© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μία ζωή αφιερωμένη στη λαογραφία και την παράδοση: από τη διάσωση της παραδοσιακής φορεσιάς Αυλώνα στις παραδοσιακές συνταγές

Istorima Code
13975
Story URL
Speaker
Ευαγγελία Πετράκη (Ε.Π.)
Interview Date
18/07/2022
Researcher
Φώτης Κοροσιάδης (Φ.Κ.)
Φ.Κ.:

[00:00:00]Είναι 17 Ιουλίου 2022, βρισκόμαστε στον Αυλώνα Αττικής με την κυρία Πετράκη Ευαγγελία, είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima. Κυρία Πετράκη, θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς, για τη ζωή σας;

Ε.Π.:

Βεβαίως. Καλησπέρα καταρχήν. Είμαι η Ευαγγελία Πετράκη, το γένος Παπαϊωάννου, κατάγομαι από το νομό Ιωαννίνων. Μένω στον Αυλώνα 50 χρόνια και έχω πάρει την κουλτούρα του Αυλώνα, την αρβανίτικη κατά κάποιο τρόπο, και ασχολούμαι πάρα πολύ με την παράδοση του τόπου που ζω.

Φ.Κ.:

Κύρια Πετράκη, πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την παράδοση;

Ε.Π.:

Από πολύ παλιά, μάζευα ό,τι έβρισκα, παλιό. Ξεκίνησε όταν βγήκαν τα τριαντάδραχμα, πολύ παλιά, ο πατέρας μου, μού έδωσε ένα τριαντάδραχμο... Είναι πολύ παλιά, δεν θυμάμαι πότε, το οποίο ήταν συλλεκτικό, δεν κυκλοφορούσαν πάρα πολύ, είχαν κοπεί λίγα. Από τότε, άρχισα να μαζεύω. Το κράτησα αυτό, το έχω για κειμήλιο, για ενθύμιο... Και από τότε, άρχισα να συλλέγω και άλλα πράγματα. Στην πορεία, ο πατέρας μου πέθανε, νέος, και κράτησα το... Ήταν ιερέας και κράτησα το πετραχήλι που με αυτό χειροτονήθηκε. Αυτό το πετραχήλι, λοιπόν, που κράτησα απ’ τον πατέρα μου, είναι το πετραχήλι που φορούσε στη Θεία Κοινωνία, όταν πήγαινε στα σπίτια, στους αρρώστους, να τους κοινωνήσει. Στη συνέχεια, κράτησα και το πτυχίο του και άρχισα, παράλληλα, να μαζεύω ό,τι έβρισκα από τη λαϊκή παράδοση. Εδώ στον Αυλώνα λοιπόν, ασχολήθηκα πιο πολύ με την παραδοσιακή φορεσιά. Άρχισα να καταγράφω πιστά αντίγραφα, να τα κεντάω με χρυσοκλωστές, με διάφορα υλικά, δυσεύρετα, δεν τα βρίσκουμε εύκολα όλα αυτά τα υλικά... Η κάθε φορεσιά παίρνει ένα χρόνο και κάτι για να γίνει, η καλή, η αυθεντική, παραδοσιακή φορεσιά. Φορεσιές του 1890, του 1900, του 1915...  Έχω και πάρα πολύ φωτογραφικό υλικό που αν θελήσετε να δείτε, την φορεσιά την παλιά με το πιστό αντίγραφο, δίπλα-δίπλα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησα να μαζεύω και άλλο λαογραφικό υλικό, αυτό που χρησιμοποιούσαν οι χωριάτες, τότε. Χωριάτες, όπως και εγώ. Από το σίδερο, το μασίφ σίδερο που ήταν πριν το '900, μετά βγήκε το άλλο με τα κάρβουνα... Άρχισα να συλλέγω ρόκες που γνέθουνε πολύ παλιές. Έχω κάνει στον Αυλώνα Αττικής μία έκθεση πριν από πέντε χρόνια περίπου, λαογραφική, ζήτησα τη βοήθεια και άλλων ανθρώπων, πέντε-έξι πολιτών, με βοήθησαν και κάναμε μία λαογραφική έκθεση που διήρκησε πάνω από δέκα μέρες. Μας έκανε την τιμή ο Μακαριότατος ο Αρχιεπίσκοπος κύριος Ιερώνυμος και ήρθε και μας εγκαινίασε τη λαογραφική αυτή που κάναμε... Ξεκινήσαμε, λοιπόν, όλοι μαζί οι χωριανοί, ξεθάψαμε μπαούλα, όλοι φέραν το υλικό τους και το στήσαμε αυτό το Λαογραφικό Μουσείο για δέκα μέρες. Ζήτησα, ζητήσαμε πάρα πολλοί άνθρωποι από τους Δημάρχους, τους εκάστοτε Δημάρχους του Ωρωπού που καταγόμαστε, να μας δώσουν ένα χώρο και εγώ, προσωπικά εγώ, θα προσφέρω όλο το υλικό που έχω, το λαογραφικό, και είναι πάρα πολύ και πολύ... Και μεγάλο και πολύ παλιό. Δεν έγινε, για τους δικούς τους λόγους. Δεν με σταματά αυτό, δίνω φορεσιές μου, χαρίζω φορεσιές σε μουσεία που αναγνωρίζουν, όχι μόνο φορεσιές και άλλα κειμήλια. Ας πούμε, χάρισα έναν ντορβά αρβανίτικο, πολύ παλιό, που μου τον έδωσε πριν σαράντα πέντε χρόνια μία φίλη μου, τότε γιαγιούλα... Δεν ζει πια, ήταν τότε που τη γνώρισα εγώ, 85 χρονών.  Τέλος πάντων. Αυτό το χάρισα σε μία Αρβανίτισσα που ξέρω ότι έχει κάνει ένα μουσείο και εκεί θα μείνει σε μια βιτρίνα και θα υπάρχει. Έτσι θα συνεχιστεί ο πολιτισμός και η παράδοση. Τώρα, τις φορεσιές μου, τις δίνω σε πολλά χορευτικά, σε πολλούς χορευτικούς συλλόγους και τις φοράνε, για να κάνουν διάφορες εκδηλώσεις ή να πάνε, όπου είναι καλεσμένοι. Έχω δώσει τις φορεσιές μου αφιλοκερδώς, με όλα τα κοσμήματα, με όλα, μέχρι και το καλσόν ακόμη, για να φτάσει η παράδοση όσο γίνεται πιο μακριά. Ένα χορευτικό πήγε στην Ιταλία, στα χωριά, στα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας, όπου υπάρχουν Αρβανίτες. Πήγαν με τις φορεσιές μου. Οι εφημερίδες εκεί έγραψαν «6 ρίχτερ» για τις φορεσιές μου, δηλαδή ήταν τόσο πλουμιστές και καθαροφτιαγμένες και πολύ παλιές, πιστά αντίγραφα, που ενθουσιάστηκαν. Με έχουνε καλέσει στη Σαντορίνη και μου έχουν κάνει αφιέρωμα για τις φορεσιές μου, έχω προσφέρει και εκεί τις φορεσιές μου, στη Σύρο, στην Κρήτη, σε όλη την Ελλάδα, δηλαδή. Το κάνω γιατί θέλω να προωθήσω την παράδοση και όχι για οικονομικούς λόγους. Δεν παίρνω ούτε ένα κουτί γλυκά από αυτό και δε θα το πάρω ποτέ. Αυτός είναι ο στόχος μου, να μεταλαμπαδεύσω την παράδοση, όσο μπορώ, ό,τι μπορώ και όσο πάει. Όσο αντέξω. Αυτά, εν ολίγοις έχω να σας πω. Ό,τι άλλο θέλετε, ρωτήστε με. 

Φ.Κ.:

Να το πάρουμε απ' την αρχή. 

Ε.Π.:

Ναι. 

Φ.Κ.:

Ποιες παραδοσιακές φορεσιές αντιγράφετε; 

Ε.Π.:

Έχω αντιγράψει αρβανίτικες, Αττικοβοιωτίας, του Αυλώνα δηλαδή, γιατί οι γιαγιάδες εδώ είδαν το ψώνιο μου, εντός εισαγωγικών, της παράδοσης και με τη δική μου στήριξη, ανοίξαν τα μπαούλα, εκεί που τα 'χανε πεταμένα, γιατί όντως ήταν πεταμένα, τα θεωρούσανε πανιά για να σφουγγαρίσουνε, δεν γνωρίζαν την αξία τους. Αξία, όχι χρημάτων, απλά παράδοσης, λαϊκής παράδοσης. Έτσι, ανοίξαν πάρα πολλές γιαγιάδες, μέσα στα πενήντα χρόνια που έχω εδώ, και μου δώσανε τις αυθεντικές φορεσιές, τις οποίες και τις έχω.  Ταυτόχρονα, εγώ, πάνω σε αυτές τις φορεσιές, οι οποίες είναι λιωμένες και φθαρμένες και δεν μπορούν να φορεθούν, είναι μόνο μουσειακές, πάνω σε αυτές, λοιπόν, έκανα πιστά αντίγραφα, με πολύ κόπο, με πάρα πολύ κόπο. Δεν με νοιάζει, όμως, παρόλα αυτά, όσες φορεσιές κι αν έφτιαξα... Έχω κάνει περίπου δέκα, έντεκα, δώδεκα; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Και τις δίνω όλες, σε όλους τους συλλόγους ανά την Ελλάδα, όποιος μου τις ζητήσει, θα τις πάρει. Είτε είναι γνωστός, είτε είναι άγνωστος. Ταυτόχρονα, μαθαίνω, στη λαογραφική που έκανα, πήρα και τη ρόκα και έγνεθα, για να μάθω, γιατί ερχόταν πολλά σχολεία, πολλά παιδιά: «Τι είναι η ρόκα, τι είναι το μαλλί, τι είναι η τουλούπα;». Δεν είχαν ιδέα, τους έδειχνα, άφηνα να πιάσουν τουλούπα, να πιάσουν τη ρόκα, να δουν τι είναι... Έγνεθα μπροστά τους, για να τους δείξω πώς γίνεται η κλωστή. Έχω υφάνει σε αργαλειό, για να δούνε, και το τραβήξανε βίντεο σύλλογοι που θέλανε, υπάρχει στο YouTube αυτό. Που θέλανε να αναδείξουν τη λαογραφία με τον αργαλειό. Ό,τι μπορώ... Έχω μάθει κέντημα πολλές κυρίες για να μάθουν και κοπέλες για να... Γιατί το κέντημα της φορεσιάς, δεν είναι το κέντημα που κάνουμε σε ένα εργόχειρο, για να στρώσουμε στο τραπέζι. Είναι ιδιαίτερο, έχει άλλου είδους βελονιά, με άλλη τεχνική και με άλλη νοοτροπία. Όποτε θέλει δύο φορές και τρεις φορές κέντημα, με χρυσή κλωστή, με ειδικές κλωστές, με πούλιες και τα λοιπά. Οπότε, θέλει εξειδίκευση το άτομο που θα φτιάξει μια φορεσιά, δεν μπορεί να τη φτιάξει ο καθένας, θέλει να μάθει πρώτα. Αυτά.  Ασχολούμαι πάρα πολύ, ταυτόχρονα, με... Έχω κάνει φορεσιές και από την Ήπειρο, γιατί είναι η καταγωγή μου, έχω κάνει φορεσιές από το χωριό μου, τοπικές, από το χωριό Τέροβο Ιωαννίνων, όπου γεννήθηκα, έχω κάνει φορεσιά Κονίτσης, έχω και αυθεντική φορεσιά Κονίτσης, παλιά, πολύ παλιά που μου τη δώσανε. Έχω σαρακατσάνικη φορεσιά του Αυλώνα Αττικής, που είναι, απ' ό,τι μου είχανε πει οι άνθρωποι που μου τη δώσαν πριν τριάντα πέντε χρόνια, ότι πρέπει να είναι γύρω στο 1890 η φορεσιά αυτή, η σαρακατσάνικη. Είναι στα χέρια μου, είναι μουσειακό κομμάτι και τα κρατάω... Αν ποτέ γίνει λαογραφικό, εγώ θα τα δωρίσω όλα στον τόπο, εδώ, που ζω. Αν όχι, θα τα δώσω σε συλλόγους που έχουν μουσεία και μπορούν να τα προσέξουν και να περάσει η παράδοση παραπέρα. 

Ε.Π.:

Παράλληλα με αυτά, φτιάχνω και πολλά παραδοσιακά εδέσματα, δηλαδή, θα κάνω τον [00:10:00]τραχανά, όπως παλιά, όχι όπως τώρα. Θα κάνω τις χυλοπίτες, όπως παλιά, όχι όπως τώρα. Θα κάνω ξινόγαλο, θα βαρέσω το γάλα στο ξύλινο κάδο που λέγεται μπούντα ή μποτινέλο στην Αργιθέα. Το βαράμε γύρω στα 1500 βαρέματα, έτσι, δηλαδή το... Αυτό. Το χτυπάμε. Και βγαίνει το βούτυρο. Το βούτυρο, λοιπόν αυτό, το συλλέγουμε και το υπόλοιπο υγρό είναι το ξινόγαλο. Το ξινόγαλο, το γνωστό που όλοι λένε: «Να είχα μία κούπα ξινόγαλο τώρα». Πήζω τυρί και φτιάχνω τυρί φέτα. Φτιάχνω πάρα πολλές πίτες, πάρα πολλές πίτες όμως, με το φύλλο το δικό μου, το παραδοσιακό. Το χειμώνα, στο τζάκι μου, θα φτιάξω τις τηγανίτες του Χριστού που φτιάχναμε εκείνα τα χρόνια στην πλάκα. Πλάκα λέγεται το... Δεν είναι ταψί, είναι μία πλάκα, από ποτάμι και πάνω σε αυτό φτιάχνουμε τις πίτες, τις χριστουγεννιάτικες, τα σπάργανα του Χριστού με λίγα λόγια. Έτσι τα λέμε στην Ήπειρο. Έχω ψήστη που, εκείνα τα χρόνια, ψήνανε τον καφέ... Καφέ δεν είχανε, ψήνανε, τουλάχιστον από ό,τι θυμάμαι απ' τους δικούς μου στη δεκαετία του '50, το κριθάρι και φτιάχνανε καφέ κριθαρίσιο. Ταυτόχρονα, μέσα σε αυτό το δοχείο, ψήνανε και καλαμπόκι, για να μας ξεγελάσουν εμάς τους νέους. Εγώ το έχω τον ψήστη αυτό και ψήνω καλαμπόκι, το ποπ κορν που λένε σήμερα οι νέοι. Έχω τη γάστρα, την παραδοσιακή, πολύ παλιά, δεν ξέρω ποσών ετών είναι αυτή η γάστρα, που μου τη δώσανε, μου τη χαρίσανε. Μαγειρεύω πολύ συχνά, πάρα πολύ συχνά στη γάστρα. Ψήνω ακόμη και τα γεμιστά μου, εκτός από κρέατα και ασχολούμαι γενικώς με ό,τι έχει με την παράδοση. Αυτό. Δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω φαγητά γκουρμέ, δεν τα γνωρίζω καν. Με ό,τι έχει σχέση με τα παλιά, εγώ συνεχίζω και... Φτιάχνω το γαλοτύρι το παραδοσιακό, που είναι ξακουστό ανά την Ελλάδα και όχι μόνο. Σε όλη την Ελλάδα που πάνε, στο Βόλο, στην Ήπειρο, στα Γιάννενα ιδιαίτερα και αυτά... Όσοι καθίσουν σε τσιπουράδικα, το πρώτο που θα βγάλουν είναι το γαλοτύρι. Είναι ένα έδεσμα καθαρά βλάχικο, χωριάτικο, σαρακατσάνικο, πώς να το πω; Δεν ξέρω, που το φτιάχνουν πάρα πολύ παλιά και τα φτιάχνω κάθε χρόνο, 50 κιλά, και μοιράζω και στους φίλους μου. Αυτή είναι η ζωή μου, με βοηθάει ο άντρας μου πάρα πολύ. Είναι και εκείνος μέσα στη δική μου τρέλα, έχουμε τα ίδια όνειρα και τα ίδια μυαλά, ό,τι κάνουμε, το κάνουμε μαζί. Στα παιδιά μου πέρασα λίγο την λαογραφία, στην εγγονή μου την Καλυψώ πιο πολύ, που της αρέσει, και στην κόρη μου. Ο γιος μου και τα άλλα μου τα εγγόνια δεν τους αρέσει. Είναι, εντάξει, επιλογή τους.  

Φ.Κ.:

Είπατε πιο πριν ότι κάνετε τον τραχανά και τις χυλοπίτες όπως παλιά;  

Ε.Π.:

Ναι. 

Φ.Κ.:

Ποια ήταν η διαδικασία; 

Ε.Π.:

Ζυμώναμε... Παλιά αφήναμε το γάλα να ξινίσει. Παίρναμε το γάλα, κατσικίσιο και πρόβειο, ό,τι γάλα είχε ο καθένας, και τ' αφήναμε τρεις-τέσσερις μέρες σε ένα μέρος στην άκρη του σπιτιού να ξινίσει και μετά, με αυτό, ζυμώναμε το αλεύρι, το οποίο το αλεύρι το πηγαίνανε το στάρι στο μύλο, δεν το έκανε πλιγούρι, αλεύρι, αλλά με το πίτουρο μέσα. Δηλαδή, δεν βγάζανε τα πίτουρα, για να είναι μαύρος ο τραχανάς κάπως, ολικής αλέσεως να σας το πω έτσι. Το ζυμώναμε το βράδυ, αργά, το σκεπάζαμε, και το πρωί βγαίναμε έξω, απλώναμε σεντόνια εκείνη την εποχή, πολλά, γιατί δεν κάναμε λίγο τραχανά και κόβαμε... Ήμασταν και έξι αδερφές, κόβαμε τα κομματάκια τον τραχανά και τον απλώναμε, και με τη μάνα μου παρέα, τρία κόσκινα, άλλοι απλώνανε, άλλοι μαζεύανε, άλλοι τρίβανε... Δεν το κάνω ούτε στο μούλτι που κάνουν τώρα τον τραχανά, ούτε πουθενά. Αυτός είναι ο τρόπος ο παραδοσιακός.  Οι χυλοπίτες πάλι. Τις χυλοπίτες τις ζυμώνω το πρωί με τα αυγά, με το γάλα και με όλα αυτά. Τις αφήνω μία ώρα... Αφήνω μία ώρα το ζυμάρι και μετά το ανοίγω το φύλλο και κόβω τις χυλοπίτες, όπως παλιά, όχι στα μηχανήματα που κάνουν τώρα. Το γαλοτύρι πάλι. Και αυτό... Να πω παράλληλα ότι, σχετικά με τον τραχανά, εκείνα τα χρόνια το γάλα... Τα πρόβατα, τα κατσίκια βοσκούσανε στα χορτάρια που δεν είχαν λιπάσματα, στα χωράφια μάλλον, δεν είχαν ακόμη τότε, ο κόσμος, πάρει είδηση τα λιπάσματα και τα λοιπά. Οπότε, το γάλα το άφηνες και ξίνιζε και ξίνιζε πραγματικά. Τώρα δεν μπορώ να αφήσω αυτό το γάλα να ξινίσει, γιατί θα χαλάσει αμέσως, γιατί οι τροφές των ζώων τώρα είναι ζωοτροφές, είναι από τα χωράφια που είναι από περιβόλια που έχουνε λιπάσματα, που έχουνε ένα σωρό πράγματα... Για αυτό λοιπόν εγώ τώρα το γάλα, το παίρνω, το βράζω και το πήζω γιαούρτι, ελαφρώς, όχι πολύ πηχτή. Και το αφήνω στο ψυγείο το γιαούρτι αυτό, τέσσερις-πέντε μέρες, για να ξινίσει, οπότε ζυμώνω με αυτό το υλικό το αλεύρι και γίνεται ο ξινός τραχανάς.  Ο παλιός, ο παραδοσιακός, δηλαδή η διαφορά που κάνω είναι ότι βράζω το γάλα για λόγους υγείας και μόνο. Γιατί επιχείρησα να το κάνω, να αφήσω το γάλα να ξινίσει, αλλά επειδή τα ζώα τώρα τρέφονται με ζωοτροφές και τα λοιπά, δεν μπορούμε να αφήσουμε το γάλα, πρέπει να προσέξουμε και για αυτό λοιπόν το κάνω με αυτό τον τρόπο. Και για να γίνει ο ξινός τραχανάς, αφήνω το γιαούρτι τέσσερις-πέντε μέρες στο ψυγείο, τον χαράζω και λίγο να κάνει, λίγο, να βγάλει λίγο τυρόγαλο, για να ξινίσει περισσότερο. Αυτή είναι η διαδικασία του τραχανά, του παραδοσιακού τραχανά. Ναι. 

Φ.Κ.:

Να σας επιστρέψω στις φορεσιές... 

Ε.Π.:

Ναι. 

Φ.Κ.:

Είπατε ότι έχετε ασχοληθεί και έχετε μελετήσει και έχετε αντιγράψει αρβανίτικες, αττικοβοιωτικές και ηπειρώτικες. 

Ε.Π.:

Ναι. 

Φ.Κ.:

Ποντιακές ή μικρασιάτικες; 

Ε.Π.:

Όχι, δεν έχω καθόλου. Δεν έχω ασχοληθεί και δεν το γνωρίζω καθόλου, πώς γίνονται. Δεν θέλω να... Μ' αρέσουνε, παρακολουθώ συλλόγους πάρα πολλούς, ποντιακούς συλλόγους, μου αρέσουν πάρα πολύ τα τραγούδια τους, έχω πάει σε πολλά γλέντια Ποντίων, γιατί μ’ αρέσει η ποντιακή λύρα, αλλά δεν ασχολήθηκα με φορεσιά. Δεν ασχολήθηκα, γιατί ταυτόχρονα, εκτός από την παράδοση του τόπου μου εδώ, έφτιαξα και φορεσιές από την Ήπειρο, απ' όπου κατάγομαι, ταυτόχρονα, είμαι και μεγάλη γυναίκα και μεγαλώνω και εγγόνια. Έχω αναλάβει, δηλαδή, τώρα είναι στα δεκαπέντε, επί δεκαπέντε χρόνια εγώ ασχολούμαι με το μεγάλωμα τριών παιδιών, μέρα-νύχτα, δεν είναι μια ώρα και δύο, να τα διαβάσουμε με τον άντρα μου, να τα λούσουμε όσο ήταν μικρά, να τα αλλάξουμε, να τα ταΐσουμε... Τώρα μεγαλώσανε, αλλά και πάλι έχουν την ευθύνη και πρέπει να είμαι...  Οπότε δεν έχω και αντοχές τώρα να συνεχίσω, για αυτό θα αρχίσω, εφόσον δεν έγινε το Λαογραφικό Μουσείο στον Αυλώνα, θα δωρίσω φορεσιές σε μουσεία... Που έχω ήδη κάνει. Έχω δώσει φορεσιά και πεσκούλια αρβανίτικα, θα σας πω τι είναι τα πεσκούλια... Είναι η κοτσίδα που φορούσαν οι νύφες πίσω, φτιαγμένα με φυσικό μαλλί, με χρυσοκλωστή, με ατσάλινη κλωστή... Θα σας το δείξω σε φωτογραφία, αν το πάρετε. Αυτά τα πεσκούλια που χάρισα, ήταν του 1860. Έβλεπα ότι αν δεν τα δώσω, θα πάνε στράφι. Δηλαδή, έπρεπε να συντηρηθούν, για να διατηρηθούν και έπρεπε να δοθούν σε ένα μουσείο. Τα έδωσα στο μουσείο, μαζί με μία φορεσιά αρβανίτικη ολόκληρη, στο μουσείο Αλή Πασά του Φώτη Ραπακούση. Ο γνωστός Φώτης Ραπακούσης, των Ιωαννίνων, που έχει το μουσείο του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Έχω δωρίσει και σε άλλα μουσεία, εκεί που ξέρω ότι θα πιάσουν τόπο.  Δηλαδή, για να σας δώσω να καταλάβετε, όταν παίρνω να γνέσω το μαλλί, έτσι λέγεται, η ρόκα, που βάζουμε την τουλούπα και το κάνουμε το μαλλί κλωστή... Αυτό έχει μία διαδικασία. Εκεί που παίρνω το γάλα, παίρνω και το μαλλί, όταν κουρεύουν τα πρόβατα τον Ιούνιο. Το πλένω, έχει μεγάλη διαδικασία το μαλλί να πλυθεί. Έχω λανάρια της εποχής του 1850, λανάρια. Τα λανάρια είναι αυτά που ξύνουν το μαλλί και το κάνουν τουλούπα. Λοιπόν, αυτά τα λανάρια, τώρα, επειδή φέτος δεν μπορούσα να τα φτιάξω, γιατί έχουνε πλέον... Είναι μουσειακά, δεν μπορούν να βγάλουν το υλικό, θα τα δωρίσω κάπου, όχι για να είναι χρήσιμα, απλά για να υπάρχει στη λαογραφία, για να μαθαίνουν οι νέοι από μας τους παλιούς, τι είναι το λανάρι, τι είναι η [00:20:00]ρόκα, τι είναι το μαλλί, τι είναι το γνέσιμο, τι είναι το σφοντύλι… Έχω, βέβαια, ρόκα ζωγραφική στο χέρι από τον πατέρα μου που έφτιαχνε με κρανιά ξύλου και είναι ζωγραφισμένη με βότανα, με χορτάρια. Φτιάχνανε, στουμπάγανε τα διάφορα χορτάρια που είχανε λίγο χρώμα και με ένα πινέλο βάφανε το ξύλο. Είναι ανάγλυφα. Έχω σφοντύλι. Σφοντύλι είναι αυτό που βάζουμε στη ρόκα, για να μπορεί το αδράχτι να έχει στροφή, να παίρνει στροφή. Αυτό το σφοντύλι μου το έδωσε η πεθερά μου. Της πεθεράς μου, είναι κεντημένο στο χέρι το σφοντύλι, ξύλινο. Της το έκανε δώρο... Όχι, δεν της το έκανε δώρο, της το έδωσε η γιαγιά της... Γιατί η πεθερά μου έμεινε ορφανή. Γεννήθηκε το '23 και το '30 έμεινε ορφανή. Και 7 χρόνων κοριτσάκι, χωρίς σχολείο εκείνα τα χρόνια, χωρίς γράμματα, χωρίς μάνα, τα βάζανε κατευθείαν στη δουλειά. Και κάποια στιγμή, το σφοντύλι αυτό, το ξύλινο, το οποίο το έχω και με συγκινεί ιδιαίτερα που το έχω, σαν μικρό κοριτσάκι, η πεθερά μου 7-8 χρόνων, με ένα χαστούκι που έφαγε, έπεσε το αδράχτι και το σφοντύλι μέσα στη φωτιά που είχαν για να ζεσταίνονται, δεν είχαν τζάκια, όπως τώρα. Και πήρε λίγο φωτιά. Εκεί έφαγε και το ξύλο που... Όπως κάνανε οι παλιοί, μας χτυπάγανε για ψύλλου πήδημα. Το έχω, λοιπόν εγώ. Μου εξήγησε η πεθερά μου, γιατί σε μία άκρη είναι καμένο και κάθε φορά συγκινούμαι που το ακουμπάω, νιώθω ότι ακουμπάω την πεθερά μου, νιώθω ότι τη βλέπω.  Για αυτό κρατάω και τα κειμήλια τα πιο πολλά, για αυτό κρατάω τη σφραγίδα του πατέρα μου, του προ, προ, προπάππου μου, γιατί πήγαινε από γενιά σε γενεά. Γιατί το σόι ήταν όλο ιερείς. Ο προπάππους μου, ο πάππους μου, ο πατέρας μου... Και αυτή η σφραγίδα φτιάχτηκε με ξύλο κρανιάς, από τα χέρια του προπάππου μου και από πάνω έχει και την ημερομηνία που την έφτιαξε. Και αυτό θα σας το δείξω σε φωτογραφία. Τα έχω εγώ αυτά τα κειμήλια και όχι μόνο, έχω πάρα πολλά πράγματα, τα οποία, αν κάποιος ενδιαφέρεται και θέλει να τα βάλει σε ένα μουσείο, ευχαρίστως να τα χαρίσω. Αλλά να ξέρω ότι θα τα δουν οι νέοι και θα μεταλαμπαδεύσω, έστω και με αυτό τον τρόπο, λίγο το παλιό με το νέο. Αν μπορεί και γίνει αυτό θα χαρώ ιδιαίτερα. 

Φ.Κ.:

Θέλετε να μας περιγράψετε τη διαδικασία της αντιγραφής μιας φορεσιάς; 

Ε.Π.:

Η διαδικασία δεν είναι απλή. Γιατί η φορεσιά είναι φθαρμένη, έως λιωμένη. Συγκεκριμένα, σε μία αρβανίτικη φορεσιά, πολύ παλιά, έχω φωτογραφία παλιά του '50, που τη φορούσανε σε ένα γλέντι στον Αυλώνα, η οποία... Την ζουμάρισα τη φωτογραφία για να δω ακριβώς, πώς μπορώ να την μεγενθύνω και με αυτό τον τρόπο, με το φακό, λίγο με τη βοήθεια των εγγονών μου που ξέρουν την τεχνολογία, κατάφερα να τη βγάλω... Να βγάλω το χαρτί, στο κηρόχαρτο δηλαδή, να την αποτυπώσω και να την κεντήσω. Κρατώντας την παλιά, επειδή ήταν πολύ φθαρμένη, η ποδιά παράδειγμα ή τα μανίκια, δεν φαινότανε, είχαν ξηλωθεί πολλά κεντίδια. Και τα έβαζα με μεγεθυντικό φακό, κοίταζα το ύφασμα, για να δω πού είχε περάσει η βελόνα, για να κάνω ακριβώς την αντιγραφή. Γιατί δεν υπήρχε το κέντημα. Αλλά υπήρχαν οι τρυπούλες απ' τη βελόνα και απ' την κλωστή. Και βάσει αυτού, συνέχισα και έφτιαξα, ακριβώς όμως, την ίδια. Έχω τις φωτογραφίες τις παλιές, έχω την ίδια τη φορεσιά την παλιά, έχω και την καινούργια την πιστή, πιστό αντίγραφο που έκανα και θα δείτε πώς έφτιαξα, πώς έφτιαχνα απ' τις βελονιές τις τρυπούλες που είχε το ύφασμα, πώς αντέγραψα την καινούργια φορεσιά.  Με αυτό τον τρόπο έκανα την αντιγραφή. Πάντα είχα μπροστά μου το πιστό αντίγραφο, αλλιώς δεν βοηθάει. Γιατί η φωτογραφία από μία φορεσιά παλιά, που συνήθως έτσι γίνεται, όσο και να θέλουμε να την αντιγράψουμε, δεν βγαίνει. Εγώ αν δεν είχα μπροστά μου, να δω πού υπήρχε η κλωστή αυτή. Στη φωτογραφία δε φαίνεται. Πρέπει... Και έτσι, με το μεγεθυντικό φακό, έβαλα τη φορεσιά την παλιά κάτω και έβλεπα τις τρυπούλες που είχε περάσει η βελόνα και καταλάβαινα το σχεδιασμό. Με αυτό τον τρόπο, σχεδίασα τις φορεσιές μου όλες. Και τις έχω πετύχει 100 τα 100, γιατί είχα τρέλα. Αν δεν το έφτιαχνα, το παρατούσα, και άρχιζα άλλο από την αρχή. Αυτά.   

Φ.Κ.:

Και είπατε διαρκούσε ενάμισι χρόνο...  

Ε.Π.:

Ναι. Ένας τζάκος... Τζάκο λέμε το κορμί της φορεσιάς, της αρβανίτικης φορεσιάς, που είναι κεντημένος εδώ, εδώ, αυτά, το μανίκι δηλαδή, και η ποδιά, θέλει ένα... Εγώ, τουλάχιστον, έκανα δεκατέσσερις μήνες. Εγώ. Έκανα δεκατέσσερις μήνες, άλλοι κάνουνε και τρία χρόνια. Εγώ έκανα δεκατέσσερις μήνες, γιατί έτυχε στα διαστήματα αυτά, που συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια, τα δεκαπέντε χρόνια, τα τελευταία... Έχω αρρωστήσει πάρα πολύ σοβαρά και αναγκασμένη ήμουνα να είμαι στο κρεβάτι πολλές ώρες, οπότε ξέχναγα και την αρρώστια μου με αυτό και ταυτόχρονα δημιουργούσα κιόλας, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ. Για αυτό τις κένταγα σε τόσο χρόνο. Το χέρι μου τρέχει, επειδή μου αρέσει αυτό που κάνω, τρέχει το χέρι μου και κεντάω και γρήγορα. Σε ένα χρόνο, σε δεκατέσσερις μήνες, τη βγάζω εγώ, τον τζάκο και το αυτό. Μόνο τον τζάκο και την ποδιά. Το πουκάμισο, το αρβανίτικο, το φούντι, που λέμε, δεν έχει καμία φούντι φτιάξει τώρα, γιατί δεν φτιάχνονται. Είναι του αργαλειού. Εγώ έχω πέντε φούντια, που μου δώσανε οι γιαγιάδες, τα οποία είναι πριν το '900 όλα αυτά.  Τώρα φτιάχνουνε με πανί ύφασμα, παραποιούν εντελώς την παράδοση, δεν έχει καμία σχέση το φούντι που ασχολούνται κάποιοι και το φτιάχνουν με πανί απλό και βάζουν κάποια μαύρα σιρίτια για να φαίνεται... Δεν έχει να κάνει. Προτιμώ να μην τη φτιάξω καθόλου, οπότε μη φορέσουν τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, η κόρη μου που φοράει και πάει στις παρελάσεις και στους χορούς όλους και τα εγγόνια μου, οι εγγόνες μου. Δεν θέλω παραποίηση. Έχω τα σιγκούνια. Έχω σιγκούνι ολόμαλλο, φτιαγμένο με ύφασμα... Ύφασμα. Με αργαλίσιο ύφασμα, δηλαδή όχι του εμπορίου, που το ύφαιναν οι γυναίκες και μετά το κεντούσανε στο χέρι... Θα δείτε τα σιγκούνια μου και θα καταλάβετε τι σας λέω. Είναι ό,τι έχω, είναι πριν από το '900 σε ρουχισμό αυθεντικό, που μου 'χουνε προσφέρει και τα έχω σαν... Γιατί πίστευα ότι κάτι θα κάνω, δεν το 'κανα, δεν έγινε, δεν πειράζει. Εγώ προσπάθησα μέσω των συλλόγων και των χορευτικών να μεταφέρω την παράδοση παραπέρα. Εν μέρει έχω καταφέρει πάρα πολλά.  Στα Οινόφυτα πάλι, ο Μακαριώτατος ο Αρχιεπίσκοπος έχει κάνει ένα χώρο πολύ μεγάλο και άρχισαν εκεί να ασχολούνται λίγο με την παράδοση. Αμέσως με φωνάξανε και ζήτησαν τη γνώμη μου. Με χαρά εγώ την πρόσφερα, γιατί έχω τρέλα. Κάνανε λοιπόν, ξεκινήσανε με μία λαογραφική έκθεση. Πρόσφερα όλα μου τα υλικά, ό,τι υλικό έχω, μέχρι κρεβάτι νυφιάτικο του '20, με όλα τα στρωσίδια, τις κουβέρτες τις παλιές, με τα πουκάμισα, με τα νυχτικά, με τα… Νυχτικά του τότε έτσι; Όχι τώρα, κεντημένα. Όλα μου τα λαογραφικά. Παράλληλα, έβαλα και μία κούκλα, φόρεσα σε μία κούκλα μία φορεσιά παραδοσιακή που την έφτιαξα μόνη μου. Όταν έγιναν λοιπόν εκεί τα εγκαίνια, ήρθε ο Μακαριώτατος, πέρασε σε όλα και τα έβλεπε, όλα... Με συγκίνησε... Όλα τα πράγματα που είχαν φέρει κι άλλοι άνθρωποι. Και μου έκανε εντύπωση που στάθηκε στην κούκλα που φορούσε τη φορεσιά.  Αυτό με συγκίνησε ιδιαίτερα, γιατί έπιασε το χέρι της κούκλας, σαν να χαιρετούσε κάποιον. Έτσι ένιωσα εγώ εκείνη τη στιγμή. Τον είδα να δακρύζει. Δεν κατάλαβα, γιατί δεν ήξερα, βέβαια, το σκοπό, τι είχε και τα λοιπά. Μετά που καθίσαμε στο τραπέζι, γιατί μας κράτησε στο τραπέζι, όσοι είχαμε προσφέρει στη λαογραφική, μεταξύ αυτών και εγώ, και είπε για τη φορεσιά. «Αυτή η φορεσιά», λέει, δείχνοντας την κούκλα μου, «είναι η φορεσιά που φορούσε η μάνα μου εκείνα τα χρόνια». Και έτσι συγκινήθηκα πάρα πολύ, αυτό που ήθελα δηλαδή, το είδα ότι πέρασε, να μεταδώσω αυτό που ήθελα. Ταυτόχρονα, επειδή συγκινήθηκα πάρα πολύ και επειδή αγαπάω τη λαογραφία, έκατσα ένα χρόνο και κάτι και έφτιαξα μία, πιστό αντίγραφο τέτοιας φορεσιάς, και την πρόσφερα στο κέντρο του κυρίου, του Μακαριότατου του Ιερώνυμου. Μετά από δυο-τρεις [00:30:00]μήνες, χωρίς να γνωρίζω, με καλέσανε με πρόσκληση και με τηλέφωνο προσωπικά απ' το γραφείο του, να πάω στο κέντρο και κάνανε μία εκδήλωση για μένα, για την προσφορά μου και όχι μόνο γιατί έδωσα την φορεσιά... Αυτό είναι το λιγότερο. Από ότι μου είπε και ο Μακαριώτατος, για αυτό που κάνω, για αυτό που μεταφέρω, που μεταδίδω, που τον έκανα να συγκινηθεί. Και μου κάναν την τιμή να με καλέσουν, να με βραβεύσουν, ο Μακαριώτατος για αυτό το έργο. Ήταν πάρα πολλοί υπουργοί μέσα, ήτανε πάρα πολλοί λαογράφοι, ήταν πάρα πολύς κόσμος... Εγώ δεν το περίμενα και δεν είχα φανταστεί ότι θα είναι κάπως έτσι.  Πήγα απλά, δεν περίμενα αυτή τη μεγαλειώδη συγκέντρωση και όλο αυτό το σκηνικό, γιατί μου λέγανε μετά: «Γιατί δεν μας είπες και μας να 'ρθούμε», άλλοι, δικοί μου άνθρωποι. Ήταν η οικογένειά μου, βέβαια, η εγγόνα μου έκλαιγε, απ' ό,τι κατάλαβα, απ' όσο καταλάβαινε, τέλος πάντων. Όλα αυτά και τα 'κανα με αγάπη. Άφησα και εκεί το λιθαράκι της παράδοσης. Τώρα έχουν περάσει τέσσερα-πέντε χρόνια, έξι, έχουνε φτιάξει τη δική τους λαογραφική αίθουσα, ό,τι χρειαζότανε με ρωτούσαν, ότι θέλανε με ρωτούσανε. Κάτι κατάφερα, έστω κι ας μην έγινε το μουσείο, νιώθω λίγο ότι κάτι έδωσα. Και πιστεύω ότι και το υλικό που έχω, θα το δώσω και θα πιάσει τόπο, είμαι σίγουρη ότι θα πιάσει τόπο. Δεν μπορεί να πετάξουν στα σκουπίδια μία φορεσιά κεντημένη, που κάποια γυναίκα πριν το '900, που δεν είχανε να φάνε, που μαζεύαν τις τσουκνίδες για να φάνε, τις νεροβράζανε, να χαλάσει λεφτά για να πάρει τα υλικά, με υφάσματα γαλλικά ως επί το πλείστον. Να πάρει τις κλωστές που ήταν πανάκριβα, να διαθέσει τόσο χρόνο... Που δεν είχε μόνο αυτό, δεν υπήρχε και ρεύμα, ανάβαν τη φωτιά να φτιάξουν το φαγητό τους, τον καφέ τους, το γάλα τους, να πάνε στα χωράφια, να θερίσουν, να σπείρουν, να κάνουν όλες τις δουλειές...  Και τα βράδια, με μια λάμπα, αυτές οι γυναίκες αφιέρωναν το χρόνο τους, που θα μπορούσαν να κάτσουν να πάρουν μία ανάσα, και κεντούσαν αυτά τα κομμάτια, που σήμερα τα έχουν και τα έχουνε κλειδωμένα στα μπαούλα. Όχι. Δεν είναι έτσι. Το μπαούλο είναι για να μπαίνουν άλλα πράγματα μέσα και όχι να φυλακίζουμε την παράδοση. «Ανοίχτε τα μπαούλα», το λέω σε όλες τις γιαγιάδες, το λέω σε όλες τις κοπέλες, το λέω σε πολλούς ανθρώπους που είναι συλλέκτες... Και οι συλλέκτες αυτοί, το χόμπι, δεν ξέρω τι, έχουν και τα λεφτά τους... Τα παίρνουν, τα ακριβοπληρώνουν και τα χώνουν σ' ένα μπαούλο. Πρόσφατα... Πρόσφατα. Πριν από ενάμισι χρόνο, δύο, πέθανε κάποιος εδώ, στον τόπο αυτόν που ζω. Λαογράφος. Δεν ήταν λαογράφος, ήταν σαν και εμένα, ψώνιο, ας πούμε. Αλλά... Δεν είχε οικογένεια, ήταν στην αεροπορία, είχε μισθό ο άνθρωπος. Και είχε το ψώνιο που έχω εγώ. Και έπαιρνε ό,τι λαογραφικό υλικό, μόνο σε φορεσιές και σε κοσμήματα απ' τον Αυλώνα. Είχε το μεγαλύτερο... Δεν τα 'δειξε ποτέ σε κανέναν. Όλοι ξέραμε ότι υπήρχε αυτό το λαογραφικό κομμάτι. Και πεθαίνει από καρκίνο ο άνθρωπος. Αυτό το υλικό, μέσα σε τρεις μέρες είχε φύγει, είχε εξαφανιστεί. Βέβαια, δόθηκε πιθανόν απ' τους συγγενείς, μακρινούς συγγενείς που είχε, γιατί πουλήθηκε και το σπίτι του μέσα σε μια εβδομάδα... Δόθηκε για... Τι να πω; Για μία Coca-Cola να πω; Για ένα ποτήρι νερό; Τι να... Δεν ξέρω τι να πω. Που θα μπορούσαν να πάνε σε ένα μουσείο αυτά. Να πει ο κληρονόμος, οι κληρονόμοι που ήτανε: «Πάρτε τα». Να πει στο κράτος, να πει κάπου, στους φορείς, στους δήμους, κάπου. «Πάρτε τα».  Για αυτό λέω ότι οι συλλέκτες κάνουν τραγικό λάθος που λέγονται συλλέκτες. Για μένα λέγονται γραφείο τελετών παράδοσης. Για μένα οι συλλέκτες είναι γραφείο τελετών. Τελείωσε. Δεν υπάρχει συλλέκτης που να βγάλει το ρούχο, να το δείξει σε εσένα που είσαι παιδί και να σου εξηγήσει τι είναι αυτό, γιατί υπάρχει. Αυτή η φορεσιά που κεντήθηκε από μια γιαγιούλα, από μία μάνα, ώρες ατελείωτες ένα βράδυ, βράδια ολόκληρα, χειμώνα-καλοκαίρι, με τα χιόνια, με τη δυσκολία της εποχής τότε... Και να πεταχτούνε στα σκουπίδια. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Ούτε να το σκέφτομαι. Δεν μπορώ να διανοηθώ... Ξέρετε πόσο κόπο έχω κάνει γι’ αυτές τις φορεσιές; Που με τα σύγχρονα μέσα και με τη σύγχρονη, πώς να πω; Που βρίσκω πιο εύκολα τα υλικά... Ναι μεν τα παραγγέλνω, άλλα από το εξωτερικό, άλλα απ' το Σουφλί, για να βρω μεταξωτά υλικά και τα λοιπά.  Δόξα τω Θεώ, έχω την οικονομική ευχέρεια να τα βρω. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε η ευχέρεια. Και παρόλα αυτά, εγώ τώρα πονάω για τις φορεσιές μου. Φαντάσου εκείνη η γιαγιά που έκανε τόσο κόπο, τον τριπλάσιο από μένα... Γιατί εγώ είμαι μια νοικοκυρά, θα μαγειρέψω, θα πλύνω, το πλυντήριο, το ένα, το άλλο. Η τότε γυναίκα δεν είχε ούτε πλυντήριο. Πήγαινε στο ποταμάκι που έρεε νερό, να πλύνει τα ρούχα. Μαγείρευε στο τσουκάλι, στη φωτιά. Δεν είχε τα μέσα και το βράδυ έβγαζε τα μάτια της στο κέντημα. Και αυτό το κέντημα να βρίσκεται στα σκουπίδια. Όποιος το κάνει για μένα, συλλέκτης, και το έχει στο μπαούλο, είναι γραφείο τελετών της παράδοσης. Το έχω πει σε όλους και το λέω σε πάρα πολλούς συλλέκτες, το λέω ευθέως, και πολλές φορές σε διαδικτυακούς φίλους, το γράφω και μπροστά τους: «Δεν αγαπάτε την παράδοση. Είστε συλλέκτες μεν, αλλά τη θάβετε την παράδοση».  Ενώ στα Γιάννενα, ο κύριος Φώτης Ραπακούσης, ο ιδρυτής του Mουσείου Αλή Πασά στο νησάκι Ιωαννίνων, είναι ένα παιδί ορφανό, μεγάλωσε σε ιδρύματα, δεν ξέρει γράμματα καθόλου. Είναι ένας άνθρωπος που δεν περιγράφεται, δεν μπορώ να τον περιγράψω, θα μπεις να μάθεις την ιστορία του και θα σου δώσω και το βιβλίο του, το Πικρό Γάλα, έχει γράψει βιβλίο, να το διαβάσεις. Το έχω, έκανε μία παρουσίαση πριν από τρία χρόνια στον Ιανό, στην Αθήνα. Παρουσίαση του βιβλίου του, τη ζωή του, γιατί αν θα την διαβάσεις, θα πάθεις, δεν θα μπορείς να σηκώσεις τα μούτρα σου από το βιβλίο, δεν υπάρχει. Λοιπόν. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε κότερο, ούτε αυτοκίνητο, ούτε.... Ένα σπιτάκι στο χωριό, σ' ένα χωριό των Ιωαννίνων. Στην πορεία, μετά από... 17-18 χρονών όταν έγινε, που βρήκε ρίζες, που βγήκε από τα ιδρύματα και πήγαινε από δω και από κει. Δεν ξέρει γράμματα, στο ίδρυμα δεν τους μαθαίνανε. Είναι μικρότερος από μένα. Εγώ είμαι 75, εκείνος θα 'ναι τώρα 68...  Λοιπόν. Κατάφερε, όμως, να φτιάξει το μεγαλύτερο λαογραφικό μουσείο στην Ελλάδα. Αν τον δείτε πώς γυρνάει και πώς κυκλοφορεί... Όπως εγώ. Είναι μέσα στους ανθρώπους, στην πλατεία, είναι σαν ο διπλανός μας, δεν ξεχωρίζει, δεν τον βλέπεις... Καταρχήν, δεν έχει αυτοκίνητο. Αυτό τα λέει όλα. Δίνει την ψυχή του. Σ' αυτόν τον άνθρωπο λοιπόν εγώ, με πολλή χαρά, έδωσα και θα δώσω. Και σε όποιο άλλο μουσείο είναι ενεργό με πόνο ψυχής, γιατί ο συλλέκτης... Να του δώσω... Και να του τα χαρίσω του συλλέκτη, μόνη μου τα θάβω. Δεν έχει νόημα. Για αυτό σου λέω, υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν την παράδοση, θα τη συνεχίσουν, καμαρώνω που είμαι Ηπειρώτισσα και έχω έναν τόσο πολύ καλό φίλο, το Φώτη τον Ραπακούση, ο οποίος είναι μοναδικός στο είδος. Έκανε την Ελλάδα γνωστή σε όλα τα πέρατα του πλανήτη. Δεν υπάρχουν Έλληνες, όχι μόνο Έλληνες, άνθρωποι, που να 'ρθουν στην Ελλάδα, Έλληνες και ξένοι, και να μην πάνε στο νησάκι να δούνε τη φορεσιά. Έχεις πάει; Λοιπόν. Είναι φανταστικό και αν γνωρίσεις και τον ίδιον, δεν θα σου μιλήσει: «Γεια σου, κύριε τάδε... Γεια σου Φώτη μου! Γεια σου Λίτσα μου! Γεια σου...» Είναι ο απλός, ο άνθρωπος που ξέρει να πει και να αισθανθείς άνετα μαζί του. Έτσι θα συνεχίσουμε την παράδοση παίρνοντας μαθήματα από το Φώτη, παίρνοντας μαθήματα από άλλους που έχουν μουσεία και κάνω και εγώ αυτό που μου αρέσει. Αυτά.  

Φ.Κ.:

Να σας ξαναγυρίσω λίγο στις φορεσιές... Τι κοινά στοιχεία βρίσκετε στις διάφορες παραδοσιακές φορεσιές; 

Ε.Π.:

Τι; 

Φ.Κ.:

Τι κοινά στοιχεία εντοπίζετε στις διάφορες φορεσιές; 

Ε.Π.:

Ο κάθε τόπος έχει τη δική του φορεσιά. Δεν μοιάζει με κανενός άλλου τόπου. Αυτό. Δηλαδή, η αρβανίτικη εδώ η φορεσιά που έχω φτιάξει, τις άπειρες φορεσιές τις αρβανίτικες, δεν έχουν καμία σχέση με των Ιωαννίνων, με της Ηπείρου, καμία απολύτως όμως. Εκείνες έχουνε σιγκούνι μαύρο, άλλο, ολόσωμο, οι Αρβανίτες έχουν [00:40:00]κοντό σιγκούνι, είναι με άσπρο φούντι, είναι τελείως διαφορετικές. Οι φορεσιές που έχω εγώ, οι Αττικοβοιωτίας, είναι εδώ της... Ο Αυλώνας είναι το τελευταίο χωριό της Αττικής, συνορεύει με τα Οινόφυτα, με τον Άγιο Θωμά, με το Σχηματάρι... Έχουμε τις ίδιες φορεσιές. Απ' τη Μαλακάσα και προς τα μέσα, προς την Αθήνα, έχουν την φορεσιά που έχουν στα Λιόσια, του Μενιδίου. Είναι άλλο, με άλλο φούντι, με κόκκινο φούντι, κεντημένο κάτω, κόκκινο. Εμείς εδώ έχουμε με το μαύρο φούντι. Πάντως, δεν έχουν καμία σχέση με άλλες φορεσιές. Δηλαδή, άντε και λίγο στην Κορινθία, αλλά όχι έτσι. Μοιάζουν λίγο. Λίγο με τα Μέγαρα, λίγο με... Αυτά. Όχι, δεν έχει πολλά, δεν έχει, δεν έχει. Αυτά είναι. 

Φ.Κ.:

Οι φορεσιές των πλούσιων και των φτωχών, έχουν διάφορες; 

Ε.Π.:

Όχι. Τότε, εκείνα τα χρόνια, γιατί τώρα δεν ασχολούνται και πολύ μ' αυτά, εκείνα τα χρόνια, οι γυναίκες μπορούσανε να πουλήσουν και δύο αυγά από τις κότες που παίρνανε, να πάρουν τα υλικά, να φτιάξουν τις φορεσιές. Δεν ήταν η πλούσια και η φτωχιά. Υπήρχαν λίγο πιο πλουμιστές φορεσιές. Πλουμιστές λέμε αυτές που έχουν πιο πολλή δαντέλα, πιο πολύ υλικό, όχι κέντημα. Πιο πολύ φερτό υλικό, που μπορούσε να το αγοράσει από κάπου. Αυτό, ήταν κάποιες οικογένειες που είχανε λίγο παραπάνω χρήμα και παίρναν λίγο πιο πολύ δαντέλα, πιο πολύ χάντρα, πιο πολύ πούλια, για να βάλουν. Αυτό. Όχι όμως ότι είχαν διαφορά στο κέντημα. Η δουλειά ήταν η ίδια. Απλά ήταν πιο πλουμιστές, γιατί είχανε υλικά που μπορούσαν να τα αγοράσουν κάποιες γυναίκες παραπάνω. Αυτή είναι η διαφορά. 

Φ.Κ.:

Το κέντημα της φορεσιάς τι τεχνική έχει; 

Ε.Π.:

Είναι περίπλοκο. Δεν είναι το κέντημα που κάνουμε στο σπίτι, όπως σας είπα και στην αρχή. Στο εργόχειρο. Αφού κάνουμε τη στάμπα στο ύφασμα, πάντα κεντάμε με τελάρο, κανόνας αυτό. Αφού κάνουμε το σχέδιο, αρχίζουμε και κάνουμε την πρώτη τεχνική. Περνάμε, δηλαδή, το κέντημα... Πώς να σας το δείξω τώρα; Πρέπει να σας το δείξω σε φωτογραφία ή κάπως... Περνάμε το κέντημα με άσπρη κλωστή, στο ύφασμα δηλαδή, κάνουμε περίγραμμα με άσπρη κλωστή, παράδειγμα, το σχέδιο, το πουλί, το λουλούδι, το αυτό, το περίγραμμα. Και πάνω σε αυτό μετά, κεντάμε με μουλινέ, μονόχρωμο, ένα χρώμα που μοιάζει με το χρυσό. Το κεντάμε αυτό όλο το... Όλη τη φορεσιά και μετά παίρνουμε και κεντάμε με χρυσό. Αν έχει και χρώματα και με χρώματα. Πάντως θέλει δύο φορές κέντημα. Δεν είναι μία φορά και έξω. Λοιπόν, από πάνω βάζουμε λοιπόν, το χρυσό πάνω στο μουλινέ, που μοιάζει με χρυσό, ούτως ώστε και λίγο να ξεφεύγει, για να μη φαίνεται. Αυτό είναι κανόνας στο κέντημα, όλα τα κεντίδια έχουν δίπλα κέντημα.  Η τελευταία φορεσιά που έφτιαξα που είναι του 1800, πριν από το '90, 1888, απ' ό,τι μου είπαν οι γιαγιάδες που μου τη δώσαν, θα σας τη δείξω... Δεν έβρισκα τα υλικά. Ήτανε λίγο πιο πλούσια η οικογένεια που την είχανε, από ό,τι έψαξα και διάβασα εδώ, από τον Αυλώνα... Και είχε φέρει υλικά απ' τη Γαλλία, μεταξωτές κλωστές απ' τη Γαλλία. Έψαξα σ' όλη την Αθήνα, δεν τις βρήκα, τις βρήκα στο Σουφλί, αφού απευθύνθηκα σε γαλλικό οίκο που φτιάχνουν φορεσιές και μου είπαν ότι: «Θα πάρετε από κει τα υλικά». Με βοήθησε το ίντερνετ, δηλαδή σ’ αυτό. Και τα παρήγγειλα αυτά στο Σουφλί. Τις κλωστές αυτές, για να φτιάξω την τελευταία φορεσιά. Στις άλλες φορεσιές έχω μουλινέδες, σε αυτή έχω μεταξωτές, ολομέταξες κλωστές, στην τελευταία φορεσιά που έφτιαξα. Αυτά. 

Φ.Κ.:

Ο στολισμός; 

Ε.Π.:

Ο; 

Φ.Κ.:

Για το στολισμό; 

Ε.Π.:

Για το στολισμό, φτιάχνω μόνη μου τα κοσμήματα. Στην αρχή, στην πρώτη φορεσιά που έφτιαξα πριν από δεκαπέντε χρόνια, πότε ήτανε, αγόρασα αντίγραφα από μία κυρία που κάνει αντίγραφα φορεσιών αρβανίτικης ενδυμασίας, η οποία μένει στο Βόλο, η κυρία αυτή, και ασχολείται με τα κοσμήματα. Και είναι και άλλη μία στην Αγία Άννα της Εύβοιας που ασχολούνται με αυτά. Όταν είδα ότι έδωσα τα φλουριά μου, δηλαδή, παλιά κέρματα του 1890, του '900, του 1920, κέρματα πολλά, αυτό είναι οι φορεσιές, τα έδωσα σε κάποιον να μου τα φτιάξει, να μου τα βάλει σε αλυσίδα, να γίνουν με εφτά σειρές αλυσίδα. Μου ζήταγε, τότε, ήταν πολλά τα... Μου ζήταγε 1.700 ευρώ. Όταν είδα τι κάνει... Δεν τ' άφησα βέβαια, να το φτιάξει.  Αφού είχα αγοράσει από την άλλη κυρία που έφτιαχνε παραδοσιακά, έκατσα και είδα τι είναι, πήγα στην Αθήνα, πήρα τα υλικά κοσμημάτων, όλα που κάνουν κοσμήματα, μπήκα στο ίντερνετ και από το ίντερνετ έμαθε ο άντρας μου και εγώ, οι δυο μας, με υπομονή, πώς φτιάχνουμε τα φλουριά. Και έκατσα και έφτιαξα, μπορώ να σας πω και πενήντα φλουριά, όταν λέω φλουριά, με πέντε σειρές το καθένα, με έξι... Δεν τα έχω όλα εγώ, έχω γύρω στα 12 με 13 εγώ, τα άλλα τα έκανα δώρο. Τα 'φτιαχνα με τόση χαρά, που ήξερα ποια κάνει φορεσιά, ποια κέντησε, ποια γυναίκα έχει κεντήσει φορεσιά... Ας της δώσω και εγώ αυτό. Και καμαρώνω που έχουν όλες αυτές οι φίλες μου, οι γνωστές μου, τέλος πάντων, όχι φίλες, που έχουν κεντήσει φορεσιές, που έχουν και από ένα στολίδι από μένα. Η κάθε φορεσιά θέλει το δικό της κέντημα. Οι φωτογραφίες που έχω με τον άντρα μου που φτιάχνει τα βράδια, το χειμώνα που χιονίζει και δεν έχουμε τι να κάνουμε και αυτά, που ασχολείται πάρα πάρα πάρα πολύ με την τέχνη του κοσμήματος. Τα φλουριά που ήταν πέντε-έξι σειρές...  Μετά υπάρχει και το γιορτάνι, που φορούσαν εδώ στο λαιμό. Το γιορτάνι, όμως, δεν μπορούμε να το φτιάξουμε, κακά τα ψέματα, θέλει ειδικούς, θέλει πρέσες, θέλει μηχανήματα, δεν μπορούμε. Αλλά τα φλουριά, κακώς πληρώνουμε και μας τα φτιάχνουνε, ενώ μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας. Γιατί, το να δώσω 1.500 ευρώ, ξέρω 'γώ, για να κάνω πέντε σειρές φλουριά και εμένα μου στοιχίζει 200 ευρώ... Θα το σκεφτώ, είναι πολλά τα λεφτά. Γι’ αυτό ασχολούμαι... Έχω κάνει τα σκουλαρίκια, ίδια, σετ, βραχιόλι, φλουριά, άλισσο, τον λένε, με πέντε σειρές. Σκουλαρίκια, άλισσο, βραχιόλι, ίδια, με τα ίδια κέρματα, όχι άλλο εδώ, κι άλλο εκεί, ό,τι είχε ο άλισσος, που είχε πέντε σειρές φλουριά, με τα ίδια έκανα τα σκουλαρίκια, να κρέμονται εδώ δύο σειρές σκουλαρίκια. Έχω και χρυσά, έχω και ασημένια. Έχω φτιάξει απ' όλων των ειδών. Μετά, έχω πόρπες. Έχω μία πόρπη αυθεντική, είναι πριν το '900, δεν ξέρω πότε ακριβώς, αλλά είναι πριν το '900, την οποία την έχω δώσει και την έχουν φορέσει οι πάντες και τα τελευταία δύο χρόνια, τρία... Όχι, πριν τον κορωνοϊό, έπεσε από μια κοπελίτσα, έσπασε. Την έδωσα να μου την συμμαζέψουνε και φέτος, στο Μεσολόγγι, την ξανάδωσα και έσπασε, καταστράφηκε, δηλαδή, αλλά εγώ την κρατάω, όπως είναι, δεν με νοιάζει. Ας έσπασε, αρκεί που το κορίτσι χόρεψε και το ευχαριστήθηκε. Τις άλλες, τις έχω αγορασμένες, τις πόρπες. Η πόρπη είναι η ζώνη που φοράνε στη μέση. Άλλες είναι... Η ηπειρωτική είναι πολύ ακριβή, η πόρπη, δεν την αγοράζεις εύκολα, είναι με άλλη τεχνική, είναι... Ενώ οι άλλες, οι αρβανίτικες, βρίσκεις και με 60 ευρώ και με 50. Έχω γύρω στις δεκαπέντε πόρπες, δηλαδή όσες φορεσιές έχω, κάθε φορεσιά έχει και την πόρπη. Και θα έχει και τον άλισσο, τα σκουλαρίκια, το βραχιόλι, θα πάει, δηλαδή, η φορεσιά, που τη δίνω, θα πάει ολοκληρωμένη. Ακόμη και παπούτσια χορού. Ακόμη και παπούτσια χορού έχω πάρει, διάφορα νούμερα, μέχρι και το 40 νούμερο, για να δίνω σε όσες κοπέλες... Οι περισσότερες έχουνε, αλλά υπάρχουν και κοριτσάκια που δεν έχουνε. Όταν λέω κοριτσάκια, δεν εννοώ 10 χρόνων, 12, 15, 18, 20, δεν έχουν όλοι την ευχέρεια να αγοράσουν παπούτσια. Εγώ τα κρατάω, όπως και τσαρούχια πάλι, με την ίδια λογική, αυτά κάνω. 

Φ.Κ.:

Άρα συνολικά, τι υλικά χρησιμοποιείτε… 

Ε.Π.:

Για τις φορεσιές. Για του άντρα μου, για των [00:50:00]παιδιών μου τις φορεσιές... Του άντρα μου, που έκανα την καθαρά ηπειρωτική φορεσιά, τσόχα μάλλινη, τσόχα μάλλινη εκρού, την παντελόνα τη φαρδιά και μαύρο γιλέκο, πάλι με τσόχα μαύρη και το κέντησα μόνη μου, τα 'ραψα μόνη μου, παραδοσιακά, έκανα μόνη μου το σκούφο, το αυτό. Την αρβανίτικη φορεσιά, που έχω κάνει στον άντρα μου και στον γιο μου... Έχω κάνει στον άντρα μου και στον γιο μου. Και στον γιο μου έχω κάνει και την αστή και την καλή, δηλαδή, έχω κάνει τη γαμπριάτικη, την αρβανίτικη, τη γνήσια την αρβανίτικη, τη γαμπριάτικη, τη φορεσιά, αυτή όμως σε εξειδικευμένη μοδίστρα. Αλλά, μπροστά της με το αντίγραφο, το παλιό αντίγραφο, το οποίο το 'δωσα, δεν το έχω, μου το 'δώσαν ευτυχώς, και έφτιαξα τη φορεσιά του γιου μου. Έχει πάρει μέρος σε πολλά χορευτικά, έχει πάρει μέρος... Και πού δεν πήγαμε... Ο άντρας μου πρωτοχορευτής, η κόρη μου, ο γιος μου, τα εγγόνια μου, μωρά που ήταν και τώρα που μεγαλώσανε... Έχω κάνει την τσολιαδίστικη την αρβανίτικη. Ένα γιλέκο, για να το κεντήσω, μου πήρε ένα χρόνο. Μέχρι και τα τίρκι, είναι… Δεν ξέρω πώς τα λένε αλλού, εδώ οι Αρβανίτες τα λένε τίρκια, επιγονατίδες, που τα φοράνε μέχρι το γόνατο, πώς να το πω; Με τσόχα μάλλινη και κέντημα από πάνω. Μαύρα αυτά πάντα. Όλα μόνη μου, ναι, έβλεπα και έφτιαχνα. Τα οποία στα Οινόφυτα, στο κέντρο αυτό που είχε γίνει, πριν από εφτά χρόνια νομίζω, κάνανε έναν παραδοσιακό γάμο, αρβανίτικο. Στο κέντρο αυτό που είχαμε αρχίσει και φτιάχναμε πολλά πράγματα. Και έδωσα τις φορεσιές μου, για τη νύφη, για το γαμπρό, για τη συμπεθέρα, για το συμπέθερο. Μόνο το άλογο βάλανε αυτοί και κάνανε το γάμο κανονικότατα, όπως γινότανε παλιά. Ήταν και ο Μακαριώτατος εκεί.  Στο τέλος έγινε ένα απίστευτο γλέντι, ήταν ο Μπρέμπος ο τραγουδιστής και τα λοιπά, με αρβανίτικα τραγούδια. Είχαν έρθει οι Μενιδιάτες, απ' το Μενίδι, χορευτικά, με τα γιορτάνια, με τα φούντια τα κόκκινα οι Μενιδιάτες. Και είχανε πάρει μέρος σ' αυτόν το γάμο, σ' αυτό το αντάμωμα, σ' αυτό το πράγμα. Ο γάμος αυτός, λοιπόν, ο αρβανίτικος, με άλογο καβάλα η νύφη, ο γαμπρός, ξέρεις, όπως παλιά, ήτανε τόσο... Δηλαδή, ρίγη συγκίνησης από όλους. Είχε τόση επιτυχία και ήταν οι φορεσιές μου, που εμένα με κάναν διπλά χαρούμενη, γιατί το να βλέπεις μια νυφούλα, ένα κοριτσάκι έτσι, 20 χρόνων, έγινε νυφούλα κατά κάποιο τρόπο, για το γύρισμα, για αυτό. Ο γαμπρός ένα παλικάρι... Που πριν από λίγο καιρό παντρευτήκαν στα αλήθεια τα παιδιά. Συμπέθερος ένας φίλος μου με τη φορεσιά του άντρα μου, την αστή, την καθημερινή... Όχι την καθημερινή. Ναι, είναι η γαμπριάτικη και είναι και η άλλη, που φορούνε... Οι πουκαμίσες, που λέγονται. Είναι φορεσιές ασήκωτες. Το βάρος τους... Να βάλω τη φορεσιά του γιου μου σε μία τσάντα, σε μία βαλίτσα, ολόκληρη, δεν μπορώ μόνη μου να τη σηκώσω. Πραγματικά, ίσως επειδή και εγώ είμαι και μεγάλη γυναίκα... Τα κουβαλάει ο άντρας μου ή ο γιος μου. Δεν μπορώ. Είναι βαριά ρούχα. Δεν είναι ένα πουκαμισάκι ή ένα φουστανάκι ή ένα, ξέρω εγώ, ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Η πουκάμισα η γαμπριάτικη του γιου μου, με το όνομά του εδώ φτιαγμένη, είναι σπάνιο... Είναι βαριά. Δεν ξέρω πόσα μέτρα ύφασμα. Και το ύφασμα αυτό, είναι υφαντό σε αργαλειό παραδοσιακό, δεν είναι καθημερινό, δεν το βρίσκεις στο εμπόριο. Και είναι βαρύ, είναι ασήκωτο.  Έχω πολλά τέτοια πράγματα και σιγά-σιγά θα τα... Αλλά για αυτό το αντάμωμα εκεί, για αυτόν το γάμο που έγινε, ο αρβανίτικος γάμος, που λέμε, είχε μεγάλη επιτυχία και για μένα ήταν διπλή χαρά, γιατί ήταν οι φορεσιές μου. Έχω να θυμάμαι, δηλαδή, πράγμα... Βλέπω τον άντρα μου και τον γιο μου στη Δώρα Στράτου... Η κόρη μου, ο άντρας μου, ο γιος μου, με αρβανίτικες φορεσιές. Η κόρη μου εκεί ήτανε η νύφη και ο γιος μου ήταν ο γαμπρός. Δηλαδή που συμμετείχαν σε χορευτικό, που αναβίωναν κάποιο έθιμο του Αυλώνα, έτσι; Στη Δώρα Στράτου. Να βλέπεις μετά από καιρό, να τις φοράνε στα Οινόφυτα, ας πούμε, και να παριστάνουν, να αναβιώνουν ένα γάμο. Είναι ωραία πράγματα αυτά. Εμένα με 'καναν πολύ χαρούμενη, όσο ζω θα τα μεταφέρω και, όποιος θέλει να φορέσει τις φορεσιές μου, με χαρά τις δίνω σε όλους τους συλλόγους, σε όποιον θέλει, σε όποιον... Και να 'ρθεί και να του μάθω και 5 πράγματα, έχω το χρόνο να του δείξω να μάθει και να κεντάει, να του δείξω πώς γίνεται το μαλλί τουλούπα, να του δείξω πώς υφαίνουνε, να του δείξω... Έχω εργαλείο, να του δείξω πώς είναι το κέντημα, πώς είναι... Όλα μπορώ να τα μεταφέρω, αρκεί αυτός που θα το κάνει, να το θέλει. Να μην το κάνει, για να λέει ότι το έκανε. 

Φ.Κ.:

Σε ποιες άλλες περιστάσεις φοριούνταν οι φορεσιές σας; Σε ποιες άλλες περιστάσεις; 

Ε.Π.:

Συνήθως, εδώ στον Αυλώνα, εδώ, επειδή εδώ έχω πενήντα χρόνια, κακά τα ψέματα, είναι τα χρόνια πολλά... Εδώ κάνανε τις Απόκριες ένα γλέντι. Κάθε Απόκριες, κάναν ένα γλέντι, το οποίο το ονομάζαν Ντιβάνι. Είναι καταγεγραμμένο σε όλα τα βιβλία εδώ της περιοχής, το Ντιβάνι του Αυλώνα. Εκεί, λοιπόν, μαζευόντουσαν στην πλατεία του χωριού, άντρες και γυναίκες και χόρευαν όλη την ημέρα, αλλά όλοι με παραδοσιακές φορεσιές, όχι με ρούχα κανονικά. Μπροστά οι γυναίκες έναν κύκλο. Και όταν λέμε έναν κύκλο, δεν εννοούμε δέκα, είκοσι, τριάντα άτομα... Όλο το χωριό. Και από πίσω οι άντρες. Άλλοι με τις πουκαμίσες, άλλοι με τη φουστανέλα και με το... Και τις φορούσανε...  Να σου δώσω να καταλάβεις, έχω μία φορεσιά που ήρθε μία κυρία από την Κρήτη... Ήρθε το '30 εδώ νομίζω, νύφη. Μία κοπελίτσα, προξενιό, δεν ξέρω. Εκείνα τα χρόνια, προξενιό. Και νερό δεν είχανε στα σπίτια. Και ξεκίνησε να πάει στην πλατεία, που υπήρχε μία βρύση να πάρει νερό. Πώς κάναμε εκείνα τα χρόνια; Και της λέει η πεθερά της: «Πώς θα πας έτσι;» Δηλαδή, η ενδυμασία της ήτανε αυτές που φοράμε σήμερα, ξέρω 'γώ, να πω. Και της έδωσε η πεθερά της, φορεσιά αρβανίτικη για να πάει, να μην τη δει ο κόσμος. Γιατί φορούσαν όλοι αρβανίτικα, όλοι φορεσιές. Ήταν η εποχή, το '20, το '30, που δεν έβγαιναν με ρούχα κανονικά έξω. Έβγαιναν με φορεσιές. Λοιπόν και της έδωσε η πεθερά της φορεσιά και πήγε. Μετά από πέντε χρόνια, ξαναπήγε στη βρύση και είχε ένα κοριτσάκι απ’ το χέρι, είχε κάνει ένα παιδάκι δηλαδή. Με την ίδια φορεσιά.  Και όταν μου την έδωσε εμένα αυτή η γιαγιά, —δεν ζει βέβαια χρόνια τώρα— αυτή τη φορεσιά πριν τριάντα χρόνια, σαράντα, μου έδωσε και τη φωτογραφία. Είχε φωτογραφία βγάλει στην πλατεία που έπαιρνε νερό. Ποιος την είχε... Κάποιος τότε, δεν ξέρω, τι ήτανε... Και είχε και το κοριτσάκι και επειδή είχε το κοριτσάκι, ζήτησε και βγάλανε φωτογραφία. Η κόρη της τώρα, δεν ξέρω αν ζει, θα είναι 80 και, η κόρη αυτής της γιαγιάς, που ήταν τότε στη φωτογραφία. Άρα, λοιπόν, υπάρχουνε, έχω τις φωτογραφίες, έχω τη φορεσιά, τα 'χω όλα αυτά, μου τα δίνανε με χαρά. Βλέποντας με ότι χαίρομαι, πήγαιναν και έψαχναν κι άλλα πράγματα να βρουν να μου δώσουνε... Τα εσώρουχα μιας νύφης του '900... Τα εσώρουχα. Που τα κεντούσαν στο χέρι. Τότε που παντρευόντουσαν με προξενιά, δεν υπήρχε πρώτος άνδρας, δεύτερος άντρας, τρίτος άντρας. Ένας ήτανε και έπρεπε να είναι... Όχι έπρεπε. Ήταν κάτι ιδιαίτερο να κεντήσουν τα εσώρουχα. Δεν πήγαιναν με φανελάκι. Έχω τέτοια πράγματα, πάρα πολλά, πάρα πολλά. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τι να σου πρωτοπώ; Τι να… 

Φ.Κ.:

Μου είχατε πει για μια διπλοφορεσιά; Τη γαμήλια, που άλλαζε... 

Ε.Π.:

Η πόλκα. Ναι. Η πόλκα είναι η φορεσιά η αρβανίτικη, η πιο αστή. Η πιο απλή. Που τη φορούσαν για δουλειές, όπως σου λέω για αυτή που πήγαινε στο νερό, είναι πόλκα η φορεσιά. Είναι φορεσιά, δηλαδή, που δεν τη φόρεσε στο Ντιβάνι, που ήταν το γλέντι. Τη φόρεσε να πάει για νερό, να πάει στο φούρνο... Αν δεν υπήρχε ο φούρνος, τότε είχαμε φούρνους... Να πάει σε μια [01:00:00]γειτόνισσα, να πάει στην εκκλησία... Όταν όμως ήταν μια γιορτή μεγάλη, κάναν ένα γλέντι, ένα παραδοσιακό στο σπίτι, κάναν πολλά γλέντια τότε, γάμου... Γλέντια γάμου. Τότε φορούσαν τις πλουμιστές, τις κεντητές φορεσιές. Αυτές ήτανε πιο νυφιάτικες, τις είχαν για γάμους, για γλέντια, για τέτοια πράγματα.

Ε.Π.:

Εγώ παντρεύτηκα στα Γιάννενα, αφού είμαι Γιαννιώτισσα, στο χωριό μου, δηλαδή. Εκείνα τα χρόνια και τώρα συνεχίζεται στα Γιάννενα... Στην περιοχή μου. Φορούσαμε το νυφικό και δεν το φορούσαμε στο γλέντι, το φορούσαμε μόνο στην εκκλησία. Αμέσως μετά το βγάζαμε το νυφικό. Έπρεπε να το δώσουμε την ίδια βραδιά, αν το νοικιάζαμε, ή την επόμενη. Και φορούσαμε φόρεμα που το φτιάχναμε για αυτή την ιδιαίτερη στιγμή του γάμου. Εγώ, λοιπόν, όταν παντρεύτηκα πριν πενήντα πέντε χρόνια, το φόρεμα που... Το νυφικό, έτσι λεγότανε, το άσπρο, το έβγαλα το νυφικό μετά τη στέψη και φόρεσα το άλλο, για να γίνει το γλέντι, με τα κλαρίνα που κάνανε τότε και τα λοιπά. Δεν είχαμε ρεύμα τότε στο χωριό, να σου δώσω να καταλάβεις. Λοιπόν και το φόρεμα αυτό το έχω κρατήσει. Πέρυσι, λοιπόν, που η εγγόνα μου έγινε 15 χρόνων, γιατί εγώ ήμουνα πάρα πολύ αδύνατη... Πέρυσι που έγινε η εγγόνα μου 15 χρονών, λέω: «Δεν το δοκιμάζουμε λίγο να δούμε πώς γίνεται;». Και σου το 'στειλα, είδες, σε φωτογραφία. Το έχω, είναι το δεύτερο νυφικό, το λέγαμε, το οποίο το κρατάω, η κόρη μου και οι εγγονές μου λένε: «Μην το καταστρέψεις, μην το πετάξεις». Το έχω κρεμασμένο στην ντουλάπα μου, προφυλαγμένο. Πάρα πολύ ωραίο. Ήταν το έθιμο του τόπου. Εδώ τώρα βλέπω ότι χορεύουν με το νυφικό, το τσαλαπατάνε, το κάνουνε... Εντάξει. Το νυφικό είναι για μια ώρα. Για το γλέντι θεωρώ ότι εκείνες οι ουρές από το νυφικό που φέρνουν βόλτα και κάνουνε... Τέλος πάντων. Είναι του καθενός το... Τι να πω; 

Φ.Κ.:

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην αναζήτηση υφασμάτων και... 

Ε.Π.:

Καθόλου δεν δυσκολεύτηκα. Μόνο δυσκολεύτηκα στις κλωστές της τελευταίας φορεσιάς, που ήθελα να βρω μεταξωτές, όπως ήτανε σε κάποιες παλιές μεταξωτές κλωστές απ' τη Γαλλία φερμένες. Τις βρήκα. Δεν δυσκολεύτηκα, γιατί; Γιατί γνώριζα το υλικό. Και στα καταστήματα που πήγαινα, δεν πήγαινα σε όποιο κατάστημα να είναι. Ήξερα πού θα πάω να βρω κάτι παλιό, ύφασμα που να έχει την παλιά αφή, την παραδοσιακή, του υφαντού. Και δεν δυσκολευόμουν, γιατί είχα όρεξη και το 'ψαχνα. Δε το 'βρισκα στο ένα μαγαζί, θα πήγαινα στο άλλο. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου. Μόνο για τις κλωστές, τις τελευταίες, γιατί το μετάξι λίγο δύσκολο και είναι και πανάκριβο. Ο μουλινές, ας πούμε, έχει 1 ευρώ το ματσάκι και αυτό το πλήρωσα 22 ευρώ το ματσάκι. Ακριβώς τα ίδια μέτρα, έτσι; Έχει τεράστια διαφορά. Δηλαδή, η φορεσιά μου εκτός από ένα χρόνο και κάτι για να τη φτιάξω, μου στοίχισε και ο κούκος αηδόνι, οικονομικά. Αλλά δεν με νοιάζει, εγώ παρόλα αυτά, τις δίνω και τις φοράνε. Και θα τις δίνω, όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά. 

Φ.Κ.:

Και πρόσβαση στις πρωτότυπες φορεσιές; 

Ε.Π.:

Η πρόσβαση; Ξεκίνησα απ' όταν ήρθα στο χωριό εδώ. Είχα δικά μου φέρει κειμήλια από την Ήπειρο. Τα έδειχνα εδώ, στις φίλες μου, τα τσιρέπια, μάλλινη κάλτσα, γιατί αυτά φορούσαμε, τον ντορβά που βάζαμε στην πλάτη. Είχα στολίσει το σπίτι μου με τέτοια εγώ. Όποιος ερχότανε, έβλεπε: «Τι είναι αυτό; Τι είναι εκείνο; Έχω και εγώ στον μπαούλο έναν ντορβά». Και κάπως έτσι ξεκίνησε και ξανοίχτηκαν οι γυναίκες όλες και τους έλεγα: «Αν έχετε, δώστε μου τα πράγματα». Δεν μου πήρε καμία λεφτά, γιατί δεν ήξεραν ότι... Όχι δεν ήξεραν, αν έχουν αξία. Όχι για αυτό το λόγο. Γιατί 'ξέραν ότι θα πάνε χαμένα. Ξέρανε ότι θα πάνε χαμένα. Ότι θα πεταχτούν στα σκουπίδια. Έχουν πεταχτεί πάρα πολλά στα σκουπίδια. Και τώρα ακόμα.  Αγοράζουν τα σπίτια αλλοδαποί στον Αυλώνα, παλιά σπίτια, και ανοίγουν το σπίτι, δεν μπήκαν καν οι κληρονόμοι μέσα να πάρουνε τις φωτογραφίες. Και την προηγούμενη εβδομάδα πέρασα με το αυτοκίνητο και στεναχωρέθηκα βλέποντας φωτογραφίες... Γκρεμίζανε το σπίτι οι εργάτες και το υλικό στο δρόμο. Δεν σταμάτησα να πάρω τίποτα, γιατί δεν ήθελα να στεναχωρηθώ άλλο, αλλά ήταν λυπηρό. Φωτογραφία. Να βλέπεις, δηλαδή, τη φωτογραφία... Αν δεν ήταν η μαμά τους, ήταν η γιαγιά τους, ο παππούς τους. Ήταν ο άνθρωπος, που αυτό το σπιτάκι που τους άφησε, ίδρωσε για να το φτιάξει. Κράτα του μια φωτογραφία, γράφε το όνομα και βαλ' την στην άκρη και ας υπάρχει. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι αυτό το πετάνε στο δρόμο. Δεν μπορώ.  

Φ.Κ.:

Σε ποιους χαρίζετε φορεσιές; 

Ε.Π.:

Σε ποιους χαρίζω; Σε όποιον ξέρει να το εκτιμάει. Δηλαδή. Συγκινήθηκα και χάρισα αυτή στον Μακαριώτατο, με την κίνησή του αυτή. Χάρισα σε μια γιαγιά που μου είχε δώσει την παραδοσιακή της φορεσιά, —δεν ζει πλέον η γιαγιά—, και είχε μια εγγόνα. Η εγγόνα αυτή είναι με το σύνδρομο Down. Εγώ, παρόλα αυτά, ήθελα… Είναι μεγάλο το κοριτσάκι 22, 23, 25, δεν ξέρω πόσο είναι. Και της έκανα μία φορεσιά, πιστό αντίγραφο, αυτό απ' της γιαγιάς της και έγραψα και το όνομα της γιαγιάς της επάνω. Και την έδωσα στο κοριτσάκι, την οποία, εντάξει, μπορεί να έχει το σύνδρομο, αλλά καταλαβαίνει, είναι πανέξυπνο, έχει μάθει γράμματα. Ας το έχει. Ήξερα ότι εκεί θα πάρει χαρά το παιδί αυτό. Έτσι; Μετά, έδωσα σε κορίτσια που έβλεπα ότι δεν είχανε... Κορίτσια. Μπορεί να 'ταν και 30 χρονών και 35, που δεν είχαν τον τρόπο να το φτιάξουνε, δεν μπορούσαν να μάθουν να το κεντήσουνε. Αλλά ήξερα ότι το 'θελαν, να συμμετέχουν σε χορευτικά, να κάνουν. Και χάρισα και φορεσιές έτσι και σε μουσεία. Και, τελικά, έχω σταματήσει πλέον να χαρίζω και τις δίνω και τις φοράνε μόνο σε συλλόγους, αφιλοκερδώς πάντα. Και συνεχίζω να τις δίνω και θα συνεχίσω, βέβαια. 

Φ.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε για τις λαογραφικές εκθέσεις που πραγματοποιήσατε στο Κέντρο Διακονίας και στα Οινόφυτα; 

Ε.Π.:

Στα Οινόφυτα έγινε με την ευθύνη των Οινοφύτων. Εγώ πρόσφερα το υλικό μου. Με ρωτήσανε, επειδή είχα την τρέλα της λαογραφίας, και έδωσα πάρα πολύ υλικό. Είχε μεγάλη επιτυχία, είχε πάρα πολύ κόσμο. Και εδώ, πάλι, στον Αυλώνα που ήθελα εγώ να κάνω μία λαογραφική έκθεση, μπας και ξυπνήσω κάποιον από τους Δημάρχους τους εκάστοτε, για να φτιάξουμε ένα Λαογραφικό Μουσείο... Ζήτησα από 3-4 άλλες γυναίκες που αγαπάμε τη λαογραφία και τους είπα να κάνουμε μία έκθεση λαογραφική. Αμέσως μου είπανε ναι και κάναμε μία λαογραφική έκθεση και την ονομάσαμε «Σαρακατσάνικη και αρβανίτικη λαογραφία του Αυλώνα». Γιατί ο Αυλώνας είναι μισός σαρακατσάνικος λαός και μισός αρβανίτικος λαός. Οι Σαρακατσαναίοι είναι αυτοί που ήταν στην Πάρνηθα και ζούσαν και έχουν εδώ στον Αυλώνα... Το μισό χωριό είναι σαρακατσάνικο. Και κάναμε, δηλαδή, μας έδωσε ο Δήμος τότε, ο Δήμαρχος Ωρωπού, ο κύριος Ρούσσης, την αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου, που είναι μία τεράστια αίθουσα εδώ στον Αυλώνα και μας την έδωσε για τρεις μέρες. Αυτό το υλικό για να το στήσουμε για τρεις μέρες, εμείς κάναμε ένα μήνα.  Όταν είδανε, λοιπόν, ότι είχε τόσο κόσμο, μας είπαν μόνοι τους απ’ το Δήμο: «Άλλες δέκα μέρες». Και πάλι δεν έφτασαν. Και πάλι δεν έφτασαν. Αλλά χρειαζόταν το κτήριο για άλλες δουλειές και αναγκαστήκαμε και τα μαζέψαμε. Σ' αυτή τη λαογραφική, λοιπόν, έκθεση μας τίμησε ο Μακαριώτατος, ήρθαν πάρα πολλοί λαογράφοι, πάρα πολλοί υπουργοί, πάρα πολλοί βουλευτές της περιοχής, πάρα πολύς κόσμος, πολλά σχολεία, πολλά ΚΑΠΗ, το Μενίδι, το Κορωπί, φίλοι, γνωστοί... Το είχα αναρτήσει ότι γίνεται αυτό και ήρθαν άνθρωποι απ' την Αργιθέα, λεωφορεία, δηλαδή, λαογράφοι που αγαπούν την παράδοση. Πάρα πολλοί άνθρωποι. Ήτανε συγκλονιστικό. Και στο τέλος, το βράδυ, που κάναμε τα εγκαίνια, μετά τις 2:00 που τελειώσαμε, είχε έρθει τόσος κόσμος για να μας τιμήσει... Πιο πολύ εγώ που τους έφερα, γιατί εγώ τους ήξερα όλους αυτούς.  Πήγαμε σε μια ταβέρνα να φάμε, δεν χωράγαμε και πήγαμε σε δυο ταβέρνες και μία γιαγιά, δεν [01:10:00]ζει τώρα, απ' τη χαρά της, γιατί μου είχε δώσει τη φορεσιά της και λέει: «Το τραπέζι πληρωμένο από μένα». Δεν μιλάμε για 300 ευρώ και για 500, έτσι; Ήμασταν πάρα πολύς κόσμος. Και πήγε και στο άλλο μαγαζί, δεν ξέρω τι πλήρωσε στο άλλο μαγαζί που ήταν συνεχόμενο και... Φαντάσου τι χαρά έκανε αυτή η γιαγιά βλέποντας το κρεβάτι των γονιών της, το νυφικό, που μου το είχε χαρίσει, που το 'χα εκεί στήσει, βλέποντας όλα της μάνας της και της γιαγιάς της τα εσώρουχα που φορούσαν τότε, κεντημένα. Τα είχαμε τιμήσει δεόντως, γιατί ήταν όντως παλιά. Αυτή είχε και την οικονομική ευχέρεια και λέει: «Απόψε…», δεν τη γνώριζε κανένας, εγώ τη γνώριζα και ήταν μαζί μου. Και λέει: «Απόψε το τραπέζι είναι πληρωμένο από μένα». Και σηκωθήκανε οι άνθρωποι από το Κορωπί και χειροκροτούσανε. Δεν περίμεναν... Γιατί πίστευαν όλοι ότι θα πληρώσουν. Ξέρεις, πώς βάζουμε συνήθως τα τραπέζια... Δεν θα αφήναμε ούτε εγώ, ούτε ο άντρας μου, βέβαια, να πληρώσουνε. Αλλά εκείνοι μετά κλαίγανε, δεν πιστεύανε ότι υπήρχε τόσο αγάπη... «Αυτό μπορώ —λέει η γυναίκα— και κάνω —η γιαγιούλα αυτή—, αυτό μπορώ και κάνω, αυτό μου δίνει χαρά, το έκανα». Η Ευαγγελία μπορούσε να κάνει αυτό, το έκανε.  Ο καθένας προσφέρει στη λαογραφία ό,τι μπορεί και όπως μπορεί. Κατάλαβες; Αυτά είναι, Θωμά, τα.... Φώτη, συγγνώμη. Αυτά είναι τα ευχάριστα, ότι πολλοί άνθρωποι συγκινούνται και χαίρονται με κάποιες κινήσεις που κάνουμε ορισμένοι άνθρωποι. Δεν είναι απαραίτητα να δώσεις υλικό. Εκείνη έδωσε ναι μεν το υλικό, αλλά πήρε τόσο χαρά, σαν να ζωντάνεψε η γιαγιά της, σαν να ζωντάνεψε η μάνα της. Έβλεπε τα ρούχα της μάνας της, της γιαγιάς της, στρωμένα, να τα φωτογραφίζουν, να τα βιντεοσκοπούν, άπειροι λαογράφοι, απ' όλη την Ελλάδα, απ' όλη την Ελλάδα. Για αυτό σου λέω, είναι σημαντικό το έργο της λαογραφίας και πρέπει να... Πρέπει πλέον ο Δήμος του Αυλώνα, ο Δήμος Ωρωπού που ανήκουμε, να κάνει κάτι. Δυστυχώς... Δυστυχώς.  

Φ.Κ.:

Πού αποδίδετε αυτή την αδιαφορία των Δημάρχων; 

Ε.Π.:

Στην αντιπάθεια του ενός και του άλλου. Του νυν, του πρώην, του αύριο και του μεθαύριο. Δηλαδή, έγινε η λαογραφική έκθεση τότε, να σας δώσω να καταλάβετε τι θα πει κολλημένος λαός... Γιατί δεν μπορούμε να πάμε μπροστά. Συμπτωματικά, έτυχε να είναι τότε Δήμαρχος ο κύριος Ρούσσης, αυτός. Με πολλά παρακάλια, μας την έδινε για τρεις μέρες την αίθουσα. Αλλά εμείς για τρεις μέρες... Τρεις μέρες κάναμε να στήσουμε το κονάκι το σαρακατσάνικο μόνο. Τέλος πάντων. Δεν ήρθανε στην έκθεση αυτή, για να σου δώσω να καταλάβεις τώρα τι υπάρχει, τι καθεστώς υπάρχει στην πολιτική, στη βρώμικη, στη σαπίλα την πολιτική... Δεν ήρθανε, δυστυχώς, άνθρωποι από τον Αυλώνα που ήταν με τον άλλον συνδυασμό, της αντιπολίτευσης. Τώρα, χτυπάν το κεφάλι τους στον τοίχο, οι ίδιοι άνθρωποι. Ζητήσαν συγγνώμη, τι να το κάνω εγώ το συγγνώμη; Ζητήσαν συγγνώμη γιατί έρχονται πάλι για ψήφο, κατάλαβες; Λοιπόν. Εμείς δεν κοιτάξαμε, εγώ τουλάχιστον και η παρέα που συμμετείχαμε, ουδέποτε είχαμε βλέψεις πολιτικές. Εγώ να σκεφτείς ότι έχω κάνει, τότε με τη λαογραφία αυτή, μου έφτιαξε ο γαμπρός μου, της κόρης μου ο σύζυγος, μία σελίδα, «Ιχνολατώντας την λαογραφία του Αυλώνα». Λοιπόν. Επειδή είμαι του Δημοτικού, δεν έχω γνώσεις γραμματειακές, δεν έχω μάθει, δεν έχω πάει Γυμνάσιο, για να ξέρω να χειρίζομαι σωστά τις λέξεις και όλα αυτά. Και λέω σε μία φίλη μου που συμμετείχε στη λαογραφία, που μαζί κάναμε πολύ έργο, της λέω: «Πάρε εσύ τη σελίδα, να μπορείς να γράψεις», επειδή ήτανε σπουδαγμένη. «Μα είναι δυνατόν —μου λέει—, ξέρεις, αυτό το 'φτιαξε ο γαμπρός σου για σένα με πολλή αγάπη».  «Ναι, εγώ δεν ξέρω. Άρα θα μείνει νεκρό. Πάρ' το, να συνεχίσεις και μέσα από κει θα περνάμε τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, του κάθε τόπου. Ό,τι μπορούμε». Και πραγματικά, μέσω αυτής της σελίδας... Της δίνω υλικό και εγώ πάρα πολύ και ανεβάζουμε συχνά. Θα μπεις στο «Ιχνηλατώντας τη λαογραφία του Αυλώνα», στη σελίδα αυτή και θα δεις με τι ασχολείται η σελίδα αυτή. Ήταν κάτι που έλειπε απ' αυτόν τον τόπο και είναι πολύ σημαντικό. Αυτά τα νέα μας από τον Αυλώνα, ό,τι άλλο θέλετε... 

Φ.Κ.:

Θα 'θελα να μας πείτε και λίγα λόγια για την περιοδεία που κάνατε στα ελληνόφωνα της Ιταλίας, κάτι παραπάνω... 

Ε.Π.:

Εγώ δεν πήγα. Εγώ έδωσα τις φορεσιές μου. Πήγε το χορευτικό των Οινοφύτων. Δεκατρείς φορεσιές, πόσες είχα, και τρεις αντρικές, δεκαπέντε. Πήραν και δυο-τρεις άλλες, τσολιαδίστικες, νοίκιασαν, και πήγανε. Δεν μπορώ να σου μεταφέρω το τι μου είπανε, όταν ήρθανε, δεν μπορώ να σου μεταφέρω. Καθόντουσαν με τις ώρες και μου λέγανε ότι τους κρατήσαν οι δημοσιογράφοι και οι λαογράφοι, στο τέλος... Όταν χορεύει ένα χορευτικό, αποσύρεται, κάθεται και μέχρι να φάνε, κάπως εκεί... Αυτούς, τους κρατήσανε πάνω στην εξέδρα και τους ρωτούσανε λεπτομέρειες για τη φορεσιά. Πιάναν τη φορεσιά, πιάναν το μανίκι, πιάνανε το αυτό και ρωτούσαν: «Τι είναι αυτό; Πώς γίνεται αυτό;». Τους φάνηκε τόσο περίεργο, τόσο... Δηλαδή, είχε μεγάλο ενδιαφέρον η κεντητή, πλουμιστή φορεσιά. Γιατί εγώ όλες τις φορεσιές τις έχω με τα κοσμήματα, ήτανε δηλαδή... Όλα, μέχρι και το καλτσόν το άσπρο, που θα φορεθεί και το παπούτσι το μαύρο. Τους έκανε εντύπωση που κράτησε μία ώρα παραπάνω το χορευτικό στην εξέδρα, όχι να χορεύουνε. Να τους κάνουν οι δημοσιογράφοι ερωτήσεις και να απαντάνε αυτοί. Και εδώ πάλι στο σπίτι μου, πριν από... Δεν θυμάμαι, τέσσερα-πέντε χρόνια, με τίμησε... Με βρήκανε, δεν τους βρήκα, το περιοδικό Ήπειρος Άπειρος Χώρα. Βλέποντας και μαθαίνοντας, γιατί έχουν όλοι οι σύλλογοι και όλοι οι λαογράφοι και όλοι αυτοί μ’ έχουνε... Και με πήραν τηλέφωνο και μου λένε: «Θα 'ρθούμε στο σπίτι σας να μας κάνετε μια συνέντευξη». Ήρθανε, δεν περίμενα ότι θα… Στήσανε τα μικρόφωνα, το τρίποδο, βάλανε εκεί και το κάνανε live. Εγώ δεν είχα ιδέα τι σημαίνει αυτό. Εγώ με τον άντρα μου καθίσαμε στη φωτιά, ήτανε χειμώνας, και μετά λέει: «Φορέστε τις φορεσιές σας τώρα, να πούμε και ένα τραγούδι». Και γράψανε ολόκληρο βιβλίο, που θα σας το δώσω να το δείτε, το εξώφυλλο εμάς με παραδοσιακή φορεσιά, εμένα και τον άντρα μου, και το μισό βιβλίο είναι αφιερωμένο σε εμάς. Βιβλίο που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα, κυκλοφορεί στην Ελλάδα και όχι μόνο, πιο πολύ στο εξωτερικό, στους Έλληνες του εξωτερικού.  Πόσοι άνθρωποι, μετά, εμένα με βρήκαν από το εξωτερικό, Έλληνες του εξωτερικού, με βρήκαν στο ίντερνετ και μου 'δίναν συγχαρητήρια, πόσοι άνθρωποι. Ήταν και αυτό μια μεγάλη τιμή για μένα, γιατί εγώ δεν ήξερα τι είναι το live και με παίρνανε τηλέφωνο, με παίρνει η κόρη μου τηλέφωνο και μου λέει: «Σας βλέπουμε τώρα». «Πού μας βλέπετε τώρα; Πού μας βλέπετε τώρα; Τι λένε αυτοί;». Μου 'κανε... Τέλος πάντων. Είναι πολλά πράγματα που έχω να θυμηθώ απ' τη λαογραφία που γίνανε. Με τιμήσαν πάρα πολλοί άνθρωποι. Καταρχήν, ο Αρχιεπίσκοπος ο Μακαριώτατος, το Ήπειρος Άπειρος Χώρα, ο κύριος Ραπακούσης, πάρα πολλοί άνθρωποι, πάρα πάρα πολλοί, δεν μπορώ να τους θυμηθώ τώρα, τι να πω. 

Φ.Κ.:

Το μέλλον πώς το βλέπετε, σχετικά με τη λαογραφία; 

Ε.Π.:

Βουλιάζει, εξαφανίζεται. Γίνεται ένας αχταρμάς με τα χορευτικά και τα χορευτικά τώρα τα περισσότερα, τι έχω καταλάβει εγώ; Γίνονται για να ξεφεύγουν κάποιοι άνθρωποι απ' το σπίτι τους, να πηγαίνουν στο δήθεν χορευτικό, χαχαχα και χουχουχου, να παίρνουν μέρος, να πηγαίνουν κανένα ταξιδάκι με το χορευτικό, να περνάν καλά, είτε είναι άντρες είτε είναι γυναίκες, ως επί το πλείστον οι γυναίκες περισσότερο... Και η φορεσιά που θα φοράει να είναι της πλάκας, δηλαδή, να είναι... Να μην την πω φορεσιά, καλύτερα, να την πω αποκριάτικη. Δεν έχουν καμία σχέση τα ρούχα των χορευτικών, των τωρινών χορευτικών, με την παράδοση. Είναι τόσο ψεύτικα φτιαγμένα, όχι, δεν εννοώ με ψεύτικα υφάσματα, εννοώ με όχι πιστό αντίγραφο, με όχι την αυθεντικότητα της φορεσιάς. Ό,τι βάλει, ό,τι του [01:20:00]κατέβει του καθενός. Δεν μου αρέσει καθόλου και βλέπω να χάνεται σιγά-σιγά, το έκανε και ο κορωνοϊός, έβαλε το χεράκι του και σταματήσαν πάρα πολλά χορευτικά.  Τα περισσότερα πηγαίνανε, γιατί παίρνανε και κάποια επιχορήγηση από τους Δήμους, δεν ξέρω τι, και παίρνανε και περνούσανε καλά. Αποβλέπανε όλοι να πάνε να γίνουν γνωστοί, για να μπούνε Δημοτικοί σύμβουλοι ή να γίνουν αυτό, κάτι τέτοιο. Και όταν ένας σύλλογος, ο σκοπός του είναι αυτός, δεν είναι σύλλογος. Δεν έχει καμία σχέση, καμία σχέση, η λαογραφία. Οι σύλλογοι, οι χορευτικοί σύλλογοι, είναι ελάχιστοι, έως καθόλου, δηλαδή, έχει έναν σύλλογο καλό ο Γιώργος ο Αρβανίτης, που είναι από τον Έβρο, πάνω απ’ το Σουφλί, ο οποίος έχει κάνει Λαογραφικό Μουσείο, νοίκιασε έναν χώρο, είχε την οικονομική ευχέρεια ο άνθρωπος και έκανε ένα μουσείο, συλλέγοντας πράγματα μόνος του, όπως ο κύριος Ραπακούσης. Και ευτυχώς, ο Άγιος Ελευθέριος Αχαρνών, η εκκλησία, οι ιερείς εκεί, του παραχώρησαν ένα χώρο, ένα υπόγειο και έχει χορευτικό. Κάνει. Αυτός ναι, επειδή έχει την τρέλα του την πραγματική, ό,τι θα δώσει να φορέσει το χορευτικό, θα είναι αυθεντικό. Δηλαδή, η πλειοψηφία, το 80% είναι για γέλια, ένα 20% είναι λαογραφία, πίστη λαογραφία. Δηλαδή, δεν κοροϊδεύουνε. Αλλά το 20%, είναι όπως τα κλαρίνα. Τα κλαρίνα, τα μουσικά όργανα γενικότερα, τώρα σε ένα πανηγύρι, ας πούμε, στα Γιάννενα παράδειγμα, εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα... Ακούγαμε το κλαρίνο, το ντέφι χωρίς τα συνθεσάιζερ, πώς τα λέτε όλα αυτά τα κλαπατσίγκανα που τα λέω εγώ... Και άκουγες τον ήχο του κλαρίνου, του ντέφι, του βιολιού και ανατρίχιαζες. Ρίγη συγκίνησης.  Τώρα πας στο πανηγύρι... Όχι χθες, προχθές, της Αγίας Μαρίνας. Έγινε στο χωριό μου πανηγύρι, στο χωριό του άντρα μου πανηγύρι, πάλι. Κάθε χρόνο, δηλαδή. Τι να ακούσεις, τώρα; Δεν ήταν πανηγύρι. Δεν βάζω μια κασέτα καλύτερα; Για αυτό σου λέω, έχουν όλα ψευτίσει. Και εγώ προσπαθώ, μέσα απ' τις δικές μου, έτσι, βλέψεις, μέσα απ' τα δικά μου θέλω, μήπως καταφέρω και σώσω κάτι. Είτε είναι από τη μουσική παράδοση, είτε είναι απ' την λαογραφική παράδοση, είτε είναι... Πολλά πράγματα μαζί. 

Φ.Κ.:

Απ' τις συνταγές. Απ' τις συνταγές... 

Ε.Π.:

Εννοείται. Απ' αυτό με τις συνταγές... Επειδή τις βάζω σε διάφορες σελίδες που ασχολούνται με την παράδοση, πραγματικά έχουνε άνθρωποι, με έχουνε ρωτήσει και την κάθε λεπτομέρεια. Και όταν είναι να φτιάξω, παράδειγμα, το γαλοτύρι, ένα έδεσμα πανελληνίως γνωστό, που δεν υπάρχει... Στο Βόλο, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στα Γιάννενα... Δεν υπάρχει κατάστημα, μαγαζί, καφενείο, τσιπουράδικο, που να μην έχει γαλοτύρι. Είναι κανόνας. Λοιπόν. Υπάρχουν αυτοί οι σύλλογοι... Υπάρχουν άνθρωποι, λοιπόν, που με ρωτούσαν και έκατσα και έκανα ακριβώς από τη στιγμή που πήρα το γάλα, μέχρι που το έφτιαξα γαλοτύρι... Βιντεοσκόπησα όλη την... 

Φ.Κ.:

Διαδικασία... 

Ε.Π.:

Διαδικασία... Και την έκανα ανάρτηση και την έδωσα για να μάθουν όλοι. Δηλαδή, απ' αυτό και εσύ τώρα, αν επιχειρήσεις, βλέποντας το βίντεο μου τόσο ξεκάθαρα, μπορείς να το φτιάξεις. Αν από τα πεντακόσια άτομα, παράδειγμα, που το είδαν, που δεν το είδαν μόνο πεντακόσια, τα πέντε φτιάξουνε, για μένα είναι σημαντικό. Κάτι μένει. Απ' τα πέντε αυτά, άλλα πέντε θα... Θα μείνει. Δεν πας στο Βόλο, τώρα ή στα Γιάννενα, και να πεις: «Φέρε μου τσιπουράκι» και να μην έχει γαλοτύρι. Δεν γίνεται, δεν γίνεται. Τέλος πάντων. Είναι πολλά πράγματα. Οι χυλοπίτες που φτιάχνω, έχω καταγράψει, γιατί με ρωτούσανε και μετά έκατσα, την επόμενη χρονιά που ξανάφτιαξα, και την κατέγραψα όλη τη διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος, σε βίντεο, για να τα έχουν όλοι οι άνθρωποι, αυτοί που ενδιαφέρονται, έτσι; Δεν είναι δύσκολο, θέληση να υπάρχει. Γίνονται σε όλα τα σπίτια, αν θέλουν να το φτιάξουν. 

Φ.Κ.:

Αργαλειό μάθατε; 

Ε.Π.:

Αργαλειό έχω υφάνει τα πάντα μόνη μου. Ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ φτωχός, ήταν ιερέας, δεν λέω παπάς, γιατί ο παπάς είναι επαγγελματίας. Ο πατέρας μου ήταν ιερέας. Εκείνα τα χρόνια, δεν πληρωνόντουσαν απ' το δημόσιο οι ιερείς, πληρωνόντουσαν με ένα ντορβά σιτάρι ή καλαμπόκι, ό,τι είχε ο χωρικός, έτσι; Λοιπόν. Άρα, ήτανε μέσα του αυτό που έκανε. Λοιπόν. Ήμασταν έξι κορίτσια και ένα αγόρι, εφτά. Έξι κορίτσια, λοιπόν, η μάνα μου, πώς θα τα μεγάλωνε; Πήγαινε στα Γιάννενα. Είχε φτιάξει αργαλειό ο πατέρας μου με ξύλο κρανιάς, φτιάχναν, τους αργαλειούς τότε τους φτιάχναν μόνοι τους. Και είχε κάνει έναν μεγάλο αργαλειό που έπαιρνε τρία άτομα. Και πήγαινε η μάνα μου στα Γιάννενα, που μας είχανε γνωρίσει ανθρώπους εκεί, της είχανε συστήσει ανθρώπους, που θέλανε κουρελούδες, φλοκάτες, κουβέρτες, διάφορα υφαντά, γιατί τότε μόνο με τα υφαντά ζούσε ο κόσμος. Και έπαιρνε παραγγελίες. Και ερχότανε στο χωριό η μάνα μου...  Τα Γιάννενα 15 χιλιόμετρα είναι μακριά απ’ το χωριό. Και φτιάχναμε τον αργαλειό, βάζαμε το υφάδι, όλα εντάξει... Αυτό δεν ήξερα να το κάνω εγώ, το έκανε η μάνα μου με τις μεγαλύτερες αδερφές μου. Και καθόταν η μάνα μου στη μέση του αργαλειού και από δω και από κει, δύο κορίτσια. Τις περισσότερες φορές έμπαινα εγώ, γιατί είχα μια κλίση στο κέντημα, τα κεντητά του αργαλειού. Να σου δείξω κεντητά του αργαλειού που έχω με τα χέρια μου, θα πάθεις πλάκα. Λοιπόν. Ταυτόχρονα, είχε και έναν άλλον αργαλειό, μέσα στον ίδιο χώρο, που ήτανε για μία θέση, καθόταν μια άλλη αδερφή μου και ύφαινε κουρελούδες. Εγώ με τη μάνα μου και με μία άλλη αδερφή μου, κάναμε τα κεντητά του αργαλειού, που θέλουν το χρόνο. Και γκάπα γκούπα και γκάπα γκούπα, όλο αυτό το... Ναι. Τα έχω υφάνει μόνη μου και εδώ στον Αυλώνα είχα τον αργαλειό μου, ύφαινα...  Τώρα, δεν έχω... Καταρχήν, είμαι πολλές φορές χειρουργημένη, δεν έχω δύναμη πλέον, αλλά και να είχα, δεν θα το 'κανα, πέρασαν τα χρόνια μου, έχω κουραστεί, δεν μπορώ. Το 'κανα τελευταία... Με καλέσανε, ένας σύλλογος, ένας λαογράφος απ' την Αργιθέα, ο Μενέλαος Παπαδημητρίου, θα τον βρεις και αυτόν αν ψάξεις. Δικηγόρος, λαογράφος, γράφει βιβλία και τα λοιπά και τα λοιπά. Και ύφανα στον αργαλειό και το βιντεοσκοπούσε εκείνος, ο οποίος έκανε ολόκληρη μνεία για μένα, είπε εκεί ένα σωρό λόγια, για την τρέλα μου. Γιατί μού ζήτησε να πάω και πήγα με χαρά να το κάνω. Νόμιζε ότι... Όχι νόμιζε. Θεωρούσαν ότι έπρεπε να πληρωθώ, εγώ δεν κάνω τέτοια. Άλλη μια φορά, πάλι, άλλος ένας λαογράφος, δικηγόρος, από δω, ο οποίος ασχολείται μόνο με τη λαογραφία. Θέλησε να γράψει την ιστορία του Αυλώνα και, όπου κι αν πήγαινε, τώρα είκοσι χρόνια, είκοσι πέντε, βρήκε τις πόρτες κλειστές. Όταν λέω κλειστές, εντελώς κλειστές. Και κάποια απ' όλες του είπε: «Θα πας σ' αυτή την ξενούλα». Εμάς που δεν ήμασταν απ' τον Αυλώνα μας λέγανε ξένους, όχι αλλοδαπούς, ξένους. Λοιπόν, ήρθε σε μένα, μου χτύπησε την πόρτα ο άνθρωπος, μου λέει: «Θέλω να καταγράψω τα πάντα, για τη φορεσιά, για τη λαογραφία του τόπου», την οποία την είχα εμπεδώσει πάρα πολύ καλά... Και κάναμε περίπου μια εβδομάδα γυρίσματα και συνεντεύξεις και το έγραψε βιβλίο. Είχε το όνομά μου μέσα. Το βιβλίο, πριν από τρία χρόνια κατάφερε να το εκδώσει. Τον βοήθησα πάρα πολύ, στο τέλος έβγαλε ο άνθρωπος να με πληρώσει. Δεν το πίστευα, λέω: «Τι είναι αυτό που κάνετε;». Λέει: «Για τη δουλειά που μου προσφέρατε, γιατί εγώ —λέει—, απ' το βιβλίο θα πληρωθώ».  «Δεν με ενδιαφέρει αν θα πληρωθείς. Καθόλου. Έπρεπε να μου το πεις απ’ την αρχή ότι θα με πλήρωνες. Δεν θα σε δεχόμουνα». Άνοιξε το πορτοφόλι και εγώ δεν είχα ξαναδεί πράσινα νομίσματα, χαρτονομίσματα. Τι ήταν το κατοστάρικο ήταν πράσινο, δεν ξέρω; Και παρόλα αυτά, δεν παρασύρθηκα να πω: «Θα τα πάρω». Έβγαλε το μάτσο με τα λεφτά και λέω: «Τι είναι αυτά; Αν είναι δυνατόν». «Όχι, μα, θα πληρωθώ —μου λέει—, απ' το βιβλίο, εγώ θα βγάλω λεφτά». «Δεν με ενδιαφέρει, διέθεσε τα κάπου, δεν θέλω λεφτά». Έχω κάνει πράγματα πολλά. Έχω πάει στη Σαντορίνη, με καλέσαν στη Σαντορίνη, ο Δήμος της Σαντορίνης. Μόνο να άκουγες, τι είπε για τις φορεσιές μου... Τι... Τι να σου περιγράψω τώρα δεν... Τι να λέω, για τον εαυτό μου, τώρα, τι να πω; Έχουν γίνει πολλά. Παίρνω χαρές που κάποιοι αναγνωρίζο[01:30:00]υνε τον κόπο μου, μάλλον δεν είναι κόπος, ψώνιο. Το ψώνιο μου, αυτό είναι. Να μεταφέρω, να μεταλαμπαδεύσω, όλο αυτό που εγώ βίωσα. Γιατί αυτά είναι βιώματα που έχω εγώ, δεν είναι ότι, ξέρεις, έτσι ξαφνικά μου την έδωσε και αγάπησα να κάνω μια φορεσιά. Δεν είναι αυτό. Εγώ τα βίωσα αυτά.  Όταν αυτά τα τσιρέπια που έχω εγώ, τις κάλτσες τις μάλλινες του χωριού, καθόμασταν, χωρίς ρεύμα, εκείνα τα χρόνια και τις πλέκαμε με πέντε βελόνες, πόσα ξενύχτια και πόσα αυτά... Εγώ να πετάξω αυτό τον πόνο στα σκουπίδια; Δεν μπορώ να το δεχτώ. Για να φτιάξεις αυτό το μαλλί, να πλέξεις αυτές τις κάλτσες, τα χέρια μας εδώ, να κάνουμε το μαλλί, να το γράνουμε, που λέμε εμείς στα χωριά, να το περάσουμε μετά στο λανάρισμα... Μέρες, ξενύχτια. Και να πετάξω τις κάλτσες; Τα τσιρέπια; Κάλτσες τις λέμε τώρα, τσιρέπια τα λέγαμε εμείς. Δεν μπορώ να το διανοηθώ αυτό, δεν μπορώ, δεν μπορώ. Τα έχω κρατήσει όλα, έχω να στήσω ένα Λαογραφικό Μουσείο, τώρα, αν μου πει κάποιος αυτό, έχω να γεμίσω ένα χώρο τεράστιο. Μεγάλο ψώνιο. Ας ελπίσω ότι θα βρεθεί κάποιος σύντομα. Όταν λέω σύντομα, το πολύ σε ένα χρόνο, γιατί δεν έχω τα κουράγια για περισσότερο αντοχές. Περισσότερες ώρες, τώρα, οι δικές μου είναι στο κρεβάτι, να είμαι ξαπλωμένη, να μαγειρεύω για τα εγγόνια μου και να ασχολούμαι λίγο με την οικογένεια. Αυτά. 

Φ.Κ.:

Κύρια Πετράκη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για... 

Ε.Π.:

Να μη με ευχαριστείτε. Καθόλου ευχαριστώ. Σας το 'πα και την άλλη φορά. Ό,τι κάνω, το κάνω. Απ' αυτά που είπα, αν και δύο-τρεις τα νιώσουνε και τα καταλάβουνε και τα περάσουνε και σ' άλλους τρεις, εγώ θα έχω... Θα είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη. Αυτός είναι ο στόχος μου, αυτός είναι ο σκοπός μου, για αυτό και δεν δέχομαι από κανέναν ευχαριστώ, γιατί η λαογραφία δεν είναι να ευχαριστείς, είναι να την προσφέρεις απλόχερα, να κάνεις αυτό που νιώθεις.