© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Όταν μου λέγανε "Τι θες να γίνεις;", έλεγα "Καραβομαραγκός"»: Ο κύριος Νίκος μιλά για τα 57 χρόνια δουλειάς σε ναυπηγεία στη Σύρο

Istorima Code
13721
Story URL
Speaker
Νικόλαος Καραμολέγκος (Ν.Κ.)
Interview Date
02/11/2021
Researcher
Παρασκευή Γεωργίου (Π.Γ.)
Π.Γ.:

[00:00:00]Καλησπέρα!

Ν.Κ.:

Καλησπέρα-

Π.Γ.:

Θέλετε να μας πείτε τ΄ όνομά σας;

Ν.Κ.:

Λέγομαι Νίκος Καραμολέγκος του Θεοδώρου.

Π.Γ.:

Ωραία, είναι Τετάρτη 3 Νοεμβρίου του 2021, εγώ είμαι η Παρασκευή Γεωργίου, ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στον Δανακό, στη Σύρο, και ξεκινάμε… Κύριε Νίκο θα θέλατε να μας πείτε κάποια βιογραφικά στοιχεία, από πού είστε, πού μεγαλώσατε;

Ν.Κ.:

Γεννήθηκα εδώ στον Δανακό. Πήγα στο σχολείο στο Κίνι στην αρχή, στο δημοτικό. Πέρασα, με τη δευτέρα τάξη του δημοτικού πήγα στο σχολείο στην Ερμούπολη, με είχε μια θεία μου, και αφού έβγαλα το δημοτικό -τότε δεν είχαν οικονομική άνεση οι γονείς- πήγα στο Μαυρίκο στο ναυπηγείο τότε ή ταρσανάς σημερινός. Ο σημερινός είναι καρνάγιο, βέβαια, αλλά εντάξει. Και βλέπαμε να φτιάχνουμε σκάφη, αλλά όλα μεγάλα, όχι βάρκες και μικρά σκαφάκια. Είχε κάτι άλλα μαγαζιά, ναυπηγοξυλουργεία μικρά, όπως είναι τώρα το δικό μου, εδώ. Και δουλεύαμε ώρες, απ΄ τις έξι το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ το καλοκαίρι -να τ΄ ακούνε οι νέοι- και φτιάχναμε σκάφη μέχρι 45 μέτρα περίπου, 500 τόνοι. Μ’ άρεσε η δουλειά και είχε ένα συνάδελφο, πιο μεγάλο από μένα. Όταν πήγα εγώ στο Μαυρίκο, εκείνος απολύθηκε μετά από ένα-δυο μήνες, υπηρετούσε Σύρο, ο Τζανής ο Βλάμης. Είναι κι αυτός μεγάλος, συνταξιούχος. Και μου είπε ότι, αφού είδε ότι ήθελα πολύ να ασχοληθώ με τη δουλειά -γιατί όλοι οι παλιοί δεν δείχνανε, έπρεπε να κλέψεις την τέχνη, όχι να σου δείξουνε- μου λέει αυτός, ο Τζανής ο Βλάμης, μου λέει: «Θα σου δείξω εγώ κι ό,τι απορίες έχεις θα με ρωτάς, θα σου λέω». Και μου 'δειξε τότε, στην αρχή, κι έκανα ένα μικρό ξεκίνημα. Και ξέρεις, όταν έχεις μια όρεξη για τη δουλειά που θέλεις, είναι πολύ πιο εύκολο, παρά με το ζόρι. Έπαιρνε τα ξυλαράκια ο πατέρας μου με το γαϊδουράκι, τα 'φερνε εδώ, τα συναρμολογούσα σιγά σιγά. Βέβαια εργαλεία άσε… Ένα σκεπάρνι, ένα πριόνι κι ένα ροκάνι χειροκίνητο. Έκανα την πρώτη βαρκούλα. Μετά από ένα χρόνο και κάτι, έκανα μία… Περίπου ήταν 3-3,5 μέτρα, περίπου εκεί. Ναι, αλλά αρχίζαμε να θέλουμε χαρτζιλικάκι, χρήματα. Και βρέθηκε κάποιος και την είχα δώσει τότε, για να πάρω πάλι εργαλεία, να μπορώ να δουλεύω πιο εύκολα. Σκάλωσα άλλη μία πάλι στο χωράφι. Τότε δεν υπήρχε τίποτα, στο χωράφι! Και τότε δουλεύαμε Κυριακές τη μισή μέρα. Αναγκαζόμουνα, έκανα αγγαρείες στο ένα απ΄ τα αφεντικά... Ήτανε πέντε οι μαστόροι που ήταν αφεντικά, πέντε αδέρφια. Και εκείνος πάλι μου 'δινε ξυλαράκια, που κάναμε μεγάλα σκάφη και είχε πολλά αποκόμματα, ρετάλια, δεν ξέρω πώς τα ξέρετε εσείς. Τα έπαιρνα, τα έσκιζα και έκανα μία δύο βαρκούλες το χρόνο και είχα χαρτζιλίκι, έπαιρνα εργαλεία και συνεχιζόταν η δουλειά έτσι. Έμαθα δουλειά, αλλά έμαθα δουλειά στα μεγάλα σκάφη. Στα μικρά, σου είπα, μου 'χε δείξει ο Τζανής ο Βλάμης. Μετά από 4 χρόνια -ήμουνα στα 16-17- που είχα γίνει πια σχεδόν μάστορας τέλειος -για τα μεγάλα σκάφη μιλάμε τώρα- μου 'λεγε ο Μαυρίκος, όταν το σκάφος ήθελε ένα βοηθητικό βαρκάκι, μου 'λεγε: «Ξέρεις κάτι, μπορείς να το φτιάξεις;». Βέβαια τον ελεύθερο χρόνο, όχι… Και το 'παιρνα το καΐκι, γιατί τότε δεν είχε σε πολλά μέρη μουράγια να πάει να δέσει το σκάφος και μπαινοβγαίνανε με βάρκα και τη θέλανε να βγαίνουνε τα 2-3-5 άτομα που είχε το πλοίο, το καΐκι δηλαδή του πλοίου, να βγαίνουνε στη στεριά. Μεσολάβησε… Πόσο καιρό; 4... 16-17 χρονών, αξιώθηκα κι έβγαλα δίπλωμα να πάρω ένα μηχανάκι -είχα πάρει ένα μικρό- και δουλεύαμε πολύ πιο άνετα. Μεν κουραστική δουλειά, γιατί ήτανε βαριά, η δουλειά ήτανε… Τα ξύλα τεράστια, επειδής ήταν μεγάλα τα σκάφη, ήτανε βαριά η δουλειά. Αλλά όταν είσαι νέος αυτά ήτανε λεπτομέρειες. Αφού ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος, τότε είχε πάρει φωτιά το ναυπηγείο -είχα παρουσιαστεί εγώ- και είχε καεί ολοσχερώς. Τα εργαλεία, τα σκάφη δεν είχανε καεί τότε, γιατί είχανε έρθει τα ρυμουλκά που είχε η Σύρο τότε και την είχανε σβήσει τη φωτιά και γλίτωσαν τα σκάφη που ήταν σκαρωμένα. Απολύθηκα. Τότε το στρατιωτικό ήτανε να 'χεις υπομονή. Πήγα το '71 κι έφυγα το '73. Όχι φυλακή, υπηρετούσα… Άμα ήτανε φυλακή, ακόμα εκεί θα 'μουνα. Ξαναπήγα στον Μαυρίκο, γιατί τότε όσοι ήτανε μαθητευόμενοι είχανε φύγει. Επειδής ήτανε λίγα τα χρήματα, συνήθως ταξιδεύανε, επειδής τότε τα βαπόρια, εν συγκρίσει με τον ταρσανά, ήτανε μεγάλη διαφορά. Είχε ρίξει το σκάφος ο Μαυρίκος. Αυτό είχε γίνει βέβαια πριν το '78-'79, κάπου εκεί. Ένα μεγάλο που 'χανε κάνει ήτανε αυτό το 45 μέτρα και είχα πάει για κάνα εικοσαήμερο γιατί δεν έβρισκε πλήρωμα και πήγα εγώ, μέχρι να βρει ένα ναύτη να πάει μαζί. Έκατσα ορισμένο καιρό αλλά δεν άντεχα τη φουρτούνα. Είχε πολύ κύμα. Πέσαμε σε δυο-τρεις φουρτούνες με απαγορευτικό και λέω: «Τι θα με πνίξετε εσείς; Πάω να φύγω!». Και ξαναπήγα στον Μαυρίκο, στον ταρσανά. Δεν είχα απολυθεί, βέβαια, απλώς είχα πάει για να βρει. Βρήκε ένα ναύτη, τον πήρε κι έφυγα εγώ, γιατί εγώ είχα δεν είχα καμία σχέση με τη θάλασσα, ήμουνα της στεριάς. Συνέχισε η δουλειά, αλλά ήταν τα χρήματα λίγα. Βέβαια πολεμούσα έξω, έκανα βαρκάκια 1-2-3 τον χρόνο και εντάξει, συμπλήρωνα τον μισθό. Ήρθε κάποια ώρα, γνώρισα τη γυναίκα μου, μα με τον μισθό που έπαιρνα, τι οικογένεια να κάνεις; Δεν φτάναν. Και είχα φτιάξει εδώ στο πατρικό μου με αποθήκη και έβαλα εργαλεία και άρχισα και πολεμούσα πιο εντατικά. Είχα πει στο αφεντικό μου: «Κανόνισε, βελτίωσε τα χρήματα», γιατί εκεί πάντα τ΄ αφεντικό σιγά μη σου 'δινε παραπάνω. Έδωσε τελικά, γιατί δεν είχε μαστόρους και με νευρίασε και του λέω: «Τόσο», δηλαδή μιλάμε τώρα 400 δραχμές τη μέρα αύξηση, μόνος μου όμως. Γκρίνιαζε, τελικά μου τα 'δωσε, γιατί άμα δεν μου τα 'δινε, είχα ένα τσαντίρι και πήγαινα, το 'στηνα στον Γαλησσά, στην άμμο, και του '[00:10:00]λεγα: «Κάτσε να βουρλήσεις τώρα εσύ εδώ πέρα και άμα νομίζεις ότι μποράς να τα δώσεις, πάρε με ένα τηλέφωνο να 'ρθω». Πράγματι, του έκανα κάνα δυο τέτοια και πράγματι μου τα 'δωσε τα χρήματα. Αλλά ένας απ΄ τους πέντε γκρίνιαζε και στο μήνα επάνω τους λέω: «Εγώ σας το 'κανα για να δείτε ότι δεν μπορούσατε και δεν μου τα δίνατε». Γιατί μου 'πε ένας καπετάνιος: «Πόσο παίρνεις μεροκάματο;», του λέω: «600 δραχμές», μου λέει: «Σε χρεώνουνε 2.500». Γι΄ αυτό σου 'πα τέσσερα... Και του λέω: «Δώσε μου τουλάχιστον ένα χιλιάρικο». Τη στιγμή που πολεμάω εγώ τις… Ερχόνταν ανεμότρατες που ψαρεύανε κοντά στη Λιβύη και εκεί στη Μεσόγειο κοντά, αλλά σε ξένα μέρη, εκεί. Και όταν είχανε ζημιά μεγάλη, τα έφερναν εδώ και τα φτιάχναμε. Αφού μου λέει ο καπετάνιος έτσι, δεν μπορεί να 'ταν και ψέματα. Τελικά μου το δώσανε το χιλιάρικο και στο μήνα πάνω σηκώθηκα κι έφυγα, λέω: «Σας το 'κανα, τώρα αντίο σας». Κι άνοιξα εδώ το μαγαζί. Είχε πολλή δουλειά τότε γιατί το πλαστικό δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Είχε μεν πού και πού κανένα, αλλά δεν ήταν… Ήταν μόνο κάνα μεγάλο κότερο, τέτοια πράγματα. Και συνέχισα εδώ τη δουλειά. Είχα παντρευτεί, εν τω μεταξύ, είχε γεννηθεί ο γιος μου, μετά ήρθε το θηρίο από δω και έμεινα στη δουλειά αυτή αρκετά χρόνια. Αλλά λίγο λίγο το ξύλινο άρχισε και δεν παραγγέλνανε πολλά σκάφη κι αναγκαστήκαμε… Έμενε και η Γεωργία στη δουλειά μετά το γυμνάσιο και αρχίσαμε τις επισκευές. Δηλαδή επισκευή ό,τι ξύλο υπήρχε, θέλει συντήρηση και μέχρι τώρα αυτό κάνουμε δηλαδή. Να βλέπεις, τα ξύλα αυτά είναι για επισκευή, πολεμάμε τώρα. Πολεμάμε σαντοριναίικα που είναι για τον τουρισμό, ανεμότρατες που έρχονται στην εποχή που δεν έχουνε βγει ακόμα στη δουλειά για να κάνουν τη συντήρησή τους και μικρά ψαράδικα, βαρκούλες, πότε πότε. Όρεξη να 'χεις, να κάνεις δουλειά. Τώρα πήραμε μερικά χρόνια στην πλάτη, όχι μερικά, πολλά -μην το πεις- και αφού πήρα τη σύνταξη έχει αναλάβει η Γεωργία το μαγαζί και απλώς τη βοηθάω, γιατί μόνο σ΄ έναν η δουλειά είναι δύσκολα, δεν μποράς. Πρέπει εδώ αυτά τα ξύλα, να σ΄ τα σκίσει ένα άτομο αποκλείεται, και όποτε χρειάζεται, τη βοηθάω. Την κάνω… Είμαι και οδηγός, γιατί η κόρη μου έχει το δίπλωμα στο εικόνισμα, δεν οδηγάει, βαριέται. Τώρα πολεμάμε Ερμούπολη στο καρνάγιο και δουλειά κάνουμε ό,τι μποράει. Η Γεωργία έχει τώρα το τρέξιμο, γλιτώνω τουλάχιστον εγώ…  Η δουλειά προς το παρόν καλά πάει, δεν λέμε ότι θα πλουτίσομε, αλλά εντάξει, δεν είναι να πεις ότι δεν δουλεύουμε, δεν έχει ας πούμε… Το καλοκαίρι έχουμε μία νεκρή περίοδο, γιατί αυτά που πολεμάμε συνήθως είναι στη δουλειά στον τουρισμό: Μύκονο, τα σαντοριναίικα. Το καλοκαιράκι δηλαδή προς τον Σεπτέμβρη έρχονται ανεμότρατες μια-δυο, πόσες πολεμάμε, αναλόγως τη δουλειά που έχουνε. Τώρα, εφέτος πάλι, δουλέψαμε λίγο και τώρα που πολεμάμε σ΄ αυτό σαντοριναίικο που έχει μια δουλειά που κάνω με το κατάστρωμα. Αυτά είναι μέχρι τώρα.

Π.Γ.:

Κύριε Νίκο, να πάμε πάλι λίγο πίσω στα παιδικά σας χρόνια;

Ν.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Εσείς ξεκινήσατε σαν παραγιός σ΄ αυτό το επάγγελμα, χωρίς να ξέρετε τίποτα στην αρχή. Δεν ξέρατε όταν ξεκινήσατε-

Ν.Κ.:

Όχι, είχα… Κοίταξε να δεις. Μου 'χε κολλήσει από παιδάκι που ήμουνα -δευτέρα δημοτικού- όταν μου λέγανε: «Τι θες να γίνεις;» έλεγα: «Καραβομαραγκός», ενώ ο πατέρας μου ήτανε πλανόδιος μανάβης, οπωροπώλης -ξέρω 'γώ πώς το λες- και δεν είχε καμία σχέση με την ξυλουργική, ναυπηγοξυλουργεία, τίποτα. Όταν είχε ο πατέρας μου μια… Τότε υπήρχανε σιδεράδικα που κάνανε τσάπες, τέτοια πράγματα. Όταν έφερνε τσάπα καινούρια ο πατέρας μου που ήταν τροχισμένη, ήτανε όπως τα σκεπάρνια που 'χουμε τώρα, πελεκάνε. Λοιπόν, ό,τι ξύλο έβρισκα, πελέκαγα. Όταν πήγα στη δουλειά, ήξερα να πελεκάω, χωρίς να 'χα καμιά σχέση μ΄ αυτό. Σου λέω, είχα λόξα! Και είχα γράψει μια έκθεση στο σχολείο που τι θα γίνει ο καθένας κι έλεγα: «Θα γίνω καραβομαραγκός», έτσι, αλλιώς, πιτσιρίκι τώρα, και γέλαγε ο δάσκαλος. Μου λέει: «Καλά, σε κάνα βουνό σε βλέπω να βόσκεις πρόβατα». Να σου πω μια πλάκα που 'χα πάθει τότε με την 21η Απριλίου. Είχα πάρει ένα μηχανάκι, ένα Suzuki, και ήξερα ότι απαγορευότανε, άμα σε πιάναν θα σε… Τι να γράψουν, αφού δεν είχα ούτε δίπλωμα, ούτε τίποτε. Τέλος πάντων, όταν έφτασα κάτω στην Ερμούπολη, επειδή ήθελα να περάσω από γιατρούς -οφθαλμίατρο και παθολόγος- ήτανε η μέρα της 21ης Απριλίου. Εγώ πού το ‘ξερα; Τότε δεν είχε ούτε τηλεόραση ούτε τίποτα. Ένα ράδιο είχαμε κι αυτό αν το 'χαμε βάλει τ΄ ακούγαμε. Αλλά και να λέγανε: «Έγινε να πραξικόπημα», τι ήταν το πραξικόπημα; Περνώντας την οδό Ερμού, στην πλατεία ήτανε πολλοί αστυνομικοί με όπλα και ήταν ένας αστυνομικός και μου λέει: «Ρε, γιατί έχεις το μηχανάκι και δουλεύεις;» και κάτι τέτοια. Δεν ήμουνα πάνω, αλλά για να μην το τσουλάω, είχα ταχύτητα και το πήγαινα. Εγώ του λέω: «Φύλα ρε σκοπιά [Δ.Α.] και παράτα με!». Ναι. Αλλά δεν συνέχισε, σηκώθηκα κι έφυγα. Πήγα στον οφθαλμίατρο, του λέω: «Μα έγινε κάτι; Τι έγινε;». Μου λέει: «Γιατί;». Του λέω έτσι κι έτσι, μου λέει: «Μην ξαναπεράσεις από κει!». Του λέω: «Γιατί;». Μου λέει: «Έχει δικαίωμα να σου ρίξει». Να μην σ΄ τα πολυλογώ, πήγα απ΄ το Βροντάδο και επήρα την άγονο γραμμή για να κατέβω. Λέω δεν θες τον κερατά να μου ρίξει καμία! Θέλω να σου πω ότι περάσαμε από γιατρούς... Η συνέχεια του… Πήγαμε στην πλατεία, είχανε βάλει καρέκλες, τραπέζια. Όπως, αν έχεις δει, στα διπλώματα που κάνουν το οχτάρια, το δέκα... Ήταν ένα παιδί, φίλος βέβαια, έκανε κάτι σαν σούζες που κάνουν σήμερα, κάτι τέτοια. Αφού ήρθε η σειρά του να κάνει τον κύκλο, το οχτάρι εκεί και κάτι σήματα, 50 σήματα -δεν θυμάμαι πόσα ήταν όλα όλα- τρακάρει ένα τραπέζι, μια καρέκλα, έγινε χαμός. Του λέει ο εξεταστής: «Δεν μου λες παιδί μου, πόσο πληθυσμό έχει η Σύρο;». Λέει: «Και τι σχέση έχει με το δίπλωμα;». Του λέει: «Ναι, αλλά άμα σου δώσω εγώ δίπλωμα, να δω πόσοι θα μείνουνε!». Είχε μείνει ανέκδοτο -λέει- πόσο πληθυσμό έχει η Σύρο, μέσα στο δίπλωμα είναι αυτό γραμμένο. Θέλω να σου πω πώς ξεκινάει και τι μπορεί να πάθεις. Από κει τα πράγματα κυλούσανε συνέχεια ομαλά. Στον στρατό τα ίδια έλεγε στη Σύρο… Μας είχανε βάλει όλοι στο στρατόπεδο, σαν γήπεδο που ήτανε, στο προαύλιο, και είχανε μια τηλεόραση κι έλεγε αποτελέσματα. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, και λέει: «Σύρος, ενορία Αγίου Κωνσταντίνου 95-97% 'ναι' και 1 'όχι'», δεν θυμάμαι πόσα είπε, πόσο 3%; «Όχι», λέω. Μόλις είπα «Όχι» με τσιμπάει ένας από το γιακά, ένας αξιωματικός, ρουφιάνα του στρατού: «Θα σου κάνω, θα σου δείξω!» Εγώ απολυόμουνα εν τω μεταξύ. Δηλαδή απολυόμουνα 27 Ιουλίου και τελικά επε[00:20:00]ιδής ήταν οι εκλογές… Εκλογές! Το «ναι» και «όχι» που ήτανε, ό,τι θέλανε βγαίναν. Μας κρατούσαν τότε 7 μέρες, μου φαίνεται. Και μετά μόλις πήρα τ΄ απολυτήριο -είχα ορκιστεί- λέω: «Όποιο μέσο βρω μπροστά μου, θα μπω μέσα, να πα΄ να φύγω απ΄ την Αλεξανδρούπολη!». Έκανα 22 μήνες πάνω. Ξέρεις πόσες ώρες έκανα να κατέβω στον σταθμό κάτω που τερμάτιζε ο συρμός; 24 ώρες! Όρθιος! Γιατί σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη, πήραν άλλα 7 βαγόνια -το τρένο- και λέμε τώρα άμα περάσομε απ΄ τη σιδερένια γέφυρα θα γκρεμίσει και θα πάμε όλοι στον πάτο! Γιατί κι άλλη που 'χε… Αυτή είναι -που λες- η ιστορία με το… Τι μικρά χρόνια και τι μεγάλα; Τότε ήτανε δύσκολα τα χρόνια, δεν ήταν όπως τώρα. Τρία χρόνια πήγαινα από δω Ερμούπολη με τα πόδια και γυρνούσα με τα πόδια! Μιλάμε έφευγα εννιά η ώρα και κάτι από κάτω, που σκοτείνιαζε το καλοκαίρι, κι ερχόμουνα εδώ έντεκα παρά, «πεθαμένος» στην κούραση. Το πρωί όμως έξι η ώρα έπρεπε να 'μαι στη δουλειά. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο πατέρας μου έβαζε μποστάνια, άνυδρα φυτεμένα, και έπρεπε να τα κουβαλήσω κάτω, να τα πάρει με το γαϊδουράκι μετά, για να πα΄ να τα πουλήσει. Αυτή ήταν η ζωή και τώρα φαίνονται όλα ρόδινα. Εγώ που έζησα τέτοια, λέγανε [Δ.Α.]: «Κάθεσαι και πολεμάς», κάνεις, δείχνεις. Δεν μου κάνει αίσθηση ότι είναι... Εντάξει, κούραση είναι, δεν μπορώ να πω ότι δεν είναι. Αλλά κάτι που πιάσω να κάνω, το κάνω να το τελειώσω, δεν με νοιάζει! Και πολλές φορές λέω «ναι», αλλά δεν κάνω ποτέ τίποτα.

Π.Γ.:

Θυμάστε κι άλλα περιστατικά από τη δουλειά και γενικά από κείνη την εποχή, έτσι, απ΄ τα βιώματά σας, κάτι δύσκολο;

Ν.Κ.:

Δύσκολα πάντα υπήρχαν σ΄ αυτή τη δουλειά, κοπέλα μου, γιατί -σου λέω- ήτανε βαριά η δουλειά, πιεζόμαστε πολλές φορές απ΄ τους καπεταναίους που έπρεπε να… Έτυχε να 'ναι Μεγάλη Παρασκευή και είχαμε σκάφος. Ήταν τότε ένα σκάφος του Μπόμπολα, λεγόνταν, ο «Ευστάθιος», ένα τύπου πέραμα λεγόταν. Και είχε ναύλο, δεν είχε τότε ferryboat, τίποτα. Αυτό είχε βγει στο καρνάγιο και του κάναμε επισκευή κι έλεγε ο καπετάνιος ότι: «Αύριο έχω ναύλο, Μεγάλο Σάββατο, να κουβαλήσω…». Έπρεπε να φύγει, να πάει στον Πειραιά να φορτώσει γιατί ήτανε Μεγαλοβδομάδα κι έπρεπε να πουλήσει εμπόριο, πραγμάτεια. Και πολεμούσαμε μέχρι το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Αυτό ήταν το Επιτάφιο το δικό μας, για να ρίξει το σκάφος ο καρναγιέρης, να πα΄ να φέρει τα εμπορεύματα που ήθελε, τι είχε παραγγελίες, δεν ξέρω... Μόλις ήρθα στον Δανακό -είχα τότε το μηχανάκι- είχε κάτι φίλους, μου λέει: «Πάμε να διασκεδάσομε;». Λοιπόν, άμα μ΄ έβλεπες και μ΄ έστυβες, θα 'βγαζε λίπος που 'χανε τα ξύλα επάνω, που βγάζουν τα σκάφη, μαύρο, στη γλίτσα. «Ρε παιδιά», «Τίποτα -λέει- θα 'ρθεις μαζί μας!». Ωραία λέω εγώ, θα πάμε σε κάνα ταβερνάκι απόμερα, ξέρω 'γώ, εντάξει. Και μας πήγε σ΄ ένα club που είχε τότε. Άμα πήγαμε είχε μια ουρά απ΄ έξω τουλάχιστον 25-30 άτομα και το μαγαζί ήταν σχεδόν γεμάτο. Λέει: «Τώρα πώς θα μπούμε μέσα;». Τότε μου 'ρθε μια ιδέα, λέω: «Παιδιά, ξέρετε κάτι, θα πάω εγώ! Τώρα θα δεις». Άρχισα: «Παιδιά! Λερώνει!». Άμα με βλέπανε, όλοι -νεαροί συνήθως- μού κάνανε ένα διάδρομο 1,5 μέτρο, κανείς δεν ακούμπησε επάνω. Πάω, μου λέει: «Δεν βλέπεις την ουρά;» μου λέει αυτός που ήτανε εκεί, που έβαζε τον κόσμο μέσα. Του λέω: «Κοίταξε να δεις, αυτοί όλοι θα πιούνε μια Coca-Cola και μια πορτοκαλάδα, σύμφωνοι;», λέει: «Σύμφωνοι», «Εγώ θέλω μπουκάλι!». Λέει: «Άμα είναι μπουκάλι θα σε βάλω στην πίστα απάνω!» Πράγματι, λοιπόν, στριμώχνει κάπως εκεί πέρα, μας βάζει. Ο τρίτος από μας καθόταν πάνω στην πίστα, τα χαμηλά τραπεζάκια, ξέρω 'γώ. Έρχεται λέει: «Παιδιά, τι μπουκάλι να φέρω;», λέω: «Φέρε μια λεμονάδα και τρία καλαμάκια!». Εγώ σου 'πα μπουκάλι, βέβαια αυτός νόμιζε ουίσκι, κατάλαβες, ένα μπουκάλι. Τέλος πάντων, αφού πέρασε λίγο η ώρα, λέει: «Καλά να πάθω, για να μάθω, άλλη φορά να ρωτάω». Τελικά του λέμε: «Έλα φέρε ένα μπουκάλι, να δούμε τι θα γίνομε», με τη λεμονάδα θα τη βγάζαμε; Θέλω να σου πω ότι τότε αυτές τις πλάκες κάναμε. Δεν υπήρχε, όπως τώρα, που με το παραμικρό μαχαιρώνονται, μπουνιές, κακό. Τότε ήτανε πιο αθώα. Κει άμα έδινες τον λόγο σου, ήτανε λόγος! Έλεγες ότι κάνουμε συμφωνία. Έχω κάνει σκάφος και του λέω: «Θα κάνουμε ένα χαρτί ότι -τέλος πάντων- μου 'δωσες μια προκαταβολή, θα κάνουμε το σκαφάκι». Μου λέει: «Δώσε το χέρι σου! Έχεις λόγο; Τέλειωσε! Τι να το κάνω το χαρτί;». Άμα δεν είσαι εντάξει και χαρτί να κάνομε, δεν... Έτσι που λες πέρασαν τα χρόνια και όλο μαζί χτύπησε 70 το κοντέρ.

Π.Γ.:

Και εσείς τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε; Γιατί ήσασταν από μικρός εκεί. Τι θυμάστε που να σας δυσκόλεψε;

Ν.Κ.:

Δυσκολίες σαν τι; Άμα υπάρχει δουλειά, υπάρχει… Δηλαδή να θες να πάρεις κάτι, να μπορείς να το πάρεις. Όχι να πάρεις μια πολυκατοικία, τα προς το ζην, κάτι άλλο... Γιατί να είσαστε, δεν έχει, εντάξει. Μπορεί να κουράζεσαι, ξέρω 'γώ, αλλά μπορεί να 'χεις την ευχέρεια να μην είσαι μίζερος, γιατί όταν έχεις μιζέρια συνέχεια συνέχεια! Ευτυχώς αυτό… Εντάξει, μπορεί να κουραζόμουνα αλλά δεν είχα το πρόβλημα να πω: «Σήμερα δεν έχουμε να φάμε». Δηλαδή βλέπεις τι γίνεται σήμερα. Δεν έχει δουλειά. Εγώ δουλειά δεν σταμάτησα ποτέ. Είχε δουλειά κι αν δεν είχε την κυνηγάς τη δουλειά, δεν μπορείς, άμα περιμένεις με τον σταυρό στο χέρι, σιγά. Δεν γίνεται αλλιώς.

Π.Γ.:

Και μια μέρα σας στη δουλειά, μπορείτε να μας την περιγράψετε περίπου, δηλαδή πηγαίνατε και τι κάνατε;

Ν.Κ.:

Κοίταξε να δεις, κάθε μέρα πηγαίναμε, αναλόγως τι σκάφος ήταν. Τύχαινε, παίρναμε... Σε ορισμένο καιρό ήμουνα με το ένα απ΄ τα αφεντικά, τους Μαυρικαίους, τους μαστόρους δηλαδή, και κάναμε σκελετά στα σκάφη. Δηλαδή αυτή ήταν η δουλειά μας. Πηγαίναμε το πρωί, σημαδεύαμε τα ξύλα, αν μπορούσαμε οι δυο μας να τα κόψουμε, τα κόβαμε, στην κορδέλα, αλλιώς φωνάζαμε και τους άλλους, άμα ήταν πολύ βαρύς ο κορμός. Τότε δεν είχαμε ούτε παλάγκο ούτε τίποτα. Παλάγκια υπήρχαν, αυτοί δεν είχαν. Και συναρμολογούσαμε τον σκελετό. Αφού τέλειωνε ο σκελετός, τούς βοηθούσαμε να το στήσουνε πάνω στο… Γινότανε το ποδόσταμο, η πλώρη δηλαδή, του σκάφους, και το κεντρικό, η καρένα, και τοποθετιόντανε κι οι σκαρμοί απάνω. Κι άρχιζανε και δουλεύανε εκείνοι, οι υπόλοιποι απ΄ την κει, σε 1-2 σκάφη αναλόγως. Κι εμείς πάλι κάναμ΄ άλλη παραγγελία, πάλι σκελετό. Δούλεψα έτσι -πόσο να σου πω- 6 χρόνια με τον ίδιο μάστορα. Μετά αρχίσαμε και ερχόντανε καμιά φορά κάνας μαθητευόμενος, αλλά επειδής ήταν βαριά δουλειά συνήθως φεύγανε. Και άρχισα να πετσώνω το σκάφος, δηλαδή να ντύνω με μαδέρια απ΄ έξω απ΄ το σκάφος για να γίνει το… Να ντύνεις το σκελετό απ΄ έξω ή το κατάστρωμα, η κουβέρτα. Ετύχαινε να είμαστε… Πιάναμε Δευτέρα το πρωί να κόβομε ξύλα και να τελειώσομε Σάββατο. Ήτανε μεγάλα τα σκάφη κι ήθελαν πολύ μ[00:30:00]εγάλες ποσότητες, μαδέρια, διάφορα που ήθελε, καμάρια και τέτοια. Και να σ΄ τα πω, τις ονομασίες, δεν θα τις καταλάβεις. Ξέρεις από πλοία; Μπα; Θα μάθεις. Καμάρια λέγεται ο σκελετός που ακουμπάνε τα μαδέρια της κουβέρτας επάνω. Και οι σκαρμοί, που σου λέω, είναι ο μυς, είναι τα κόκκαλα του σκάφους, ο σκελετός από κάτω. Αφού φτιάχναμε όλα αυτά τα μαδέρια, είχε ο ένας μάστορας που ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία, για να 'ναι πιο ελαφριά δουλειά του, έκανε τα σημαδέματα. Εμείς τα σχίζαμε και ροκανίζαμε. Αφού ετοιμάζαμε ας πούμε ορισμένα μαδέρια, πιάναμε και βάζαμε πάνω στο σκάφος, καρφώναμε. Είχε μέσα σιδεράδικο, είχε ένα σιδηρουργό μόνιμο μέσα που έκανε τζαβέτες, καρφιά, γιατί ήτανε μεγάλα τα σκάφη και δεν ήθελε πρόκα, ήθελε καρφί μεγάλο, και είχε μάθει και πελεκούσε. Αν δεν είχε δουλειά στο σιδεράδικο, πελεκούσε κορμούς. Πολλές φορές επισκευάζαμε τα βάζια, τη βάση, που τραβάν τα σκάφη έξω. Μπαίνει στη θάλασσα, κάθεται το πλοίο επάνω και μετά το τραβάς επάνω σε ξύλα με λίπος. Τότε δηλαδή και τώρα έχει ακόμα, υπάρχουνε. Στο καρνάγιο, άμα περάσεις, υπάρχουν αυτά. Και μάλλον αύριο, άμα δεν έχεις δουλειά, θα βγάλει ένα Πολυδούλης, να το δεις που βγαίνει ή να το βγάλεις φωτογραφίες, δεν ξέρω τι θα κάνεις. Ακόμα και στο καρνάγιο να μην μπεις, από κει που αράζουν τ΄ αυτοκίνητα, θα το βγάλει, στα 10 μέτρα είναι. Είναι ένα μεγαλούτσικο σκαφάκι, άμα θες να δεις τη διαδικασία δηλαδή, δεν ξέρω...

Π.Γ.:

Και τι άλλο κάνατε;

Ν.Κ.:

Τη ζωή πατίνι στο αφεντικό. Ό,τι πλάκες σκεφτόμασταν, τις κάναμε κι έλεγε: «Πάλι αυτός ο κερατάς ήτανε στη μέση ανακατεμένος;».

Π.Γ.:

Θυμάστε καμία να μας πείτε, κάτι αστείο; Ένα αστείο περιστατικό, θυμάστε;

Ν.Κ.:

Λοιπόν, το πιο ωραίο, είπε ένας συνάδελφος ότι: «Αν εγώ φύγω…», δηλαδή εννοούσε να σταματήσει απ΄ τη δουλειά, αλλά την πάτησε και πέθανε, και λέει ότι: «Εγώ αν φύγω από δω, άλλο καινούργιο σκάφος δεν πρόκειται να πέσει», ήταν τόσο καλός μάστορας, κατάλαβες; Σύμπτωση, είχα ακούσει βρήκαν ένα ναυάγιο, το «Κηρύνεια» στην Κύπρο, 5.000 χρόνων. Του λέω: «Δεν μου λες, εσύ το 'χες φτιάξει αυτό;». Μου λες ότι δεν θα πέσει, δηλαδή από 5.000 χρόνια δεν τελείωσε -οι καραβομαραγκοί- θα φύγεις εσύ και θα τελειώσει η δουλειά;». Τέλος πάντων, θέλω να σου πω… Ξέρεις ποιος λέει; Δεν λέμε ονόματα. Έτσι, γιατί υπήρχε η... θες αντιζηλία, θες: «Γιατί να μην την κάνω εγώ τη βάρκα, να την κάνεις εσύ». Είχε άνθρωπο που πίναμε καφέ μαζί, γιατί τότε κάναμε -και τώρα ακόμα, σ΄ όλα τα νησιά, βάρκες και τέτοια, καϊκάκια μικρά- κι όταν έριχνα μια βάρκα εγώ για κάποιο νησί -ξέρω 'γώ- ή για τη Σύρο, έκανε να μου μιλήσει ένα εξάμηνο, ένα χρόνο, γιατί την έκανα εγώ και δεν την έκανε εκείνος! Ή να πει, ας πούμε, ότι, ξέρεις: «Γιατί την έκανες 20.000, αφού -ξέρω 'γώ- χαρά στη δουλειά». Δηλαδή τέτοια πράγματα. Να πιάνει πελάτη και να του λέει ότι, ξέρεις: «Αν ο Καραμολέγκος την κάνει 500.000, εγώ θα σ΄ την κάνω με 350», δηλαδή μην ψάχνεις. Έχει ανταγωνισμό, που δεν έχει ανάγκη, αλλά εγώ σου είπα. Αυτοί δεν δείχναν και καθόλου, με τίποτα. Έπρεπε να κλέψεις τη δουλειά και να 'σαι και λιγάκι… Άμα πήγαινες με τον σταυρό στο χέρι, αποκλείεται, δεν θα μάθαινες ποτέ! Γιατί έλεγε, ας πούμε: «Ξέρεις κάτι, άντε φέρε μου το τάδε εργαλείο», ώστε να πας εσύ στον ταρσανά -δεν είναι τούτο το μαγαζί, ήτανε μεγάλο- ώσπου να κατέβεις τη σκάλα απ΄ το καΐκι, ένα 30 μέτρα, να πας μες στο μαγαζί, να βρεις το εργαλείο που δεν υπήρχε, αυτός είχε κάνει το σημάδεμα. Κατάλαβες τώρα τι γίνεται; Έτσι ήταν τα χρόνια εκείνα και τώρα ακόμα μην νομίζεις. Μπορεί να μην είναι στη δουλειά τη δικιά μας, γιατί έχουμε μείνει εμείς κι εμείς, αλλά τα πιο πολλά έτσι είναι, οι πιο πολλοί έτσι είναι. Όλοι οι παλιοί. Και σε σας το ίδιο θα 'ναι, μη νομίζεις. Άμα μπεις στο λούκι, έχει χάμω τέτοια.

Π.Γ.:

Κι εσείς πώς καταφέρατε και είδατε; Μένατε εκεί και προσπαθούσατε να μάθετε παρόλα αυτά-

Ν.Κ.:

Ε σου λέω, ήμουν άρρωστος με τη δουλειά! Τότε δεν είχε ύδρευση και πηγαίνανε, ας πούμε, 1-2 φορές τη βδομάδα και κουβαλούσανε νερό στα σπίτια των γυναικών των μαστόρων. Έλεγε, ας πούμε: «Καραμολέγκο, θα πας νερό να φέρεις», «Εγώ να πάω; Εγώ ήρθα εδώ να μάθω μαραγκός, όχι να κουβαλάω νερό». Λοιπόν, λέει: «Μα...» «Μπα, στείλε άλλον, εγώ δεν πάω». Κατάλαβες; Ή μια φορά με στείλανε κι ούτε με ξαναστείλανε. Ήθελε ένας ένα τζάμι, της αδερφής του ήτανε, του μάστορα. Λέει ο άντρας της: «Θα πάρεις αυτές τις διαστάσεις, θα πας κάτω». Υπάρχει ένας που λεγότανε «Κακαρούχας», που είχε τζάμια και τέτοια. Πάω με τα μέτρα που μου 'δωσε, μου κόβει το τζάμι κι έκανε 2,5 δραχμές, 3,5 δραχμές, δεν θυμάμαι, τότε! Αφού το πήγα το τζάμι, μού λέει: «Σου πήρε ακριβά, να το πας πίσω». Ναι. Του λέω: «Ρε χριστιανέ μου!» του λέω, να φύγεις τώρα από τον Άγιο Κωνσταντίνο να πας κάτω, ήτανε… Λέω: «Το παίρνεις ή όχι;», «Όχι -λέει- Θα το πας πίσω». Το σκάω χάμω, το σπάω, του λέω: «Δεν το 'χω πληρώσει εγώ; Μου 'δωσες τα λεφτά; Όχι. Άντε στο διάολο, πήγαινε μόνος σου να το πάρεις!». Ήρθε στον ταρσανά, λέει: «Να τον σχολάσεις αυτόνε που έσπασε το τζάμι, που το 'χα...». Του λέω του αφεντικού: «Ξέρεις τι μου 'κανε; Μου 'δωσε τα μέτρα, πήγα κάτω, το πήρα και μου λέει: 'Σου πήρε ένα πενηνταράκι πιο ακριβά να το πας πίσω!'». Του λέει ο άλλος: «Καλά σου 'κανε ρε, άι στο διάολο πάνε φύγε από δω χάμω!». Ναι... Τότε ήτανε 50 λεπτά. Μέναμε κάπου 1,5 χρόνο στη Νεάπολη, κάτω στην Ερμούπολη, και έστειλε μια μάνα τον γιο της να πάρει… Είχε ένα μεγαλομπακάλικο, πουλούσε από κάρβουνα μέχρι φωτιστικό πετρέλαιο για τις λάμπες τότε, που 'ταν τα πιο πολλά σπίτια με λάμπες. Αφού έφτασε στα μισά, φώναζε: «Ρε μάνα!», του 'λεγε η άλλη: «Τι θες παιδί μου;», λέει «Αν δεν έχει πετρέλαιο, να πάρω χαλβά;». Θέλω να σου πω ότι -πιτσιρίκια τότε- η ανέχεια που είχε τότε. Αυτός το θεώρησε καλό αντί να πάρει πετρέλαιο για τη λάμπα να πάρει χαλβά. Δεν ήτανε όπως είναι τώρα, που λέει: «Α το παιδί!». Δεν λέει η μάνα σου: «Α το παιδί!»;

Π.Γ.:

Κύριε Νίκο, εσείς τι σχέση είχατε με τα αφεντικά σας και με τους άλλους συναδέλφους σας στη δουλειά όταν ήσασταν-

Ν.Κ.:

Δεν είχαμε προβλήματα. Προβλήματα! Πάντα υπήρχε λογοτριβή, αλλά μετά από λίγο... Έτυχε να γινόμαστε μαλλιά κουβάρια και να τύχει Σαββατοκύριακο να τα πίνομε μαζί σε ταβέρνα. Δεν ήτανε… Πολλές φορές αυτοί που το κρατούσανε πρόβλημά τους, εμείς δεν είχαμε… Γιατί κι αυτοί ήτανε μεγάλοι. Ο ένας που τον είχαμε μόνο για σημάδεμα, ο ένας Μαυρίκος, και έτρεχε τις δουλειές που ήθελε να χασομεράνε οι μαστόροι... Τότε εγώ ήμουνα 17, εκείνος θα 'ταν 70, ξέρω 'γώ, πόσο ήταν. Ήταν μεγάλοι. Και οι άλλοι ήτανε άλλος ήταν 50, άλλος ήτα[00:40:00]ν 60, ο ένας απ΄ τον άλλονε, ένας ήταν εννιά χρόνια διαφορά, ο μεγάλος από τον δεύτερο. Μετά ήταν δυο δίδυμοι, αυτουνού που πήγε στον ταρσανά, του Μάκη ο πατέρας, με έναν άλλον αδερφό, δίδυμοι, και ένας τρίτος και είχανε και δύο αδερφές. Τώρα αυτές τι ήτανε, πρώτες δεύτερες, δεν ξέρω. Δηλαδή τις ήξερα, αλλά δεν ήξερα πώς ήτανε πρώτες, δεύτερες, δεν ξέρω. Όπως μαλώναμε, μαλώναμε πάντα. Έτυχε περιστατικό, όταν πολεμούσαμε, να κάνουμε δουλειά, βοηθούσε, έφευγε ο ένας απ΄ τη δουλειά, πολεμούσε, σε βοήθαγε για δυο λεπτά να κάνεις ένα στήριγμα, να κάνεις μια αρχή σ΄ αυτό που πολεμούσες κι έφευγε μετά, το πολεμούσες μόνος σου. Και είχε έρθει  αυτός που κάναμε μαζί τους σκελετούς, πέτσωνα ένα σκάφος, έβαζα μαδέρια επάνω. Μου λέει: «Θα το καρφώσεις εσύ ή εγώ;» ή «Θα βαστήξεις εκείνο το ξύλο, να βάλω εγώ δυο καρφιά να σταθεί» ή… Του λέω: «Έλα ρε μαστρο-Κώστα, βάλε εσύ δυο καρφιά!». Έτοιμο το ξύλο τώρα. Βάζει το καρφί, χτυπάει, γυρίζει η πρόκα -μιλάμε, άμα λέμε πρόκα, μιλάμε τεράστια, δηλαδή χοντρή πρόκα, όχι καρφάκια και τέτοια- γυρίζει και του καρφώνεται στο κούτελο! Αλλά, εντάξει, δεν πέρασε το κόκκαλο. Πήγαμε στο φαρμακείο του ταρσανά, είχε γάζες, τέτοια, του βάλαμε λίγο, του 'βαλα εγώ λίγο ιώδιο, ξέρω 'γώ, εντάξει. Πιάνει, ξαναστερεώνομε το ξύλο, χτυπάει το καρφί γυρίζει και θα ξαναπάει στο ίδιο σημείο. Δεν το 'χω ξαναδεί τέτοιο πράμα! Ακριβώς στο ίδιο! Μα δεν έκανε αλλού σημάδι! Δυο φορές στο ίδιο σημείο στο κούτελο! Μου λέει: «Να! Εσύ και το ξύλο σου!», λες κι ήταν δικό μου. Τσαντίστηκε, με παράτησε και σηκώθηκε κι έφυγε. Και μετά ήρθε άλλος για να κάνουμε δουλειά. Θέλω να σου πω ότι νευρίασε γιατί χτύπησε στο ξύλο, λες κι ήτανε δικιά μου η δουλειά. Αλλά, τέλος πάντων, γι΄ αυτό σου λέω. Αλλά σε 5 λεπτά ήταν εντάξει, δεν είχε τίποτα. Κουβαλούσαμε ξύλα, παιδευόμαστε εκεί πέρα, δεν είχε μέσον, τίποτα. Τώρα έχει το κλάρκ, έχει τον γερανό. Κι εδώ που ήμουνα εγώ στο σπίτι, που είχα ανοίξει μαγαζί, στο πατρικό μου, ερχόταν το βαπόρι απ΄ τη Σάμο, να φορτώσει ξύλα, αναλόγως 15-20-30 κυβικά. Όχι 30 κυβικά, μέχρι 24-25 κυβικά έβαζε το φορτηγό πάνω. Τ΄ άδειαζε εδώ που ήτανε η Alpha Bank, το σούπερ μάρκετ του Νεωρίου που έχει κλείσει, ήτανε σαν πλατειίτσα, όπως είναι και τώρα. Ήταν πιο... Δεν υπήρχε η τράπεζα κι αυτά. Τ΄ άδειαζε εκεί και μετά μικρά φορτηγά της Σύρου, τα φορτώναμε με τα χέρια επάνω, να τα φέρουν εδώ, να τ΄ αδειάσουνε και μετά άντε εσύ, μόνος μου τώρα, να πιάσω να τα βάζω, να τα στρώσω αναλόγως. Δηλαδή πού θα το βρεις αυτό που θες; Πρέπει να φαίνονται τα ξύλα, να διαλέξεις αυτό που χρειάζεσαι εκείνη την ώρα. Για να σου πω τώρα μια περιπέτεια. Αλλά δούλευα στον Μαυρίκο ακόμα. Έρχεται ένα φορτηγό ξύλα, συνεννοήθηκα με τους εργάτες, τα φορτώσανε, τα φέρανε εδώ τα μικρά φορτηγά, τ΄ αδειάσανε σαν της λολής τα μαλλιά στο χωράφι. Λέω άντε τώρα τι, να τα στρώσεις αυτά εδώ, χαμός. Όταν σχόλασα απ΄ τον ταρσανά πέντε η ώρα, έρχομαι εδώ, όλα τα ξύλα στρωμένα! Λέω της μάνας μου: «Θαύμα έγινε;». Μου λέει: «Ήτανε δύο απ΄ το πρωί και μπατέρνανε τα ξύλα και βλαστημούσανε και τους ρώταγα και δεν μου απαντούσανε». Κάποιος συνάδελφος τώρα δικός μας, επήρε τηλέφωνο το δασαρχείο ότι έχω φέρει ξύλα ασφράγιστα. Το ασφράγιστο ξύλο είχε δυο χρόνια φυλακή, ανεξαγόραστη, γιατί είναι να κλέβεις το κράτος. Ναι, αλλά εμένα ήταν σφραγισμένα τα ξύλα. «Ρε παιδιά, ποιος έκανε την καταγγελία;», πήρα να τους πω. Λέει: «Δεν μπορούμε να σου πούμε», λες και δεν το… Καλά. Τους λέω: «Έχετε τον νου σας, άλλη φορά θα πάρω 'γώ τηλέφωνο. Μόλις φέρω τα ξύλα και τα στείλω στα Μαλιά θα σας παίρνω τηλέφωνο ότι έχει ασφράγιστα!». Και είναι υποχρεωμένοι ένα-ένα. Και μιλάμε ξύλα; Ήταν από δω μέχρι απέναντι, κάτι θηρία. Δεν τα φέρναν με πέτρες τότε, σανίδια, τα φέρνανε κορμούς, όπως ήταν ατόφιοι. Και ήτανε ασήκωτα. Πώς διάολο τα στρώσανε σε μια μέρα όλα; Είχε μείνει τότε, λέει: «Θες ξύλα για να σου στρώσω;» Του 'λεγα, καμιά φορά, τον πείραζα τον Βλάμη και του 'λεγα: «Πάρε τηλέφωνο ότι έχει ξύλα ασφράγιστα, θα 'ρθουν να σ΄ τα στρώσουν όλα!».

Π.Γ.:

Και θυμάστε ποιo είναι το πιο ευχάριστο περιστατικό που περάσατε και ένα δυσάρεστο, που θυμάστε, από τη δουλειά σας;

Ν.Κ.:

Ευχάριστο... Σου είπα είχα πάρει ένα Suzuκάκι. Ήτανε τα πρώτα 5 suzuκάκια που είχαν έρθει στη Σύρο και ήτανε με μίζα. Μίζα τότε… χαιρετίσματα. Είχε το μηχανάκι 12.700. Είχα μαζέψει 6.700. Τότε άμα ήσουνα κάτω από 16, δεν μπορούσες να πάρεις, υπόγραφε ο πατέρας σου. Υπόγραψε ο πατέρας μου, πήρα το μηχανάκι και χρωστούσα τα υπόλοιπα 6.000. Έρχεται κάποιος που δούλευε τότε στα βαπόρια κι έκανε πανιόλα και σεντίνες κάτω μες στ΄ αμπάρι. Είχε και ξύλινη κατασκευή. Κι ήρθε στον Μαυρίκο και του λέει έτσι κι έτσι… Λέει: «Έχω μια δουλειά και θέλω μαστόρους». Λέει: «Μα δεν φτάνουνε, είμαστε 9 καΐκια, 6 οι μαστόροι». Λέει: «Θα πάμε έξι η ώρα, θα σας παίρνει η λάντζα να σας πηγαίνει». Ήτανε τότε -αν έχεις δει φωτογραφίες- απέναντι στο νησάκι ήταν μια μικρή δεξαμενή, εκεί βγαίνανε αυτά που μπορούσε να βγάλει 12.000 τόνοι, κάπου τόσα. «Και 1 η ώρα θα σχολάμε για να μποράς την άλλη μέρα να πας στη δουλειά την κανονική». «Εντάξει;» «Εντάξει». Πράγματι, λοιπόν, πήγαμε, μας έπαιρνε η λάντζα, πηγαίναμε, δουλεύαμε εκεί πέρα, τσακωνόμαστε και με τ΄ αφεντικά γιατί… Μην ψάχνεις. Ήρθε η ώρα, ήρθε αυτός που μας είχε πάρει να κάνουμε τη δουλειά, μου λέει: «Καραμολεγκάκι, πόσο μεροκάματο θες; Καλό ένα χιλιάρικο;». Χιλιάρικο; Αμάν, λέω, κάτσε μην το μετανιώσει. «Μια χαρά -του λέω- είναι». Πόσες μέρες ήταν; «7 μέρες πάρε 7.000». Ναι. Τότε θυμάμαι, έπαιρνα 70 δραχμές μεροκάματο, δεν θυμάμαι. Την άλλη μέρα λέει το αφεντικό, αυτός που έκανε τον διαχειριστή της επιχείρησης, να πάω, λέει, στον μάστορα αυτόν να πάρουμε και τα λεφτά του μικρού. Για μένα. Εγώ δεν μίλησα. Αγαθός είμαι να μιλήσω; Πάει στο… «Μάστορα -του λέει- να μου πληρώσεις και τον πιτσιρίκο μαζί». Λέει: «Ποια; Τα 'χω δώσει τα λεφτά». Λέει: «Και τι του ‘δωσες;» «7 χιλιάρικα», «7 χιλιάρικα;». Βρε, μα, του 'ψαλλε! Χαλάς την πιάτσα και μπήξε και δείξε. Έρχεται σε μένα: «Είναι αλήθεια;». Του λέω: «Άκου να δεις, χρωστούσα αυτουνού που πήρα το μηχανάκι 6 χιλιάρικα. Πήγα και του τα 'δωσα και ξόφλησα το μηχανάκι και περίσσεψε ένα χιλιάρικο». Μου λέει: «Και τι το 'κανες;». Τότε είχε ένα μπουζουξίδικο, χασαποταβέρνα. Πάει το χιλιάρικο, πήγα στα μπουζούκια, το 'φαγα. Του λέω: «Άμα το θες, άντε στα μπουζούκια να το πάρεις το υπόλοιπο». Του 'ριξε ένα βρίσιμο του αλλουνού! Θέλω να σου πω, πάει το χιλιάρικο, για φαντάσου. Και τι μπουζούκια τώρα, ένα βιολί, ένα ακορντεόν, ένας ντραμίστας που τον έκανα και κουμπάρο όταν με πάντρεψε. Αυτή ήτανε η...

Π.Γ.:

Το ευχάριστο-

Ν.Κ.:

Η ζωή. Δυσάρεστο, κάνα τσακωμό, κάνα αυτό, λεπτομέρειες μικρές.

Π.Γ.:

Θυμάστε κάτι που να σας είχε στεναχωρήσει, ας πούμε, κάτι...

Ν.Κ.:

Ποιο;

Π.Γ.:

Κάτι που να σας είχε στεναχωρήσει, ενδεχομένως, κάτι δυσάρεστο;

Ν.Κ.:

Δεν μου 'ρχεται τίποτα στο μυαλό. Μα δεν είχαμε τίποτα. Ό,τι ήτανε καμιά φορά ήταν με τους συναδέλφους, θέμα δουλειάς. Δεν είχαμε, δεν ήτανε τίποτα το σπουδαίο, δεν ήτανε κάτι σοβαρό να πεις ότι… Εντάξει, μαλώναμε. Μετά, εντ[00:50:00]άξει, περνούσε. Δεν ήτανε... Πρώτα πρώτα, σου είπα, δεν το βαστούσε, ήτανε για λίγο. Μετά και αυτό τώρα που σου λέω, επειδής έκανα τώρα εγώ μια βάρκα και δεν την έκανες εσύ... Αυτά είναι σαχλαμάρες Δεν βαριέσαι. Αλλά τα μυαλά τους.

Π.Γ.:

Ατυχήματα θυμάστε άλλα να 'χουνε γίνει, ατυχήματα;

Ν.Κ.:

Ατυχήματα; Πολλές φορές και μικρά βέβαια. Έτυχε μια φορά σηκώναμε ένα [Δ.Α.] πετρελαίου, να το βάλουμε σ΄ ένα σκάφος και κόπηκε το παλάγκο και αυτός που βιράριζε το παλάγκο ήταν απάνω στο ντεπόζιτο κι έπεσε μαζί. Απλώς είχε κάνα σπάσιμο, δεν, θέλω να σου πω, λεπτομέρειες. Ή πατούσαμε κάνα καρφί. Αλλά το πιο ωραίο ήτανε... Στην αρχή που 'χα πρωτοπάει, με βάλανε βοηθό σ΄ ένα ναύτη. Υπηρετούσε κάτω και κάναμε μιανού αξιωματικού του λιμενικού -μάλλον όχι, δεν ξέρω αν ήτανε και λιμενάρχης, δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια, αλλά πού να θυμάμαι τώρα- αλλά αυτό το θυμάμαι. Έχει κάτι τακάκια μ΄ ένα καρφί -τα λέμε κούνια- αυτό το καρφώνεις στο σκάφος επάνω και μπαίνει το μαδέρι και το σφίγγεις με τη σφήνα για να αγαπήσει το ένα με τ΄ άλλο, να εφάπτεται. Τότε ροκανίζαμε με τα χέρια και το ροκανίδι έβγαινε καρουλάκι. Πώς είναι τα σγουρά μαλλιά, μπούκλα; Έτσι. Μου λέει: «Μάζεψες τα κούνια;». Τα βγάζαμε με τον λοστό, κι έπρεπε μετά με το σκερπάνι να κωλώσεις το καρφί, να 'ναι έτοιμο για την άλλη δόση. Εγώ τα μάζευα, πιτσιρίκι, τα 'βαλα ένα σωρουδάκι. Είχε μία σκαλωσιά 60 εκατοστά περίπου. Πηδάει ο ναύτης απ΄ τη σκαλωσιά κάτω, κι είχε ένα μες στα ροκανίδια. Μ΄ ένα καρφί 8 χιλιοστά! Με το βάρος του πέρασε τ΄ αρβυλάκι το ναυτικό και βγήκε από πάνω κι έμεινε, δεν μπορούσε να βγάλει το παπούτσι του, ήτανε μέσα το πόδι καρφωμένο, όπως τον Χριστό. Καλά, άμα μ΄ έπιαν΄ θα με σκότων΄. Κι ήρθε με τον λοστό, πολεμούσαμε να του βγάλουμε το καρφί απ΄ το παπούτσι, για να βγάλει το πόδι του, δεν μπορούσε να το βγάλει το πόδι, είχε αιμορραγία. Εγώ είχα πάρει την αναπνοή μου, από τον ταρσανά στον Άγιο Κωνσταντίνο, πάνω! Πού να κατέβω! Τον πήρανε, ούτε και ξανά 'ρθε στον ταρσανά. Και μου 'λεγε: «Καραμελένιε! Άμα σε πιάσω, θα σε σκοτώσω!». Ήταν απ΄ τη Σάμο το παιδί αυτό. Έτσι κι ακούσει αυτό που του λέω τώρα θα λέει: «Ρε πούστη…», έτσι θα λέει. Γι΄ αυτό σου λέω, μικροατυχήματα πάντα είχε. Κάναμε ένα γριγρί απ΄ τοις Φούρνοι και είχε έρθει εδώ ο άνθρωπος με την οικογένειά του να το δει, το σκάφος. Ακόμα ήτανε ατέλειωτο. Κι έσκυψε. Είχε ανεβάσει το κοριτσάκι του επάνω, είχε ένα, τώρα 3-4 χρόνων θα 'ταν, να δει, έσκυψε και το πήρε το βάρος κι έπεσε μέσα, με το κεφάλι! Περνάει το κεφάλι του ανάμεσα στο κενό που αφήνουνε οι δυο νομείς και βρήκε ο ώμος του και δεν έπαθε τίποτα. Ο πατέρας τα ‘χασε! Πηδάει και σπάει το πόδι του ο πατέρας, να πιάσει το παιδί του. Θέλω να σου πω ότι, δηλαδή μικροπράγματα, δεν ήτανε… Καλά αυτό ήταν απροσεξία του πατέρα. Τ΄ άφησε τώρα το παιδάκι, έκανε βόλτες απάνω στο σκάφος. Μπα, δεν είχε. Δεν θυμάμαι να 'χε κάτι σοβαρό. Πολλές φορές τώρα να κόβαμε κάνα πόδι με το σκεπάρνι. Λεπτομέρειες μικρές, δεν ήταν… Καμιά σχισμή, δυο τρία ράμματα, τέτοια πράγματα, δεν είχε. Μεγάλο, σοβαρό δεν θυμάμαι κανένα.

Π.Γ.:

Εσείς όταν πήρατε την απόφαση να φύγετε απ΄ τον ταρσανά και φτιάξατε το δικό σας μετά ναυπηγείο-

Ν.Κ.:

Ναι-

Π.Γ.:

Πώς ήταν αυτό; Ήταν δύσκολο να ξεκινήσετε μετά μια δική σας δουλειά-

Ν.Κ.:

Όχι. Ίσα ίσα που ήτανε πολύ εύκολο. Πολλή δουλειά όμως, πολλή δουλειά! Δουλεύαμε τότε όσο άντεχες, γιατί είχαμε και πολλή βέβαια, γιατί ήμαστε σκληραγωγημένοι από τη βαριά δουλειά. Μετά τα βαρκάκια φαινότανε για πούπουλο, δεν ήτανε… Έκανα μέχρι 5,5-6 μέτρα σκάρτα, 6 μέτρα. Δεν έκανα πιο μεγάλα. Δεν είχε δρόμο να περάσει το σκάφος πιο μεγάλο, γι΄ αυτό ήρθα μετά εδώ. Αυτό το 'χω αγοράσει μετά το κτήμα και σιγά σιγά χτίσαμε το σπίτι, το μαγαζί και έμεινα εδώ. Εκεί που ήμουνα είχε ένα στενό σημείο ο δρόμος και δεν είχε περιθώρια να κάνω πιο φαρδύ σκάφος δηλαδή, γιατί αυτά πάνε σύμφωνα με το μάκρος. Αλλά ήτανε πολύ πιο… Κούραση είχε, αλλά είχε περισσότερα χρήματα, μπορούσες κι έκανες κάτι, γιατί για να χτιστεί ετούτο και πάνω και αυτό, ήτανε συνέχεια, δεν είχα βοήθεια από πουθενά. Έβγαλα την άδεια, εν τω μεταξύ ήθελα να κάνω πηγάδι για να έχω λίγο νερό. Τότε δεν είχε γεωτρήσεις, τώρα έχουμε τις γεωτρήσεις κι αυτά. Όταν αρχίζαν οι γεωτρήσεις δεν μας δίναν άδεια γιατί δεν ήμασταν αγρότες. Έχομε κι αυτό. Πρέπει να 'χεις πάνω από 4 στρέμματα για να χτίσεις. Καλά τούτο ήταν πιο μεγάλο, αλλά εντάξει. Το μόνο ήτανε η απόσταση κι ύστερα τα άλλα. Όλοι με κοροϊδεύανε τότε γιατί τότε δεν υπήρχε μαγαζί, έτσι, τώρα μες στο βουνό και λέγανε: «Τι διάολο, με τους χωρικούς θα πας να κάνεις;». Λέω: «Θα φύγω από το καρνάγιο, να γλιτώσω από σας». Είχε δουλειά κι ήταν όλο με τα χέρια. Κι έλεγε ο δίπλα -είμαστε σύνορα μ΄ έναν καρναγιέρη-: «Να έρθεις να πιάσουμε 2 ξυλαράκια να βάλομε για να φύγουνε, να τα βάζεις, για να πάνε στη θάλασσα;» και στρώναμε από τον κεντρικό δρόμο μέχρι τη θάλασσα! Ή: «Έλα να τραβήξομε ένα κομματάκι σύρμα» και τραβούσε κάνα χιλιόμετρο. Λέω: «Για κάτσε ρε, δεν θα μου βγάλεις εσύ την Παναγία». Ο Μαυρίκος, δεν τον ένοιαζε, γιατί του 'ριχνε τα καΐκια τσάμπα, δηλαδή του 'κανε αγγαρείες, αλλά ο καρναγιέρης τού έριχνε τα σκάφη στη θάλασσα. Κατάλαβες; Εμένα τι; Ένα μεροκάματο, δεν τον ένοιαζε. Και λέω κάτσε, μια δυο, αϊ στο καλό, πα΄ να φύγω.

Π.Γ.:

Κι έτσι αποφασίσατε-

Ν.Κ.:

Δηλαδή πιο πολύ έφυγα γι΄ αυτό. Αν πληρώνανε λίγο παραπάνω, λίγο αυτό, θα καθόμουνα. Θα την πάταγα, βέβαια, αλλά εντάξει. Γιατί με το μεροκάματο, τι να κάνεις; Εδώ είχες κουράγιο, δούλευες, έμενε κάτι παραπάνω. Είχε πολλές φορές και τα κακά του, γιατί ξέρεις, η γρίνα άντε να τελειώσει, εκεί μόνο, αλλά απ΄ τους πελάτες δηλαδή. Αλλιώς δεν είχε τίποτα. Είχε και τις ατυχίες του. Έτυχε να κάνω σκαφάκι και μου λέει: «Να σε πληρώσω σε μάρκα;». Έχτιζα εγώ το σπίτι, λέω: «Αφού και να τα πάρω, θα τα δώσω. Δεν θα προλάβω να…». Και: «Θα μου τα δώσεις σε δραχμές». Εντάξει; Εντάξει. Όταν τέλειωσα τη βάρκα, μετά από 1,5 μήνα, γιατί είχα άλλη δουλειά, έρχεται και μου λέει: «Μα ρε!», ήτανε Μυκονιάτης, «Μα ρε! Με τα μισά λεφτά μου την έκανες!». Ανέβηκε το μάρκο τα διπλά. Την έκανα 70.000 και είχε 150.000, θα 'παιρνα, αν μου 'δινε σε μάρκα. Αλλά εγώ έτσι κι αλλιώς τα λεφτά μου τα πήρα, τα 'δωσα σε οικοδόμο, δεν είχα... Θέλω να σου πω ότι είχε και τις ατυχίες του. Όχι ότι έφταιγε ο άνθρωπος. Ο  άνθρωπος μού λέει: «Θες μάρκα; Σου δίνω μάρκα». Γιατί έκανα μια δουλειά με δολάρια. Δολάρια! Σιγά τα δολάρια, τέλος πάντων, κάτι λίγα, κι όταν πήγα είχε πέσει 5 δραχμές το δολάριο. Και τώρα τι, μην τυχόν και μου την κάνει το μάρκο, κατάλαβες; Εκεί απάνω την πάτησα, γιατί... Και μου λέει: «Κύριε Νίκο τώρα δα...», ήταν τότε που είχε μεγάλα επιτόκια, «Μπορώ να σας δώσω μέχρι 20 κάτι -είχε γίνει μια αναμπουμπούλα- μέχρι 29%» και λέω για να μου λέει αυτή έτσι -πονηρός εγώ τώρα- θα κάνει υποτίμηση. «Όχι» της λέω, θα μου τα κάνεις σε δολάρια. Άμα τέλειωσε το ομόλογο[01:00:00], έχασα όλους τους τόκους και 50.000 απ΄ τα λεφτά μου. Η εξυπνάδα μου, κατάλαβες; Έπεσε το δολάριο και την πάτησα. Από τότε είχα καϊλευτεί κι έλεγα δραχμή έχουμε; Δραχμούλες. Άσ΄ το καλό!

Π.Γ.:

Οι πελάτες σας από πού ήταν κυρίως; Ήταν και απ΄ το εξωτερικό-

Ν.Κ.:

Από παντού.

Π.Γ.:

Από παντού.

Ν.Κ.:

Από παντού. Όλα τα νησιά κάναμε, στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Νάξο μέχρι στον Καναδά έστειλα μια βαρκούλα. Την έβαλε σ΄ ένα κοντέινερ και την πήρε. Είδα στον Πειραιά, τότε που ήμουνα με το σκάφος του Μαυρίκου που πήγα για 25 μέρες, ήταν κάποιος κι είχε… Μπα, πρέπει να 'τανε απ΄ τον Καναδά, δεν ξέρω από πού ήτανε. Μάλλον από κει κάπου ήτανε και ήθελε να σκαφάκι να το κάνει μπαρ. Έρχεται, λοιπόν, ένας ψαράς μ΄ ένα πεντάμετρο, του λέει: «Μάστορα το πουλάς το σκαφάκι;», «Την περιουσία μου θα πουλήσω;» του 'λεγε ο μπάρμπας. Ναι, μεγάλος άνθρωπος. «Βρε μήπως το πουλάς και δεν το ξέρεις;». Έκανα γέλια μετά. «Γιατί;» του 'λεγε. Του λέει: «Άμα σου δώσω 2 εκατομμύρια, το δίνεις;», «Και τα ψάρια δικά σου!». Από κει που δεν το πούλαγε! Όλοι μαζί φέρνουνε ένα... πριόνι ήταν, αλυσοπρίονο είχε τότε; Δεν θυμάμαι. Και το 'κοψε μες στη μέση, όπως ήτανε. Το 'κοψε στη μέση, το βάλαν σ΄ ένα κοντέινερ και το 'στειλε πάνω στο μέρος που ήθελε για να το κάνει…  Μόνο που δεν στρίγγλιζε ο άλλος, παρότι πήρε τα χρήματα βέβαια, αλλά γιατί του 'κοψε το σκαφάκι, κατάλαβες; Του λέω: «Μ΄ αυτά έκανες βαπόρι», τώρα, με 2 εκατομμύρια τότε... Για μας φαινόταν βέβαια βουνό, που ήτανε… Τότε είχε -αν δεν κάνω λάθος- καμιά τριανταριά δραχμές το δολάριο, περίπου τόσο, 28-29 δραχμές, μου φαίνεται. Μόλις τ΄ άκουσα έκανα δρόμο. Θέλω να σου πω τι συναντάς.

Π.Γ.:

Ναι. Εσάς σας έτυχε κάτι άλλο περίεργο; Με κάποιον πελάτη;

Ν.Κ.:

Ναι, κοίτα, συνήθως τότε απ΄ τα νησιά, κι ακόμα το βαστάνε πολλοί, μας στέλνανε κρασί, χταπόδια ξερά, τέτοια που πιάνανε, συνήθως οι Παριανοί, οι Αντιπαριώτες. Ναι. Είχα έναν Αντιπαριώτη: «Μάστορα, θα σου στείλω 30 κιλά κρασί». Μου 'στελνε 30 κιλά κρασί, μου 'στελνε και χταπόδι ξερό. Λέω έτσι είναι; Σκαρώνω μια άλλη βάρκα εγώ. Αφού στέλνει αυτός, άσ΄ τον να στέλνει να 'χουμε το μεζέ μας. Είχα κι ένα μπάρμπα εκεί, ερχότανε, τα πίναμε. Δεν πήρε χαμπάρι ο άνθρωπος, μου λέει: «Έχε υπόψη σου ότι αν τελειώσει η βάρκα, δεν ξανάρχεται τίποτα!» Λέω: «Εντάξει». Την τελειώνω -είχε ένα δέντρο, μια συκιά έξω από το μαγαζί- τη σκεπάζω μ΄ ένα μουσαμά και πολεμούσα, γιατί μου 'χε πει ότι: «Θα έρθω». Τότε και να 'θελε να το κρύψει, δεν μπορούσε, ένα βαπόρι είχε τη βδομάδα. Έρχεται. Αυτός ήτανε μια 4,5 μέτρα και είχα σκαρώσει μία 5,5 και πολεμούσα. Μου λέει: «Αυτή είναι η βάρκα μου;», λέω: «Ναι. Τόσο κρασί που έστειλες μεγάλωνε αυτή. Όσο έπινα -λέω- μεγάλωνε η βάρκα!» «Πω!», μου λέει, «Κι εγώ τη θέλω να πηγαίνω για χταπόδια!». Δεν ήθελε μεγάλη για να μπορεί μόνος του να πηγαίνει. Αφού του 'δειξα την άλλη, «Τώρα» μου λέει… Του λέει του ταξιτζή: «Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και βγάλε το κρασί!». Άμα δεν ήταν έτοιμη, δεν θα σου 'δινα τίποτα!». Και είχε και άλλους που σου λέγανε νομίζοντας ότι θα τους προσέξεις καλύτερα: «Θα σου στείλω ψάρια, θα σου δώσω ψάρια, θα σου δώσω...» έτσι, αλλιώς. Ήρθα και μ΄ είχαν νευριάσει -ένας- του λέω: «Δεν θέλω, ρε παιδί μου, ψάρια», μου λέει: «Γιατί;», «Δεν θέλω ρε παιδί μου». Λέει: «Θα μου πεις;», «Αμέ! Αλλά όταν τελειώσει η βάρκα». Εντάξει. Τώρα καϊκάκι, δεν θυμάμαι, πάντως ήτανε κάτι, ήταν σκαφάκι. Αφού τελειώνει, δεν το ξέχασε κι έρχεται και μου λέει: «Θα μου πεις τελικά το λόγο;». Λέω: «Αμέ. Σου 'βαλα στον λογαριασμό 100.000 παραπάνω και θα τα πάρω μόνος μου! Θα μου φέρεις εσύ ό,τι θες εσύ; Θα πάρω αυτά που θέλω εγώ!». Όποτε μ΄ έβλεπε, μ΄ έβριζε. Νόμιζε πως το 'κανα αλήθεια. Ψέματα, δεν του 'πα τίποτα, δεν είχα βάλει εγώ τίποτα πάνω, αλλά θέλω να σου πω. Από τέτοια πράγματα ήταν, άσε. Πού να θυμάσαι, από τέτοια καλαμπούρια κι αυτά ήτανε…

Π.Γ.:

Κύριε Νίκο, θυμάστε την πρώτη σας κατασκευή; Γιατί τώρα νομίζω επισκευές γίνονται κυρίως. Δηλαδή-

Ν.Κ.:

Τώρα τι;

Π.Γ.:

Τώρα γίνονται επισκευές κυρίως-

Ν.Κ.:

Ναι, ναι.

Π.Γ.:

Αλλά εσείς είχατε κάνει και κατασκευές, απ΄ την αρχή δηλαδή.

Ν.Κ.:

Τώρα τι, κατασκευή, τι να κάνεις;

Π.Γ.:

Έχετε κάνει, όμως, κατασκευές, παλιά.

Ν.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Θυμάστε, έτσι, κάποια; Την πρώτη σας; Δεν ξέρω.

Ν.Κ.:

Την πρώτη κατασκευή;

Π.Γ.:

Ναι, ναι-

Ν.Κ.:

Η πρώτη κατασκευή ήτανε ένα βαρκάκι 2,5 μέτρα. Μου 'χε δώσει ένα χναράκι, αυτός ο Τζάνης που σου λέω, ο Βλάμης, και αφού έκοψα το σκελετό, έκανα αγγαρείες στο ένα απ΄ τα αφεντικά για να μου σχίσει τα ξύλα, γιατί στην κορδέλα δεν μ΄ άφηνε να πάω εγώ, μην κόψω κάνα χέρι, και δίκιο είχαν βέβαια. Τα 'φερε ο πατέρας μου με το γαϊδουράκι, τα συναρμολόγησα. Αφού το τέλειωσα, είχα μια γειτόνισσα, έρχεται, το βλέπει, πάει στη μάνα της και της λέει: «Μαμά να δεις μια μεγάλη σκάφη που έκανε ο Νίκος της θείας της Στέλλας!», Στέλλα ήταν η μάνα μου, «Θα πλένει τα ρούχα της άνετα». Τότε αυτό ήταν να το πλυντήριο, τότε. Γιατί κάναμε και σκάφες, αλλά συνήθως κάναμε πλύστρες. Έχεις δει πώς είναι η πλύστρα; Ναι, κάναμε λουκάκια. Τι γινότανε; Για να κάνω χαρτζιλίκι, δεν υπήρχε, έπαιρνα 25 δραχμές τη βδομάδα και τώρα με ένα ξύλο μεγάλο απ΄ τον ταρσανά, συνήθως ήτανε 4 εκατοστά, 5 εκατοστά, μεγάλα μαδέρια. Κι ένα απόκομμα, εκεί το πετούσανε σχεδόν. Ερχόμουνα, είχα πάρει ένα εργαλείο που έκανε τα λούκια, στο χέρι βέβαια, και έκανα μια πλύστρα. Ο επιπλοποιός είχε μισόταβλα, λεγότανε, 2 εκατοστά και κάτι το πάχος. Όταν έβλεπε όμως η νοικοκυρά ότι είχε ένα ξύλο 4 εκατοστά, 4,5 νόμιζε ότι θα βαστήξει αιώνια. Το πεύκο δεν βαστάει στο γλυκό νερό. Κατάλαβες; Λοιπόν, της έκανα εγώ μία τεράστια, την έβαζε εκεί πέρα, έπλενε. Στην αρχή ήτανε μεγάλα τα λούκια, έπιαναν χώρο. Στον δεύτερο χρόνο τής είχανε μείνει μόνο τα καρφιά! Ναι, αλλά εγώ τα 'χα πάρει τα λεφτά. Και σκαμνάκια. Συνήθως οι αγρότισσες εδώ ήτανε τεράστιες, εδώ βαρέων βαρών. Και τα σκαμνάκια που κάνανε οι επιπλοποιοί δεν τους αντέχανε. Μόνο μόνο κουνούσαν λίγο την πρύμνη τους και διαλούσε το σκαμνί. Και τους έκανα εγώ από τέτοιο ξύλο, βαρύ το σκαμνί αλλά δεν τους ένοιαζε, ακουμπιστό το ΄χαν. Και τους έλεγα 5 και μου δίναν 10, 15 δραχμές τότε. Μα εγώ, σου λέω, έπαιρνα 25 τη βδομάδα, ήτανε για μένα μεγάλη δουλειά. Έτσι τη βγάζαμε. Δεν είχε… Να μαζέψομε λίγα χρήματα -εγώ, όχι οι άλλοι, δεν ξέρω- για να πάρομε ένα εργαλείο, ένα πριόνι, ένα ροκάνι, κάτι για να μπορώ να δουλεύω. Έτσι ήταν το ξεκίνημα δηλαδή. Αυτή η βάρκα... Την πούλησα 500 δραχμές. Ήρθε κάποιος που ήτανε περίπου τα 90-100 κιλά, ήθελε να την πάρει: «Βρε καλέ μου άνθρωπε, δεν κάνει για σένα!», «Όχι -λέει- θα μου τη δώσεις. Δεν θες να μου τη δώσεις», «Βρε δεν κάνει για σένα!», «Όχι -λέει- κάνει», «Εντάξει, παρ’ την!». Πράγματι είχε μία τρίκυκλη μεταφορική, τη δικιά του, τη φόρτωσε, την παίρνει, πήγε αγόρασε γαρίδα, όλα εντάξει, την είχε δίπλα στο καρνάγιο την είχε, πηδάει απ΄ τον μόλο μέσα κατευθείαν στη θάλασσα! Πάει και η γαρίδα, πάει και… «Ρε τι μου 'κανες!» «Εγώ τι σου 'κανα; Δεν σου 'πα μην την πάρεις, δεν κάνει για σένα; Είσαι 100 κιλά σχεδόν! Πας να μπεις σ΄ αυτό το πράγμα που είναι...», πώς ήτανε χαμηλό, όπως οι πιρόγες των ιθαγενών, αλλά πιο μαζεμένο, «Πού να σ΄ αντέξει αυτό το πράγμα; Αυτό πρέπει να ξέρεις πατίνι για να…». Αυτή η βάρκα ήτανε ολόκληρη ιστορία. Τότε που έκανε την πλημμύρα στο Γαλησσά, στη Σύρο, πριν -όχι, πιο μετά είν[01:10:00]αι- πριν το Dolphin, κάπου εκεί, είχε ένα σπιτάκι. Εκεί είχε πάρει το νερό, είχε μείνει το σπιτάκι στον αέρα κι ήτανε μέσα σε μια λίμνη. Έφαγε το νερό την άμμο και τα χώματα όλα και το σπίτι έμεινε σαν να 'ταν σε νησί, σαν νησάκι μες στη μέση. Και το πήρε αυτό το βαρκάκι αυτός -δεν ξέρω πού στο διάολο το βρήκε- για να μπαίνει μέσα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Καλοκαίρι έκανε μόνο, αλλά θέλω να σου πω, πήγαινε αυτό το βαρκάκι. Ύστερα από κει και πέρα, δεν θυμάμαι τι απέγινε. Πήγαινε από χέρι σε χέρι, αλλά πιο πολλές φορές πέφτανε στη θάλασσα, δεν άντεχε, ήταν μικρό πολύ.

Π.Γ.:

Κι εσείς πώς νιώσατε όταν το φτιάξατε; Γιατί είναι μία δημιουργία, μια δική σας δημιουργία.

Ν.Κ.:

Ποιο;

Π.Γ.:

Όταν φτιάξατε εσείς το πρώτο σας βαρκάκι, πώς νιώσατε;

Ν.Κ.:

Φυσικά, νιώθεις ευχαρίστηση, όμορφα, ότι ξέρεις είναι... Του 'χα κάνει και το τεστ ισορροπία. Το 'χα βάλει σε μια στέρνα μέσα -δεν ξέρω αν έχεις δει ετούτο που έχω εδώ, το 'χει βάλει η Γεωργία, το 'χει κάνει, ένα μικράκι στέρνα- αλλά αυτό είχε από πάνω κρεβατίνα που είχε αμπέλι. Λοιπόν, λέω και να πα΄ να μπατάρει, βαστούσαμε τα... Έβαλα κι έναν ξάδερφό μου που ήταν πιο μικρός, μπήκαμε και οι δυο μέσα όμορφα όμορφα, αλλά βαστούσαμε πάνω τα ξύλα, που αν σε περίπτωση δούμε τα σκούρα, να κρατηθούμε. Η σκάμνα, βέβαια, ριχιά, όχι ότι θα πνιγόμασταν. Αφού είδα πως άντεχε… Καλά τότε ήμουνα κι εγώ, ήμουνα παιδί, ελαφρύς, δεν ήμουνα βαρύς ή ο άλλος, Μαζί ήμαστε, άντε να 'μαστε 60 κιλά, 65 κι οι δυο μαζί. Ο άλλος το πήρε, ήτανε κοντά 100, γι΄ αυτό πήγε στη θάλασσα. Έτσι το τεστάρισα. Και από κει και πέρα έκανα κανονικές βαρκούλες, μικρές μεν αλλά καλές. Συνηθισμένα δηλαδή, κανονική βάρκα, όχι… Και οι τιμές ήτανε, εντάξει, αναλόγως τον πελάτη. Έτυχε των 3.000 να τη δώσω 4.500, γιατί ήθελε σώνει και καλά να την πάρει. Ναι, είχε κάνει μια ανεμότρατα -είχαμε κάνε- και ήταν του αδερφού της, κι ήθελε να του πάρει δώρο μια βάρκα. Κατάλαβες; Αυτό ήτανε. Μου 'λεγε όμως, όσο έλεγε εκείνη: «Είναι ωραία η βάρκα», ήτανε καινουργιοβαμμένη κι αυτά, ανέβαζα εγώ την τιμή από μέσα μου. Και πράγματι την πήρε. Κι αρχίσαν και παραμιλούσαν οι άλλοι. Λέω: «Κοίταξε να δεις, αφού μου τα 'δωσε γιατί να μην τα πάρω;». Τότε ήτανε στο Κίνι, 5-6 βάρκες είμαστε όλοι όλοι, δεν είχε τίποτα, δεν είχε μόλο, τίποτα. Ήτανε 4 ψαράδες, ένας ερασιτέχνης κι ήτανε δάσκαλος στο Κίνι κι είχε κι ένα τρεχαντηράκι μικρό, κι εγώ. Και πηγαίναμε με τον πατέρα μου ή με φίλους για κάνα ψάρεμα, αλλά κουπιά, όχι μηχανή.

Π.Γ.:

Στη δουλειά τώρα τι έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν; Έχουν έρθει άλλα τεχνικά μέσα.

Ν.Κ.:

Τώρα έχει τα πάντα. Έχει ηλεκτρικά ροκάνια, πριόνια, τρυπάνια, πριόνια που κόβουνε, σέγα, αλυσοπρίονα, τα πάντα! Τότε δεν υπήρχε τίποτα. Τότε θα λεγότανε ένα πριόνι, αν έχεις δει τους καλικάντζαρους που κόβουν το δέντρο της Γης, η καρμανιόλα, λέγεται. Είχε ένα πριόνι, είχε και κορδέλες, άλλα λεγόταν μαγκανοσιά. Είναι ένα τετράγωνο πλαίσιο και στη μέση είχε μια λεπίδα και ήταν ένας από πάνω, το 'βαζαν σ΄ ένα τρίποδο τον κορμό άμα ήτανε μεγάλος και δεν μπορούσαν να τον πάνε στην κορδέλα, για να τον κόψουνε στη μέση ν΄ αλαφρώσει, να τον κουβαλήσουνε. Και ο ένας από πάνω έσπρωχνε, ο άλλος τράβαγε από κάτω, μέχρι να το κόψουν. Το 'χανε σημαδεμένο, βέβαια. Εγώ ίσα ίσα τα πρόλαβα αυτά. Και κόβαν το ξύλο, αυτό το πρόλαβα. Οπότε ήταν τεράστιο το ξύλο, δηλαδή είχε ξύλο που ήταν ένα κυβικό, ο ένας κορμός. Ήταν δύσκολο να το σηκώσουμε. Μετά όταν είμαστε πολλά άτομα στον ταρσανά, τον πηγαίναμε σηκωτό στην κορδέλα και τον κόβαμε. Αυτά όλα ήτανε όλα με τα χέρια! Είχε τρυπάνια με τα χέρια εδώ παλάγκα, τα σχοινένια, με τα ράουλα τα ξύλινα. Όλα αυτά ήτανε όλα με τα χέρια. Μηχανές που βάζαμε μες στα σκάφη, βάζαμε δύο άλμπουρα, κάναμε μία χιαστί και μετά είχαν αρχίσει και κυκλοφορούσανε… Παίρναμε από συνεργεία που ήταν στα Βαπόρια, που κάνανε δουλειές και παίρναμε κάνα παλάγκο και την ανεβάζαμε με τη μηχανή επάνω, ν΄ ακουμπήσει στην κουβέρτα κι απ΄ την κουβέρτα άλλο πάλι σκάντζα, να πάει στο αμπάρι. Δεν υπήρχαν γερανοί, τίποτα. Πρωτόφερε γερανοί στο Νεώριο, τότε που το ναυπηγείο είχε φέρει, και μας έβαζε αυτός τις μηχανές τότε. Αλλιώς ήταν όλα με τα χέρια. Τα βλέπομε τώρα και λέμε: «Μα είναι δυνατόν;» Κι όμως.

Π.Γ.:

Τώρα έχουνε βοηθήσει κάπως τα νέα μέσα που έχουν έρθει στη δουλειά;

Ν.Κ.:

Ναι, αλλά έχει [Δ.Α.] μεγάλες. Πάλι χειρωνακτική εργασία έχει, αλλά εντάξει, έχεις τις ευκολίες σου. Να κόψεις, έχει φορητά κορδελάκια, έχει σέγα που κόβει με μικρή λεπίδα κόντρα πλακέ τέτοια ξύλα, δισκοπρίονα που κόβει ορισμένα εκατοστά. Τότε όλα με τα χέρια, δεν υπήρχε τίποτα… Ή πελέκημα ή μετά κόψιμο με το πριόνι. Τώρα πλέον αντέχεις να κάνεις τέτοια δουλειά, δεν έχει, αποκλείεται. Εγώ που τα 'χω ζήσει και τα βαριέμαι, όχι… Καλά, εντάξει, πέφτουν και τα κουράγια βέβαια, αλλά δεν βγάζεις και δουλειά. Να προσπαθείς να κόψεις ένα ξύλο μια ώρα μ΄ ένα πριόνι, τι δουλειά θα βγάλεις; Γιατί μην νομίζεις στο τώρα πληρώνουνε, αλλά θέλει να βγάλεις και δουλειά για να πληρωθείς, δεν είναι… Ο κόσμος έχει μεγάλη απαίτηση τώρα. Σου λέει ναι μεν θα σε πληρώσω καλά, αλλά άλλος θέλει να πληρώνει να προλάβει το ναύλο του, άλλος θέλει, σου λέει, θα κάθομαι στη Σύρο, έχω ένα σωρό έξοδα, να πάω στο σπίτι μου. Και δίκιο έχει βέβαια. Έχει τύχει να 'ρθουνε με 30 άτομα πλήρωμα, με διάφορα σκαφάκια. Σου λέει φαγητό, πληρώνουνε δωμάτια, οι πιο πολλοί δεν κοιμούνται στα σκάφη μέσα, κοιμούνται σε δωμάτια. Και σου λέει άντε να φεύγουμε.

Π.Γ.:

Kαι τώρα γίνονται επισκευές, όμως, κυρίως;

Ν.Κ.:

Ποιο;

Π.Γ.:

Τώρα η δουλειά έχει αλλάξει, γίνονται κυρίως επισκευές. Πιστεύετε δεν υπάρχει τώρα νέος κόσμος που να…

Ν.Κ.:

Κοίταξε καινούρια έχει, αλλά ζητάνε μεγάλα. Άμα ζητάει 20 μέτρα, 18 μέτρα, εμείς δεν μπορεί να το βγάλομε. Ο δρόμος δεν μας εξυπηρετεί, γιατί μπορεί να 'χει νταλίκα να το πάρει, δεν το παίρνει στις στροφές. Αν κατεβαίνεις από δω, τα Τάλαντα, είν΄ οι στροφές πολύ κλειστές, δεν τον παίρνει. Εμείς άντε να κάνουμε περίπου τα 11 μέτρα, δεν μπορώ να κάνω παραπάνω, δεν το παίρνει οι στροφές. Γιατί και νταλίκα να το βάλεις, το καΐκι δεν στρίβει. Τι να το κάνεις; Playmobil να 'ναι σπαστό, δεν γίνεται! Είχε τύχει,15 μέτρα ήτανε, πόσο ήταν αυτό περίπου... Αλλά ευτυχώς και δεν το πιάσαμε δηλαδή γιατί μετά στράβωσε κι έχει μείνει στον Μαυρίκο. Έμεινε. Ήτανε με επιδότηση. Αυτός ο τύπος είχε να γίνει 100 χρόνια και σαν παραδοσιακό το επιδοτούσαν. Αργήσανε, δεν ξέρω τι απέγινε, μπέρδεψε, αρρώστησε ο ιδιοκτήτης και ευτυχώς, δηλαδή, δεν το 'χαμε πιάσει, θα μας έμενε εδώ, να, θα 'τανε.

Π.Γ.:

Κύριε Νίκο, εσείς πόσα χρόνια κάνετε αυτή τη δουλειά συνολικά;

Ν.Κ.:

Μόνο 57 χρόνια.

Π.Γ.:

57 χρόνια. Οπότε θα λέγατε ότι είναι κάτι παραπάνω από μία δουλειά για εσάς;

Ν.Κ.:

Μόνο;

Π.Γ.:

Κάτι παραπάνω από μία δουλειά;

Ν.Κ.:

Κοίταξε να δεις, άμα κάνεις κάτι, είναι δημιουργία. Άμα δεν το χαίρεσαι αυτό που κάνεις, εκτός απ΄ τα χρήματα, δεν έχει νόημα. Πρώτα πρώτα θα βαρεθείς. Τώρα δεν έχει… Τυχαίνει να μην έχει τίποτα το «χαζοκούτι» και κατεβαίνω κάτω να τροχίσω ένα πριόνι, μία πλάνη, ένα σκεπάρνι, έτσι, δεν το βαριέμαι. Είναι ν΄ [01:20:00]αγαπάς αυτό που κάνεις! Τώρα από κει και πέρα, άμα δεν τη θες τη δουλειά, δεν πα΄ να σε πληρώνουν, δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα. Τώρα έχω τη Γεωργία και παιδεύεται.

Π.Γ.:

Χαίρεστε που τα παιδιά σας συνεχίζουν αυτό το επάγγελμα;

Ν.Κ.:

Σου είπα, είναι βαριά δουλειά και δεν πάει κανένας. Εν τω μεταξύ, να 'ρθει ένας στη δουλειά, έτσι; Για να μάθει πρέπει να 'ναι από παιδί. Αν το παιδί τώρα πρέπει να βγάλει το λύκειο -δεν σου λέω παραπάνω, το λύκειο- είναι ολόκληρος γάιδαρος. Λοιπόν, πρώτα πρώτα από μόνος του «θα πάρει δρόμο», δεν θα κάνει τίποτα, γιατί πώς θα μάθει; Θα αρχίσει η φιλεναδούλα, η βολτίτσα, με το δίκιο του, αλλά δεν μαθαίνεις έτσι. Δεν μαθαίνεις. Γιατί και καλός να 'ναι, τον αφήνετε εσείς ήσυχο; Αν δεν κάνει την κίνηση αυτός, τον κυνηγάτε εσείς, οπότε… Δώρον άδωρο, δεν πρόκειται να μάθει με τίποτα. Πρέπει να μπει από παιδί, να 'χει όρεξη, να τ΄ αγαπάει αυτό που θέλει. Γιατί και που λέει καμιά φορά «το παιδί», ξέρω 'γώ. Η Γεωργία ήθελε να 'ρθει. Όσοι έχουνε τα παιδιά τους, πιο πολύ τσακώνονται παρά που δουλεύουνε. Τα πιο πολλά δεν θέλουν να… Και που είναι ή θ΄ αφήσει ο πατέρας το μαγαζί και είναι αναγκαστικά ή θα 'ναι σε άλλη δουλειά και θα πολεμάει λίγο τη δουλειά. Γιατί δεν είναι να μάθεις εσύ να κάνεις μόνο μια βάρκα. Κάνεις μια βάρκα, έτσι; Ξέρεις να κάνεις μια βάρκα. Κι άμα πολεμάς ένα χρόνο; Τι θα πάρεις; Κατάλαβες τώρα τι γίνεται; Πρέπει να μπορώ, να βγάλεις παραγωγή, και τώρα κάτι γίνεται. Τότε που ήταν ανταγωνισμός, σού λέει ο άλλος πώς θα πληρωθείς; Άμα έκανες τότε μια βάρκα -ας πούμε- με 30.000 και πολεμούσες 1,5-2 μήνες, τι θα σου μείνει; Άμα έβγαζες τα ξύλα, το ρεύμα, το ένα το άλλο που είχε, δεν σου 'μενε τίποτα. Γι΄ αυτό σου λέω ότι πρέπει να την αγαπάς τη δουλειά και να μπορέσεις να βγάλεις δουλειά. Το μεροκάματο ανεβαίνει όσο πιο γρήγορα βγάζεις τη δουλειά. Εγώ όταν είχα αψιλίες, έβγαινε ακόμα πιο γρήγορα, πιο πολλές ώρες, να μπορέσω να φύγει, να βγει, να την πας, να κάνεις άλλη βάρκα, άλλη βάρκα. Δεν τελείωνε βέβαια ποτέ αυτή τη δουλειά, δεν τέλειωνε ποτέ, αλλά εντάξει.

Π.Γ.:

Τέλος, πιστεύετε ότι η Σύρος και η θέση της και οι παροχές που είχε, όλα αυτά, βοήθησαν τη δουλειά, το ναυπηγείο;

Ν.Κ.:

Ναι, είχε πολλά σκάφη. Τώρα είναι που τα 'χουνε οι πιο πολλοί... Επειδή σου δίνουνε... Το κράτος φταίει πιο πολύ, γιατί τα επιδοτεί να τα σπάσουνε. Να σπάσει το σκάφος, μπουλντόζα το πιάνει και το διαλάει, να γίνει παλιόξυλα. Ενώ μπορούσε -ας πούμε- να επιδοτήσει τον άνθρωπο και το σκάφος να το δώσει το ίδιο το κράτος, να το δώσει γιατί ζητάνε, ας πούμε. Σπάνε κάτι ψαράδικα κι είναι σχεδόν καινούρια. Καινούργια δεν είναι, αλλά είναι γερά. Να το κάνει ο άλλος όπως έχουνε τώρα ένα σωρό καΐκια, να το πάνε και παίρνουνε τις σαπίλες απ΄ την Τουρκία -καλό για μας, γιατί θέλουν επισκευές και τέτοια- αλλά τα πληρώνουνε βέβαια φθηνά, αλλά όπως πλήρωναν πιο φθηνά, τον αποζημιώνεις τον ψαρά... Υπάρχει ένα [Δ.Α.] gt το λένε τώρα, παλιά ήτανε κόρους και δεν συμμαζεύεται. Λοιπόν, και του λέει: «Θα σου δώσω 10.000 τον κόρο». Λοιπόν, ο άλλος έχει να υποστηρίζει τις φώκιες, ο άλλος ο οικολόγος τα δελφίνια, το ένα, το άλλο, ο ψαράς πάει, ψάρια δεν έχει πολλά, πάνε τα δελφίνια τού τρώνε τα δίχτυα, του τα χαλάνε, γιατί πα΄ να φάει το ψάρι, το δελφίνι να φάει θέλει. Λοιπόν. Χτυπάει με τα πτερύγια το δίχτυ, τραβάει και το ψάρι και του κάνει τρεις τρύπες, όχι μια. Πάει η φώκια τα ίδια, είναι οι άλλοι, άμα σε πιάσουνε... Να χτυπήσεις φώκια; Πιο καλά να σκοτώσεις τη μισή Ελλάδα. Λοιπόν. Κι αναγκάζεται και σου λέει: «Άι στο διάολο, να το σπάσω, να πάει στο καλό». Πώς μένει χωρίς δουλειά... Αλλά έχει πολλούς συνταξιούχους, που δεν τους ένοιαζε. Λέει: «Παίρνω μια μικρή σύνταξη, θα πάρω κι αυτά τα λίγα χρήματα», μετά τα τρώει και μένει στον άσσο.

Π.Γ.:

Κι εσάς τώρα τα σχέδιά σας ποια είναι για το μέλλον;

Ν.Κ.:

Για το μέλλον;

Π.Γ.:

Ναι.

Ν.Κ.:

Ποιο μέλλον, παιδί μου-

Π.Γ.:

Της επιχείρησης-

Ν.Κ.:

Τώρα είναι το τέρμα, ποιο μέλλον. Καλά είναι, ό,τι κάναμε, κάναμε. Τώρα θα βοηθάμε τη Γεωργία όσο μποράμε, κι από κει και πέρα θα γίνω γεωπόνος, θα μετράω τις ρίζες των κυπαρισσιών από κάτω. Τι αλλιώς... Τώρα πολεμάω τον κήπο μου, τέτοια. Παιδεύομαι με τα ζαρζαβατικά μας. Τον χειμώνα κυνηγάμε τα σαλιγκάρια, μαλώνομε μ΄ αυτά, γιατί πάνε και μου τα τρώνε. Το καλοκαίρι βρίζαμε τον ήλιο, γιατί τα ξεραίνει. Και σε δουλειά να βρισκόμαστε.

Π.Γ.:

Και τέλος-

Ν.Κ.:

Εσύ τα βλέπεις όλα έτσι γιατί ξεκινάς τώρα. Εντάξει, δεν είναι τίποτα, θα το συνηθίσεις.

Π.Γ.:

Θυμάστε μήπως, έτσι για να κλείσουμε, κάποιο συγκινητικό περιστατικό, κάτι που να θέλατε να πούμε;

Ν.Κ.:

Τι να;

Π.Γ.:

Ένα περιστατικό είτε συγκινητικό είτε κάτι που να σας έχει μείνει.

Ν.Κ.:

Δεν μου 'ρχεται κάτι. Μπα, είναι σταματημένο το μυαλό τώρα. Κοίτα, η χαρά κι αυτά ήτανε όταν γεννηθήκαν τα παιδιά, η οικογένεια, αυτά, αλλά όταν περνάν τα χρόνια, τα ξεχνάς τα πιο πολλά. Ξεχνάς, εντάξει! 'Ητανε τα παιδιά μικρά, ήτανε αλλιώς. Όσο μεγαλώνουνε μετά αρχίζουν και φεύγουνε από το σπίτι, τραβάμε και κάνα καβγαδάκι με τη Γεωργία, πότε πότε, αλλά εντάξει, για εκείνη τη στιγμή, όχι παραπάνω. Άσε που δεν έχω παράπονο, άμα δεν τσακώνομαι με τη Γεωργία, έχω τη γυναίκα μου, δεν έχω πρόβλημα.

Π.Γ.:

Ωραία. Υπάρχει κάτι άλλο, οτιδήποτε, που θα θέλατε να πείτε, κάτι να προσθέσετε;

Ν.Κ.:

Τι να πω; Τίποτα. Δεν μου 'ρχεται στο μυαλό.

Π.Γ.:

Τα καλύψαμε. Κύριε Νίκο, ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλες-

Ν.Κ.:

Να 'σαι καλά κοπέλα μου-

Π.Γ.:

Τις ιστορίες-

Ν.Κ.:

Καλή πρόοδο να 'χεις-

Π.Γ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Κλείνω την ηχογράφηση.