© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Από το χωριό στην μεγάλη πόλη και από τη μία εποχή στην άλλη: μεταναστεύοντας το '75 στην Αθήνα
Istorima Code
13932
Story URL
Speaker
Ελένη Καραγγελή (Ε.Κ.)
Interview Date
20/03/2023
Researcher
Κατερίνα Χαρανά (Κ.Χ.)
[00:00:00]Είναι 21 Μαρτίου του 2023, είμαστε στην Παιανία με την Έλενη Καραγγελή, είμαι η Χαρανά Κατερίνα, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Καλησπέρα!
Καλησπέρα σας κι από μένα. Είμαι η Ελένη Καραγγελή, είμαι 64 χρονών, ζω στην Παιανία Αττικής, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Πεταλίδι Μεσσηνίας. Το Πεταλίδι είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό, κεφαλοχώρι την εποχή που γεννήθηκα. Είχε νοσοκομείο, πολύ πρωτότυπο για την εποχή εκείνη. Εγώ εκεί γεννήθηκα, στο νοσοκομείο, δίπλα στη θάλασσα. Είχαμε ειρηνοδικείο, ταχυδρομείο, αστυνομία κλασικά, εντάξει, όπως όλα τα μέρη. Αυτά. Ήταν μεγάλο χωριό.
Πώς ήτανε τα παιδικά σου χρόνια εκεί;
Τα παιδικά μου χρόνια… Γενικά, μπορεί να ήταν κεφαλοχώρι το χωριό μας, αλλά ήτανε φτωχοί οι άνθρωποι που το είχανε ιδρύσει, να το πω έτσι. Ουσιαστικά, το χωριό ήτανε μισό αποικία μανιάτικη, οι οποίοι είχαν έρθει με βάρκες από την απέναντι πλευρά που ήταν η Μάνη και μισή ήτανε οι Βλάχοι, που λέγαμε, οι οποίοι είχαν κατέβει απ' τα ορεινά χωριά, στο βουνό Λυκόδημο, δίπλα. Ήμασταν χωρισμένοι πάντα σε Μανιάτες και Βλάχους, πάντα, χρόνια. Ακόμα και όταν μεγάλωσα το θυμάμαι αυτό, γιατί και οι υποψήφιοι κοινοτάρχες που έβαζαν τότε, είχαμε συνδυασμούς των Μανιατών και των Βλάχων. Και, από ό,τι θυμάμαι, έλεγαν στα παιδικά χρόνια, δεν το θυμάμαι εγώ, ότι κάνανε και μάχες μέσα στην πλατεία του χωριού οι Μανιάτες με τους Βλάχους. Κανονικά, δηλαδή έπεφτε πιστολίδι. Εγώ τώρα... οι γονείς μου, είχαν κατέβει από το βουνό. Ήταν από την πλευρά των Βλάχων. Είχανε φτιάξει μόνοι τους ένα σπίτι από πλίνθρους, πλίνθρες τις λέγαμε εμείς, οι οποίοι είναι κατασκευή κάτι σαν το μέγεθος τσιμέντολιθου, λίγο πιο μεγάλο, να φανταστείτε, φτιαγμένο από χώμα και άχυρο, ειδικό χώμα, όχι οποιοδήποτε χώμα. Το ζύμωναν μόνοι τους, με τα πόδια τους, εκεί το έφτιαχναν, το ξέραιναν, το έβαζαν στα καλούπια, το ξέραιναν στον ήλιο και έχτιζαν το σπίτι. Κάπως έτσι, καταλαβαίνετε πάρα πολύ δύσκολο. Έχτισαν ένα σπίτι, δύο δωμάτια στην αρχή, ένα μεγάλο που ήτανε σαν σαλόνι, ξέρω 'γω, και τραπεζαρία και τα λοιπά και ένα πιο μικρό που ήταν το υπνοδωμάτιο. Μετά έχτισαν και δίπλα ακόμα, κολλητά, που ήτανε και η κουζίνα και το καθιστικό μας πλέον και που τρώγαμε εκεί πέρα.
Πώς ήτανε αυτά τα δωμάτια;
Τα δωμάτια στο σαλόνι, να το πούμε έτσι, το οποίο σαλόνι ουσιαστικά ήταν και υπνοδωμάτιο των γονιών, γιατί είχαν ένα κρεβάτι μεγάλο σε μία γωνιά... Είχε και πάτωμα, το οποίο πάτωμα ήταν από κυπαρίσσια που είχαν απ' το κτήμα τους κόψει και πάει στον ξυλουργό και τα είχανε φτιάξει. Είχε πάτωμα εκεί. Το άλλο, το διπλανό το δωμάτιο, το δικό μας με του αδελφού μου που μέναμε, ήταν με τσιμέντο. Η κουζίνα ήταν με χώμα. Τη θυμάμαι με χώμα δηλαδή, τη θυμάμαι ότι ήταν με χώμα, το οποίο ήταν, εντάξει, πολύ πατημένο, αλλά ήταν με χώμα. Πολλά χρόνια αργότερα έπεσε το τσιμέντο και θυμάμαι ότι μπορούσαμε και σκουπίζαμε και κάναμε την κουζίνα μας. Θυμάμαι ότι το κρεβάτι της μαμάς μου και του μπαμπά, που ήταν στο σαλόνι, ήταν πάντα στρωμένο όμορφα με κάτι σεντόνια που τα είχε κεντήσει η γιαγιά με ωραίες παραστάσεις. Είχε στον τοίχο πανί κρεμασμένο έτσι το οποίο το 'λεγε «πάντα», έτσι το έλεγαν. Και αυτό θυμάμαι τι είχε κεντημένα η γιαγιά: δύο πουλιά και ένα βάζο με κάτι λουλούδια μες στη μέση εκεί πέρα. Το θυμάμαι. Δεν μας άφηνε, βέβαια, η μαμά καθόλου να πλησιάσουμε στο κρεβάτι, απαγορευόταν δια ροπάλου. Δεν ανεβαίναμε ποτέ στο κρεβάτι της, δεν πλησιάζαμε ποτέ στο κρεβάτι, να μην το ξεστρώσουμε, να μην αυτό και έρθει κανείς να τον δεχτεί στο χώρο εκεί —γιατί σαλόνι, εκεί δεχόμασταν τον κόσμο— και είναι το κρεβάτι χάλια. Ποτέ δεν είχαμε ανέβει στο κρεβάτι, ήταν ιερό, τελεία, εκεί, τέρμα! Τώρα στην κουζίνα μας κατά κύριο λόγο εκεί περνούσαμε την ημέρα μας, όταν ήμασταν στο σπίτι. Είχαμε φωτιά και μαγειρεύαμε και τα φαγητά. Φωτιά για τη θέρμανση, για να ζεσταθούμε τον χειμώνα, αλλά ανάβαμε φωτιά πάντα και για να μαγειρέψουμε, για να φτιάξουμε ένα τσάι, ένα γάλα. Δεν είχαμε κάτι σε γκαζάκι, δεν κυκλοφορούσε τότε, δεν... Θα υπήρχε, φαντάζομαι, στο χωριό δεν είχε κανείς, δεν είχαμε.
Φωτιά δηλαδή, είχατε κάποιο τζάκι.
Όχι, τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε τζάκι, το θυμάμαι ότι δεν είχαμε τζάκι. Βάζαμε... απλά τα ξύλα ήταν πολύ ξερά και δεν έβγαζαν τόσο καπνό. Το σπίτι δεν είχε ταβάνι από πάνω να είναι χαμηλό, ήταν, όπως ήταν η στέγη του με τα ξύλα, ήταν τα δοκάρια με τα ξύλα, από πάνω ήταν καλάμια, με καλάμια, και από πάνω τα κεραμίδια. Και γενικά, εντάξει, έμπαζε αέρα, έβγαινε καπνός, καπνιζόμασταν κι εμείς. Εντάξει, το θυμάμαι αυτό, γιατί γενικά παραπονιόμασταν λίγο, θυμάμαι, εμείς τα παιδιά. Λέγαμε: «Πάμε, φεύγουμε, πάμε στο δωμάτιό μας, γιατί εδώ τσούζουν τα μάτια μας απ' τον καπνό». Και χρόνια αργότερα φτιάξαμε το τζάκι και μπορούσαμε να έχουμε. Το καλοκαίρι, βέβαια, εντάξει, μαγειρεύουμε έξω, αλλά πάλι τη φωτιά, δεν είχαμε να μαγειρέψουμε. Πολλά χρόνια αργότερα, θυμάμαι όταν πήραμε το πρώτο μας πετρογκάζ, το θυμάμαι, αλλά πιο πριν μαγειρεύαμε στη φωτιά. Πρέπει να ήμουνα 5 χρόνων; Ναι, δεν πήγαινα σχολείο, γιατί σχολείο πήγα και μικρή. Εκεί που μαγείρευε η μαμά μου φασολάκια στη φωτιά, είχε βάλει στη φωτιά, και άφησε εμένα, γιατί θα πήγαινε στο κτήμα κάτι να κάνει για λίγο, και άφησε εμένα να προσέχω τα φασολάκια, να μην καούν, και τη φωτιά. Βέβαια, εγώ τα ‘καψα τα φασολάκια. Μόλις ήρθε η μαμά, το κατάλαβε. Από τη γωνία που έστριψε, μύριζε το φασολάκι. Λίγο ξύλο εκεί το 'φαγα, που έπαιζα, που έκανα, που δεν είχα το μυαλό μου εκεί και έκαψα τα φασολάκια. Ευτυχώς ζούσε η γιαγιά, η μαμά του πατέρα μου, τότε και ήταν εκεί κοντά μας και μ' έσωσε. Της έβαλε τις φωνές: «Τι είναι αυτό; Μωρό παιδί είναι, τι περίμενες;». Η μαμά, βέβαια, μουρμούριζε από πίσω: «Καλά κι εσύ που ήσουνα μεγάλη, γιατί δεν τα πρόσεχες τα φασολάκια και μου τη λες τώρα;». Εντάξει, το θυμάμαι αυτό.
Οι γονείς σου ήταν αγρότες;
Οι γονείς μου ήταν αγρότες, είχανε αγοράσει ένα κτήμα δικό τους, εκεί που είχαμε και το σπίτι μας, ας πούμε, στο ίδιο κτήμα μέσα. Αυτό είχαν αγοράσει, όταν παντρεύτηκαν, η μαμά μου με... προίκα, ας το πούμε, της μαμάς. Και χρόνια αργότερα, μετά, όταν είχα γεννηθεί κι εγώ —ναι, αργότερα— αγόρασαν ένα άλλο κτήμα. Γενικά δεν τους έφταναν από τα κτήματα αυτά να ζήσουνε και νοίκιαζαν κάποια κτήματα απ' τα χωριά και φύτευαν εκεί άλλα πράγματα. Γενικά καλλιεργούσαμε πάρα πολλά, τα πάντα σχεδόν καλλιεργούσαμε. Θυμάμαι ότι είχαμε στάρι και σπέρναμε και στάρι για το σπίτι μας και κριθάρι, γιατί το χρειαζόμασταν και για τα ζώα που είχαμε, πατάτες, αρακά, φασόλια, μέχρι και σουσάμι. Το θυμάμαι ότι σπέρναμε σουσάμι και είχαμε σουσάμι. Και βαμβάκι είχαμε, για οικιακή χρήση, βέβαια, το βαμβάκι, όχι πολύ, αλλά είχαμε. Και το σουσάμι για οικιακή χρήση. Ρεβίθια σπέρναμε, φασόλια —εννοείται—, απ’ τα φασόλια αυτά που τρώμε φασολάδα, τα άσπρα, πάντα είχαμε δικά μας. Καλά και καλλιεργούσαμε, βέβαια, τα πάντα για το σπίτι μας: ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, μελιτζάνες, όλα αυτά τα... Α, και καλλιεργούσαμε και τοματίνια, αυτά τα πομοντόρια, που λέμε σήμερα, πολλά, τα οποία αυτά τα πουλούσαμε κιόλας. Καλά και πατάτες και όλα αυτά τα πουλούσαμε, τα λίγα που είχαμε ήταν οι μελιτζάνες, κολοκυθάκια, τέτοια πράγματα, για το σπίτι. Όλα τ’ άλλα βάζαμε πολλά και πουλάγαμε κιόλας. Θυμάμαι ότι στο χωριό όλοι έβαζαν τότε. Όλοι ήταν αγρότες, δεν ήτανε κάποιος να κάνει κάτι άλλο. Και για να φυτέψουμε τότε, είχαμε... γιατί σκάβαμε και με τα χέρια, δεν υπήρχανε τρακτέρ, δεν υπήρχαν τέτοια. Για να φυτέψεις πατάτες, ας πούμε, που πρέπει να σκάψεις λακκούβα, να βάλεις τις πατάτες μέσα, μαζευόμασταν, έρχονταν όλοι... ξέρω 'γω: «Σήμερα θα φυτέψουμε τις πατάτες του Γιώργη». Έρχονταν οι γείτονες 2, 3, 5, όσοι ήταν με τις γυναίκες τους, σκάβανε, φυτεύαν την πατάτα τη δική μας. Την άλλη μέρα πήγαιναν να φυτέψουνε τις πατάτες του Νίκου, πάλι μαζεύονταν όλοι, πηγαίνανε εκεί. Την άλλη μέρα στον Θανάση. Το ίδιο γινόταν και στη συγκομιδή. Όλα αυτά τα λέγαμε δανεικαριές εμείς. Δανεικά, δηλαδή πηγαίνανε κάπως έτσι, δεν πλήρωναν ποτέ μεροκάματο ο ένας στον άλλον, πάντα έκαναν τις δανεικαριές, που λέμε. Είχαμε [00:10:00]επίσης μία αγελάδα εμείς και —όλοι είχαν από μία αγελάδα στο χωριό— και ταίριαζε με μία αγελάδα, γιατί τις κοιτάζαμε να δούμε ποιες μπορούν να ταιριάξουνε, να είναι περίπου το ίδιο ύψος, το ίδιο μέγεθος και τα λοιπά. Γιατί, όταν θέλαν να οργώσουν ένα κτήμα και βάζανε τον ζυγό στην αγελάδα, ήτανε δύο αγελάδες, πρέπει να είναι τα ζώα λίγο-πολύ του ίδιου μεγέθους και να μην τσακώνονται μεταξύ τους, να έχουνε δημιουργήσει μία σχέση. Και πάντα είχαμε έναν, που τον λέγαμε Σέμπρο, του δίναμε την αγελάδα μας, μας έδινε τη δική του, όταν θέλαμε να οργώσουμε. Και υπήρχαν και κάποιοι στο χωριό οι οποίοι είχαν δύο αγελάδες και πηγαίνανε και κάνανε μεροκάματα και οργώναν, φρέζαραν, κάτι σαν το... όπως είναι σήμερα το τρακτέρ, ας πούμε, αυτοί κάναν αυτή τη δουλειά, δηλαδή ήταν αυτή η δουλειά τους. Από δουλειές αυτά. Εννοείται ότι κι εμείς όταν δεν είχαμε σχολείο, βοηθούσαμε στα κτήματα, όλα τα παιδιά. Όλα τα παιδιά του χωριού βοηθούσαμε. Τα καλοκαίρια, που είχαμε τα σύκα, όλα τα παιδιά μάζευαν σύκα. Γιατί ναι μεν τον χειμώνα, εντάξει, δεν είχε πολλές δουλειές, είχε ελιές, τέτοια, δεν μπορούσαν τα παιδιά να πάνε, ήτανε και στο σχολείο και δεν μπορούσανε να πάνε, αλλά το καλοκαίρι στα σύκα, που ήταν μία δουλειά σχετικά εύκολη, είχαμε ο καθένας το καλάθι του και μαζεύαμε σύκα. Και επειδή εμείς όλα τα παιδιά θέλαμε να πηγαίνουμε για μπάνιο βέβαια, λέγαμε πώς θα γίνει να ξεραθούν οι συκιές, να μην μαζεύουμε σύκα, να πηγαίνουμε για μπάνιο στη θάλασσα. Θυμάμαι ότι στο δημοτικό που πηγαίναμε, το οποίο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου, γενικά ήταν κοντά στα σπίτια όλα το δημοτικό αυτό που είχαμε εμείς, τελευταία μέρα που τελειώναμε από το σχολείο και λέγαμε τα ποιήματα και παίρναμε εκεί το ενδεικτικά μας και τα λοιπά, όλα μαζί φεύγαμε και πηγαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο και πού μας έχανες, πού μας έβρισκες στη θάλασσα ήμασταν πάντα. Και, βέβαια, ήμασταν και μόνα μας, δεν έρχονταν οι γονείς, δεν ξέρω, προσέχαμε το ένα το άλλο, κανένα δεν είχε πνιγεί. Καλά ήμασταν, καλά περνούσαμε. Και όταν δεν είχαμε να μαζέψουμε σύκα, πηγαίναμε —πού μας έβρισκες, πού μας έχανες— στη θάλασσα.
Το σχολείο πώς ήτανε; Μονοθέσιο;
Μονοθέσιο ήταν το σχολείο, ήταν μονοθέσιο εκεί που ήμουνα εγώ. Είχε και άλλο βέβαια, που ήτανε, νομίζω, τριθέσιο στο Πεταλίδι, στο κέντρο. Εγώ ήμουνα πιο έξω. Ήταν μονοθέσιο, είχε περίπου 35 παιδιά τότε σε διάφορες τάξεις και έκανε μάθημα σταδιακά ο δάσκαλος. Πρώτη, δευτέρα και τα λοιπά. Όλοι οι άλλοι κάθονταν φρόνιμοι, όταν κάναν μάθημα της προηγούμενης τάξης. Στα... μεγάλες τάξεις, πέμπτη και έκτη, ξέρω 'γω, εκεί, όταν πήγαινες, άφηνε τα κορίτσια να φέρουν μαζί τους ένα κέντημα και μπορούσαν να κεντάνε, γιατί δεν έκανε ούτε θόρυβο ούτε τίποτα. Εγώ, βέβαια, δεν είχα κεντήματα, δεν κεντούσα ποτέ, δεν ξέρω, δεν το μπορούσα αυτό, δεν το είχα το σπορ. Αλλά θυμάμαι κορίτσια που φέρναν εκεί μια... σαν λινάτσα, ένα τέτοιο πράγμα και χοντρές κλωστές και κεντούσανε αυτά, καθόμασταν φρόνιμοι. Αλλιώς ακούγαμε σε επανάληψη τα μαθήματα της πρώτης, της δευτέρας, της τρίτης, τα είχαμε εμπεδώσει, τα είχαμε μάθει πάρα πολύ καλά όλα. Τέλεια ήτανε, ήταν ωραία στο σχολείο. Είχαμε στο ισόγειο... ήταν σε όροφο, από πάνω, σε έναν όροφο, νοίκιαζαν ένα κομμάτι εκεί και είχαν τα παιδιά. Τον χειμώνα είχαμε σόμπα με ξύλα. Ο δάσκαλος, βέβαια, είχε και βέργα και μάλιστα μας ζητούσε να πάμε να του φέρουμε βέργες από το ποτάμι, που ήταν δίπλα, που είχε λυγαριές και ήτανε ευλύγιστες οι βέργες και δεν έσπαζαν, για να μπορεί να δέρνει καλά. Και εμείς πηγαίναμε και φέρναμε και βέργες στον δάσκαλο, για να μας ρίχνει καμία. Θυμάμαι στο ισόγειο, κάτω, αυτός που νοίκιαζε τον χώρο πάνω για σχολείο, είχε μαγαζάκι, ψιλικατζίδικο και καφενείο που πηγαίναν εκεί τα βράδια και... Πουλούσε στραγάλια, καραμέλες, τέτοια πράγματα για τα παιδιά. Αυτά είχαν μόνο τότε, σοκολάτα δεν θυμάμαι να πούλαγε, δεν ξέρω αν είχαμε καν εκεί, έφερνε. Εγώ θυμάμαι τα στραγάλια, που τα έχω καημό, γιατί έτρωγα στραγάλια, δεν μου άρεσαν οι καραμέλες ποτέ, και είχε ένα ποτηράκι του κρασιού το οποίο στον πάτο του είχε βάλει μπόλικο χαρτί, για να μην το γεμίζει με στραγάλια. Έκλεβε ουσιαστικά και μας γέμιζε με 50 λεπτά, ένα πενηνταράκι το λέγαμε τότε, ένα ποτηράκι, το οποίο στην ουσία ήταν μισό. Αλλά, εντάξει, μας το έβαζε εκεί σ' ένα χωνάκι που έφτιαχνε και τελείωνε. Το θυμάμαι αυτό, τα στραγάλια και το ποτηράκι το μισογεμάτο, καημός μού είχε μείνει. Θυμάμαι μία φορά τα παιδιά στο σχολείο, εκεί στο δημοτικό, παίζαμε στην ταράτσα έξω στο... γιατί είχε και ταράτσα μεγάλη έξω, δεν είχαμε κατέβει κάτω, στο προαύλιο και παίζαμε στην ταράτσα. Είχαμε μία μπάλα και στην άκρη γύρω γύρω, εκεί, η ταράτσα είχε χτισμένα τούβλα, αλλά σε μία σειρά. Δεν ήτανε γερός ο τοίχος. Είχε πάει η μπάλα στην άκρη εκεί, στον τοίχο και είχαν στριμωχτεί όλα τα παιδιά ποιος θα πιάσει την μπάλα, ποιος θα πιάσει την μπάλα και όπως σπρώχονταν, γκρεμίζεται ο τοίχος και πέφτουν από κάτω. Πέσανε δύο, η Νίκη κι ο Κώστας, ναι. Η Νίκη είχε χτυπήσει στο κεφάλι —ναι, στο κεφάλι θυμάμαι ότι είχε χτυπήσει— και ο Κώστας έχει χτυπήσει στη μέση του. Έγινε ένας ψιλοχαμός εκεί. Ήρθαν, τέλος πάντων... δεν θυμάμαι αν ήρθε ασθενοφόρο ή τα πήρανε και τα πήγανε, δεν το θυμάμαι αυτό. Θυμάμαι ότι τα πήγαν στο νοσοκομείο τα παιδιά και αυτά. Ευτυχώς δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα. Δηλαδή, εντάξει, δεν είχε πάθει, τα κρατήσανε μέσα για καμιά διάσειση, για κάτι, ήταν εξωτερικό το τραύμα που είχε πάθει η Νίκη και ο Κωστής έμεινε λίγο παραπάνω, γιατί να μείνει λίγο ακίνητος για τη μέση του και αυτά. Μετά το χτίσανε καλά το σχολείο, θυμάμαι. Αυτό... το έχω εικόνα μπροστά μου, δηλαδή άμα με ρωτήσεις αυτή τη στιγμή, τα θυμάμαι τα παιδιά, όπως ήτανε πεσμένα πάνω στα τούβλα. Αυτά απ' το μικρό δημοτικό που πηγαίναμε. Μας βγάζανε και κάναμε παρέλαση εκεί, στον δρόμο.
Ήσουνα καλή μαθήτρια ή είχες φάει κι εσύ ξύλο με τη βέργα;
Όχι, είχα φάει μία φορά ξύλο με τη βέργα, όχι λόγω μαθημάτων, τα είχα εμπεδώσει τα μαθήματα —δεν ξέρω, καλή ήμουνα, στο σχολείο ήμουνα καλή, εκεί— αλλά είχα φάει μια φορά ξύλο εγώ με τη φίλη μου, την Τασία, γιατί κουβεντιάζαμε, κάτι λέγαμε. Πηγαίναμε τώρα τρίτη ή τετάρτη, ξέρω 'γω, ο δάσκαλος έκανε μάθημα στα προηγούμενα, εμείς «ψου ψου ψου». «Βρε ησυχία!», «Βρε ησυχία!». «Ψου ψου ψου». Και στο τέλος μάς σήκωσε και τις δύο πάνω. «Τι λέγατε;». Δεν... «Όχι, εγώ μίλαγα», «Όχι, εσύ δεν μίλαγες», «Όχι, αυτό», φάγαμε κι οι δύο ξύλο και καθίσαμε. Τότε το θυμάμαι που έφαγα ξύλο. Θυμάμαι πηγαίναμε πρωί-απόγευμα σχολείο και Σάββατο. Και πρωί-απόγευμα που πηγαίναμε σχολείο, κάποια παιδιά που έρχονταν από μακριά, επειδή δεν μέναν εκεί, είχαν το σπίτι τους πιο μακριά, στο κτήμα τους, κι έρχονταν τα δύο... κάποια, από μία οικογένεια έρχονταν με δύο γαϊδουράκια κιόλας, για να μην περπατάνε, γιατί το ένα ήταν και λίγο ανάπηρο και δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Και το μεσημέρι δεν προλαβαίναν να γυρίσουνε πάλι στο σπίτι και να ξαναέρθουν το απόγευμα και μέναν στο σχολείο. Και θυμάμαι τον δάσκαλο που το 'κλεινε το σχολείο, την έκλεινε την αίθουσα, μια αίθουσα ήταν όλη κι όλη και τα παιδιά έμεναν έξω, στο προαύλιο. Χειμώνα-καλοκαίρι, δεν είχανε... δηλαδή και τον χειμώνα τα παιδιά ήταν έξω. Έφερναν μαζί τους κάτι να φάνε, συνήθως ψωμί, τυρί, τέτοια πράγματα. Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα μία οικογένεια, είχε πολλά παιδιά και είχανε μαύρο ψωμί, πολύ μαύρο, αλλά θυμάμαι ότι ήταν πάρα πολύ νόστιμο και μου δίνανε κι έτρωγα, παρότι, εντάξει, δεν... γιατί πολλές φορές έμενα, για να τους κάνω παρέα, δεν πήγαινα σπίτι μου ή πήγαινα, ερχόμουνα νωρίτερα και τέτοια. Θυμάμαι ότι έτρωγα από αυτό το ψωμί και μου άρεσε πάρα πολύ, αυτό. Παρέλαση στον δρόμο κάναμε, μας βγάζανε και μας παρέλαση πάντα εκεί. Ήμασταν αρκετά παιδάκια. Κάναμε χορούς, έχω και κάποιες φωτογραφίες από τους χορούς που κάναμε εκεί στις γιορτές, 25 Μαρτίου, 28 Οκτωβρίου, αυτά. Ήταν και κάποια που είχαν στολές και ντύνονταν, πιο πολύ τα κορίτσια Αμαλίες, τσολιάς, αν θυμάμαι καλά, ένας ντυνότανε. Ένας ήτανε που είχε στολή και ντυνότανε, αγόρι, τσολιάς, ο Τάκης ήταν αυτός.
Τις στολές, δηλαδή, τις αγοράζετε εσείς; Ήτανε δικό σας έξοδο;
[00:20:00]Ναι, ναι, ήταν δικό μας έξοδο. Γι' αυτό δεν είχαμε κιόλας. Και κάποιοι που είχανε, δεν ξέρω, τα κορίτσια, θα πρέπει να τους τα είχανε δώσει κάποια ξαδέρφια, κάποια άλλη, γιατί, εντάξει, δεν ήτανε κανείς πλούσιος. Μόνο αυτός ο Τάκης ήτανε λίγο, ήταν και μοναχοπαίδι, είχανε λίγο μεγαλύτερη περιουσία οι δικοί του και, εντάξει, του ‘χανε πάρει μία στολή, ας πούμε, και είχε ο Τάκης, τον θυμάμαι. Αλλά οι άλλοι όλοι, μάλλον δανεικές και τέτοια, γιατί φτωχά παιδιά ήτανε. Μετά χωρίσαμε γενικά, διαλύσαμε που πήγαμε γυμνάσιο. Τότε, στο γυμνάσιο για να μπεις έδινες εξετάσεις, δεν μπορούσες να μπεις όποιος να ‘ναι. Νομίζω από μας που πήγαμε, δύο κορίτσια περάσαμε; Ναι, δύο κορίτσια.
Από τα 35 παιδιά που ήσασταν στο τμήμα;
Καλά, 35 ήμασταν όλα. Στην τελευταία τάξη, εντάξει, ήμασταν λιγότερα, δεν ήμασταν... δεν θυμάμαι πόσα θα ήμασταν. Αλλά οι δύο συνεχίσαμε και πήγαμε στο γυμνάσιο, το οποίο από το σπίτι το δικό μου ήτανε γύρω στα 2,5 χιλιόμετρα να πας και άλλα τόσα σαφώς να γυρίσεις. Πηγαίναμε με τα πόδια βέβαια, εννοείται, δεν υπήρχε κάτι άλλο να πάμε. Κάθε μέρα με τα πόδια πρωί, μεσημέρι, βροχή, ζέστη, ό,τι να ‘χει, ό,τι να ‘ναι. Θυμάμαι μία φορά πηγαίναμε με μία κοπελιά από εκεί με τα πόδια στο Πεταλίδι και πρέπει να ήτανε κάτι, εθνική εορτή ήτανε. Τώρα 28 Οκτωβρίου; 25 Μαρτίου; Δεν ξέρω τι ήτανε. Και έβρεχε πάρα πολύ, πάρα πολύ μιλάμε, και πηγαίναμε, είχαμε τις ομπρέλες μας και πηγαίναμε. Σταματάει —είχαμε γυμνασιάρχη έναν Ελευθεράκη από... Κρητικός ήτανε, πολύ καλός άνθρωπος, πολύ γλυκός άνθρωπος— σταμάτησε, ήτανε με έναν σκαραβαίο και μας λέει: «Εσείς, επειδή βρέχει, μην ανέβετε μέχρι το σχολείο —ήτανε ψηλά το σχολείο, σε ύψωμα στο Πεταλίδι—. Μην ανέβετε, πηγαίνετε κατευθείαν στην εκκλησία, κάτω, εκεί που θα κάνουμε τη γιορτή». Δεν μου προξένησε εντύπωση εκείνη τη στιγμή, ας πούμε, απλά καθόμουν αργότερα και το σκεφτόμουνα, ότι ούτε αυτός σκέφτηκε να πει: «Ελάτε να σας πάρω μαζί μου, να σας πάω». Δεν περνούσε από το μυαλό τους ποτέ ότι μπορεί να πάρουν ένα μαθητή, να τον πάνε μαζί τους στο σχολείο. Έβρεχε πάρα πολύ, το θυμάμαι αυτό. Γυμνάσιο, εντάξει, δεν έχω πολλές αναμνήσεις, πιο πολύ από όταν ήμουνα πιο μικρή και πριν πάω σχολείο που παίζαμε πολύ περισσότερο. Όταν πήγαινα στο Πεταλίδι, είχαμε και σινεμά. Ήμασταν προηγμένο χωριό, ναι. Είχαμε σινεμά. Ήτανε ένας από κει η καταγωγή του, που είχε πάει στην Αυστραλία και είχε έρθει μετά από χρόνια και είχε κάποια λεφτά και έφτιαξε σινεμά. Θυμάμαι ότι πήγαινα και μου έδινε χαρτζιλίκι ο θείος μου και πήγαινα σινεμά, μου πλήρωνε το εισιτήριο. Και επίσης πήγαινα και εμένα στη γιαγιά μου, τη μαμά της μητέρας μου, που έμενε εκεί στο σπίτι του θείου μου, ενός άλλου θείου μου, και μου ‘δινε κι αυτή τα βράδια χαρτζιλίκι. Νομίζω ότι έκανε 5 δραχμές, αν θυμάμαι καλά. Μπορεί να μην το θυμάμαι και καλά και να ήταν λιγότερο, δεν ξέρω. Και μου ‘δινε να πάω σινεμά. Για να μην σηκώνεται η γιαγιά, ισόγειο ήταν το σπίτι, να μην σηκώνεται να ανοίγει πόρτες κι αυτά, άφηνε το παράθυρο ανοιχτό, πηδούσα εγώ απ' το παράθυρο έξω, πήγαινα σινεμά, γύριζα, έμπαινα από το παράθυρο, το κλείδωνα πάλι και ήμασταν ok. Η γιαγιά κοιμόταν. Την τελευταία φορά, νομίζω, δεν ξαναπήγα σινεμά, κάποια στιγμή, γιατί βγαίνω απ' το παράθυρο να πάω σινεμά και ήταν τα σκυλιά του γείτονα ο οποίος... αυτά τα σκυλιά τα ξέραμε όλοι στο χωριό ότι είναι πολύ άγρια. Δεν θυμάμαι πόσα ήταν. 3-4; 2-5; Τα οποία με το που βγήκα και... δεν είχε φως, είχε σουρουπώσει, ήτανε... άρχισαν να γαβγίζουν. Εγώ φοβήθηκα, έτρεχα και αυτά άρχισαν να με κυνηγούν. Μιλάμε, σε πόση ώρα έφτασα στο σινεμά, δεν ξέρω. Αν με είχαν χρονομετρήσει, θα είχα ρεκόρ, δεν το συζητάω. Πήγα στο σινεμά και νομίζω ότι ήταν η τελευταία φορά, δεν ξαναπήγα από τότε, δεν ξαναζήτησα, γλίτωσε η γιαγιά το τάλιρο, δεν ξαναπήγα σινεμά, τελείωσε. Το σινεμά λειτουργούσε για πάρα πολλά χρόνια μετά. Θυμάμαι όταν ήμασταν στο γυμνάσιο, μας πηγαίνανε και βλέπαμε —τότε, 28 Οκτωβρίου— συνήθως πηγαίναμε και βλέπαμε Τα οχυρά του Ρούπελ. Θυμάμαι τον Χρήστο Πολίτη που έπαιζε σε κάτι έργα τέτοια και ήταν και ωραίος και τον είχαμε ερωτευτεί τα κορίτσια. Και τέτοια έργα γενικά που είχανε σχέση με την πατρίδα, να το πούμε έτσι, μας πηγαίνανε και τα βλέπαμε. Και, βέβαια, τα καλοκαίρια βλέπαμε, πηγαίναμε και βλέπαμε κι εμείς άλλα σινεμά. Μετά άνοιξε και ένα άλλο, άνοιξε και θερινό, δεύτερο σινεμά. Είχε ανοίξει θερινό και πήγαινα και θερινό. Αλλά, εντάξει, ήμουνα πιο μεγάλη τότε, γυμνάσιο, ας πούμε, που πήγαινα στο θερινό στο σινεμά. Σιγά-σιγά έκλεισε και το θερινό, έκλεισε και το... Έφυγαν τα πιο πολλά παιδιά. Το γυμνάσιο είχε πάρα πολλά παιδιά. Λέω γυμνάσιο τότε, γιατί ήτανε γυμνάσιο-λύκειο ουσιαστικά ένα. Ήταν εξατάξιο γυμνάσιο, το λέγαμε. Είχε πολλά παιδιά. Έρχονταν και από τα γύρω χωριά, γιατί είχε σε πολύ μεγάλη απόσταση άλλο χωριό έτσι μεγάλο που είχε γυμνάσιο. Και όλα απ’ τα γύρω τα χωριά, εκεί στα βουνά κοντά, έρχονταν σε μας. Και επειδή, βέβαια, δεν υπήρχε δυνατότητα τα παιδιά να πηγαίνουν κάθε μέρα στο χωριό τους και να ‘ρχονται, ήταν μακριά, δηλαδή πρέπει να 'τανε και τρεις ώρες, δεν έβγαινε με τίποτα, έρχονταν και νοίκιαζαν πολλά δωμάτια μέσα σε σπίτια που, εντάξει, έμεναν και οι άλλοι και νοίκιαζαν ένα δωμάτιο και έμεναν δύο-τρία παιδιά μαζί από κάθε χωριό, παρέα. Τώρα αδέρφια ήτανε; Ξαδέρφια; Φίλοι, γείτονες; Γενικά μένανε μαζί δύο τρία παιδιά, τα οποία, εντάξει, είχε λίγο τον νου τους αυτός που μένανε μέσα, αλλά είχαμε και τον παιδονόμο. Ω, ναι! Είχαμε τον παιδονόμο, ο όποιος ήτανε και στο σχολείο επιστάτης, είχε και το κυλικείο του σχολείου και ήταν επιστάτης. Και το απόγευμα, γύριζε εκεί, στο χωριό και κοίταζε τα παιδιά. Και πιο πολύ είχε τον νου του στα παιδιά τα οποία νοίκιαζαν εκεί, δεν ήταν οι γονείς τους, να δει μήπως αλητεύουνε. Τι να αλητέψουν τώρα; Σε εισαγωγικά το αλητεύουνε, γιατί έτσι νόμιζαν τότε. Αν κυκλοφορούν, όπως πρέπει ντυμένα, αν φοράν το σήμα τους. Γιατί είχαμε ένα σήμα, μια κονκάρδα έτσι στρογγυλή, που τη βάζαμε στο πέτο και τα κορίτσια και τα αγόρια και έγραφε: «Γυμνάσιο Πεταλιδίου», ξέρω 'γω. Όταν κυκλοφορούσες χωρίς αυτό το σηματάκι και το απόγευμα, οπουδήποτε, έπρεπε να το έχεις πάντα πάνω σου. Κυκλοφορούσες, την άλλη μέρα στο σχολείο, αναφορά, έπαιρνες αποβολή. Εγώ θυμάμαι ο αδερφός μου είχε πάρει αποβολή, γιατί δεν φορούσε το σήμα του. Ναι. Τα κορίτσια φορούσαν ποδιές πάντα. Πάντα κυκλοφορούσουν με ποδιές, ακόμα και το Σαββατοκύριακο αν πήγαιναν στην εκκλησία, που πήγαιναν, φορούσαν την ποδιά τους. Εγώ, ευτυχώς, επειδή ήμουνα λίγο πιο μακριά, είχα γλιτώσει από αυτό το: «Κάθε Κυριακή στην εκκλησία». Γιατί κάθε Κυριακή έπρεπε να πηγαίνεις και στην εκκλησία. Και κατηχητικό πηγαίναν τ' απόγευμα, δεν θυμάμαι ποιες μέρες. Αλλά επειδή εγώ έμενα λίγο πιο έξω, το είχα γλιτώσει αυτό, δεν ήμουνα... υποχρεωτική η παρουσία μου και εντάξει. Αλλά και τ' απόγευμα τα κορίτσια με την ποδιά τους γιατί αλλιώς... δεν γινότανε να μη φοράς την ποδιά σου και να κυκλοφορείς ενώ είσαι μαθήτρια, και το σήμα σου οπωσδήποτε, όταν είσαι μαθητής. Αυτά από το γυμνάσιό μας. Ναι. Εγώ τελείωσα... πότε; Ναι, έφυγα το ‘75 από κει. Ναι, όταν ήμουνα... Αυτό, στο δημοτικό πιο πολύ μου είχε μείνει η ημέρα του πραξικοπήματος, η 21η Απριλίου. Πήγαινα τότε τρίτη δημοτικού και θυμάμαι ότι πήγαμε στο σχολείο και μας είπε ο δάσκαλος ότι θα πρέπει να φύγουμε, να γυρίσουμε στα σπίτια μας, γιατί έτσι πήρε εντολή. Τώρα μας είπε τη λέξη «πραξικόπημα»; Μας είπε [00:30:00]κάτι για κυβέρνηση; Δεν θυμάμαι τι μας είπε. Μας είπε, εν πάση περιπτώσει, ότι πρέπει να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Χαρά εμείς! Μια χαρά, ευτυχία! Γυρίζουμε στα σπίτια, δεν έχουμε σχολείο. Πήγαμε στο σπίτι, οι γονείς μας ήταν στο κτήμα βέβαια. Και θυμάμαι ότι πήγαμε σε ένα κτήμα που είχαν νοικιάσει, γιατί ήταν η εποχή που μάζευαν αρακά. Μάζευαν τον αρακά τότε, για να τον πουλήσουν. Οπότε, πήγαμε στο κτήμα, τους βρήκαμε, μας βλέπουνε και τα δύο —ένα αδελφό είχα— μας βλέπουν και τα δύο στο κτήμα, λένε: «Τι έγινε; Γιατί δεν είστε στο σχολείο; Τι...». Λέμε: «Μας έδιωξε ο δάσκαλος, γιατί μας είπε ότι κάτι έγινε. Πραξικόπημα; Επανάσταση; Κάτι τέτοιο μας είπε και μας έδιωξε ο δάσκαλος». Ο πατέρας μου ψιλοκατάλαβε τότε, γιατί παρακολουθούσε λίγο και την πολιτική κατάσταση, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και μαζεύτηκε και ήρθε στο σπίτι. Μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι. Θυμάμαι ότι μετά, είχε έναν φίλο, τον φίλο του τον Θανάση, που καθόταν και τα λέγαν πολύ και κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά με την όλη πολιτική κατάσταση. Μας είπανε τότε αν μας ρωτάνε πού είναι ο μπαμπάς μας, να μην λέμε, δεν χρειάζεται, να πούμε. «Δεν ξέρουμε», «Στο κτήμα», τέτοια, γιατί είχαν αρχίσει λίγο και φοβόταν ότι θα τους πιάσουνε κάποιους. Ήτανε αριστερός και φοβόταν ότι θα τον πιάσουνε να τον στείλουνε... γιατί μαθεύτηκε πλέον ότι μάζευαν κόσμο και τον έστειλαν σε εξορίες. Οπότε, είχε τον νου του και ψιλοκρυβότανε λίγο. Θυμάμαι μια μέρα, ήταν βράδυ και ήρθανε στο σπίτι και χτυπήσανε την πόρτα. Ήμασταν στην κουζίνα. Ήρθαν και χτυπήσανε την πόρτα και κατάλαβε ο μπαμπάς μου ότι κάτι γίνεται, γιατί είχε ακουστεί στο χωριό ότι είχανε βγει και ψάχνανε, και ευτυχώς είχε δύο πόρτες το σπίτι και έφυγε από την πίσω πόρτα. Και έφυγε πρώτα από την πίσω πόρτα και άνοιξε η μαμά μου την μπροστά. Εμείς μας είχανε πει να μην μιλάμε, να μην λέμε τίποτα. Μπήκαν μέσα κάτι χωροφύλακες τότε, ρωτάγανε: «Πού είναι ο άντρας σου; Πού είναι αυτό;». «Δεν είναι —λέει—. Δεν ξέρω, δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω πού είναι. Δεν ξέρω —λέει—, έχει φύγει, δεν έχει έρθει». Θυμάμαι ότι μπήκαν σε όλο το σπίτι και ψάχνανε και πήγανε και στην αποθήκη που είχαμε δίπλα στο σπίτι. Ήτανε μια μεγάλη αποθήκη, στη μισή είχαμε τροφές για τα ζώα και στην άλλη είχαμε κάτι ντεπόζιτα που βάζαμε το λάδι. Και το θυμάμαι που είχανε πάει και ανοίγαν όλα τα ντεπόζιτα να δούνε μήπως είναι κρυμμένος μες στα ντεπόζιτα. Και έψαξαν εδώ, έψαξαν εκεί, δεν τον βρήκαν, έφυγαν. Πρέπει να ήρθανε και άλλη κάποια φορά, που επίσης δεν τον βρήκαν. Δεν θυμάμαι για πόσο είχε κρυφτεί —για κάποιο διάστημα— ο πατέρας μου στο χωριό και είχε φύγει. Μετά δεν ξαναήρθανε, δεν ζήτησαν. Είχανε πάρει κάποιους, βέβαια, απ' το χωριό. Κάνα δυο θυμάμαι ότι τους είχανε μαζέψει. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν τόσο αυστηροί αυτοί του χωριού εκεί, δεν το κυνήγησαν πολύ, γιατί θα μπορούσαν να έχουν πιάσει αρκετούς. Είχαμε κόσμο να πιάσουνε, δεν είχανε πιάσει. Αλλά γενικά μια μυστικοπάθεια την είχαμε. Μας λέγανε: «Μην μιλάτε, μην πείτε, μην...». Εμείς, βέβαια, είχαμε και μία χαρά, γιατί στο σχολείο, που πήγαμε, μας δώσανε τετράδια καινούργια. Μας είχανε δώσει —τα θυμάμαι— κάτι μπλε τετράδια που τα άνοιγες και μέσα είχανε ένα μεγάλο ζωγραφιά με το πουλί και τον στρατιώτη αυτόν στο κέντρο. Και σε όλα τα βιβλία μετά, μπρος-πίσω, είχανε αυτή τη σφραγίδα, «21η Απριλίου» και τα λοιπά.
Εσύ τότε τι καταλάβαινες σαν παιδάκι γι' αυτό που συνέβαινε, που κρυβόταν ο μπαμπάς σου.
Αυτό φοβόμουνα μόνο, μην πιάσουν τον μπαμπά μου, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω τι έχει κάνει, να τον πιάσουνε. Τότε άκουσα τη λέξη: «αριστερός», πιο πριν δεν μου είχε πει κανείς τίποτα, δεν ήξερα τι είναι, δεν έτυχε. Αλλά τότε άκουσα που λέγανε: «Αριστεροί» και «Τους αριστερούς τους κυνηγάνε». Και αναρωτιόμουνα, γιατί να τους κυνηγάνε; Είναι κακοί; Τότε έμαθα ότι είναι οι δεξιοί εδώ που οι δεξιοί είναι, ξέρω 'γω, οι καλοί, ας πούμε, και οι αριστεροί είναι αυτοί που τους παίρνουνε και τους κυνηγάνε. Γενικά τα δεξιά ήταν καλά τότε. Θυμάμαι και στο σχολείο που πήγαινα, στο δημοτικό, που μία, ένα γειτονόπουλο, ήτανε η δεξιά του πλευρά, ήταν ανάπηρο. Δηλαδή, το χεράκι του ήτανε κάπως κουλό και στραβά τα δάχτυλά του και το πόδι του και κούτσαινε απ' τη δεξιά πλευρά. Τα αριστερά ήταν μια χαρά. Προσπαθούσε... ήθελε, όταν ξεκινήσαμε —ήταν αυτή κάνα χρόνο μεγαλύτερη από μένα, κάτι τέτοιο— ήθελε να γράψει και γράφαμε και πήγαινε να γράψει με τ' αριστερό χέρι, γιατί αυτό ήταν το χέρι το καλό της, που τη βοηθούσε. Το άλλο ήταν ζαβό, δεν πήγαινε καθόλου, ούτε τα νύχια ούτε αυτά. Και πήγαινε να γράψει και πήγαινε ο δάσκαλος από πάνω, της κοπάναγε μία στο χέρι και της έλεγε: «Όχι μ' αυτό το χέρι! Όχι μ' αυτό το χέρι. Δεν μπορείς να γράψεις μ' αυτό. Με το καλό το χέρι γράφουμε!» . Το καλό ήταν το δεξί. Άσχετα που σ' αυτό... Και προσπαθούσε το καημένο και έκανε κάτι γράμματα… Το τι τράβαγε μ' αυτό το χέρι, το θυμάμαι μια ζωή, τη δόλια. «Όχι αυτό το χέρι!». Μόνο το δεξί ήταν το καλό, όλοι γράφαμε με το δεξί τότε, δεν είχαμε αριστερό χέρι με τίποτα. Αυτά θυμάμαι από την επταετία γενικά τότε. Στην αρχή, δεν είχα καταλάβει το αριστερός-δεξιός τι είναι. Έτσι όπως κατάλαβα, που τους διώχνανε και τους στέλνανε στη φυλακή, νόμιζα: «Οι αριστεροί τι είναι; Κακοί είναι τώρα που τους στέλνουν; Εμένα ο πατέρας μου δεν μου φαίνεται κακός». Ούτε έναν κύριο εκεί που τον ήξερα και τον είχαν πιάσει τέλος πάντων, μου φαινότανε κακός ότι ήτανε. Αργότερα, σιγά σιγά μπήκαμε στο νόημα, καταλάβαμε λίγο παραπάνω. Ήταν και ο αδελφός μου δύο χρόνια μεγαλύτερος, κάτι μου έλεγε. Μετά, είχαμε ένα ραδιόφωνο και θυμάμαι ότι έρχονταν ο φίλος του πατέρα μου, ο Θανάσης, τα βράδια —νομίζω ότι ήταν στις 21:00, δεν θυμάμαι τι ώρα ήτανε, ίσως ήταν και νωρίτερα— που ακούγαμε την Deutsche Welle. Ακόμα θυμάμαι ότι συντονιζόμασταν και προσπαθούσαμε να πιάσουμε Deutsche Welle, με χαμηλά, βέβαια, το ραδιόφωνο μην είναι κανείς απ' έξω. Και θυμάμαι αυτό που έλεγε: «Εδώ η Deutsche Welle από τη Γερμανία. Σας μιλάει η Ομοσπονδιακή Γερμανία. Αγαπητοί Έλληνες ακροατές, καλησπέρα σας. Ακούτε την εκπομπή της Deutsche Welle». Και ήταν ο Βάσος Μαθιόπουλος, τον θυμάμαι αυτόν τον δημοσιογράφο, τ' όνομά του. Και έλεγε διάφορα για την κατάσταση, αυτό θυμάμαι.
Ήτανε μία πολιτική εκπομπή; Είχε και τραγούδια, τι ήτανε;
Όχι, τραγούδια δεν είχε. Έλεγε πιο πολύ... πολιτική εκπομπή και ειδήσεις, γιατί εδώ, στην Ελλάδα, δεν ακουγόνταν ειδήσεις, όπως ήταν τα πράγματα. Εκεί μας έλεγε ειδήσεις, μας έλεγε και για τον κόσμο που είναι έξω και την αντίσταση που κάνει, είτε στην Ιταλία, Γερμανία, στη Γαλλία, που ήτανε πολλοί Έλληνες και κάνανε τις οποιεσδήποτε εκδηλώσεις, και γενικά τις ειδήσεις, το πώς είναι η χούντα στην Ελλάδα και πώς μας την παρουσιάζουν στην Ελλάδα και πώς πράγματι είναι. Έλεγε τις ειδήσεις, ναι, το θυμάμαι, η Deutsche Welle. Και ερχόταν το βράδυ —κρυφά βέβαια— και ο φίλος ο Θανάσης, γιατί δεν θυμάμαι αν όλο τον καιρό, αλλά τον πρώτο καιρό, είχε απαγορευτεί σίγουρα η κυκλοφορία απ' τη δύση του ηλίου και μετά τον πρώτο καιρό. Μετά, νομίζω, ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα, αν θυμάμαι καλά, και κυκλοφορούσαμε πιο πολύ. Αυτά θυμάμαι τότε.
Τάγματα ασφαλείας στο χωριό;
Α, είχαμε. Είχαμε και εκπρόσωπο των ταγμάτων ασφαλείας, τον θυμάμαι, να μην πω το όνομά του καλύτερα, δεν πειράζει. Θυμάμαι ότι όταν καταθέτανε στεφάνι στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτου τότε στις 25 και 28 Οκτωβρίου, ήτανε και αυτός που κατέθετε στεφάνι για τα ΤΕΑ και τον θυμάμαι που... Γιατί έλεγε κάθε φορά, είχαμε έναν εκφωνητή, και έλεγε: «Γυμνάσιο Πεταλιδίου, καταθέτει ο γυμνασιάρχης», ξέρω 'γω: «Εκείνο καταθέτει ο...» και είχε και ΤΕΑ και καμάρωνε ο άλλος με τα ΤΕΑ και κάτι παράσημα εδώ, στο πέτο. Μιλάμε για μεγάλο καθίκι. Στο χωριό γενικά κάρφωνε. Ακόμα και όταν ήτανε να πάει ο αδερφός μου φαντάρος, επειδή έπρεπε να ρωτήσουνε και τι πολιτικά φρονήματα είσαι, για να ξέρουνε και πού θα σε στείλουνε γενικά, και είχανε ρωτήσει στο χωριό. Και εμείς το είχαμε μάθει από κάποιους άλλους, που ναι μεν υπήρχαν και άνθρωποι που δεν ήταν αριστεροί, θα το πω έτσι, αλλά δεν ήτανε και κακοί άνθρωποι και βαμμένοι, ας πούμε, να πούνε κάτι κακό για τον άλλον, αλλά ήταν και κάποιοι... κάτι ΤΕΑ και κάτι αυτοί, που ήταν... Παναγία μου! Και θυμάμαι ότι είχανε πει ότι: «Εντάξει, είναι, ξέρω 'γω, αριστερός πολύ και ο γιος του έτσι κι αλλιώς και πρέπει να τον φροντίσετε αναλόγως». Ναι, [00:40:00]αυτός απ' τα ΤΕΑ. Πάρα πολλά χρόνια το θυμάμαι αυτό, δεν ξέρω πότε καταργήθηκαν τα ΤΕΑ, άπειρα χρόνια αργότερα. Έχω την εντύπωση ότι μήπως ήτανε και μετά τη μεταπολίτευση, για κάποιο διάστημα; Δεν ξέρω, γιατί πια είχα φύγει και δεν... Πάντως έχω ωραίες αναμνήσεις από το χωριό και απ' την παιδική μου ηλικία, άσχετα αν ήμασταν φτωχοί.
Έτσι οι πιο ωραίες στιγμές;
Είχαμε... Εμείς ήμασταν δύο παιδιά πρώτα απ' όλα. Είχα μία... Όλοι οι άλλοι στο χωριό είχανε πολύ περισσότερα παιδιά. Ο αμέσως επόμενος ήταν ένας που είχε 3 και όλοι οι άλλοι είχαν παραπάνω, δηλαδή μίλαγες 6,7,8 παιδιά. Εμείς ήμασταν δύο. Οι γείτονές μας, με αυτούς κάναμε πάρα πολλή παρέα και τα πιο πολλά ήταν κορίτσια, ένα αγόρι υπήρχε, και παίζαμε, γιατί τα κτήματά μας ήταν δίπλα και πηγαίναμε συνέχεια, ήμασταν συνέχεια μέσα στο κτήμα και παίζαμε πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Θυμάμαι το ποτάμι που… Αυτοί ήταν... ήταν και πολλά τα παιδιά, όχι ότι ήταν πιο φτωχοί από μας, απλά ήταν πολλά τα παιδιά και άλλο το να έχεις να ταΐσεις δύο παιδιά με ένα κτήμα και άλλο να έχεις οκτώ παιδιά με ένα κτήμα. Ήταν σίγουρα πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα γι' αυτούς. Και μένανε κοντά στο ποτάμι, είχε και ένα ποτάμι δίπλα, το οποίο τότε, βέβαια, είχαμε πάρα πολλά νερά, παντού είχαμε νερά και το ποτάμι τον χειμώνα έβγαζε νερό πάρα πολύ. Ερχόταν, όταν έβρεχε απότομα. Λέγαμε: «Κατέβασε το ποτάμι νερό». Θυμάμαι δύο τρεις φορές, αλλά τη μία θυμάμαι πάρα πολύ έντονα, γιατί είχε κάνει μεγάλη πλημμύρα και είχε φτάσει το ποτάμι κοντά στο σπίτι τους και φοβήθηκαν ότι θα μπει στο σπίτι. Το ακούγαμε κι εμείς... εμείς... οι γονείς μου, όχι εγώ, γιατί εμείς ήμασταν... εντάξει δεν καταλαβαίναμε. Ακούγαν τη βουή απ’ το ποτάμι και το νερό και της λέει της μάνας μου ο πατέρας μου: «Πάμε, γιατί θα τους πνίξει τους ανθρώπους. Πάμε να τους πάρουμε, να τους φέρουμε στο σπίτι». Και πήγανε και φέρανε πρώτα, θυμάμαι κουβάλησαν, τα παιδιά στο σπίτι. Και η γυναίκα αυτουνού ήταν έγκυος στο τελευταίο παιδί, ήταν έγκυος τότε η γυναίκα του, και την είχε βάλει αυτός στην πλάτη του, για να την κουβαλήσει, να τη φέρει, ο άντρας της να την κουβαλήσει, να τη φέρει, γιατί δεν μπορούσε. Είχε αρκετό νερό και φοβόταν ότι θα την πάρει. Και θυμάμαι ότι τους φέρανε και μείνανε δυο βράδια; Τρία στο σπίτι μας; Εγώ, βέβαια, ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη, και εγώ και ο αδερφός μου πολύ χαρούμενοι, γιατί είχαμε πολλά παιδιά και παίζαμε και κοιμόμασταν το βράδυ, όσο κοιμόμασταν, γιατί τον περισσότερο καιρό χαχανίζαμε και παίζαμε. Και έλεγα: «Ωραία είναι, όταν πλημμυρίζει, γιατί περνάμε καλά εμείς!». Τώρα αυτοί οι άνθρωποι, είχαν τον πόνο τους και τον καημό τους, αλλά εμείς αυτό λέγαμε, το ότι περνάμε καλά. Από λεφτά εμείς, τα παιδιά, βέβαια δεν είχαμε. Δεν... δηλαδή, μας δίναμε, αν μας έδιναν, κάνα πενηνταράκι, δραχμή δεν νομίζω ότι παίρναμε ποτέ, για να πάρουμε κανένα στραγάλι, κάνα τέτοιο. Μετά, μόλις είχαμε μεγαλώσει λίγο, είχαν εκεί σε κάποιο χωριό εκεί δίπλα, παραλιακό... όχι χωριό, ουσιαστικά ήταν μία μεγάλη έκταση, παραλία κοντά. Είχε έρθει μία μεγάλη εταιρεία και είχε φυτέψει γιασεμιά, πολλά γιασεμιά. Και μαζεύαν τα λουλούδια και είχε και ένα μικρό εργοστάσιο δίπλα, τη... ΒΙΟΡΥΛ τη λέγανε; Ναι, που έκανε απόσταγμα απ' τα λουλούδια για αρώματα και τέτοια. Και αυτά τα λουλούδια πρέπει να τα μαζεύεις ένα ένα λουλουδάκι, το πρωί, με τη δροσιά, κάθε μέρα, την εποχή της ανθοφορίας και συνήθως βάζανε παιδάκια γι' αυτή τη δουλειά. Και ήταν ένα Volkswagen, αυτά τα κουβούκλια, τα transporter, φορτηγάκι, που είχε δύο πάγκους από δω κι από κει στην καρότσα και πέρναγε από το χωριό και μάζευε παιδιά και μας πήγαινε όλα τα παιδιά εκεί και μαζεύαμε στα καλαθάκια, μας έδιναν καλαθάκια, τα μαζεύαμε τα γιασεμιά και το μεσημέρι, όταν ήτανε μεσημέρι... δηλαδή 10:00-11:00 η ώρα το μεσημέρι, περνούσε 05:00 η ώρα το πρωί το καλοκαίρι και μας έπαιρνε, γιατί πρωί ήταν καλοκαίρι. Και πηγαίναμε και ζυγίζαμε το πόσα είχαμε μαζέψει. Και κάθε βδομάδα μας πλήρωνε. Είχαμε τότε εκεί που τα ζυγίζαμε... ήταν ένας απ' αυτούς που ζύγιζε —τον θυμάμαι τον... έτσι μεγαλούτσικος, ένας γλυκύτατος άνθρωπος—, ο οποίος μας χάριζε στο ζύγι, μας έδινε κάτι παραπάνω, τέλος πάντων, στα πιτσιρίκια. Κι εμείς, για να είναι και πιο βαριά λίγο, να πάρουμε, ρίχναμε και κάνα χωματάκι μέσα, κάνα χαλικάκι, τα βρέχαμε λίγο παραπάνω, για να είναι λίγο πιο βαριά. Και με είχαν αφήσει και μένα. Δεν με άφηναν συνήθως, αφήναν πιο πολύ τον αδερφό μου, γιατί ήταν το αγόρι και είναι πιο εύκολα τα πράγματα για τα αγόρια πάντα. Αλλά γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια εγώ, με άφησαν και μένα, γιατί, αφού ήταν και ο αδερφός μου μαζί, θα με πρόσεχε. Και πήγαινα κι εγώ και μάζευα, είχα μαζέψει... δεν θυμάμαι πόσα λεφτά πήρα τότε, αλλά θυμάμαι ότι τα κράτησα και μαζί με κάποια άλλα που είχα μαζέψει... γιατί κάποια στιγμή γράφαμε στο σχολείο κάθε 31 Οκτωβρίου που είναι η μέρα της αποταμίευσης, γράφαμε μία έκθεση κάθε χρόνο με θέμα την αποταμίευση. Και όποιος έβγαινε πρώτος, έπαιρνε έναν κουμπαρά, ξέρω 'γω, τέτοιο, ο δεύτερος έπαιρνε... δύο, νομίζω, ήταν τα βραβεία, ένας πιο μεγάλος και ένα πιο μικρός κουμπαρά, που μας τον έδινε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Το 'γραφε κιόλας πάνω: «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο» Τον έχω τον κουμπαρά αυτόν ακόμα. Και είχε... με κλειδί, κλειδί δεν είχαμε εμείς, το είχε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Πηγαίναμε εκεί, δηλαδή τον γεμίζαμε ή όποτε θέλαμε, πηγαίναμε στο ταχυδρομείο να μας ανοίξουνε τον κουμπαρά. Και μάζευα αυτά τα λεφτά, είχα βάλει και τα λεφτά απ' τα γιασεμιά και ό,τι άλλο είχα. Και θυμάμαι πήγα και τον άνοιξα τον κουμπαρά και είχα μέσα 80 δραχμές; Νομίζω 80 δραχμές είχα μαζέψει. Θυμάμαι ότι πήγα και πήρα ένα σορτς, το θυμάμαι ακόμα. Ήτανε πράσινο, λαχανί το χρώμα του. Είχαμε μαγαζί στο Πεταλίδι, εμπορικό τέλος πάντων, που πουλούσε τέτοια. Ένα πράσινο, λαχανί σορτς και πίσω στην τσέπη, που είχε πίσω, είχε πάνω ζωγραφισμένο ένα καουμπόη με ένα λάσο. Το θυμάμαι αυτό, ήταν το δικό μου, το πρώτο με τα λεφτά μου. Και θυμάμαι επίσης που ήθελα να πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια. Ήταν μαύρα, έτσι με μπαρέτα και μπροστά είχανε ένα σχεδιάκι, κάτι εκεί, κάτι σαν μικρά παραθυράκια κόκκινα, μια γραμμή, γιατί τα φορούσανε κάποια κορίτσια στο χωριό... Ήταν τρεις αδελφές οι οποίες είχαν παραπάνω λεφτά και γενικά τους είχε πάρει ο πατέρας τους αυτά τα παπούτσια. Τα είχα δει εγώ που φορούσαν αυτά τα παπούτσια.. Παναγία μου! Πότε θα πάρω τα παπούτσι που φοράνε αυτές! Και τελικά, δεν μου φτάνανε τα λεφτά να πάρω και τα παπούτσια και το σορτς, αλλά βάλανε και κάποια λεφτά και η μάνα μου και μου πήρε αυτά τα παπούτσια, τα θυμάμαι. Τα μόνα παπούτσια που θυμάμαι, τα άλλα δεν τα θυμάμαι γενικά, αλλά αυτά επειδή ήταν αγορασμένα και από μένα, τα θυμάμαι αυτά τα παπούτσια. Επίσης θυμάμαι ότι αυτές οι κοπέλες είχανε σκουλαρίκια. Φορούσαν σκουλαρίκια χρυσά, κρίκους, που τα λέγαμε τότε βέρες εμείς, δεν τα λέγαμε κρίκους, στα αυτιά τους. Ήθελα κι εγώ, που είχα τρυπήσει τα αυτιά μου, τα έχει τρυπήσει η μαμά μου... Πώς τα τρυπούσαν τα αυτιά; Βελόνι κανονικό, κλωστή πίσω περασμένη, όπως αυτό που ράβουμε, την βάζαν στη φωτιά, την έκαιγαν, έπιαναν τ' αυτί... «τσακ»! Το βελόνι απέναντι, τραβούσαν και την κλωστή, την έδεναν και κάθε πρωί έπρεπε να σέρνεις λίγο την κλωστή μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, για να μην θρέψει μέσα στην τρύπα και γίνει ένα. Και αφού περνούσαν κάποιες μέρες, βγάζαμε αυτή την κλωστή και βάζαμε ένα ξυλαράκι από ρίγανη, που ήτανε και αντισηπτικές οι ιδιότητες της ρίγανης, και βάζαμε τη ριγανίτσα, μέχρι που η τρύπα πια ήταν μόνιμη. Εγώ είχα τρυπήσει τα αυτιά μου, αλλά δεν είχα σκουλαρίκια. Και την έτρωγα τη μαμά μου: «Θέλω σκουλαρίκια, θέλω σκουλαρίκια, θέλω σκουλαρίκια που έχουνε τα κορίτσια τέτοια». Και τελικά η καημένη, δεν ξέρω, μάζεψε λεφτά από δω από κει, γιατί τότε δε δίναν, το ταμείο το κράταγε κι ο άντρας, δεν είχανε οι γυναίκες ταμείο. Τώρα η μαμά, λίγο από δω λίγο από εκεί κάπου τα βρήκε. Και θυμάμαι τα πρώτα μου σκουλαρίκια που μου έφερε, τις βέρες. Χαρά εγώ που είχα σκουλαρίκια σαν τις άλλες, τις πλούσιες! Πολύ ωραία! Οι γυναίκες, βέβαια, εκτός του ότι δεν είχανε... όχι διαχείριση ταμείου, ούτε να πούνε: «Εσύ, ρε παιδί μου, πάρε και πήγαινε ψώνισε ό,τι θέλεις». Δεν τους δίνανε. Αν θέλανε, θα πηγαίναν με τον άντρα τους, να πάρουνε ένα φουστάνι, ένα παπούτσι, ό,τι ήθελαν. Και, βέβαια, οι γυναίκες δούλευαν περισσότερο από τους άντρες, άσχετο αυτό, γιατί δούλευαν όλη μέρα μαζί στο κτήμα και μόλις γύριζαν το βράδυ, ο μπαμπάς... ο οποίος ήταν και απ' τους καλούς μπαμπάδες ο δικός μου, γιατί υπήρχαν άλλοι που έδερναν τις γυναίκες τους, έτσι; Γυρίζαμε στο σπίτι, η μαμά [00:50:00]και αργότερα τα παιδιά, όταν μεγάλωσαν... πηγαίναμε εμείς, γιατί είχαμε κατσίκες και πηγαίναμε απ' το κτήμα που τις είχαμε δεμένες όλες τις μέρες, να τις φέρουμε το βράδυ στον στάβλο. Η μαμά θα έπαιρνε τις κατσίκες, θα τις άρμεγε, θα τάιζε τις κότες, θα έκλεινε τις κότες, θα έκανε όλα αυτά, θα έρχονταν στο σπίτι. Ο μπαμπάς είχε έρθει στο σπίτι, είχε ντυθεί, είχε στολιστεί και είχε πάει στο καφενείο, να καθίσει με τους φίλους του, να πουν τα νέα τους, να κάνουνε, να, να, να... όλα αυτά. Και η μαμά θα ερχότανε στο σπίτι να φτιάξει το γάλα, να το στραγγίξει, να το κάνει, είτε να το βράσει ή να το βάλει κάπου να το κάνει την άλλη μέρα, γιατί το έκανε τυρί, κάθε μέρα, κάθε δυο μέρες, ανάλογα πόσο γάλα είχαμε απ’ τις κατσίκες ή και όταν είχαμε αγελάδα και απ' την αγελάδα. Όλα αυτά ήτανε φροντίδα της μαμάς. Τα μάζευε στο σπίτι, να φροντίσει τα παιδιά, να φτιάξει κάτι βραδινό για τα παιδιά. Η μαμά θα κανόνιζε να τα φροντίσει, να τα ταΐσει, να κάνει, να τα κοιμίσει, να τα ετοιμάσει και αυτά. Ο μπαμπάς το μόνο που ερχότανε, θα έτρωγε κάτι, καμιά φορά θα ρώταγε: «Τι έγινε τα παιδιά; Έχετε διαβάσει; Τι έχετε κάνει;». Αλλά, εντάξει, μέχρι εκεί. Άντε και όταν ήμασταν μικρά, θυμάμαι, κάνα δυο φορές είχε ασχοληθεί λίγο με τα μαθήματα, να δει έτσι τι... αν διαβάζουμε, αν έχουμε διαβάσει, αν κάνουμε. Δεν... Γενικά αυτό το κάναμε μόνα μας, είχαμε μάθει και το κάναμε μόνα μας. Αλλά οι γυναίκες όλες ήτανε υποχρεωμένες... αυτό. Και οι γυναίκες θα πλένανε, πλέναν στο χέρι. Δηλαδή, μία φορά την εβδομάδα, θα βάζανε φωτιά, βάζανε ένα μεγάλο καζάνι με νερό πολύ και μια σκάφη και πλένανε στο νερό το καυτό, τα καθαροβγάζανε μετά στο άλλο και μόλις τελειώνανε το πλύσιμο, πηγαίνανε και στο κτήμα. Και μετά φτου κι απ' την αρχή. Και ζυμώνανε, για να ζυμώσουνε το ψωμί μια φορά την εβδομάδα, γιατί τρώγαμε και πολύ ψωμί τότε, ήταν, δηλαδή, κάτι που... όλοι τρώγαμε πολύ ψωμί. Η μαμά μου —είχαμε φούρνο, ξυλόφουρνο— σηκωνότανε 04:00-05:00 η ώρα το πρωί, έκανε απ' το βράδυ το προζύμι έτσι να φουσκώσει, την άλλη μέρα το πρωί σηκωνόταν 04:00-05:00 η ώρα να ζυμώσει, να βάλει 5-6 καρβέλια —μεγάλα καρβέλια, τώρα μία αγκαλιά καρβέλια— στην πινακωτή, να περιμένει να φουσκώσουνε, άναβε το φούρνο, έβαζε τα καρβέλια, έψηνε, και αφού τα έψηνε, ξανά —βουρ— στο κτήμα, δεν καθότανε. Δεν ήταν μία μέρα, για να πεις ότι θα καθίσει.
Εσύ και ο αδερφός σου βοηθούσατε στις δουλειές;
Στις δουλειές βοηθούσαμε εμείς, δηλαδή ήτανε αρκετές οι δουλειές που κάναμε, όταν μεγαλώσαμε και μπορούσαμε και κυκλοφορούσαμε μόνα μας. Δηλαδή, το να πάμε να φέρουμε τις κατσίκες απ' το κτήμα, ήταν η δικιά μας δουλειά. Το να πάμε... γιατί τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε και ύδρευση στο σπίτι μας, δεν είχαμε νερό και παίρναμε νερό από την πηγή. Είχαμε κάνα-δυο πηγές εκεί, στο χωριό και παίρναμε από κει νερό και είχαμε δύο βαρέλια ξύλινα —μικρά όμως, όχι πολύ μεγάλα, δεν είναι βαρέλια κρασιού, βαρέλια... θα χώραγαν μέσα, ξέρω 'γω τώρα, 60, θα 'τανε αυτό, λίτρα θα ήτανε περίπου, κάτι τέτοιο, κάνα δύο βαρέλια τέτοια— τα οποία τα φορτώναμε στο γαϊδούρι από δω κι από κει, για να έχει και ισορροπία και τα άλλα σε παγούρια που είχαμε πλαστικά και πηγαίναμε στην πηγή και γεμίζαμε νερό και φέρναμε το νερό στο σπίτι. Δηλαδή, αυτά τα κάναμε. Καλά, το καλοκαίρι μαζεύαμε σύκα, πηγαίναμε στον τρύγο. Ο τρύγος μ' άρεσε πολύ. Μ' άρεσε, είχαμε σταφίδες, γιατί είχανε πολλές σταφίδες τότε στο χωριό, και πηγαίναμε στις σταφίδες, γιατί μαζευόμασταν και παιδιά αρκετά και πηγαίναμε και τρυγάγαμε και τα βράδια, όταν τρυγάγανε τις σταφίδες και απλώνανε τα σταφύλια στο αλώνι, για να ξεραθούνε, οι άντρες είχαν ένα ράντζο και κοιμόνταν εκεί τα βράδια. Γιατί πολλές φορές πήγαιναν και κλέβανε, τώρα τι κλέβανε, δεν ξέρω, αλλά κλέβανε σταφίδες. Και φύλαγαν τις σταφίδες στο αλώνι και κοιμόνταν όλοι στα αλώνια, όλοι εκεί, γύρω γύρω. Θυμάμαι, δηλαδή, την περιοχή, γιατί ήταν και κατά περιοχή οι καλλιέργειες, ανάλογα με το χώμα που είχε. Στην περιοχή που εμείς λέμε Στενά, ήταν όλα σταφίδες εκεί πέρα. Θυμάμαι εγώ τις σταφίδες όλες, που όλοι πηγαίναμε και τρυγάγαμε μαζί. Είχε δύο μεγάλες ελιές κάτω, μέσα στη σταφίδα, είχε μόνο δύο ελιές τεράστιες, που εκεί ήτανε η σκιά που καθόμασταν και τα μεσημέρια τρώγαμε και κάναμε. Οι δουλειές μας αυτές ήτανε με τα ζώα και αυτά, τα μικρά ζώα. Η αγελάδα που είχαμε... ήμουνα μικρή που την είχαμε, δεν είχαμε ασχοληθεί. Τη θυμάμαι βέβαια, γιατί θυμάμαι ότι ήτανε... είχε μεγάλη παραγωγή γάλα, πολύ γάλα. Το θυμάμαι που έφερνε η μαμά μου κάτι τεράστιους κουβάδες γεμάτους και έφτιαχνε τυρί και έφτιαχνε και βούτυρο πολύ. Και πήγαινε στη... μια πόλη εκεί δίπλα, που ήταν πολύ μεγαλύτερη από μας, η Μεσσήνη, η έδρα του δήμου μας σήμερα. Είχε το μοναδικό ζαχαροπλαστείο, που είχε, ο «Βαλσαμάκης», και πήγαινε και πούλαγε το βούτυρο. Αυτά τα λεφτά ήταν δικά της, αυτά τα έπαιρνε η μάνα μου. Και αυτά πήγαινε μετά και ψώνιζε πιάτα, μπρίκια, τέτοια πράγματα για το σπίτι. Γιατί οι άντρες απ' αυτά δεν ήξεραν. Βρίσκονταν, βέβαια, τα πιάτα στο σπίτι, πώς βρίσκονταν δεν είχανε ρωτήσει ποτέ ούτε: «Πού τα βρήκαμε αυτά τα μπρίκια και τα ‘χουμε;». Η μαμά τα 'κανε αυτά. Αυτά κάναμε εμείς από δουλειές.
Εσύ στο γυμνάσιο πώς προχώρησες;
Εγώ προχώρησα στο γυμνάσιο... Εντάξει, μέχρι την τρίτη γυμνασίου, ήταν ένα το γυμνάσιο, ας πούμε έτσι. Μετά, από τετάρτη, πέμπτη, έκτη, υπήρχανε κλάδοι που μπορούσες να ακολουθήσεις, είτε το πρακτικό γυμνάσιο, που λέγαμε εμείς, στις μεγαλύτερες πόλεις είχανε και το οικονομικό, απ’ όσο ξέρω. Εμείς είχαμε το πρακτικό που ήτανε... πρακτικό ήτανε τον τομέα μαθηματικά, φυσική, θετικές επιστήμες, τέλος πάντων, πιο πολύ και το άλλο ήταν το φιλολογικό κομμάτι. Το... θετική κατεύθυνση δεν είχε στο Πεταλίδι, έπρεπε να πας στη Μεσσήνη, για να παρακολουθήσεις. Εγώ ήθελα να ακολουθήσω εκεί, γιατί αυτό μου άρεσε πιο πολύ και εκεί ήμουνα και καλή, δεν με άφησαν, όμως, να πάω, γιατί: «Εντάξει, τώρα, κορίτσι πράγμα που θα παίρνεις το λεωφορείο κάθε πρωί και θα πηγαίνεις εκεί πέρα, στην πόλη τη μεγάλη που... μόνη σου και δεν ξέρεις κανέναν και... και...». Και και. «Και τι μπορεί να γίνει». Και ξανά, γιατί θα ‘πρεπε να πηγαίνω με το λεωφορείο, να γυρίζω με το λεωφορείο, μόνη μου, σ' ένα μέρος, ας πούμε, άγνωστο. Σιγά το μέρος, βέβαια, το μεγάλο, αλλά για την εποχή εκείνη ίσως ήτανε κάτι. Και επειδή ήμουνα και κορίτσι, γιατί παιδιά που ήτανε... άλλα, αγόρια, ήταν ο ξάδερφός μου, ο Γιώργος, που πήγε στο πρακτικό, νομίζω, ναι, και άλλοι, κάνα δυο, δεν τους θυμάμαι τώρα, γιατί ήτανε και από γύρω χωριά παιδιά τα οποία πήγαν στο πρακτικό. Αλλά βασικά ήταν αγόρια, τα κορίτσια όχι. Εγώ συνέχισα στο κλασικό και ήρθα πλέον στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, την έκτη τότε που λέγαμε, τρίτη αντίστοιχη λυκείου σήμερα, και ήρθα στην Αθήνα, για να κάνω φροντιστήριο, να δώσω Φυσικομαθηματικό που ήθελα.
Πώς σε αφήσανε να έρθεις στην Αθήνα, αλλά δεν σε άφηναν να πας στη Μεσσήνη;
Ναι, είχε έρθει ο αδερφός μου δύο χρόνια νωρίτερα. Γιατί ο αδελφός μου πήγε μέχρι την τρίτη γυμνασίου στο χωριό, μετά δεν ήθελε να ακολουθήσει αυτό, ήθελε να σπουδάσει μηχανικός αεροπλάνων και ήθελε να ‘ρθει οπωσδήποτε στη σχολή. Θυμάμαι ότι έγιναν μεγάλες μάχες, για να φύγει τότε και επίσης θυμάμαι που η μαμά μου που δεν ήθελε να φύγει το παιδί, να έρθει στην Αθήνα, τα είχε βάλει με τον πατέρα μου. Γιατί ο πατέρας μου είχε πάει, επειδή τον είδε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει το σχολείο και αυτά, είχε πάει και είχε πάρει ένα βιβλίο που είχε μέσα όλες τις σχολές και το τι μπορείς να γίνεις απ' αυτές τις σχολές. Το θυμάμαι αυτό το βιβλίο, δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Και το είχε φέρει και του το είχε δώσει. Και τα είχε βάλει η μάνα μου με τον πατέρα μου: «Που εσύ που έφερες αυτό το βιβλίο και είδε το παιδί εκείνο και το άλλο και γι' αυτό θέλει να φύγει τώρα. Και πού θα πάει; Παιδί και εκείνο και τα λοιπά. Εσύ φταις, εσύ κάνεις...». Τέλος πάντων, έφυγε ο αδερφός μου, γιατί ήρθε και έμεινε, ήταν ο αδελφός του πατέρα μου στην Αθήνα, και ήρθε και έμεινε στο θείο του. Οπότε, εντάξει, υποχωρήσαμε, αφού θα έμενε στον θείο του, είχε έναν άνθρωπο να τον προσέχει. Και ήτανε στη σχολή, είχε πάει τότε για μηχανικός αεροπλάνων. Οπότε, ήτανε ήδη δύο χρόνια —ναι, ήτανε—, γιατί ο αδερφός μου θυμάμαι ότι το ‘73, που έγινε το Πολυτεχνείο, ήταν στο Πολυτεχνείο. Εγώ ήρθα το ‘75, τον Σεπτέμβρη του ‘75, για να τελειώσω την τελευταία τάξη εδώ του σχολείου. Ναι, ήταν ο αδερφός μου και, [01:00:00]εντάξει, έμενε κάποια χρόνια θείο. Είπανε: «Εντάξει, ok, αφού είναι να πάει και το κορίτσι, θέλει να πάει φροντιστήριο και τα λοιπά, να δώσει εκεί που θέλει να δώσει, στείλ' τη στην Αθήνα, να μένουνε τα παιδιά μαζί». Βέβαια, νοικιάσαμε δίπλα στον θείο, όχι μακριά, αλλά νοικιάσαμε ακριβώς ένα σπίτι δίπλα στον θείο.
Άρα ήταν υποστηρικτικοί οι γονείς σου στο να φύγεις και εσύ και ο αδερφός σου, να κάνετε κάτι διαφορετικό—
Ναι—
Από το να γίνετε αγρότες.
Ναι, ναι, ευτυχώς, γιατί η αλήθεια είναι ότι, εντάξει, ο αδερφός μου ήταν αγόρι, ήταν, ας πούμε, λίγο πιο ελεύθερα και ανεξάρτητα τα αγόρια, φεύγουν —άντε—, φεύγουν να πάνε σε μία... αλλά τα κορίτσια δεν τα 'διωχναν, η αλήθεια είναι ότι δεν τα 'διωχναν απ' το χωριό, τα κρατούσανε. «Θα βρούμε κάποιον, να το παντρέψουμε, να ησυχάσουμε». Ευτυχώς σ' αυτό ήταν η μάνα μου κατηγορηματική, δεν ήθελε. Ήθελε... «Πρώτα θα σπουδάσεις, θα κάνεις κάτι, θα βγάλεις, να έχεις δικά σου λεφτά στην τσέπη και μετά θα παντρευτείς. Μην τολμήσεις και παντρευτείς και δεν έχεις δουλειά και σε κάνει ο άντρας σου ό,τι θέλει και του ζητάς για οτιδήποτε, θα είναι βλακεία σου μεγάλη». Οπότε, με έσπρωχνε σ' αυτό και θυμάμαι ο πατέρας μου της έλεγε: «Έτσι όπως της λες εσύ για τους άντρες, αυτή δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί, όπως την κάνεις». Και έτσι με άφησαν και ήρθα στην Αθήνα, όπου θα 'μενα με τον αδερφό, ήμουνα δίπλα στον θείο. Πήγαινα στο σχολείο, στην ίδια τάξη με την πρώτη μου ξαδέρφη που και αυτή ήτανε της ίδιας ηλικίας και πήγαμε στο γυμνάσιο εδώ, στην Αθήνα, τελευταία τάξη.
Εσύ το ζήτησες να έρθεις στην Αθήνα ή σ' το πρότειναν;
Όχι, το ζήτησα, ήθελα να 'ρθω. Αλλά δεν μου 'φεραν αντίρρηση. Δεν θυμάμαι, δηλαδή, να είχαν ιδιαίτερες αντιρρήσεις και τέτοια. Είπαν: «Εντάξει, άφησέ τηνε, θα πάει και στην Αθήνα». Γιατί η μαμά μου είχε κι έναν καημό να προσέχω και τον γιο της. Ήθελε λίγο δηλαδή, γιατί, εντάξει, έμενε με τον θείο... ο θείος ήτανε μόνος του, ανύπαντρος. Δεν ήταν, δηλαδή, ας πούμε, μία γυναίκα να τους φροντίζει πιο πολύ, να τους κάνει. Και έλεγε: «Εντάξει, θα πάνε τουλάχιστον, θα ‘ναι μαζί και τα δύο, θα φροντίζει και το σπίτι το κορίτσι», γιατί το κορίτσι έκανε και μαγείρευε και έπλενε και όλα. Και έπλενε και στο χέρι, γιατί δεν είχα πλυντήριο —εννοείται—, μόλις ήρθα Αθήνα. Πλυντήριο αγόρασα πολλά πολλά χρόνια αργότερα, μετά. Έπλενα στο χέρι. Οπότε, ήρθα και έμεινα στην Αθήνα μαζί με τον αδερφό μου.
Θυμάσαι την προετοιμασία, για να έρθεις στην Αθήνα;
Α, ναι, το θυμάμαι. Το θυμάμαι, γιατί αναρωτιότανε, πώς θα έρθω στην Αθήνα. Ποιος θα με φέρει; Κάποιος έπρεπε να με φέρει, δεν ήξερα μόνη μου. Και ήτανε τότε κάποια παιδιά που μένανε στην Αθήνα, αλλά τα καλοκαίρια έρχονταν στο χωριό και δούλευαν εκεί, για να βγάλουν χαρτζιλίκι και τέτοια, που ήταν πολύ φίλοι μας και οι γονείς τους και τα παιδιά κάνανε παρέα με εμάς, πιο πολύ με τον αδερφό μου, γιατί ήτανε αγόρια, και θα γύριζαν τα παιδιά αυτά στην Αθήνα, οπότε λένε: «Οk, θα την πάρουμε εμείς την Ελένη, και εκεί πάνω θα την περιμένει ο θείος και θα την πάρει». Θυμάμαι ότι μάζεψα πολύ λίγα ρούχα που είχα βέβαια, κάνα δυο σεντόνια σίγουρα θα μου έδωσε η μαμά μου, την τσάντα μου για το σχολείο. Τα έβαλα σ' ένα ωραίο χαρτόκουτο ΝΟΥΝΟΥ, από το γάλα ΝΟΥΝΟΥ, αυτό ήτανε, γιατί, εντάξει, μην ψάχνουμε για βαλίτσες. Το χαρτοκιβώτιο του ΝΟΥΝΟΥ. Και μπήκαμε στο λεωφορείο με τα παιδιά, να έρθουμε στην Αθήνα. Καλά, το λεωφορείο τότε έκανε μία μέρα να φτάσει.
Είχες ξαναβγεί ποτέ από το χωριό ή ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευες;
Στην Αθήνα πρώτη φορά ερχόμουνα, δεν είχα ξανάρθει. Εντάξει, μέχρι την Καλαμάτα είχα πάει με το λεωφορείο. Το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ σαν αυτοκίνητο. Ήθελα πάντα να μπαίνω μες στο αυτοκίνητο και όταν πήγαινα Καλαμάτα, δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει ο δρόμος. Έλεγα: «Αμάν, Παναγία μου, φτάσαμε τόσο γρήγορα; Καθόλου δεν το χάρηκα». Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα μακρινό ταξίδι. Θυμάμαι μπήκαμε στο λεωφορείο, σταματήσαμε στην Τρίπολη, γιατί πάντα σταματούσε, για να φάνε το μεσημέρι, γιατί... 7-8 ώρες, πόσες έκανε. Σταματούσαν, λοιπόν, στην Τρίπολη, εκεί που έχει το ΚΤΕΛ, μέσα στην πλατεία, μια πλατεία, και έχει και ένα εστιατόριο που έτρωγαν. Θυμάμαι που καθίσαμε με τα παιδιά, το τι θα φάμε. Και ο ένας από αυτούς παρήγγειλε, είχε μαγειρευτά, και παρήγγειλε μπάμιες. Μόλις άκουσα το: «Μπάμιες», έπαθα κάτι. Το θυμάμαι ακόμα. Λέω: «Μα είναι δυνατόν να είναι παιδί και να τρώει μπάμιες;». «Πώς τις τρως —του λέω— τις μπάμιες;». Μου λέει: «Μ' αρέσουν, είναι πάρα πολύ ωραίες». «Οι μπάμιες;» λέω. Έφαγε μπάμιες, αυτό θυμάμαι. Εγώ δεν θυμάμαι τι έφαγα, μπορεί και να μην έφαγα τίποτα, δεν ξέρω καν αν είχα λεφτά να πληρώσω για φαΐ. Και, εντάξει, συνεχίσαμε, δεν θυμάμαι αν κάναμε άλλη στάση. Και μετά περίμενα να δω πώς θα είναι αυτή η Αθήνα που θα ερχόμουνα. Μπήκαμε... μόλις είχαμε φτάσει στα διυλιστήρια της Ελευσίνας ήτανε; Μάλλον Ελευσίνα πρέπει να 'τανε εκεί, ναι. Μύριζαν, βέβαια, τα διυλιστήρια, όλα αυτά, η ατμόσφαιρα ήταν... Και ήρθε η μυρωδιά μέσα στο λεωφορείο, γιατί είχαμε και ανοιχτά τα παράθυρα, δεν ήταν... με παράθυρα ήταν όλα τότε, είχαν ανοιχτά τα παράθυρα, και ήρθε αυτή η μυρωδιά και λέω: «Παναγία μου!». Γιατί μου είχανε πει ότι φτάνουμε στην Αθήνα τώρα και είδα και την πόλη τη μεγάλη. «Αμάν —λέω—! Φτάσαμε στην Αθήνα. Φτάσαμε και μυρίζει τόσο! Και μυρίζει τόσο άσχημα. Αυτό είναι που λένε ότι η Αθήνα έχει μολυσμένη ατμόσφαιρα; Αμάν, δεν πρόκειται να ζήσω, άμα μυρίζει έτσι! Δεν μπορώ να μυρίζει τόσο, πώς θα ζήσω σε αυτή την Αθήνα;». Μετά μου είπαν ότι είναι τα διυλιστήρια της Ελευσίνας που μυρίζουνε τόσο και εντάξει. Γιατί είπα στους διπλανούς: «Πολύ μυρίζει ρε παιδιά. Έτσι είναι εδώ;». «Όχι, όχι —λέει—, εντάξει, είναι τα διυλιστήρια τώρα που περνάμε. Μόλις περάσουμε απ' τα διυλιστήρια, θα είμαστε εντάξει». Και ήρθα στην Αθήνα, ήρθα στον θείο. Έμεινα—
Στο ΚΤΕΛ του Κηφισού έφτασες;
Στο ΚΤΕΛ του Κηφισού, ναι.
Σε περίμενε εκεί πέρα ο θείος σου;
Με περίμενε ο θείος μου με το λεωφορείο βέβαια και περιμέναμε το λεωφορείο. Τότε Κηφισός δεν ήτανε στρωμένος, ήταν... στη μέση είχε το ποτάμι, από δω και από κει είχε δύο λωρίδες. Το λεωφορείο της γραμμής που περνούσε απ' τον Πειραιά και πήγαινε προς τα πάνω, δεν θυμάμαι πού.
Ποιες ήταν οι πρώτες σου εντυπώσεις, έτσι βλέποντας μία μεγάλη πόλη, ερχόμενη από ένα χωριό;
Γενικά στο ΚΤΕΛ μέσα γινόταν ένας πανζουρλισμός και κάπου λίγο... εντάξει, λέω: «Αμάν! Τι γίνεται εδώ πέρα; Έτσι είναι; Αυτός ο χαμός;». Μετά, βέβαια, με πήρε ο θείος μου, με πήγε σπίτι και επειδή εκεί που έμενε ήταν πιο πολύ μονοκατοικίες, δεν ήταν πολυκατοικίες και τέτοια, έμενε στους Αγίους Αναργύρους, και ήταν η γειτονιά, ήταν λίγο πιο… η πρώτη μου εικόνα. Μετά, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση που πήγα στο σχολείο, στο γυμνάσιο, το οποίο ήταν θηλέων τότε. Γιατί είχαμε θηλέων και αρρένων στις πόλεις. Βέβαια, στο χωριό ήμασταν μικτό. Μου έκανε... κάπως ένιωσα, ότι ήμασταν μόνο κορίτσια, όταν πήγα στην τάξη, μόνο κορίτσια και ήταν και πολλά παιδιά, δεν θυμάμαι. «Αμάν —λέω—! Τι μεγάλο σχολείο είναι αυτό». Ας πούμε, εντάξει, και εμείς ήμασταν στο χωριό 300 παιδιά, αλλά εκεί ήταν περισσότερα. Και πηγαίναμε και πρωί-απόγευμα σχολείο, γιατί ήτανε οι αίθουσες λίγες και τα παιδιά πολλά. Και τη μία βδομάδα ήμασταν πρωινά, την άλλη βδομάδα απογευματινά. Και κάπου, εντάξει, χάλαγε αυτή η σούπα γενικά, λίγο μας... δεν ήτανε και το καλύτερο, γιατί αποσυντονιζόσουνα και στο διάβασμα και σε όλα. Όταν πηγαίναμε... ήτανε το απόγευμα, νομίζω, πηγαίνανε τα αγόρια, το πρωί πηγαίναν τα κορίτσια. Την άλλη εβδομάδα ανάποδα.
Το σπίτι που είχες νοικιάσει με τον αδερφό σου, το θυμάσαι πώς ήτανε;
Το θυμάμαι. Ήταν ωραίο το σπίτι αυτό που είχα νοικιάσει με τον αδερφό μου, γιατί ήτανε μία μονοκατοικία, το ισόγειο μιας μονοκατοικίας, δίπλα ακριβώς απ' τον θείο μου. Το είχαν φτιάξει... αυτοί ήταν ένα ζευγάρι, που το είχαν φτιάξει, για να μείνουν οι ίδιοι. Ήτανε στον Καναδά μετανάστες, δεν είχανε παιδιά, είχανε γυρίσει πλέον, να μείνουνε στην Ελλάδα. Με τα λεφτά που είχαν μαζέψει, φτιάξανε ένα φροντισμένο, πολύ περιποιημένο το σπίτι τους. Θυμάμαι, δηλαδή, ότι τότε είχανε μωσαϊκά όλα τα σπίτια και αυτό είχε ένα μωσαϊκό πολυτελείας, θυμάμαι, γιατί είχε μέσα και κάτι έτσι γυαλιστερά, πιο διαφορετικά. Φαινότανε ότι ήταν πολυτελείας. Πολύ καλό το σπίτι τους, αλλά εν τω μεταξύ πέθανε ο άντρας εκεί, οπότε έμεινε μόνη της η γυναίκα, παιδιά, αυτά δεν είχαν και γύρισε πίσω στον Καναδά που είχε αδέρφια; Είχε σόι εκεί. Και το νοίκιασε. Κράτησε ένα δωμάτιο που έκλεισε τα πράγματά της και το άλλο το νοίκιασε και επειδή ήταν μεγάλο, εκεί εμένα εγώ με τον αδερφό μου και έμενε, σε άλλο δωμάτιο, η... ήτανε ανιψιά της θείας μου από... Η θεία μου τώρα, ήταν η γυναίκα του θείου μου, ας πούμε, ο θείος μου ήταν ο αδερφός του πατέρα μου, η γυναίκα του, η ανιψιά της, έμενε εκεί. Και μέναμε μαζί, συγκάτοικοι, ήμασταν τρία άτομα. Μετά ο αδερφός μου έφυγε φαντάρος και έμεινα εγώ μόνο με τη Λίτσα, τη λέγαν την κοπέλα, και μέναμε εκεί.
Η καθημερινότητα πώς ήταν; Τώρα εσύ 16-17 χρονών, πήγαινες και στο σχολείο—
Πήγαινα σχολείο—
Και είχες και ένα σπίτι, ένα νοικοκυριό μόνη σου.
Είχα και ένα σπίτι, ένα νοικοκυριό μόνη μου. Το είχα ρίξει λίγο στο σορολόπ, δεν πολυδιάβαζα, γιατί ήτανε και η πρώτη χρονιά [01:10:00]εδώ και ένιωθα λίγο πιο ανεξάρτητη και πιο τέτοια. Έλεγα: «Έλα μωρέ, εντάξει, και τι έγινε; Θα δώσω εξετάσεις, ξέρω, θα περάσω». Καλή ήμουνα στα μαθηματικά. «Θα περάσω». Βέβαια, το «καλή ήμουνα στα μαθηματικά», ήμουνα καλή στα μαθηματικά για το κλασικό γυμνάσιο. Γιατί αυτοί που πηγαίναν στο πρακτικό κάνανε πολλές ώρες μαθήματα, μαθηματικά και φυσικά και όλα αυτά, σίγουρα ήταν πολύ καλύτεροι από μένα, οπότε δεν πέρασα βέβαια, εννοείται πως δεν πέρασα την πρώτη χρονιά που έδωσα. Και, εντάξει, μετά προσανατολίστηκα αλλού, σε άλλες επιστήμες.
Τι άλλα έκανες στην Αθήνα;
Στην Αθήνα, θυμάμαι, βέβαια την πρώτη... πρέπει να ήτανε τον πρώτο καιρό που είχα έρθει, πριν ακόμα ξεκινήσω και στο σχολείο, γιατί ήρθα λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, και μας είχε πάρει ο θείος μου και μας είχε πάει με την ξαδέρφη μου που ήμασταν στην ίδια ηλικία και κατεβήκαμε κάποια μέρα στην Αθήνα, στο κέντρο, θυμάμαι Πανεπιστημίου. Λέει: «Θα πάμε στην Πανεπιστημίου». Ψηλά στην Πανεπιστημίου ήταν ένα βιβλιοπωλείο, ο «Αριστοτέλης», που είχε βιβλία διάφορα και αυτός ήταν φίλος του θείου μου αυτού, του αδελφού του πατέρα μου, ήταν μαζί εξορία στη Μακρόνησο. Και μετά είχε έρθει και είχε ανοίξει βιβλιοπωλείο και πήγαμε εκεί και μας γνώρισε τον φίλο του τέλος πάντων και τα λοιπά. Και μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί μόλις κατεβήκαμε στην Πανεπιστημίου, είχε πάρα πολύ κόσμο, δεν είχα ξαναδεί τόσο κόσμο να περπατάει στα πεζοδρόμια. Δηλαδή, νόμιζα... μου φαινότανε ότι ήτανε κάπως τα πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο. Λέω: «Πού πάνε όλοι αυτοί; Πού είναι όλοι αυτοί;». Τρομερή εντύπωση μού είχε κάνει και μου είχε μείνει, βέβαια, η οδός Πανεπιστημίου. Όπου μετά είχα κατέβει εγώ και η ξαδέρφη μου, βέβαια, η Αθηναία, αλλά και αυτή δεν πήγαινε η καημένη στο κέντρο, δεν πήγαινε ποτέ κανείς στο κέντρο, και είχαμε μία μέρα κατέβει στην Αθήνα, που πηγαίναμε φροντιστήριο βασικά, και θέλαμε να πάμε στην Πανεπιστημίου. Ξέραμε ότι Πανεπιστημίου, ο δρόμος, είναι ανάμεσα στη Σταδίου και στην Ακαδημίας, αλλά πηγαίναμε απ' τη Σταδίου στην Ακαδημίας και ανάμεσα βλέπαμε την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν βλέπαμε την Πανεπιστημίου. Ρε γαμώτο, δεν μπορεί! Πού είναι η Πανεπιστημίου; Και να πηγαίνουμε πέρα-δώθε, πέρα-δώθε και κάποια στιγμή κάνοντας τις χαζές ρωτήσαμε: «Συγγνώμη, η οδός Πανεπιστημίου πού είναι;». Και μας λένε: «Αυτή εδώ είναι, απλά λέει Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά είναι η Πανεπιστημίου». Και έτσι θυμήθηκα και έμαθα την Πανεπιστημίου για τα καλά, δεν την ξέχασα ποτέ, η Πανεπιστημίου ήταν αυτή. Κατεβαίναμε, γράφτηκα στο φροντιστήριο κάποιες ώρες μάθημα, αλλά, εντάξει, τι να κάνουν λίγες ώρες. Εκεί στην πλατεία Κάνιγγος, στην Τζορτζ, φροντιστήριο «Το Αθηναϊκό» νομίζω. Ναι, στο κομμάτι το θετικό εγώ και η ξαδέρφη μου είχε τα φιλολογικά, γιατί έδινε φιλολογία αυτή. Είχε γραφτεί εκεί και κατεβαίναμε μαζί με το λεωφορείο. Πάρα πολλά παιδιά κατέβαιναν τότε στο κέντρο, δεν υπήρχαν συνοικιακά φροντιστήρια, δεν είχε, δηλαδή, φροντιστήρια στους Αγίους Αναργύρους και τέτοια, όχι. Κατεβαίναμε όλα στο κέντρο, είχαμε βγάλει μία ταυτότητα, για να έχουμε το μειωμένο εισιτήριο και κατεβαίναμε και γυρίζαμε όλα με το λεωφορείο. Χαμός στο λεωφορείο. Άσε που μία φορά γυρίζοντας, στο λεωφορείο μέσα ήτανε δύο μαύροι, νεαρά παιδιά, και μιλήσαμε με την ξαδέρφη μου, κάτι μιλήσαμε, μας μιλήσανε, μιλήσαμε εμείς, απαντήσαμε και κατεβήκανε στην ίδια στάση που κατεβαίναμε κι εμείς και μιλάγαμε. Εντάξει, έφυγαν. Δεν ξέρω που πήγανε, είπαμε καληνύχτα, φύγανε, εντάξει. Μετά από κάνα δυο-τρεις μέρες τους ξαναείδαμε και μας δώσανε ένα λουλούδι, δεν θυμάμαι τώρα αν το λουλούδι ήτανε πραγματικό ή αν ήτανε κάτι χάρτινο, μάλλον χάρτινο ήτανε, αλλά όμορφο, και μας δώσανε ένα λουλούδι της καθεμιάς. Εντάξει το κρατήσαμε, δεν είχαμε τίποτα παραπάνω πει με τα παιδιά και τέτοια. Σε κάποια επόμενη φάση που ξανακατεβήκαμε στη στάση μιλάγαμε με τα παιδιά αυτά και μετά φεύγαμε, ήταν ο θείος μου, ο οποίος μας περίμενε στη στάση; Έτυχε και ήταν εκεί; Δεν ξέρω. Μας είδε που μιλούσαμε με τους μαύρους. «Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουνε; Τι κάνετε;». «Ρε μπαμπά» η ξαδέρφη μου. «Ρε θείε» εγώ... Εντάξει και αυτά παιδιά, ξέρω 'γω, που πηγαίναν φροντιστήριο κάτι τέτοιο, μικροί ήταν κι αυτοί και μιλήσαμε. «Να πηγαίνετε στο φροντιστήριο και να έχετε το μυαλό σας στο σχολείο, μην έχετε το μυαλό σας αλλού. Ακούς εκεί!». Το θυμάμαι αυτό ακόμα. Εντάξει, δεν τα ξαναείδαμε εκείνα τα παιδιά, δεν ξέρω, δεν έτυχε. Δηλαδή, εντάξει, μπορεί να τα ξαναείδαμε, να ξαναμιλήσαμε κάποια στιγμή, αλλά δεν είχαμε πει και τίποτα παραπάνω μαζί τους, δηλαδή δεν είχε... Αλλά το θυμάμαι που μας είδε ο θείος και μας έκραξε και μαζευτήκαμε, ας πούμε.
Και αφού δεν πέρασες τότε στο πανεπιστήμιο, μετά πώς—
Δεν πέρασα—
Γύρισες στο χωριό;
Όχι, δεν γύρισα στο χωριό. Ούτε το σκεφτόμουνα να γυρίσω στο χωριό ούτε οι ίδιοι οι γονείς το σκέφτονταν. Δεν είχαμε, βέβαια, χρήματα, για να πω ότι θα κάνω φροντιστήριο ένα χρόνο, για να ξαναδώσω. Ούτε καν μου πέρασε απ' το μυαλό αυτό, γιατί ήξερα ότι δεν είχανε λεφτά, για να μπορέσουν να με στηρίξουν σε αυτό το κομμάτι και έψαχνα να βρω δουλειά, κάτι, παράλληλα και είπα να δώσω εξετάσεις. Μετά σκεφτόμουνα κάτι πιο εύκολο, που να μπορώ να περάσω, ξέρω 'γω, γυμναστική ακαδημία, αλλά είχε ιστορία. Έπρεπε να διαβάσεις ιστορία, που εγώ δεν την πολυχώνευα την ιστορία, και ήταν μεγάλη, πολλή η ύλη της, λέω: «Τώρα να πάω να δώσω...». Πήγα κάποια στιγμή, πέρασα τα αθλήματα, γιατί έδινες πρώτα κάποια αθλήματα, για να περάσεις και αν ήσουνα εντάξει, μπορούσες να συνεχίσεις, και μετά, δεν θυμάμαι, νομίζω ότι πήγα κι έδωσα μόνο έκθεση και δεν πήγα καν να δώσω ιστορία και όλα αυτά, γιατί δεν είχα διαβάσει καθόλου ιστορία και απ' το σχολείο τώρα ούτε που θυμόμουνα ούτε που με ενδιέφερε ιδιαίτερα., για να... Το μόνο που θυμάμαι ήταν η Γαλλική Επανάσταση που έγινε το 1789, τίποτα άλλο. Δεν θυμόμουνα κάτι άλλο, για να... και δεν πήγα. Οπότε είχα... κόλλησα λίγο στο κομμάτι των αεροπορικών σπουδών κι εγώ, μιας και ήτανε και ο αδερφός μου εκεί μηχανικός και λίγο με τα αεροπλάνα με είχε επηρεάσει, και πήγα σε μια ιδιωτική σχολή, δουλεύοντας, βέβαια, παράλληλα.
Πού δούλευες;
Είχα βρει δουλειά στην αρχή, για λίγους μήνες όμως, σε μία εταιρεία... ΜΠΑΡΚΟ τη λέγανε; Δεν θυμάμαι. Έκανε κλωστοϋφαντουργία, ήταν αυτή κάπου Μεταμόρφωση, δεν θυμάμαι, γιατί περνούσε ένα λεωφορειάκι και μας έπαιρνε. Αυτή την είχα βρει, γιατί ήταν λογιστής ένας γνωστός μας, ενός θείου μου, τέλος πάντων, κουνιάδος τώρα, ένα τέτοιο πράγμα. Και είπε: «Στείλ' την εκεί, ρε παιδί μου, να δουλέψει για κάποιο διάστημα, να βγάζει κάποια λεφτά» και είχα πάει εκεί και μετά έφυγα από εκεί, γιατί βρήκα μία δουλειά σε μία εταιρεία, ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ την έλεγαν. Ήταν εταιρεία... βιομηχανία πολτού και χάρτου, ήτανε θυγατρική μιας πολυεθνικής αγγλικής, είχε την έδρα της, εκεί στη Βαλαωρίτου, στην Αθήνα. Οι παραγωγικές της εγκαταστάσεις ήτανε στο Συκούριο στη Λάρισα, που μάζευαν άχυρο και τέτοια και κάνανε χαρτί. Θυμάμαι ότι είχαμε δύο διευθυντές. Ο ένας απ' αυτούς ήταν Ινδός και ήτανε ο... Σέκαρ τον έλεγαν. Ήταν πολύ ωραίος, ήταν έτσι ψηλός, μαυριδερός, αυτός ήταν πολύ ωραίος. Δεν έρχονταν, όμως, πάντα, γιατί ήταν ο μεγάλος διευθυντής και έρχονταν κατά καιρούς, περνούσε, ήταν της πολυεθνικής διευθυντής. Και θυμάμαι όταν ερχόταν αυτός. Και δούλευα εκεί στο λογιστήριο και τηλεφωνικό κέντρο. Α και δακτυλογραφήσεις εκεί, γιατί είχα πάει και είχα τελειώσει μία σχολή δακτυλογράφησης —είχα τελειώσει, πήγα μια σχολή λογιστών επίσης. Λογιστικές Σχολές Περαντώνη, έτσι τον έλεγαν, νομίζω ότι και για τυφλό σύστημα στη γραφομηχανή εκεί έμαθα, αν θυμάμαι καλά— και μου δίνανε εκεί διάφορα στην εταιρεία και δαχτυλογραφούσα. Έμεινα κάνα χρόνο εκεί, γιατί μετά κάτι εξετάσεις δίνανε και πήγα και πήγα και πέρασα στο τελικό μου—
Πώς σου φάνηκε να δουλεύεις πρώτη φορά; Να έχεις τα δικά σου χρήματα;
Αχ, θυμάμαι τι πήρα με τον πρώτο μου μισθό. Μόλις πήρα τον πρώτο μου μισθό, θυμάμαι ότι πήρα ένα δώρο στον αδερφό μου. Όχι, δεν πήρα ένα δώρο στον αδερφό μου, ήτανε φαντάρος ο αδερφός μου τότε και ήταν φαντάρος στα Χανιά και του έστειλα λεφτά. Πήρα στη μαμά μου ένα σετ με φλυτζάνια του καφέ και πήρα και μία κουβέρτα διπλή, μεγάλη, πήρα και τους πήγα δώρο. [01:20:00]Αυτό το θυμάμαι, που τους είχα πάει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχα έτσι αρκετά δικά μου λεφτά που μπορούσα εκτός από το να συντηρήσω, ας το πούμε, τον εαυτό μου, να έχω και κάτι, για να πάω δώρο. Και ήταν αυτά τα πρώτα μου λεφτά που πήρα και την κουβέρτα. Την έχουμε αυτή ακόμα, ναι, υπάρχει στο χωριό ακόμα αυτή η κουβέρτα.
Ήτανε και η πρώτη φορά που γύρισες μετά την Αθήνα στο χωριό τότε; Πηγαίνοντας με την κουβέρτα;
Όχι, όχι, γιατί απ' την Αθήνα πηγαίναμε —αφού πήγαινα σχολείο— πηγαίναμε κάθε Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα και το καλοκαίρι, βέβαια, εκεί. Και πηγαίναμε με το τρένο, με τον μουτζούρη, γιατί τότε είχε τρένο. Πηγαίναμε, παίρναμε το νυχτερινό, έφευγε γύρω στις 23:00 η ώρα το βράδυ και έβγαινε το πρωί, ας πούμε, στο Ασπρόχωμα. Περνούσε απ' όλα τα χωριά της Πελοποννήσου, τα θυμάμαι όλα. Η διαδρομή ήταν υπέροχη, την έχω κάνει μόνο μία φορά μέρα, ήτανε νύχτα, δεν τη βλέπαμε, αλλά θυμάμαι όλα τα χωριά που περνούσαμε. Με τους σταθμούς εκεί, με τα φώτα, τον σταθμάρχη, αυτά. Κατέβαιναν κόσμος, πάρα πολύ κόσμο είχε. Πολλές φορές δεν βρίσκαμε θέση, για να πάμε, γιατί πάντα κατέβαιναν και τα Χριστούγεννα και Πάσχα πολύς κόσμος. Παιδιά που σπούδαζαν εδώ, που δούλευαν ίσως και είχανε λίγες μέρες άδεια και πήγαιναν στο χωριό. Και κατεβαίναμε με τον μουτζούρη, με το τρένο, πάντα με το τρένο κατεβαίναμε. Οι γονείς δεν έρχονταν στην Αθήνα ποτέ, εννοείται, γιατί πρώτα απ' όλα, είχαν τις καλλιέργειές τους, αλλά και τις καλλιέργειες να μην είχανε, είχανε τα ζώα, τα οποία ζώα... Δηλαδή, η καλλιέργεια μπορεί να την αφήσεις δύο μέρες, ρε παιδί μου, τρεις. Θα ποτίσεις και σε τρεις μέρες αντέχουν και τέσσερις τα φυτά. Ή αν είναι χειμώνας αντέχουν ακόμα παραπάνω. Αλλά είχανε τα ζώα, είχανε κατσίκες, είχαμε δύο γαϊδούρια. Τώρα τα είχαμε, όταν ήμουνα στην Αθήνα, και τα δύο ακόμα; Πιθανόν, δεν θυμάμαι. Αλλά θυμάμαι ότι είχαμε δύο γαϊδουράκια από μικρή που ήμουνα, γιατί τα είχαμε αυτά που πηγαίναμε στο κτήμα, πηγαίνανε οι δικοί μου και τους μετέφεραν, κουβαλούσαν πράγματα, κουβαλούσαν πάρα πολλά πράγματα με τα γαϊδούρια. Οπότε, είχαν τα ζώα και δεν μπορούσανε να έρθουνε. Τα ζώα θέλουνε πρωί-μεσημέρι-βράδυ φροντίδα: φαΐ, να τα βάλεις, να τα βγάλεις, να τα κάνεις. Οπότε, δεν είχαν έρθει ποτέ στην Αθήνα.
Πήγαινες, όμως, εσύ συχνά, και πήγαινες μάλιστα και μάλλον αέρα —έτσι;— πλέον!
Πήγαινα και με άλλον αέρα, της Αθήνας. Και, βέβαια, κάθε Σαββατοκύριακο έρχονταν τα χαρτόκουτα από το χωριό με πράγματα. Πηγαίναμε στο πρακτορείο, γιατί ήρθανε τα χαρτόκουτα, ΝΟΥΝΟΥ πάντα, διαφήμιση το χαρτόκουτο, σκληρό χαρτοκιβώτιο, γεμάτο μέσα ό,τι—
Τι είχε μέσα;
Είχε ψωμί, που έφτιαχνε η μαμά, είχανε τυρί, γιατί είχαμε τυρί δικό μας, είχε κάτι τότε κοτόπουλα, κόκορα, σφάξει η μαμά και τον είχε μαζί. Στις γιορτές μας, όταν ήτανε και εμείς δεν μπορούσαμε να πάμε κάτω, έφερνε πάντα και ένα δεύτερο χαρτοκιβώτιο το οποίο ήταν γεμάτο δίπλες, το γλυκό, οι δίπλες, δεύτερο. Το τρώγαμε, μέχρι να γυρίσουμε σπίτι. Και πηγαίναμε στο πρακτορείο με το λεωφορείο, παίρναμε τα χαρτόκουτα και ερχόμασταν στο σπίτι να περάσουμε και η αλήθεια είναι ότι, εντάξει, λίγα πράγματα αγοράζαμε. Άσε που δεν κυκλοφορούσαν και τόσα πράγματα, τώρα στο σουπερμάρκετ που υπάρχουν, δεν υπήρχαν τότε. Και πολλά πράγματα αγοράζαμε χύμα, αλλά γενικά έρχονταν και πολλά πράγματα απ' το χωριό. Δηλαδή, δεν είχαμε αγοράσει ποτέ εμείς κρέας στην Αθήνα. Πάντα είχαμε απ' το χωριό. Δεν είχαμε αγοράσει πατάτες. Και ντομάτες, όταν είχαν παραγωγή, μας στέλνανε, ντομάτες, αγγούρια, πατάτες, λάδι, κρέας, ψωμί, τυρί, τα βασικά τα είχαμε από κει. Εντάξει, αγοράζαμε κανένα ρύζι και κανένα τέτοιο πράγμα ή απορρυπαντικά. Απορρυπαντικά για κάνα πιάτο, γιατί τα άλλα είχαμε σαπούνι, που έφτιαχνε η μαμά χειροποίητο. Χειροποίητο σαπούνι, με αυτό και πλέναμε και πλενόμασταν. Πολύ ωραίο το σαπούνι, με αυτό πλέναμε, γιατί τα πρώτα χρόνια, χωρίς πλυντήριο, το σαπούνι αυτό μέσα στην μπανιέρα τα ρούχα όλα μούσκευαν και ήτανε μία χαρά μετά.
Με τι το φτιάχνατε αυτό το σαπούνι;
Το φτιάχναμε με τα παλιά τα λάδια που έμεναν, είτε με τα τηγανόλαδα ή με το κατακάθι από το λάδι, που το λέγαμε μούργα, απ' τα ντεπόζιτα που καθαρίζαμε κάθε φορά, που έφευγε... από πάνω καθάριζε το λάδι και από κάτω έμενε αυτό το κατακάθι, η μούργα. Και το έφτιαχνε η μαμά, το φτιάχναν όλοι στο χωριό, δηλαδή όλοι είχανε λάδι. Αν ήταν μία-δύο οικογένειες που ήταν φτωχοί και δεν είχαν λάδι να φτιάξουν σαπούνι, ας πούμε. Και το έφτιαχναν το σαπούνι μ' αυτό, με νερό και με τη σαπουνόπετρα, που λέγανε τότε. Απ' ό,τι κατάλαβα πρέπει να 'ταν καυστικό νάτριο, δεν ξέρω ποια είναι η ονομασία του η επιστημονική, σαπουνόπετρα την ήξερα. Και φτιάχνανε το σαπούνι όλες οι γυναίκες στο χωριό κάποια εποχή νομίζω ή Σεπτέμβρη ή άνοιξη. Πρέπει να είχε έναν καιρό έτσι ήπιο γενικά, ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζέστη, για να κάνεις σαπούνι. Θυμάμαι ότι λέγανε ότι είναι πολύ δύσκολη διαδικασία, για να κάνεις σαπούνι και είναι και… βάζανε και λιβάνι και έκαιγαν γύρω-γύρω, γιατί ήτανε κάτι τέλος πάντων. Δεν ξέρω, να φεύγουν οι διάβολοι που μαζεύονταν στα σαπούνι, δεν ξέρω γιατί, βάζανε και λιβάνι. Και γενικά τις λιβάνιζαν τις γυναίκες που έκαναν το σαπούνι. Και πλέναμε μ' αυτό, βέβαια, στην Αθήνα, όταν ήρθαμε και—
Τώρα στη χρονική σειρά των γεγονότων έχουμε μείνει εκεί που δούλευες στο λογιστήριο, προκειμένου να υποστηρίξεις κάτι που ήθελες να σπουδάσεις—
Ναι—
Που σε είχε επηρεάσει ο αδερφός σου, αν θυμάμαι καλά.
Ναι, ναι. Την τελείωσα τη σχολή αυτή, ήταν η AST, Airline Services Training. Ήτανε στην πλατεία Κλαυθμώνος, μία σχολή είχε τότε ούτως η άλλως για αεροπορικές σπουδές. Μας κάνανε μάθημα κάποιοι, από διάφορες εταιρείες για αεροσυνοδοί και συνοδοί εδάφους, εξυπηρέτηση αεροδρομίου βασικά. Και αεροσυνοδοί, ό,τι ζητούσε μετά η εταιρεία που πήγαινες και έδινες εξετάσεις και περνούσες. Κάναμε ticketing, πώς κόβουν τα εισιτήρια, γιατί τότε τα έκοβαν στο χέρι, τι γράφουμε εδώ, τι είναι ο συμβολισμός και τα λοιπά. Γεωγραφία πάρα πολύ, μ' άρεσε εμένα η γεωγραφία ούτως ή άλλως και είχα... Τους συνδυασμούς, πώς κάνεις ταξίδια, γιατί ανάλογα με τι ταξίδι κάνεις και τι μίλια γράφεις, μπορείς... ακόμα και τότε υπήρχαν κάποια μπόνους, να το πούμε έτσι, με τα μίλια που έκανε ο καθένας.
Ξένες γλώσσες;
Ξένες γλώσσες. Είχαμε αγγλικά που έπρεπε να δώσουμε και εξετάσεις. Οπωσδήποτε μία γλώσσα, τέλος πάντων, όποια ήθελε ο καθένας. Λέω αγγλικά, γιατί οι πιο πολλοί ήταν αγγλικά. Μπορούσες να κάνεις και δεύτερη γλώσσα εκεί μέσα, γαλλικά. Είχα ξεκινήσει και δεύτερη γλώσσα, γαλλικά, αλλά τελικά, εντάξει, δεν τα κατάφερνα όλα, γιατί είχα και τη δουλειά και τη σχολή και γαλλικά, μου έπεφταν πολλά και κάποια στιγμή σταμάτησα τα γαλλικά και λέω: «Ok, άστα αγγλικά μόνο, φτάνουνε». Βασικά από κει έμαθα τα πιο πολλά αγγλικά, γιατί πήγαινα και πιο παλιά φροντιστήριο, αλλά, εντάξει, λιγότερα τα... Τα αγγλικά τα έκανα τα περισσότερα εκεί, τα έμαθα. Τελείωσα τη σχολή, ένα χρόνο ήτανε, τέλειωσα καλά, πήρα το δίπλωμα, πάρα πολύ καλά. Θυμάμαι μας πηγαίναν εκπαίδευση στο αεροδρόμιο και στους χώρους κάτω, μας είχανε βάλει μέσα σ' ένα jumbo. Η Ολυμπιακή ήτανε τότε ούτως η άλλως και είχαμε πάει και είχαμε μπει και σε ένα jumbo έτσι μέσα, να το δούμε. Φωτογραφίες έχουμε, τέτοια πράγματα, ωραία ήτανε. Είχα και έναν έτσι συμμαθητή, να το πω, εκεί, ο οποίος του άρεσαν πάρα πολύ... ήθελε πολύ να γίνει πιλότος, αλλά ήταν κοντός και έπρεπε να έχεις ορισμένο ύψος, για να σε πάρουν, από κάποιο ύψος και κάτω δεν σε έπαιρναν. Και τον θυμάμαι ακόμα, που ήθελε να γίνει συνοδός αέρος, φροντιστής στον αέρα, ας πούμε, για να πετάει, επειδή ήθελε να πετάει, με κάποιο τρόπο να πετάει, και αφού δεν μπορούσε να είναι πιλότος τουλάχιστον να πετάει, να γίνει φροντιστής, τον θυμάμαι. Δε ξέρω τι έγινε. Και είχα επίσης μία συμμαθήτρια, η οποία ήτανε απ' το Ιράν και είχαν έρθει τότε. Ήταν που είχε γίνει η επανάσταση με τον Χομεϊνί που έδιωξε τον Σάχη τέλος πάντων. Είχε γίνει η επανάσταση, ακόμη δεν είχε οριστικοποιηθεί νομίζω, δε θυμάμαι αν είχε βγει ο Χομεϊνί ή ακόμα ήταν σ' αυτή την επανάσταση. Αυτή, ο πατέρας της και το σόι της τέλος πάντων, ήταν με τους επαναστάτες, εναντίον του Σάχη, όχι με τον Χομεϊνί όμως, γιατί μου είχε πει ότι ήταν με έναν άλλον, δεν θυμάμαι ποιος ήτανε. Τον Χομεϊνί θυμάμαι. Και είχανε τελικά φύγει, γιατί δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εκεί. Μου είχε κάνει εντύπωση που μου έλεγε ότι είχε το επώνυμο της μητέρας της, η μητέρα της ήταν Ελληνίδα και ο πατέρας της Ιρανός, γιατί οι οικογένειες στο Ιράν ήτανε μητριαρχικές, παίρναν της μητέρας το όνομα, μου [01:30:00]είχε κάνει εντύπωση αυτό, θυμάμαι. Μετά δεν έμεινα με κάποιον απ' αυτούς.
Επαγγελματικά δεν—
Απλά συνέχισα, με δυο-τρεις απ' αυτές, συνέχισα μετά τα αγγλικά, γιατί είχαμε εκεί έναν που μας έκανε αγγλικά στη σχολή και επειδή μετά θέλαμε να συνεχίσουμε παραπάνω εμείς, πηγαίναμε και μας έκανε ιδιαίτερα στις τρεις μας, στο σπίτι του. Έμενε στη Νέα Σμύρνη αυτός και πηγαίναμε στο σπίτι του και είχαμε συνεχίσει τα μαθήματα, για να πάμε, να προχωρήσουμε παραπάνω από όσο... Μετά, δεν πρόλαβα, δεν... να δώσω εξετάσεις εκεί, γιατί τελείωσα τη σχολή κάπου Ιούνιο, εκεί, μετά κάναν αυτούς τους διαγωνισμούς που έκαναν εκεί μία τράπεζα, με στρίμωξε ο πατέρας μου να πάω να δώσω. Εγώ βασικά δεν ήθελα να πάω να δώσω, γιατί λέω: «Αποκλείεται. Μέσον δεν έχουμε». Ήταν πάντα... ακόμη κοιτάζαν τα φρονήματα και όλα αυτά, λέω: «Σιγά μην πάω, να με πάρουν εμένα, με μέσον παίρνουν. Τι να πάω να δώσω εξετάσεις, να κοροϊδεύω τον κόσμο; Δεν πάω». Δεν πήγα. Το ‘μαθε, βέβαια, ότι δεν πήγα από την ξαδέρφη μου, που δούλευε ήδη στην Τράπεζα της Ελλάδος και αυτή είχε πει για το διαγωνισμό. Και: «Όχι, να πας να κάνεις την αίτηση». Πήγα, έκανα την αίτηση. Με είδε. θυμάμαι ότι με είδε εκεί απ’ έξω ένας γενικός διευθυντής που είχαν τότε, μου λέει: «Πώς είναι τα αγγλικά σου; Είναι καλά; Έχεις πάρει proficiency;». Λέω: «Όχι, δεν έχω πάρει proficiency». «Don't waste your time —μου λέει—. Εμείς θέλουμε ανθρώπους με αγγλικά». «Ok —λέω—, εγώ δεν πάω να δώσω». Μετά ο πατέρας μου: «Να δώσεις, να δώσεις». «Άντε —λέω— θα πάω». Και δίνανε πρώτα αγγλικά και όσοι περνούσαν αγγλικά, συνεχίζαν να δώσουν και τα άλλα μαθήματα, αν δεν πέρναγες το level που ήθελαν, δεν έδιναν. Και θυμάμαι έδωσα και τελικά είχα περάσει δεύτερη, γιατί οι άλλοι ήτανε χειρότεροι από μένα, άσχετα αν —δεν ξέρω— δεν είχαμε profiiciency. Ήταν μια κοπέλα η οποία είχε τελειώσει το κολλέγιο, βέβαια, ήταν απ' την Κηφισιά αυτή, είχε τελειώσει το κολλέγιο και ήξερε πάρα πολύ καλά αγγλικά, βέβαια, και αυτή ήταν πρώτη που είχε περάσει από μένα. Και μετά είχα περάσει κι εγώ και κάπως έτσι συνέχισα, έδωσα και τα υπόλοιπα μαθήματα. Δεν ασχολήθηκα, βέβαια, μετά αν πέρασα, αν δεν πέρασα, αν βγήκαν αποτελέσματα. Δεν κοίταξα. Συνέχισα και δούλευα στην εταιρία που δούλευα, αυτήν με τα χαρτιά. Και με πήραν τηλέφωνο κάποια στιγμή, ήτανε ανάμεσα... αμέσως μετά τα Χριστούγεννα, ανάμεσα Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά, ήτανε η πρώτη εργάσιμη μετά τα Χριστούγεννα, θα πρέπει να ‘τανε μάλλον 27 Δεκέμβρη. Είχα γυρίσει απ' το χωριό το προηγούμενο βράδυ μέσα στον μουτζούρη, στο τρένο, την άλλη μέρα πρωί-πρωί δούλευα και με πήρανε τηλέφωνο από την τράπεζα. «Απ' την τράπεζα και τα λοιπά και τα λοιπά, η δεσποινίς…», γιατί όλες οι ανύπαντρες ήταν δεσποινίδες τότε. «Η δεσποινίς...». Λέω: «Μάλιστα». «Να περάσετε από την τράπεζα, σας θέλουμε». «Ευχαριστώ —λέω— θα περάσω». Δεν πέρασα βέβαια, δεν πήγα. «Τώρα —λέω— εγώ νυστάζω, σιγά μην πάω στην τράπεζα. Τι θέλουν αυτοί; Πάλι διαγωνισμό θέλουν να δώσουμε, δεν ξαναπάω εγώ. Πήγα μία φορά, δεν ξαναπάω». Τελικά, την άλλη μέρα με ξαναπήρε αυτός, τον θυμάμαι, ο κύριος Δόσης, έτσι τον έλεγαν. Και μου λέει: «Πάλι τηλεφωνώ, δεν ήρθατε χθες». «Ναι —λέω— δεν ήρθα, κάτι έτυχε στη δουλειά και δεν ήρθα». Μου λέει: «Κοιτάξτε να δείτε, άμα θέλετε, ελάτε σήμερα ή αν δεν ενδιαφέρεστε για την τράπεζα, πείτε το μας τώρα, γιατί πρέπει να κλείσουμε τον κατάλογο, να πάρουμε την επόμενη, να μην περιμένουμε εσάς». Και τότε κατάλαβα ότι, ok, πρέπει να έχω περάσει μάλλον. Και επειδή πλησίαζε το τέλος του χρόνου και όσοι είχαν δώσει διαγωνισμό, έπρεπε να τους πάρουνε, γιατί δεν είχαν δικαίωμα τον άλλο χρόνο να τους πάρουνε... Και κάπως έτσι υπέγραψα σύμβαση 31/12 του ‘79 και απ' τη μία στιγμή στην άλλη βρέθηκα εκεί που βρέθηκα. Γιατί δεν το περίμενα. Βέβαια, η τράπεζα τότε ήτανε γαλλικών συμφερόντων, ήταν η αντίστοιχη BNP. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε και ήτανε αυτή. Και κάπως έτσι ήτανε που πέρασα, να το πω έτσι, χωρίς μέσον και χωρίς τέτοιο που δεν ψάξανε πολύ τα φρονήματα, το τι είσαι. Γιατί σε όλες τις άλλες ήτανε ότι πρέπει και μέσον να 'χεις και να σε έχουν εξετάσει και πολιτικά και τα λοιπά. Και έτσι μπήκα εκεί και ναυάγησε το αεροπορικό κομμάτι, έμεινε στο πτυχίο και στα ταξίδια.
Σκεπτόμενη τώρα αυτή την περίοδο, τελικά αυτά που σκεφτόσουνα πριν έρθεις στην Αθήνα από το χωριό, πώς αντιπαραβάλλονται μ' αυτά που τελικά βρήκες;
Κοίτα να δεις, δεν το έχω έτσι, ας πούμε, μετανιώσει που έφυγα, δεν... Τη φανταζόμουν την Αθήνα, εντάξει, μία μεγάλη πόλη έτσι... Μ' άρεσε περισσότερο μετά, που την έζησα, γιατί, εντάξει, στην αρχή μπορεί να ήμουνα και λίγο πιο φοβισμένη, πιο μαζεμένη, ότι είναι μία μεγάλη πόλη και αμάν τι γίνεται εκεί πέρα. Μετά, που είδα που δεν ήταν κάτι το τραγικό, δεν θα περπατούσες στον δρόμο και θα σε έτρωγαν όλοι αυτοί που ήτανε εδώ, μ' άρεσε που ήμουνα πιο ελεύθερη, μπορούσα να κυκλοφορήσω, να πάω όπου θέλω. Είχε τα πάντα, να πας ένα σινεμά, να πας να ψωνίσεις, να πας να κάνεις. Δεν είχες τον γείτονα, να στο πω έτσι, να πει: «Α, πού πάει η κόρη αυτουνού;», εκείνο, το άλλο, γιατί το χωριό μπορεί να έχει ένα ωραίο περιβάλλον να ζήσεις, φυσικό, αλλά δεν έχει ποιότητα ζωής, ιδίως για την εποχή εκείνη και για τα κορίτσια πιο πολύ, για τα κορίτσια πάρα πολύ περιορισμένα. Δεν μπορείς δηλαδή, δεν είχες πιθανότητα να βγεις απ' το σπίτι, για να πας κάπου, κάπως. Θα έπρεπε να αρραβωνιαστείς, που λένε, και να παντρευτείς. Αυτό μόνο να κάνεις, αν έμενες στο χωριό. Οπότε, η Αθήνα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και μπορούσες να κάνεις πολλά πράγματα. Και βέβαια, εντάξει, αν είχες και μία οικονομική άνεση παραπάνω, θα μπορούσες, ρε παιδί μου, να σπουδάσεις οτιδήποτε ήθελες να κάνεις. Ήταν πολύ σημαντικό κι αυτό. Αποκτάς ενδιαφέροντα, όταν έρχεσαι εδώ, βλέπεις βιβλία περισσότερα κυκλοφορούσανε. Ενώ στο χωριό δεν είχαμε ούτε καν τότε... θυμάμαι, κάποια στιγμή είπαν ότι άφησε βιβλιοθήκη, τη βιβλιοθήκη του ο Κουμεντάκος —που ήταν από εκεί η καταγωγή του και προφανώς κάποιος σπουδαγμένος ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε— και την άφησε τη βιβλιοθήκη, μας το είχαν ανακοινώσει κάπου εκεί στις τελευταίες τάξεις του σχολείου πρέπει να ήμουνα, γυμνάσιο. Που: «Ξέρετε αυτός και άφησε τη βιβλιοθήκη του και τα λοιπά και θα την οργανώσουμε να την κάνουμε βιβλιοθήκη δανειστική του χωριού». Όσο ήμουν εγώ εκεί, δεν είχε λειτουργήσει. Τώρα λειτουργεί. Ξέρω ότι λειτουργεί χρόνια, πάρα πολλά χρόνια. Τη λένε «Δημοτική Βιβλιοθήκη» και έχει και βιβλία, από όσο ξέρω, ανταλλάσσουν και έχει μία καλή οργάνωση. Αλλά τότε δεν είχαμε κάτι στο χωριό, βιβλία. Εγώ θυμάμαι στο δημοτικό, που επίσης είχαμε κάτι λίγα βιβλία και μας τα έδινε ο δάσκαλος το καλοκαίρι, μας χρέωνε τι θα πάρει ο καθένας, για να του τα πάμε. Και θυμάμαι είχα πάρει ένα μεγάλο, έτσι χοντρό, κίτρινο, το θυμάμαι που ήτανε έτσι κίτρινο βιβλίο σαν χοντρό, εγκυκλοπαίδεια, το οποίο έλεγε: Οι Χρυσές Σελίδες. Θυμάμαι που το λέγανε: Οι Χρυσές Σελίδες, γιατί είχε διάφορα θέματα μέσα, κάτι σαν εγκυκλοπαίδεια ήταν και είχε από όλα τα τέτοια. Αυτό το βιβλίο θυμάμαι σε όλο το δημοτικό. Και μετά, εντάξει, θυμάμαι ένα που μου είχε φέρει η ξαδέλφη μου δώρο, όταν είχε έρθει από την Αθήνα. Μου είχε φέρει του Έκτορα Μαλό, το Χωρίς Οικογένεια. Δύο βιβλία θυμάμαι, δεν θυμάμαι να είχα άλλο βιβλίο. Ενώ στην Αθήνα, ήρθες και έβρισκες τα πάντα.
Τα αναζήτησες δηλαδή, να βρεις βιβλία
Πολύ—
Όταν ήρθες στην Αθήνα—
Ναι, ναι, ναι. Πολύ.
Θυμάσαι μήπως και τις πρώτες σου αγορές;
Οι πρώτες μου αγορές τότε ήτανε ο Λουντέμης βασικά. Είχα πάρει Λουντέμη πολύ και διάβαζα. Και επίσης διάβαζα τον... πώς τον έλεγαν; Κάτι που είχε με φυσική σχέση και με φαινόμενα τέτοια, του διαστήματος. Δεν τον θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Θυμάμαι πολύ τον Λουντέμη όμως. Γιατί τα αγοράζαμε τότε τα βιβλία... ήτανε οι πωλητές που έρχονταν από σπίτι σε σπίτι, σε δουλειά, οπουδήποτε και σου πούλαγαν τα βιβλία, σειρά άμα ήθελες, με δόσεις. Και έρχονταν κάθε μήνα, είχες μία καρτέλα. Και κάπως έτσι αγόραζα βιβλία, όταν είχα αγοράσει τα άπαντα του Λουντέμη, τα είχα αγοράσει έτσι. Μετά κάποια εγκυκλοπαίδεια θυμάμαι που είχα αγοράσει επίσης έτσι, εντάξει, και μετά ήτανε εύκολο, ρε παιδί μου, μπορούσες να έχεις, ξέρω ‘γω, δέκα δραχμές, πόσο έκανε ένα βιβλίο, είκοσι, πήγαινες και το αγόραζες. Πήγαινα και εκεί στο βιβλιοπωλείο του Αριστοτέλη, του φίλου του θείου μου, και αγόραζα βιβλία. Είχες ευκαιρίες που δεν τις έχεις εδώ, είχες ευκαιρίες, ένα [01:40:00]σινεμά να πας. Γνωρίστηκα με παιδιά άλλα, όχι πιο πολύ από το σχολείο, γιατί στο σχολείο μία τάξη όλη και όλη έβγαλα, δεν πρόλαβα, δηλαδή, να κάνω ιδιαίτερες σχέσεις. Είχα και την ξαδέρφη, που και αυτό ήταν σημαντικό, γιατί έκανα παρέα με την ξαδέρφη μου, οπότε δεν μου έλειψε το να βρω ποια κάθεται στο θρανίο από κει, να γίνουμε κολλητές. Μετά βρήκα, βέβαια, στην... φροντιστήριο διάφορα, αγγλικά βασικά, φροντιστήριο που πήγαινα, και βρήκα τις κολλητές μου, που πηγαίναμε σινεμά, πηγαίναμε κάτι εκδρομές, τις οποίες εκδρομές, βέβαια, τις πηγαίναμε με το ΚΤΕΛ, μη φανταστείτε με τουριστικά πούλμαν. Ήταν λίγο πιο ακριβά. Υπήρχαν, είχαν ξεκινήσει και υπήρχαν τουριστικά πούλμαν, αλλά δεν μπορούσαμε να πάμε πάντα. Πηγαίναμε με το ΚΤΕΛ, καθόμασταν εκεί μια μέρα, Σαββατοκύριακο κάπου και γυρίζαμε πάλι με το ΚΤΕΛ. Είχες πολλές δυνατότητες να πας, που δεν τις είχες στο χωριό.
Τελικά πόσα χρόνια έμεινες με την ξαδέρφη μαζί σε εκείνο το σπίτι που είχες νοικιάσει με τον αδερφό σου;
Σε εκείνο πρέπει να έμεινα… Περίμενε, ήρθα το ‘75, εκεί κάπου, πες τέλος ‘75, ας πούμε ‘76. Να έμεινα εκεί... τρία χρόνια πρέπει να έμεινα, γιατί μετά αυτή ήτανε χημικός, βοηθός χημικού, κάτι τέτοιο, και βρήκε δουλειά κάπου Καλαμάτα και γύρισε πίσω, Καλαμάτα. Ο αδελφός μου ήτανε φαντάρος, οπότε ήμουνα μόνη μου σ' αυτό το σπίτι και ήταν και μεγάλο και ουσιαστικά είχε και ακριβό νοίκι για ένα άτομο, ας πούμε. Οπότε, βρήκα ένα πιο μικρότερο σπίτι, μία γκαρσονιέρα, εκεί, στους Αγίους Αναργύρους πάλι, η οποία ήτανε του αδελφού του Γαλάτη, του σχεδιαστή, το θυμάμαι, ναι, θυμάμαι κι αυτόν. Και βρήκα, νοίκιασα μία γκαρσονιέρα, αλλά κοντά σχετικά εκεί. Εκεί έμεινα κανά δύο χρόνια περίπου και μετά ήρθα προς πλευρά... Κάτω Πατήσια. Άρχισα σιγά σιγά και έφευγα απ' τον θείο, ρε παιδί μου, γύρισε και ο αδερφός μου από φαντάρος και νοικιάσαμε στα Κάτω Πατήσια ένα τριάρι με τον αδελφό μου. Και είχα έρθει στα Πατήσια, γιατί ήτανε εκεί οι φίλες μου, πλέον, οι κολλητές μου και σήμερα κουμπάρα μου μία από αυτές. Και μείναμε εκεί, Πατήσια. Μετά πήγα Κυψέλη, που γνώρισα και τον άντρα μου, κάπου έμενε Κυψέλη. Κυψέλη, Πατήσια, στο τέλος μετακόμισα Κυψέλη.
Έτσι ήτανε η ελεύθερη εποχή. Αλλά δεν την αλλάζω. Ναι μεν η Αθήνα μπορεί να είναι λίγο, ας πούμε, βάρβαρη πόλη, αλλά δεν την αλλάζω με το χωριό. Δηλαδή, την προτιμώ χίλιες φορές, γιατί σου δίνει αυτήν την ελευθερία και έχεις την ελευθερία των επιλογών, μπορείς να κάνεις τα πάντα. Ενώ χωριό δεν μπορείς, όσο κι αν σήμερα υπάρχει δυνατότητα να πεις: «Οk, θα φύγω απ' το χωριό, να πάω στην Αθήνα, να δω θέατρο, να δω ό,τι θέλω». Δεν ήταν το ίδιο, το ότι κάθομαι σπίτι και τώρα, εντάξει, μου ήρθε, σηκώνομαι και πάω σινεμά. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό εκεί. Ήτανε καλά, και ευτυχώς που η μάνα μου πάτησε πόδι σχετικά. Όχι πως ο πατέρας μου έχει αντιρρήσεις ιδιαίτερες, αλλά, εντάξει, δεν τον ένοιαζε και πολύ το να καθίσω στο χωριό. Αλλά η μάνα μου πάτησε πόδι, ότι: «Όχι, δεν θα μείνει εδώ να παντρευτεί. Θα σπουδάσει πρώτα και μετά».
Τελικά, δηλαδή, θεωρείς κι εσύ ότι καλώς έκανες και έφυγες από το χωριό.
Ναι, ναι. Καμία σχέση η ζωή που θα είχα εκεί με αυτή που έχω εδώ και μ' αυτά που έμαθα, να πω έτσι, εδώ. Δεν θα είχα τις ίδιες ούτε γνώσεις, ούτε απόψεις, ούτε ταξίδια κάνεις, σίγουρα, δεν υπήρχε περίπτωση να έχω κάνει τα ταξίδια, που έχω κάνει, αν δεν ήμουνα εδώ. Δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση.
Στο χωριό επιστρέφεις συχνά ακόμα;
Ναι, ναι, επιστρέφω συχνά. Εντάξει, είναι η μητέρα μου εκεί ακόμα, αλλά και αυτή να μην ήτανε, πάλι θα επιστρέφω. Είναι ένα μέρος που το αγαπάω, που μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια, υπάρχουν και κάποιοι έτσι παιδικοί φίλοι που βλέπω καμιά φορά. Εντάξει, δεν έχουμε ιδιαίτερες, βέβαια, σχέσεις και επαφές, γιατί εκεί τα περισσότερα παιδιά γενικά έχουνε φύγει από πάντα. Είτε έχουν πάει Αυστραλία, από κει συνήθως έχουν ξενιτευτεί, ή Αθήνα, ας πούμε, όσοι έχουνε φύγει. Λίγους βρίσκω εκεί, αλλά είναι ένα μέρος που έχω αγαπήσει, που έχω ζήσει. Όταν πηγαίνω εκεί, δηλαδή, θα πάω στην παραλία που πήγαινα, όταν ήμουνα μικρή και έκανα μπάνιο, μ' αρέσει. Είναι μέρος που έχω ζήσει, βλέπω το κτήμα και βλέπω και τις διαφορές, το πόσο έχει αλλάξει η φύση από τότε μέχρι σήμερα. Έχει τεράστια αλλαγή η φύση. Από αυτό το κομμάτι λυπάμαι που το βλέπω έτσι, γιατί όσο θυμάμαι τα νερά που είχαμε στο χωριό και σήμερα δεν υπάρχει. Δηλαδή και το ποτάμι βγάζει λίγο νερό τον χειμώνα, Φλεβάρη, Γενάρη, λίγο νερό να τρέξει και αν τρέξει. Ενώ παλιά, θυμάμαι, είχαμε αυλάκι, περνούσε μπροστά από το σπίτι μας, αυλάκι περνούσε παραπέρα, στο άλλο... είχαμε ένα μεγάλο τσιμεντένιο αυλάκι που μαζεύονταν όλα αυτά τα χωμάτινα και πέφτανε και αυτό πήγαινε στη θάλασσα. Το καλοκαίρι εκεί εμείς μαζεύαμε ψαράκια, μαζεύαμε χέλια, είχε χέλια πάρα πολλά μέσα στο... έξω απ' το σπίτι μου, στο αυτό που περνούσε. Πιάναμε χέλια, γιατί ζούσαν πάνω στο —μεγάλα σαν...— Κεφαλόβρυσο, που λέγαμε. Τώρα δεν υπάρχει νερό, πουθενά, τίποτα.
Τα σχολεία που πήγαινες, το δημοτικό και το γυμνάσιο, είναι ακόμα εκεί;
Το γυμνάσιο είναι εκεί, είναι ωραίο κτίριο. Είναι παλιό κτίριο, πέτρινο, με μεγάλα παράθυρα, έτσι έχουνε κάνει και μία προέκταση ένα γάμα, από παλιά, βέβαια, που πήγαινα κι εγώ ακόμα, τσιμεντένιο. Αλλά αυτό το σχολείο το ωραίο, το νεοκλασικό που έχουμε, είναι πάρα πολύ ωραίο το γυμνάσιο. Το δημοτικό δεν υπάρχει, βέβαια. Δεν υπάρχει σαν σχολείο, σαν κτίσμα υπάρχει, γιατί είναι το κομμάτι του σπιτιού, που αυτός είχε νοικιάσει τότε, αλλά έκλεισε πάρα πολύ νωρίς. Πρέπει να έκλεισε εποχή ‘77-'78 το πολύ, δηλαδή... γιατί δεν είχε παιδιά πια. Δεν είχε παιδιά, είχανε μείνει δυο-τρία παιδιά, τα οποία ουσιαστικά πήγαν μετά στο κεντρικό σχολείο του Πεταλιδίου και έκλεισε το σχολείο εκείνο. Ναι, έκλεισε, δεν υπάρχει, δεν ξέρω καν... δεν έχω τύχει ποτέ να τους ρωτήσω αυτούς τους ανθρώπους: «Κατοικείται; Μένει κανείς εκεί; Η απλά έχουνε...». Γιατί τώρα, εντάξει, μία γυναίκα έχει μείνει απ' όλους και όλους αυτούς, γιατί ήταν μία οικογένεια, τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν, παντρεύτηκαν. Μία γυναίκα έχει μείνει, δεν ξέρω πώς είναι το σχολείο εκεί, αλλά το βλέπω κι αυτό και τα θυμάμαι έτσι τα χρόνια μας εκεί. Ωραία είναι τώρα που πηγαίνω. Όταν πηγαίνεις έτσι για λίγο και ανεξάρτητα και αλλιώς, είναι καλά, μ' αρέσει. Αυτά σε γενικές γραμμές. Δεν έχω κάτι άλλο, εκτός αν έχεις εσύ να ρωτήσεις κάτι. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο.
Ωραία, ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου.
Να είσαι καλά! Κι εγώ σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!