© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Έρωτας στο Λουτρό Ημαθίας

Istorima Code
14246
Story URL
Speaker
Ευθαλία Ιωάννου-Κατσάνου (Ε.Ι.)
Interview Date
09/05/2023
Researcher
Γεωργία Νικολοπούλου (Γ.Ν.)
Γ.Ν.:

[00:00:00]Καλημέρα, θα μου πείτε το όνομά σας;

Ε.Ι.:

Ιωάννου Ευθαλία.

Γ.Ν.:

Είμαι η Νικολοπούλου Γεωργία, σήμερα έχουμε 10 Μαΐου του 2023, βρισκόμαστε στην Αργυρούπολη, είμαι ερευνήτρια του Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Θα μου πείτε λίγα πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια;

Ε.Ι.:

Θα σου πω ό,τι θυμάμαι. Εγώ γεννήθηκα το 1952 στο Λουτρό Ημαθίας. Είναι ανάμεσα Βέροια με Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα τα χρόνια μου, πήγα σχολείο Δημοτικό, περάσαμε πολύ ωραία. Η μάνα μου, ο μπαμπάς μου ήταν πάρα πολύ καλοί, δηλαδή σαν οικογένεια. Έχω άλλα τέσσερα αδέλφια. Τα γράμματα δεν τα αγαπούσα και πολύ. Το σχολείο πηγαίναμε πρωί και απόγευμα τότε. Πρωί και απόγευμα. Γυρνάγαμε σπίτι και πηγαίναμε και ξανά το απόγευμα. Βέβαια. Κάθε Κυριακή, με το σχολείο, πηγαίναμε στην εκκλησία, όλα τα παιδιά. Αυτό που θυμάμαι από το σχολείο είναι τα ποιήματα 25 Μαρτίου και οι γυμναστικές επιδείξεις. Αυτά ήταν πάρα πολύ ωραία. Θυμάμαι, όταν ήμουνα ντυμένη μελισσούλα –πάρα πολύ ωραία αυτά! Τις φωτογραφίες δεν τις έχω εγώ, τις έχει άλλος. Τέλος πάντων, αυτά. Τελείωσα το Δημοτικό. «Τι θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε;» Τίποτα. Μετά, αρχίσαμε… ο μπαμπάς μου είχε χωράφια. Τότε, είχαμε βαμβάκια. Απ’ τις αρχές του καλοκαιριού, τσαπίζαμε τα βαμβάκια μαζί με τις δυο αδελφές μου. Η μία πήγε μοδίστρα, γιατί δεν της άρεσε το χωράφι καθόλου, έμαθε. Και μετά, από τον Σεπτέμβριο και μετά, αρχίζαμε και μαζεύαμε βαμβάκια. Πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώνοντας, μεγαλώνοντας, και έγινα δεκαέξι χρονών. Αλλά, είχαμε φίλες. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν όλες, πέντε, έξι, δέκα φίλες και πηγαίναμε σε ένα… λίγο έξω απ’ το χωριό είχαμε ένα –Λιβάδι το λέγαμε– ένα οικόπεδο που το λέγαμε Λιβάδι. Και εκεί πηγαίναμε με τα κορίτσια και συζητούσαμε, ξέρεις, τα πράγματα που μας απασχολούσαν τότε. Πώς και τι και «Εκείνος μ’ αρέσει» και «Εκείνος δεν μ’ αρέσει». Μετά, λέει… Κάθε Σάββατο, όταν έγινα δεκάξι χρονών, κάθε Σάββατο, στο χωριό, είχαμε ένα έθιμο που όλο το χωριό ανάβανε τον φούρνο με ξύλα οι μαμάδες μας και ψήνανε πίτες. Κάθε Σάββατο. Κάθε Σάββατο. Τα μικρά τα αδέλφια τα στέλναμε –κάθε Σάββατο περνούσε και ο σινεμάς– τα στέλναμε να μας πιάσουν θέσεις για να δούμε τον Ξανθόπουλο, ξέρεις, την Άντζελα Ζήλια τότε, αυτοί που έπαιζαν, για να προλάβουμε θέσεις. Αυτό γινόταν κάθε Σάββατο. Κάθε Κυριακή, πηγαίναμε βόλτα. Οπωσδήποτε βόλτα! Δηλαδή, από έναν κεντρικό δρόμο μέχρι την πλατεία, πήγαινε-έλα, πήγαινε-έλα, πήγαινε-έλα κι εκεί γνωριζόμασταν με τα αγόρια, έτσι. Αυτό, τώρα, το ’68; Τόσο, ναι. Το ’70; Το ’70, πηγαίναμε… Είχαμε ένα άλογο και ένα κάρο, τότε, που πηγαίναμε στο χωράφι με τον μπαμπά μου, ας πούμε. Μετά από λίγα χρόνια, πήρε –το άφησε το άλογο– και πήρε ένα τρακτέρ. Ήμασταν πιο καλύτερα. Αργότερα, βγήκαν μηχανήματα και δεν δουλεύαμε. Βάλαμε ροδάκινα και πηγαίναμε και μαζεύαμε ροδάκινα. Αυτό, το καλοκαίρι. Αλλά τώρα δεν δουλεύει κανένας στα χωράφια, μόνο κάτι εργάτες, γιατί έχουμε πολλά μηχανήματα. Το –δεκάξι χρονών ήμουνα– το ’68 ήμουνα πάνω σε ένα κάρο και πηγαίναμε σε ένα χωράφι. Κι εκεί πίσω, είχα ακούσει στο χωριό ότι ήρθε κάποιος από την Αθήνα. Ήρθε κάποιος απ’ την Αθήνα, ένας νεαρός, σε έναν ξάδελφό του, για πρώτη χρονιά. Και όπως πηγαίναμε στο χωράφι, είδα ένα νεαρό πίσω με ένα ποδήλατο. Εκεί με είδε πρώτη φορά ο σύζυγος. Πρώτη φορά. Αλλά δεν δώσαμε σημασία. Μικρή, εντάξει. Εκείνος, όμως, με είδε. Το βράδυ, το βράδυ –παλιά μαζεύαμε καλαμπόκι, οι γονείς μας μαζεύαν καλαμπόκι–, τα βράδια μαζευόμασταν και ξεφλουδίζαμε. Ξέρεις τι θα πει ξεφλουδίζαμε; Ξεφλουδίζαμε το καλαμπόκι από τα φύλλα. Και το καλαμπόκι αλλού και αλλού τα φύλλα. Εκεί, όμως, στην ξαδέλφη μου, που πήγαμε όλοι μαζί –ξέχασα να σου πω και κάτι άλλο, θα σ’ το πω τώρα– ήρθε και ο ίδιος, γιατί ήταν ξαδέλφια με τον ξάδελφό του, και εκεί γνωριστήκαμε, λίγο. Λίγο. Αλλά, είχα τρελαθεί εγώ, Αθηναίος. Δεν ήξερα. Δεν είχα ιδέα. Αθηναίος. Εκεί. Από εκεί άρχισε λίγο, ξέρεις. Πριν, όμως, όταν γυρνάγαμε απ’ το σχολείο, κάθε βράδυ η γιαγιά μου, πηγαίναμε στης γιαγιάς μου το σπίτι και κάνανε νυχτέρια η μαμά μου, ο μπαμπάς μου και όλη η παρέα. Και τα καλοκαίρια, στρώναμε μια ψάθα κάτω και από πάνω η κληματαριά, εμείς ξαπλωμένα όλα τα παιδιά και ακούγαμε τα παραμύθια της [00:05:00]γιαγιάς, του παππού, της μαμάς μου και όλα αυτά. Δηλαδή, αυτά τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά τα θυμάμαι. Και τις βόλτες που πηγαίναμε με τα κορίτσια. Γνωριστήκαμε με τον σύζυγο, ήρθε στη βόλτα την Κυριακή, έτσι, αυτό. Γνωριστήκαμε. Αυτό συνεχίστηκε τρία χρόνια. Έκατσε δυο μήνες στο χωριό, έφυγε, ήρθε Αθήνα. Και συνεχίσαμε αλληλογραφία. Τρία χρόνια αλληλογραφία. Σε όλα αυτά τα τρία χρόνια είχαμε, πήγαινε-γυρνούσε, πήγαινε-γυρνούσαμε στη βόλτα και τα βράδια καντάδες. Ακούγαμε τραγούδια. Αλλά πού να βγούμε εμείς; Φοβόμαστε τον μπαμπά μας τότε. Πού να βγούμε; Σε όλα αυτά τα χρόνια, με φίλησε μία φορά, σκέψου. Μία φορά. Μέχρι που ήρθε –δεκαεννιά χρόνων που έγινα– ήρθε να με ζητήσει. Πιάσαν τον μπαμπά μου στο χωριό και τον λέγανε: «Πού θα δώσεις το κορίτσι; Θα το δώσεις τόσο μακριά; Στην Αθήνα; Και στην Αθήνα δεν είναι καλοί άνθρωποι» και… Είχαν τέτοια μυαλά τότε. Πολύ, δεν… δεν αυτό. Μου λέει ο μπαμπάς μου: «Τον θέλεις;» Λέω: «Τον θέλω. Άμα δεν μου δώσεις, εγώ θα κλεφτώ». Είχα και τη συμπαράσταση της ξαδέλφης μου και της αδελφής μου. Και της αδελφής μου. Πάρα πολύ τον υποστήριζε, κι εμένα και τον… Λέει: «Εντάξει. Εγώ θα σου δώσω», λέει, «όποιον θέλετε θα πάρετε, εσείς θα διαλέξετε. Αλλά έτσι και μετανιώσεις, αλίμονό σου! Δεν θα γυρίσεις πίσω», μου είπε ο μπαμπάς μου. Τελικά, έγινε ο αρραβώνας. Μέσα σε ένα χρόνο που ήμασταν αρραβωνιασμένοι, τον αγάπησαν όλοι. Όλοι! Σκέψου ότι τη μάνα μου τη φώναζε «μάνα» και τον μπαμπά μου «πατέρα». Που εγώ, στην πεθερά μου και στον πεθερό μου, δεν το ’κανα. Δεν το ’κανα. Παντρευτήκαμε το ’70. Ο γάμος έγινε στο χωριό. Τρεις μέρες γάμος. Είχαμε απλώσει όλα τα προικιά, τότε, σε ένα δωμάτιο και ερχόταν απ’ την Πέμπτη ο κόσμος να δει την προίκα που είχαμε κι αυτά –έτσι ήταν τότε το έθιμο. Και αφού παντρευτήκαμε Κυριακή, και τη Δευτέρα έγινε γάμος πάλι, με πίτες, με φαγητά, με αυτό. Τώρα, σε ενδιαφέρει να σου πω πού πήγαμε γαμήλιο ταξίδι; Πήγαμε στην Καβάλα. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Εκεί πιο πολύ γνωριστήκαμε. Στον αρραβώνα γνωριστήκαμε με τον άντρα μου. Στον αρραβώνα που πήγαινε-έλα. Σου λέω, τρία χρόνια με αλληλογραφία. Στον αρραβώνα, ένα χρόνο που ήμασταν, γνωριστήκαμε. Όταν γυρίσαμε από την Καβάλα, πάλι στο χωριό μου πήγαμε, τους είδαμε εκεί και, εντάξει, λεπτομέρειες άλλες δεν έχω. Ότι ήμασταν ερωτευμένοι, ήμασταν, πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Σκέψου, τώρα, να είσαι, να μην έχει και τηλέφωνο –δεν είχε τηλέφωνα. Όταν γέννησα τον πρώτο μου γιο, είχε ένα τηλέφωνο σε ένα καφενείο στο χωριό και περίμεναν εκεί, ας πούμε, να ακούσουν. Μόνο με τα γράμματα. Τα γράμματα δεν τα έχω, γιατί τσακωθήκαμε μια μέρα και τα έκαψα όλα.

Γ.Ν.:

Πριν παντρευτείτε-

Ε.Ι.:

Ναι-

Γ.Ν.:

Τσακωθήκατε;

Ε.Ι.:

Όχι, όχι. Όχι. Παντρεμένοι. Τα είχα πολλά χρόνια. Όχι, όχι, παντρεμένοι. Για το τίποτα. Για το τίποτα. Για το τίποτα. Για πες μου, τώρα. Σταμάτα το άμα θες, δεν ξέρω.

Γ.Ν.:

Όχι, όχι. Το πρώτο σας φιλί πού το δώσατε;

Ε.Ι.:

Σε ένα κήπο. Βγήκα, τάχα, να πάω έξω για μια βόλτα, στην αυλή μας, αλλά με καρδιοχτύπι. Σε έναν κήπο και γρήγορα γρήγορα, σε δευτερόλεπτα. Σε δευτερόλεπτα. Αυτό. Αυτό ήταν. Και μετά, στην αρραβώνα, γνωριστήκαμε πιο πολύ στον αρραβώνα. Σκέψου ότι έφυγε, όσα χρόνια είχαμε σχέσεις, έφυγε από την Αθήνα με μηχανάκι, με μηχανάκι με τον αδελφό του, και ήρθε πεντακόσια χιλιόμετρα στο χωριό. Με το μηχανάκι.

Γ.Ν.:

Φοβερό.

Ε.Ι.:

Ναι, δεν…

Γ.Ν.:

Και εσάς, τι εντύπωση, δηλαδή-

Ε.Ι.:

Μόλις ήρθα στην Αθήνα; Απογοητεύτηκα. Απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Αλλά… Γιατί βρήκα ένα σπίτι παλιό, μια πεθερά, έναν πεθερό, εγώ ήμουνα δεκαεννιά χρονών. Ήμουνα λίγο καλομαθημένη από τον μπαμπά μου, ο πεθερός μου ήταν λίγο νευρικός, έτσι. Εμένα, όμως, μου φερόταν πάρα πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Αλλά ήμουνα μικρή. Ήρθα σε έναν κόσμο ξένο και μου κακοφάνηκε πάρα πολύ. Αλλά τον αγαπούσα και πέρασε. Και με υποστήριζε πάρα πολύ ο άντρας μου. Πάρα πολύ. Και έτσι, πέρασαν τα χρόνια και πιο πολύ γνωριστήκαμε στον αρραβώνα και στον γάμο. Είκοσι χρόνων γέννησα το πρώτο μου παιδί. Και είκοσι δύο εκείνος.

Γ.Ν.:

Θέλατε να πάτε στην Αθήνα όμως-

Ε.Ι.:

Εγώ ήθελα, δεν ήξερα τι μου… Ήθελα, ναι. Ήθελα. Τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολα για μένα, πάρα πολύ δύσκολα. Τώρα δεν μπορώ να φύγω, να πάω στο χωριό. Όχι, δεν μπορώ να φύγω. Γιατί συνήθισα εδώ, έχω τα παιδιά μου, είμαι καλά, φτιάξαμε σπίτια, τι φτιάξαμε εδώ. Τώρα είμαι καλά. Είμαι πολύ καλύτερα, δηλαδή, εδώ απ’ το χωριό. Έφτιαξε και μόνος του στο χωριό σπίτι και έχουμε ένα σπίτι εκεί και πηγαίνουμε, όποτε χρειάζεται. Αλλά όλο το χωριό, όμως, τον αγάπησε. Τον αγάπησε, ας πούμε, αφού τον γνώρισε, αφού τον γνώρισε. Τι άλλο να πω;

Γ.Ν.:

[00:10:00]Εδώ, στην Αθήνα, εργαζόσασταν;

Ε.Ι.:

Όχι.

Γ.Ν.:

Εκείνος εργαζόταν;

Ε.Ι.:

Ναι, ναι εκείνος, ναι. Στην οικοδομή, στην οικοδομή, ναι. Εγώ όχι. Όχι, γιατί είχα τα παιδιά, δεν… Όχι, δεν εργάστηκα καθόλου.

Γ.Ν.:

Ήταν δύσκολο να τα βγάλετε πέρα;

Ε.Ι.:

Στην αρχή, ναι. Στην αρχή, ναι, πάρα πολύ δύσκολα. Μετά, όλα καλά, εντάξει, μια χαρά. Όχι πλούσια, αλλά καλά.

Γ.Ν.:

Από αυτά τα γράμματα θυμάστε κάτι εσείς;

Ε.Ι.:

Όχι.-

Γ.Ν.:

Που κάνατε-

Ε.Ι.:

Δεν θυμάμαι. Γράμματα ερωτικά ήτανε. Τι να θυμάμαι; Γράμματα ερωτικά.

Γ.Ν.:

Μου το είπατε αυτό. Θυμάστε πώς σας προσέγγισε; Τι σας είπε την πρώτη φορά που μιλήσατε;

Ε.Ι.:

Έχουν περάσει πενήντα χρόνια. Είμαστε παντρεμένοι πενήντα ένα χρόνια, κλείσαμε. Από το ’71 μέχρι τώρα, είμαστε πενήντα ένα χρόνια. Και είμαστε καλά. Τώρα είναι λίγο οι δυσκολίες, γιατί αρρώστησε, αυτό είναι. Δεν είναι… Είμαστε καλά. Όπως όλα τα ζευγάρια, μια καλά, μια αυτό. Εντάξει, καλά είναι. Αλλά δεν είχαμε μεγάλα προβλήματα. Ούτε αρρώστιες είχαμε στην αρχή ούτε… Περάσαμε καλά δηλαδή, δεν… Τώρα, την πρώτη λέξη, πού να τη θυμάμαι εγώ τώρα, τι μου είπε και τι του είπα; Πάντως, με ήθελαν κι άλλα παιδιά και ξέρω καλά ότι τους έβγαλε έξω. Τους έβγαλε έξω από κει, γι’ αυτό. Και έτσι, δεν… Με υποστήριζαν και οι φίλες μου όλες και η αδελφή μου –και οι αδελφές μου, και οι δύο. Δεν ξέρω τι άλλο. Δεν θυμάμαι.

Γ.Ν.:

Θυμάστε σε ποιον είχατε πει για τον έρωτά σας, ότι σας άρεσε; Το ξέραν οι γονείς σας πριν τους αρραβώνες;

Ε.Ι.:

Ναι, το ξέρανε. Το ξέρανε, βέβαια το ξέρανε. Αλλά πιο πολύ, το συζητούσα με την αδελφή μου, την πιο μικρή από μένα, γιατί εκείνη… Και με τις φίλες μου. Με τις φίλες μου. Ξέχασα να πω ότι είχα μια πάρα πολύ καλή φίλη και είχε έναν αδελφό. Αλλά εκεί, μέσα στο σπίτι, μπαίναμε-βγαίναμε, μπαίναμε-βγαίναμε. Αυτός ο αδελφός ήταν φίλοι με τον σύζυγο, τότε, ας πούμε, ήταν φίλοι. Και όταν μου έστελνε τα γράμματα, με ερωτεύτηκε, όμως, αυτός. Εγώ χωρίς να ξέρω. Και όταν έστελνε ο σύζυγος τα γράμματα, μου τα ’παιρνε και τα ’κρυβε. Και σκέψου η φίλη μου πόσο με αγαπούσε, που τα βρήκε κάποτε και μου τα έδωσε. Και μου τα έδωσε, ναι. Μου τα βρήκε και μου τα έδωσε και ακόμα αυτό το θυμάμαι.

Γ.Ν.:

Αυτό το μάθατε μετά-

Ε.Ι.:

Ναι.-

Γ.Ν.:

Από καιρό;-

Ε.Ι.:

Ναι. Ναι, μετά από καιρό, βέβαια. Μετά από καιρό, ότι έγινε αυτό το πράγμα. Και είπε εκείνος ότι: «Ήταν ερωτευμένος μ’ εσένα, αλλά ντρεπόταν να σου το πει και γι’ αυτό έκρυβε τα γράμματα», μήπως θυμώσουμε και χωρίσουμε. Κατάλαβες; Ναι. Τέτοια. Αυτό.

Γ.Ν.:

Παντρευτήκατε στο χωριό σας;

Ε.Ι.:

Ναι, ναι.

Γ.Ν.:

Και από τον γάμο τι θυμάστε;

Ε.Ι.:

Πολύ ωραία έγινε. Όπως είπα, να δούνε, να φέρουν τα δώρα, να δουν τα προικιά μας, την προίκα, τι προίκα έχουμε, το γλέντι. Τότε, γινόταν στα σπίτια το γλέντι. Το γλέντι και Σάββατο και Κυριακή και Δευτέρα γλέντι. Ναι, ναι, και Δευτέρα γλέντι έγινε. Και μετά φύγαμε και πήγαμε γαμήλιο ταξίδι.

Γ.Ν.:

Και μετά πήγατε στην Αθήνα;

Ε.Ι.:

Ναι, μετά έμεινα στην Αθήνα, βέβαια. Μετά έμεινα στην Αθήνα. Αλλά κάθε γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, Πρωτοχρονιά ήμασταν στο χωριό πάντα. Τότε δεν είχαμε σπίτι, μέναμε στης μαμάς μου. Μετά, όμως, φτιάξαμε το σπίτι –το ’90 φτιάξαμε το σπίτι– και πηγαίναμε συχνά, συχνά. Πιο πολύ ένιωθε εκείνος στο χωριό του, παρά εγώ. Ναι, το ήθελε το χωριό του, παρά εγώ.

Γ.Ν.:

Θυμάστε τη μέρα που φύγατε από το χωριό σας για να έρθετε στην Αθήνα; Πώς χαιρετηθήκαμε με τους γονείς σας;

Ε.Ι.:

Η μάνα μου έκλαιγε, ως συνήθως. Το λεωφορείο από Αλεξάνδρεια, για να το πάρουμε, είχε εκατόν έντεκα ευρώ –εκατόν έντεκα δραχμές. Σκέψου πώς ήτανε. Και πηγαίναμε με το λεωφορείο, μετά πήραμε αυτοκίνητο. Η μάνα μου έκλαιγε: «Πού θα πας;» «Τι θα κάνεις;» και «Πώς θα είσαι;» Αλλά, εντάξει, μετά, όταν ήρθαν και είδαν και εδώ, συνήθισαν. Εντάξει, το είδαν ότι περνάω καλά, ότι με προσέχει και αυτό ήταν, δεν είχαμε άλλο. Τι να θυμηθώ; Όπως αποχαιρετάει μια μάνα την κόρη τώρα, ξέρεις. Και μετά ήρθαν όλα τα αδέλφια μου. Ο ένας πήγε Λύκειο εδώ, ο άλλος ήρθε και δούλεψε, η αδελφή μου από τον πρώτο γάμο της χώρισε και ήρθε, έκατσε ένα χρόνο σ’ εμένα. Δηλαδή, είχαμε τέτοια. Μετά… Αυτό. Ο μπαμπάς μου ερχόταν συχνά να μας δει. Τον αγάπησαν όλοι μετά. Όλοι τον αγάπησαν.

Γ.Ν.:

Τα αδέλφια σας ήρθαν και μένανε μαζί σας;

Ε.Ι.:

Ναι. Όχι για πάντα, για λίγο, ναι. Ήρθανε, ήρθανε για λίγο. Άλλος ένα χρόνο, άλλος έξι μήνες, άλλος τρεις μήνες. Αλλά όποιος, τότε, ερχόταν από το χωριό, ερχόταν στο σπίτι το δικό μας. Γιατί [00:15:00]δεν ξέρανε να πάνε κάπου, ας πούμε. Όποιος ερχότανε… Για να μη σου πω ότι ήρθαν κάποτε σαράντα άτομα μέσα στο σπίτι και τρόμαξα. Σαράντα άτομα. Ξεκίνησε ο αδελφός μου να έρθουν για τον Παναθηναϊκό και ήρθε ένα ολόκληρο λεωφορείο από το χωριό. Και ο αδελφός μου πήρε το λεωφορείο και ήρθε να δει την αδελφή του. Και οι άλλοι τον ακολούθησαν. Ακούω, «Τι γίνεται;» –στην Ηλιούπολη, τώρα, ε; «Τι γίνεται;» Και μπαίνουν μέσα σαράντα άτομα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Λέει ο άντρας μου: «Κάτι να τους δώσουμε, κάτι». Λέω: «Τι να κάνουμε; Τι να δώσουμε; Τι; Εδώ θέλει κατσαρόλες να κάνω, κάτι να φτιάξουμε». Σκέψου τώρα, ήρθαν σαράντα άτομα γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Δεν ξέρανε να πάνε τότε, δεν ξέραν, το ’70. Δεν ξέρανε να πάνε. Αυτό, ναι, το έζησα. Και όποιος ερχόταν απ’ το χωριό, ερχόταν σ’ εμένα.

Γ.Ν.:

Στην Ηλιούπολη μένατε;-

Ε.Ι.:

Ναι, στην Ηλιούπολη ήταν το πατρικό του. Ήταν το πατρικό.

Γ.Ν.:

Πού; Πού στην Ηλιούπολη μένατε;

Ε.Ι.:

Στην Αγία Μαύρα, λίγο από κάτω. Ναι. Ήταν το-

Γ.Ν.:

Και πώς ήταν τότε η γειτονιά;

Ε.Ι.:

Ήταν ένα… Εκεί που ήμασταν το σπίτι, ήτανε δίπλα η κουνιάδα μου και το άλλο ήταν λιβάδι όλο. Ήταν άδειο. Άδειο ήταν. Μετά χτίστηκαν οι πολυκατοικίες. Το ’70 ήταν άδειο. Το βουνό, δηλαδή, πηγαίναμε βόλτα, κάθε Κυριακή απόγευμα, με τον σύζυγο, πηγαίναμε στον Προφήτη Ηλία, απάνω στο βουνό. Κάθε Κυριακή απόγευμα, που μπορούσαμε, ας πούμε, στον Προφήτη Ηλία –ξέρεις πού είναι, ε; Ναι. Πηγαίναμε βόλτα, ναι.

Γ.Ν.:

Τι άλλο θυμάστε; Πηγαίνατε… Πού αλλού πηγαίνατε με τον σύζυγό σας στην Αθήνα;

Ε.Ι.:

Πήγαμε παντού. Για εκδρομές με τους φίλους του, πήγαμε στην Αίγινα –και έγκυος κιόλας ήμουνα–, πήγαμε στην Αίγινα, πηγαίναμε βόλτες, πάρα πολλές βόλτες, δηλαδή, παντού, παντού πηγαίναμε, παντού. Μετά άρχισα εγώ εκδρομούλες, όπου πήγαιναν οι φιλενάδες μου –γνώρισα τις φιλενάδες εδώ. Έχω φίλες εδώ, που ήμαστε σαράντα χρόνια. Ακόμη, ακόμη. Όταν άρχισε ο μεγάλος μου ο γιος να πηγαίνει σχολείο, γνώρισα και κόσμο. Και ακόμη είμαστε φιλενάδες, ναι. Ακόμα είμαστε φιλενάδες.

Γ.Ν.:

Ήταν δύσκολο στην αρχή, που δεν είχατε τις φίλες σας από το χωριό;

Ε.Ι.:

Πιο πολύ, όχι τις φίλες μου, τους γονείς μου. Τη μάνα μου, που μάθαινα ότι έκλαιγε και είμαι μακριά και αυτό. Η μάνα μου ήρθε πολύ λίγες φορές. Κάθε φορά που ήμουνα έγκυος, ερχόταν η μάνα μου. Ερχόταν, γιατί σου είπα ότι το πρώτο το έκανα είκοσι χρόνων. Ερχότανε. Μετά, πιο πολύ τη μάνα μου. Και έλεγα τότε: «Καλά μου έλεγε η μάνα μου: “Άμα φύγεις, τότε θα με θυμηθείς”». Αλλά μετά συνήθισα, δεν… Ούτε στεναχωριόταν κι η μάνα μου, γιατί ήξερε ότι περνούσα καλά. Δεν υπήρχε πρόβλημα, ας πούμε, κανένα.

Γ.Ν.:

Θέλετε να μου πείτε για μερικές από αυτές τις φωτογραφίες; Εδώ είστε στον γάμο σας;

Ε.Ι.:

Ναι, ναι, εδώ είμαι νύφη. Νύφη το ’71. Ναι, εδώ είμαι νύφη. Εδώ είμαι στις αρραβώνες. Έγιναν στο χωριό. Τότε, στους γάμους, κρεμούσανε λεφτά, εδώ, στον γαμπρό, παντού. Θα σου δείξω τις φωτογραφίες. Και τα καρφιτσώνανε στο αυτό, από δω κι από κει, ναι. Όποιος περνούσε, δηλαδή, συγγενής στην εκκλησία, κρεμούσανε λεφτά. Εδώ είμαστε αρραβωνιασμένοι.

Γ.Ν.:

Πού είστε εδώ πέρα;

Ε.Ι.:

Εδώ είναι το πρώτο αυτοκίνητο που πήραμε.

Γ.Ν.:

Εσείς οδηγούσατε;

Ε.Ι.:

Όχι. Εδώ είμαι μέσα στις ροδακινιές.

Γ.Ν.:

Στο χωριό σας;

Ε.Ι.:

Ναι, ναι, ναι. Εδώ είμαστε στον Πειραιά. Εδώ είμαι πριν αρραβωνιαστώ, στο σπίτι μου. Τότε, είχε χοροεσπερίδες, είχε τέτοια πράγματα –βλέπεις; Τα κέντρα που πηγαίναμε. Στο χωριό, δεν αφήναμε μπουζούκια για μπουζούκια. Ναι, απ’ τα Γιαννιτσά μέχρι Θεσσαλονίκη. Και τα παιδιά που είχα μικρά… Και τα παιδιά που είχα μικρά, πηγαίναμε. Τα κράταγε η μάνα μου και πηγαίναμε. Πηγαίναμε και διασκεδάζαμε.

Γ.Ν.:

Με αυτοκίνητο πηγαίνατε;

Ε.Ι.:

Ναι, ναι. Είχαμε πάρει αυτοκίνητο, είχαμε πάρει αυτοκίνητο, ναι.

Γ.Ν.:

Ωραίο νυφικό έχετε. Σας είχε κάνει κάτι εντύπωση από την Αθήνα όταν ήρθατε;

Ε.Ι.:

Μια μεγάλη πόλη. Αν κι εμάς, ο μπαμπάς μου μας πήγαινε και στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Δεν ήταν, ας πούμε… Αλλά ήταν, για μένα, η Αθήνα ήταν όνειρο, διαφορετικό. Αν και όχι η Αθήνα, ο ίδιος ο άνθρωπος που είχα διαλέξει, δεν… Να, εδώ στην… παντρευόμαστε. Κάθε απόγευμα… είχαμε μια εκκλησία έξω απ’ το χωριό, στην Αγία Κυριακή. Τις Κυριακές, πηγαίναμε δέκα κορίτσια και μας ακολουθούσαν και τα αγόρια. Πηγαίναμε, έτσι, για βολτούλα, για εκδρομή. Ένα μοναστήρι, την Αγία Κυριακή. Δηλαδή, ήτανε χρόνια χωρίς πονηριά. Εντάξει, τώρα, μερικοί μπορεί να είχαν, αλλά ήμασταν αδέλφια όλοι, αγόρια-κορίτσια.

Γ.Ν.:

[00:20:00]Και τα φλερτ τότε, πώς γίνονταν;

Ε.Ι.:

Μόνο στη βόλτα. Αυτό. Καλά, πολλές είχαν τόλμη και βγαίνανε κιόλας, δεν ξέρω. Αλλά εγώ σεβόμουνα πάρα πολύ τον μπαμπά μου και φοβόμασταν. Εδώ είμαστε στην Έδεσσα, στα «Ανθεστήρια» που γινόταν κάποτε. Γινόταν «Ανθεστήρια». Κάθε… πρώτος ο μήνας του καλοκαιριού. Ναι. Το φλερτ εκεί γινόταν, στη βόλτα. Ή προξενιό –προξενιό δεν θέλαμε καθόλου, στα χρόνια τα δικά μου. Όλοι κάποιον αγαπούσανε, κάποιον είχανε. Και γινόταν στη βόλτα που πηγαίναμε κάθε Κυριακή απόγευμα, μέχρι τις δέκα. Και μετά γυρνάγαμε πίσω. Αυτό. Είχε ντίσκο τότε, πηγαίναμε στην ντισκοτέκ, ναι. Η αδελφή μου ζωγράφισε όλη την ντίσκο, γιατί είχε καλό χέρι και την είχε ο ξάδελφός του. Εκεί συναντιόμασταν, ας πούμε, ναι. Την είχε ο ξάδελφός του και είχε την ντίσκο, το σινεμά. Στο σινεμά που πηγαίναμε κι αυτά. Δεν είχαμε κάπου αλλού.

Γ.Ν.:

Κάθε πότε τον βλέπατε; Πριν…

Ε.Ι.:

Όταν ερχόταν στο χωριό, καθόταν ένα μήνα, ας πούμε, δύο μήνες, έφευγε. Μετά, μετά πάλι από ένα χρόνο; Έξι μήνες; Ναι, δεν ήταν τακτικά, αφού δούλευε κιόλας. Μετά να πάει φαντάρος, να… Ήταν δύσκολα. Γι’ αυτό είχαμε και τόσα πολλά γράμματα. Με τα γράμματα. Με τα γράμματα ήταν.

Γ.Ν.:

Σας είχε υποσχεθεί ότι θα σας-

Ε.Ι.:

Βέβαια.-

Γ.Ν.:

Παντρευτεί;-

Ε.Ι.:

Βέβαια. Μου είχε κάνει δώρο και δαχτυλίδι πριν αρραβωνιαστούμε. Ναι. Και δώρα πάρα πολλά. Τώρα το δαχτυλίδι το έχει η κόρη μου. Ναι, ναι, και δώρα πολλά, βέβαια. Υποσχέσεις πάρα πολλές.

Γ.Ν.:

Και αυτό πότε σας το υποσχέθηκε; Απ’ την πρώτη φορά;

Ε.Ι.:

Σχεδόν απ’ την πρώτη φορά, ναι. Σχεδόν απ’ την πρώτη φορά. Να μη σου πω ότι πιο πολύ αυτός ήταν ερωτευμένος, πιο πολύ. Όχι, ήμασταν και οι δύο, εντάξει, δεν… Εγώ δεν είχα… δεν ήθελα να παντρευτώ άλλον. Είχα κολλήσει εκεί. Και μ’ άρεσε δηλαδή, ήταν εντάξει, καλά, δεν…

Γ.Ν.:

Τι σας άρεσε σε εκείνον;

Ε.Ι.:

Τι με άρεσε; Όπως τον έβλεπα, ότι τον έβλεπα κούκλο, όμορφο, ότι είναι απ’ την Αθήνα, ξεμυαλίστηκα –ξέρεις, είναι απ’ την Αθήνα. Οι φίλες μου μου έλεγαν: «Μπράβο, μπράβο, πολύ ωραίο παιδί! Πολύ ωραίο αυτό!» Τι μ’ άρεσε; Αυτό. Και πώς κάνεις πεταλούδες στο στομάχι σου και στην καρδιά; Αυτό είναι. Τι θα ήταν άλλο; Ο έρωτας, αυτό δεν είναι;

Γ.Ν.:

Και στον χαρακτήρα του;

Ε.Ι.:

Στον χαρακτήρα του, όλα τα είχε, εντάξει. Τελευταία τελευταία ήταν νευρικός, σαν άντρας, ας πούμε, όχι να έχουμε πολλά αυτό. Ήταν φιλότιμος. Πάρα πολύ φιλότιμος, ό,τι του έλεγε θα το έκανε. Σου λέω, εκτιμούσε πάρα πολύ τη μάνα μου, τον μπαμπά μου, αφού τους έλεγε «πατέρα» και «μάνα» –που κανένας γαμπρός δεν το κάνει αυτό. Δουλειά πάρα πολλή, πάρα πολλή δουλειά. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, δεν ξέρω. Δεν ξέρω, αν τα είπα καλά.

Γ.Ν.:

Όχι, μια χαρά τα λέτε. Τόσο καιρό, τι σας κράτησε ενωμένους, νομίζετε;

Ε.Ι.:

Αυτό που έχουμε, η αγάπη τώρα. Ναι, βέβαια, αφού είναι πενήντα χρόνια. Πενήντα χρόνια. Τα παιδιά, τα εγγόνια μας τώρα. Έφτιαξε σπίτι. Δηλαδή, αυτά τα όνειρα που είχε, ολοκληρώθηκαν. Αυτοκίνητο πήρε, να, σπίτια φτιάξαμε, εντάξει.

Γ.Ν.:

Και τώρα… θέλετε να μου μιλήσετε για τώρα, για την κατάσταση;-

Ε.Ι.:

Τώρα είναι λίγο δύσκολα, γιατί έχει μια πάθηση δύσκολη. Είναι νευρολογικό Πάρκινσον και είναι λίγο δύσκολα, εντάξει. Δεν μιλάει, όμως, δεν παραπονιέται, δεν κάνει παράπονα, δεν κάνει τίποτα. Δεν έχω πρόβλημα, δηλαδή. Αλλά θέλει βοήθεια. Θέλει βοήθεια.

Γ.Ν.:

Πώς το καταλάβατε ότι-

Ε.Ι.:

Έκανε, το ’13 έκανε εγχείρηση καρδιάς. Κάπνιζε, όμως, πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Πενήντα χρόνια. Το ’13 έκανε εγχείρηση καρδιάς. Μετά, δύο χρόνια ήταν καλά και μετά άρχισε, λίγο λίγο, κάτι να μην πάει καλά. Και πήγαμε στον γιατρό και μας είπε αυτό και αυτό και αυτό. Και πάλι καλά τόσα χρόνια που δεν είναι στο κρεβάτι και… Τον βοηθάμε, όμως, για να… Γιατί με βοηθάνε και τα παιδιά και… Κι ο γαμπρός μου πάρα πολύ. Κι έτσι τα φέρνουμε βόλτα.

Γ.Ν.:

Εντάξει. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Ε.Ι.:

Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι άλλο. Τι να πω; Μια ζωή δεν είναι αυτά, είναι κι άλλα πάρα πολλά, αλλά…

Γ.Ν.:

Πείτε μου.

Ε.Ι.:

Τι άλλο να πω; Δεν ξέρω. Και για τα χρόνια μου σου είπα και για τα αυτά.

Γ.Ν.:

Πότε ήρθατε εδώ; Το ’70.

Ε.Ι.:

Το ’70. Ναι, το ’70 που παντρεύτηκα.-

Γ.Ν.:

Από τη δικτατορία, όταν ήσασταν μικρή, είχατε-

Ε.Ι.:

Εντάξει, δεν είχαμε πολλά. Θυμάμαι… Θυμάμαι –το ’64 έγινε;

Γ.Ν.:

Το ’67.

Ε.Ι.:

Το ’67; Θυμάμαι, είχαμε, ήμασταν με τις θειες μου στο χωράφι κι είχαμε ράδιο για να περνάει η ώρα, να ακούμε τραγούδια και [00:25:00]εκεί θυμάμαι ότι έγινε αυτό το πράγμα. Όχι, για τον Παπαδόπουλο, ναι. Γι’ αυτό που είπες, όταν έγινε το Πολυτεχνείο –έχω κι αυτό– φοβήθηκα πάρα πολύ. Γιατί είχα το μικρό, τον πρώτο μου γιο, μωρό. Και το βράδυ, ο σύζυγος έφυγε απ’ τη δουλειά γρήγορα γρήγορα. Και τα βράδια, άκουγα τους στρατιώτες που περπατούσαν στους δρόμους, στην Ηλιούπολη, απάνω, κι εγώ φοβόμουν για το παιδί. Αυτό έγινε, τώρα, το ’73.-

Γ.Ν.:

Το ’73.-

Ε.Ι.:

Το ’73. Ναι, αυτό. Τότε, φοβήθηκα πάρα πολύ, πάρα πολύ. Γιατί έγινε αυτό το πράγμα και δεν ξέραμε τι θα γίνει. Αλλά με τη δικτατορία αυτό θυμάμαι μόνο, ότι ήμουνα μικρή, δεν… Και με τη δικτατορία παντρευτήκαμε. Και έπρεπε να πάμε να βγάλουμε χαρτιά, αν ταιριάζει το –κάτι– το αίμα μας; Κάτι τέτοιο, ναι. Ναι, ναι. Αν ταιριάζουμε. Και μετά παντρευτήκαμε. Τότε, δεν άφηναν να παντρευτούνε. Έπρεπε να βγάλεις τα χαρτιά ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Με τον Παπαδόπουλο. Εγώ από τα πολιτικά ήμουνα μακριά, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Δεν με ενδιαφέρουν. Ο σύζυγος, όταν ήταν νέος και για λίγα χρόνια, έτρεχε και με το ΚΚΕ, που κολλούσε αφίσες και τέτοια. Μετά, άλλαξε. Πήγε στον μπαμπά μου κι άλλαξε. Αυτά. Ένα ένα τα θυμόμαστε.

Γ.Ν.:

Ευχαριστώ πολύ.

Ε.Ι.:

Παρακαλώ.

Γ.Ν.:

Θέλετε να μου πείτε πότε ήρθε το ρεύμα στο χωριό σας;

Ε.Ι.:

Το ρεύμα πρέπει να ήρθε το ’62. Και κάναμε γλέντι στην πλατεία. Ήμουνα δέκα χρόνων που ήρθε το ρεύμα. Αλλά πιο μπροστά, η μάνα μου μας έβαζε να κεντάμε με τη λάμπα σε καμβά κιόλας, τότε, για να μάθουμε να κεντάμε, να αυτό. Όταν μεγάλωσα κι έγινα δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών, με έβαλε και στον αργαλειό και φτιάχναμε κουβέρτες, χαλάκια. Ήταν ωραία όμως. Έμαθα και τον αργαλειό, καλό ήταν. Μ’ άρεσε δηλαδή. Ήρθε πολύ γρήγορα το ρεύμα κι έτσι είχαμε όλα. Τα είχαμε όλα στο χωριό. Όλα τα είχαμε. Νερό είχαμε, ρεύμα είχαμε. Δεν κουβαλήσαμε τίποτα τέτοια. Φαγητά, φαγητό είχαμε. Οπωσδήποτε, στα χωριά είχανε κότες, είχαν έστω κι από μια γελάδα. Θυμάμαι τη μάνα μου που έκανε βούτυρο με το γάλα. Ναι, θυμάμαι τη μάνα μου, έτσι, που έκανε το βούτυρο με το γάλα. Δηλαδή, δεν πεινάσαμε εμείς που ήμασταν μικρά. Ήταν μετά τον πόλεμο. Δεν πεινάσαμε. Είχαμε απ’ όλα. Καθένας στην αυλή του θα είχε τις κότες, θα είχε ένα προβατάκι, ένα άλογο, μία αγελάδα και είχανε πολλά, ήμασταν… Όταν ζύμωνε η μάνα μου, ζύμωνε πέντε ταψιά. Μια φορά τη βδομάδα. Μια φορά τη βδομάδα, γιατί πέντε παιδιά και ο μπαμπάς μου και η μάνα μου. Μια φορά τη βδομάδα, αλλά ήταν πολύ ωραίο το ψωμί. Να ανάψεις τον φούρνο, να το φουρνίσεις, να το βγάλεις μετά. Μας έκανε πάρα πολλές φορές, με το ψωμί, και ψωμί και τυρί, εκείνη την ώρα, ζεστό ζεστό, εμείς μικρά που ήμασταν. Θυμάμαι ότι έπεφτε πάρα πολύ χιόνι τον χειμώνα και ο μπαμπάς μου άνοιγε ένα αυλάκι, έτσι, με το φτυάρι, να πάμε στην τουαλέτα, γιατί ήταν έξω οι τουαλέτες. Απ’ το σπίτι μέχρι την τουαλέτα. Είδες που τα θυμάμαι κι αυτά; Πάρα πολύ χιόνι όμως. Χριστούγεννα; Να μας αφήσει η μάνα μου χωρίς να πάμε νύχτα στην εκκλησία, που ήταν έξω απ’ το χωριό; Πολύ μακριά και μέσα στο χιόνι. Κι όμως, έπρεπε να πάμε. Έπρεπε να πάμε και πηγαίναμε. Ναι.