© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Για ένα καινούριο όνειρο θα αναστηθώ, θα ζήσω
Istorima Code
13612
Story URL
Speaker
Μανώλης Ανδρέου (Μ.Α.)
Interview Date
06/04/2023
Researcher
Ανδρέας Καρουσιώτης (Α.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, είναι Παρασκευή, 7 Απριλίου του 2023. Βρισκόμαστε με τον κύριο Μανώλη Ανδρέου στη Βάρδα Ηλείας. Εγώ ονομάζομαι Καρουσιώτης Ανδρέας και είμαι ερευνητής στο Istorima. Ξεκινώντας τη συνέντευξη θα θέλατε να μας πείτε πού γεννηθήκατε και πότε;
Από ό,τι λένε τα χαρτιά, η γέννηση έχει γίνει στην Πάτρα, έτσι γράφει η ταυτότητά μου, αλλά η συνέχεια ήτανε όλη στη Βάρδα της Ηλείας. Από την Αγγελική Ανδρέου, τη μάνα μου, και έναν αντάρτη τότε, τον Διονύση τον Σιγαλό από τα Σαβάλια, που ποτέ δεν βρέθηκαν σαν ζευγάρι, δεν παντρεύτηκαν ποτέ οι δυο τους. Στη συνέχεια η μάνα μου με γέννησε το 1945, τότε τον πατέρα μου τον φυσικό τον είχαν στείλει εξορία, και το 1948, παντρεμένη με έναν δεύτερο, παντρεμένη με τον Νίκο τον Κούλη, σύζυγό της τότε επίσημα, τον Φλεβάρη του ‘48, ένας χωροφύλακας εδώ που υπηρετούσε, ένας φασίστας, θα το πω, τη δολοφόνησε εν ψυχρώ στις 25 Μάη, ανήμερα των Βαΐων, το 1948. Μπροστά σε άλλους ανθρώπους εκεί και η μαρτυρία η πραγματική, μαρτυρία για τον τρόπο που δολοφονήθηκε η μάνα μου, έφτασε σε μένα, πριν λίγα χρόνια, 6, 5-6 χρόνια περίπου, από τον Βασίλη τον Διαμαντόπουλο ή Νταβλά, όπως ήταν το παρατσούκλι του, μπροστά στο μαγαζί που είχε ο πατέρας του, μια ταβέρνα, και ο Βασίλης δούλευε σαν σερβιτόρος μέσα. Και μου είπε ότι όταν η μάνα μου ανέβαινε από το σταθμό, γιατί είχε ΄ρθει να... είχε κατέβει να πάει στην Πάτρα, και το τρένο είχε καθυστέρηση, γύρισε για να περιμένει στο μαγαζί του Νταβλά. Μέσα, λοιπόν στο μαγαζί, μου είπε ο Βασίλης, ότι έτρωγε ο Σινάπης, αυτός ο χωροφύλακας που τη δολοφόνησε με έναν άλλο συνάδελφό του. Και όταν την είδε να έρχεται είπε στον άλλον: «Θα τη σκοτώσω την πουτάνα», αυτά είναι λόγια του Βασίλη Διαμαντόπουλου, μπροστά του. Και σηκώθηκε, βγήκε έξω, έριξε τρεις πυροβολισμούς και τη σκότωσε. Παρότι γύριζε γύρω γύρω από τον πατέρα του Βασίλη, του Νταβλά, τη δολοφόνησε εν ψυχρώ εκεί. Από εκεί και μετά το τι έγινε για κάποια χρόνια δεν ξέρω. Εγώ θυμάμαι μόνο -συγγνώμη- ότι στη συνέχεια, από ό,τι έμαθα εκ των υστέρων, βρέθηκα στο βρεφοκομείο της Πάτρας για λίγο διάστημα. Πόσο δεν ξέρω. Έχω ένα... μια αίτηση για να ζητήσω από το βρεφοκομείο το διάστημα που έμεινα μέσα στο βρεφοκομείο σαν τρόφιμος. Στη συνέχεια η μάνα μου έμεινε εδώ στη γιαγιά της, γιατί ο πατέρας της είχε και αυτός, το 1939, δολοφονηθεί. Και με μεγάλωσε ουσιαστικά η γιαγιά μου μαζί με τα αδέρφια της μάνας μου, τα οποία ήταν τρία αγόρια. Ο Αλέξανδρος, δεύτερος στη σειρά, γιατί μεγαλύτερη ήταν η μάνα μου το 1927, ο Αλέξανδρος το ‘30, ο Μιχάλης το ‘34 και ο Χαρίλαος το ‘36. Έμεινα μαζί τους και ξεκίνησα εδώ τη ζωή μου μέσα στο σπίτι της μάνας μου. Είχα πρόβλημα γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς έχει γίνει, ήμουνα μόλις δεκαπέντε χρονών. Το μόνο που ήξερα τότε ήταν να κλωτσάω την μπάλα μπροστά σε ένα κατάστημα εμπορικό που είχαν αγοράσει ο Αλέκος με τη γιαγιά μου από τον Σακαρέλο, από την Πάτρα, που ήταν ο προηγουμένως κάτοχος του καταστήματος. Και θυμάμαι μόνο έναν παλιό αντάρτη, Ελασίτη, ονόματι Γέμος Πέτρος, ο οποίος ήταν ο μόνος που όταν με έβλεπε στον δρόμο μου έλεγε: «Γεια σου, Σιγαλέ». Σιγαλός ήταν το όνομα του πατέρα μου, το επίθετό του. Κι εγώ βέβαια απορούσα στην αρχή, γιατί δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Μετά από λίγα χρόνια, βέβαια, κατάλαβα. Συνέχισε η ζωή μου στη Βάρδα, στο σπίτι της γιαγιάς, στο δημοτικό σχολείο. Μετά τη δολοφονία της μάνας μου, ο τότε άντρας της συνέχισε να έχει επαφές με τα αδέρφια της μάνας μου και με την πεθερά του. Ερχόταν στη Βάρδα και διατηρήσαμε... διατήρησαν πολύ καλές σχέσεις, που στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε ο Νικολάκης ο Κούλης με την Αθανασία την Κότσυφα. Την πρώτη του κόρη λοιπόν τη βγάλανε, γιατί τους βάφτισε ο Αλέκος -τους στεφάνωσε, συγγνώμη, ο Αλέκος- και την πρώτη του κόρη, όταν εγώ είχα πάει το 1957 στην Πάτρα στο γυμνάσιο τη βάφτισε ο Αλέκος και τη βγάλανε Αγγελική στο όνομα της μάνας μου, προς τιμήν του ονόματος της μάνας μου. Στα προηγούμενα, στο προηγούμενο διάστημα, έχω στη μνήμη μου ορισμένα γεγονότα που έζησα σαν παιδάκι. Το πρώτο από αυτό είναι όταν το καλοκαίρι του ‘52, τελειώνοντας την A΄ Δημοτικού εδώ, επήγαμε στην Κερπινή των Καλαβρύτων. Ήτανε το χωριό του άντρα μιας ανιψιάς, μιας ξαδέρφης πρώτης της μάνας μου, που την είχε παντρέψει η γιαγιά μου με τον τυροκόμο που ήταν απέναντι από το σπίτι, γιατί εκεί ήταν ένα τυροκομείο του Αρτέμη του Διαμαντόπουλου. Και πήγαμε το καλοκαίρι, εγώ πιτσιρίκος, ο Μιχάλης ο μεγαλύτερος και ο Χαρίλαος ο πιο μικρός από τα δυο αδέρφια της μάνας μου, ο μεσαίος ο Μιχάλης. Πήγαμε με τον οδοντωτό και θυμάμαι ότι μέτραγα πιτσιρικάς τις γαλαρίες, μικρές και μεγάλες, και τις είχα βγάλει 17. Στο... στη διαδρομή αυτή, στο Βουραϊκό επάνω, εκλείνανε τα παράθυρα και τις κουρτίνες από το τρενάκι, γιατί γέμιζε μέσα μουντζούρα. Ήταν καρβουνιάρης τότε, έτσι τον λέγανε, κι έκανε μιάμιση ώρα μέχρι να μπούμε να πάμε πάνω. Μας κατέβαζαν στον σταθμό της Κερπινής, λίγο πάνω από το Μέγα Σπήλαιο και ήρθανε με μουλάρια και μας πήρανε να μας ανεβάσουν στο χωριό. Εκεί πρώτη φορά έφαγα και τα κολοκύθια και όταν γύρισα με χαρά το φώναζα της γιαγιάς μου: «Έφαγα τα κολοκύθια στην Κερπινή». Δεύτερο, έτσι, μεγάλο περιστατικό στην ηλικία των 8 πια χρονών, το ‘53, όταν με τη γιαγιά πήγα στον Πειραιά για πρώτη φορά με ένα φορτηγό, στο οποίο είχανε φορτώσει καρπούζια που καλλιεργούσαν και ανέβαινε στην Αθήνα για να τα πουλήσει. Κι εγώ πιτσιρίκος, Αύγουστο μήνα, κοιμήθηκα πάνω στα καρπούζια, γιατί δεν έκανε κρύο, και φτάσαμε στον Πειραιά. Και αφού τελειώσαμε τα καρπούζια, πήγαμε στο σπίτι μιας ανιψιάς της, της Γεωργίας της Κοκκαλά που έμενε, αν θυμάμαι καλά, στη Δραπετσώνα νομίζω, και εκεί πρωτοείδα να δουλεύει, να λειτουργεί το τραμ. Δεν είχα ξαναδεί και έβλεπα και τους πιτσιρικάδες της εποχής εκείνης που σαλτάρανε πίσω για να μην πληρώνουν εισιτήριο. Αυτά σχετικά τότε. Στη συνέχεια-
Θέλετε να μας πείτε πώς ήταν γενικά τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν όπως όλα τα παιδιά. Παίζαμε μαζί. Κυνηγητό το λέγαμε, παίζαμε τις καβάλες με μια δυο... μια πέτρα ο καθένας και τσουγκράγαμε την άλλη όσο μακριά πήγαινε παίρναμε αυτόν που κέρδιζε στον ώμο. Φτιάχναμε μπίλιες χωματένιες [00:10:00]από τη γράνα στου Μπακογιάννη, που ήταν από γλίνα, γιατί δεν υπήρχανε μπίλιες από τις άλλες μετά, τις γυάλινες, παίζαμε με κυπαρισσόμηλα από τα κυπαρίσσια και παίζαμε και διάφορα άλλα παιδικά παιχνίδια τότε της εποχής. Στο σχολείο πήγαινα καλά. Ήμουνα πάρα πάρα πολύ καλός στα Μαθηματικά. Εκεί που δυσκολευόμουνα ήτανε η Έκθεση. Δεν μπορούσα να γράψω. Ενώ στο μυαλό μου φανταζόμουνα πράγματα δεν μπορούσα να τα βάλω στο τετράδιο κάτου. Και αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Πρώτη φορά που το έσπασα αυτό το πρόβλημα ήμουνα στην Δ΄ Γυμνασίου, τη σημερινή Α΄ Λυκείου, όταν πήγα στην Πάτρα στο σχολείο. Ένα άλλο πλεονέκτημα που είχα, επειδή ήμουνα ακουστικός τύπος, πριν από Χριστούγεννα ή Πάσχα δεν άνοιγα βιβλίο, γιατί τα συγκρατούσα όλα από τα αυτιά και μου λέγανε: «Μα δεν θα διαβάσεις;» Λέω: «Αφού τα θυμάμαι, τα ξέρω». Και μου ‘χουν μείνει και ποιήματα πολλά από τότε, γιατί είχα μάθει τον Εθνικό Ύμνο από μνήμης, «Τον γεροδήμο», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και διάφορα άλλα. Πήγα λοιπόν μετά, τελειώνοντας εδώ το δημοτικό -α, συγγνώμη-, πότε ανακάλυψα πρώτη φορά ότι δεν υπήρχε πατρώνυμο; Ήμουνα στην ΣΤ΄ Δημοτικού και με ένα άλλο μεγαλύτερο από μένα παιδί μπήκαμε μέσα στο σχολείο, είχε γκρεμίσει την πόρτα έξω στο προαύλιο αυτός, και μπήκαμε μέσα στην τάξη μας. Και ανοίγω τον κατάλογο του δάσκαλου για να δω τη βαθμολογία, πόσο μας είχε βάλει. Και κει ένιωσα το πρώτο δυνατό σοκ, όταν κοιτάζοντας άλλα παιδιά πριν από μένα στον κατάλογο που έλεγε το επίθετο, το όνομα και το όνομα πατέρα. Όταν έφτασα λοιπόν στο δικό μου βλέπω: «Ανδρέου Εμμανουήλ, πατρός ορφανού, της Αγγελικής, της Αγγελικής, πατρός ορφανού». Εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε το πατρώνυμο, το οποίο το τακτοποίησα μόνος μου όταν πια είχα μεγαλώσει πάρα πολύ και είχα αρχίσει και να συμμετέχω στις εκλογές και να ψηφίζω. Άλλη μία φορά που δεν ετόλμησα να κάνω κάτι που μου ζητάγανε τότε ήταν με τη Δικτατορία, όταν είχε κατέβει ο Ασλανίδης στην Πάτρα σαν υπουργός μαζί με έναν άλλο συναθλητή μου, να του ζητήσουμε ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ, ενώ με παρακαλούσαν να ανέβω επάνω εκεί που περίμενε, Γεροκωστοπούλου και Καραϊσκάκη, στο παλιό δημαρχείο, δεν ανέβηκα γιατί σκεφτόμουνα την έλλειψη του πατρώνυμου. Γιατί αυτό είχε γίνει εφιάλτης για μένα, επειδή οτιδήποτε και αν έκανες το πατρώνυμο συνόδευε το ονοματεπώνυμό σου, είτε σου άρεσε είτε όχι. Και το ίδιο πρόβλημα το έζησα και όταν πήγα στο γυμνάσιο στην Πάτρα, Α΄ και Β΄ Δημοτικού -ε, Γυμνασίου, συγγνώμη- που οι καθηγητές μπαίνοντας στην αίθουσα στην αρχή του χρόνου ανοίγαν τον κατάλογο, διαβάζαν τα ονόματα των μαθητών, γιατί τότε είμαστε γύρω στα 65-70 παιδιά σε κάθε αίθουσα, καθόμαστε τρεις τρεις στο θρανίο και θυμάμαι στην Α΄ Γυμνασίου ήτανε 4 τμήματα από 70 παιδιά το καθένα. Και θυμάμαι τον Παξιμάδη, ένα φυσικό, Θεός συγχωρέστονε, που διάβαζε το όνομα. Εκεί εγώ είχα κολλήσει, είχα σοκαριστεί, και μία έλεγα του Αλεξάνδρου, το όνομα του αδερφού της μάνας μου, μία έλεγα του Νικολάου, του μετέπειτα συζύγου της μάνας μου, και είχα πραγματικά πάθει μεγάλο σοκ εκεί πέρα. Έζησα αυτή την... αυτό το πρόβλημα το δυνατό. Τώρα, τελειώνοντας τότε στην Ζ΄ τότε του Γυμνάσιου, επειδή εγώ δεν είχα μάθει, ήμουνα - συγγνώμη, δεν είχα μάθει Θεωρητική Γεωμετρία, Αριθμητική, που κάναμε στο δεύτερο εξάμηνο, γιατί ήμουνα πάρα πολύ καλός και έλυνα τα προβλήματα αμέσως, δεν έμαθα Άλγεβρα. Και έμεινα μετεξεταστέος από την Άλγεβρα, στην ΣΤ΄ Γυμνασίου τότε, γιατί είχα λύσει τα προβλήματα στα διαγωνίσματα που γράφαμε 2 φορές το χρόνο και Φλεβάρη μετά τις γιορτές και το καλοκαίρι που τελειώναμε, είχα λύσει τα προβλήματα της Άλγεβρας με πρακτική αριθμητική σε μιάμιση γραμμή. Και βγαίνει ο αείμνηστος Γιάννης Φιλαππακόπουλος, ο οποίος κουβάλαγε τα μπακαλοδεύτερα που τα λέγαμε εμείς, κάποια χαρτιά στη μασχάλη, για όλες τις τάξεις εκεί μέσα, για όλο το χρόνο, για μαθήματα που έδινε να γράψουμε διαγώνισμα, οτιδήποτε ήτανε εκεί μέσα στα μπακαλοδεύτερα. Και όταν διάβασε μετά τα διαγωνίσματα και μας έλεγε το τι γράψαμε και πόσο ο καθένας, είχε πει ότι: «Είμαι -λέει- 30 χρόνια καθηγητής αυτό δεν μου έχει ξανασυμβεί, γιατί φτιάξαμε την Άλγεβρα να λύνουμε τα προβλήματα της Πρακτικής Αριθμητικής και αυτός έλυσε τα προβλήματα της Άλγεβρας με Πρακτική Αριθμητική». Και επειδή δεν είχα κάνει καλή διατύπωση μου ‘βαλε μόνο 15, ήμουνα ένας από τους τέσσερις που είχαμε πάρει πάνω από 10, τέσσερις ή πέντε, δεν θυμάμαι ακριβώς. Τότε, επειδή έπαιζα και καλή μπάλα, ‘τοιμαζόμουνα να πάω να γραφτώ να φτιάξω δελτίο στην Παναχαϊκή. Έπαιζε τότε ο Ανδρέας ο Αντωνάτος, θα ‘χει πεθάνει τώρα χρόνια, ο οποίος μετά πήγε στον Εθνικό και έπαιξε και Εθνική Ελλάδος. Και με είχε ζητήσει να φτιάξω δελτίο, να βγάλω φωτογραφίες και να τις πάω μετά να φτιάξω δελτίο στην Παναχαϊκή. Το ‘63 λοιπόν κατέβηκα για το Πάσχα στη Βάρδα, έφτιαξα τις φωτογραφίες, αλλά στις 13 Απρίλη, το Μεγάλο Σάββατο, έγινε το ατύχημα που έχασα τα χέρια μου. Εδώ θέλω να προσθέσω κάτι, λίγο νωρίτερα, Παραμονές του… τα Χριστούγεννα του ‘62, έχουν αρχίσει οι μεγάλες διαδηλώσεις τότε στην Πάτρα, στις οποίες είχα πάρει μέρος βρέχοντας ασταμάτητα, βρέχοντας ασταμάτητα. Τότε φωνάζαμε το σύνθημα «Προίκα στην παιδεία και όχι στη Σοφία» και ζητάγαμε το 15% για την Παιδεία. Και μας στριμώξανε εκεί σε μια ανηφόρα πίσω από το αρχαίο, από το Ηρώδειο, και πηγαίναμε να ανοίξουμε την πόρτα να βγουν και τα κορίτσια του 1ου Θηλέων, γιατί υπόψην ότι ήμασταν σε χωριστά σχολεία, ήταν αρρένων και θηλέων τότε, και εκεί έφαγα τις πρώτες σπρωξές και τις πρώτες… τα πρώτα ελαφρά χτυπήματα από τους αστυνομικούς, γιατί μας στρίμωξαν στη μέση.
Το 1900 λοιπόν, 1963, 13 Απρίλη, έχουμε μαζευτεί στο σπίτι ενός φίλου να ‘τοιμάσουμε αυτές τις σωλήνες που φτιάχναμε για να τις ρίξουμε στην Ανάσταση. Τα έχουμε μελετήσει όλα, τα έχουμε προγραμματίσει, εν πάση περιπτώσει από κάποιο λάθος μέσα σε ένα σπιτάκι μικρό, που ήταν ένα τραπεζάκι, ένα μικρό βαρέλι με κρασί και ένα μικρό τζάκι, είμαστε 5 άνθρωποι: εγώ, ο Ανδρέας ο Λαμπρόπουλος, ένας φίλος και συνομήλικός μου, και τα 3 αδέρφια του Μπακογιάννη, η Σούλα η μεγάλη, ο Ζώης, έναν χρόνο μικρότερος από μένα, και ο μικρότερος αδερφός τους, ο Νικολάκης. Και εκεί που τα φτιάχναμε πήγαμε να ανοίξουμε μια τρύπα στη σωλήνα που ήτανε πιο στενή από ό,τι υπολογίζαμε με μια πρόκα που είχαμε βγάλει από ταβάνι από πάνω, ήταν χαμηλό το σπίτι. Και κάνω το πρώτο χτύπημα και μετά την παίρνει ο Αντρέας στα χέρια του σ‘ ένα τραπέζι που ήσαντε και οι τέσσερις γύρω γύρω. Σηκώνουμε, του λέω: «Αντρέα, άσ‘ τη, θα τη χτυπήσω εγώ», την πήρα από το τραπέζι και κάθισα δίπλα κάτω στο πάτωμα. Με μία άλλη σωλήνα στο χέρι και χτυπάω την πρόκα. Με το χτύπημα έγινε το μπαμ, γιατί μέσα είχαμε TNT, κι αυτό με την τριβή έσκαγε, έκανε έκρηξη με το να τρίψεις με το νύχι. Εκεί μέσα, μετά από λίγο όταν συνήρθα, κατάλαβα ότι τα χέρια μου ήταν κομμένα, δεν τα είχα δει ακόμα. Το πρώτο πράμα που έκανα ήτανε να φωνάζω τους άλλους αν είναι καλά, γιατί αυτό με πείραζε. Λέει: «Καλά είμαστε» και τους ζήτησα ένας ένας να μου λέει το όνομά του. Όταν μου είπε ότι όλοι ήσαντε κ[00:20:00]αλά, σηκώθηκα, ανοίξαμε την πόρτα και βγήκαμε έξω και άρχισα να περπατάω για το γιατρό με τα χέρια μου να κρέμονται, να λείπουνε 2 δάχτυλα απ’ το ένα, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς, 3 από το άλλο, εν πάση περιπτώσει, υπήρχανε σε κάθε παλάμη από 2 ή 3 δάχτυλα. Στο ένα ήτανε ο αντίχειρας, στο άλλο ήτανε το μεσαίο και το πήρα με τα πόδια για το γιατρό. Στο δρόμο με συναντάει ένας γείτονας να με πάει, με συνόδευσε ο άνθρωπος. Βρίσκουμε ένα μηχανάκι, με βάνει επάνου για να πάμε γρηγορότερα, αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. Εν πάση περιπτώσει, να μη λέω πολλά, κατεβαίνοντας κάτω στον Οικονομόπουλο, έτσι λεγόταν ο γιατρός, είχε φύγει για την Πάτρα, γιατί ήταν η γυναίκα του από την Εγλυκάδα να κάνουν εκεί Ανάσταση. Με ένα ταξί από τη Βάρδα, με τον Γιάννη τον Γάβη, φεύγουμε για τη Νέα Μανωλάδα. Ήτανε ένας άλλος γιατρός, ο Αλεξόπουλος, η ώρα πρέπει να ‘τανε γύρω στις 9-9:30 το βράδυ, ανεβαίνοντας στα σκαλοπάτια στο σπίτι του βγαίνει έξω με μια πετσέτα στο λαιμό και μόλις με είδε: «Φύγετε, φύγετε, φύγετε». Τότε τον βλαστήμισα και του λέω: «Όταν θα γυρίσω θα τα πούμε». Από κει και μετά άρχισε ο δρόμος για τη γρηγοράδα, να πάμε Πάτρα, να πάμε στον γιατρό γιατί τα χέρια τρέχανε αίματα, χτυπημένα όπως ήτανε. Παίρνουμε το ταξί, συνεχίζουμε για την Πάτρα και στην Παριζιάνα μπροστά που μπαίνουμε μας πιάνει λάστιχο. Εγώ στο μπροστινό κάθισμα με τον Ζωγούλη δίπλα μου, τον Ζώη, να μου σφίγγει τα χέρια πάνω από το τραύμα για να μη φεύγει το αίμα. Πίσω η γιαγιά, ο Αλέκος και ο Χαρίλαος, εκεί που μας έπιασε λάστιχο περνάει ένα «caravan Opel». Σταματάει ο άνθρωπος, μας πήρε και μας άφησε μπροστά στου γιατρού του Μπάρλου την κλινική, είχε φύγει από το κέντρο της Πάτρας και είχε έρθει εδώ μπροστά έξω, όπως μπαίνουμε. Ανεβήκαμε εκεί πάνω και εκεί δέχτηκα την πρώτη περίθαλψη στα χέρια, μου τα δίπλωσε να σταματήσει η αιμορραγία με γάζες, με διάφορα πράγματα, μου ‘κανε και κάτι ενέσεις. Ο Αλέκος άρχισε να φωνάζει να φύγουμε, να πάμε Γερμανία, και τέτοια. «Τι Γερμανία -του λέει ο γιατρός- εδώ πρέπει να γλιτώσουμε τον άνθρωπο, τα χέρια του τρέχουνε, είναι κομμένα». Εν πάση περιπτώσει, με άλλο ταξί από την Πάτρα φεύγουμε για την Αθήνα. Εγώ, η γιαγιά, ο Γιάννης ο Μοίρης, Μοίρης ήταν το παρατσούκλι του, ο Νίκος ο Αγγελόπουλος και ο Χαρίλαος, με το ταξί της Πάτρας. Από κει και μετά άρχισα να πονάω, γιατί άρχισαν να παγώνουν τα χέρια. Μια στάση στην Κόρινθο, μπαίνουμε στο νοσοκομείο, μου κάνουνε δεύτερο δέσιμο, γιατί υπόψην ότι είχε πλημμυρίσει το ταξί κάτω από αίμα μέχρι να πάω στην Πάτρα, είχα μεγάλη απώλεια. Και από την Κόρινθο τελικώς τρεις η ώρα τη νύχτα στην Αθήνα με τον ταξιτζή της Πάτρας να ψάχνουμε ποιο νοσοκομείο εφημερεύει, επειδή ο άνθρωπος δεν ήξερε, μία πάνω μία κάτω στη Βασιλίσσης Σοφίας ρωτάει έναν ταξιτζή εκεί Αθηναίο, του λέει: «Έλα μαζί μου κοντά, εφημερεύει το Αρεταίειο», και ξεκινάμε και φτάνουμε στο Αρεταίειο. Από κει ειδοποίησαν έναν γιατρό που ‘ταν από το Καπελέτο, συγχωριανού μας, τον Τάκη τον Τσάχαλο, ήτανε Υφηγητής Ρευματολόγος, τον πήραν τηλέφωνο και ήρθε κατευθείαν στο Αρεταίειο. Εκεί όταν ανέβηκα τα σκαλοπάτια κατάλαβα ότι πια εξαντλούμαι και τους λέω: «Πιάστε με, πέφτω». Και με ξαπλώσανε σ‘ ένα παραβάν μέσα που είχανε, λιπόθυμος, και εκεί μετά από κάποια ώρα δεν ξέρω πόσο, 5 λεφτά, 2, όσα ήτανε, ξύπνησα, ξανασυνήρθα, και εκεί ένιωσα το πρώτο μεγάλο σοκ, γιατί ξυπνώντας λέω μέσα μου: «Όνειρο ήτανε, μωρέ Μανώλη», νόμιζα ότι ήτανε… το ΄βλεπα στον ύπνο μου όλο αυτό, αλλά ήτανε γεγονός. Από κει κατευθείαν στο χειρουργείο, έχει έρθει ο κύριος Τσάχαλος, κάνουνε μια σύσκεψη καμιά δεκαριά γιατροί, φωτογραφίζουνε τα χέρια, αυτά τα ‘μαθα εκ των υστέρων, βέβαια, εγώ. Μου έχουν σκίσει τις μπλούζες, τα ρούχα όλα και με βάνουνε στο χειρουργείο. Και είχε πει τότε: «Σε ένα τέταρτο του τα κόβουμε από τον ώμο και σε είκοσι λεφτά πεθαίνει, από τη γάγγραινα. Διαλέξτε, τα χέρια του ή τη ζωή του». Και με ξαπλώσανε στο χειρουργείο και μου κόψανε από τον καρπό στο δεξί και γύρω στον ένα ενάμιση πόντο από το αριστερό πιο ψηλά. Την ώρα που μου τα κόβανε πόναγα, γιατί δεν με είχε πιάσει ακόμα η νάρκωση και όταν το κόβανε έβλεπα το αριστερό μου χέρι και είπα του γιατρού: «Σιγά, γιατρέ, πονάω». Και ήρθε ένας άλλος από πάνω νοσοκόμος και μου γύρισε το πρόσωπο από την άλλη μεριά. Μετά αποκοιμήθηκα και τέλειωσα την άλλη μέρα. Έμεινα στο νοσοκομείο 29 μέρες, εβγήκα στις 19, νομίζω, Μάη, μετά από το Πάσχα. Στη συνέχεια, κατεβήκαμε κάτω, από κει ειδοποίησαν τους δικούς μου εδώ ότι: «Ξέρετε, έτσι κι έτσι του κόψανε τα χέρια». Ο πατέρας του φίλου μου του Ανδρέα -δεν πειράζει θα το πω αυτό, δεν είναι κακό, είναι γνωστό- είχε πει: «Καλύτερα να τον σκότωνε παρά που τον άφησε έτσι». Δυστυχώς επειδή η ζωή παίζει και κρύβει πολλά πράγματα και δεν ξέρουμε τι ξημερώνει, ενάμιση μήνα μετά το δικό μου ατύχημα ο Αντρέας τρακάρει στο 40 χιλιόμετρο από την Αθήνα με ένα φορτηγό και σκοτώνεται. Και όταν τον πηγαίναμε στο νεκροταφείο, τότε γιατί εμείς οι φίλοι στον ώμο τότε την κάσα, δεν υπήρχανε νεκροφόρες εδώ, εφώναζε: «Καλύτερα να σ’ είχα κι εγώ με χέρια και με πόδια και να σ’ έβλεπα». Και για να τελειώσω με το ιστορικό, στα 42 του μου φέρνουνε και τον Ζώη από την Αμερική, πεθαμένο λόγω καρδιάς. Εγώ το μόνο που πρωτοσκεφτόμουνα από την ώρα που χτύπησα είναι το πώς θα είναι η ζωή μου μετά με κομμένα χέρια. Και γι’ αυτό ξεκίνησα, γιατί ήθελα να ζήσω, μέσα από το νοσοκομείο το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω ένα κουτί με γλυκά, αυτά που ‘τανε αχλάδια, ροδάκινα τέτοια πράγματα. Με τις γάζες στα χέρια, πάλεψα, το άνοιξα και έφαγα γλυκό, από κει έφαγα ένα φρούτο. Στη συνέχεια, κατέβηκα στη Βάρδα, με περίμεναν δω φίλοι εδώ με το τρένο και λοιπά, εμπήκα στον καινούριο ρυθμό, που βέβαια δεν ήτανε μόνο δικός μου, με βοηθούσανε από το σπίτι, η γιαγιά η νύφη μου, η γυναίκα του Αλέκου, οι φίλοι μου, να με ταΐζουνε, να μου δίνουνε το νερό, το κρασί, το φαΐ, το πιρούνι, το κουτάλι. Αλλά συνέχισα να ζω. Και έξω έβγαινα μαζί με τους φίλους μου χωρίς να ντρέπομαι, να μου δίνουνε το κρασάκι που πίναμε ή την μπύρα στο στόμα, και να συνεχίσω τη ζωή μου σε αυτό το στυλ. Παράλληλα, τότε, ένας συγχωριανός Αμερικάνος που είχε έρθει εδώ, επικοινωνεί με έναν άλλο Αμερικάνο από διπλανό χωριό στην Αμερική και του εξηγεί το περιστατικό. Και αποφασίζει ο άλλος ο Αμερικάνος να στείλει ένα... τεχνητά μέλη από την Αμερική για να μου τα βάλουνε εδώ στα χέρια. Και με έστειλε, παρέπεμψε να πάω στην Αθήνα στο Εθνικό Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων, στο ΚΑΠΑΨ, που θα ‘βρισκα έναν Θεολόγο, ο οποίος ήταν διευθυντής. Και εκεί θα μου κάνανε την προεργασία για να στέλναμε τα προπλάσματα αυτά που θα φτιάχνανε στην Αμερική, για να μας τα στείλει. Αυτή η δουλειά γίνεται τον Νοέμβρη του ‘63, όταν εγώ είμαι στην Αθήνα, σε κάτι συγγενείς, θειάδες εκεί της γιαγιάς μου, και ήτανε την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Κένεντι στην Αμερική, ο Τζον. Περίμενα μέχρι τον επόμενο χρόνο να με ειδοποιήσουνε, μου είχανε πάρει εν τω μεταξύ κάτι προπλάσματα εκεί που θέλανε για να τα στείλουνε στην Αμερική. Μέχρι και τον Μάη του ‘64 δεν είχαν κάνει τίποτα και τότε λαβαίνω ένα χαρτί που με καλούσε να πάω στο Ίδρυμα σαν εσωτερικός μέσα, στις 30 Ιουνίου του ‘64. Αποφάσισα και πήγα. Τότε π[00:30:00]ήγα πάνω στο Παλιό Ψυχικό, ήτανε το Ίδρυμα εκεί μέσα, εν πάση περιπτώσει, και μέναμε σε toll από την Κατοχή από τους Γερμανούς μέσα. Σε κάθε toll ήμασταν 20 κρεβάτια μέσα. Έμεινα εκεί μέσα μέχρι τον Σεπτέμβρη, γιατί μετά με διώξανε εμένα από κει και με κατεβάσανε στο Νέο Ψυχικό πίσω από το Γηροκομείο ήτανε τότε εκεί μέσα, οι τεχνικές σχολές, έτσι τις λέγανε. Να κάνω ένα πισωγύρισμα στο διάστημα που ήμουν στο Παλιό Ψυχικό μέσα, γνώρισα έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν τετραπληγικός, παράλυτος στην πολυθρόνα, τον Στέφανο τον Καλκανδή, έτσι λεγότανε. Ήτανε συνταξιούχος, ήτανε στην αεροπορία, σμηναγός. Και εκεί τον γνώρισα, δεν μπορούσε να κουνήσει τίποτα, μόνο τα μάτια του, χέρια, πόδια τα πάντα. Και του είχε διαθέσει η αεροπορία 2 σμηνίτες, έναν οδηγό και έναν νοσοκόμο. Έφυγα από κει με αυτόν τον άνθρωπο και κατέβηκα στις σχολές. Εκεί γνώρισα και τα άλλα τα παιδιά που ήσαντε εκεί μέσα, γιατί άλλοι κάνανε τεχνητά πόδια, άλλοι διακοσμητικά χέρια, άλλοι μαθαίνανε ράφτες, άλλοι μαθαίνανε ξυλουργοί, είχε τα εργαστήρια της σχολής εκεί μέσα. Εκεί έμεινα μέχρι τις 15 Ιούλη του ‘65, που έφυγα πια και γύρισα πίσω, γιατί παρόλο ότι μου ξαναπήρανε εκεί μέσα προπλάσματα, μου φτιάξανε αυτά που θέλανε για την Αμερική, μου φτιάξανε και ένα ζευγάρι διακοσμητικά χέρια τα οποία δεν τα χρησιμοποίησα ποτέ, γιατί μου ήτανε παντελώς άχρηστα δηλαδή, και να ήθελα να κάνω τη φυσική μου ανάγκη δεν μπορούσα ούτε να ξεκουμπώσω το παντελόνι μου, ούτε τίποτα. Οπότε δεν τα χρησιμοποίησα. Εκεί -θα κάνω πάλι ένα μικρό πισωγύρισμα- στο πάνω Ίδρυμα στο Ψυχικό γνώρισα κει μέσα τον άνθρωπο που είχε γεννηθεί χωρίς χέρια από το ύψος του καρπού, τον Νίκο τον Σηφάκη. Ήτανε από την Κρήτη, με τον οποίο παίζαμε μαζί τάβλι καθισμένοι απάνω σε ένα πάγκο μικρό και ο οποίος έκανε τα πάντα με τα χέρια: με τα χέρια έγραφε, με τα χέρια ξυριζότανε, με τα χέρια ξεκούμπωνε τα πουκάμισα του και λειτουργούσε σαν να μην του λείπαν και αυτουνού τα χέρια και παίζαμε μαζί τάβλι. Ανάμεσα στα δάχτυλα του ενός χεριού είχε το τσιγάρο του, με το άλλο έπιανε τον καφέ του με του ποδιού, με το πόδι του όλα αυτά, με το πόδι έριχνε τα ζάρια, με το πόδι έγραφε. Όταν παίζαμε και πρέφα έγραφε τα αποτελέσματα της πρέφας και λειτουργούσε με το πόδι. Αυτόν τον άνθρωπο τότε έκανα μια προσπάθεια να τον στείλω στη Σοβιετική Ένωση, γιατί επανέρχομαι λίγο, και συγγνώμη γιατί τρέχει το μυαλό πολλές φορές και δεν τα προλαβαίνω όλα. Όσο ήμουν στο νοσοκομείο ήρθε ο Ανδρέας ο Ραμπαβίλας, ήταν τότε γραμματέας στον ελληνοσοβιετικό σύνδεσμο. Ήταν από κείνους τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει το 1961, υποψήφιο βουλευτή της ΕΔΑ, του ΠΑΜΕ τότε, στην Ηλεία, μαζί με τον μπαρμπα-Μιχάλη τον Μάρα, δικηγόρο. Τους κουβάλαγα το μικρόφωνο και τη μπαταρία στη Βάρδα από το ΚΤΕΛ που κατεβαίνανε στο καφενείο που θα μιλάγανε, με άλλους 2-3 παλιούς Εδαήτες. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν ήρθε και μου είπε: «Φέρε να στείλουμε τα χαρτιά πέρα», γιατί εγώ είχα διαβάσει πολύ νωρίτερα πριν χτυπήσω ότι εκεί είχανε δημιουργήσει τα λεγόμενα βιοηλεκτρικά χέρια. Κάνανε δηλαδή σύνδεση στα νεύρα και στους τένοντες των χεριών, τα συνδέανε με ηλεκτρόδια, επειδή η σκέψη μεταδίδεται σαν ηλεκτρικό ρεύμα, από αυτή τη σύνδεση περνάγανε αυτό το ρεύμα μέσα από έναν κύλινδρο και πολλαπλασιαστή για να αυξάνεται η έντασή τους και η δύναμη. Και τότε είχα διαβάσει ότι αυτά τα είχαν δημιουργήσει στη Σοβιετική Ένωση. Ήρθε λοιπόν ο Ανδρέας ο Ραμπαβίλας, παίρνουμε τις ακτινογραφίες από το νοσοκομείο μέσω μιας προϊσταμένης που ‘τανε φιλενάδα ενός χωριανού μου, γιατί δεν δίνανε τα χαρτιά τα νοσοκομεία ποτέ, και τα ‘στειλε στη Σοβιετική Ένωση. Μετά μου απάντησαν ότι υπάρχουν μεν αυτά, αλλά είναι σε πειραματικό στάδιο ακόμα και δεν γίνεται τίποτα. Και τότε εκανόνιζα να πάει και ο Νίκος ο Σηφάκης, όταν είχε έρθει ο Πατριάρχης της Μόσχας στους γάμους του Κωνσταντίνου, του τέως Βασιλιά, τον Φλεβάρη, τον Μάρτη, πότε ήτανε, στην Αθήνα για τους γάμους. Τελικά εγώ έφυγα, ο Νίκος έφυγε, πήγε εκεί πέρα, αλλά επειδή ήτανε από πολύ ψηλά κομμένα τα χέρια του -λείπανε, όχι κομμένα- δεν μπορούσανε να κάνουνε κάτι, παρότι είχανε βελτιωθεί. Και από τότε τον έχασα. Έφυγε για την Κρήτη, εγώ έφυγα για την Βάρδα τις 15 του Ιούλη, την ημέρα που έπεφτε ο Γεώργιος Παπανδρέου με τα Ιουλιανά, και από τότε έμεινα εδώ στο χωριό.
Στο διάστημα αυτό που κατέβηκα μάζεψα, μαζί με έναν άλλο που ήταν μεγαλύτερος από μένα και αυτός ήθελε και έπαιζε και τερματοφύλακας, να φτιάξουμε το γήπεδο της Βάρδας, γιατί από το ‘62 και μετά είχε καταργηθεί. Στο χωράφι που είχαμε κάνει το γήπεδο πια δεν μας άφηναν οι ιδιοκτήτες να παίζουμε και ξεκινήσαμε με αξίνες, με φτυάρια, με διάφορα εργαλεία να βρούμε χωράφια, να τα ισιώσουμε, να τα κάνουμε γήπεδο. Ένα από αυτά τα χωράφια ήταν ένα δικό μας της οικογένειας, αλλά ήτανε τόσο πολύ βαρύ που είχε μέσα λάσπη, είχε νερό, μπάλιζες, πουλιά μέσα, παπιά, και δεν γινότανε και μας έδωσε ένα χωράφι ο Μήτσος ο Νικολακόπουλος ο συγχωρεμένος, εκεί που είναι σήμερα το γήπεδο της Βάρδας, και αρχίσαμε να το ξύνουμε εκείνο, γιατί ήτανε ίσιο και χωματερό. Όμως τη χρονιά εκείνη έχουμε τα γεγονότα της Αποστασίας και τον Δεκέμβρη του ‘65 γίνεται πρωθυπουργός ο Στέφανος ο Στεφανόπουλος. Και παίρνει ιδιαίτερό του τον Πάνο τον Διαμαντόπουλο, τον Νταβλά, ο οποίος είχε γυρίσει τότε από την Αγγλία, είχε σπουδάσει οικονομικά και τον πήρε ιδιαίτερό του. Ο Πάνος μέχρι τότε δούλευε στον Καούκη από το Τραγανό που είχε μια βιομηχανία εδώ κάτου που έφτιαχνε τουρσά και τέτοια. Και σαν ιδιαίτερος του Στεφανόπουλου μας στέλνει μια μπουλντόζα από τον Πύργο, στρατιωτική, και ξεκινήσαμε και φτιάξαμε το πρώτο γήπεδο επάνω ψηλά, εκεί που είναι το σημερινό Δημοτικό-Γυμνάσιο. Και μια παρεμβολή θα μου την επιτρέψτε, γιατί το μυαλό πάει και έρχεται, εκεί σε εκείνο το χωράφι, όταν ήμασταν στην ΣΤ΄ Δημοτικού, ο δάσκαλος είχε βάλει και έσπειρε στάρι. Και μεις το μαζεύαμε και πουλήσαμε το στάρι αυτό, είπαμε τα κάλαντα, τα Χριστούγεννα και της Πρωτοχρονιάς της ίδιας χρονιάς και με αυτά τα λεφτά αγοράσαμε καινούρια σημαία στο σχολείο και ανοίξαμε και ένα πηγάδι και βάλαμε μια τρόμπα, γιατί υπήρχε και ένα σωληνάκι μικρό που ίσα ίσα έβγαινε μια σταγόνα νερό, και δεν προλάβαινε να πιει κανένας. Και πηγαίναμε στα γύρω πηγάδια, ένα από πάνω του Γκολφίνου και ένα από κάτου του Αντώνη του Μιχαλόπουλου με τους γκουβάδες και πίναμε από το πηγάδι. Και μέσα ήτανε κάτι σκουληκάκια που τα λέγαμε κοψαντερήθρες, και φυσάγαμε να πάνε στην άκρη τα σκουλήκια να βουτήξουμε να πιούμε νερό από τον κουβά. Και τότε φτιάξαμε αυτό το πράγμα, με τα κάλαντα και με το σιτάρι. Εκεί λοιπόν σε εκείνο το σχολείο, στο γήπεδο, με τη μπουλντόζα εφτιάξαμε το πρώτο γήπεδο πια της Βάρδας. Ένα γήπεδο με πολύ μεγάλες, με πολύ μεγάλες πέτρες, όχι σιδερένιες, από γλίνα μέσα, που όταν μπαίναμε και είχαμε ύψος 1,75 από τη λάσπη που κόλλαγε από κάτω στα παπούτσα βγαίναμε 1,85, 10 πόντους ψηλότεροι. Και εκεί κάναμε και το πρώτο, τον πρώτο αγώνα μας με τον Λάππα εκεί μέσα. Και μετά οργανωθήκαμε, παίξαμε πρώτη φορά το 1967 σε επίσημο αγώνα, στο Νομό Ηλείας, στην τρίτη κατηγορ[00:40:00]ία, πήραμε το κύπελλο στον όμιλο που ήτανε από δω, γιατί ήτανε μια ΕΠΣ τότε: Αχαΐας, Ηλείας, Αιτωλοακαρνανίας, Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου, αλλά μεσολαβεί η Δικτατορία και δεν μας απονείμουνε το κύπελλο του νικητή από δω στην Ηλεία, τους είχα παρακαλέσει πολλές φορές τους υπεύθυνους πια να κάνουνε αίτηση να το ζητήσουνε από την ΕΠΣ της Ηλείας, που όταν άλλαξε και έγινε μόνο στην Ηλεία, αλλά δεν αξιώθηκε κανένας να κινηθεί. Ένα γεγονός μεγάλο που είχε γίνει κει πάνω, ένα δύσκολο και τραγικό γεγονός, σε ένα παιχνίδι με τα Σαβάλια, να είναι και ο καιρός κακάσχημος και να ρίχνει και χαλάζι, γίνεται μια σύγκρουση ενός παίκτη δικού μας, του Νίκου του Ρετουνιώτη, του Τσαράκου που λέγαμε, λέγαμε Τσάρο τον μεγάλο τον αδερφό του τον Κώστα και τον μικρό τον λέγαμε Τσαράκι. Και τρακάρει με τον τερματοφύλακα των Σαβαλίων στην οποία ομάδα στα Σαβάλια παίζανε 4 αδέρφια: ήταν ο Μπάκης που ήτανε τότε καθηγητής, ήτανε ο Θανάσης τερματοφύλακας, ο γίγαντας όπως τον λέγαμε, ο Αντρέας ο αδερφός τους, Βαρούχας το όνομά τους, αυτός ήτανε και ηθοποιός, είχε παίξει και σε κάποιες σειρές και πέθανε από καρδιά και ήτανε και δημοτικός σύμβουλος στο Περιστέρι. Τρακάρει, λοιπόν, και βλέπουμε τον Θανάση τον γίγαντα να έχει ξαπλώσει κάτω, ήταν 1,90, ένα θερίο. Και να τρέμει, να τον έχει πιάσει -πώς το λέγαμε, σπασμοί- και να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα και να μην ξέρουμε που έχει χτυπήσει. Και τρέχω και βρίσκω τον Νικολάκη το Τσαράκι και τον ρωτάω μου λέει: «Την ώρα που πήγαινα να βάλω γκολ με τη μπάλα, πέφτει ο Θανάσης απάνω και χτυπάνε τα δόντια του και το στόμα του απάνου στο γόνατο μου». Κατάλαβα λοιπόν ότι είχε χτυπήσει στο στόμα, γι’ αυτό τρέχανε αίματα, γυρίζω πάλι πίσω κει που ‘ταν ξαπλωμένος, τα μάτια του έχουνε γυρίσει, έχουν μαυρίσει, και βλέπω τον Βασίλη τον Νταβλά, τότε ήτανε στον Σύλλογο, στο διοικητικό συμβούλιο και πήγε να σκύψει για να του τραβήξει το αίμα και του λέω: «Βασίλη, άσ‘ το σε μένα». Και σκύβω και αρχίζω να βγάζω, να ρουφάω το αίμα από το στόμα του και πρόλαβε και έφτυσε, βγήκε το αίμα, και τον σηκώσαμε από κει, τον φέρανε στη Βάρδα στο γιατρό και από κει στην Πάτρα στο νοσοκομείο. Και ‘χει μείνει αυτό στην ιστορία, η οποία συζητιέται μέχρι σήμερα. Όταν με βλέπουνε κάτω κει, στα Λεχαινά, στην Ανδραβίδα, στη Γαστούνη που ξέρανε τότε το περιστατικό, γιατί είχε γίνει μεγάλη, μεγάλη συζήτηση γι’ αυτό. Στη συνέχεια από την ομάδα χρόνια αρχηγός στον Παμβουπρασιακό, πολλά παιχνίδια, θέλανε κάποτε να με πάρουνε στον Αμαλιάδα, στον Πύργο, στον Πανηλειακό, αλλά εγώ δεν πήγαινα, γιατί έπαιζα για το δικό μου το κέφι και για τη Βάρδα. Από κει και μετά, το 1979 παθαίνω μια ρήξη συνδέσμων ολική στο αριστερό, εδώ στους σύνδεσμους και σταμάτησα το ποδόσφαιρο. Έκανα έναν χρόνο να πατήσω το πόδι μου, είναι η χρονιά που έχω παντρευτεί, γιατί το ‘75 γνώρισα την πρώτη μου γυναίκα στο Κουνουπέλι, στη θάλασσα, κάναμε σχέσεις, και κατέβηκε στη Βάρδα το ‘78, τον Οκτώβρη, και παντρευτήκαμε τον Γενάρη του ‘79. Στις 6 Δεκέμβρη του ‘79 γεννήθηκε ο γιος μας ο Άρης. Βέβαια τότε, από το ‘75 που γνώρισα την Κάτια, εγώ ήμουνα ήδη 30 χρονών, η Κάτια 15,5, είχανε φτιάξει έναν νόμο που μπορούσε όποιος δεν είχε δυνατότητα και είχε πρόβλημα με τα χέρια να δώσει προφορικές εξετάσεις, στη σχολή στο πανεπιστήμιο που ήθελε. Και γω λοιπόν αποφάσισα τότε, είχα αποφασίσει πριν γνωρίσω την Κάτια, να δώσω στη Νομική στα 30 μου χρόνια. Εγνώρισα την Κάτια στο Κουνουπέλι, οπότε η Νομική και η ιστορία έμεινε αρκετά πίσω και βέβαια μπροστά στο παιδί μας, τον Άρη, δεν αξίζει κανένα δίπλωμα και καμιά σχολή. Και εν πάση περιπτώσει ανέβηκα, έδωσα εξετάσεις, αλλά επειδή δεν είχα διαβάσει καλά δεν πέρασα. Στη συνέχεια το 1900 άρχισε, ναι-
Να σας πάω λίγο-
Ναι, ναι-
Πίσω. Θέλετε να μας πείτε για τότε που συμμετείχατε στην πορεία Ειρήνης στην Αθήνα;
Ναι, ναι, ναι, συγγνώμη είναι πολύ σημαντικό από κείνα τα γεγονότα. Μέσα από το ίδρυμα λοιπόν, επάνω είμαστε... είμαστε κάτω στις σχολές εδώ κάτου. Και είναι η δεύτερη πορεία, γιατί η μεγαλύτερη ήταν από όλες όσες είχαν γίνει, και όσες γίναν και μετά. Ο Λαμπράκης έχει δολοφονηθεί τον Απρίλη του ‘23, το ‘24 είναι ο Παπανδρέου πια κυβέρνηση από τον Φλεβάρη που πήρε τις εκλογές με το 53%. Οι Λαμπράκηδες τότε και ο Θεοδωράκης οργανώνουνε την πρώτη Πορεία Ειρήνης στη μνήμη του Λαμπράκη, το ‘64. Όμως ο Παπανδρέου την απαγόρευσε. Αλλά η Πορεία έγινε, και με το κυνηγητό της και με όλο αυτά, με 20.000 κόσμο. Το 1965 λοιπόν, που έχει εδραιωθεί καλά καλά απάνω, γίνεται και οργανώνεται η μεγάλη Πορεία Ειρήνης. Εγώ είμαι στις σχολές κάτω στο Ψυχικό, στο Νέο Ψυχικό, και αποφασίζω να πάω. Και είναι 2 παιδιά, 3, εκεί πέρα και λέω: «Εγώ πάω, θέλετε να ‘ρθειτε;» Οι δύο, ο ένας ήτανε ο Σπυράκος, δεν θυμάμαι το επίθετό του, με αγκύλωση στο αριστερό χέρι και ο Μανώλης ο Βασιλάκης με το ένα χέρι κομμένο από τον αγκώνα και πάνω, Κρητικός. Και λέμε: «Θα ‘ρθουμε και εμείς», έρχονται κοντά. Έχω όμως και έναν φίλο που ήτανε και ομοϊδεάτης μου τότε, ο Στέφανος ο Τσοπανήδης, ελπίζω - όχι ελπίζω, πιστεύω ότι δεν θα ζει πια ακόμα, γιατί τότε ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Ήτανε παράλυτος σε καροτσάκι από πολιομυελίτιδα ή οστεομυελίτιδα, δεν θυμάμαι ακριβώς. Και μου λέει ο Στέφανος: «Θα ΄ρθω κι εγώ». Και παίρνουμε και τον Στέφανο κοντά και ξεκινάμε από το Ίδρυμα, Κυριακή, Σάββατο βράδυ, με συννεφιασμένο ουρανό, θα πάμε δεν θα πάμε, λέω: «Εγώ θα πάω», και αποφασίζουμε και ξεκινάμε και οι τέσσερις. Τον Στέφανο στο καροτσάκι να τον σπρώχνουμε εναλλάξ μία ο ένας, μία ο άλλος. Πήραμε σε μια δύο σακούλες λίγο ψωμί, κάτι ντομάτες νομίζω δεν θυμάμαι και κάτι άλλο για τον δρόμο και συνεχίζοντα ρωτώντας γιατί δεν ξέραμε που φτάνουνε τώρα στον Μαραθώνα, τότε, να σκεφτείτε, όταν ρώτησα εγώ από πού θα πάμε, ρωτάγαμε, «Θα φτάσετε στην Αγιά Παρασκευή και θα σας πούνε». «Πού;» «Μετά θα σας πούνε να πάτε από τον Σταυρό». Φτάνοντας εκεί πέρα νύχτα συνεχίσαμε. Και περάσαμε όλα αυτά τα ενδιάμεσα χωριά, ποια ήτανε; Το Πικέρμι, τα άλλα δεν τα θυμάμαι τώρα πώς τα λένε. Μέχρι για να φτάσουμε στο Μαραθώνα. Στον δρόμο, σε κάποια στιγμή μάλιστα, ή του Μανώλη ή του Σπύρου του φεύγει το καροτσάκι με τον Στέφανο και τον αδειάζουνε στον δρόμο, τουμπάρισε. Εν πάση περιπτώσει, προχωρώντας φτάσαμε στο Μαραθώνα και γύρω στα 5 χιλιόμετρα πριν πέρναγε ένα Ι.Χ., Opel ήταν, δεν θυμάμαι, σαν, πώς τα λέμε, τα κλειστά, εν πάση περιπτώσει. Και μας έβαλε μέσα, τον Στέφανο πίσω, εγώ και ο Σπύρος μπροστά, ο Μανώλης κάπου είχε φύγει, δεν θυμάμαι. Φτάσαμε στον Μαραθώνα στον Τύμβο, μια παρέα από Λαμπράκηδες και Λαμπράκισσες, εκεί 5-6 άτομα, με κιθάρες και αρκοεντεόν μέχρι να ξημερώσει 5 η ώρα για να φύγουμε. Ήρθε η ώρα, αρχίσαμε, σηκωθήκαμε και άρχισε δρόμος της επιστροφής. Στην πορεία, τον Στέφανο σπρώχνοντας, έχω μείνει εγώ και ο Σπυράκος, ο Μανώλης κάπου γύρισε πίσω με κάποιο αυτοκίνητο, δεν ξέρω. Και πηγαίνοντας στον δρόμο κόσμος μπροστά μας δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε και να προχωρήσουμε γρήγορα οπότε είναι ο Μίκης ο Θεοδωράκης, μας βλέπει, ανοίγει τον κόσμο και μας περνάει μπροστά μες στη μέση, γιατί δεξιά και αριστερά ήτανε δύο σειρές μία δεξιά, μία αριστερά, νεολαίοι εκεί πέρα, Λαμπράκηδες, που κρατούσανε τον χώρο μπροστά ανοιχτό. Και μας είχαν βάλει μπροστά μπροστά και πήγαινα με τον Σπυράκο και με τον Στέφανο το καρότσι. Τότε ήταν να ‘ρθει στην Ελλάδα ο περίφημος άνθρωπος ατμομηχανή, ο Τσέχος, ο Εμίλ Ζάτοπεκ, με τα πολλά παγκόσμια και ολυμπιακά, και ένας Εγγλέζος καθηγητής, Baker ονόματι, των Εργατικών. Αλλά η κυβέρνηση τους ε[00:50:00]ίχε απαγορεύσει την είσοδο στην Ελλάδα και δεν ήρθανε. Από κει συνεχίσαμε σιγά σιγά την επιστροφή και όσο κατηφορίζαμε για την Αθήνα τόσο η πορεία μεγάλωνε και στο τέλος είχε γίνει μια πορεία, 9 χιλιόμετρα από ό,τι την υπολόγισα εγώ, από την Αγία Παρασκευή μέχρι εκεί που στρίβουμε για την Αλεξάνδρας κάτω. Εμείς φτάνοντας πια από... στο Ψυχικό, εκεί που είναι τώρα η Κατεχάκη, είναι ο δρόμος που βγαίνει από τη Μεσογείων στην -πώς τη λέμε την από πάνω- την Κηφισίας. Εκεί επειδή δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε άλλο, γιατί ο τερματισμός έγινε κάτω στην Αλεξάνδρας στο Πεδίο του Άρεως. Ήταν τόσο πυκνός ο κόσμος που εγώ και... πήρα τον Στέφανο και γυρίσαμε από πάνου στο Ίδρυμα. Στην πορεία όμως σπρώχνοντας ο Σπύρος ή κάποιοι άλλοι, δεν θυμάμαι τώρα, μπορεί να βοηθάγανε στο σπρώξιμο στο καροτσάκι του Στέφανου, βρέθηκα δίπλα δίπλα με τον άνθρωπο που είμαι στη φωτογραφία. Αυτός λεγότανε Γιώργος Πανόπουλος, είχε το ένα του πόδι κομμένο το δεξί, με μπαστούνι, και στο αριστερό είχε μια πατερίτσα. Ήτανε γραμματέας στο Σύλλογο Πολιτικών Αναπήρων, που είχαν φτιάξει τότε μέσα από το Ίδρυμα και έξω από αυτό με πρωτοβουλία κάποιων εκεί ανθρώπων που δεν τους γνώρισα, εκτός απ’ αυτούς που ήσαντε μέσα στο Ίδρυμα, και βρέθηκα δίπλα δίπλα με τον άνθρωπο που μας έβγαλαν τη φωτογραφία από τη Δημοκρατική Αλλαγή. Την άλλη μέρα είδα τον εαυτό μου εκεί μέσα και όταν έφυγα, γιατί μετά από λίγο τον Ιούλιο ήρθα στη Βάρδα, είναι ένας φίλος, μακαρίτης και αυτός τώρα, που είχε δει την εφημερίδα και την κράταγε ‘ρχοτανε και μου ‘λεγε: «Το βλέπεις; Θα πάω να σε καρφώσω στην αστυνομία», με απειλούσε. Του λέω: «Τι να μου κάνεις, Αντρέα -Θεός συγχωρέστονε- ξέρουνε ποιος είμαι». Όταν όμως έγινε η Δικτατορία το ‘67 οι δικοί μου πιάσανε και τη χαλάσανε αυτή την εφημερίδα, τη σκίσανε, την κρύψανε, δεν ξέρω τι, και πήρα από τον Ανδρέα αυτή που είχε φυλάξει και βρέθηκε στα χέρια του γιου του Χαρίλαου, του ανιψού μου, σε εισαγωγικά ανιψός, και μου την έδωσε το 2017 και την έστειλα τότε στον σύντροφο τον χαλβαζτή, στον Περισσό, ο οποίος μετά την έδωσε στον Ριζοσπάστη και δημοσίευσε τότε το ‘17 στο Ριζοσπάστη τη φωτογραφία αυτή από τη Δημοκρατική Αλλαγή, και την κράτησε το κόμμα για το αρχείο του. Εγώ έχω βγάλει αντίγραφα απ’ αυτά, φωτοαντίγραφα, τα ‘χω στα χέρια μου, πάντως ήτανε η μεγαλύτερη πορεία που έχει γίνει ποτέ. Η Δημοκρατική Αλλαγή γράφει απάνω για 500.000 αλλά δεν ήτανε. Ήταν τουλάχιστον 100.000 κόσμος - 9 χιλιόμετρα μήκος από την Αγία Παρασκευή μέχρι την Αλεξάνδρας, αυτά που είχαμε λίγο τα σημαντικά ξεχάσει. Αποτέλεσμα; Τα τεχνητά μου μέλη δεν τα στείλανε ποτέ στην Αμερική, γιατί τους είχα κάνει και μια -οργάνωσα μάλλον, δεν είχα κάνει εγώ- μια απεργία πείνας γιατί τα φαγητά που μας φτιάνανε ήταν όλα κατεψυγμένα τότε και ζητήσαμε και αλλαγή και ήτανε πετυχημένη αυτή η ιστορία. Και μετά έφυγα, και φυσικά ούτε με ξαναειδοποίησαν, μετά μου λέγανε κάπου χάθηκαν, κάπου έτσι, τα ξέχασα και γω. Ήρθα και προσαρμόστηκα πια στην καθημερινότητά μου, στη ζωή μου, με την ομάδα τον Παμβουπρασιακό και στη συνέχεια, μετά τη Μεταπολίτευση, πήρα την πρωτοβουλία με άλλους 3-4 και φτιάξαμε τον Πολιτιστικό Σύλλογο της Βάρδας. Με 29 νομίζω ή 32 ήταν τα πρώτα μέλη, ο οποίος λειτούργησε επίσημα, πήραμε το καταστατικό, το ‘75 έγινε αυτό. Το καταστατικό πρέπει να το ‘χουμε Γενάρη του ‘76 στα χέρια μας. Έχουμε φτιάξει, έχουμε νοικιάσει ένα γραφείο, μετά φύγαμε από κει και μπήκαμε σε ένα άλλο στο κέντρο της Βάρδας, που μας το παραχώρησε δωρεάν ο ιδιοκτήτης, ο Πέτρος ο Παναγιωτόπουλος, και εκεί μέσα κάναμε την πρώτη εκδήλωση για την 25η Μαρτίου με ομιλητή έναν συγχωριανό μας, φοιτητή τότε, αείμνηστος τώρα από καρκίνο πριν έναν χρόνο, τον Τάσο τον Αλεξανδρή με καμιά ογδονταριά, 70-80 ανθρώπους αλλά μέσα δεν χωράγανε όλοι, ήτανε μικρή η αίθουσα, και έγινε εκεί η πρώτη ομιλία. Έγινε μια πολύ μεγάλη δραστηριότητα από τον Πολιτιστικό Σύλλογο και το κύριο ήτανε ότι οργάνωσε... το ‘76 πρώτη δημόσια και ανοιχτή εκδήλωση για το Διεθνές Έτος Παιδιού τότε. Και είχαμε φέρει τον καραγκιοζοπαίχτη, τον Σπαθάρη και είχαμε φέρει από την Αθήνα το τμήμα το χορευτικό από του Γκύζη και από την Καισαριανή ένα θεατρικό, κάποιο από τα δύο δεν είχε έρθει, δεν θυμάμαι ποιο. Και είχε έρθει και ένας Έλληνας που δούλευε στην τηλεόραση τη σουηδική και μαγνητοσκόπησε την εκδήλωση αυτή, αλλά ποτέ δεν μας έστειλε μετά τη μαγνητοσκόπηση που είχε κάνει. Εκείνο που είχαμε πάντως καθιερώσει τότε για 3 τουλάχιστον χρόνια, όσο ήμουνα εγώ εδώ, δεν είχα αναλάβει... απλά στο διοικητικό συμβούλιο, τίποτα άλλο, λόγω του ότι ήμουνα ο στιγματισμένος εκείνη την εποχή. Κάναμε κάθε χρόνο 2-3 πούλμαν στην Επίδαυρο για να δούμε θεατρική, αρχαία τραγωδία. Είχαμε δει Κατράκη, είχαμε δει τον Λαζάνη -ποιος ήτανε, δεν θυμάμαι- πολλούς. Τις Όρνιθες, όλες τις παραστάσεις 3 χρόνια που πηγαίναμε συνέχεια. Και είχαμε φτιάξει μια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων εδώ, της Βάρδας, Λεχαινά, Μυρσίνη, Ανδραβίδα και Γαστούνη, 5 Σύλλογοι. Και στη συνέχεια που βρέθηκα στη Βάρδα τότε μετά τη γνωριμία μου με την Κάτια, αποφασίζουμε, μάλλον πριν. Το 1972 έχει μεσολαβήσει κάποιος Βαρδαίος που έφτιαχνε... τότε χτίζαμε το ίδρυμα που έγινε στη Βάρδα, το οικοτροφείο, και ήτανε ο Μπάμπης ο Παρασκευόπουλος, σιδεράς που ‘φτιαχνε κει τα κάγκελα και μεσολάβησε στο δεσπότη τον Αθανάσιο τότε της Ηλείας και με πήρανε σαν νυχτοφύλακα. Και είχα πάει τον Σεπτέμβρη του ‘73 σαν νυχτοφύλακας. Το ‘74 φέρανε τα Κυπριωτόπουλα μετά την εισβολή των Τούρκων, γιατί εκεί μέσα είχανε κατεβάσει και τα παιδιά από το ορφανοτροφείο που ήτανε στον Άγιο Νικόλαο του Σπάτα. Και τα φέρανε εδώ κάτω, καινούργιο το ίδρυμα, άλλες συνθήκες και λοιπά. Και είχε λειτουργήσει και σαν μαθητική εστία για παιδιά του γυμνασίου. Και είχε πολλά παιδιά μέσα, της Α΄, της Β΄, της Ζ΄, της ΣΤ΄ τότε Γυμνασίου που μένανε μέσα πληρώνανε 500-600 δραχμές, δεν θυμάμαι ακριβώς, είχαν το φαγητό τους, τον ύπνο τους και όλα αυτά, σαν οικότροφοι, έτσι είχε λειτουργήσει. Το ‘74 φέραν και τα Κυπριωτόπουλα, ήτανε καμιά εβδομηνταριά στο σύνολο. Το οίκημα δεν είχε θέρμανση, δεν είχε νερό, τότε είχαμε βαρέσει μια πομόνα κάτω χαμηλά και πήγαινε το νερό με σωλήνες πίσω απ’ το οίκημα, σε μια μεγάλη δεξαμενή τσιμεντένια, το ρίναμε εκεί μέσα, γιατί είχε πολύ χώμα, να κατακάτσει το χώμα, και από κει το ανεβάζαμε απάνου στην ταράτσα μέσα σε μεγάλα καζάνια σε ντεπόζιτα. Κρύο; Αβέρτα. Τα Κυπριωτάκια μέσα, να κοιμούνται στα κρεβάτια, γιατί ήταν κρεβάτια πάνω-κάτω, με τα προβλήματά τους και λοιπά. Είχαμε και 2 μαυράκια, μαυράκια τα λέγαμε, από την Αφρική. Ο ένας ήτανε από την Ουγκάντα και ο άλλος δεν θυμάμαι από πού, από την Αιθιοπία; Ήταν ο Νικόλας και ο Δαμιανός. Εγώ με τα παιδιά μετά, γιατί έφυγε ένας παπάς που δεν μπόραγε να μιλήσει και τον αντικατάστησαν, και έκανα και τον επόπτη στα παιδιά. Παρακολουθούσα το φαγητό τους, τα μαθήματά τους, έπαιζα μπάλα έξω με τα παιδιά συνέχεια. Όταν έφυγαν οι παπάδες ήρθε ένας[01:00:00] διευθυντής από τη Ζάκυνθο, ο Διονύσης ο Ζαφείρης, και έμεινε και αυτός εκεί κάνα ενάμισι χρόνο. Μετά τον Διονύση τον στείλανε στην Ιθάκη και φέρανε έναν άλλον διευθυντή -έναν, πώς τον λέγανε τώρα, κολλάει το μυαλό μου λίγο- ήταν από κάτω απ’ την Καλαμάτα, και τότε με τη Δικτατορία αυτός ήταν ανταποκριτής στα δυο φασιστικά καθεστώτα, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Και με αυτόν είχαμε έρθει τότε σε μεγάλη ρήξη, γιατί εγώ επειδή ήμουνα ήδη γνωστός σαν κομμουνιστής άρχισε εκεί μέσα να μου κάνει πόλεμο και λοιπά. Μέχρι που έφτασε μια φορά να στείλει ένα γράμμα. Παρεμπιπτόντως το ίδρυμα ανήκε στο Εθνικό Ίδρυμα -πώς το λένε- Εθνικό Ίδρυμα Βασιλιάς Παύλος, πρόεδρος μετά τη Μεταπολίτευση ο Κουμούτσος, ο καθηγητής του Πολυτεχνείου, και ήτανε υπό τη διεύθυνση εδώ του μητροπολίτη τότε της Ηλείας, του Αθανάσιου, με διοικητικό συμβούλιο. Έχει έρθει το ‘75 ένας επόπτης από την Αθήνα κάτω, ο Θόδωρος ο Πανόπουλος, και επειδή με εκείνον εκεί κάναμε παρέα και είχαμε, έτσι, συνέχεια σχέσεις, αφήνει ένα γράμμα ένα βράδυ που το ‘στελνε στο διοικητικό συμβούλιο απάνου στον πρόεδρο, ο διευθυντής αυτός, θα το θυμηθώ το όνομά του, και έγραφε «Εμπιστευτικό», με την ελπίδα ότι εγώ θα το ανοίξω για να μου κάνει ζημιά μετά, να με διώξει. Αλλά εγώ κάτι λίγα που ήξερα, το ‘βαλα στο φως, το ζέστανα, ξεκόλλησε μια χαρά και διαβάζω μέσα ότι: «Είναι επικίνδυνος, γιατί λόγω των χεριών του είναι επικίνδυνος για τα παιδιά, έχει σεξουαλικά προβλήματα», και ήταν η εποχή που εγώ είχα τις δυνατές σχέσεις με τη μάνα του γιου μου, με την πρώτη μου γυναίκα, «καλλιεργεί τις φιλομαϊοκές του ιδέες εδώ», τα διάβαζα στο γράμμα αυτό, «και στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, τα παιδιά αντί να χαιρετάνε τους επίσημους απέναντι γυρίζαν στο μπαλκόνι που ήταν απάνω και παρακολουθούσε ο Μανώλης με υψωμένες τις γροθιές». Εν πάση περιπτώσει, το ξανάκλεισα. Με αυτόν είχα συνέχεια, γιατί του έκανα μήνυση πρώτα από όλα για το ζήτημα της επικινδυνότητας με τα παιδιά και λοιπά και λοιπά. Γίνεται στην Αμαλιάδα, τρώει 9 μήνες φυλακή εκεί, κάνει έφεση μετά, και πάμε στην Πάτρα και τρώει και εκεί για να μην μπω σε λεπτομέρειες, 6 μήνες φυλακή οριστικά. Το φτάσανε μέχρι τον Άρειο Πάγο, γιατί είχε τις πλάτες από πάνω. Και στον Άρειο Πάγο τότε το κόμμα, εγώ ήδη είχα μπει στην οργάνωση, στην ΚΝΕ, από το τέλος του ‘75 αρχές του ‘76, και πήρανε την υπόθεση στα χέρια τους και μου στέλνουνε έναν δικηγόρο στον Άρειο Πάγο, τον Τάκη τον Παπανικολάου από τα Τρίκαλα, το κόμμα δηλαδή αυτή τη διαδικασία. Και εκεί πέρα και εκεί έμεινε η απόφαση όπως ήτανε, δεν αναιρέθηκε. Μετά από κει με διώξανε, όταν στείλανε τον Ζαφείρη στην Ιθάκη, τον κατάργησαν από κει, φέραν τον άλλονε. Τον Θόδωρο τον Πανόπουλο τον στέλνουνε στο Νεστόρι της Καστοριάς, Γενάρη μήνα, που δεν είχε σπίτι πού να μείνει, κατουριότανε από το κρύο κει πάνου, καταλαβαίνετε τι γινότανε. Και εμένα στο σπίτι μου, με φύλαξε τελευταίο αυτός που ήρθε να μας ανακοινώσει τις μεταθέσεις και την απόλυση. Λέει: «Ο ένας εκεί, ο άλλος εκεί, εσύ -μου λέει- πας σπίτι σου και τον Μάρτη του ‘76 με απέλυσαν. Μετά πήγα στην CARRON, ήταν η εταιρεία που έκανε τα αρδευτικά του Πηνειού. Έχω πάει πριν πάω στο ίδρυμα, το ‘72, έχω γνωριστεί με έναν τοπογράφο μηχανικό, που ήταν και κουμπάρος μου μετά, ο οποίος σκοτώθηκε το ‘78 σε τροχαίο. Έχω πάει στην CARRON, στην αρχή σαν τοπογράφος κοντά του μαζί με άλλους στο συνεργείο. Κράταγα τη σταδία, το ταχύμετρο, και μετράγαμε δρόμους και λοιπά και τέτοια. Και τον Σεπτέμβρη του ‘73 με πήρε ο Μπάμπης, με έβαλε στο οικοτροφείο.
Να σας ρωτήσω τώρα κάτι.
Ναι.
Θέλετε να μας πείτε λίγο, γιατί το παραλείψαμε αυτό.
Ναι.
Για το θερινό κινηματογράφο στη Βάρδα πώς ξεκίνησε-
Ναι, ναι, ναι.
Και για την ονομασία του.
Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Στη Βάρδα υπήρχε κινηματογράφος από παλιά καλοκαιρινός, «Το Κυψελάκι», το είχε φτιάξει ο Χρήστος ο Σταυρόπουλος και ερχότανε, συνεργαζότανε με έναν από την Αμαλιάδα, τον Ανδρέα τον Παπανδρικόπουλο, που είχε στην Αμαλιάδα κινηματογράφο. Είχε γίνει και ένας χειμωνιάτικος, εκεί στου Καλάκου, αυτός λειτουργούσε από το ‘60-‘61 ο καλοκαιρινός, γιατί θυμάμαι εγώ παιδάκι απέξω σε ένα πλάτανο απάνω και έβλεπα από μέσα, και εκεί έπεσα και μια φορά με το κεφάλι κάτω ευτυχώς και τσάκισα τα μούτρα μου και το στόμα μου. Και αποφασίζουμε, επειδή εμείς κάναμε και άλλη δουλειά τότε, είχαμε φτιάξει και μια μάντρα με ασβέστη, ασβεσταριά και κόβαμε και τσιμεντόπλιθες στις αρχές του ‘64-‘65, όταν γύρισα και γω από την Αθήνα και έχουμε φτιάξει μεγάλη παραγωγή. Ήταν μια πρέσα μικρή που έπαιρνε τεσσεράμισι καλούπια, φτιάχνανε το χαρμάνι εκείνοι με τις αξίνες, τα άλλα τα αδέρφια και οι θείοι και οι εργάτες, και γω κουβάλαγα το μπετό με το καρότσι, έτσι, και το γύριζα μέσα στο καλούπι. Έχουμε φτιάξει αρκετές τσιμεντόπλιθες και λέμε τότε τι να τις κάνουμε τώρα; Δεν ξεκινάμε να φτιάξουμε έναν κινηματογράφο καλοκαιρινό; Και σαν ιδέα το βάλαμε μπροστά το 1966, είναι και η χρονιά που έχει γυρίσει και ο Μιχάλης από την Ιταλία που σπούδαζε σαν κτηνίατρος, μετά από το 1959 που είχε έρθει την πρώτη φορά, ξανάρθε τα Χριστούγεννα του ‘65 και ξανάφυγε να πάει να κάνει την τελευταία του αυτή -πώς το λένε εκεί πέρα- να παραδώσει τη δουλειά που είχε κάνει και να πάρει και το χαρτί, γιατί είχε μείνει πολλά χρόνια, έτσι; Έκανε 12 χρόνια, είχε αρρωστήσει και δεν μπορούσε, δεν έκανε εγγραφή, γιατί έπρεπε να μας στείλει το χαρτί από το πανεπιστήμιο να του στέλνουμε λεφτά μέσω τραπέζης. Δεν έκανε εγγραφή, μας κόψανε τη διαδικασία από την τράπεζα. Εν πάση περιπτώσει, ξεκινήσαμε το ‘66 τον κινηματογράφο, παράλληλα όμως είχαμε και θεριζοαλωνιστικές μηχανές, από το 1959 είχανε αρχίσει. Εγώ σε αυτές δούλεψα από το ‘60-‘61, 16 χρονών, φόρτωνα τσουβάλια, πριν χάσω ακόμα τα χέρια μου. Το ‘63 χτύπησα, έφυγα για την Αθήνα, γύρισα για την Αθήνα, που γύρισα άρχισα πάλι στις μηχανές να δουλεύω, να φορτώνω και να ξεφορτώνω. Και αρχίζουμε τον κινηματογράφο. Μέχρι να τον ολοκληρώσουμε τελειώσαμε το ‘67 και ήτανε η έναρξη του κινηματογράφου, τον οποίο είχαμε ονομάσει- σκεφτόμασταν πώς να τον βγάλουμε, πώς να το βγάλουμε- και το ονομάσαμε «Άντζελα». Γιατί ήτανε και το όνομα της μάνας μου και το όνομα της κόρης του μεγαλύτερου αδερφού της μάνας μου, που την είχανε βγάλει Αγγελική και κείνη κει, για το όνομα της μάνας μου και αυτή. Και έτσι έχει μείνει το Άντζελα. Αυτό κράτησε 12 χρόνια, με συνεργασία του Νίκου του Καραμπελιά από την Αχαγιά, που είχε κινηματογράφο που άνοιγε κι έκλεινε στην Αχαγιά, και συνεργαζότανε και με άλλους δυο και στη Νέα Μανωλάδα και στα Σαγαίικα. Έφερνε αυτός δηλαδή τις ταινίες και εμείς μοιραζόμαστε ένα ποσοστό απ’ αυτόν. Στο διάστημα αυτό, γιατί είχαμε και θεατρικές παραστάσεις μέσα, εγνώρισα αρκετούς από τους τότε ηθοποιούς που είχανε περάσει από δω. Τώρα αν να σας πω μερικά ονόματα που θυμάμαι μπορώ να τα πω. Ήτανε ο Σταυρίδης, ο Βουτσάς, η Γκέλυ Μαυροπούλου, ο Χριστόφορος Ζήκας, ο Αντώνης ο Παπαδόπουλος και ο τελευταίος που πέρασε από εδώ, ήταν ο Νίκος ο Καλογερόπουλος μετά τη Μεταπολίτευση, όταν ήρθε με τον Αντρέα τον Βαρούχα, τον αδερφό του Θανάση που γλίτωσα στο γήπεδο, γιατί ήσαντε φίλοι και ήτανε και ηθοποιός και ο Αντρέας. Και τον έφερε ο Αντρέας εδώ. Είχαμε γνωριστεί τότε μέσα από το κόμμα και μου λέει έτσι κι έτσι: «Να τον φέρουμε;» Ήταν το ‘76 νομίζω με τον Νίκο τον Καλογερόπουλο και είχε παίξει και ένα έργο δεν[01:10:00] θυμάμαι πώς με κάτι παπάδες που τον είχανε αφορίσει στην Εύβοια πέρα στη Χαλκίδα, το ΄χε παίξει και κει και τον είχαν αφορίσει. Και εκεί μέσα ήρθε το ‘68-‘69, κάπου εκεί μέσα πρέπει να ‘τανε. Έχουμε φέρει έναν ταχυδακτυλουργό, έναν φακίρη, που λεγόταν Βακάντρα, τώρα από πού ήτανε δεν ξέρω. Είχε παντρευτεί μια γυναίκα από το Βαρθολομιό, έκανε ένα νούμερο που ήταν δικό του, εν πάση περιπτώσει δεν έχει σημασία τώρα να το περιγράψω, δεμένη η γυναίκα μέσα σε ένα κουτί, δεμένο το κουτί, και σε ένα λεπτό είχε απελευθερωθεί απ’ όλα. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος σκοτώθηκε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από αδέσποτη; Δεν ξέρω; Γιατί τότε εμείς, το ‘63 με τα γεγονότα, ήμασταν εδώ στη Βάρδα και μετράγαμε τα αυτοκίνητα με τα φέρετρα που περνάγανε, είχανε περάσει του Φάμελου τον αδερφό στον Πύργο, είχαν περάσει του Βακάντρα και όσους άλλους που δεν μάθαμε. Και τον Βακάντρα, ο Βακάντρας σκοτώθηκε εκεί, τον είχαμε φέρει 2 φορές εδώ. Οι άλλοι είχαν περάσει κατά καιρούς, είχαμε φέρει και μια φορά κάτι παλαιστές εκεί πέρα, ο Τζιμ Άτλας, ο Τζιμ Αρμάο, μέσα στον κινηματογράφο, και την πρώτη μέρα δεν είχανε εισιτήρια, καμιά εβδομηνταριά κόσμο. Και στήνουνε μια ψεύτικη... έναν ψεύτικο τσακωμό αναμετάξυ τους. Εγώ καθόμουνα με 2-3 από αυτούς σε μια ψησταριά και τρώγαμε σουβλάκι και περνάνε οι άλλοι και κάνει έτσι ο δικός μου και του σπρώχνει την καρέκλα. Σηκώνονται από κει, αρπάζονται να πούμε: «Το βράδυ θα σου δείξω θα σε κάνω, θα σε σκίσω», ο ένας, ο άλλος, 200 τόσοι άνθρωποι το βράδυ μετά από τον καβγά εκείνο, γιατί σου λέει ο κόσμος θα σκοτωθούνε τώρα μέσα στο ρινγκ, χαμός. Είχαμε και αυτό το περιστατικό σε σχέση με τον κινηματογράφο, τον οποίο μετά όταν έφυγε ο Καραμπελιάς, γιατί δεν συμφώνησαν, τον δουλέψαμε μόνοι μας κάμποσα χρόνια, και μετά από λίγα χρόνια τον κράτησα για 3, 4 -δεν θυμάμαι ακριβώς- τον κράτησα μόνος μου τον κινηματογράφο. Και στο τέλος εγκαταλείφθηκε. Από κει και μετά βρέθηκα στην Πάτρα με το βιβλιοπωλείο. Θέλουμε να πούμε για το κόμμα τίποτα;
Πριν περάσουμε σε αυτό-
Ναι.
Γενικότερα η έλλειψη πατρώνυμου τι προβλήματα σας δημιούργησε;
Προβλήματα άμεσα δεν είχα, γιατί απόφυγα να χρησιμοποιήσω δημόσιες υπηρεσίες και λοιπά που απαιτούσαν. Σίγουρα, γιατί τότε αν δεν είχες πατρώνυμο έπρεπε να βρεις. Δεν μπορούσες... έπρεπε να γράφεις ακόμα και το Απολυτήριο του Γυμνασίου που θα βρεις εκεί της Αγγελικής γράφει, νομίζω το είδες. Δεν μπορούσα. Παρουσιάστηκε μια ευκαιρία για πρακτορείο ΠΡΟΠΟ με τον Ασλανίδη, δεν πήγα. «Έλα, έλα», δεν πήγα, γιατί ένιωθα κομπλεξικά με αυτό το ζήτημα, δηλαδή θα πάω να κάνω τα χαρτιά μου τι θα τους πω; Της Αγγελικής; Δεν ένιωθα καλά. Και τα πρώτα μου εκλογικά βιβλιάρια και το απολυτήριο του γυμνασίου εγράφανε όλα της Αγγελικής. Και τότε ο συγχωρεμένος ο Τάσος ο Μπακογιάννης που ήταν γραμματέας στην κοινότητα μου λέει έτσι κι έτσι. «Μπορείς να κάνεις μια αίτηση στο Πρωτοδικείο και να ζητήσεις να σου χορηγήσουν πατρώνυμο». Και έτσι έκανα. Ήτανε μέσα στη Δικτατορία νομίζω αυτό ή λίγο μετά το ‘72, κάπου εκεί, και ζήτησα να μου χορηγήσουνε το Πατρώνυμο Εμμανούλ. Έβαλα το όνομα του παππού μου, που ήταν και το όνομα της μάνας μου. Και πρώτη φορά που ξεφύλλισα το μητρώο της Βάρδας, στο ληξιαρχείο, τότε με τον Τάση, και τώρα το έχουνε κάπου καταχωνιασμένο και θα το διαλύσουνε, και έψαξα να βρω εκεί που είχε -πώς το λένε-, τη σελίδα -πώς το λέμε- της μάνας μου. Και πήγα και είδα Ανδρέου Αγγελική του Εμμανουήλ και από κάτω είχε και ο υιός της Εμμανουήλ, δηλαδή εκείνα τα χρόνια ήθελε πολύ κότσια, να έχεις... να είσαι μια μάνα με νόθο παιδί και να το αναγνωρίσεις και να λες: «Ναι, αυτό είναι το παιδί μου». Και ένα άλλο ντοκουμέντο σημαντικό που δεν ξέρω τώρα πού βρίσκεται ήταν η διαθήκη του παππού μου, του Μανώλη, ο οποίος -δεν ξέρω γι’ αυτά αν έχουμε μιλήσει καθόλου- εσπούδαζε στη Νομική αυτός, ο πατέρας του και ο θειός του, ο αδερφός του πατέρα του ήταν κι δυο γιατροί. Ήταν παιδιά του πατριάρχη του Μανώλη που ‘ταν στρατιωτικός επί Όθωνα -ξέρω γω- νωρίτερα. Ο μεν Χαρίλαος, που ήτανε και πατέρας του, τέλειωσε την Ιατρική το 1877 και ο Μιχαλάκης, ο άλλος του ο αδερφός, το ‘85. Και οι δύο γιατροί. Ο Μιχαλάκης έμεινε στην Πάτρα σαν διευθυντής στα 3Τ τότε, ήταν δημοτική η επιχείρηση τότε, και ο Χαρίλαος ήρθε κι έκανε τον δικηγόρο... τον γιατρό εδώ στη Βάρδα. Και τότε εγεννήθηκε ο παππούς ο δικός μου, ο Μανώλης. Ο οποίος εμένενε εδώ, τα ‘χανε φτιάξει εδώ ο πατέρας του και ο θειός του, του ‘χανε χτίσει... του ‘χανε φυτέψει εδώ μέσα σταφίδες, αμπέλια, δέντρα. Μιλάμε αυτό πρέπει να γίνει κάπου κει το 1880-1870 και νωρίτερα. Και φέρνει και τη γιαγιά μου από το Ψάρι, εδώ που δουλεύανε στα αμπέλια και τις σταφίδες, 16 χρονών και την κράτησε για γυναίκα του. Εγώ για να βρω αυτά -ώπα, συγγνώμη- επικοινώνησα με το Πανεπιστήμιο απάνου, το Καποδιστριακό, με το τμήμα το ιατρικό. Και η γραμματέας που ήτανε κει μου ‘δωσε αυτά τα στοιχεία. Πότε αποφοίτησε ο ένας, πότε... ποια χρονιά ο άλλος. Κοίταξα για περισσότερα στοιχεία, το μόνο που έγραφε ήταν: «Προερχόμενοι εκ Καλαβρύτων». Εμείς ξέραμε ότι ήτανε από κει πάνω από τα Σουδενά. Και για τον παππού μου τον Μανώλη, ο οποίος σπούδαζε στη Νομική τότε, είχε στοιχεία του ‘21, του [1]921, του ‘22 και του ‘23, γιατί τότε κάθε χρόνο κάνανε εγγραφή από την αρχή. Από κει και μετά δεν βρήκε άλλα στοιχεία, παρόλο ότι εδώ κυκλοφορούσανε μπιλιετάκια του που έλεγε «Ανδρέου Εμμανουήλ», «δικηγόρος» ή «Ψαριώτης» έγραφε, δεν βρήκε στη συνέχεια άλλη χρονιά και υπέθεσα εγώ ότι από το ‘23 και μετά πρέπει να είχε σταματήσει, γιατί η γιαγιά μου, η μετέπειτα συντρόφισσά του ήτανε 16 χρονών, είχε γεννηθεί το ‘7 και ‘16, ‘23, στα 16 της την έφερε και την κράτησε εδώ στη Βάρδα στο σπίτι. Η οποία το ‘27 γέννησε τη μάνα μου, είχε πεθάνει ο παππούς ο Χαρίλαος και ζούσε ο αδερφός του ο Μανώλης, ο θείος τον έλεγε, ο οποίος πρέπει να πέθανε εκεί γύρω μεταξύ ‘28 και ‘30, αλλά ούτε στην εκκλησία, στο αρχείο της εκκλησίας, υπάρχει, βρέθηκε -πώς το λένε- βρέθηκε ληξιαρχική πράξη που να φαίνεται το όνομά του, γιατί ήταν μέχρι το ‘34. Το μόνο που είχα βρει ήταν το όνομα του παππού μου εκεί, το ‘39 που δολοφονήθηκε, 12, νομίζω, Δεκέμβρη. Και είχε αφήσει διαθήκη ο παππούς μου, ο οποίος πρέπει να ήταν και μασόνος, γιατί βρήκαμε σε ένα σεντούκι μέσα έναν χάρακα, τρίγωνο, και έναν διαβήτη μεγάλο, ξύλινα, μεγάλα αυτά. Και τα είχε μέσα στο σεντούκι αυτό. Και γι‘ αυτό είχε αφήσει και αβάφτιστα τα παιδιά: τη μάνα μου, τον Αλέκο, Αλέξανδρος, που ‘ταν το ‘34 και το Χαρίλαο που ‘ταν το ‘36, τα βάφτισε το 1939, όταν είχε έρθει από την Αθήνα να τα βαφτίσει και τα 3 μαζί. Ο Μιχάλης κατ’ εξαίρεση, επειδή είχε αρρωστήσει, τον δώσανε για να μην πεθάνει το παιδί και το βάφτισε μια άλλη γυναίκα εδώ πέρα. Και όταν ήρθε: «Ποιος βάφτισε το παιδί;» Η Αθανασία του Γραμματσούλια. «Ευτυχώς -της λέει- γιατί αν το είχες δώσει σε άλλονα θα σε σκότωνα». Και παίρνει και τα 3 παιδιά, η μάνα μου ήταν 12 χρονών, τη φωνάζαν Μπεμπέκα, τον Αλέξανδρο και τον Χαρίλαο τα βάφτισε μαζί, μία φουρνιά και τα 3. Και τους έδωσε τα ονόματά τους. Ειδικ[01:20:00]ά με τον Χαρίλαο ήταν ένας φαρμακοποιός εδώ που όσα είχε βαφτίσει έδινε το όνομά τους, τον λέγανε Στάθη Σπυρόπουλο, και έφτασε στη πόρτα απ’ έξω και του λέει: «Κουμπάρε, όπως είπαμε, το παιδί Χαρίλαο, γιατί δεν θα βγεις από την εκκλησία». Και τελικά βαφτίστηκε Χαρίλαος κατ’ εξαίρεση, γιατί είχε βαφτίσει τον Στάθη εδώ τον Ρουμελιώτη, κάποια άλλα ένα δυο ακόμα, δεν τα θυμάμαι, πιο παλιά. Αυτά από τους παππούδες. Και εκεί έχουμε βρει το σπαθί που θα σ‘ το στείλει ο Μανώλης σε φωτογραφία, του Αλέξανδρου, που ήταν αξιωματικός στη χωροφυλακή, και ένα άλμπουμ μικρό με τον πατριάρχη απ’ έξω και με παιδιά μέσα, άλλες φωτογραφίες που δεν ξέρουμε ποιοι είναι.
Ωραία. Λοιπόν. Να σας πάω τώρα στο περιστατικό όπου σώσατε ένα παιδί από πνιγμό το 1975 στο Κουνουπέλι. Τι θυμάστε να μας πείτε;
Δεν ήτανε από πνιγμό, δηλαδή δεν πνιγότανε το παιδί. Εγώ τότε έμενα κει κάτου τα καλοκαίρια, ήτανε το Κουνουπέλι στις δόξες του να πω, γιατί τα ιαματικά λουτρά δουλεύανε και ερχότανε κόσμος από όλη την Ελλάδα τότε εκεί, γιατί υπήρχε η τρύπα μέσα που έβγαινε από κει απ’ το βουνό. Κατά τους μυθολογικούς χρόνους, και ο Παυσανίας, αναφέρει ότι εκεί μέσα κατέβαζε η Υρμίνα την κόρη της που είχε πρόβλημα για θεραπεία εκεί, όταν είχε γίνει εδώ κάτου η περιοχή αυτή -πώς το λέγαμε- το Βουπράσιο, από τον Αμαριγκέα από κάτου τον άλλον τον βασιλιά. Εκεί, λοιπόν, όλα τα χρόνια ερχόσαντε διάφοροι. Εγώ όλα τα καλοκαίρια ήμουνα εκεί, κάποιοι φίλοι ψαράδες μαζί, πήγαινα κοντά που τράβαγα την μπάφα για να ρίχνουν το μπιζόβολο. Μια μέρα καθόμασταν εκεί στο καφενείο, ένας φίλος ο νιόνιος ο Κυριακόπουλος, ο καλύτερος μπιζοβολάρης και ο καλύτερος ψαράς τότε εδώ, έπαιζε τάβλι. Και κάποιος βάζει μια φωνή: «Είναι ένα παιδάκι 8 χρονών μέσα σε μια σαμπρέλα απάνου και φυσάει όστρια και το πήγαινε μέσα, το ‘χει απομακρύνει από το καφενείο και την παραλία καμιά τρακοσαριά μέτρα, αρκετά, και ο αέρας ζόρικος». Οπότε φωνάζουνε έρχεται ο πατέρας του: «Τράβα ρε Νιόνιο -του λέει- παρ’ τη βάρκα και το καΐκι και πήγαινε να το φέρεις». Ο Νιόνιος έπαιζε τάβλι, γυρίζει αφού με ήξερε εμένα, «Τράβα, Μανώλη -μου λέει- και φερ’ το παιδί». Εγώ με τα βατραχοπέδιλα ήμουνα δελφίνι, δεν με έπιανε κανένας, ούτε στην ταχύτητα, ούτε στην αντοχή. Λέω τώρα: «Ντάξει, να πάω». Φόρεσα τα πέδιλα, ξεκίνησα, το παιδί πρέπει να ‘χε φύγει πάνω από 300 μέτρα και, και ο αέρας συνέχιζε να το πάει. Πλακώνουμαι στο κολύμπι, έφτασα, έπιασα τη σαμπρέλα του, το ‘φερα έξω, άρχισε ο πατέρας του: «Σε ευχαριστώ», και κείνο και τ’ άλλο, «Έλα μωρέ». Ήταν χωροφύλακας ο πατέρας του. Τέλειωσε αυτή η ιστορία. Ήταν το ‘72 νομίζω. Όταν πια έχουν περάσει τα χρόνια, έχω χωρίσει εγώ με την Κάτια, με τη δεύτερη γυναίκα, είμαι πια με την τρίτη μου, την Αγγελική, και είμαστε στο Κουνουπέλι. Είχαμε κάνει εκεί κατάληψη με τους άλλους σε κάποιο δωμάτιο πάνω, γιατί πια είχανε γίνει ερείπια και το ‘96 ή ‘97 βλέπω έναν κύριο, θα ‘τανε καμιά τριανταπενταριά χρονών -μπορεί και παραπάνω- δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς- μου λέει: «Δεν είσαι ο Μανώλης;» Του λέω: «Ναι». «Με θυμάσαι εμένα; Με ξέρεις;» Του λέω: «Όχι, πού να σε ξέρω και πού να;» «Ξέρεις ποιος είμαι;» «Όχι -του λέω- παιδί μου. Όχι, κύριέ μου, δεν ξέρω». «Είμαι -μου λέει- ο πιτσιρικάς που με γλίτωσες και ήρθες μέσα και με πήρες με τη σαμπρέλα που με είχε πάει ο αέρας μέσα στη θάλασσα, τότε που ήμουν 8 χρονών». Το ‘72 ήταν 8, καλά σου λέω τώρα, ‘96, τόσο ήτανε. 40 χρονών αυτός. Ναι, αυτό το γεγονός, αλλά ‘ντάξει δεν ήτανε τίποτα το ιδιαίτερο. Κάτι άλλο εσύ αν θέλεις ή εγώ να συνεχίσω από ότι θυμάμαι ή αν έχω ξεχάσει κάτι μπορείς να μου το θυμίσεις, γιατί έχουμε πει τόσα πολλά.
Όσον αφορά την ενασχόληση σας με την Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας. Τι αποκομίσατε από την πορεία σας και ποια σημαντικά πρόσωπα γνωρίσατε;
Θα σου πω. Εγώ ήμουνα πολιτικά ενεργός από τα 16 μου χρόνια, ειδικά από το ‘61, όχι γιατί... μάλλον η πρώτη μου διαδήλωση την είχα κάνει εδώ τον Μάρτη για τον Μακάριο, το 1957 στην ΣΤ΄ Δημοτικού, που φωνάζαμε «Κύπρος Ένωσις» τότε, που είχανε εκτελέσει τον Καραολή και τον Δημητρίου οι Εγγλέζοι. Μετά, το 1961, ήμουνα ενεργός, όχι γιατί είχα το απωθημένο ή το ιστορικό με τη μάνα μου, αλλά γενικά σαν άνθρωπος είχα την αίσθηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Οπότε είχα γενικώς προσανατολιστεί σε αυτό τον χώρο. Ήταν και κάποιοι παλιοί αριστεροί ο μπαρμπα-Ηρακλής ο Βέτσος, ο γερο-Νικόλας ο Στεργίοπουλος, ο οποίος ήταν απ’ τους πρώτους πυρήνες μαζί με τον Πάνο τον Ανδρουτσόπουλο, τον συγγενή μας που τον εκτέλεσαν το ‘49, και τον Δημητράκη τον Δρακιά, είχαν αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα του ΚΚΕ, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Και από το ‘61 άρχισα να έρχομαι σε επαφή μαζί τους. Ερχόσαντε εδώ πέρα τότε με το όργιο της βίας και της τρομοκρατίας και λοιπά με τον Καραμανλή, και δεν πήγαινε κανένας απ’ τους μεγάλους. Πήγαινα εγώ έπαιρνα απ’ το ΚΤΕΛ που κατεβαίνανε από το λεωφορείο, την μπαταρία, τις κόρνες, τα μικρόφωνα που ‘φέρνανε μαζί τους και τα πήγαινα στο καφενείο που θα μιλάγανε. Τότε 5-6 άνθρωποι και με το ζόρι κάποιοι τους αφήνανε μέσα. Από τότε εγώ ήμουνα ενεργός, το 1961 στην Πάτρα, στη Β΄ Γυμνασίου που τελείωνα, την Δ΄ Γυμνασίου συγγνώμη, την ΣΤ΄ τότε, πήγα σε όλες τις συγκεντρώσεις που γινόσαντε. Του Γιώργη του Παπανδρέου που ‘χε κάνει το λάθος τότε και έλεγε «Λαέ της Καλαμάτας» και ήταν στην Πάτρα, ο Κανελλόπουλος πρέπει να ‘τανε αυτός. Είχε έρθει ο Παπανδρέου το ‘61 στη μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία Γεωργίου, τότε που έχασε τις εκλογές με τη βία και τη νοθεία. Είχα πάρει μέρος το 1962 -δεν ξέρω αν το ‘παμε νωρίτερα- στη διαδήλωση για την πορεία που κάναμε «Προίκα στην παιδεία και όχι στη Σοφία» για το 15%, οπότε συνέχισα και συμμετείχα. Μεσολαβεί η Δικτατορία, τελειώνει η πολιτική δραστηριότητα. Απλά εδώ θυμάμαι τη νύχτα, ο αστυνομικός εδώ που ήταν, ο προϊστάμενος του σταθμού με έναν άλλο χωροφύλακα ερχόσαντε τη νύχτα, γιατί εγώ αργούσα να κοιμηθώ, έκανα βόλτες και μου λέγανε: «Τώρα μην κάνεις, μη φτιάνεις», ξέρεις, ορμήνεια και καθοδήγηση. Και μετά τη Μεταπολίτευση σε αυτό το διάστημα δεν είχα πουθενά διέξοδο. Πήγαινα σε μια ταβέρνα που είχε ανοίξει ο Γρηγόρης ο Μιχαλόπουλος, έπαιρνα ένα βιβλίο κοντά, είχα αρχίσει και ξαναδιάβαζα Καζαντζάκη. Ήτανε οι πιο εύχρηστοι και κατανοητοί -κατά τη γνώμη μου- από τους λογοτέχνες, ο Καζαντζάκης και ο Λουντέμης. Καθόμουνα, έπινα το κρασάκι μου, έπαιρνα το βιβλίο εκεί μέσα και διάβαζα. Μετά τη Μεταπολίτευση άρχισε η δραστηριότητά μου αυτή, με τον Πολιτιστικό Σύλλογο, και στη συνέχεια με παίρνει ο Δημητράκης ο Αλεξανδρής, ένας από αυτούς που έχω γράψει τα ονόματά τους εκεί που τα είχα στείλει, και με πάει στην Αμαλιάδα, στον Φώτη τον Φλεβοτόμο, παλιός σύντροφος, αριστερός, χασάπης -κρεοπώλης, να μην πω χασάπης- και του λέει: «Φώτη, από δω και πέρα με αυτόν θα κουβεντιάζεις ό,τι θέλεις για το κόμμα». Εκείνος ήτανε -ξέρω γω- 60 χρονών, πόσο θα ‘τανε το ‘75, ‘65. Και ξεκίνησα την επαφή μου με τον Φώτη, τον Φλεβοτόμο. Μετά άρχισα... Άρχισα να παίρνω καταρχήν εφημερίδα με τη Μεταπολίτευση κυκλοφόρησε για κάνα μήνα, δύο. Πώς τη λέγαμε που τη βγάλαμε; Η Νέα Ελλάδα. Και στις 25 Σεπτέμβρη, ανήμερα στο πανηγύρι της Βάρδας, γίνεται πάλι η κυκλοφορία, νόμιμα πια, του Ριζοσπάστη. Μετά από 27 χρόνια παρανομίας, και ο Ριζοσπάστης και το κόμμα. Και έχοντας την επαφή εκεί κάποια στιγμή είχε αρχίσει η ΚΝΕ να μαζεύεται εδώ στην Ηλεία και [01:30:00]οι σύντροφοι. Και κείνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά στις εκλογές του ‘74, εγώ δεν είχα ακόμα στο κόμμα πάει ούτε στην ΚΝΕ, εγίνανε οι εκλογές με 9 μέλη του κόμματος σε όλη την Ηλεία, μαζί με τους υποψήφιους, τότε. Σκέψου ακόμα δεν είχε... Και ξεκίνησα από τότε, ήρθαν μετά από τη Νεολαία με βρήκανε. Ήταν ο Μαρίνος -πώς το λέγαμε το επίθετο- ο Μαρίνης, μπήκαμε στη νεολαία, μετά φτιάξαμε εδώ οργανώσεις. Ήτανε και 2-3 άλλοι -αν θες να πω ονόματα, δεν έχει σημασία ονόματα- και φτιάξαμε την πρώτη ΚΟΒΑ της ΚΝΕ. Εγώ συνέχισα πιο ενεργά από όλους τους άλλους, με κάνανε γραμματέα στην ΚΟΒΑ, στην ΚΟΒ της ΚΝΕ, στη ΝΟΒ και στη συνέχεια με περάσανε και στο κόμμα, κατευθείαν στη κομματική οργάνωση, σαν μέλος του ΚΚΕ πια, εκτός σαν μέλος της Νεολαίας. Και στήνουμε την πρώτη κομματική οργάνωση -δεν ξέρω αν το ‘χουμε πει αυτό, δεν το ΄χουμε πει, το ‘χεις γράψει όμως- μέσα σε ένα... σε μια καπονέρα, ένα μικρό κλειστό αυτοκινητάκι, ένα FIAT, που το είχε ένας συντροφάκος τότε, σύντροφος μέσα σε ρύζα, σε φασόλια απάνου έχουνε έρθει από την Ηλεία, ο γραμματέας τότε, ο Γιώργης ο Τσικληρόπουλος, ο Μήτσος ο Δεσύλλας και κάποιος άλλος, και στήσαμε την πρώτη κομματική οργάνωση στη Βάρδα μέσα στο δάσος, στο Φάλαρι κάτου, δεν υπήρχε δρόμος τότε, δεν παίρναγε, και στήσαμε την πρώτη κομματική οργάνωση εκεί. Μας διάβασαν τις αποφάσεις του 9ου Συνέδριου που είχε προηγηθεί το ‘48, το ‘68, που είχε γίνει έξω, και από κει και μετά με είπανε να αναλάβω την ΚΝΕ στον κάμπο της Ηλείας. Πρώτη φορά που με κάλεσαν κάτω να πάω θυμάμαι ήταν μια Τετάρτη και γω ζορίστηκα, γιατί και επειδή είμαι και Ολυμπιακάκιας τότε, έπαιζε ο Ολυμπιακός με τον ΠΑΟΚ, και, ξέρεις, ήταν η εποχή που είχαμε φτιάξει και την ομάδα και παίζαμε ακόμα, αλλά πήγα. Και από κει ξεκίνησε η επαφή μου με το κόμμα, γιατί μετά σαν γραμματέας της οργάνωσης από την Αμαλιάδα και δώθε όπως τη λέγανε, του κάμπου Ηλείας, με είχανε και μέλος στο γραφείο της νομαρχιακής. Ήταν κάνα εξάρι παλιοί σύντροφοι εκεί, ο γραμματέας της ΚΝΕ της Ηλείας, και γω από την οργάνωση του Κάμπου. Από κει και μετά σιγά σιγά είχα και την ευθύνη για τις οργανώσεις από δω της Ηλείας, της Βάρδας, των Λεχαινών, της Ανδραβίδας, της Αμαλιάδας, της Γαστούνης και συνέχισα σε αυτή τη δραστηριότητα. Βέβαια, εκεί έμαθα πολλά πράγματα, πάρα πολλά πράγματα. Όχι ιδεολογικά πρώτα και κύρια, σαν άνθρωπος. Είχα την τύχη, τη δεύτερη φορά αυτή να βγω ακόμα καλύτερα στη ζωή για να ξεπεράσω και το πρόβλημά μου. Την πρώτη φορά ήταν με το φίλο μου τον Γιάννη τον Τσούλη που με πήρε μαζί μου και βγήκαμε και πρωτοπούλησα εικονίσματα, μέσα σε ένα κιβώτιο από ΝΟΥ-ΝΟΥ, γιατί εκεί πρωτοβγήκα με τον κόσμο με το πρόβλημά μου έξω να έχω τον κόσμο αντιμέτωπο, με τις αντιλήψεις του, με τα ελαττώματά του, ό,τι κατάλοιπο υπήρχε. Και από το κόμμα απέκτησα και άλλον αέρα, άλλη διάθεση και να συμμετέχω σε εκδηλώσεις και λοιπά. Είχα όμως την τύχη κει μέσα να είναι οι περισσότεροι παλιοί κομμουνιστές που είχανε κάνει και εξορία και λοιπά. Ο Φώτης ο Φλεβοτόμος, ο Μπάμπης ο Αλεξανδρόπουλος -τους θυμάμαι τώρα- ο Γιώργης ο Τσικληρόπουλος, γραμματέας, ο Μπαμπίκος ο Φωτιάδης, ο Μήτσος ο Δεσύλλας, από τους νεότερους, ήταν από την περιοχή της Δυτικής Ελλάδα που καθοδηγούσε τη νομαρχιακή της Ηλείας. Με όλους αυτούς τους ανθρώπους έμαθα πράγματα. Έμαθα συμπεριφορά, είχα τον Γιώργη τον Τσικληρόπουλο -Θεός συγχωρέστονε- κουβέντιαζες και έπρεπε να κάθεσαι έτσι για να ακούς. Μίλαγε τόσο ήσυχα, τόσο σιγά, τόσο ήρεμα, που και να μην ήθελες έπρεπε να τ’ ακούσεις. Και απ’ αυτόν και από τους άλλους έβλεπα, γιατί γινόσαντε κάποια ΚΤΙΦ στην Πάτρα τότε, όταν ήμουν ακόμα εδώ, αλλά και δω στην Ηλεία που πηγαίναμε κάποιοι σύντροφοι, γραμματείς, στελέχη, να το πω έτσι, της νομαρχιακής. Στην Πάτρα είχα γνωρίσει τη Μίνα τη Γιάννου τη συγχωρεμένη που ‘χε κατέβει πρώτη φορά, αλλά είχα πάρει από τον Γιώρη τον Τσικληρόπουλο τη σειρά να έχει χαρτάκι μπροστά του και στυλό, και να κάθεται να γράφει εκείνα πράγματα που μας ενδιέφεραν που λέγαμε, γιατί δεν μπορούσες να τα θυμάσαι -ξέρω γω τι είπε- κάτι σοβαρό σε σχέση με το κόμμα, με τις θέσεις, με οτιδήποτε. Και έπαιρνα από αυτούς τους ανθρώπους, έπαιρνα. Και κάποια φορά, ήμουνα πια στην Πάτρα, στην συνδιάσκεψη με το 10ο συνέδριο του κόμματος, που είχε γίνει απάνω στην Ομόνοια, σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Εκεί άκουσα έναν σύντροφο από απέναντι από την Αιτωλοακαρνανία και μου ‘χει μείνει αυτό το πράγμα -πώς το λέμε- με έχει σημαδέψει. Ανέβηκε να μιλήσει και είπε τρεις λέξεις όλες κι όλες. Ανεβαίνει απάνου, ήταν μεγάλος, τότε θα ‘ταν αυτός εξηντάρης, σου λέω τώρα για το ‘82 πότε ήτανε. «Κομμουνιστής σημαίνει -κάνει έτσι- γλυκό στόμα -και δείχνει εδώ- καθαρά χέρια -δείχνει τα χέρια του τεντωμένα και ακουμπάει το δεξί του χέρι και λέει- και μεγάλη καρδιά». Αυτή ήταν η ομιλία του, δεν είπε τίποτα άλλο. Καταλαβαίνεις, αυτό εμένα με κούνησε, γιατί είχα και γω τα κουσούρια μου και από νωρίτερα και χαρτοπαίκτης ήμουνα και απ’ όλα τα, έτσι, τα κακά. Στη συνέχεια, από δω μετά είχαμε ταλαιπωρίες, γιατί τρέχαμε σε κάτι χωριά που ήσαντε ένας σύντροφος εδώ, ένας παλιός γέρος, πήγαινε εκεί πάνου, νύχτα, και φτάσαμε μετά, που το 1981 με κατέβασε το κόμμα στις βουλευτικές εκλογές. Ξαφνικά, εγώ πήγαινα κοντά στον Γιάννη τον Θεοδωρόπουλο, τον σύντροφο τότε που είχε έρθει πάνω κει από τα Καλάβρυτα. Τον είχανε βάλει στο κόμμα με τους... όσοι είμαστε τότε: Φλεβοτόμος, Αλεξανδρή... Μπάμπης Αλεξανδρόπουλος, ο Φωτιάδης, ο Μήτσος ο Δεσύλλας, ο Κώστας ο Τζιατζής, ο συγχωρεμένος, ήταν από τον Πύργο. Και ξαφνικά, ενώ είναι να πάω κοντά στον Γιάννη τον Θεοδωρόπουλο μου λένε: «Έβγα να βγάλεις λόγο». «Έβγα να βγάλεις λόγο, συμπληρώνεις το ψηφοδέλτιο του κόμματος εδώ». Και έτσι ξεκίνησε και αυτή η διαδικασία στις βουλευτικές εκλογές, θυμάμαι εκτός από τη Βάρδα που μίλησα τελευταία, ήταν την ίδια χρονιά που μπήκε ο Δημήτρης ο Γεωργακόπουλος στο ΠΑΣΟΚ. Είχε μείνει απ’ έξω τότε, είχε αφήσει ο Παπανδρέου τον Βασίλη τον Παπαδόπουλο που ‘ταν από δω κάτω, και συμπλήρωσαν με τον Γεωργακόπουλο. Είχα μιλήσει εδώ, στα Λεχαινά, στο Κάστρο, στο Λευκοχώρι -δεν θυμάμαι τώρα σε- στην Ανδραβίδα ίσως, εν πάση περιπτώσει, σε κάποια χωριά εδώ στην περιοχή μας. Και είχα κατέβει και στην κεντρική συγκέντρωση του Πύργου που ήμασταν απάνω στην πλατεία εκεί, στο μπαλκόνι, όταν μιλήσαμε εκεί κάτου για τις εκλογές του ‘81. Μετά, έφυγα για την Πάτρα - τότε ήμουνα στην Πάτρα, συγγνώμη, ήμουνα στην Πάτρα το ‘81. Είχα πάει το ‘80 στην Πάτρα. Ήμουνα στο κοινοτικό συμβούλιο της Βάρδας από το ‘78 μέχρι το ‘82, 4 χρόνια. Και τότε ήτανε που είχα οργανώσει με πρωτοβουλία δική μου δηλαδή, νωρίτερα μετά την Μεταπολίτευση, ξαναγυρίζω λίγο πίσω τώρα... συγγνώμη. Όταν πείσαμε το δάσκαλο, τον Κουτρούλη να κατέβει για πρόεδρος στην κοινότητα της Βάρδας. Είχε χάσει τον μεγάλο του τον γιο από καρκίνο, 22 χρονών, το 19[01:40:00]69, 22 χρονών ο Αντρέας, τα σαραντατέσσερο ήτανε 6 και τόσο ήτανε, 22 χρονών. Και από τη στεναχώρια του και αυτά δεν ήθελε να ασχοληθεί. Είχανε πέσει πάνω κατ’ απάνου και άλλοι και άλλοι, μιλάμε για τις εκλογές του ‘75 τώρα. Και ξεκινάμε εμείς -ναι το ‘75, είχαμε ήδη ξεκινήσει- και πάμε και τον βρίσκουμε 4 παιδιά: εγώ, ο Γιώργης ο Ταβουλάρης, ο Πάνος ο Δημητρόπουλος κουνιάδος του Ταβουλάρη και ο Νίκος ο Γιαννίτσης, νομίζω, στο σπίτι του επάνω. Και κάνουμε μια κουβέντα και προσπαθούμε να τον πείσουμε γιατί πρέπει να αναλάβει. Ήταν άνθρωπος με κύρος, με γνώση, δεν ήταν φθαρμένος από πριν από τη Δικτατορία και εν πάση περιπτώσει τον καταφέρνουμε. Και για να τον βγάλουμε μπροστά οργανώνουμε μια λαϊκή συνέλευση, είπαμε να καλέσουμε τον κόσμο της Βάρδας να ‘ρθει να αποφασίσει ποιον θέλει, και όποιος άλλος ενδιαφέρεται εκεί πέρα να ‘ρθει να πει ότι «Ενδιαφέρομαι κι εγώ». Και κάνουμε αυτό το βήμα στου Βούλγαρη το κέντρο εδώ και μαζεύουμε γύρω στους 140 ανθρώπους, λαϊκή συνέλευση. Και έρχεται ο Σκαρτσώρας ο Γιάννης, μακαρίτης και αυτός, που ήθελε και έβαλε υποψηφιότητα, ο Σπύρος ο Σπυρόπουλος, γιος του φαρμακοποιού που ενδιαφέρθηκε κι αυτός, ήταν από τον ίδιο χώρο, έτσι, της Δεξιάς, να το πω έτσι. Και είπαμε: «Εμείς προτείνουμε τον δάσκαλο». Η συντριπτική πλειοψηφία από τους 140 -ξέρω γω- οι 130 είπανε: «Δάσκαλος». Και έτσι τον κατεβάσαμε και το ‘78, κατεβαίνω και γω υποψήφιος με τον δάσκαλο, μετά από την πρόταση που είχε το κόμμα. Τότε το ΠΑΣΟΚ είχε διασπαστεί, οι μισοί θέλανε καθαρά πασοκικό και βάλανε έναν τέτοιο, τον Σάκη, τον Νιόνιο τον Παπαδόπουλο, που είχε πάρει τους μισούς από την οργάνωση. Η οργάνωση του ΠΑΣΟΚ είχε τότε καμιά 80-100 και οι μισοί, οι 40, στήριζαν τον δάσκαλο. Ένας από αυτούς ήταν ο Πάνος ο Δημητρόπουλος, που ήταν και γραμματέας τότε της τοπικής εδώ του ΠΑΣΟΚ, και κατεβήκαμε μαζί με το δάσκαλο. Εκείνος τότε είχε μείνει έξω, δεν είχε εκλεγεί. Και από το ‘78 μέχρι το ‘82 ήμουνα στο κοινοτικό συμβούλιο, και θεωρώ από τότε ότι αυτό το κομμάτι ήτανε πλήγμα για τη Βάρδα, κατά τη γνώμη μου και με βάση τον εαυτό μου, επειδή είχα, συγγνώμη, και τη δυνατότητα και τη γνώση να μπορέσω να βοηθήσω, να ασχοληθώ, αλλά από τότε που βρέθηκα στην Πάτρα με το μαγαζί και παντρεμένος, λέω εγώ: «Δεν είναι σωστό να κάθομαι στην Πάτρα και να αγωνίζομαι, θα αγωνιστώ αλλά απ’ έξω να μπούνε άλλοι να προχωρήσουνε», και έτσι κι έγινε. Και μετά, το ‘82, βγήκε ο Πάνος ο Δημοτρόπουλος πρόεδρος που άρχισε να το παίζει Καίσαρας. Ήρθα να τον δω και να τον συγχαρώ και είναι πίσω απ’ το γραφείο το καινούριο με μια πολυθρόνα στριφογυριστή και μου ‘κανε έτσι, και γύριζε γύρω γύρω. Και κάποια στιγμή αργότερα, γιατί συνέχιζε μέχρι τα 75 του να θέλει να ηγείται και ξανακατέβηκε και ξανακατέβηκε. Του λέω μια φορά, γιατί με φώναξαν, ο Πάνος και άλλος ένας, άλλοι δύο, ο Φώτης, που ο πατέρας του είχε κατέβει του ΠΑΣΟΚ εδώ, τη γνώμη μου σ‘ ένα σπίτι μέσα, γιατί κάποιος από τους Δεξιούς εκεί να το πω έτσι, τον είχε κατηγορήσει για κατάχρηση 10 εκατομμύρια, δεν θυμάμαι πόσο ήτανε, χιλιάδες -δεν θυμάμαι ακριβώς- και με ρώτησαν. Του λέω: «Πάνο, αν αυτά είναι αλήθεια να βγεις να τα πεις τώρα, γιατί αν δεν βγεις μετά θα θεωρήσουν ότι τα κουκούλωσες, κατάλαβες;» Ήτανε μετά από την εκλογή τη δική του όταν κατέβαινα οι άλλοι. Του λέω: «Αν δεν τα πεις τώρα είσαι χαμένος, αν βγεις μετά τελείωσες». Και βγήκανε μετά από κει μέσα και με δικαιώσανε οι άνθρωποι που ήσαντε μπροστά. Και λέει: «Ο Μανώλης έχει δίκιο», γιατί τότε τους είχα προτείνει και κάτι άλλο. Επειδή ο Πάνος σαν πρόεδρος εδώ, πρόεδρος στη Νέα Μανωλάδα ο Γρηγόρης ο Τζιτζογλάκης και πρόεδρος ο Φλιφλής ο Παναγιώτης στην Παλιά, και τους είπα: «Είσαστε και οι τρεις του ΠΑΣΟΚ -στις δόξες του τότε- κάντε κάτι». «Όχι», σκοτωνόσαντε ποιος θα αναλάβει στο Κουνουπέλι, ποια κοινότητα θα αναλάβει, γιατί είχαμε και τέτοια τότε, ποια κοινότητα θα αναλάβει τη διοίκηση στο Κουνουπέλι. Εν πάση περιπτώσει, τέλειωσε αυτή η ιστορία και μετά έφυγα εγώ κομματικά από εδώ και πήγα στην Πάτρα το 1980.
Από την ενασχόλησή σας με το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ναι.
Ποια σημαντικά πρόσωπα γνωρίσατε;
Από κοντά έχω γνωρίσει σχεδόν όλες τις μεγάλες μορφές. Δηλαδή να σου πω: Να ξεκινήσω από δω από όταν ήμουνα στην Ηλεία που κάναμε τις συνδιασκέψεις της ΚΝΕ και του κόμματος, που ήσαντε στελέχη από το πολιτικό γραφείο ακόμα και την κεντρική επιτροπή. Τον Βασίλη τον Βενετσανόπουλο, ζούσε, ήταν λοχαγός στον στρατό. Αυτός που ήθελε να στείλει τότε στη Σοβιετική Ένωση, μιλάμε για το ‘77 αυτό. Τον Γεράσιμο τον Στεφανάτο της κεντρικής επιτροπής, που είχε έρθει σε συγκέντρωση που είχαμε κάνει εγώ τότε σαν γραμματέας της Νεολαίας με καμιά τριανταριά Κνίτες. Το... Πιο παλιούς αυτούς τους 2 που σου είπα, τον Μιχάλη τον Μάρα και τον Ανδρέα τον Ραμπαβίλα που ήσαντε υποψήφιοι εδώ βουλευτές. Ήταν και 2 άλλοι παλιοί που τους φέρνανε, γιατί δεν είχανε από δω να βάλουνε. Θυμάμαι έναν... τον Κώστα τον Χατζηαργύρη και τον Παπαστεργιόπουλο τον Ηλία, που έχει γράψει τον Μοριά στα όπλα. Από κει και μετά, φρέσκους και νεότερους, έχω γνωρίσει και τον ίδιο τον Φλωράκη, που πηγαίναμε στο Αγρίνιο για την ομιλία του από την Πάτρα με το φέρι μποτ, τη Μίνα τη Γιάννου, τον Φαράκο στο βιβλιοπωλείο -δεν μπόρεσα να το θυμηθώ το όνομά του αυτουνού, γαμώτο μου- μέσα στο οποίο γνώρισα τον Φαράκο, εκεί είχα συναντήσει και τον Καζάκο με την Καρέζη τότε. Τον -πώς τον λέμε- τον σύντροφο που έχει συμμετάσχει στην ιστορία της Μακρονήσου. Γαμώτο έχει κολλήσει το μυαλό μου. Μεγάλος καθοδηγητής της περιοχής εδώ πέρα της Δυτικής Ελλάδας. Από τα παλαιότερα στελέχη κει, τον Κώστα τον Πατίκα, τον Κώστα τον Τζιατζή, που ήμασταν εδώ μαζί υποψήφιοι. Αυτούς της Ηλείας, από παραπάνου τους σύντροφους που ήτανε στο... στην κεντρική επιτροπή και είχαν την ευθύνη για τη Σύγχρονη Εποχή, τον Ζήνωνα τον Ζορζοβίλη και τον Στέλιο τον Μπεβεράτο. Και ποιους άλλους τώρα από κει μέσα; Καλά, τον Μπάμπη τον Γκολέμα, λόγω και της ιδιότητάς του σαν υπεύθυνο της σύγχρονης εποχής εκεί στην Αθήνα, που εκεί μέσα γνώρισα και τον άνθρωπο θρύλο και σύμβολο.
Πριν περάσουμε σε αυτό.
Ναι. Μπορεί να ξεχνάω εγώ τώρα. Εσύ σταμάτα με και ρώτα ό,τι μου διαφεύγει.
Πώς σας αντιμετώπισε ο κόσμος ως κομμουνιστή; Είχατε κάποια προβλήματα ποτέ;
Προβλήματα όχι ιδιαίτερα σαν κομμουνιστής, γιατί; Γιατί είχα την καταξίωση του κόσμου. Και λέγανε άμα θέλανε να πούνε έναν κομμουνιστή λέγανε να πεταγόσαντε: «Κομμουνιστής, να ο Μανώλης είναι», δεν θεωρούσανε εν πάση περιπτώσει άλλον. Τη μεγάλη μάχη και την αντίδραση την αντιμετώπισα κι εγώ, όπως και όλο το κόμμα τότε, με τα γεγονότα του ‘89-‘90. Εκείνη η εποχή ήτανε φοβερά δύσκολη, μέχρι και επιθέσεις δεχτήκαμε από ανθρώπους που ήσαντε -πώς το λένε- αγράμματοι, ανόητοι και δεν συμμαζεύεται. Να σκεφτείς ότι οι περισσότεροι -κάποιοι από αυτούς όχι οι περισσότεροι-, πριν γίνουν Πασοκατζήδες ήτανε χειρότεροι από τους Νεοδημοκράτες, δηλαδή οι χειρότεροι Πασοκατζήδες ήτανε Δεξιοί και Νεοδημοκράτες και παλιοί τέτοιοι. Ε, τότε μεγάλο πρόβλημα, γιατί όταν άνοιξα τα γραφεία εγώ στις εκλογές μοναχός μου εδώ σε ένα μαγαζί, σε έναν χώρο, δεν πάτησε άνθρωπος μέσα. Μια κοπελίτσα, ένα κορίτσι, ήρθε και μου ‘γραψε κάτι που ήθελα να της... να γράψω. Είχα φτιάξει ταμπέλα: «Εκλογικό κέντρο ΚΚΕ», και λοιπά. Δεν πάτησε άνθρωπος. Και αυτό κράτησε λίγο και άρχισε λίγο να στρώνει το ‘93 πια, το -πότε είπα- το ‘93, καλά λέω. Βέβαια, είχα και το άλλο που δεν σου έχω πει, τώρα το θυμήθηκα, θα με συγχωρέσεις.[01:50:00] Όταν ζητάγανε να με περάσουν από στρατοδικείο που δεν είχα παρουσιαστεί και δεν είχα πάει φαντάρος. Έρχομαι από το ίδρυμα το ‘65. Στο ίδρυμα με ήρθε μια ειδοποίηση να πάω να παρουσιαστώ, επειδή εγώ όμως είχα τα χέρια κομμένα, ήμουνα εκεί πάνω, λέω: «Πού θα πάω τώρα κει πάνω, δεν βαριέσαι, δεν τρέχει τίποτα, αφού δεν έχω χέρια, στρατιώτης δεν πάω». Τον Γενάρη του ‘66 με Φλεβάρη, κάπου κει μέσα, έρχεται μια ειδοποίηση και ένα έγγραφο, το στέλνουνε και σε μένα που έγραφε: «Να κληθεί εις ένορκον απολογίαν μετά δύο μαρτύρων και να αποσταλεί στην ΑΣΔΕΝ για στρατοδικείο». Το διαβάζω, αυτό στελνότανε στην αστυνομία, στάλθηκε και με κοινοποίηση σε μένα. Το πήρα εγώ, πάω κάτω στην αστυνομία, ήταν ένας υπονοματάρχης τότε, ήτανε από την Άρτα, ο Λάμπρος, το όνομά του θυμάμαι, το μικρό, το επίθετο δεν το θυμάμαι πώς τον λέγανε. Πήγα, λέω: «Με καλέσατε, με ειδοποιήσανε να πάω». Λέω: «Έτσι κι έτσι». «Ναι -μου λέει- για πες μου τι έχει γίνει, γιατί δεν πήγες;» Τι έγραφε μέσα, διότι: «Κληθείς στις 23 -23 νομίζω θυμάμαι ή 22, δεν θυμάμαι ακριβώς- Οκτώβρη του 1966 εις ΚΕΝ Τριπόλεως δεν παρουσιάστηκε». Μου λέει ο Λάμπρος: «Τι έγινε;» Του λέω έτσι κι έτσι, «Τότε είχα χτυπήσει, είχα χάσει τα χέρια μου, ήμουνα στην Αθήνα, δεν πήγα». Περνάει κάνας μήνας λιγότερο και ξανάρχεται η ίδια... το ίδιο πράγμα με τα ίδια ακριβώς περιεχόμενο: «Να κληθεί εις ένορκον απολογία μετά δύο μαρτύρων -τα ίδια- διότι κληθείς στις 23 Οκτώβρη του ‘66», τότε κάνω το λάθος και το διαβάζω, και βλέπω από κάτου, 23 Οκτώβρη του ‘66. Πάω πάνω στον Λάμπρο, του λέω: «Κυρ αστυνόμε, εδώ πέρα γράφει ότι δεν πήγα τον Οκτώβρη του ’66 και τώρα έχουμε Φλεβάρη -του λέω- τι μου ζητάνε; Να με περάσουνε στρατοδικείο, γιατί δεν έχω πάει τον Οκτώβρη;» Κάνει έτσι, γουρλώνει τα μάτια ήταν και ένας θερίος άντρας έτσι, παίρνει μια φόρα, βουτάει το τηλέφωνο αρχίζει ένα βρίσιμο δεν χρειάζεται να τα πω, βλαστήμιες: «Είσαστε μαλάκες, τι κάνετε εδώ πέρα, ταλαιπωρούμε και τον άνθρωπο, γιατί δεν ξέρετε τι σας γίνεται». Και κάθεται και γράφει όλα αυτά. Και μένα με ζητάγανε να με περάσουνε 6-8 μήνες νωρίτερα, γιατί δεν πήγα τον Οκτώβρη. Τελειώνει εκεί αυτή η φάση, αλλά δεν σταμάτησε. Γίνεται η Δικτατορία, το ‘67, συνεχίζουνε και με καλούνε στην υποδιοίκηση, στα Λεχαινά, και πάλι εκεί τι έκανα, πού ήμουνα, γιατί δεν παρουσιάστηκα και, και, και. Συνέχισε αυτή η κατάσταση μέχρι που το ‘66 πια, το τέλος εκεί πέρα του Οκτώβρη, αποφασίζω, χωρίς να ήθελα την Τρίπολη, είχα βρει έναν ανθυπολοχαγό, λοχαγό εδώ μέσα στο ΚΤΕΟ -στο ΚΤΕΟ λέω, πώς το λένε- που περνάγανε από επιτροπή στον Πύργο, είχα πάει εκεί. Μου ζήτησαν και πήγα κει κάτω. Και μου λέει: «Άσε, δεν θα πας στην Τρίπολη και θα συνεδριάσει εδώ η επιτροπή να σου βγάλουμε απόφαση για το στρατιωτικό από δω». Πάω λοιπόν κανονικά μια Παρασκευή που μου ‘χε πει αλλά ήταν αδειούχος. Ήταν ένας άλλος, μου λέει: «Εγώ δεν ξέρω τίποτα, φύγε και θα σε ειδοποιήσουμε». Και πήγα στην Τρίπολη να πάρω το απολυτήριο του στρατού. Πήγα με τον Χαρίλαο, με τον Μόσκοβιτς, το αυτοκίνητο που είχαμε, και εκεί συνάντησα και τον Τσιμιγκάτο, όχι το... που έπαιζε, που έτρεχε, τον αδερφό του, που είμαστε μαζί, και κάποιους άλλους. Γδύθηκα κανονικά, μάλλον, όχι, δεν γδύθηκα εγώ, γιατί είπανε «γδύσου». Όλους τους γδύνανε, ακουμπάγαμε το χαρτί που είχανε κάτω και τους κάνανε επιθεώρηση από πίσω. Λέω: «Εγώ ήρθα να πάρω το απολυτήριο να φύγω, δεν υπηρετώ». Και πραγματικά καθίσαμε, πήγε απόγεμα, πήγα, μου συντάξανε τα χαρτί, εκείνο που είδες εκεί πέρα, «Προσωρινό απολυτήριο», λέει, και από τότε επήρα το απολυτήριο στρατού. Αυτή την ταλαιπωρία. Τώρα να ξαναγυρίσω λίγο σε αυτά που μου είπες για το κόμμα. Πάρα πολύ κόσμο και πήρα πάρα πολλά πολλά πράγματα που μου χρησίμευσαν να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Και άνθρωπος της προσφοράς, μεγάλης προσφοράς, άσ‘ το, δεν χρειάζεται να σ‘ το πω. Βρήκα εκεί που έψαχνα γι’ αυτά και ένα άλλο χαρτί που μάζευα για το γιο μιας φίλης μας. Τώρα αυτό άμα θες να το πούμε, το λέμε, δεν πειράζει... Είχε πάθει ανεύρυσμα στο κεφάλι όταν ήταν στρατιώτης στα Γιάννενα και είχε μείνει σχεδόν φυτό έξι μήνες στην Αθήνα, στο 400 -ποιο είναι εκεί πάνου το στρατιωτικό- και μετά του ‘κανε μια θεραπεία στην Αθήνα, υποτίθεται ότι κάτι θα του κάνανε και θέλανε 100.000, νομίζω. Και είχα βγει στην Πάτρα για 2-3 μήνες και μάζευα αυτά τα λεφτά. Αυτά.
Ωραία.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τον σύντροφο, γαμώτο μου, αυτόνε, ο οποίος ήτανε φοβερός σαν καθοδήγηση, σαν άνθρωπος. Άλφα, βήτα, γάμα. Κεφαλλονίτης στην καταγωγή, πέθανε τώρα πριν κάμποσα χρόνια. Εν πάση περιπτώσει. Δεν πειράζει δεν θυμάμαι τώρα.
Ας περάσουμε στην εγκατάστασή σας στην Πάτρα.
Ναι.
Και στη δημιουργία του βιβλιοπωλείου. Για πείτε μας γι’ αυτό.
Θα σου πω. Όταν παντρεύτηκα με την Κάτια, τη γυναίκα του... τη μάνα του γιου μου, είχαμε έρθει εδώ στη Βάρδα. Ήρθαμε τον Οκτώβρη του ‘78, γιατί ήταν ανήλικη και πήραμε την άδεια για γάμο με δικαστική απόφαση. Ήρθαμε και μέναμε εκεί στο σπίτι πάνου μαζί με τον Χαρίλαο, τον αδερφό της μάνας μου τον μικρότερο. Εζούσε και η γιαγιά, έγινε ο γάμος εδώ. Αν θέλεις από κει έχω και από κει φωτογραφίες, και από τα βαφτίσα του γιου μου. Μείναμε, αλλά εγώ από πάντα είχα μια διάθεση να απεξαρτηθώ απ’ όλους, να μπορώ να ζήσω μόνος μου, γιατί διαφορετικά δεν γινότανε. Όσο ήμουνα εξαρτημένος, όχι γιατί σιγά σιγά είχα μάθει πράγματα να κάνω και να μην έχω ανάγκη, αλλά εξαρτημένος οικονομικά, γιατί ναι μεν είχα τα δικαιώματα στην περιουσία, η οποία ήταν πάρα πολύ μεγάλη από μέρους της μάνας μου, αλλά τα κουμάντα τα κάνανε οι μεγαλύτεροι: ο Αλέξανδρος, ο πιο μεγάλος από τα 3 αδέρφια, και ο Χαρίλαος. Εκείνοι διαχειριζόσαντε. Και γω κυνήγαγα τον έναν να μου δώσει ένα δεκάρικο να πάρω τσιγάρα, γιατί κάπνιζα και τότε. Λοιπόν. Και το πώς βλέπανε, θα σου πω ένα περιστατικό. Τρώμε στο σπίτι, εγώ, η γιαγιά και ο Χαρίλαος, και σε κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι ποιος, λέει: «Παντρεύτηκε ο τάδε», όνομα, «γιατί -πετάγεται η γιαγιά- τι είχε -λέει- στραβός ή κουτσός ήτανε;» Εγώ χαμογέλασα, γιατί, σου είπα, έχω πάρει πολλά πράγματα και είχα μάθει να αντιμετωπίζω τον κόσμο και από τον Γιάννη και πιο πολύ απ’ το κόμμα. Οπότε γυρίζουν μετά: «Εσύ -λέει- γιατί δεν παντρεύεσαι;» Δεν είπα τίποτα, χαμογέλασα, γιατί ήξερα τη νοοτροπία και το χαρακτήρα των ανθρώπων της εποχής και λοιπά, τις συνθήκες, τις συνήθειες που είχανε, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν καταστάσεις και τέτοια πράγματα. Και τότε αποφάσισα και φεύγουμε με την Κάτια για την Πάτρα, με την προοπτική... γιατί να πάω στην Πάτρα για να ανοίξω το μαγαζί. Το είχα σαν στόχο και το είχα συνεννοηθεί από ‘δω από την Ηλεία πρώτα με τους σύντροφους να το κουβεντιάσουνε, για να ανοίξουνε το Βιβλιοπωλείο της Σύγχρονης Εποχής. Και έτσι φύγαμε τον Γενάρη του ‘80, πήγαμε στην Πάτρα, νοικιάσαμε σπίτι, τότε είχε αρχίσει και δούλευε η γυναίκα μου, όχι δεν δούλευε ακόμα, είχε δώσει το ‘79 εξετάσεις στην Εθνική Τράπεζα, γίνανε εξετάσεις τότε, έχουν πάρει τις 3 πρώτες τις επιτυχούσες και μετά είχανε 6 επιλαχούσες. Ανάμεσα στις 6 δεύτερη στη σειρά ήτανε και η Κάτια, η γυναίκα μου, η οποία την κάλεσαν και την πήρανε. Πρώτη φ[02:00:00]ορά που ειδοποιήθηκε να πάει για δουλειά ήτανε 5 Μάη, της Αγίας Ειρήνης ανήμερα. Και τότε με έναν γνωστό στα κεντρικά της τράπεζας, της Εθνικής στην Αθήνα και η μάνα της και ο Χαρίλαος από δω, που είχε κάνει στην Αμαλιάδα αυτός, κανονίσαμε και ενώ την είχανε στείλει για τη Γαστούνη και την πήγανε στο Αίγιο πρώτη φορά, γιατί από την Πάτρα ήταν πιο βολικό το Αίγιο. Εγώ έμενα πίσω, η Κάτια πηγαινοερχόταν στο Αίγιο, εγώ είχα ξεκινήσει τότε τη διαδικασία για να βάλω τη σύνταξη μπροστά, όπως μου είχε πει κάποιος υπάλληλος, και είχαμε μείνει απέναντι από το ΙΚΑ στην Πάτρα, στη Γούναρη. Έφευγε η Κάτια το πρωί, σηκωνότανε 5 η ώρα για να προλάβει και το λεωφορείο και γύριζε το απόγευμα μετά τις 5. Εγώ το παιδί, μια γυναίκα στο σπίτι για να το φροντίζει, γιατί ο Άρης ήτανε πια 7-8 μηνών, 10 μηνών τότε εκεί, και στη συνέχεια έφυγε αυτή και το πήγα τη χρονιά την ίδια το φθινόπωρο, το πήγα στο δημοτικό βρεφοκομείο της Πάτρας. Είχανε παιδιά εκεί μέσα που τα αφήνανε απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Το πήγαινα το πρωί, το άφηνα, εκεί στις αρχές ήταν το δύσκολο που βόγγιξα, γιατί σπάραζε το παιδί και έκλαιγε πολύ άσχημα, «Μπαμπά μου», και «μπαμπά μου», και «μπαμπά μου», αλλά λέω: «Τι θα γίνει;» Δεν μπορούσα να το κρατάω. Μετά από 20 μέρες συνήθισε με τ’ άλλα τα παιδιά, τις δασκάλες που είχανε εκεί μέσα, και πέρναγα το μεσημέρι που έκλεινα το μαγαζί, το ‘παιρνα, το πήγαινα στο σπίτι, το ‘πλενα, του ‘δινα το γάλα του, το ‘τοίμαζα και το ‘βαζα για ύπνο. Και ερχόταν και η Κάτια το απόγευμα, αλλά τότε πήγαινε στη Γαλλική Ακαδημία που ήτανε στον πίσω δρόμο για να τελειώσει τα γαλλικά που μάθαινε, οπότε το παιδί τις μισές μέρες της εβδομάδας δεν το ‘βλεπε καθόλου. Αυτό κράτησε μέχρι που άλλαξε ένας γραμματέας της περιοχής και ήρθε ο Κώστας ο Μπατίκας και ενήργησε γρήγορα. Του λέω: «Τι γίνεται; Έχω από τον χειμώνα που ήρθαμε και περιμένουμε την απάντηση από πάνου». Και ενήργησε και έρχεται και μου λέει: «Εντολή απ’ το πολιτικό γραφείο να βάλεις τον τίτλο της Σύγχρονης Εποχής και να ξεκινήσεις». Και άρχισα τότε, βρήκα μαγαζί, το φτιάξαμε, το ‘φτιαξα, το ετοιμάσαμε, με τα ράφια του μέσα, με όλη την κατάσταση, και ξεκίνησα την επαφή μου με τον Μπάμπη τον Γκολέμα, τον σύντροφο, στην Αθήνα που πήγα και με γύριζα απ’ τα εκδοτικά εν ονόματι της Σύγχρονης Εποχής για να πάρω βιβλία, χωρίς λεφτά, με ανοιχτούς λογαριασμούς, εξοπλίσαμε το μαγαζί, και στις 6 Δεκέμβρη, του Αγίου Νικολάου, γίνονται τα εγκαίνια της Σύγχρονης Εποχής. Βέβαια, εγκαίνια μέσα με τον κόσμο από το ΚΚΕ από τη Νεολαία και λοιπά. Είχα εκεί τα γλυκά μας, τα έτσι μας, έγινε και μια μικρή ομιλία, είπα και γω πέντε κουβέντες και ξεκινήσαμε. Σιγά σιγά, αλλάξαμε και λίγο το χρώμα του και το περιεχόμενο, γιατί στην αρχή ήτανε καθαρά κομματικά τα κυρίως έντυπα και λοιπά, και στη συνέχεια με παιδικό βιβλίο, με ιστορία, με λογοτεχνία και κράτησε μέχρι τον Δεκέμβρη του ‘92. Στο διάστημα αυτό μεσολαβεί ο χωρισμός μου με την Κάτια. Έφυγε, πήγε στην Αθήνα μετά, κάναμε δικαστήριο για την επικοινωνία του παιδιού, μπήκε σε σειρά και προχώρησε. Και από κει και μετά είναι οι γνωριμία μου με τις δεύτερες γυναίκες που ήρθα σε επαφή μετά τον χωρισμό μου, με τις οποίες και παντρεύτηκα, και με τις 2. Τώρα αν θες να συνεχίσουμε με αυτό τίποτε, έτσι, χοντρικά, λέμε, αν όχι.
Πείτε μας μερικά πράγματα.
Η τελευταία μου γυναίκα ήταν η πρώτη που είχα κάνει σχέση μαζί της, όταν είχα χωρίσει με την Κάτια. Είναι στις 2 Μάη του ‘82, γιατί τον Μάρτη του ‘82 έχει πάρει μετάθεση η Κάτια από Πάτρα και έχει φύγει για την Αθήνα. Εγώ με την Κική γνωριζόμαστε από το μαγαζί, ήταν παντρεμένη τότε, είχε 2 αγόρια, ερχόταν και ψώνιζε βιβλία, και οργανώνει τότε το κόμμα μια εκδρομή για τη Μακρόνησο. Και από την Πάτρα 1 ή 2 λεωφορεία, δεν θυμάμαι. Και μέσα σ’ αυτά είμαι κι εγώ, είναι η Κική, είναι η Γεωργία η Χανουμίδη, ήταν τότε και αντιδήμαρχος, και άλλη μια συντρόφισσα. Πήραμε από το Λαύριο εκεί πέρα που περνάγαν απέναντι τα καράβια, με το αυτοκίνητο, με το λεωφορείο, περάσαμε απέναντι. Αλλά στον δρόμο που πηγαίναμε εγώ καθόμουν με τη Γεωργία -όχι, με ποιον... με κάποιον καθόμουνα, ναι, με τη Γεωργία- και η Κική στο... 1-2 καθίσματα πιο πίσω με την Αλέκα. Οπότε σηκώνεται κάποια στιγμή και λέει της Γεωργίας: «Δεν έρχεσαι να κάτσεις πίσω με την Αλέκα που κοιμάται, να πω καμιά κουβέντα με τον Μανώλη;» Αλλάξανε θέση, πιάσαμε τη συζήτηση ήτανε και πολύ μπρου-μπρου-μπρου ασταμάτητη στην κουβέντα -θα το τελειώσουμε όποτε θέλεις να μην- και καθίσαμε. Έχω και φωτογραφίες από κει, δεν ξέρω αν τις είδες, από το χώρο της Μακρονήσου και λοιπά. Πήγαμε, είδαμε κάτω: «Πάμε -μου λέει- να ανεβούμε απάνω», ανεβήκαμε στην κορυφή που βλέπαμε την πίσω πλαγιά που τους πετάγανε από κει στη θάλασσα. Γυρίζοντας, λοιπόν, ξανακαθίσαμε μαζί. Και άρχισε να μου διηγείται διάφορα και από τη ζωή της, από τον άντρα της, από τον πατέρα της, τις ιστορίες τις δικές της. Όταν γυρίσαμε, λοιπόν, περάσανε κάνα τεσσάρι μέρες, πέντε, χτυπάει ένα τηλέφωνο και μου λέει: «Σε θέλω, έχω ένα πρόβλημα». Έτσι, θα το πω εν τάχει τώρα. Λέω: «Να βρεθούμε, πού θέλεις;» Κλείνουμε ένα ραντεβού από κάτου στην πλατεία, πάω πρώτος εγώ, περίμενα, έρχεται σε λίγο, ανεβαίνει λέω: «Για κάτσε, πες μου τι έχεις αν μπορώ να βοηθήσω». Έτσι, στα ίσα: «Ξέρεις -μου λέει- είμαι ερωτευμένη μαζί σου, νιώθω σαν να είμαι 16, 15 χρονών». Από κει ξεκίνησε αυτή. Στη συνέχεια επέμενε να κάνουμε σχέσεις, φτιάξαμε, γίνονται τα γεγονότα, μετά αργότερα στην Πάτρα με τη διάσπαση του κόμματος, αυτή πήγε με αυτούς που φύγανε, εγώ έμεινα, χωρίσαμε, στο διάστημα αυτό που είμαστε χωρισμένοι γίνεται μια άλλη εκδρομή από τη δεύτερη μου γυναίκα που παντρεύτηκα, με μια άλλη συντρόφισσα που πήγαμε κάτω στη... όχι στη Στούπα, στη Φοινικούντα, και γυρίσαμε. Και με τη δεύτερη γυναίκα παντρεύτηκα, είχα χωρίσει ήδη με την Κική, το είχαμε σκορπίσει, και μετά ξανασμίξαμε, χωρισμένη εκείνη και εγώ μετά χώρισα με τη Χρύσα και ξανάσμιξα με την Κική. Εμείναμε κάμποσα χρόνια μαζί μέχρι που το ‘90... το 2007, μου λέει: «Χωρίζουμε» και χωρίσαμε. Τώρα για ποιους λόγους είναι άλλη ιστορία, δεν υπάρχει λόγος να το πω. Αυτά σχετικά με τους γάμους. Όταν όμως έφυγε η Κάτια και πήγε στη Αθήνα είχαμε αποκαταστήσει δικαστικά επικοινωνία. Κάθε 15 μέρες Παρασκευή τον έφερνε στην Πάτρα και την Κυριακή το απόγευμα τον πήγαινα εγώ στην Αθήνα.
Ωραία.
Και τα καλοκαίρια και τις γιορτές, μοιράζαμε το καλοκαίρι, έναν μήνα μαζί μου και Χριστούγεννα και Πάσχα, μία βδομάδα ο ένας, μία βδομάδα ο άλλος. Και αυτό για χρόνια.
Ωραία. Θέλετε να μας πείτε με τη γνωριμία σας με τον Αλεξέι Λεόνοφ-
Ο Διονύσης ο Γεωργάτος ήτανε, το θυμήθηκα, μου άναψε το λαμπάκι μου, ο σύντροφος. Φοβερός, είναι αυτός που είχε πει ότι: «Όση εντιμότητα και να ‘χει ο Διονύσης ο Γεωργάτος, το κόμμα πρέπει να πάρει μέτρα για να μην του επιτρέπεται να απλώσει, να ακουμπήσει κάτι το χέρι του». Φοβερός. Ναι, ήταν από τους καλύτερους σύντροφους που είχα γνωρίσει. Ήταν μέλος του πολιτικού γραφείου τότε. Τον Τζολάκη είχα γνωρίσει, τον Δημήτρη τον Σάρλη, φοβερός καθοδηγητής, τον... όχι τον Γλέζο. Ναι, καλά, τον Γλέζο τον άλλονε... τον Βασίλη τον Εφραιμίδη που ήτανε στο κόμμα. Απ’ αυτούς.
Για πείτε μας για πείτε μας για τη γνωριμία σας με τον κοσμοναύτη Αλεξέι Λεόνοφ.
Ωχ. Είν[02:10:00]αι... και τώρα που το κουβεντιάζουμε είναι συγκλονιστικό, δηλαδή νιώθω την ίδια ένταση, την ίδια ψυχολογική κατάσταση. Έχουμε φτιάξει το βιβλιοπωλείο και εγώ ανέβαινα κάθε τόσο πάνω, πέρναγα από τη Σύγχρονη Εποχή εκεί από τον Μπάμπη που ήταν υπεύθυνος, έπαιρνα από κει κάποια βιβλία που τα μαζεύανε εκεί πέρα και ανεβοκατέβαινα, όποτε χρειαζότανε. Μια φορά, κάπου κει, ήτανε το ‘82, ‘84, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε. Μπαίνω μέσα, το βιβλιοπωλείο ήτανε στην Ακαδημίας, απέναντι από το... από τη Ζωοδόχου Πηγής, εκεί που πηγαίνανε και πετάγανε μπόμπες και σπάγαν τα τζάμια 2 φορές τη βδομάδα. Ταμίας τότε στο βιβλιοπωλείο ήταν μια συντρόφισσα, από τη Βόνιτσα η καταγωγή της, και αν δεν κάνω λάθος, μου άναψε ένα λαμπάκι αυτές τις μέρες, ότι τη λέγανε Αγγελική. Όταν μπήκα μέσα βλέπω κι έναν άνθρωπο μ’ ένα σακάκι, κοντό θα τον έλεγα, έτσι, όχι ψηλόνε, αλλά, εν πάση περιπτώσει, μέτριο, να το πω, ανάστημα. Και μου λέει, μου κάνει νόημα η Αγγελική: «Έλα -μου λέει- να σου γνωρίσω». Της λέω: «Ποιον να μου γνωρίσεις;» Μου λέει: «Ξέρεις ποιος είναι;» Λέω: «Δεν ξέρω». «Είναι -μου λέει- ο Αλεξέι Λεόνοφ, ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε στο διάστημα, ο κοσμοναύτης». Το ‘65, νομίζω, είχε γίνει αυτό, μετά απ’ το πέταγμα του Γκαγκάριν το ‘61. Εγώ μόλις άκουσα, έτσι, κάγκελο. Ήρθε με σύστησε, είπε: «Ο σύντροφος ο Μανώλης». Είχε έρθει τότε στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του ΚΚΕ, να ‘ρθει να επισκεφθεί την Ελλάδα και το κόμμα. Όταν μου ‘πε έτσι, κοπήκανε τα πόδια μου, δέθηκε η γλώσσα μου, άρχισε η καρδιά μου να βροντάει ντούμπου-ντούμπου-ντούμπου. Τώρα να έχεις μπροστά σου αυτόν τον άνθρωπο και μου λέει, Αγγελική θα την λέω τώρα και ας έχω κάνει λάθος, θα τηλεφωνηθώ να το διορθώσω. «Έλα -μου λέει- να σου δώσω ένα βιβλίο να σου βάλει μια αφιέρωση». Εγώ από το σοκ, από το τρακ, από τη συγκίνηση δεν τόλμησα να το πάρω και να του πω: «Βάλε μια αυτή εδώ πέρα -πώς το λένε- μια αφιέρωση». Και έτσι έχασα αυτή την ευκαιρία. Και φαντάζομαι σήμερα και λέω: «Σκέψου να είχες, Μανώλη, την υπογραφή αυτού του ανθρώπου σε αυτό το βιβλίο στα χέρια σου», ήταν συγκλονιστικό. Τώρα έχω μετανιώσει βέβαια γι’ αυτό το πράμα, αλλά, εντάξει, πάει, πέρασε. Έτσι έγινε, βέβαια. Πολύ δύσκολη στιγμή και έτσι ξαφνικά. Γιατί ήξερα, είχα διαβάσει, γιατί παρακολουθούσα συνεχώς την ενημέρωση και, όπως σου είχα πει, με τον Ριζοσπάστη απ’ τότε που επανακυκλοφόρησε 25 Σεπτέμβρη του ‘74, δεν έχω σταματήσει να τον διαβάζω κάθε μέρα.
Λόγω της δουλειάς σας ως ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου-
Ναι.
Είχατε βρεθεί στην Κύπρο σε μια έκθεση βιβλίου, όπου μάλιστα βρεθήκατε και στα φυλακισμένα μνήματα. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Θα σου πω. Στο διάστημα που είχα το βιβλιοπωλείο ήμουνα ενεργός συνδικαλιστής στην Πάτρα, ήμουνα και στον σύλλογο, στον εμπορικό σύλλογο της Πάτρας και στον σύλλογο βιβλιοπωλών της Πάτρας. Στον εμπορικό σύλλογο της Πάτρας είχα γίνει κάποια περίοδο -πώς το λένε- το κλισέ, έτσι έλεγε ένας Νεοδημοκράτης μαγαζάτορας. «Περίμενα να ακούσω εσένα για να φύγω». Την πρώτη φορά που μπήκαμε εκεί μέσα -και θα επανέλθω για την Κύπρο- πήγαμε να φάμε ξύλο, είμαστε 2 άνθρωποι εκεί μέσα, 2 σύντροφοι, 400 άλλοι Νεοδημοκράτες και κανά 2-3 Πασοκατζήδες που μουδιασμένοι ακόμα δεν είχανε ακόμα βγει. Και ευτυχώς μπήκαμε άλλοι 2-3 σύντροφοι στη μέση που ήτανε και παιδαράδες, ο ένας από την οργάνωση -εν πάση περιπτώσει θα τον θυμηθώ-, που σκοτώθηκε, ο Αργυράτος ο Δημήτρης, και μας γλίτωσαν. Μετά από τον σύλλογο των βιβλιοπωλών έχω εκλεγεί στο διοικητικό συμβούλιο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτοβιβλιοχαρτοπωλών Ελλάδας, στην Αθήνα. Ήτανε ο Φουντουκίδης, ήταν ένας Νεοδημοκράτης από τον Πειραιά -πώς τον λέγανε, δεν μπορώ να τον θυμηθώ τώρα- ένας άλλος δικός μας από τη Θεσσαλονίκη, ο Παπαδόπουλος, εν πάση περιπτώσει, και το 1990-1991, όχι, πρέπει να ‘τανε ή ‘91 ή ‘92. Εγώ δεν είμαι σε αυτό το συμβούλιο, γιατί τότε είχα κάνει και την αίτηση στο πρωτοδικείο να μου χορηγήσουνε άδεια για εκποίηση, είχα αποφασίσει να το κλείσω πια το μαγαζί, είχα μπει στη διαδικασία με τη σύνταξη, είχαν περάσει 12 χρόνια, και δεν έχω πάει πάνου και αποφασίζουνε στο διοικητικό συμβούλιο, επειδή τότε θα διοργανώναμε μια έκθεση βιβλίου στη Λευκωσία σε συνεργασία με το τμήμα του υπουργείου Πολιτισμού της Κύπρου για τα βιβλία. Και αποφασίζουνε λοιπόν, όποιος θέλει από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να πάει, η ομοσπονδία θα βάλει το ξενοδοχείο και να πληρώσουν τα έξοδά τους. Και έτσι ξεκινήσαμε και πήγα μαζί με τη γυναίκα μου και βρεθήκαμε στη Λευκωσία. Και εκείνο που μου ‘κανε εντύπωση για πρώτη φορά όταν πετάγαμε από πάνου, οι δρόμοι που φαινόσαντε σε όλη την Κύπρο από πάνω, και στα βουνά και παντού. Μείναμε σε ένα πολύ ωραίο, μεγάλο ξενοδοχείο, εγώ πρώτη φορά είχα ξαναδεί τέτοιο, εν πάση περιπτώσει εκεί κάτω είναι η αδερφή ενός σύντροφου από την Πάτρα που τον είχα εγώ στην οργάνωση, είχε παντρευτεί εκεί από το 1958-1959, αυτός ήτανε δάσκαλος, ο Μιχάλης ο Τοουλάκος. Και ήτανε και η... όχι Αμαλία, πώς τη λένε τη γυναίκα του, εν πάση περιπτώσει, θα τη θυμηθώ. Και μας δίνει ο Μήτσος, ο σύντροφος το τηλέφωνο του, τους πήρε κι αυτούς ότι θα έρθει ο Μανώλης με τη γυναίκα του να βρεθείτε. Και παίρνουμε τηλέφωνο, συναντηθήκαμε με αυτόν τον άνθρωπο, με το δάσκαλο και με τη γυναίκα του, δεν μπορώ να θυμηθώ, θα τη βρω όμως σιγά σιγά, όχι Αθηνά... Ευγενία, με τη Ευγενία. Μας υποδέχτηκε με χαρά στο σπίτι του, κουβέντες από δω από κει, να μας ξεναγήσει και λοιπά. Πήγα εγώ πρώτη φορά εκεί στο χώρο που θα γινόταν η έκθεση, ήταν κάτι παλιά οικήματα, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς τα λέγανε τώρα, στο παλιό κομμάτι της Λευκωσίας, στην παλιά πόλη, έτσι τη λέγανε. Και με τον Μιχάλη άρχισε να μας ξεναγεί. Και μας πάει μια μέρα στα φυλακισμένα μνήματα. Ήταν φυλακές, στρατόπεδο, φραγμένο και μέσα εκεί ήτανε τα μνήματα από πάνω από τα οποία είχανε εκτελέσει οι Εγγλέζοι 13 Κύπριους πατριώτες διά απαγχονισμού τότε. Ένας από αυτούς ήταν ο Καραολής και ο Δημητρίου, που τους είχαν εκτελέσει το ‘56 ή ‘57, και τότε είχα πάρει μέρος εδώ σαν μαθητής της Β΄ Γυμνασίου σε διαδήλωση που κάναμε γι’ αυτά τα γεγονότα. Δεκατρία μνήματα εκεί μέσα, πότε εκτελέστηκε ο καθένας, πότε κρεμάστηκε ο καθένας, και την ώρα που πηγαίναμε για τα μνήματα ερχόταν ένας άνθρωπος με τα πόδια. Και μου λέει ο Μιχάλης: «Ξέρεις ποιος είναι αυτός που έρχεται;» Του λέω: «Πού να τον ξέρω;» «Αυτός -μου λέει- είναι ο Νίκος ο Σαμψών, ο φασίστας που τον στήσανε μετά πρόεδρο στην Κύπρο μετά την απόπειρα για τη δολοφονία του Μακάριου», και κυκλοφορούσε εκεί μέσα αλλά λεύτερος, απλά ήτανε περιορισμένος. Και έτσι γνώρισα και τον Σαμψών και είδα μέσα τα μνήματα, τους τάφους, γιατί μας πήγανε, οι κρεμάλες ήταν ακόμα από πάνω, οι αγχόνες. Και από κει μας πήγε και στην Τούμπα -Τούμπα ή πώς το λέγανε- στον λόφο, που είχανε τα ονόματα όλων των Ελλήνων που είχαν σκοτωθεί στο πραξικόπημα με τους Τούρκους. Και πήγα εκεί α[02:20:00]κόμα παραπάνω για ένα λόγο, επειδή ήταν ένα παιδί από το Μετόχι, εδώ, της Αχαΐας, που με τον πατέρα του ήμασταν και φίλοι. Είχε πάει φαντάρος κει κάτου, είχε σκοτωθεί και είχανε αφήσει εκεί το μνήμα του, ας πούμε με το όνομά του, Αλεξανδρόπουλος νομίζω ήτανε το όνομά του, δεν το θυμάμαι τώρα. Και από κει μας πήγε σε ένα συγκλονιστικό αξιοθέατο, στη Μονή, πώς τη λέγανε, εκεί που οι Εγγλέζοι στρίμωξαν τον Αυξεντίου, τον Γρηγόρη, μέσα στην τρύπα, στη σπηλιά εκεί που ήτανε και από κάτω ήτανε η εκκλησία, μια εκκλησία, δεν θυμάμαι πώς τη λέγανε, συνώνυμη δηλαδή, ποιος ναός. Και τον είχαν στριμώξει εκεί μέσα με κανά 2 άλλους δικούς του από ό,τι θυμάμαι, τους έδιωξε και έμεινε μόνος του. Γιατί δεν μπορούσαν να τον πιάσουνε, είχε ακόμα πολεμοφόδια και όπλα και είχανε μαζευτεί πολλοί Εγγλέζοι από κάτου. Και στο τέλος του βάλανε φωτιά, ρίξανε φωτιά μέσα, και έτσι τον καθάρισαν, τον Γρηγόρη τον Αυξεντίου. Αυτά σε σχέση με την Κύπρο. Εκάναμε την εκδήλωση, είχε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία η έκθεση, περάσαμε πολύ ωραία, η Κύπρος ήτανε πολύ φτηνή τότε, πάρα πολύ φτηνή, και ο κόσμος πολύ άνετος. Μας γύρισε ο Μιχάλης και σε ένα κέντρο διασκέδασης, ωραίο κυριλάτο, είχαμε -πώς το λέγαμε- είχε τον εκδοτικό οίκο τον Οδυσσέα στην Αθήνα, ήταν ο αρχηγός της αποστολής μας, και πήγαμε σε ένα... Ζούγκλα το λέγανε νομίζω, Ζούγκλα, σε ένα μαγαζί, είμαστε όλοι από την Ελλάδα που είχαμε πάει από το διοικητικό συμβούλιο και όσοι εργάστηκαν και από την Κύπρο που είχαμε εκεί 2-3 στους... στα βιβλία. Και πρώτη φορά είδα να καθόμαστε εκεί και να έρχεται το μαγαζί και να σου φέρνει, να σου φέρνει πιάτα, να φέρνει πιάτα, να φέρνει πιάτα, χωρίς να ρωτάς, χωρίς να ζητάς. Μόνο στο τέλος αν σου θυμότανε κάτι και το ζήταγες, το είχε και σ‘ το φέρνανε. Και είχαμε περάσει πάρα πολύ ωραία εκεί μέσα. Αυτά σε σχέση με την Κύπρο, καθίσαμε είχαμε πάει Μεγάλη Βδομάδα, πήγαμε τη Μεγάλη Πέμπτη νομίζω και μείναμε μέχρι την Τρίτη μετά από την Ανάσταση, μετά από το Πάσχα.
Μου είπατε ότι είχατε και ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Τι θυμάστε από εκείνη τη μέρα;
Μπορείς να το ξεχάσεις αυτό; Δεν ξεχνιέται. Έχω έρθει από την Πάτρα εδώ, γιατί κατεβαίναμε τακτικότατα εδώ στη Βάρδα. Είχα φτιάξει ήδη το σπίτι εδώ, όχι όπως είναι τώρα με τον χώρο του. Ήμουνα με τη δεύτερή μου γυναίκα και με τον γιο μου, και ήτανε ανήμερα στις εκλογές. Τώρα το ‘90 ήτανε, το ‘90 πρέπει να ‘τανε. Υποψήφιος βουλευτής στην Πάτρα, βουλευτής λέω, και για βουλευτής, ήταν ο Πάνος ο Κοσσιώνης ο συγχωρεμένος, ο σύντροφος ο γιατρός, και για υποψήφιος δήμαρχος της Πάτρας και αφού καθίσαμε εδώ λέμε: «Πάμε να φύγουμε -τους λέω- να πάμε στην Πάτρα να ακούσουμε και τα αποτελέσματα της Πάτρας για τον σύντροφο τον Παναγιώτη, μάλλον δημοτικές ήσαντε. Και πηγαίνοντας εκεί σε μια στροφή στον Πλάτανο, από ό,τι έμαθα εκ των υστέρων, ο δρόμος ήτανε από λάδια, είχε γίνει την προηγούμενη μέρα κάποιο τροχαίο και είχαν χυθεί λάδια. Είχε περάσει βέβαια η τροχαία, είχε κάνει ό,τι χρειαζότανε, αλλά επειδή ήτανε Οκτώβρης μήνας, από ό,τι θυμάμαι, από τη δροσιά που ρίχνει το βράδυ είχε γίνει γλίτσα εκεί. Παίρνω εγώ τη στροφή, ήμουνα με το αυτοκίνητο της Χρύσας, ένα Peugeot 107, εγώ και η γυναίκα μπροστά και το παιδί πίσω, ο Άρης. Και κάνει ένα φευγιό το αμάξι να πάμε από κάτω, γιατί ο δρόμος ήταν από κάτω, δίπλα ήταν η σιδηροδρομική γραμμή και ήταν πιο χαμηλά, και κάνω μια στραβοτιμονιά, το μαζεύω δεξιά και πάω και χτυπάω σε ένα τοιχίο που είχανε δίπλα από τον δρόμο, με την μπροστινή μύτη και έρχεται το πλαϊνό αυτοκίνητο καπάκι. Από πάνω οι ρόδες, από κάτω εμείς. Βγήκαμε από το μπαμπρίζ μπροστά που είχε σπάσει, έχεις αρχίσει και κρυώνεις λίγο μήπως;
Όχι, όχι.
Και αρχίζω, πώς το λέμε, αναρωτιέμαι αμέσως για το παιδί πίσω και φωνάζω: «Άρη, Άρη, Άρη μου». Αυτά τα 3 λεπτά μέχρι να ακούσω τη ζωή του, μου ‘φυγε η ζωή. Και πετάγεται το παιδί και λέει: «Μπαμπά, εδώ είμαι». «Πώς είσαι;» «Καλά». Το βγάλαμε το παιδί έξω από το σπασμένο μπαμπρίζ, να τρέχουνε αίματα, είχε ανοίξει το δέρμα του στο κεφάλι, είχε φτιάξει ένα λάμδα κεφαλαίο, η πέτσα του, το δέρμα του να ‘χει γυρίσει κάτω και να του ‘χουνε βάλει μετά στο νοσοκομείο 12 ράμματα απ’ τη μία μεριά, 12 απ’ την άλλη. Βγαίνω μπροστά, ερχόνταν 2 αυτοκίνητα πίσω, εγώ χτυπημένος, αλλά δεν καταλάβαινα, γιατί ήμουν ακόμα ζεστός, κάνω σήμα, κόβει το ένα, περνάει, ήτανε μια Mercedes μεγάλη και μετά ερχότανε νομίζω ήταν αγροτικό και αυτό ντελαπάρει και βγαίνει απ’ όξω απ’ τον δρόμο και πάει από κάτου προς τις γραμμές, δεν ξέρω τι απογίναν αυτοί οι άνθρωποι μετά. Εν πάση περιπτώσει, από κει φύγανε, νοσοκομείο στην Πάτρα, η γυναίκα μου φασκιωμένη στον λαιμό, γιατί είχε εδώ πέρα κάταγμα... θλάση στον σβέρκο και μένα έχει σχιστεί η κλείδα στο αριστερό εδώ μέρος, έτσι και έχω και 3 παΐδια σπασμένα που δεν παίρνουνε τίποτα εκεί, όποτε κλείσουν μόνα τους. Αυτό ήτανε, πέρασα 12... 19 μέρες στον καναπέ με τα πόδια τεντωμένα σε μια άλλη πολυθρόνα, μαξιλάρια από δω, μαξιλάρια από κει, ο πόνος και το βογγητό στα πλευρά δεν περιγράφεται. Ε, αυτά. Το παιδί συνήρθε σιγά σιγά, το ξεπεράσαμε και αυτό. Ήρθαν οι δικοί μου τρέξανε, ο Χαρίλαος και ο Μιχάλης, και συνεχίσαμε. Το είχα το παιδί κάτω τότε ήταν Σαββατοκύριακο που το είχα πάρει, κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς ήταν τώρα, γιατί παν και τόσα χρόνια, 30 τόσα χρόνια. Δεν ξέρω αν έχω ξεχάσει κάτι σοβαρό, κάτι πιο σημαντικό.
Είχα πάει και γαμήλιο ταξίδι στην Σουηδία, αν θες να πούμε κάτι γι’ αυτό. Έχω κάνει τον τελευταίο μου γάμο, με την Κική, τον Νοέμβρη του ‘99. Έχω έναν ξάδερφο που ήτανε στρατιωτικός, μετά από 16 χρόνια τον διώχνει η Δικτατορία το ‘68, για δημοκράτη, και μετά από κάποιες διαδικασίες από κανά 2 χρόνια τα καταφέρνει και φεύγει για τη Σουηδία. Ήτανε λοχίας, κάτι τέτοιο τότε στον στρατό. Έμεινε ο Κώστας εκεί πέρα όλα αυτά τα χρόνια, προσαρμόστηκε, του βρήκαν δουλειά, έπιασε και λοιπά και δούλευε στο τέλος στη SAS, σκανδιναβική αεροπορική εταιρεία. Και κανονίζουμε και πάμε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά με την Κική στη Σουηδία. Ήτανε τότε το millennium πώς το λέγανε, που θα μπαίναμε στον 20ο, πώς το λένε, στο 2000, και πήγαμε και μείναμε 15 μέρες. Ήταν η γιορτή των Νερών και των Φώτων, έτσι το λένε, εκεί την Παραμονή γεμίζει ο τόπος από βεγγαλικά, θολώνει ο ουρανός από κάπνα και γιορτάζανε πάρα πάρα πολύ. Εκεί μείναμε 15 μέρες, μας φιλοξένησε ο ξάδερφος, γυρίσαμε πολλά μέρη. Ο σταθμός του τρένου ήταν απ’ έξω από την πολυκατοικία που έμενε και εκεί μου ΄κανε εντύπωση, στην πολυκατοικία τα αυτοκίνητα, τα Ι.Χ., μπαίνανε από κάτω, ήταν ένα ισόγειο σε όλη την πολυκατοικία. Είχε τρεις εισόδους, γιατί ήτανε μεγάλη, πολλά τα διαμερίσματα, είχε τρεις εισόδους για την πολυκατοικία. Και κει πρωτοείδα την κατασκευή που είχανε με αγωγούς από τα διαμερίσματα που έριχνες μέσα και πηγαίνανε τα σκουπίδια από κάτω σε κάδους μέσα εκεί στο υπόγειο, που ήσαντε και τα αυτοκίνητα. Απ’ όξω είχανε άλλα από την πόρτα που τα αφήνανε και τα ΄ριχνες, είχανε ξεχωριστό δηλαδή για τα φαγώσιμα, κάτι άλλα για την ανακύκλωση και έμπαινε το φορτηγό... το σκουπιδιάρικο από κάτω και έπαιρνε τα σκουπίδια από μέσα, δηλαδή δεν κυκλοφορούσε σκουπίδι έξω. Όλη αυτή την εποχή το χιόνι μονίμως, το τρένο, ο σταθμός, από κάτω, είχε ένα αυλάκι, ένα ποταμάκι εκεί, γεμάτο από [02:30:00]πάπιες μέσα και τέτοια που εδώ θα τα είχανε σκοτώσει όλα. Σκάλα στο σταθμό που ανέβαινες και ασανσέρ που ανέβαινε για τα άτομα που δεν μπορούσαν να περπατήσουνε. Ήτανε γύρω η πόλη του καμιά τριανταριά χιλιόμετρα από τη Στοκχόλμη μέσα. Με τον Κώστα γυρίσαμε διάφορα, πήγαμε στο Κάγκνες, εκεί σ‘ ένα ψηλό κτίριο, 150 μέτρα από κει πάνω που αγναντεύαμε και έβλεπες 50 χιλιόμετρα μακριά. Πήγαμε σε μια εκκλησία, δεν θυμάμαι τώρα, κάτι σημαντικό είχε, έχει κολλήσει το μυαλό μου δεν μπορώ να θυμηθώ το γιατί, εκεί σε αυτή την εκκλησία. Επήγαμε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που είχε εκεί μέσα ένα μαμούθ και άλλα πράματα, ζώα και λοιπά, πήγαμε στο Μουσείο Θερμών Ζώων, ζώα από τις αφρικανικές χώρες, κάτι τέτοιο, και εκεί είχα δει το μικρότερο πιθηκάκι που ήτανε... ήτανε δεν ήτανε όσο ένα ποτήρι του νερού. Σε ένα μεγάλο πάρκο που ήταν όλο παγωμένο που πήγαμε μέσα και είδαμε την αρκούδα, ένα μικρό αρκουδάκι να κάνει τούμπα και τσουλήθρα εκεί στο χιόνι. Πήγαμε στο Μουσείο των Βορείων Χωρών που απ’ έξω είχανε ένα χριστουγεννιάτικο τέτοιο με χιόνι φτιαγμένο, και σε ένα χωριό, στο χωριό των Βίκινγκς, τώρα το θυμήθηκα, που ήταν παγωμένο, μια λίμνη που είχε εκεί. Πήγαμε σε ένα μαγαζί να φάμε, καλό, ήτανε Γιουγκοσλάβος αυτός που το είχε, και έξω σε αυτό το χωριό εκεί των Βίκινγκς, ήταν το χωριό των Βίκινγκς αυτό, είχαν ένα πλάτωμα με πλάκες και κεριά από μνήματα, νεκροταφείο δηλαδή, και στο καθένα έγραφε το όνομά του απάνου. Και εκεί όπως κάνουμε βόλτα βλέπουμε ξαφνικά ένα ζευγάρι, έναν άντρα και μια γυναίκα και ένα παιδί. Ο άντρας φόραγε ένα τζάκετ και μου λέει ο ξάδερφος: «Βλέπεις -μου λέει- αυτό το ζευγάρι;» Και του λέω: «Ναι, Κώστα». «Ξέρεις ποιος είναι;» Του λέω: «Πού να ξέρω;» «Είναι ο υπουργός Άμυνας της Σουηδίας», μου λέει. Χωρίς παράτες, χωρίς σωματοφύλακες, χωρίς τίποτα. Και πήγαμε και στο σημείο που ακόμα βάνανε εκεί πέρα κερί, το σημείο που είχε δολοφονηθεί ο Πάλμε, εκεί πέρα. Κάτι κι άλλο δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Α, και μια υπουργίνα, που είχε βγει, κάτι είχε γίνει τότε, δεν το θυμάμαι, μωρέ Αντρέα μου. Κάποιο επεισόδιο, κάτι, κάποιος είχε σκοτωθεί, κάτι, και είχε πάει αυτή εκεί πέρα, η υπουργός, και καθότανε εκεί πέρα μαζί με τον κόσμο, δεν το θυμάμαι, είναι μπερδεμένο, δεν μπορώ να πω τώρα, έχω... παθαίνω και λίγο διαλείψεις πού και πού. Λοιπόν, ναι. Αυτά σε σχέση με τη Σουηδία. Και μας πήγε ο Κώστας στο αεροδρόμιο που δούλευε, γιατί είχε γίνει πια και προϊστάμενος, είχε τμήμα δικό του και μας μπάζει μέσα στο θάλαμο της προσομοίωσης. Ήταν ένας φίλος του πιλότος και μας έβαλε μέσα και έβαλε στην οθόνη μπροστά την προσομοίωση με αεροπλάνα που φεύγανε που ‘ρχόσαντε, εγώ εκεί επειδή με έπιανε και λίγο ο ίλιγγος, τα χρειάστηκα λίγο, γιατί ζαλίστηκα, είδαμε και αυτό. Τώρα, άλλο από τη Σουηδία δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα δεν μου ‘ρχεται μπορεί να... ‘ντάξει.
Από ό,τι είδα έχετε μια μεγάλη συλλογή από πετρώματα.
Ναι. Αυτά, επειδή μ’ άρεσε, γιατί κάποια χρόνια που δούλευα στην CARRON, όταν έκανε τα αρδευτικά του Πηνειού, έχω δουλέψει εκεί σε τοπογράφο κοντά, με τη σταδία, που φτιάχναμε τους δρόμους, τα κανάλια, τα λοιπά, όπου περνάγαμε και ήτανε σκαμμένο και υπήρχε χαλικάκι οτιδήποτε έτρεχα και έψαχνα να δω, και μάζευα διάφορα και απέξω από κει και από τον κήπο μου έχω κάποια κομματάκια και από τη θάλασσα ότι κάτι μου ‘κανε εντύπωση. Και δεν σου ‘δειξα να το θυμηθείς, αυτή η πέτρα που ‘ναι έξω στο τραπέζι απάνω είναι από το Κουνουπέλι, την έχω βγάλει. Να τη φωτογραφίσεις, αξίζει τον κόπο, αυτή δεν την έχεις πάρει. Και μάζευα διάφορα που είναι αξιόλογα, ενδιαφέροντα, που δεν τα βλέπεις, άλλα που είναι δημιουργήματα της φύσης, είτε στη στεριά, μερικά απ’ αυτά, και είτε έχω βγάλει από τη θάλασσα ή έχω βρει έξω σε άλλα μέρη τέτοια κομμάτια. Νομίζω αυτά τα ‘χεις δει και έχεις πάρει και κάποιες φωτογραφίες από αυτά που τα θεωρούσες πιο ενδιαφέροντα. Α, και από τη Σουηδία έχω φέρει ένα μικρό αγαλματάκι, ένα Βίκινγκς εκεί πέρα, για δώρο στον γιο μου.
Θέλετε να μας πείτε και για χαυλιόδοντες που είχανε βρεθεί εδώ;
Τα ξεχνάω σιγά σιγά όλα, ναι. Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στο ‘90 αυτό, είχε γίνει μεγάλη φασαρία. Και μαθεύτηκε γύρω γύρω ότι, ξέρεις, βρέθηκαν κάτι οστά στο Μαλίκι, πάνω στο χωριό, τη σημερινή Νεάπολη τη λένε, στο σπίτι του φίλου μου του Θόδωρου του Μάρκου, ο οποίος έχει πεθάνει. «Τι έγινε, πώς έγινε, τι είναι;» «Είναι κάτι χαυλιόδοντες, κάτι μεγάλα τέτοια κόκκαλα». Έγινε σάλος, ειδοποιήθηκε η αρχαιολογική υπηρεσία, ήρθαν τα μαζέψανε και τα πήρανε. Ήταν αρκετά μεγάλα, απ’ τα μεγαλύτερα που έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, γιατί τότε με αφορμή αυτό το περιστατικό γράψανε και πού αλλού έχουν βρεθεί. Ήταν από μαμούθ αυτά. Και υπολόγιζαν ότι ήταν... είχαν πει ότι ήταν 50.000 με 60.000 χρόνια από πριν. Και είχανε γράψει τότε πού αλλού είχανε βρεθεί. Στην Τρίπολη, στη Μεγαλόπολη, κάπου απάνω... στη Λάρισα, στη Ρόδο, τώρα δεν θυμάμαι όλες τις περιοχές. Ήρθαν, τα πήρανε. Αλλά εκ των υστέρων, είχε πει ο Θεόδωρος ότι είχε βρει κάτι κόκκαλα μεγάλα, αλλά τα θεώρησε ότι μπορεί να ‘ναι από καμιά προβατίνα, ξέρεις, από κανά κριάρι, από κανά ζωντανό δικό μας. Και πολύ πιθανόν εκεί να ήταν και κομμάτια ίσως από το κορμί του χαυλιόδοντα. Γιατί εκ των υστέρων, εγώ επειδή γύριζα, τα χωράφια, μ’ αρέσει η βόλτα, πήγαινα για σπαράγγια, για λουλούδια, σε ένα κομμάτι εδώ, πριν από το χωριό αυτό, το Μαλίκι, σε μια πλαγιά, επάταγα απάνω σε κοκκάλες, σε... πώς τα λέμε τούτα δω; Τα κοχύλια! Και κοιτάω και ήτανε παμπάλαια, και μερικά τα μάζεψα απ’ αυτά. Φαίνεται ότι ήτανε την περίοδο που η θάλασσα ήταν εδώ πάνω, ήτανε γεμάτη, ήταν μέχρι εδώ η θάλασσα, πάνω. Και ένα απ’ αυτά το έχω φέρει και πρέπει να ‘χει, δεν ξέρω, μην είναι 300-500 κομμάτια πάνω στ’ άλλο, ένα κοχύλι τέτοιο. Και ο τόπος εκεί είχε πολλά πράγματα. Και θυμάμαι ακόμα -τώρα μου ΄ρθε στο μυαλό, δεν το ‘χουμε πει αυτό- εδώ παραπάνω, ήμουνα εγώ 7-8 χρονών, εσκάβαμε να ανοίξουμε μια πηγάδα τότε, γιατί δεν υπήρχανε νερά από κάποιο σημείο της Βάρδας και πάνω δεν υπήρχαν νερά, ενώ από τη Βάρδα τη μισή και κάτω ήτανε 25-30 βρύσες βγαίναν έξω στον δρόμο τα νερά. Και αφού σκάβαμε και είχε χώμα, όταν βρεις θαλασσινό μπλε άμμο, δεν υπάρχει νερό είναι σίγουρο αυτό και αν υπάρχει δεν θα ‘ναι καθαρό. Και εκεί σκάβοντας ήταν όλο χώμα τέτοιο και βρήκαμε εκεί μέσα ένα κοχύλι με δόντια απ’ έξω, μπλε, και από μέσα πορσελάνινο. Και ήτανε περίπου πιο μικρό απ’ αυτό εδώ. Και το βάναμε εμείς στο παράθυρο που άνοιγε για να μην κλείνει το παραθυρόφυλλο. Δηλαδή και εδώ μέσα θάλασσα. Αυτά με τους χαυλιόδοντες, τους πήρανε, έληξε κει πέρα αυτό, ήταν κάπου το ‘90-‘92 κάπου κει μέσα, όχι πριν το ‘92, γύρω στο ‘90 ήτανε.
Μου είπατε ότι είχατε κάνει μνημόσυνο για τη μητέρα σας στα 50 χρόνια.
Μάλιστα. Όταν ήρθα με την Κική στη Βάρδα, την τελευταία μου γυναίκα, αυτή είχε, εντάξει, λόγω τ[02:40:00]ου, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν έχει σημασία, πήγε κατευθείαν στο νεκροταφείο, στο μνήμα της μάνας μου, σκούπισε, καθάρισε, έκανε, έφτιασε, και αποφασίζουμε το 1998, ήτανε τα 50 χρόνια από τη δολοφονία της μάνας μου, 48 αυτή, 58. Και επειδή ποτέ από την οικογένειά της, τη μάνα της, τα αδέρφια της δεν είχε γίνει ποτέ έτσι μνεία ούτε ένα τρισάγιο τίποτα, είχαμε βέβαια φτιάξει ήδη τον τάφο, γιατί είχε πεθάνει και η γιαγιά μου και την είχαμε θάψει εκεί και είχε πεθάνει και ο Αλέκος, που και αυτός ήτανε θαμμένος εκεί πέρα από το ‘85. Και όταν ήρθα με την Κική δω κάτω αποφασίζουμε να κάνω ένα μνημόσυνο στη μνήμη της μάνας μου. Και έφτιαξα το επικήδειο εκεί και το κάναμε στην εκκλησία εδώ πέρα. Μαζεύτηκε... ήσαντε τουλάχιστον 400 άνθρωποι, η πλειοψηφία τους γυναίκες, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς και ιδιαίτερα τις γυναίκες, όχι δεν την είχαν... όχι δεν την ήξεραν, δεν την είχαν γνωρίσει, ό,τι είχαν ακούσει απ’ τον κόσμο. Και με συγκίνησε φοβερά ο τρόπος αυτός των γυναικών, που δεν ήξεραν καν τι σημαίνει Αγγελική, ερχόσαντε, μου λέγανε: «Συγχαρητήρια», κλαίγανε, ό,τι είχαν ακούσε δηλαδή από τους άλλους για την προσωπικότητα της μάνας μου, τους είχε συγκινήσει τόσο πολύ. Και βέβαια δεν έχουμε πει, και θα το επαναφέρω τώρα, πιστεύω να το καταλάβεις και συ, τι θυμάμαι από την περίοδο με τη μάνα μου. Αυτό το έχουμε πει;
Όχι.
Μπράβο. Εκτός από ό,τι έμαθα μετά, 2-3 πράγματα, έχω κάποιες εικόνες απ’ όταν ήμουνα πάρα πάρα πάρα πολύ μικρός. Θυμάμαι μία σκηνή με τη μάνα μου να κάθεται στην κορφή του τραπεζού και δίπλα να είναι η μάνα της και να με ‘χει εμένα αγκαλιά στα πόδια της, που σημαίνει ότι όταν το ‘48 δολοφονήθηκε εγώ ήμουνα 2,5 χρονών, εκεί πρέπει να ‘μουνα πολύ νωρίτερα ή κάπου εκεί εν πάση περιπτώσει. Αλλά για να μ’ έχει ακόμα στο σπίτι σημαίνει ότι δεν είχε πάει στην Πάτρα, δεν είχε ακόμα παντρευτεί με τον Νικολάκη, πρέπει να ‘μουνα ίσως και λιγότερο από 2,5. Μια δεύτερη σκηνή είναι όταν γινόταν η μάχη της Βάρδας, ήταν τον Φλεβάρη του ‘48. Εγώ από λανθασμένη εντύπωση νόμιζα ότι η μάχη της Βάρδας ήταν το ‘49. Και όταν έκανα το μνημόσυνο, εδώ στο σπίτι μου τώρα έξω στη βεράντα, είχα καλέσει παλιούς Βαρδαίους που την γνώριζαν και λοιπά και κάποιους φίλους μου και είχα ένα τραπέζι μεγάλο και κει απ’ αυτούς κάποιους παλιούς έμαθα ότι η μάχη της Βάρδας είχε γίνει το ‘48, τον Φλεβάρη. Γιατί λέω τώρα για τη μάχη της Βάρδας; Γιατί εκείνη την ημέρα, εκείνη τη βραδιά, θυμάμαι περιστατικό στο σπίτι. Με έχουνε σε ένα δωμάτιο στο σπίτι πάνω, είναι ένα μεγάλο δωμάτιο που είναι η κουζίνα και το τραπέζι και το τζάκι και λοιπά, είναι στο σπίτι μια πρώτη ξαδέρφη της μάνας μου, η οποία είναι άρρωστη, στη γωνία του σπιτιού τους βάζαν τότε, γιατί σφαίρες στη γωνία δεν μπαίνανε, να φυλάγονται, η αδερφή της, η Τρίσω, και η μάνα μου, μαζί με τη γιαγιά μου, και γω να είμαι στο δωμάτιο και να φωνάζω: «Ελάτε πάρτε με ». Φοβόμουνα και φώναζα: «Ελάτε πάρτε με». Και πιθανόν -τώρα κάνω ένα διάλειμμα στη δική μου τη σκέψη, επειδή δεν θυμάμαι τον Αλέκο, τον αδερφό της μάνας μου στο σπίτι εκείνη την ημέρα- πιθανόν τότε να ήτανε που τον είχανε στείλει στην εξορία και έλειπε απ’ το σπίτι, ενώ τη μάνα του, τη γιαγιά μου, την κράτησαν, δεν θυμάμαι, 5 μήνες, 6 μήνες και την απέλυσαν μετά, γιατί δεν έχω στη μνήμη μου την παρουσία του Αλέκου. Φωνάζω λοιπόν εγώ: «Ελάτε πάρτε με, ελάτε πάρτε με». Έρχονται με παίρνουν, με κατεβάζουν κάτω στην κουζίνα, γιατί απ’ το δωμάτιο μεσολαβούσε ένα άλλο κεντρικό, η σάλα να το πούμε και από κει μια πόρτα έβγαζε στην κουζίνα. Και θυμάμαι τη μάνα μου και την ξαδέρφη της, την Τρίσω, που πάνε σε ένα μικρό κουρτινάκι πάνω απ’ τον νεροχύτη που είχε κουρτινάκι με -πώς το λένε- με πανί εκεί πέρα... και το τραβήξαν το πανί, γιατί απέναντι ακριβώς από το σπίτι δεν υπήρχε τίποτα, ήταν όλο δέντρα κει μέσα, δεν είχε γίνει κανένα σπίτι τότε εκεί στη Βάρδα. Ήταν ακριβώς στη γωνία από κάτω το σπίτι του Γκοτζαλά, που ήταν πολυβολείο. Και εκεί μέσα ήτανε κλεισμένοι οι ταγματασφαλίτες, οι συνεργάτες εδώ, οι ντόπιοι, των Γερμανών και τους πολεμούσανε με τους στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού τότε, το ‘48, με τον πόλεμο. Και όταν σηκώσανε το κουρτινάκι ακούω τη γιαγιά μου που φωνάζει: «Κλείστε, μωρή, την κουρτίνα, θα μας σκοτώσουνε». Θυμάμαι αυτή τη φωνή και τη κουβέντα της γιαγιάς μου. Και από κάτω γινότανε η μάχη αυτή, η μάχη της Βάρδας. Εκεί σκοτώθηκε ένας από τους συνεργάτες αυτούς που ‘σαν εκεί μέσα και κάποιος άλλος γλίτωσε, γιατί είχε μπει απάνω στο ταβάνι στο σπίτι του. Και εκεί απ’ έξω είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, το μακαρίτη τον Γκοτζαλά, δεν θυμάμαι πώς το λένε το όνομά του, ήτανε ξυλουργός και είχε κατέβει να πάει στο μαγαζί του, αλλά επειδή ήτανε η ώρα της κυκλοφορίας που δεν επιτρεπότανε και ήταν νωρίς το πρωί, είχε κατέβει νωρίτερα, τον καθάρισαν οι Γερμανοί αυτόν. Και αυτό το πολυβολείο είχε μείνει η πέτρα. Αυτά σε σχέση που θυμάμαι από τη μάνα μου αυτά, προσωπικά, και μια συζήτηση με έναν από τους ανθρώπους που δεν ήρθαν εδώ στο μνημόσυνο στο τραπέζι, που μου είπε: «Να ‘ρθεις να σου πω εγώ για τη μάνα σου ιστορίες». Και δεν πήγα να ακούσω πολλά. Μια φορά μόνο μου είπε το εξής: «Με τους Γερμανούς εδώ είναι σε ένα καφενείο, το λέγαν τότε η Μυροβόλος Άνοιξη του Θανασούλα και ήμουνα -λόγια του Χρήστου του Γραμματσούλια τώρα- ήμουνα με τη μάνα σου, με μια άλλη γυναίκα, ποια είναι η Νίκη του Διαμαντόπουλου και ίσως και κάποιος άλλος. Και κει που πίναμε το καφέ, ούζο, δεν θυμάμαι τις, φωνάζει κάποιος "Έρχονται οι Γερμανοί". Με το έρχονται οι Γερμανοί -μου λέει- εγώ κοκκάλωσα, γιατί είχα ένα παλιομπίστολο στην τσέπη μου, και λέω, "Αν με πιάσουν οι Γερμανοί με το πιστόλι με καθαρίσανε εδώ χάμου". Και εκεί που έχω πανικοβληθεί πετάγεται η μάνα σου και μου λέει, "Φερ’ το εδώ ρε, δωσ’ το μου μένα". Και μου το παίρνει απ’ τα χέρια και πιάνει και το χώνει μες στον κόρφο της, μες στα βυζά της. Και έτσι τη γλίτωσα -μου λέει- από τους Γερμανούς». Αυτή από τον Χρήστο η κουβέντα... Α, και μια άλλη που μου έχει μείνει από τότε, είναι μια κουβέντα, μια χειρονομία της, με μια φιλενάδα της μεγαλύτερή της λίγο, η οποία της έραβε τα ρούχα. Ήταν η Βαγγελιώ του Βόλλα, έτσι λέγαμε. Από το σπίτι μας το δικό της ήταν παραπάνω ένα μικρό καλυβάκι και βλεπόσαντε εδώ μέσα, ήταν όλο μυγδαλιές, αχλαδιές, διάφορα δέντρα. Και έχει πάρει μια καινούρια τσάντα που έχει αγοράσει και έχει πάει στη Βαγγελιώ. Αυτό μου το ‘λεγε η αδερφή της Βαγγελιώς, η Ελένη, η οποία πέθανε 90 χρονών, 91, αλλά μου το ‘χει πει και η ίδια η Βαγγελιώ όσο ζούσε. Πάει, λοιπόν, η μάνα μου εκεί και της λέει: «Κοίτα, Βαγγελιώ τι πήρα, μια τσάντα -της λέει- καινούρια». Κουβέντες της Βαγγελιώς τώρα. «Και γυρίζω και της λέω: "Ρε Αγγελική, μιας και πήρες εσύ την καινούρια τσάντα, δεν μου δίνεις εμένα την παλιά;" Και γυρίζει η μάνα σου και μου είπε: "Εσύ είσαι φιλενάδα μου και σε αγαπάω και αξίζεις κάτι περισσότερο από μια τσάντα". Και φωνάζει την αδερφή μου την Ελένη. "Τράβα και πες στη μάνας μου να ‘ρθει εδώ"». Αυτά είναι τα λόγια της Βαγγελιώς. Έρχεται, λοιπόν η μάνα της εκεί πάνου: «Τι θες, -της λέει- Αγγελική;» Γιατί όλα αυτά που σου ‘χα πει ήταν δικά μας. «Θα κόψεις εδώ 200 πήχες από το χωράφι, από τα οικόπεδα και θα το δώσεις της Βαγγελιώς». Και αντί για μια τσάντα της έδωσε το οικόπεδο και το χωράφι που μετά τους το κάναμε συμβόλαιο ότι είναι αγορασμένο και λοιπά και εμείνανε εκεί. Αυτό ήτανε το άλλο περιστατικό με τη μάνα μου. Δεν ξέρω αν έχουμε κάτι άλλο, που έχουμε ξεχάσει, που μπορούμε.
Να σας ρωτή[02:50:00]σω τώρα εγώ.
Ό,τι θέλεις.
Γενικά τι πατέντες έχετε φτιάξει για να κάνετε πιο εύκολη την καθημερινότητά σας μετά το ατύχημα;
Καταρχήν προσπάθησα να συνηθίσω να κάνω πράγματα που πια ήταν δύσκολα ή αδύνατα για πολλούς άλλους, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Δηλαδή πώς θα προσπαθήσω σιγά σιγά να απεξαρτηθώ απ’ τους γύρω μου. Είτε ήταν αυτοί της οικογένειάς μου, είτε ήταν φίλοι μου, γνωστοί μου και λοιπά. Γιατί μέχρι τότε είχα ανθρώπους. Έβαζα ανθρώπους που εκτός να με ταΐζουνε, να με ποτίζουνε, εδώ μου σκουπίζανε τον πισινό που λέμε, μετά συγχωρήσεως, με γδύνανε, με ντύνανε, δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Είχα αυτή την τάση και αυτή τη διάθεση, γιατί ήθελα να ζήσω, δεν μπορούσα να είμαι μόνιμα εξαρτημένος από άλλους. Οπότε, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αρχίσω σιγά σιγά να δοκιμάζω πράγματα που μπορώ και πρέπει να κάνω. Και ξεκίνησα από κει, άρχισα να πιάνω το ποτήρι, να πίνω μόνος μου, σιγά σιγά να πιάνω το πιρούνι, το κουτάλι, όλα αυτά, τις πρώτες μου κινήσεις που έπρεπε να κάνω. Να τρώω μόνος μου στη συνέχεια, να ντύνομαι μόνος μου, να ξεκουμπώνω τα κουμπιά από το παντελόνι, γιατί τότε είχαμε και κουμπιά το πουκάμισο, συνήθισα πρώτα όλα αυτά τα πράγματα με τα χέρια κομμένα να κάνω. Και μετά όταν προχώρησε παραπέρα, που έπρεπε να γίνουνε και κάποια άλλα που εγώ τα ‘θελα, για να μην τα ζητάω από άλλους ή όταν έβλεπα να γίνεται κάτι από άλλους και να μη γίνεται σωστά, θύμωνα, γιατί είχα μάθει να τα κάνω εγώ. Λοιπόν, οπότε λέω: «Πρέπει, Μανώλη, να μάθεις κι άλλα πράγματα, που να μην τα ζητάς από αλλού». Και έτσι ξεκίνησα και έφτιαξα μια πατέντα για το αυτοκίνητο, γιατί ήτανε για μένα το πιο σημαντικό το αυτοκίνητο, να μπορέσω να λειτουργώ με το αυτοκίνητο χωρίς να χρειάζεται να κινούμαι με το λεωφορείο, με το τρένο, να με πάει ένας φίλος από δω ή από κει. Και σκέφτηκα την πατέντα αυτή, που ήδη έχω τώρα, και την έφερα εδώ σε έναν φίλο που ήτανε μηχανουργός και μου την υλοποίησε ο Μιχάλης και τη βάλαμε πάνω στο τιμόνι, το δαχτυλίδι περιστρεφόμενο, μπαίνει το αριστερό μου χέρι και γυρίζει το τιμόνι γύρω γύρω και με αυτό έδωσα και εξετάσεις για δίπλωμα το... στάσου, 1988, πήρα το δίπλωμα. Μετά, έφτιαξα μια πατέντα είχα από την αρχή από το ίδρυμα το γράψιμο με μια πατέντα που τη φτιάξαμε εκεί μέσα στο ίδρυμα, την οποία την έχασα μετά εκ των υστέρων. Στη συνέχεια, έφτιαξα μια πατέντα... Δεν έκανα πολλές, γιατί δεν χρειάστηκε, πρόχειρες πατέντες, σε μια ψαλίδα μεγάλη που ήθελα να κουρεύω κάποια πράματα, έβαλα λουρίδια από δω και από κει περνάγαν τα χέρια μέσα και τη δούλευα. Με τον ίδιο τρόπο έφτιαξα και μια άλλη πατέντα να φλιτάρω, να ραντίζω τα δέντρα και τα χορταρικά μου και ό,τι άλλο είχα, γιατί είχα πάρει, αντί για ψυκαστήρα, επειδή δεν με βόλευε, γιατί χρειαζόταν 2 χέρια η ψυκαστήρα, ένα να κρατάς το λουλά, που λέμε, και με το άλλο να τρομπάρεις, εμένα δεν με βόλευε. Οπότε αναγκάστηκα και πήρα κάτι τρόμπες που είχαν κυκλοφορήσει, σαν φλίτι, σωληνάκια έτσι το ένα μέσα στο άλλο και εκείνο μάλιστα με εξυπηρετούσε γιατί το πέταγα πιο μακριά και ψηλά το περιεχόμενο. Και σε εκείνο έφτιαξα πάλι 2 λουρίδια, ένα πάνω, ένα κάτω, και φλιτάριζα με αυτό τον τρόπο. Άλλη ιδιαίτερη δεν, γιατί τα υπόλοιπα τα κατάφερα. Κάποτε που ένας γιατρός με ρώτησε και μου ‘πε ότι θα ‘χω σοβαρό πρόβλημα και τα λοιπά, με καλή πρόθεση ο άνθρωπος, γιατί ήθελε να μου πει ότι κάπου είναι ένας που φτιάχνει τεχνητά μέλη. Και του είπα, του λέω: «Γιατρέ, σίγουρα έχω πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα». «Το βλέπω -μου λέει- το καταλαβαίνω». Του λέω: «Λυπάμαι, δεν καταλαβαίνεις τίποτα». «Γιατί - μου λέει;» «Έχω πολύ σοβαρό πρόβλημα -του λέω- στο κέντημα». Μόλις του λέω έτσι έμεινε, δεν ήξερε να γελάσει, τι να κάνει; Του λέω: «Μην... Θα σου εξηγήσω, πραγματικά δεν έχω». Και του εξήγησα και μετά μου είπε για τι με ήθελε. Δηλαδή κατάφερα να δουλεύω με τη σταδία σαν τοπογράφος μηχανικός, κατάφερα τα πράγματα τα προσωπικά μου που έπρεπε να κάνω, την καρέκλα, το ένα το άλλο, να κινήσω, να μετακομίσω, να σηκώνω βαριά αντικείμενα, να σκάβω, μετά σιγά σιγά να πλένω τα πιάτα μου, να μαγειρεύω, να βάνω πλυντήρια, σκούπα ηλεκτρική, σφουγγάρισμα, σκάψιμο έξω με την αξίνα. Δηλαδή δεν ένιωθα ότι μου λείπουν τα χέρια και δεν νιώθω ότι μου λείπουν τα χέρια. Από κει και πέρα αυτά που χρειάστηκε να κάνω ήταν λίγα, και δεν κατάφερα να κάνω μόνο πράγματα που δεν δοκίμασα να τα κάνω, δηλαδή δεν έχω δοκιμάσει ας πούμε να σιδερώνω ας πούμε τα ρούχα μου, έτσι; Το να βγάνω το πλυντήριο, να τα απλώνω, να τα ξαναμαζεύω αυτό δεν είναι τίποτα να πούμε. Λοιπόν, να δουλεύω τα φωτοτυπικά μηχανήματα, την 740 τη μεγάλη, την άλλη, τη Mita, να γράφω. Δεν υπάρχει κάτι, να ξεφυλλίζω βιβλία, να παίζω τάβλι, να παίζω κολιτσίνα, όλα, όλα, όλα, όλα. Και έτσι δεν ένιωσα να μου λείπουν τα χέρια, γιατί μετά δεν χρειάστηκε, κάποια πράγματα που ήτανε δεν μπορούσα να τα κάνω, δεν μπορούσα δηλαδή να το διακινδυνεύσω, δηλαδή να κουρεύω τα λιγούστρα με μηχανάκι βενζινοκίνητο που θέλει και τα 2 χέρια να το κρατάς, αυτό δεν, φέρνω εργάτες γι’ αυτό, δεν κάθουμαι, γιατί δεν μπορώ πια, ούτε υπάρχει λόγος να το διακινδυνεύσω, αλλά το γκαζόν το κουρεύω με το μηχανάκι το δικό μου, γιατί μπορώ και το πάω και το κάνω εγώ κουμάντο. Είναι πράματα που μπορώ να τα κάνω, αλλά άλλες πατέντες δεν χρειάστηκε, γιατί τα υπόλοιπα τα κάνω όλα, σου είπα, ξεκούμπωνα και κούμπωνα τα κουμπιά απ’ το πουκάμισο που ήτανε ψηλούλια μικρά, του παντελονιού πριν φτιάσουμε τα φερμουάρ, που ήτανε παντελόνια, που ήτανε κουμπιά. Τα παπούτσια μου, να φοράω τις κάλτσες μου, να ντύνομαι, να γδύνομαι, να ξυρίζομαι, μόνος μου, τα πάντα. Μόνο εκείνο που σου είπα, μόνο το κέντημα αντιμετώπισα, γιατί δεν το δοκίμασα. Δεν ξέρω αν έχουμε κάτι άλλο που θέλεις να πούμε.
Έχετε γράψει και ένα ποίημα για τη ζωή σας σε νεαρή ηλικία, θέλετε να μας το απαγγείλετε;
Πρέπει να το πω;
Αν θέλετε.
Εντάξει. Αυτό το συνέλαβα και το σύνθεσα, να το πω έτσι, το 1965, όταν γύρισα από την Αθήνα από το ίδρυμα και πήγα κατευθείαν στη δουλειά μας, εγώ συνέχεια να φορτώνω, να ξεφορτώνω από τα τρακτέρια και τις μηχανές. Ήταν μια περίοδο τότε, γιατί ήμουνα και πολύ κοντά στο ατύχημα, ψυχολογικά δεν ήμουνα, ήμουνα πολύ χάλια, απ’ το γεγονός και μόνο ότι και ήθελα να σπουδάσω και από την άλλη μεριά, σε μια δύσκολη ηλικία ειδικά για τους άντρες, που ένα καθοριστικό στοιχείο ήτανε η σχέση με το άλλο φύλο, όλο αυτό με είχε επηρεάσει το θέμα. Τότε είχα πια αποκαταστήσει πλήρως συνειδησιακά για τη μάνα μου όλη την κατάσταση, όλη την ιστορία, τα γεγονότα και λοιπά, γιατί ζοριζόμουνα και μέσα στο σπίτι. Πώς θα έλεγα τη γιαγιά μου; Ούτε γιαγιά μου ‘ρχοταν να τη φωνάξω ούτε αλλιώς. Πώς; Και άρχισα στην αρχή με ένα μισό «μα», αντί για μαμά, έλεγα «μα». Έφτασα μετά στη σειρά, τα αδέρφια της μάνας μου, Χαρίλαο, Μιχάλη, άλλοι μου λέγανε: «Τι είναι, θείοι σου είναι;» Εγώ έλεγα: «Είναι αδέρφια μου, γιατί όσοι δεν ξέρανε και οι ξένοι, δεν ήξερε κανένας τη σχέση μας. Όλοι και ακόμα τώρα και νομίζουν ότι είμαστε αδέρφια. Τότε είχα και μια αυτή πήγαινα και στο νεκροταφείο, έτσι, γιατί στον τάφο της μάνας μου που ήτανε εκεί πέρα, όχι μαρμάρινη πλάκα εκεί με τη φωτογραφία της απάνου που εκεί είδα το όνομά της που έλεγε Αγγελική Νικολάου Κούλη. Εκεί έτσι έγραφε, δεν έγραφε Ανδρέου. Είχε ταφεί με το όνομα του άντρα της αφού έτσι τη θάψανε, έτσι τη σκοτώσανε. Και συναισθηματικά ήμουνα φορτισμένος και γενικά προσπαθούσα,[03:00:00] είχα χάσει και τα χέρια. Δεν είχα δώσει και ακόμα εξετάσεις να πάρω το απολυτήριο -όχι, το πήρα την ίδια- το απολυτήριο δεν το πήρα, είχα δώσει εξετάσεις. Εν πάση περιπτώσει ήμουνα σε μια κατάσταση δύσκολη ψυχολογικά, συναισθηματικά και εκεί άρχισα να σκέφτομαι πώς θα το εκφράσω αυτό για τη ζωή μου. Στενοχωριόμουνα, γιατί έτσι, τι θα κάνω, πώς είμαι με τους άλλους μια ζωή και άρχισα να φτιάχνω ένα ένα κομματάκι, γιατί δεν το έφτιαξα όλο μαζί. Συμπλήρωνα κάθε τόσο και κάτι που μου ‘ρχοτανε. Και ξεκίνησα και έφτιαξα αυτό το ποίημα, που είναι κάμποσα τετράστιχα, τα οποία δεν τα έχω γράψει ακόμα πουθενά, απλά τα έχω συγκρατήσει με το μυαλό μου. Τώρα αν θες να πούμε μερικά ή ό,τι θέλεις απ’ αυτό μπορώ να σ‘ το διαβάσω. Έλεγε, λοιπόν: Απ’ έξω φως ξεχύνεται μα μέσα μου σκοτάδι. Απ’ έξω λάμπει ο ουρανός μα η ψυχή μου μαύρη. Τριγύρω μου όλοι χαίρονται, γελούν ευτυχισμένα, μα η δική μου η καρδιά ματώνει πονεμένα. Γιατί είχα όνειρα πολλά, που σβήσαν στην αυγή τους και μόνη μου παρηγοριά είναι η θύμησή τους. Είχα μια απέραντη καρδιά, γεμάτη καλοσύνη, την τσάκισαν τα βάσανα, την κάνανε συντρίμμι. Τώρα σε εκείνη την καρδιά έχει φωλιάσει ο πόνος, η πίκρα και ο στεναγμός, γιατί έχω μείνει μόνος. Εδώ δεν το θυμάμαι καλά αυτό το στιχάκι. Και συνεχίζω μετά: Τι και αν τα χείλη μου στεγνά ζητούν δροσοσταλίδες, τι και αν στα μάτια μου θολά χορεύουν ηλιαχτίδες τι και αν τα πόδια τρέμοντας να σηκωθούν γυρεύουν, τι και αν τα χέρια απλώνονται να κρατηθούν παλεύουν. Δεν θα χαθώ, δεν θα χαθώ, όχι, δεν θα λυγίσω, για ένα καινούριο όνειρο θα αναστηθώ, θα ζήσω. Τώρα, αν είναι και ενδιάμεσα και κανά δυο άλλα δεν τα θυμάμαι τώρα, γιατί έχει περάσει και πολύς καιρός, μπορεί κάποια στιγμή να τα θυμηθώ. Αυτό ήτανε, έτσι, με λίγα λόγια το ποίημα, που έβγαζε τη συναισθηματική μου φόρτιση για τη ζωή μου γενικά αυτά τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει.
Μου είπατε επίσης ότι γεννηθήκατε ουσιαστικά 2 φορές: η δεύτερη όταν πάθατε το ατύχημα. Πώς σας άλλαξε σαν χαρακτήρας και τι σας έμαθε για τη ζωή;
Δεν λέω ότι γεννήθηκα, γιορτάζω 2 φορές τα γενέθλιά μου, γιατί τα πρώτα είναι τα φυσικά μου γενέθλια από το ‘45 μέχρι και μετά, όπως τα πέρασα. Μετά όμως από το ατύχημα, από τις 13 Απρίλη του ‘63, εγώ ουσιαστικά ξαναγεννιέμαι σε μια καινούρια ζωή, γιατί αυτό που έζησα από κει και μετά δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο, γιατί το προηγούμενο ήμουνα και ποδοσφαιριστής και αληταράκος και κλέφτης από δω και από κει σε μήλα, σε πορτοκάλια, τα παιδιά της ηλικίας μου, τα όνειρα που είχα κάνει, και μια σειρά άλλα πράγματα. Μετά όμως μπήκα σαν το μωρό που αρχίζει να μπουσουλάει, όταν πρωτογεννιέται. Με αυτή, λοιπόν, την κατάσταση που είχα να αντιμετωπίσω προσαρμόστηκα. Και γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι δεύτερα γενέθλιά μου και δεύτερη ζωή, γιατί πραγματικά, εντελώς άλλο πράγμα από το πώς έζησα τα πρώτα 17,5-18 μου χρόνια. Και η δεύτερη ζωή έχει και αυτή τις διαφοροποιήσεις τις όπως είχε και η πρώτη. Το μπουσούλημα, σηκώνεσαι, περπατάς, αρχίζεις να τρέχεις, να πηδάς, να σκαρφαλώνεις, να πετάς δίσκο στο σχολείο να θες να πάρεις μέρος. Έτσι και μετά, άρχισα πλέον να προσπαθώ να προσαρμόζομαι όπως σου είπα: να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου, να δημιουργώ μετά άλλα πολύ περισσότερα, α και αυτό, α και το άλλο, α και το άλλο και να φτάσω όσο πιο μακριά μπορούσα την απελευθέρωσή μου και να καταφέρω να κατακτήσω όσες περισσότερες απ’ τις ανάγκες είχα, να τα κάνω μόνος μου αυτά όλα. Και πιστεύω ότι τα ‘χω καταφέρει πάρα-πάρα-πάρα πολύ καλά. Και κυρίως σε σχέση απέναντι στους ανθρώπους, γιατί -κακά τα ψέματα- μπορεί να φάνηκα και να είμαι και δυνατός και με διάθεση και όλα αυτά, αλλά ψυχολογικά και συναισθηματικά δεν ξεπερνιέται εύκολα το πρόβλημα να σε βλέπει ο άλλος με 2 χέρια κομμένα. Όχι γιατί εγώ δεν ένιωθα δυνατός και γερός, αλλά γιατί ήξερα τη νοοτροπία και την αντίληψη του κόσμου, των ανθρώπων και της κοινωνίας, πώς σε αντιμετωπίζουμε. Και τέτοιο ‘ζησα καλά όταν εβγήκα σαν πλανόδιος έμπορος με τον φίλο μου τον Γιάννη που πήγαινα να πουλήσω τα μαχαίρια και έλεγα ένα χιλιάρικο και να κάνουν έτσι να σου λένε: «Έλα πάρε και να σου δίνουν ένα τάληρο, ένα δεκάρικο. Εκεί πρέπει να ‘σαι πολύ μάγκας να το πω έτσι, όπως μου ‘πε ένας τροχονόμος που με σταμάτησε μια μέρα: «Φεύγα ρε -μου λέει- είσαι πολύ μάγκας εσύ», γέλαγα. Τι κάνεις τώρα; Αν δεν είχα ξεπεράσει τη σκέψη μου, τη γνώση που είχα μέσα από κείνο που λέγεται ΚΚΕ για το πώς αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους, να μπορείς να έχεις να έχεις εμβαθύνει στην αντίληψη. Γιατί συμπεριφέρονται έτσι; Γιατί λειτουργούν έτσι; Γιατί ενεργούν έτσι; Δεν θα είχα ξεπεράσει όλα αυτά τα πράγματα. Και χρειάστηκε αρκετά χρόνια και κάποιες φορές αυτό με βοήθησε πολύ και κυρίως η τελευταία μου γυναίκα, πάρα πολύ, στην κυκλοφορία μου, στην αντιμετώπιση όχι τη δική μου, γιατί τώρα πια περνάω, δεν χαμπερίζω τίποτα, πουθενά και με τίποτα. Και άμα και κανένας πει και κάτι, επειδή έχω αποκτήσει τις γνώσεις για οποιοδήποτε ζήτημα μπορώ να κουβεντιάσω με όποιον θέλεις με τον Πρωθυπουργό, με τον Biden εκεί πέρα, με οποιονδήποτε. Για οικονομία, για πολιτική, για τη ζωή, για τα πάντα. Για μυθολογία, για ιστορία, για γεωγραφίες, για το Σαχάλ εκεί, πώς το λένε, στην Κεντρική Αφρική που έχουνε πέσει κει μέσα ποιος θα φάει τα πολλά. Λοιπόν, αυτό με βοήθησε. Τώρα η αντιμετώπιση, που μείναμε για ξαναπές το, γιατί έφυγα λίγο, χάθηκα, πλάτεψα.
Τι μάθατε από αυτό;
Από το δεύτερο, από τη... ναι. Όλα αυτά τα πράγματα. Έμαθα να ζω τη δεύτερη ζωή μου, να τη ζω όπως πραγματικά έπρεπε, γιατί στην πρώτη ζωή σε μαθαίνουνε οι άλλοι. Έτσι θα κάνεις, έτσι θα περπατήσεις, έτσι θα φας, έτσι θα κατουρήσεις, ενώ με τη δεύτερη έπρεπε εγώ να μάθω στους άλλους πώς πρέπει να με αντιμετωπίζουνε και πώς πρέπει να μου φέρονται. Γιατί αν δεν το μάθουνε θα τους ξεσκίσω με τη γνώση και με τη γλώσσα, όχι με τίποτα άλλο. Δεν ξέρω αν σου έχω πει ένα συμβάν. Τότε που γύριζα με τον Γιάννη έχουμε μπει στο Αιτωλικό, πουλάγαμε τότε τα μαχαίρια, 6 μαχαίρια σε μια θήκη με ένα χιλιάρικο και έχουμε μπει σε ένα χασάπικο που απ’ έξω είχε και ψησταριά νομίζω κάτι. Και μπαίνω μέσα στον χασάπη, του προτείνω το σετάκι με τα μαχαίρια. «Ένα χιλιάρικο -του λέω- αν θέλεις». Κάνει έτσι, ήταν τα κέρματα, το κατοστάρικο. «Παρ’ το», μου λέει. Το κοιτάω. Του λέω: «Ένα χιλιάρικο, δεν άκουσες καλά, τα μαχαίρια». «Μα -μου λέει- παρ’ το, σε παρακαλώ», μου λέει. «Τι με παρακαλείς;» «Μα -μου λέει- γιατί με προσβάλλεις;» Και μόλις μου είπε έτσι γυρίζω, του λέω: «Την αξιοπρέπειά σου εγώ την είχα κοστογήσει ένα χιλιάρικο, εσύ την ξεφτίλισες και την έκανες ένα καταστάρικο». Κατάλαβες; Λοιπόν. Και βγαίνοντας έξω ήταν και ένας παπάς με έναν άλλον που καθόσαντε στο τραπέζι, του λέω: «Παππούλη, εσύ θα πάρεις;» Του λέω: «Τα ίδια είσαι με το χασάπη εδώ μέσα -του λέω- άμα σου ‘παιρνα κανά δεκάρικο και σένα θα έκανες και ένα σταυρό και θα ‘λεγες ότι είμαι καλός χριστιανός. Δεν ντρεπόσαστε ρε;» του λέω. Γιατί είχα αποκτήσει και θράσος, γιατί αλλιώς δεν γίνεται να επιβιώσεις μέσα στα θερία, έτσι; Αυτά. Και τότε ήταν μετά που αποφάσισα να δώσω στη νομική στα 30 μου, να ανοίξω το μαγαζί, να γίνω και πλανόδιος έμπορος για δεύτερη φορά στο τέλος και όλες τις δουλειές που έχω κάνει τις έχω κάνε[03:10:00]ι, γιατί αξίζει να τις... να σ‘ τις πω χοντρικά, γιατί είναι πολλές και απ’ όλες κάτι πήρα. Ξεκίνησα να κουβαλάω από δω μέσα τους ντενεκέδες και να ποτίζω τα δέντρα, να φυλάω γαλιά, πριν από τα Χριστούγεννα, μέσα στη βροχή, που τα σφάζαμε μετά και τα στέλναμε στην Αθήνα μ’ έναν άλλο ξάδερφο. Να έχω δουλέψει νυχτοφύλακας, να έχω δουλέψει επόπτης στην Εστία, να έχω δουλέψει τοπογράφος με την CARRON, να έχω δουλέψει φορτοεκφορτωτής, κινηματογραφιστής, βιβλιοπώλης, φωτοτύπης, πλανόδιος έμπορος, τι άλλο να σου θυμηθώ; Όλα αυτά.
Ωραία.
Και κομμουνιστής.
Το βασικότερο. Λοιπόν, θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο για τη ζωή σας;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει κάτι που να αξίζει τον κόπο. Τώρα λεπτομέρειες, ξέρω γω, δεν έχω, δεν έχω κάτι ιδιαίτερο. Απλά μια περίοδος σε σχέση με τον γιο μου, η περίοδος που πηγανορχόμουνα και τον έφερνα στην Αθήνα ήταν λίγο για μένα... με κούναγε, γιατί το παιδί ήταν σε μια ηλικία 3 χρονών μέχρι τα 5 του, τα 6 του, όταν το πήγαινα απάνω στη μάνα του, το παιδί σπάραζε, άπλωνε τα χέρια και έκλαιγε: «Μπαμπά μου, μπαμπά μου, μπαμπά μου». Και μου ‘λεγε: «Γιατί θα πας στο ξενοδοχείο; Να ‘ρθεις εδώ στο σπίτι να μείνουμε μαζί». Εντάξει, τώρα αυτό είναι μια εντελώς προσωπική, σκληρή στιγμή, ‘ντάξει, αλλά και αυτό το ξεπέρασα, αλλά τον έμαθα όμως και προσπάθησα και όσο ήταν με την μάνα του, να προσέχει, να ακούει. Γιατί μετά η μάνα του παντρεύτηκε, απέκτησε και δεύτερο παιδί, όταν ερχόταν κάτω είχε ξεσυνηθίσει από μένα και αντί για μπαμπά με ‘λεγε παππού, γιατί με τον παππού του έμενε και με τη γιαγιά του τον περισσότερο καιρό, η μάνα του στη δουλειά της, το απόγεμα το παιδί πήγαινε σχολείο, κάτι φροντιστήρια, δεν βλεπόσαντε και ήτανε δύσκολη η περίοδος και η εποχή. Και έλεγε, μπαίναμε στο σούπερ μάρκετ όταν ήμουνα με τη δεύτερη μου γυναίκα: «Θέλω κείνο, θέλω τούτο, θέλω αυτό, αυτό, αυτό». «Ώπα, έχουμε αυτά τα λεφτά και πρέπει να πάρουμε πρώτα γάλα σου, για το φαγητό σου και άμα περσέψουνε, απ’ αυτά που θέλεις θα διαλέξεις ένα που θα μπορούμε να το πάρουμε». Και έτσι τον έμαθα σε μια τέτοια νοοτροπία, γιατί είχε... ό,τι έβλεπε ήθελε να το πάρει και μάλιστα και με τα παπούτσια, γιατί στα παιδιά δεν μπορείς να τους λες: «Όχι, αυτό δεν είναι σωστό ή εκείνο δεν είναι καλό». Άμα δεν βρεις τον τρόπο τον κατανοητό για τα παιδιά να τους εξηγήσεις γιατί αυτό που τους λες πρέπει να γίνει έτσι, δεν το καταλαβαίνουν. Είχαν κυκλοφορήσει τότε στα μέσα του ‘80 εκεί προς το τέλος που ‘ρχόταν από την Αθήνα και λίγο αργότερα, τα παπούτσια εκεί τα σπορτέξ, τα μεγάλα και τα λοιπά και ‘λεγε: «Θέλω εκείνο, θέλω τ’ άλλο». Του λέω: «Έλα δω, θα σου εξηγήσω, γιατί δεν πρέπει να το πάρουμε, γιατί τώρα είσαι 13 χρονών, 14 και τα νύχια σου μετά από 5 μήνες θα ‘χουνε μεγαλώσει. Ένα παπούτσι που θα το πάρεις τώρα δεν θα χωράει το πόδι σου μέσα. Τώρα, λοιπόν, πρέπει να πάρεις παπούτσια που δεν θα είναι ακριβά, θα μπορείς να περάσεις 2-3 χρόνια και όταν θα μεγαλώσεις λίγο και το πόδι σου θα σταθεροποιηθεί, τότε θα πάρεις ένα καλό παπούτσι να το ‘χεις. Τώρα άμα, συγγνώμη, σε 5 μήνες θες άλλο παπούτσι τι θα κάνουμε; Δηλαδή άμα γίνεις σε 2-3 χρόνια, να έχουμε αλλάξει 30 ζευγάρια παπούτσια, είναι δύσκολο». Και έτσι έμαθε να είναι εγκρατής και μετά είχε μάθει μόνος του, «Εκείνο δεν το παίρνουμε, δεν είναι», έτσι συνήθισε σε αυτό. Σε σχέση με το παιδί μου, τίποτα άλλο, μετά μια δύσκολη περίοδο πάλι, άσ‘ το δεν χρειάζεται αυτό, έχει να κάνει, είχα ζητήσει να ‘ρθει να μείνει μαζί μου μετά απ’ τα 12 του, γιατί θεωρούσα ότι ο πατέρας είναι πιο σημαντικός δίπλα στο αγόρι από τη μάνα. Γιατί θα το μάθει την πιάτσα, την αγορά, το καφενείο, την παρέα, την ταβέρνα, το μασκαρά, τον απατεώνα, τον άλλον τον επικίνδυνο, χίλια δύο. Εν πάση περιπτώσει, έμεινε στη μάνα του, συνηθίσαμε έτσι, τι να κάνουμε; Μετά παντρεύτηκε η μάνα του, το κάνανε το παιδί, μέχρι δω, ‘ντάξει. Άλλο, κάτι άλλο ιδιαίτερο;
Αποκτήσατε και εγγονάκια;
Έχω δύο. Έχω τη Γαρδέλω, την έβγαλα Γαρδέλω, την Αφροδίτη, ήταν το πρώτο του παιδί, αλλά ένα παιδί που καλάηδαγε από ενάμιση χρονού, γι’ αυτή την έβγαλα Γαρδέλω, και κείνη με ‘λεγε Βάτραχο, της έκανα τον Βάτραχο εδώ, πώς κρόζει ο Βάτραχος και με ΄λεγε ο Παππούς ο Βάτραχος. Τελειώνει τώρα τη Β΄ Δημοτικού, πάει στην Γ΄ ένα πανέξυπνο, πολύ συγκροτημένο παιδί και ένα αγοράκι που έχει κλείσει τώρα τα 4, ο Σαΐνης, εκείνο τον έχω βγάλει Σαΐνη, εκείνος και αν είναι. Τι θα γίνει αυτό το παιδί δεν ξέρω και η μεγάλη, γιατί έχει πολύ μυαλό, δεν ξέρω. Κείνο κει το μικρό όταν το πρωτοφέρανε εδώ χάμου, έπιανε, έσπαγε εκεί πέρα, τα ‘λυνε τα κομπιούτερ για την τηλεόραση, τα τηλέφωνα κάτι παλιά αυτά του τα συναρμολογούσε πάλι ο πατέρας του και έχει αυτό το ψώνιο, ό,τι βρει θα το πιάσει θα το διαλύσει και θα το συναρμολογήσει. Τώρα πότε ήτανε; Πέρυσι; Πρόπερσι; Δυόμιση τριών χρονών από κείνα τα παζλ που παίζουν τα παιδιά, μοναχός του, μια φορά του το ‘δειξες, μπαμ. Και είχα πει κάποτε της γιαγιάς του γιου μου, της πρώτης μου πεθεράς, με την οποία έχω πάρα πολύ καλές σχέσεις, τηλεφωνιόμαστε και λοιπά και της είχα πει: «Και μόνο το γεγονός ότι βγήκαν αυτά τα δυο παιδιά από τον Άρη και τη Γιάννα άξιζε τον κόπο που παντρεύτηκα την κόρη σου», της λέω. Γιατί είναι αυτό που λέμε τύχη και αναγκαιότητα, οι συμπτώσεις, που δεν ξέρεις τι θα σου βγάλουνε. Και είναι φοβερό πράγμα τώρα, κατάλαβες; Και είμαι ευχαριστημένος, όχι όσο θα ΄θελα βέβαια, γιατί δεν τα βλέπω τα παιδιά... Πολύ σπάνια και ειδικά τώρα με τον κορονοϊό και όλα αυτά, γιατί η δουλειά τους δεν τους άφηνε να κατεβαίνουνε μια φορά τα καλοκαίρι και όχι όλα τα καλοκαίρια, από τότε που απέκτησαν τα παιδιά, και τώρα τα περιμένω να ‘ρθουν τη Μεγάλη Πέμπτη, με πήρε ο γιος μου τηλέφωνο ότι θα κατέβει. Είναι η Αφροδίτη και ο Αλέξανδρος. Αυτά.
Λοιπόν, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας. Καλή συνέχεια να έχετε, καλό Πάσχα και καλή δύναμη σε ό,τι κάνετε.
Σε ευχαριστώ και γω πάρα πολύ και για την τιμή της εταιρείας που αποφάσισε, και καλά έκανε, να κάνει αυτή τη διαδικασία και ευχαριστώ και προσωπικά εσένα, που με βρήκες και με την πρόταση και την προτροπή του πατέρα σου, του Νίκου, και τον ευχαριστώ, γιατί μου έσκαψες τόσο βαθειά στο μυαλό πράματα που τα ʼβγαλα πάνω που ήταν σχεδόν ξεχασμένα. Και συγκινήθηκα και τα θυμήθηκα και τα κουβέντιασα μαζί σου όλα αυτά. Και εύχομαι καλά αποτελέσματα στη διαδικασία και στη δουλειά που έχεις αναλάβει κι εσύ και όλη η επιχείρηση αυτή. Και θέλω μόνο να κλείσω με 2-3 κομματάκια, αν μπορώ, από κάποια ποιηματάκια που έχω διαβάσει και μου ʼχουν κάνει φοβερή εντύπωση. Ένα είναι του Ζαχαρία του Παπαντωνίου που το διάβασα σε ένα ημερολόγιο που ‘στέλνανε παλιά και στέλνουν ακόμα εμένα μου στέλνουνε, τα άτομα που ζωγραφίζουνε με το στόμα και από το ίδρυμα τότε κει πάνου μου είχαν ζητήσει να πάω στη Χαλκίδα, τότε ήταν κει πέρα, δεν πήγα. Που λέει είχε 3 ποιηματάκια, όχι του Παπαντωνίου, όλα μαζί, τα ʼχω κρατήσει τα θυμάμαι, είναι ο φτωχός του Ταπεινού του Παπαντωνίου που λέει: Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω. Δεν περιμένω ανταμοιβή, πολλή είναι τέτοια ελπίδα. Σε ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα. Και ένα άλλο του Νίκου του Παπαγεωργίου του Σιμονοβίκη, ενός άγνωστου ποιητή, που λέει: Σκέψου καλά [03:20:00]προτού το αποφασίσεις μα σαν νικήσεις πια τους δισταγμούς τράβα μπροστά και μην το μετανιώσεις και ας είναι για τον όλεθρο σου ακόμα. Και του Μπρεχτ δυο κομμάτια μικρά. Το ένα είναι: Κάλλιο αλήθεια, πεινασμένος να ‘σαι, παρά τους πεινασμένους να φοβάσαι. Και το άλλο: Είτε φταις, είτε όχι σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις. Αυτό το έχω κρατήσει για τον εαυτό μου και γι’ αυτό παλεύω. Λοιπόν, σε ευχαριστώ, Αντρέα, για όλα και ελπίζω να ευωδοθεί όλη αυτή η προσπάθεια, να έχει καλό αποτέλεσμα και να μπορέσω να πάρω στα χέρια μου τα αποτελέσματα αυτής της δουλειάς σε ό,τι με αφορά. Καλό Πάσχα, καλή δύναμη και καλό κουράγιο.
Καλή συνέχεια. Γεια σας.
Σε ευχαριστώ πολύ.