Ταφικά έθιμα στη σύγχρονη εποχή
Segment 1
Η προετοιμασία του νεκρού
00:00:00 - 00:13:04
Partial Transcript
Γεια σας! Πώς λέγεστε; Ναι, γεια σας. Λέγομαι Δούμου Περιστέρα. Είναι Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020. Είμαι με τη Δούμου Περιστέρα, βρισκόμαστ… να γίνει αυτό που έχει κανονιστεί. Να γίνει η χαρά, να γίνει το γλέντι και από την επόμενη το πένθος ξεκινάει αν το θελήσεις. Έτσι, τι να…
Lead to transcriptSegment 2
Τα μαύρα ρούχα και τα ρούχα του νεκρού
00:13:04 - 00:32:52
Partial Transcript
Κάτι άλλο που κάνουνε τις πρώτες σαράντα μέρες; Τις πρώτες σράντα μέρες; Μετά τον θάνατο. Δηλαδή είπατε ας πούμε, για παλιά για το μαντήλ…ρασάκι βέβαια. Δεν έχουν αρχίσει ακόμα τις μπύρες και τα υπόλοιπα. Και αυτό άμα το κάνουν, θα ξεφύγουμε πολύ. Ναι, ναι, κάνουν τα τραπέζια.
Lead to transcriptSegment 3
Τα κόλλυβα
00:32:52 - 00:40:40
Partial Transcript
Και στα κόλλυβα που λέτε, ξέρετε τώρα λίγο να μας πείτε την συνταγή; Πώς τα ετοιμάζετε δηλαδή. Τα κόλλυβα εντάξει, έχουνε κάποια δουλίτσα. …ίμηση κάποιου αγίου. Ναι, ο πάτερ μας λέει ας πούμε, και φτιάχνουμε. Είτε σε αγρυπνία, είτε σε θεία λειτουργία φτιάχνουμε τα κόλλυβα, ναι.
Lead to transcriptSegment 4
Προθανάτια μηνύματα και τρισάγια
00:40:40 - 00:47:35
Partial Transcript
Και ήθελα να πω, αυτό βέβαια το ξέχασα να το πω. Όταν κάποιος που είναι ετοιμοθάνατος–, γιατί εγώ έχω ασχοληθεί τέλος πάντων, με πολλούς επε…άξει, τώρα αυτή την ώρα δεν θυμάμαι τι ξέχασα, τι είπα, δεν ξέρω. Ωραία, εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Γεια σας!
Lead to transcript[00:00:00]Γεια σας! Πώς λέγεστε;
Ναι, γεια σας. Λέγομαι Δούμου Περιστέρα.
Είναι Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020. Είμαι με τη Δούμου Περιστέρα, βρισκόμαστε στη Δωροθέα Πέλλας. Εγώ είμαι η Παλαμίδα Άννα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Πόσων χρονών είστε, την οικογενειακή σας κατάσταση.
Λοιπόν, είμαι 52 χρονών, είμαι παντρεμένη, έχω δύο παιδιά. Μία κόρη 23 και έναν γιο–, μία κόρη 25, συγγνώμη, και έναν γιο 28. Είμαι αγρότισσα, οικιακά, προσέχω και ηλικιωμένους. Ό,τι μπορούμε κάνουμε.
Λοιπόν, σήμερα θα μιλήσουμε για τα ταφικά έθιμα που έχουμε στην περιοχή τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά κηδείες, μνημόσυνα. Θα ξεκινήσουμε με την πρώτη ερώτηση που είναι: Όταν κάποιος είναι ετοιμοθάνατος και είναι στο σπίτι ας πούμε, τι διαδικασίες γίνονται από τη μεριά των συγγενών που είναι στο σπίτι;
Μάλιστα, να σας πω. Όταν έχουμε κάποιον που είναι δηλαδή στα πρωτοθανάτεια, που είναι ετοιμοθάνατος και τον έχουμε στο σπίτι εντάξει, περιμένουμε. Όλοι είμαστε εντάξει, στεναχωρημένοι, προσέχουμε να μην τον αφήσουμε μόνο του και όταν θα έρθει η ώρα και θα ξεψυχήσει–. Τώρα φυσικά φωνάζουν αμέσως τα–.
Τα γραφεία.
Τα γραφεία κηδειών. Αλλά εγώ προσωπικά, εγώ τώρα που συγχωρέθηκε και η μαμά μου και έχω κάνει και πολλά δικά μου άτομα που φύγανε, ξεκινάμε –δεν ενημερώνουμε αμέσως το γραφείο κηδειών– τους αλλάζουμε εμείς. Εγώ δηλαδή με τους συγγενείς, τα παιδιά φυσικά. Τώρα που συγχωρέθηκε και η μαμά μου πριν τρία χρόνια, ξεψύχησε, τα μάτια της φυσικά, θα κλείσεις τα μάτια του. Μερικοί τα έχουν κλειστά, μερικοί μισάνοιχτα, εσύ θα προσπαθήσεις να τα κλείσεις. Με ένα μαντηλάκι θα προσπαθήσεις το στόμα να το σφίξεις γιατί παγώνουν αμέσως και αν είναι και χειμώνας, ακόμα περισσότερο. Μετά θα ξεκινήσεις να τους αλλάξεις, να τους καθαρίσεις. Μερικοί είναι και λερωμένοι. Θα τους τακτοποιήσεις και θα βάλεις κανονικά τα εσώρουχα, τα ρούχα όπως–, με καλά ρούχα, τι φορούσε, πως ντυνόταν, τα καλύτερα μπορώ να πω. Εντάξει, αν είναι χήρα μαύρα φοράει, κανονικά, ή θα βάλεις ένα μαντηλάκι. Εμείς το έχουμε εδώ στα δικά μας μέρη, στο λαιμό δένουμε ένα άσπρο μαντηλάκι. Ε, αυτά. Και μετά θα έρθει το γραφείο κηδειών και τα υπόλοιπα είναι δικά τους. Δηλαδή να τακτοποιήσεις το φέρετρο και όλα αυτά. Τώρα οι περισσότεροι φυσικά δεν τους ντύνουν μόνοι τους, τους ντύνουνε οι άνθρωποι αυτοί. Αλλά εντάξει, εγώ το ήθελα να ντύσω εγώ τον δικό μου άνθρωπο. Ήταν κατά προτίμηση δική μου.
Ωραία. Αυτό που λένε ότι όταν τον «περιμένουνε» πρέπει να μεταλάβει, το κάνετε;
Ναι, ναι. Όχι μόνο όταν τον περιμένουμε, όταν είναι στο κρεβάτι πολύ καιρό και πολλές φορές βέβαια, είναι κάτι καλό για την ψυχή του. Μπορείς να τον κοινωνείς και πιο συχνά όταν τον έχεις στο κρεβάτι. Ακόμα και στο νοσοκομείο αν είναι, πάντα κι εκεί υπάρχουν ιερείς που μπορείς να τους κοινωνείς. Ε, για καλό της ψυχής τους είναι. Το κάνουμε εμείς εδώ, το κάνουμε ναι, πάρα πολύ. Κι εγώ φυσικά το έχω κάνει. Εντάξει, να τους βοηθήσει.
Για την προετοιμασία που γίνεται, που είπατε πριν, και για τα ρούχα, μπαίνουν–. Το σώμα ας πούμε, μπαίνει σε κάποια συγκεκριμένη θέση; Τα χέρια μπαίνουν κάπως;
Κοίταξε, το φέρετρο θα είναι γυρισμένο όπως τώρα και στα νεκροταφεία. Θα είναι το κεφάλι να είναι στη Δύση. Και μέσα στο σπίτι έτσι είναι το φέρετρο. Γυρισμένο δυτικά το κεφάλι. Αλλά τώρα εξαρτάται, αν ο χώρος δεν το επιτρέπει ή αν, πώς, τι και δεν βολεύει, τώρα τελευταία το βάζουν κι από ό,τι έχω δει κι εγώ, όπως βολέψει. Αλλά το κανονικό έτσι είναι. Έτσι το ξέρω, έτσι είναι, όπως είναι και στα νεκροταφεία. Ναι, να είναι γυρισμένο δυτικά.
Αν είναι ανύπαντρος ή κάποια νέα κοπέλα, την ντύνουν στα λευκά ή όχι;
[00:05:00]Όχι, δεν νομίζω. Απλώς βάζουνε στην εκκλησία–. Τώρα εμείς εδώ στα χωριά μας, δεν ξέρω πως γίνονται στις πόλεις κι έτσι. Από το σπίτι που πάμε στην εκκλησία και μετά που θα τακτοποιήσουν το φέρετρο, θα έχει αν είναι ανύπαντρος, ελεύθερη κοπέλα, παιδί, έστω και μεγάλος ελεύθερος, άλλοι βάζουνε ας πούμε δύο, μία λαμπαδίτσα βάζουνε να καίει και βάζουνε στέφανα στο κεφάλι του ελεύθερου. Πιο πολύ εντάξει, το βάζουνε στους νέους, στους πιο νέους. Τώρα στους μεγάλους δεν νομίζω, αλλά στους νέους ως κάποια ηλικία, το στέμμα το βάζουνε. Ναι, το στέμμα και μία άσπρη λαμπάδα να καίει. Τώρα τα άλλα, κατά προτίμηση του καθενός. Όπως θέλει η οικογένεια.
Αγαπημένα αντικείμενα στο–.
Ναι, βέβαια στο–, ναι, ναι. Και το παρέλειψα βέβαια. Όταν έτσι τακτοποιείς το φέρετρο ξέρω ‘γω, θα βάζεις. Τώρα ένα πορτοφολάκι –αυτό πάντα το βάζουμε και το βάζουν και παντού νομίζω– με ψιλά κέρματα να υπάρχει, να το έχει μαζί της ή μαζί του τέλος πάντων, για να έχει λέει που θα περνάει τα τελώνια, τώρα πως λένε οι παραδόσεις μας, να έχει να πληρώνει. Άλλοι βάζουν το μπαστουνάκι που έχει, τα αντικείμενά του δηλαδή. Άλλος παράδειγμα ήταν του ποτού, βάζουν μέσα ένα μικρό μπουκαλάκι με τσιπουράκι, το πακέτο του τα τσιγάρα. Αυτά όλα εμείς τα βάζουμε. Μπορώ να πω κι ως ακόμα θα έρθει ο πάτερ να τον πάρει, να τον «σηκώσει» που λέμε, και ακόμα βάζουμε μέσα στο φέρετρο. Από πάνω θα τον στολίζουμε εμείς με τα λουλούδια, τώρα στα χωριά μας εμείς φέρνουμε. Άλλοι από ανθοπωλεία, άλλοι από τους κήπους, οι περισσότεροι και από τους κήπους. Οι μακρινοί που θα έρθουν, από ανθοπωλεία. Και θα έχει μια-δυο κοπέλες τέλος πάντων, και πάνω τα βάζουμε έτσι όμορφα, δηλαδή τα στολίζουμε πολύ όμορφα. Θα κάνουμε κι ένα σταυρουδάκι μέσα στα λουλουδάκια μετά–.
Σταυρό με το σχήμα των λουλουδιών;
Ναι, ναι, με το σχήμα των λουλουδιών. Απλά, πιο απλά, όμορφα. Μετά με το θυμίαμα επίσης. Τώρα όσο τον έχουμε τον νεκρό στο σπίτι–. Κανονικά παλιά, από ό,τι ξέρω από τη γιαγιά μου, τη μαμά μου, έπρεπε να καθίσει ο νεκρός, να είναι εικοσιτετράωρο και μετά να κηδευτεί. Τώρα βέβαια πάνε αυτά. Δεν–, πιο γρήγορα, δεν τους κρατάνε τόσο πολύ. Δεν τους κρατάνε, εντάξει. Φυσικά θα έχεις το χαρτί του γιατρού αλλά και τόσες ώρες όχι. Θα κάνουμε το θυμίαμα τρεις φορές, όσο είναι στο σπίτι, όσες ώρες. Τον ξενυχτάμε βέβαια εμείς εδώ. Τώρα πώς θα τύχει. Αν τύχει απόγευμα, από βραδύς όλη νύχτα τον έχουμε στο σπίτι. Εντάξει, υπάρχουν κι εξαιρέσεις που αν υπάρχει άλλο σοβαρό πρόβλημα υγείας πριν και δεν το επιτρέπει ο γιατρός. Εντάξει, τώρα είναι τα ψυγεία, τους παίρνουν. Αλλά αν είναι σε άλλη, καλή κατάσταση, πάει από φυσικό θάνατο, φυσιολογικά όλα, τον έχουμε στο σπίτι. Ξενυχτάμε όλοι μαζί, θυμιατίζουμε τρεις φορές, ώσπου να τον σηκώσει ο ιερέας. Έναν γύρο δύο άτομα, έναν γύρο τον κάνουμε σε σχήμα σταυρού τρεις φορές το θυμίαμα αυτό. Και αυτά.
Κάτι άλλο; Κάποιο άναμμα καντηλιού;
Και το καντηλάκι, βέβαια. Εκτός από το κερί που θα καίει στο προσκεφάλι του και το καντηλάκι θα καίει όλη τη νύχτα, αν τον έχουμε όλη τη νύχτα. Όση ώρα είναι δηλαδή ο νεκρός στο σπίτι. Τώρα εμάς, σε εμάς δηλαδή, στο χωριό μου στη Δωροθέα, θα είναι το καντηλάκι. Μετά όταν φεύγουμε δεν το παίρνουμε μαζί μας. Στα γύρω χωριά το παίρνουν κι αυτό μαζί και το παίρνουνε στον τάφο. Μετά από το μυστήριο της κηδείας το βάζουνε, το ρίχνουν το λάδι ο ιερέας, έχω δει, στο κεφάλι του και το υπόλοιπο μέσα στον τάφο. Εμείς το κρατάμε στο σπίτι. Εγώ φυσικά το κράτησα στο σπίτι. Το καίμε σαράντα μέρες. Άλλος πάλι το πάει στον τάφο και το καίει σαράντα μέρες. Αυτό.
Αυτό που σκεπάζουνε το πρόσωπο του νεκρού;
Ναι, ναι. Το βράδυ, όταν θα μείνει ο νεκρός στο σπίτι, ώσπου πριν να δύσει ο ήλιος, ως τη δύση του ήλιου το έχουμε ανοιχτό το κεφάλι, το πρόσωπό του. Μετά από τη δύση του ήλιου το σκεπάζουμε με αυτό το–, δεν ξέρω πώς λέγεται τώρα που έχει [00:10:00]την εικόνα του Χριστού, το πρόσωπο του Χριστού επάνω. Το σκεπάζουμε το βράδυ. Τώρα δεν ξέρω για ποιον λόγο όμως, ειλικρινά, το σκεπάζουμε. Και το πρωί με την ανατολή του ήλιου το ξεσκεπάζουμε. Μετά, στα σπίτια μας ναι, παράδειγμα–. Δεν ξέρω όμως και πάλι αλλά το έχουμε αυτό, έτσι το ξέρω. Αν και τώρα, πριν τρία χρόνια που έθαψα τη μαμά μου δεν το έκανα βέβαια εγώ, την τηλεόραση και καθρέφτης όπου υπάρχει τα σκεπάζουμε με ένα καρεδάκι να μην–, να μην καθρεφτίζεται ο άλλος, λέει, που έρχεται. Αν είναι ας πούμε σε είσοδο, που όταν μπαίνει μπορεί και καθρεφτίζεται και η τηλεόραση, επίσης. Τώρα δεν το έκανα εγώ αυτό. Άλλοι μίλησαν, άλλοι ξεμίλησαν, δεν το έκανα. Φυσικά το ξέχασα και λέω μετά «γιατί να το κάνω». Αφού δεν ήξερα πώς και τι, για ποιον λόγο γίνεται, το άφησα. Εντάξει, σιγά-σιγά όπως όλα, αφήνουμε και πολλά στην άκρη. Τι να πω.
Με την τηλεόραση που είπατε, ισχύει και με τη μουσική; Ότι δεν πρέπει εκείνη τη μέρα να ακούσουν μουσική, ας πούμε, να ανοίξουν ραδιόφωνο και τηλεόραση;
Καλά, εκείνη τη μέρα αν είναι δυνατόν, πώς θα ανοίξεις μουσική και ραδιόφωνο; Συγκεκριμένα εμείς, εγώ δηλαδή όταν συγχωρέθηκε η γιαγιά του σπιτιού που ήτανε το ’82 θυμάμαι, πού τότε! Τότε ακόμα το πένθος κυριαρχούσε πάρα πολύ. Να πω επίσης, δεν ξέρω κι αν είναι μέσα στο θέμα μας, τότε, μετά τρεις μήνες –ο μπαμπάς μου ήταν νεότατος, ήταν 45 χρονών, εμείς ήμασταν πόσων χρονών, 12-13 εγώ– που σαράντα μέρες δεν μας άφησαν ούτε τηλεόραση να ανοίξουμε. Τηλεόραση δεν ανοίγαμε. Πάντα, όλοι δηλαδή. Τηλεόραση, όχι ραδιόφωνο, τηλεόραση. Και μετά τρεις μήνες που έγινε ας πούμε, παντρέψαμε την αδερφή μου. Πού! Ο μπαμπάς μου τότε με το πένθος στο χέρι – τότε οι άντρες κορδέλα στο χέρι, εδώ στο μπράτσο φορούσανε εις ένδειξη πένθους και δεν ξυριζόντουσαν σαράντα μέρες πάντα. Τώρα όχι, τώρα ξυρίζονται. Εντάξει, σε κάποια χωριά τέλος πάντων το τηρούν και αυτό, αλλά όχι. Εγώ τώρα επειδή το ξέρω, το θυμάμαι. Και ας πούμε, πρώτο παιδί ήτανε που πάντρεψε την αδερφή μου. Αυτός νεότατος, η γιαγιά βέβαια 88 χρονών, είχε τα χρόνια της, και όμως δεν της έκανε, δεν έκανε ούτε τον χορό τον πρώτο εις ένδειξη πένθους. Και οι θείες μου όλες με το μαντήλι στο κεφάλι το μαύρο. Δηλαδή τα λέμε ακόμα και τα συζητάμε τώρα και τώρα τα βλέπουμε. Δηλαδή ήτανε λάθος, λάθος. Τι θα πει; Για ποιον λόγο δηλαδή να μην κάνεις έναν χορό στο παιδί σου εκείνη τη μέρα; Τι να πω. Όχι, μερικά πράγματα δεν ξέρω. Εντάξει, θα πεις είχε και τα χρόνια. Τώρα εντάξει, έχει διαφορά αν είναι νεότατος, αν, αν. Αλλά και εκείνη τη μέρα πρέπει να γίνει αυτό που έχει κανονιστεί. Να γίνει η χαρά, να γίνει το γλέντι και από την επόμενη το πένθος ξεκινάει αν το θελήσεις. Έτσι, τι να…
Κάτι άλλο που κάνουνε τις πρώτες σαράντα μέρες;
Τις πρώτες σράντα μέρες;
Μετά τον θάνατο. Δηλαδή είπατε ας πούμε, για παλιά για το μαντήλι, για τσεμπέρι που φορούσανε. Το καντηλάκι, αυτό που νομίζω το καίνε σαράντα μέρες;
Εδώ το καίμε σαράντα μέρες είπαμε ή στο σπίτι ή στον τάφο πάμε και το ανάβουμε. Τώρα όπως καίει το κερί, το καντήλι, αυτά καίνε για να– οι αμαρτίες που έχουν. Όπως λιώνει το κερί, έτσι θα λιώνουν και οι αμαρτίες, θα φεύγουν. Ναι, τα κάνουμε αυτά και κάθε βράδυ ως «τα σαράντα» πηγαίνουμε στον τάφο και ανάβουμε κεράκι, κάθε βράδυ. Αν οι καιρικές συνθήκες δεν μας το επιτρέπουν, το κεράκι το ανάβεις στο σπίτι. Το ίδιο είναι. Και το καντηλάκι επίσης θα καίει σαράντα μέρες. Εντάξει, υπάρχουν κάποια έθιμα. Άλλα είναι προκαταλήψεις, άλλα… Αλλά πρέπει κάποια να τα τηρούμε, να μην τα ξεχνάμε, γιατί στις μέρες μας πια το ένα το αφήνουμε, το άλλο το αφήνουμε και όλα γίνανε…
Μοιρολόι υπάρχει; Υπήρχε παλιότερα;
Πολύ παλιά που ήμουνα εγώ μικρό παιδάκι, υπήρχε. Τώρα πλέον όχι, έχουν σταματήσει. Τότε ήταν και οι αυτές που μοιρολογούσαν, πώς–.
Οι μοιρολογίστρες.
Οι μοιρολογίστρες, ναι, ναι. Εδώ συγκεκριμένα, στη γειτονιά είχε πεθάνει ένας κύριος και ήρθαν από ένα γειτονικό χωριό και θυμάμαι ακούγαμε εδώ στον θειο-Μάρκο. Και κλαίγανε, μοιρολογούσανε. Τότε υπήρχανε, τώρα όχι. Κι εδώ δηλαδή και νέο άτομο να πάει, προσπαθούνε όσο πιο ήσυχα, τόσο πιο καλά.
Και τότε παλιά που πήγαιναν, τις προσκαλούσανε να έρθουνε; Πώς–;
[00:15:00]Ποιες, τις μοιρολογίστρες;
Τις μοιρολογίστρες.
Ναι, βέβαια. Ναι, ναι. Αυτές, ήταν η δουλειά τους. Εκτός αν δεν ήτανε κάποιο συγγενικό τους και τύχαινε, αλλιώς ναι, θα πας θα τις προσκαλέσεις να έρθουνε. Όπως συγκεκριμένα έγινε στον γείτονά μας εκεί, ναι. Ε, αυτά και–.
Και γινόταν και επί πληρωμή, σαν δουλειά ή–.
Α, όχι, δεν νομίζω, όχι. Δεν το γνωρίζω αυτό φυσικά, δεν ξέρω. Ναι.
Εντάξει.
Τώρα ήθελα να συμπληρώσω. Όταν θα ντύναμε ας πούμε, θα ντύσουμε τον άνθρωπό μας –εγώ φυσικά εντάξει, και από μικρή μπορώ να πω ασχολούμαι με αυτό και έχω ντύσει και αρκετούς και αρκετές– αν θα υπάρχουνε πληγές, όπως σε περισσότερες περιπτώσεις, αυτές τις– με κρασί. Με κρασί τις πλένεις. Παλιά λέγανε τις πλένεις με κρασί για να μην βγαίνουνε μετά στον ύπνο σου φαντ–. Ε, προκαταλήψεις, αυτά χαζά είναι εντάξει, αλλά αυτά έτσι τα συζητούσαν. Αλλά πάλι τώρα, για ποιον λόγο άλλον πρέπει να τον καθαρίσεις με κρασί όμορφα, τις πληγές να τις πλένεις και να τον τακτοποιήσεις τον άνθρωπό σου; Ναι.
Οι μαυροντυμένες, που είναι οι γυναίκες νομίζω συνήθως πιο πολύ, για πόσο καιρό; Δηλαδή μία χήρα, ας πούμε…
Στο πένθος τώρα, μιλάτε για το πένθος, για τα μαύρα κι έτσι. Κοίταξε, τα μαύρα ρούχα συνήθως τα φοράμε έναν χρόνο. Τώρα να πω για το χωριό μας, για τα γύρω χωριά. Τώρα φυσικά κανένας δεν φοράει και καμία, ούτε μαντήλες, πάνε αυτά. Ούτε καν. Αν κι εγώ θυμάμαι τη μαμά μου νεότατη –τα πεθερικά, πέθαναν οι γονείς ας πούμε– με τη μαντήλα και έναν χρόνο. Και νέες, σαραντάρες, σαρανταπεντάρες με τις μαντήλες. Σιγά-σιγά φύγαν αυτά. Τώρα τα μαύρα ρούχα – αν και αυτά σιγά-σιγά βλέπω να μην τα θέλει ο κόσμος, γιατί πια ο θάνατος έγινε, τι έγινε, δεν… Άντε, «περιμένεις» κάποιον ξέρω εγώ. Ο θάνατος τώρα έγινε στη σήμερον εποχή, έρχεται δηλαδή από εκεί που δεν το περιμένεις. Και οπότε και ο καθένας αποφεύγει. Αλλά πάλι εδώ στα χωριά μας τα φοράμε. Αν όχι χρόνο, τώρα εμείς οι νεότερες… Εντάξει, εγώ τα φόρεσα τώρα, κόντεψα τον χρόνο. Τώρα, επειδή και οι δύο πέθαναν εμένα μαζί και η πεθερά μου και η μαμά μου, είχαν τρεις-τέσσερις μήνες διαφορά, οπότε τον συμπλήρωσα τον χρόνο και τον παρασυμπλήρωσα. Τον ξεπέρασα δηλαδή. Εξαρτάται πώς θα το πάρει κανείς. Τώρα και οι χήρες άρχισαν να τα βγάζουν κι εδώ, γιατί και αυτές μικρές μένουν. Δεν μπορώ να πω εγώ ότι το ρούχο πάλι κάνει το πένθος. Όταν από μέσα πενθείς, αλλά και από τη μια το δικαιολογώ. Γιατί όταν πενθείς δεν έχεις διάθεση για τίποτα. Πώς λες: «Η καρδιά μου είναι μαύρη, να φορέσω κόκκινα; Να φορέσω άσπρο;» Δεν… πενθείς. Αλλά όχι ότι θα κάνει τίποτα. Θα βοηθήσει σε τίποτα; Όχι. Μακάρι να τον φέρναν πίσω, κάτι να γινόταν. Αλλά απλώς επειδή δεν έχεις τη διάθεση, έχεις τον πόνο, είναι όλα μαυρισμένα δίπλα σου, γι’ αυτόν μάλλον τον λόγο φοράς το μαύρο. Ότι θα κάνει κάτι, δεν βοηθάει σε τίποτε.
Και ποιοι συγγενείς τα φοράνε; Δηλαδή πρώτος βαθμός συγγένειας;
Εντάξει, πεθαίνει η μάνα, τα παιδιά θα φοράνε, αδερφές αν έχει. Πρώτου βαθμού ναι, πρώτου. Τώρα στην κηδεία εντάξει, θα φορέσουν όλοι. Μετά από εκεί και πέρα τα παιδιά, οι νύφες, αδερφές, όσο μπορεί ο καθένας. Γιατί και αυτά και με τη ζέστα το μαύρο είναι δύσκολο, δύσκολο.
Τώρα–.
Να πω κάτι πάνω σε αυτό. Η γιαγιά μου εμένα ήρθε από την–, ήρθε τότε με την–, το ‘19. Με την καταστροφή, ναι, απ’ την Μικρά Ασία. Και μας έλεγαν τότε πως ήρθανε εδώ με ένα καράβι μέσα στην ψείρα, ταλαιπωρημένοι όλοι. Τέλος πάντων, έφτασε στο χωριό –στο χωριό εδώ τώρα που μένουμε– μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, και εγώ παιδάκι μικρό που ήμουνα, έλεγα όλο στη μαμά μου–. Επειδή ήτανε πάντα μέσα στο μαύρο, πάντα, όχι μπαμπάς, μαμά, αδέρφια, όλοι, όλοι. Ακόμα και στο καράβι που ερχόντουσαν, αυτό κοιμότανε κοριτσάκι και δίπλα της ξεψυχούσε η μάνα της και ο μπαμπάς της. Και όταν έφτασε εδώ, στα δικά μας εδάφη, έλεγε όλο τη μαμά μου: «Κόρη μου» την έλεγε, την αποκαλούσε κόρη. «Κόρη μου, όταν θα πεθάνω θα μου βάλεις μια άσπρη μαντήλα». Το λέω ακόμα και τώρα. Έχει τριάντα πέντε χρόνια που συγχωρέθηκε η γιαγιά. «Θα μου βάλεις μια άσπρη μαντήλα γιατί από μικρό παιδί είμαι μέσα στα μαύρα». Μέσα στα μαύρα. Και όταν συγχωρέθηκε, η μαμά μου της φόρεσε. Τότε κάμναν και τα ρούχα, ετοιμάζανε από πιο παλιά τα ρούχα, και η [00:20:00]γιαγιά μου τα είχε έτοιμα όλα για τον θάνατο. Τώρα δεν γίνεται βέβαια αυτό. Και της φόρεσε μια άσπρη μαντήλα και όλοι ρωτούσανε και τους εξηγούσε ότι «αυτό και αυτό». Λέει: «Με το είχε πει».
Την ρωτούσαν γιατί ήταν άσπρη;
Ναι, «γιατί την φορέσατε άσπρη». Και ήταν η επιθυμία της λέει, γιατί από μικρό ήταν μέσα στα μαύρα, μες στα μαύρα. Και «αν θα πεθάνω θα με βάλεις μια άσπρη μαντήλα». Και οπότε το έκανε. Την επιθυμία της την έκανε. Εντάξει, τώρα πλέον αυτό κάπως πάμε να το ξεπεράσουμε γιατί και ο θάνατος δεν έχει πια σειρά και…
Τώρα, αυτές τις μέρες ας πούμε, κακοχαρακτηρίζονται κάποιοι που δεν τα φοράνε καθόλου;
Ναι, εδώ στα χωριά μας επειδή η κοινωνία μας είναι μικρή, τα χωριά μας μικρά, ναι, βέβαια. Μόλις θα το βγάλει και θα το κάνει. Τώρα εδώ είχα κι εγώ μια γειτόνισσα, «Να, δεν φόρεσε, τα έβγαλε η τάδε τα μαύρα. Καλά, δεν ντρέπεται λίγο και δεν κάνει λίγο;» λέει. «Γιατί; Αυτός είναι ένας σεβασμός». Εντάξει, πώς θα το δει ο καθένας. Αλλά εδώ τώρα στις πόλεις, τα μεγάλα χωριά, δεν ξέρει ο καθένας τον έναν, τον άλλον, δεν… Αλλά εδώ στα χωριά μας που είμαστε ο ένας με τον άλλον τόσο–, μιλάμε. Κουτσομπολεύουμε με λίγα λόγια, να το πω κι έτσι.
Και μετά, αφού τον μεταφέρουν τον νεκρό από το σπίτι στην εκκλησία, καθαρίζει κάποιος το σπίτι; Τι γίνεται;
Ναι, πάντα μένει κάποιος στο σπίτι. Που λέει ο λόγος, θα φύγουν όλοι, να κλείσει την πόρτα, να… Κι εγώ έχω μείνει και σε πολλά σπίτια. Σκουπίζουμε λίγο, τακτοποιούμε τα καθίσματα. Τα κεράκια, αυτά τα τακτοποιούμε, συμμαζεύουμε λίγο την αυλή και φεύγουμε, βέβαια. Κλειδώνουμε και φεύγουμε πάλι στην εκκλησία. Αλλά εντάξει, ετοιμάζαμε –τώρα και αυτό βέβαια το έθιμο το αφήσαμε και στο χωριό μας, έχει κάνα δυο-τρία χρόνια– ετοιμάζαμε ένα ποτήρι με κρασάκι, μία φέτα ψωμάκι, το κάναμε βουκίτσες μικρούλικες και ερχόταν ο πάτερ, έδινε την ευχή εδώ στο σπίτι. Και αυτοί που ξενυχτήσανε, αν υπήρχε ας πούμε όλη τη νύχτα ο νεκρός στο σπίτι γιατί τον ξενυχτίζαμε, μας έδινε, βουτούσαμε έτσι στο κρασάκι το ψωμί, σαν κοινωνία θέλω να πω. Όχι για συγχώριο, για–, τώρα μου διαφεύγει. Δηλαδή, για όσους μείναμε εκεί πέρα και βουτούσε στο κρασάκι και μας έδινε στον καθένα. Αλλά τώρα πλέον δεν έρχεται. Ούτε και στο χωριό δεν έρχεται ο πάτερ, το άφησε και αυτό το συνήθειο, μας το άφησε. Οπότε κλειδώνουμε. Καθαρίζουμε, κλειδώνουμε και φεύγουμε. Εντάξει, αυτά.
Και μετά, για τη μεταφορά από το σπίτι στην εκκλησία, τον πάνε τέσσερις, τον σηκώνουν, ή με την νεκροφόρα;
Είχαμε πρώτα εμείς εδώ ένα καροτσάκι, ένα καρότσι σιδερένιο. Βάζαμε επάνω τον νεκρό, την κάσα και τέσσερις από δω κρατούσανε και τον κυλούσανε. Πιο παλιά, πριν από το καροτσάκι, τον κουβαλούσανε στο χέρι τέσσερις. Μετά βγήκε το καροτσάκι και τώρα όλοι πλέον με την νεκροφόρα. Καθ’ εξαίρεση έγινε μόνο, για ένα παιδάκι εδώ δίπλα που τον πήρανε πάνω. Τον κουβαλούσανε τέσσερις στους ώμους. Αλλά όχι, όλοι με νεκροφόρα ανεξαιρέτως, όχι.
Κυρίως όταν είναι νέοι δεν τους παίρνουνε στο χέρι;
Ναι. Και αν είναι επιθυμία ας πούμε, της οικογένειας, ναι. Που έγινε έτσι εδώ στο χωριό με μερικά παιδιά που φύγανε. Τους πήγανε με το χέρι. Αλλά αλλιώς, με την νεκροφόρα, ναι. Νεκροφόρα, κατευθείαν στην εκκλησία. Και ο ναός μας είναι εδώ στα κοιμητήρια. Κατευθείαν εκεί. Από εκεί και τα μνήματα δίπλα, οπότε τελειώνουμε.
Και η θέση των συγγενών, των πρώτου βαθμού συγγένειας, πού είναι;
Πρώτου, δεύτερου, τρίτου, εδώ σε εμάς στα χωριά όλοι είναι δίπλα στον νεκρό. Από τη μια είναι οι άντρες, από την άλλη οι γυναίκες. Παιδιά, αν είναι γονιός, αδέρφια, ξαδέρφια. Εδώ τα τιμούμε αυτά, τα έχουμε. Όλοι είναι δίπλα στον νεκρό, από εδώ και από εκεί. Από εκεί άντρες, παιδιά, σύζυγοι, ξαδέρφια, όλοι. Δεύτεροι, τρίτοι, φίλοι, γνωστοί, όλοι πάνε κοντά.
Για μέσα στην εκκλησία λέμε τώρα.
Ναι, ναι, για μέσα στην εκκλησία, κοντά. Γίνεται, τελειώνει η ακολουθία, η εξόδιος ακολουθία, μετά βγάζει μπροστά ο ιερέας, δεν φεύγουμε όλοι εμείς εδώ. Βγαίνει το φέρετρο και από πίσω πηγαίνουμε από το φέρετρο. Δεν αφήνουμε δηλαδή τον νεκρό [00:25:00]μόνο του μέσα στην εκκλησία. Σε πολλά χωριά που έχω πάει τον αφήνουν. Προσκυνούν δηλαδή και χαιρετούν, και βγαίνουν όλοι έξω. Εμείς καθόμαστε πάλι μέσα. Εντάξει, όχι ότι θα περάσουν και θα χαιρετίσουν. Κι αυτό είναι λίγο κουραστικό και βαρετό. Ιδίως όταν είναι και νέος άνθρωπος. Αλλά όχι, θα φύγει πρώτα ο πάτερ και πίσω ο νεκρός και από πίσω οι συγγενείς. Και θα πάμε στον τάφο. Εκεί θα ψάλει ο πάτερ, θα σκεπαστεί το πρόσωπο, θα πετάξουν τα λουλούδια μέσα στον τάφο και εντάξει, θα πούνε τα κατάλληλα, τις ευχές, όλα. Και από εκεί και πέρα θα ρίξει το κρασί στο πρόσωπό του ο πάτερ με την ευχή, θα ρίξει το χώμα και πάνω στο κεφάλι του, σε σταυρό, τρεις φορές. Και μετά όλοι εμείς θα πετάξουμε τρεις φορές το χώμα με την ευχή. «Καλό παράδεισο», ο καθένας με τη δική του ευχή. Άλλος στέλνει χαιρετίσματα στους δικούς του, «Καλό παράδεισο», «Καλό δρόμο», «Καλή συνάντηση».
Και έπειτα, ακολουθεί κάποιο–, κάποιος καφές;
Ναι, ναι. Ο καφές της παρηγοριάς. Εδώ στα καφενεία, στις πλατείες που έχουμε μαγαζιά γίνεται ο καφές, με ένα κουλουράκι κι ένα κονιάκ τον πίνουμε. Μετά κάποιοι κάνουν και–. Άλλοι στο σπίτι, άλλοι τώρα τελευταία αν έχεις αρκετό κόσμο από έξω, συγγενείς, δηλαδή από μακριά–. Άντε συγγενείς από το χωριό κι έτσι, ο καθένας θα πάει στο σπίτι του. Αλλά όταν έχεις κόσμο από έξω, κάνουμε κάποιο τραπέζι. Ασχέτως τι ώρα είναι, εδώ σε εμάς κάνουμε τη φασολάδα. Φασολάδα κανονικά, τώρα δεν το τηρούμε πλέον εντάξει. Πολλοί δικοί, πιο μεγάλοι, σαράντα μέρες δεν τρώνε κρέας, νηστεύουνε. Αλλά εντάξει, κάνουν τη φασολάδα. Εκείνη τη μέρα λέει αν θα φας, πρέπει να τσιμπήσεις λίγο κρεατικό, αν δεν νηστέψεις. Αλλιώς κάνουμε νηστίσιμα. Φασολάδα, ό,τι... με λαδάκι. Ό,τι έχει νηστίσιμο. Όχι κρεατικό όμως. Σε άλλα μέρη κάνουν άλλα. Κάνουν, έχω ακούσει, ψαρόσουπες, γιουβαρλόσουπες, αλλά εμείς κάνουμε τη φασολάδα. Καθιερωμένη φασολάδα κάνουμε, άλλοι στο σπίτι, όπως μπορούμε. Και στα μαγαζιά, τώρα αρχίσαν πλέον και στα μαγαζιά να την φτιάχνουνε ναι, με το κρασάκι. Όχι μπύρες, αναψυκτικά κι έτσι. Ένα κρασάκι, ναι, και τα κατάλληλα συνοδευτικά, σαλάτες, οτιδήποτε. Και αυτά όλα νηστίσιμα. Προς το– ναι, την ημέρα εκείνη. Μετά από εκεί και πέρα, θα ξεκινήσουν μνημόσυνα, ναι.
Ποια είναι, τα βασικά μνημόσυνα είναι τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα μέρες–;
Ναι, τώρα πάμε τριήμερα. Εδώ πάμε τριήμερα με ένα–. Βασικά τώρα το ξεκινήσαμε τριήμερα και με τον πάτερ στα μνήματα. Με ένα σιταράκι στα τριήμερα, χωρίς–, σκέτο δηλαδή, πένθιμο ακόμα. Μόνο με ένα σταυρουδάκι ζαχαρένιο επάνω. Όχι πολλοί-πολλοί, οι πιο δικοί της οικογένειας. Ένα τρισάγιο γίνεται και το σιταράκι το βάζουμε–. Λίγο δοκιμάζουμε και το άλλο το αφήνουμε στον τάφο. Αλλά στα εννιάμερα κανονικά. Το σιτάρι στολισμένο βέβαια, με όλα του μέσα και καλεσμένο κόσμο. Τώρα πλέον πανηγύρι στα εννιάμερα. Και αν έχεις και–, ήταν αγαπητός ο άνθρωπος και αν έχει συγγένεια πολλή και γνωστούς, συγγενείς, τους καλάς όλους, κανονικά. Στα μνήματα με το τρισάγιο, το ψωμάκι, κάτι θα–. Ψωμάκι παράδειγμα, αν είναι νηστεία, με λίγο χαλβά εμείς εδώ στα μέρη μας. Αν όχι, με λίγο κασεράκι και το σιταράκι. Και ό,τι άλλο βέβαια. Εντάξει, εκείνο είναι του καθενός όπως θέλει. Το κρασάκι που θα κάνει το τρισάγιο, θα θυμιατίσουμε, το κεράκι. Και από εκεί και πέρα όλοι για καφέ. Εκεί γίνεται τώρα το «πανηγύρι». Αν μετράει μόνο το σιτάρι, το σιταράκι, το κρασάκι, το πρόσφορο, θα πας και στις εννιά μέρες στον πάτερ το πρόσφορο. Από εκεί και πέρα τον καφέ τον καθιερώνεις όπως θέλεις εσύ και όπως μπορείς. Τώρα βέβαια όλοι έχουνε… Να μην πω τώρα την λέξη, δεν είναι η κατάλληλη. Έχουν παλαβώσει. Πώς και τι και τι να φτιάξουν, και τι και τι, εντάξει, και αυτά τα πολλά είναι παραπανίσια, νομίζω.
Και τι φτιάχνουνε δηλαδή, συνήθως, στα εννιάμερα από φαγώσιμα;
Ό,τι δεν μπορείς να φανταστείς. Ό,τι δεν μπορείς να φανταστείς. Βασικά το κύριο έτσι, πιατάκι, που μπορώ να πω εγώ με τον [00:30:00]καφέ, είναι οι πίτες. Δύο ας πούμε, δύο πίτες θα έχεις, το κουλουράκι κι ένα γλυκάκι. Μια μαύρη ελίτσα, το κονιάκ και ο καφές. Από εκεί και πέρα μετά, ο καθένας ό,τι θέλει φτιάχνει. Οτιδήποτε από γλυκό, από αλμυρό, τα πάντα. Και αυτοί που θέλουν να σου φέρουν, τώρα αν κάνεις καφέ εκεί στο καφενείο, τα βγάζουν και εκείνα όλα στα πιάτα, και ένα μεγάλο πανηγύρι. Και λίγο ξεπερνάμε τον καφέ της παρηγοριάς, ναι.
Και συνήθως αυτά τα φτιάχνουν μόνοι τους ή τα αγοράζουν κιόλας;
Οι περισσότεροι φτιάχνουνε, εμείς εδώ ακόμα φτιάχνουμε. Και εγώ βέβαια, ακόμα φτιάχνω και στα μνημόσυνα και σε όλα, ακόμα και τα κουτάκια αυτά, τα φτιάχνω. Αλλά όσοι δεν μπορούνε, αγοράζουνε. Αλλά κάνουνε, όλοι κάνουνε εδώ. Κάνουν, και οι νέοι ακόμα κάνουν και οι νέες, όλοι φτιάχνουμε, ναι.
Και μετά, στα «σαράντα»; Σαράντα μέρες;
Στα «σαράντα». Είπαμε ότι σαράντα μέρες θα πηγαίνεις να ανάβεις στον νεκρό το κεράκι.
Στο μνημόσυνο;
Ναι. Παλιά που θυμάμαι κι εγώ μικρά όταν ήμασταν και πέθαναν ας πούμε οι γιαγιάδες, στο σπίτι τρεις μέρες ανάβαμε κερί. Είδες, πάει και εκείνο το έθιμο, το αφήσαν και ξεχάστηκε. Ερχόντουσαν τρεις μέρες μετά την κηδεία ας πούμε, την πρώτη βραδιά, τη δεύτερη, την τρίτη, ανάβανε κεράκι στο σπίτι πάλι όλοι μαζί. Και πάλι κονιάκ, καραμελίτσα όλοι και θα συζητούσαν όλοι περί του θανόντος. Πάει εκείνο, έφυγε κι εκείνο το έθιμο. Τώρα στα «σαράντα», στα «σαράντα» τώρα πάλι θα καλέσεις. Όπως στον γάμο, έτσι και στα «σαράντα» στο μνημόσυνο. Αποβραδίς εμείς εδώ, τα έθιμά μας, πάμε στα νεκροταφεία, γίνεται ο εσπερινός, γίνεται το τρισάγιο, θα έρθουνε οι καλεσμένοι το βράδυ πάλι έτσι με το κόλλυβο κι αυτά. Άλλοι κάνουν πάλι καφέ το βράδυ, εγώ το συνηθίζω και κάνω με τον καφέ και τα υπόλοιπα. Και μετά την άλλη μέρα της Κυριακής που θα είναι η θεία λειτουργία, θα πάει το κόλλυβο πολύ πρωί στην εκκλησία, το οποίο άλλοι το φτιάχνουν, άλλοι το παραγγέλνουν. Το φτιάχνουμε εμείς εδώ, το φτιάχνω. Και το ψωμάκι στην εκκλησία. Θα γίνει το μνημόσυνο, θα έχεις καλεσμένο κόσμο, καθένας πως είναι το κυκλωμα του ας το πούμε, και από εκεί τελειώνοντας, πάλι τον καφέ. Τον καφέ με το κουτάκι. Αυτό τώρα το παραγγέλνουνε οι περισσότεροι. Το τι θέλεις βάζεις εσύ μέσα. Πολλοί κάνουν και τραπέζι πάλι. Πάλι το κάνουν. Στα «σαράντα» και στον «χρόνο», επίσης.
Τραπέζι με φαγητό;
Με φαγητό κανονικό όπως στον γάμο. Ψητά, μερίδες, το ένα, το άλλο, κρασάκι βέβαια. Δεν έχουν αρχίσει ακόμα τις μπύρες και τα υπόλοιπα. Και αυτό άμα το κάνουν, θα ξεφύγουμε πολύ. Ναι, ναι, κάνουν τα τραπέζια.
Και στα κόλλυβα που λέτε, ξέρετε τώρα λίγο να μας πείτε την συνταγή; Πώς τα ετοιμάζετε δηλαδή.
Τα κόλλυβα εντάξει, έχουνε κάποια δουλίτσα. Αρκετή δουλίτσα. Τώρα επειδή μιλάμε για μεγάλο σινί, για εκατόν πενήντα άτομα παράδειγμα, είναι το βράσιμο, είναι ό,τι και ό,τι. Ναι, να το βράσεις, έχει κάποια διαδικασία, έχει δουλίτσα. Να το προσέξεις στο βράσιμο, μετά θα το πλύνεις πάρα πολύ καλά να φύγει αυτή η κόλλα. Επίσης και στο βράσιμο θα το προσέχεις, όλο να το ξαφρίζεις από πάνω, γιατί βγάζει έτσι τη γλουτένη το σιτάρι. Θα το πλύνεις πολύ καλά, αφού βράσει καμιά ώρα. Θα το αφήσεις και μέσα στο νερό μετά με σβηστό το μάτι, να φουσκώσει άλλο ένα μισάωρο. Εξαρτάται ο καθένας, αλλά πρέπει να είναι το κόλλυβο βρασμένο. Τώρα αυτά τα ετοιματζίδικα είναι πάρα πολύ–, δεν–. Άλλοι τα κάνουν καλά, άλλοι άβραστα εντελώς. Τα βουτάνε και τα βγάζουν. Το κανονικό είναι να φουσκώσει το σιταράκι. Θα το πλύνεις πάρα πολύ καλά, θα το βάλεις στα σουρωτήρια, θα στραγγίσει. Σάββατο πρωί θα το βράσεις για την Κυριακή. Θα στραγγίσει καλά, θα το απλώσεις επίσης. Θα το απλώσεις έτσι, σε καθαρά άσπρα τραπεζομάντηλα να τραβήξει, και μετά–.
Να τραβήξει υγρασία;
Ε, βέβαια, βέβαια. Πρέπει να είσαι μαστόρισσα να τα κάνεις όλα αυτά γιατί αλλιώς θα σου βγει λάσπη. Και από εκεί και πέρα θα έχεις τα υλικά σου όλα όμορφα και ωραία, τακτοποιημένα και θα ξεκινήσεις να το φτιάξεις. Θέλει τη φρυγανιά, το αλεύρι ψημένο. Το ψήνουμε εδώ εμείς μέσα σε ένα τηγάνι. Και στον φούρνο, ακόμα πιο εύκολα. Να ροδίσει καλά το αλεύρι, η φρυγανιά ωραία τριμμένη να μοσχοβολήσει. Το σουσάμι επίσης το ψήνουμε στον φούρνο, το κοπανίζουμε να μοσχοβολήσει κι αυτό, να βγάλει όλες τις μυρωδιές του. Τα μυρωδικά, κανέλλα, γαρύφαλλο, το μπισκότο τριμμένο αν δεν είναι νηστεία. Αν είναι νηστεία, θα το [00:35:00]αποφύγουμε. Βανίλια, είπα κανέλα, κύμινο, πορτοκάλι τριμμένο. Όλα τα μυρωδικά θα μπούνε όμορφα και ωραία και από εκεί το στόλισμα. Κι αν θα είναι η μαστόρισσα. Εμένα βέβαια είναι η αδερφή μου από πάνω, το κεντάει. Εντάξει, απλό και όμορφο. Εντάξει, όσο πιο απλό. Ο σταυρός είναι να είναι το πανω και όχι πολλά-πολλά. Θυμάμαι έλεγε η μαμά μου η συγχωρεμένη: «Έλα βρε, Περιστέρα! Έλα, φτάνει πια που το κέντησες, δεν χρειάζεται πολύ. Ένας σταυρός να είναι». Άντε και τώρα όταν κάνουμε τα δικά της, όλο αυτό σκέφτομαι. «Άντε», λέω. «Άντε μαμά -λέω- μόνο έναν σταυρό, όχι πολλά κεντήματα, ναι». Και να είναι ο άλλος να το πάρει, να το φάει, να μην το πετάξει, γιατί αυτό είναι αμαρτία να το πετάς γιατί είναι διαβασμένο, είναι για κάποιον σκοπό. Για να απαλύνει την ψυχή του θανόντος. Επίσης, νηστεύουμε. Ας πούμε, όταν θα γίνει το μνημόσυνο πολλοί κοινωνούμε. Κοινωνούμε για την ψυχή του θανόντος. Για καλό του δηλαδή, για αυτόν νηστεύεις, για αυτόν κοινωνείς, για να απαλύνεις τον πόνο του, τις αμαρτίες του, αν δεν πρόλαβε να συγχωρεθεί, για αυτόν τον σκοπό. Το κάνουμε ακόμα, εμείς εδώ στα χωριά το κάνουμε και αυτό.
Και τα κόλλυβα που τα στολίζετε από πάνω, με τι; Με ξηρούς καρπούς, με τι συνήθως;
Εμείς τώρα συνήθως εδώ–. Εμείς προσωπικά το κάνουμε με το αμύγδαλο. Το αμύγδαλο, με το αμύγδαλο κεντάμε. Δεν βάζουμε αυτά τα χρυσά τα μικρά τα μπιλάκια. Είναι επικίνδυνα αυτά και να πνιγείς, τα δόντια, έχει σπάσει κόσμος δόντια, τα χρυσά που τα λέμε. Αμυγδαλάκι, λίγο κουκουνάρι, ναι, απλά πράγματα, με αυτά. Άλλοι ας πούμε, λένε πολλές φορές–. Εντάξει, ο καφές γίνεται, πάντα γίνεται. Αλλά έτσι για τραπέζια και αυτά, λίγο το έχουμε παραξηλώσει. Λένε: «Εγώ θα κάνω μια ελεημοσύνη, δεν κάνω τίποτα άλλο». Εντάξει, ελεημοσύνη ναι, θα την κάνεις αν είναι κατώτερη η ελεημοσύνη από το ιερό μνημόσυνο. Θα κάνεις το μνημόσυνο, διάβασέ το στην εκκλησία και αν δεν θέλεις, μην κάνεις και καφέ. Αλλά να διαβαστεί το σιταράκι και το ψωμάκι, να διαβαστεί στην εκκλησία οπωσδήποτε. Γιατί είναι κατώτερο είπαμε η ελεημοσύνη από το μνημόσυνο. Το κατώτερο δεν αναπληρώνει ποτέ το ανώτερο. Και εμείς έτσι θα τηρούμε την τάξη της εκκλησίας. Ό,τι λέει η εκκλησία. Δηλαδή το μνημόσυνο να γίνει, να γίνει στην ώρα του. Λέει να μην περάσει ας πούμε, την ημερομηνία. Πολλοί που συζητάνε, «πέρασε». «Κάνε το νωρίτερα!» Νωρίτερα μπορείς να το κάνεις. Και μετά, μην περάσει λένε ας πούμε από τα «σαράντα». Θες να το κάνεις, πώς θα τύχει δηλαδή. Με τις γιορτές, με το ένα, με το άλλο, τυχαίνει καμιά φορά μέσα στην Πασχαλιά, δεν–. Είκοσι μέρες παράδειγμα, περνάει και γίνονται τα μνημόσυνα, σαράντα. Ναι θα γίνει, θα γίνει, θα διαβαστεί ή θα γίνει για παράδειγμα το τρισάγιο και μετά ας περάσει. Μετά κάποια Κυριακή με τη θεία λειτουργία θα κάνεις το μνημόσυνο. «Τα σαράντα», «το εξάμηνο» και «ο χρόνος». Και τα τρία χρόνια εμείς εδώ κάνουμε. Όπως εγώ σε λίγο καιρό θα μνημονεύσω τη μαμά μου και την πεθερά μου, τρία χρόνια. Τα κάνουμε και αυτά μέσα στη θεία λειτουργία. Τώρα το εξάμηνο πολλοί το αποφεύγουνε, το κάνουνε Σαββατόβραδο με ένα τρισάγιο. «Τι έκανα; Μνημόσυνο εξάμηνο». Όχι. Δεν ήταν μνημόσυνο, ήταν τρισάγιο. Το μνημόσυνο πρέπει μέσα στη θεία λειτουργία να διαβαστεί. Ο ιερέας θα το διαβάσει εκεί στη μυσταγωγία πάντα, δεν είναι το ίδιο. Το άλλο είναι τρισάγιο. Γίνεται το τρισάγιο όποτε θέλεις. Αλλά τα μνημόσυνα, αυτά πρέπει να γίνουνε. Είπαμε με απλό τρόπο. Αλλά άλλοι δεν θέλουν να δώσουν τώρα την ημέρα της θείας λειτουργίας παράδειγμα, που δίνουμε. Πόσο κάνει, πόσο δίνουμε, παράδειγμα 50€ στην εκκλησία, για να αποφύγουν όλα αυτά. Ε, όχι εντάξει. Θα αποφύγεις κάτι άλλο. Το μνημόσυνο είπαμε θα διαβαστεί στην ώρα του για την ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου. Αυτά.
Στον χρόνο έχει, τι είπαμε ότι έχει πέρα από το μνημόσυνο μετά; Γίνονται πάλι, μοιράζουν τα κόλλυβα και πάλι.
Στον χρόνο κανονικά, όπως σε όλα τα μνημόσυνα, έτσι. Μερικοί πάλι κάνουν και τραπέζι και στον χρόνο. Μερικοί κάνουν και στα τρία χρόνια. Κάνουν, πολλοί που είναι λίγο πιο ευκατάστατοι, πιο– και έχουν τον κόσμο τους που δεν θέλουν να φύγουν από μακριά έτσι, κανονικά. Όπως «στα σαράντα» έτσι και «στον χρόνο» και στα τρία χρόνια ναι, ναι.
Και μετά, τα κόλλυβα σε ποιες άλλες περιπτώσεις τα φτιάχνετε; Δηλαδή και σε πανηγύρια και σε–;
Τα κόλλυβα εδώ τα φτιάχνουμε τώρα παράδειγμα, όπως γιορτάζει ο ναός μας. Εδώ στη Δωροθέα είναι ο ναός, πρόσφατα [00:40:00]έγινε και έχει το όνομα του Αγίου Δωροθέου. Αγίου Δωροθέου τιμούμε τώρα στις 5 Ιουνίου, οπότε κάνουμε κόλλυβα για τους αγίους. Όπως και της Παναγίας, τώρα που είχαμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, πάλι κάνουμε το κόλλυβο στην ενορία μας. Ναι, κανονικά, το διαβάζει ο ιερέας και παίρνει. Και σε άλλες γιορτές, όταν είναι ας πούμε, η κοίμηση κάποιου αγίου. Ναι, ο πάτερ μας λέει ας πούμε, και φτιάχνουμε. Είτε σε αγρυπνία, είτε σε θεία λειτουργία φτιάχνουμε τα κόλλυβα, ναι.
Και ήθελα να πω, αυτό βέβαια το ξέχασα να το πω. Όταν κάποιος που είναι ετοιμοθάνατος–, γιατί εγώ έχω ασχοληθεί τέλος πάντων, με πολλούς επειδή γηροκόμησα και πολλούς παππούδες, γιαγιάδες, θείους και εντάξει, έχω βιώσει, έχω κάποια βιώματα τέλος πάντων. Αλλά αυτό μου το έλεγε η μαμά μου η συγχωρεμένη για τη μαμά της. Η γιαγιά μου τέλος πάντων, είχε έναν αδερφό και είχε σκοτωθεί τότε στο ’40 στον πόλεμο. Ήταν παλικαράκι, 18 χρονών, 20. Μία βόμβα έπεσε και του έκοψε τα χέρια και από πολλή αιμορραγία πέθανε. Και η μαμά μου ως που πέθανε όλο έλεγε: «Η μάνα μου είχε έναν αδερφό, τον Βαγγέλη, έτσι κι αλλιώς…» Και όταν η γιαγιά μου ήταν ετοιμοθάνατη ας πούμε, μία μέρα λέει η μαμά μου: «Πάω εκεί και με λέει, μιλούσε τότε στη γλώσσα της κι έλεγε: “Νατος, νατος, Σουλτάνα. Νάτος, νατος ο Βαγγέλης!” “Πού είναι βρε μαμά, δεν βλέπω κανένα” “Καλέ, δεν τον βλέπεις; Νάτος, με τα χέρια κομμένα, νατος, στα άσπρα ντυμένος”». Πω, πω, τότε και η μαμά μου άρχισε να κλαίει και έλεγε: «Βρε μαμά, δεν έχει…» «Όχι, όχι, νάτος, ήρθε -λεει- κοντά μου». Μάλλον ήρθε τότε να την «πάρει». Αφού τον έβλεπε ολοζώντανα και φώναζε «Νατος, ο Βαγγέλης με τα χέρια του καλέ, δεν τα βλέπεις; Νατα, τα χέρια!» «Αφού ήτανε καλά», λέει. Ούτε τα είχε χάσει, ούτε... Ναι, έτσι, πολλοί βλέπουνε οράματα όταν είναι έτσι, τα προθανάτια. Έχει πολλά, πολλά, εντάξει. Αυτά που βιώσαμε, αυτά ξέρουμε.
Στην περιοχή σας υπάρχουνε έτσι, προμηνύματα θανάτου, προκαταλήψεις, όνειρα, κάτι που βλέπετε που συμβολίζει τον θάνατο; Π.χ. κάποιοι που βλέπουνε κάποιο ζώο στο όνειρό τους και λένε «αυτό σημαίνει θάνατος».
Εντάξει, πολλοί το έχουνε. Εντάξει, εξαρτάται τώρα. Μερικοί και τώρα υπάρχουνε προκαταλήψεις για το κάθε τι. Δεν μπορείς να πεις ούτε και αν και για ένα μωρό παράδειγμα, να πεις: «Αχ, τι καλό. Αχ!» Φοβάμαι δηλαδή να το πω, γιατί ο άλλος θα πει όχι «το μάτιαξες», όχι «είπες έτσι», όχι «είπες αλλιώς». Άλλοι βλέπουνε κάποια όνειρα. Από πολλούς που ακούω «είδα αυτό, είδα έτσι, το πρωί σηκώθηκα μετά μου συνέβη αυτό». Αλλά από τη μια καλύτερα να μην τα μελετάς πολύ αυτά, γιατί δεν ξέρω –τώρα προσωπικά μιλάω– γιατί θα τρελαθείς άλλο τόσο. Ό,τι είναι γραμμένο και ό,τι είναι από τον Θεό θα γίνει. Αλλά υπάρχουνε, συμβολίζουνε πολλά όνειρα, ξέρω ‘γω, από ό,τι έχω ακούσει, που «είδα έτσι», που «είδα εκείνο», που «είδα…» Έστω και μετά, τον άνθρωπό τους που πέθανε, πως, τι, τι τους ζήτησε, τι τους έκανε.
Ή αυτό που βλέπουνε μερικοί τους νεκρούς τους και μετά επειδή τους είδανε κάνουνε τρισάγια; Τι κάνουνε;
Ε ναι, εντάξει. Τώρα κανονικά είναι ως τον χρόνο. Εμείς εδώ πάλι, το λέω και το ξαναλέω, πάμε κάθε Σαββατόβραδο το πρόσφορο στον εσπερινό του Σαββάτου για τον νεκρό μας. Με τα ονόματα βέβαια, να–. Όχι, όποτε μπορούμε κάνουμε και το τρισάγιο, αλλά το πρόσφορο πρέπει κανονικά να το πας. Ε, εντάξει, το πρόσφορο, στα μνημόσυνα επίσης θα πας το κεράκι, καθαρό κερί θα πας για την Αγία Τράπεζα μέσα. Δύο, και έξω ένα που θα το έχεις στο ταψί, στο σινί που το λέμε. Θα πας το πρόσφορο, το κρασάκι Νάμα, το λιβάνι, το καρβουνάκι και ένα μπουκάλι λάδι. Όλα αυτά για να γίνει η θεία λειτουργία, να τελεστεί για τον νεκρό σου. Ναι, αυτά πρέπει να τα πας. Τώρα άλλοι δεν τα πάνε. Παράδειγμα, που λέει, «θα δώσω ένα ποσό, δεν τα παίρνω». Εντάξει, όποιος μπορεί να τα πάρει είναι καλά. Για να γίνει η θεία λειτουργία, για το μνημόσυνο δηλαδή όλα αυτά. Υπάρχουν εντάξει πολλά έθιματα. Είπαμε, τώρα οι νέοι, τώρα λίγο-λίγο «ε, μωρέ» αυτό, «ε, μωρέ» το άλλο. Εντάξει, δεν μπορούμε να τα αφήσουμε και όλα. Βρήκαμε, όπως βρήκαμε [00:45:00]μερικά πράγματα, τι είναι και το σωστό βέβαια. Όχι εντάξει, να ξεφεύγουμε, αλλά λίγο-λίγο… Κι εγώ τώρα πολλές φορές έτσι λέω στα παιδιά, επειδή έχω κοιτάξει, έχω φτιάξει άπειρα μνημόσυνα, δεκαοχτώ στο σύνολο. Όλα, δηλαδή «σαράντα», «εξάμηνο», «χρόνο», και τα τρία χρόνια, τώρα ετοιμάζομαι για άλλα δύο. Δύο μνημόσυνα τρίχρονα και λέω στα παιδιά, λέω: «Παιδιά, δεν ξέρω πως και τι, αλλά -λέω- ένα κόλλυβο και ένα μνημόσυνο στην εκκλησία το θέλω. Πρέπει να γίνει». Και μιλάνε τα παιδιά, «Ε, μωρέ σιγά! Ε, μαμά!» «Όχι», λέω «μαμά!» Κι ένα τρισάγιο. Το τρισάγιο όσο μπορούμε να το κάνουμε στους νεκρούς μας. Το έχουνε ανάγκη. Πρέπει να το κάμνουμε, όσο μπορούμε δηλαδή και όσο ζούμε να τους θυμόμαστε. Αυτό τους βοηθάει πάρα πολύ το τρισάγιο, να τους θυμόμαστε, να μην τους ξεχνάμε. Και το πρόσφορο επίσης το περιμένουνε. Το περιμένουνε οι νεκροί μας, έτσι είναι.
Και κάτι τελευταίο. Για το φιλοδώρημα που δίνουνε στον παπά στα μνημόσυνα. Αυτό σε– δίνουν, υπάρχει ένα συγκεκριμένο ποσό, ας πούμε;
Ε, αυτό είναι όπως είναι, έχει κανονιστεί από την εκκλησία. Παράδειγμα βαφτίσεις, γάμους, κηδείες, μνημόσυνα, αυτά έχουν ένα συγκεκριμένο ποσό. Πάντα δίνεις, ναι. Εντάξει, μερικοί δεν ξέρουν, δεν, δεν. Όχι ότι θα τους το επιβάλει ο πάτερ, αλλά το κανονικό είναι βέβαια θα πληρώσεις τα έξοδα. Τον νεωκόρο, όλοι, ο ψάλτης, όλοι, δεν θα τα πάρει ο παπάς προς όφελός του. Για την εκκλησία, για τα έξοδα της εκκλησίας, έτσι. Οπουδήποτε δηλαδή. Και γι’ αυτό έχει γίνει και θέμα εντάξει, ναι.
Ωραία. Εγώ αυτά είχα να ρωτήσω, δεν ξέρω αν εσείς θέλετε να πείτε κάτι που–.
Τώρα φυσικά εντάξει, θα έχω ξεχάσει και πάρα πολλά, αλλά τα περισσότερα νομίζω πως τα είπα. Εντάξει πολλά έχει, αν αναπτύξουμε και άλλο το θέμα. Έχει και αρκετά να πούμε αλλά εντάξει, τώρα αυτή την ώρα δεν θυμάμαι τι ξέχασα, τι είπα, δεν ξέρω.
Ωραία, εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Γεια σας!
Photos

Κόλλυβα για τον Άγιο Δωρ ...
Κόλλυβα φτιαγμένα από την αδερφή της αφηγή ...

Κόλλυβα για μνημόσυνο
Κόλλυβα φτιαγμένα από την αδερφή αφηγήτρια ...
Summary
Η συνέντευξη εστιάζει στις θρησκευτικές πρακτικές και στα ήθη και έθιμα του τόπου της αφηγήτριας, τη Δωροθέα Πέλλας. Αναλύονται οι διαδικασίες που ακολουθούνται στην περίπτωση ενός θανάτου κάποιου προσώπου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τελούνται τα διάφορα μυστήρια προς τη μνήμη του. Η αφηγήτρια εξιστορεί τα γεγονότα έτσι όπως τα βίωσε η ίδια ή κοντινά της πρόσωπα.
Narrators
Περιστέρα Δούμου
Field Reporters
Άννα Παλαμίδα
Interview Date
19/08/2020
Duration
47'
Summary
Η συνέντευξη εστιάζει στις θρησκευτικές πρακτικές και στα ήθη και έθιμα του τόπου της αφηγήτριας, τη Δωροθέα Πέλλας. Αναλύονται οι διαδικασίες που ακολουθούνται στην περίπτωση ενός θανάτου κάποιου προσώπου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τελούνται τα διάφορα μυστήρια προς τη μνήμη του. Η αφηγήτρια εξιστορεί τα γεγονότα έτσι όπως τα βίωσε η ίδια ή κοντινά της πρόσωπα.
Narrators
Περιστέρα Δούμου
Field Reporters
Άννα Παλαμίδα
Interview Date
19/08/2020
Duration
47'