© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Το πρώτο καταστατικό στην Ελλάδα γραμμένο στη δημοτική»: Μια παρέα γράφει ιστορία στο «Νικόδημο» της Λάρισας
Istorima Code
14057
Story URL
Speaker
Νταίζη Μανωλοπούλου (Ν.Μ.)
Interview Date
27/02/2022
Researcher
Ευτυχία Βαρδούλη (Ε.Β.)
[00:00:00]Λοιπόν, καλημέρα, είμαι η Ευτυχία Βαρδούλη, είμαι ερευνήτρια του Ιστορήματος. Σήμερα είναι 28/2/2022 και είμαι εδώ με την κυρία... Το όνομά σας.
Νταίζη Μανωλοπούλου.
Είμαι εδώ με την κυρία Νταίζη Μανωλοπούλου, στο σπίτι της στην Αθήνα. Λοιπόν, κυρία Νταίζη–
Στο σπίτι της κόρης της που φιλοξενείται για λίγους μήνες το χειμώνα. Το σπίτι μου είναι στη Λάρισα, βασικά.
Μια χαρά, στο σπίτι της κόρης σας, στην Αθήνα.
Ναι, ναι, ναι.
Λοιπόν, κυρία Νταίζη, θα θέλατε αρχικά, έτσι, να πούμε λίγα λόγια για τον εαυτό σας, πού γεννηθήκατε, πότε γεννηθήκατε...
Γεννήθηκα στη Λάρισα το 1948 και μεγάλωσα εκεί μέχρι τα 8 μου χρόνια. Δυστυχώς, πέθανε ο πατέρας μου όταν ήμουν 5 χρόνων και αργότερα η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά, έναν εξαιρετικό άντρα και ήρθαμε στην Αθήνα. Αυτό, βέβαια, εμάς μας βοήθησε πάρα πολύ, αλλά απ’ το '58 έχω ‘ρθεί στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκα σε αυτό το σπίτι, αγοράσαμε αυτό το σπίτι, το από κάτω, εδώ στη Φωκίωνος Νέγρη. Και εδώ πήγα σχολείο, εδώ μεγάλωσα, εδώ είναι οι φίλοι μου, οι όλοι, οι παρέες μου. Εδώ, ας πούμε, προχώρησε η ζωή μου στην Αθήνα, μέχρι το '80, όταν γνώρισα τον άντρα μου, που ήταν κατά σύμπτωση, ενώ γνωριστήκαμε στην Αθήνα, σαν φοιτητές– Φοιτητής αυτός, εγώ ακόμη μαθήτρια, το '66 που γνωριστήκαμε, όταν ανακαλύψαμε ότι ήταν και αυτός απ’ τη Λάρισα. Οπότε, το '81 που έπιασε αυτός δουλειά, τελείωσα και εγώ τις σπουδές μου στην Ανωτάτη Εμπορική, άρχισα να πηγαίνω μαζί του –ήταν γεωλόγος– σε διάφορα έργα και όταν μεγάλωσε η κόρη μας, το '81, αποφασίσαμε να ξαναγυρίσουμε στη Λάρισα. Την χρονιά, δηλαδή, '80-'81 ξαναγυρίσαμε στη Λάρισα και εγκατασταθήκαμε για πάντα. Εκεί από κει και πέρα.
Άρα έχετε μια πορεία και εδώ στην Αθήνα και στη Λάρισα...
Και στη Λάρισα, ναι. Και ενδιαμέσως, σε αυτό το διάστημα που δούλευα σαν γεωλόγος, σε πάρα πολλές πόλεις που πηγαίναμε σε διάφορα φράγματα, στο Φράγμα του Μόρνου, μείναμε στη Ναύπακτο μερικά χρόνια, στο Αγρίνιο, στο Φράγμα των Κρεμαστών... Γυρίσαμε, δηλαδή, πολύ πριν καταλήξουμε το '81 στη Λάρισα.
Εσείς είπατε σπουδάσατε...
Ανωτάτη Εμπορική. Αλλά δεν με τράβηξαν πολύ ποτέ οι οικονομικές σπουδές. Εμένα η αγάπη μου πάντα ήταν με τα παιδιά και όταν έμεινα δέκα χρόνια στη Ναύπακτο, ήταν μετά απ’ τη Μεταπολίτευση, με αυτή την άνθηση των συλλόγων και των αυτών και κάναμε ένα σύλλογο και ασχολήθηκα πολύ με τα παιδιά. Κάναμε ένα παιδότοπο, είδαμε... Και από κει και πέρα, μπήκα από μόνη μου στο θεατρικό παιχνίδι. Και ήρθα εδώ, συνάντησα τον Λάκη τον Κουρετζή που είναι ο ειδικός και ο εφευρέτης του, ο δημιουργός του θεατρικού παιχνιδιού με αυτή τη φόρμα, σπούδασα τρία χρόνια σε αυτόν και έχω γίνει, έγινα εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Και με αυτό ασχολήθηκα από κει και πέρα, όχι με τα οικονομικά.
Ωραία. Το ‘χουμε συζητήσει ήδη πριν ξεκινήσουμε αυτή την ηχογράφηση ότι είχατε ενεπλακεί αρκετά σε όλη την ιστορία της λέσχης του «Νικόδημου». Για πέστε μας, έτσι, πώς ξεκίνησε...
Λοιπόν, όταν πήγαμε, εγώ εκεί μέσα, από αυτή την φούρια που είχαμε με τη Ναύπακτο, με τους συλλόγους τους πολιτιστικούς και σε ομαδικές δουλειές, ήθελα κάτι να δημιουργήσουμε και στη Λάρισα. Ήμασταν πολύ νέοι το '81, βρήκαμε τους φίλους τους παιδικούς, του άντρα μου ή δικούς μου και αρχίσαμε να κάνουμε διάφορα πάρτι, διάφορες εκδηλώσεις, διάφορες βραδιές... Ήμασταν όλοι μιας κάποιας– Ήμασταν άνθρωποι που μας άρεζαν οι τέχνες, η καλλιέργεια, η λογοτεχνία, όλα αυτά. Και στην αρχή ξεκίνησε για τις Απόκριες, για να βρούμε ένα χώρο να κάνουμε τα πάρτι μας. Βρίσκαμε διάφορα μπαρ, ένα «Ρόξυ»... Και μια μέρα, απ’ την αρχή που εγώ πήγαινα και έψαχνα να βρω να νοικιάσω σπίτι, είδα εκεί φαρμακείο και Καραϊσκάκη, απέναντι απ’ το 1ο Γυμνάσιο που είναι τώρα, κλεισμένο πίσω από κάτι παλιές πόρτες, παραθύρες, απ’ τις χαραμάδες, ένα μαγαζί που μέσα ήταν κόσμημα, σαν κι αυτά που βλέπεις σε παλιές φωτογραφίες. Και λέω: «Τι ωραίο είναι αυτό...». Οι φίλοι μου, όλη η παρέα μου γελάσαν, γιατί το ξέραν, λένε: «Του Νικόδημου. Εμείς εκεί κάναμε τα πρώτα σκασιαρχεία, είναι μπακάλικο, είναι κλεισμένο τώρα». «Ρε παιδί μου, μήπως να τα ανοίγαμε;». Και αρχίσαμε και άρχισαν όλα τα παιδιά, άλλοι ήταν και συγγενείς και κάναμε πάρα πολύ καιρό να βάλουμε τον παππού, τον Βαγγέλη τον Νικόδημο, να μπορέσει να μας το νοικιάσει. Γιατί αυτός είχε μια λατρεία με αυτόν το χώρο, τον είχε δημιουργήσει, και το τελευταίο καρφί που έβαζε και το τελευταίο μπουκαλάκι, ήτανε καλλιτέχνημα μέσα. Αφού κατάλαβε ότι εμείς το αγαπούσαμε το ίδιο και θα το διατηρούσαμε, μας το νοίκιασε. Από κει και πέρα, θέλαμε να βρούμε τι μορφή να έχει, δεν θέλαμε να είναι ούτε μαγαζί, ούτε κερδοσκοπικό, ούτε κλαμπ. Μιλήσαμε έπειτα, ήταν και οι δικηγόροι στην ομάδα και διάφοροι και κάναμε ένα σύλλογο πολιτιστικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που τον– Να μην λέμε «Οι φίλοι του Νικόδημου», θα ήταν σαν «οι φίλοι του Κώστα...». Το είπαμε «Οι Φίλοι της Ζωντανής Παράδοσης». Εμείς που ήμασταν, έτσι, και πολύ απελευθερωμένοι και πολύ... Δεν μας άρεζε πολύ αυτός ο βαρύγδουπος τίτλος, αλλά ήταν σωστός για να μπορεί να σταθεί. Και δημιουργήθηκε αυτός ο σύλλογος, ο οποίος τυπικά τον έχουμε κάνει για να υπάρχουμε νομικά, δεν έχ[00:05:00]ουμε μπει στις γραφειοκρατικές του δράσεις. Και ο μόνος τους συλλογισμός ήταν ότι κάνουμε αυτόν το χώρο, για να μπορούμε να βρισκόμαστε. Και τα έσοδα από το μαγαζί, δεν είχαμε μόνο– Καλά οι πολύ στενός πυρήνα που το ξεκίνησε, δίναμε και μια συνδρομή, για να γίνει όλη η ανανέωση. Αλλά τα έσοδα του μαγαζιού είναι αυτά που θα μας κάνουν να διατηρούμε αυτό το χώρο πάντα σωστό. Ένα χρόνο κάναμε να το ετοιμάσουμε. Ήταν μαζί μας και ο Δημήτρης ο Σαμσαρέλος, που είναι αρχιτέκτονας, είναι και ο άντρας μου που πιάνει πολύ το χέρι του και πολλοί μηχανικοί, νέοι, της Λάρισας, να το κάνουμε σωστά, να το συντηρήσουμε, να το βάψουμε, με οδηγό και αρχηγό πάντα τον παππού τον Βαγγέλη, που μας πρόσεχε πάρα πολύ τι πρέπει να κάνουμε. Έχεις πάει ποτέ στον «Νικόδημο»; Μέσα;
Έχω περάσει από έξω...
Ναι, μέσα είναι φοβερό, γιατί έχει κάτι... Καταρχάς, έχει κάτι μάρμαρα, μονοκόμματα, φοβερά, έχει φέρει, και έχει κάτι ξυλόγλυπτους νεροχύτες με χειροποίητο μωσαϊκό απάνω, όπου εγώ, που είχε ‘ρθεί ο μπογιατζής, ήρθε αυτός μες τη φούρια του και τα βάφει αυτά τα ξυλόγλυπτα γύρω-γύρω όλα καφέ. Και λέω: «Πω πω, κύριε Βαγγέλη», έκλαιγα, «το χάλασε...». «Μη στεναχωριέσαι, χαδιάρα μου, θα σου πω εγώ πώς είναι οι κολώνες, είναι το άσπρο-μπλε της γαλανόλευκης σημαίας μας». Και πάνω που είχε σαν κιονόκρανο: «Το χρυσούν είναι απ’ την κορώνα των βασιλέων μας». Διότι ο παππούς ήταν πολύ βασιλικός. Όταν πήγαμε, λάτρευε τους βασιλείς... Ήταν αυτός ο γνήσιος, χωρίς να είναι φανατικός. Εμείς τώρα, ξέρεις, όλα τα παιδιά, επιστήμονες, αυτοί, ήμασταν όλοι αριστερών πεποιθήσεων περισσότερο, χωρίς να ήμαστε ενταγμένοι κάπου κομματικά, αλλά τον αγαπούσαμε και τον βλέπαμε τρυφερά όλο αυτό που είχε, την αγάπη του. Και μέσα, οι παλιές λιθογραφίες, αυτές, οι γκραβούρες που είχε, είναι όλοι βασιλείς, ο Κωνσταντίνος και η... Ποια ήταν η γυναίκα του, ξεχνάω... Η Σοφία, δεν ξέρω... Ο Αλέξανδρος και η... Αυτό. Η Αμαλία και ο Όθων. Και μάλιστα έλεγε: «Από εδώ, ο Όθων και η Αμαλία με ένδυμα περιπάτου. Από εδώ, ο Όθων και η Αμαλία με επίσημο ένδυμα». Μας έκανε ξενάγηση. Και αυτός είχε κρατήσει τα πάντα, είχε κρατήσει τους τιμοκαταλόγους τους παλιακούς, είχε κρατήσει τα... Σκέψου ότι έχει ένα τέτοιο από χειροποίητο πάλι μωσαϊκό, ένα στοιχείο, που ήταν μέσα τα βαρέλια που έβαζε το λάδι και ήταν ο τρόπος για το λάδι. Και επειδή: «Χαδιάρα μου, ήταν αγνό το λάδι και πάγωνε, από κάτω είχα να βάζω και φωτιά να το ζεσταίνω». Ή τα μπουκαλάκια, είχε γύρω-γύρω– Θα δείτε και φωτογραφίες που βάζει τα μπουκάλια. Όταν τα κατεβάζαμε, τα ξεσκονίσαμε, έλεγε: «Όχι. Σε κείνο το ράφι επάνω θα μπει το Μεταξάς, είναι πιο ψηλό. Κάτω θα μπει...» Είχε– Ως και εκεί ήταν αραδιασμένα τέλεια τα μπουκάλια του, που είναι και αυτά μία συλλογή σπάνια. Και έχουν γίνει και πολλές πλάκες, γιατί στην αρχή οι αστυνομικοί, αυτοί που φυλάνε τα κέντρα, η αγορονομία, πώς λένε, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τόσο τρελό ήταν. Τα πρώτα τρία-τέσσερα χρόνια το δουλεύαμε και μόνοι μας, με βάρδιες. Ερχόταν και μας έλεγαν: «Τι είστε; Μαγαζί; Τι δεν είστε, τι κάνετε;». Και έρχεται ένα βράδυ ένας, λέει... Λέμε: «Είμαστε σύλλογος, είναι σαν εντευκτήριο, είχαμε βρει μια μορφή». «Αυτά όλα τι είναι; Έχετε για όλα αποδείξεις, παραστατικά;». Νόμιζε ότι είναι γεμάτα τα μπουκάλια. Ο άντρας μου, έτσι, είχε πολύ χιούμορ: «Έχουμε για αυτά πάρα πολλά, όλα. Μα δεν βλέπετε», λέει, «κύριε, μετά το ποτήρι είναι άδειο;». Ή ο Δημήτρης ο Σαμσαρέλος, είχε πάει, έκλεινε το ζαχαροπλαστείο του Χατζηστεργίου, ένα ιστορικό ζαχαροπλαστείο με τον ωραιότερο χαλβά, και πήρε γυάλινες ταμπέλες που ‘λεγε «Πρώτης Κατηγορίας» και το είχε ανεβάσει. Μπαίνει ένας, λοιπόν, μια μέρα: «Τι κατηγορίας είστε;». «Δεν βλέπετε;», λέει ο άντρας μου. «Πρώτης, άλφα!» Τέλος πάντων, έχουν γίνει διάφορες ιστορικές πλάκες. Και έτσι, αφού το φτιάξαμε... Μέσα ήταν οινοπαντοπωλείο, δεν ήταν ταβερνάκι. Πήγαινες να πάρεις το κρασί απ’ τα υπόγεια, το τσίπουρο. Και το μόνο που είχε, είχε καμιά σαρδέλα ή κανένα αυτό να σου δώσει. Είχε και τρόφιμα, όσπρια, μέσα όλες οι προθήκες είναι για όσπρια, για ρύζια, για μακαρόνια... Οινοπαντοπωλείο, έτσι τα λέγαν τότε. Σαρδέλες παστές... Εμείς, λοιπόν, αυτό το ένα το τραπεζάκι, που ήταν ξύλινη βάση, πολύ ωραία τορναρισμένη, και απάνω είχε μάρμαρο, το ξεσηκώσαμε και κάναμε άλλα δέκα τέτοια τραπέζια. Πήγαμε στο Βόλο, παραγγείλαμε παλιές καρέκλες, ίδιες, και, επιτέλους, τον Γενάρη του '85 το ανοίξαμε. Ναι, το '85. Το ανοίξαμε και, βέβαια, περάσαμε πάλι ένα-δύο χρόνια με φοβέρες και πολύ ιστορικές γενικές συνελεύσεις, να αποφασίσουμε αν θα είναι ανοιχτό ή κλειστό. Γιατί στην αρχή ξεκίνησε να είναι μόνο για την παρέα μας. Μετά, καταλάβαμε ότι ένα χώρο που το λατρεύουμε και τον αγαπάμε, είναι καλύτερα να έρθει κόσμος να τον γνωρίσει και να γίνουν φίλοι μας αυτοί οι άνθρωποι που θα αγαπήσουν το χώρο που θα μας συνδέει. Ήταν προσεγμένη η μουσική που θα ακούγαμε, το ένα... Και τα φαγητά όλα ποιοτικά... Και καλά, όταν μαγειρεύαμε μόνες μας, ήταν λίγο σκέτο το μενού,[00:10:00] είχαμε... Και αφίετο στην πρωτοβουλία κάθε νοικοκυράς, μπορούσες να φέρεις μια κατσαρόλα με ένα σπέσιαλ φαΐ. Επίσης, τον πρώτο καιρό θα ανοίγαμε κάθε Σάββατο μεσημέρι για τσίπουρα, που πάλι μαγειρεύαμε μόνες μας και ήταν καταπληκτικό, γιατί όταν μπει το φως στο «Νικόδημο» παίρνει μια άλλη μαγεία, χτυπάει από πάνω απ’ τους φεγγίτες. Πάρα πολλές ιστορίες και πάρα πολύ και τα πιο συγκινητικά ήταν αυτά που ζήσαμε με τον παππού, ο οποίος λάτρευε τον άντρα μου που ήταν μάστορας γιατί είχε ένα σύστημα φωτάκια μικρά, χρωματιστά, δεν θυμάμαι πώς τα λέγαν, τα παλιά, όχι αυτά που είναι τώρα...Τώρα λέγονται, το ρεύμα που λες, άμα είναι τόσο βατ, δεν ξέρω τι. Αυτό ήταν εναλλασσόμενο, δεν ξέρω τι. Και ο άντρας μου ήξερε και έφτιαξε ως και αυτό. Και όταν τον ρωτήσαμε, γιατί και πίσω, γύρω απ’ τις φωτογραφίες του πατέρα του ή των βασιλέων έχει και λαμπάκια πάνω απ’ το μεγάλο μπουφέ, μεγάλο μάρμαρο, αλλά και απ’ τις φωτογραφίες. Και του ‘πα εγώ: «Κύριε Βαγγέλη, γιατί; Εσείς τι τα θέλετε τα χρωματιστά λαμπάκια εδώ πέρα; Αφού ήσασταν οινοπαντοπωλείο, το βράδυ δεν ανοίγατε...». «Πρώτον, κορίτσι μου, τα ‘βαλα για να τιμήσω τον πατέρα μου. Επίσης, άνοιγα τα φωτάκια εθνικάς εορτάς και πανηγύρεις». Και εκτός του άλλου, δεν υπήρχε το σχολείο, οι πολυκατοικίες όλες, πώς έγιναν, του Μίχου μετά απ’ το γυμνάσιο... Από μακριά απ’ την κεντρική πλατεία φαινόταν τα φωτάκια, αυτά. Και λέγανε: «Κοίτα, λάμπει ο “Νικόδημος”, το ‘χα», λέει, «και σαν διαφήμιση, σαν και αυτό να το ξέρουν». Πάρα πολλές τέτοιες ιστορίες. Και σκέψου ότι ακόμη μπουκάλια από τους Γερμανούς, απ’ τις μπύρες τις γνήσιες που περνούσαν από εκεί και βάζουν... Όσο ζούσαμε, σου λέω, ήταν μια πηγή ο παππούς φοβερή. Και ζούσαμε όλοι μαζί. Επίσης, ήταν ένα πολύ γνήσιο τέκνο της αποταμίευσης. Όταν ήρθε η Λένα η Βουργιώτου να το αποτυπώσει από το λαογραφικό μουσείο, μας το εξήγησε. Λέει: «Πώς εμείς είμαστε γνήσια τέκνα της εποχής της κατανάλωσης, αυτός ήταν το γνήσιο τέκνο της εποχής της αποταμίευσης και της οικολογικής ανακύκλωσης». Δεν μας άφηνε, μας έφερνε τενεκεδάκια μισά, ό,τι σκουπίδι να πετάξουμε τίποτε. «Χαδιάρα μου, απ’ τα φρούτα, απ’ τα πορτοκάλια, μετά τις φλούδες μάζευέ τες, θα τις κάνουμε λικέρ ή– Λικέρ». Τα όλα τα άλλα, φλούδια απ’ τα φαγητά, είχε κότες, για τις κότες. «Το κρασί που περισσεύει δεν θα το χύνετε, θα το φυλάμε». Μας έχει φέρει μια μποτίλια, το ‘κανε ξύδι. Και όλα αυτά τα ανακυκλώναμε και κάναμε τα λικέρ μας, κάναμε το ωραιότερο λικέρ πορτοκάλι, μανταρίνι, ξύδι δικό μας, εκεί απ’ τα κρασιά που ερχόταν αυτός τη μέρα και το γύριζε, γιατί το κρασί για να γίνει ξύδι πρέπει να πάρει αέρα. Και όταν το γυρίζει από μπουκάλι σε μπουκάλι... Μάθαμε πάρα πολλά πράγματα γύρω στον παππού και αποκτήσαμε και σοφία μεγάλη, γιατί, σου λέω, ήξερε και την τελευταία βίδα και το τελευταίο κουτί τι είχε και τα ‘θελε όλα βαμμένα, περιποιημένα... Αυτά. Τι άλλο να σκεφτούμε για τον «Νικόδημο» να πούμε...
Θέλω να σας πω... Θα ήθελα να ακούσω λίγο παραπάνω πώς δημιουργήθηκε αυτή η παρέα που λέτε που επιστρέψατε όλοι εκεί; Ήτανε πώς...
Ναι, ναι. Να πούμε και ονόματα;
Ε ναι, φαντάζομαι δεν θα ‘χουνε πρόβλημα...
Καθόλου, έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα και αφιερώματα στην τηλεόραση. Η βασική παρέα ξεκίνησε από μένα, εγώ και ο άντρας μου, Παναγιώτης Μανωλόπουλος και η Νταίζη, ο Δημήτρης ο Σαμσαρέλος και η γυναίκα του, η Έλσα, και η Αγγέλα η Σιτρά, η φίλη μου, αυτοί πήγαμε πρώτη φορά και το είδαμε. Που ήταν και συγγενής με τον... Αυτή η παρέα μετά ήταν ο Βασίλης ο Μίχος, ο αδερφός της Έλσας, που ήταν και αυτός συγγενής, γιατί και απάνω, το μισό απάνω είναι του Μίχου, που ήταν το σπίτι. Ο Γιάννης ο Φασούλας, που ήταν σε όλα ο γραμματέας παντού, στο Θεσσαλικό, στην κινηματογραφική λέσχη με τη γυναίκα του, τη Γιάννα... Τι να πω τώρα, ο πολύ στενός πυρήνας, μπορώ να σου πω, ήταν αυτά τα πέντε ζευγάρια που ξεκινήσαμε. Μετά μπήκαν πολλοί, μπήκε ο Παύλος ο Κοτρώνης με τη γυναίκα του, μπήκε ο Σπύρος Φουντής με τη Βιολέτα τη Φουντή, μπήκε ο... Να σκεφτώ τώρα, γιατί, ξέρεις, κολλάς κάπου. Ο Γιώργος ο Σδούγκας, ο Περικλής ο [Δ.Α.] με την Άννα, ο Νίκος ο Βλαχάκης με τη γυναίκα του. Βασικά ξεκινήσαμε εμείς. Όταν γυρίσαμε το '80, το '81, αρχίσαμε σιγά-σιγά να βρίσκουμε τους φίλους τους παιδικούς. Ο Παναγιώτης, ο άντρας μου, βρήκε το Μίμη τον Συτρά, τον άντρα της Αγγέλας, ο ένας φέρνει τον άλλον. Και αφού δημιουργήθηκε η παρέα, είδαμε ότι δεν είχαμε– Θέλαμε ένα χώρο, θέλαμε κάτι που να είναι για όλους μας σημείο αναφοράς, θέλαμε κάτι που να μας αντιπροσωπεύει, γιατί βλέπαμε ότι η Λάρισα αλλάζει τελείως, είχε χάσει πλέον το χαρακτήρα της. Και έγινε σαν ιδέα να ψάχνουμε να βρούμε, ξέρεις, το ένα έφερνε το άλλο, δεν είπαμε καταρχάς να βρούμε– Αλλά το ένα έφερε το άλλο. Σου λέω, στην αρχή νοικιάζαμε διάφορα μπαρ, το «Ρόξυ», για να κάνουμε ένα πάρτι, πηγαίναμε σε υπαίθριους χώρους... Μόλις έγινε το αισθητικό άλσος στη Λάρισα, που ήταν πολύ ωραίο, είχαν εκεί κάνει ένα θεατράκι, αν το ‘χεις δει, ξύλινο. Κάναμε μια [00:15:00]βραδιά σελήνης εκεί πέρα, καταπληκτική. Και αυτό είχε φοβερή... Ήταν μέσα στην παρέα μας και πολλοί καλλιτέχνες. Ήταν ο Θανάσης ο Τότσικας, ο μεγάλος αυτός, διεθνής εικαστικός που μας βοήθησε πάρα πολύ και στη βραδιά της σελήνης είχε φέρει κάτι λαμαρίνες και χτυπούσε... Ήταν τα παιδιά, το λέγανε «Συντεχνία της Χάλκης», που ήταν μέσα ο Γιώργος ο Κωστούλης και ο Χρήστος Παπαγεωργίου, που μετά κάνανε το «Arc Duo». Και ήταν μαζί τους και ο Βασίλης ο Μπούτος, δεν ξέρω αν τον ξέρεις, μετά έγινε και συγγραφέας, έβγαλε βιβλία. Ο Θανάσης ο Παπακωνσταντίνου, μουσικός. Δηλαδή... Ήταν ο Μάκης ο Λαχανάς, ο μεγάλος αυτός ο ψυχίατρος που ήταν και λογοτέχνης, έχει γράψει τα ωραιότερα βιβλία για τη Λάρισα, και πολύ ιντελεκτουέλ, πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Μέσα σε αυτή την παρέα ήταν πραγματικά, μπήκαν μέσα όλοι οι άνθρωποι που είχαν τέτοιες ευαισθησίες. Μπορεί να ξεχνάω και ανθρώπους και στεναχωριέμαι, που μας βοήθησαν στην αρχή πάρα πολύ. Δεν πειράζει, όμως, θα μπουν στην πορεία. Και θέλω να σου πω, κάναμε κι άλλες τέτοιες εκδηλώσεις στην πόλη πριν γίνει αυτό. Και όταν έγινε βέβαια ο «Νικόδημος» δεν ήταν μόνο να πηγαίνουμε εκεί πέρα, κάναμε τις βραδιές, πάρα πολλές. Ε αυτό είναι και– Ήταν και ο Γιάννης ο Διαμαντής απ’ τους πρώτους. Ο Κώτσος ο Συτζάκης... Ο Γιάννης ο Διαμαντής, ένας πολύ μεγάλος δικηγόρος, ποινικολόγος της Λάρισας και μορφή μεγάλη των γραμμάτων εκτός απ’ τη δικηγορία, ο οποίος αυτός έκανε το καταστατικό και περηφανεύεται να λέει ότι είναι το πρώτο καταστατικό στην Ελλάδα γραμμένο στη δημοτική. Δεν υπήρξε άλλο, ήταν το πρώτο που έγινε. Ο Τάκης ο Τλούπας μέσα –δεν ήταν μέλος–, ο Κώστας ο Τσάνος ήταν ιδρυτικό μέλος, η Άννα η Βαγενά ερχόταν συχνά και με τον Λουκιανό τον Κηλαηδόνη λατρεύαν τον χώρο... Ήταν απ’ τα μέλη που μας βοηθούσαν. Και ο Κώστας πάρα πολύ. Πολλές– Το Θεσσαλικό ό,τι φιλοξενούσε, ό,τι έκανε, εκεί πέρα ερχόντουσαν. Έτσι ξεκίνησε η παρέα, δειλά-δειλά, και δεν ξέραμε στην πορεία, όπως κάθε πράγμα στη ζωή, βγαίνει, το ίδιο αυτό προχωράει, παίρνει μια δυναμική δική του και παίρνει τη μορφή που θέλει, μπορεί να το ξεκινήσαμε αλλιώς, να βγήκε αλλιώς. Είχαμε και φοβίες... Πλάκα είναι ότι στην αρχή δουλεύαμε πάρα πολύ, ήμασταν εκεί, μόνο το υπόγειο να ξαραχνιάσουμε, το οποίο ήταν συγκλονιστικό, ήταν φοβερή η βρώμα, ήτανε διώροφες σκαλωσιές απ’ τα βαρέλια που έβαζε, πήγε ο άντρας μου και κάρφωσε και έκανε το κάτω, το κάτω το ‘κανε παγκάκι όλο, για αυτό έκανα εγώ τα θεατρικά παιχνίδια... Και τα γλέντια μας, τα πρώτα που ήταν και τρέλα –από πάνω, τα πρώτα χρόνια, έμενε ένας παπάς– μετά τις 2:00, καθώς τραγουδούσαμε εμείς, άρχιζε αυτός και χτυπούσε με ένα μπαστούνι, εμείς τα μαζεύαμε όπως ήμασταν και κατεβαίναμε κάτω στο υπόγειο να συνεχίσουμε το γλέντι. Και έτσι, μες την πορεία, πήρε αυτή τη μορφή. Τώρα, βέβαια, έχει γίνει... Εμείς μεγαλώσαμε όλοι, έχουμε κουραστεί, είχαμε την τύχη να βρούμε δυο παιδιά πολύ καλά, που αγαπήσαν το χώρο. Πρώτα ήρθε ο Κωστής, σαν βοηθός μιας μαγείρισσας, μετά ήρθε και η αδερφή του, ο Κωστής και η Γεωργία, είναι γνωστοί στην πόλη και στη Λάρισα, οι οποίοι μεγαλώσαν δίπλα μας, μαζί μας, είχαν και αυτοί ευαισθησίες... Τώρα το αγαπάνε και αυτοί το ίδιο σαν κι εμάς, σαν παιδί τους, ο Κωστής έχει μια φοβερή συλλογή μουσικής. Η μουσική, δηλαδή, στο «Νικόδημο» είναι ένα απ’ τα συν του, εκτός απ’ την ατμόσφαιρα. Και τώρα τελευταία, περισσότερο λειτουργεί σαν ένα ιδιαίτερο, βέβαια– Δεν μπορώ να πω «μαγαζί», ακόμη είναι σαν σύλλογος, απλώς ενώ στην αρχή ήταν αυστηρά, το μισό ήταν για τα μέλη και τα υπόλοιπα τραπέζια μπορούσε να έρθει κάποιος, τώρα έχει αυτό χαλαρώσει, γιατί και εμείς μεγαλώσαμε και δεν βγαίναμε. Τύχαν και αυτά όλα και επεκτάθηκε στην αυλή. Θέλω να πω ότι ο παππούς ο Νικόδημος έχει δυο κόρες εξαιρετικές, που λατρεύανε και αυτές, ήταν και αυτές– Ειδικώς την Αννούλα, που την ξέρουμε πολύ, είναι πολύ τέκνο της αποταμίευσης και της μουσειακής κατάστασης, την ενδιαφέρει να υπάρχει αυτό, να βλέπουμε το... Ζει και θυμάται τον πατέρα της μέσα απ’ αυτό το μαγαζί. Δημιουργήσαν και στην αυλή ένα δεύτερο σχεδόν μουσείο –θα δεις τις φωτογραφίες στην αυλή–, έχει ως και το πρώτο απ’ τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το κρεβάτι εκστρατείας που πήγε ο παππούς. Γιατί έζησε μέχρι 100 που πέθανε, 98 πέθανε. Και μετά, είχαμε την τύχη η Αννούλα να παντρευτεί τον Μόσχο, τον Λαγκούβαρδο, και αυτός άνθρωπος των γραμμάτων και πολύ ευαίσθητος. Μας έκανε και μία βραδιά για την ποίηση χαϊκού στον «Νικόδημο», την κινέζικη μουσική. Έτσι, αυτή την πορεία πήρε... Για βοήθησέ με, καμία ερώτηση...
Θα ήθελα λίγο να μας μεταφέρετε στο κλίμα... Λέτε ότι γυρίσατε στις αρχές του '80, αυτό είναι κάτι που μου είχε πει και η κυρία Αγγελική...
Ναι, ναι, ναι, αυτό ήταν η δυναμική, ναι...
Θα ήθελα λίγο να μας μεταφέρετε το κλίμα... Πώς ήτανε δηλαδή η Λάρισα τότε και εσείς πώς το νιώθατε και ότι νιώθατε ότι υπήρχε ανάγκη και να συσπειρωθείτε σαν παρέα και να δημιουργήσετε κάτι καινούργιο...
Ναι, ναι. Εγώ, να σου πω, ήρθα μόνο από ανάγκη. Γιατί τελείωσε το φράγμα του Μόρνου, που ήταν ο άντρας μου έντεκα χρόνια στη Ναύπακτο και είπαμε ότι αφού πλέον δεν υπάρχουν έργα –του λέγαν να φύγει στην Αφρική– να πάμε να ασχοληθούμε με το κτήμα μας. Είχαμε το κτήμα αυτό, την Γκιούλμπερι, και ήρθαμε για α[00:20:00]υτό. Επειδή στη Ναύπακτο έζησα έντεκα χρόνια μαγικά με τον σύλλογο, με το θέατρο που κάναμε, με τον παιδότοπο, που σου ‘πα, με την παρέα που είχα εκεί πέρα, στην αρχή ήμουν τόσο κλεισμένη, δεν ήθελα τίποτα. Αντιδρούσα. Και γενικώς η Λάρισα τότε για μένα, μετά απ’ την πανέμορφη Ναύπακτο, πού να πας; Πηγαίναμε στο λιμανάκι και πίναμε καφέ. Δεν πήγαινα πουθενά, δεν μου άρεσε πουθενά, μόνο στο κτήμα ή εκδρομές στον Κίσσαβο, στην παράλια. Σιγά-σιγά άρχισα να ζεσταίνομαι. Σου λέω, με την πρώτη που ήρθα σε επαφή ήταν με την Αγγέλα, που πήγε ο άντρας μου σαν γεωλόγος, κάναν ένα σπίτι στο Τσάγεσι. Είπαμε τους ίδιους προβληματισμούς, γιατί και αυτή ήταν στην Αθήνα και είχε γυρίσει και πρέπει κάτι να κάνουμε. Μετά βρήκαμε τους Σαμσαρελέους, σιγά-σιγά, το κλίμα στη Λάρισα για μένα δεν ήταν, ήταν τελείως έξω, κάπως πιο κοινωνικό, κάπως κοσμικό, κάναν βραδινά, καθόντουσαν χώρια γυναίκες, χώρια άντρες, οι άντρες μιλούσαν για πολιτική και για θέματα φιλοσοφίας, οι γυναίκες για μαγειρική, για παιδιά, φροντιστήρια, για παραδουλεύτρες ή για συνταγές. Εγώ ένα πράγμα που δεν μπορούσα να το ανεχτώ καθόλου που είχα ζούσα στη Ναύπακτο, σε μια δημιουργική, έντονη ατμόσφαιρα, και δεν μπορούσα. Ξέρεις, άσε να κάνεις τραπέζια, να μετράς καρέκλες, πόσος κόσμος θα ‘ρθεί, τι φαγητά θα κάνεις, τι σερβίτσια θα έχεις... Εγώ δεν μπορούσα να μπω σε αυτή τη σύμβαση. Έκανα πιο ελεύθερα τραπέζια, σαν πάρτι, για αυτό θέλαμε και τον «Νικόδημο». Και όλοι αυτοί που αρχίσαμε, με αυτό το σκεπτικό αρχίζαμε να σμίγουμε και να μας ενδιαφέρουν. Και όλοι οι άνθρωποι είχαμε μια πολύ μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, για κάτι... Και για την αισθητική. Και θέλαμε ό,τι μπορούμε να σώσουμε, ό,τι σώζεται, βέβαια, που δεν σωζόταν και πολλά, να το βοηθήσουμε και εμείς με το μικρό μας λιθαράκι και να το σώσουμε. Στην παρέα ήταν πολύ –είναι φίλος και κολλητός του Σαμσαρέλου– και ο Γιώργος ο Λαζόγκας και αυτός μεγάλος εικαστικός, που έμεινε και δίπλα, πίσω απ’ τον «Νικόδημο». Και όταν ήρθε, είχε τρελαθεί, έπαθε ταραχή, έτρεμε, έλεγε: «Αυτό, αν ήταν στην Ευρώπη, θα έμπαινε σαν μουσείο. Να τα καρφιτσώσουμε όλους αυτούς τους πίνακες, όλα αυτά, να μην μας τα κλέψουν!». Που μας κλέψαν και πολλά πράγματα, είναι η αλήθεια. Ε, θέλω να σου πω ότι όλοι οι άνθρωποι με ευαισθησίες βρεθήκαμε, λες και κάπως μας βοήθησε να βρεθούμε, που δεν θέλαμε αυτά που ήταν τα πιο συμβατικά και τα πιο αυτά. Και ο «Νικόδημος» ήταν το καταφύγιό μας, που σιγά-σιγά μεγάλωσε και έγινε σαν φάρος και... Στην αρχή, οι Λαρισαίοι δεν τους άρεσε, δεν ερχόταν εκεί, το βλέπαν σαν καπηλειό, σαν χαμαιτυπείο, σαν... Και περάσαμε πολύ, αρκετό καιρό, γιατί ερχόντουσαν όλο και– Αυτό, που είχαμε ανοιχτά τα τραπέζια, έβλεπες, ερχόταν απ’ τα ΤΕΙ παιδιά με τσιγάρα, με αυτά, εγώ στενοχωριόμουνα... Σιγά-σιγά άρχισαν να το ξεπερνάνε. Είχαν βγει διάφορες φήμες, «Τι το θέλουν αυτό, τι κάνουν εκεί, κάνουν όργια...» Ξέρεις, αυτή η... Το μικρό περιβάλλον της επαρχίας, που ό,τι δεν καταλαβαίνει το φοβάται και το χτυπάει και το βρίζει. Αλλά, σου λέω, το '81 που ήρθαμε, παρόλο που ήταν αυτά τα έντονα χρόνια μετά απ’ τη Μεταπολίτευση σε όλη την Ελλάδα, ίσως εγώ– Υπήρχαν και στη Λάρισα πολλοί σύλλογοι, πράγματα κάναν, εγώ δεν μπήκα μέσα. Εγώ, σαν ζωή, αυτό που συνήθισα ήταν κάτι που δεν με εκπροσωπούσε, για αυτό προσπαθήσαμε όλοι μαζί με τους φίλους που βρήκα και διευρυνθήκαμε να κάνουμε κάτι αλλιώτικο.
Και πώς ήτανε, έτσι, τα πρώτα... Η πρώτη συνέλευση που κάνατε...
Επεισοδιακή, γιατί ήμασταν όλοι οι άνθρωποι με άποψη και είχαμε όλοι τις απόψεις μας, μας δείχναν, μας διάβασε ο Διαμαντής το καταστατικό... Η πρώτη συνέλευση, πρώτα μαζευόταν στην αρχή στο σπίτι μας, που ήτανε εκεί απέναντι απ’ το «Νικόδημο», και εκεί που λέγαμε –γιατί ήταν έξοδα πολλά–, έλεγε το ιστορικό ο Γιάννης ο Φασούλας, ό,τι έξοδα βάζαμε: «Καλά, μωρέ, μια ταβέρνα!». Όλα τα ‘βαζε 50, 80, τα ‘βαζε όλα έτσι, δεν τα υπολογίζαμε. Βάλαμε όλοι λεφτά, στην αρχή ήταν στενό και αυτό διευρυνόταν. Είπαμε ο καθένας όσους μπορεί φίλους. Μαζευτήκαμε γύρω στα πενήντα, σαν ζευγάρια στην αρχή, γιατί θέλαμε να βάλουμε και μια συνδρομή, να μαζέψουμε λεφτά. Η πρώτη συνέλευση μες στο χώρο του «Νικόδημου» ήταν όταν μας διάβασε ο Διαμαντής το καταστατικό, που έλεγε... Που βέβαια εμείς συμφωνούσαμε σε όλα, δεν είχαμε λόγο να αντισταθούμε στο Γιάννη που ήταν... Τα ‘χε προσέξει στην τελευταία λεπτομέρεια που μας κάλυπτε. Και από κει και πέρα, οι συνελεύσεις που κάναμε, γιατί κάναμε και εκλογές, άλλο αν δεν μέναμε στην τυπολατρία ή στα αυτά. Κάναμε και εκλογές. Ήταν επεισοδιακές, γιατί ήταν το μεγάλο θέμα, το κλειστό ή ανοιχτό. Ήμασταν μοιρασμένοι. Μερικοί το θέλανε κλειστό, να μείνει για μας σαν κλαμπ, και οι μισοί ανοιχτό. Και γινόταν χαμός, να πηγαίνουμε μέχρι το πρωί με τα επιχειρήματα, ξέρεις, νέα... Και άνθρωποι, έτσι, αριστεροί, ξέρεις, πώς γίνονται στις φοιτητικές συνελεύσεις, όχι αριστεροί κομματικά, στην αντίληψη, ανοιχτοί, άλλοι λέγαν ότι: «Θέλουμε ανοιχτή», άλλοι κλειστό. Σκοτωμός. Και μετά αρχίσαν οι μεγάλοι καβγάδες που θέλαμε να πάρουμε υπάλληλο. Δεν βγαίναμε, στην αρχή το κάναμε να πηγαίνουμε βάρδιες, μερικοί κουραστήκαν. Αλλ[00:25:00]ά και ήταν μερικοί που δεν θέλαν βάρδιες. «Εγώ θα έρχομαι, εγώ κάθε βράδυ!». «Μα μπορείς να ‘ρθείς άνθρωπος οικογενειάρχης;». «Ναι, αρκεί να μην πάρουμε υπάλληλο». Και η πλάκα είναι ότι εκεί ο παππούς ο Βαγγέλης, εκτός απ’ το «Νικόδημο», από πίσω, που ήταν το σπίτι του, είχε και μια μαγική αυλή, σαν την «Αυλή των Θαυμάτων», που είναι και τώρα πρόσφατη με το έτος Καμπανέλλη. Και είχε δωματιάκια που μέναν διάφοροι παλιά μαθητές στη Λάρισα που ερχόταν. Τώρα, αυτό σε αυτά δεν ερχόντουσαν πια μαθητές και ήταν νοικιασμένο και εγώ είχα δει ένα ζευγάρι, ένα δασκαλάκο μικρό, νέο, με τη γυναίκα του και λέει: «Ποιον να πάρουμε, να βρούμε; Πού να βρούμε;». Λέω εγώ: «Εδώ από πίσω στα δωμάτια αυτά που έχει, μένει ένας νεαρός. Να πάμε να τον πούμε;». «Δεν πάμε». Ξεκινάμε ένα-δύο άτομα, χτυπάμε την πόρτα, λέμε: «Χαίρετε, μήπως θέλετε να μπείτε υπάλληλος στο “Νικόδημο”;». Έμεινε ο άνθρωπος, λέει: «Τι...». Του είπαμε τι θα του δίνουμε και λοιπά, ήθελε ο άνθρωπος, το πρωί ήταν δάσκαλος, το βράδυ γιατί να μην είναι; Αλλά αυτός ο καημένος ήταν τόσο άσχετος που όταν καθότανε και του λέγανε: «Φέρε μου ένα πενηνταράκι», εννοούσαν τσίπουρο οι Λαρισαίοι, αυτός πήγαινε και τους έφερνε ένα πενηνταράκι νόμισμα, δεν ήξερε τι είναι το πενηνταράκι. Και βέβαια, εμείς τι του λέγαμε, να κάνει ένα μεζέ ή ένα αυτό... Σου λέω, τα δύο πρώτα χρόνια το δουλεύαμε τελείως μόνοι μας, με βάρδιες. Αλλά κουραστήκαμε. Ήταν φυσικό να κουραστούμε, δεν μπορείς.
Ήταν κάθε μέρα ανοιχτό;
Κάθε μέρα ανοιχτό εκτός Κυριακής. Έτσι το ξεκινήσαμε και μέχρι σήμερα έτσι είναι. Τα βράδια. Και κάθε Σάββατο ανοιχτό και το μεσημέρι. Και εγώ που είχα πολλές σκέψεις, είχα πει: «Και την Κυριακή, πρωί για καφέ, τσάι και εφημερίδα με μουσικές κλασικές και ωραίες». Σκέψου πόσο προσεγμένες μουσικές είναι, που τώρα που πέθανε η Μαριανίνα Καριεζή, που αφιερώματα... Θυμάμαι ήταν τότε η «Σερενάτα», μόλις είχε βγει, και έβαζε τη «Σερενάτα» και το «Τσάι Γιασεμί», αυτά τα υπέροχα τραγούδια σε στίχους Μαριανίνας Καριεζή, και ερχότανε στα τσιπούρα διάφοροι μάγκες– Όχι μάγκες, της παρέας... «Τι είναι αυτά που μας βάζεις και ακούμε για τις γάτες...». Ή, τα βράδια, Κλάους Νόμι, δεν ξέρω αν ξέρεις, τον λάτρευα, ήταν μεταξύ ροκ και όπερας. Δηλαδή, η μουσική στο «Νικόδημο»– Αλλά ευτυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα απ’ τον Κωστή στην ίδια υψηλή ποιότητα και παράδοση.
Το ανοίγατε δηλαδή και το δουλεύατε βάρδιες και ερχότανε μόνο άνθρωποι που ήτανε μέλη της λέσχης...
Στην αρχή του συλλόγου, ναι, αλλά μετά... Δεν το λέμε ποτέ «λέσχη» εμείς, δεν θέλουμε, «Νικόδημο», «καφενείο» το λέγαμε, δεν μας άρεσε η λέξη λέσχη, ούτε «σύλλογο». «Στο καφενείο». Μετά επικράτησε το ανοιχτό, γιατί δεν μπορούσαμε και υποχρεωτικά να πηγαίνουμε κάθε βράδυ. Και είχαμε αφήσει πίσω –δεν έχεις πάει– έχει ένα σαν πιο πίσω, μπροστά στον πάγκο με τα βαρέλια, τα υπέροχα αυτά τα παλιά, τέσσερα τραπεζάκια που μέναν κάθε βράδυ κενά για το σύλλογο. Και τα υπόλοιπα εφτά-έξι, πόσα ήταν τα τραπέζια, ήταν για τον άλλο κόσμο. Στην αρχή που το δουλεύαμε μόνοι μας, τα βράδια ήταν στάνταρ το μενού, καπνιστή πέστροφα με ρωσική ή αυτά, πίκλες διάφορες, σαλάτες, είχε κρύο πιάτο που λέγαμε, όχι τίποτε... Εκτός, σου λέω, αν έφερνε κάποια κατσαρόλα μια γυναίκα. Μετά που κουραστήκαμε, βάζαν διάφορα, πήραμε και προσωπικό, ό,τι μπορούσαν να κάνουν. Σιγά-σιγά προχωρούσε αυτό το πράγμα και επεκτεινόταν. Μετά τον θεσμό αυτό, να μένουν τα τραπέζια για τα μέλη, γιατί δεν μπορούσαμε εμείς, δεν πήγαινε κανένα μέλος. Μπορεί να ήμασταν πενήντα ζευγάρια, αλλά ήταν μέχρι τις 11:00, αν είναι κενά μέχρι τις 11:00, μπορούσε να καθίσει και κάποιος άλλος. Ήταν ρευστή, ήταν... Η κατάσταση μάς προχωρούσε, όχι οι νόμοι, γιατί δεν ήμασταν ποτέ τυπολάτρες και να ήμαστε αυστηροί. Εκείνο που προσέχαμε είναι η ποιότητα και των υλικών... Ευτυχώς, οι άνθρωποι που ήταν, μπαίναν στο κλίμα αυτό. Και, ξέρεις, όταν μπουν και ο ίδιος ο χώρος σου δημιουργεί ευθύνη, ξέρεις, Ευτυχία. Όταν είσαι σ’ ένα τέτοιο και το νιώθεις, δεν είσαι αναίσθητος, όταν είσαι σε ένα χώρο μουσείο, δεν μπορείς να κάνεις επιπολαιότητες. Επίσης, μεγάλες πλάκες είναι που δεν καταλάβαιναν οι αρχές, δεν μπορούσανε– Άσε που δεν μας δίνανε άδεια με τίποτε. Διότι για να βγει η άδεια έστω και για εντευκτήριο συλλόγου, δεν έβγαινε άδεια, γιατί δεν έπρεπε οι πόρτες να ανοίγουν προς τα έξω, έπρεπε να είναι μεταλλικά, δεν είχε προδιαγραφές οι τουαλέτες, γιατί ήταν έξω χαλές, όπως ήταν παλιά. Εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε σύγχρονα, θα χαλούσε. Με τίποτε. Είχε έρθει ένας Νομάρχης που ήταν πολύ, έτσι, αρχιτέκτονας και αυτός και τον φέραμε εκεί, τον καλέσαμε. Το είδε και συγκινήθηκε λέει: «Θα κάνω ό,τι μπορούσα». Αυτός μας είπε να πάρουμε την άδεια, μετά κόλλησε στην πυροσβεστική. «Δεν είναι αυτά τώρα, να αλλάξεις τις πόρτες, να ανοίγουν προς τα έξω». Είχαν δίκιο και αυτοί, ρε παιδί μου, για την ασφάλεια. Έχει δύο πόρτες. Τίποτε, τόσο που πήγαινα εγώ και του κλαιγόμουν, που μια μέρα αυτό ο πυροσβέστης λέει: «Να σου πω κάτι; Επειδή είμαι και εγώ σε ένα σύλλογο, Αετομηλίτσας», δεν ξέρω, κάπου εκεί, «καταλαβαίνω τι τραβάμε, άντε να σε υπογράψω να την πάρεις, σε λυπάμαι», λέει. Μα αυτός νόμιζε ότι ήμαστε κάνας σύλλογος χορευτικών, τίποτα τέτοια, ναι... «Άντε...» Και έτσι την πήραμε την άδεια, η οποία είναι και στο όνομά μου και τόσα χρόνια... Και βγήκε η[00:30:00] άδεια. Αλλά από κει και πέρα, παρόλο που υπήρχε άδεια, πάλι δεν καταλαβαίναν οι αρχές τι είναι αυτό. Πήγαιναν μας έλεγχαν: «Μα είμαστε μη κερδοσκοπικό σωματείο». «Όχι». Και έχουμε κάνει πάρα πολλές μηνύσεις, μας έχουν κάνει. Τρεις φορές, τέσσερις, έχω πάει στο δικαστήριο εγώ και άλλα παιδιά. Και μέχρι τώρα, δηλαδή, ευτυχώς το έχουν αναλάβει και ο Γιάννης ο Φασούλας, το έχει δώσει μια μορφή, έτσι, κάπου να στέκεται πώς είναι. Τώρα δεν έχουμε εμείς καμιά ευθύνη πια, είναι τα παιδιά, είναι ο Κωστής και η Γεωργία, που είναι και αυτοί πολύ συνεπείς και το αγαπάνε πάρα πολύ, όπως και εμείς.
Έτσι τον πρώτο καιρό κάνατε και πάρτι λέτε...
Μόνο πάρτι, μόνο για πάρτι. Καταρχάς, ήταν ιστορικά τα πάρτι τα αποκριάτικα που κάναμε, που γινόντουσαν και κάτω στο υπόγειο για να– Δεν χωρούσαμε, βγάζαμε όλα τα τραπέζια από πάνω και κάτω, με μουσικές συγκλονιστικές. Αρχίζαμε με το βαλς «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» του Κηλαηδόνη και μετά κολλάζ μουσικών. Πάρτι φοβερά που είναι ιστορικά. Πάρτι άλλα, εκτός από Απόκριες. Άρχισε ο Νίκος ο Βλαχάκης μια Αποκριά, ήρθαν, ενώ είχαμε φάει την Κυριακή και μας λένε: «Το βράδυ θα ανάψουμε φωτιές, όπως παλιά στη Λάρισα». Και άρχισε από πολύ παλιά, από τότε, απ’ το '88, '90, να καίμε τη φωτιά, την τελευταία Απόκρια. Αυτό το πράγμα πήρε τέτοια έκταση, που μαζευόταν όλη η Λάρισα. Έφτανε, ερχόταν ο Γιώργος ο Δεληγιάννης με τα κλαρίνα, που ήταν φίλος και παρέα, έφτανε να έρχεται όλη η Λάρισα. Ο χορός, ο κύκλος γύρω απ’ τη φωτιά έφτανε να ‘ναι με εκατό, με εκατόν είκοσι άτομα. Είναι φοβερές... Όταν– Πρέπει να πας να δεις το αρχείο της του «Νικόδημου», που έχουμε φωτογραφίες φανταστικές. Με ζωντανά κλαρίνα, εμείς κερνούσαμε τον κόσμο, πέραν αυτό, αυτό το έθιμο της φωτιάς ήταν φοβερό. Μια χρονιά, ο Βλαχάκης έγινε αλογάκι, πώς ήταν παλιά. Αυτός τσολιάς μπροστά και πίσω ήταν με την ουρά, ήταν αλογάκι, σαν καμήλα, πώς το λένε... Και ήρθε χορεύοντας. Και όλα τα αγόρια του «Νικόδημου» είχαν ντυθεί μπούλες, γυναίκες... Ήταν ένα happening, πραγματικά. Είχαμε, ήμασταν, είχαμε πολλή φαντασία και κάναμε φοβερά πράγματα. Κάναμε τη χάσκα, το βράδυ με το χαλβά, αν το έχεις ακουστά. Τι δεν κάναμε; Και πάρα πολλά πάρτι και μετά αρχίζαμε πάρα πολλές... Ο Θανάσης ο Τότσικας τότε περνούσε –ο εικαστικός–, περνούσε μια φάση με τα κρουστά, με τις μουσικές και κάναμε πολλές βραδιές με κρουστά. Και έφερε και έναν Κούρδο καλλιτέχνη που έπαιζε φοβερό... Πώς– Τι παίζουνε, ούτι; Δεν ξέρω τι. Και πηγαίναμε... Κάτι βραδιές να κλαις, γιατί κατεβαίναμε κάτω στο υπόγειο, ανάβαμε κεριά και να ακούς τον Κούρδο τότε, εκείνα τα χρόνια, που ήταν δράμα, να λέει τέτοια τραγούδια εκεί, τα τουμπελέκια να τον συνοδεύουν... Επίσης, είχε γίνει στη Λάρισα τότε ένα φεστιβάλ φολκλορικών χορών. Ήταν ο Δημήτρης ο Γούσιος, τώρα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο Εθνομουσικολογικό. Αυτός δημιούργησε, λοιπόν, αυτές τις γιορτές, φολκλορικές λεγόταν, που ήρθαν από όλα τα Βαλκάνια και από όλα αυτά, είχε γίνει πανηγύρι με παρέλαση στη Λάρισα. Και αυτοί το βράδυ όλοι ερχόντουσαν κάτω στον «Νικόδημο». Και είχαν ‘ρθεί τα χάλκινα απ’ τη Γουμένισσα, τα καλύτερα χάλκινα. Και παίζανε μέχρι το πρωί, δηλαδή κάτι ιστορικά γλέντια, που δεν έχουν ξαναγίνει ποτέ στη Λάρισα, εγώ τώρα δεν τα ‘χω ζήσει. Ε μετά να, γιατί γίνονται, μπήκε στην παρέα και ο Μιχάλης ο Μαντέλας, που παίζει διάφορα όργανα, δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά. Αυτός είναι μηχανολόγος, αλλά παίζει όλα τα όργανα, κλαρίνα, αυτά. Με το Βασίλη τον Πράπα κάναν πολύ, βραδιές τέτοιες και αυτοί. Από μουσικά, μετά ήρθε ο Αλέκος ο Ζούκας, μια άλλη προσωπικότητα, πέθανε και αυτός, που ήταν διευθυντής στο δημοτικό ραδιόφωνο και έπαιζε φοβερό μπουζούκι, είχε γνώσεις μουσικής... Οι βραδιές ήταν η μία μετά την άλλη. Και αρχίσαμε εμείς, σαν σύλλογος, να διοργανώνουμε πολλές βραδιές άλλες, όπως είπα το χαϊκού, που σου ‘πα... Για τα πολυφωνικά, φέραμε τα πρώτα πολυφωνικά, τους πρώτους Αλβανούς ανακαλύψαμε από το δημοτικό ραδιόφωνο και έγινε μια βραδιά με πολυφωνικά. Τι να πω; Του Μάκη του Λαχανά τα βιβλία, τον πρώτο δίσκο, την «Αγρύπνια», ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου την παρουσίασε εκεί. Όταν ο Θανάσης ο Τότσικας πήγε στη πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα στη Φλωρεντία, στα «Ευρωπάλια», τον κάναμε και του δώσαμε μια χρυσή λίρα, εκεί πέρα. Όταν το Θεσσαλικό, πήγε η «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο, κάναμε μια βραδιά, ήρθε το Θεσσαλικό και για το Τζάνο, πάλι με νταούλια και κλαρίνα. Τις έχω γραμμένες μέσα στο άρθρο αυτό, πρέπει να γράφονται όλες οι εκδηλώσεις του «Νικόδημου», όσες θυμόμουνα. Κάτι άλλο που είχαμε σαν θεσμό, όταν ακούγαμε έναν καλλιτέχνη που θαυμάζαμε και τον αγαπούσαμε, φερειπείν πηγαίναμε, βρίσκαμε πού είναι και τον καλούσαμε το βράδυ στο «Νικόδημο». Όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που τρελάθηκε, εκεί η ατμόσφαιρά του ήταν του «Νικόδημου». Με την Καραΐνδρου ήρθε. Και η Καραΐνδρου τής άρεσε πολύ, παίξαμε μουσικές... Ο Διονύσης ο Σαββόπουλος, ο Μίκης ο Θεοδωράκης –η μεγαλύτερη άφιξη για μένα, πολύ συγκ[00:35:00]ινητικό που ήρθε ο Μίκης, γέμισε το φως του–, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, και αυτή μια φωτεινή... που ήρθε και γλέντησε και της άρεσε πολύ με όλο το θίασο της... Η Καρυστιάνη με τον Παντελή Βούλγαρη, ο Αντρέας ο Λεντάκης... Καλά, ο Λουκιανός ήταν δικός μας άνθρωπος, ερχόταν συχνά. Ήθελε να κάνουμε και βραδιά, δεν προφτάσαμε– Δεν καταφέραμε, όχι δεν προφτάσαμε. Ποιοι να σου πω; Ο Γιώργος ο Βέλτσος, ο Ποταμιάνος, ο καθηγητής αυτός που έγραφε και βιβλία... Δεν θυμάμαι τώρα, είναι τόσοι πολλοί. Όσοι ερχόντουσαν και πράγματι ξέραμε ότι θα τους άρεσε και ήταν άνθρωποι σαν αυτό, τους καλούσαμε και τους κάναμε μια βραδιά. Με ειδικές μουσικές, με ειδικό μενού και βραδιές γαστρονομίας κάναμε και φαγητά της περιοχής...
Ποιος τα κανόνιζε όλα αυτά, κυρία Νταίζη;
Έτσι μεταξύ μας, μια παρέα ήμασταν. Με τηλέφωνο κάναμε, εκείνο το κάνουμε, έτσι, δυο-τρία τηλέφωνα. Είχαμε τότε ήδη και υπάλληλο. Είχαμε μεγάλη ενέργεια και πολλή δημιουργικότητα. Μεταξύ μας, στον αέρα σου λέω, να, πώς σου λέω τις φωτιές; Ήμασταν, ήτανε Κυριακή Αποκριά, πήγαμε, φάγαμε όλοι και λοιπά και πήγα να ξεκουραστώ σπίτι μου και ήρθε τρέχοντας η Έλσα η Σαμσαρέλου και μου λέει: «Είπε ο Βλαχάκης το βράδυ θα πάμε να ανάψουμε φωτιά στον “Νικόδημο”. Θα φέρει ο Περικλής ο Καλούζης δέντρα, αμυγδαλιές που έχει». Σκέψου, αν πας εκεί, θα δεις απέξω έχει χαλάσει ο δρόμος απ’ την πολλή φωτιά. Πήγαμε στην αρχή, έτσι, παρέα μας μόνο και αυτό, κάναμε καρνάβαλο με τις σερπαντίνες και τις μάσκες που είχαν περισσέψει απ’ το πάρτι στο «Νικόδημο», τον κάψαμε. Σου λέω, ξεκινούσαν έτσι, στο πιτς φυτίλι, για αυτό ήταν και ωραία. Άμα καθίσεις και τα σκεφτείς... Ένα άλλο συγκινητικό είναι ότι εμείς που φύγαμε και κουραστήκαμε και μεγαλώσαμε και ένιωθα ότι το παρατήσαμε, τα παιδιά μας τα είχαν μέσα τους. Ας πούμε, ο Αργύρης ο Φασούλας, ο γιος του Γιάννη, που ‘βγαλε και ένα υπέροχο βιβλίο, την «Πομόνα», δεν ξέρω αν το πήρες είδηση. Ήρθε λοιπόν και είπε: «Θέλω τις φωτιές πάλι». Και βρέθηκε με τη Χαρίκλεια τη Βλαχάκη, την κόρη του Βλαχάκη, και με όλα τα άλλα τα παιδιά και ξαναρχίσανε τώρα, πριν, πριν την καραντίνα. Προφτάσαν και κάναν τρεις φωτιές. Τα νέα τα παιδιά αυτά. Ο ένας, ο αδελφός του, ο Φίλιππος ο Φασούλης, έχει συγκρότημα με κλαρίνα που ήρθαν και παίζαν... Ξαναναβίωσαν οι φωτιές μετά από έξι-εφτά χρόνια που είχαν νεκρώσει με αυτό το πράγμα.
Εκεί πέρα ερχόντουσαν και τα παιδιά σας, δηλαδή...
Τα παιδιά μας... Εμένα έχουν πάει και τα εγγόνια μου και το λατρεύουν και τα εγγόνια μου εδώ και τα εγγόνια του Σαμσαρέλου, τρεις γενιές. Τα παιδιά μας εκεί μεγαλώσαν, η κόρη μου εμένα στις καρέκλες του «Νικοδήμου» κοιμόταν, η Ελένη, η μεγάλη μου η κόρη, αυτή που είναι και σκηνογράφος. Μια κοιμόταν στη Ναύπακτο, στις καρέκλες του συλλόγου και στα θέατρα και μία στο «Νικόδημο».
Πόσο– Κράτησε πολλά χρόνια, δηλαδή...
Από το '85, τον χειμώνα του '85. Έχει κλείσει '95, 2005, 2015... Τριάντα έξι χρόνια τώρα, τριάντα εφτά. Στα τριάντα χρόνια έκανα το αρχείο αυτό, πήγα και το βγάλαμε φωτοτυπίες ό,τι υπήρχαν από άρθρα, από εφημερίδες και λοιπά και...
Ωραία, μου λέγατε, κυρία Νταίζη, για το αρχείο αυτό...
Ναι, εγώ, ξέρεις, τα μάζευα ό,τι έγραφαν οι εφημερίδες, δημοσιογράφοι... Και στην Αθήνα, γιατί ερχόντουσαν, είχα ένα φίλο έναν Γιώργο Καραλή, έγραψε ένα πολύ ωραίο άρθρο στα «Νέα». Ο Σαμσαρέλος είχε ένα φίλο αρχιτέκτονα, τον Σωτήρη τον Παπαδόπουλο, ήρθε και έκανε ένα αφιέρωμα στο «Ταχυδρόμο» με πολύ ωραίες φωτογραφίες και πολύ τα ‘γραφε... Και μετά, αρχίσαν πολλά περιοδικά ερχόντουσαν, από το ένα... Και εγώ τα κρατούσα, είμαι και άνθρωπος, έτσι, που κρατάω πολλά και απ’ την κόρη μου τώρα, τη σκηνογράφο, βαστάω. Της είχα κάνει ένα υπέροχο αρχείο και το πήρε και έκανε καρέκλες, τα κόλλησε σε μια καρέκλα η τρελή, δεν την ενδιαφέρουν αυτοί. Εν πάση περιπτώσει, του «Νικοδήμου» τα είχα. Και όταν κοντεύαμε, είπαμε να βγάλουμε ένα βιβλίο, αλλά τώρα θα στοίχιζε πολύ το βιβλίο. Και σου λέει: «Ποιος θα το αγοράσει;». Πώς; Είναι μία ιστορία ολόκληρη... Αφού δεν ήθελε κανείς να βγάλουμε βιβλίο και να το τυπώσουμε, πήρα και το ‘κανα φωτοτυπίες έγχρωμες –είχε και αυτό ένα κόστος– και είναι ένα λευκωματάκι, ένα άλμπουμ. Αλλά βαστάει, σου λέω, από κει και πέρα έχουν γίνει άλλες δεκαπέντε συνεντεύξεις. Η «Popaganda» έχει κάνει δύο αφιερώματα, περιοδικά και πιο παλιά... Και πάρα πολλές φορές η τηλεόραση έχει έρθει. Και έτσι έκανα το αρχείο και είναι αυτό το αλμπουμάκι, που είναι πολλές αναμνήσεις, ό,τι μέχρι κάποια στιγμή, που ήμουν εγώ, το βαστούσε. Και μια αρχαιολόγος απ’ το Βόλο, η Βίλλυ... Δεν θυμάμαι πώς τη λένε. Ήρθε και έκανε μια μελέτη πάνω στον «Νικόδημο». Πάρα πολλοί έχουν έρθει. Και απ’ το Μουσείο Μπενάκη, γιατί θέλαμε... Η Ελένη η Γουργιώτη επέμενε να το βγάλουμε διατηρητέο. Είναι απέξω σαν κτίριο, να βγάλουμε για τη χρήση μέσα, γιατί αυτό είναι σαν– Και το πράγμα, αυτό είναι πολύ ωραίο. Υπάρχουν πολλές σκέψεις, αλλά όλοι σταματάμε, γιατί όλοι έχουν τις δουλειές τους, έχουν τις οικογένειές τους και δεν έχουμε την ίδια φόρμα. Είχαμε πει να μπούμε σε πρόγραμμα, έρχεται κάποιος μας πετάει ένα πυροτέχνημα, σου λέει: «Πρέπει να μπεις σε πρόγραμμα, πρέπει να γίνει εκείνο, πρέπει να γίνει το άλλο...». Εμείς είμαστε και όλ[00:40:00]οι χαλαροί, περισσότερο το βλέπουμε με αγάπη παρά για εκμετάλλευση ή για αυτό. Πάντως, με την πορεία του είμαστε ευχαριστημένοι. Προχθές συγκινήθηκα, διάβασα, έγραφε μια ανάρτηση η Γεωργία στο Facebook, η κοπέλα, λέει: «Σας έχει τύχει να νιώθεις ερωτευμένη με ντουβάρια; Εγώ είμαι ερωτευμένη». Δηλαδή δεν μπορείς να μείνεις στο «Νικόδημο» και να μην τον ερωτευτείς. Είναι η τόση ομορφιά του και τόση η μαγεία του, που πραγματικά νιώθεις μετά και ερωτεύεσαι αυτή την ατμόσφαιρα. Αυτά...
Εσείς κάνατε και άλλες δράσεις όμως εκεί... Εννοώ και θεατρικό παιχνίδι...
Τα πρώτα χρόνια, τα παιδιά μας ήταν μικρά. Εγώ κατέβαινα κάτω στο υπόγειο και παίζαμε– Γιατί αυτά καθόταν, σου λέω, έχεις δει πώς είναι σκαλωσιές και τα βαρέλια; Είναι δύο ράφια σαν σκάλες, μαύρα ξύλα. Το κάτω ο άντρας μου το είχε πετσώσει με ξυλάκια και είχαμε φέρει από τα σπίτια μας βελέντζες, κουρελούδες και ήταν γύρω-γύρω ένας πελώριος χώρος όλα. Όταν κάναμε βραδιές κάτω στο υπόγειο, χωρούσαν και πενήντα άτομα καθιστά και πόσοι ήταν όρθιοι. Τα παιδάκια εκεί μαζευόντουσαν, μαγευόντουσαν. Κάναμε θεατρικά παιχνίδια, σκαρφαλώνανε στα... Ήταν τα παιδιά του Σαμσαρέλου, του Φουντή, του Βλαχάκη, όλα τα παιδιά γίναν οι περισσότεροι καλλιτέχνες, τα δικά μου. Είχαν ανεβάσει μια «Ειρήνη» δικιά τους, με τη δικιά τους φαντασία και ήταν η κόρη μου η Ειρήνη, που ήταν μωρό, η μικρή, την είχαν κρυμμένη μέσα εκεί στα ξύλα σαν Ειρήνη να βγει απ’ τη σπηλιά να την ελευθερώσουν. Μαγικές παραστάσεις. Αυτό ήταν και η ευκαιρία, ερχόταν και ο Παναγιώτης ο Καραμάνης, ήταν μέλος με τη γυναίκα του, ήταν φίλοι με το Διαμαντή και με τον Κοτρώνη και ερχόταν συχνά και έβλεπε... «Πού είναι η Νταίζη;». Κάτω, έβγαιναν τα παιδάκια μαγεμένα από κάτω. Μου λέει μια μέρα: «Αύριο θα ‘ρθεις στο σχολείο. Σε θέλω να σε πάρω στο σχολείο». «Τι να κάνω στο σχολείο;». «Αυτά που κάνεις εδώ, θέλω να τα κάνεις και στο σχολείο». Λέω: «Κοιτάχτε, έχω κάνει θεατρικό παιχνίδι, αλλά το πτυχίο μου είναι Ανωτάτη Εμπορική, δεν έχω εκπαιδευτικό». «Δεν με ενδιαφέρει», λέει, «θα ‘ρθείς σαν εμψυχώτρια». Και πήγα εκεί, ήμουν είκοσι οχτώ χρόνια, δούλεψα στον «Καραβάνα». Έκανα ένα εργαστήρι δημιουργικής απασχόλησης, όπου από εκείνα τα χρόνια αρχίσαμε τη δημιουργική ανακύκλωση. Το σύνθημα του εργαστηρίου ήταν «όλα τα σκουπίδια γίνονται παιχνίδια», τα παιδάκια ερχόταν κάθε μέρα με τα σκουπίδια, τα αρχειοθετούσαν, γάλατα, μπουκάλια, κουτιά, χαρτιά... Και το θεατρικό παιχνίδι που έχει γράψει αρκετή ιστορία. Αν βρεις παιδιά από τον «Καραβάνα» και τους ρωτήσεις για το θεατρικό παιχνίδι για την κυρία Νταίζη, θα σου πουν. Και μετά, κάναμε– Και εκεί έγινε και η πρώτη ομάδα που έκανε η «Έκφραση», εκεί στο «Νικοδήμο» κάναμε την πρώτη συνεδρίαση. Και τα πρώτα θεατρικά παιχνίδια της «Έκφρασης» στο υπόγειο. Μετά, βρήκαμε ένα κτίριο δίπλα απ’ τον «Νικόδημο» και νοικιάσαμε για την «Έκφραση», για να κάνω θεατρικό παιχνίδι. Και θεατρικά σκετς έχουμε, ομάδες θεατρικές έχουμε δημιουργήσει εκεί, σαν μονόπρακτα έχουμε παίξει... Και είναι τόσες πολλές εκδηλώσεις που έχουμε κάνει, που δεν μου ‘ρχονται. Βραδιά για τα πολυφωνικά, βραδιά για τη λάτιν μουσική, βραδιά για την τάδε ποίηση, βραδιά για... Όποιος είχε μια ωραία ιδέα, όποιος μας άρεσε, το καλύπταμε και το κάναμε και... Τι θέλαμε; Ένα μαγείρεμα, ένα αυτό, μια ωραία μουσική... Έτσι κι αλλιώς, εμείς ήμασταν εκεί κάθε βράδυ. Αυτά...
Ήσασταν κάθε βράδυ, το αισθανόσασταν σαν σπίτι σας, δηλαδή...
Σπίτι μας, πιο πολύ κι απ’ το σπίτι μας, πιο πολύ κι απ’ το σπίτι μας, πιο πολύ. Και καθόμασταν και φεύγαμε εμείς κάποιοι, που είχαμε τα παιδιά νωρίς, καθότανε οι άντρες μας μέχρι πιο αργά, ας πούμε, εκεί πέρα. Και σου λέω, ενάμιση σχεδόν, γιατί αρχίζαμε Οκτώβριο... Γενάρη. Τη μισή χρονιά και την άλλη χρονιά το δουλεύαμε μόνοι μας, τελείως.
Αυτό, κάνατε βάρδιες στην κουζίνα και στο σέρβις και στο...
Όχι, στην αρχή μάλιστα δεν είχαμε μέσα κάνει κουζίνα-νεροχύτη. Ο νεροχύτης είναι αυτός που είναι μέσα στην αίθουσα, ο παλιός, που σου λέω, με τις κολώνες, το γαλανόλευκο της σημαίας μας και του χρυσούν της κεραίας μας και απάνω ο νεροχύτης με το μωσαϊκό το χειροποίητο και είχε μια βρύση, έτσι, μπρούτζινη πολύ ωραία και εκεί πλέναμε τα πιάτα, παγώναν τα χέρια μας. Αλλά μετά, φέραμε, ήρθαν οι μηχανικοί, βοηθήσανε, κάναμε κουζίνα μέσα, βάλαμε μέσα την... Και είχε φέρει η Αγγέλα η Συτρά ένα μικρό θερμοσιφωνάκι, να μην παγώνουν τα χέρια μας. Θυμάμαι τότε το Θεσσαλικό ήταν τα πρώτα χρόνια μια παράσταση που έπαιζε και ο Σπύρος Παπαδόπουλος, νεαρός τότε, και ήταν παντρεμένος με την κόρη του Πυρουνάκη, ο πρώτος γάμος, μια πολύ ζεστή κοπέλα και πολύ καλή, η οποία ερχόταν και έπλενε πιάτα και αυτή. «Βρε χρυσό μου, βρε καλό...». Εμείς, εν τω μεταξύ, ήμασταν όλες ερωτευμένες με τον Παπαδόπουλο που ήταν κούκλος τότε και κοιτούσαμε πώς να χαζέψουμε τον Παπαδόπουλο, αυτή έπλενε τα πιάτα, τόσο ανοιχτή κοπέλα. Αυτός όχι ότι μας κοιτούσε, αλλά είχε αυτό το χιούμορ... Σου λέω, κάτι αξέχαστες στιγμές. Η Λυδία Κονιόρδου τρελαινόταν, αφού και μετά που ερχόταν σαν βουλευτής που ήταν, ερχόταν στον «Νικόδημο», εκεί πέρα. Όσοι περάσαν από εκεί πέρα... Μια χρόνια που ήταν ο Ross Daly με το Θεσσαλικό, δούλευε στις «Χοηφόρες», κάθε βράδι ήταν στον «Νικόδημο». Και σκέψου τώρα, ο Ross Daly να κουβαλάει κάθε μέρα άλλ[00:45:00]α όργανα. Βραδιές μαγικές, είμαστε πολύ γεμάτοι, Ευτυχία μου. Η κόρη μου έχει μελαγχολία, παρόλο που δουλεύει στα καλύτερα θέατρα, έχει πολλούς... Λέει: «Δεν μπορούμε εμείς να περάσουμε τα χρόνια που περάσατε εσείς». Ήταν και πιο ξέγνοιαστα τα χρόνια εκεί πέρα. Πιο... Δεν είχαμε, δεν μας ενδιέφερε ούτε το χρήμα να κυνηγήσουμε, ούτε καριέρα, ούτε η πολιτική τόσο πολύ. Μας ενδιέφερε πολύ η πολιτική, δεν μας ενδιέφερε να τσακωθούμε στα κόμματα και λοιπά. Η πολιτική εκεί γινόταν. Γιατί, λέμε τώρα τι οργανώσαμε; Φοβερές συζητήσεις. Είχε ‘ρθεί ο Παπαγιαννάκης και οργανώσαμε μια πολύ ωραία συζήτηση για την Ευρώπη και για όλα αυτά. Οι πρώτες κουβέντες για την παγκοσμιοποίηση εκεί μέσα γίναν με πολλούς... Εγώ τώρα λέω περισσότερα που με ενδιαφέρουν, αν μιλούσες με άλλους που τους ενδιέφεραν αυτά τα πολιτικά και τα φιλοσοφικά, θα σου λεγαν περισσότερο εκείνες τις εκδηλώσεις. Γιατί γίναν πολλές, να, και με το Βέλτσο, με τέτοιες συζητήσεις, ας πούμε. Ήταν μια γεμάτη ζωή, δεν υπήρχε σχεδόν δέκα μέρες να μην έχουμε μια εκδήλωση. Δεν ήτανε... Και η εκδήλωση γινόταν στο τόπο– «Ήρθε ο Λεντάκης, φέρτε τον εδώ». «Ήρθε η Σαβίνα Γιαννάτου, τραγουδάει με το αυτό, θα τη φέρουμε εδώ». Όσους αγαπούσαμε και εκτιμούσαμε, ήταν καλεσμένοι στο «Νικόδημο» το βράδυ. Άσε που σιγά-σιγά στο πολιτιστικό οργανισμό του δήμου, ήταν τότε ο Βασίλης ο Μπούτος, το παιδί αυτό που σου λέω, που έγινε συγγραφέας και πολύ σπουδαίος. Και μας τους έφερνε αυτός ο Γιάννης ο Ξανθούλης. Μια βραδιά με τον Γιάννη τον Ξανθούλη μαγική. Η Λούλα Αναγνωστάκη, ένα-ένα τα θυμάμαι... Τον Χειμωνά. Εγώ εκείνη τη μέρα δεν ζούσα απ’ το τρακ, γιατί για μένα ήταν τόσο σπουδαία πρόσωπα. Με κοροϊδεύουν, γιατί φεύγοντας ο Χειμωνάς, μου ‘δωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Και κοροϊδεύουν οι φίλοι μου και λέγαν: «Η Νταίζη θα το κάνει κάδρο γύρω-γύρω το μάγουλο και δεν θα επιτρέπει ούτε να πλυθεί, ούτε αυτώσει... Μη φύγει το ίχνος του Χειμωνά από εκεί πέρα». Να, ένα-ένα, σου λέω, μου ‘ρχονται. Ο Μικρούτσικος, όταν ανέλαβε Υπουργός Πολιτισμού και ήρθε, ήταν ο γραμματέας, του Λαγούτη φίλος και εγώ τους είπα και ήρθαν κατευθείαν στον «Νικόδημο». Σαν πρώτη επίσκεψη στη Λάρισα και μάλιστα ήταν οι σκέψεις τότε αν θα γίνει... Που ξεκινούσαν, που ήταν τα περιφερειακά κέντρα, τι θα γίνει... Πώς η Λάρισα έχει γίνει πινακοθήκη, ο Βόλος το μουσικό θέατρο, η Καλαμάτα του χορού... Παίρναν επιχορηγήσεις απ’ την Ευρώπη και ήταν ο μεγάλος χαμός που ήθελε να γίνει του θεάτρου, το Θεσσαλικό Θέατρο είχε τέτοια ιστορία, που έπρεπε να γίνει του θεάτρου, γιατί θα– Η πινακοθήκη αυτή που έγινε εκεί πέρα, έγινε με χρηματοδότηση από αυτό το πρόγραμμα. Και φτάναν εκεί, έφτασε το βράδυ η Βαγενά, η Γκολφινοπούλου, πώς να πείσουν τον Μικρούτσικο ότι πρέπει οπωσδήποτε να γίνει... Να μην γίνει που ήθελε– Ο δήμος ζητούσε, γιατί είχε αυτή τη μεγάλη συλλογή του Κατσίγρα, και ήθελε το κτίριο αυτό, ήταν το πιο ακριβό που έπρεπε να γίνει. Και ο δήμος είχε προτείνει να γίνει σαν κέντρο ζωγραφικής η Λάρισα, γιατί είχαμε τη μεγάλη συλλογή Κατσίγρα. Κι άλλοι– Θέλω να σου πω, αυτές οι ζυμώσεις όλες γινόντουσαν στο «Νικόδημο». Και άλλα πολλά, που έτσι... Ο Σαββόπουλος ήταν πολύ συγκινητικό που ήρθε και ο οποίος αυτός δεν είχε τόσο δυνατή φωνή, δεν τραγουδάει έτσι στις παρέες, δεν είναι της παρέας τραγούδια και φτιάχτηκε τόσο πολύ, που σηκώθηκε και τραγούδησε με την κιθάρα το «Η οθόνη βουλιάζει»... Λιώσαμε όλοι, να βλέπεις τον Νιόνιο να τραγουδάει ένα τέτοιο συγκλονιστικό τραγούδι... «Πού πας παλικάρι». Κι άλλα πολλά, κι άλλα πολλά, που είναι, σου λέω, άμα είχαμε το αρχείο τώρα και το γυρίζαμε και βλέπαμε... Δεν ξέρω μπορεί αν μας βοηθήσει και αυτή η συνέντευξη που έχω δώσει στη «Popaganda» σε εκδηλώσεις. Πες και εσύ κάτι, να μην είμαστε σιωπηλοί άμα θες...
Κυρία Νταίζη, εγώ ήθελα να σας ρωτήσω σίγουρα κι αν θεωρείτε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην τώρα εποχή, δηλαδή αυτό που μου είπατε και για την κόρη σας ότι νιώθει μια νοσταλγία...
Ναι...
Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί τώρα;
Εγώ νομίζω ότι έχει σταματήσει πολύ η ομαδικότητα, τώρα ο κόσμος έχει γίνει πιο ατομικός και πιο μοναχικός. Εγώ τότε δεν μπορούσα να σκεφτώ, μου λέγαν πολλοί διάφοροι: «Μα βρήκατε τέτοιο ωραίο μαγαζί;». Μα χωρίς σύλλογο δεν μπορούσα να λειτουργήσω. Και στη Ναύπακτο μού είχαν βγάλει ψευδώνυμο «η Νταίζη έχει το σύνδρομο του πούλμαν», γιατί γνώρισα κάτι παιδιά, ένας γεωλόγος με τη γυναίκα του, και ήρθανε σπίτι μας και λέει: «Είναι γεωλόγος...». Ψάχνανε για σπίτι. Λέω: «Περάστε μέσα, είναι και ο άντρας μου γεωλόγος». Πιάσαμε την κουβέντα, μας λέει: «Έχουμε ένα σπίτι στην Ορεινή Ναυπακτία πάνω στα έλατα, πάρα πολύ ωραίο, να ‘ρθείτε όποτε θέλετε, να σας περιμένουμε». «Αχ, πολύ ωραία, να βάλουμε ένα πούλμαν να ‘ρθούμε». Εγώ εννοούσα όλος ο σύλλογος μαζί, αυτοί πήραν φόβο οι άνθρωποι, δεν τους ξαναείδα, σου λέει... Και μου είχαν βγάλει ψευδώνυμο «το σύνδρομο του πούλμαν». Ετσι και στη Λάρισα, γιατί πολλοί μου λέγαν: «Γιατί δεν το άνοιξες μαγαζί εσύ; Ή δεν έκανες μπάρ;». Δεν μπορούσα. Όχι μόνο εγώ, όμως, όλοι είχαμε αυτό, την έννοια του συνόλου, της ομάδας, θέλαμε όλοι μαζί. Τώρα πρέπει να βγουν καμπάνιες απ’ την Ευρώπη ή απ’ το κράτος το «όλοι μαζί», για να μπορούν να καταλάβουνε και όχι να δημιουργήσουν όλοι μαζί ομαδικά κάτι. Τώρα μας έχει τύχει και η κατάρα αυτή της πανδημίας, αυτό το πράγμα που είναι ακόμα πιο δύσκολα και πιο[00:50:00] μοναχικά. Νομίζω πως γίνονται τέτοια πράγματα, υπάρχουν και τώρα διάφορες, εμείς δεν τα ξέρουμε, διάφορες ομάδες που έχουν δημιουργήσει. Και στο θέατρο και στα αυτά, δεν τα ξέρω ή δεν μου ‘ρχονται αυτή τη στιγμή τέτοια πράγματα. Εσύ που είσαι νέα, ίσως ξέρεις πιο πολύ. Ή γίνονται ομάδες μέσα απ’ το ίντερνετ...
Και τι πιστεύετε ότι θα είναι το μέλλον του «Νικόδημου», πιστεύετε θα κρατήσει αυτό το συλλογικό;
Το συλλογικό δεν υπάρχει ήδη, υπάρχει ο σύλλογος σαν background, βαστάει και τη νομική του μορφή, γιατί είπαμε έχει καθεστώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αλλά δεν υπάρχει. Καταρχάς, ούτε εμείς δεν βγαίνουμε τώρα, όταν εγώ είμαι 73 χρόνων, άλλοι είναι μεγαλύτεροι, άλλοι είναι λίγο μικρότεροι από μένα. Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορείς να βγεις κάθε βράδυ σε ταβέρνες. Άσε που τώρα οι περισσότεροι φοβούνται και με τον κορονοϊό, έχουν διαμορφωθεί αλλιώς οι ανάγκες, τα παιδιά μας είναι όλα Αθήνα. Όταν έρχονται, πάνε όλοι, είναι νέο κοινό τώρα που έχει έρθει. Σου λέω, είμαστε χαρούμενοι, γιατί οι συνεχιστές, η Γεωργία με τον– Αλλά τώρα, οπωσδήποτε, είναι μια πιο επαγγελματική μορφή, είναι σαν μαγαζί, ας πούμε, κατά κάποιο τρόπο, σαν ταβέρνα, δεν είναι... Είναι μια ταβέρνα με ένα διαφορετικό χρώμα και με ένα σεβασμό σε ορισμένα πράγματα, με καμία δεν είναι όπως τα παλιά σε εμάς.
Και πιστεύετε ότι έχει γράψει μια μορφή ιστορίας...
Εσύ τι λες από αυτά που άκουσες;
Εγώ συμφωνώ, θέλω να μάθω και τη δικιά σας, έτσι, αναστοχαστικά τώρα που το...
Εγώ νομίζω ότι πάρα πολλή ιστορία. Όλοι, δεν ξέρω για όλους τους νέους.
Ωραία, κυρία–
Και εκείνο που θέλω να σου πω τελειώνοντας, είναι... Επειδή με ρωτάς τόση ώρα με... Το σημαντικό στο «Νικόδημο» και το πολύ παράξενο και πολύ ωραίο ήτανε ενώ ήταν ένα κτίριο πάνω από... Εκατόν είκοσι χρόνια τώρα θα γίνει. Το 1900, ας πούμε, έγινε. Και ήταν όλα μέσα, βαστήξαμε και την τελευταία βίδα, και το τελευταίο αρχείο, και το τελευταίο χαρτονόμισμα παλιό, τα ζύγια όλα... Και ήταν παραδοσιακό, παρόλο που ο σύλλογος ονομάστηκε «Φίλοι της ζωντανής», βέβαια, «παράδοσης», μέσα εμείς, τα άτομα όλοι και η ομάδα που το κάναμε και όλη η πορεία του, ήταν πάρα πολύ προχωρημένη, πολύ μοντέρνα. Και αυτός ο συνδυασμός της αληθινής παράδοσης, της γνήσιας, μαζί με τις προχωρημένες τόσο εκδηλώσεις... Σου λέω, κάναμε για μοντέρνα ποίηση, για χαϊκού, για βραδιές μουσικής ατονάλ, για πολυφωνικά... Κάθε εκδήλωση και κάθε συζήτηση που γινόταν εκεί ήταν πάρα πολύ μοντέρνα. Και αυτός ο συνδυασμός έφερε αυτό το ωραίο αποτέλεσμα και αυτό που ήταν κάτι, νομίζω, μοναδικό, δεν έχει ξαναγίνει. Γιατί, όπως λες, μπορεί να υπάρχουν και άλλα πολλά και τώρα, όπως λένε διάφοροι, αλλά αυτό σε ένα τόσο παλιό κτίριο, να το συντηρήσουμε και μαζί να το έχουμε ζωντανό, πάρα πολύ ζωντανό, νομίζω, θέλω να έχω την περηφάνεια ότι είναι μοναδικό.
Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Νταίζη. Να ‘στε καλά, ευχαριστώ.
Και εσύ.