έτσι αρχίσει να αναπτύσσονται τα μουσικά σας ενδιαφέροντα.
Α, τα μουσικά ενδιαφέροντα. Εντάξει, πάντα ακούγαμε μουσική στο σπίτι. Περισσότερο Presley και τέτοια πράγματα. Ξέραμε, βέβαια, και τους Beatles, τους Rolling Stones.
Από το ραδιόφωνο;
Από το ραδιόφωνο πάντα. Δεν υπήρχε και κάτι άλλο τότε. Κάποια στιγμή, ένας συμμαθητής μου μού λέει: «Ελάτε να δείτε τι ανακάλυψα στο καφενείο του Βάγγαλη». Ένα καφενείο το οποίο είχε μέσα ένα τζουκ μποξ που σύχναζαν της περιοχής οι άνθρωποι. Εργατικοί άνθρωποι, δούλευαν σε εργοστάσια, σε οικοδομές, σε τέτοια πράγματα. Αυτό το τζουκ μποξ ήταν γεμάτο με βαριά λαϊκά τραγούδια. Τώρα, πού βρέθηκε μέσα σε αυτό ένα δισκάκι 45άρι των Beatles; Δεν μπορώ να καταλάβω. Τέλος πάντων, ήταν η αφορμή και ήταν το "She Loves You". Και βάζουμε, λοιπόν, μία δραχμή, μία δραχμή έπαιρνε το τζουκ μποξ. Επιλέγουμε αυτό το πράγμα και αρχίζει και παίζει. Μας κοίταζαν στραβά βέβαια οι άλλοι μέσα, αλλά εμείς με το που το ακούσαμε, τρελαθήκαμε. Ήταν κάνα δυο φίλοι ακόμα, αυτός που μας πήγε να το ακούσουμε και κάνα δυο φίλοι ακόμα. Οι άλλοι, εντάξει, το άκουσαν, τους άρεσε. Εμείς όμως με τον Γιώργο τον Δροσόπουλο, κοιταχτήκαμε και νιώσαμε κάτι διαφορετικό. Και όταν φύγαμε, είπαμε ότι αυτό το πράγμα που ακούσαμε θα θέλαμε κι εμείς να μπορούμε να το παίξουμε. Κι έτσι άρχισαν οι πρώτες ανησυχίες. Αλλά πού να μάθουμε μουσική, πώς θα γίνει; Μου λέει ο Γιώργος:« Ξέρεις», μου λέει, «έχω…Είναι δύο παιδιά στο σχολείο μας, οι αδελφοί Περγάροι». Ο ένας συνομήλικός μου, του '51, και ο άλλος ένα χρόνο μικρότερος ή δύο, αν θυμάμαι καλά. Ήταν συμμαθητής με τον Γιώργο τον Δροσόπουλο νομίζω. «Αυτοί», λέει, «ξέρεις, στο σπίτι τους, τους αφήνει η μητέρα τους και έρχονται κάτι φίλοι τους από συγκροτήματα και τους δείχνουν εκεί. Και τον ρώτησα και του είπα αν μπορούμε να πάμε κι εμείς και μου είπε, ναι, ότι μπορούμε». Και αρχίσαμε, λοιπόν, κάθε απόγευμα, δεν υπήρχε και λεωφορείο τότε. Περπάτημα από τον Άγιο Φανούριο στα Λιόσια που έμεναν τα παιδιά επάνω, προς την κεντρική πλατεία και πηγαίναμε. Και ήταν λοιπόν, ερχόντουσαν. Άλλος έδειχνε κιθάρα, άλλος έδειχνε μπάσο, άλλος ντραμς. Εμένα μου καρφώθηκε με τα ντραμς. Αλλά πού λεφτά για ντραμς; Οπότε κρυφά από τη μητέρα μου, της πήρα ένα βαρέλι που είχε από αμερικάνικο αλεύρι από χοντρό χαρτόνι, του έκανα και μία ιδιοκατασκευή. Με το χαρτζιλίκι μου, πήγα και αγόρασα κι ένα πετάλι, αγόρασα κι ένα προσκοπικό τυμπανάκι κι ένα πιατινάκι, λίγο καλύτερο από καπάκι κατσαρόλας σε ήχο και κάτι μπαγκέτες. Και άρχισα… Τα πήγα αυτά εκεί κι άρχισα με αυτά να παίζω ό,τι μας έδειχναν εκεί οι άνθρωποι. Ήταν τα πρώτα ακούσματα. Μετά στην περιοχή που πήγαινα σχολείο, που είναι η πιο high περιοχή, ήταν κοντά Φωκίωνος Νέγρη, Πλατεία Αμερικής, ήταν όλα… Η Κεφαλληνίας που ήταν τα διάφορα κλαμπ. Το "Hobby" στην οδό Κύπρου, το "VIP’S" στην Κεφαλληνίας, το "whisky a go go", που ήταν εκεί που είναι σήμερα το "Green Park", που ήταν το "Green Park" στο Πεδίο του Άρεως. Απέναντι στην Κυψέλη ήταν το Soul Boat, και διάφορα άλλα, τέτοια κλαμπ. Το πιο κοντινό μας, στο σχολείο ήταν το Hobby. Κάθε Κυριακή τότε υποχρεωτικά μας πήγαιναν σχολείο. Και μάλιστα, έπρεπε να πας οπωσδήποτε, γιατί αν δεν πήγαινες, έπαιρνες έξι απουσίες. Οπότε έπρεπε Κυριακή να κουβαληθούμε. Και επειδή δεν χωρούσε όλο το σχολείο στο εκκλησάκι που ήταν δίπλα μας, στον Άγιο Ανδρέα, μας πήγαιναν στο μεγάλο, στη μεγάλη εκκλησία, στην Αχαρνών, στον Άγιο Νικόλαο. Τότε τα κλαμπ, επειδή δεν μας άφηναν βράδυ να βγούμε τότε, δεκαέξι χρονών και δεκαεπτά και αυτά, να βγεις βράδυ… Και ειδικά τα κορίτσια, δεν υπήρχε περίπτωση. Και έκαναν πρωινά ή απογευματινά, νωρίς, τα κλαμπ. Λοιπόν, το "Hobby" έκανε πρωινά. Έπαιζαν τότε σαν πρώτο γκρουπ οι "Harlems", που ήταν πολύ καλοί μουσικοί και επαγγελματίες, ο τραγουδιστής τους είχε περάσει και σαν τραγουδιστής των "Juniors". Γνωστό, από τα μεγάλα ονόματα τότε, οι οποίοι διαλύθηκαν, γιατί είχαν τότε ένα αυτοκινητιστικό και σκοτώθηκε ένα από τα μέλη τους και τραυματίστηκαν βαριά οι άλλοι. Κι αρχίσαμε να την κοπανάμε από την εκκλησία λίγοι-λίγοι, και να πηγαίνουμε στο πρωινό του "Hobby". Το δεύτερο συγκρότημα που έπαιζε ήταν οι "Foremost", ντράμερ και τραγουδιστής των "Foremost", ήταν ο Γιώργος ο Γερολυμάτος, ο λαϊκός μετέπειτα τραγουδιστής. Το Γιώργο τον ήξερα γιατί πήγαινε και αυτός σχολείο εκεί, στου Τυχοπουλου. Και μαζευόμασταν όλοι παρέα τότε ή στην πλατεία του Αγίου Ανδρέα ή στην πλατεία Καλλιγά ή Καραμαλάκη, όπως την λένε. Και γνωριζόμασταν. Οπότε κάθε Κυριακή, ενώ οι άλλοι χόρευαν και τέτοια, εγώ ψιλοχόρευα, αλλά πήγαινα και καθόμουν δίπλα, όπως ήταν το πάρκο, δίπλα από τον Γιώργο υπήρχε κενό… «Γιώργο, να κάτσω;». «Ναι», μου λέει, «κοίτα». Κι εμένα μου έδειχνε ο ντράμερ το… «Να κοιτάς κι εδώ τι παίζω εγώ, να μαθαίνεις». Κι από 'κεί σιγά-σιγά, άρχισα να βλέπω και εγώ κάποια πράγματα, να μαθαίνω. Συν αυτά που μαθαίναμε εκεί. Κι αποφασίσαμε να στήσουμε το συγκρότημα.
Είμαστε μες στη δικτατορία τώρα.
Βέβαια, είμαστε στη δικτατορία, γιατί μιλάμε για '68 πια. Είμαστε μες στη δικτατορία. Αρχές ουσιαστικά, έτσι; Γιατί έγινε Απρίλιο του '67, και μιλάμε για '68. Αποφασίζουμε να κάνουμε το συγκρότημα. Έχουμε γνωρίσει κι ένα παι[00:50:00]δί που ερχόταν εκεί, συνομήλικός μου, πήγαινε στο σχολείο κι αυτός κι έπαιζε καλή κιθάρα, τα έπιανε αμέσως, ό,τι του έδειχναν. Και ήταν καλός. Μου λέει ο Γιώργος: «Ξέρεις, γνώρισα και ένα παιδί στην τάξη μας, τον Μιχάλη τον Κατσιλιέρη, ο οποίος παίζει ακορντεόν. Πάει στο ωδείο αυτός, ξέρει μουσική. Αλλά θα αφήσει το ακορντεόν και θα γυρίσει και θα μάθει αρμόνιο, θα του πάρουν και αρμόνιο οι δικοί του». Οι δικοί του ήταν αρκετά ευκατάστατοι. Ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος κι είχε και μία δική του εφημερίδα, ειδικού ενδιαφέροντος, δηλαδή ήτανε μία κλαδική εφημερίδα, των κρεοπωλών. Και είχαν αρκετή οικονομική άνεση. Λέω: «Εντάξει». Μαζευόμαστε, λοιπόν, και οι τέσσερις να γνωριστούμε. Τα βρήκαμε μεταξύ μας, ταιριάξαμε. Τώρα, πρέπει να βρούμε όργανα και να βρούμε και χώρο για πρόβες. Δεν υπήρχαν τότε προβάδικα και τέτοια πράγματα. Δηλαδή, ο Λάκης έμενε σε ένα διώροφο, πολύ ωραίο, στον κεντρικό δρόμο των Νέων Λιοσίων, κάτω από την κεντρική πλατεία. Όχι, μάλλον πάνω από την κεντρική πλατεία και ανάμεσα στο Άλσος, εκεί κάπου. Λέει: «Πάνω στην ταράτσα μας έχουμε ένα πλυσταριό που το έχουν και σαν αποθήκη, δεν το χρησιμοποιούν πια για πλύσιμο και τέτοια και το έχουν σαν αποθήκη». Να μαζευόμαστε εκεί να κάνουμε πρόβες. Τώρα λέμε: «Όργανα, ενισχυτές και τέτοια;». Λέει: «Έχω ένα παλιό ράδιο από κείνα τα μεγάλα. Θα βάζουμε την κιθάρα και το μικρόφωνο εκεί. Εγώ με το ακορντεόν…». Εγώ πήγα εκείνα τα πραγματάκια που είχα για ντραμς και ξεκινήσαμε με αυτά. Είχαμε μια… Δεν είχε ηλεκτρική κιθάρα, είχε μια κλασική κιθάρα.
Συγγνώμη.
Δεν είχε ηλεκτρική κιθάρα, είχε μία κλασική κιθάρα, στην οποία… Κάθε Κυριακή, τι κάναμε; Όλη τη βδομάδα το χαρτζιλίκι μας δεν το χαλούσαμε. Εγώ χαλούσα μόνο τα λεφτά του εισιτηρίου. Τότε είχαμε και μαθητική ταυτότητα και πληρώναμε και μισό εισιτήριο. Κι όλο το χαρτζιλίκι μας το μαζεύαμε κάθε Κυριακή και μόλις κάναμε ένα ποσό που μπορούσαμε να αγοράσουμε κάτι, πηγαίναμε και το αγοράζαμε, από τα καταστήματα τα μουσικά της εποχής. Αγοράσαμε, λοιπόν, έναν μαγνήτη και το βάλαμε και την κάναμε ψευτοηλεκτρική την κιθάρα του. Για μπάσο, είχαμε έναν φίλο που έπιαναν πολύ τα χέρια του κι είχε φτιάξει ένα καταπληκτικό ξύλινο, σαν ηλεκτρικό μπάσο, το οποίο είχε σκαλίσει, του είχε βάλει και μαγνήτη, είχε βάλει και ηλεκτρική εγκατάσταση μέσα. Κι επειδή δεν άντεχε, βέβαια, κανονικές χορδές μπάσου, είχε βάλει χέρι κιθάρας κανονικής, αλλά είχαμε βάλει τις τέσσερις επάνω χορδές, τις πιο χοντρές. Και το κάναμε μπάσο. Αγοράσαμε σιγά-σιγά και ένα μικρόφωνο κι όλα αυτά τα βάζαμε πάνω σε αυτό το έρμο το ράδιο. Τώρα τι ήχος έβγαινε από 'κεί, εντάξει. Εμείς πάντως προχωρούσαμε. Κάποια στιγμή, του αγόρασαν και το αρμόνιο οι δικοί του. Στην αρχή ένα ξύλινο, αλλά δύσχρηστο και μεγάλο. Τέλος πάντων, με αυτό κάναμε και την πρώτη μας συναυλία το '69; Κάπου υπάρχουν και οι αφίσες, θα τις δεις.
Άρα με τα αυτοσχέδια ντραμς παίξατε; Όχι. Στις συναυλίες.
Όχι. Είχαν φέρει οι άλλοι τα δικά τους που είχαν. Εν τω μεταξύ, εγώ δούλεψα το καλοκαίρι και είχα αγοράσει. Μάζεψα όλα μου τα χρήματα, με βοήθησε κι ο πατέρας μου και αγόρασα ένα σετ τύμπανα. Όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν ένα σετ πια, κανονικό.
Τα οποία τα είχατε στο πλυσταριό;
Τα οποία τα είχαμε εκεί και παίζαμε. Μετά άρχισε να μας αφήνει και η μητέρα του να κατεβαίνουμε κάτω στο σαλόνι και να παίζουμε κι εκεί. Επειδή αυτή ήταν υψίφωνος και της άρεσε η μουσική, όλη η οικογένειά της ήταν μουσικοί, μας άφηνε. Και κατεβαίναμε και παίζαμε. Μετά, είχε ο κιθαρίστας μας ο πρώτος είχε και ένα δωματιάκι πίσω στην αυλή τους. Κι αρχίσαμε να κάνουμε κι εκεί πρόβες. Όπου μπορούσαμε, τέλος πάντων. Καταφέρναμε να κάνουμε ένα πολύ καλό ρεπερτόριο.
Ναι.
Στην πρώτη μας εμφάνιση, βγήκαμε με αυτό το συγκρότημα… Ήταν το δεύτερο συγκρότημα που… Το πρώτο συγκρότημα των Λιοσίων ήταν οι "Juniors", οι οποίοι έπαιξαν και επαγγελματικά. Το δεύτερο ήταν οι "Drops". Ήταν με μέλη δύο, δύο από αυτά τα αδέρφια. Τους… Αδελφοί Περγάρη, ο Γρηγόρης και ο Βασίλης. Αυτοί έκαναν την πρώτη συναυλία, σαν πρώτο όνομα αυτοί και δεύτερο όνομα εμείς. Αλλά αυτοί έπαιζαν κάτι παλιά τραγούδια, κάτι instrumental των "Shadows". Κάτι τέτοια πράγματα. Και βγαίνουμε εμείς με ένα ρεπερτόριο από "Beatles", "Rolling Stones" και τέτοια πράγματα και γίνεται ο χαμός. Και εκεί, από εκείνη την ώρα, διαδόθηκε το όνομά μας.
Θα ήθελα να μου πείτε, αν θέλετε έτσι, πρώτη φορά είχατε άγχος;
Α, η πρώτη φορά… Ο μόνος που… Γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε αυτό το χάρισμα. Πώς έχει ο Μικ Τζάγκερ που ανεβαίνει στη σκηνή και κυριαρχεί και καταφέρνει και κάνει όλο τον κόσμο να ξεσηκώνεται; Αυτό το χάρισμα το είχε ο μπασίστας και τραγουδιστής μας, ο Γιώργος ο Δροσόπουλος. Με το που βγήκαμε, αυτός βγήκε με πολλή άνεση. Εγώ θυμάμαι το πόδι μου να τρέμει πάνω στο πετάλι και τα χέρια μου, μέχρι τα δυο-τρία πρώτα τραγούδια να πάρουμε το… Να συνέλθω. Ήταν φοβερό το τρακ. Πήγαμε, όμως, πολύ καλά. Ακούστηκε το όνομά μας, ότι: «Είναι ένα συγκρότημα στα Λιόσια που σκίζουν, που κάνουν…», που έτσι, που αλλιώς. Οπότε, το '69 μάς άκουσε κάποιος μουσικός και μας λέει: «Θέλετε να παίξετε σε κλαμπ;». «Θέλουμε, ναι, αλλά εμείς δεν μπορούμε κάθε μέρα, γιατί είμαστε μαθητές». «Όχι, να παίζετε σαββατοκύριακο και να παίζετε την Κυριακή στα απογευματινά που κάνουν». «Πού είναι αυτό το κλαμπ;». «Είναι η "Babola", στο τέρμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο τελευταίο δρομάκι αριστερά. Δεν θυμάμαι τώρα πώς λέγεται, γνωστός δρόμος. Η Babola ήταν το πιο ωραίο κλαμπ της Αθήνας τότε. Παρόλο το χαζό όνομα που του είχαν δώσει, το είχαν δύο αδέλφια, ξυλάδες από το Αιγάλεω και του είχαν δώσει ένα χαζό όνομα, "Babola". Και τελικά ήταν το πιο ωραίο κλαμπ της Αθήνας. Το πιο κοντό μαλλί εκεί μέσα έφτανε μέχρι τη μέση. Πρώτο γκρουπ εκεί πέρα ήταν οι "Lazybones", ένα καταπληκτικό γκρουπ, με ντράμερ τον Σάκη τον Ρουβά… Συγγνώμη, τον Νίκο τον Ρουβά. Ο οποίος ήταν… Μετά έφυγε κι ήταν και ο τελευταίος ντράμερ των "Charms" που ανέβηκαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχαν πάρει και βραβείο νομίζω. Με το… Αυτό που έκαναν μετά διασκευή οι "Onirama", το… «Εκεί πάνω στο βουνό είναι ένας άνθρωπος καλός», και τα λοιπά. Αυτό είναι τραγούδι των Charms, το οποίο βέβαια τα νέα παιδιά δεν το ξέρουν και νομίζουν ότι είναι των "Onirama" η διασκευή αυτή που έγινε. Με αυτό, όμως, είχαν πάρει βραβείο στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης οι "Charms". Και με ντράμερ τον Νίκο τον Ρουβά. Εκεί, λοιπόν, αρχίζουμε να παίζουμε στα απογευματινά και το Σάββατο το βράδυ νωρίς, για να φύγουμε. Είχαμε πάντα το πρόβλημα ότι ο πατέρας του Γιώργου του Δροσόπουλου δεν ήθελε να ασχολείται ο γιος του με τη συγκροτήματα και με τη μουσική. Και υπήρξε μεγάλο εμπόδιο για εμάς. Θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει πάρα πολλά πράγματα. Ήταν, όμως, πάντα το εμπόδιό μας.
Δεν μπορούσε να έρχεται; Ακύρωνε;
Ακύρωνε, δεν μπορούσαμε να πάμε… Βρισκόμασταν κρυφά… Μας βοηθούσε πολύ η μητέρα του Λάκη του Κατσιλιέρη, του οργανίστα μας, που έλεγε: «Θα τον πάρω να μείνει απόψε στο σπίτι». Ή, όταν παίξαμε εκτός Αθήνας θα τον πάρει μαζί της διακοπές και τέτοια πράγματα. Μας βοηθούσε πάρα πολύ. Αλλά από την άλλη μας έκοβε τον δρόμο, γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε σε μεγάλες πίστες, να παίξουμε στα μεγαλύτερα κλαμπ και σε όλα αυτά, όταν ήμασταν μικροί ακόμα. Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε και παίζαμε εκεί με τους "Lazy Bones", το '69, ναι. Το '69, αφού τελείωσε η σεζόν με το παίξιμο εκεί, μας λένε οι "Lazy Bones": «Εμείς, παιδιά, θα παίξουμε στον Φλοίσβο». Ο Φλοίσβος στο Φάληρο, τότε στο πίσω μέρος, είχε καλοκαιρινό κλαμπ. «Θέλετε να έρθετε να παίξετε μαζί μας δεύτερο συγκρότημα;». Συμπτωματικά, όμως, εμάς μας είχε γίνει πρόταση, να πάμε στο Λουτράκι να παίξουμε σε ένα κλαμπ σαν πρώτο όνομα. Και τους λέμε: «Όχι, γιατί είναι έτσι και έτσι». Λένε: «Εντάξει, καλό είναι που θα πάτε σαν πρώτο όνομα εκεί, αλλά καλό είναι να ξεκινήσετε να αποκτήσετε την εμπειρία εδώ με εμάς. Τέλος πάντων, ό,τι νομίζετε». Και έτσι το καλοκαίρι του… Είχε τελειώσει το '69, ήταν πια καλοκαίρι του '70, είμαστε στο… Και παίζουμε στο Λουτράκι.
Ακόμα μαθητής;
Όχι, έχω ήδη περάσει στη ΣΕΛΕΤΕ εγώ, είμαι πρωτοετής. Και στο Μικρό Πολυτεχνείο ο κιθαρίστας μας, πρωτοετής. Οι άλλοι είναι ακόμα μαθητές Λυκείου, γιατί είναι δύο χρόνια μικρότεροι απ' εμάς. Εμείς πρωτοετείς φοιτητές τότε, το καλοκαίρι του '70. Και παίζουμε στο Λουτράκι. Το Λουτράκι τότε ήταν φοβερά κοσμοπολίτικο. Είχε… Τα κλαμπ ήταν πιο έξω από το κέντρο. Αυτό που παίζαμε εμείς ήταν δίπλα στο γήπεδο, εκεί που είναι του και το εργοστάσιο του Καραντάνη, της «Ήβη» τώρα. Απέναντι ήταν το «Τροπικάνα». Ένα άλλο, μικρότερο κλαμπ, που δεν θυμάμαι πώς λεγόταν και πιο έξω ήταν ένα άλλο κλαμπ, που έπαιζαν οι "Sover group". Κι άλλο ένα από κάτω στην παραλία, εκεί που είναι τώρα προς το καζίνο, στο οποίο έπαιζε ένα γκρουπ, οι "Reflections", που είχαν ντράμερ πιτσιρικά, δεκαεπτά χρονών, τον Νίκο τον Αντύπα, τον συγχωρεμένο. Εκεί τον πρωτογνώρισα. Α! Ήθελα να σου πω ότι… Πότε έγινε αυτό, καλοκαίρι του '70… Ναι. Γυρίζοντας λοιπόν το '70, αφού τελείωσε η σεζόν, έγινε... Παίξαμε στο Λουτράκι με μεγάλη επιτυχία. Το κλαμπ αυτό ήταν τεράστιο, πανέμορφο κλαμπ. Πρέπει να χωρούσε ίσως και χίλια άτομα. Γεμάτο με λεμονιές, [01:00:00]ειδικά το, το πρωί δεν έλεγε κάτι, άλλωστε δεν λειτουργούσε πρωί. Το βράδυ ήταν ένας παράδεισος. Μόλις έμπαινες σε μια τεράστιο είσοδο που είχε, είχε ένα τεράστιο συντριβάνι με φώτα, με τέτοια πράγματα, τεράστια πίστα. Και παίξαμε όλο το καλοκαίρι εκεί. Προς το τέλος της σεζόν, ήρθαν από το δήμο του Λουτρακίου και μας είπαν ότι σκέφτονται όλα τα συγκροτήματα που παίζουν στο Λουτράκι να κάνουν μία αποχαιρετιστήρια βραδιά στην παραλία του Λουτρακίου. Και όχι μόνο τα συγκροτήματα, αλλά τότε έξω στη «Νεράιδα», που ήταν λαϊκό μαγαζί, έπαιζαν καλά ονόματα, λαϊκά τότε και στο τέλος θα έβγαιναν και αυτοί να κάνουν το λαϊκό πρόγραμμα. Πρώτα θα έβγαιναν τα συγκροτήματα. Δεν θα την ξεχάσω αυτή τη βραδιά. Έχουμε στήσει, έχει γίνει μία δοκιμή ήχου και όλα αυτά τα πράγματα, τέλος πάντων. Υπάρχει και σχετική φωτογραφία που είδες. Έχει αρχίσει και μαζεύεται ο κόσμος και όταν πια ανεβαίνουμε να παίξουμε, αυτό που αντικρίζω μπροστά μου είναι μία λαοθάλασσα που δεν μπορούσα να φανταστώ. Όλη η παραλία του Λουτρακίου από τη μία άκρη, εκεί που είναι το ποτάμι, μέχρι το παρκάκι ήταν γεμάτη με κόσμο. Πρέπει να ήταν χιλιάδες ο κόσμος, δεν ξέρω πόσοι ήταν. Και σε όλο το φάρδος, μέχρι κάτω στην παραλία, στην άμμο, σε όλα αυτά τα πράγματα, να γίνεται ένας χαμός. Να παίζουμε και να δονείται όλη η παραλία από τον κόσμο που χόρευε και χτυπιόταν. Αυτό το πράγμα δεν θα το ξεχάσω ποτέ, είναι ό,τι πιο έντονο… Δεν έχω ξαναπαίξει μπροστά σε τόσο κόσμο. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες και δυστυχώς τις έχασα, κυκλοφορούσαν με πρωτοσέλιδο, ειδικά ο πιο ειδικός τύπος. Και το χαρακτήριζε σαν το «Μίνι Γούντστοκ της Ελλάδας». Δυστυχώς δεν έχω, έχασα αυτά τα πρωτοσέλιδα και δεν μπορώ να τα βρω.
Θέλω να σας ρωτήσω και για το Λουτράκι. Περάσατε όλο το καλοκαίρι εκεί, έτσι δεν είναι;
Καταπληκτικά.
Αυτό, αν θέλετε λίγο να αναπτυχθούμε σε αυτό, έτσι, τι κάνατε μες στη μέρα; Πότε κάνατε πρόβες; Το ζήσατε κι όλοι μαζί, έτσι;
Ναι. Εντάξει, τότε υπήρχαν φορές που μπορεί να τελειώναμε 2:00 η ώρα το βράδυ, το ξημέρωμα μάλλον. Μπορεί να τελειώναμε και στις 5:00 το πρωί. Ανάλογα τι κόσμο, μπορεί ένα… Ειδικά τις μέρες τις γιορτινές και τα σαββατοκύριακα γινόταν χαμός. Ερχόταν ο Μαστοράκης, διοργάνωνε διαγωνισμούς χορού, διοργάνωνε διαγωνισμούς για mini, maxi, midi, ποια θα βγει πρώτη και τέτοια πράγματα. Eίχαμε πολλά τέτοια έτσι happening. Ήταν τακτικός στο μαγαζί o Νίκος ο Μαστοράκης και οργάνωνε αυτά τα πράγματα.
Πού μένατε;
Μας νοίκιαζαν ένα σπίτι προς την καινούργια γειτονιά του Λουτρακίου, επάνω. Ένα πολύ ωραίο σπίτι. Τώρα από φαγητό, όταν τελειώναμε, επειδή ήταν και φίλοι τα παιδιά του γκρουπ που έπαιζαν απέναντι, γινόμαστε όλοι μία παρέα, με κορίτσια με αγόρια, πηγαίναμε… Ήταν μία ταβέρνα… Στην αρχή πηγαίναμε σε κάποια άλλα, μετά μας έμαθαν την «Ταβέρνα του Φωστήρα» όπως την έλεγαν. Είναι ένας τύπος πολύ γραφικός, ο οποίος σου πετούσε το φαΐ στη λαδόκολλα ή όπως του ερχόταν και τον πειράζαμε, του κάναμε παζάρια στον λογαριασμό, μας έβριζε χυδαία, αλλά στην πλάκα όλα αυτά. Και γινόταν ο χαμός, ξεχνούσαμε να φύγουμε από 'κεί. Περιμέναμε να ανοίξουν οι πρώτοι φούρνοι να πάρουμε κρουασάν, να πιούμε καφέ και μετά να πάμε για ύπνο. Και, βέβαια, μπορεί να κοιμόμασταν μέχρι το μεσημέρι. Να ξυπνούσαμε, να πάμε για μπάνιο, να βρούμε τα κορίτσια. Αν είχαν… Εντάξει, υπήρχαν γνωριμίες, μπορεί να γνώριζες μία κοπέλα που την άλλη μέρα θα έφευγε να πάει στην Αγγλία, στην Ολλανδία ή οπουδήποτε αλλού ήταν και να έχεις περάσει μόνο μία βραδιά μαζί της. Κάποιες κοπέλες μπορούσες κάποιες μέρες μαζί τους, μέχρι να φύγουν. Καταπληκτική ζωή για εμάς τότε, σαν νεαρά παιδιά, έτσι; Όταν τύχαινε καμιά φορά να είναι ο καιρός… Να τύχει να βρέξει, τύχαινε κι αυτό καμιά φορά, πηγαίναμε στον Ποσειδώνα. Αυτό είχε κλειστό κλαμπ, με την έννοια του σκεπαστού. Στα πλάγια ήταν ανοιχτό. Έπαιζε και εκεί ζωντανό κλαμπ στον Ποσειδώνα και πηγαίναμε εκεί. Και κάναμε και ενδιαφέρουσες γνωριμίες, γιατί έμεναν όλο ξένοι στο κλαμπ του Ποσειδώνα, βέβαια.
Θυμάστε κάποια ωραία γνωριμία από 'κεί; Έτσι πιο περίεργη;
Εντάξει, καλές ήταν όλες.
Εντάξει.
Κάτι άλλο που θα ήθελα να σας ρωτήσω, επειδή όλα αυτά είναι τα χρόνια της δικτατορίας, έχει αλλάξει κάτι στη διασκέδαση του κόσμου αυτά τα χρόνια που ήταν, ας πούμε, δικτατορία;
Κοίταξε, ο πολύς ο κόσμος δεν είχε αλλάξει κάτι στο θέμα της διασκέδασης και όλα αυτά. Είχαν πνίγει, ωστόσο, πολύ και το φοιτητικό κίνημα κι όλα αυτά τα πράγματα, γιατί είχαν όλες αυτές τις φοιτητικές ενώσεις κι όλα αυτά τα πράγματα τα είχαν καταργήσει. Είχαν βάλει στρατιωτικούς προέδρους στις σχολές, εμάς επάνω στη ΣΕΛΕΤΕ, είχαν έναν απόστρατο στρατηγό πρόεδρο της σχολής. Και ειδικά εμείς, η σχολή μας, επειδή ήταν απομονωμένη από όλα τα άλλα τριτοβάθμια ιδρύματα, δεν είχαμε τη δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους. Υπήρχε… Εντάξει, αυτά, ο κόσμος αυτά δεν μπορούσε να τα σταματήσει. Η νεολαία είχε τα κλαμπ, υπήρχαν τα μπουζούκια κι όλα αυτά τα πράγματα. Και τώρα που λέω μπουζούκια, θα σε πάω ξανά πολύ πίσω, γιατί όταν μέναμε στον Νέο Κόσμο, ήταν πολύ κοντά μας οι Τζιτζιφιές. Η παραλιακή τότε δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που έχει τώρα. Καταρχάς, το Νέο Φάληρο, εκεί που είναι τώρα το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, ήταν μία απέραντη αμμουδιά, στην οποία πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο. Στις Τζιτζιφιές πηγαίναμε βόλτα το βράδυ και περπατούσαμε κι ήταν όλα, ειδικά το καλοκαίρι ήταν τα καλοκαιρινά μαγαζιά, τα μπουζουκάδικα, που έχω ακούσει πιτσιρικάς live τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη, τη Νίνου κι όλους αυτούς. Βέβαια, δεν μπαίναμε μέσα, γιατί εγώ ήμουν μικρός. Αλλά τους άκουγα απ' έξω, ακουγόντουσαν. Στις Τζιτζιφιές που ήταν τελείως αλλιώτικη παραλία τότε. Άλλες αναμνήσεις αυτές.
Πηγαίνατε με την οικογένεια τότε;
Ναι, κάναμε τη βόλτα μας και περνώντας απ' έξω τους ακούγαμε. Και μου 'λεγε ο πατέρας μου: «Από εδώ είναι ο Τσιτσάνης, εδώ είναι ο Παπαϊωάννου, εδώ είναι, αυτή είναι η Νίνου, η Μπέλλου» ή ξέρω 'γώ τι. Διάφορα τέτοια. Όπως επίσης στον δρόμο προς το Ίλιον, στην οδό Δυρραχίου, ακριβώς εκεί που είναι η γέφυρα, που κρατάει ακόμα το όνομα και τη λένε γέφυρα Ροσινιόλ. Πολύς κόσμος, βέβαια, δεν ξέρει γιατί τη λένε γέφυρα Ροσινιόλ. Εκεί, αριστερά μας είναι το κτήριο της ΔΕΔΔΗΕ. Ακριβώς εκεί, ήταν ένα νυχτερινό κέντρο, το «Ροσινιόλ», που φιλοξενούσε ονόματα όπως ο Τσιτσάνης, η Νίνου, ο Παπαϊωάννου και αυτά. Και περνώντας από 'κεί το βλέπαμε και ακουγόντουσαν κιόλας από το λεωφορείο. Συγγνώμη, σε πάω λίγο μπρος-πίσω, αλλά έτσι είναι κάποιες αναδρομές που θυμάμαι.
Εννοείται, ό,τι θέλετε. Κανένα πρόβλημα
Γυρίζοντας το φθινόπωρο του '70, ξαναπάμε στο "Babola" πάλι. Πάλι σ' αυτό το στυλ, να παίζουμε Σαββατοκύριακο απογευματινά, αλλά έχουν φύγει πια οι "Lazy Bones" και τους έχει αντικαταστήσει ένα άλλο γκρουπ, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Αλλά ο ντράμερ του γκρουπ είναι ο Γιώργος ο Τρανταλίδης. Εκεί πρωτογνωρίζω τον Γιώργο τον Τρανταλίδη, έναν χρόνο μικρότερος απ' εμένα. Και παίζουμε μαζί, με αυτό το γκρουπ. Βέβαια, ο Γιώργος σε σχέση με τους υπόλοιπους του γκρουπ ήταν μία κλάση πιο πάνω, όπως κι από όλους μας τους ντράμερ τότε. Κι απ' εμένα και από τον Νίκο τον Αντύπα, ήταν πάντα μία κλάση πιο πάνω απ' εμάς. Μελετούσε πολύ, είχε ανακαλύψει πολύ μικρός τη τζαζ και είχε τη μανία να μελετάει. Έκανε και κάτι περίεργα. Θυμάμαι, μία φορά έφερε κάτι σιδερένιες μπαγκέτες και λέει: «Θα κάνω κάτι χέρια με αυτά». Δύσκολα άφηνε άνθρωπο στα τύμπανά του.
Σας είχε αφήσει;
Εμένα με εμπιστευόταν, όμως. Και έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαμε να φέρουμε και δεύτερο σετ εκεί. Και θυμάμαι ένα απόγευμα πάνω στην ένταση, γιατί εκεί βαρούσαμε ασυστόλως. Και τότε τα πετάλια ήταν ένα πέτσινο, να συνδέει τον κόπανο με το πετάλι. Και απάνω στην ένταση, σπάει αυτό το πράγμα και μένουμε χωρίς πετάλι. Αμάν, τι κάνουμε τώρα; Λέω: «Πάω να φέρω το δικό μου». «Ώσπου να πας και να 'ρθεις;». Πετάγεται ένας με μία μηχανή: «Θα τον πάω εγώ με τη μηχανή και θα τον φέρω». Μου έφυγε η ψυχή στον δρόμο με αυτόν με τη μηχανή. Αλλά ώσπου να γυρίσουμε είχε βρει έναν τρόπο ο Γιώργος ο Τρανταλίδης, είχε βρει ένα καλώδιο, κάτι και το είχε φτιάξει εκεί και παίζαμε. Ένα από τα επεισόδια. Ε, τελείωσε και η σεζόν του '70… Εν τω μεταξύ εμείς τον χειμώνα… Αλλάζει ο χρόνος, γίνεται, έρχεται το '71. Και σκεφτόμαστε τότε, ήταν της μόδας η ντίσκο. Στην Πλάκα γινόταν χαμός. Ήταν τα κλαμπ, ήταν οι μπουάτ, ήταν οι ντίσκο. Η πρώτη ντίσκο που άνοιξε ήταν το '68, αν θυμάμαι καλά; Η «Καρυάτιδα». «Καρυάτιδες» τη λένε πολλοί, «Καρυάτιδα» είναι το κανονικό όνομα. Ήταν η «Καρυάτιδα», είχε καλοκαιρινή ταράτσα και κάτω την αίθουσα τη χειμερινή, σχετικά μικρή. Δίπλα ήταν η «Μέκκα». Πιο δίπλα, πιο κάτω είχε ανοίξει μία άλλη, δεν θυμάμαι το όνομά της. Στην οδό Λυσίου ήταν ο «Απόλλων». Από κάτω σε έναν δρόμο ήταν η [01:10:00]«Άβα», αυτό είναι πιο κυριλέ. Και επειδή ο «Απόλλων» είχε μεγάλη αίθουσα και είχε το όνομα «Απόλλων», γιατί τότε είχε γίνει η πτήση του «Απόλλων» για τη Σελήνη και η πρώτη προσεδάφιση. Και το είχε φτιάξει σε αυτό το στυλ. Έχω και μία φωτογραφία σχετική. Και σκεφτήκαμε να κλείσουμε την αίθουσα για ένα βράδυ και, αντί να κάνουμε συναυλία όπως κάναμε μέχρι τότε σε κινηματογράφους, να κάνουμε βραδινή συναυλία μέσα στην αίθουσα του «Απόλλων». Πιάνουμε, λοιπόν, γνωριζόμαστε με τον άνθρωπο που το είχε, τον Στάθη τον Αλεξόπουλο. Παρεμπιπτόντως, να σου πω ότι ο Στάθης ο Αλεξόπουλος ήταν πρώην πρωταθλητής βαρέων βαρών στην πυγμαχία και είχε πάει και στους Ολυμπιακούς του Μεξικό. Και είχε πάρει μέρος, δεν είχε πάρει βέβαια… Τότε ακόμα ο ελληνικός αθλητισμός ήταν στα σπάργανα. Αλλά είχε πάει στους Ολυμπιακούς. Και είχε αυτό το μαγαζί μαζί με τα αδέλφια του, τον Χρήστο και τον Αντώνη. Του λέμε την ιδέα μας, του άρεσε σαν ιδέα αλλά λέει: «Ρε παιδιά, εδώ εγώ έχω ένα μεγάλο μαγαζί. Θα μου το κλείσετε, θα μπορέσετε να το γεμίσετε το μαγαζί; Πώς θα βγούνε; Γιατί εδώ πέρα κάθε βράδυ θέλω τόσα λεφτά, θα μπορέσετε να το γεμίσετε;». Λέμε: «Τι σε νοιάζει εσένα; Τόσα δεν θέλεις; Τόσα θα πάρεις». Συμφωνούμε. Βγάλαμε τις προσκλήσεις, όλα αυτά. Το μόνο που περνούσε τότε από εφορία ήταν οι προσκλήσεις που κάναμε, τα εισιτήρια που κάναμε στους κινηματογράφους και οι προσκλήσεις σε αυτό, τα τρυπήσαμε κι αυτά στην εφορία. Βέβαια, οι φίλοι μας κι όλοι αυτοί αγόρασαν σαν τρελοί, έτσι; Και οι φαν του γκρουπ. Όχι μόνο γέμισε, αλλά έμεινε και κόσμος απ' έξω τελικά. Αλλά πριν φτάσω σε αυτό, πήγαμε το μεσημέρι να στήσουμε τα όργανα, τα οποία τα στήσαμε πάνω στην πίστα, γιατί δεν είχε βέβαια stage. Τα στήσαμε πάνω στην πίστα κι αρχίζουμε την πρόβα. Μόλις μας άκουσε ο Στάθης λέει… Δεν ήξερε τι θα ακούσει ο άνθρωπος. Μόνο που μας άκουσε, τρελάθηκε. Με το που τελειώνουμε την πρόβα για να δοκιμάσουμε τον ήχο και σταματάμε, έρχεται, μας αγκαλιάζει μας φιλάει, μας λέει: «Δεν περίμενα ότι θα ακούσω κάτι τέτοιο από ελληνικό συγκρότημα. Θα ξεκινήσετε να παίξετε εδώ. Προς το παρόν Σαββατοκύριακα, αν μπορείτε». Του λέμε :«Δεν γίνεται, γιατί είμαστε με συμφωνία εκεί. Όταν τελειώσουμε από 'κεί, αν θέλεις, προς την άνοιξη που θα τελειώσουμε, αν θέλεις, μερικές εμφανίσεις μπορούμε να τις κάνουμε εδώ. Να ζεστάνουμε την ατμόσφαιρα, να μας μάθει ο κόσμος. Και το '71, το φθινόπωρο που θα γυρίσουμε γιατί έχουμε κλείσει πάλι για Λουτράκι το '71 το καλοκαίρι. Το '71 θα γυρίσουμε και ξεκινάμε τη σεζόν εδώ, να παίξουμε χειμώνα στον "Απόλλωνα"». Δίνουμε και τα χέρια. Το βράδυ γίνεται ένας χαμός. Φοβερή επιτυχία, δεν έπεφτε καρφίτσα, ο κόσμος απ' έξω δεν μπορούσε να μπει. Γιατί αυτό ανέβαινες σκάλες, ήταν σε όροφο ανέβαινες σκάλες. Οι σκάλες γεμάτες, κόσμος απ' έξω, ήθελαν να μπουν, δεν γινόταν. Τέλος πάντων, είχε φοβερή επιτυχία αυτό το πράγμα. Κρατήσαμε επαφή, πηγαίναμε πού και πού. Εν τω μεταξύ, επειδή του άρεσε και αυτουνού η ιδέα, ήταν φίλος με τον Αλέκο τον Χρυσοβέργη. Τον ξέρεις, τον έχεις ακουστά; Τον Αλέκο τον Χρυσοβέργη; Τον λαϊκό τον συνθέτη. Τότε ο Αλέκος ο Χρυσοβέργης, πριν να γίνει λαϊκός συνθέτης και ασχοληθεί με λαϊκή μουσική, ήταν κιθαρίστας στην ορχήστρα του Tony Pinelli του Ιταλού. Και μετά, είχε φτιάξει ένα δικό του γκρουπ. Και επειδή ήταν φίλοι με τον Στάθη τον Αλεξόπουλο, έφτιαξαν ένα stage εκεί, το οποίο το χρησιμοποιήσαμε και εμείς μετά. Και άρχισε να παίζει ο Χρυσοβέργης με το γκρουπ του εκεί πέρα. Τέλος πάντων, εμείς πήγαμε Λουτράκι, περάσαμε καλά ένα καλοκαίρι ακόμα εκεί, και όταν γυρίσαμε ερχόμαστε σε επαφή τηλεφωνικά με τον Στάθη. Μας λέει: «Ελάτε και σας έχω και μία έκπληξη. Θα δείτε τι έχουμε να κάνουμε φέτος τον χειμώνα, τι έχει να γίνει στον "Απόλλωνα"». «Τι, ρε Στάθη;». «Έκπληξη, ελάτε». Δίνουμε ραντεβού, μπαίνουμε μέσα στο μαγαζί και οι τέσσερις και με το που μπαίνουμε, βλέπω δύο πλάτες με μακριά μαλλιά… Ο Στάθης κάθεται σε ένα τραπέζι, δύο πλάτες με μακριά μαλλιά και δίπλα από τον Στάθη ο Γιώργος ο Τρανταλίδης. Προχωράμε και ήταν οι "Socrates". Το Γιώργο, βέβαια, τον ήξερα, γιατί ήμαστε και φιλί από την "Babola" που παίζαμε μαζί. Tα δύο παιδιά τα είχα γνωρίσει… Eίχαμε μιλήσει μία φορά όταν έπαιζαν σαν "Persons" ακόμα, στον «Φλοίσκο» στη Φωκίωνος Νέγρη. Γνωριζόμαστε με τα παιδιά, μιλάμε και μας λέει ο Στάθης την ιδέα του: «Η ιδέα μου», λέει, «είναι ότι φέτος θα κάνουμε σχήμα "Socrates". Εγώ είχα μάθει εν τω μεταξύ ότι ο Γιώργος έχει πάει στους "Socrates", έχει φύγει ο παλιός τους ντράμερ, ο Ηλίας ο Μπουκουβάλας και έχει πάει στους "Socrates" και έχουν κάνει το τρίο. Σαν "Persons", ήταν πολύ περισσότερα άτομα. Μετά που έφτιαξαν… Με το πλήρες όνομα, "Socrates Drank the Conium", πήραν ντράμερ τον… Έφυγε ο πρώτος τους ντράμερ και πήραν τον Γιώργο τον Τρανταλίδη. «Φέτος, λοιπόν, το σχήμα θα είναι "Socrates" - "Explosives". Θα γίνει χαμός». Εν τω μεταξύ, έχουν φέρει τα παιδιά τα όργανα, τα έχουν στήσει ήδη. Γιατί, ξέχασα να σου πω, ότι μπαίνοντας είδαμε και αυτά. Και ο Γιώργος ο Τρανταλίδης είχε μία τεράστια, είχε πάρει τη Rogers και είχε μία τεράστια Grand κάσα, εικοσιτεσσάρα. Δεν υπήρχε πιο μεγάλο πράγμα. «Θα ξεκινήσετε», λέει, «πρόβες και θα φτιάξουμε το πρόγραμμα εδώ». Ωραία, ξεκινήσαμε τις πρόβες… Δεν ξέρουμε… Α, και τότε κάναμε και αυτή τη συναυλία που είδες την αφίσα στον Πειραιά. Και τότε δεν μας έλεγαν γκρουπ ροκ, μας έλεγαν ποπ ακόμα. Όπως θα δεις και στην αφίσα πάνω γράφει: «Το πρώτο ελληνικό συγκρότημα ποπ, "Socrates"». Ποπ συναυλία και τα λοιπά. Εκείνη η συναυλία ήταν καταπληκτική. Έγινε στην Τερψιθέα στον Πειραιά, δεν έπεφτε καρφίτσα, σείστηκε ο Πειραιάς. Στο τέλος της συναυλίας, μας ειδοποιούν, ότι: «Είναι κάποιοι κάτω στα παρασκήνια και θέλουν να σας μιλήσουν». «Εντάξει, ας πάμε να δούμε ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι». Πάμε και μένουμε με ανοιχτό στόμα, μπροστά σε τρεις ανθρώπους που μας δίνουν συγχαρητήρια και μας λένε καλά λόγια. Και αυτοί οι τρεις άνθρωποι είναι… Μας έφυγε και χτες κιόλας, η Ειρήνη Παππά, ο Λουκάς ο Σιδεράς, ο ντράμερ των "Aphrodite's Child", και ο Βαγγέλης o Παπαθανασίου. Κι έχουμε χαζέψει, δεν μπορούμε να αρθρώσουμε λέξη. Εντάξει, ξεθαρρέψαμε, μας είπαν οι άνθρωποι αυτά που ήταν να μας πουν. Μας είπαν: «Συνεχίστε, έχετε μέλλον, μπορείτε να κάνετε πολύ μεγάλα πράγματα. Και αν χρειαστείτε και κάτι απ' εμάς και μπορούμε να σας βοηθήσουμε…». Εκεί τελείωσε βέβαια το πράγμα, δεν τους ξαναείδαμε ποτέ, γιατί άλλαξαν τα πράγματα. Γυρίζοντας, μας λένε οι "Socrates": «Εμείς αποχωρούμε από το σχήμα». «Γιατί, ρε παιδιά;». «Εντάξει, για δικούς μας…». Είχαν και μάνατζερ τότε, τον Παύλο τον Δαμιανάκο. «Εμείς αποχωρούμε από το σχήμα». Δε μάθαμε ποτέ, ούτε ο Στάθης ο Αλεξόπουλος μας είπε ούτε αυτοί μας είπαν γιατί αποχώρησαν. Κι εγκαταστάθηκαν στο «Κύτταρο» που έμειναν χρόνια μετά. Και έτσι μείναμε μόνοι μας να κρατάμε τον «Απόλλωνα». Με τεράστια επιτυχία. Εκείνη την εποχή γνωρίσαμε και την Αννίτα την Κουτσουβέλη, η οποία ήταν ποιήτρια και τραγουδούσε κιόλας. Αυτή είχε πάει Αμερική, είχε κάνει και κάποια ταινία εκεί, είχε σπουδάσει στο "Αctors studio" και ήταν παντρεμένη με ένα από τα αδέλφια Coen, τους γνωστούς Coen, που κάνουν ταινίες και τα λοιπά. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, ήθελε να κάνει κι εδώ κάποια κατάσταση και σκέφτηκε να ξεκινήσει και με το τραγούδι. Βρεθήκαμε, λοιπόν, και φτιάξαμε δύο τραγούδια μαζί της. Το ένα σε στίχους δικούς της, το «Η Χλόη Περιμένει», υπάρχει και στο διαδίκτυο, στο YouTube, μπορείς να το βρεις. Και το άλλο, σε στίχους και μουσική του δικού μας, του Μιχάλη του Κατσιλιέρη, Λάκη όπως τον φωνάζουμε εμείς ακόμα. Ήταν τα χαϊδευτικά της μόδας τότε. Το «Τυλιγμένοι Στο Χάος». Αυτό, λοιπόν, γυρίστηκε, μπήκαμε στο στούντιο και το κάναμε σαρανταπεντάρι στην εταιρεία… Ο Πατσιφάς είχε τη «Λύρα», είχε και τη «Μινέρβα». Αυτό έγινε στη «Μινέρβα», στη δεύτερη εταιρεία του. Εκεί μας άκουσε και ο Πατσιφάς και μας έκανε πρόταση, καταρχάς να αλλάξουμε το όνομά μας σε ελληνικό και να κάνουμε και μουσική με ελληνικό στίχο. Τσινίσαμε βέβαια εμείς αλλά κάπου με το όνομα τα βρήκαμε λίγο. Αλλά έτσι κι αλλιώς η μουσική που κάναμε τότε ήταν και της μόδας τότε το progressive, classic rock, με στοιχεία βέβαια hard rock και όλα αυτά τα πράγματα. Και αρχίσαμε να φτιάχνουμε τα τραγούδια μας, τα οποία ήταν διάρκειας οκτώ-δέκα λεπτών, πολύ μεγάλα τραγούδια. Τα οποία είχαν ή ένα τετράστιχο στην αρχή που το έκαναν τριφωνία ή κάποιους στίχους ενδιάμεσα. Και αρχίσαμε να προχωράμε αυτήν τη δουλειά για να μπορέσουμε να κάνουμε τον δίσκο. Προχωράει και το πράγμα εν τω μεταξύ. Έχει γυριστεί ο δίσκος, έχει βγει στην αγορά, εμφανιζόμαστε στην…
Ο δίσκος της, το σαρανταπεντάρι.
Της Αννίτας της Κουτσουβέλη, ναι, με συνοδεία εμάς. Εμφανιζόμαστε σε μία εκπομπή που έχει στην τηλεόραση ο Νίκος ο Μαστοράκης στο «Ντισκοτέκ για Νεολαία» και παίζουμε αυτά τα δύο τραγούδια. Και βλέπει και ο πατέρας του δικού μας τον γιο του να παίζει με το συγκρότημα και κατάλαβε ότι δεν το έχει βάλει κάτω ο γιος του και συνεχίζει με το συγκρότημα. Τσίνισε λίγο, αλλά εντάξει, το θεωρούσε ότι το κάνουμε κάτι, λίγο σαν χόμπι. Αυτός δεν ήξερε ούτε ότι παίζουμε σε [01:20:00]κλαμπ ούτε ότι το καλοκαίρι ήμασταν στο Λουτράκι και παίζαμε, γιατί τον είχε πάρει η μαμά του Λάκη ότι πάμε μαζί τους διακοπές και τέτοια πράγματα. Εκείνη την εποχή γνωρίζουμε και τον Δημήτρη τον Ιατρόπουλο στον «Απόλλωνα». Ήταν φίλος του Στάθη του Αλεξόπουλου. Μας τον συστήνει και μας λέει ο Δημήτρης ο Ιατρόπουλος: «Παιδιά, επειδή μου αρέσετε πάρα πολύ και θέλω να κάνω μία δουλειά», ήταν στη Σουηδία τότε, πηγαινοερχόταν, κάτι τέτοια, «θέλω να κάνουμε μία δουλειά στην Ελλάδα. Να σας κάνω στίχους, να βάλετε τη μουσική και το παίξιμό σας, να πάμε για δισκογραφία;». Εντάξει, εμείς ολίγον έπαρση και λόγω ηλικίας και λόγω του ότι είχαμε κάνει… Είχαμε κάνει ένα σπουδαίο όνομα για εκείνη την εποχή, έτσι; Δηλαδή, η Αθήνα… Αυτό θα το δεις και στον μουσικό διαγωνισμό ενός περιοδικού που είμαστε ανάμεσα στα δώδεκα πρώτα συγκροτήματα και φτάσαμε μέχρι την πέμπτη θέση. Με πρώτη θέση τους "Socrates", μετά τους "Socrates", "Poll", «Πελόμα Μποκιού» και τα λοιπά, και να έχουμε φτάσει εμείς στην πέμπτη θέση. Και ήμασταν το μόνο μη δισκογραφημένο ακόμα γκρουπ, που δεν δισκογραφήθηκε και ποτέ τελικά. Και του λέμε:« Όχι, ξέρετε, εμείς γράφουμε δικούς μας στίχους». Τόσο μυαλό είχαμε, τόσο ξέραμε. Τέλος πάντων, υπήρχαν πολλές ευκαιρίες τότε για να κάνουμε πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά πάντα είχαμε το εμπόδιο του πατέρα του… Που δεν μπορούσαμε. Παρόλα αυτά συνεχίζουμε εμείς, να δουλεύουμε πάνω σε αυτά τα τραγούδια, για να κάνουμε αυτά τα πράγματα. Συνεχίζουμε πάντα με συναυλίες, σε πρωινά, σε κινηματογράφους σε όλα αυτά τα πράγματα. Μάλιστα, εκείνη την εποχή, που παίζαμε στον «Απόλλωνα», είχε διαλύσει εκείνο το γκρουπ ο Χρυσοβέργης, ο οποίος είχε μία φωνή που θύμιζε τη φωνή του Robert Plant των "Led Zeppelin". Και επειδή του αρέσαμε πολύ, ερχόταν πολλές φορές και τζαμάραμε, χωρίς πρόβα, χωρίς τίποτα. Ερχόταν κι έλεγε μερικά τραγούδια, ανέβαινε πάνω και επειδή του αρέσαμε, τραγουδούσε μαζί μας. Πού να ξέραμε τι θα γίνει μετά ο Αλέκος ο Χρυσοβέργης. Και εκείνη την εποχή ερχόταν ένας ντράμερ που γνωριστήκαμε εκεί, ο Λάκης ο Αρτόπουλος, ο οποίος έπαιζε στη «Σοφίτα» με τον Περγιάλη, τον ρεμπέτη, και με τη Μαρίζα Κωχ. Η Μαρίζα Κωχ τότε είχε ξεκινήσει και τραγουδούσε δημοτικά με συνοδεία μόνο τυμπάνων. Το ξεκίνησε με τον Νίκο τον Τσιλογιάννη από τα «Μπουρμπούλια», το συνέχισε με τον Γιώργο τον Τρανταλίδη, και εκείνη την εποχή ήταν στη «Σοφίτα» με τον Λάκη τον Αρτόπουλο. Ο Λάκης ο Αρτόπουλος κάθε Τετάρτη πήγαινε στην Τρίπολη και έπαιζε σε ένα σκυλάδικο, επειδή έβγαζε πολλά λεφτά. Οπότε κάθε Τετάρτη τον αντικαθιστούσα εγώ εκεί πέρα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, έχει μπει το '72. Αλλά εν τω μεταξύ, την Πρωτοχρονιά του '71 προς '72 την περάσαμε με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Παίζαμε στον «Απόλλωνα», να μην πέφτει καρφίτσα στον «Απόλλωνα», παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μέχρι κάτω στις σκάλες είχε κόσμο και τους πήγαιναν τα ποτά στις σκάλες, χώρια πόσοι ήταν απ’ έξω. Παράλληλα, όμως, έχουμε κλείσει σε ένα ξενοδοχείο, το οποίο είχε φέρει ένα γκρουπ Αμερικανών φοιτητών για να κάνουν Πρωτοχρονιά στην Ελλάδα. Κι ήθελαν ζωντανό γκρουπ να παίξει για το πάρτι το πρωτοχρονιάτικο. Α, ξέχασα να σου πω ότι το '68; Νομίζω… Παραμονή '68 προς '69 πρέπει να ήταν, παίξαμε σε ένα πάρτι Αμερικανών στρατιωτικών που ήταν εδώ, στην αμερικανική βάση, στο Ελληνικό, στο ξενοδοχείο «Παλμύρα», στη Γλυφάδα. Δεν θυμάμαι πώς μας ανακάλυψαν και έφτασαν σ' εμάς. Τέλος πάντων, μας ανακάλυψαν, έφτασαν σ' εμάς μας άκουσαν τους αρέσαμε. Εν τω μεταξύ, πειραματιζόμασταν κι εμείς τότε και με την Soul και με όλα αυτά τα πράγματα. Δεν είχαμε καταλήξει στο οριστικό στυλ του γκρουπ.
Θέλω να σας ρωτήσω, συγγνώμη που σας διακόπτω, επειδή στην αρχή παίζατε «Rolling Stones». Παίζατε αλλωνών μουσική. Πότε αρχίσατε να φτιάχνετε δική σας;
Παράλληλα, φτιάχναμε και ορισμένα δικά μας τραγούδια, τα οποία παίζαμε κιόλας. Αλλά - αυτά τα παίζαμε και στα μαγαζιά που παίζαμε. Αλλά και μετά, όταν ετοιμάζαμε τα δικά μας τραγούδια, κάποια από αυτά τα παίζαμε και στις συναυλίες. Μέχρι να ολοκληρωθούν όλα για να γίνει ο δίσκος. Λοιπόν, Πρωτοχρονιά '71 προς '72, επειδή είμαστε και στον «Απόλλωνα» και κλείνουμε και να παίξουμε σε αυτό το ξενοδοχείο στο πάρτι των Αμερικανών, έπρεπε να είμαστε και στο ένα και στο άλλο. Δισυπόστατοι δεν είμαστε, δεν γινόταν να είμαστε και στο ένα και στο άλλο. Λοιπόν, ο «Απόλλων» έτσι κι αλλιώς λειτουργούσε και σαν ντισκοτέκ, δηλαδή στα διαλείμματα τα δικά μας, έπαιζε μουσική ο dj. Για το ξενοδοχείο σκεφτήκαμε, πήραμε ένα συγκρότημα φίλους, οι οποίοι ήταν ερασιτέχνες τα παιδιά, αλλά έπαιζαν κάποια πράγματα. Όσο θα παίζαμε εμείς στον «Απόλλωνα», θα ανέβαιναν αυτοί να παίζουν στα δικά μας τα… Θα είχαν φέρει τα δικά τους τα όργανα. Θα έπαιζαν αυτοί εκεί, μέχρι να έρθουμε εμείς. Οπότε παίζαμε στον «Απόλλωνα», μόλις τελείωνε η ώρα μας στον «Απόλλωνα», κατεβαίναμε, άρχισε ο dj να παίζει μουσική, ταξί και κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Κατέβαιναν οι άλλοι, παίζαμε εμείς, παίζαμε όσο ήταν να παίξουμε, ξανά ταξί, πίσω στον «Απόλλωνα». Αυτό έγινε μέχρι τις 5:00 το πρωί, αυτό το πήγαινε-έλα. Πρέπει να έγινε τέσσερις-πέντε φορές αυτό το πήγαινε-έλα. Όλη τη νύχτα. Μας έφυγε η ψυχή, αλλά όταν είσαι νέος, δεν πολυχαμπαριάζεις. Οπότε, τελειώσαμε 5:00 πια, καταλήξαμε στο ξενοδοχείο, που τελείωσε εκεί το πάρτι. Και θυμάμαι ότι λυσσασμένοι, δεν είχαμε προλάβει ούτε να φάμε ούτε νερό να πιούμε. Κατεβαίνω στην κουζίνα, δεν είχε μείνει τίποτα. Το μόνο που βρήκα, ήταν ένας δίσκος που είχε μέσα Αθηναϊκή απείραχτη. Ξέρεις τι είναι η αθηναϊκή; Είναι μαδημένο ψάρι ανακατεμένο με μαγιονέζα και μέσα έχει αρακά, καροτάκια και τέτοια. Και βουτάω ένα κουτάλι και φάγαμε την αθηναϊκή.
Πώς ήταν αυτό το πήγαινε-έλα; Με τα ντραμς τι γινόταν;
Όχι, είχαν φέρει αυτοί δικά τους. Στον «Απόλλωνα» μάλιστα, επειδή είχε διασυνδέσεις με εξωτερικό και πήγαινε και ο ίδιος, μας έφερνε από Λονδίνο, ακυκλοφόρητους δίσκους. Και είχε γίνει το εξής ευτράπελο. Μας είχε φέρει ένα… Τον πρώτο 33αρι δίσκο των "Uriah Heep", το "Very Heavy". Τότε, στην Ελλάδα ένας δίσκος που κυκλοφορούσε στο εξωτερικό, έκανε χρόνο να έρθει εδώ πέρα. Και εμείς παρεμπιπτόντως να σου πω ότι όλες τις καινούργιες κυκλοφορίες τις ακούγαμε από τον σταθμό που είχαν οι Αμερικάνοι στην αμερικανική βάση του Ελληνικού. Και έκαναν ατελείωτες εκπομπές, έπαιζαν oldies but goodies, παλιά μουσική. Έπαιζαν όλες τις καινούριες κυκλοφορίες. Κι ερχόντουσαν κατευθείαν εκπομπές από Αμερική, του Wolfman Jack και κάποιων άλλων, πολύ γνωστών dj. Και ενημερωνόμασταν και ακούγαμε μουσική από 'κεί, με τα τρανζιστοράκια μας.
Λοιπόν, όταν ακούσαμε τον δίσκο των "Uriah Heep", πάθαμε ζημιά. Βαρύ hard rock και τέτοια πράγματα. Διαλέξαμε κάποια τραγούδια και κάναμε cover από 'κεί. Όμως στην Ελλάδα ήταν τελείως άγνωστα. Αλλά βέβαια, μόλις τα παίζαμε, γινόταν χαμός. Και ζούσαν όλοι με την εντύπωση ότι αυτά είναι δικά μας τραγούδια, γιατί τους ήταν άγνωστα. Βέβαια, δεν λέγαμε ότι είναι δικά μας. Όποιος ρωτούσε μετά τα λέγαμε ότι: «Ξέρεις, αυτά τραγούδια δεν είναι δικά μας. Υπάρχει ένα συγκρότημα στην Αγγλία που λέγεται "Uriah Heep", δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα εδώ, θα έρθει ο δίσκος». Κι όντως ήρθε μετά κι έγινε πολύ γνωστό το γκρουπ. Αλλά μέχρι τότε οι πρώτοι που έπαιξαν "Uriah Heep" στην Ελλάδα…
Σίγουρα ήσασταν εσείς.
Ήμασταν εμείς, γιατί, έπεσε στα χέρια μας αυτός ο δίσκος. Προς τον Μάρτιο, αν θυμάμαι καλά, το '72, διαφωνήσαμε σε κάποια πράγματα με τον Στάθη τον Αλεξόπουλο. Κι αποφασίσαμε να σπάσουμε το συμβόλαιο και να φύγουμε από το μαγαζί κοινή συναινέσει. Και όντως φύγαμε. Και τότε κάναμε το εξής: Ήρθαμε σε συμφωνία με τρία ή τέσσερα διαφορετικά κλαμπ και παίζαμε σαν guest γκρουπ μία εβδομάδα στο κάθε κλαμπ. Το πρώτο που παίξαμε ήταν… Δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Ένα πολύ καλό κλαμπ εκείνης της εποχής, που έπαιζε ένα καταπληκτικό συγκρότημα με έναν Γερμανό ντράμερ, τον Rainer. Τον είχα γνωρίσει και στο Λουτράκι είχε έρθει με, το '71 με ένα γκρουπ. Και ήταν και ο μόνος που είχε τύμπανα Gretsch στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν τότε. Και παίξαμε μία εβδομάδα σε αυτό το κλαμπ, μετά παίξαμε μία εβδομάδα στο "Hobby", στην οδό Κύπρου. Τότε έπαιζαν οι «Πελόμα Μποκιού». Παίξαμε μία εβδομάδα με τους «Πελόμα Μποκιού» σαν guest γκρουπ εμείς, παίξαμε και στο "VIP'S"; Ξέρεις, κάπου χάνεται τώρα η μνήμη μου. Πάντως θυμάμαι ότι παίξαμε ή σε τρία ή σε τέσσερα κλαμπ από μία εβδομάδα στο καθένα σαν guest γκρουπ. Και εκεί σταματήσαμε κι αρχίσαμε να δουλεύουμε τα τραγούδια μας. Α! Ξέχασα να σου πω κάτι ουσιαστικό. Το καλοκαίρι του '70, αφού τελειώσαμε το παίξιμο… Μάλλον το φθινόπωρο του '70, αφού είχαμε τελειώσει κι επιστρέψαμε στην Αθήνα, διαφωνήσαμε με τον κιθαρίστα μας τον πρώτο, τον Γιώργο τον Βλάχα, ο οποίος αποχώρησε από το γκρουπ και προσχώρησε στο γκρουπ που είχαμε γνωρίσει, που έπαιζε ντραμς ο Νίκος ο Αντύπας. [01:30:00]Και βρεθήκαμε μάλιστα κάποια στιγμή στον «Απόλλωνα», να παίζουν αυτοί σε ένα κλαμπ που ήταν από κάτω κι εμείς από πάνω. Και δεύτερος κιθαρίστας μας, ηλικίας… Εκλεκτικός κιθαρίστας, τεράστιο ταλέντο στην κιθάρα και τεράστιο ταλέντο στα ηλεκτρονικά… Αυτός μας έφτιαξε όλους τους μεγάλους ενισχυτές από μόνος του, που είχαμε μετά κάτι θηρία και παίζαμε. Ο Μάριος ο Ρουγγέρης, ανιψιός της Κάρμεν της Ρουγγέρη, της ηθοποιού. Εκπληκτικός κιθαρίστας, βαρύς, όμως, έτσι. Να φανταστείς, στην Α' Γυμνασίου, έμεινε στην ίδια τάξη, γιατί δεν ήξεραν καν ότι υπάρχει μέσα, δεν μίλαγε. Αλλά ιδιοφυής τύπος. Είναι αυτός που σου λέω ότι μετά τη διάλυση του γκρουπ, έφυγε στην Αμερική, συνέχισε σπουδές εκεί, τον προσέλαβε η Westinghouse έξι μήνες πριν καν πάρει το πτυχίο του και τώρα δουλεύει σε μία αμερικανική εταιρεία υψηλής τεχνολογίας στο Σαν Χοσέ, όπου μένει κιόλας. Έκανε μία πατέντα σε ένα τσιπάκι, από το οποίο έχει βγάλει πάρα πολλά χρήματα. Αυτή η εταιρεία είναι κύριος προμηθευτής της NASA σε υψηλής τεχνολογίας προϊόντα. Και ζει εκεί. Με αυτόν άλλαξε και το στυλ όλου του γκρουπ. Αυτός ήταν της σχολής Jimi Hendrix, το παίξιμο. Ο προηγούμενός μας ήταν στο στυλ της σχολής του Eric Clapton. Και εκεί γίναμε πιο hard, πιο σκληρός ο ήχος μας, άλλαξε όλο το στυλ του γκρουπ πια. Τέλος πάντων, αφού αποχωρήσαμε από τον «Απόλλωνα» και συνεχίσαμε να δουλεύουμε τα τραγούδια μας, μας φωνάζει ένας ατζέντης, όπως τους λέγαμε. Αυτοί που έκλειναν μουσικούς για διάφορα νούμερα για μαγαζιά, γιατί τότε υπήρχαν και καμπαρέ και τέτοια στην Αθήνα. Και έφερναν στριπτίζ, ζογκλέρ, χορούς ισπανικούς και τέτοια πράγματα. Και έκλειναν και γκρουπ ή μουσικούς για λαϊκά μαγαζιά ή για κλαμπ. Και μας ήξερε, ήταν… Ο Αλέκος ή ο Μάκης ο Πάλλας; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν πρώην τραγουδιστής που έκανε αυτή τη δουλειά. Και επειδή εμείς ξεχωρίζαμε στην πιάτσα, γιατί ήμασταν φοιτητές, μαθητές, ήμασταν καλά παιδιά, έτσι; Δεν ήμασταν, ξέρεις, αλητεία και τέτοια πράγματα, δεν μας επηρέασε η νύχτα αρνητικά. Παρότι ήμασταν από τα δεκαέξι και τις μικρές μας ηλικίες, δεν μας επηρέασε αρνητικά η νύχτα. Μας φωνάζει και μας λέει: «Ξέρετε, έχει έρθει ένας Έλληνας από το Οντάριο, ο οποίος έχει δύο τεράστια κλαμπ εκεί, στον Καναδά, που δουλεύουν κυρίως με φοιτητές. Αλλά θέλει να πάρει για το ένα του κλαμπ συγκρότημα από την Ελλάδα. Θέλει μόνο μία προϋπόθεση. Επειδή έχουν και τους γαλλόφωνους εκεί, εντάξει, δεν θέλει να τραγουδάτε γαλλικά. Να παίζετε τη μουσική που παίζετε, αλλά θέλει να πάρετε ένα πνευστό, σαξόφωνο, τρομπέτα, δεν ξέρω, ό,τι θέλετε εσείς, να μάθει να παίζει instrumental μερικά γαλλικά τραγούδια». Βρήκαμε και έναν σαξοφωνίστα κι αρχίσαμε πρόβες με αυτόν. Γιατί ήρθαμε, ξέρεις, σε… Μας γνώρισε με τον άνθρωπο, ήρθε, μας άκουσε, ενθουσιάστηκε και μας έκανε και την προσφορά του. Μας λέει: «Θα σας δώσω ένα συμβόλαιο για δύο χρόνια». Εννοείται με δικηγόρους, με ρήτρες, μέσω του μάνατζερ που μας σύστησε, όλα αυτά τα πράγματα και μας έδινε πάρα πολύ καλά λεφτά, χίλια δολάρια ο καθένας τη βραδιά. Και μιλάμε τώρα για '72 έτσι; «Φαγητό και ύπνος απ' εμένα και αν θέλετε να συνεχίσετε, να σας βοηθήσω να πάτε στο πανεπιστήμιο εκεί, αφού είσαστε φοιτητές και τέτοια πράγματα, εγώ θα σας βοηθήσω». Και φτάνει η ώρα του μεγάλου εμποδίου, ο πατέρας του Γιώργου του Δροσοπούλου που δεν υπέγραφε για να φύγει. Τότε η ενηλικίωση ήταν στα είκοσι ένα. Βρίσκαμε κι εμείς κάποια προβληματάκια στη στρατολογία, γιατί ήμασταν με αναβολή λόγω σπουδών οι δύο από το γκρουπ. Κι έτσι, του ζητήσαμε συγγνώμη του ανθρώπου, δεν μπορέσαμε να υλοποιήσουμε αυτό το συμβόλαιο. Και δεν μας έμεινε τίποτα άλλο, γιατί έπρεπε να αρχίσουν οι στρατοί, τελείωναν σπουδές, θα κοβόντουσαν αναβολές. Ο Μάριος ο Ρουγγέρης ήθελε να πάει στρατό, να τελειώσει, να φύγει, να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αμερική κι έτσι, εκεί διαλύεται πια το γκρουπ.
Το '72 ήταν και η…
Το καλοκαίρι του '72.
Το '72 ήταν και η χρονιά που θα κάνατε δίσκο;
Σταμάτησε και αυτή η ιστορία, αφού… Γιατί το είχαμε παραμελήσει με την ιδέα ότι θα φύγουμε, στην προσπάθεια να φύγουμε για Καναδά, είχαμε παραμελήσει τον δίσκο. Ο Πατσιφάς είδε ότι δεν προχωράμε, μας άφησε κι έτσι σταμάτησε και η ιδέα του δίσκου και δεν έγινε ποτέ. Και το κακό είναι ότι δεν υπάρχει ούτε εκείνη η μπομπίνα που είχαμε ηχογραφήσει όλο μας το ρεπερτόριο, cover και δικά μας. Γιατί τότε, δεν είναι όπως τώρα που έχουν μπροστά τα μόνιτορ και ακούνε και όλα αυτά τα πράγματα και τα μιξαρίσματα από τις κονσόλες. Τότε ήταν οι ενισχυτές πίσω μας, έμπαιναν τα όργανα και υπήρχε και μικροφωνική που έμπαιναν τα μικρόφωνα και ήταν όλα πίσω μας. Αυτός, λοιπόν, που μας νοίκιαζε τη μικροφωνική, είχε φέρει ένα μπομπινόφωνο και μας είχε γράψει όλο αυτό το πρόγραμμα. Η οποία χάθηκε και δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα.
Θυμάστε τη μέρα που καταλάβατε ότι τέλος με το συγκρότημα;
Ε, ναι, ήταν τότε, ότι είδαμε πια, κάτσαμε και συζητήσαμε και είδαμε ότι δεν πάει πια άλλο, είχε τελειώσει η ιστορία με το θέμα της "Lyra" για να κάνουμε δίσκο, είχε τελειώσει ο Καναδάς, τελείωναν οι αναβολές, μπαίναμε σε άλλη γραμμή πια, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο παρά μόνο εκείνο το καλοκαίρι. Προς το φθινόπωρο, είχα κάνει μία βόλτα να δω τον Άλκη τον Έξαρχο, λέω πριν πάω στρατό, να παίξω σε τίποτα λαϊκά και τέτοια πράγματα ή να δω με κάποιο άλλο συγκρότημα που μπορεί να με θέλει. Είχε γίνει μία κουβέντα με τους "Bluebirds" τότε, να δω μήπως βγάλω κάποια χρήματα μέχρι να πάω στον στρατό, αφού έτσι κι αλλιώς διαλυόμαστε. Δεν βρήκα κάτι, αυτά που μου πρότειναν δεν με ενδιέφεραν. Και μου λέει: «Να σου πω, εγώ ετοιμάζω να ξαναφτιάξω τους "Sounds"». Οι "Sounds" ήταν ένα πολύ καλό συγκρότημα της δεκαετίας του '60, και είχε τραγουδιστή τον μακαρίτη τον Τάκη τον Αντωνιάδη. Και συνόδευε και την Τάμμυ. Η Τάμμυ ήταν το πρώτο γυναικείο όνομα εκείνη την εποχή. Μάλιστα, όταν έφυγαν, το συγκρότημα που σου είπα, που ήταν με τον Νίκο τον Αντύπα, στο κλαμπ που ήταν κάτω, ήρθαν οι "Sounds" με τον Τάκη τον Αντωνιάδη και την Τάμμυ και τη Χριστίνα. Κι έπαιζαν κάτω κι είχαμε, ξέρεις, ανεβοκατεβαίναμε ο ένας στον άλλον, στα διαλείμματα. Τέλος πάντων, είχαν διαλυθεί και οι "Sounds", μου λέει: «Ξαναφτιάχνουμε τους "Sounds", αλλά από τους παλιούς "Sounds" έχουμε μόνο τον κιθαρίστα, τον Πάνο τον Καρμπουλώνη, και ψάχνω νέα… Και θέλω έναν καλό οργανίστα και ξέρω ότι ο δικός σας είναι πολύ καλός. Και λέω: «Εντάξει, να συζητήσω μαζί του και να στον στείλω. Αν τα βρείτε, να προχωρήσετε. Ποιους άλλους έχεις;». «Έχω τον Γιάννη τον Αγαπητό μπάσο». Πολύ καλός, έπαιζε στους "Saints" παλιά. Μετά σπούδασε κλασσικό κοντραμπάσο και ήταν σε Συμφωνική στην Κρατική και σε αυτά ο Γιάννης ο Αγαπητός. Μεγάλος μουσικός. «Ντραμς έχω», μου λέει, «τον Νίκο τον Αντύπα, κιθάρα θα είναι ο Καρμουλώνης, πλήκτρα αν έρθει ο δικός σας και τραγουδίστρια τη Διώνη». Τελικά, εντάξει, τα βρήκαν με τον δικό μου, φτιάχνουν τους "Sounds", κάνουν τις πρόβες και ξεκινάνε να παίζουν στο «Ακροπόλ Παλάς», το ξενοδοχείο που είναι απέναντι από το Πολυτεχνείο, τότε πολύ στα επάνω του και είχε και το night club από κάτω στο οποίο έπαιζαν μεγάλα ονόματα. Στο πρώτο μέρος έπαιζε, όπως ήταν χωρισμένα τότε, το μοντέρνο πρόγραμμα από τις 10:30 περίπου μέχρι τις 12:30- 1:00 και μετά ανέβαινε το λαϊκό πρόγραμμα μέχρι όπου πάει, 6-7-8 το πρωί είχα φύγει από 'κεί μέσα. Α! Εν τω μεταξύ, ήτανε οι "Sounds", οι οποίοι συνόδευαν τους «Νοστράδαμος». Οι «Νοστράδαμος» ήταν καθαρά φωνητικό γκρουπ έτσι; Και είχε στήσει το γκρουπ ο Στέλιος ο Φωτιάδης, πολύ καλός μουσικός. Ο άντρας της Γλυκερίας, της τραγουδίστριας, ο Στέλιος ο Φωτιάδης. Ήταν τότε η Κρίστη, η Αγγλίδα, η οποία παντρεύτηκε μετά τον πρώην ντράμερ των "Idols", τον Βασίλη τον Κωνσταντινίδη, και η Δέσποινα η Γλέζου και ο Ιπποκράτης ο Εξαρχόπουλος, ο επονομαζόμενος Τσάρλι. Και ήταν αυτό, έβγαιναν πρώτα έπαιζαν οι "Sounds" και μετά ανέβαιναν και οι «Νοστράδαμος» και τους συνόδευαν. Εγώ πήγαινα που και που έτσι και τους έβλεπα γιατί, εντάξει, δεν είχα και κάτι άλλο να κάνω το βράδυ. Οπότε κάποια στιγμή μου λέει ο Νίκος ο Αντύπας: «Να σου πω κάτι; Επειδή δεν έχει ντράμερ η λαϊκή ορχήστρα και παίζω και στη λαϊκή και μου βγαίνει η Παναγία, 10:30 μέχρι τις 6:00- 7:00 το πρωί. Δεν έρχεσαι εσύ να παίξεις στη λαϊκή ορχήστρα;». Λέω: «Ρε συ Νίκο, δεν έχω ξαναπαίξει λαϊκά πώς θα παίξω;». «Έλα», μου λέει. Τότε δεν έπαιζαν και δύσκολα πράγματα όπως παίζουν τώρα που είναι και γραμμένα, «Έλα κάνα δύο βράδια να με ακούσεις και παίζεις». Πράγματι έτσι έγινε κι έπαιξα όλη τη σεζόν στο λαϊκό πρόγραμμα στο «Ακροπόλ Παλάς». Ε, μέχρι που τελείωσε η σεζόν. Τα παιδιά έφυγαν μετά "Sounds", «Νοστράδαμος» πήγαν περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, με μεγάλη επιτυχία από ό,τι θυμάμαι.
Πώς σας φάνηκε το λαϊκό περιβάλλον;
Ε, στην αρχή όταν έπαιζαν κάποια έτσι πιο γνωστά και πιο καινούργια τραγούδια που είχαν κάτι πιο ενδιαφέρον στο παίξιμο, εντάξει… Γινόταν βαρετό όμως, τόσες ώρες ό,τι και να κάνεις, μετά έβγαζαν… Με ρεμπέτικα, με τέτοια πράγματα. Κάποια πιο βαριά λαϊκά προς το τέλος, σπάσιμο πιάτων, [01:40:00]ιστορίες και τέτοια. Αφού στο τέλος πια, χαζοπαίζαμε εκεί να χορεύει ο άλλος από κάτω, να σπάει πιάτα, να αφήνει λεφτά στο μαγαζί κι εμείς να χαζολογάμε πάνω στο πάλκο μεταξύ μας.
Θα ήθελα να…
Α, είχαμε μάλιστα και σαν guest τραγουδιστή τον ηθοποιό, τον Χρήστο τον Νέγκα. Βέβαια, είχα λαϊκά ακούσματα, γιατί τότε σε όλες τις γειτονιές έπαιζαν τα ραδιόφωνα λαϊκά, στα πανηγύρια και σε όλα αυτά που ερχόντουσαν οι λαϊκοί τραγουδιστές. Ακούγαμε όλα αυτά τα πράγματα. Στο σπίτι ο πατέρας μου είχε το γραμμόφωνο με τους δίσκους των 75 στροφών που ήταν 75 στροφών, αλλά είχαν ένα τραγούδι στην κάθε πλευρά. Και είχε μία τεράστια συλλογή, τουλάχιστον πεντακόσιους τέτοιους δίσκους, που αν την είχα σήμερα και δεν την είχαμε πετάξει, θα έκανε εκατομμύρια, ήταν αυθεντική. Και είχα ακούσματα τέτοια λαϊκά, όπως είχαμε όλοι μας. Δηλαδή, θες δεν θες, περνάει. Όπως έχει μείνει η ανάμνηση την Κυριακή το μεσημέρι του ραδιοφώνου να μεταδίδει το ματς του ποδοσφαίρου. Που έπαιζαν ποδόσφαιρο και τότε το άκουγες από το ραδιόφωνο. Όσοι δεν πήγαιναν στο γήπεδο, το άκουγαν από το ραδιόφωνο και πόσοι να πάνε πια στο γήπεδο; Έτσι ακούσαμε τότε, από το ραδιόφωνο, τη μεγάλη νίκη της ΑΕΚ που πήρε το '68, με την μεγάλη εκείνη ομάδα που πήρε το ευρωπαϊκό. Τι είχε πάρει τότε, ευρωπαϊκό ήταν; Νομίζω. Ήταν με την μεγάλη ομάδα που είχε, τον Γιώργο τον Αμερικάνο, τον Ζούπα, τον Τρόντζο, τον μακαρίτη τον συνεπώνυμό μου, τον Μόσχο.
Το είχατε παρακολουθήσει αυτό;
Από το ραδιόφωνο. Αυτό παίχτηκε στο Καλλιμάρμαρο. Αυτός ο αγώνας παίχτηκε στο Καλλιμάρμαρο, είχαν στήσει στη μέση ένα γήπεδο μπάσκετ και παίχτηκε εκεί. Όσοι είχαν πάει τότε.
Θυμήθηκα ένα ευτράπελο που είχε γίνει. Δεκαετία του '60, δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά. Που είναι Πρωταπριλιά και βγαίνει στο ραδιόφωνο ο Μαστοράκης και λέει το εξής: «Έρχονται εκτάκτως οι "Beatles" για το γύρισμα της νέας τους ταινίας στην Αθήνα και την τάδε ώρα απόψε το βράδυ θα κατεβαίνουν με ένα ανοιχτό αυτοκίνητο και οι τέσσερις μέσα, και θα τραγουδάνε το τραγούδι τους, το "Baby You Can Drive My Car". Όσοι θέλετε, να τους δείτε». Και ξεκινούν όλοι, ήθελα να ξεκινήσω κι εγώ, δεν με άφησαν γιατί ήμουν μικρός, δεν με άφησαν οι δικοί μου να κατέβω στην Αθήνα και κατέβηκαν χιλιάδες κόσμος να δουν τους Beatles. Και ανακαλύπτουν ότι ήταν το Πρωταπριλιάτικο ψέμα του Μαστοράκη. Κι αγρίεψαν και ξεκίνησαν να πάνε στα Λιόσια στη «Ραδιοφωνία», ήταν εκεί που είναι και τώρα η «Ραδιοφωνία». Και την πολιόρκησαν, έγιναν φασαρίες, μαζεύτηκε η αστυνομία, χαμός. Απίστευτο ψέμα, αλλά τσίμπησε χιλιάδες κόσμος και κατέβηκε να δει τους "Beatles", που δεν βέβαια δεν ήρθαν ποτέ γιατί ήταν Πρωταπριλιάτικο.
Γκαφατζής ο Μαστοράκης.
Όταν πια τελειώνει η σεζόν του… Έχει πάει πια '73, τελειώνω, διακόπτω την αναβολή μου και παρουσιάζομαι στον στρατό. Μετά από κάποιους μήνες βασικής εκπαίδευσης στον στρατό και εκτός Αθήνας, παίρνω μετάθεση για στρατιωτική μουσική της ΑΣΔΕΝ. Στην ΑΣΔΕΝ ήμουν περίπου είκοσι έναν μήνες, γιατί τελικά υπηρέτησα τριάντα μήνες, γιατί έγινε η επιστράτευση και μας κράτησαν έξι μήνες παραπάνω.
Πού ήσασταν;
Τότε η μουσική της ΑΣΔΕΝ ήταν στον σταθμό Λαρίσης, απέναντι από τον σταθμό Λαρίσης, εκεί που είναι τώρα κάποιο κτήριο του… Αυτά τα κτήρια έχουν γίνει κάτι δημοτικό, δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Εκεί πέρα ήταν, στεγαζόταν στο μεγάλο κτήριο που δίπλα είναι, ήταν η στρατιωτική διοίκηση Αθηνών, στην Πλάκα ήταν το στρατηγείο της ΑΣΔΕΝ και δίπλα, στο μικρό κτήριο με τα πιο χαμηλά ήταν το Φρουραρχείο, το κέντρο διερχομένων, το στρατιωτικό ταχυδρομείο, η βάση που ξεκινούσε για όλη την Ελλάδα και η μουσική της ΑΣΔΕΝ. Εκεί στεγαζόμασταν και με την μπάντα πηγαίναμε σε όλες τις εκδηλώσεις που, μπορεί να πέθαινε κάποιος στρατηγός, έπρεπε να πάμε στην κηδεία να παίξουμε, μικρό τμήμα, σε κάποιες λιτανείες, στην Ανάσταση και τέτοια πράγματα. Πηγαίναμε όταν ερχόταν κάποιος καινούργιος πρέσβης για τα διαπιστευτήρια να παίξουμε εκεί, όταν ερχόταν κάποιος αρχηγός ξένου στρατιωτικού επιτελείου, επίσκεψη πρωθυπουργών, κι όλα αυτά τα πράγματα, συμμετείχε. Στις δε παρελάσεις τότε, συμμετείχε όλη η μπάντα και γύρω στα ογδόντα άτομα. Δηλαδή, για 25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου, συμμετείχε… Τότε γινόντουσαν και οι δύο στην Αθήνα, δεν είναι όπως τώρα που είναι μοιρασμένα, Θεσσαλονίκη 28η, 25η εδώ. Τότε γινόντουσαν και οι δύο εδώ. Και βέβαια στην επέτειο της 21ης, πηγαίναμε κι εκεί. Καταθέσεις στεφάνων στο μνημείο του Αγνώστου και τα λοιπά. Αλλά εκτός από την μπάντα, είχε και μία ορχήστρα, η οποία έπαιζε το καλοκαίρι στα στρατιωτικά θέρετρα, εδώ στον Άγιο Ανδρέα, και τον χειμώνα έπαιζε σε διάφορα σημεία που υπήρχανε δεξιώσεις στρατιωτικών. Κυρίως στη Στρατιωτική Λέσχη, που είναι στη Ρηγίλλης. Εγώ μπήκα μία φορά μέσα σε αυτή τη λέσχη κι έπαθα ζημιά. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς… Η πολυτέλεια, τα σκαλοπάτια, τα πατώματα κάτω γυάλιζαν σαν καθρέφτες. Έχει κάτι πανοπλίες μέσα, κάτι τέτοια πράγματα. Υπέροχος διάκοσμος. Στην ορχήστρα έπαιζαν κυρίως μόνιμοι. Έφεδρος ήταν μόνο ο πιανίστας, ο μπασίστας κι εγώ σαν αναπληρωματικός ντράμερ του μονίμου. Πρέπει να έπαιξα μόνο δύο φορές με την ορχήστρα. Συνήθως έπαιζα στην μπάντα ταμπούρο. Τον Ιούλιο του '74, έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο και ακολούθησε εισβολή των Τούρκων. Κηρύχθηκε εδώ γενική επιστράτευση. Δεν θα ξεχάσω εκείνη την ημέρα. Εμείς σαν στρατιώτες μουσικής δεν είχαμε ούτε όπλα ούτε φυλάγαμε, εμείς πηγαίναμε το πρωί και το μεσημέρι φεύγαμε. Αν έβγαινε καμία υπηρεσία, μπορούσαμε να πάμε στην υπηρεσία και μετά να γυρίσουμε, να πάμε στα σπίτια μας. Κι έμενε μόνο ένας κάθε βράδυ, για να πάρει τα σήματα από το τηλέφωνο, αυτό ήταν. Δεν είχαμε ούτε όπλα, ούτε τίποτα. Με το που κηρύχθηκε η επιστράτευση, μέσα σε μισή ώρα να πω; Όλος εκείνος ο χώρος, μπροστά από τον σταθμό Λαρίσης, είχε γεμίσει με χιλιάδες κόσμο που ερχόντουσαν να παρουσιαστούν. Μία ανοργανωσιά απίστευτη, ένα πράγμα φοβερό. Οπότε, ο… Είχαμε διοικητή όλου του στρατοπέδου, γιατί ήταν σαν στρατόπεδο που η κάθε μονάδα είχε τον δικό της διοικητή, αλλά είχαμε και τον στρατοπεδάρχη, τον συνταγματάρχη τον Βασιλόπουλο, τον θυμάμαι, ο οποίος μάλιστα θα αποστρατευόταν και σε μερικές μέρες ως ταξίαρχος. Και δίνει εντολή να πάρουμε όλοι όπλα, μας έφεραν κάτι… Εμείς δεν είχαμε όπλα και μας έφεραν κάτι, πού τα ξετρύπωσαν; Κάτι Enfield του 1800 με κάτι ξιφολόγχες από 'δώ μέχρι απέναντι, ένα μέτρο. Γιατί ο κόσμος προσπαθούσε να ανέβει από τα κάγκελα, να μπουν μέσα να μάθουν πού πάνε, τι κάνουν, αν θα ντυθούν, δεν ήξερε κανένας να τους πει τίποτα. Και να κουνάνε τα κάγκελα, να πηγαίνουν, να κοντεύουν να τα γκρεμίσουν και μας λένε: «Γδύστε τις ξιφολόγχες και βάλτε τες πάνω στα όπλα, να τους κρατήσετε μακριά». Εξαγριώθηκε ο κόσμος: «Δεν ντρέπεστε; Εμείς ερχόμαστε να καταταγούμε για την πατρίδα και εσείς μας κρατάτε με τις ξιφολόγχες;». Τέλος πάντων, κάπου ηρέμησαν λίγο τα πράγματα κι άρχισε να μπαίνει σιγά-σιγά με κάποια τάξη ο κόσμος. Δεν υπήρχαν ούτε στολές… Τους έδιναν κάτι στολές από το '40. Με κάτι εγγλέζικα… Τα γαλόνια ανάποδα με κάτι… Άνοιγαν κάσες με όπλα, δεν υπήρχε τίποτα. Άνοιγαν φακέλους να δούνε τα σχέδια και τα λοιπά… Υποτίθεται ότι εάν προχωρούσε το πράγμα, η ΑΣΔΕΝ ολόκληρη, σαν ΑΣΔΕΝ θα έφευγε και θα πήγαινε στη Λάρισα. Και εμείς σαν στρατιωτικοί μουσικοί θα διαλυόμαστε. Εμείς σαν στρατιώτες, επειδή ανήκαμε οργανικά στην ΑΣΔΕΝ, με απόσπαση στρατιωτικοί μουσικοί της ΑΣΔΕΝ, θα γυρίζαμε στη βάση μας σαν στρατιώτες στο στρατηγείο της ΑΣΔΕΝ. Και οι άλλοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί κι αυτά, θα πήγαιναν σε διάφορες άλλες μονάδες μάχιμες και δεν ξέρω τι άλλο. Τέλος πάντων, δεν έφτασε εκεί το πράγμα. Μόνο ένας-δύο λοχαγοί έφυγαν απ' εμάς και τους πήγαν κάπου… Κακοπέρασαν όλοι όσοι είχαν πάει έξω, γιατί υπήρχε ανοργανωσιά. Και δεν θα ξεχάσω, μας στέλνουν τρεις στρατιώτες και έναν υπαξιωματικό στον Πειραιά, να φορτώσουμε, λέει, τους ανθρώπους που θα πήγαιναν για να καταταγούν στην 8η Μεραρχία στα Γιάννενα. Και κάναμε εμείς επίταξη τώρα των λεωφορείων, των αστικών λεωφορείων, και τα φορτώνουμε με κόσμο για να πάνε στην Ήπειρο. Τώρα ποιοί έφτασαν, πού έφτασαν, ο Θεός και η ψυχή τους, δεν έχω ιδέα. Κατά τις 5:00-6:00 το πρωί, ήμασταν λιώμα πια. Τρεις άνθρωποι με έναν υπαξιωματικό, τι να πρωτοκάνουμε; Χιλιάδες ο κόσμος. Εμφανίστηκαν κάποιοι της ΕΣΑ να αναλάβουν εκείνοι. Και, θυμάμαι, πήγα και έπεσα σε ένα καροτσάκι από αυτά που είχαν οι βαστάζοι τότε, ένα ξύλινο καροτσάκι κι έπεσα εκεί μέσα να κοιμηθώ λίγη ώρα. Και στο τέλος ξυπνήσαμε να γυρίσουμε πίσω στη μονάδα μας. Τώρα από τον Πειραιά πώς θα γυρίζαμε; Βγαίνουμε στον δρό[01:50:00]μο, περνούσε ένα λεωφορείο. Το σταματάμε. Στρατός. Το σταματάμε, το επιτάσσουμε και μας πάει στον σταθμό Λαρίσης. Άρχισε όλη η ιστορία, άρχισαν οι διαδόσεις: Τι θα γίνει; Θα γίνει πόλεμος, δεν θα γίνει; Φόβος, κακό. Κάπου ξεθαρρέψαμε, τα βράδια βγαίναμε γύρω γύρω στις πλατείες και χαλούσαμε τον κόσμο. Εν τω μεταξύ, εμείς δεν είχαμε τίποτα εκεί πέρα. Γιατί σάκους κι όλα αυτά, ή με πολιτικά πηγαίναμε ή με τη στολή εξόδου στη μουσική. Γιατί ο καθένας μας είχε οκτώ στολές για κάθε περίσταση. Γιατί έπρεπε, όπως ήταν οι μόνιμοι, έπρεπε να 'μαστε και οι έφεδροι, να υπάρχει ομοιομορφία. Εκεί πέρα λέω: «Μπαμπά, φέρε μου τον σάκο», τέτοια πράγματα. Γιατί μας είδε ο στρατηγός από πάνω της στρατιωτικής διοίκησης και λέει: «Αυτοί που γυρίζουν κάτω…». Όλοι, και ο ίδιος φορούσαν στολές εκστρατείας, «Αυτοί που γυρίζουν με τις στολές εξόδου τι είναι;». «Είναι της μουσικής, στρατηγέ». «Τα γαϊδούρια! Γρήγορα…». Τέλος πάντων, μαζευτήκαμε δεν είχαμε και πού να μείνουμε. Κουβαλούσαμε κάτι ράντζα, κάτι τέτοια από το σπίτι μας, να κοιμηθούμε, ο ένας πάνω στον άλλο. Πού να χωρέσουμε; Όλο το κτήριο της στρατιωτικής μουσικής ήταν ένας διάδρομος, το γραφείο του διοικητή, μία αποθήκη, άλλα δύο γραφεία, μία αίθουσα μεγάλη που κάναμε πρόβες, πολύ μεγάλη για να κάνουμε πρόβες όλη η μπάντα, η αίθουσα που έκανε πρόβες η ορχήστρα και μία αίθουσα με ντουλάπες που βάζαμε τα όργανα. Κι εκεί βολευτήκαμε. Φέραμε κάτι ράντζα, κάτι τέτοια πράγματα και κοιμόμασταν, δεν είχαμε. Και φαγητό μας έφερναν οι δικοί μας απ' έξω, γιατί εμείς δεν ήμασταν στο πρόγραμμα του φαγητού για εκεί μέσα. Τέλος πάντων, αφού έπεσε τελικά η κυβέρνηση, άρχισαν οι διαδόσεις, τι θα γίνει, τι θα κάνουμε, ακούγεται ότι έρχεται ο Καραμανλής. Όντως, λοιπόν, μαθαίνουμε, γιατί τα μαθαίναμε και από πρώτο χέρι, μαθαίνουμε ότι τον έχει παραλάβει το αεροπλάνο κι έρχεται στην Ελλάδα και θα κάνει πρώτη σύσκεψη στο ΓΕΣ με τον Ντάβο, τον Φαίδωνα τον Γκιζίκη και τους υπόλοιπους που είχαν μείνει. Γιατί οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί άπαντες, δεν έβρισκες άνθρωπο, κανένας να μιλήσει. Έψαχνε ο Αμερικανός πρέσβης να βρει άνθρωπο και δεν έβρισκε κανέναν. Και τελικά, ερχόμενος ο Καραμανλής έκανε σύσκεψη στο ΓΕΣ με αυτούς. Και παίρνουμε επείγον σήμα από το ΓΕΣ, να παρουσιαστεί άγημα της στρατιωτικής μουσικής με ένα άγημα πεζοναυτών να υποδεχθεί τον Καραμανλή. Φτάνουμε στο ΓΕΣ, παράταξη, μουσική, πεζοναύτες. Φτάνει ελικόπτερο, κατεβαίνει ο Καραμανλής και μας βλέπει μπροστά του και τα χάνει. Και δεν το περίμενε ότι θα έχει και τέτοια υποδοχή. Κατεβαίνει από το ελικόπτερο, παίζουμε εκεί τα σχετικά της υποδοχής κι όλα αυτά τα πράγματα, Εθνικό Ύμνο, σημαίες και δεν συμμαζεύεται, ήρθε κοντά μας, συνεχάρη τον επικεφαλής της μουσικής μας, τον λοχαγό, τον Καρυδάκη, συνεχάρη τον επικεφαλής των πεζοναυτών, «Μπράβο, παιδιά», ξέρεις… Κι έφυγαν μέσα για τη σύσκεψη. Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση. Αναπάντεχο για αυτόν, αναπάντεχο και για εμάς. Μετά πήραν τον δρόμο τους τα πράγματα. Εντάξει, εγώ είχα αποφασίσει πια, αφού τελείωσα κι από τη στρατιωτική μουσική, να μη συνεχίσω με τη μουσική και άρχισα να ασχολούμαι με τον τομέα των πωλήσεων. Ανέβηκα ιεραρχικά σιγά σιγά, μέχρι που έφτασα διευθυντής πωλήσεων. Τέλος πάντων, έφυγα σαν συνταξιούχος διευθυντής πωλήσεων της ελληνικής χαλυβουργίας.
Μία ιστορία από μόνο του αυτό, φαντάζομαι.
Ε, ναι. Γιατί ενδιάμεσα, για να μπορέσω να ανέβω κιόλας, γιατί τότε δεν ξεκινούσα… Ερχόσουν με ένα μεταπτυχιακό και σε κάρφωναν σε μία θέση και δεν ήξερες πού πάνε τα τέσσερα. Το μόνο που ξέρουν τώρα είναι να διαβάζουν πέντε στατιστικά. Τότε, έπρεπε να ξέρεις την αγορά. Γιατί η αγορά ήταν ζωντανή. Έπρεπε να ξέρεις τους υπευθύνους, τον τρόπο που πουλάς, ποιος αγοράζει, τι κάνει, τον ανταγωνισμό σου, τα πάντα. Δεν ήταν μόνο στατιστικά στοιχεία όπως τώρα, και να κάνουμε διαγράμματα του μάρκετινγκ και να ψάχνουμε από τα χαρτιά να βρίσκουμε την άκρη. Ήταν αλλιώς τα πράγματα. Κι ανέβαινα σιγά σιγά την ιεραρχία και όποτε υπήρξε παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια και η επιμόρφωσή μου με σεμινάρια… Είχα την τύχη να ζητήσουμε από τα ΤΕΙ της Αθήνας, στελέχη εταιρειών πεπειραμένα για να κάνουν ένα πιλοτικό πρόγραμμα μεταπτυχιακό σε management marketing. Οπότε, ήταν και δωρεάν, το παρακολούθησα. Αργότερα, έκανα άλλο ένα στην ΕΔΕ, συν τα σεμινάρια τα ενδιάμεσα. Και έτσι μπόρεσα και εγώ να ανέβω ιεραρχικά. Αυτή είναι περίπου έτσι η ιστορία μας.
Αλλά την ξαναπιάνετε τη μουσική.
Τη μουσική την ξαναπιάνω, γιατί μετά από πολλά χρόνια, το 2001, ένας φίλος, ο Θανάσης ο Αλατάς, ο οποίος έπαιζε με τα «4 Επίπεδα της Ύπαρξης», είχαν κάνει κι έναν δίσκο αυτοί. Θα σου πω γιατί λέω το όνομά του και το συγκρότημα, γιατί έχει σημασία. Μας κάνει μία τιμητική βραδιά, γιατί ανακατευόταν στον Δήμο. Μας κάνει μία τιμητική, όχι βραδιά, ημέρα, το 2001. Όπου έρχονται διάφορα συγκροτήματα να παίξουν, μεταξύ των οποίων έρχεται με μία μπάντα, όχι τους Πυξ Λαξ, μία δική του μπάντα με μουσικούς, ο μακαρίτης, ο Μάνος ο Ξυδούς, που μας ήξερε από… Γιατί είμαστε συνομήλικοι με το Μάνο, μας ήξερε από πιτσιρικάς που ερχόταν στις συναυλίες μας και μας παρακολουθούσε. Είπε όμορφα λόγια για εμάς: «Εμείς αυτούς ακούγαμε και μάθαμε και γίναμε». Και από τότε άρχισε να μας τριβελίζει ο Αλατάς: «Κάντε ένα reunion». «O κιθαρίστας μας είναι έξω, τι reunion να κάνουμε;». «Να τον βρούμε». Έψαξε ο τρελός και τον βρήκε στην Αμερική. Αλλά ο άνθρωπος δεν μπορούσε, βέβαια. Για να έρθει πρέπει να έρθει, να έχει χρόνο να κάνει πρόβες, να έχει χρόνο να παίξουμε… Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, ο άνθρωπος είχε υποχρεώσεις επαγγελματικές, σοβαρές. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, το 2011, μας έπεισε να κάνουμε το reunion. Εγώ είχα να παίξω τριάντα οκτώ χρόνια κι ο μπασίστας μας το ίδιο. Ο μόνος που έπαιζε, ήταν ενεργός μουσικός, γιατί είχε φύγει και Σουηδία κι είχε παίξει με μεγάλα ονόματα, είχε έρθει κι εδώ είχε παίξει στο Ηρώδειο, είχε παίξει με Θεοδωράκη με όλα αυτά, με πολλά μεγάλα ονόματα και ήταν ενεργός μουσικός και κορυφαίος μουσικός. Και αποφασίσαμε να πάρουμε δύο άλλους μουσικούς support, να μας καλύψουν τα κενά. Οπότε, όλο το καλοκαίρι ψιλομελέτησα λιγάκι και με τη βοήθεια του Νίκου του Σιδηροκαστρίτη. Και στις 4 Δεκεμβρίου το 2012 κάνουμε την πρώτη μας πρόβα στο στούντιο. Αρχίζουμε να παίζουμε. Κάθισα στα τύμπανα, γιατί δεν είχα κάτσει, σε κάτι pad έκανα μελέτη. Νόμιζα ότι κάθομαι σε cockpit αεροπλάνου, έτσι μου φάνηκαν τα τύμπανα. Σιγά-σιγά προσαρμόστηκα, άρχισαν οι πρόβες με κάποια παλιά κομμάτια που είχαμε στο ρεπερτόριό μας, σιγά-σιγά αρχίσαμε να το στρώνουμε. Μας σαπορτάριζε λίγο και η Ευτυχία σε κάποια πράγματα. Στρώσαμε κάποιο ρεπερτόριο. Αποφασίσαμε να παίξουμε σε κάποιο live, για να μας ξαναδούν οι παλιοί φίλοι που ήθελαν να μας δουν. Εν τω μεταξύ με παλιούς φίλους από το Ίλιον μουσικούς, ξαναϋπήρχε ένα μουσικό καφενείο που υπήρχε σε αυτόν τον χώρο, εμείς κάναμε το μουσικό στέκι Ιλίου με τη βοήθεια του Δήμου που μας έδινε μία αίθουσα στο πολιτιστικό κέντρο, στο «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο ήταν στημένο κανονικά, σαν νυχτερινό μαγαζί. Δηλαδή είχε stage, τραπέζια, καρέκλες και τα λοιπά. Το μόνο που δεν επιτρεπόταν ήταν να υπάρχουν ποτά και τέτοια, δηλαδή να πουλάς. Ο καθένας έπρεπε να φέρει την μπίρα του ή οτιδήποτε άλλο. Κάναμε αυτό το μουσικό στέκι και αρχίσαμε σιγά-σιγά να φέρνουμε φίλους μουσικούς με τα σχήματά τους να παίζουν εκεί. Και καθιερώθηκε. Αυτό το πράγμα κράτησε… Κάθε Δευτέρα είχαμε αυτή την εκδήλωση. Και πέρα από αυτό, κάναμε και συναυλίες. Στη Λευκή Νύχτα, στην Ευρωπαϊκή Ημέρα Μουσικής που ερχόντουσαν σχήματα που είχαν παίξει τον χειμώνα στο Μουσικό Στέκι, ερχόντουσαν κι έπαιζαν το καλοκαίρι σε αυτά. Το πρώτο, λοιπόν, ξεκίνησε Μάρτιο. Δεν θυμάμαι, πρέπει να ήταν αρχές Μαρτίου; 4-5 Μαρτίου; Κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν. Κάνει το πρώτο του ξεκίνημα το Μουσικό Στέκι. Παίζουν κάποια συγκροτήματα και σαν guest έκπληξη, μας παρουσιάζει ο Θανάσης ο Αλατάς με τον υπεύθυνο του Δήμου: «Το συγκρότημα που αγάπησαν όλοι τότε στο Ίλιον, στα Νέα Λιόσια, οι "Explosive"». Και ανεβαίνουμε και παίζουμε τέσσερα τραγούδια. Μας φώναζαν, δεν μας άφηναν να κατέβουμε. Τέλος πάντων, τους λέμε: «Η συνέχεια θα γίνει στο "Βινύλιο"». Ήταν ένα πολύ καλό έτσι live club, έπαιζαν και οι "Socrates", και διάφορα άλλα ονόματα σε αυτό, έκαναν live. Η συνέχεια θα γίνει την τάδε Μαρτίου. Δεν θυμάμαι τώρα την ημερομηνία, στο «Βινύλιο». Πράγματι, κάναμε εκείνη τη βραδιά στο «Βινύλιο», με φοβερή επιτυχία. Και παρόλο ότι είχε βάλει πολύ υψηλό εισιτήριο, που όλοι απορούσαν… Λέω: «Ρε παιδιά, ούτε οι "Socrates" δεν έβαζαν τόσο εισιτήριο. Εμείς τι το βάλαμε;». 10:30 έδιωχνε κόσμο, δεν χωρούσαν άλλοι μέσα, έγινε μία καταπληκτική βραδιά. Ε, από κει πήραν τα πράγματα τον δρόμο τους. Αρχίσαμε και παίζαμε στο Στέκι, από 'δώ, από 'κεί… Τελευταία φορά παίξαμε το '17, στη Λευκή Νύχτα που οργανώνει ο Δήμος Ιλίου, με πολλή επιτυχία είναι η αλήθεια, πήγαμε πάρα πολύ καλά. [02:00:00]Το Στέκι συνέχισε μέχρι που ήρθε η ιστορία του covid κι εκεί πια σταμάτησε. Κάνουμε τώρα κάποιες προσπάθειες μήπως το ξεκινήσουμε πάλι, δεν τα βλέπω εύκολα τα πράγματα, με αυτόν τον τρόπο. Έχω, όμως, και ένα δεύτερο σχήμα που παίζω, τους "taste of sixties", που παίζουμε μουσική του '60. Και να επαναφέρω αυτό και να κλείσω, για τον φίλο μας τον Θανάση τον Αλατά και τα «4 Επίπεδα της Ύπαρξης», το συγκρότημά του. Αυτά τα παιδιά είχαν κάνει έναν δίσκο 33 στροφών, τον οποίο τον πληρώσαν από την τσέπη τους. Έβγαλαν κάποια αντίτυπα, τα πούλησαν σε γνωστούς, σε φίλους και τέτοια πράγματα. Μετά από πολλά χρόνια… Διαλύθηκαν οι άνθρωποι, βέβαια. Μετά ο ένας μάλιστα, ο ντράμερ του, ζει στην Ολλανδία, έχει παντρευτεί και ζει στην Ολλανδία. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω μέσα από ποιες διεργασίες, αυτός ο δίσκος έγινε περιζήτητος στον χώρο της underground μουσικής. Και άρχισαν να τον ψάχνουν όλοι και να είναι συλλεκτικός. Και έκαναν επανέκδοση του δίσκου και άρχισε να ξαναπουλιέται. Τώρα, πώς και με ποιες άκρες έφτασε στα χέρια του παραγωγού Jay-Z, συγγνώμη, ο οποίος έκανε εκείνη την εποχή δίσκο με τη Rihanna. Και τους άρεσε από όλον τον δίσκο που άκουσαν, τους άρεσε ένα ριφάκι από ένα τραγούδι που λέγεται «Μία Μέρα στην Αθήνα». Και αυτοί το έκαναν το τραγούδι.
Το σαμπλάραν. Πήραν…
Πήραν αυτό μόνο. Το "Day…". Κάτι ανάλογο είναι ο τίτλος στα αγγλικά, δεν θυμάμαι, κάτι για town λέει. Πήραν αυτό το πράγμα. Αλλά πριν το πάρουν, δέχεται ένα τηλεφώνημα από Αμερική, από τον παραγωγό, γιατί οι Αμερικάνοι δεν κάνουν στην τύχη τίποτα, και του ζητάει την άδεια να πάρουν αυτό το μέρος από το τραγούδι τους, να το βάλουν σε αυτό το τραγούδι που θα κάνει ο Jay-Z που θα κάνει με τη Rihanna. Στην αρχή δεν το πίστευε ούτε και ο ίδιος. Τελικά αποδείχθηκε ότι έλεγε αλήθεια, έγινε ο δίσκος, έκανε επιτυχία, έβγαλε πολλά λεφτά από αυτήν την ιστορία. Και όχι μόνο αυτό. Ο δίσκος πήρε…
Grammy.
Πήρε Grammy. Οπότε ο Θανάσης στο Λονδίνο, στην EMI, με παπιγιόν και δεν συμμαζεύεται να παραλαμβάνει το Grammy. Αυτήν την ιστορία την διάβασε μία σκηνοθέτης, η οποία ήταν στην ΕΤ1 και κεντρισμένη από αυτά που βρήκαν τα παιδιά, τους πήρε συνεντεύξεις, έμαθε όλη την ιστορία, κάλεσε κι εμάς, παλιούς φίλους του γκρουπ και μας πήρε συνεντεύξεις κι έκανε ένα ντοκιμαντέρ γύρω από αυτή την ιστορία. Εννοώ παραγωγούς μουσικής, dj, και τα λοιπά. Κι έγινε αυτό το… Μία ώρα και κάτι, ένα ντοκιμαντέρ το οποίο πήγε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πήρε το πρώτο βραβείο σε αυτό το πράγμα.
Συμμετέχετε κι εσείς;
Συμμετέχω σαν… Μιλάω μέσα σε αυτό το… Παίχτηκε και στην Αθήνα, στον «Δαναό» έγινε η πρώτη του… Το 'χει παίξει τρεις - τέσσερις φορές η ΕΡΤ. Αν τύχει, μπορεί να το ξαναπαίξει να το δεις. Ναι. Μία συνέντευξη που μιλάω και λέω κάποια πράγματα για τους ανθρώπους αυτούς και για το πόσο απίστευτη είναι αυτή η ιστορία. Που αν το δεις, ξέρω 'γώ, σαν σήριαλ στην τηλεόραση, θα πεις: «Εντάξει, είπαμε, να λέτε καμιά κοτσάνα, γράφετε και καμιά χοντράδα, αλλά μην είναι και τόσο τραβηγμένο». Και τελικά η πραγματικότητα ξεπερνάει και τη φαντασία. Αξίζει αυτή η ιστορία, για αυτό σ' την αναφέρω.
Ναι, είναι το ποτέ δεν ξέρεις.
Ναι.
Θέλετε να μοιραστείτε κάτι άλλο;
Νομίζω ότι έχω πει αρκετά πράγματα, αλλά σίγουρα κάποια πράγματα, κάποιες λεπτομέρειες διαφεύγουν, αλλά…
Καλά, δεν μιλήσαμε πολύ και για τη δουλειά σας, αλλά, εντάξει, τώρα μας περιμένουν σκυλιά, παιδιά.
Για τη δουλειά μου εκτός μουσικής.
Ναι
Εντάξει, σου είπα, ήταν μία δουλειά με πολλή προσπάθεια, πάρα πολλή δουλειά, πολλές ώρες.
Δεν μπορούμε να καλύψουμε τόσα χρόνια τώρα.
Πολλά ταξίδια, πολλή αγωνία, πολύ άγχος. Ξανακάθισμα πάρα πολλές φορές στα θρανία και για το κομπιούτερ… Γιατί τα κομπιούτερ είναι κάτι που μας βρήκανε, δεν το βρήκαμε. Ξανακάτσαμε και για αυτά στα θρανία, μία ζωή θρανία είμαστε.
Μαθαίνουμε.
Αλλά και πάλι μετά τη σύνταξή μου, από το '16 και μετά είμαι σε μία εταιρεία οργάνωσης και επενδύσεων στην οποία είμαι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Και συνεχίζω να δουλεύω μέχρι και σήμερα.
Μπράβο σας. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ ευχαριστώ! Ελπίζω να είναι ενδιαφέροντα αυτά που είπαμε-
Πολύ-
Και να αξίζουν τον κόπο.