© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Το παράθυρο και η θάλασσα: Το μουσικό οδοιπορικό του Νίκου Σιδηροκαστρίτη από το '80 μέχρι σήμερα
Istorima Code
14144
Story URL
Speaker
Νικόλαος Σιδηροκαστρίτης (Ν.Σ.)
Interview Date
31/07/2022
Researcher
Άννα Παπαϊωάννου (Ά.Π.)
[00:00:00]
Είναι 1η Αυγούστου, είμαστε στη Νέα Σμύρνη. Η ερευνήτρια είναι η Άννα Παπαϊωάννου και αφηγητής ο Νίκος Σιδηροκαστρίτης. Να ξεκινήσουμε από το πού μεγαλώσατε και πώς ήταν το μέρος που μεγαλώσατε;
Πολύ ευχαρίστως. Λοιπόν το… Εγώ γεννήθηκα… Η μάνα μου μού λέει ότι γεννήθηκα 31 Μαρτίου του '63. Η ταυτότητα λέει ότι είμαι γεννημένος 01/04 του '63, Πρωταπριλιά. Δεν ξέρω ποιος λέει την αλήθεια ή το ψέμα. Έχω την εντύπωση ότι πιθανόν η ταυτότητα λέει την αλήθεια, αλλά επειδή η μάνα δεν ήθελε να με κοροϊδεύουν στο σχολείο, ως πρωταπριλιάτικο αστείο, μου έλεγε ότι γεννήθηκα 31/03. Τέλος πάντων, γεννήθηκα στα Εξάρχεια. Τώρα πώς έγινε τώρα αυτό το γεγονός, είναι: ο πατέρας μου... Ήταν ένα παιδί από τη Ζάκυνθο, ο οποίος ήθελε να σπουδάσει, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες ήρθε στην Αθήνα, ξυπόλητος και σχεδόν με τα πόδια, από την Κυλλήνη, δηλαδή, μέχρι την Αθήνα. Έδωσε στο πανεπιστήμιο, πέρασε, είχε περάσει στη Νομική Αθήνας. Πολύ φτωχός και πολύ γλυκός και καλός άνθρωπος, ναι. Και κάποια στιγμή, όταν αποφοίτησε απ' το πανεπιστήμιο, ζούσε σε μια αυλή που ήταν τα δωματιάκια γύρω γύρω, τα δωματιάκια που βλέπουμε στις ταινίες, ας πούμε, τις ελληνικές, τις παλιές ελληνικές ταινίες. Σε ένα απ' αυτά τα δωματιάκια ζούσε και δούλευε σ' ένα δικηγορικό γραφείο και έκανε την άσκησή του, με την προοπτική ότι τελειώνοντας την άσκηση, θα πάει, θα επιστρέψει στη Ζάκυνθο, για να ασκήσει εκεί το επάγγελμα. Αλλά το '57 γίνεται ο μεγάλος σεισμός, ισοπεδώνεται η Ζάκυνθος, παραμένει στο δικηγορικό γραφείο ως δικηγόρος πλέον και εργαζότανε. Τώρα το σπίτι αυτό, λοιπόν, ήταν στη συμβολή Σολωμού και Σουλτάνη. Δηλαδή, ακριβώς κάτω απ' την πλατεία Εξαρχείων είναι η Σολωμού, βγαίνει ακριβώς κεφάλι απάνω, όπως ερχόμαστε από κάτω, απ' την Πατησίων, βγαίνει απάνω στην πλατεία και η Σολωμού είναι ο πρώτος παράλληλος της πλατείας, απ' το κάτω μέρος, κάθετα στη Σολωμού. Εκεί, λοιπόν, εκεί ήταν το δωματιάκι που έμενε και εκεί σ' ένα άλλο δωματιάκι υπήρχε ένα άλλο παλικαράκι τότε, που ήταν στο Πολυτεχνείο, ο Γιώργος ο Ζαβός, ο πρώτος ξάδελφος της μάνας μου, απ' τη Λαμία, μοναχογιός, απ' το Ρεγγίνι. Όπου έρχεται η μάνα μου, για να δει τον ξάδελφό της, γιατί ήτανε πολύ δεμένοι, γνωρίζει τον πατέρα μου και τελικά ο Ζακυνθινός με τη Λαμιώτισσα, παντρεύονται και μένουν στα Εξάρχεια. Γιατί δεν μπορούσαν να μείνουν κάπου αλλού. Εκεί γεννηθήκαμε εμείς με τον αδερφό μου, τον Πάνο. Και το σπίτι μας ήταν, το πρώτο σπίτι που μέναμε, ήταν στην Μπόταση, ακριβώς κάτω από τη Σουλτάνη. Δηλαδή, εκεί, στο ίδιο… Ξεκινάει αδελφός μου και πηγαίνει στην Κωλέττη. Ακόμα και τώρα, δηλαδή, υπήρχαν, συστεγαζόντουσαν, δύο δημοτικά... Λέω πολλά; Άμα είναι, με σταματάς.
Ό,τι θέλετε λέτε.
Ναι, συστεγαζόντουσαν δύο δημοτικά, το 35ο και το 37ο, όπου είχε ξεκινήσει εκεί ο αδελφός μου, αλλά όταν ήμουν εγώ τεσσάρων χρόνων, πήγαμε στη Μεθώνης, που ήταν χωματόδρομος τότε, πάνω απ' την Καλλιδρομίου, που υπήρχε το 36ο. Ήταν πολύ κοντά στο σπίτι. Αλλά, επειδή είχε ξεκινήσει ο αδερφός μου στο 35ο, πήγα κι εγώ στην Κωλέττη. Εκεί, λοιπόν, στην Μπόταση —αυτό που θέλω να σου πω, γιατί πιστεύω ότι είναι το πρώτο πολύ σημαντικό έτσι, όσον αφορά αυτό που ζω—, είναι ότι υπήρχε ένα παράθυρο, γιατί μέναμε σ ένα μικρό σπιτάκι, εκεί στην Μπόταση, υπήρχε ένα παράθυρο σ' έναν διάδρομο, δηλαδή σ' έναν διάδρομο που ένωνε την κρεβατοκάμαρα με το σαλόνι, όπου υπήρχε ένα παράθυρο, που μ' άρεσε εμένα να πηγαίνω να παίζω κάτω από εκείνο το παράθυρο. Και γενικώς το μεγαλύτερο μέρος της —να σου πω την αλήθεια, δεν μου αρέσει να λέω…— του βιώματός μου, στην Αθήνα είναι αυτό το παράθυρο και μάλιστα η διάχυση του φωτός, μέσα απ' το παράθυρο μέσα από μια κουρτίνα. Όπως είναι αυτή η κουρτίνα τώρα, ας πούμε, το φως που διαχέεται. Αυτό ζούσα εγώ, το φως που διαχέεται προς τα μέσα. Από έξω, προς τα μέσα. Γιατί και στην Αθήνα που γεννήθηκα και μεγάλωσα, δεν ήμουν ένα παιδί, ας πούμε, ο οποίος θα έβγαινα στον δρόμο, παρότι μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήτανε πολύ ζυμωμένη και όσον αφορά τα πολιτικά και όσον αφορά τις παρέες, ας πούμε, σε σχέση με τη μουσική που ακούγαμε, ήμουνα πιο έτσι… Δεν ψαχνόμουνα πάρα πολύ, ήμουνα χαμηλών τόνων. Ψαχνόμουνα, δηλαδή, με μια αίσθηση δίκαιου και άδικου, όσον αφορά τα πολιτικά. Δηλαδή, είχα μία αντίληψη, ας πούμε, καταλάβαινα, ρε παιδί μου, ότι αυτό γιατί γίνεται; Είναι άδικο τώρα αυτό το πράγμα, κατάλαβες; Είχα μία τέτοια αίσθηση, αλλά ποτέ δεν μπήκα, όπως ο αδελφός μου, που μπήκε σε πολιτικά κινήματα, ας πούμε, και το ένα και τ' άλλο. Ήμουνα… Εμένα, λοιπόν, ο πολιτισμός, να στο πω έτσι, της Αθήνας είναι το παράθυρο, η διάχυση του φωτός μέσα απ' την κουρτίνα. Αυτό είναι το παίξιμο που μετά ακολούθησα, όσον αφορά το θέμα της Αθήνας. Εντάξει, μετά πήγα στο 35ο και κάποια στιγμή, στην τετάρτη δημοτικού, ο πατέρας μου, Θεός συγχωρέσ' τονα, έφερε ένα πικάπ στο σπίτι. Έφερε ένα πικάπ. Δεν ξέρω, πιθανόν να το είχε ζητήσει και ο Πάνος, ας πούμε. Εντάξει, ήτανε τότε φοβερή εποχή για τη μουσική, όπως όλες οι εποχές. Όπως όλες οι εποχές, είναι οι νέοι άνθρωποι που φτιάχνουν τα πράγματα και αυτή η φρεσκάδα πάντοτε, που είναι πανέμορφο αυτό το πράγμα και δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει. Είχε φέρει τους δύο πρώτους δίσκους… Είχε φέρει το Socrates Drank the Conium, που δεν έπαιζε o Τρανταλίδης, γιατί θα σου μιλήσω για τον Τρανταλίδη αργότερα, έπαιζε ο Παύλος ο Σιδεράς, εξαιρετικός άνθρωπος και φοβερός ντράμερ. Νομίζω ήταν κι ο συγχωρεμένος ο Βαγγέλης μέσα, ο Παπαθανασίου σε αυτό το σχήμα, όταν ήταν Σπάθας, Τουρκογιώργης, πρέπει να ήταν ο Βαγγέλης κι ο Παύλος ο Σιδεράς, που μετά —μπορεί να κάνω και λάθος τώρα— που μετά κάνανε τους «Aphrodite’s Child». Πώς το λένε; Και είχε φέρει και ένα δίσκο, δεν ξέρω πώς το είχε αγοράσει αυτό το πράγμα, από ένα αφρικανικό συγκρότημα, τους «Osibisa» και… Ναι, «Osibisa». Ναι, αφρικανικό. Τέλος πάντων, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση, άκουγα αυτούς τους δύο δίσκους και κάποια στιγμή, στην πέμπτη δημοτικού, φέρνει το Who’s Next, «The Who». Kαι εκεί μόλις άκουσα τον Keith Moon, στο πρώτο κομμάτι, στο Baba O'Riley, εκεί ήμουνα σίγουρος ότι θέλω να κάνω αυτό το πράγμα. Μου άρεσαν πάρα πολύ. Αυτός ο δίσκος ειδικά, γιατί δύο δίσκους είχα απ' τους «Who», το Who’s Next και το Live at Leeds. Live at Leeds; Ναι. Και από εκεί και πέρα ξεκινάει όλο αυτό το πράγμα, η πλειοψηφία των συμμαθητών μου ακούει μουσική αλλά, έχω με έναν συμμαθητή μου, τον Κώστα τον Στειρό, ο οποίος έχει βαφτίσει... είναι και νονός της κόρης μου... Αυτός από τότε αρχίζει και μαζεύει. Δηλαδή, είναι ένας φοβερός τύπος, ο οποίος ζει σε ένα τελείως υπόγειο και πολύ μικρό χώρο, απίστευτα μικρό χώρο, που στην πάροδο του χρόνου, μέχρι να τελειώσουμε το λύκειο, όλα του τα πράγματα, είναι βινύλια: Το κρεβάτι του, από κάτω είναι όλο βινύλια. Το γραφείο του είναι είναι από βινύλια. Δηλαδή, τα πάντα είναι βινύλια. Και μάλιστα έχει πολύ πλάκα, γιατί, όταν ήμασταν στο σχολείο, υπήρχε αυτή η φοβερή εκπομπή τότε, του Πετρίδη —να 'ναι καλά αυτός ο άνθρωπος, γιατί μάθαμε πάρα πολλά πράγματα απ' αυτόν, από τον Γιάννη τον Πετρίδη— ο οποίος είχε μια εκπομπή δίωρη, 16:00 με 18:00 απ' ό,τι θυμάμαι, την οποία ο Κώστας, άριστος μαθητής ο Κώστας, την άκουγε την ώρα του μαθήματος, στα Εξάρχεια. Δηλαδή, κάτω από το θρανίο είχε ένα τρανζιστοράκι και έπαιζε ο Πετρίδης. Και του λέγανε πολλές φορές οι καθηγητές, του λέγανε: «Κώστα, κλείσ' τον τον Πετρίδη —και το ήξεραν, το είχαν μάθει— κλείσ' τον τον Πετρίδη τώρα». Λέει: «Δεν ακούω —λέει— τίποτα». Μιλάμε τώρα για πολλή τρέλα. Ο οποίος ήταν, επειδή ήταν άριστος μαθητής, δεν μπορούσαν να του πουν και τίποτα. Δηλαδή, τον ανέβαζαν πάνω και… Αυτός πέρασε, ο Κώστας, είχε περάσει Πολυτεχνείο και ήταν κι ο, ένας εξαιρετικός μαθηματικός, ο Δημήτρης ο Παρασκευόπουλος, Θεός συγχωρέσ' τον, ο οποίος του έλεγε: «Ρε συ Κώστα —λέει—, κλείσ' τον τον Πετρίδη —λέει— εντάξει, θα ακούσεις μετά, δεν ξέρω τι». «Δεν ακούω τίποτα». Και κάθ[00:10:00]ε μέρα ο Πετρίδης έπαιζε μες στην τάξη —ήταν τρομερό—, όταν ήμασταν απογευματινοί.
Εσείς τον ακούγατε;
Τον άκουγα τον Πετρίδη, ναι, αλλά όχι... δεν είχα το θάρρος να το κάνω την ώρα του μαθήματος. Ο Κώστας το έκανε την ώρα του μαθήματος δεν… Εντάξει, απ' τον Πετρίδη τώρα, μαθαίναμε τα πάντα, τα πάντα! Όσα αφορούσαν νέες κυκλοφορίες και ιστορικά πράγματα. Και ο Κώστας ο Στείρος, που σου λέω, μιλάμε τώρα έχει αρχειοθετήσει, δηλαδή έχει κάνει μια αρχειοθέτηση απίστευτη, την οποία την έγραφε με πολύ ψιλά, μικρά γραμματάκια... τελείως ποιητικό όλο αυτό το πράγμα, πανέμορφο! Και με τον Κώστα, λοιπόν, άκουσα πάρα πολλή μουσική. Έμαθα πάρα πολλά, άκουγα πάρα πολλή, όμως, μουσική και επειδή, ξέρεις, σιγά σιγά ήθελα να παίξω… Εγώ μεγάλωσα πολύ τυχερός με τον αδερφό μου, σε πολύ έτσι αγαπησιάρικο σπίτι και... αλλά οι άνθρωποι δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική και τέτοια. Και είχα πάρει κάτι tupperware της μάνας μου, τότε που είχαν σκάσει μύτη τα tupperware, ας πούμε, και γύρισα κάτι καρεκλάκια, κάτι σκαμνάκια ανάποδα, και τα είχα βάλει και έβαζα τους δίσκους και έπαιζα από πάνω, παιδάκι ας πούμε, παιχνίδι. Και κάποια στιγμή η παρέα μου —να 'ναι καλά... ο ένας δυστυχώς έφυγε από τη ζωή— συνεννοηθήκαν και κρυφά μου αγόρασαν το πρώτο μου πιατίνι, το οποίο ήτανε της πλάκας τώρα, αλλά για μένα ήτανε θησαυρός. Ήταν το πιο ωραίο δώρο, ας πούμε, που… Και σιγά σιγά άρχισα να παίζω, υπήρχαν εκεί πέρα κάποια παιδιά στα Εξάρχεια…Υπήρχε ένα πολύ ωραίο... αίθουσα μπιλιάρδου, το «Τσαφ» ,το «Τσαφ» ήταν η καφετέρια στην πλατεία και ακριβώς από κάτω από το «Τσαφ», υπήρχε ένας τεράστιος, ψηλοτάβανο χώρος, που είχε μέσα καμιά δωδεκαριά, γαλλικά τραπέζια μόνο. Τους τοίχους όλους τους είχανε ζωγραφίσει με ψυχεδελικά έτσι τοπία, πράγματα, από μπάντες, ας πούμε, το ένα το άλλο, τα παιδιά. Και μάλιστα ήταν από τη Ζάκυνθο αυτό το αντρόγυνο, ο κύριος Παναγιώτης και η κυρία Μαρία, Ρώμα. Ρώμας ήταν το επίθετο. Όπου η κυρία Μαρία έπαιζε και φοβερό μπιλιάρδο, η σύζυγος, ναι. Και πηγαίναμε τώρα όλο το σχολείο, ας πούμε, πηγαίναμε εκεί πέρα και έπαιζε πάντοτε μπλουζ, πάντοτε, και ροκ, μόνο μέσα απ' το μπλουζ. Δηλαδή, δεν άκουγες, ρε παιδί μου… Όταν ξεκινήσαν, ας πούμε, όταν έγινε… Δεν άκουγες ποτέ progressive ας πούμε, δεν άκουγες «Yes», ας πούμε, ή «Genesis», ας πούμε. Δύσκολα. «Floyd» θ' άκουγες. «King Crimson» θα άκουγες. Μέχρι εκεί όμως αυτά. Τα άλλα ήτανε... ροκ, μέσα από το μπλουζ. Καλά, δεν θα άκουγες με τίποτα συγκροτήματα τα οποία μετά εξελίχθηκαν, ξέρεις, έγινε αυτό το πράγμα στο 90’s, αυτό το ροκ μέταλ και το… δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, με τίποτα. Και τέλος πάντων, μεγαλώσαμε εκεί στα Εξάρχεια λίγο με αυτό το περιβάλλον. Εγώ, βέβαια, ήσυχος, ήσυχο παιδάκι.
Αλλά τα καλοκαίρια, επειδή ο παππούς μου έφτιαξε ένα σπιτάκι, απ' το λαμιώτικο το σόι, στη Βόρεια Εύβοια, σ' ένα χωριό που λέγεται Γιάλτρα, το οποίο τότε ήταν ένα χωριό το οποίο ήτανε χωρίς φως, νερό. Δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Ήταν ένα τελείως ψαροχώρι, αμιγώς ψαροχώρι με πολλούς ψαράδες και φοβερές ποικιλίες σταφυλιών και βγάζανε, κάνανε τρομερό κρασί, φημισμένο δηλαδή το κρασάκι. Είχε φτιάξει ο παππούς μου εκεί πέρα ένα σπιτάκι, στο οποίο πηγαίναμε τα καλοκαίρια. Και για μένα ήτανε ο απόλυτος παράδεισος εκεί πέρα. Και φεύγαμε, ας πούμε, πηγαίναμε πρώτα από την Αθήνα, πηγαίναμε στη Λαμία, καθόμασταν καμιά δεκαριά μέρες, καθόμασταν καμιά δεκαριά μέρες στη Λαμία, και από τη Λαμία με τρελά μπαγκάζια, ας πούμε, παίρναμε το λεωφορείο, πηγαίναμε στα Καμένα Βούρλα κι απ' τα Καμένα Βούρλα μας έπαιρνε στην αρχή, ένα καΐκι, που λεγόταν Ελβίρα. Και μετά, οι ίδιοι που είχαν αυτό το καΐκι, είχαν ένα εξαιρετικό καραβόσκαρο, τον «Χαράλαμπο», το οποίο μάλιστα έμαθα την ιστορία του μεγαλώνοντας. Αυτό ήταν ένα καΐκι, καραβόσκαρο ήταν ο τύπος, αυτά ήτανε κατά κάποιο τρόπο εμπορικά καΐκια, γιατί έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο σχήμα, γιατί πηγαίναν και κομπλάρανε στα μουράγια, για να τα φορτώνουν με είτε αλεύρι, είτε χαλίκι, είτε άμμο, είτε τέτοιο, με φτυάρια. Και αυτό το καΐκι το είχε ο Λάμπρος ο Μπουβάτσης, Θεός συγχωρέσ' τονα, μετά το είχαν τα παιδιά του, ο Δημήτρης και ο Κυπριανός, και αυτό ήτανε παράδεισος, δηλαδή ήτανε… Δεν μπορώ να το περιγράψω δηλαδή, είναι άρρητο αυτό το πράγμα. Το συναίσθημα. Και απ' τα Καμένα Βούρλα, φτάναμε στα Γιάλτρα και ερχόταν ο μπαρμπα-Νίκος ο Ζάχος, αυτός είχε ένα βαρκαλά μεγάλο, μια βάρκα μεγάλη, με τα κουπιά, και κατεβαίναμε, γιατί δεν μπορούσε να πιάσει έξω, γιατί κόλλαγε, και μας έβγαζε έξω και ήταν μιλάμε τώρα… Ήταν το επίνειο του πάνω χωριού των Γιάλτρων, όπου είχε φοβερή ζωή τότε. Επειδή δεν υπήρχανε οι δρόμοι, είχε μια φοβερή αυτάρκεια. Και είχε τα πάντα. Απλώς, το μεγάλο πρόβλημα ήταν το νερό. Εντάξει, φως με λουξ που λέγαμε ήταν το... με τις φιάλες. Και το νερό, ας πούμε, το οποίο, κατεβαίναμε με κουβάδες, 17:00 με 18:00 το απόγευμα που άνοιγαν κάτι βρυσούλες και έπαιρνε όλο το χωριό, γέμιζε, αυτό ήταν το νεράκι. Κατάλαβες; Με ψυγεία πάγου και τέτοια. Τέλος πάντων, τώρα στο μακρηγορώ. Ναι. Και εκεί, λοιπόν, κάποια στιγμή, παιδάκια, παίζαμε εκεί πέρα να πούμε, κάναμε, ράναμε... από πολύ... από μωρό εγώ τώρα αυτό. Δεν έχω πάει πουθενά αλλού στη ζωή μου για διακοπές. Δηλαδή, αν δεν έκανα τη ζωή του μουσικού, να έχω 5-10 συναυλίες, να πηγαίνω από εδώ κι από εκεί, ας πούμε, δεν υπήρχε περίπτωση. Αφού η Ιωαννούλα, ας πούμε, η γυναίκα μου, η κακομοιρούλα… που ήταν πιο φευγάτος άνθρωπος, πιο ταξιδιάρης άνθρωπος… Παρόλα αυτά… Λοιπόν, που λες και εκεί, λοιπόν, περίμενα τους χειμώνες —αυτό που σου έλεγα και στο τηλέφωνο— περίμενα τους χειμώνες σαν να είμαι σε μια στάση λεωφορείου. Εκεί, ακούνητος, έβρεχε, χιόνιζε, να πούμε, οτιδήποτε, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, να πάω στα Γιάλτρα. Εκεί εντάξει, γνωριστήκαμε… Στα Γιάλτρα τι ήταν το περίεργο και ο παππούς μου ήτανε… Οι Γιαλτρανοί πήγαιναν πολλές φορές με τις βάρκες, απέναντι, στη Φθιώτιδα, και δουλεύαν στα χωράφια, στον θέρο. Και υπήρχε πολλή σχέση των χωριών της Φθιώτιδας, της Λοκρίδας, με τα Γιάλτρα, τον Αη-Γιώργη, τη Βλυχάδα και αυτά τα χωριά της Εύβοιας. Και πηγαίναμε, να πούμε, εκεί πέρα, στην αρχή πιτσιρικάδες με τις πετονιές, από δω κι από κει, να πούμε. Ήταν και τραβηχτική η θάλασσα. Σε τραβούσε, να μπεις μες στα καΐκια, μες στις βάρκες, να πιάσεις τα κουπιά, ήτανε φοβερή αίσθηση. Και εκεί με έναν, με τον κουμπάρο μου, τον συγχωρεμένο τον Δημήτρη τον Ανδρίτσο... ο οποίος είχε το παρατσούκλι, τον λέγανε Βενετή, γιατί δούλευε σε έναν βαρελά, όταν ήταν πιτσιρικάς, που έφτιαχνε βαρέλια στον Βενετή, στην Αιδηψό και κολλάγαν παρατσούκλια εκεί πέρα συνέχεια. Και πήγαινα μ' αυτόν στα δίχτυα. Κάθε πρωί, 04:00 η ώρα το πρωί, ναι, και επιστροφή, το απόγευμα. Δηλαδή, πηγαίναμε μεσοπέλαγα, σηκώναμε δίχτυα —πήγαινε τότε για μπακαλιάρο και για καραβίδα— σηκώναμε, νετέρναμε το δίχτυ, καθαρίζαμε δηλαδή, καθαρίζαμε τα πάντα, και μετά το ξαναρίχναμε το δίχτυ, ξανακαλέρναμε και επιστροφή και μπορεί να μας έβγαινε το απόγευμα. Κάποιες φορές γυρνάγαμε, καθαρίζαμε, αν είχαμε δηλαδή... άμα πέφταμε σε τόπο που είχε πολλή σαβούρα, έπρεπε να καθαριστεί καλά το δίχτυ, αναγκαστικά βγαίναμε έξω, καθαρίζαμε, βγαίναμε, ρίχναμε το απόγευμα, ας πούμε. Αυτό για αρκετό χρόνο. Εκεί, μέχρι τα 16 μου, ας πούμε. Και μετά, στα 16 μου έβλεπα εγώ το γρι γρι, που είχε ένα φοβερό… Αυτοί ήταν όλοι ψαράδες εκεί πέρα, ήταν μια οικογένεια, οι Γριβαίοι, ήταν ο παππούς, ο πατέρας τους, ο μπαρμπα-Νίκος ο Γρίβας, ο Γιώργος ο Γρίβας και ο Δημήτρης ο Γρίβας, αδέρφια. Και αυτοί είχαν... ο ένας, ο Γιώργος ο Γρίβας είχε τρία παιδιά και ο Δημήτρης ένα. Και μετά ήθελα να πάω εγώ στο γρι γρι. Το γρι γρι είναι άλλο ψάρεμα, είναι νύχτα.
Γρι γρι.
Λέω στον Μήτσο, λέω: «Μήτσο θα πάω στο γρι γρι». Μου λέει: «Να πας». Και είχε στενοχωρηθεί τότε ο Μήτσος, Θεός συγχωρέσ' τονα —αυτοί που σου λέω έχουν πεθάνει όλοι—, Θεός συγχωρέσ' τονα —τα παιδιά ζουν βέβαια, προς Θεού—, αλλά είχε στεναχωρηθεί, γιατί ήμουν η παρέα του, είχε έναν άνθρωπο μες στο καΐκι, ας πούμε, έκανα λίγες δουλίτσες, ξέρεις, τον βοηθούσα. Εκεί, λοιπόν... στα λέω[00:20:00] αυτά γιατί; Αν με ρωτήσει κάποιος, με τη μουσική που, αργότερα θα σου πω, που πήγα και σπούδασα, ας πούμε— για μένα αυτοί ήταν οι πρώτοι μου πολύ σημαντικοί δάσκαλοι στη μουσική. Δηλαδή, αυτό είναι το περιττό, που με έχει επηρεάσει περισσότερο από οτιδήποτε, αυτό και το παράθυρο, που σου είπα προηγουμένως, αυτό είναι η ζωή μου. Που... πώς να σου πω; Γίνεται κατά κάποιο τρόπο λόγος μέσα από τα ξυλάκια αυτά, τις μπαγκέτες. Αυτό είναι.
Θα μπορούσατε να μου το περιγράψετε αυτό περισσότερο; Δηλαδή, στο παράθυρο τι ηλικία είστε και—
Στο παράθυρο ήμουν από μωρό, μέχρι τώρα όμως, το παράθυρο είναι το πιο διαχρονικό. Γιατί η μελέτη μου αυτό είναι. Δηλαδή, κάθε μέρα που θα μελετήσω, πάλι είμαι σε ένα παράθυρο. Στα Εξάρχεια απ' την Μπόταση, που ήμουν σε εκείνο το παράθυρο, βρέθηκα σε ένα παράθυρο που έβλεπα τη δύση του ηλίου, στη Μεθώνης, και εδώ, όταν παντρεύτηκα και ήρθα εδώ, είμαι σε ένα παράθυρο που βλέπω την ανατολή του ηλίου, που είναι βορειοανατολικό το παράθυρο, και στην ουσία είναι η αίσθηση του φωτός. Δηλαδή, δεν είναι ότι κάθομαι και κοιτάζω. Δεν κοιτάζω, γιατί είμαι συγκεντρωμένος σ' αυτό που παίζω, κατάλαβες; Είναι αυτό που πολλές φορές που κάθομαι και στην παύση ας πούμε... και λες: «Τώρα, τι ωραία που ζω αυτό το πράγμα, με το φως». Αυτό το... που... Ένα άλλο πράγμα που λατρεύω στην Αθήνα είναι αυτό. Πώς είναι τώρα το φως εκεί, που πέφτει στο φύλλο της πολυκατοικίας, στο ντουβάρι; Ειδικά τον χειμώνα, είναι μαγικό. Γιατί αυτό, ξέρεις, αυτό είναι. Άλλοι άνθρωποι, ρε παιδί μου, άλλοι άνθρωποι βρίσκονται… Δηλαδή, τώρα ήμασταν με τον Χάρη στην Ιταλία, σε μια απίστευτη πόλη. Πόλη; Σ' ένα απίστευτο χωριό. Το οποίο δεν έχει αλλαχτεί τίποτα, από τότε που δημιουργήθηκε, τίποτα. Στο οποίο δεν μπορώ… Δηλαδή, που λες γιατί κι εδώ πέρα στην Αθήνα να μην... Δεν είναι όμως. Την κάνανε κάτι άλλο. Καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω; Δηλαδή, αν δεν βρω την ομορφιά και την αγκαλιά, ας πούμε, του Θεού σε οτιδήποτε αγκαλιάζει, γιατί αυτό είναι η αγκαλιά του Θεού που αγκαλιάζει και τα άσχημα τα πράγματα. Σου λέω τώρα σαν Νίκος, με την πίστη μου, ας πούμε, έτσι; Δεν σημαίνει ότι…Γιατί αυτό του καθενός είναι η δικιά του αλήθεια και η δικιά του…Κατάλαβες; Αυτό εμένα, μου δίνει την αγκαλιά ότι το χέρι του το βάζει παντού, είτε είναι όμορφο είτε είναι άσχημο, είτε είναι καλό είτε είναι κακό, είτε είναι ψηλό είτε είναι κοντό, σε όλες τις αντιθέσεις, βάζει το χέρι του και το αγκαλιάζει, κατάλαβες; Και αυτό το πράγμα είναι το πιο διαχρονικό, με το φως και με το παράθυρο. Όσον αφορά με το θέμα, αυτό το πράγμα με τη θάλασσα, με επηρέασε πάρα πολύ, Άννα, κατά κάποιο τρόπο και στην εκφορά του λόγου. Γιατί μεγαλώνοντας, ακούω μουσική και άκουγα, ας πούμε, άκουγα… Υπήρχαν κάποιοι ντράμερ, που μου αρέσαν πάρα πολύ. Δηλαδή, ο Keith Moon, ας πούμε, εν αρχή [Δ.Α.]… Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ ο Levon Helm, ο ντράμερ από τους «The Band», που τραγουδούσε κιόλας. Κατάλαβες; Μετά, να 'ναι καλά ένας συμμαθητής μου και πολύ αγαπημένος μου φίλος, κάναμε τότε πολύ παρέα, ο Δημήτρης ο Τζαφέστας, μου γνώρισε τον Jon Christensen, έναν Νορβηγό ντράμερ. Γνώρισα τον Elvin Jones, μέσα από έναν δίσκο, το In ‘n Out, του Joe Henderson που έπαιζε. Άκουσα Coltrane. Παρόλα αυτά, αυτό είναι… Αυτοί οι άνθρωποι, παίζανε το περιβάλλον τους, αυτό που τους… Δηλαδή, εγώ δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να να παίξω σαν έναν Νεοϋορκέζο ντράμερ. Δεν με ενδιαφέρει, δεν θέλω. Είναι ένα πράγμα το οποίο δεν το έχω ζήσει, δεν με ενδιαφέρει. Μπορεί να ακούσω κάτι και να πω: «Κοίτα, ρε παιδί μου, ο άνθρωπος, τι ωραίο πράγμα που είναι ο άνθρωπος». Κατάλαβες; Αλλά δεν με ενδιαφέρει. Εγώ θέλω να αποτυπώσω, ρε παιδί μου, με τα ξυλάκια μου, με το τέτοιο, αυτό που έζησα. Δηλαδή, αυτό το μπότσι, που λένε στα καΐκια που, ξέρεις, αυτό το λίκνισμα, κατάλαβες; Ή όταν πηγαίνει, έχει δρόμο το καΐκι και έχεις τον καιρό στη μάσκα μπροστά, και ακούς αυτό το «μπαφ, γκουφ, τουκ». Αυτό το πράγμα, κατάλαβες; Αλλά, έτσι όπως το έζησα. Όχι έτσι όπως μπορεί να το έπαιξε ένας ντράμερ διάσημος, δεν ξέρω τι, ή μη, που είναι αλλού. Δηλαδή, θυμάμαι που κοιμόμασταν κάτω από —τα παιδιά εκεί στο γρι γρι που δουλεύαμε— και κοιμόμασταν κάτω στα δίχτυα τα οποία δεν χρησιμοποιούσαμε. Αντί για κρεβάτια, κάτω στο αμπάρι, κοιμόμασταν πάνω σε δίχτυα που δεν χρησιμοποιούσαμε. Το αλλάζαμε το δίχτυα, αναλόγως το ψάρεμα. Και κοιμόμασταν και άκουγα από κάτω «χς, χς, χς», τα στρείδια που ήταν κολλημένα κολλημένα από κάτω, στα ύφαλα του καϊκιού, και από πάνω τα βαρέλια από το πετρέλαιο, τα οποία κουνιόντουσαν και «γκαπ, γκουπ», απ' το μπότσι που κούναγε το καΐκι, και τα ξάρτια, που τρίζανε. Αυτό τώρα για μένα τώρα είναι ένα από το… Δηλαδή, τσιμπιόμουνα πολλές φορές, κατάλαβες; Γιατί εγώ εκεί πέρα, δεν πήγα σαν ένα παιδί, όπως τα παιδιά που ήτανε στο χωριό, που γι' αυτούς ήταν μια καθημερινότητα επιβίωσης. Εγώ πήγα εκεί πέρα… Ούτε, όμως, σαν τουρίστας ήμουνα. Πήγαινε να σπάσει το κεφάλι μου εκεί πέρα. Υπήρχαν φορές που πήγαινε να εκραγεί το κεφάλι μου, από αυτό που συνέβαινε.
Τη μαγεία των ήχων.
Ναι μωρέ, να πούμε. Κι όταν καθίσεις τώρα και ακούσεις αυτό λίγο, είναι παντού. Δηλαδή είναι παντού, κατάλαβες; Απλώς, εμείς δεν του δίνουμε σημασία. Απλώς εκεί πέρα, ήταν κάτι... για ένα παιδί τώρα της... που μεγάλωνε σε ένα διαμέρισμα και βρισκόταν ξαφνικά στο αμπάρι ενός καϊκιού και ζούσε αυτό το πράγμα… Και πολλές φορές έχω πει και σε μια εκπομπή ενός φίλου, του Δημήτρη του Τρίκκα και σε μια live εκπομπή, του είχα αφηγηθεί μια ιστορία, απ' αυτές τις ιστορίες που ζούσα εκεί πέρα, η οποία είναι τόσο πολύ συγκλονιστική, που μετά διαβάζοντας… Εγώ είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν είχα ποτέ σχέση —δεν θα το πω καλή ή κακή— δεν είχα σχέση με το βιβλίο. Με κούραζε λίγο το βιβλίο. Παρόλα αυτά, όμως, έχω διαβάσει κάποια πράγματα, λίγα —ακόμα και τώρα δηλαδή, που το κάνω— τα οποία τα 'χω αγαπήσει πάρα πολύ και… Δηλαδή, συνδυαστικά τα κάνουμε τα πράγματα, που έτσι που αντιλαμβάνομαι και ζω και... Και το διάβασα αργότερα, πολύ αργότερα, αυτό το πράγμα είχα ζήσει εκεί πέρα, στον Παπαδιαμάντη. Γιατί, ένα μαγικό πράγμα που ζούσα εκεί, που δεν μπορεί… Δηλαδή, ο άλλος… Δεν ξέρω, δεν το έχω συζητήσει ποτέ με κάποιο παιδί απ' το χωριό, αν του έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα, αν το παρατηρούσε. Δεν σκεφτόμουνα. Γιατί το... Εκείνη τη στιγμή έλεγα: «Τι είναι αυτό το πράγμα το οποίο ζω;». Όταν είχε φοβερή άπνοια, άπνοια όμως, άπνοια, να μην κουνιέται φύλλο, εκεί υπήρχε μία βάρκα, ο «Μπότης» που λέγανε, που είχε πάνω δύο λάμπες. Αυτές οι λάμπες σκορπάγανε φως άπλετο, προς όλες τις κατευθύνσεις. Όπου κάποια στιγμή τερμάτιζε αυτό το φως και δημιουργούνταν μια φοβερή μπάλα φωτός και στο πάνω μέρος, δηλαδή και στην… πάνω από την επιφάνεια του νερού, και κάτω απ' την επιφάνεια του νερού. Και ήτανε τεράστια αυτή η μπάλα. Όταν πλησίαζε, λοιπόν, το καΐκι μπροστά, για να καλάρει, ήταν μπροστά το καΐκι το οποίο, επειδή… Εγώ καθόμουν στο πισωκάϊκο —τέλος πάντων, στα λέω τώρα λίγο περιγραφικά— σ' ένα καϊκάκι πίσω από το καΐκι, δεμένο με έτοιμο το δίχτυ, για να καλάρει. Κι όταν πήγαινε, λοιπόν, πολύ αργά το καΐκι, πήγαινε κοντά στον λαμπαδόρο, στη λάμπα, στον άνθρωπο που ήταν μες στην λάμπα, και επειδή ήταν το φως της λάμπας, το καΐκι εγώ το έβλεπα ολόμαυρο. Νύχτα τώρα, σκοτάδι, έτσι; Οπότε, να έχεις λοιπόν ένα πολύ δυνατό φως, η σκιά είναι τελείως μαύρη, αυτό που έβλεπα. Και έβλεπα την προπέλα να γυρνάει πολύ αργά, διότι, επειδή υπήρχε άπνοια, το φως έπιανε μπάλα, όλο το… κι έβλεπα το καΐκι να πετάει. Καταλαβαίνεις τώρα; Δηλαδή, το έβλεπα να πετάει. Και πλησίαζε τον λαμπαδόρο και του 'λεγε: «Νίκο —του 'λεγε— έχεις ψάρια;». Του 'λεγε ο άλλος: «Έχω ψάρια». «Τι ψάρια έχεις;». Έλεγε, ας πούμε: «Έχω κοκάλια και γόπες χαμηλά». «Από πού θα με καλάρεις;» και όλα αυτά, τα γνωστά, τα τέτοια. Κι εγώ όταν τα έβλεπα, γιατί, το πόστο μου εμένα ήταν στο πισωκάϊκο, όταν συνειδητοποιούσα αυτό το πράγμα, έλεγα: «Τι γίνεται εδώ πέρα, ρε παιδιά;». Δηλαδή, δεν ήτανε ούτε βιοποριστικά, όπως ήταν τα παιδιά στο χωριό... Που εμείς πάντοτε, όλα τα παιδιά της Αθήνας, ήμασταν, στα χωριά, ήμασταν οι φλώ[00:30:00]ροι. Ήμασταν οι φλώροι, κατάλαβες; Άσχετο αν τα παιδιά δεν καταλαβαίνανε τον εγκλεισμό της πόλης. Δεν μπορούσαν να το καταλάβουνε. Δηλαδή, τα παιδιά στα χωριά στερούντουσαν άλλα πράγματα και τα παιδιά εδώ στερούντουσαν άλλα πράγματα. Η στέρηση δηλαδή, αντί να μας αδερφώνει και να μας ενώνει, ήταν ένα ταξικό πράγμα, κατάλαβες; Γιατί αυτός, ο έχων, είτε ήτανε στην επαρχία είτε ήταν στην Αθήνα, ήταν αυτός ο οποίος δυστυχώς καταδυνάστευε τους άλλους. Αυτοί που δεν είχαν, είτε ήταν στην επαρχία είτε ήταν στην Αθήνα, ήταν αυτοί οι οποίοι στερούντουσαν, κατάλαβες; Αντί να μας ενώνει αυτό το πράγμα, μας διαχώριζε ταξικά. Λάθος. Οπότε, εκεί πέρα λοιπόν, επειδή εγώ δεν ήμουνα για λόγους βιοποριστικούς, παρότι δούλευα κανονικά και έπαιρνα το μεροκάματό μου, αλλά οι άλλοι με αντιμετώπιζαν ότι είμαι ο Αθηναίος, ο οποίος έκανε τις διακοπές του. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν ήμουν και τουρίστας. Δηλαδή, αυτό το πράγμα που ζούσα ήτανε κάτι άλλο. Το οποίο όταν το διάβασα μετά, στα Ρόδινα Ακρογιάλια στον Παπαδιαμάντη και είναι ξαπλωμένος στη βάρκα και κοιτάζει τα αστέρια και λέει: «Ατενίζω τον άνω βυθό». Και… Εκείνη τη στιγμή έχεις αυτή την αίσθηση της συγκίνησης. Όχι της συγκίνησης, βλέπω ένα μελό και τέτοιο… Με κινεί αυτό το πράγμα, με κινεί αυτό το πράγμα και κλαίω από ζωή, ρε παιδί μου, αυτό το πράγμα, κατάλαβες; Είναι ζωή αυτό το πράγμα. Αυτά με επηρέασαν. Αυτά εμένα με επηρέασαν περισσότερο απ' όλα στο παίξιμο, περισσότερο απ' όλα. Με επηρέασαν και με διδάξανε, γιατί αυτό που έβλεπα πάρα πολύ, και το κατάλαβα και μετά από χρόνια, είναι η φυσικότητα στα πράγματα χωρίς… Δηλαδή, έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους να καλεύουνε, να κάνουν τις κινήσεις. Οι κινήσεις δεν είχανε καμιά στημένη χορογραφία. Αυτό προσπαθεί ο καλλιτέχνης να κάνει και δεν το επιτυγχάνει με τίποτα, γιατί χάνει τον λόγο, τον λόγο εκείνης της στιγμής που… Δηλαδή, ο άλλος... Καλάριζε ο Βενετής, έβλεπα τις κινήσεις του ενεργειακά, κι εγώ τρελαινόμουνα. Αλλά μετά συνειδητοποιούσα ότι σε παίρνει μπάλα αυτό το πράμα και είναι η φυσική κίνηση, το οποίο είναι απόλυτα ποιητική. Πάλι σκάει μύτη για μένα το θείο, το επέκεινα, το οποίο το βλέπεις παντού, και σ' αυτό που έχει λόγο και σ' αυτό που δεν έχει λόγο. Δηλαδή, και στον ψαρά, ο οποίος θα καλάρει, γιατί έχει λόγο, γιατί πρέπει να ψαρέψει ψάρια, για να ζήσει, και στο ζωάκι, το οποίο θα στήσει καρτέρι σ' ένα άλλο ζωάκι. Και πάλι είναι όλη η κίνηση ενεργειακή και το ένα και τ' άλλο, καταλαβαίνεις λίγο; Δηλαδή, υπάρχει όλη αυτή, η ποιητική διάσταση, χωρίς—
Επιτήδευση.
Χωρίς επιτήδευση. Εκεί είναι το… Αφού εμένα με ρούφαγε αυτό το πράγμα και μ' άρεσε έτσι να ζω. Δηλαδή, δεν μ' άρεσε να το παρατηρώ, δεν κάθισα σε έναν καναπέ να δω ένα ντοκιμαντέρ. Έμπαινα μέσα σ' αυτό το πράγμα, κατάλαβες;
Θέλω να σας ρωτήσω, 16 χρονών ήσασταν στα καΐκια , σωστά; Γυρνάτε στην Αθήνα. Αυτούς τους ήσυχους προσπαθείτε κάπως να τους—
Τότε όχι—
Παίξετε;
Τότε όχι. Κι ένα άλλο πράγμα που με επηρεάζει πάρα πολύ από μικρό παιδάκι, που μου έκανε φοβερή εντύπωση και το αγαπάω ακόμα και τώρα, και το ακούω κι εδώ στην Αθήνα, γιατί είναι αν θες να το ακούσεις... Δηλαδή, τώρα που καθόμαστε εδώ πέρα έχουμε έναν Ισοκράτη απ' τη Λεωφόρο Συγγρού, ένα μόνιμο «χααααα». Απλώς πολλές φορές —όχι πολλές φορές—, είναι μία μηχανή, επειδή δεν έχει λόγο, δεν θα ξεκινήσει ποτέ μία μηχανή μόνη της. Ποτέ δεν θα ξεκινήσει μία μηχανή μόνη της. Κάποιο χέρι πρέπει να την ενεργοποιήσει, για να την κινήσει. Είναι αγενής, δεν έχει καλό γένος, είναι αγενής. Δεν μπαίνει σιγά σιγά μέσα στα πράγματα. Δηλαδή, ο ήχος, το ξημέρωμα, ανεβαίνει σιγά σιγά. Δεν ανεβαίνει απότομα, μια μηχανή «ααααπ», αυτό είναι που μας ενοχλεί. Παρόλα αυτά, αυτός ο Ισοκράτης τώρα, άμα τον βάλουμε, αν μπορούσε να ήταν μια χορωδία, και ακούσουμε τη φρασούλα που μπορεί να κάνει αυτό εδώ —κατάλαβες;—, είναι παντού. Γυρνάω σ' αυτό που σου έλεγα. Αυτό, λοιπόν, που μου άρεσε από τότε και το ακούω κι εδώ είναι τα πουλιά. Πολύ συγκεκριμένα πουλάκια και πολύ λίγα. Εντάξει, πόσα πουλιά; Δηλαδή, μ' αρέσει πάρα πολύ ένα πουλάκι, ο καλόγερος, που έχουμε βγάλει, παίζουμε κι ένα κομμάτι με τον Χάρη το Λαμπράκη, πάρα πολύ ο σπίνος. Ένα άλλο πουλάκι ο τσιροβάκος. Είναι 3-4 πουλάκια… Εντάξει, το κοτσύφι εδώ, στην Αθήνα το οποίο το λατρεύω, που πάντοτε θα βρεθεί αυτό το έρημο το κοτσύφι, είτε μες στα λιβάδια, και θα πάει να σκαλίσει το χωματάκι, είτε είναι εδώ πέρα θα 'ρθει να σκαλίσει τις γλάστρες. Που θα καθίσει στη κεραία και θα σου τραγουδήσει την άνοιξη, το οποίο είναι αριστούργημα. Ο κοκκινολαίμης, ο κομπογιάννος τον χειμώνα, που θα 'ρθει εδώ στο μπαλκονάκι και θα τραγουδήσει. Μιλάμε τώρα για... δηλαδή, δεν γίνεται πιο αριστουργηματικό. Αυτά, λοιπόν... και αυτά είναι τα πουλάκια είναι που με έχουν επηρεάσει πάρα πάρα πάρα πολύ στο θέμα του παιξίματος.
Παρόλα αυτά, τότε εγώ τι ήθελα; Εγώ ήθελα να παίξω μπλουζ τότε. Εγώ ήθελα να παίξω backbeat, να παίξω ροκ, κατάλαβες; Εμένα αυτό, εμένα, με ενδιέφερε. Σιγά σιγά αυτό το πράγμα, μέσα απ' την αυτοσχεδιαζόμενη μουσική άρχισε να βλέπω ότι διαφοροποιούμαι μουσικά από το εκάστοτε mainstream πιθανώς πράγμα, το οποίο ας πούμε... Δηλαδή, εμένα η τζαζ, έτσι όπως η πλειοψηφία του κόσμου την καταλαβαίνει, δεν με ακουμπάει καθόλου, δεν με αγγίζει καθόλου. Ο αυτοσχεδιασμός, όμως, και ειδικά από κάποιους ανθρώπους... Τότε που ήμουνα πιτσιρικάς και τελείωνα το σχολείο και πάω στο Ωδείο Αθηνών ως σπουδαστής του Ωδείου Αθηνών και γνωρίζω κάποια παιδιά, κάποιους φίλους, όπου εκεί γνωρίζω το «Τζαζ Κλαμπ» του Μπαράκου και γνωρίζω τον Τρανταλίδη και το ένα και τ' άλλο, εκείνη την εποχή, Άννα, γινόντουσαν κάποια πράγματα στην Αθήνα που ήταν πάρα πολύ σημαντικά. Ήταν η «Σοφίτα» του Ηρακλή του Τριανταφυλλίδη. Πάρα πολύ σημαντικά, με την έννοια του αυτοσχεδιασμού. Υπήρχε μία εποχή τότε, το '80 —τέλη '70-αρχές '80—, όπου δημιουργείται μια φοβερή σκηνή, αρχής γενομένης, στην ουσία από Coltrane, Eric Dolphy, Albert Ayler, περνάει αυτό στην Ευρώπη...
Οπότε, συνεχίζουμε από την εποχή του Ωδείου.
Ναι. Πριν την εποχή του Ωδείου, στα Εξάρχεια είναι κάποια παιδιά. Είναι τα δύο αδέρφια, οι Βασιλάτοι, ο Βασίλης ο Βασιλάτος, έναν χρόνο μεγαλύτερος απ' τον αδελφό μου, ντράμερ, ο Αλέκος ο Βασιλάτος, δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα, όπου, ασχολούνται με τη μουσική από πολύ μικρά παιδιά. Και ο Βασίλης για μένα είναι ο πρώτος μου δάσκαλος, ο Βασιλάτος. Είναι αυτός ο άνθρωπος ο οποίος μου δείχνει πώς να κρατήσω τις μπαγκέτες μου, μου δείχνει πώς να κάνω ρούλο και όλα αυτά τα πράγματα.
Λύκειο;
Λύκειο πλέον, ναι, λύκειο. Πρώτη λυκείου, εκεί. Πρώτη λυκείου-δευτέρα λυκείου, εκεί πέρα. Και μου λέει, λοιπόν, ο Βασίλης... Τώρα ο Βασίλης, τα δύο αδέρφια Βασιλάτοι, μαζί με τον Τάσο τον Λώλη, τον κιθαρίστα, Θεός συγχωρέσ' τονα... Πόσα Θεός συγχωρέσ' τον έχω πει; Αλλά, τι να κάνουμε; Έφυγε νέος ο Τάσος, δυστυχώς. Είναι πάρα πολύ καλοί μουσικοί, παίζουνε φουλ και είναι μετά, που μαζί με τον Χρήστο τον Θηβαίο, κάνουν τους «Συνήθεις Ύποπτους». Και μου λέει ο Βασίλης, μου λέει: «Νίκο...». Γιατί του λέω: «Ρε συ, Βασίλη —του λέω—... ». Μου λέει: «Νίκο —μου λέει—, πήγαινε —μου λέει—, θα σου ζητήσουν —μου λέει— να παίξεις ρούλο και να σου παίξουν, να παίξεις, να τραγουδήσεις κάποιες νότες —για το Ωδείο Αθηνών τώρα—. Και πήγαινε —μου λέει— να γραφτείς στο Ωδείο Αθηνών». Μάλιστα, μετά, θύμισέ μου να σου δείξω μια φωτογραφία που μου έστειλε ο Χάρης σήμερα, που είμαστε απ' το Ωδείο Αθηνών παιδιά μαζί με τον Βασίλη και με πολλούς. Θα σου πω ποιοι είναι όλοι, ένας και ένας. Λοιπόν και πάω εγώ και γράφομαι στο Ωδείο Αθηνών. Γράφομαι στο Ωδείο Αθηνών. Θυμάμαι η συγχωρεμένη η μανούλα μου μού λέει… Γιατί βλέπανε, ρε παιδί μου, ότι εγώ ζοριζόμουνα και ήταν και ένα μυστήριο[00:40:00] πράγμα, γιατί δεν ήμουν και… Δηλαδή, ήμουνα τυπικός στο σχολείο, γιατί δεν ήθελα να… πώς να σου πω; Δεν ήθελα να... δεν μ' άρεσε ούτε τους καθηγητές να τους φέρνω σε δύσκολη θέση ούτε τους γονείς μου να τους φέρνω σε δύσκολη θέση. Αλλά, απ' την άλλη μεριά, δεν το είχα, κατάλαβες; Και απ' την άλλη μεριά επειδή είχα κι αυτό το ατού, επειδή ήμουνα καλό παιδάκι, κυλούσε. Κυλούσε μέσα στη μετριότητα. Λοιπόν που λες, και μου λέει η μανούλα μου, μου λέει: «Νίκο —μου λέει—, πάρε ——μου λέει— λεφτά και πήγαινε στο Ωδείο Αθηνών —μου λέει—, πήγαινε να γραφτείς». Πήγα, λοιπόν, και παίζω εκεί... Πάλι θα πω: «Θεός συγχωρέσ' τους», γιατί έχουν πεθάνει όλοι, να πούμε. Ήτανε ο δάσκαλός μου, ο Νίκος Κορατζίνος, εξαιρετικός άνθρωπος, φοβερός μουσικός. Τον αγαπάω πάρα πολύ, Θεός συγχωρέσ' την ψυχούλα του. Δηλαδή, ήταν ένας άνθρωπος, δάσκαλος κλασικής μουσικής, γλυκύτατος, δεν αισθάνθηκα ποτέ αυτό το άγχος και την πίεση και τη… Ήταν, θυμάμαι, ο Φαραντάτος, ο κλαρινετίστας, ήτανε ο Παλλάντιος, που ήταν στην επιτροπή, ήταν ο Κυπραίος απ' τα πνευστά. Μπαίνω μέσα, είδα έναν ταμπουρά και μου λένε: «Παίξε, πώς σε λένε παιδί μου; Παίξε μας ρούλο», παίζω ρούλο. Πάτησε ο Νίκος ο Κορατζίνος κάποιες νότες, τις τραγούδησα, μου λένε: «Ωραία, έλα να γραφτείς» και πήγα και γράφτηκα στην προκαταρκτική. Εκεί, λοιπόν, πάω και γνωρίζω... γνωρίστηκα με πάρα πολύ κόσμο. Για μένα ήταν μαγικό. Τάκης Μαρινάκης, σπουδαίος μουσικός, ντράμερ μέχρι τότε, τοπ. Ήταν και ο ντράμερ στους «Πελόμα Μποκιού», ο Μαρινάκης, ο Τάκης ο Μαρινάκης. Μετά τυμπανίστας στην κρατική, δηλαδή τα παράτησε τα ντραμς, έγινε μόνο στην κλασική μουσική. Ο Αλέκος ο Χρηστίδης, ο Δημήτρης ο Παπαδημητρίου, και αυτός έχει φύγει απ' τη ζωή, στη Λυρική μετά κι αυτός, τυμπανίστας. Ο Κώστας ο Λάμπης, ο Σπύρος ο Παναγιωτόπουλος, που είχαμε δεθεί πάρα πολύ, είχαμε κάποια... είχαμε 7 χρόνια διαφορά, αλλά είχαμε έρθει πάρα πολύ κοντά, έμαθα πάρα πολλά πράγματα απ' τον Σπύρο. Ο Γιώργος ο Μεταλληνός, ο Γιάννης ο Σταυρόπουλος, ο Ράμπο που λέμε, ο ντράμερ. Ο Δημήτρης ο Τζαφέστας, αυτός ο αδελφικός μου φίλος, που μου έμαθε πάρα πολλά με τον Jon Christensen. Πολύ αγαπημένο πρόσωπο, o Μιχάλης o Διακογιώργης, σπουδαίος, τεράστιος μουσικός, ο οποίος παίζει στη Συμφωνική της Ραδιοφωνίας. Και αυτά ήτανε... όλοι, ήμασταν όλοι παιδιά. Δηλαδή, με τον Τζαφέστα τον Μιχάλη κι εγώ, ήμασταν συνομήλικοι. Και εκεί, λοιπόν, αρχίζω και μαθαίνω ότι υπάρχουνε κάποιοι χώροι, ρε παιδί μου, εδώ πέρα, στην Αθήνα, που γίνονται jam, που γίνονται πράγματα, και το ένα και τ΄ άλλο. Και ξεκινάω και πηγαίνω στη «Σοφίτα», στον πρώτο χώρο τέτοιο που πήγα, ήταν η «Σοφίτα» του Ηρακλή του Τριανταφυλλίδη, τον οποίο τον υπεραγαπάω, εξαιρετικός άνθρωπος. Και κάθε Τετάρτη, δεν θυμάμαι, έκανε jam, ανέβαινε όποιος ήθελε και έπαιζε. Επειδή, λοιπόν, ο Ηρακλής ήταν ένας ροκ καλλιτέχνης, δεν ερχόταν από την τζαζ, αλλά ταυτόχρονα είναι και πολύ ανοιχτός άνθρωπος, δεν υπήρχε αυτό, ρε παιδί μου, η τζαζ police, ας πούμε, ότι, ξέρεις, πρέπει να παίξουμε τον κώδικα σωστά και παίζουνε μόνο οι καλοί και οι… Αυτοί που δεν παίζουνε, καθόμαστε κάτω φοβισμένοι και θαυμάζουμε το μέγεθος των μεγάλων παικτών και το ένα και τ' άλλο. Όχι, ελευθερία τελείως. Ελευθερία όμως... Ο Ηρακλής, όμως, δημιουργούσε ένα φοβερό σεβασμό. Δεν γινόταν ποτέ καμία βλακεία στο μαγαζί του. Ποτέ! Γιατί ο άνθρωπος… Εντάξει, μεγάλη ιστορία ο Ηρακλής, έτσι; Δεν είναι δηλαδή… Ο Ηρακλής ήτανε, ας πούμε, ένας άνθρωπος ο οποίος παράτησε την οδοντιατρική για τη μουσική και ποιητής και καλά έκανε. Είχε πάει και Γερμανία πολύ, δηλαδή είχε ζήσει όλο αυτό το πράγμα, το κοινοβιακό, ήτανε άνθρωπος με πολύ βιωματική άποψη. Όχι άποψη... ξέρεις...
Εσείς πότε τον γνωρίσατε;
Εκείνη την εποχή, δηλαδή ήμουνα τρίτη λυκείου και μόλις αποφοίτησα, ας πούμε. Και πήγαινα, λοιπόν, και έπαιζα και έπαιζα εκεί πέρα και, θυμάμαι, έπαιζα με έναν πολύ γλυκό άνθρωπο, ένα πολύ ψηλό παλικάρι, τον Αχιλλέα, όπου έπαιζε μπάσο κλαρινέτο, αυτός είχε τρέλα με τον Eric Dolphy, και ανεβαίναμε και παίζαμε οι δυο μας. Εγώ δεν ήξερα τι έπαιζα, δεν ήξερα τι έκανα. Ήταν ό,τι… Συνέβαινε αυτό το πράγμα. Εκείνη την εποχή, φοιτώ εγώ στο Ωδείο, αρχίζω και μαθαίνω πράγματα, μου μαθαίνει ο Δημήτρης ο Τζαφέστας για τον Jon Christensen, έναν πολύ αγαπημένο μου Νορβηγό ντράμερ, τον οποίο τον λατρεύω. Και κάποια στιγμή γίνεται... φτιάχνουν το ΟΑΚΑ, το Ολυμπιακό Στάδιο, και εδώ, στον Πανιώνιο, κάνουνε τις πρόβες, για να κάνουνε την τελετή έναρξης. Όπου, ο Γιώργος ο Τρανταλίδης, αυτός ο ιστορικός ντράμερ, των «Socrates», και όχι μόνο —είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος έκανε πάρα πολλά πράγματα, του οφείλουμε πάρα πολλά πράγματα, θα σου πω μετά και γι' αυτόν και για τον Γιώργο τον Μπαράκο, που είχε το «Τζαζ Κλαμπ»—, αυτός έχει αναλάβει και κάνει ένα δρώμενο με κρουστούς. Υποτίθεται όλο αυτό, την τελετή έναρξης, την έχει αναλάβει ο Μαρκόπουλος μαζί με τον Χάρη τον Μανταφούνη.
Τι είναι; Πού είμαστε; '80—
'82; Μπορεί και '81, δεν ξέρω, κάπου εκεί πέρα είναι. Και μου λέει ο Σπυράκος ο Παναγιωτόπουλος, μου λέει: «Τα βαθιά —μου λέει— στη μασχάλη, τα τύμπανα, μηχανάκι στο… παπάκι, το στρογγυλοφάναρο και κατευθείαν στον Πανιώνιο». Ο Σπύρος, τότε, ο Παναγιωτόπουλος ήταν ένας ντράμερ, ο οποίος έπαιζε φουλ τοπ στα μαγαζιά και στα στούντιο. Φοβερός ντράμερ! Και ο οποίος ακόμα έχουμε πολύ αγαπητική σχέση και μου λέει: «Έλα —μου λέει—, θα πάρεις και μεροκάματο, θα βγάλεις και χαρτζιλίκι». Πάμε, λοιπόν, και εκεί γνωρίζω τον Τρανταλίδη, έναν άνθρωπο τον οποίον τον αγαπάω πάρα πολύ, με αγαπάει πάρα πολύ και είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος τότε και σε όλη τη διάρκεια του μέχρι τώρα, με έχει στηρίξει γι' αυτό που είμαι σε σχέση με το όργανο. Γι' αυτό που είμαι, αλλά και γι' αυτό που κάνω. Δηλαδή, ποτέ δεν μπήκε σε διαδικασία να το κρίνει αυτό το πράγμα. Πάντα με κάποιο τρόπο, με στήριζε. Ναι. Και γνωρίζω, λοιπόν, τον Τρανταλίδη που αυτούς τους ανθρώπους... τον άκουγα από πιτσιρικάς, που έπαιζε στους «Socrates». Και μάλιστα όταν ήμασταν στο σχολείο, εγώ στο μόνο μέρος που πήγαινα, μαζί με έναν αδερφικό μου φίλο, τον Αντώνη τον Παπουτσή απ' το σχολείο, πηγαίναμε κι ακούγαμε τους «Socrates», στο «Κύτταρο», όπου είχε φύγει τότε ο Τρανταλίδης, και έπαιζε ο Νίκος ο Αντύπας. Εντάξει, ό,τι και να πούμε για τους «Socrates» είναι λίγο. Δεν υπάρχουνε λόγια. Και τέλος πάντων, γνωρίζω τον Τρανταλίδη, ο οποίος αμέσως υπάρχει έτσι μια πολύ αγαπητική σχέση και μέσω αυτού, πηγαίνω, βρίσκομαι εγώ για πρώτη φορά στο «Jazz Club» του Γιώργου του Μπαράκου, το πιο ιστορικό, για μένα, για την αίσθηση μου, αλλά δεν νομίζω, ξέρεις, είναι λίγο αντικειμενικό αυτό το πράγμα... Ένα εκπληκτικό τζαζ κλαμπ, που έμπαινες μέσα, κατέβαινες 3 σκαλάκια στην Πλατεία Ραγκαβά, όπως είναι ο βράχος της Ακρόπολης… Είναι μαγικός ο βράχος της Ακρόπολης, γιατί και με αυτά έχω λίγο… Συγκινούμαι πάρα πολύ. Είναι ένα πολύ μικρό πλατειάκι, η Πλατεία Ραγκαβά, και στο κάτω μέρος της πλατείας κατεβαίνεις 3-4 σκαλάκια και μπαίνεις σε έναν γωνιακό χώρο, δηλαδή σ' έναν χώρο ο οποίος είναι γωνία στην ουσία, και όπως μπαίνεις στο αριστερό σου χέρι υπάρχει το πιάνο το Steinway, τέσσερα τέταρτα, ο ενισχυτής του μπάσου στην ουρά του πιάνου και τα τυμπανάκια τα Sonor δίπλα, χωρίς πιατίνια, γιατί κάθε φορά έφερνε ο ντράμερ τα πιατίνια του. Και πηγαίνω και βρίσκομαι σ' έναν χώρο που λέω: «Τι γίνεται εδώ, ρε παιδιά;». Όπου, επειδή ήμασταν πιτσιρικάδες, πηγαίναμε από νωρίς, ερχόταν ο Γιώργος με τη γυναίκα του, τη Μαρία, τη συχωρεμένη. Γιατί είχαν ένα φοβερό ατύχημα αυτοί οι άνθρωποι. Ανέβηκε ένας τύπος πάνω στο πεζοδρόμιο και τους χτύπησε με το αυτοκίνητο και η Μαρία έμεινε στον τόπο. Όπου η σκηνή είναι η εξής: Ο Γιώργος πάντοτε είχε αυτή την εμφάνισή του... την ασκητική, την καλογερίστικη, με τα γένια και, ξέρεις, αυτό το λεπτόλιγνο και τέτοιο και δίπλα του η Μαρία, γλυκιά πολύ, ψηλή. Που πάντοτε ο Γιώργος είχε βινύλια στο χέρι, που θα έπαιζε το συγκεκριμένο βράδυ, που έκανε και α[00:50:00]φιερώματα, και η Μαρία θα είχε μπουκέτα από λουλουδάκια εποχής. Δηλαδή, το χειμώνα ανεμωνούλες, μόλις έπιανε η άνοιξη — ή ζουμπουλάκια ή μανουσάκια— μόλις έπιανε η άνοιξη φρεζάκια. Κατάλαβες; Υπήρχε αυτή… Και έμπαινες μέσα και είχε τραπεζάκια, όπως τα τραπεζάκια του καφενείου, με μάρμαρο πάνω, όπου είχε το κάθε ένα τραπεζάκι το ανθοδοχειάκι του με τα… Δηλαδή, ένας χώρος απίστευτος. Απίστευτος! Τον οποίον αυτόν τον χώρο, και διαμαρτύρομαι αυτή τη στιγμή, τον κλείσανε! Τον έκλεισε ο Τρίτσης με τη Μερκούρη. Τον κλείσανε για την αναβάθμιση της Πλάκας. Και άφησαν τι; Εγώ δεν έχω κανένα θέμα ούτε με το μπουζούκι ούτε με τα τσαρούχια, κανένα θέμα. Γιατί και μένα, αυτή την παράδοση, ειδικά την... όσον αφορά το δημοτικό τραγούδι, την έχω —από τη μεριά της μάνας μου, απ' την πλευρά της Λαμίας, την πλευρά μου— την έχω βιωματικά και την τιμάω. Αλλά δεν μπορείς όλο αυτό το πράγμα να το κάνεις... να μου βάλεις τα τσαρούχια, να παίζουν να παίζουν οι άνθρωποι —για το μεροκάματο έπαιζαν, δεν έπαιζαν…— να παίζουν τον Ζορμπά και να χορεύει ο τσολιάς τον Ζορμπά. Γι' αυτό το τουριστικό το πράμα, για να μαζέψουμε λεφτά τελικά; Γιατί για εκεί είναι το θέμα.
Τότε έκλεισαν όλα τα μαγαζιά στην Πλάκα
Κάποια τσαρουχάδικα είχανε μείνει εγώ θυμάμαι
Όχι θέλω να πω, η «Σοφίτα» έκλεισε επίσης, το «Skylab».
Η «Σοφίτα», «Skylab», όλα αυτά φύγανε, δρόμο όλα, όλα! Υπήρχε κι ένα μέρος, αυτό που σου έλεγα και στο τηλέφωνο, το «Trip», στο οποίο δεν πηγαίναμε, γιατί γινόντουσαν πάρα πολλές φασαρίες. Γιατί ερχόντουσαν οι Αμερικανοί, πήγαιναν πάρα πολύ Αμερικανοί... Ας πούμε ο Γιαννάκης ο Σταυρόπουλος, που δεν μάσαγε, δεν κώλωνε τέτοια, ήτανε κάθε μέρα στο «Trip». Ο Ράμπο. Γι' αυτό τον λέγαμε και Ράμπο. Λοιπόν, ναι. Ακριβώς. Λοιπόν—
Θα θέλατε να αναπτυχθείτε σ' αυτή την εποχή; Λίγο πώς ήτανε όταν αρχίσανε να πιέζουν για κλείσιμο.
Εκείνη η εποχή ήταν μία φοβερή εποχή, δημιουργική, γιατί σε μένα συμβαίνουνε τα εξής πράγματα: απ' τη μια μεριά είναι Τρανταλίδης, Μπαράκος, ένα, απ' την άλλη μεριά είναι «Praxis», που τα κάνει ο Κώστας ο Γιαννουλόπουλος. Κοίταξε, το λέω και ανατριχιάζω. Όπου εκεί, ακούω για πρώτη φορά μπροστά μου, δίπλα μου, τους αυτοσχεδιαστές, μεγάλους αυτοσχεδιαστές, τους φέρνει ο Γιαννουλόπουλος από έξω. Και εδώ, όπως ο Νίκος ο Τουλιάτος, ο οποίος είχα πάθει πλάκα εγώ, πώς έπαιζε ο Νίκος όλο—
Το «Praxis» πού ήταν;
Το «Praxis» ήτανε σαν φεστιβάλ. Δεν ήταν, δηλαδή, χώρος. Και πολλές φορές επειδή η τότε διευθυντής του γερμανικού Ινστιτούτου του Goethe ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος —έχω ξεχάσει το όνομά του τώρα. Γκίντερ; Δεν θυμάμαι—, ο οποίος, είχε πολλή αγάπη στη μουσική και στον αυτοσχεδιασμό και ήξερε όλη τη σκηνή από τη Γερμανία, ερχόντουσαν τότε μιλάμε και Γερμανοί και Εγγλέζοι, και, δηλαδή, Βρετανοί και το ένα και τ' άλλο. Δηλαδή, είχα ακούσει τον Paul Lovens —σου μιλάω για ντράμερ— τον Paul Lovens, τον Tony Oxley, τον Baby Sommer, τον Νορβηγό... πώς τον λέγανε; Τον Hans Benning. Μιλάμε τώρα για απίστευτα πράγματα. Δηλαδή, που λες: «Υπάρχουν αυτά τα πράγματα στον πλανήτη;». Είναι μαγικό, έτσι; Και εκεί, λοιπόν, εμένα με τραβάει αυτό το πράγμα. Και τρίτο —σου έχω πει λοιπόν, Μπαράκο με Τρανταλίδη, σου έχω πει «Praxis», Κώστας Γιαννουλόπουλος— το τρίτο είναι: βρίσκομαι σε ένα χώρο που ανοίγουν δύο παιδιά στη Βατατζή, στα Παναθήναια, το «Συν-ένα» που είναι ένα κλαμπάκι, το οποίο το ανοίγουνε ποιοι; Ο Σπύρος ο Χατζηνικολάου... το «Συν-ένα», ο Σπύρος το 'χε; Nαι, ο Σπύρος Χατζηνικολάου με τον Γιώργο το Μακρή, δεν ξέρω αν τον ξέρεις τον Γιώργο το Μακρή, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, σπουδαίος ζωγράφος και σπουδαίος μουσικός που έχει και μια μπάντα τους «Zoolixο λίγο». Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει. Ναι, σπουδαίος τώρα καλλιτέχνης. Ψάξ' το λίγο, Γιώργος Μακρής, και σπουδαίος ζωγράφος. Όπου εκεί πηγαίνω, λοιπόν, και ανεβαίνω σε στυλ «Σοφίτα», και ανεβαίνουμε και παίζουμε. Ανεβαίνω και συναντιέμαι μ' έναν πιτσιρικά τότε, δύο χρόνια μικρότερός μου, εγώ το '63, αυτός το '65... Πριν πάω εκεί. Πώς πάω εκεί; Ως μαθητής, σπουδαστής στο Ωδείο Αθηνών, εγώ —την τρίτη χρονιά, τέταρτη χρονιά δεν ξέρω τι—, σκάει μύτη ένας λεπτόλιγνος, χίπικη εμφάνιση, τέτοιο, όπου κάπως βρισκόμαστε, συζητάμε, κάνουμε και είναι ο Βαγγέλης ο Πέππας, ο οποίος έχει μπει πρωτοετής στο Πολυτεχνείο, στους χημικούς μηχανικούς, συμφοιτητής με την Ιωάννα. Όπου μου λέει: «Έλα —μου λέει— στη Βατατζή, στο «Συν-ένα», όπου μαζευόμαστε και παίζουμε». Πάω, λοιπόν, εκεί πέρα, ανεβαίνω, παίζω με τον Πέππα και ανεβαίνει κι ένας πιτσιρικάς, ένας τσόγλανος, που παίζει κιθάρα με τον οποίον γινόμαστε ένα. Όταν σου λέω ένα, ένα. Κι αυτός ήταν ο Μιχαλάκης ο Βερναρδάκης, ο κιθαρίστας, ο οποίος είχε μεσογειακή αναιμία ο Μιχάλη, και ήμασταν μαζί με τον Μιχάλη, κάναμε τα πιο σπουδαία πράγματα, παιδιά, μέχρι το '92 που έφυγε απ' τη ζωή, από τη μεσογειακή αναιμία, 27 χρονών. Φοιτητής τότε ήτανε, πρωτοετής κι αυτός, στη Νομική. Όπου, παίζουμε, μιλάμε τώρα, συνέχεια. Και ξεκινάμε να παίζουμε, λοιπόν, με τον Μιχάλη κάθε μέρα στα Εξάρχεια.
Σε προβάδικο;
Στο σπίτι μου στα Εξάρχεια, στο υπόγειο, κάτω είναι μία πολύ καλή κυρία, η Κλειώ η Δικήτου, με φοβερό ιστορικό, στο ΕΑΜ και σε εξορίες, απίστευτα μορφωμένος άνθρωπος, όπου έχει αυτό και έχει βιβλία εκεί μέσα και τέτοιο… Και μου λέει: «Νίκο —μου λέει—, πάρ' τον χώρο —μου λέει—, να κάνεις πρόβες». Ένας γλυκύτατος άνθρωπος, εγώ τη γνώρισα, δηλαδή, μεγάλη τη γυναίκα, πολύ μεγάλη, σε πολύ μεγάλη ηλικία. Και παίζουμε με τον Μιχάλη κάθε μέρα —κάθε μέρα!— για χρόνια. Όπου είμαστε από ντουέτο, γινόμαστε μέλη ενός συγκροτήματος, όχι αμελητέου., των «Morel», δεν ξέρω αν τους ξέρεις, του Γιώργου του Κούκιου, μαζί με τον... παίζει μπάσο ο Βαγγέλης ο Πέππας, ο Μιχάλης κιθάρα, εγώ τύμπανα, ο Γιώργος ο Κούκιος τραγουδούσε τα 10.000, μες στον πρώτο δίσκο. Μετά γράφουμε τον δεύτερο δίσκο τα Βουβά Τοπία και μετά πεθαίνει ο Μιχάλης. Αλλά σ' αυτή την πάροδο του χρόνου, ας πούμε, γίνονται πάρα πολλά φεστιβάλ, παίζουμε πάρα πάρα πολύ και είμαστε και ίσως το μοναδικό αθηναϊκό γκρουπ που είμαστε σε θεσσαλονικιώτικη εταιρεία, στην «Ano Kato Records», ιστορική εταιρεία του Γιώργου του Τσακαλίδη. Φοβερός τύπος, φοβερός άνθρωπος, ο οποίος είχε και ένα πολύ ωραίο δισκάδικο τότε στην… αχ, πώς την έλεγαν την οδό; Εκεί, στο κέντρο είναι, στη διαγώνιο κοντά είναι. Τέλος πάντων, το «Ano Kato, «Ano Kato Records», που σ' αυτήν την εταιρεία ήταν οι «Τρύπες», τα «Ξύλινα Σπαθιά», οι «Noise Promotion». Πώς το λένε; Παίζουμε, λοιπόν, με τον Μιχάλακο και εκεί με τον Μιχάλη, φτιάχνουμε ένα σχήμα που λέγεται «Οία», από την Οία στη Σαντορίνη. Το οποίο, όμως, τι είναι; Είναι από το ρήμα οιάζω, που σημαίνει ταξιδεύω στο πέλαγος και από το οιάζω, βγαίνει το οιάκιον, το τιμόνι που έχουν οι ψαράδες στα καΐκια, που το λένε δοιάκι. Με όμικρον γιώτα, όμως. Το δοι είναι με όμικρον γιώτα, δοιάκι. Και με τον Μιχαλάκη τότε, ας πούμε, κάναμε πραγματάκια πολλά. Δηλαδή, είχαμε πάει και σε Bienalle στην Μπολόνια. Εκεί, στην Μπολόνια είχαμε πάει με τους «Morel», μας είχαν πάρει στη Bienalle της Μασσαλίας ως «Οία», στη Θεσσαλονίκη… Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν πολύ ενεργή, έκανε πάρα πολύ ωραία πράγματα, φοβερή σκηνή. Και ήταν και η εποχή τότε, ξέρεις, που είχε μπει όλο το new wave και το punk πολύ στα πράγματα. Εμείς, βέβαια, ήμασταν εκεί πέρα, στον χώρο του αυτοσχεδιασμού, εκεί δηλαδή παραμείναμε. Και το '92, που λες Άννα, πεθαίνει ο Μιχάλης, κεραυνός εν αιθρία. Εγώ χάνω λίγο τον μπούσουλα, που επειδή πρέπει να αισθάνονται ήσυχα οι γονείς μου, ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα, αρχίζω και παίζω με έναν πολύ γλυκό και καλό άνθρωπο, με τον οποίον στον χώρο, του έντεχνου που έπαιξα, είναι αυτός και η Τσαλιγοπ[01:00:00]ούλου, ο Νίκος ο Ξυδάκης, λέω για τον Νίκο τον Ξυδάκη. Όπου γνωρίστηκα με τον Νίκο ως εξής: Παίζαμε με τον Μιχαλάκο σε ένα στούντιο, στο «Tracks», ναι, το οποίο ήταν στο Πολύγωνο, δεν θυμάμαι που ήτανε, όπου εκεί πέρα ήταν ηχολήπτης ο Γιώργος ο Καρυώτης με τον οποίον... αδελφικοί φίλοι, μετά γίναμε κουμπάροι. Δηλαδή, είναι ο νονός του Κώστα, του μεγάλου, ο ηχολήπτης. Και εκεί, λοιπόν, παίζουμε με τον Μιχαλάκη και έχει ο Νίκος, γιατί κάτι γράφει εκείνη την εποχή κάτι, γράφει κάτι για… εσύ είσαι μικρή δεν το έχεις προλάβει αυτό. Έκανε μία πολύ ωραία εκπομπή η Ακρίτα —η Ακρίτα, ναι— που είχε... με το σταυρόλεξο. Με σταυρόλεξο. Δηλαδή, πραγματικά εκπομπή γνώσεων. Δηλαδή, πηγαίναν, ρε παιδί, μου άνθρωποι οι οποίοι… ξέρεις. Δεν θέλω να πω κάτι. Δηλαδή, αξία της τηλεόρασης δεν χρειάζεται λόγια, για να καταλάβουμε τι είναι, αλλά τότε υπήρχανε. Υπήρχαν κάποια παιχνίδια τα οποία ήταν παιχνίδια γνώσεων. Δηλαδή, ο άλλος έπρεπε να πάει... να έχει γνώσεις, για να πάει. Λοιπόν και έγραφε ένα κομμάτι, τον Κοντορεβιθούλη, το οποίο δεν θυμάμαι σε ποιον δίσκο μπήκε μετά και λέει —άκουσε ο Νίκος— και λέει: «Παιδιά —λέει— μπορείτε να παίξετε —λέει— σε αυτό το κομμάτι;». Και είχε και μια δεκάχορδη κιθάρα τότε ο Μιχαλάκης και παίζουμε: «Εκείνα τα χαλικάκια, εκείνου του μικρούλη,του Κοντορεβιθούλη,ποιος θα έρθει να τα βρει;» Κάπως έτσι. Και γράφουμε αυτό το κομμάτι και μετά μας λέει ο Νίκος [Δ.Α.]: «Παιδιά —λέει—, θέλετε να έρχεστε να παίζετε —λέει— σε συναυλίες και το ένα και τ' άλλο;». Και εγώ είχα αρχίσει ήδη και πήγαινα κι έπαιζα με τον Νίκο σε κάποιες συναυλίες. Γιατί ήταν τόσο πολύ ήσυχο και υγιές το περιβάλλον...
Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που συνάντησα μετά, σ' αυτόν τον χώρο. Καμία σχέση! Δηλαδή, σ' αυτόν τον χώρο έχω συναντήσει ανθρώπους πολύ αξιοπρεπείς και συμπαθείς, που τους έχω αγαπήσει, αλλά έχω συναντήσει και το τελείως ανάποδο. Και όταν λέω το τελείως ανάποδο, εννοώ ό,τι έχει σχέση με την χρήση της εξουσίας. Αυτό είναι το... Εγώ δεν θα μιλήσω ούτε για το αν είχαν ταλέντο, αν είχαν δυνατότητες, αν είχαν… Λέω για τη χρήση της εξουσίας. Με τους ανθρώπους με τους οποίους ένιωσα πάρα πολύ καλά, δηλαδή σεβασμό, είναι με τον Νίκο τον Ξυδάκη, με την Τσαλιγοπούλου την Ελένη, με την Τάνια την Τσανακλίδου, με τον Ορφέα τον Περίδη, τον Γεράσιμο τον Ανδρεάτο. Δηλαδή, ένα πράγμα το οποίο ήτανε… Συνεργάστηκα και με ανθρώπους οι οποίοι ήτανε σωστοί. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, ήτανε σωστοί.
Τυπικοί.
Δηλαδή, δεν πήγαινε το πιο πέρα. Δηλαδή, δεν ένιωθες ποτέ ότι αυτός ο άνθρωπος τελικά με κάποιον τρόπο σε εμπιστεύεται, δηλαδή δεν υπήρχε αυτό το πράγμα της εμπιστοσύνης. Και από κει και πέρα υπήρχε το άγριο το πράγμα, σε αυτόν τον χώρο, που είναι... μιλάμε τώρα για πολύ άγριο, πολλή εξουσία, ρατσισμός. Και είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί οι οποίοι μιλάνε για ρατσισμό. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι βγαίνουνε στις τηλεοράσεις, συνεντεύξεις και τέτοιο. Διδάσκουνε περί πολιτισμού, περί… Κάνουνε μαθήματα σε όλους, είναι με το δάχτυλο στο χέρι. Έχουνε χειραγωγήσει πάρα πολλά πράγματα σ' αυτόν τον τόπο και δεν τα 'χουν αφήσει να ανθίσουνε. Και μιλάω τώρα και για πολύ μεγάλα ονόματα. Φωτεινή —μ' αρέσει να λέω για τα καλά— φωτεινή εξαίρεση ο Χατζιδάκις. Φωτεινή εξαίρεση!
Δουλέψατε;
Όχι, δεν έχω δουλέψει. Αλλά, επειδή στην πορεία είδα κάποια πράγματα, από πολύ κοντινά του πρόσωπα και από τον τρόπο που διαχειρίστηκε, αν και δεν μου αρέσει η λέξη διαχειρίστηκε, και από τον τρόπο που υπήρξε μέσα στη μουσική... Που ποτέ εγώ δεν άκουσα αυτή τη μουσική. Αλλά, υπάρχει μια πηγή εκεί πέρα. Που στεναχωριέμαι που το μετά… Ας πούμε, εγώ το άκουγα —αυτή τη φινέτσα να το πω έτσι, και την ευγένεια— την άκουγα στον Νίκο. Όπου τότε ο Νίκος πιθανόν ως παιδιά, νέα παιδιά, βγήκανε κόντρα... Και μπορεί να κάνω μεγάλο λάθος αυτή τη στιγμή και ζητάω και συγγνώμη αν τέτοιο... Σ' αυτόν τον γλυκό τρόπο του Χατζιδάκι με αυτούς τους αριστουργηματικούς δίσκους, με την Εκδίκηση της Γυφτιάς και με Τα Δήθεν, ιστορικοί δίσκοι, με Ρασούλη, με σπουδαίο καλλιτέχνη, πολύ σπουδαίο καλλιτέχνη! Δηλαδή και εμένα με στεναχωρεί που, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν κάποιοι αντίστοιχοι τέτοιοι τύποι, όπως είναι ο Αντώνης ο Απέργης... Μιλάμε τώρα για... θα έπρεπε να είναι το νούμερο ένα εξαγώγιμο προϊόν αυτής της χώρας. Το νούμερο ένα εξαγώγιμο προϊόν αυτής της χώρας! Και οι τύποι που έχουν την εξουσία και όλο αυτό το πράγμα και χειραγωγούν όλα αυτά τα χρόνια τον κόσμο, τον έχουνε καθίσει τον κόσμο κάτω. Και όσο τον καθίζεις τον κόσμο κάτω, τόσο εκπίπτει όλο αυτό το πράγμα και έχουμε φτάσει σήμερα τα παιδιά να ακούνε trap και να θεωρούν ότι κάνουν και επανάσταση. Γιατί κάνε trap, αλλά έχε… δηλαδή, να έχεις έναν λόγο. Δηλαδή, δεν μπορείς να κάνεις… δεν μπορείς να βγαίνεις… Είχα μια συζήτηση με έναν —τώρα ξεφεύγω λίγο, συγγνώμη— είχα μια συζήτηση με έναν συνάδελφο, αδελφικό μου φίλο, και μου λέει: «Είναι —μου λέει— η κόντρα —μου λέει—, σκέψου —μου λέει— στην εποχή μας —μου λέει— πώς ήταν οι χίπηδες». Δεν είναι το ίδιο. Δεν έχει καμία σχέση. Να τσιγκλήσεις τον παλιό, γιατί αυτή είναι η δουλειά σου, αλλά δεν μπορείς να τον τσιγκλάς, με το να λες: «Επειδή τα 'κανες χάλια, εσύ φίλε, προηγούμενε...». Γιατί εσύ τα έκανες χάλια, ο προηγούμενος τα κάνει πάντοτε χάλια. Αυτός που γίνεται; Έτσι δεν είναι; Αυτός τα κάνει χάλια, δεν τα κάνει ο νέος. Ο νέος βλέπει. Και λες: «Έτσι είσαι; Εγώ θα πάω στα ναρκωτικά, στις πουτάνες και στα πιστόλια». Δεν είναι, όμως, έτσι αυτό.
Δεν είναι. Εγώ θα 'θελα, αν μπορείτε, ανώνυμα να μου περιγράψετε κάποια άσχημα περιστατικά σ' αυτόν τον χώρο.
Σε αυτόν τον χώρο δουλεύω με ένα πολύ μεγάλο όνομα, φερειπείν τώρα, σου λέω τώρα, το οποίο έχει μία αίσθηση ότι πρέπει με το να είναι αγενής, επιθετική, να βάζει τις φωνές, γιατί θεωρεί ότι… Μου το έχει πει μάλιστα και συγκεκριμένα αν δεν... Πώς είναι αυτή η λέξη; Πατρονάρω! Δηλαδή: «Αν δεν τους πατρονάρω, δεν θα δουλέψει η μηχανή». Όχι, η μηχανή, δουλεύει με εμπιστοσύνη και με σεβασμό και με… Ο καλός ο καπετάνιος στο τσούρμο του… άμα του… Θα γίνει ανταρσία. Δεν θα υπάρχει ποτέ καλή ενέργεια. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταφέρει με τη συμπεριφορά τους να… Είναι τόσο πολύ μεγάλο το εγώ που έχουνε, που δεν μπορούνε με τίποτα, να αντισταθούνε σε αυτό το πράγμα, να γίνουνε πιο μαλακοί, πιο ήπιοι. Και θυμάμαι δύο περιπτώσεις —όχι δύο, πολλές, μπορώ να σου μιλάω ώρες δηλαδή, αλλά δεν αξίζει τον κόπο, αλλά θα σου πω ταυτόχρονα— που είμαστε στην Ευρώπη, σε ένα ιστορικό θέατρο και μιλάει περί πολιτισμού, δίνει μια συνέντευξη και: «Α! Ο πολιτισμός και η Ελλάδα» και το ένα και τ' άλλο και μετά αρχίζει το βρισίδι, σ' ένα παιδάκι, σ' έναν ηχολήπτη. Όπου εκεί πέρα έχει πλάκα, διότι έχουν έρθει δύο ηχολήπτες ένας ο οποίος είναι ο επίσημος ηχολήπτης και άλλος είναι ο γιος ενός πολύ επώνυμου ηχολήπτη τότε και πολύ σταρ ηχολήπτη. Όπου τον γλύφει τον μικρό, γιατί είναι ο γιος του τάδε, κατάλαβες; Και ο άλλος, τον έχει όχι στο φτύσιμο… ντρεπόμαστε. Είμαστε με συναδέλφους και ντρεπόμαστε! Ντρεπόμαστε! Δεν βρίζει εμάς, βρίζει το παιδί και ντρεπόμαστε. Και έρχεται ένας πιτσιρικάς backline, Γάλλος, Γαλλάκος, και λέει: «Τι γίνεται, ρε παιδιά, με αυτή τη γυναίκα;». Και μου λέει: «Εγώ —μου λέει— όταν θα φύγω από εδώ —αυτός ήταν stage monitor, έκανε stage monitor απάνω και μου λέει— όταν θα φύγω —μου λέει—, πάω στο κρατικό ραδιόφωνο, γιατί έχω μία μεταμεσονύκτια μουσική εκπομπή —που πήγαινε και έβαζε μουσική το παιδί— και κάνω —λέει— μερικά σχόλια —μου λέει—. Να ξέρετε —μου λέει—, για όλους σας θα μιλήσω —λέει—, εκτός απ' αυτήν». Δεν καταλάβαινε αυτό το παιδί τι έλεγε. Καταλάβαινε από το πώς συμπεριφερόταν αυτός ο άνθρωπος. Λοιπόν, που λες, ένα αυτό περιστατικό. Ένα άλλο περιστατικό. Παίζουμε και υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί και είναι στα φώτα. Βρε αυτόν τον άνθ[01:10:00]ρωπο... δεν μπορείς να φανταστείς, δηλαδή, τι βρισίδι είχε ακούσει. Ένας άνθρωπος οποίος είχε συνταξιοδοτηθεί και δούλευε για συγκεκριμένο λόγο, πολύ σοβαρό. Κάποια στιγμή, λοιπόν, εγώ δεν μπορούσα αυτή την κατάσταση, παρότι είμαι πολύ υποστηρικτικός στο παίξιμο, και το έκανα μέχρι τέλους. Αλλά, ξέρεις, κάπου... Και πώς να είσαι ευδιάθετος; Και μου ζητήθηκε ο λόγος και έγινε χαμός.
Τι είπατε;
Είπα ότι —κάποια στιγμή—: «Δεν μ' αρέσει έτσι όπως φέρεσαι στους ανθρώπους —και ότι—, εγώ δεν μπορώ να παίξω μουσική έτσι. Δεν μπορώ να παίξω. Δεν μπορώ να ανεβαίνω πάνω στα τύμπανα και να είμαι τσιτωμένος, γιατί όλα σου φταίνε. Γιατί η φωνή σου πρέπει να είναι, ας πούμε, στο υπερπέραν. Γιατί έχεις την υποχρέωση, να έχεις πάντοτε γεμάτο το μαγαζί. Να το έχεις γεμάτο, εγώ δεν σου λέω να μην το έχεις γεμάτο το μαγαζί, γιατί είσαι ένας άνθρωπος ο οποίος είσαι χαρισματικός, έχεις ταλέντο, έχεις… Ο κόσμος από ό,τι φαίνεται σε αγαπάει. Αλλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Και απ' την άλλη μεριά, να είσαι συνέχεια στις διαταγές και στο έτσι και στο αλλιώς και μ' αυτό τον τρόπο. Ποιος γύρισε να πει κάτι άσχημο; Γύρισε να πει κάποιος κάτι άσχημο; Δηλαδή, γιατί θεωρείς ότι εμείς, αν δεν μας ρίξεις ξύλο, δεν θα κάνουμε τη δουλειά μας;». Και από ό,τι κατάλαβα, στον χώρο αυτόν, υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις! Και γι' αυτό και κάποια στιγμή ήταν η τελευταία φορά που είπα: «Εγώ αυτόν τον χώρο τον αφήνω. Δεν θέλω να έχω…». Δεν θα πω… Δηλαδή, δεν λέω όχι στη μουσική. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να είμαι κάπου που… Όπως είπε κι ο Χριστός ότι: «Όταν εκεί που είσαι, δεν σε δέχονται, τίναξε και τη σκόνη απ' τα παπουτσάκια σου». Δεν χρειάζεται. Και γι' αυτό το θέμα κιόλας, άκουσα, και πίσω απ' την πλάτη μου και μπροστά μου, ότι… Και εκφοβισμούς.
Που φύγατε.
Ναι. Ή που είπα κάποια στιγμή τη γνώμη μου. Θυμάμαι, ήμουν, όταν έπιασαν τον Οτσαλάν, είμαι σε αυτή την περιβόητη συναυλία υπέρ των Κούρδων, όπου πήγαμε να παίξουμε οικειοθελώς, χωρίς λεφτά —εντάξει;— και κάποια στιγμή είμαι σε μία συνάντηση, είμαστε τρεις μουσικοί, με έναν τότε πολύ ονομαστό παραγωγό. Και το ανέκδοτο που σου έλεγα στο τηλέφωνο.
Να το πείτε.
Ναι, τέλος πάντων. Και κάποια στιγμή άρχισε να πετάει κάτι σπόντες και του λέω: «Με συγχωρείς —του λέω— να σε ρωτήσω κάτι —του λέω—; Εγώ σε λίγο θα ανέβω εκεί απάνω, θα καθίσω σ' εκείνο το σκαμνάκι και θα κάνω κάτι. Θα κάνω πράξη κάτι, κάτι που έχει σχέση με την πραγματικότητα, θα παράγω κάτι. Εσύ —του λέω— τι κάνεις;». Και γύρισε και μου είπε ότι: «Πρόσεχε, γιατί δεν θα έχεις δουλειά» και του είπα τότε ότι: «Εγώ μπορεί να μην έχω δουλειά, αλλά εσύ δεν θα μου στερήσεις ποτέ το δικαίωμα να τραγουδήσω». Και δεν μπορούνε και δεν το καταλαβαίνουνε, γιατί έχουνε αυτό το κόλλημα, όλα δικά τους.
Έχετε άσχημες εμπειρίες με παραγωγούς.
Εγώ δεν ξέρω τι είναι η παραγωγή. Εγώ... κοίταξε να σου πω κάτι. Υπάρχουν παιδιά, έχω γνωρίσει παιδιά —τώρα, έχω γνωρίσει παιδιά— που κάνουνε πάρα πολύ ωραία πράγματα. Το θέμα είναι δεν ξέρω… Βέβαια, φαίνεται όταν ακούς κάτι, τι μπορεί να παίζει και από πίσω. Από το... ο τρόπος που γίνεται. Από την άλλη μεριά κι αυτό το θέμα της παραγωγής παραέχει γίνει, γιατί δεν αναπνέει τίποτα φυσιολογικά. Δηλαδή, είναι σαν να μου πει κάποιος ότι: «Κοίταξε Νίκο, δεν μπορείς να είσαι με αυτό το σημάδι που έχεις στο πρόσωπο. Πρέπει να στο κρύψω το σημάδι, για να είναι αποδεκτό και αρεστό». Αυτό δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αυτό δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ρε συ Άννα μου. Δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, γιατί αυτό είμαι. Έτσι γεννήθηκα, έτσι θα πεθάνω. Αυτό είναι.
Θέλετε να πείτε το ανέκδοτο;
Με τους παραγωγούς; Εντάξει, το ανέκδοτο είναι αυτό, είναι πολύ γνωστό ανέκδοτο. Νομίζω ότι ο περισσότερος κόσμος το ξέρει. Που είναι ένα τυφλό λαγουδάκι κι ένα τυφλό φιδάκι και συναντιούνται, πέφτει το ένα πάνω στ' άλλο. Λέει: «Τι είσαι εσύ;», λέει. Λέει: «Δεν ξέρω —λέει— είμαι τυφλό. —λέει— Να σε ψηλαφήσω —λέει—, να καταλάβω τι είσαι; Α —λέει—, είσαι μαλακούλης, χνουδωτός, έχεις μεγάλα αυτάκια, είσαι λαγουδάκι». Λέει: «Για να δω κι εγώ. Α! Εσύ είσαι γλιστερό, γλοιώδες, σέρνεσαι στη γη. Α, είσαι φιδάκι!».
Όχι φιδάκι.
Τι;
Παραγωγός.
Παραγωγός! Μπράβο. «Α, είσαι παραγωγός». Είδες; Το είπα λάθος. Χάρηκα εγώ με τα ζωάκια. Μπράβο. «Είσαι παραγωγός», σωστά
Πριν φύγουμε από αυτόν τον χώρο, ίσως θα θέλατε να πείτε για κάποιον καλλιτέχνη που σας εξέπληξε ευχάριστα—
Εντάξει—
Στη συμπεριφορά του—
Από εκείνον τον χώρο; Από εκείνον τον χώρο, εντάξει, εγώ έχω ζήσει πάρα πολύ ωραίες στιγμές, και με τον Νίκο... γιατί έπαιξα με τον Νίκο πολλά χρόνια, έτσι; Έχω γράψει μαζί του γύρω στους 12 δίσκους και ο πιο όμορφος δίσκος που έγραψα μαζί του είναι το Προς Κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση, για τον Σολωμό. Έναν αριστουργηματικό δίσκο που γράψαμε τον δίσκο μαζί με τον Γιώργο τον Καρυώτη, ηχολήπτη, στο μικρό στούντιο του «Polysound» τότε, του Γιάννη του Σμυρναίου. Οι δυο μας, που ήταν ο Νίκος σ' ένα κλαβιέ, κι εγώ στα τύμπανα, και κάναμε όλη τη βάση οι δυο μας μόνο. Ήτανε μαγικό, μαγική εμπειρία. Εντάξει, έχω ζήσει πολύ ωραία και συναυλίες και παιξίματα με το Νίκο, έχω συγκινηθεί πάρα πολύ. Με την Ελένη την Τσαλιγοπούλου. Πάρα πολύ γλυκός άνθρωπος και τρομερή μπροστάρισσα μουσικός, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Με την Ελένη παίζαμε τώρα μία εκπληκτική ομάδα αγαπημένων ανθρώπων. Αυτό είναι το σημαντικότερο. Γιατί, ξέρεις, μπαίνουμε στη διαδικασία «Ο καλός μουσικός, καλός μουσικός» και τέτοια. Ήμασταν, Πάππος μπουζούκι, Απέργης φλογέρες και κιθάρα ακουστική, Φαραζής πιάνο, Κώστας Θεοδώρου κοντραμπάσο, Βαγγελάκης Καρίπης κρουστά κι εγώ τύμπανα. Ήμασταν όταν σου λέω αδέρφια... έβγαινε μπροστά κι εμείς κάναμε πλάκα από πίσω. Υπήρχε ένα κομμάτι, σε μια άλλη φάση με τον Βαγγέλη τον Καρίπη που παίζαμε, και έλεγε ένα κομμάτι, ένα ζεϊμπέκικο, ενός πολύ σοβαρού λαϊκού συνθέτη, καλλιτέχνη. Το οποίο εμείς κάναμε βλακείες. Βλακείες. Κάναμε, δηλαδή, εκεί πέρα που παίζαμε… Δεν κώλωνε. Τραγουδούσε καρφί και γέλαγε ταυτόχρονα και γύρναγε και μας έλεγε: «Κωλόπαιδα». Δηλαδή, ήτανε… Αυτό το πράγμα δεν το συναντάς, δηλαδή δεν μπορούσαμε να το κάναμε τώρα σε κάτι άλλους τύπους οι οποίοι θα τα σπάγανε, μπορεί να τρώγαμε και ξύλο. Μπορεί να φτάναμε να τρώγαμε και ξύλο. Μπορεί να συνέβαινε αυτό τώρα. Δεν υπάρχει χιούμορ στην άλλη πλευρά που σου περιέγραφα προηγουμένως, καθόλου, ίχνος. Ίχνος χιούμορ, ίχνος εμπιστοσύνη και γι' αυτό και δεν ακούς… Ακούς αυτές τις ορχήστρες —και το λέω τώρα και ευθαρσώς δεν...— των μεγάλων καλλιτεχνών στην Ελλάδα —για την Ελλάδα μιλάω— η οποία απαρτιζόταν από τους τοπ μουσικούς —από τους τοπ μουσικούς!— και δεν ακούς τίποτα. Είναι εκεί τα πράγματα, αλλά δεν ακούς. Είναι εκεί, κι έχουν—
Κάτι λείπει.
Κάτι λείπει. Έχουν κατεβάσει τον κόσμο εκεί. Τον έχουν κατεβάσει τον κόσμο. Και έχεις έναν Απέργη, ας πούμε, ο οποίος παίζει μια φράση και γράφει ένα στίχο, και προσπαθούν να τον εξαφανίσουνε —το πιστεύω—, να μην υπάρχει. Γιατί; Γιατί ξεμπροστιάζει τα πράγματα και δεν πρέπει να ακουστεί αυτός ο άνθρωπος. Δεν πρέπει να ανέβει λίγο πιο πάνω ο κόσμος, ρε παιδιά. Όχι, πρέπει να είναι εκεί. Κάτω του μετρίου ή στο χειρότερο, στο μέτριο. Εκεί. Γιατί αν πας κάτω του μετρίου, μπορεί κάποια στιγμή να πεις: «Άι σιχτίρ, να πούμε, θα ανεβώ πάνω».
Νομίζω ότι τώρα μπορώ να ξαναπάω στην Πλάκα, γιατί ίσως αυτή είναι και εκε[01:20:00]ίνη μία κίνηση που πάμε λίγο προς τα κάτω ποιοτικά, με κάποια κλεισίματα μαγαζιών.
Βέβαια, εκεί πήγαμε πολύ απότομα κάτω. Εκεί πήγαμε… Όπως πήγαμε πολύ απότομα κάτω, κλείνοντας τον «Jazz FM». Σταματώντας, ας πούμε… Πεθαίνει ο Κώστας ο Γιαννουλόπουλος, σταματά να γίνονται πράγματα και υπάρχει μία φοβερή μάχη. Να σου πω ένα άλλο γεγονός; Τρομερό γεγονός τώρα αυτό, έτσι; Τώρα, δεν ξέρω αν πρέπει να το πω ή όχι, αλλά θα αποτολμήσω να το πω. Κάνει αυτός ο σπουδαίος ο άνθρωπος και μουσικός, ο οποίος έκανε αυτή τη σύνδεση με την ανατολική σκηνή, την ανατολική τζαζ σκηνή, ο Τρανταλίδης, παίζοντας με πολύ μεγάλους μουσικούς, με πολύ σπουδαίους μουσικούς, σπουδαίους επί της ουσίας, όχι αν ξέρουνε να παίζουν καλά τα όργανα τους, και φτιάχνει έναν δίσκο αριστουργηματικό, τη Μεσόγειο. Αριστουργηματικός, πολύ μπροστά μιλάμε δίσκο τώρα, έτσι; Όπου παίζει εκεί ο Tony Lakatos, ο οποίος είναι παιδί ο Tony Lakatos, είναι ζήτημα αν είναι 20 χρονών, και παίζει και ο συγχωρεμένος ο Κόρος, βιολί. Αυτόν τον δίσκο, λοιπόν, τον ακούνε τρεις διοργανωτές, ενός τεράστιου φεστιβάλ που γίνεται στον κόσμο, το «Jazz Festival» στην Ασία, όπου οι διοργανωτές είναι ποιοι; Ο Yehudi Menuhin, ο βιολιστής, ο Ravi Shankar, ο σιταρίστας, κι ο Sonny Rollins, ο σαξοφωνίστας, ο Αφροαμερικάνος. Και φωνάζουνε τον Τρανταλίδη, με τη Μεσόγειο, να παίξει στη Σιγκαπούρη, στο μεγαλύτερο event τότε που γινότανε, στην Ασία. Και πηγαίνει και παίζει ο Γιώργος ανάμεσα στους «Steps», δηλαδή παίζουν «Steps Ahead» που ήτανε... τι ήτανε; Peter Erskine, ντραμς, Mike Mainieri, βιμπράφωνο, Eliane Elias, πιάνο, Marc Johnson, κοντραμπάσο και ο συγχωρεμένος ο Brecker, σαξόφωνο. Ανάμεσα, λοιπόν, παίζουν οι «Steps», Μεσόγειος-Τρανταλίδης, Miles Davis εκείνη τη μέρα. Γυρνάει αυτός ο άνθρωπος στη χώρα του, στην πατρίδα του και κάποια στιγμή τον παίρνουν τηλέφωνο απ' το Υπουργείο Πολιτισμού και τον καλούν, τον θέλει η υπουργός να τον δει. Η υπουργός, λοιπόν, έχει λάβει ένα γράμμα, από τους Yehudi Menuhin, Ravi Shankar, συγχαρητήριο. «Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, γι' αυτό που στείλατε, για τον πολιτισμό και για όλα αυτά τα πράγματα». Και πηγαίνει ο ανθρωπάκος αυτός εκεί και τον κάνουν από πάνω μέχρι κάτω... να μη σου πω πώς τον κάνανε, να μην εκφραστώ. «Ποιος είσαι εσύ που εκπροσωπείς τον πολιτισμό της Ελλάδας; Ο πολιτισμός της Ελλάδας είναι αυτός». Συγκεκριμένα, με ονόματα και διευθύνσεις. Πού θα πας, λοιπόν, σε αυτήν… Γιατί εγώ δεν λέω όχι σε εκείνο. Αλλά άσε και το άλλο να αναπνέει. Όταν κάτι με ενοχλεί και θέλω να το κρύψω, υπάρχει θέμα. Υπάρχει θέμα εξουσίας σοβαρό, μεγάλο θέμα εξουσίας, πρόβλημα. Και γι' αυτό ζούμε αυτό που ζούμε εδώ πέρα, σε αυτή τη χώρα. Γι' αυτό ζούμε, διότι υπάρχει μία χειραγώγηση ψηφοθηρική, πολιτιστική. Είτε είναι στη Βουλή αυτοί που είναι είτε είναι στον πολιτισμό, είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Είτε είναι στα πανεπιστήμια είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Οι ίδιοι άνθρωποι είναι. Μην κοροϊδευόμαστε τώρα, μην κρυβόμαστε τώρα πίσω απ' το δάχτυλό μας. Μην κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας! Και όταν έχει ο άλλος εξουσία σου λέει: «Πες μου, κατονόμασε μου». Κι όταν κατονομάσεις, να πούμε, τρως ξύλο, κατάλαβες; Όχι τρως ξύλο… στην καλύτερη τρως ξύλο. Μπορεί να βρεις και τον μπελά σου. Να βρεις και τον μπελά σου! Όταν ο άλλος σε εκφοβίζει και σου λέει: «Δεν θα έχεις δουλειά». Με ποιο δικαίωμα το λένε όλοι αυτοί οι τύποι; Είναι πολύ δύσκολα, είναι δύσκολα τα πράγματα. Δεν είναι απλά.
Πότε φύγατε από τον πιο έτσι εμπορικό μουσικό χώρο;
Ναι. Στον εμπορικό χώρο καταρχάς κάθισα από το '92, ας το πούμε έτσι χοντρικά, μέχρι το 2000. Το 2000—
Αποχωρήσατε.
Ναι, αποχωρώ. Και έχω την τύχη και συναντιέμαι με έναν πολύ σπουδαίο μουσικό και πολύ αγαπημένο φίλο, τον Haig τον Yazdjian, τον ουτίστα, όπου γράφει τον πρώτο του δίσκο, το Talar, και μου λέει να παίξω στον δίσκο. Όπου με τον Haig, ξεκινάει ένα δωδεκαετές παίξιμο, πολύ συντροφικό και αγαπητικό, έχουμε ζήσει πράγματα και παίζοντας μουσική, αλλά και να βρισκόμαστε και στην Ευρώπη και να μας έχουν κρεμάσει και να είμαστε στον δρόμο και να μην ξέρουμε τι να κάνουμε και… Παίζουμε για 12 χρόνια, με τον Haig και στον Haig, λοιπόν, εγώ συναντιέμαι με τον Χάρη τον Λαμπράκη, με έναν απ' τους μουσικούς. Εκεί, με όλα τα παιδιά που έπαιξα, στον Haig, η σχέση ήτανε φουλ εμπιστοσύνης και αγαπητική. Δηλαδή, ο Φώτης ο Μυλωνάς, ο Πάνος ο Δημητρακόπουλος, ο Χάρης ο Λαμπράκης, ο Βαγγέλης ο Καρίπης, αδέλφια είμαστε και κουμπάροι, μου έχει βαφτίσει το δεύτερό μου τον γιο, ο συγχωρεμένος ο Αλέξανδρος ο Παρασκευόπουλος, ένας τεράστιος μουσικός και φοβερός άνθρωπος. Μένω, Άννα μου, παρότι δεν σου μιλάω πολλές φορές για εμπειρίες, γιατί τι να σου πω; Για ένα παίξιμο; Τα παιξίματα ήταν τόσο πολύ αγαπητικά, που είναι δύσκολο να βρω κάτι. Αλλά μένω πάρα πολύ στα πρόσωπα, γιατί είναι πολύ σημαντικά τα πρόσωπα. Δηλαδή, το πρόσωπο είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Ο Πέτρος ο Βαρθακούρης, ο Θέμης ο Νικολούδης, μιλάμε πάρα… Ο Δημήτρης ο Θεοχάρης, με τον οποίο παίζουμε… Ας με συγχωρέσει... Ο Τζέκι ο Σουλκούκι, ο βιολιστής. Ο Vaharo Gathian, ντουντούκ. Πάρα πολλοί, πολλά παιδιά. Και εκεί λοιπόν, συναντάω τον Χάρη, όπου ο Χάρης είναι 18-19 χρονών, και παίζουμε μαζί στον Haig και κάποια στιγμή το 2006 —ο Χάρης μπαινόβγαινε, έπαιζε, έφευγε, έπαιζε και με άλλα σχήματα, είχαν και μια πολύ ωραία μπάντα τότε τους… αχ, κοίτα που σταματάει το μυαλό μου… τέλος πάντων— εκεί, λοιπόν, το 2006, μου λέει ο Χάρης, μου λέει: «Θέλω να κάνουμε —μου λέει— κάτι». Και με μία φωνή και οι δύο επιλέξαμε τον μπασίστα και τον πιανίστα. Δηλαδή, είπαμε πιάνο ο Δημήτρης ο Θεοχάρης, μπάσο ο Αλέξανδρος ο Παρασκευόπουλος. Και ξεκινάει το κουαρτέτο, του Χάρη του Λαμπράκη με αυτό το σχήμα. Στην πορεία ο Αλέξανδρος φεύγει και μας λέει: «Στη θέση μου θα 'ρθει, ο Λύδιος ο Δάμης», ένα εξαιρετικό παιδί, τρομερός μουσικός. Όπου γράφουμε τον πρώτο δίσκο μαζί, τη Θέα, και μετά με τη γυναίκα του ο Λύδιος φεύγουν για Αγγλία. Μένουμε τρίο, για κάποιο, αρκετό χρονικό διάστημα, έρχεται ένας πολύ αγαπημένος φίλος και μπασίστας, ο Χρυσόστομος ο Μπουκάλης, όπου κάποια στιγμή σταματάει και ο Χρυσόστομος —με τον οποίο θα σου πω μετά, γιατί παίζουμε σε ένα πολύ... άλλο σχήμα, που είναι αφιερωμένο για τον Charlie Haden, θα σου πω μετά— και μετά έρχεται, ο Δημήτρης ο Τσεκούρας, ο οποίος είναι, ξέρεις, το παπούτσι το οποίο σε έχει βολέψει πάρα πολύ στη ζωή σου και αγοράζεις κάθε φορά καινούργια παπούτσια, αλλά τελικά ξαναγυρνάς σ' εκείνο το παπούτσι. Είναι, δηλαδή, ο μουσικός ο οποίος κούμπωσε τελείως, δηλαδή είναι το κουαρτέτο, είναι το σχήμα αυτό. Τώρα για τον Χάρη τον Λαμπράκη, Άννα, ό,τι και να πω θα είναι πάρα πολύ λίγο. Και το να πω για το τι μουσικός είναι... πώς να σου πω; Είναι η παροιμία: «Ο κόσμος το έχει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι». Δηλαδή, είναι… ο άνθρωπος είναι περίπτωση. Αυτό, που είπες και προηγουμένως, όποιος έχει ανοιχτά αυτιά και καταλαβαίνει, καταλαβαίνει. Απ' την άλλη μεριά σαν χαρακτήρας, μιας και μου έλεγες, βιωματικά να πω πράγματα, είναι ο μουσικός που δεν έχει γυρίσει ούτε μία στιγμή, απ' το 2006, να πει σε κάποιον από μας: «Παί[01:30:00]ξε... Σε παρακαλώ, θα ήθελα να δοκιμάσεις να κάνεις αυτό». Είναι το απόλυτο άφημα στην εμπιστοσύνη. Και είναι μία ορχήστρα που παίζει απ' το 2006 κι έχω μια… Πώς να σου πω; Είναι, ρε παιδί μου, είναι αυτή η συντροφικότητα και η οικογένεια. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Δεν υπάρχει κουβέντα. Δηλαδή, κάνουμε πρόβα, παίζουμε, ανεβαίνουμε απάνω στη σκηνή, ξεκινάν τα κομμάτια, πολλές φορές δεν ξέρουμε τι θα παίξουμε, τι θα... ποιο κομμάτι θα πούμε, τι θα... όλα είναι αφημένα. Και όλα λειτουργούνε, τόσο πολύ απλά. Σε αντίθεση με αυτό που λέγαμε προηγουμένως, για το θέμα της εμπιστοσύνης. Κατάλαβες; Και αυτό είναι που για μένα είναι να τονιστεί και να υπογραμμιστεί και είναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα. Δηλαδή, μουσική χωρίς εμπιστοσύνη δεν νοείται. Γιατί πολλές φορές, επειδή το λέω συνέχεια αυτό το πράγμα, επειδή το μουσική προκύπτει μέσα απ' τη Μούσα, όπου τις Μούσες τις γέννησε ο Δίας, ο Ζεύς, αυτός που ζευγαρώνει τα πράγματα, τις γέννησε με την Μνημοσύνη. Δηλαδή, ότι πρέπει να υπάρχουμε μέσα απ' τη μνήμη, αλλά μέσα απ' τη μνήμη των Μουσών. Και η Μούσα είναι το Μι με ύψιλον, παύλα το ούσα, η μετοχή του εἰμί, δηλαδή η μετοχή της Άννας, με τη μετοχή του Νίκου, με τη μετοχή της Ιωάννας, και του Χάρη του Λαμπράκη και του Θεοχάρη, μετέχουνε σ' ένα πράγμα, το οποίο είναι μπροστά το μυστήριο. Κατάλαβες; Είναι… Τώρα σε σχέση, που έλεγα για το θέμα της εμπιστοσύνης, καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω; Δηλαδή, εάν υπάρχει αυτή η μετοχή της εμπιστοσύνης, ως φαινόμενο κοινωνίας προσώπων, αποδοχής προσώπων, καθόμαστε και μιλάμε συνεχώς περί φιλοσοφιών και το ένα και τ' άλλο και στη πράξη —στην πράξη!— δεν μετέχουμε εμπιστευτικά ο ένας προς τον άλλον. Αυτό, λοιπόν, με το κουαρτέτο, το 'χω ζήσει. Και με κάποιους άλλους ανθρώπους το 'χω ζήσει αυτό το πράγμα, της εμπιστοσύνης και του αφήματος, όπως είναι ένας πολύ αγαπημένος μου, αδελφικός φίλος… Να σου πω κάτι; Λέμε πολλές φορές, τα λόγια, ας πούμε... Χρησιμοποιούμε λόγια, λόγια, λόγια και δεν μπορούνε αυτά τα λόγια να αντικατοπτρίσουν την πραγματικότητα. Είναι ο Γιώργης ο Μανωλάκης, ένα παιδί από την Κρήτη, λαουτιέρης, πολύ σπουδαίος μουσικός. Ο Γιώργης είναι πώς πέφτει το αλέτρι στη γη και ανοίγει το όρυγμα, το χαντάκι; Είναι έτσι η πορεία του μέχρι τώρα. Δεν είναι εύκολο. Απ' ό,τι έχω καταλάβει, γιατί εγώ δεν έχω καμία σχέση με την Κρήτη και δεν είμαι απ' την Κρήτη, αλλά δεν είναι εύκολο πράγμα, είναι αψύ πράγμα, έχει πολλή πέτρα αυτό το πράγμα και… Και με τον Γιώργη το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, πολλές φορές το λέω σαν παράδειγμα: μπορώ να περάσω τον ωκεανό, απάνω σε μία σανίδα. Κατάλαβες; Είναι θέμα αυτό το πράγμα, της εμπιστοσύνης. Και από τότε μέχρι τώρα είμαι πάρα πολύ τυχερός, γιατί έχω συναντήσει κάποιους ανθρώπους που είναι αρκετοί και είναι πολύ ευχάριστο και αισιόδοξο και ελπιδοφόρο όλο αυτό το πράμα. Δηλαδή, το τρίο με τον Κώστα τον Γιαξόγλου και τον Χρυσόστομο τον Μπουκάλη για το αφιέρωμα στον Charlie Haden, τον Γιάννη τον Παπαναστασίου, τον σαξοφωνίστα —τώρα σου μιλάω για μουσικούς που παίξαμε μαζί— τον Βύρωνα τον Ντόλα, τον κιθαρίστα, τον Κώστα τον Μητρόπουλο, τον κιθαρίστα. Παίζουμε μαζί και δεν υπάρχει αυτό το ίχνος, ρε παιδί μου, της… «Θα ήθελα αυτό», σε ένα προσωπικό επίπεδο. Δηλαδή είναι... αυτό τι είναι; Τι έχουμε; Έχουμε ένα καρβέλι ψωμί; Το βάζουμε στο τραπέζι, το σπάμε, το βουτάμε στο κρασάκι και το τρώμε και το μοιραζόμαστε όλοι. Αυτό ζω μ' αυτούς τους ανθρώπους. Δεν φτιάχνουμε ένα ψωμάκι, για να πούμε: «Θα άρεσε αυτό το πράγμα εκεί πέρα που θα πάμε να παίξουμε; Θα άρεσε αυτό το ψωμί;». Μα, αυτό το ψωμί φτιάχνουμε. Σε κάποιους θα αρέσει, σε κάποιους δεν θ' αρέσει, κάποιους θα τους αφήσει αδιάφορους. Αυτός που θέλει να έχει ένα τραπέζι με κηροπήγια πάνω και γκουρμέ τέτοιο, δεν θα του αρέσει. Σε κάποιον άλλον, όμως, το ψωμάκι αυτό, θα είναι ζωή. Θα είναι το λαδάκι στη πληγή. Αυτό τώρα δεν περιγράφεται, Άννα μου, είναι ευλογία. Κι εγώ θα ήθελα να μείνω σ' αυτό και όχι στα άλλα, που είπα προηγουμένως. Γιατί τα άλλα, που είπα προηγουμένως, όπως μου είχε πει ο συγχωρεμένος ο Αλέξανδρος ο Παρασκευόπουλος, μου έλεγε: «Μην αφήνεις το δηλητήριο να μπαίνει μέσα σου». Αν ζυμώσει μια γυναίκα ψωμάκι και πέσει μία σταγόνα δηλητήριο, όλο το ψωμί αυτό το πετάς, από μία σταγόνα. Οπότε, καλύτερα αυτά για μένα έχουνε ουσία και όχι τα προηγούμενα σε σχέση με το εμπορικό, πλην των εξαιρέσεων που έχω ζήσει.
Τι κρουστά είχατε σαν παιδί;
Σαν παιδί ξεκίνησα με τα τάπερ, που σου είπα προηγουμένως, με τα tupperware της μάνας μου. Μετά κάποια στιγμή, μάζευα χαρτζιλίκι από δω από κει, ξέρεις, από το καλοκαίρι που πήγαινα στα καΐκια και τέτοια και πήγαινα και αγόραζα από ένα κατάστημα, από έναν καλό μάστορα που ήτανε στην Ομόνοια… Όχι. Είχα πάει απ' τον… Τα έφτιαχνε στην Ομόνοια αυτός και τα είχα πάρει από ένα μαγαζί —δεν θυμάμαι το όνομα του Αρμένη, πολύ καλός άνθρωπος και ο γιος του πολύ καλός κιθαρίστας— στην Ηφαίστου, που ήτανε ελληνικά τύμπανα φτιαγμένα. Αυτός έφτιαχνε νταούλια κυρίως. Αλεξάς. Και είχα πάρει κάτι τυμπανάκια, αγόραζα ένα ένα κομματάκι, ας πούμε. Και έπαιζα μόνος μου, έβαζα δίσκους και έπαιζα μόνος μου. Μετά πήγα στο... που ήμουν στο Ωδείο Αθηνών, με τον Σπύρο, βρήκα ένα πιο ωραίο, καλό σετ, μια Tama, μετά πήρα μια Rogers. Ξέρεις, αλλαγή, πούλαγες-αγόραζες. Μετά γνώρισα έναν εκπληκτικό άνθρωπο, που παίζω ακόμα με τα δικά του τύμπανα τώρα, έναν φοβερό μάστορα, τον Γαβρίλο τον Τσαγκάρη, που είναι διάσημος, αυτός είναι σε όλο τον κόσμο, δηλαδή είναι μάστορας που φτιάχνει τύμπανα χειροποίητα. Σπουδαίος κατασκευαστής και πολύ αγαπητός άνθρωπος, που παίζω δηλαδή από το —τι να σου πω τώρα;— από το '90 παίζω με του Γαβρίλου, ίσως και τέλος '80 παίζω με του Γαβρίλου τα τύμπανα. Αλλά στην μελέτη μου την προσωπική, μελετάω πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, γιατί μου θυμίζει περισσότερο τα πουλάκια και τα καΐκια κι αυτά, στο παράθυρο. Θέλω πάντα το παράθυρο, να είμαι στο φως. Δεν μπορώ να κλείνομαι σε… Παλιά κατέβαινα στα υπόγεια και μελετούσα. Δεν μπορώ αυτό το πράγμα. Θέλω το φως. Και μου έχει φτιάξει και ο Γαβρίλος ένα πολύ ωραίο οργανάκι, ξύλινο, το οποίο μου ζήτησε να του δώσουμε κι ένα όνομα και το έχουμε βγάλει «Αργώ», γιατί είναι το καραβάκι που σε ταξιδεύει για κάπου. Αυτό με τα όργανα.
Το έχετε ακόμα αυτό, παίζετε;
Ναι παίζω. Με αυτό μελετάω—
Στην «Αργώ»—
Ναι, στην «Αργώ».
Πολύ ωραία. Μια άλλη ερώτηση είναι σε σχέση με τα Γιάλτρα. Πώς ήταν; Αυτό που είπατε ότι παίρνατε νερό… Πώς ήταν εκεί η μέρα, αν δεν ήσασταν στο καΐκι; Πώς ήταν εκεί;
Μαγική, μαγική! Ήταν... εντάξει, όταν ήμασταν πολύ μικρά παιδάκια πάντα θα παίζαμε… Ο παππούς μου, ο Νίκος ο Καστανάς, τρομερός, τρομερή προσωπικότητα, από το Ρεγγίνι, εκεί της Λοκρίδας. Τώρα πάω... τώρα θα το κάνω εγώ ολόκληρη ιστορία, έτσι; Θα αρχίσω να σου μιλάω για τον Νίκο τον Καστανά τώρα, έτσι; Αν δεν σε πειράζει, την σύνδεση, ναι. Ο Νίκος, με τον αδερφό μου, ήταν το πιο αγαπητό μας πρόσωπο. Ο παππούς μας, ο Νίκος ο Καστανάς. Όπου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πάει σε τρεις πολέμους. Αυτός ήτανε απ' το Ρεγγίνι, σκέψου, κατά κάποιο τρόπο αγροτοτσοπανάκος, ο οποίος ήταν πολύ καλός μαθητής. Με έναν αδελφικό του φίλο, τον Μήτσο τον Αντωνόπουλο, περάσαν στο πανεπιστήμιο, εδώ στην Αθήνα, ο παππούς μου στους Χημικούς και ο Μήτσος στη Νομική. [01:40:00]Επειδή, όμως, ήταν πολλή πείνα, ο παππούς μου έφυγε από το Χημικό και πήγε, επειδή ήταν πολύ καλός φοιτητής, πήγε στο τρίτο έτος της Σχολής Ευελπίδων. Πάει στο τρίτο έτος της Σχολής Ευελπίδων, στην αρχή τα βρίσκει λίγο δύσκολα— πήγε για να φάει, για να τρώει— τα βρίσκει λίγο δύσκολα, σαλτάρει τη μάντρα μια-δυο φορές, ξαναγυρνάει, αλλά αποφοιτεί αριστούχος, ήταν πάρα πολύ καλός, και κάποια στιγμή φτάνει να είναι Συνταγματάρχης Πυροβολικού στην Αλβανία. Κάνει, λοιπόν, Αλβανία, γυρνάει, βγαίνει στο αντάρτικο, στον ΕΛΑΣ, Επιτελάρχης Δεκάτης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, αλλά πριν απ' αυτά είχε πάει εφεδρεία και στην… το '22.
Μικρά Ασία.
Ναι, για πολύ… Δηλαδή, δεν έκανε τίποτα, δεν έφτασε, δηλαδή δεν… Αλλά θέλω να σου πω, είχε πολλή εμπειρία. Και ποτέ δεν μιλούσε ο παππούς μου για τον πόλεμο. Και το λέω αυτό, γιατί είναι πολύ σημαντικό, σε σχέση με αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Δηλαδή, είναι λάθος να μιλάμε για πράγματα τα οποία μας έχουνε κουράσει και μας έχουνε στεναχωρήσει. Μπορεί να τα αφήνουμε στην άκρη και να μιλάμε μόνο για πιο έτσι όμορφα πράγματα. Ο παππούς, λοιπόν, ο Καστανάς πάντοτε ήτανε δημιουργικός, και πάντοτε είχε τον τρόπο και μας έφτιαχνε πράγματα. Δηλαδή, από φλούδες πεύκου μας έφτιαχνε καϊκάκια, βαρκούλες. Μετά μπήκα κι εγώ στη διαδικασία και τα έφτιαχνα. Έχω φτιάξει, δηλαδή, τέτοια πράγματα. Και η καθημερινότητά μας τότε ήταν να παίζουμε, να φτιάχνουμε κάνα βαρκάκι, να παίζουμε, να ψαρεύουμε με καμιά πετονιά. Με τον κουμπάρο μου, τον Κυπριανό τον Μαρτζούκο, που απ' αυτόν εγώ στην ουσία έμαθα πετονιά να ψαρεύω… Παιδιά. Ο Κυπριανός ήταν και μικρότερος από μενα. Και τον αδερφό του, τον Γιάννη τον Μαρτζούκο. Και μετά, ξέρεις, κύλαγε, ρε παιδί μου, η μέρα. Το πιο μαγικό πράγμα ήταν το σούρουπο, τέτοια ώρα, ήμασταν πιτσιρικάδες τώρα εμείς, και έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι και μία από τις πιο μαγικές στιγμές, Άννα, είναι που σε καλεί αυτό το πράγμα, που σου λέει: «Έλα». Ήτανε η ψαροπούλα αγκυροβολημένη λίγο βαθιά και έξω ήταν οι λάμπες, οι βάρκες, δηλαδή, που έσερναν το γρι γρι, έξω στην άμμο. Η πλώρη τους ήτανε βγαλμένη έξω στην άμμο. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τώρα την εικόνα. Και εκείνη την ώρα, λοιπόν, πήγαιναν οι λαμπαδόροι και ανάβανε, σε αυτό το φως, ανάβανε τις λάμπες. Και είχαν μία μαναστούφα με πετρέλαιο, που την ανάβανε και ανοίγανε την ασετιλίνη και βάζαν από κάτω στο ντουί και έκανε ένα υπόκωφο τέτοιο και μετά έκανε «χααααα». Και στην απόλυτη ησυχία, έβλεπες τρεις-τέσσερις λάμπες έξω, στην άμμο, είχαν ανάψει τις λάμπες, και υπήρχε αυτό το φως. Μ' αυτό το φως, με μια τρομερή αρμονία και με αυτό τον ήχο το μαγικό... Δηλαδή, αυτό είναι από τις πιο όμορφες στιγμές που έχω ζήσει στη ζωή μου. Που αβαράρανε μετά αυτοί και, ξέρεις, αλά παλαιά. Δηλαδή, έβλεπες παντελόνια, ρε παιδί μου, που ήτανε σαν βράκες, σηκωμένα μέχρι το γόνατο και πάνω, ζωνάρια, γιατί είχε υγρασία και φοράγαν ζωνάρι μάλλινο. Και αβαράρανε τις βάρκες και μπαίναν μέσα και σιγά σιγά, με τις κουπιές πήγαιναν απάνω, πώς ήταν η ψαροπούλα, πισωκάϊκο, δένανε και μετά ξεκινούσε η ψαροπούλα —«τακ, τακ, τακ»— και μία-μία λάμπα ακολουθούσε από πίσω. Αριστούργημα! Αριστούργημα, αριστούργημα! Χρωστάω πάρα πολλά σε αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι ήταν. Παιχνίδι ήταν, μωρέ, τότε. Παιχνίδι. Παίζαμε, τρέχαμε από πάνω που δεν υπήρχε τότε να φοβηθείς και τίποτα. Τίποτα. Υπήρχαν πάνω στο —πώς το λένε;— στο βουνό, υπήρχανε δασοφύλακες, αγροφύλακες, που ήταν τότε πολύ χαρακτηριστικό, με το δίκαννο, το δισάκι και τα κιάλια. Και, θυμάμαι, με τον αδερφό μου και τον ξάδερφό μου… Συγγνώμη που έχω πει τώρα τόσα πολλά «Θεός συγχωρέσ' τους», αλλά κι αυτοί έχουνε φύγει. Αυτοί καπνίζανε πιτσιρικάδες. Και παίρναν τσιγάρα, τα κρύβανε και ανεβαίναμε πάνω, στο βουνό, για να καπνίσουνε. Αλλά, πού να… Δεν το ξέραν ότι τους έβλεπε ο αγροφύλακας με τα κιάλια. Γυρνάγαμε πίσω, είχε πάει ο αγροφύλακας και είχε πει: «Μπαρμπα-Νίκο, είδα τα παιδιά εκεί και καπνίζανε». Και ξέρεις, ναι... Και μετά, λέω, εντάξει, ξύλο δεν έπεφτε αλλά τις σχετικές τιμωριούλες τις...
Λογικό. Και για το νερό, που είπατε, ερχόταν νερουλάς, ας πούμε, πώς—
Όχι. Υπήρχε ένα δίκτυο το οποίο το ανοίγανε —ήταν πολύ λίγο το νερό, η γεώτρηση— το ανοίγανε για μία ώρα την ημέρα. Και είχαμε τενεκέδες πετρελαίου συνήθως. Δηλαδή, αυτούς τους τενεκέδες που έβαζαν τότε το πετρέλαιο, τα μονοπώλια, ή το λάδι — κατάλαβες ποιους τενεκέδες— με… Τους φτιάχνανε, όπως ήταν ο τενεκές, κόβαν το καπάκι και βάζανε ξύλο χοντρό από τη μια άκρη στην άκρη, καρφωτό, για να μπορείς να το πιάνεις άνετα. Και με τους τενεκέδες, πήγαινε ο καθένας από έναν τενεκέ, δύο τενεκέδες, —κι εμείς, ως παιδάκια— και κουβαλάγαμε νερό. Ο καθένας έπαιρνε στην ουρά του, στη σειρά, ο ένας πίσω απ' τον άλλο, όλο το χωριό. Ήτανε, ας πούμε, η παραλία, ήταν από εδώ μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Και σ' αυτή την απόσταση, των 500 μέτρων, υπήρχαν τέσσερις βρύσες, κατάλαβες; Και κάθονταν όλοι στην ουρά, για να περιμένουνε τη σειρά τους, να πάρουν το νερό. Όλοι βολευόντουσαν. Και ερχόταν και ένας άνθρωπος ο οποίος, με μια μηχανή, τότε με το τρίκυκλο, που έφερνε πάγο, για να βάζουμε στα ψυγεία πάγου. Δεν υπήρχε ρεύμα. Το ρεύμα ήρθε πολύ… Ήμουνα μεγάλος, όταν ήρθε το ρεύμα. Σε πολλά μέρη στην Ελλάδα, όχι μόνο εκεί, στα Γιάλτρα.
Κάτι τελευταίο αν θέλετε να προσθέσετε σε σχέση με την, ας πούμε, αναβάθμιση της Πλάκας.
Εντάξει, τότε, εκείνη την εποχή ήτανε... εγώ αισθάνομαι ότι ήταν ένα πλήγμα. Δηλαδή, είναι σαν να σου κόβουνε τη φόρα. Γιατί μπορεί να συμβαίνανε πράγματα τα οποία δεν ξέρω, που να θέλανε να σταματήσουνε, αλλά αυτό που είχα ζήσει εγώ, σ' αυτόν τον χώρο, είχε πάρα πολλή φροντίδα και μόνο μάθαινες απ' αυτό το πράγμα. Δηλαδή και όταν λέω μάθαινες, δεν εννοώ με την έννοια του μαθαίνω, για να ανεβώ. Αυτή την ομορφιά που έχει η ίδια η ζωή, ποιητικά. Δηλαδή, ζω περισσότερο την αγάπη. Πώς να στο πω; Πώς να στο εξηγήσω; Δεν είναι, δηλαδή, ότι μαθαίνω ή θα μάθω και θα γίνω ένας πολύ καλός δεξιοτέχνης μουσικός, που θα έχει να κάνει με το θαυμασμό και με τη δόξα πιθανόν και με οτιδήποτε άλλο. Έχει να κάνει πάλι με τη μετοχή του εἰμὶ, με το ούσα, με την ουσία, με την πραγματικότητα. Και αυτό με πολύ έτσι απότομο τρόπο το κόψανε.
Πώς;
Κλείνοντας τον Μπαράκο, κλείνοντας τη «Σοφίτα», κλείνοντας κάποια... τα μαγαζιά που παίζανε ροκ. Εντάξει, εγώ στα μαγαζιά που παίζανε ροκ δεν πήγαινα. Δηλαδή, είχα μπει ήδη σ' ένα κανάλι έτσι αυτοσχεδιασμού και μ' άρεσε περισσότερο αυτό το πράγμα. Και κατευθύνθηκαν τα πράγματα με μια αίσθηση ότι: «Αυτό θα κάνετε, αυτό θα ακούτε —κατάλαβες;—, αυτό είναι το σωστό». Χάθηκε αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εξηγήσω.
Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Δεν ξέρω. Κι αυτά τώρα, ξέρεις, έτσι… Πώς να σου πω; Γύρω γύρω, ας πούμε, τα λέμε. Γιατί, εντάξει, είναι ωραίο πράγμα… Εγώ αυτό που, δηλαδή, που βλέπω είναι ωραίο πράγμα στη ζωή μας ό,τι κάνουμε να το φροντίζουμε. Δηλαδή, εγώ αυτό θα… Καμιά φορά με ρωτάνε για το Ωδείο και για τα μαθήματα και για τέτοιο. Αυτό είναι μία ωραί[01:50:00]α… Η φροντίδα είναι ωραίο πράγμα, σε οτιδήποτε. Είτε φροντίζεις μία ρίζα από ένα δεντράκι, είτε φροντίζεις έναν άνθρωπο, είτε φροντίζεις μία ενασχόληση καθημερινή, αρκεί να μην έχει… Αυτό που βλέπω, Άννα μου, το οποίο είναι έτσι... που πληγώνει, είναι όταν αρχίζει και ασχολείται με τη ματαιοδοξία. Με αυτό, με το εγώ, ότι το φροντίζω για κάτι που έχει υστεροβουλία έχει… Και πολλές φορές γίνεται, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Και είναι πολύ μεγάλη παγίδα. Ενώ όταν είναι φροντίδα έτσι… Είναι... Δεν ξέρω, είναι... έχει... Νομίζω ότι δεν θέλω να λέω και μεγάλες κουβέντες, μωρέ, γιατί, ξέρεις, είναι εύκολο να λέμε μεγάλες κουβέντες, αλλά όταν φροντίζουμε κάτι, νομίζω ότι αποκτά και νόημα η ζωή η ίδια. Δεν ασχολούμαστε τόσο πολύ με τον εαυτό μας, αλλά φροντίζουμε για κάτι άλλο. Αυτό.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Έλα μωρέ! Να είσαι καλά!