© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Όνειρο Διαφυγής»: παιδικά κι εφηβικά χρόνια μιας γυναίκας σε ένα χωριό της Μακεδονίας τις δεκαετίες 1970-1980
Istorima Code
13636
Story URL
Speaker
Αικατερίνη Δούμου (Α.Δ.)
Interview Date
01/07/2022
Researcher
Καλλιόπη Ανταμπούφη (Κ.Α.)
[00:00:00]Είμαστε εδώ με την Κατερίνα Δούμου, στις 2 Ιουλίου 2022, στη Ροδοδάφνη, μιάμιση η ώρα το μεσημέρι, πάνω-κάτω. Γεια σου, Κατερίνα!
Γεια σου, Κέλλη!
Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου;
Όπως είπε και η Κέλλη, είμαι η Δούμου η Κατερίνα, γεννήθηκα το 1966. Είμαι παιδαγωγός προσχολικής αγωγής. Δουλεύω σε παιδικό σταθμό τριάντα πέντε χρόνια και μου ζήτησε η Κέλλη να αφηγηθώ διάφορες ιστορίες από την παιδική μου και την αργότερα ζωή. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα ειπωθεί. Μεγάλωσα σε ένα χωριό της Μακεδονίας, όπου μιλούσαμε δύο γλώσσες, δίγλωσσοι. Και επί χούντας είχαμε διάφορες εμπειρίες στο σχολείο, όχι τόσο καλές, από δασκάλους που ήτανε καταπιεστικοί, καταπιεστές. Υπήρχε και μία γραμμή από τη χούντα για εξελληνισμό όλων όσων ζούσαν εκεί χρησιμοποιώντας το σχολείο για αρχή. Έζησα διάφορες καταστάσεις. Μία από αυτές ήταν το ότι δεν μας επιτρεπόταν να χρησιμοποιούμε στις εκθέσεις διάφορες σλαβικές επωνυμίες ή λέξεις και, όταν γινόταν αυτό, έπεφτε ξύλο. Μας χτυπούσανε στα χέρια με βέργες. Τότε βέβαια σε όλα τα σχολεία υπήρχε αυτή μέθοδος εκπαίδευσης, για διάφορους λόγους. Ένας από τους υπόλοιπους, ένας επιπλέον λόγος από τους υπόλοιπους ήταν και το ότι χρησιμοποιούσαμε λέξεις σλάβικες. Μία εμπειρία ήτανε, μας είχανε βάλει να γράψουμε μία έκθεση με θέμα τα δημόσια πρόσωπα του χωριού και εγώ σαν παιδί με μεγάλη περηφάνια πίστευα ότι θα γράψω πολύ καλά, γιατί ήξερα τα δημόσια πρόσωπα. Έβγαλα πρώτα τον παπά, τον κοινοτάρχη, τον δάσκαλο και τον «Μάμαλη». Αυτό ήτανε μεγάλο λάθος και έφαγα πάρα πολύ ξύλο, γιατί πίστευε ο δάσκαλος ότι ο «Μάμαλης» είναι σλαβική λέξη. Μου ‘πρηξε τα χέρια από το ξύλο. Και έφαγα ξύλο, αλλά δεν κατάλαβα γιατί. Το «Μάμαλης» ήτανε το παρατσούκλι του αγροφύλακα, το οποίο εμείς δεν ξέραμε. Κάθε φορά που κλέβαμε φρούτα, μας λέγανε όλοι ότι θα ‘ρθει ο Μάμαλης να μας πιάσει, θα μας βάλει στη φυλακή, να ο Μάμαλης μάς βλέπει. Εμείς κρύβαμε τα φρούτα κάτω από την μπλούζα και αυτά και πολλές φορές συναντούσαμε τον Μάμαλη και μας έλεγε, μας ρωτούσε: «Τι έχεις εκεί;» και μας τα έπαιρνε. Και ο Μάμαλης ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών βασικά, που κλέβανε τα φρούτα. Ποτέ όμως κανένας δεν μας είπε ότι ο Μάμαλης ήταν ο αγροφύλακας του χωριού. Ο Μάμαλης ήτανε για μας αυτός που φύλαγε τα φρούτα και τα χωράφια. Ένα άλλο που έφαγα πάλι πολύ ξύλο, πάλι δεν κατάλαβα γιατί, το θέμα ήτανε τα διάφορα πουλιά και τα ζώα του χωριού και έκανα το λάθος και έγραψα ότι έχουμε και «κάργιες», πουλιά. Ο δάσκαλος πίστευε ότι η κάργα -δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν είχε ξανακούσει τη λέξη «κάργα»- είναι σλαβική λέξη και με έδειρε για αυτό. Ποτέ, όμως, δεν μου είπε πώς λέγονται οι «κάργιες» αλλιώς. Ποτέ δεν κατάλαβα. Ήμουν ένα παιδί που πήγα πολύ νωρίς στο δημοτικό, κέρδισα χρονιά. Οι δικοί μου ασχολιόντουσαν με τα χωράφια, δεν ασχολήθηκαν ποτέ μαζί μου να με διαβάσουν και αυτά. Στη πρώτη δημοτικού πίστευα ότι είμαι χαζή, ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα και είχα πείσει τον εαυτό μου ότι έτσι είμαι και δεν πρόκειται να ασχοληθώ με το ζήτημα. Γύριζα από το σχολείο, πετούσα την τσάντα μου και έφευγα και έπαιζα στα βουνά. Πήγαινα στα ποτάμι[00:05:00]α, έκανα πώς ψαρεύω, έβαζα ένα ξύλο με κλωστή, έκανα πως ψάρευα. Πήγαινα στις σπηλιές, έψαχνα όπου έτρεχε νερό και έλεγα: «Έχει αγιασμένο νερό», «Εδώ αυτό το νερό είναι ιαματικό» ή «Το πίνουν οι νεράιδες» και λοιπά. Δεν ήμουνα τόσο κοινωνική, δεν έπαιζα πολύ με τα παιδιά που παίζανε «Αρακίμ», «Μηλάκια» και αυτά. Ήμουνα πάντα στην άκρη. Βέβαια αυτό άρχισε να αλλάζει και να έχω αυτοπεποίθηση όταν στο σπίτι του παιδιού, όπου πηγαίναμε και μας διάβαζε μία κυρία, μου είχε αδυναμία και μου ανέβασε το ηθικό λέγοντας ότι είμαι πολύ έξυπνο παιδί και ήμουν πάρα πολύ καλή στα Μαθηματικά και θα μπορούσα να γίνω πολιτικός μηχανικός. Το πίστεψα και άρχισα να ανεβαίνω. Βέβαια, είχα πολλές ικανότητες στη ζωγραφική και αυτά, με βάζανε και ζωγράφιζα τα παιδιά για το σχολείο. Εντάξει, είχα διάφορα παιχνίδια. Μ’ αρέσανε, σκάλιζα ξύλα και πίστευα ότι θα κάνω μία μηχανή που θα αρχίσει να πετάει και τέτοια. Παιχνίδια δεν είχα. Μία φορά η νονά μου μού είχε φέρει μία κούκλα- μία φορά στη ζωή μου με θυμήθηκε που ήταν στη Γερμανία- και η μαμά μου, επειδή ήτανε πολύ όμορφη, για να μην τη χαλάσω την έβαλε πάνω στην ντουλάπα. Και εγώ για να την εκδικηθώ, της έβγαλα τα μάτια μετά, γιατί δεν με άφηνε να παίζω με αυτή και έλεγε συνέχεια να μην τη χαλάσω ή τέτοια. Στην έκτη δημοτικού, όταν πήγε εκδρομή η δεσποινίς Μαίρη, που ήταν στο σπίτι του παιδιού, με ρώτησε τι θέλω να μου φέρει από την εκδρομή και της είπα: «Ένα κάρο», παιχνίδι. Γούρλωσε τα μάτια και μου λέει: «Κάρο; Μα εσύ είσαι μεγάλη!». «Εγώ θέλω ένα παιχνίδι, ένα κάρο». Και πήγε η αγαπημένη μου δεσποινίς Μαίρη και μου βρήκε ένα κάρο, ένα παιχνίδι και έπαιζα συνέχεια με εκείνο το κάρο, ένα άλογο που έσερνε ένα κάρο πλαστικό και ήτανε το αγαπημένο μου παιχνίδι. Φυσικά η θέση της γυναίκας στο χωριό ήταν πολύ καταπιεσμένη. Έπρεπε από μικρά τα κορίτσια να μάθουνε να κάνουνε τις δουλειές του σπιτιού, να κεντάνε. Απαγορευότανε το διάβασμα, στη δική μου την οικογένεια, από τη μαμά μου, γιατί πίστευε ότι όταν έπαιρνα «Mickey Mouse» να διαβάσω ή «Μπλεκ» ή «Μικρό Σερίφη», έλεγε πως θέλω να τεμπελιάσω και να αποφύγω τις δουλειές και μου τα ‘σκιζε κι έπρεπε να κάνω διάφορα. Κι από έκτη δημοτικού είχα αναλάβει όλο το πλύσιμο στο χέρι, μαγείρεμα. Ζήλευα πάρα πολύ τον αδερφό μου που πήγαινε για βαρκάδα με τον μπαμπά μου, για κολύμπι, βόλτες με το τρακτέρ ή με το ποδήλατο. Κάποια στιγμή είχα κάποιο ποδήλατο, κάποιος μου έφερε ένα ποδήλατο, αλλά δεν με αφήνανε να κατέβω στον δημόσιο τον δρόμο, όπου περνούσανε τρία αυτοκίνητα όλη την ημέρα, για να μη με πατήσουν τα αυτοκίνητα και πήγαινα σε χωματόδρομους και πάθαινα «φούιτ» όπως λέω, τρυπούσαν οι ρόδες. Μόνο εκεί με άφηνε ο μπαμπάς μου να πάω, για να μην με πατήσουν τα αυτοκίνητα, γιατί ήμουνα κορίτσι. Ήθελα να πάω για κυνήγι με τον μπαμπά μου, ήθελα να πάω σε όλα αυτά που πηγαίνανε τα αγόρια, αλλά ήτανε ντροπή για το χωριό. Βέβαια, ο πατέρας μου με άφηνε να οδηγάω το τρακτέρ, το πήγαινα και μόνη μου, γιατί χρειαζόταν στα χωράφια κάποιος να μετακινεί το τρακτέρ για να φορτώνουνε την καρότσα και εγώ ήμουνα βασίλισσα, όταν γινότανε αυτό.
Σε τι ηλικία;
Αυτό στο δημοτικό. Αργότερα, όταν θα 'πρεπε να πάω γυμνάσιο, δεν είχε λεωφορείο στο χωριό και κατέβηκα σε ένα οικοτροφείο, χριστιανικό. Αυτό αργότερα, όταν είδα την ταινία της «Ματίλντα» μου θύμισε εκείνα τα χρόνια που ήμουνα στο οικοτροφείο. Υπήρχε απομόνωση, ήμουνα ένα παιδί άβγαλτο και ό,τι τροφή μου δίνανε την απορροφούσα. Στην αρχή ήθελα να γίνω καλόγρια, νήστευα Δευτέρα και Τετάρτη. Είχα πάντα τον φόβο του Θεού, γιατί μας εκφόβιζε, ήτανε και φίλη [00:10:00]του Παπαδόπουλου, της χούντας. Είχε και φωτογραφία η διευθύντρια στο δωμάτιό της, θυμάμαι, τον Παπαδόπουλο. Δεν μας άφηνε ποτέ να βγούμε έξω. Το πρωί, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, μας άφηνε τελευταία στιγμή για να τρέχουμε στον δρόμο, να μην χαζεύουμε από ‘δώ και από 'κεί και η μόνη μας διέξοδος ήταν την Κυριακή, στο προαύλιο της εκκλησίας. Στα δωμάτιά μας απαγορευόταν να ανέβουμε, γιατί διάβαζαν, ήμασταν ανά τρία άτομα και υπήρχανε οι μεγάλες που διάβαζαν κι εμείς την περνούσαμε την ώρα μας στην τραπεζαρία. Κάποια στιγμή κάποιες φίλες είχανε γράψει ένα λεύκωμα που ήτανε της μόδας τότε, εκείνη την εποχή και είχανε γράψει για κάποιον, κάποιο αγόρι που άρεσε γενικά, αλλά είχε στραβά πόδια και είχανε γράψει στο λεύκωμα ότι κατουράει σε γωνία 90 μοιρών. Το 'πιασε η διευθύντρια και λειτούργησε εκεί η απομόνωση. Δεν τις άφηνε να βγούνε, ήτανε μόνο στο δωμάτιο, τρώγανε και απαγορευόταν να μιλάμε σε αυτά τα παιδιά. Εκεί κάπου ξύπνησα και άλλαξαν όλα μέσα μου, τους σιχάθηκα και αποφάσισα να φύγω στη μέση της τρίτης γυμνασίου. Υπήρχε μεγάλη καταπίεση εκεί πέρα μέσα. Μάλιστα θυμάμαι ότι είχανε αρρωστήσει πολλά παιδιά που… Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς… Από κάτι πάλι πολύ επικίνδυνο και δεν ειδοποιούσε τους γονείς για να μην βγει προς τα έξω. Και έβαζε εμάς να φροντίζουμε αυτά τα παιδιά, αντί να υπήρχε καραντίνα ή να ειδοποιηθούν οι γονείς και να φύγουν αυτά τα παιδιά, γιατί ήταν επικίνδυνο και για αυτά. Τώρα αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι πώς λεγότανε αυτή η αρρώστια. Κάποια στιγμή θα το θυμηθώ. Μία μέρα ήταν να πάμε μία εκδρομή σε κάποιο μοναστήρι, ένα σοκ που είχαμε πάθει ήτανε ότι ξυπνήσαμε πρωί, 4:00 η ώρα, από έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Πήγαμε να ανάψουμε τα φώτα και ήταν σκοτεινά και τρομοκρατημένες βγήκαμε στον διάδρομο και είδαμε κάτω απλωμένα κεριά και με το φως των κεριών τη διευθύντρια να χτυπάει ένα τάλαντο, για να μας ξυπνήσει όπως ξυπνάνε καλόγριες στα μοναστήρια. Εμείς, βέβαια, πάθαμε ένα σοκ μεγάλο από αυτή την κατάσταση, σαν μικρά παιδιά που ήμασταν και διάφορες τέτοιες εμπειρίες. Και είχαμε πάει στην εκδρομή και μας πήγε σε ένα μνημόσυνο να φάμε για να βγει δωρεάν. Και είχανε ρεβίθια. Και ήμουνα και παιδί που έτρωγα και πολύ και τρώγοντας τα ρεβίθια σήκωσα τα μάτια μου και είδα μαυροφορεμένες τριγύρω να κλαίνε. Και μα λέω: «Μα τι γίνεται εδώ πέρα;», ρώτησα την ξαδέρφη μου και μου λέει: «Δεν κατάλαβες, Κατερίνα; Μας έφερε σε μνημόσυνο!». Από τότε δεν ξανάφαγα στη ζωή μου ρεβίθια και τα είχα φάει με τόση όρεξη! Πεινούσα! Λεφτά δεν είχαμε πολλά. Οι γονείς πίστευαν ότι είμαστε μία χαρά στο οικοτροφείο και τα παιδιά, αυτό που μου έχει μείνει από τότε και τα βλέπω με λαχτάρα τα hot dog, όσες είχανε λεφτά, πηγαίνανε δίπλα και αγοράζανε hot dog. Εγώ όταν είχα λεφτά, που δεν ήταν πολλά, πήγαινα και ζητούσα ένα ψωμάκι, ένα hot dog, χωρίς λουκάνικο, με μουστάρδα και ρίγανη. Τι νόστιμα που ήτανε! Και τώρα, κάθε φορά που τρώω hot dog είμαι πολύ περήφανη που λέω ότι τρώω hot dog με λουκάνικο μέσα! Διάφορες τέτοιες ιστορίες. Και εκεί ήμουνα απομονωμένη. Βγαίναμε… Τότε ήταν της μόδας τα μίνι και εμείς ξεχωρίζαμε, γιατί η διευθύντρια περίμενε στην είσοδο και έπρεπε να φοράμε ποδιές κάτω από το γόνατο και μας έβαζε τσιμπιδάκια στα μαλλιά, γιατί η φράντζα ήτανε ντροπή να υπάρχει, μας έπιανε τη φράντζα με τσιμπιδάκια για να φύγουμε. Και όταν περνούσαμε έξω στην πόλη, φωνάζαν: «Περνάει το Παρθεναγωγείο!», γι[00:15:00]ατί ξεχωρίζαμε πολύ από τους υπόλοιπους. Ευτυχώς όμως ξύπνησα, κάπως μου ήρθε, μάλλον άρχισα να μεγαλώνω και έφυγα. Έβαλαν και λεωφορείο για το χωριό, αλλά όταν βγήκα από το οικοτροφείο δεν ήξερα τον κόσμο και αυτά, ήμουνα πολύ κλεισμένη και μέχρι να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα και σε συνεργασία με τα υπόλοιπα παιδιά, συμμαθητές και αυτά πέρασε αρκετός καιρός και έκανα πολλές γκάφες. Αυτό που προσπαθούσα ήτανε να αντιγράψω συμπεριφορές. Πίστευα ότι όλοι οι άλλοι ήτανε καλύτεροι από μένα και έπρεπε να τους αντιγράψω. Ποτέ δεν ήμουν ο εαυτός μου, δεν είχα αυτοπεποίθηση. Βρέθηκα πολλές φορές και με παρέες πολύ άσχημες, αλλά ευτυχώς ήμουνα γερός χαρακτήρας τελικά και πολύ δυνατή και δεν έμπλεξα ούτε με ναρκωτικά ούτε… Ενώ πέρασαν πολύ κοντά μου. Τώρα δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να πω. Η ζωή βέβαια της γυναίκας πάλι στο χωριό ήταν πολύ καταπιεσμένη. Πολλά παιδιά, κορίτσια, ίσως δεν τα άφησαν να συνεχίσουνε στο Λύκειο. Εγώ είχα επιμονή. Αποφάσισα να γραφτώ στο Επαγγελματικό Λύκειο τότε, γιατί πίστευα ότι δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τις εξετάσεις. Δεν με αφήναν οι δικοί μου να πάω, βασικά η μαμά μου, φροντιστήριο, ενώ τον αδελφό μου τον πιέζανε. Του πληρώνανε τα φροντιστήρια και έλεγε: «Εγώ δεν θα πάω» και εγώ παρακαλούσα, αλλά ποτέ δεν με στείλανε. Και ευτυχώς είχα τον μπαμπά μου από δίπλα, αποφάσισα να γραφτώ στο επαγγελματικό, για να διαβάσω και να περάσω με τον βαθμό. Η μάνα μου μού 'λεγε να γραφτώ στο Γενικό. Είπα στον πατέρα μου, πήγαμε μαζί να με γράψει, του 'δειξα τον δρόμο, λάθος δρόμο, προς το Επαγγελματικό και όχι προς το Γενικό. Στον δρόμο αποφάσισα ότι δεν ήθελα ποτέ να λέω ψέματα, ποτέ δεν έλεγα ψέματα, ό,τι έκανα έλεγα πάντα την αλήθεια και του είπα ότι τον πάω να με γράψει στο Επαγγελματικό και μου λέει: «Ό,τι θες!». Ο μπαμπάκας μου, ήτανε φοβερός τύπος. Και μου λέει: «Ό,τι θες» και λέω: «Η μαμά;», «Άσ' την να λέει. Ό,τι θέλεις εσύ». Ποτέ δεν μου έλεγε όχι. Και όταν πήγα στο σπίτι, φυσικά, η μαμά μου με έδιωξε. Μάζεψα τα πράγματά μου να φύγω αλλά γύρισα πίσω, γιατί δεν είχα που να πάω. Δεν ερχόντουσαν, όμως, να μου πάρουν τους βαθμούς. Είχα 18 και. Κι ένας καλός άνθρωπος με φώναξε, ένας καθηγητής, που υποτίθεται ήταν πολύ αυστηρός αλλά ήταν πάρα πολύ καλός, μας έκανε σχέδιο, ο κύριος Σίσκος και μου είπε: «Γιατί δεν παίρνεις τους βαθμούς; Γιατί δεν έρχονται;». Λέω: «Δεν έρχονται, δεν… Τέτοιο οι άνθρωποι… Εντάξει, ξέρω», «Μα, έχεις καλούς βαθμούς!», λέω: «Εντάξει, το ξέρω, αλλά δεν έρχονται να τους πάρουν, οπότε… Και εγώ το γνωρίζω, δεν χρειάζεται να τους γνωρίζω…» και μου είπε: «Θα έρχεσαι σ' εμένα! Θα σου δίνω εγώ τους βαθμούς στο χέρι, αλλά μην το πεις σε κανέναν». Τελικά τους έδειχνα τους βαθμούς στους γονείς μου. Η μαμά μου καμάρωνε για μένα στη γειτονιά, αλλά της έλεγα ότι: «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να περηφανεύεσαι, αφού δεν με αφήνεις να διαβάζω». Έκανα όλες τις δουλειές και διάβαζα μετά τις 10:00 το βράδυ. Μου αρέσαν πάρα πολύ τα μαθηματικά, ζητούσα επιπλέον ασκήσεις για να έχω να απασχολούμαι το βράδυ. Τελικά πέρασα στη σχολή βρεφονηπιοκόμων και έφυγα, διορίστηκα στην Ξάνθη… Αλλά από τότε η μαμά μου μού το κρατάει ακόμα, που δεν έμεινα στο χωριό για να την περιποιούμαι και να… Δεν μου το συγχώρησε ποτέ και ακόμα με ταλαιπωρεί. Δεν ξέρω τι άλλο θα έπρεπε να πω για τα…
Πάμε από την αρχή;
Ναι.
Μιας και είπαμε… Περάσαμε από πολλά. Αρχικά ποιο είναι το χωριό;
Ποιο είναι το χωριό. Το χωριό μου είναι ένα υπέροχο χωριό, στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν, είναι το Νησί της Εδέσσης.
Και είπες ότι μιλάνε δύο γλώσσες.
Ναι, οι παππούδες γνωρίζανε πάρα πολύ καλά, και οι γονείς μας, τα σλάβικα. Σ' εμάς βέβαια οι γονείς μιλούσανε ελ[00:20:00]ληνικά, ό,τι ελληνικά ξέραν οι άνθρωποι, σπασμένα ελληνικά, για να μπορέσουμε να μάθουμε την ελληνική. Γιατί είχανε καταπιεστεί και οι παππούδες φάγανε πολύ ξύλο παλιότερα, για να μάθουνε τα ελληνικά. Περάσαν και αυτοί άσχημες εποχές, είχαν και τους εμφυλίους και οι γονείς μας σαν παιδιά και το περίεργο ήτανε ότι η γιαγιά μου ήξερε να γράφει, γιατί πρόλαβε να πάει σχολείο, αλλά η μαμά μου δεν ήξερε, γιατί υπήρχε ο ξεσηκωμός συνέχεια, μεταφέρονταν τα παιδιά σε άλλα μέρη, για να μην… Με τον Εμφύλιο. Και δεν πρόλαβαν να πάνε σχολείο. Και φυσικά, εντάξει, κάποιες συμπεριφορές ίσως δικαιολογούνται, γιατί δεν αλλάξανε μυαλά, δεν μπόρεσαν να μάθουν διάφορα πράγματα, υπήρχε αναλφαβητισμός. Η αδερφή της μαμάς μου είχε ξεφύγει, γιατί είχε πάει δίπλα σε μια μοδίστρα και έμαθε να ράβει. Κάποιες άλλες φίλες από το χωριό είχανε πάει και σαν… Παίρνανε κορίτσια σε σπίτια για να βοηθάνε για τις δουλειές και είδανε διαφορετικές νοοτροπίες και άνοιξε το μυαλό τους και ήτανε… Σκεφτόντουσαν διαφορετικά.
Και είπες ότι τις μεταφέρανε στον Εμφύλιο, πού τους μεταφέρανε;
Σε διπλανά χωριά, για να μην πάρουνε τα παιδιά, υποτίθεται, οι αντάρτες πάνω στο βουνό. Πολλοί φεύγανε και στα Σκόπια. Ήταν όμηροι βασικά εγώ πιστεύω. Κρατούσαν τα παιδιά σαν ομήρους. Και ο πατέρας μου σαν παιδί είχε πάει στη Μυτιλήνη, τον είχανε πάρει, σαν να λέγανε, ας πούμε: «Καθίστε καλά! Έχουμε τα παιδιά σας». Ο πατέρας μου, βέβαια, πέρασε πάρα πολύ καλά στη Μυτιλήνη, ήτανε προσαρμοστικός άνθρωπος. Και μου 'λεγε ότι τους ταΐζανε μουρουνέλαιο και όλοι δεν το τρώγανε, γιατί τους βρωμούσε και ο ίδιος έπαιρνε και των αλλωνών και το 'τρωγε στο ψωμάκι και ήτανε πολύ δυνατός.
Άρα η δική σας γένια ήτανε αυτή που μιλούσε πιο πολύ τα ελληνικά; Από τους γονείς σας, η κύρια γλώσσα τους ήτανε τα σλάβικα από αυτή τη γενιά των γονιών σας και πίσω;
Ναι, η κύρια γλώσσα ήταν τα σλαβικά, μεταξύ τους συνεννοούνταν στα σλάβικα, αλλά όχι ότι δεν ξέρανε και τα ελληνικά. Μπορούσανε άνετα να συνεννοηθούνε και στην ελληνική γλώσσα. Απλά απέφευγαν να μιλάνε σ' εμάς ελληνικά, στα παιδιά, γιατί υπήρχε και ο φόβος παλαιότερα της γλώσσας. Και πιστεύω ότι είχαμε πάρα πολλά τραγούδια και σαν παιδί και στους γάμους πήγαινα και χορεύαμε παραδοσιακά στα σλάβικα, αλλά από τη στιγμή, πιστεύω, που απαγορεύτηκαν τα λόγια στα τραγούδια και ακούγαμε μόνο μουσική, αυτά χάθηκαν. Και από αντίδραση η καινούργια γενιά έμαθε, στην απαγόρευση αυτή έμαθε τα σκοπιανά και αυτήν τη στιγμή γίνεται ένας χαμός από σκυλάδικα σκοπιανά, που έχουνε πάρει τη θέση των παλιών παραδοσιακών. Πιστεύω ότι η αντίδραση αυτή, πάντα η αντίδραση είναι χειρότερα, φέρνει χειρότερα αποτελέσματα. Θα μπορούσαν να κρατήσουνε τα παραδοσιακά τα παλιά, που χόρευε ο κόσμος και είχε μεγαλώσει με αυτά και να ακολουθήσει και η νεολαία με αυτά, παρά… Και πολλά από αυτά τα καινούρια μιλάνε για ενωμένη Μακεδονία και όλα αυτά. Η νεολαία μπορεί να τα τραγουδάει χωρίς να ξέρει τι σημαίνουνε, γιατί έχει χαθεί, δεν ξέρει η νεολαία τη γλώσσα πια και τα τραγουδάει και τα χορεύει με πάθος. Χωρίς να ξέρει τι χορεύει ή χορεύει «Τρία κιλά μπανάνες» λέει ένα τραγούδι και «Άιντε Τσικιτά, Ώπα» και αυτά και για τρία κιλά μπανάνες στα σλάβικα. Ενώ ωραιότατα τραγούδια παλιά έχουνε χαθεί.
Θυμάσαι μήπως κάποιο; Παλιό παραδοσιακό;
Παλιό το…«Σέστρα μόλε μπράτε». Λέει ένα[00:25:00]… Είναι ένα τραγούδι που η αδερφή παρακαλάει τον αδερφό για να καθίσουν στο τραπέζι, για να φάνε και ο αδερφός δεν έχει όρεξη και λέει ότι πήγε σε μία ταβέρνα. Είχε πιεί, σκότωσε κάποιο παιδί και ζητάνε το αίμα πίσω. Και σκέφτεται η αδερφή- αναφέρεται στην αγάπη της αδερφής προς τον αδερφό- ότι έχει πολλά παιδιά η αδερφή του και θα δώσει ένα από αυτά στην οικογένεια που έχασε το παιδί. Και κάθεται και αναλογίζεται, σαν μάνα πια, ποιο παιδί να δώσει και αποφασίζει να δώσει το πιο μικρό και το πιο γλυκό. Ένα από αυτά. Μετά ήτανε διάφορα τραγούδια που λέγανε στους γάμους, όταν κάναν το προζύμι, το «Βιενα λόζα». «Βίενα λόζα, βίενα, βίενα...». Μετά κάτι άλλα, το «Τσούλα να πριτσούλα τζάναμ», ένα χιουμοριστικό τραγούδι για, υποτίθεται, μία καλή νύφη, που δεν ήξερε να μαγειρεύει. Ότι έφτιαχνε πίτες σαν τα δοκάρια της σκεπής, τόσο χοντρά έκανε τα στριφτά, τις στριφτόπιτες… Διάφορα τέτοια.
Αν θυμάσαι κανέναν άλλο σκοπό, θα ήθελες να μου τραγουδήσεις ένα;
Ποιο; «Τσούλα να πριτσούλα τζάναμ Τσούλα να πριτσούλα Τσούλα να πριτσούλα τζάναμ νογκουλέ πιαντέλα νογκουλέ πιαντέλα τζάναμ νογκουλέ πιαντέλα νογκουλέ πιαντέλα τζάναμ νογκουλέ πιαντέλα νογκουλέ πιαντέλα τζάναμ νογκουρά πουτάλα νογκουρά πουτάλα τζάναμ νογκουρά πουτάλα νογκουρά πουτάλα τζάναμ ντεσιντ φέλιν αντεν» Δεν το θυμάμαι καλά. Λέει ότι έτρωγε, δούλευε πάρα πολύ αυτή η κοπέλα, αλλά έτρωγε και πάρα πολύ υποτίθεται. Και είναι ένα χιουμοριστικό, μπορεί να λέει ότι δούλευε πολύ, αλλά μετά τα παίρνει πίσω. Δεν το θυμάμαι καλά το… Είχε… Έχει διαφορά το: «Σέστρα μόλε μπράτε σαφέτσερα άιντε αιντε μπράτκε νταβετσερα με άιντε άιντε μπράτκε νταβετσέρα με ετσέρα αιντε σε στρόβε ετσέραϊτερε για σου τι νταμ σε στρόβου μη ανα για σου τι νταμ σε στρόβου μη ανα γκόλεμ ζαλούμ σε στρό στο ναπραϊλο γκόλεμ ζανουμ σε στρο στο ναπραϊλο σουζα να κλαουμετνο σινα μαϊκά σε καονι παλάτ κραβνίν ατα σε καονί παλάτ κραβνίν ατα αιντε αιντε πρατκέ νταβετσέρα με κραβνιν αντάς σαβερνέ κουλα ιμπιλά κραβνιν αντας σαβερνε κουλα ιμπιλα αιντε αιντε πρατκέ νταβετσέρα με σε στραιμα πρ[00:30:00]ατκε ντε σα τσινα σε στραιμα πρατκε ντε σα τσινα ετνο σινε σε στρο κίπρε ζαλι ετνο σινε σε στρο κίπρε ζαλι σα ζιλιου βα μαικά κοι σιν ντα τε» Κάπως έτσι ήταν.
Τι όμορφο.
Δεν το θυμάμαι και εντελώς, στο περίπου.
Θα μου το μάθεις να το λέμε μαζί.
Ναι.
Τα σλάβικα δεν έχουνε γραφή, ε;
Δεν έχουνε γραφή, όχι.
Και πώς έμαθες εσύ αυτά τα τραγούδια; Πού;
Όταν ήμουνα μικρή, ήμουνα και ζωηρή. Μου άρεσε πάρα πολύ να χώνομαι. Τότε παλιά στις γιορτές μαζευόντουσαν παρέες, διάφοροι παππούδες και πηγαίνανε και είχανε τραπεζώματα με τσιπούρα και αυτά και πίνανε και αρκετά στο χωριό, ευκαιρία για να πιούνε και οι παππούδες και χωνόμουν και εγώ μ’ έναν ξάδερφό μου μαζί τους και πήγαινα καθόμουνα στην άκρη. Τρώγαμε καλά και ακούγαμε και τα τραγούδια και είχανε πολύ κέφι οι παππούδες. Και λέγανε διάφορα τραγούδια στην τάβλα, της τάβλας. Βέβαια φεύγανε όλοι σουρωμένοι, μετά τους πηγαίναμε και στο σπίτι με τον ξάδερφό μου, γιατί παραπατούσανε. Η μάνα μου με έψαχνε πάντα. Έτρωγα και ένα χέρι ξύλο μετά, γιατί δεν με έβρισκε, αλλά, εντάξει, εγώ περνούσα καλά. Απαγορευόταν να πηγαίνουμε στα καφενεία, αλλά εγώ χωνόμουνα, γιατί πήγαινε και ο μπαμπάς μου έπαιρνε… Έπαιζε χαρτιά εκεί και πήγαινα… Πάντα καθόμουνα δίπλα του, άκουγα ιστορίες και έπαιρνα και το χαρτζιλίκι. Του έλεγα: «Μπαμπά, δεν θα μου δώσεις κάνα φραγκάκι; Να πάρω κανένα γαριδάκι;». «Μμμμ», λέει, «πάλι γαριδάκια Popeye θες, ε;» και πάντα μου έδινε το χαρτζιλικάκι μου, και πήγαινα, έτρωγα γαριδάκια Popeye, τα ‘παιρνα και καθόμουν εκεί δίπλα του. Αλλά όταν μάθαινε η μάνα μου ότι πήγαινα στο καφενείο και καθόμουν δίπλα στον μπαμπά μου, πάλι τις έτρωγα. Πάντα έλεγα για να βρω ευκαιρία να φύγω από το σπίτι, έλεγα - γιατί όλα τα κορίτσια έπρεπε να έχουν ένα κέντημα, ένα τσαντάκι με κέντημα. Είχα και εγώ, είχα πάρει ένα με βελούδο γύρω-γύρω, ένα κοριτσάκι, για να μην έχω να το γεμίζω πολύ το καδράκι και πάντα έπαιρνα το κέντημα μαζί και μου έλεγε η μάνα μου: «Πού πας;». «Πάω να κεντήσω!» έλεγα, το πετούσα σε μία άκρη και πήγαινα εγώ στα βουνά και στα ποτάμια. Και όταν γύριζα, έλεγχε τι είχα κάνει. Ποτέ δεν είχα κεντήσει. Το κέντησα αφού τελείωσα τη σχολή.
Το έκανες, όμως.
Ναι, αλλά για εκείνο το κέντημα έφαγα πολύ ξύλο. Μου τραβούσε το μαλλί μου. Τι να κάνουμε; Εντάξει, το καλό είναι ότι κατάφερα να ξεφύγω από όλα αυτά. Και μου αρέσει πάρα πολύ το χωριό μου. Κάθε φορά που πάω τώρα πια πηγαίνω για ψάρεμα, πηγαίνω για βαρκάδα, πηγαίνω στα βουνά, αυτά που μου αρέσουν.
Με τον ξάδερφο;
Όχι με τον ξάδερφο, με άλλα ξαδέρφια.
Πότε πήγες πρώτη φορά στο καφενείο; Θυμάσαι πότε ήταν η πρώτη φορά που παρανόμησες;
Κάθε φορά πήγαινα στο καφενείο, γιατί πάντα πήγαινε ο μπαμπάς μου και δεν με έδιωχνε. Και έτρωγα και καμιά φορά κανένα λουκανικάκι. Μια φορά, που είχε αρρωστήσει η μάνα μου, αποφάσισα να κάνω και μου αρέσουν τα λουκάνικα και έλειπε από το σπίτι και αποφάσισα στο δημοτικό να κάνω φαγητό για τον μπαμπά μου. Και πήγα στο μπακάλικο και πήγα να πάρω λουκάνικα και μου είπε κιόλας ο μπακάλης: «Αυτά είναι πάρα πολύ παλιά» και αυτά. «Όχι», έλεγα, «εγώ πρέπει να μαγειρέψω στον μπαμπά μου, να του κάνω λουκάνικα» και πήρα τα λουκάνικα, ήταν τόσο ξερά και στεγνά. Του τα 'φτιαξα, ο μπαμπάς μου τα πέταξε στον σκύλο, αλλά ούτε ο σκύλος τα 'φαγε. Και είχε να το λέει ο μπαμπάς μου ότι του μαγείρεψα λουκάνικα. Εγώ με τόση χαρά, δεν μου είπε ότι τα 'φαγε.
Δεν σ' το είπε ότι τα πέταξε στον σκύλο;
Μου το 'λεγε συνέχεια, δεν έπρεπε να μου το πει κι ότι δεν τα έφαγε και ο σκύλος.
Και όταν κλέβατε φρούτα; Ήσ[00:35:00]ασταν παρέα ή έκλεβες μόνη σου;
Το κατά δύναμιν. Και με παρέες και μόνη μου.
Πώς κλέβατε; Από αυλές…;
Όχι, στα χωράφια. Πηγαίναμε, μαζεύαμε καρύδια... Όταν περνούσαμε από το χωράφι, άμα βλέπαμε ωραιότατα μήλα και αυτά, δεν θα μπαίναμε; Οι άνθρωποι δεν λέγανε τίποτα. Απλά ο Μάμαλης θα μας έβρισκε και όποιος περνούσε και μας έβλεπε να κλέβουμε- τώρα δεν θα παθαίνουν τίποτα άμα παίρναμε καρύδια ή μήλα- για να μας πειράξουν οι υπόλοιποι έλεγαν: «Να, ο Μάμαλης, έρχεται!» και εμείς κρυβόμασταν. Φεύγανε και τα φρούτα μέσα από την μπλούζα. Διπλώναμε την μπλούζα, δεν είχαμε σακούλες. Κάναμε τέτοια.
Ανέφερες και το «Σπίτι του Παιδιού» στο χωριό. Τι ήτανε το σπίτι του παιδιού;
Το «Σπίτι του Παιδιού» τα είχε δημιουργήσει η Φρειδερίκη; Ο Βασιλεύς Παύλος, του βασιλιά Παύλου ήτανε και ήτανε διάφορα ιδρύματα, ήταν κοντά στο σπίτι και πηγαίναμε υποτίθεται για να διαβάζουμε. Είχε βιβλιοθήκη, είχε… Και ήτανε κάποια κορίτσια που μένανε εκεί και βοηθούσανε τα υπόλοιπα παιδιά. Εγώ ήμουνα τυχερή, γιατί ήταν στη γειτονιά μου και με είχε συμπαθήσει πάρα πολύ η δεσποινίς Μαίρη και όταν φοβόταν να κοιμηθεί το βράδυ πήγαινα κι εγώ. Και είχε και μπάνιο! Και έκανα μπάνιο εκεί, είχε ντουζιέρα! Στο σπίτι μας δεν είχε, είχαμε ένα βρυσάκι, ένα τενεκεδένιο και κάναμε εκεί. Και ήταν η χαρά μου να κάνω μπάνιο στο «Σπίτι του Παιδιού». Και μας βοηθούσαν πάρα πολύ. Μου έκανε και τα χατίρια, μία φορά μου έβαψε τα νύχια και πήγα εγώ με καμάρι στο δημοτικό και τα έδειξα και μου 'πε: «Πού τα 'βαψε; Ποιος σου έβαψε τα νύχια;», μου λέει ο δάσκαλος και εγώ δεν τη μαρτύρησα, αλλά κατάλαβε. Μου λέει: «Να πας να τα ξεβάψεις!», «Μα, δεν μπορώ να τα ξεβάψω, δεν βγαίνουνε». «Ξέρω εγώ, αυτή που σου τα έβαψε έχει ξεβαφτικό. Να πας να σου τα ξεβάψει!», γιατί κάνανε παρέα και κατάλαβε και ο δάσκαλος ποιος μου έβαψε τα νύχια. Τέτοια πράγματα γινόντουσαν, εντάξει. Και εκεί θυμάμαι φορούσαμε φουστάνια, απαγορευόταν να φοράμε παντελόνια, αλλά επειδή κρυώναμε φορούσαμε και ένα παντελόνι από κάτω και φουστάνια και είχαμε και τρύπια παπούτσια, αεριζόμενα στο δημοτικό. Αλλά, εντάξει, χορταίναμε και παιχνίδι. Είχαμε και ζώα, τις αγελάδες μας. Όταν με βάζανε, όταν λείπανε και αυτά με βάζανε να ποτίσω τις αγελάδες, αλλά εγώ φοβόμουνα να πάω ανάμεσά τους, γιατί ήμουνα και μικροκαμωμένη και προσπαθούσα με ένα ξύλο, έβαζα τον τενεκέ με το νερό στην άκρη, προσπαθούσα να το πάω και μετά με κοροϊδεύανε η μαμά μου και ο αδερφός μου, γιατί είχα βρει αυτόν τον τρόπο να δώσω νερό και φοβόμουνα να περάσω ανάμεσά τους. Μα ήταν τεράστιες, δεν μπορούσα. Αν κουνιόντουσαν, θα με κάνανε σάντουιτς, σαν το hot dog που έλεγα. Ήτανε… Εντάξει, δεν… Είμαι περήφανη πάντως που προσπάθησα και επιβίωσα από όλα αυτά. Όχι ότι την έβγαλα ψυχολογικά καθαρή, πάντα επηρεάζουν αυτές οι καταστάσεις, αλλά, εντάξει, πιστεύω ότι τη γλύτωσα.
Η δεσποινίς Μαίρη είπες ότι φοβόταν να κοιμηθεί το βράδυ μόνη της;
Ναι, γιατί σαν κορίτσι και αυτή, σαν νέα ίσως πηγαίνανε κάποιοι, χτυπούσαν τα παράθυρα ή αυτά και με είχε για παρέα.
Και σε αφήναν οι γονείς σου να πας στο σπίτι της;
Ναι, ναι, ναι. Η δεσποινίς Μαίρη ήταν ο πολιτισμός. Και θεωρούνταν ότι, επειδή κάνανε και παρέα με τη δεσποινίς Μαίρη, ερχόταν και στο σπίτι, η μαμά μου το θεωρούσε μεγάλη τιμή να έχουμε σχέσεις με πολιτισμένους ανθρώπους. Είχε και ντουζ!
Έμεινε χρόνια στο χωριό; Ή έφυγε μετά από λίγο;
Όχι, έμεινε χρόνια, μέχρι που βγήκε στη σύνταξη και τη βρίσκω και ακόμα. Καμιά φορά την παίρνω και τηλέφωνο. Είναι από τις αγαπημένες μου κυρίες, η δεσποινίς Μαίρη. Την αγαπώ πάρα πολύ και μία φορά που είχαν έρθει και στην Ξάνθη με την παρέα της, είχαμε βγει έξω και είπα μπροστά στην παρέα της ότι τη θαυμάζω και η δεσποινίς Μαίρη είναι η αιτία που άρχισε να ανεβαίνει το ηθικό μ[00:40:00]ου και η αυτοπεποίθησή μου. Γιατί σπάνια άκουγα κάποιον καλό λόγο, από τη μάνα βασικά. Ο πατέρας μου βέβαια, εντάξει, δεν μπορούσε να ανακατευτεί στο μεγάλωμα των παιδιών και πολύ, αλλά εντάξει. Μου 'κανε όλα τα χατίρια ο μπαμπάς μου.
Και για ένα διάστημα έμενα μόνιμα στο λύκειο στην Έδεσσα πάλι, επειδή δεν είχε λεωφορείο και μου 'λεγε να μην πηγαίνω ντίσκο, γιατί έχει ναρκωτικά εκεί κι αυτά και θα με κάνουν και θα με ράνουν. Αλλά εγώ ποτέ δεν μπορούσα να πω ψέματα στον μπαμπά μου. Κάθε φορά που πήγαινα, όταν πήγαινα στο χωριό, του 'λεγα: «Να ξέρεις, πήγα ντίσκο». Φώναζε, έκανε: «Να, ναρκωτικά, να ξέρεις, αυτά». Του έλεγα «Δεν… Προσέχω.», «Να μην ξαναπάς». Εγώ ξαναπήγαινα και του το 'λεγα πάλι: «Να ξέρεις, πήγα disco» και αυτά. Τελικά συνήθισε στην ιδέα. Στη μάνα μου δεν το 'λεγα. Και μια ιστορία που είχε γίνει, είχα πάρει και υποτροφία από το Επαγγελματικό Λύκειο, αλλά επειδή δεν βλέπαμε ποτέ λεφτά στα χέρια μας… Τα καλοκαίρια δουλεύαμε και τις διακοπές σε εργοστάσια σαλιγκαριών, βατραχών κι αυτά και... Ή σαν παιδί, σαν ανήλικη, σαν σε κονσερβοποιία, δεν μας δηλώνανε. Δουλεύαμε νυχτερινές βάρδιες, για να μην φαίνεται ότι δουλεύουμε εκεί. Μας δίνανε μισό μεροκάματο, αλλά τα λεφτά τα παίρναν οι γονείς, γιατί τα είχαν ανάγκη κιόλας οι άνθρωποι. Και όταν πήρα την υποτροφία, πήγα, αγόρασα ένα κασετόφωνο, αγόρασα μία κιθάρα. Δεν τους το 'πα. Και με χαρά εγώ, όταν πήρα τα λεφτά, μου τα δώσανε και πήγα σε μία καφετέρια με μία παράξενη παρέα που… Τότε που έκανα παρέα με διάφορους. Την καφετέρια την είχε ένας συγχωριανός και πήγε και το είπε στον μπαμπά μου, ότι μετρούσα λεφτά, γιατί… Και φυσικά ο άνθρωπος καλά έκανε, γιατί ήτανε και η παρέα μυστήρια, ήξερε ότι παίρνουνε ναρκωτικά. Νόμιζε ότι παίρνω ναρκωτικά. Το 'μαθε η μάνα μου, πήγα στο σπίτι, με ξεμάλλιασε, φωνές, κακό! Και έλεγα: «Άμα θέλετε, πάμε στο νοσοκομείο να μου κάνετε εξετάσεις. Δεν παίρνω ναρκωτικά!», αλλά τίποτα για την υποτροφία. Σιγά μην έλεγα εγώ. Και με έπιασε ο πατέρας μου και μου λέει: «Δεν μου λες, παίρνεις ναρκωτικά;». Άρχισα να φωνάζω εγώ: «Πάμε στο νοσοκομείο! Τι είναι αυτά που λέτε! Δεν παίρνω ναρκωτικά και αυτά!», μου λέει: «Μία ερώτηση σου έκανα. Παίρνεις ναρκωτικά, ναι ή όχι;», του είπα: «Όχι. Δεν παίρνω». «Εντάξει. Αυτό. Τελείωσε. Δεν θα σε ξαναρωτήσω, τέλειωσε. Μου λες την αλήθεια». Τον είχα συνηθίσει πάντα να του λέω την αλήθεια ό,τι και να έκανα. Και μετά από χρόνια του είπα: «Θυμάσαι τότε, με τα ναρκωτικά και αυτά και που μου 'λεγες και αυτά… Ορίστε, αυτό το κασετόφωνο τώρα» του το έδωσα το κασετόφωνο, του το έκανα δώρο, «Είναι από κείνα τα λεφτά. Είχα πάρει μία υποτροφία...». Και την κιθάρα, όταν την εμφάνισα και με είδε, μου λέει: «Μπουζούκι ήσουνα και μπουζούκι πήρες». Εντάξει, βέβαια δουλεύαμε στα εργοστάσια, καλά ήτανε στις κονσερβοποιίες, αλλά όταν δούλευα στα σαλιγκάρια πονούσε πάρα πολύ η πλάτη μου, γιατί καθόμασταν σε παγκάκια και είχα και σκολίωση. Και το βράδυ πάλι στον ύπνο μου έβλεπα ότι καθάριζα σαλιγκάρια και δεν τελείωνε ποτέ αυτό το μαρτύριο. Το καλοκαίρι διακοπές, ερχότανε λεωφορείο μία φορά το καλοκαίρι και πηγαίναμε στη θάλασσα και, εντάξει, αυτές ήταν οι διακοπές το καλοκαίρι. Και μια φορά έγινα και ρεζίλι, γιατί μάζευα τριφύλλια την προηγούμενη μέρα και δεν πρόλαβα το βράδυ να… Δεν είχε νερό να κάνω μπάνιο. Την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στη θάλασσα και είπα: «Θα πάω στη θάλασσα και θα πλυθώ», αλλά η βρωμιά δεν έφευγε και με κοροϊδεύανε. Τελικά η θάλασσα δεν ξεπλένει.
Γιατί ήσουνα βρώμικη;
Γιατί μάζευα τριφύλλια και ήμουνα μέσα στη σκόνη και στη βρωμιά. Και είπα: «Αφού θα πάω θάλασσα, θα πλυθώ». Δεν ήτανε και το μπάνιο και συχνό.
Δεν είχατε νερό;
Είχαμε νερό, ζεστό νερό δεν είχαμε. Αλλά και η κούραση ήταν τόσο μεγάλη, που ήθελα να κοιμηθώ, για να ξεκουραστώ. Βέβαια, από τότε, εντάξει, έβαλα μυαλό και έκανα μπάνιο συνέχεια. Ήτανε μία τέτοια της στιγμής, μία σκέψη. Είναι από αυτές τις εμπειρίες που σου βάζουνε μυαλό, ναι.
Από τι ηλικία ξεκίνησες να δουλεύεις;
Στα χωράφια;
Στα χωράφια, στα εργοστάσια…
Στα εργο[00:45:00]στάσια από δώδεκα-δεκατριών χρονών; Το καλοκαίρι βέβαια, όχι συνέχεια. Όταν υπήρχαν οι κονσερβοποιίες. Και μάλιστα, επειδή ήμασταν και μικροκαμωμένα, δουλεύαμε περισσότερο από τους μεγάλους. Μας βάζανε κάτω από τις μηχανές να καθαρίζουμε τα σάπια και τα τέτοια και παίρναμε και μισό μισθό.
Με πόση ώρα δουλειάς;
Οκτάωρο.
Βάρδια…;
Νυχτερινή, για να μην έρχονται οι επόπτες εργασίας.
Τι ώρες δηλαδή;
Θυμάμαι κιόλας; Από τις 10 το βράδυ μέχρι τις… 6 το πρωί; Εκεί. Εντάξει, ήτανε… Ήταν εμπειρίες. Καλό ήτανε, ερχόταν λεωφορείο, παρέα, τραγούδια, πηγαίναμε, γυρίζαμε, πάλι με τραγούδια…
Με ποιους πήγαινες στη δουλειά;
Ήτανε κι άλλοι από το χωριό. Όλες οι συμμαθήτριές μου, φίλες, μαζευόμασταν πολλά άτομα και δουλεύαμε. Συνήθως γυναίκες, βέβαια. Οι άντρες δεν ερχόντουσαν, οι άντρες κάναν μόνο ηλεκτρολόγοι κι αυτά, δεν κάνανε δουλειές διαλογής ή τέτοια. Ήτανε μόνο για τις γυναίκες και οι γυναίκες πηγαίναν στα εργοστάσια, στα ψάρια και στα σαλιγκάρια. Οι άντρες στο καφενείο. Οι γυναίκες… Και ρωτούσαν, όταν τους ρωτούσαν τους άντρες, συνήθως πολλούς: «Τι δουλειά κάνετε;». «Η η γυναίκα μου δουλεύει στο εργοστάσιο», έλεγε, λέγανε οι περισσότεροι. Ο μπαμπάς μου βέβαια είχε τρακτέρ και έκανε δουλειές… Δούλευε… Όργωνε χωράφια, θέριζε και αυτά και ήτανε από τους πρώτους στο χωριό. Είχε πάει στη Γερμανία και είχε μαζέψει χρήματα και πήρε ένα τρακτεράκι, αλλά εμένα μου άρεσαν τα άλογα. Και όταν ήμουνα μικρή του έλεγα ότι θέλω να πουλήσει το τρακτέρ και να πάρει άλογα και λέει: «Ο πρώτος του χωριού! Έχουμε τρακτέρ και θέλεις να πάρουμε, να γυρίσουμε πίσω;» Εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ τα άλογα. Και μία φορά ήθελα να κλέψω ένα γαϊδούρι για να κατέβω στην Έδεσσα, όταν ήμουν στο δημοτικό. Και ανέβηκα στο γαϊδούρι, για να πάω βόλτα στην Έδεσσα. Ήμουνα πολύ μικρή, δεν σκεφτόμουνα πώς θα πάω και πώς θα γυρίσω, έλεγα: «Θα πάω στην Έδεσσα και θα γυρίσω». Ανέβηκα στο γαϊδούρι και ευτυχώς ο γάιδαρος δεν ξεκίνησε, γιατί έκανα… Με το «πρρρ» που λέγαμε στα γαϊδούρια, ήταν εντολή, όταν λέγαμε «πρρρ», έπρεπε να ξεκινήσουν, με το «τσονγκς» σταματούσανε. Εγώ μην ξέροντας, ανέβηκα στον γάιδαρο και του έλεγα «πρρρ», πήγαινε να ξεκινήσει ο γάιδαρος: «Τσόνγκς! Πρρρτσόνγκς, πρρρτσόνγκς» φώναζα για να ξεκινήσει ο γάιδαρος, δεν ήξερα ότι το «τσόνγκς» το λέγανε για να σταματήσει και ότι το «πρρρ» για να ξεκινήσει και ο γάιδαρος έκανε κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Και δεν ξεκίνησε ποτέ για να πάω στην Έδεσσα. Τέτοιες ιστορίες.
Είχατε κι άλλα ζώα στο σπίτι;
Είχαμε αγελάδες, είχαμε μία κατσίκα. Τις αγελάδες τις δίνανε σε βοσκό, το πρωί τις πηγαίναμε σε κάποιο σημείο στη γέφυρα, εκεί στο ποτάμι, όπου μαζεύονταν όλες. Πήγαινε ο βοσκός, τις έβοσκε και το απόγευμα συνήθως στέλναν έμενα. Είχα πάντα μία βέργα να περιμένω τις αγελάδες να γυρίσουν σπίτι. Βέβαια οι αγελάδες μόνες τους γυρνούσανε, απλά εγώ κουνούσα το ξύλο και έκανα πως τις χτυπάω για να βρούνε τον δρόμο. Πάντα είχα ένα ξύλο στα χέρια μου και έπαιζα με τα ξύλα.
Και όταν… Η ιστορία με το ποδήλατο ήτανε παράλληλα με την ιστορία με το τρακτέρ; Δηλαδή όταν σε αφήνανε να οδηγείς το τρακτέρ, ήτανε παράλληλα που δεν σε αφήνανε να οδηγήσεις το ποδήλατο στον δρόμο;
Ναι. Το τρακτέρ το οδηγούσα, μ’ άφηνε ο μπαμπάς μου να το οδηγάω, αλλά ήτανε και ο μπαμπάς μου δίπλα. Έβαζα μπρος και οδηγούσα μόνη μου. Έσερνα, στα χωράφια το πήγαινα, γιατί φορτώνανε τα χόρτα πίσω, τα δεμάτια, τις μπάλες που λέγανε, τα τριφύλλια. Το πήγαινα πιο μπροστά, πιο πίσω και στον δρόμο, εντάξει. Όταν ήταν ο μπαμπάς μου δίπλα, αλλά τα ξαδέρφια μου και τον αδελφό μου τους άφηνε ακόμη πιο πολύ. Ήτανε, τους έπαιρνε μαζί περισσότερο. Και πάντα ήτανε η τέτοια, όταν ήθελα να πάω κάπου μαζί του, έλεγε: «Εσύ είσαι κορίτσι, πρέπει να μείνεις στο σπίτι». Απογοήτευση μεγάλη. Και μία φορά επιτέλους με πήρε στη λίμνη. Ήμουνα μεγάλη, φοιτήτρια; Τον είχα ζαλίσει: «Πάρε με κι εμένα στη βάρκα. Πάμε να δω πώς είναι». Μου έδωσε το κουπί, αλλά δεν μου έδειξε πώς κάνουνε… Πώς οδηγούν μία βάρκα. Και την πήγαινα ζιγκ-ζαγκ, από τη μία άκρη στην άλλη, για να με πείσει ότι εγώ δεν[00:50:00] είμαι ικανή να οδηγήσω μία βάρκα. Και όταν βγήκα τρέμανε τα πόδια μου. Από τη μεγάλη ταλαιπώρεια να οδηγήσω τη βάρκα.
Ξαναμπήκες σε βάρκα, όμως, μετά.
Ναι, ξαναμπήκα με τα ξαδέρφια μου και με το θειό μου, τον αδελφό του μπαμπά μου. Ήτανε ωραία εμπειρία. Και απορώ γιατί δεν μας αφήνανε να γνωρίσουμε τη φύση που ήτανε δίπλα στα σπίτια μας. Και ποτέ δεν ήξερα ότι περνάνε και πελεκάνοι από ‘κεί, περνάνε ερωδιοί, ότι υπήρχανε ερωδιοί, υπήρχανε τόσα πουλιά και τόση πανίδα δίπλα στο σπίτι μας που δεν τη γνωρίζαμε, γιατί ήμασταν κορίτσια.
Και είπες ότι δεν είχε λεωφορεία από το χωριό σε άλλα χωριά και σε άλλες πόλεις;
Υπήρχε λεωφορείο, αλλά δεν βόλευε η συγκοινωνία. Δεν υπήρχανε για τα σχολεία, τότε στο γυμνάσιο…
Στο οικοτροφείο πήγανε κι άλλα κορίτσια μαζί σου;
Ναι, ήτανε και οι ξαδέλφες μου, από το διπλανό χωριό. Και μία ξαδέλφη μου κιόλας δεν έτρωγε, ήτανε πολύ αδύνατη και δεν της αρέσανε τα φαγητά. Εγώ το ‘τρωγα όλο και κάθε φορά που πλησίαζε η διευθύντρια προς το πιάτο μου ‘βαζε τη μερίδα της, την άδειαζε στο δικό μου. Και εγώ άρχιζα να τρώω και μου ερχόταν η διευθύντρια κι έλεγε: «Δούμου! Δεν έφαγες πάλι; Πάλι δεν έφαγες!», εγώ σκουντούσα την ξαδέρφη μου: «Γιατί μου το 'κανες αυτό;». Εγώ ίδρωνα, ξεΐδρωνα, έτρωγα και δεύτερη μερίδα. Μου 'λεγε: «Φά' το! Φά' το! Εγώ θα κάνω εμετό! Θα μου βάλει τις φωνές, θα με ζορίσει να το φάω και θα κάνω εμετό! Θέλεις να κάνω εμετό;». Και ίδρωνα, ξεΐδρωνα εγώ και είχα γίνει και μπουλούκα στο τέτοιο. Και μετά βέβαια, πηγαίναμε και κρυφά καμιά φορά το βράδυ και παίρναμε κασεράκια και τυράκια. Μπαίναμε μέσα στην κουζίνα το βράδυ, κλέβαμε και αυτά. Και ήτανε μεγάλη εμπειρία και αυτή, που μπαίναμε στην κουζίνα. Βέβαια, παθαίναμε και πολλές γαστρεντερίτιδες, γιατί ό,τι περισσεύματα υπήρχαν μας τα δίνανε το Σάββατο. Βάζαν και λίγο νερό, μερικές φορές χαλούσανε και παθαίναμε γαστρεντερίτιδες και μας έβαζε στη σειρά τη μία πίσω από την άλλη, μας έπιανε τη μύτη και με ένα κουτάλι μας έδινε καφέ και λεμόνι, για να σταματήσει η διάρροια. Και μία άλλη ιστορία, έτσι που θυμήθηκα από το οικοτροφείο, είναι ότι φοβόμουνα πάρα πολύ να κοιμηθώ το βράδυ, γιατί σε μία συζήτηση μάς έλεγε για τους σταυρούς. Ότι πρέπει να φοράμε σταυρούς, γιατί θα ‘ρθει ο διάβολος να μας φάει τη νύχτα κι αυτά. Κι εγώ φοβήθηκα τόσο πολύ! Την πίστεψα και έλεγα, δεν είχα εγώ σταυρό χρυσό και δεν φορούσα σταυρό και τη ρώτησα, έλεγα, σκέφτηκα ότι έναν ξύλινο σταυρό θα μπορούσα να φτιάξω. Και τη ρώτησα: «Πρέπει να είναι χρυσός ο σταυρός ή ξύλινος για να μην μας φάει ο διάβολος;» και μου λέει: «Τι είναι αυτά που λες, Δούμου; Και βέβαια πρέπει να είναι χρυσός ο σταυρός!». «Πω πω», λέω, «πάει! Ο διάβολος θα με φάει το βράδυ!» και δεν είχα και σταυρό και πάντα ονειρευόμουνα και σκεφτόμουνα, αισθανόμουν τον διάβολο που ερχότανε πάνω από την κουβέρτα και κουνιόταν η κουβέρτα. Και θα με φάει ο διάβολος. Και βρήκα μία ξύλινη εικονίτσα της Παναγίας και την είχα έλεγα: «Η Παναγία θα με σώσει από το διάβολο» και κάθε φορά που με έπαιρνε ο ύπνος είχα το μυαλό μου μην φύγει η ξύλινη εικόνα από το χέρι μου και, όταν καταλάβαινα ότι έφευγε η εικόνα, τρομοκρατημένη την έψαχνα και την έπιανα, για να μην έρθει ο διάβολος να με φάει! Μυαλό παιδικό, σαν σφουγγάριι που αφομοιώνει ό,τι του δώσουνε, ένα άβγαλτο παιδί μετά πλάθεται εύκολα. Δεν μπορεί να αντιδράσει, δεν έχει διάφορες εμπειρίες να αντιδράσει σε όλα αυτά που του λένε. Ό,τι του λένε τα πιστεύουνε. Αλλά κάποια στιγμή ξυπνάει. Και από τότε είμαι ενάντια σε όλα αυτά.
Πώς ήτανε τα δωμάτια στο οικοτροφείο;
Τα δωμάτια ήτανε… Το οικοτροφείο ήτανε στην αυλή της εκκλησίας, τα δωμάτια ήτανε μικρά. Είχε τρία κρεβάτια και μένανε… Έμενε μία μεγάλη και δύο μικρά.
Το δικό σου δωμάτιο; Ποιες μένατε;
Ήτανε μία μεγάλη και ήτανε και μία άλλη μικρή έμενε μέσα, αλλά εμείς τη βγάζαμε στην τραπεζαρία, γιατί έπρεπε να φύγουμε και έπρεπε να ανεβαίνουμε το μεσημέρι μόνο αν κοιμόμασταν. Ερχόταν η διευθύντρια και έλεγχε, αν κοιμόμαστε ή όχι. Αν δεν κοιμόμασταν, έπρεπε να είμαστε κάτω στην τραπεζαρία.
Γιατί;
Για να μην ενοχλούμε τις μεγάλες που διαβάζανε. Γιατί η δική μας η ζωή δεν είχε αξ[00:55:00]ία. Θεωρούσε ότι μπορούμε να καθόμαστε κάτω, να είμαστε παρέα και να διαβάζουμε κάτω. Ναι, και όχι ότι διαβάζαμε βέβαια. Κι εγώ τότε χαριστικά περνούσα τις τάξεις, γιατί ήμουνα καλή στα μαθηματικά και στη φυσική. Στη γεωγραφία αγεωγράφητη ήμουνα και αυτά και στην ιστορία δεν διάβασα ποτέ, ποτέ δεν μπορούσα να κάτσω να διαβάσω και οι καθηγητές με περνούσαν χαριστικά. Αλλά όταν μου είπε η μάνα μου ότι δεν θα πάω στο λύκειο και να μείνω στο χωριό, το έντεκα έγινε δεκαοκτώ. Άρχισα να διαβάζω. Αυτό μου έκανε καλό. Ναι, τέτοια πράγματα.
Η μαμά σου γιατί ήθελε να πας στο ΓΕΛ μετά και όχι στο ΕΠΑΛ, στο επαγγελματικό, αλλά να πας στο Γενικό;
Γιατί πίστευε ότι εκεί πέρα πάνε αγόρια, ήτανε μεικτό το σχολείο από παλιά…
Το ΕΠΑΛ;
Το ΕΠΑΛ και ότι εκεί πηγαίνουν αλήτες. Τότε τα επαγγελματικά ήταν πλήρως… Ήτανε πάρα πολύ καλά σχολεία. Εγώ ήθελα βέβαια να διαβάσω και να περάσω…. Μπορούσα τότε με τον βαθμό να περάσω Ακαδημία, αλλά στη δευτέρα Λυκείου άλλαξαν τα πράγματα και δεν μπορούσαμε να περάσουμε Ακαδημία, οπότε επέλεξα τη σχολή ΤΕΙ Βρεφονηπιοκόμων και ήταν καλή επιλογή τελικά. Μου αρέσουν τα παιδιά. Γίνομαι και εγώ με τα παιδιά παιδί και παίζουμε και κάνουμε διάφορα πράγματα, πράγματα που δεν μπορεί κάποιος στα καλά καθούμενα να κάνει, ούτε να κυλιστεί στα πατώματα, ούτε να παίξει, ούτε να γελάσει, να κάνει τον κλόουν. Έξω από τη δουλειά αν το κάνω αυτό κάπου αλλού στο σπίτι ή αυτό, θα με περάσουν για τρελή. Ενώ εκεί γίνομαι παιδί. Και γελάμε και κάνουμε και περνάμε πάρα πολύ ωραία με τα παιδιά. Και είναι μία αγκαλιά! Τώρα πια αν πας κάπου και ανοίξεις τα χέρια, κανένας δεν θα 'ρθει με μεγάλη αγκαλιά, να 'ρθει να σε αγκαλιάσει, εκτός από τα παιδιά μου. Και όταν πάω στον παιδικό και ανοίγω τα χέρια, έρχονται όλα τα πιτσιρίκια και λένε: «Σε αγαπάμε, κυρία!» και γεμίζω αγάπη και… Γεμίζουν οι μπαταρίες μου. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, να λένε: «Σε αγαπώ» και να το εννοούνε και να παίζεις με αυτά. Η δουλειά μου είναι ένα παιχνίδι.
Σε ευχαριστώ πολύ, Κατερίνα.
Παρακαλώ. Όπως και τα κορίτσια μου είναι σαν τα παιδιά που έχω στον παιδικό. Έχω δύο υπέροχα κορίτσια που, όταν ανοίγω τα χέρια, έρχονται και αυτά και δεν ξεμαγκώνουν με τίποτα από την αγκαλιά μου. Ευτυχώς έχω τα κορίτσια, έχω και τον καλό μου, που με αγαπάνε.
Τον καλό σου τον γνώρισες πού;
Στην Ξάνθη. Ήτανε μπάρμαν. Και με κερνούσε ποτά. Κι έτσι μ’ έριξε.
Μπορείς να μας πεις αυτή την ιστορία; Σε ποιο μαγαζί της Ξάνθης;
Στο «+1». Έχει γκρεμιστεί τώρα, έχει γίνει εμπορικό κέντρο. Στο «+1» πηγαίναμε. Εντάξει. Και χορεύαμε. Ήτανε πάρα πολύ ωραία εποχή. Κι όλες οι εποχές ωραίες είναι.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Παρακαλώ. Θυμήθηκα πολλές ιστορίες.
Πράγματι κι αν θυμηθείς-
Από τα παλιά-
Κι άλλες, εδώ είμαστε.
Νομίζω ότι φτάνει.