© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο σοφός της Βόνης Ηρακλείου χαράζει τις γραμμές που έγραψαν την ιστορία του χωριού
Istorima Code
14073
Story URL
Speaker
Νίκος Καλογερίδης (Ν.Κ.)
Interview Date
21/04/2021
Researcher
Παναγιώτα Βασιλάκη (Π.Β.)
[00:00:00]Είναι Πέμπτη 22 Απριλίου του 2021, είμαι με τον κύριο Νίκο Καλογερίδη στη Βόνη Ηρακλείου Κρήτης, ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουμε. Θα μας πείτε, κύριε Νίκο, λίγα λόγια για εσάς;
Ευχαρίστως. Ονομάζομαι, λοιπόν, Καλογερίδης Νικόλαος του Εμμανουήλ. Γεννήθηκα στο όμορφο χωριό Βόνη Πεδιάδος. Είμαι 83 ετών και η ζωή μου άρχισε, τη θυμάμαι από τότε που ήμουνα παιδάκι. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν στη γερμανική κατοχή. Όπως όλος ο κόσμος, το ίδιο και εμείς στερηθήκαμε τα πάντα. Ζήσαμε μια δύσκολη παιδική ηλικία, όταν τελείωσα το Δημοτικό σχολείο του χωριού, πήγα στο Καστέλι στο Γυμνάσιο και εφοίτησα δύο τάξεις. Μετά, άμα έφυγα από το Καστέλι, ασχολήθηκα λίγο με την αγροτική ζωή, διότι τότε από μικρά παιδάκια ήμαστε στη βιοπάλη, βοηθώντας τους γονείς μας. Έφυγα από δω, πήγα στο Ηράκλειο και έμαθα την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων. Δούλεψα σ’ αυτό τον τομέα 45 συναπτά έτη. Μετά, μόλις συνταξιοδοτήθηκα, ήρθα στο χωριό μου, στο σπίτι του πατέρα μου, μαζί με τη σύζυγό μου για να τελειώσω το βίο μου ευχάριστα σ’ αυτό το όμορφο χωριό. Είμαι παντρεμένος με τη Σοφία Χατζογιαννάκη από την Τουρλωτή Μονοφατσίου και αποκτήσαμε δύο παιδιά, μία κόρη που είναι δασκάλα και ένα γιο, ο οποίος είναι τώρα συνταξιούχος συνταγματάρχης, αλλά και με πολλές άλλες σπουδές. Τώρα, είναι μία περίοδο ησυχίας, παρόλο που έχομε προβλήματα υγείας, τα αντιμετωπίζουμε κι αυτά με υπομονή και καρτερία. Θα αρχίσω από τα παιδικά μου χρόνια, που ήταν όπως είπα η γερμανική κατοχή. Τότε νέοι, 15-16 χρονώ με πήραν και μου ορμήνευσαν πώς θα πηγαίνω από κει που ήταν η καντίνα του Γερμανών να κλέβω τσιγάρα, για να καπνίσουν, διότι τσιγάρα στην αγορά δεν υπήρχαν. Έτσι, λοιπόν, πήγαινα εγώ, έκλεβα τα τσιγάρα, πηγαίναμε σε ένα μέρος, καπνίζανε αυτοί αλλά με έμαθαν και εμένα να καπνίζω. Έτσι, το πρώτο πράγμα που θυμάμαι για τον εαυτό μου είναι ότι καπνίζω από πολύ μικρό παιδάκι και συνεχίζω, δυστυχώς, να καπνίζω ακόμη και σήμερα. Μια μέρα, ένας απ’ όλους μού λέει: «Πάρε μια δυνατή ρουφηξιά και πες "Ηηη ένα αεροπλάνο"». Πήρα τη ρουφηξιά εγώ, αλλά μόλις είπα αυτό το πράγμα, πλάνταξα και λιποθύμησα. Με πήρε ο ένας από την παρέα και με πήγε σε μία θεία μου που είναι δίπλα στο σπίτι μας. Αυτή, όμως, ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα. Έβαλε η μάνα μου τα κλάματα, λέει: «Επόθανε». Η θεια μου, όμως, με πάτησε στο στομάχι κι άρχισε ο καπνός να βγαίνει από το στόμα και από τα ρθούνια και άρχισε αυτή και λέει: «Αυτός ο δαίμονας καπνίζει από τώρα, λοιπόν, μη στεναχωριέσαι δεν παθαίνει τίποτα». Άλλα περιστατικά από την κατοχή, θυμάμαι, ότι πήγα… Υπήρχε στο χωριό μας μία βάση υποστηρικτική τεχνιτών των αυτοκινήτων για τα αυτοκίνητα του αεροδρομίου Καστελλίου. Πηγαίνανε, λοιπόν, εκεί πολλά παιδιά να μάθουν την τέχνη, όπως έγινε βέβαια και το χωριό ανέδειξε πολλούς μαστόρους αυτοκινήτων. Αυτή ήταν η αιτία βέβαια. Λοιπόν, εκεί πήγα και εγώ μικρό παιδάκι, ξυπόλητο, όπως τα μπιαθράκια ήμαστε τότε, να μαζέψω κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ένας Γερμανός, λοιπόν, ο οποίος ήτανε πολύ κακός και ήταν κοντός και μαύρος, τον έλεγαν Κουρτ με χτυπούσε με ένα μπετονάκι στο κεφάλι. Τότε πέρασε ο πατέρας μου καβάλα στο γάιδαρο, είδε τη σκηνή αλλά τι μπορούσε να κάνει; Με άρπαξε, λοιπόν, και με πήρε στην ποδιά του όπως ήτανε στο ζω επάνω. Και τότε τον άκουσα και βλαστήμηξε, που δεν βλαστημούσε ποτέ του, και λέει: «Αχ, κερατά και να ’μαστε οι δυο μας στα Τουρλιά, να σε σάξω να δεις ποιοι ειν’ οι άντρες». Αυτό το περιστατικό θυμάμαι για τον εαυτό μου. Βέβαια, οι Γερμανοί που ήταν στο χωριό μας δεν ήτανε της Gestapo[00:05:00] ή των SS. Απλά ήτανε τεχνίτες Έτσι λοιπόν, ήταν ήπιοι άνθρωποι και δεν δείξανε κακά κακά παραδείγματα στο χωριό, εάν εξαιρέσουμε κάτι μικρoπαραξηγήσεις που δεν είχανε γίνει. Λοιπόν, για τον εμφύλιο πόλεμο, δυστυχώς ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος. Τα πολιτικά πάθη, δυστυχώς, και τότε ήταν οξυμένα. Παλαιότερα δε, ακόμη περισσότερο οξυμένα. Είχαμε, λοιπόν, στο χωριό έναν, ο οποίος ήταν γεωπόνος. Ένας εξαίρετος άνθρωπος, πολύ δυνατός άντρας και πολύ ευγενικός. Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτός έτυχε να είναι αριστερός. Αυτόν πολλοί τον ακολούθησαν στην ιδεολογία του που, εάν το εξετάσουμε όλο αυτό το θέμα, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τότε τί ήταν η μια πολιτική παράταξη και τί ήταν η άλλη. Αυτοί γνώριζαν ήταν δύο παρατάξεις, οι βασιλόφρονες και οι βενιζελικοί, οι οποίοι αλληλομισούντανε και είχανε ένα ακήρυχτο πόλεμο, όταν γινόταν εκλογές. Τότε, λοιπόν, οι Βενιζελικοί είχαν παραποιήσει το σύμβολο της πίστεως και έλεγαν: «Πιστεύω εις ένα Ελευθέριο Βενιζέλο, πατέρα και παντοκράτορα ελευθέρου και δούλου Ελληνισμού, λυτρωτήν ελευθέρας Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, νήσων και Μικράς Ασίας. Και εις έναν κύριο Βενιζέλον, τον νεότερο Χριστό της Ελλάδος, τον μονογενή υιόν της επαναστάσεως του Γουδί. Φως πολιτικών, εκ φωτός πολιτικού, πολιτικόν και διπλωμάτην αληθινόν, γεννηθέντα τούτον, δι’ ου μεγάλη η Ελλάς εγένετο. Το πνεύμα αυτό το καθαρόν, το εκ της μεγάλης και σεπτής αυτού κεφαλής εκπορευόμενον και συνεκτιμούμενον. Το λάλησαν δια των συνθηκών Λονδίνου, Αθηνών, Βουκουρεστίου, Νεϊγύ, Σαν Ρέμο και Σεβρών. Εις μίαν αγίαν, καθολικήν και πανελλήνιον πολιτικήν αυτού. Πιστεύω εις εν βάπτισμα, εις στην κολυμβήθρα του βενιζελισμού, προς άφεσιν των αμαρτημάτων του παλαιοκομματισμού και ζωήν αιώνιον της Ελλάδος. Αμήν». Οι δε βασιλόφρονες, για να χλευάσουν τους βενιζελικούς, έκαμαν ένα ασυνάρτητο Πάτερ ημών και έλεγαν: «Πάτερ ημών, τριφίκουλα, πατέρα μονοφίκουλα. Τζίκου Τζιτζίκου, κοτς κακοτσιπίδα τριαταίροι, εξεταίροι, ου Θεού φυλάματα». Ο πόλεμος, λοιπόν τότε, παλαιότερα μεταξύ των βασιλοφρόνων και των βενιζελικών ήταν ανελέητος. Μετά, κατά τον εμφύλιο πόλεμο δεν δημιουργήθηκαν επεισόδια στο χωριό μας. Απλά ο άνθρωπος εκείνος χάθηκε, χωρίς να γνωρίζει ποτέ κανείς πώς και πού. Δεν ξέρομε πού τον σκότωσαν, πού τον έθαψαν, τίποτα. Ένας θείος της γυναίκας μου, ο οποίος ήταν στο ανταρτικό από την αρχή της κατοχής, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι κάτι γνώριζε περί αυτού. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβε να μου το αποκαλύψει διότι πέθανε.
Λοιπόν, αρχίζουμε τώρα με την δομή της κοινωνίας του χωριού μας.
Το όνομα του χωριού.
Λοιπόν, κοιτάξτε το όνομα του χωριού Βόνη προέρχεται από το βοώνης. Τη λέξη βοώνης δεν γράφει καμία εγκυκλοπαίδεια και κανένα λεξικό παρά μόνο το λεξικό Σιούδας, που είναι σύγχρονο του Ιουστινιανού. Το λήμμα, λοιπόν, βοώνης λέγει «Βοώνης: ούτος παρά της πόλεως ήρητο ίνα βους αυτή πρίειται προς τας θυσίας. Ην δε λαμπρόν τον Βοώνη γενέσθαι, επειδή στρατηγοί φασί βοώνας μάλιστα χειροτονείσθαι». Γι αυτό η λέξη Βόνη πρέπει να γράφεται με ω, γιατί μεταξύ δύο φωνηέντων βραχέος και μακρού επικρατεί το μακρόν. Υπήρχε δε στο χωριό μας, μέχρι το 1948, πινακίδα στο γραφείο της κοινότητας που έγραφε «Κοινότις Βώνης» με το ο ωμέγα. Δεύτερον, όλες οι δικαιοπραξίες που είχαν γίνει μέχρι τότε γραφόταν με ω. Δεν ξέρω γιατί άλλαξαν και με ποιο σκεπτικό.[00:10:00] Υπάρχει χωριό στην Κύπρο που λέγεται Βώνη και το βω είναι ω. Λοιπόν, η Βόνη κατά την πολιορκία του Χάνδακος ήταν από τους Τούρκους ορμητήριο για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Τότε ξεμπάρκαραν στη Σητεία 40 Δεδέδες υπό τον Οσμάν Χορασαλί. Δεδέδες είναι οι μουσουλμάνοι μοναχοί. Αυτοί, λοιπόν, ήρθαν στο χωριό, δεν κρατούσαν όπλα αλλά οι επικουρικές εργασίες που προσέφεραν στα μαχόμενα τμήματα ήταν ανεκτίμητες. Έτσι λοιπόν, μετά την πτώση του Χάνδακα με σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο υπάρχει στη Βικελαία Βιβλιοθήκη λέει ότι το χωριό Βόνη, τα χωράφια, τα αμπέλια, τα λιόφυτα, οι ποταμοί, οι μύλοι, οι κάτοικοι, τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους ανήκουν εις στο μοναστήρι του Τεκέ του Χάνδακα. Έτσι λοιπόν, οι χωριανοί αναγκάσθησαν τότε να φύγουν. Η ιστορία λέει ότι έμειναν μόνο τρεις τσιφλικάδες, ένας χριστιανός, ντόπιος ορθόδοξος και δύο Ενετοί, οι οποίοι εξισλαμίσθησαν για να γλιτώσουν τις περιουσίες τους. Οι περισσότεροι χωριανοί πήγαν στο όμορο χωριό Θραψανό και για αυτό το Θραψανό μεγάλωσε τόσο πολύ. Υπήρχε ένας παραπονιάρικος τόνος στους Θραψανιώτες, στις ομιλίες τους κι αυτό ήταν από τους Βονιανούς πρόσφυγες που πήγανε στο χωριό αυτό.
Δηλαδή;
Όταν έλεγαν: «Μωρ’εσύ», αυτοί έλεγαν: «Μωρ’ εσύυυ» με θλιμμένο ύφος. Οι άλλοι πήγαν στα ριζοχώρια, δηλαδή στα ορεινά χωριά Ξυδά, Κασταμονίτσα, Αρμάκα Αγία Παρασκευή και ένα μεγαλύτερο τμήμα στο Οροπέδιο Λασιθίου. Διότι έπρεπε δύο βασικά πράγματα να εξασφαλίσουν, όπως κι ο κάθε λαός, τα προς το ζην και την ασφάλεια. Αυτά τα δύο τα βρήκαν εκεί στο οροπέδιο. Έτσι λοιπόν, όταν έγινε η Βόνη συμπαγές τουρκοχώρι ονομάστηκε Δεδελόκιοϊ. Αυτό θα πει καλογηροχώρι ή αγιοχώρι. Γιατί οι Τούρκοι τους μουσουλμάνους μοναχούς τους αποκαλούν αγίους. Στο χωριό λοιπόν έναν ναό χριστιανικό τον μετέτρεψαν σε τζαμί, το οποίο το ονόμαζαν μπερατλίδικο τζάμι, δηλαδή θαυματουργό τζάμι. Έτσι, λοιπόν, όπως σήμερα έρχονται οι χριστιανοί στην Αγία Μαρίνα, το ίδιο τότε και οι Τούρκοι από όλη την Κρήτη έρχονταν στη Βόνη, στο θαυματουργό τζαμί. Σε ένα σημείο του χωριού υπήρχε ο τάφος του Εβλιά, σπάνιο πράγμα για την Κρήτη. «Εβλιάς» ή «Βλιας» στη μουσουλμανική θρησκεία είναι κάτι μεταξύ οσίου και αγίου. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένας θολωτός, μεγάλος τάφος που μου το περιέγραψε εμένα μια θεια μου κι εκεί περνούσαν, όσοι περνούσαν από κει και του άναβαν την καντήλα και δεν έσβηνε μέρα-νύχτα. Την επανάσταση του 1866 όλοι οι ναοί της Βόνης κατεστράφηκαν εκ θεμελίων, πάρα πολλοί, εξωκλήσια και μέσα στο χωριό. Έμειναν μόνο η Αγία Αικατερίνα η σημερινή, γιατί είπαμε την είχαν μετατρέψει σε τζαμί και οι Άγιοι Δέκα, ο ναός του κοιμητηρίου που ανήκαν τότε στην Ιερά Μονή Αγκαράθου και οι Τούρκοι δεν πείραζαν τις μοναστηριακές περιουσίες. Υπάρχουν πολλά γεγονότα που εξιστορούσανε παλαιότεροι για θαύματα και για καταστάσεις που συνέβησαν μεταξύ Τούρκων και Χριστιανών γι’ αυτές τις εκκλησίες, τις δύο κυριότερες, την Αγία Μαρίνα και τους Αγίους δέκα. Η Αγία Μαρίνα, κατεδαφισμένη πλήρως, από ένα σημείο όμως και συγκεκριμένα από το ιερό, το κατεστραμμένο και αυτό, ανάβλυζε νερό. Πηγαίνανε, λοιπόν, οι χριστιανοί παίρνανε νερό και ζυμώνανε το ζυμωτό χωρίς προζύμι και ανέβαινε. Πήγε, λοιπόν, κάποτε μία κοπέλα από το χωριό, η λεγόμενη Σταφυλομαρία και πήρε ένα σταμνί νερό να ζυμώσει. Ο αγάς[00:15:00] που είχε την περιοχή αυτή ήταν ένας από τους αγριότερους και τση λέει: «Τι γυρεύεις στην περιουσία μου;» και του λέει: «Αγά μου, ήρθα να πάρω ένα σταμνί νερό να ζυμώσω χωρίς προζύμι», «Μωρή ταβλόπιστη, σ’εμένα τα λες αυτά; Θα σε σφάξω«, «Όχι -του λέει- γίνεται». Λέει: «Γίνεται;», λέει: «Ναι. Στο σπίτι μου θα πας». Την πήρε, λοιπόν στο σπίτι, ζύμωσε το ζυμωτό χωρίς προζύμι και του λέει: «Το πρωί θα ’ρθω να το πλάσω». Τη νύχτα λέει ο αγάς στη χανούμη του: «Για σήκω, μωρή, να δεις να δεις το ζυμωτό της γκιαούρας τι εγίνεται». Σηκώθηκε, λοιπόν η χανούμη και βλέπει και του λέει: «Αμάν, γιαραμπή αγά μου. Ξεχείλισε η λεκάνη». Σηκώνεται ο αγάς, παίρνει τη λεκάνη, σκάβει στο στάβλο και ρίχνει στην κοπριά και μετά βάζει τη χανούμη και ζυμώνει με σκέτο νερό. Το πρωί πήγε η Σταφυλομαρία να πλάσει το ψωμί και τση λέει: «Έλα, μωρή, να δεις το ζυμωτό σου που ανέβηκε χωρίς προζύμι». Βγάζει αυτή τον μποξά που είχε βάλει από πάνω και το ’χε σκεπάσει και αμέσως λυσσασμένη του λέει: «Μπουρμά, δεν είναι το ζυτωμό μου. Αυτό το άλλαξες». «Το ζυμωτό σου είναι», λέει: «Και πού είναι ο σταυρός που είχα κάνει από πάνω;». Ο αγάς τί να κάνει, δεν είπε τίποτα, διότι το στοίχημα ήταν μεγάλο. Το στοίχημα ήτανε ότι εάν θα ανέβαινε το προζύμι, αυτός θα γινόταν χριστιανός. Εάν δεν ανέβαινε, το Μαρούλι ήθελα ’γίνει τότε. Υπήρχε λοιπόν ένας καβές εκεί στο χωριό, που οι Τούρκοι πηγαίνανε και ήταν το καφενείο τους. Και τότε, όταν πήγε αυτός να πιει τον καφέ του, είδες όρνια προς το μέρος εκεί της Αγίας Μαρίνας. Εκεί είχε δέσει, λοιπόν, αυτός τη φοράδα του με ένα φοραδάκι που η φοράδα αυτή ήτανε η καλύτερη της περιοχής. Είδε, λοιπόν, τα όρνια, βιτσίλες, σκάτες και κοράκους και λέει: «Τι γυρεύουν τα όρνια εκεί που έχω δέσει τα οζά εγώ;». Πήγε, λοιπόν, ο άνθρωπος και διαπίστωσε ότι είχαν κατασπαράξει και τα δύο ζώα. Αυτός, λοιπόν πίστεψε, λέει παράδοση ότι πούλησε όσο-όσο όλη του την περιουσία -που είχε πάρα πολύ μεγάλη περιουσία- πήγε στη Θεσσαλονίκη και χριστιάνεψε, διότι αν έμενε εδώ να τον ξέρανε, θα τον σφάζανε οι Τούρκοι. Οι δε Άγιοι Δέκα…εδώ πέρα υπήρχε στο χωριό ένας μεγάλος αγάς που λεγότανε Αρφαναμέτης. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος είχε σαν βοσκό έναν συγχωριανό μας, η πρώτη χριστιανική οικογένεια που ήρθε από το οροπέδιο Λασιθίου ήταν ο Στεφανοκωσταντής. Αυτός είχε λοιπόν ένα γιο που τονε λέγανε Μανώλη και ήταν βοσκός του Αρφαναμέτη. Λίγο έξω από το χωριό, σήμερα στο βόρειο μέρος, εκεί που είναι το σπίτι του Λεωνίδα Σαμπροβολάκη, υπήρχε η μάντρα του Αρφαναμέτη και το τοπωνυμίου, ακόμη και τώρα στα συμβόλαια ονομάζεται εις θέσιν Μάντρα. Εκεί, λοιπόν, είχαν πολλά ζώα και με το παιδί του Τούρκου που το λέγανε Ασάνη, εβλέπανε όλα τα ζώα. Ένα βράδυ το Ασανιό πήγε από τους Αγίους Δέκα και έβγαλε την πόρτα, να τη βάλει κάτω να κοιμάται. Τότε του λέει ο Στεφανομανώλης: «Ασάνη, επειράξαμε εμείς προσκυνητήρι δικό σας; Εσύ, γιατί το κάνεις αυτό; Είναι λάθος», «Φύγε, μωρέ ταβλόπιστε, που θα μου πεις είναι λάθος. Εμείς έχουμε πίστη, όχι σαν τη δική σας». Το βράδυ πήγανε -λέει- 10 παλικάρια και χτυπήσανε το παιδί σε σημείο που έγινε ολόμπλαβο. Όταν πήε ο αγάς το πρωί για να αρμέξει και είδε το παιδί του σε τέθοιο χάλι, ρώτησε πώς συνέβη. Ο Στεφανομανώλης, όμως, κοιμόντανε, δεν πήρε καθόλου χαμπάρι το τι έγινε. Πήρε, λοιπόν, το παιδί του, το πήε στο σπίτι, απειλούσε θεούς και δαίμονες και έφερε πρακτικούς από Ρουσοχώρια, από άλλα Τουρκοχώρια, αλλά το παιδί δεν γινότανε καλά. Και τότε του λέει μία γριά χανούμη, η οποία με το ζόρι την είχανε εξισλαμίσει, χριστιανή βέβαια, Κρυπτοχριστιανή και του λέει: «Αγά, αν θες να σωθεί το παιδί σου, να πάρεις την πόρτα, να την πας στους Αγίους Δέκα και να κάνεις ένα τάσσιμο». Την πήρε, λοιπόν, ο αγάς μη έχοντας τι άλλο να κάνει, γιατί το παιδί αυτό ήταν το καμάρι του απ’ όλα, πήγε την πόρτα στο ναό των Αγίων δέκα και έταξε ότι θα πάει πεσκέσι στους Αγίους τον καλύτερό του κριό. Και, γυρίζοντας αυτός από τους Αγίους Δέκα,[00:20:00] είδε το Ασανιό να τρέχει στο δρόμο χαρούμενο. Είχε γίνει ένα θαύμα.
Λοιπόν, η κοινωνία της Βόνης, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αποτελούσε μία οργανωμένη πολιτεία. Είχε όλα τα πρακτικά επαγγέλματα, τα αναγκαία για την επιβίωση των ανθρώπων. Είχαμε, λοιπόν, τον χειρούργο ορθοπεδικό, ο οποίος διέθετε και νυστέρι. Είχαμε τον οδοντογιατρό, είχαμε τον κτηνίατρο και είχαμε και τον ψυχολόγο. Ο χειρούργος ορθοπεδικός ήταν ο Αδαμοχατζής, ο οποίος με μαεστρία έβαζε τα σπασμένα κόκαλα στη θέση τους και ήτανε το αποτέλεσμα καλό. Ο οδοντογιατρός ήταν ο Χατζηνικόλης ή Σταφυλονικόλης, ο οποίος έκανε εξαγωγή των δοντιών με ένα παράξενο τρόπο. Είχε μια σομαροκαρέκλα και είχε ένα καρόλι στην κάτω μεριά βαρμένο, μπροκομένο και στα δοκάρια άλλο ένα και κρεμόταν. Εάν ήθελε την εξαγωγή του δοντιού από την κάτω σιαγόνα, το ’δενε, περνούσε την κλωστή το μετάξι από τον καρολά που ήτανε στα δοκάρια και κατέληγε στην πόρτα. Με ένα νεύμα κάποιος έκλεινε απότομα την πόρτα και το δόντι πετιόντανε στον αέρα. Εάν ήτανε από την άνω γνάθο, έδενε πάλι το μετάξι στο δόντι, το ’βαζε πάλι στον καρολά που ήταν χαμηλά στη γαϊδουροκαρέκλα και πάλι με τον ίδιο τρόπο έκλεινε την πόρτα και η εξαγωγή του δοντιού γινότανε. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούσε ήταν μισό μπουκάλι ξύδι και ένα ποτηράκι ρακή. Αυτή ήταν η χειρουργική των δοντιών. Όταν έπασχαν τα ζώα ή γεννούσαν κακά, αυτός που έπρεπε να επέμβει ήταν ο Γρηγόριος Καλογερίδης. Αυτός ήταν ένας πρακτικός κτηνίατρος, πάρα πολύ αποτελεσματικός. Οι δε υπόλοιποι, όταν υπήρχε ψυχολογικό θέμα ή κάποιο άλλο θέμα, παραδείγματος χάρη: όταν υπήρχε ρήγμα στο μάτι τότε -αυτό το ονόμαζε η γυναίκα ρήμα, απέφευγε το γ, ρήμα- κοίταζε λοιπόν και άρχιζε τη γητειά. Έλεγε, λοιπόν, τη γητειά γι’ αυτήν την πάθηση: «Άγιοι Ανάργυροι δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώτε υμίν». Πάντα, βέβαια, κάνοντας το σταυρό της. Κι άρχιζε: «Τρεις νομάτοι επελεκούσανε τσ’ Αγίας Βαρβάρας, τσ’ Αγίας Τριάδας τα σημαντηρόξυλα. Και φεύγει ένα μπελεκουδάκι και παίζει στου δούλου ή στση δούλης του Θεού τ’ αμάτι. Και κάθεται και κλαίει και θρηνάται, του Χριστού παραπονάται: Κύριε ελέησον, κοντό και δεν εβρέθηκε άνθρωπος μυρωμένος, βαφτισμένος τση Μεγάλης Πέμπτης και τση Μεγάλης Παρασκής αντιντεροφαωμένος να πιάσει γή ασήμι, γή χρυσάφι, γη από τρεις κοντύλους ράπη, να γητέψει το βλοητό, τη τζίμπλα, τη μίδρα, το λάδρωμα, το ’λάττωμα, τη βιστιρά, τ’ απόστεμα κι ό,τι κακό κι αν είναι, να πάει στον πάτο του γιαλού, στ’ άβυσσα των αβύσσων εκεί που δεν κράζει πετεινός, που δεν μουγκρίζει χοίρος και που δεν μνημονεύεται μωρό παιδί κουλούρι. Στ’ υγειάς σου». Δεύτερον, όταν υπήρχε το κακό μάτι που το ονομάζανε φταρμό, τότε πάλι με τα ίδια, με τον ίδιο πρόλογο, αναφορά προς τους Αγίους Αναργύρους, άρχιζε κι έλεγε. Λοιπόν, ακούστε. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: «Καίνω φάεσσι», «σκοτώνω με τα μάθια». Υπάρχει και μία ευχή στην εκκλησία μας, που αναφέρεται για τη βασκανία. Το ρήμα είναι «φασκαίνω» αλλά γίνεται εκεί μία αλλαγή στο γράμμα και από το «φασκαίνω», από τη «φάση» δηλαδή, βγαίνει το «βασκαίνω» και από τη «φασκανία» βγαίνει η «βασκανία». Την ευχή, όμως, αυτήν δεν την ερμηνεύουνε σωστά και νομίζουν και λένε ότι και η εκκλησία παραδέχεται τη βασκανία. Όχι, είναι λάθος. Η ευχή αυτή αναφέρει και λέει: «Να σε βλέπει ο θεός από το μοχθηρό μάτι, από αυτό τον άνθρωπο που σε κοιτάζει με τον τρόπο, για να σου κάνει κακό». Όχι ότι έχεις τη δύναμη με το μάτι να κάνεις κακό[00:25:00] στον άλλο, δεν υπάρχει τέθοιο πράγμα. Βέβαια άκουσα μία ιστορία, όταν ήμουνα παιδί από τον πατέρα μου. Ο καπετάνιος των Χριστιανών στο Καστέλλι Πεδιάδος ήταν ο Αντώνιος Τρυφίτσος. Και ο καπετάνιος των Τούρκων ήταν ο Μπουρικάτσος. Τότε, λοιπόν, ο Μπουρικάτσος έμενε στον Καντουρλιανό, ένα μικρό χωριουδάκι πριν το Καστέλλι. Πήγε λοιπόν και ακούμπησε δοκάρια στο ναό των Χριστιανών, για να κάνει στάβλο για τις φοράδες του. Βέβαια, κατόπιν αποδείχθηκε ότι ο άνθρωπος αυτός έκανε εκτροφή αλόγων. Λοιπόν, πήγανε χριστιανοί παραπονέθηκαν στον καπετάνιο τον Τρυφίτσο και πήγε αυτός και του λέει: «Καπετάν Μπουρικάτσο, αυτό που κάνεις είναι λάθος, λοιπόν θα το βγάλεις». Εκεί λοιπόν αρπαχτήκανε λεκτικά και εβάλαν ένα στοίχημα να τρέξουνε κι είναι ότι νικήσεις να χάνει τη φοράδα του. Ο Τρυφίτσος σαν καπετάνιος δεν κόλωσε. Ήξερε ότι ο Μπουρικάτσος ήταν και καλύτερος καβαλάρης, αλλά είχε και καλύτερη φοράδα. Αλλά του λέει: «Πάει το στοίχημα» Στο Καστέλλι, λοιπόν, υπήρχε ένας άνθρωπος, ο οποίος λεγόταν Κουντογιώργης, Γεώργης Κουντάκης κι επικρατούσε η γνώμη σε όλο το χωριό ότι έριχνε τον κόρακα κάτω από το φταρμό. Πήγε, λοιπόν, τον εβρήκε και του λέει: «Γιωργάκη, θέλω μια χάρη», λέει: «Τί;», λέει: «Έτσι κι έτσι. Και θα κάνουμε 5 κύκλους από το νεκροταφείο που είναι στο Καστέλι προς το Διαβαϊδέ ένας χωματόδρομος να γυρίσουμε. Και θέλω να μου ρίξεις τον Μπουρικάτσο». Λέει: «Ευχαρίστως, καπετάνιε». Πήγε, λοιπόν, τώρα αυτός εκεί σε ένα σημείο -λέει, μιλάμε, η παράδοση- κοίταζε, κοίταζε, τίποτα. Στον τρίτο γύρο επήγαινε μισό γύρο ο Μπουρικάτσος πιο μπροστά. Μιας στιγμής λέει ο Κουντογιώργης: «Έλα, δα»! Με το: «Έλα, δα» κάνει τρεις τούμπες η φοράδα και τονε ρίχνει χάμαι και τονε μισερώνει, τον Τούρκο. Έκαμε τσι στροφές ο Τρυφίτσος και του πήρε τη φοράδα. Έτσι.
Για πείτε μας, λοιπόν, για τη γητειά του φταρμού.
Το κακό μάτι στην Κρήτη το λέγανε «φταρμό». Η γηθειά, λοιπόν του φταρμού είναι η εξής: «Ο φταρμός επήγαινε, ο Χριστός του πάντηξε. "Πού πας, φταρμέ, πικρέ οφθαλμέ;", "Πάω να βρω κόρη να φταρμίσω, λυγερή να ζεματίσω μωρό παιδί να καψολοήσω, ζευγάρια να ξεζευγλώσω, κοπάδια να ξεκουδουνώσω". "Πήγαινε, φταρμέ, πικροφταρμέ στα όρη, στα βουνά να βρεις την αγριολαφίνα, να φας από το κρέας τσης, να πιεις από το αίμα τσης και από τη δούλη ή δούλο του Θεού να λείπεις". Φτου του απού σε φτάρμιζε, φτου τσης». Τρεις φορές. Αυτή είναι γητειά, το ξεμάτιασμα. Υπήρχε μια άλλη γηθειά, όταν υπήρχε κάτι στο σώμα του ανθρώπου και κυρίως το πρόσωπο αυτό το ονομάζανε «μουρνιά», γι' αυτό υπήρχε κι η κατάρα κι έλεγε: «Μουρνιά να βγάλεις». Λοιπόν, η γητειά τση μουρνιάς είναι η εξής: «Αϊ-Γιάννης κι Αϊ-Γιώργης κι ο Δαμιανός από την Πόλη εφυτέψανε κάτω τον Άγιο Τραπεζόφορα τρία δεντρουλάκια, το ’να δάφνη, τ’ άλλο μηλιά, τ’ άλλο μουρνιά. Η μηλιά κι η δάφνη να ανθεί, η μουρνιά να ξεραθεί. Ως ψύγεται και μαραίνεται τσ’ άμπελος το φύλλο, του Μαγιού το χορταράκι ετσά να ψυγεί και να μαραθεί το κακό εκείνο από του δούλου του Θεού ή τση δούλης του Θεού τάδε». Υπήρχανε και άλλες, όπως ήτανε οι μυρμηγκιές που εδώ τους λένε «αγκουτσάκους». Εκεί, λοιπόν, έπρεπε να υπάρχει κι ένας πρακτικός τρόπος, δηλαδή την ώρα που γινόντανε γηθειά, έπρεπε στο σημείο που είχαν βγει οι μυρμηγκιές, να της τρίβεις με κριθάρι. Και έλεγε η γηθειά: «Προσκυνώ σε νιος φεγγάρι κι απού σ’ έπλασεν ομάδι. Τα παλικάρια τουτανέ, λένε πως είναι πιο καλά από σένα και στο δεξιό σου γύρισμα να μην βρεθεί κιανένα. Στσ’ υγειάς σου». Για τι άλλο τώρα παραλείψαμε να πούμε;
Θα μου πείτε αυτό για την πεθερά. Μήπως ξέρετε τον «ήλιο», ωστόσο;
Ναι, τον ήλιο τον είχενε η προγιαγιά σου η Πέτραινα. Η μάνα μου όχι, δεν τονε θυμάμαι τον ήλιο.
Θέλετε να μου πείτε τι κάνατε στην πεθερά σας, που ήταν και επαγγελματίας, να μου το πείτε αυτό.
Ναι, μια φορά η πεθερά μου είχε στη μύτη απάνω ένα μεγάλο εξόγκωμα. Την πήγε ο πεθερός μου στο γιατρό και στην Αθήνα και είπαν ότι: «Να μην το αγγίξεις[00:30:00] καθόλου». Η γυναίκα, λοιπόν, όπως είχε γαλουχηθεί από τα μικρά της χρόνια, πίστευε στις γητειές και μου λέει: «Αυτό, παιδί μου, θέλει γηθειά». Τση λέω, λοιπόν, εγώ τότε με αφέλεια ότι ξέρω μια γριά στο Λασίθι που ξέρει όλες τις γηθειές και θα την κάμει καλά. Αλλά αυτό, βέβαια, ήτανε καλαμπούρι. Η γριά το πίστεψε και μου λέει: «Να με πας, παιδί μου, στο Λασίθι. Τι να κάνω τώρα εγώ, είπα ψέματα ότι πήγα κι έμαθα τη γηθειά και, μάλιστα πήγα δύο φορές, γιατί έπρεπε να πάω Τετάρτη μέρα και νηστικός. Πήγα, λοιπόν, δήθεν κι έμαθα τη γηθειά. Έκοψα, λοιπόν, τρία κομματάκια ξύλο περίπου 8 πόντους από μουριά, τα έδεσα με ένα καρόλι και βάλω την πεθερά μου να κοιτάζει ανατολικά και να κάμει το σταυρό τσης. Να βγάλει το τσεμπέρι και να κοιτάζει ανατολικά. Κι αρχίζω εγώ τη γηθειά: «Οι χίλιοι διαόλοι να πάρουνε κι εσένα και τη μύτη κι απού σ’ έσπερνε, κι απού σ’ έκανε. Ανάθεμά σε, πανώγλα!». Αυτό το ’πα τρεις φορές και σε τρεις μέρες εξαφανίστηκε! Πέρασε λίγο διάστημα και μου στέλνει μια συμπεθέρα απ’ το χωριό, μια βαρβατόχηρα και μου λέει: «Συμπέθερε ό,τι είχενε η πεθερά σου στη μύτη έχω κι εγώ στα στήθια, να με γητέψεις;», λέω: «Ευχαρίστως». Πήρα, λοιπόν, εγώ τα εργαλεία και τση λέω: «Συμπεθέρα, γδύσου». Λέει: «Όι, εγώ ντρέπομαι», τση λέει η γυναίκα μου: «Γδύσου, μπρε συμπεθέρα, γδύσου», λέει: «Όι, εγώ ντρέπομαι, να με γητέψεις απ’ όξω», λέω: «Απ’ όξω δεν γίνεται τίποτα, δεν σε γητεύω». Και δεν τη γήτεψα. Εν τω μεταξύ, όμως, μια γειτόνισσα γριά Λασθιώτισσα, αλλά εξαιρετικά πονηρή είχε και στα δύο μάθια από κάτω είχε δύο εξογκώματα τέθοια με κρέας. Και μου λέει μια μέρα: «Να με γητέψεις θες, κύριε Νίκο, όπως γήτεψες την πεθερά σου;», λέω: «Ευχαρίστως, κυρα-Μαρία». Και μου λέει: «Ναι, μα να μη με βλαστημάς!» και τση λέω: «Αυτό το κάτεχε, κι αμ ίντα άλλο θα σου κάνω; Θα σε βλαστημώ!» και τη γήτεψα κι αυτή. Και αυτή σε τρεις μέρες εξαφανιστήκανε. Τώρα αυτό οφείλεται στην αυθυποβολή, στη μεγάλη πίστη του ανθρώπου που απέβαλε αυτά, αυτή την πρακτική εξήγηση μπορώ να δώσω εγώ, χωρίς να είμαι επιστήμονας.
Να σας ρωτήσω τώρα κάτι άλλο, που επίσης δεν μου το ’χουν πολυπεί. Για τα προξενιά θα ήθελα να μάθω, τη διαδικασία, αυτό το τελετουργικό ενός προξενιού.
Ναι.
Δεν ξέρω-
Οι γάμοι στο χωριό τα παλιά χρόνια γινόταν κυρίως με προξενιό αλλά και αν υπήρχε ένα αίσθημα μεταξύ των νέων, πάλι έπρεπε να καταλήξει σε προξενιό. Τότε, λοιπόν, βρίσκαν τον κατάλληλο άνθρωπο που έπρεπε να είναι σοβαρός, μπιστικός και, κυρίως, συγγενής ή σύντεκνος εκεί που θα πήγαινε να ζητήσει την κοπέλα. Πήγαινε, λοιπόν, έλεγε τα προσόντα του γαμπρού και ανάλογα εάν το δεχόντανε του βάζανε στο τραπέζι άσπρη πετσέτα. Εάν δεν δεχόντανε τον γαμπρό, του βάζανε σκούρα πετσέτα. Κι έτσι λοιπόν συνεχιζόντανε μέχρι να έχουμε κατάληξη ή όχι. Την εποχή, όμως, εκείνη που τα πολιτικά πάθη ήτανε οξυμένα, οι γάμοι γινόταντανε κυρίως μεταξύ ομοϊδεατών. Δηλαδή, ο βασιλόφρονας έπαιρνε βασιλόφρονα κοπελιά κι ο βενιζελικός έπαιρνε βενιζελική κοπελιά. Υπήρξαν, βέβαια και πάρα πολλοί γάμοι που ήτανε αλλιώς στα κόμματα, αλλά είχαν καλή κατάληξη, διότι πολλές φορές συνετοί άνθρωποι συνέβαλαν στο να τελειώσει ένα τέτοιο συνοικέσιο.
Θα θέλατε να μας πείτε έτσι από το χωριό, για παράδειγμα, αν έχουνε μείνει 2-3 προξενιά που θυμάστε εσείς να μας αναφέρετε, το δικό σας, δεν ξέρω, ό,τι θέλετε.
Ο πατέρας μου είχε μια πλατωνική αγάπη με τη μάνα μου. Πήγε, λοιπόν, ο ίδιος ένα βράδυ στου πεθερού και χτύπησε την πόρτα και του είπε: «Μπάρμπα-Γιαννάκο, αγαπώ τη θυγατέρα σου και με θέλει κι εκείνη. Και αν θέλεις, να το πω στους γονείς μου και στ’ αδέρφια μου να ρθουν να την αρραβωνιαστώ». Πετάγεται, λοιπόν, μια θεια μου, αδερφή τση μάνας μου και του λέει: «Δεν ντρέπεσαι, είναι δυνατόν να σου δώσουμε εμείς την αδερφή που την προορίζομε να πάρει γή παπά γή δάσκαλο; Δεν είναι για τα μούτρα σου, μόνο να πας σε άλλη πόρτα». Έφυγε, λοιπόν, αλλά η θεια μου, επειδή ήτανε[00:35:00] πάντα σκανδαλοποιό στοιχείο, άρχισε να διαδίδει στο χωριό το γεγονός μέχρι που το ’μαθε ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς μου δηλαδή, ο Αρτέμης και του λέει: «Μανώλη, είναι γεγονός ότι πήγες στου Σταφυλογιάννη και ζήτησες την θυγατέρα και σε προσβάλανε;», «Ναι, πατέρα» του απαντά αυτός. «Τον κακό, ψυχρή σου καιρό κι εγώ γιατί είμαι εδώ;». Το βράδυ, λοιπόν, βάζει το μπιστόλι στη ζώνη και μια ταμπακιέρα που είχε για τον καπνό του και πάει και χτύπα την πόρτα: «Εδώ είσαι, κουμπάρε Γιαννάκο;», λέει: «Εδώ είμαστε, κουμπάρε Αρτεμάκη» λένε από κει. Ο πατέρας τση μάνας μου ήταν ένας πολύ δειλός άνθρωπος, πράος. Όπως συνηθιζόταν τότε, του σιμώνουνε αμέσως στο τραπέζι το μπουκάλι με τη ρακή και τα αμύγδαλα. Βγάζει κι ο γέρος την ταμπακιέρα τη βάζει πάνω στο τραπέζι και βγάζει και το πιστόλι και το βάνει δίπλα. Κάποια στιγμή, άμα ήπιανε και συζητήσανε διάφορα λέει: «Κουμπάρε Γιαννάκο, δεν με ρωτήσετε και γιατί ήρθα στο σπίτι σας». Η γιαγιά μου, η οποία ήτανε δαίμονας η Φουντουλιανή του λέει: «Για ό,τι και να’ρθετε, κουμπάρε Αρτεμάκη, καλώς ορίσετε». Ο άλλος ο Σταφυλογιάννης έτρεμε τ’ ατζί του απ’ το φόβο και του λέει: «Είναι αλήθεια ότι η κόρη σας η Αγγελική θέλει το υιό μου, τον Εμμανουήλ;». Όχι ότι ο γιος του ήθελε τη νύφη αλλά ότι η νύφη ήθελε τον γιο του. Και απαντά πάλι η γιαγιά μου και του λέει: «Κουμπάρε Αρτεμάκη, ανέ μασε θέλετε ένα, σασε θέλομε χίλια», «Εντάξει, το Σάββατο το άλλο θα έρθω να γίνει ο αρραβώνας και μετά θα ορίσομε, όταν τελειώσει τα σπίθια του να γίνει ο γάμος», «εντάξει» Κι έτσι ετελείωσε το συνοικέσιο με τη μάνα μου, δηλαδή πολλές φορές και την παλιά εποχή, ο φόβος έκρινε ένα συνοικέσιο. Άλλη φορά πάλι είναι…Ήτανε οι αγάπες που πολλές φορές ξετελεύανε και σε ατυχήματα γι' αυτό υπήρχε και η μαντινάδα που έλεγε: «Μική μική σ’αγάπησα, μεγάλη δεν σε πήρα, μα έχω ελπίδα στον Θεό για να σε πάρω χήρα».
Θα μας πείτε μαντινάδες;
«Μα, ίντα θέλεις να σου πω, απού να ζεις και να’σαι και στον ανθό τσ’ Αμυγδαλιάς να στρώνεις να κοιμάσαι». Προχθές μου είπε ο εγγονός μου ότι τως είπε η δασκάλα να πάνε μαντινάδες σχετικές με τον κορωνοϊό. Του’γραψα, λοιπόν, οχτώ αλλά στο τέλος γράφω: «Τούτος ο κορωνοϊός τση πεθεράς μου μοιάζει, που μου ’χει κάνει τη ζωή αβάσταχτο μαράζι». Λοιπόν, πάντα όταν συζητούσαν εδώ οι άνθρωποι και προέκυπτε κάτω ποιο θέμα, πάντα ομιλούσαν με παροιμίες. Για την κάθε περίπτωση υπήρχε και η κατάλληλη παροιμία, όπως παραδείγματος χάρη, όταν υπήρχε κάποιος κακός λόγος για ένα άλλο, η παροιμία ήτανε: «Μην κάμεις μη σου κάμουνε, μην πεις να μη σου πούνε την ξένη πόρτα κουρκουνάς, την εδική σου σπούνε».
Φοβερή.
Άλλο ήτανε, όταν υπήρχανε κυρίως κτηματικές διενέξεις, που έλεγε: «Το ξένο χάκι να μη θες και το δικό σου να μη χάνεις». «Χάκι» είναι τούρκικη λέξη που θα πει το δικαίωμα. Λοιπόν, άλλη ελέγανε: «Τ’ Αγίου τάξε ένα κερί και του δαιμόνου δέκα». Γιατί; Αυτό ήταν όταν υπήρχε κάποιος ισχυρός, τον οποίο του δίδαν το προσωνύμιο δαίμονας, εν συγκρίσει με το καλό που ο καλός ήθελε λίγο, γιατί ήταν καλός, ενώ ο κακός ήθελε πολλά, έτσι; Μια άλλη λέει, όταν ο άνθρωπος είναι αγενής: «Δεν ήκλασες και να ντραπείς, μόνο ’κλασες κι εγέλας». Άλλη παροιμία. Τώρα…
Δεν πειράζει, να βοηθήσω, η γιαγιά μου, ας πούμε, έλεγε, αν βοηθάει αυτό να κινητοποιήσει την κουβέντα, ξέρετε για τις γυναίκες που υποτίθεται οι γυναίκες οι καλές, πολλές φορές κακόπεφταν και το αντίστροφο, οπότε μου ‘λεγε ότι: «Οι χούρδες κι οι ανάλατες το τρων' τ’ αυγό σφουγγάτο και των α[00:40:00]νθρώπω τα παιδιά το τρώνε με τον άθο».
Ναι, σωστό! Τι ήθελα πω τώρα;
Δεν πειράζει, περιμένουμε.
Πολλές φορές υπήρχανε και στις μαντινάδες ευτράπελα, όπως παραδείγματος χάρη, λέγανε: «Απού ’χει γάιδαρο κακό και μια γλωσσού γυναίκα, αν ζήσει χρόνους εκατό, δε ζει μήτε τσι δέκα». Επίσης λέγανε ένα άλλο σωστό: «Κανένας γάμος άκλαυτος και καμία κηδεία αγέλαστη». Στις κηδείες πάντα, όταν ξενυχτούσαν το νεκρό τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Επίσης υπήρχε μία άλλη δοξασία, όταν η ζάρα έκραζε στην αυλή του αρρώστου, θεωρούσαν ότι ήταν κακό σημάδι και ότι ο άρρωστος θα πέθαινε. «Ζάρα», τη λένε και «σκλόπα», είναι λοιπόν η γλαύκα. Λοιπόν αυτό, παρ’ όλο που τον παρουσιάζουνε ως έμβλημα της σοφίας είναι λάθος, γιατί είναι ένα εξαιρετικά βλάκικο πουλί. Τι γίνεται, όμως; Αυτή σα νυκτόβιο πουλί που είναι, έχει μία τάση να πηγαίνει στο φως. Τότε, με τα μέσα της εποχής, όταν βράδιαζε, όταν νύχτωνε, υπήρχε πλήρης συσκότιση στο χωριό. Και το μόνο μέρος που είχε φώτα ήταν το σπίτι τ' αρρώστου, διότι πηγαίνανε συγγενείς και φίλοι για να του δώσουνε κουράγιο. Η γλαύκα, λοιπόν, βλέποντας το φως, πήγαινε στην αυλή ή σε κάποιο δέντρο ή σε κάποιο τοίχο κι έκραζε και γι’ αυτό λέει η μαντινάδα: «Τρεις φορές έκραξε η ζάρα στην αυλή σου κι είναι σημάδι νεκρικό ότι θα βγει η ψυχή σου». Αυτά πίστευαν τότε οι άνθρωποι, οι δοξασίες αυτές και, πολλές φορές και στσι κηδείες είχαμε πολλά, πολλά ευτράπελα. Όπως, παραδείγματος, χάρη μια φορά τρεις γαμπροί εκάμανε στης πεθέρας τους ένα μνημόσυνο. Λοιπόν, όταν… Τότε τα μνημόσυνα γινόντανε στα νεκροταφεία. Πήγανε στο νεκροταφείο, μνημονέψανε τη γριά και αρχίσανε να πίνουνε και να τρώνε λίγη, γιατί οι τρεις γαμπροί, γιατί είχαν πάει πολύ λίγοι στο μνημόσυνο. Και τότε λέει ο ένας λέει: «Μωρέ 'σύ Κωστή, ανάθεμά το για μνημόσυνο, αν δεν μου ’ρχεται ένα τραγουδήξω!», «Κι ίντα κάθεσαι;» του λέει ο άλλος. «Περίμενε να πα φέρω την ασκομαντούρα από το σπίτι». Πήγε λοιπόν στο σπίτι, πήρε την ασκομαντούρα κι αρχίξανε οι τρεις γαμπροί μεθυσμένοι ένα γλέντι τρικούβερτο γύρω από τον τάφο της πεθεράς. Αυτό έγινε εδώ. Τώρα τι άλλο θέλεις;
Έχουμε και αινίγματα και καθαρογλωσσίδια, που τα λέει η γιαγιά μου. Αν ξέρετε, αν θυμάστε και να τελειώσουμε μ’ αυτά.
Ναι υπάρχουν και τα καθαρογλωσσίδια. «Στου παππού μου τη ζωνάρα, μια χοντρή, ψιλή ξομπλάρα, που τηνε χοντροξόμπλιασε του χοντροξόμπλη η μάνα. Με μια ψιλή, με μια χοντρή, με μια ψιλή, με μια χοντρή βελόνα». «Εκκλησά μολυβωτή και μολυβδοκαντηλοπελεκητή ποιος σε μολυβδοκαντηλοπελέκησε; Του μολυβδοκαντηλοπελεκητή ο γιος. Να ’χα τα μολυβδοκαντηλοπελεκίδια του, ήθελα σε καντηλογλυκοπελεκήσω καλύτερα από του γλυκοκαντηλοπελεκητή τον γιο». Εγώ θυμάμαι, στάσου τώρα, άλλο καθαρογλωσσίδι. Τα αινίγματα: «Μέσα στη βράκα στέκει ορθή»: αυτό είναι το παλαιό λαδοφάναρο που η φλόγα έστεκε όρθια μέσα στο φενέρι. «Μαγλινό, κατσουνωτό μπαίνει σε τρύπα γυναικών»: αυτό είναι το σκουλαρίκι. «Βάζω το χέρι στο τσεπί και βγάζω το μακρύ και βάνω το στην τρύπα, που χει γύρω-γύρω τρίχα»: είναι το τσιγάρο. «Ριάλια ήδωκα και σ’ έπηρα, κερά μου, για για να σε βάνω ανάσκελα να κάνω τη δουλειά μου»: αυτό[00:45:00] είναι σκάφη που ζυμώνουνε ή πλένουνε. «Από πίσω μου τη βγάνω και του φίλου μου τη δίδω»: είναι η καρέκλα. Είναι κι άλλη μια παροιμία που έλεγε: ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, ανέ φορεί και σέλα. Αυτό είναι σοβαρό, γιατί πρόκειται για ανθρώπους που ήτανε υπερόπτες και μπορεί να κατέχανε μία κοινωνική θέση υψηλή, αλλά η συμπεριφορά τους δεν ήτανε η αρμόζουσα. Αυτό λεγόταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πες μου τώρα τι άλλο θες.
Νομίζω ότι έχουμε πει πάρα πολλά, πάρα πολλά μας είπατε και μπορούμε να σταματήσουμε εδώ.
Μήπως θες τίποτα άλλο;
Τα ‘παμε όλα θαρρώ. Πιστεύω ότι μια βδομάδα να καθόμαστε θα μας λέτε ενδιαφέροντα πράγματα. Κάποια στιγμή θα την τελειώσουμε, ας την τελειώσουμε τώρα.
Με τι;
Να την τελειώσουμε με μαντινάδες; Λίγες. Πέντε-έξι, που τις έχετε ξεχωρίσει και σας έχουν μείνει.
«Χριστέ μου, αξυπόλητε μια χάρη σου γυρεύω να μη δακρύσουνε ποτέ τα μάθια που λατρεύω». Παλαιότερα στους γάμους κάναν τα λεγόμενα… Όταν η νύφη ή ο γαμπρός ήτανε από άλλο χωριό, εκτός απ’ το ίδιο... γινόταν το λεγόμενο «ψίκι». Δηλαδή πήγαινε ο γαμπρός στο χωριό της νύφης και την έπαιρνε, με όργανα, με μαντινάδες, με όλα. Λοιπόν, πέρα όμως απ’ αυτό, ήτανε κι οι αγλακητάδες, αυτοί που διαθέταν άλογα ή μουλάρια που τρέχανε πολύ κι όποιος πήγαινε πρώτος έπαιρνε τον λεγόμενο «τζεβρέ». Ένα ιδιαίτερα κεντημένο μαντήλι, οι άλλοι απλά μαντήλια. Έγινε, λοιπόν, ένας γάμος την παλιά εποχή του χωριανού μας του Βασιλογιάννη στο χωριό Μελέσες. Πήγανε, λοιπόν, να παραλάβουνε τη νύφη κι αρχίσανε να λένε τις μαντινάδες. Και λέει μια Βονιανή: «Επήραμε τη ροδαρά ομάδι με τη ρίζα, που απλώνανε οι γειτόνισσες τα ρούχα κι εμυρίζα». Κι απαντά μια Μελεσανή: «Επήρετέ τη τουτηνιά, μα δεν θα πάρετε άλλη και κρίμας ήτονε κι αυτή σ’ ετσά χωριό να πάει». Απαντά, λοιπόν, άλλη χωριανή και λέει: «Σωπάτε δα, Μελεσανές, και μην πολυκαυκάστε, να λείπανε τα υδρόμυλα, ήθελα διακονάστε». Ξαναλέει η Μελεσανή: «Πάρετε τ’ ανεβόλεμα, ξανοίγετε κι ομπρός σας, δυο σκάφες δεν τσι βάνουνε τσι κάσες των ποδιώ σας». Και ξανααπαντά η Βονιανή: «Καλά ‘ναι μας τα πόδια μας κι είναι και σιντερένια, κι ανέ ξαναγιαγείρομε, θα πάρομε κι εσένα».
Τέλειο. Το καλύτερο φινάλε νομίζω. Τέλος συνέντευξης.