© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Βήματα στη ζωή του ηθοποιού Γιώργη Παρταλίδη

Istorima Code
13652
Story URL
Speaker
Γεώργιος Παρταλίδης (Γ.Π.)
Interview Date
21/04/2023
Researcher
Παύλος Κοπανάς (Π.Κ.)
Π.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πεις τον όνομά σου;

Γ.Π.:

Είμαι ο Γιώργης Παρταλίδης.

Π.Κ.:

Είναι 22 Απριλίου 2023, βρίσκομαι με τον Γιώργη Παρταλίδη στου Ψυρρή, ονομάζομαι Παύλος Κοπανάς και είμαι Ερευνητής για το Istorima. Λοιπόν, θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου;

Γ.Π.:

Θα σας πω. Εμείς έχουμε και μία σχέση, γνωριζόμαστε από παιδιά, αλλά έχω να σου πω και πράγματα πριν απ’ την εποχή που γνωριστήκαμε, κάπως για να δέσει η ιστορία με το… φαντάζομαι, αυτό που θέλεις να πούμε και τον λόγο που το κάνουμε, για την πορεία μου, μέχρι να φτάσω να κάνω τη δουλειά που κάνω, μέχρι και σήμερα. Εγώ, όταν ήμουνα μικρός, στο νηπιαγωγείο, πήγαινα σε ένα νηπιαγωγείο στο Φάληρο που λεγότανε «Λιλιπούπολη». Θυμάμαι 3 πράγματα κυρίως απ’ το νηπιαγωγείο: Ήτανε οι παραστάσεις που κάναμε, οι θεατρικές, τα παιδικά πάρτυ που γίνονται γενεθλίων, ας πούμε, στα νηπιαγωγεία και ο γάμος μου, μία έξτρα παράσταση που έδωσα στο νηπιαγωγείο. Αρχικά, στις παραστάσεις τις παιδικές αυτές, θυμάμαι είχαμε κάνει τον «Πίτερ Παν», όπου είχα τον ρόλο του Πίτερ Παν. Ο φίλος μου ο Γιάννης είχε τον ρόλο του Κάπτεν Χουκ -και μας είχανε φτιάξει μάλιστα κάτι σπαθιά ξύλινα, και είχαμε μία μάχη εκεί, που τα κοπανάγαμε, και χορεύαμε, τραγουδάγαμε, διάφορα. Και η Ινδιάνα, δεν ξέρω αν είναι έτσι στην κανονική ιστορία του Πίτερ Παν, αλλά η Ινδιάνα, για της οποίας τα μάτια πολεμούσαμε, ας πούμε με τον Γιάννη, ήτανε η Χριστίνα. Ένα, το κοριτσάκι που εγώ αγαπούσα τότε στο νηπιαγωγείο. Αυτή ήταν η πρώτη παράσταση που είχαμε κάνει. Μετά είχαμε κάνει και τον «Μικρό Πρίγκιπα», που ήταν επίσης πολύ ωραία εμπειρία, θυμάμαι, ας πούμε. Αλλά το βασικό και η μεγάλη παράσταση που δόθηκε, ας πούμε, στο νηπιαγωγείο ήταν ίσως τον τελευταίο χρόνο του νηπιαγωγείου, που επειδή οι νηπιαγωγοί εκεί πέρα είχανε καταλάβει ότι εγώ αγαπούσα τη Χριστίνα, και η Χριστίνα με αγαπούσε, όπως λέγαμε, είχανε ρωτήσει τους… και τους γονείς μας, και εμάς -είχανε έρθει, και μου ‘χανε πει, ας πούμε, «Γιώργη, θέλεις να παντρευτείς τη Χριστίνα;». Και είχα πει εγώ με μεγάλη χαρά «Ναι, βέβαια». Και η Χριστίνα αντίστοιχα, φαντάζομαι. Και στήθηκε μία ολόκληρη ημέρα στο νηπιαγωγείο, όπου οι γονείς απ’ το σπίτι ετοιμάζανε τα παιδιά, και τα ντύνανε, για να συμμετάσχουνε σ’ αυτήν την… σ’ αυτόν τον γάμο. Εμένα δηλαδή, οι δικοί μου γονείς με ντύσανε γαμπρό κανονικά, με κουστούμι, με λουλούδι στο… στην τσέπη του σακακιού -ένα γαλάζιο, ριγέ σακάκι κι ένα λευκό παντελόνι. Με είχανε χτενίσει, ήμουνα «γαμπρός», που λένε. Η Χριστίνα φορούσε ένα νυφικό -ένα λευκό, παιδικό φόρεμα φαντάζομαι. Και της είχανε βάλει κι ένα -πώς το λένε- τούλι στο κεφάλι. Υπήρχανε παιδιά, υπήρχε ο Λεωνίδας, ας πούμε, ένα παιδί στο νηπιαγωγείο, που τον είχανε ντύσει παπά, και είχε σκάσει με μούσια, ρε παιδί μου, στην τελετή. Υπήρχε η κουμπάρα, η Μαρίκα, η οποία έσκασε με μικρά τακουνάκια, παιδικά, κι ένα φόρεμα και μία τσάντα που της είχανε βάλει κραγιόν. Υπάρχουν φωτογραφίες, βέβαια, για όλα αυτά. Τέλος πάντων, στήθηκε ένα τεράστιο γλέντι, ρε παιδί μου, στο νηπιαγωγείο, που παντρευτήκαμε, ανταλλάξαμε βέρες, έγινε όλο κανονικά, στέφανα, τα λοιπά. Είχανε σκάσει στα γέλια, προφανώς, οι νηπιαγωγοί -το βρήκανε σαν έναν πολύ ωραίο τρόπο να περάσουνε πολύ ωραία μια μέρα τους, διακωμωδώντας φαντάζομαι, αυτό που συνέβαινε. Και πάνω στο γλέντι, η Χριστίνα χόρεψε τσιφτετέλι, πάνω σε μία… σε μία καρέκλα, που είχαμε εκεί στο νηπιαγωγείο, κι εγώ βαρούσα παλαμάκια, από κάτω. Κι εγώ, ως γαμπρός, έπρεπε να ρίξω μια ζεμπεκιά. Και χόρεψα ζεϊμπέκικο, ας πούμε, εκεί πέρα, στο τέτοιο. Και κάπως αυτό… Ναι, νομίζω αυτό ήταν το πρώτο, πέρα απ’ τις παραστάσεις, ήταν ένα γλέντι, ας πούμε, ένα… μία στιγμή που είχε μία σημασία, έτσι, ενός ανοίγματος, μιας… ενός performative κομμάτι του εαυτού μου, που δεν το…τότε το αναγνώρισα, ας πούμε, ότι εγώ πέρναγα πάρα πολύ ωραία, με το να χορεύω, εκεί πέρα, και να χτυπάνε παλαμάκια και τέτοια, και να γίνεται αυτό το γλέντι. Μετέπειτα, αφού έφυγα από το νηπιαγωγείο, τότε γνωριστήκαμε κιόλας στο δημοτικό, ήμουνα και από πριν, αλλά κάπως υπήρχα στο δημοτικό σαν ένα παιδί που ήταν πολύ ανήσυχο, που δεν μπορούσε να κάτσει σε μια καρέκλα, σε μία ολόκληρη σχολική ώρα δημοτικού. Οι δασκάλες τότε λέγανε στη μητέρα μου ότι «Εγώ δεν μπορώ να κάνω μάθημα μ’ αυτό το παιδί. Δηλαδή, μου… δεν μπορώ να δουλέψω». Ότι «Δεν κάθεται ήσυχο το παιδί. Δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά δεν κ[00:05:00]άθεται». Και ανέφερα το ζεϊμπέκικο, γιατί το ξέρεις κι εσύ, γιατί σε διάφορες... και εκδηλώσεις θεατρικού χαρακτήρα, αλλά και σε άκυρες στιγμές κεφιού, εμένα μου λέγανε στο δημοτικό «Ρίξε και μια ζεμπεκιά». Κι εγώ την έριχνα και χαιρόμουν, ας πούμε, γι' αυτό. Θυμάμαι την παράσταση που ‘χαμε κάνει στο δημοτικό που ήτανε, δεν είχε καμία σχέση προφανώς με ζεϊμπέκικο χορό, ας πούμε, που ήτανε η ιστορία του Τέγκρι, ενός βασιλιά που έκλεψε τη φωτιά απ’ τα χελιδόνια. Κάπως έτσι τη θυμάμαι την ιστορία, τέλος πάντων. Και στο τέλος, αφού τελείωσε το έργο -φαντάζομαι θα θυμάσαι κι εσύ- χωρίς κανένα λόγο, νομίζω, στον ρόλο του Τέγκρι αφού είχαμε πάρει τη φωτιά και όλο ήταν ένα εύθυμο κλίμα, τέλος πάντων, εορτασμού, κοτσάραμε ένα ζεϊμπέκικο εκεί πέρα στην παράσταση, που... και βαράγαν παλαμάκια. Αυτό. Αυτήν την εποχή τη θυμάμαι σαν μία πολύ αθώα, ευχάριστη, χωρίς καμία συστολή, χωρίς τίποτα. Δηλαδή, ένα πράγμα που -φαντάζομαι, οποιοσδήποτε αναπολεί την παιδικότητά του, τη φαντάζεται έτσι σαν κάτι που ρέει τελείως αβίαστα. Αυτό. Ήμουνα βέβαια, και σαχλαμάρας. Θυμάμαι, είχαμε σπίτι σου έρθει, είχα έρθει σπίτι σου μια φορά μετά το σχολείο, όπως κάναμε καμιά φορά τις Παρασκευές. Και τότε, είχα δει ένα κομμάτι από μία… πρέπει να ήταν από μία ταινία του Μίστερ Μπιν, που έκανε, τέλος πάντων, ένα gag, στο οποίο εμείς το κάναμε στον καναπέ του σπιτιού σου, τέλος πάντων. Που περνούσαμε… καθότανε κάποιος μπροστά απ’ τον καναπέ, κι εγώ πήγαινα πίσω απ’ τον καναπέ, και έκανα ότι κατεβαίνω σκάλες, ξέρω γω, ότι… Αν δεν κάνω λάθος, το είχε και στο «Office» αυτό, σε κάποια φάση, το έκανε ο Μάικλ Σκοτ, ο διευθυντής εκεί πέρα, ο μάνατζερ. Αυτό, τέλος πάντων «Θέλεις να σου φέρω κάτι;». Κι εγώ θα κατέβαινα τις σκάλες ή θα πατούσα το ασανσέρ κι αυτά -με τη μαμά σου εκεί να γελάει στο σπίτι, και να μας ζητάει να κάνουμε κι άλλα. Αυτά. Αυτή ήταν η… το πρώτο κεφάλαιο, ας πούμε, αυτής της περιόδου, της τελείως και σαχλής, και… αλλά πολύ αθώας και πολύ αβίαστα ανοιχτής. Μετά, ίσως και στο τέλος του δημοτικού ή στις αρχές του γυμνασίου, ας πούμε, το ορίζω σαν την πρώτη εφηβεία, κάπως υπήρχε, ξεκίνησε η συστολή και, ξέρεις, το ότι δεν θα ήθελα εγώ να έχω καμία σχέση με οτιδήποτε παραστατικό. Είχα ξεκινήσει τότε και κάποια αθλήματα, ασχολιόμουνα με τον στίβο. Σταμάτησα να είμαι και το πολύ ανήσυχο παιδί. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, συμμορφώθηκα σε κάποιες φόρμες σχολικές, ας πούμε. Έκανα, εννοώ, έκανα πράγματα, που μπορεί να κάνουν ένα παιδί να θεωρείται ανήσυχο, αλλά κάπως είχα φτιάξει τη βιτρίνα ενός καλού παιδιού, που ακολουθούσε τους σχολικούς κανόνες, μέχρι ένα σημείο, ας πούμε, και είχα πάρει πλήρη απόσταση από οτιδήποτε είχε να κάνει με το θέατρο. Θεατρικές παραστάσεις, παρουσιάσεις, εκεί στο θέατρο του σχολείου, εθνικές εορτές, τα πάντα. Ήθελα να είμαι τίποτα, παρασκήνιο, να μη φαίνομαι καθόλου, να κάνω το μίνιμουμ. Με αποκορύφωση, νομίζω, και κάπως μου ‘χει μείνει αυτή η στιγμή, σαν μια ευκαιρία που δεν εκμεταλλεύτηκα. Καλά και τι ευκαιρία τώρα, για ένα παιδί, μία παράσταση θεατρική γυμνασίου; Αλλά είχαμε τότε την κυρία Τουρκομανώλη. Με αφορμή την ανάγνωση ενός βιβλίου που είχαμε μελετήσει, για κάποιους Έλληνες του εξωτερικού, που ζούσαν στη Γερμανία, αν δεν κάνω λάθος, κάτι τέτοιο, είχαμε κάνει μετά κάποιες παρουσιάσεις. Είχαμε χωριστεί σε ομάδες, και κάθε ομάδα είχε από ένα βιβλίο. Εμείς, το δικό μας το βιβλίο ήτανε αυτό. Η οποία παράσταση είχε τη μορφή συνέντευξης, και υπήρχε ο πρωταγωνιστής του… πώς το λένε… ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, σε διάφορες στιγμές της ζωής του, που του παίρνανε συνέντευξη, καλή ώρα. Κι εμένα μου ‘χε ζητήσει η κυρία Τουρκομανώλη να κάνω μία απ’ αυτές τις περιόδους του κεντρικού χαρακτήρα. Κι εγώ είχα αρνηθεί -τύπου, με τίποτα δεν θα το έκανα. Δεν ήθελα, σε καμία περίπτωση να πω ούτε μία γραμμή. Και μου έλεγε η κυρία Τουρκομανώλη «Ναι, αλλά θέλω να συμμετέχεις, τι θα κάνεις, βρε παιδί μου; Κάτι να κάνεις». Και, με αφορμή αυτήν τη μορφή της παρουσίασης, που ήταν η συνέντευξη. Λέω εγώ «Θα κάνω τον κάμεραμαν». Κι έφτιαξα, τότε, όντως ένα χαρτόκουτο, το οποίο το ονόμασα «κάμερα». Είχα μιλήσει και με τον πατέρα μου, γιατί είχε μια παλιά κάμερα, κι ήθελα να πάρω την κάμερά του. Τ[00:10:00]έλος πάντων, δεν την βρήκαμε αυτήν την κάμερα -και λέω «Θα φτιάξω ένα χαρτόκουτο που να μοιάζει». Το έφτιαξα, το έβαψα -δεν ξέρω γω τι έκανα- το ‘βαλα και πάνω σ’ ένα τριπόδι, αυτό το χαρτόκουτο. Και, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, εγώ στεκόμουν πίσω από αυτό το χαρτόκουτο ακίνητος, δεν έκανα τίποτα. Είχα ιδρώσει τόσο πολύ -δηλαδή, τέτοια ντροπή δεν θυμάμαι να ‘χω ξαναβιώσει. Αυτό. Και κάπως μου ‘χε, ξέρεις… Τώρα, εκ των υστέρων, το κοιτάω, και λέω «Πόση ντροπή, ρε παιδί μου; Γιατί δηλαδή όλο αυτό;». Τέλος πάντων, αυτό έγινε όπως έγινε. Αντίστοιχα, στη χορωδία που συμμετείχα, δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με σόλο. Μου ‘χε προτείνει ο κύριος Βαλέρι, ήτανε ο διευθυντής της χορωδίας μας τότε, και μου ‘χε πει, είχαμε κάνει κάτι… κάποια κομμάτια της Disney διασκευές, τέλος πάντων, χορωδιακές, και μου ‘χε πει, σ’ ένα κομμάτι να κάναμε ένα σόλο που ήταν ένα ντουέτο, και είχε 2 σόλο ξεχωριστά, κι ήθελε να κάνω το αγορίστικο. Και του είχα πει «Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι εγώ μόνος μου και να τραγουδάω». Είχα την ασφάλεια του συνόλου. Μου άρεσε να τραγουδάω, αλλά λέω «Αποκλείεται να κάνω σόλο, και να τραγουδήσω μόνος μου». Κι αυτό έτσι, σαν χαμένη...όχι χαμένη… αλλά, ξέρεις, ένα… Γεγονότα που τα θυμάμαι τώρα και λέω «Πω πω, ρε παιδί μου, γιατί ντρεπόσουνα τόσο πολύ δηλαδή;». Τέλος πάντων, αυτό. Μετά κάπως… επειδή είχα και έπαιρνα αυτό που θα ήθελα να πάρω από οτιδήποτε παραστατικό ή ανοιχτό, όπως σου είπα πριν, έπαιρνα μία απόλαυση απ’ αυτό, κάπως αντικαθιστούσα αυτήν την απόλαυση με τους αγώνες στίβου που έκανα, που γίνονταν μπροστά σε κόσμο. Είχες εσύ… προετοιμαζόμουνα, είχε κάτι το… το performative για μένα -το να βρεθώ, έτσι, σ’ ένα γήπεδο να τρέξω. Έχει κόσμο που χειροκροτάει, φωνάζει, αυτά, κάνει τ’ οτιδήποτε, οι απονομές μετά, τα μετάλλια, έχει… Κάπως κάλυπτα αυτήν την ανάγκη, νομίζω, μέσα από τον αθλητισμό περισσότερο, τότε. Αυτό. Είχα βρει άλλα ενδιαφέροντα. Είχα ασχοληθεί τότε, με τη ζωγραφική πολύ, και κάπως εκτόνωνα την… την καλλιτεχνική μου έκφραση μ’ αυτόν τον τρόπο, ας πούμε, ο οποίος ήταν πιο μοναχικός και πιο προσωπικός. Ζωγράφιζα πέρα από την τάξη, μέσ’ στην τάξη, ζωγράφιζα τα βιβλία. Τα είχα κάνει -πώς το λένε- portfolio ζωγραφικό. Ζωγράφιζα καμβάδες, χαρτιά με κάρβουνο, χρώματα, οτιδήποτε. Και κάπως, επειδή είχα και μία έφεση στα μαθηματικά και τη φυσική, και οι θετικές επιστήμες μου... από τα πρώτα χρόνια του σχολείου, μου ‘χανε… είχα μια ευκολία, και κάπως το αντιλαμβανόμουνα, σαν μία γλώσσα που βγάζει νόημα, και έχει μία λογική «1-2-3» που λέμε… Ότι ναι, μπορούσα εύκολα να το κατανοήσω, και να το συνεχίσω αυτό. Κι επειδή κι ο αδελφός μου είχε ξεκινήσει, τότε, ο οποίος είναι μεγαλύτερος τέσσερα χρόνια από μένα, είχε τότε ήδη μπει στο λύκειο, και είχε κάπως κατασταλάξει στο τι θα έκανε. Έβλεπα κι εγώ τον Πέτρο που λέει «Θα γίνω αρχιτέκτονας» και κάπως αυτή η κατεύθυνση μου έβγαζε νόημα. Και λέω «Ωραία. Μαθηματικά, φυσική, ζωγραφική, σχέδιο. ΟΚ, το ‘χουμε, θα πάω και γω προς τα κει». Με μία ασφάλεια, ξέρεις, κιόλας -επειδή θα παρατηρώ τα στάδια που περνάει ο Πέτρος, θα ξέρω τι να περιμένω και θα μπορέσω να τ’ ακολουθήσω. Αυτό. Οπότε κατηύθυνα τη ζωή μου κάπως, με βάση αυτό -και, μπορώ να πω, και σε οποιαδήποτε ευκαιρία επαγγελματικού προσανατολισμού, κάπως κατηύθυνα τα πράγματα στο να… στο να με κάνω να το πιστεύω, ότι εγώ αρχιτέκτονας πρέπει να γίνω. Παρόλο που, όντως, ήθελα να κάνω κάτι πιο εικαστικό, το ήξερα και τότε. Αλλά, και οι γονείς μου με ενθάρρυναν περισσότερο -γιατί λες «Η ζωή ενός αρχιτέκτονα σίγουρα θα έχει περισσότερη ασφάλεια οικονομικά, θα έχει καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση» ή οτιδήποτε. Οπότε έλεγα «ΟΚ, πάμε προς τα εκεί».

Γ.Π.:

Οπότε, όταν μπήκαμε και στο λύκειο, στα δύο τελευταία χρόνια του λυκείου, που ήμασταν στο I.B., γνώρισα μία καθηγήτρια, την Ελένη τη Νικολάκη, η οποία μου ξεκλείδωσε έναν μαγικό κόσμο, μέσα στην ελληνική λογοτεχνία, και την παγκόσμια. Δεν ξέρω αν ήτανε η ύλη του I.B., που έπρεπε να καλυφθεί και, ούτως ή άλλως, αυτό θα με κάλυπτε. Αλλά εγώ προσωπικά, επειδή είχα και αυτήν την καθηγήτρια απέναντί μου, να μου γνωρίσει αυτόν τον κόσμο, κάπως θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος ά[00:15:00]νθρωπος κατάφερε να μου επικοινωνήσει κάτι πολύ… πολύ όμορφο, πολύ μαγικό, πολύ πρωτόγνωρο, τότε για μένα. Γιατί, Λογοτεχνία κάναμε από το δημοτικό, αλλά ποτέ δεν είχα μπει στη διαδικασία να αναλύσω πραγματικά -που κάναμε την ανάλυση, ούτως ή άλλως, στο σχολείο. Αλλά να μου δώσει έναν τρόπο, ένα κλειδί, στο να… στο να αντιμετωπίζω και να επικοινωνώ με κάθε γραπτό που είναι μπροστά μου, μ’ έναν διαφορετικό τρόπο -σαν να γνωρίζεις και τον άνθρωπο που το ‘χει γράψει τον ίδιο, αλλά και να σου ξεδιπλώνεται κι ένας κόσμος τελείως καινούριος μπροστά, που δεν είναι απτός- κι αυτό τον κάνει και ακόμα πιο χρωματιστό ή όχι, μυστηριώδη, οτιδήποτε. Αυτό. Και κάπως, στα τελευταία χρόνια του λυκείου, ενώ ήδη είχα κατασταλάξει στο τι ήθελα να κάνω, όπως ορίζει και το ελληνικό σύστημα -που πρέπει να ξέρεις, όταν θα φτάσεις, πρέπει σίγουρα τα τελευταία χρόνια του λυκείου να έχει αποφασίσει το παιδί τι θα κάνει. Οπότε, το έβλεπα σαν ένα… μία ευχάριστη νότα στην καθημερινότητά μου αυτό το μάθημα. Όχι ότι τα υπόλοιπα μαθήματα δεν μου άρεσαν -αλλά, ήτανε πραγματικά το αγαπημένο μου μάθημα, και μου ξεκλείδωσε πολλά, πολλά πράγματα, εκείνη την περίοδο. Στις εργασίες, ας πούμε, που κάναμε… Ήτανε συγκεκριμένα μία εργασία… Εγώ τότε, επειδή δούλευα πολύ για το μάθημα των εικαστικών -λεγότανε «Visual Arts» τότε, στο I.B.- το οποίο είχε πάρα, πάρα πολύ μεγάλο φόρτο, έτεινα ν’ αφήνω τις υπόλοιπες εργασίες σε δεύτερη μοίρα. Και είχα αφήσει μία εργασία της Λογοτεχνίας -τύπου, έπρεπε να παραδώσω Δευτέρα, και Παρασκευή δεν είχα βρει θέμα. Η Νικολάκη έλεγε στα παιδιά «Χάρη, έχω το δεύτερο draft, σ’ το στέλνω. Κατερίνα, πού είναι το δεύτερο draft;» το ένα, το άλλο. Και με κοιτάζει, και μου λέει «Γιώργη, έχεις εργασία;». Κι εγώ της λέω «Βασικά, δεν έχω θέμα, δεν ξέρω τι θα κάνω στην εργασία μου». Την έπιασε ένα πανικός -φαντάζομαι, άμα το ακούσει, θα τη θυμηθεί εκείνη τη μέρα. Όπου, μετά το μάθημα, μου λέει «Μείνε, πρέπει να βρούμε τι θα κάνεις». Κι εγώ, όσο κάναμε το μάθημα, κάπως σκεφτόμουνα τι θα κάνω, είχα μπροστά μου το… το κείμενο του Λόρκα, τον «Ματωμένο Γάμο», κι ενώ γινόταν το μάθημα, προσπαθούσα να το ξεφυλλίσω, να δω τι θα κάνω τώρα εγώ μ’ αυτό. Και κάπως είδα, έτσι, στη σειρά, πολλές αναφορές σε χρώματα, οπότε λέω «Ωραία, θα κάνω μια εργασία με βάση το… τους συμβολισμούς των χρωμάτων στον "Ματωμένο Γάμο"». Και αυτό έκανα. Με το που τελείωσε τον μάθημα, της είπα «Θα κάνω αυτό». Μου λέει «Ωραία, κάν’ το. Ό,τι βοήθεια θέλεις, πες μου». Και είπαμε, εκτάκτως, να βρεθούμε άτυπα Σάββατο ή Κυριακή -όχι, Σάββατο είχα την ημέρα, για να γράψω την εργασία, και θα βρισκόμασταν Κυριακή, για να το δει και να κάνουμε κάποιες τελικές διορθώσεις, ας πούμε. Εγώ έκανα την εργασία το Σάββατο όντως, και την Παρασκευή με το που γύρισα, και βρισκόμαστε την Κυριακή να της τη δείξω, και μου λέει… στην αρχή σάστισε, ήθελε να με ρωτήσει αν την έκανα εγώ, αλλά καταλάβαινε ότι την είχα γράψει εγώ και την είχα γράψει μόνος μου, γιατί ήτανε δικιά μου γραφή, και μου λέει «Ντάξει, δεν ξέρω πώς το ‘κανες αυτό, μπράβο σου, είναι πολύ καλή εργασία». Τη σταυρώσαμε, τη στείλαμε. Και πήρε και μία άριστη βαθμολογία. Γενικά ο βαθμός μου ήτανε… τότε η βαθμολογία στο I.B. ήτανε, το άριστο ήτανε 7, και η Λογοτεχνία ήταν το μόνο μάθημα που είχα αβίαστα 7, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Γιατί και το μάθημα, έτσι όπως γινότανε, το ρουφούσα σαν σφουγγάρι πραγματικά. Αυτό. Γνωρίσαμε ποιήματα του Καβάφη ερωτικά, τώρα που ούτε που είχα ασχοληθεί ποτέ. Δηλαδή διαβάζαμε ποίηση μέχρι τότε, κάθε χρόνο, τι ανθολόγια, τα λέγανε, πώς τα λέγανε; Είχαμε διαβάσει τόσο πολύ ποίηση, που πρώτη φορά ένιωσα ότι... Διάβαζα δηλαδή τα ποιήματα του Καβάφη, τα θεατρικά που κάναμε, τον «Γλάρο». Η Νικολάκη μάς είχε πάει να δούμε και μία παράσταση που παιζόταν τότε στην Αθήνα με τον «Γλάρο», που ήτανε εξαιρετική. Και η Νικολάκη ακόμα έρχεται στις παραστάσεις μου -δηλαδή αντίστοιχα, όπως είχα πάει εγώ στην παράσταση του «Γλάρου», κλείνει και έρχεται με τμήματα που έχει, που κάνει τώρα μάθημα και… Ναι, ό,τι παράσταση έχω κάνει έχει έρθει με τμήματά της. Αυτό. Μετά, κάπως αφού τελείωσε το σχολείο αισίως, πήγα στο Νότιγχαμ να σπουδάσω πλέον Aρχιτεκτονική, όπου ήταν το μουντό κεφάλαιο της μέχρι τώρα ζωής μου. Γιατί βρέθηκα σε μία κατάσταση που δεν την είχα προβλέψει μ[00:20:00]ε τίποτα. Πήγαινα με πραγματικά πολύ αισιόδοξη διάθεση στην Αγγλία ότι θα είμαι μακριά απ’ το σπίτι μου, μακριά απ’ την πόλη μου, θα είναι ένας καινούριος κόσμος. Είχαμε πάει στο Νότιγχαμ, πριν μπω στο Πανεπιστήμιο, για να δούμε πώς είναι η πόλη. Μου άρεσε πάρα πολύ. Μάλλον, έτυχε εκείνο τον καιρό που είχα πάει να το δω, πριν πάω να σπουδάσω να είχε καλό καιρό. Ναι, γενικά πέρασα μια μεγάλη απογοήτευση και απ’ τον… απ’ τον τρόπο που έγιναν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, και από τη ζωή μου, απ’ την ποιότητα της ζωής μου στην Αγγλία, και λόγω αυτού του μουντού καιρού που υπάρχει συνέχεια, αυτής της συνεχόμενης ψιχάλας που δεν σταματάει ποτέ, που ο ουρανός είναι πάντα γκρι και εκεί, στο σημείο που ο ήλιος είναι λίγο πιο ανοιχτό γκρι, και λες «Έχει ήλιο, αλλά δεν φαίνεται». Αυτό. Και το κομμάτι της Αρχιτεκτονικής, που με άφησε απογοητευμένο, ήταν κυρίως ο τρόπος που κατευθύνεται πλέον η αγορά μάλλον στην Αρχιτεκτονική. Ότι όλα έχουν να κάνουνε με προγράμματα στους υπολογιστές. Εγώ ήθελα να ζωγραφίζω. Ήθελα να σχεδιάζω με το χέρι, που μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω στα πρώτα χρόνια, γιατί ο τρόπος που συστηνόντουσαν αυτά τα προγράμματα στον υπολογιστή ήτανε σταδιακός και, ως προς τον πρώτο χρόνο, κάναμε τα πάντα στο χέρι, όντως με τα πενάκια μας, με τα… τα board μας, με τους χάρακες, όλα πολύ ωραία. Και ο πρώτος χρόνος πήγε πολύ καλά, από άποψη ακαδημαϊκή. Αλλά είχα καταλάβει απ’ τον πρώτο, ίσως κι απ’ τον πρώτο μήνα που βρέθηκα στην Αγγλία, ότι δεν ήθελα να είμαι εκεί. Παρόλα αυτά, όποτε το επικοινωνούσα και με τους γονείς μου, μου λέγανε «Δώσε λίγο χρόνο, θα δεις, κάνε λίγο υπομονή, θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα». Και η αλήθεια είναι ότι γινόντουσαν χειρότερα, όσο προχωρούσε ο καιρός. Και κάθε φορά που επέστρεφα από την Αγγλία στην Ελλάδα για διακοπές Χριστουγέννων ή καλοκαιριού ή οτιδήποτε, κάθε φορά η ημέρα που ήμουνα στο αεροδρόμιο, για να επιστρέψω στην Αγγλία από την Ελλάδα, ήτανε όλο και πιο δύσκολη. Μου έλειπε πολύ η Ελλάδα, μου έλειπαν οι φίλοι μου, το να μιλάω ελληνικά, μου ‘λειπαν πάρα πολλά πράγματα. Αυτό. Και μετά, σταδιακά, δεύτερος, τρίτος χρόνος, μεταφέρθηκε σιγά-σιγά όλη… Οτιδήποτε κάναμε στο Πανεπιστήμιο μεταφέρθηκε στους υπολογιστές -και έπρεπε, αν θέλεις να μπορέσεις να βγάζεις τις εργασίες στον σωστό χρόνο, να ξέρεις να δουλέψεις αυτά τα προγράμματα, που μας είχανε μάθει σε ένα πρώτο επίπεδο στη σχολή- και μετά, είχες και την ευκαιρία να τα γνωρίσεις περισσότερο μόνος σου- που εγώ δεν το έκανα καθόλου. Αυτό. Οπότε σιγά-σιγά, επειδή επέμενα στο να σχεδιάζω με το χέρι και με τα πενάκια ή με οτιδήποτε, έμενα πίσω στον χρόνο που παρέδιδα τις εργασίες -ας πούμε, μία εβδομάδα μετά απ’ την ημέρα που έπρεπε να παραδώσω- γιατί ήθελα να παραδώσω, είχα κάνει τόση δουλειά, αλλά λέω… Ήξερα ότι κάθε μέρα που περνάει απ’ το deadline είναι μείον 5%, αν δεν κάνω λάθος, οπότε αμέσως-αμέσως, εγώ ήμουνα μείον 35% στον βαθμό μου. Δυσκολία γενικά, στην ύλη που ανέβαινε, ούτως ή άλλως, οπότε τον δεύτερο χρόνο έπρεπε να παραδώσω και πάλι εργασίες, το καλοκαίρι, επειδή έμεινα στις… λόγω του penalty που έφαγα, λόγω της καθυστέρησης, που δεν είχα ν’ αλλάξω τίποτα, απλά παρέδωσα τις ίδιες εργασίες, τον Σεπτέμβρη, γιατί περνούσανε, απλά είχαν παραδοθεί αργότερα. Όλο αυτό το σύστημα κάπως με είχε στρεσάρει πάρα πολύ, ο χρόνος, οι ρυθμοί του… της Αγγλίας, παρόλο που το Νότιγχαμ είναι μια επαρχία για την Αγγλία, είναι οι ρυθμοί πολύ πιο έντονοι από την… ακόμα και στην Αθήνα, που είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας, είναι, το νιώθεις ότι είναι πολύ διαφορετικό, τρέχουν όλα πολύ γρηγορότερα. Και μέσα σ’ όλο αυτό το τουρλουμπούκι και το στρες και τον πανικό που περνούσα, με όλο αυτό τον φόρτο στο Πανεπιστήμιο, κάπως ο τρόπος μου να ξεφεύγω, πέρα από τις δυο κουβέντες που θα λέγαμε με τα παιδιά που έκανα παρέα, εκεί πέρα, στο Νότιγχαμ, τον συγκάτοικό μου τον Φίλιππο, την Ηλέκτρα, ήτανε οι ταινίες και οι σειρές. Έβλεπα -‘ντάξει, καθόμουνα, φαντάζομαι είναι πολύ common και ο οποιοσδήποτε μπορεί να ταυτιστεί μ’ αυτό, ότι ήταν φοβερή αποφόρτιση για μένα να μπορώ να βλέπω ταινίες. Ξεκίνησα τότε να βλέπω ταινίες του Κασπάρ Νοέ, του Τρίερ, του Κιούμπρικ. Έπιασα σκηνοθέτες, που ήτανε αρκετά σύγχρονοι, αλλά έβλεπα όλες τις ταινίες που κάνανε. Είχα δει βέβαια, και πρι[00:25:00]ν το Πανεπιστήμιο, αλλά κάπως τα ξανάβλεπα και τα ξανάβλεπα. Μ’ άρεσε τόσο πολύ αυτός ο κόσμος του… του κινηματογράφου. Μετά ξεκίνησα να βλέπω σειρές πιο κωμικές, πιο ανάλαφρες -γιατί χρειαζότανε κι αυτό. Είδα το «Office» το αμερικάνικο -που έφαγα έρωτα μ’ αυτό- είδα το «It’s Always Sunny in Philadelphia», που έχει ένα τύπο χιούμορ πολύ χοντροκομμένου, αμερικανικού, ας πούμε. Και είδα και ξεκίνησα να βλέπω -δεν είχα δει, δεν είχα έρθει σε επαφή με ελληνικό κινηματογράφο. Και ξεκίνησα να βλέπω ταινίες του Οικονομίδη, του Νικολαΐδη, του Γραμματικού -τον Γραμματικό τον είχα και καθηγητή μετά. Δεν το περίμενα και δεν το ‘ξερα τότε. Αυτό. Κάπως θυμάμαι, ας πούμε, να βλέπω στο κρεβάτι μου με το λάπτοπ το «Σπιρτόκουτο», και να με συγκλονίζει τόσο πολύ αυτό το πράγμα που συνέβαινε, αυτή η ένταση, που είναι τόσο… σου σφίγγει το στομάχι, αλλά κάπως εμένα μου θύμιζε κάτι πολύ, κάτι οικείο, κάτι… παρ’ όλη την παράνοια, που μπορεί να βιώνουν οι χαρακτήρες και οι ήρωες, τέλος πάντων, της ταινίας, μου θύμιζε μία ελληνική οικογένεια, κάτι που θα μπορούσα να ακούω στον τοίχο, δίπλα απ’ το δωμάτιό μου, ας πούμε. Αυτό. Και μετά, κάπως ξεκίνησα να δουλεύω και σ’ ένα μπαρ, εκεί στην Αγγλία, τον τελευταίο χρόνο πριν φύγω. Και έβλεπα πάρα πολύ κόσμο, κυρίως καλλιτεχνικό. Ερχόντουσαν ηθοποιοί, μουσικοί πολλοί, γιατί είχε μουσική live το μαγαζί, χορευτές, φωτογράφοι, σκηνοθέτες που συχνάζανε εκεί πέρα. Και έτυχε να γνωρίσω τόσο πολύ κόσμο, που είχε τόσο πολύ ενδιαφέρον, είχα πάθει σοκ μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Και μετά κι από κάποια, ξέρεις, όλο αυτό το στρες που υπήρχε με τη σχολή, κάπως κορυφώθηκε και είχα μία σειρά κρίσεων πανικού, που κάπως με σόκαραν και μένα και τους δικούς μου, που επικοινωνούσα σχεδόν καθημερινά μαζί τους μέσω Skype, μέχρι να φτάσω να πω στους γονείς μου ότι «Τέλος, εδώ είναι, δεν αντέχω άλλο να συνεχίσω, πρέπει να γυρίσω στην Ελλάδα άμεσα, πρέπει να…». Ήξερα ότι ήθελα να σταματήσω με την Αρχιτεκτονική. Οι γονείς μου τότε, επειδή τους έσκασε πολύ μεγάλη κεραμίδα, με συμβούλευαν, και ‘ντάξει πολύ λογικό, να μη ρίξω μαύρη πέτρα, να… να πάρω μία αναβολή, κάτι, μήπως επιστρέψω. Εγώ ήμουνα σίγουρος ότι δεν θα επέστρεφα, με τίποτα. Δηλαδή, και με το αντικείμενο το ίδιο, την Αρχιτεκτονική, να ασχολιόμουνα, θα το έκανα στην Ελλάδα, και με κάποιους άλλους όρους -δεν μπορούσα να το συνεχίσω αυτό. Αυτό.

Γ.Π.:

Και πήρα την απόφαση και μέσα σε νομίζω μία βδομάδα, αν όχι λίγο παραπάνω, είχα μαζέψει τα πράγματα, κι είχα γυρίσει πίσω. Τότε, πριν γυρίσω, οι γονείς μου μου ‘χανε πει «Ωραία, θα γυρίσεις, αλλά τι θα κάνεις;». Εύλογο ερώτημα. Κι εγώ τους είχα πετάξει ότι «Θέλω να γίνω ηθοποιός», που όχι με το… είχα να δω θεατρική παράσταση χρόνια. Δηλαδή, δεν είχα πάει στο θέατρο εδώ και… παίζει να ήταν απ’ το σχολείο που είχα να πάω στο θέατρο. Αλλά, δεν ξέρω, κάπως μου είχε κολλήσει αυτό. Δεν ξέρω. Έβλεπα τις ταινίες κι έλεγα «Πόσο θα μου άρεσε να ήταν αυτή η δουλειά μου». Έβλεπα κι έλεγα «Κι εγώ μπορώ να το κάνω, σιγά». Όχι, σε καμία περίπτωση. Αλλά, είχα μία… μία φοβερή δύναμη να μη θέλω, κατ’ αρχάς, να είμαι σε μία δουλειά γραφείου με τίποτα. Και είχα μία φοβερή… ένιωθα, επειδή είχα πιάσει κι έναν πάτο, ας το πούμε ψυχολογικά, ένιωθα ότι μπορούσα να κάνω το οτιδήποτε. Και όντως, μέσα από αυτό το μηδένισμα, μου φαινότανε σαν μία φωτεινή λύση αυτό. Ότι μέσα σ’ αυτό το κενό και μέσα σε καμία ανάγκη να μην κάνω τίποτα, προέκυψε αυτό. Οπότε λέω «Θα κάνω αυτό». Και οι γονείς μου μού λέγανε, τότε «Θα… Ναι, αλλά πώς θα το κάνεις αυτό; Θα σπουδάσεις, πώς θα γίνει;». Τους λέω «Μην ανησυχείτε». Είχα γνωρίσει και κάποια άτομα στις διακοπές μου, στα ελληνικά νησιά, το καλοκαίρι, που ασχολιόντουσαν μ’ αυτό, ηθοποιοί δηλαδή. Και φρόντισα εκεί, μίλησα με κάποιους, με συνέστησαν στον καθηγητή που με προετοίμασε τελικά, τον Περικλή τον Μοσχολιδάκη, κι ενώ ήμουν ακόμα στην Αγγλία, είχα επικοινωνήσει μαζί του. Του λέω «Είναι έτσι κι έτσι, θα έρθω πίσω. Θέλω να κάνω αυτό. Θα… Θέλω να με προετοιμάσεις, να δώσω για Δραματικές[00:30:00] Σχολές. Το και το. Να έρθω;». Μου λέει «Έλα». Και μετά, ξεκίνησε το επόμενο κεφάλαιο που γύρισα στην Αθήνα -ήδη η διάθεσή μου είχε φτιάξει πάρα πολύ. Έκανα κι αυτά τα μαθήματα. Γνώρισα τον Περικλή, που κι αυτός ήτανε ένας επόμενος φάρος για το ταξίδι, που μου συνέστησε κι αυτός διάφορα κείμενα, γνωρίσαμε... Ντάξει, μπήκα κι εγώ σε ένα παιχνίδι που δεν το ‘χα… δεν το ‘χα εξερευνήσει καθόλου, και η συστολή που υπήρχε απ’ το… απ’ την περίοδο της εφηβείας, ήτανε ακόμα εκεί. Αλλά, είχα τη δύναμη και τα μέσα και τη θέληση να πάω πέρα απ’ αυτήν. Και αυτό. Μέσω του Περικλή, κι απ’ τις τεχνικές που μπορεί να δουλεύαμε, τα κείμενα, όλα αυτά. Είχαμε ευτυχώς και πάρα πολύ χρόνο να δουλέψουμε, γιατί οι εξετάσεις οι εισαγωγικές για Δραματικές Σχολές ήτανε γύρω στον Οκτώβριο, ας πούμε. Αρχές Οκτώβρη ή μέσα, κι εγώ γύρισα περίπου Ιούνιο, αρχές Ιουνίου νομίζω ή τέλη Μαΐου, κάτι τέτοιο. Οπότε, είχα τρεις μήνες τουλάχιστον να δουλέψω οτιδήποτε. Και ήθελα κι εγώ να δουλέψω πολύ, γιατί ένιωθα ότι είμαι πίσω. Ένιωθα ότι έπρεπε να καλύψω όλα αυτά τα κενά που μπορεί να είχανε οι υπόλοιποι που θα δίνανε για Σχολές ή οποιοσδήποτε ασχολείται μ’ αυτό. Ήθελα να… να μπορέσω να έρθω κοντά του, να τον… να φτάσω να μιλήσουμε για να μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτό, να εξελιχθώ κι εγώ, να μπορέσω να ενταχθώ σ’ αυτόν τον κόσμο, κάπως να μπορέσω να υπάρχω. Και όντως, επειδή συνήθως τα μαθήματα δραματικών, για εισαγωγή στις Δραματικές Σχολές, σου συστήνουνε. Πρέπει να δώσεις έναν σύγχρονο μονόλογο, έναν μονόλογο σύγχρονου ρεπερτορίου, έναν μονόλογο είτε κάποιου αρχαίου θεατρικού έργου είτε κλασικού ρεπερτορίου, και ένα ποίημα και ένα τραγούδι. Το τραγούδι ήτανε, νομίζω, το πιο μεγάλο step που έπρεπε να ανέβω, γιατί αν η συστολή σ’ έναν μονόλογο είναι 1, στο τραγούδι ήτανε 10/10. Αυτό. Οπότε, είχα τον χρόνο να δοκιμάσω διάφορα κείμενα, που μου σύστησε ο Περικλής, να δοκιμάσω διάφορα τραγούδια, τι Σιδηρόπουλο είχαμε τραγουδήσει. Τελικά, κατέληξα να δώσω τη «Συννεφούλα» του Διονύση Σαββόπουλου, γιατί ήτανε εύκολη τονικά, κι εγώ τότε ένιωθα κάπως παράφωνος, και ήθελα να έχω αυτήν την ασφάλεια, ότι ακόμα και σ’ ένα περιβάλλον που θα νιώθω την πίεση του άγχους της έκθεσης, ότι θα μπορέσω ν’ ανταπεξέλθω. Αυτό. Και δουλέψαμε πολύ ωραία με τον Περικλή, όλο τον καλοκαίρι. Μου συνέστησε διάφορες σχολές. Και μπήκα τελικά στη «Δήλο», μια Δραματική Σχολή που διευθύνει η Δήμητρα Χατούπη στο Μεταξουργείο. Κάπως το ‘χα νιώσει κι από… το ‘χα νιώσει και στις εξετάσεις. Βρέθηκα σ’ ένα περιβάλλον που ένιωθα ότι ανήκω περισσότερο από τις άλλες σχολές. Είχανε και μία πιο σύγχρονη ίσως, αλλά μία… μία κατεύθυνση που είχε να κάνει και με το σωματικό θέατρο, που με ενδιέφερε πολύ, και οι καθηγητές ήταν πολύ καλοί. Οπότε ναι, ξεκίνησε έτσι το… το ταξίδι της υποκριτικής. Και ακόμα και τον πρώτο χρόνο που είχα μπει, παρόλο που η εξέτασή μου πήγε πολύ καλά, και οι υπόλοιπες μέρες των εξετάσεων, γιατί διαρκεί αρκετές μέρες η εξέταση, κι έχει κι ομαδικά στάδια, και διάφορα, πήγα πολύ καλά, και κατάφερα να πάρω υποτροφία, σ’ αυτήν τη σχολή, για να μπω. Και μπήκα μέσα τον πρώτο χρόνο, κι ένιωθα ότι δεν ξέρω τίποτα, γιατί οι προηγούμενοι, οι συμφοιτητές μου είχανε, ας πούμε, μία εμπειρία, είχανε… υπήρχαν σε κάποια θεατρική ομάδα ή τουλάχιστον είχανε δει περισσότερο θέατρο, είχανε έστω θεωρητικές γνώσεις περισσότερες από μένα και ένιωθα ότι πάλι πρέπει να τρέξω, να καλύψω κάτι. Παρόλα αυτά, εμπιστευόμουνα και το process του πράγματος, ρε παιδί μου, λέω «Για να είμαι εδώ, να κατάφερα να είμαι εδώ, μέσα σε τόσο μικρό διάστημα, και να μπόρεσα, να κατάφερα, να αφήσω όλο αυτό πίσω μου, δεν γυρίζω με τίποτα. Τώρα θα κολυμπήσω, εννοείται». Αυτό. Ο πρώτος χρόνος του Πανεπιστημίου πέρασε, της Δραματικής Σχολής, πέρασε σε ένα σύννεφο άγνοιας. Δηλαδή, απλά συνέβαιναν τα μαθήματα, κι εγώ δεν είχα καταφέρει ν’ αφομοιώσω τίποτα, αλλά απλά εμπιστευόμουνα αυτό που συνέβαινε και πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα. Κάπως τον δεύτερο χρόνο, και αφού είχε προηγηθεί και το καλοκαίρι ενδιάμεσα, είχανε μπορέσει να κάτσουν κάποια πράγματα μέσα μου, να τα αφομοιώσω, και[00:35:00] το σώμα μου βασικά να τα αφομοιώσει περισσότερο. Αλλά, και νοητικά άρχισα να καταλαβαίνω ότι μπορώ να επικοινωνήσω με τον κώδικα που έχω διδαχθεί, ας πούμε. Αυτό. Και μετά, το δεύτερο έτος, ήτανε ανέμελο και πολύ απελευθερωτικό, γιατί είχε κάτσει όλο αυτό, και μπόρεσα να εξερευνήσω κι εγώ τα όριά μου μέσα σ’ αυτό. Να παίξω, να τσαλακωθώ, να… οτιδήποτε. Και ο τρίτος χρόνος ήταν μία συνέχεια αυτού, συν τον πανικό, και το τρέξιμο που ρίξαμε, για τις τρεις παραστάσεις που παρουσιάζαμε ως πτυχιακές εξετάσεις. Αυτό. Μέσα στη σχολή γνώρισα και τον τρίτο φάρο, τον Αντώνη τον Γαλέο, που ήτανε καθηγητής Δραματουργίας στη Σχολή τότε, που ήταν θεωρητικό το μάθημά του κυρίως, αλλά είχαμε και διάφορες παρουσιάσεις ή εξετάσεις, που ήτανε σε μορφή παράστασης, ήτανε παραστατικές. Κάποιες παρουσιάσεις κάναμε τέλος πάντων, αλλά ναι, τα στήναμε μόνοι μας. Πιο πολύ είχε να κάνει με την… με διάφορα ρεύματα, που γνωρίζαμε καλλιτεχνικά, στο θέατρο, και έπαιρνε ο καθένας ένα κομμάτι, ένα έργο και κάπως με τις γνώσεις τις θεωρητικές που είχε, επικοινωνούσε αυτήν την παράσταση, την παρουσίαση. Αυτό.

Γ.Π.:

Και ανέφερα τον Αντώνη, επειδή όταν τελείωσα τη Σχολή, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνεργάστηκα, και μ’ εμπιστεύτηκε να δουλέψουμε μαζί, στο «Fucking Men», ένα έργο του Τζόε Ντιπιέτρο, που είχε διασκευάσει ο ίδιος ο Αντώνης, και είχε μεταφράσει, που ανέβηκε στο «Vault» το ‘19. Εγώ τελείωσα το ‘18 τη Σχολή ή το ‘18 ξεκίνησε, και τελείωσε το ‘19. Ναι. Στο «Vault». Ένα... μια αλυσιδωτή ιστορία γκέι ανδρών -που είχες έρθει, νομίζω να το δεις, ναι. Αυτό. Που κάπως η προσέγγιση του Αντώνη είναι πολύ ανθρώπινη, πολύ γλυκιά, χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα, με έναν πολύ χιουμοριστικό τρόπο, νομίζω. Και τα έργα που επιλέγει είναι τέτοια. Ναι, και μου άρεσε τόσο πολύ η συνεργασία, που ήθελα να ξαναδουλέψω με τον Αντώνη. Και δουλέψαμε και στο επόμενο έργο του μαζί, στο «Ο Τρίτος Είναι Πιο Γλυκός», που είναι μια διασκευή του έργου του Λαμπίς. Μια γαλλική κωμωδία σαν φάρσα, τέλος πάντων, που είχε στηθεί έτσι, πολύ χοροθεατρικά θα πω, αλλά και με πολλή δουλειά και στον λόγο, στο θέατρο «Μεταξουργείο». Μετά, είχα την τύχη να δουλέψω με τη Σοφία τη Φιλιππίδου, άτομα τώρα που ούτε καν φανταζόμουνα, ηθοποιούς και σκηνοθέτες που θαύμαζα μικρός, και ούτε καν πίστευα ότι θα μπορέσω να συνεργαστώ. Τη Σοφία, ας πούμε, τη θυμάμαι από… από την ταινία των Ρέππα-Παπαθανασίου, που είχε κάνει αυτό το φοβερό, τη διασκευή της «Γκόλφω», που είχανε κάνει, μέσα στο… στην ταινία. Αυτό. Και με τον Ρέππα και τον Παπαθανασίου συνεργαστήκαμε, φέτος. Δηλαδή, είναι ένα ταξίδι πολύ, πολύ ωραίο. Έχω γνωρίσει ανθρώπους -πέρα κι απ’ αυτούς που θαύμαζα- έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουνε ξεκλειδώσει νέους κόσμους για μένα, ότι… για δουλειές που θέλω να κάνω, και δεν το ήξερα κιόλας. Δηλαδή για… σε μία ακρόαση που είχα πάει για μία θεατρική ομάδα, στην οποία εντάχθηκα μετά -τους «Life After Death». Είχαμε κάνει μία εξαιρετική δουλειά, που είχα περάσει πάρα πολύ ωραία, κι ήταν και το θέμα έτσι, πολύ ιδιαίτερο. Η παράσταση λεγότανε «Το Κορίτσι που Γίνεται Γορίλας και Άλλες Ιστορίες Ανάρρωσης» -είχε να κάνει με τα άτομα που έχουνε εμπειρίες φωνών, που ακούνε φωνές. Και κάπως είχε σκάσει αυτό το πρότζεκτ, μετά την καραντίνα, και είχε στηθεί σ’ έναν βιομηχανικό χώρο, θα ‘λεγα -τώρα λέγεται «ΠΛΥΦΑ», τότε το λέγαμε «String Theory». Και σκηνοθεσία έκανε η Βίκυ η Αδάμου και ο Χρήστος ο Καπενής. Κι έτσι όπως το είχανε σκηνοθετήσει, ήτανε… έπαιζε πολύ με το «μέσα-έξω». Δηλαδή, εμείς παίζαμε μέσα στο κτίριο, και το κοινό, επειδή ήτανε ακόμα και καλοκαίρι, και μπορούσανε να κάτσουν έξω, καθόντουσαν έξω απ’ το κτίριο, και βλέπανε τους περφόρμερς μέσα από τα παράθυρα, και μία τεράστια γυάλινη πόρτα που είχε. Κάπως αποτυπώνοντας και το πώς είναι να μιλάς για ψυχικές ασθένειες ή αυτές τις εμπειρίες με τις φωνές, που είναι ένα θέμα πολύ προσωπικό, και έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ίσως να το παρακολουθείς μέσα από την κλειδαρότρυπα, κάπως έτσι, νομίζω. Αυτό. Και δηλαδή, [00:40:00]αυτή η ομάδα είναι άνθρωποι που τους έχω λατρέψει. Συνεργαστήκαμε υπέροχα. Αυτό. Τώρα, μετά άνοιξε, και τώρα και μετά και πριν, άνοιξε ο κόσμος της τηλεόρασης. Είχα ξεκινήσει με τις «Άγριες Μέλισσες», που ‘χα κάνει έναν ρόλο, τον πρώτο χρόνο που παιζότανε η σειρά, τον Άγγελο. Μετά, έκανα διάφορες συμμετοχές. Είχα παίξει στη σειρά του Αλέξανδρου Ρήγα, την «Τούρτα της Μαμάς», που ήταν κι αυτό φοβερό. Άλλη περίπτωση ανθρώπου που θαύμαζα, και δεν πίστευα ποτέ ότι θα συνεργαστώ μεγαλώνοντας. Αυτά. Και φέτος, η συνεργασία με τον Ρέππα ήτανε -και τον Παπαθανασίου-, ήτανε φοβερή εμπειρία, φοβερή. Και μου έδωσε και την ευκαιρία να τσαλακωθώ, να… Μόνο που είχα την ευκαιρία να αρθρώσω αυτό το κείμενο, που είναι τόσο έξυπνα γραμμένο, τόσο αστείο, και με αστεία που έχω μεγαλώσει. Δηλαδή, δεν το περίμενα ότι θα μπορούσα να το ζήσω αυτό, κι είμαι πάρα, πάρα πολύ ευγνώμων γι’ αυτό. Αυτό. Εγώ δεν ξέρω αν έχω κάτι άλλο να σου πω. Κάπως έτσι τη βλέπω την ιστορία, από… κοιτώντας πίσω να δω τη διαδρομή, και το πώς πήγε, με όλα τα… Δεν ξέρω αν ήτανε meant to be, τέλος πάντων, αλλά με όλα τα πάνω της, και τα κάτω της, κι όλες τις δοκιμασίες, κάπως νιώθω πολύ ευλογημένος, σήμερα, που μπορώ να κάνω αυτό που αγαπάω.

Π.Κ.:

Ίσως 2-3 πραγματάκια, στα οποία θα ήθελα να επιστρέψω και να επεκταθείς. Επιστρέφοντας στα της Δραματικής Σχολής, αν ήθελες να μας αναφέρεις, πέραν του τραγουδιού, τι ήταν αυτό που έδωσες;

[Δ.Α.]

Γ.Π.:

Ναι. Είχα νομίζω, έδωσα έναν μονόλογο του… ένα έργο που λέγεται «Σλάντεκ», νομίζω γερμανικό, αλλά δεν θυμάμαι τώρα τον συγγραφέα. Αυτό. Ήταν ένας μονόλογος που αυτός ο ήρωας, ο Σλάντεκ, είχε… κάπως συμμετείχε σε μία ομάδα έτσι, που λειτουργούσε κάπως εκτός νόμου, και ίσως ήταν και ναζί, αν θυμάμαι καλά, κάτι τέτοιο έπαιζε. Και μόλις τον είχανε προδώσει, τον είχαν εγκαταλείψει μόνο του σ’ ένα λιμάνι, και είχε… Ήταν μια στιγμή συνειδητοποίησης, ότι όλο αυτό έγινε για το τίποτα, και τον είχανε… Μία στιγμή προδοσίας, ας πούμε, που κάπως μόνος του ο χαρακτήρας ζούσε ένα παραλήρημα συνειδητοποίησης για το τι είχε συμβεί. Και το είχα δώσει… Ο άλλος μονόλογος πρέπει να ήτανε ένας μονόλογος του Ορέστη, που μόλις είχε φτάσει στο -πρέπει να ήταν απ’ τους «Χοηφόρους»- μόλις είχε φτάσει στο παλάτι, και είχε… όχι. Είχε σκοτώσει τη μάνα του και τον θείο του, ή τον εραστή της, ναι, τον εραστή της, και είχε παρουσιάσει… Παρουσίαζε, τέλος πάντων, τα πτώματα, τα δύο πτώματα των ανθρώπων που σκότωσε στο χορό. Και τους έλεγε να δούνε τα καμώματα της κοινωνίας, κατά κάποιο τρόπο, έτσι. Και είχα πει το ποίημα που είχα απαγγείλει ήτανε τον «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Αυτά ήτανε. Σε κάποιες σχολές δεν ζητούσανε το αρχαίο -νομίζω στο Εθνικό μόνο ζητούσανε δύο μονολόγους. Οι υπόλοιπες Σχολές ήτανε ΟΚ και με έναν μονόλογο -που επέλεξα να δώσω τον «Σλάντεκ»- κάπως μου άρεσε πιο πολύ, γιατί ήταν πιο σύγχρονο.

Π.Κ.:

Κι επίσης, ως προς τη Δραματική Σχολή, μας ανέφερες -αν καταλαβαίνω καλά- ότι τον πρώτο… ο πρώτος χρόνος ήτανε κάπως… χωρίς μεγάλη αντίληψη για τα πράγματα, αλλά πέρασε πολύ ευχάριστα. Και ο δεύτερος -κάπως είχε καθίσει η γνώση του πρώτου, και πέρασε επίσης πάρα πολύ ευχάριστα, αλλά λίγο πιο ουσιωδώς. Τα υπόλοιπα χρόνια; Και εν τέλει, πώς τελείωσες τη Δραματική Σχολή;

Γ.Π.:

3 χρόνια είναι. Οπότε, αυτό. Μετά τον τρίτο χρόνο, που αποφοίτησα, μπήκα κατευθείαν. Δηλαδή, με το που… Νομίζω, την ημέρα που έδωσα κιόλας πτυχιακές εξετάσεις, τον τρίτο χρόνο, την ίδια μέρα, μετά τις εξετάσεις, ή την επόμενη, πήγα για πρώτη ανάγνωση με τον Αντώνη τον Γαλέο, για το «Fucking Men». Οπότε, δεν είχα διάστημα ενδιάμεσα, μετά τη Σχολή. Αλλά αυτό, η Σχολή ήτανε αυτά τα 3 χρόνια. Όπως σου είπα, τον πρώτο πέρασε… Πέρασα και δεν ακούμπησα -αλλά κάπως, ναι, ένιωθα εγώ. Και στο δεύτερο, κάπως, ήταν πιο απελευθερωτικό, γιατί δεν προσπαθούσα πλέον να καταλάβω ή να φτάσω κάτι. Ένιωθα πιο παρών, πιο «εκεί», και πιο ελεύθερος -αυτό- να εξερευνήσω. Ότι δεν είχα τον άγχος του ότι «τι κάνω εγώ εδώ τώρα;». Ήτανε ότι «είμαι εδώ, και πάμε». Δεν… αυτό.

Π.Κ.:

Πώς ήταν η εμπειρία των τελικών εξετάσεων;

Γ.Π.:

Κοίταξε, νομίζω ότι δεν είναι [00:45:00]-πώς το λένε τώρα; Πώς να το πω, να μην είναι;- Δεν είναι… Δεν αντιπροσωπεύει τον τρόπο που δουλεύεις μετά. Γιατί πιστεύω ότι το να κάνεις τρεις παραστάσεις ταυτόχρονα είναι πάρα πολύ δύσκολο, και σίγουρα δεν θα το συνιστούσα. Για τον εαυτό μου, ας πούμε. Έχει τύχει να δουλέψω σε τρεις παραστάσεις ταυτόχρονα, και να δουλεύω 7/7 στο θέατρο. Αλλά, είχα μοιραστεί, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Οπότε, απ’ αυτήν την άποψη, πιστεύω ότι οι εξετάσεις είναι κάτι πολύ, πολύ δύσκολο να το βάζεις σε… ΟΚ, φοιτητές βέβαια, αλλά επειδή είναι και… έχει μία ευαισθησία ο τρόπος που δουλεύεις και με τον χαρακτήρα σου, με το σώμα σου, με τη φωνή σου, είναι δύσκολο. Και υπάρχει κι αυτή η αγωνία πάντα ότι -που δεν έχει καμία σημασία ο βαθμός που θα πάρεις στη Δραματική Σχολή, δεν… στο πτυχίο σου δηλαδή, απ’ το Υπουργείο. Δεν το κοιτάζει ποτέ κανένας. Αλλά πάντα έχεις την αγωνία ότι είναι μια επιβεβαίωση -δεν ξέρω τι μας πιάνει, ότι πρέπει να έχουμε ένα καλό αριθμό ή να μη μείνεις. Ότι άμα μείνεις και πρέπει να ξαναδώσεις, μετά το καλοκαίρι, που δίνεις μόνος σου, αντί για τις ομαδικές παραστάσεις που κάναμε, δίνεις κάποιο μονόλογο αντίστοιχα, ότι ‘ντάξει, νομίζω θέλαμε όλοι να το αποφύγουμε, και για να φύγουμε από τη Σχολή. Γιατί είναι ένα διάστημα το οποίο είναι πολύ έντονο, και παρόλο που κάποιες σχολές γίνανε και τετραετείς τώρα, εγώ πιστεύω ότι ο τρόπος που γίνονται τα μαθήματα τρία χρόνια, για να συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι είσαι τρία χρόνια με 20 άτομα. Πες, -πόσο είναι ένα τμήμα μίας Δραματικής Σχολής; Είσαι κάθε μέρα μ’ αυτά τα 20 άτομα, κάθε μέρα μαζί. Κάνετε πρόβες, κάνετε μαθήματα, είναι λίγο σαν -πώς να το πω- σαν ριάλιτι, ρε παιδί μου. Δηλαδή, βιώνεις ένα πράγμα που και τα όρια της προσωπικής σου ζωής χάνονται μέσα σ’ αυτό. Είναι -παρόλο που σ’ το περιέγραψα πολύ αθώα και ευχάριστα- είναι μία δουλειά, και ο κόπος που αφιερώνουμε, που κάνουμε σ’ αυτές τις Σχολές είναι τεράστιος, και θέλει πολλή... και υπομονή και νεύρα και δουλειά με τον εαυτό σου. Είναι κάτι πολύ… είναι δύσκολο, και έχει… πρέπει να αφιερώσεις πάρα πολύ χρόνο. Είναι δουλειά και είναι Σχολή και είναι και πτυχίο. Δεν μπορεί να μην αναγνωρίζεται, ας πούμε, σαν Σχολή.

Π.Κ.:

Τώρα, ήθελα να ρωτήσω απλώς, κοιτώντας τον εαυτό σου επαγγελματικώς, καλλιτεχνικώς, αυτήν τη στιγμή, πώς τον κρίνεις;

Γ.Π.:

Τι εννοείς;

Π.Κ.:

Κοιτώντας μέσ’ την ψυχή σου, κοιτώντας τη διαδρομή σου, πού βλέπεις ότι βρίσκεσαι, αυτήν τη στιγμή; Πώς αισθάνεσαι ως καλλιτέχνης;

Γ.Π.:

Πιστεύω ότι όπου βρίσκομαι, καλώς βρίσκομαι. Δηλαδή, ακόμα και σε δύσκολες ας πούμε περιόδους, γιατί όντως και η δουλειά αυτή έχει μια μεγάλη δυσκολία, υπάρχουνε στιγμές σε πρόβες που θα βρεις αδιέξοδα, θα πρέπει να σκάψεις πιο πέρα, να… υπάρχουνε εντάσεις παντού, σε κάθε δουλειά… μου δίνει πολύ κουράγιο το ότι ξέρω ότι είναι η δουλειά που αγαπάω και θέλω να κάνω. Αλλά, και κάθε δυσκολία την παίρνω σαν μάθημα, και σίγουρα έχει εξελιχθεί κι ο τρόπος που βλέπω κι εγώ τον εαυτό μου, σαν επαγγελματία ηθοποιό. Και… αυτό. Τώρα, ας πούμε, στην παρούσα φάση, έχω κλείσει μία παράσταση για τον Οκτώβρη. Σε ένα πλαίσιο που μ’ αρέσει πολύ, επειδή… Έχει τύχει να κάνω δουλειές, που κάπως μου μισοάρεσαν ή καταλάβαινα εξ αρχής ότι ίσως το εικαστικό κομμάτι δεν θα μου αρέσει ή… Κάπως, πάντα, με αφορμή το έργο, ας πούμε, ξεκινάει και μπορεί να διαβάσω ένα κείμενο που θα μου δώσουνε, και θα μου προτείνουνε έναν ρόλο, και θα πω «Είναι τέλειο». Αλλά κάπως, στη συνεργασία, επειδή είναι κι ένας οργανισμός, μία παράσταση που συμμετέχουνε πάρα πολλοί άνθρωποι μέσα, πρέπει να ταιριάξεις τελικά με πολλούς, που είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα, ούτως ή άλλως. Αυτό. Θέλω να προστατεύω τον εαυτό μου, και από την οικονομική εκμετάλλευση, που μπορεί να υποστώ, αλλά και από το ότι θέλω να αγαπάω κάθε δουλειά που κάνω, και θέλω να μπορώ κάθε δουλειά… Και τώρα το έχω αυτό. Κάθε δουλειά, θα βρω κάτι ωραίο να θυμηθώ, κάτι όμορφο, αλλά… αυτό. Θέλω να χτίζω προς την ομορφιά και τη χαρά. Θέλω να θυμάμαι να κοιτάω πίσω, όπως τώρα, ας πούμε, που κοιτάμε πίσω, και να έχω ωραία πράγματα να θυμάμαι. Ωραία έργα, ωραίους ανθρώπους, αυτό. Το πιο βασικό. Οι άνθρωποι βασικά είναι το πιο κύριο. Και έχω και τη διάθεση τώρα, να μείνω και εκτός, δεν με πειράζει, να… άμα δεν προκύψει κάτι που θα είναι… θα έχει τις κατάλληλες συνθήκες, για να μπω σε αυτό. Αν μπορώ να το στηρίξω οικονομικά, δεν θα είχα πρόβλημα να μείνω, για λίγο καιρό εκτός, για να περιμένω, και να δώσω χρόνο σε κάτι καλό που θα έρθει. Και πιστεύω ότι χρειάζετ[00:50:00]αι και… η καλλιτεχνική δημιουργία χρειάζεται περιόδους «αγρανάπαυσης». Δεν μπορείς το σώμα σου και το μυαλό σου να το ξεζουμίζεις συνέχεια, για να δημιουργείς. Πιστεύω ότι κι οι στιγμές που δίνουμε στον εαυτό μας τον χρόνο να μην κάνουμε τίποτα, είναι πολύ πολύ σημαντικές για την εξέλιξή μας. Είναι σαν αυτό που έκανα κι εγώ στην Αγγλία, ας πούμε. Έπρεπε να μηδενίσω για να βρω κάτι. Και μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη η στροφή που θα πάρεις, αλλά η σιωπή και η ακινησία μπορεί να σε μετακινήσει προς έναν καλύτερο δρόμο, σίγουρα.

Π.Κ.:

Τώρα κάπως, αυτό το ακούμπησες ήδη, αλλά απλώς, αν προγραμματίζεις κάτι, στο εγγύς μέλλον;

Γ.Π.:

Όχι. Πέρα δηλαδή, απ’ αυτήν την παράσταση που σου είπα -που ανυπομονώ, γιατί μ’ αρέσει πολύ το έργο και θέλω να βουτήξω σ’ αυτόν τον χαρακτήρα, τον ήρωα-, αφήνω τα πράγματα και να με βρούνε και να τα βρω. Ξέρεις. Δεν… Ούτε κυνηγάω κάτι με μεγάλη μανία ούτε… Θα στείλω, ας πούμε, σε κάποια ακρόαση, αν δω ότι μ’ ενδιαφέρει, αλλά έχει φύγει πλέον το κομμάτι της απογοήτευσης, γιατί ξέρω ότι άμα δεν μου προσφέρουνε μία δουλειά, σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να είμαι εκεί πέρα, ούτως ή άλλως. Ό,τι γίνεται, γίνεται καλώς. Θα ταιριάξω μ’ αυτούς που είναι να ταιριάξω, τελικά. Και θα τραβήξω κι εγώ αυτούς που θέλω περισσότερο, τελικά.

Π.Κ.:

Και τέλος, απλώς να σε ρωτήσω αν τώρα, εν τη ρύμη του λόγου και της σκέψης, υπήρχε κάτι το οποίο θα ήθελες να προσθέσεις και δεν είχε κολλήσει στην προηγούμενη φάση της αφήγησης;

Γ.Π.:

Νομίζω όχι.

Π.Κ.:

Μια χαρά. Λοιπόν, πραγματικά ήθελα να σε ευχαριστήσω για τη σημερινή σου ειλικρίνεια και ανοιχτότητα, και να σου ευχηθώ κάθε καλό για τη συνέχεια και να είσαι καλά.

Γ.Π.:

Ευχαριστώ πολύ. Ανταποδίδω.