© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Είμαι ένας καλλιτέχνης και θέλω ο κόσμος να με θυμάται έτσι πάντα» - ο Αποστόλης αφηγείται μια ζωή μέσα στην τέχνη

Istorima Code
13686
Story URL
Speaker
Απόστολος Δεμερτζής (Α.Δ.)
Interview Date
02/04/2022
Researcher
Αντώνης Γκίκα (Α.Γ.)
Α.Γ.:

[00:00:00]Λοιπόν, καλησπέρα, θέλεις να μας πεις το ονοματεπώνυμό σου; 

Α.Δ.:

Καλησπέρα ναι, είμαι ο Απόστολος Δεμερτζής.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία. Είναι Κυριακή 3 Απριλίου 2022. Είμαι μαζί με τον Απόστολο Δεμερτζή. Βρισκόμαστε στην Τερπνή. Εγώ ονομάζομαι Αντώνης Γκίκα. Είμαι ερευνητής της στο istorima και ξεκινάμε. 

Α.Γ.:

Αποστόλη, θες να μας πεις δύο λόγια για σένα;

Α.Δ.:

Ναι γεννήθηκα στην Σησαμιά Σερρών σε ένα χωριό εδώ δίπλα το 1971. Ήταν πρωταπριλιά. Σήμερα έχουμε 3 Απριλίου. Λοιπόν, είχα πάρα πολύ ξένοιαστα παιδικά χρόνια. Ήταν πάρα πολύ καλά. Οι γονείς μου ήταν πολύ ερωτευμένοι, πολύ αγαπημένοι και μεγάλωνα υπέροχα! Φτωχά μεν, ήταν και τα χρόνια τότε λίγο κατάλοιπα από όλες τις πολιτικές που είχαν γίνει και κοινωνικές αναταράξεις. Πολύ παιχνίδι, πολλή σκέψη από μικρός! Ήθελα πάντα να ακολουθήσω την νομική, ήθελα να γίνω δικηγόρος αυτό ήταν το όνειρό μου από μικρό παιδί. Το προσπαθούσα κάποια στιγμή στην εφηβεία μου, γνώρισα τη μουσική από έναν δάσκαλο που ερχόταν στο χωριό από κάποιο πρόγραμμα της Ελληνικής κυβέρνησης, τα «ΝΕΛΕ» τα λεγόμενα, η λαϊκή επιμόρφωση. Έμαθα μουσική ξεκίνησα παραδοσιακό ελληνικό όργανο, το μπουζούκι, το οποίο με συνόδευσε και με συνοδεύει μέχρι τώρα και επαγγελματικά. Όταν ξεκίνησα έβγαλα το γυμνάσιο στο Δημητρίτσι, ήρθα εδώ στην Τερπνή που γίνεται τώρα και η συνέντευξη στο γενικό λύκειο, κατάφερα να πάω μέχρι τη Β' λυκείου. Ήμουν πολύ καλός στα αρχαία, αλλά δυστυχώς έπρεπε να φύγω για δουλειά. Έφυγα Γερμανία, όταν ήμουν ακόμα δεκαεφτά χρονών και κάτι. Δούλεψα εκεί. Μετά γύρισα και σπούδασα μία τέχνη. Έγινα ηλεκτροτεχνίτης που μου άρεσε πάρα πολύ και αυτό καλλιτεχνική δουλειά. Ακολούθησα τον αυτοματισμό που είναι πιο καλλιτεχνική δουλειά στην ηλεκτρολογία και αυτή ήταν η ζωή μου μέχρι και σήμερα πάνω κάτω από την αρχή δηλαδή μέχρι τώρα.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία! Εγώ θα το πάρω λίγο από την αρχή.

Α.Δ.:

Φυσικά.

Α.Γ.:

Σχολείο πού πήγες δημοτικό;

Α.Δ.:

Δημοτικό πήγα στην Σησαμιά. Είχαμε τότε ακόμη κανονικό τριθέσιο με τρεις δασκάλους και νηπιαγωγείο.

Α.Γ.:

Ήσασταν πολλά παιδιά στο σχολείο; 

Α.Δ.:

Ναι γύρω στα εξήντα. Απίστευτο.

Α.Γ.:

Ναι. Έχει και τώρα παιδιά.

Α.Δ.:

Είναι απίστευτο!

Α.Γ.:

Και το μάθημα πώς ήταν η εκπαίδευση τότε;

Α.Δ.:

Ήμασταν τόσο τυχεροί η δικιά μας γενιά που είχαμε στο χωριό μας δύο δασκάλους, οι οποίοι κατάγονταν και οι δύο από την Κρήτη, μπορεί να είναι και τυχαίο. Ο πρώτος που μας είχε στην Α' δημοτικού, ας πούμε, και μας έμαθε κάποια πράγματα, γιατί του άρεσε να είναι δάσκαλος και από κει και μετά, ο κύριος Παφιαννάκης λεγόταν. Και από κει και μετά μας ανέλαβε κάποιος κύριος Βασίλης Ψυχογιός, ο οποίος ήταν σπουδαγμένος ψυχολόγος. Κανονικά πτυχιούχος και μετά δάσκαλος, δηλαδή είχε αυτά τα δύο τα πτυχία που καταλαβαίνεις τότε μάθαμε γράμματα κανονικά, δηλαδή μάθαμε γράμματα. Η γενιά μας ξέρει γράμματα!

Α.Γ.:

Τους είχατε και τους δύο τους καθηγητές ταυτόχρονα ή…

Α.Δ.:

Δάσκαλοι-

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Οι οποίοι ήτανε Α'-Β'-Γ' και μετά ο άλλος δάσκαλος ήταν Δ'-Ε'-ΣΤ'. Ήταν παράλληλα στο σχολείο.

Α.Γ.:

Μάλιστα.

Α.Δ.:

Για μερικά χρόνια. Μετά άλλαξε πάλι, δηλαδή κάποιος έφυγε, κάποιος ήρθε, αλλά εμείς είχαμε σταθερά τον κύριο Βασίλη τον Ψυχογιό, ο οποίος ήταν... Δεν έχω λόγια! Ήταν δάσκαλος και μας έμαθε γράμματα και αξίες.

Α.Γ.:

Έχεις κρατήσει κάτι από αυτόν, σε βοήθησε κάπου στη ζωή σου;

Α.Δ.:

Όλα τα λεγόμενα του. Βασικά μας βοήθησε ότι μας έμαθε να γράφουμε, να διαβάζουμε, να έχουμε ορθογραφία, να αγαπάμε το διάβασμα και μας έβαζε πολλές δραστηριότητες, δηλαδή δεν ήταν ό, τι του έστελναν τότε το υπόμνημα από το υπουργείο. Κάθε μέρα δύο ώρες καθαρίζαμε τον κήπο, μία Παρασκευή κατεβαίναμε καθαρίζαμε τις τουαλέτες, κάποιος ήταν υπεύθυνος να ανάψει τη σόμπα πετρελαίου τότε. Δηλαδή από τότε από το δημοτικό μας έβαζε ευθύνες και για μας αυτό ήταν πάρα πολύ μεγάλο βοήθημα!

Α.Γ.:

Δηλαδή ο καθένας σας είχε και από μία αρμοδιότητα;

Α.Δ.:

Ναι, όσο παιδικά μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε σε αυτό που μας έβαζε μπορούσαμε, όμως, γιατί ήταν τέτοιος ο τρόπος του που μπορούσε να μας διδάξει και να τον ακούμε.

Α.Γ.:

Και βαθμολογούσασταν για αυτή την εργασία που κάνατε;

Α.Δ.:

Όπως μας έλεγε και αυτός ο βαθμός ο τελικός είναι όλα μαζί.

Α.Γ.:

Συνολικά.

Α.Δ.:

Και η απόδοση στα μαθήματα και η διαγωγή και η δραστηριότητα αυτή και οι ευθύνες με πολύ παιχνίδι, φυσικά, μας είχε πάντα. Δεν ξέρω ήταν ένας παιδαγωγός άριστος. Δεν θέλω τον θεοποιήσω, αλλά οδεύει προς τα εκεί. Ήταν άριστος! Όλα τα παιδιά έχουμε να λέμε για αυτόν τον άνθρωπο.

Α.Γ.:

Πώς περνούσε μία σχολική μέρα τότε;

Α.Δ.:

Ξεκινούσαμε μπαίνοντας στο σχολείο, κάνοντας την προσευχή που έπρεπε να γίνει. Μέσα μας άφηνε να καθόμαστε σε διαφορετικές θέσεις, αν θέλαμε. Να ενώνουμε τα θρανία μας αλλιώς. Μας δίδασκε αυτό που ήταν μας διδάξει με περίσσεια αγάπη, με σημειώσεις στον πίνακα, με γέλια. Είχε και αυτή την κρητική την προφορά και αυτό το κρητικό το γέλιο που τρανταζόταν τα παράθυρα, τι να σου πω; Δηλαδή, όταν έφυγε και ξαναβρεθήκαμε μετά από πολλά χρόνια τον ευχαριστούσαμε όλοι για αυτά που μας έδωσε.

Α.Γ.:

Πού ξαναβρεθήκατε;

Α.Δ.:

Ξαναήρθε στο χωριό, γιατί έμενε στο χωριό οχτώ χρόνια περίπου. Εκεί ήταν το σπίτι του, η οικογένειά του και η γυναίκα του, η κυρία Ελευθερία, ήταν δασκάλα, αλλά ήταν στις μικρές τάξεις. Δεν την πρόλαβα εγώ δηλαδή και ξαναήρθε να δει, γιατί είχε πολλές φιλίες στο χωριό και νονά του παιδιού του από το χωριό, οπότε ήρθε να μας ξαναδεί κάποια στιγμή και βρεθήκαμε πάλι. Μεγάλοι ήμασταν, αλλά αυτό που άκουγες ήταν ένα «Ευχαριστούμε πολύ». Δηλαδή, αυτό αιωρούνταν ας πούμε από όλους τους συμμαθητές και από όλο τον κόσμο.

Α.Γ.:

Πώς αισθανθήκατε, όταν τον είδατε ύστερα από τόσα χρόνια;

Α.Δ.:

Εντάξει νοσταλγία και να σου πω συγκίνηση η αλήθεια ναι, δηλαδή συγκινηθήκαμε πάρα πολύ. Οι περισσότεροι ευαίσθητοι βουρκώσαμε κιόλας και αυτός γελούσε, γιατί το ήξερε πάνω από όλα ήταν ψυχολόγος, γιατί ήταν σπουδαγμένος ψυχολόγος και όπως μας είπε τότε ο πατέρας του τον μάλωσε και του είπε: «Δεν είναι δουλειά αυτή, θα πας και θα γίνεις δάσκαλος». Και παρόλο που έβγαλε το πανεπιστήμιο ψυχολογίας, έβγαλε και την Παιδαγωγική και έγινε και δάσκαλος. Μας είχε δηλαδή ένας ψυχολόγος-δάσκαλος.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Καταλαβαίνεις πόσο τυχεροί μπορεί να ήμασταν αυτά τα οχτώ χρόνια που ήταν εκεί όσα παιδιά και να πέρασαν από τις τάξεις Δ'-Ε'-ΣΤ', γιατί αυτή είχε. Αυτές τις τρεις τάξεις. 

Α.Γ.:

Στα σχολικά διαλείμματα πώς περνούσαν οι ώρες; 

Α.Δ.:

Πολύ παιχνίδι, πάρα πολύ παιχνίδι, ποδόσφαιρο. Τα κορίτσια τα της τότε εποχής το λάστιχο, το κουτσό. Όλα αυτά πολύ παιχνίδι. Πάρα πολύ παιχνίδι.

Α.Γ.:

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας παιχνίδι στο σχολείο;

Α.Δ.:

Εγώ δεν έπαιζα ποδόσφαιρο. Δεν μου άρεσε το ποδόσφαιρο καθόλου και έκανα τα υπόλοιπα παιχνίδια. Πολλές... τις περισσότερες φορές ήμουνα και με τα κορίτσια δηλαδή, έκανα τα παιχνίδια που κάνανε τα κορίτσια.

Α.Γ.:

Δεν σας κορόιδευαν τα υπόλοιπα παιδιά;

Α.Δ.:

Ναι, με κορόιδευαν απλά και ο πατέρας μου είχε η αλήθεια είναι είχε πει ότι: «Τι γίνεται εδώ;», αλλά τον καθησύχασε ο δάσκαλος και του είπε: «Μόνο μην αγχώνεσαι, όλα όλα είναι πάρα πολύ ομαλά και πάρα πολύ καλά». Το θυμάμαι αυτό, γιατί ερχόταν στο σπίτι μας ο δάσκαλος. Ο πατέρας μου μπορεί να ήταν αγρότης, αλλά ήταν πολύ διαβασμένος και διάβαζε κάθε μέρα. Έπαιρνε τα ζώα δηλαδή να πάει για βοσκή και έπαιρνε μαζί του ένα βιβλίο. Τώρα όταν λέμε ένα βιβλίο, μιλάμε για το «Πόλεμος και Ειρήνη», όχι ένα βιβλίο. Έπαιρνε μαζί του Ντοστογιέφσκι, ας πούμε, και Τολστόι και διάβαζε και μπορούσε με τον δάσκαλο να μιλήσει, να πουν και κάποια άλλα πράγματα πέραν των αυτών που λεγόταν στο καφενείο, οπότε είχαμε πολύ συχνά τον δάσκαλο στο σπίτι και από τον πατέρα μου και από τον ίδιο τον δάσκαλο μάθαμε ότι δεν πρέπει να το εκμεταλλευόμαστε αυτό. Οπότε ξέρεις ήταν όλα υπέροχα!

Α.Γ.:

Ναι η επίδοσή σας στα μαθήματα πώς ήτανε;

Α.Δ.:

Αναγκαστικά, θέλοντας και μη, ήταν πολύ καλή! Θέλοντας και μη, ήταν τέτοιος ο τρόπος διδασκαλίας που είχε αυτός ο άνθρωπος που ήμασταν όλοι πολύ καλοί μαθητές! Μάθαμε ορθογραφία όλοι. Δεν κάναμε λάθη. Μάθαμε ιστορία, όχι έτσι ακριβώς όπως ήταν να τη μάθουμε. Μας μιλούσε ακόμα και εντός εισαγωγικών για πολιτικές εξελίξεις, όσο μπορούσε να μας μιλήσει, και για να μην παρεξηγηθεί, γιατί είναι μία πολύ μικρή κοινωνία το χωριό. Ήταν ο πρώτος δάσκαλος που στα κορίτσια στης ΣΤ' και παρεξηγήθηκε για αυτό φυσικά, είπε ότι: «Αν κάποια στιγμή δείτε αίμα, να μην τρομάξετε, να πάτε κατευθείαν στη μαμά να μην, είναι φυσιολογικό». Για αυτ[00:10:00]ό το πράγμα παρεξηγήθηκε στο χωριό και είχε γίνει μεγάλος ντόρος, γιατί μίλησε έτσι στα παιδιά ξέρω ‘γώ.

Α.Γ.:

Μα, είναι οι ορμόνες του κοριτσιού αυτές.

Α.Δ.:

Κι όμως τότε δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, δηλαδή τότε ήταν «Πώς μίλησες για αυτό;». Μιλάμε μέχρι που ήθελαν να τον διώξουν από το χωριό. 

Α.Γ.:

Για αυτό που είπε;

Α.Δ.:

Για αυτό που είπε, γιατί το θεώρησαν παρεξήγηση ότι μίλησε για γεννητικά όργανα, ότι μίλησε για γενετήσια πράξη, ότι μίλησε για κάτι το οποίο είναι ταμπού. Ξέρω ότι απορείς-

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Ξέρω ότι απορείς. Τα κορίτσια τα βοήθησε όμως και τώρα που βρισκόμαστε συμμαθήτριες και όλα αυτά τότε είπαν ότι ναι φοβάσαι, όταν δεν ξέρεις και όταν δεν σου λένε κάτι από το σπίτι, γιατί θεωρούνται πολύ ταμπού αυτά τα πράγματα, ούτε για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ούτε για τίποτα τίποτα δεν μιλάνε, δεν μιλούσαν τουλάχιστον στο σπίτι. Ακόμα, τα κορίτσια είχαν την εντύπωση ότι αν ακουμπήσουν τα αγόρια μπορεί να μείνουν και έγκυες! Ναι υπήρχε αυτό το ξέρω ότι τώρα απορείς, αλλά όντως στη δικιά μου, ακόμα και στο 1970, τη δεκαετία του ‘70 υπήρχε αυτό. Υπήρχε κανονικά. Το ξέρουμε από τους… Από τα παιχνίδια που κάναμε και όλα αυτά.

Α.Γ.:

Ναι τι να πω; Ήταν οι αντιλήψεις εκείνης της εποχής μάλλον.

Α.Δ.:

Ήταν οι αντιλήψεις ναι. Πάρα πολύ συντηρητικά, πάρα μα πάρα πολύ συντηρητισμός. 

Α.Γ.:

Μου ανέφερες πριν για τον μπαμπά σου ότι όταν πήγαινε στα ζώα-

Α.Δ.:

Στα ζώα. Ναι.

Α.Γ.:

Έπαιρνε μαζί του και διάβαζε, πήγαινες τον βοηθούσες μαζί του, σε έπαιρνε;

Α.Δ.:

Με άφηνε πιο πολύ να παίζω. Δηλαδή τα κατάφερνε στη δουλειά, οπότε με άφηνε πιο πολύ να παίζω, να έχω παιδικά χρόνια παρά να είμαι από μωρό παιδί, ας πούμε, στη δουλειά, όπως ήταν πάρα πολλοί. Στα χωριά συμβαίνει αυτό. Στα χωριά ένσημα πρέπει να κολλάει ένα παιδί από δύο χρονών, ας πούμε όταν το παίρνουν μαζί τους να πάει στον καπνό, όταν δουλεύει. Εργάζεται.

Α.Γ.:

Ο μπαμπάς σου ήτανε, μόνο είχε ζώα ή είχε κάποια άλλη ασχολία-

Α.Δ.:

Όχι όχι αγρότης. Είχαμε και καπνά όλη την παραγωγή αυτή που έχουμε εδώ στα… Στα χωριά μας, στην περιοχή μας. Βασικό ήτανε το καπνό τότε πριν γίνει ο αναδασμός και πέσουν νερά στα χωράφια τα ποτιστικά και γίνει το καλαμπόκι, το ζαχαρότευτλο, η ντομάτα η ρόμα. Ήταν μόνο ξερικά τα χωράφια που λέμε και είχε πάρα πολύ καπνό. Όλο το χωριό είχε καπνό. Ασχολούνταν με αυτό! Εμείς, όμως, είχαμε και όπως και όλοι φυσικά, είχαμε και δύο αγελάδες ας πούμε, οι οποίες το απόγευμα έπρεπε να πάνε να βοσκήσουν-

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Συνοδεία του πατέρα μου. Εκεί ο πατέρας μου, αντί να ασχολείται με οτιδήποτε άλλο, διάβαζε και διάβαζε. Ούτε εφημερίδα δεν διάβαζε ούτε τίποτα. Δηλαδή εγώ όταν το ανακάλυψα είπα ότι δεν είναι δυνατόν αυτό το πράγμα, κάποιος να πηγαίνει στο χωράφι να είναι τελειόφοιτος ΣΤ' Δημοτικού τότε, γιατί ήταν γεννημένος το ‘26 ο πατέρας μου που σημαίνει ότι το ‘40 ήταν δεκατέσσερα χρονών, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Καταλαβαίνεις ότι ήταν τελειόφοιτος Δημοτικού και μάλιστα μπορεί να ήταν σε αυτό πολύ πιο μπροστά από τους άλλους που ήταν τελειόφοιτοι Α' δημοτικού ή καθόλου. Τότε ο αναλφαβητισμός ήταν... Το ποσοστό ήταν τεράστιο! Αυτός κατάφερνε. Κατάφερνε.

Α.Γ.:

Μου είπες ότι ανακάλυψες ότι διάβαζε. Δεν το ήξερες, το έκανε δηλαδή κάπως κρυφά;

Α.Δ.:

Όχι, δεν το ήξερα. Δεν ενδιαφέρθηκα. Τυχαία είδα μέσα σε έναν τορβά που λέμε εδώ που είχε το νερό ξέρω ‘γώ είχε και ένα βιβλίο. Το είδα και εγώ λέω: «Τι είναι αυτό ξέρω ‘γώ; Πόλεμος και ειρήνη. Τι είναι Πόλεμος και ειρήνη;». Ιδέα δεν είχα. Ωραία έτσι δεμένο και μετά η μητέρα μου είχε πει μία φορά ότι αυτό το βιβλίο το είχε βγάλει σε ένα βράδυ. Δηλαδή το είχε διαβάσει σε μία νύχτα, κάτι το οποίο εγώ δεν μπορούσα καν να το πιστέψω.

Α.Γ.:

Ποιο ήταν το συναίσθημα σου, όταν πήρες το βιβλίο στα χέρια σου, και κατάλαβες ότι ο μπαμπάς σου διαβάζει;

Α.Δ.:

Κατάλαβα, γιατί ο δάσκαλος έρχεται στο σπίτι το απόγευμα, τα περισσότερα απογεύματα, γιατί γιατρό που είχαμε στο χωριό και έμενε στο χωριό ερχόταν με τον πατέρα μου και μιλούσαν κάτω πίνοντας καφέ ή πίνοντας τσίπουρο. Με έκανε απορία, γιατί αυτοί οι άνθρωποι ας πούμε που θεωρούνταν αυτοί που θεωρούνταν. Φυσικά, ήταν αυτοί που ήταν. Ήταν ο γιατρός και ο δάσκαλος έτσι σπουδαγμένοι πανεπιστημίου και οι δύο και ερχόταν πολύ συχνά με τον πατέρα μου και μιλούσαν. Οπότε σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτό είναι μάλλον, μπορούν να πουν και κάτι παραπάνω, γιατί καθόμουνα πολλές φορές σε συζητήσεις και άκουγα που μιλούσαν τόσο ήρεμα και για πράγματα τα οποία δεν είχαμε ιδέα. Για κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, για ιστορικά πράγματα και τέτοια. Πού να τα ξαναπούν, πού να τα ακούσεις αυτά;

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Δεν μπορείς να τα ακούσεις ούτε όταν παίζαμε στην πλατεία ούτε στο καφενείο που ακούγαμε τους παππούδες ούτε τίποτα. Όλα ήταν συγκεκριμένες συζητήσεις. Εκεί άκουγα και κάτι άλλο. Κάτι παραπάνω και με συνέπαιρνε πολλές φορές.

Α.Γ.:

Μαζί με τον μπαμπά σου και τους υπόλοιπους;

Α.Δ.:

Ναι, μακριά όπως ήμουνα στην αυλή, ας πούμε, ξέρεις τα χωριά τώρα-

Α.Γ.:

Ναι-

Α.Δ.:

Που έχουν την αυλή και το δέντρο και όλα αυτά μακριά, άκουγα όμως! Άκουγα ότι λέγανε κάτι διαφορετικό από αγελάδες, από καλαμπόκι, από καπνό. Από οτιδήποτε. ‘Λέγαν κάτι διαφορετικό. Μιλούσαν επιστημονικά που λέγαμε εμείς τότε. Αυτοί μιλάνε επιστημονικά. Έτσι.

Α.Γ.:

Τα παιχνίδια εκείνης της εποχής που μου το είπες πριν λίγο ποια ήτανε, τι κάνατε μετά το σχολείο;

Α.Δ.:

Βασικά, ήταν το ποδόσφαιρο, το οποίο ας πούμε εγώ δεν συμμετείχα άσχετο, δεν έχει σημασία! Ήταν τα κεραμιδάκια που λέγαμε εμείς με την μπάλα που έριχνες, να ρίξεις μία ντάνα με κεραμίδια σπασμένα και, όταν τα έριχνες, κυνηγιόμασταν με την μπάλα και όποιος χτυπήσει τον άλλον με την μπάλα. Είχαμε το unisex παιχνίδι, το λάστιχο, που ήταν και γυναικείο και ανδρικό. Ήταν παιδικό βασικά που το μπλέκαμε στα πόδια και πηδούσαμε πάνω κάτω. Ήταν τα όρια το λάστιχο που στην αρχή ήταν μέχρι ένα σημείο, μετά ανέβαινε παραπάνω και έπρεπε να κάνεις κάποιες επιδείξεις. Εκεί συνήθως τα κορίτσια, αλλά συμμετείχαμε όλοι μαζί και, φυσικά, όταν σουρούπωνε, δεν είχαμε κινητό και τάμπλετ τότε. Όταν σουρούπωνε, παίζαμε ομαδικό κρυφτό σε όλο το χωριό. Αυτό ήταν σχεδόν κάθε μέρα. Είχαμε και τις μπίλιες. Καλά δεν το συζητάμε. Είχαμε και τις μπίλιες. Μετά όταν μεγαλώσαμε λίγο, ήρθαν τα ηλεκτρονικά, τα οποία ήταν με δεκάρικο, με δέκα δραχμές και έπαιζες «Pacman» και όλα αυτά εδώ, αλλά αυτά ήρθαν τη δεκαετία του ’80. Αυτά ήταν τα παιχνίδια.

Α.Γ.:

Το αγαπημένο σας παιχνίδι;

Α.Δ.:

Αναγκαστικά ολονών το αγαπημένο παιχνίδι ήταν το κρυφτό το ομαδικό, γιατί χωριζόμασταν σε ομάδες και κρυβόμασταν μέσα στο χωριό. Δηλαδή, μπορούσε κάποιος να πάει στην αποθήκη ας πούμε το βράδυ να… Να πάρει κάτι και θα τρόμαζε τόσο πολύ, γιατί ήμασταν κρυμμένοι μέσα και του κάναμε εκεί: «Μη μιλάς. Μη μιλάς, γιατί περνάνε οι άλλοι απ' έξω». Καλά αυτό ήταν… Ήταν το κάτι άλλο. Τα παιδικά μας χρόνια ήταν υπέροχα, ήταν πολύ ξένοιαστα. Ήταν πολύ ξένοιαστα.

Α.Γ.:

Οι γονείς σας δεν ανησυχούσανε τα βράδια;

Α.Δ.:

Οι γονείς ξέρανε πού είμαστε, ξέρανε ότι είμαστε στο χωριό. Ανησυχούσαν, όταν πήγαινε κάποιος ξέρω ‘γώ με γδαρμένο γόνατο, με σπασμένο χέρι-

Α.Γ.:

Τα είχατε και αυτά;

Α.Δ.:

Δεν είναι τίποτα το φιλούσαν και έλεγαν: «Θα περάσει, θα μεγαλώσεις! Μην στεναχωριέσαι, θα μεγαλώσεις».

Α.Γ.:

Ωραίος τρόπος.

Α.Δ.:

Έτσι ήτανε η τότε ιατρική.

Α.Γ.:

Ναι. Μετά μου είπατε ότι πήγατε λύκειο στην Τερπνή.

Α.Δ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Στο λύκειο.

Α.Δ.:

Γυμνάσιο πρώτα στο Δημητρίτσι. Τρεις τάξεις Α'-Β'-Γ' γυμνασίου και εκεί ήμουνα πολύ τυχερός, γιατί πέτυχα μεγάλους καθηγητές, πάρα πολύ μεγάλους καθηγητές! Εκεί ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψαν, ανακάλυψε μία καθηγήτρια ότι έχω κι άλλο ταλέντα, έχω κι άλλο ταλέντο! Για να χάσουμε μάθημα μιμούμουνα τους καθηγητές πώς μιλούσαν, πώς περπατούσαν τις κινήσεις που κάνανε και αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Μετά το κατάλαβα εγώ όταν μας το έλεγε. Όλοι οι καθηγητές μας το έλεγαν. Εκεί ήταν η πρώτη μου θεατρική παράσταση Β' γυμνασίου. Β’ γυμνασίου. Κάναμε το έργο «Φωνάζει ο κλέφτης» με το που βγήκε στο κινηματογράφο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, με την Βλαχοπούλου και εκεί έπαιζα εγώ τον ρόλο του καλού ανθρώπου, του λογιστή, του Ντίνου Ηλιόπουλου δηλαδή που θα έπρεπε να μιλήσω και μεθυσμένος, θα έπρεπε να μιλήσω και αφελής, θα έπρεπε να φωνάξω και όλα αυτά τα είχε δει η καθηγήτρια η φιλόλογος που είχαμε τότε και της άρεσε πάρα πολύ δηλαδή έλεγε ότι: «Θα το προχωρήσουμε, θα το προχωρήσουμε». Κάναμε όλες τις πρόβες μας, τα πάντα. Τα πάντα τα κάναμε μέσα στο μάθημα ένα τέταρτο-ένα εικοσάλεπτο, όταν έπρεπε. Μετά μαζευόμασταν τα παιδιά στο χωριό μας που είχαμε θέατρο. Ήμασταν σε αυτό το θέμα το χωριό ήταν λίγο μπροστά. Είχαμε θέατρο κανονικό με κουΐντες δίπλα, με σχοινί, με αυλαία τα πάντα και τετρακόσιες θέσεις και βιβλιοθήκη από επάνω και ξενώνας οχτώ κρεβατιών από επάνω. Αυτό υπήρχε στο χωριό φαντάσου! Εκεί κάναμε μερικές πρόβες, εκεί έγραψα[00:20:00] το πρώτο μου κείμενο ότι με τα παιδιά του χωριού θα το ανεβάσουμε κάποια στιγμή έργο. Β' γυμνασίου ξεκίνησα δηλαδή και έγραψα το πρώτο μου κείμενο, κείμενο που ήταν τα ανέκδοτα της εποχής περασμένα από το δικό μου φίλτρο, για να γίνουν… Για να γίνουν παράσταση. Κάναμε και σε αυτό πρόβες με τα παιδιά, χωρίς να έχουμε κάποιον, δηλαδή ήμουνα φωτιστής, ηλεκτρολόγος, σκηνοθέτης, σκηνογράφος τα πάντα ήμουν εγώ και οι συμμαθητές μου! Σου λέω, ήταν πάρα πολλοί ξένοιαστα τα χρόνια. Είχαμε υλικές ελλείψεις, αλλά δεν μας ενδιέφερε καθόλου.

Α.Γ.:

Στις πρόβες στις σχολικές τότε που κάνατε εκείνη «Φωνάζει ο κλέφτης»;

Α.Δ.:

«Φωνάζει ο κλέφτης» ναι.

Α.Γ.:

Πώς περνούσατε στις πρόβες; 

Α.Δ.:

Πολλές φορές μου γινότανε η παρατήρηση: «Σταμάτα γιατί πρέπει να κάνουμε πρόβα». Δηλαδή πιανόμουνα από μία λέξη και έκανα άλλη μία πρόταση και μου διαφεύγει τώρα το όνομα της κυρίας Μπία, κυρία Ολυμπία ήταν. Δεν μπορώ να θυμηθώ το επίθετό της.

Α.Γ.:

Δεν πειράζει.

Α.Δ.:

Της φιλολόγου τότε που κάλεσε τον πατέρα μου και του είπε: «Σε παρακαλώ. άσε το παιδί να γίνει ηθοποιός. Ξέρω ότι είναι σε μία τέτοια κοινωνία είναι διαφορετικά». Ο πατέρας μου, φυσικά, λέει: «Ό, τι θέλει το παιδί, δεν… Δεν έχω κάτι» και συνέχισε. Αυτή ήταν η πρώτη μου παράσταση από κει ήταν το πρώτο μου έρεισμα, για να γράψω, το οποίο έγραψα ό, τι μπόρεσα και έγραψα τότε. Το κρατούσα μέχρι πριν από χρόνια. Τα κρατούσα όλα αυτά τα χειρόγραφα και την Γ' λυκείου, όταν πήγαμε, και με μάθανε πλέον ότι… Βασικά, με εκμεταλλευόταν, γιατί χάναμε μάθημα όταν… Όταν κάναμε αυτό. Κι Εκεί πετύχαμε πάρα πολύ ωραίους καθηγητές και μάλιστα πολύ όμορφες καθηγήτριες είχαμε, γιατί συν τοις άλλοις ήμασταν και αγοράκια. Μπαίναμε στην εφηβεία-

Α.Γ.:

Ναι.-

Α.Δ.:

Είχαμε και πολύ όμορφες καθηγήτριες, αλλά πολύ καλές και πολύ καλούς καθηγητές. Είχαμε ένα θεολόγο, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με παρωπίδες. Μας μιλούσε για όλα τα πράγματα που έχουν σχέση με αυτά και την Γ' γυμνασίου αποφάσισα ότι μπορώ να παίξω «Καραγκιόζη», θέατρο σκιών. Έκατσα με χαρτόνια έκανα τις φιγούρες όλες κόβοντάς τις και τις έκανα μάλιστα και ευλύγιστες με κάτι που μου ‘δείξαν ας πούμε με κάποια πριτσίνια. Όλες τις φιγούρες της έκανα διπλές, για να έχουν και αριστερά και δεξιά, για να μπορούμε, και έστησα μία σκηνή κανονικά με ξύλα. Πήρα από το θέατρο την κουρτίνα τη βαριά από το χωριό μας που είχαμε τη μπορντό και την έβαλα σαν μπερντέ, σεντόνι κανονικά. Ένα φως από πάνω και Γ' γυμνασίου κάποια στιγμή στο γυμνάσιο της… Του Δημητριτσίου μία αίθουσα την κάναμε «Καραγκιόζη» και έκανα ένα όλες τις φωνές σε πληροφορώ! Δεν είχαμε τότε βίντεο, δυστυχώς, γιατί αυτό θα ήταν τεράστιο πράγμα. Δεν είχαμε βίντεο. Είχα, όμως, τις εξιστορήσεις των καθηγητών ακόμα και τώρα. Έναν καθηγητή που βλέπω στην Νιγρίτα δηλαδή που έχει βγει στη σύνταξη ο γυμναστής ακόμα και τώρα μου λέει ότι του έμεινε αξέχαστο. Δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό εδώ το πράγμα! Γιατί ήταν δίπλα μου και έβλεπε. Ήταν από εκεί που είναι το άνοιγμα. Τα παιδιά δεν βλέπανε. Το θέατρο σκιών γνωρίζεις-

Α.Γ.:

Ναι.-

Α.Δ.:

Είναι το σεντόνι και από πίσω είναι όλες οι φιγούρες, οι οποίες ακουμπάνε πάνω στο σεντόνι και γίνεται μία ιστορία, την οποία δεν είχα την ευχέρεια να τη διαβάζω, οπότε την έμαθα και απ’ έξω. Ήταν «Ο Καραγκιόζης και ο καταραμένος όφις», ο οποίος δεν είχε καμία σχέση. Το είχα κατακρεουργήσει με την καλή την έννοια το έργο. Είχα βάλει χίλια δικά μου πράγματα μέσα! Χαιρόταν πάρα πολύ όλοι! Μου άρεσε πάντα να βλέπω τον κόσμο να χαίρεται. Μου άρεσε πάρα πολύ να διασκεδάζω τον κόσμο μέχρι που να γίνει να μην παρεξηγηθεί, μέχρι που να μην παρεξηγηθεί. Αυτό. 

Α.Γ.:

Πόσες παραστάσεις περίπου κάνατε με τον Καραγκιόζη;

Α.Δ.:

Μία.

Α.Γ.:

Μία;

Α.Δ.:

Μία, δυστυχώς, ήταν να κάνουμε και στο χωριό σε κάποιες εκδηλώσεις, αλλά τελικά δεν το πίστεψαν μάλλον και πάρα πολύ. Τώρα σου λέει: «Καραγκιόζη και ξέρω ‘γώ. Ας παίξουμε μπάλα».

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Και έγινε αυτό, όπως γίνεται συνήθως! 

Α.Γ.:

Μου είχες αναφέρει πριν για το κτίριο που το είχατε θέατρο στο χωριό.

Α.Δ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Πού υπήρχε αυτό το κτίριο;

Α.Δ.:

Υπάρχει σαν κτίριο. Είναι η λεγόμενη «Αγροτολέσχη», η οποία είναι ένα κτίριο επιβλητικό έξω από το χωριό μετά το σχολείο. Το πρώτο από Νιγρίτα για να φύγεις Θεσσαλονίκη, το πρώτο κτίριο που βλέπεις δεξιά είναι το σχολείο μας. Εκεί που μάθαμε γράμματα θα το επαναλάβω.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Σε εκείνο το σχολείο. Αμέσως μετά ήταν τα δημόσια λουτρά. Υπήρχε δηλαδή ένας χώρος που υπήρχαν λουτρά δημόσια. Πήγαινε ο κόσμος και μπορούσε να κάνει μπάνιο.

Α.Γ.:

Στην Σησαμιά;

Α.Δ.:

Στην Σησαμιά. Υπάρχει ακόμα, υπάρχουν ακόμα αυτά τα κτίρια το ένα μεταμορφώθηκε σε καφετέρια, αλλά έμεινε έτσι, όπως ήταν και στον ίδιο τον χώρο πάλι εκεί δεξιά, ένα επιβλητικό μεγάλο κτίριο, το οποίο είναι θέατρο. Κανονικό θέατρο. Όχι αμφιθέατρο, θέατρο επίπεδο με τις τετρακόσιες θέσεις, τις καρέκλες δηλαδή, τη σκηνή κανονικά με την αυλαία να φεύγει κανονικά με μηχανισμό. Δίπλα να είναι οι κουΐντες τα του θεάτρου. Ακριβώς από πίσω να είναι τα καμαρίνια και όλα αυτά κανονικά δηλαδή με τουαλέτες μέσα και όλα αυτά. Στον επάνω όροφο, ο οποίος κάλυπτε το ένα τρίτο του κάτω ορόφου, στον επάνω όροφο υπήρχε μία βιβλιοθήκη που εγώ προσωπικά πρέπει να κουβάλησα πάνω από δέκα χιλιάδες βιβλία εκεί και τα τοποθέτησα, όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό, γιατί μας έπαιρνε ο Πρόεδρος και μας έλεγε: «Παιδιά, θα βοηθήσετε; Μας ήρθε μία ντάνα βιβλία». Και μας άρεζε πολύ αυτό να κάνουμε αυτό εδώ το πράγμα και ακριβώς από πάνω υπήρχε και υπάρχει ακόμα -φυσικά λέω υπήρχε, γιατί τότε λειτουργούσαν- οχτώ κρεβάτια με μπάνιο και ζεστό νερό συνέχεια. Οποιοσδήποτε βρισκόταν στο χωριό και έμενε, ένας έμπορος, ένας οτιδήποτε μπορούσε να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί εκεί. Κανονικά με ζέστη, με καλοριφέρ, με ζεστό νερό από θερμοσίφωνα. Σου μιλάω για τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80-

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Για πιο πριν δεν ξέρω. Μπορεί να υπήρχε και για πιο πριν και έγραφε «Αγροτολέσχη» και μάλιστα μπαίνοντας μέσα είχε μία τεράστια επιγραφή που έγραφε: Δεν φτάνει ο ήλιος μοναχά στη γη σοδειά να δώσει, χρειάζονται και άλλα πολλά και προπαντός η γνώση. Κωστής Παλαμάς. Αυτό ήταν το πρώτο ποίημα που μάθαμε πριν το Πάτερ ημών που λέμε, μάθαμε πρώτο από όλα αυτό, ότι δεν χρειάζεται, δεν φτάνει μόνο ο ήλιος, χρειάζεται και γνώση.

Α.Γ.:

Πολύ σημαντικό! 

Α.Δ.:

Από τα σημαντικότερα!

Α.Γ.:

Ναι. Σε εκείνον τον χώρο σε εκείνο το κτίριο παίξατε και το «Φωνάζει ο κλέφτης»;

Α.Δ.:

Όχι, εκεί κάναμε τις πρόβες, για να το παίξουμε, το οποίο τελικά εκεί δεν το παίξαμε. Το παίξαμε στο σχολείο.

Α.Γ.:

Μάλιστα. Οκ. Τι άλλο να πω; 

Α.Δ.:

Μετά ήρθα εδώ στην Τερπνή, στο Λύκειο. 

Α.Γ.:

Μπράβο ναι στο Λύκειο ήθελα να πω, τα χρόνια του λυκείου.

Α.Δ.:

Τα χρόνια του λυκείου, ήρθα με σκοπό να πάω τρίτη δέσμη τότε που λέμε δηλαδή, για να ακολουθήσω την Νομική. Δεν τα είχα πολύ με το διάβασμα όμως. Ναι μεν τα ‘πιανα τα γράμματα που λέγαν οι παππούδες τότε «Τα πιάνει τα γράμματα», αλλά δεν το είχα πολύ με το διάβασμα. Άρχισα να έχω περισσότερες ασχολίες από αυτά τα… Τους εξωτερικούς παράγοντες δηλαδή από το θέατρο, από τη μουσική, γιατί είχα ξεκινήσει ήδη δεκατρία χρονών. Μιλάμε για το ‘82 έτσι; Ήμουνα ναι είχα βγάλει το δημοτικό, Α' γυμνασίου ας πούμε είχα ξεκινήσει τη μουσική το να μαθαίνω μπουζούκι. Είχα έρθει στο λύκειο με σκοπό να πάω τρίτη δέσμη να βγάλω τη νομική, αλλά δεν τα είχα πολύ καλά με το διάβασμα, γιατί οι άλλες ασχολίες μου που βγήκαν στην πορεία, ενώ από μικρός έβλεπα στην τηλεόραση που υπήρχε μία στο χωριό αίθουσα δικαστηρίου και ένιωθα μία έκσταση και έλεγα: «Εγώ εδώ μέσα θέλω να είμαι». Δεν ξέρω τον λόγο, όπως και κανένας δεν τον ξέρει τον λόγο, αλλά οι υπόλοιπες ασχολίες μου το θέατρο και η γραφή και η μουσική μου τρώγανε περισσότερο χρόνο. Μετά άρχισαν τα χέρια μου να πιάνουν και κάτι παραπάνω να κάνω κάτι κατασκευές, κάτι τα ποδήλατα, κάτι από δω από κει και μάλλον εγώ δεν το καταλάβαινα, αλλά μάλλον είχε φύγει από τα θεωρητικά. Είχα φύγει από τα θεωρητικά. Στα αρχαία ήμουν άριστος, ήμουνα πολύ καλός, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ να ασχολούμαι με την... Με τα αρχαία, με τη γλώσσα. Εκεί, στη δεύτερη φορά που πήγα Α’ λυκείου, γιατί έμεινα μία… Μία χρόνια στα πρακτικά τα μαθήματα, άλγεβρα. Έχασα ολόκληρη χρόνια. Ξαναπήγα. Ήταν πολύ καλό για μένα, γιατί ξαναέκανα τα αρχαία δεύτερη φορά. Εκεί άρχισε να φτερουγίζει η καρδιά και γράφτηκε το πρώτο ποίημα. Ναι γράφτηκε το πρώτο ποίημα, το οποίο το έχω 1985 στα βιβλία μου δηλαδή, το έχω πρώτο. Φαντάζει εφηβικό, αλλά έχει και κάποια στοιχεία μέσα τα οποία είναι έτσι δείχ[00:30:00]νουν ένα λυρισμό. 

Α.Γ.:

Ok.

Α.Δ.:

Και μετά, σιγά σιγά, άρχισα να γράφω, δηλαδή η ασχολία μου ήταν να γράφω, να γράφω στιχάκια. Όχι σαν αυτά που είναι πίσω από τα ημερολόγια. Προσπαθούσα να γράψω, μου έβγαινε δηλαδή να γράφω κάτι αλλιώς στο ερωτικό πάντα. Πιο πολύ ήταν το ερωτικό! Δεν μπορούσα κοινωνικά ή πολιτικά να γράψω κάτι, άλλου είδους δηλαδή ήμουν πιο πολύ στο ερωτικό. Και στο λυρικό. Τα περισσότερα ήταν μόνο γραφή, δηλαδή χωρίς ομοιοκαταληξία, γράφεις τη σκέψη σου, αποτυπώνεις τη σκέψη σου εκείνη τη στιγμή, τα οποία τα βλέπω τώρα και λέω: «Εντάξει κάτι ήταν. Κάτι ήταν». Αυτό.

Α.Δ.:

Εκεί κόπηκε Β' λυκείου, δηλαδή κόπηκε η σχέση μου με το σχολείο και έφυγα στην Γερμανία για δουλειά σε ένα θείο μου.

Α.Γ.:

Για ποιο λόγο;

Α.Δ.:

Βασικά και επειδή κατάλαβα ότι πρέπει να φύγω. Δεν μπορούσα από μικρός να είμαι πάντα σε ένα μέρος. Δεν μου άρεσε. Ήθελα να φεύγω και ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να φύγω και έφυγα δεκαεφτά και τριών μηνών. Ιούνιος ήταν το 1988, όταν μπήκα σε ένα λεωφορείο και είπα: «Θα πάω να δουλέψω στην Γερμανία». Είχα τον θείο μου εκεί. Φυσικά, είχε εστιατόριο και άλλα ξεκίνησα κανονικά επαγγελματικά από την επόμενη μέρα, δηλαδή δεν με είδε σαν παιδί «Εντάξει να το χαϊδέψουμε λίγο», κανονικά μου είπε: «Θα σε βάλω στη ζωή». Και δούλευα εφτά μέρες την εβδομάδα, δεκατέσσερις ώρες. 

Α.Γ.:

Ποια ήταν η αντίδραση των γονιών, όταν τους είπες ότι: «Εγώ φεύγω Γερμανία»;

Α.Δ.:

Τίποτα. Ήταν οι γονείς μου ήταν τόσο μπροστά, τόσο ανοιχτό το μυαλό τους που είπαν: «Φύγε». Αφού καταλάβαιναν ότι θα φύγω ό, τι και να γίνει. Δεν υπήρχε περίπτωση. Θα φύγω.

Α.Γ.:

Πώς ήταν η κατάσταση εκεί πέρα στην Γερμανία;

Α.Δ.:

Τότε ήταν ακόμα πολύ καλά. Ήταν πολύ καλά και η κατάσταση και τα χρήματα που περνάμε τότε. Απλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος άνθρωπος να δουλεύει ολόκληρη την ημέρα. Εγώ το θεωρούσα εντός εισαγωγικών φυσιολογικό τότε να δούλευες ολόκληρη την ημέρα, δεν είχα διαβάσει Μαρξ ακόμα, για να ξέρω ότι υπάρχει το οκτάωρο και η υπεραξία και όλα αυτά. Απλά δουλεύαμε. Ήταν πολύ καλά τα χρήματα. Καμία σχέση με την Ελλάδα, δηλαδή εγώ δεκαεφτάμισι χρονών έπαιρνα… Φαντάσου δηλαδή ότι εγώ δεκαεφτά μισό έπαιρνα ως τρεις φορές όσο έπαιρνε ένας δάσκαλος στην Ελλάδα τον μισθό. Φυσικά, θα μου πεις καμία σχέση η δουλειά η μία με την άλλη κουραστική. Στην αρχή, ήμουνα είναι αλλιώς διαμορφωμένη η γαστρονομική. Στην αρχή, ήμουνα στα ποτά, μετά βγήκα σερβιτόρος, μετά δούλεψα στην κουζίνα. Γενικά ό, τι και να ήταν, ήταν πολλά τα λεφτά. 

Α.Γ.:

Τι ακριβώς έκανες;

Α.Δ.:

Στην αρχή, έβαζα τα ποτά του μαγαζιού.

Α.Γ.:

Άρα, σε μαγαζί;

Α.Δ.:

Ναι, σε εστιατόριο. Σε εστιατόριο. Ναι, σε εστιατόριο. Εκεί πήγα, ο θείος μου είχε εστιατόριο. Μετά έμαθα τη γλώσσα εύκολα. Στα δεκαεφτά χρονών μαθαίνεις πολύ εύκολα. Ό, τι έπρεπε να μάθω, για να μπορώ να δουλέψω σαν σερβιτόρος έξω που μετά από τα πουρμπουάρ τα λεφτά ήταν τα διπλάσια σχεδόν. Κάποια στιγμή δούλεψα και μέσα στην κουζίνα, για να μάθω συνταγές και όλα αυτά γιατί μου άρεσε! Έβλεπα τους άλλους να φτιάχνουν κάτι από αλεύρι και αυγό και έλεγα: «Κάτσε και εγώ θέλω να το φτιάξω αυτό». Και άρχισα… Ήθελα να μπω μέσα στην κουζίνα να δω πώς φτιάχνεται αυτό το υπέροχο πράγμα πώς λέγεται μουσακάς! Καλό είναι να το τρως, αλλά καλό είναι και γενικά έψαχνα, γενικά έψαχνα και μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Ψαγμένος». «Ποιος; Ο Ψαγμένος». Ο «Ψαγμένος» που αργότερα στα social media το έκανα λέω ο «Ψαγμένος». Έτσι. Έτσι. Στην Γερμανία, έγραφα πολύ. Εκεί είχα τον χρόνο, ας πούμε, τον χωροχρόνο είχα, δεν είχα τον χρόνο να γράφω. Ακόμα, και στις παραγγελίες που είχαμε το χαρτί με τις παραγγελίες, γιατί θέλω να σου πω και πρέπει να το πούμε αυτό, το 1988 εμείς δουλεύαμε με υπολογιστή στην Γερμανία. Είχαμε δηλαδή ένα κλειδί, υπήρχε ένας υπολογιστής, το κλειδί ήταν μία κάρτα, το βάζαμε και λέγαμε: «Το 15 το τραπέζι έχει αυτή την παραγγελία». Εκτυπωνόταν η παραγγελία, έμπαινε μέσα στο μέσα στην κουζίνα, εκτυπωνότανε η παραγγελία εκεί που μπαίνανε τα ποτά και δεν μπορούσε άλλος να μπει σε αυτό το τραπέζι να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι, έπρεπε να έχει το δικό σου κλειδί. 1988 και εγώ το βρήκα εκεί φαντάσου δηλαδή ότι ήταν πριν από χρόνια εξέλιξη. Θέλω να πω η τεχνολογία-

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Και έτσι ο εργοδότης αυτός που… Ο ιδιοκτήτης δεν είχε πρόβλημα ότι θα τον κλέψουν ας πούμε. Κάποια πράγματα τα οποία τα ‘μαθα απότομα. Δεν ήξερα τι είναι αυτό το πράγμα. Εγώ νομίζω είναι αριθμομηχανή και, όμως, ήταν κομπιούτερ κανονικό. Το πρόγραμμα του μάλιστα το είχε γραμμένο σε κασέτα. Όταν ερχόταν να μας αλλάξουν τιμές ή κάτι τέτοιο, βγάζανε μία κασέτα. Κασέτα θα μου πεις τώρα τι είναι κασέτα! Κασέτα. Είσαι πολύ νέος, για να ξέρεις τι είναι η κασέτα! Λοιπόν, το tape ήταν το… Μας βάζαν μία κασέτα και πώς την πατάς για να παίξει τραγούδια, αυτό το πατούσαμε και ήταν όλο το πρόγραμμα του μηχανήματος, για να μπορέσουμε να δουλέψουμε. Εκεί έμαθα πώς να δουλεύω μεθοδικά, πώς δηλαδή να, σε δώδεκα λεπτά έπρεπε να βγει η παραγγελία, να φάει ο Γερμανός που ήταν πολύ καλός πελάτης. Οι Γερμανοί είναι πάρα πολύ καλοί πελάτες. Δεν είναι καθόλου απαιτητικοί. Ξόδευαν τότε πάρα πολλά. Τρώγανε συνήθως έξω και ξέραμε ότι 00:20 τα φώτα από το μαγαζί κλείνανε, δηλαδή ήξεραν οι άνθρωποι ότι δώδεκα παρά τους λέγαμε: «Έχετε ένα τέταρτο να τελειώσετε το ποτό σας», τους πηγαίναμε το λογαριασμό. Όμορφα και ωραία χωρίς τίποτα και όλα καλά και εμείς προλαβαίνουμε μέχρι τις 01:20 που κλείνανε τα μπαρ να πάμε να δούμε λίγο κόσμο! Πόσο; Μία ώρα. Μετά ξανά. Ξανά. Έτσι ήταν η ζωή εκεί. Και εκεί εγώ βρήκα, όμως, βρήκα και παρέες και βρήκα ανθρώπους που μοιάζανε με εμένα! Ήμασταν η μοναδική ελληνική οικογένεια σε εκείνο το χωριό των εκατό χιλιάδων. Χωριό το λένε. Βρήκα βρήκα κατάφερα. Κατάφερα. Παρήγγειλα και ένα πολύ ωραίο μπουζούκι, γιατί τότε είχα λεφτά, οπότε παρήγγειλα με το ταχυδρομείο και μου στείλανε ένα μπουζούκι από δω από Σέρρες, ο Νίκος ο Βουγιουνδρούκας τότε. Μεγάλος μουσικός και δεκαεφτά χρονών και μισό τα όνειρά μου ήταν δηλαδή τα άμεσα όνειρα ήταν ερχόταν, περπατούσαν. Είχα ένα μπουζούκι, το οποίο δεν θα το είχα ποτέ εδώ στην Ελλάδα, γιατί είχε τρεις μισθούς. Εγώ εκεί δεν είχα πρόβλημα-

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Αυτό αυτό.

Α.Γ.:

Πόσα χρόνια έμεινες στην Γερμανία; 

Α.Δ.:

Δύο χρόνια.

Α.Γ.:

Και μετά πού επέστρεψες;

Α.Δ.:

Μετά επέστρεψα Θεσσαλονίκη μόνιμα από το 1990 δηλαδή. Ξαναπήγα κάποια καλοκαίρια για δουλειά, για χρήματα.

Α.Δ.:

Και έμεινα μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης από τον Δεκέμβριο του ‘89, τέλη Δεκεμβρίου. Χριστούγεννα δηλαδή από Ιανουάριο του ‘90 ήμουνα μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης.

Α.Γ.:

Και τι έγινε μετά; Ακολούθησες κάποια σχολή; 

Α.Δ.:

Μετά έφυγε, τελείως, το όνειρο της Νομικής, ας πούμε. Ούτε καν. Αφού κατάλαβα και τον εαυτό μου ότι στην Νομική πρέπει να διαβάζεις. Εγώ δεν το είχα στο διάβασμα. Μπορεί να είχα την αντίληψη όλα αυτά. Δεν το είχα στο διάβασμα. Πιάνανε τα χέρια μου και αυτό που μου άρεσε ήταν το επικίνδυνο. Δηλαδή, μου άρεσε το ρεύμα και πήγα και σπούδασα ηλεκτρολόγος. Στην αρχή, ηλεκτρονικός. Πήγα ένα χρόνο ηλεκτρονικός σε μία σχολή ΤΕΣ. Πήγα ένα χρόνο ηλεκτρονικός. Τεχνική Επαγγελματική Σχολή. Είδα ότι δεν ήταν τόσο χειροπιαστό και συνέχισα ηλεκτρολόγος. Είχα φίλους και θείους και συγγενείς, οι οποίοι είχαν αυτή την τέχνη. Είδα ότι είναι πάρα πολύ ωραία τέχνη και το συνέχισα. Ήμουνα πολύ τυχερός, γιατί όταν πήγα φαντάρος, πήγα σαν ηλεκτρολόγος που σημαίνει ότι πέρασα καλά. Ξέχασα να σου πω ότι ήμουνα και ψάλτης που σημαίνει ότι και αυτό το εκμεταλλεύτηκαν εντός εισαγωγικών στον στρατό και μουσικός, οπότε όλα αυτά βγήκε μία πάρα πολύ ωραία θητεία δεκαεννιά μηνών. Και από κει και μετά, όταν απολύθηκα δηλαδή από τον στρατό, ήμουνα πάλι πολύ τυχερός, γιατί έμπλεξα με μία μεγάλη εταιρεία. Δεν ξέρω αν είναι διαφήμιση. Αυτή η εταιρεία ήταν η «Siemens», η οποία μας έκανε ηλεκτρολόγους, μας έμαθε να δουλεύουμε τον δικό της αυτοματισμό σε όλη την Ελλάδα και έχουμε χαρτί που μπορούμε να το δουλέψουμε σε όλο τον κόσμο, οπότε ξεκίνησε μία λαμπρή σταδιοδρομία για μένα στην ηλεκτρολογία. Έγινα αυτοματιστής από κει που είχα μείνει μετεξεταστέος και έχασα χρονιά στην άλγεβρα, άρχισα να προγραμματίζω μηχανήματα που στηριζόταν στην άλγεβρα. Καταλαβαίνεις τώρα. Κι όμως. Έτσι ήταν τα πράγματα και πήγε πάρα πολύ καλά για μία δεκαπενταετία περίπου ήταν πάρα πολύ καλά τα πράγματα. Εμείς καταλάβαμε την κρίση από πολύ νωρίς στη «Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης». Το 2000, υπήρχαν δύο χιλιάδες βιοτεχνίες στην Θεσσαλονίκη και το 2001 υπήρχαν τέσσερις. Οι υπόλοιπες τις είχαν πάει Βουλγαρία, οπότε καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Μετά το 2007 έκλεισε και η οικοδομή και μετά άρχισε η κατηφόρα η μεγάλη. Το [00:40:00]2009, αποφάσισα να γυρίσω στο χωριό. Βγήκε μία επιδότηση, για να ανοίξω μαγαζί ηλεκτρολογικά. Έκανα τα χαρτιά μου και ήρθα και άνοιξα μαγαζί στο χωριό μετά, για να ξεκινήσει καινούργιος κύκλος ζωής. Στην Θεσσαλονίκη, μπορούσα να γίνω καθηγητής στον ΟΑΕΔ που ήθελα πάρα πολύ να γίνω καθηγητής εργαστηριακός. Πολιτικοκοινωνικά τα κριτήρια και δεν μπόρεσα να γίνω καθηγητής μετά από πολλές ενστάσεις. Ήθελα, όμως, πολύ να διδάξω, γιατί όλοι… Όλους όσους είχα βοηθούς, είναι τώρα ηλεκτρολόγοι κανονικά. Δουλεύουν. Είναι εργολάβοι. Μου αρέσει πολύ να μεταδίδω αυτό που ξέρω. Δεν κρατάω τίποτα για μένα. Να πω: «Αυτό είναι μυστικό!». Όχι όχι, μου αρέσει να το πω και μετά μου αρέσει πολύ που βλέπω τον άλλον να το ακολουθεί και να και να το ενώνει με τη δικιά του τη γνώση, με το δικό του το φίλτρο και να προχωράει έβγαλα πάρα πολύ. Όπως και έβγαλα δεκατρία παιδιά μπουζουκτσίδες. Παρέδιδα μαθήματα μουσικής μπουζούκι και από όλα τα παιδιά που είχα, τα δεκατρία δουλεύουν επαγγελματικά κανονικά στην Θεσσαλονίκη.

Α.Γ.:

Και πώς αισθάνεσαι για αυτό;

Α.Δ.:

Υπέροχα! Είναι σαν να έχω παιδιά. Είναι σαν έχω δεκατρία παιδιά και δύο τα δικά μου δεκαπέντε! Και με όλα τα παιδιά που λόγω της ενασχόλησής μου με τη «Siemens»και με όλες αυτές τις γνώσεις, ήμουνα πάντα ο υπεύθυνος ενός τομέα, οπότε οι βοηθοί μου από κάτω έπρεπε να μάθουν αυτά που είχα εγώ και τα ‘μαθαν και αυτούς τους θεωρώ παιδιά μου, γιατί και αυτοί είναι εργολάβοι. Δουλεύουν κανονικά. Βρισκόμαστε και με λένε «Δάσκαλο» που μπορεί να είμαι ένα χρόνο ξέρω ‘γω πιο μεγάλος. «Πού είσαι, ρε δάσκαλε; Πού είσαι, ρε δάσκαλε;». «Δάσκαλος» και «Ψαγμένος» αυτό ήταν από μικρός. 

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Από μικρός τα παρατσούκλια.

Α.Γ.:

Πώς ξεκίνησες το μπουζούκι; Πώς ήρθε αυτό στη ζωή σου;

Α.Δ.:

Το μπουζούκι τι γινόταν; Όπως έκλαιγα, όταν έβλεπα δικαστική αίθουσα, συγνώμη, όταν έβλεπα δικαστική αίθουσα στην τηλεόραση που ήταν μία στο χωριό. Δεν υπήρχε άλλη τηλεόραση τότε, έτσι έκλαιγα και, όταν έβλεπα την εκπομπή τότε το «Να η ευκαιρία» που πήγαιναν τραγουδιστές κάτι σαν τα σημερινά, τα «Super Idol» και, ξέρω ‘γώ, πώς τα λένε αυτά.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Και όταν έβλεπα τοn μπουζουκτσή να παίζει, με συνεπήρε εκείνος ο ήχος και όλο το σκηνικό και είχε μπει μέσα στο μυαλό ότι εγώ κάποια στιγμή αυτό… Δεν μπορούσα να πω ότι θα πάω αύριο να αγοράσω ένα μπουζούκι αυτό. Δεν υπήρχε στο μυαλό μας. Δεν υπήρχαν χρήματα διαθέσιμα ποτέ! Τα χρήματα ήταν αλλού. Εμείς δεν είχαμε καμία σχέση με λεφτά τίποτα. Ούτε μας ένοιαζε βασικά! Δεν είπα: «Μαμά, θα πάω να πάρω ένα μπουζούκι ή, μπαμπά, πάρε με ένα μπουζούκι, θέλω να μάθω». Όταν έγινε η λαϊκή επιμόρφωση και ερχόταν στα χωριά να μάθουν μουσική τα παιδιά, να μάθουν κέντημα οι γυναίκες, οικοκυρικά ή οτιδήποτε. Δωρεάν ήταν τότε από το κράτος. ‘82- ‘83 εκεί ξεκίνησε αυτό ή ξεκίνησε ή τότε συνέχισε εν πάση περιπτώσει εγώ τότε το πρόλαβα. Μας καλέσανε και πήγαμε να μάθουμε μουσική. Πήγαμε στην αρχή γύρω στα είκοσι πέντε παιδιά. Μετά από σε δύο-τρεις μέρες μείναμε καμιά δεκαριά. Μετά σε καμιά βδομάδα ξεχωρίσαμε. Ήμασταν τρεις. Η μία η κοπέλα η Εύα συνέχισε και έγινε καθηγήτρια μουσικής ξεκινώντας από κει έτσι; Δηλαδή εκείνο ήταν το ερέθισμα. Εγώ συνέχισα με το μπουζούκι. Είχαμε έναν υπέροχο δάσκαλο τον Γιάννη τον Μηρίσκο από την Νιγρίτα. Υπέροχος άνθρωπος σαν δάσκαλος. Ήμουνα τελικά πολύ τυχερός στους δασκάλους και στους καθηγητές-

Α.Γ.:

Πολύ τυχερός θα έλεγα! 

Α.Δ.:

Ο Γιάννης ο Μηρίσκος που τον συναντώ ακόμη και τώρα τον φωνάζω εγώ «Δάσκαλε» και είναι τόσο συνεσταλμένος που ντρέπεται κιόλας. Ντρέπεται κιόλας. Ένας υπέροχος κιθαρίστας, ο οποίος μάς έμαθε μουσική. Αυτό. Έτσι ξεκίνησε.

Α.Γ.:

Πόσα χρόνια είχες το συγκεκριμένο δάσκαλο στη μουσική;

Α.Δ.:

Δύο χρόνια. Δύο χρόνια που ερχόταν στο χωριό μας και μετά ερχόταν και μας έπαιρνε και πηγαίναμε σε άλλο χωριό, στους Αμπέλους. 

Α.Γ.:

Έχεις κρατήσει κάτι από αυτόν; Κάτι που… Που θα το θυμάσαι;

Α.Δ.:

Ναι, αυτός μου έμαθε τον τρόπο να διαβάζω τις νότες, δηλαδή για να αντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα υπάρχουν κάποιοι τρόποι, ακόμα και για να κάνουμε μαθηματικά, όπως είχαμε έναν μαθηματικό τον Νίκο τον Ροκά, ο οποίος μας έλεγε, Ρουκάς όχι Ροκάς, ο οποίος μας έλεγε… Ο οποίος μας έμαθε πώς να κάνουμε πράξεις με το 5, με το 10, με το 12 που είναι δύο εξάδες μία ντουζίνα. Αυτό τον τρόπο αυτόν προσπάθησε να μας μάθει και στη μουσική και μας το πέρασε το πώς πιο εύκολα θα αντιληφθούμε τη μουσική. Αυτό έχω κρατήσει από αυτόν, το ότι ήταν πολύ υπομονετικός και μόνιμα χαμογελαστός και ότι ήταν υπέροχος κιθαρίστας, αλλά μιλάμε αρκεί να τον άκουγες μόνο. Αρκεί να τον άκουγες.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Και είχε μεταδοτικότητα.

Α.Γ.:

Στο θέμα της γραφής τώρα μου είπες από το γυμνάσιο είχες ξεκινήσει;

Α.Δ.:

Από το γυμνάσιο είχα ξεκινήσει να γράφω εκείνο που ήθελα να το κάνω πάντα θέατρο, δηλαδή οτιδήποτε μου ερχόταν, εγώ ήθελα να το αναπτύξω και να το κάνω θέατρο. Από εκεί που ήταν λίγο διάστημα. Άρχισα να γράφω να γράφω κανονικά Α' με Β' λυκείου που ήταν το πρώτο σκίρτημα το ερωτικό και εκεί έγραψα το πρώτο μου ποίημα.

Α.Γ.:

Πώς ένιωσες για αυτό;

Α.Δ.:

Τώρα νιώθω περισσότερο από ό, τι ένιωθα τότε! Τότε ήταν κάτι, ήταν κάτι το οποίο θα το ‘δινα και δώρο κιόλας, δηλαδή το έγραψα για να το δώσω δώρο στην κοπέλα. Φαντάσου. Μιλάμε τεράστιο πράγμα. Τότε, είχαν πιο πολύ αξία αυτά, επειδή εμείς μεγαλώσαμε χωρίς υλικά αγαθά, χωρίς λεφτά. Αυτό είχε μεγαλύτερη αξία να του δώσεις. Ξέρεις πήρε την καλή πορεία. Αυτό εδώ και μετά όταν ήρθε η απογοήτευση, πάλι την απογοήτευση την έγραψα και καταλαβαίνεις ότι ολοκληρώθηκε το θέμα και τα γραφόμενά μου ήταν έτσι. 

Α.Γ.:

Τα έχει διαβάσει κάποιος τρίτος αυτά; Τα έχεις στείλει κάπου;

Α.Δ.:

Ναι αυτά είναι. Πολλά από αυτά είναι σε δύο ποιητικές συλλογές, οι οποίες έχουν αυτές οι δύο ποιητικές συλλογές στο «Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης» έχει γίνει εκδήλωση για… Παρουσίαση από διακεκριμένους ποιητές και λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης είχα πάει στην «Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος» πέραν αυτών των γραφομένων που προϋπήρχαν, κάποια στιγμή είχε ανακηρυχθεί ένας πανελλήνιος διαγωνισμός ποίησης και επειδή ένας φίλος από την Κρήτη και αυτός τυχαία ήταν βραβευμένος ποιητής και ήταν φίλος και συνάδελφος ηλεκτρονικός ήταν αυτός, διάβασε κάτι και μου λέει: «Στείλ’ το αυτό και δεν ξέρεις τι γίνεται». Η αλήθεια είναι ότι στάλθηκαν τότε γύρω στα 8.500 ποιήματα ανώνυμα και το δικό μου βγήκε τρίτο πανελληνίως. Ήταν το βάπτισμα του πυρός! Όταν με πήραν τηλέφωνο να φανταστείς, όταν με πήραν τηλέφωνο από την «Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος», το κινητό μου το είχα στο γραφείο ενός δικηγόρου που δούλευα και εγώ ήμουνα πάνω στο ταβάνι του και επισκεύαζα τον εξαερισμό. Και του λέω: «Σε παρακαλώ, μπορείς να το σηκώσεις το τηλέφωνο;». Γιατί μου είπε: «Είναι ένα νούμερο 226 κάτι». Το σηκώνει λέει: «Ναι παρακαλώ, ναι ναι βεβαίως ναι ναι ναι ναι ωραία μισό λεπτό». Μου λέει: «Κατέβα γρήγορα». Κατεβαίνω και εγώ μαύρος όπως ήμουνα, παίρνω το τηλέφωνο και μου λένε: «Είμαστε από την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας, έχει γίνει όλη η διαδικασία και πρέπει στη συγκεκριμένη εκδήλωση να ‘ρθεις να παραλάβεις το βραβείο». Έμεινα! Με κοιτούσε ο φίλος μου ο Σάκης ο δικηγόρος και μου λέγε: «Πλάκα με κάνεις τώρα». Δηλαδή τι εννοείς; Τον παίρνω από το χέρι, όπως ήμουν με την φόρμα εργασίας. Δούλευα στη Τσιμισκή στην Θεσσαλονίκη, ξέρω ‘γώ, δέκα τετράγωνα πιο πίσω ήταν η «Ένωση Λογοτεχνών» και τον πήρα μαζί και πήγαμε μαζί και δεν τον άφησα να μπει μέσα. Αυτός έμεινε απ’ έξω και μπήκα εγώ μέσα και νόμιζαν οι άνθρωποι ότι πήγα σαν τεχνίτης και μου λέει: «Παρακαλώ ποιον θέλατε;». Λέω: «Θα ήθελα τον κύριο Προδρόμου». «Ναι, μάλιστα εγώ είμαι». Λέω: «Γεια σας, Δεμερτζής Απόστολος». «Τι Δεμερτζής Απόστολος;», μου λέει. Είχε πλάκα! «Εσύ είσαι ο Απόστολος;». Λέω: «Ναι, απλά με πετύχατε πάνω στη δουλειά». «Φώναξε και τους υπόλοιπους» τον Γιάννη τον Αρκέτο, μεγάλα μεγάλος ποιητής. Μεγάλος ποιητής στην Θεσσαλονίκη. Με είδαν οι άνθρωποι, εντάξει, προχωρημένα μυαλά. Δεν με κοροϊδέψανε, δεν ειρωνευτήκανε. Αλίμονο. Απλά διαβάσανε ένα ποίημα. Ανοίξανε τυχαία και λέει ο Γιάννης ο Αρκέτος λέει: «Συγνώμη, αν ήσουνα του πανεπιστήμιου, τι θα ‘γραφες;». Αυτή ήταν η ατάκα που κράτησα και κράτησαν εκεί μέσα! Μετά όταν γνωριστήκαμε, καλύτερα κάναμε πηγαίναμε σε εκδηλώσεις που ποιητικές βραδιές και όλα αυτά στο «[00:50:00]Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης», στο «Κέντρο Μουσικής Θεσσαλονίκης» που είναι στο λιμάνι, στο «Κέντρο Ιστορίας», στην «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών». Ευτυχώς, έχω φωτογραφίες από όλα αυτά που κάναμε τις ποιητικές βραδιές. Την δεύτερη χρονιά που ξαναπροκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, πήρα πάλι βραβείο. Την τρίτη χρονιά, πήρα πάλι βραβείο, για να μην… Για να μην κουράζω. Τέσσερα… Τέσσερα πανελλήνια βραβεία έχω, γιατί όταν πρώτο πήρα το πρώτο και μετά από… Έφυγα από την «Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος» και πήγα στην «Ένωση Λογοτεχνών Ευρώπης». Από κει βραβεύτηκα βασικά τρεις φορές. Απλά, η «Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος» μου έκανε την παρουσίαση των ποιητικών συλλόγων στο «Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης». Το «Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης» εδώ αξίζει να σου πω ότι το έκανε δωρεά κάποιος ευεργέτης κύριος Μπίλης, έτσι ονομάζεται ο άνθρωπος, Μπίλης, με τον... Δέκα μέρες πριν μου γίνει παρουσίαση, εγώ πήγα χωρίς να ξέρω στο σπίτι του κυρίου Μπίλη, για να κάνω αυτόματες τις τέντες, χωρίς να γνωρίζω ποιος είναι σαν ηλεκτρολόγος έτσι, χωρίς τίποτα και ο άνθρωπος από το τρόπο που μιλούσαμε μου είπε: «Με τι ασχολείσαι, τι κάνεις;». Και του ανέφερα για τα ποιήματα. Όλα αυτά. Έπεσε από τα σύννεφα ο άνθρωπος, γιατί λέει: «Το είχα καταλάβει το ευγενικό του χαρακτήρα σου όλα αυτά» και του είπα κιόλας ότι: «Θα μου γίνει παρουσίαση στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης» και γέλασε. Είχε έρθει και η γυναίκα του τότε και της έκανε το χαρακτηριστικό «Μη μιλάς». Και μου λέει: «Πού θα μπορούσα να έρθω -μου λέει- εγώ;». Λέω: «Με μεγάλη μου χαρά». Κατάλαβα ότι ο άνθρωπος δεν ήταν τυχαίος, δηλαδή από τον τρόπο ομιλίας του και από το διώροφο που είχε τον πέμπτο, τον έκτο και έβδομο όροφο που είχε στην παραλία Θεσσαλονίκης, μόνο τυχαίος δεν ήταν. Δεν ήξερα, όμως, ποιος ήταν και, στο τέλος, μου είπε: «Ξέρεις, ότι ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Όχι με στόμφο. «Εγώ είμαι αυτός». Καλά περιττό να σου πω ότι μου κόπηκαν τα πόδια, μου κόπηκαν τα χέρια! Πρόσεξε τώρα να δεις γίνεται η παρουσίαση, δεν γνωρίζει κανένας τίποτα. Είναι όλο το… Ο αφρός της Θεσσαλονίκης μέσα, ο καλλιτεχνικός ο αφρός και κάποια στιγμή εκεί που είμαι εγώ και μιλάω, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο ευεργέτης αυτός που έκανε δώρο το κτίριο. Τον βλέπουν, σηκώνονται, τους παραμερίζει αυτός και έρχεται με αγκαλιάζει και μου λέει: «Μπράβο, συγχαρητήρια, απλά άργησα λίγο». Ξες. Όλοι μείνανε έτσι. Τι έγινε τώρα; Μετά, όταν τους το είπα το τι έγινε, εντάξει το εκτίμησαν! Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο που μου αρέσει πάρα πολύ η όλη αυτή η ιστορία! Φαντάσου τώρα πώς ενώνονται όλα έτσι; Η ηλεκτρολογία με την ποίηση και ότι γνωρίζεις αυτόν που έκανε δώρο το κτίριο το ιστορικό κτίριο της Θεσσαλονίκης που έγινε μέσα η δικιά μου η παρουσίαση των βιβλίων.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Εκεί γνώρισα έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε ότι όπως διάβαζες, δημιουργούνταν μουσική στο μυαλό μου, για να τα λέει ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου. Με έφερε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κοντά. Του έδωσα δεκαεννιά ποιήματα προσωπικά. Ναυάγησε, όμως, δεν έγινε κάτι από εκεί και μετά.

Α.Γ.:

Οκ, εντάξει δεν πειράζει. Πολυάσχολος άνθρωπος! Εκτός από όλα αυτά που μου αναφέρατε-

Α.Δ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Υπάρχει κάποια άλλη ασχολία;

Α.Δ.:

Τι να σου πω; Με το θέατρο.

Α.Γ.:

Ωραία, συγγνώμη, πότε ξεκινήσατε με το θέατρο;

Α.Δ.:

Με το θέατρο ξεκίνησα την ίδια εποχή που ξεκίνησα μπουζούκι δεκατρία χρονών. Κάποιος σκηνοθέτες από Σέρρες πάλι μέσα μέσω των ΝΕΛΕ είχε έρθει στα σχολεία μας και στο γυμνάσιο και ζητούσε να κάνει μία θεατρική ομάδα, μία πειραματική σκηνή εν πάση περιπτώσει, του υποδείξανε εμένα «Αυτόν». Όντως, η αλήθεια είναι ότι μας έβαλε κάτι να κάνουμε εκεί κάποια πράγματα, ενθουσιάστηκε μου είπε ότι θα συνεχίσουμε. Όχι δεν ήταν… Δεν ήταν τότε… Δεν ήταν τότε… Όχι όχι όχι. Εδώ έκανα λάθος. Ήταν… Ήμουνα ήδη Β' λυκείου, συγνώμη ήμουνα ήδη Β' λυκείου όχι δεκατρία χρονών που ξεκίνησα μπουζούκι. Ήμουνα ήδη Β' λυκείου, όταν έγινε αυτό, είχε βγει ήδη η απόφαση ότι εγώ θα φύγω Γερμανία, την είχα πάρει την απόφαση και, όταν είδε ότι υπάρχει καλλιτεχνική φλέβα, θεατρική φλέβα και του είπαν κιόλας ότι: «Έκανε αυτό, έκανε εκείνο, όταν ήταν στο γυμνάσιο», του είπαν του σκηνοθέτη. Ήθελε πάρα πολύ να με πάρει στην πειραματική του σκηνή. Του είπα, όμως, ότι εγώ φεύγω Γερμανία, τελείωσε η υπόθεση από κει, έληξαν τα πράγματα. Πέρασαν τόσα χρόνια, ξαναγύρισα στο χωριό, ξαναγνώρισα κάποια άτομα στις Σέρρες στην πόλη μέσα. Γνωρίστηκα τυχαία με τη θεατρική ομάδα και γνωρίστηκα τυχαία με έναν σκηνοθέτη, ο οποίος έχει τώρα την «ΑΚΟΥΕΟΡΑ» αυτό το... Σύλλογος είναι;

Α.Γ.:

Σύλλογος. 

Α.Δ.:

Σύλλογος έτσι ναι την «ΑΚΟΥΕΟΡΑ» ο οποίος ονομάζεται Νίκος Βεργίδης, ο οποίος ήταν αυτός που τότε είχε έρθει με τα ΝΕΛΕ, για να μου πει ότι με θέλει στην πειραματική σκηνή. Φαντάσου τώρα σύμπτωση έτσι! 

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Ξεκίνησα στην «ΑΚΟΥΕΟΡΑ» κανονικά. Μπήκα σαν ερασιτέχνης ηθοποιός, κάναμε αρκετές παραστάσεις. Σε μία παράσταση είχαμε την τιμή να έχουμε και σένα να συμμετέχεις ναι σαν κληρικός έτσι; 

Α.Γ.:

Ο ρόλος;

Α.Δ.:

Ναι τι ήσουνα τότε;

Α.Γ.:

Ήμουνα Σαρακατσάνος.

Α.Δ.:

Ναι μπράβο Σαρακατσάνος ναι απλά, επειδή ήταν του Κοσμά-

Α.Γ.:

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός-

Α.Δ.:

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός-

Α.Γ.:

Ναι ήμουν Σαρακατσάνος.-

Α.Δ.:

Και εγώ ο καπετάν Δίπλας τότε ο άγριος. Ωραία και συνεχίζουμε ακόμα. Συνεχίζουμε ακόμα και τώρα έχουμε τρεις παράγωγες ταυτόχρονα. Παρόλες αυτές τις ασχολίες μου, έχω και το θέατρο. Φυσικά, ξεκινήσαμε τον Εμμανουήλ Παππά, αυτόν τον ήρωα του ‘21 τον αδικημένο, τον οποίο ήταν να το κάνουμε και επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Δεν πέρασε τελικά. Έγινε μόνο επαγγελματίες, αλλά θα το γυρίσουμε και εμείς μόνο ερασιτέχνες αυτό το έργο και μάλιστα στις 8 Ιουνίου κατεβαίνουμε στην Αθήνα στο Πολεμικό Μουσείο να το παίξουμε. Μας έχουν καλέσει από κει και κάνουμε εντατικές πρόβες τώρα. 

Α.Γ.:

Μάλιστα.

Α.Δ.:

Εγώ είμαι ο Ισμαήλ Μπέης, ο Διοικητής των Σερρών αυτός ο οποίος έκανε πολύ μεγάλο κακό στην Ελληνική Επανάσταση. Αυτός είμαι εγώ! Ο Ισμαήλ Μπέης, ο Γιουσούφ Μπέης, ο Γιουσούφ Μπεής, Ισμαήλ ο πατέρας μου. Ναι ναι ναι είναι πάλι καλά που δεν σου είπα ότι είμαι και ο Απόστολος Παύλος, γιατί γυρνάμε και αυτό και όλα μέσα στο μυαλό μου είναι μπερδεμένα. Γιουσούφ Μπέης είναι ο γιος, εγώ δηλαδή, ένας κακομαθημένος άνθρωπος, ο όποιος τρώει τα λεφτά του πατέρα του. Με τον πατέρα μου, ο οποίος σκοτώθηκε και έγινα εγώ μπέης και δεν ξέρω τι να τα κάνω τα λεφτά και τα τρώω, αλλά έτυχε τότε να γίνει και Επανάσταση και εγώ σαν κακομαθημένο παιδί, θέλω να… Να την αιματοπνίξω. Αυτό είναι το concept.

Α.Γ.:

Σας κρατάει κάτι στο θέατρο που το συνεχίζετε;

Α.Δ.:

Ναι, έρωτας. Δεν υπάρχει άλλη λέξη! Έρωτας. Νομίζω είναι το ανώτερο! 

Α.Γ.:

Μόνο στο θέατρο υπάρχει αυτό; 

Α.Δ.:

Όχι, σε οτιδήποτε κάνω, Αντώνη, δηλαδή είμαι ερωτευμένος με την ηλεκτρολογία, είμαι ερωτευμένος με τη μουσική, είμαι ερωτευμένος με το θέατρο. Γενικά, είμαι ερωτευμένος. Γενικά.

Α.Γ.:

Ωραίο πράγμα!

Α.Δ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Ωραία πράγματα, παντρεμένος και χωρισμένος, φυσικά, από πολύ μικρός. Έχω έναν γιο είκοσι έξι χρονών, μία κόρη είκοσι τέσσερα χρονών. Τα παιδιά έχουν πάρει το δρόμο τους κανονικά.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία!

Α.Δ.:

Και ζούνε Θεσσαλονίκη.

Α.Γ.:

Υπάρχει κάποια άλλη ασχολία που θέλετε να μου αναφέρετε, που θέλεις να μου αναφέρεις; 

Α.Δ.:

Όχι, ασχολία με τα κοινά, τα οποία δεν με αφήνουν αδιάφορο. Συμμετείχα σε κάποιους συνδυασμούς, αλλά μέχρι εκεί… Μέχρι εκεί… Δεν… Υπάρχει πολύ δυσωδία εκεί μέσα. Δεν είναι για μας, δεν είναι για ευαίσθητους ανθρώπους και ευαίσθητους καλλιτέχνες εκεί. Ναι.

Α.Γ.:

Εγώ έχω μία τελευταία ερώτηση να σου κάνω και, μετά εάν θες, να προσθέσεις κάτι. Πώς βλέπεις τον εαυτό σου στο επόμενο διάστημα με τόσες ασχολίες; 

Α.Δ.:

Έτσι ακριβώς, όπως με βλέπω. Ο μόνος μου στόχος είναι να χάσω τριάντα κιλά τίποτα άλλο. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνω. Έχω την ορχήστρα μου «Οι εραστές της μουσικής» λεγόμαστε, Αξιοπρεπές λαϊκό και ρεμπέτικο, έτσι γράφει η κάρτα μας. Μας αρέσει το πολύ καλό ελληνικό τραγούδι. Σαν DJ, φυσικά, από μικρό παιδί το οποίο το είχα και δουλειά να καλύπτω, γάμους, εκδηλώσεις και όλα αυτά και από κει και αυτό είναι κερδοφόρο. Φέτος, συμπληρώνω σχεδό[01:00:00]ν τα τριάντα χρόνια και πέρυσι στην Κοζάνη έκλεισα τον χιλιοστό γάμο. Έχω κάνει δηλαδή μέχρι τώρα χίλιους γάμους!

Α.Γ.:

Πω πω.

Α.Δ.:

Σαν DJ, έχω καλύψει δηλαδή χίλιους γάμους σαν DJ. Περίπου έτσι; Πάνω κάτω, γιατί υπήρχαν και άλλου είδους εκδηλώσεις, αλλά φαντάσου ότι με δύο-τρεις χιλιάδες ζευγάρια έχω μιλήσει, έχω κάτσει δηλαδή, για να… Για να οργανώσουμε τη μουσική κάλυψη και την ηχητική του γάμου τους και από αυτά εδώ, ξέρω ‘γώ, τα χίλια ήταν τα οποία τα πάντρεψα μπορώ να πω. 

Α.Γ.:

Και πώς νιώθεις για αυτό;

Α.Δ.:

Τι να σου πω; Μιλάμε είμαι τελείως ολοκληρωμένος, δηλαδή πάρα πολύ μου αρέσει. Με μερικούς έχω κρατήσει και επαφές. Αθήνα γιατί δούλευα σε όλη την Ελλάδα. Από Αθήνα έχω κρατήσει επαφές, όταν κατεβαίνω Αθήνα τα βλέπω τα παιδιά, τα οποία μεγάλωσαν, πολλά παιδιά τα βάφτισα πάλι, τα βάφτισα, όχι σαν νονός εννοώ ότι κάλυψα την εκδήλωση, όχι τα βάφτισα… Φαντάσου να είχα χίλια, χίλια βαφτιστήρια! Όταν λέω τα βάπτισα, λέω τους πάντρεψα εννοώ κάλυψα το γάμο τους μουσικά και ηχητικά. Αυτό θέλω να πω. Και μάλιστα του ενός τον γιό στην Αθήνα μάλλον θα τον παντρέψω κιόλας, οπότε καταλαβαίνεις εγώ του λέω: «Είναι πολύ μικρός ακόμα, για παντρευτεί». Αυτός επιμένει και, εάν παντρευτεί τελικά, ναι θα καλύψω εγώ και θα το κάνουμε φαντασμαγορικό, δηλαδή φωτογραφίες που πάντρεψα τον μπαμπά και τη μαμά, φωτογραφίες που παντρεύω το παιδί. Εντάξει, σε βαπτίσεις έχουν γίνει μετά από ένα, δύο, τρία χρόνια ή αδερφός που να παντρέψω και αδερφό και οτιδήποτε. Έχουν γίνει πάρα πολλές φορές αυτά, αλλά δεν έγινε ακόμα από γονέα… Γονέα σε παιδί, όταν γίνει και αυτό θα σε ξαναφωνάξω και θα σου πω: «Έλα να καλύψουμε ένα γεγονός». Έτσι.

Α.Γ.:

Μου έχεις αναφέρει ότι ήσουνα για ένα διάστημα και ψάλτης;

Α.Δ.:

Ψάλτης ήμουνα αναγκαστικά από πέντε χρονών παιδί, ο αδερφός του πατέρα μου ήταν ψάλτης στο χωριό και με έπαιρνε πάντα μαζί του, οπότε καλλιεργήθηκε και αυτό εκεί όταν από τόσο μικρός ακούς, μετά μπορείς και να αποδώσεις! Αυτό και επαγγελματικά δεν το έκανα ποτέ, αλλά όπου και να χρειαζόταν, όπου και να χρειαζόταν, βοηθούσα και Κυριακές φυσικά, Πάσχα, Χριστούγεννα που είναι πολλά τα γράμματα που λένε και στην εκκλησία «Είναι πολλά τα γράμματα» ναι. Μετά άλλαξαν οι φιλοσοφίες λίγο, άλλαξαν οι ιδεολογίες λίγο και είμαστε και άλλου.

Α.Γ.:

Οκ και κάτι τελευταίο για να μην. Κάτι τελευταίο για να μην-

Α.Δ.:

Ναι.

Α.Γ.:

Εάν μετάνιωσες ποτέ για κάτι που έχεις κάνει; Σε όλα αυτά που έχεις κάνει;

Α.Δ.:

Θα ήθελα να πω ότι για κάτι μετάνιωσα, αλλά υπάρχει ένα μότο, μία φιλοσοφία που λέει ότι Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά σου και σε χρειάζονται λιγότερο, σημαίνει ότι πέτυχες σαν γονέας και εγώ αυτό το βλέπω, οπότε δεν μετάνιωσα.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία.

Α.Δ.:

Δεν μετάνιωσα, δηλαδή που κάποια στιγμή αναγκάστηκα να αφήσω τα παιδιά μου μόνα τους. Δεν μετάνιωσα. Καταλαβαίνεις. Δεν μετάνιωσα σαν αποτέλεσμα, γιατί βλέπω ότι και μακριά μπορούσα να βοηθήσω να είμαι ο γονέας που έπρεπε να είμαι. Οπότε, δεν μετάνιωσα! Μετάνιωσα για κάποιους ανθρώπους που, ίσως, να πλήγωσα, όπως όλοι μας. Έτσι;

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Αυτό. Σιγά σιγά καταλαβαίνεις ότι ίσως τότε να μην ήταν πλήγωμα. Ίσως, να ήταν λογική κατάληξη. Ίσως να ήταν… οπότε ξέρεις τα φέρνεις μέσα στο μυαλό σου. Δεν αδίκησα, δεν κορόιδεψα για να πω ότι θα μετανιώσω. Αυτό.

Α.Γ.:

Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου;

Α.Δ.:

Άφωνο, γιατί δεν μπορώ να πω κάτι. Δεν μου έχουν ξανακάνει αυτή την ερώτηση. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, αλήθεια. Καλλιτέχνη ναι ναι. Ωραία, βρήκα είμαι καλλιτέχνης.

Α.Γ.:

Οκ.

Α.Δ.:

Ό, τι και να… Γιατί αυτό τα έχει όλα, ναι είμαι καλλιτέχνης!

Α.Γ.:

Ωραία. Ωραία. Καλλιτέχνης, λοιπόν, εγώ αυτά είχα να πω, θες να προσθέσεις κάτι;

Α.Δ.:

Πιστεύω ότι τα είπαμε όλα και σε κούρασα μάλλον έτσι;

Α.Γ.:

Καθόλου δεν με κούρασες, πέρασα υπέροχα.

Α.Δ.:

Σε ευχαριστώ πολύ!

Α.Γ.:

Γέλασα πάρα πολύ! Εγώ σε ευχαριστώ πάρα πολύ που έγινες ένας από τους αφηγητές μου και ευχαριστώ πολύ για το γέλιο που μου χάρισες, Αποστόλη. 

Α.Δ.:

Σε ευχαριστώ πολύ για… Τυπικά είναι τώρα αυτά έτσι; Αλλά εγώ δεν το λέω τυπικά δηλαδή σε ευχαριστώ για αυτό που μου έβαλες να κάνω.

Α.Γ.:

Εγώ σε ευχαριστώ-

Α.Δ.:

Γιατί δεν είχα ιδέα τι θα ήταν αυτό. Άκου τώρα μία συνέντευξη έτσι;

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Πω πω! Ωραία ολοκληρωθήκαμε και σε αυτό.

Α.Γ.:

Ναι.

Α.Δ.:

Δώσαμε και συνέντευξη. Είμαι ένας καλλιτέχνης ναι και θέλω ο κόσμος να με θυμάται έτσι πάντα! Δηλαδή να με ξέρει έτσι, γιατί δεν έχω να χωρίσω τίποτε με τον κόσμο, θέλω να με θυμάται σαν καλλιτέχνη και στη δουλειά μου ηλεκτρολογικά καλλιτεχνικά τα κάνω όλα, μου αρέσει και στα καλλιτεχνήματα μου.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία!