Όμορφες αναμνήσεις από την Ιταλική Κατοχή στη Σύρο
Segment 1
Ο Ιταλός γιατρός, η Κική και τα δόντια του γάλακτος
00:00:00 - 00:20:39
Partial Transcript
Είναι 7 Δεκεμβρίου του 2020 και είμαστε εδώ πέρα στα Πευκάκια της Σύρου, με την κυρία Ρίτσα. Είμαι η Ζουστίν η Αρβανίτη και εργάζομαι για …α -και της γειτονιάς γυναίκες- να πηγαίνει να βλέπει τα προβλήματά τους, τι είχανε δηλαδή. Ήτανε πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Πάρα πολύ καλός.
Lead to transcriptSegment 2
Οι γονείς από το Τσεσμέ
00:20:39 - 00:28:17
Partial Transcript
Και μετά που λέτε ότι ήρθανε οι Γερμανοί; Θυμάστε τίποτα από τότε; Ω , αυτοί ήτανε απλησίαστοι. Δεν πλησιαζόντουσαν οι Γερμανοί. Φοβόσαστ…νε να πάρουνε τίποτα από τα υπάρχοντά τους. Βρήκανε μέσα στο σπίτι αυτό οι Τουρκαλάδες, βρήκανε πράμα, χρυσαφικό πολύ. Πολύ χρυσαφικό, ναι.
Lead to transcriptSegment 3
Ιταλοί, Γερμανοί και βομβαρδισμοί στη Σύρο
00:28:17 - 00:41:58
Partial Transcript
Και μετά εδώ στο μπακάλικο, το θυμάστε εσείς το μπακάλικο; Αμέ, πώς δεν το θυμάμαι; Οι Ιταλοί ερχόντουσαν να ψωνίσουν στο μπακάλικο; Όχι,…στα βιβλία. Ναι. Αλλά εγώ ας πούμε, γι’ αυτό είχα πάει και μαζί με την Κική και έμενα, γιατί έτρωγα καλά εκεί. Που τα κουβαλούσε ο Ιταλός!
Lead to transcriptSegment 4
Σχολείο και παιδικά παιχνίδια στη Σύρο
00:41:58 - 00:48:06
Partial Transcript
Κ.Β.: Και μετά στο σχολείο; Τι; Κ.Β.: Την Ξενιώτου; Ε, τι; Η Ξενιώτου ήτανε γιατρός ο πατέρας της. Κ.Β.: Που ήτανε καλή μαθήτρια και σας…παιχνίδι! Ω, πολύ. Παιχνίδι ήτανε το–, πάρα πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ, κύρια Ρίτσα. Παρακαλώ. Ευχαριστώ πάρα, πάρα, πάρα πολύ. Παρακαλώ.
Lead to transcript[00:00:00]Είναι 7 Δεκεμβρίου του 2020 και είμαστε εδώ πέρα στα Πευκάκια της Σύρου, με την κυρία Ρίτσα. Είμαι η Ζουστίν η Αρβανίτη και εργάζομαι για το Istorima.
Ναι.
Κυρία Ρίτσα, για πείτε μου από πού βγήκε το όνομά σας;
Από το Θεοδώρα. Θοδωρίτσα με λέγανε και τελικά έμεινε το Ρίτσα.
Ωραία. Και για πείτε μου, τι θυμάστε απ’ τα παιδικά σας χρόνια;
Ε, παίζαμε πολύ σαν παιδιά εδώ τριγύρω, δεν είχαμε περιορισμούς και τέτοια. Μας είχανε και παίζαμε. Μετά, πότε ήρθανε οι Ιταλοί; Δεν θυμάμαι.
Όταν ήσασταν μικρή, ήσασταν στην Αθήνα;
Όχι.
Όχι.
Όχι. Πήγαινα στην Αθήνα, αλλά όχι να μείνω. Αλλά σε μεγάλη ηλικία, όχι μικρή.
Τι να πω;
Για την Κατοχή.
Α! Η Κατοχή ήτανε εδώ οι Ιταλοί οι οποίοι φερθήκανε πάρα πολύ ωραία. Ήτανε καλοί όλοι και όταν είχα εγώ μικρή αρρωστήσει –δεν θυμάμαι τι είχα– είχαμε μια οικογενειακή φίλη η οποία ήτανε μεγάλη τότε και τα ‘χε φτιάξει με έναν Ιταλό.
Α, αλήθεια;
Ναι. Και τον γνώρισα κι εγώ γιατί έμενα μαζί τους, με αυτή τη φίλη. Ο οποίος ήτανε γιατρός αυτός ο Ιταλός αλλά ήτανε–. Αυτοί λέει, λέγανε τότε, ότι όταν βγαίνανε γιατροί, ήτανε και οδοντογιατροί και παθολόγοι και χειρούργοι. Έτσι σπουδάζανε οι ιταλοί γιατροί. Και ο οποίος ήτανε πάρα πολύ καλός και–.
Θυμάστε το όνομά του;
Μπουρνέτι τον λέγανε, ναι.
Και τη φίλη σας, που ήτανε μαζί του, πώς τη λέγανε;
Κική, Αγγελική. Εκείνη ήτανε, ας πούμε, τα ‘χανε. Κατάλαβες; Και επειδή τότε είχα βγάλει κάτι σπιθουράκια στα χέρια και ήτανε, σερνότανε η ψώρα στην Κατοχή. Τα είδε αυτή η φίλη μας η οικογενειακή που σας λέω, και μου λέει: «Μωρ’ συ, ποιο παιδάκι έχει από αυτά που παίζεις ψώρα;» «Δεν ξέρω -λέω- κανένα παιδάκι να ‘χει ψώρα», της λέω. Κι όταν ήρθε στο σπίτι ο Ιταλός του τα ‘δειξε και–. Α! Πρώτα βγαίνανε τα δόντια μου τα κάτω και δεν είχανε βγει τα παλιά τα από μέσα και επειδή γέλασα, τα είδε και της λέει της Κικής –γιατί εγώ δεν ήξερα ιταλικά– της λέει: «Πώς την αφήσατε; Αυτά τα δόντια -λέει- για να φτιάξουνε, θέλουνε να βγούνε τα παλιά και να πάρουνε θέση τα καινούργια. Αλλιώς θα ‘ναι πολύ άσχημα». Ακούω εγώ έτσι, έκλαιγα, δεν ήθελα–. Δεν ήθελα να φάω! Τέλος πάντων, από δω με είχανε, από κει με είχανε. Με παίρνουνε, με πάνε εκεί που–, να πάμε στο «Γαλλικό» που ήτανε, ιταλικό νοσοκομείο το ‘χανε κάνει. Της λέει αυτηνής της Κικής, «Φέρ’ τηνε -λέει- το πρωί και θα δούμε τι θα κάνουμε. Να της βγάλουμε τα παλιά δόντια». Και πράγματι με πήγε. Ε, δεν ήξερα βέβαια και τι θα μου κάνει! Και πήγαμε και με καθίζει σε μια πολυθρόνα, μου λέει: «Για», μου λέει –τα ‘λεγε στην άλλη που ήξερε Ιταλικά, εγώ δεν ήξερα. Και μου ‘λεγε: «Άνοιξε το στόμα σου να δει τα δόντια σου ο γιατρός». Και το άνοιξα εγώ και λέει: [00:05:00]«Πω, πω, πω! Γιατί αυτά τα δόντια να είναι έτσι;». Κατάλαβα λοιπόν εγώ, είδα το τσιμπίδι και νόμιζα ότι θα μου τα βγάλει και φοβήθηκα κι έκλαιγα. Και μου ‘λεγε εκείνος και η κοπέλα η άλλη, η Κική, μου τα εξηγούσε τα Ιταλικά, γιατί εγώ δεν ήξερα, και μου ‘λεγε: «Δεν είναι κρίμα που όταν μεγαλώσεις, που θα γίνεις μια ωραία κοπέλα –bella ragazza το ‘λεγε, Ιταλικά– θα γίνεις μια ωραία κοπέλα και θα λένε: “Τι κρίμα να ‘ναι τόσο όμορφη κοπέλα και να ‘χει τόσο άσχημα δόντια”». Και λέει: «Καλά, δεν θα σε πειράξω», μου κάνει. Όχι εμένα. Τα ‘λεγε και τα ‘λεγε στην κοπέλα που με πήγε, που ήτανε και φίλος της δηλαδή ο Ιταλός, για να καταλάβεις. Γι’ αυτό νοιάστηκε και πολύ.
Αυτό, εδώ έγινε; Στη Σύρο;
Ναι.
Το ‘χανε κάνει ιταλικό νοσοκομείο, ε;
Αμέ. Και πηγαίνανε και κόσμος που αρρωστούσε τότε και τους κοιτάζανε και χωρίς λεφτά.
Κόσμος εννοείτε απ’ τη Σύρο.
Ναι. Όχι από αλλού. Απ’ τη Σύρο βέβαια, αμέ.
Πού ήταν αυτό;
Ήτανε προς το συνοικισμό, ψηλά λιγάκι. «Γαλλικό Νοσοκομείο» το λέγανε. Δεν ξέρω που–. Τέλος πάντων, δηλαδή εγώ που έμενα στον Συνοικισμό τότε, πήγαινα με τα πόδια. Δεν ήτανε μακριά. Και με πήγε. Μία μέρα η Κική μου λέει: «Πάμε να σου βάλει ο γιατρός» – αυτή η Κική που σου λέω, έμενα μαζί της, κοιμόμουνα μαζί της.
Τι ήτανε; Συγγενής σας;
Ήτανε οι γονείς μας από το–, από κει που είχαν πρόσφυγες και είχανε έτσι ανταμώσει, κατάλαβες; Και κοντά με τους γονείς και τα παιδιά. Και μου λέει η Κική: «Πάμε να τα δει ο γιατρός τα δόντια σου», ο οποίος νομίζω ότι τα είχε και μαζί της αλλά ήμουνα μικρή και δεν καταλάβαινα πολλά τέτοια πράγματα. Τέλος πάντων, πάμε. Αλλά είχανε συνεννοηθεί να μου βγάλει τα παλιά για να πάρουνε θέση τα καινούργια–.
Ωχ!
Εκείνοι. Κατάλαβες;
Και σας τα ‘βγαλαν;
Αμέ.
Ω!
Και δεν πήρα και είδηση, δεν λες;
Δεν νιώσατε τίποτα;
Όχι. Μου ‘πε: «Δεν θα σε–». Έκλαιγα εγώ γιατί φοβήθηκα και μου λέει ο–, «Βέβαια καλά -λέει-, αφού δεν θέλεις δεν θα σε πειράξω. Δεν θα σου βγάλω τα δόντια. Θα σου βάλω φάρμακο εγώ και θα φύγουνε μόνα τους», μου λέει ο Ιταλός. Δηλαδή, πού ξέρω τι μου έλεγε; Μου τα εξηγούσε η φίλη του, να το πούμε.
Σας έβαλε φάρμακο και δεν νιώσατε τίποτα, ε;
Κι ένας άλλος Ιταλός από πίσω του κρατούσε το τσιμπίδι και λέει: «Δεν θα σε πειράξω, θα σου βάλω φάρμακο και θα φύγουνε μόνα τους», μου είπε. Της έλεγε της άλλης κοπελιάς που με πήγε και μου τα εξηγούσε εκείνη. Και ένας άλλος από πίσω κρατούσε το τσιμπίδι και το ‘δα εγώ και άρχισα να κλαίω. «Δεν είναι -λέει- αυτό τσιμπίδι που βγάζουμε τα δόντια». Μου λέει: «Φάρμακο θα σου βάλω». Και ο άλλος κράταγε το τσιμπίδι και το πήρε εκείνος κρυφά έτσι στο χέρι και μου ‘βγαλε τα παλιά δόντια και πήραν θέση τα καινούργια. Κατάλαβες; Ήταν όμως πάρα πολύ καλός γιατρός γιατί τότε, λέει, αυτοί οι Ιταλοί γιατροί δεν ήτανε ο οδοντογιατρός, οδοντογιατρός. Ήτανε και παθολόγος, ήτανε και σε εγχειρήσεις μέσα έπαιρνε θέση. Ήτανε από όλα τα–, έτσι σπουδάζανε οι Ιταλοί οι γιατροί. Και θυμάμαι μια φορά είχε τη γιορτή του. Αυτοί δεν έχουνε–. Μπουρνέτι τον λέγανε. Τι; Έχουμε κανέναν Άγιο Μπουρνέτι; Και γιορτάζανε πάντα τα γενέθλια, τα γενέθλιά τους. Και είχε τα [00:10:00]γενέθλιά του και αυτή η Κική τότε, Κατοχή, δεν είχε και τίποτα… Δεν ήτανε σαν τώρα, θα πεις: «Θα πάω να πάρω αυτό να του κάνω δώρο» και τίποτα, τίποτα τέτοια πράγματα. Και του πήρε μια αγκαλιά λουλούδια και μου τα ‘δωσε, με πήγε δηλαδή ως έξω από την πόρτα του που έμενε. Έμενε σε σπίτι, δεν έμενε στο στρατόπεδο μέσα αυτός. Είχε νοικιασμένο σπίτι και έμενε. Και με πήγε εκεί και κρατούσε εκείνη τα λουλούδια στο δρόμο για να μην– και έξω από την πόρτα –μάλλον του ‘χε πει να περιμένει– με ένα ελαφρό χτύπημα έτσι, βγήκε αυτός στην πόρτα και μου λέει: «Ω!» μου κάνει. Πώς το είπε; Ότι ευχαριστήθηκε πολύ που με είδε. Και του ‘δωσα τα λουλούδια. «Ω! grazie tante», μου ‘κανε, «grazie tante». «Ευχαριστώ πολύ», θα πει «grazie tante», ναι.
Πόσων χρονών ήσασταν τότε;
Εγώ;
Ναι.
Πόσο ήμουνα, δέκα; Δεν πρέπει να ‘μουνα παραπάνω, έτσι; Δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά μικρή. Άμα λέμε μικρή, μικρή.
Και αυτή η Αγγελική πόσων χρονών ήτανε; Μεγαλύτερη από σας;
Ω, βέβαια, κοπέλα. Εκείνη ήτανε φίλος της ο Ιταλός, βέβαια. Αλλά επειδή είχανε έρθει και αυτές πρόσφυγες από–. Από πού ήτανε εκείνες; Δεν ξέρω. Και οι δικοί μου γονείς πρόσφυγοι απ’ το Τσεσμέ, απ’ την Ιταλία. Απ την Ιταλία! Απ’ την Τουρκία. Είχαν έρθει και είχαν οικογενειακή φιλία επειδή ήτανε απ’ το ίδιο μέρος. Είχανε πιάσει πολλή φιλία και στην Κατοχή που είχε πιάσει αυτόν τον Ιταλό φίλο, που σου λέω, με πήρε και μου λέει–. Τότε δεν υπήρχαν να πεις: «Θα πάω στο ζαχαροπλαστείο να του πάρω μια τούρτα» ή ξέρω ‘γω. Τίποτα, τίποτα τέτοια δεν υπήρχανε. Και είχε μια αγκαλιά ανθοδέσμη που έκανε, λουλούδια.
Και εσείς του τα πήγατε, ε;
Και με πήγε ως έξω από την πόρτα, αυτή, για να– και χτύπησε την πόρτα και βγήκε εκείνος και με είδε και λέει: «Ω! Bella ragazza! Bella ragazza!» Έκανε χαρά πολλή που του ‘δωσα τα λουλούδια και μου ‘λεγε: «Grazie tante. Grazie tante». «Ευχαριστώ πολύ».
Εκείνη γιατί δεν ήρθε μαζί σας;
Ε, δεν ήθελε να τη δει ο κόσμος, κατάλαβες;
Και μείνανε καιρό μαζί;
Ήτανε, ναι αμέ. Βέβαια και γιατρός που ήτανε, ήτανε πολύ καλός γιατρός αυτός.
Γιατί μετά αυτός θα έφυγε λογικά.
Ε, άργησε να φύγει ευτυχώς και τον είχε μάθει ο κόσμος. Ειδικά εκεί στον Συνοικισμό, όποια αρρώσταινε πήγαινε στην Κική, αυτή που σου λέω, η οποία ήτανε τότε μεγάλη– πόσο; Δεν ξέρω πόσων χρονών θα ‘τανε. Για να ‘χει φίλο, θα πει ότι ήτανε. Ψηλή έτσι, Κική το όνομά της, Αγγελική το όνομα. Ερχότανε πολύς κόσμος εκεί απ’ τον Συνοικισμό που την είχανε μάθει ότι έχει σχέση, που ήτανε άρρωστοι και της λέγανε: «Πες του να πάω που έχω αυτό το πρόβλημα. Πες του, να πάω…» Ο ένας αδερφός μου είχε σπάσει το χέρι του στην Κατοχή και αυτός ο ίδιος ο γιατρός του το ‘χε βάλει στη θέση του. Ήτανε για όλα αυτοί οι γιατροί. Για όλα.
Και τελικά παντρευτήκανε οι δυο τους ή χωρίσανε;
Όχι, δεν παντρευτήκανε. Δεν παντρευτήκανε, όχι. Ζήσανε πόσο ζήσανε μαζί όλα τα χρόνια αλλά οι Ιταλοί κάτσανε εδώ αρκετό καιρό. Μετά ήρθανε οι γερμαναράδες και τα κάνανε όλα άνω-[00:15:00]κάτω. Αυτοί ήταν άλλο πάλι. Αλλά είχε κάνει πολλά καλά. Θεός σχωρέστην ψυχή της. Όποια πήγαινε και της έλεγε: «Κική, πες στον γιατρό να πάω που έχω αυτό το πρόβλημα. Κική, πες αυτό», δεν έλεγε… Του τα ‘λεγε και έλεγε εκείνος: «Πες της να ‘ρθει στο νοσοκομείο». Δεν έλεγε ποτέ «Δεν μπορώ». Τίποτα. Και είχε δώσει μάλιστα τότε επειδή ήθελε να–. Είχα βγάλει κάτι σπιθούρια εγώ και ήτανε τότε σερνότανε πολύ η ψώρα από την απλυσιά φαίνεται, από την αφαγία; Δεν ξέρω. Και τα ‘δε η Κική τα σπιθούρια και λέει: «Μωρέ συ, ποιο παιδάκι έχει ψώρα από αυτά που παίζεις;» Λέω: «Ξέρω ‘γω, δεν είχαμε -λέω- κανένα παιδάκι». Ήτανε σπιθουράκια που βγάζαμε στα χέρια. «Δεν έχω δει -λέω εγώ- κανένα παιδάκι έτσι». Και επειδή φοβήθηκε αυτή ότι είναι ψώρα, όταν ήρθε στο–, γιατί ερχότανε στο σπίτι της ο Ιταλός, του λέει: «Κοίταξε να δεις, η μικρή κόλλησε ψώρα. Τι να της κάνω;» Κάνει μια έτσι τα χέρια μου, τα βλέπει με τα σπιθουράκια, λέει: «Δεν είναι ψώρα», λέει αυτός.
Τι ήτανε;
Ήτανε επειδή είχα φάει. Δεν είχε ο κόσμος φαί τότε, δεν… Ήτανε πολλή η πείνα. Αλλά η Κική τότε με αυτόν το φίλο, είχε στο σπίτι της, της κουβαλούσε. Είχανε τις αποθήκες τους οι Ιταλοί κάτω στο νησάκι εδώ και είχε έναν φίλο που έπαιρνε πολλά πράγματα από κει αυτός στη ζούλα και της τα ‘φερνε στο σπίτι. Του είχε δώσει διαταγή ο γιατρός αυτός. Και άρχισα κι έτρωγα πολύ εγώ και της λέει της Κικής: «Δεν είναι ψώρα. Είναι η δύναμη που πήρε ο οργανισμός από–».
Το φαγητό, ε;
Ναι.
Τι φαγητό ήτανε; Ιταλικό φαγητό ή απλά πράγματα; Δεν ήταν απ’ την Ιταλία φαντάζομαι–.
Όχι καλέ.
Ήτανε ρύζι, μακαρόνια, πατάτες–.
Όχι, όχι, δεν ήτανε. Αλλά βέβαια αυτοί σαν αξιωματικοί που ήτανε και γιατροί, είχανε μια ιδιαίτερη κουζίνα να το πούμε, αλλά όχι ότι πήγαινε κανένας κι έτρωγε εκεί. Αυτός μάλλον, όπως είχα καταλάβει εγώ τότε, δούλευε γιατί είχε δώσει στο νοσοκομείο, αυτό το «Γαλλικό» που λέμε, που το λέγανε τότε, είχε δώσει διαταγή: «Όταν έρχεται αυτή η μικρή εδώ, θα την αφήνετε να περνάει χωρίς να τη ρωτάτε πού πάει», και ξέρω ‘γω. Και η διαταγή του ήτανε–.
Νόμος.
Βέβαια. Και πήγαινα εγώ κι έμπαινα μέσα και έτρωγα εκεί. Μου ‘κανε λοιπόν κάτι ενέσεις αυτός και με καρδάμωσε! Κι έβγαλα αυτά τα σπιθούρια που σου λέω, και λέει της Κικής: «Δεν είναι ψώρα. Είναι η δύναμη που πήρε ο οργανισμός».
Και εσείς μένατε μόνη σας με την Κική;
Όχι, είχε και τους γονείς της εκείνη.
Οι δικοί σας γονείς πού ήτανε;
Στο σπίτι το δικό μας το εδώ, στα Πευκάκια.
Και δεν μένατε μαζί τους;
Όχι. Με είχε πάρει η Κική μαζί της. Με είχε πάρει μαζί της επίτηδες, γι’ αυτήν τη δουλειά, κατάλαβες; Αυτό.
Και δεν μάθατε καθόλου Ιταλικά; Από τότε, αφού ακούγατε τόσα Ιταλικά. Εγώ σας ακούω, τα μιλάτε.
Μου ‘χε βάλει–. Α, ξέχασα να σου πω. Μόλις είδε τα λουλούδια αυτός, ξετρελάθηκε, “Ω! Bene, bene, grazie tanto!” έκανε, “Grazie tanto!”. «Ευχαριστώ πολύ». Και μου γέμισε τη –φορούσα ένα ζακετάκι που είχε τσέπες– και μου γέμισε τις τσέπες με καραμέλες! Αυτό.
Οπότε έχετε θετικές αναμνήσεις απ’ τους Ιταλούς.
Ναι, βέβαια. Και καλές, δεν έχω να πω κουβέντα. Ε, μετά που ήρθανε οι Γερμανοί, τα κάνανε μούσκεμα όλα. Αυτοί ήτανε κακοί, πού να; Αλλά οι Ιταλοί ήτανε… Εκτός δηλαδή βέβαια ότι εμένα [00:20:00]με κοίταζε χατίρι της Κικής, αλλά την είχε μάθει και η γειτονιά όλη εκεί ο Συνοικισμός και, «Κική έχω αυτό το πρόβλημα, πες στο γιατρό να πάω να με δει. Κική έχω αυτό» και της είχε δώσει την άδεια να … αν θέλει να πηγαίνει να τον ζητάει να -και της γειτονιάς γυναίκες- να πηγαίνει να βλέπει τα προβλήματά τους, τι είχανε δηλαδή. Ήτανε πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Πάρα πολύ καλός.
Και μετά που λέτε ότι ήρθανε οι Γερμανοί; Θυμάστε τίποτα από τότε;
Ω, αυτοί ήτανε απλησίαστοι. Δεν πλησιαζόντουσαν οι Γερμανοί.
Φοβόσασταν δηλαδή;
Ε, ποιος μπορούσε να τους πλησιάσει; Άπα! Αυτός ο Ιταλός ας πούμε, τα είχε φτιάξει με αυτήν την Κική, που σου λέω, αλλά γενικά όλοι ήτανε καλοί. Όλοι. Αφού σου λέω ότι στο νοσοκομείο, επειδή μου ‘κανε ενέσεις τότε για να δυναμώσω και είχε δώσει διαταγή στη σκοπιά να με αφήνουν να περνάω ό,τι ώρα να ‘ναι χωρίς να μου λένε: «Πού πας;» Και περνούσα εγώ και πήγαινα εκεί που ήξερα πως είναι το γραφείο του και με έβλεπε εκείνος και μου ‘κανε την ένεση και ξανάφευγα πάλι.
Εσείς, κυρία Ρίτσα, εδώ γεννηθήκατε;
Ναι. Εδώ, ναι.
Και έχετε κι άλλα αδέρφια, ε;
Είχα. Τώρα δεν έχω. Είχα. Βέβαια, ήτανε πάρα πολύ καλοί οι Ιταλοί. Δηλαδή εδώ στη Σύρο φερθήκανε… Τώρα αλλού τι κάνανε, δεν ξέρω. Εγώ μιλάω για αυτά που είδα.
Ναι.
Ναι.
Και για πείτε μου, μετά που γνωρίσατε τον σύζυγό σας. Έχετε μνήμες από τότε;
Ο σύζυγός μου; Α, ήτανε φίλος με έναν αδερφό μου αυτός.
Και έτσι γνωριστήκατε;
Με τον Ιταλό; Όχι, με τον σύζυγο.
Όχι, όχι, με τον σύζυγό σας.
Ναι. Και με ήξερε πως είμαι αδερφή του, του αυτουνού. Αυτός το ‘ξερε και από κει του–. Ήθελε, με ερωτεύτηκε, πώς να το πούμε; Και με είχε ζητήσει τότε να παντρευτούμε και παντρευτήκαμε. Αλλά ήτανε και πολύ καλός άνθρωπος, πέρασα καλά στα χέρια του.
Και από τους γονείς σας έχετε μνήμες ή σας είχανε πει ιστορίες, όταν φύγανε απ’ το Τσεσμέ;
Οι γονείς μου.
Σας είχανε πει μήπως καμιά ιστορία;
Οι γονείς μου αυτό που φύγανε από το Τσεσμέ και ήρθανε στην Ελλάδα ήτανε–, πάλι Τούρκος ήτανε. Ένας Τούρκος ήτανε. Και είχε κατέβει –έτσι άκουγα απ’ τους γονείς μου που λέγανε– είχε κατέβει ο– πατέρας μου τότε; Ναι, ο πατέρας μου πρέπει να ήτανε. Είχε κατέβει κάτω στην παραλία και κοίταζε τη θάλασσα. Και του λέει ένας Ιταλός: «Τζάννε μου». Τζάννε μου ήτανε το «Γιάννη», «Γιάννη μου». «Τζάννε μου, τη θάλασσα κοιτάζεις, να φύγεις θέλεις». Το κατάλαβε αυτός. Και «Βλέπεις -λέει- αυτό το βαπόρι; Άγκυρα σηκώνει. Είναι το τελευταίο. Φύγε να προλάβεις μ’ αυτό». Εγώ αγέννητη βέβαια, ε; Ούτε ο αδερφός μου. Ήτανε γεννημένος; Θαρρώ πως ήτανε έγκυος τον αδερφό μου τον Σωτήρη, το πρώτο παιδί που κάνανε οι γονείς μου. «Να φύγεις θέλεις», του λέει. «Λοιπόν, φύγε τώρα γιατί αυτό το βαπόρι που βλέπεις εκεί–». Ήτανε στη μέση του λιμανιού λέει, δεν ήτανε σε άκρη. Ήτανε στη θάλασσα μέσα αραγμένο, στη μέση. «Είναι το τελευταίο και οι δικοί μας οι Έλληνες -λέει- που κατεβαίνανε τότε για να–». Από πού; Ξεσηκωθήκανε φαίνεται, δεν ξέρω από πού κατεβαίνανε. «Έχουνε κάνει -λέει- τόσα πολλά στις κοπελιές που βρίσκανε στο δρόμο τους, που αλίμονο σε όποιον πέσει στα χέρια τους, των–».
[00:25:00]Των Τούρκων.
Ναι. Και είχανε πάρα πολύ–, είχανε χρυσαφικό πολύ, είχανε οι γονείς μου χρυσαφικό πολύ, είχανε πολλά πράγματα. Ήτανε άνετα δηλαδή, ζούσανε πολύ. Και του λέει λοιπόν, αυτός ο Τούρκος: «Τζάννε μου, το τελευταίο βαπόρι είναι αυτό. Παρ’ την οικογένειά σου και φύγε γιατί κατεβαίνοντας οι Έλληνες–».
Οι Τούρκοι–.
Ξεσηκωθήκανε οι Έλληνες. «Έχουνε κάνει τόσα πολλά στις κοπελιές που βρίσκανε στο δρόμο τους, που αλίμονο σ’ όποιον πέσει στα χέρια τους». Κατάλαβες; Και φύγανε έτσι, ό,τι προλάβανε. Εγώ αγέννητη βέβαια, ε; Χρόνια πολλά. Ο αδερφός μου ο Σωτήρης, ο Θεός σχωρέστονε, ήτανε έγκυος νομίζω η μάνα μου; Ήτανε μωρό το παιδί αυτό; Ξεσηκωθήκανε και φύγανε και πήγανε στη Χίο, τους πήγανε. Εδώ στην Ελλάδα, στη Χίο πήγε το καράβι που έφυγε, με όσους μπόρεσε έφυγε. Και δεν του άρεσε του πατέρα μου τότε η Χίος και έφυγε. Και από κει τους πήγανε στα Λαζαρέτα. Ήτανε κάτι κτίρια έτσι, άδεια και βάλανε πρόσφυγες μέσα στα Λαζαρέτα εδώ. Ο πατέρας μου δεν έκανε και σηκώθηκε και έφυγε κι από τη Χίο γιατί δεν έκανε, δεν μπορούσε και ήρθε στη Σύρο. Και δεν ξέρω πώς του ήρθε, άνοιξε ένα μαγαζί, μπακάλικο. Και ο κόσμος, οι Έλληνες, τον στηρίξανε πολύ. Και λέγανε όλοι: «Πάμε απ’ του πρόσφυγα να ψωνίσομε. Πάμε απ’ του πρόσφυγα». Και έκανε το μπακάλικο κι ύστερα από κει ακολούθησε και τα παιδιά.
Και η μαμά σας ήρθε με τον αδερφό σας κτλ.
Ναι, ναι, βέβαια.
Όταν λέτε ο Τούρκος που είπε στον μπαμπά σας για το βαπόρι που θα ‘ναι το τελευταίο.
Ναι.
Τούρκος το είπε αυτό στο μπαμπά σας.
Ναι, Τούρκος ήτανε. Βέβαια. Του λέει: «Τζάννε μου», το κατάλαβε. «Τζάννε μου», το «Γιάννη» το λέγανε «Τζάννε». Τον πατέρα μου τον λέγανε Γιάννη λοιπόν και του λέει: «Τζάννε μου, τη θάλασσα κοιτάζεις, να φύγεις θέλεις. Το βαπόρι αυτό είναι το τελευταίο». Και δεν προλάβανε να πάρουνε τίποτα από τα υπάρχοντά τους. Βρήκανε μέσα στο σπίτι αυτό οι Τουρκαλάδες, βρήκανε πράμα, χρυσαφικό πολύ. Πολύ χρυσαφικό, ναι.
Και μετά εδώ στο μπακάλικο, το θυμάστε εσείς το μπακάλικο;
Αμέ, πώς δεν το θυμάμαι;
Οι Ιταλοί ερχόντουσαν να ψωνίσουν στο μπακάλικο;
Όχι, όχι. Οι Ιταλοί είχανε δικά τους.
Α, είχανε δικά τους.
Ναι. Είχανε τα τρόφιμα, δεν ξέρω από πού τους ερχότανε. Αφού οι Ιταλοί δίνανε στον κόσμο να φάει, θα ψωνίσουνε;
Μου είπε ο Θωμάς ότι έχετε ιστορίες απ’ το μπακάλικο. Ότι ερχόντουσαν οι Ιταλοί στο μπακάλικο, κάτι τέτοιο μου είπε.
Κοίταξε να δεις, εγώ το τελευταίο παιδί ήμουνα και δεν πήγαινα πολύ στο μαγαζί στο μπακάλικο. Γιατί η μαμά μου κατέβαινε και βοηθούσε τον πατέρα μου που ‘χε πολλή δουλειά και εμένα με άφηνε στο σπίτι με–, με ποιον με άφηνε; Δεν θυμάμαι ποιος ήτανε, για να μην είμαι μόνη μου. Και εγώ έπαιζα με τα παιδάκια, έκανα, έδειχνα. Και απάνω εκεί, που σου λέω, στο «Γαλλικό» σχολείο που ήτανε γιατρός αυτός, είχε δώσει και διαταγή στη φρουρά απ’ έξω. Κι έλεγε: «Όποτε έρχεται αυτή η μικρή, θα την αφήνετε να περνάει χωρίς να τη ρωτάτε πού πάει». Κι ό,τι έλεγε αυτός, ήτανε–.
Θυμάστε τι παιχνίδια παίζατε;
«Παστέλα». Άμα μεγαλώσαμε λιγάκι, «παστέλα», «σκατούλια» τα λέγαμε, «τσούνι», «κρυφτό». Τέτοια πράγματα παίζαμε. Ε, ύστερα [00:30:00]κηρύχτηκε ο πόλεμος και γίνανε όλα… Βέβαια εσύ δεν τα ξέρεις αυτά τα παιχνίδια. Εμείς τα παίζαμε τότε, μικρά παιδιά ασχολιόμασταν. Τα «σκατούλια» ήτανε πέτρες πλακιές και στρογγυλές βρίσκαμε και τις στήναμε τη μια πάνω στην άλλη. Ή έξι ή εφτά πρέπει να ήτανε κι είχαμε ένα–. Με τόπι έπρεπε αλλά επειδή δεν είχαμε τόπι, μια πλατιά πέτρα μεγαλούτσικη και τη ρίχναμε. Και άμα πέφτανε χάμω αυτά, έπαιρνε ο αυτός που ήτανε από πάνω εκεί στα σκατούλια αυτά και μας έπαιρνε κυνήγι με το τόπι και όποιον έριχνε και τον λάβωνε, έβγαινε έξω απ’ το παιχνίδι. Κατάλαβες;
Ναι.
Και μετά που μεγαλώσατε, κανείς δεν πήγε στην Τουρκία να δει;
Α, μπα. Ποιος να πάει;
Ούτε τα αδέρφια σας, ε; Κανείς δεν πήγε;
Όχι, όχι, όχι. Πολύ πράμα αφήσανε εκεί οι γονείς μου μαλαματικό, γιατί ήτανε και πολύ φτηνά το μάλαμα στη Τουρκία. Κι αφήσανε πολύ μαλαματικό εκεί αλλά ούτε που ξαναπήγανε. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου ο καημένος, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε γιατί εγώ ήμουνα αγέννητη κι έκανε δικό του μαγαζί το οποίο το στήριξαν πολύ οι Συριανοί. Σου λέω, κατεβαίνανε από γύρω-γύρω και λέγανε: «Πάμε να ψωνίσουμε από τον πρόσφυγα». Κατάλαβες;
Και στην Τουρκία είχε μαγαζί;
Ο πατέρας μου;
Δεν θυμάστε, ε;
Δεν ξέρω. Ξέρω ότι είχανε πολύ χρυσαφικό. Ήτανε δηλαδή καλοστεκούμενοι πολύ οικονομικά, να το πούμε, κατάλαβες; Αλλά έτσι που έγινε, δεν προλάβανε να τα πάρουνε μαζί τους και μείνανε εκεί πίσω στην Τουρκία.
Δύσκολα χρόνια, ε;
Ναι, βέβαια! Δύσκολα, αλλά εγώ πέρασα ωραία στην Κατοχή, μην νομίζεις. Αυτή η Κική, που σου λέω, έπιασε φίλο, αγόρι έναν Ιταλό.
Μία χαρά περάσατε.
Αμέ και με είχε μαζί της κι έτρωγα εγώ εκεί και έπαιζα και όλα τα ‘κανα.
Μετά με τον πόλεμο, θυμάστε τίποτα για βόμβες και τέτοια; Που μου ‘χουνε πει άλλος κόσμος. Θυμάστε βόμβες και αεροπλάνα; Να πετάνε από εδώ;
Όχι.
Όχι, ε; Για ένα τσουνάμι; Που είχε ανέβει, λέει, το νερό της θάλασσας μέχρι τα σκαλάκια της πλατείας.
Δεν τα ξέρω αυτά.
Δεν σας λέει κάτι, ε;
Δεν τα ξέρω.
Εντάξει. Θυμάστε τίποτα άλλο, κυρία Ρίτσα, να μου πείτε;
Τι άλλο να πω; Μετά έκανε κι άλλα παιδιά ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι.
Είχε κάνει, ναι. Καταφύγια είχανε κάνει στο Συνοικισμό εκεί. Στην περιφέρεια που έμενε αυτή η κοπέλα που σου λέω που είχε τον Ιταλό, είχανε κάνει καταφύγια. Κι άμα βομβαρδίζανε, έλεγε για τον κόσμο να μπαίνουνε μέσα. Ήτανε κατηφοριά κι έλεγε να μπαίνουνε μέσα. Αλλά δεν χρειάστηκε, δεν… Ήτανε μια εκεί γειτόνισσα κοντά στης Κικής το σπίτι, ήτανε πολύ καλοί άνθρωποι. Ο άντρας της ήτανε φωτογράφος τότε κι όποτε άκουγε τη σειρήνα και σφύριζε –το σπίτι της είχε ένα κατώι αλλά περιποιημένο καθαρό ωραίο– και έβγαινε στη πόρτα και φώναζε: «Ελάτε μωρέ, εσείς, μέσα και σφύριξε η σειρήνα! Ελάτε μέσα!» και μας μάζευε αυτή και μας έβαζε εκεί που σου λέω, στο σπίτι της από κάτω. Και άμα σφύριζε η λήξη, «Άντε βγείτε», φώναζε!
Σφύριζε η σειρήνα, ε;
Αμέ, βέβαια. Σφύριζε σειρήνα να δούμε τι θα γίνει που γινόταν ο συναγερμός. Βέβαια.
Πω πω πρέπει να ‘ταν τρομακτικό.
Ε, τα ‘χαμε μάθει. Ήμουνα και μικρή και δεν δίναμε πολύ–! Εμείς κοιτάζαμε να–.
Τι είχαμε;
[00:35:00]Δεν θυμάμαι. Δεν ξέρω.
Ε, μπορεί να μην ήμουνα εγώ ακόμα. Α όχι, στην Κατοχή ήμουνα. Δεν το θυμάμαι αυτό. Θυμάμαι ότι μπαίναμε μέσα στα καταφύγια και μόλις ήτανε η λήξη που σφύριζε, ανεβαίναμε πάλι. Ήτανε απ’ το χώμα.
Πού, εδώ στο–;
Στον Συνοικισμό.
Στον Συνοικισμό ήτανε αυτό;
Ναι, εκεί μεγαλώσαμε.
Παίζατε με κατσικάκι;
Δεν το θυμάμαι αυτό. Δεν το θυμάμαι. Πάντως συμπέρασμα γενικό, ήτανε πάρα πολύ καλοί οι Ιταλοί για τον κόσμο.
Ναι, αμέ.
Α, τι είχε γίνει;
Και ένας Ιταλός μας έσωσε όλους.
Τι λέτε καλέ;
Τι έγινε;
Βέβαια. Όταν φύγανε οι Ιταλοί κι ήρθαν οι Γερμανοί, είχανε βάλει λέει, βόμβες στο νησάκι στη παραλία γύρω-γύρω να ανατινάξουνε το δρόμο της παραλίας. Να ρημάξουνε δηλαδή τον τόπο, με λίγα λόγια, και ένας Ιταλός ο οποίος ερωτεύτηκε κάποια και την είχε παντρευτεί–.
Ωχ!
Ναι, αμέ! Ήτανε πολύ καλοί άνθρωποι οι Ιταλοί. Την ερωτεύτηκε και την είχε παντρευτεί και το άκουσε αυτό και της λέει: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει, και τι να κάνουμε;» Και πήγε αυτός ο ίδιος ο Ιταλός και το είπε στους επιτετραμμένους ότι, «Αυτό κι αυτό έχει γίνει, έχουνε κάνει οι Γερμανοί». Και κόψανε αυτοί το σύρμα που μετά θα το πυροδοτούσανε για να ανατινάξουν το λιμάνι. Και έγινε αλλά το λιμάνι δεν έπαθε τίποτα!
Πω!
Ναι, αμέ. Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα, βέβαια. Ήτανε και καλός.
Ποιος ήταν; Θυμάστε το όνομά του;
Όχι, από πίσω. Από πίσω έμενε. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Μπας είναι αυτός ο Μπουρνέτι που λέω;
Ναι, αυτός ήτανε ο γιατρός.
Ναι.
Ο Μπουρνέτι;
Δεν είχε παντρευτεί εδώ αυτός, όχι.
Ααα.
Πρέπει να ‘τανε και ήτανε ναι. Αλλά τότε–.
Α, γι’ αυτό δεν μπόρεσε να παντρευτεί την Αγγελική.
Ζούσανε καιρό μαζί.
Ναι αλλά μάλλον ήταν παντρεμένος στην Ιταλία.
Είχε ξεμείνει εδώ αυτός. Δεν έφυγε. Είχε ξεμείνει εδώ στη Σύρα αυτός ο Ιταλός, γιατί την αγαπούσε πολύ η αλήθεια ήτανε. Και αυτή έσωσε και πολύ κόσμο από τον Μπουρνέτι. Γιατί σου είπα, ήτανε γιατρός για όλα και πηγαίνανε όλο γειτόνοι που αρρωστούσανε τότε. Κι ένας αδερφός μου είχε σπάσει το χέρι του και αυτός του το ‘βαλε στο γύψο και έγινε καλά. Και εμένα μου ‘βγαλε τα δόντια για να γίνουνε ωραία. Που βγαίνανε τα καινούργια και δεν μου ‘βγαζε τα παλιά, μου τα ‘χε βγάλει. Και εγώ έκλαιγα και δεν ήθελα γιατί πονούσα και μου λεγε –μου τα εξηγούσε η Κική αυτά, εγώ δεν καταλάβαινα Ιταλικά– και μου ‘λεγε–.
Ε, δεν τα καταλάβαινα όλα. Αφού ήμουνα–. Αλλά αυτή η Κική που σου λέω, που είχε τον Ιταλό τον γιατρό, μου ‘λεγε, πώς έλεγε: «Δεν θα σου τα βγάλω», γιατί είχα αρχίσει να κλαίω, «θα σου βάλω φάρμακο και θα φύγουνε μόνα τους». «Να, θα σου βάλει φάρμακο και θα φύγουνε μόνα τους». Ε, εγώ μικρή και λέω [00:40:00]εγώ: «Ναι αμέ, θα πέσει το φάρμακο μέσα στο σώμα μου και θα μου βγάλει τα δόντια» είπα εγώ. Και του το ‘πε και ξεράθηκε να γελάει αυτός. Το κατάλαβε και έκανε το ρούχο του…
Ναι, αυτό! Αλλά–.
Στην Ιταλία.
Ε, αφού ήτανε εδώ. Δεν θα είχε μετά άλλη;
Ναι, ναι.
Και μετά η Αγγελική τι έκανε; Έφτιαξε τη ζωή της;
Όχι. Δεν πήρε Ιταλό, όχι.
Κανέναν δεν πήρε. Έτσι είχε μείνει.
Α!
Ναι, δεν ήθελε. Κανέναν δεν πήρε η Κική. Αλλά έσωσε την οικογένειά της όλη, που θα πεθαίνανε όλοι από την πείνα. Κουβαλούσε ο Ιταλός πράγματα και τρώγανε όλοι και τρώγανε. Άσε τι κόσμο έκανε καλά που αρρώσταινε. Και πήγαιναν και την είχανε μάθει την Κική, «Κική, πες του αυτό, έχω έτσι κι έτσι». «Κική, πες του εκείνο, έχω άλλο». Παιδάκια μικρά, «Κική, κοίτα…». Η πείνα έκανε και πολλά άλλα και του ‘λεγε. Κανενός δεν είχε πει να μην, «Δεν μπορώ άλλο».
Πάντως πέθαινε πάρα πολύς κόσμος απ’ την πείνα, ε;
Ναι, αμέ.
Έχουμε διαβάσει στα βιβλία.
Ναι. Αλλά εγώ ας πούμε, γι’ αυτό είχα πάει και μαζί με την Κική και έμενα, γιατί έτρωγα καλά εκεί. Που τα κουβαλούσε ο Ιταλός!
Τι;
Ε, τι; Η Ξενιώτου ήτανε γιατρός ο πατέρας της.
Α!
Α, κάνατε και τέτοια;
Ου, πολλά, βέβαια. Κι ήμαστε συμμαθήτριες με αυτήν τη Ξενιώτου και ήτανε –ο Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της, δεν ζει– ήτανε πρώτη μαθήτρια αυτή. Πολύ καλή. Και μια μέρα μπαίνει φουριόζος ο καθηγητής. Ένας άγαρμπος, χοντρός, τόσος και λέει: «Ετοιμαστείτε για πρόχειρο διαγώνισμα. Μια κι έξω». Πάει στην έδρα του και κάθεται και έδωσε το διαγώνισμα να βρούμε –αφού ακόμα θυμάμαι το διαγώνισμα που έβαλε– να βρούμε το απαρέμφατο δεν θυμάμαι από ποια πρόταση και να το κλίνουμε στο βαθμό που βρίσκεται. Δύσκολο πράγμα.
Δύσκολο ακούγεται.
Ναι, αμέ. Δύσκολο ήτανε και κατεβαίνοντας αυτή η Ξενιώτου λοιπόν – Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα της, ήτανε πρώτη μαθήτρια, πάρα πολύ έξυπνη. Και το βρήκε πρώτη και πήγε την κόλλα της σ’ αυτόνε. Κι όπως κατέβαινε από την έδρα προς την έξοδο να βγει έξω, κατέβαινε κι έλεγε: «Το απαρέμφατο» –δεν το θυμάμαι να το πω– «είναι αυτό. Το απαρέμφατο είναι αυτό. Το απαρέμφατο…». Κατεβαίνοντας λοιπόν, το διάδρομο όλο ψιθύριζε το απαρέμφατο: «Και βρίσκεται στον χρόνο αυτό». Το πρόλαβε γιατί κατέβαινε σιγά-σιγά επίτηδες, για να τα πει. Κι έγραψε όλη η τάξη–.
Α!
Από τη Ξενιώτου. Ο Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα της! Βέβαια, αμέ. Ήτανε γιατρός ο πατέρας της αυτηνής.
Πού πηγαίνατε σχολείο; Εδώ από πάνω; Πού ήταν τότε το σχολείο;
Στο Πρώτο.
Α, στο Πρώτο.
Ναι.
Μήπως θυμηθήκατε το κατσικάκι;
Όχι!
Όχι;
Το κατσικάκι δεν το θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι πολύ είναι αυτό που σου είπα. Όποτε γινότανε βομβαρδισμός, έβγαινε έξω αυτή η κυρία, που σου λέω. «Ελάτε -μας λέει- μέσα! Φύγετε, ελάτε μέσα!» και μας έβαζε στο κάτω του σπιτιού της που το ‘χε κάνει καθαρό, έλαμπε. Και κατεβαίναμε εμείς από κάτω και έδινε τη λήξη μετά ο συναγερμός ας πούμε. Τέλειωνε και ξαναβγαίναμε και συνεχίζαμε το παιχνίδι.
Άλλα χρόνια, ε;
Ε, βέβαια. Άλλα χρόνια, βέβαια. Αυτά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Ρίτσα.
[00:45:00]Παρακαλώ! Δεν ήτανε τίποτα.
Ε, πώς; Ήτανε. Σπουδαίες αναμνήσεις.
Ναι, καλά βέβαια. Έπαιξα πολύ στον Συνοικισμό σαν παιδί, παίξαμε πολύ γιατί ήμαστε όλο έξω και παίζαμε.
Πολύ παιχνίδι, ε;
Ω, πολύ. Τα «σκατούλια» και το «τσούνι» ήτανε–.
Το «τσούνι» τι ήτανε;
Το «τσούνι» ήτανε ένα ξύλο μακρύ τόσο που στις άκριες το κάνανε μυτερό με το μαχαίρι. Να-να-να-να το κάνανε μυτερό και το βάζαμε χάμω. Είχαμε ένα ξύλο πλατύ, μακρύ και το χτυπούσαμε στην άκρη της μύτης κι αυτό πεταγότανε και πήγαινε οπουδήποτε και ήτανε πόντοι. Ανάλογα πού πήγαινε, ήτανε και πόντοι. Κατάλαβες; Τέτοια παιχνίδια παίζαμε.
Και η «παστέλα» τι είναι;
Η «παστέλα», κάναμε χάμω γραμμές τετράγωνες και είχαμε μια πλατιά πέτρα και ήτανε χωρισμένα τα τετράγωνα και ρίχναμε να πάει–. Είχε σειρά να πάει ας πούμε, στο τελευταίο τετραγωνάκι. Πολλές φορές πήγαινε. Άλλες, άμα έβρισκε πάνω στη γραμμή που χώριζε τα τετραγωνάκια, έχανες. Κατάλαβες; Και παίζαμε! Και το «τσούνι» πάλι ήτανε με τις μύτες αυτές, που είχαμε ένα πλατύ ξύλο τόσο και το χτυπούσαμε έτσι, πεταγότανε και του ‘δινες. Αν τα προλάβαινες και του ‘δινες μια και πήγαινε, ξέρω ‘γω, μακριά–. Όσο πιο μακριά πήγαινε, τα μετρούσαμε τότε, ήτανε «φούσκος» λέγαμε. Και κέρδιζε ποια ομάδα έβαζε τα πιο πολλά. Κατάλαβες;
Πώς είπατε, «φούσκο»;
Ναι, «φούσκο». Έτσι το λέγαμε. «Φούσκο», παιχνίδι. Έτσι, ήτανε πόντος δηλαδή, ναι.
Θέλετε να πείτε κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε τη συνέντευξη; Που θα θέλατε να πείτε. Κάτι που μάθατε από τη ζωή σας ή κάτι που θυμάστε ή–.
Ε, τι να θυμάμαι; Θυμάμαι ότι στην Κατοχή εγώ σαν παιδί, με αυτά που σου λέω και με την Κική αυτή που Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα της, πέρασα ωραία. Δεν πείνασα. Πώς να στο πω; Δεν πείνασα.
Και ρίξατε και πολύ παιχνίδι!
Ω, πολύ. Παιχνίδι ήτανε το–, πάρα πολύ.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύρια Ρίτσα.
Παρακαλώ.
Ευχαριστώ πάρα, πάρα, πάρα πολύ.
Παρακαλώ.
Photos

Εν Σύρω
Η αφηγήτρια είναι στα αριστερά.

Εν Σύρω
Η αφηγήτρια είναι στα δεξιά.

Εν Σύρω
Η αφηγήτρια καθιστή στο κέντρο.

Ο γάμος
Η αφηγήτρια και οι γονείς της

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακούση

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακο ...

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακο ...

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακο ...

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακο ...

Θεοδώρα Βαμβακούση
Φωτογραφία της αφηγήτριας με παραδοσιακή φ ...

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακο ...

Ο γάμος
Ο γάμος της αφηγήτριας με τον Θωμά Βαμβακο ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας στο Ναυτικό, πρώτ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας στο Ναυτικό

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας στο Ναυτικό, στα ...

Θωμάς Βαμβακούσης
«Επιστρέφοντας στον Πειραιά από Αλεξανδρού ...

Θωμάς Βαμβακούσης
«Επιστρέφοντας στον Πειραιά από Αλεξανδρού ...

«Ενθύμιον 25ης Μαρτίου 1 ...
Η αφηγήτρια είναι η πρώτη γυναίκα από δεξιά

Θωμάς Βαμβακούσης
«Ενθύμιον της 28ης Οκτωβρίου 1951 Βάσος, Γ ...

Στην εξοχή
Στα δεξιά η αφηγήτρια και ο σύζυγός της

Περίπατος
Περίπατος στα Λαζαρέτα, 03/03/1952. Πίσω φ ...

Στην εξοχή
Ο σύζυγος της αφηγήτριας πάνω στο δέντρο

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας στο πλοίο

Θωμάς Βαμβακούσης
Αριστερά ο σύζυγος της αφηγήτριας, στην πλ ...

Εν Σύρω
Η αφηγήτρια είναι δεύτερη από αριστερά.

Εν Σύρω
Η αφηγήτρια είναι στο κέντρο.

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας σηκώνει τον Επιτάφιο

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας πρώτος από δεξιά

Εν Σύρω
Έξω από τον Ι.Ν. της Αναστάσεως στη Σύρο. ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στη Παραλία της Ερμούπολης, πίσω διακρίνον ...

FR0240_04_PHOTO39
Όχημα Στρατού

Στην πλατεία Μιαούλη
Μπροστά από το άγαλμα στη πλατεία Μιαούλη ...

Στη θάλασσα
Η αφηγήτρια είναι στο κέντρο με γυαλιά ηλίου

Η Βουλή των Ελλήνων
Φωτογραφία της Βουλής των Ελλήνων στην Αθή ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Έξω από τον Ι.Ν. Μεταμορφώσεως στη Σύρο. Ο ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Μπροστά στο άγαλμα στην πλατεία Μιαούλη στ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
«Αναμνηστική φωτογραφία από την εορτή της ...

Ο Καπέλλας
Ένας φίλος του συζύγου της αφηγήτριας με τ ...

Ο Καπέλλας
Ένας φίλος του συζύγου της αφηγήτριας με τ ...

Ο Καπέλλας
Ένας φίλος του συζύγου της αφηγήτριας με τ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στο μπακάλικο στην αγορά της Ερμούπολης. Σ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στο μπακάλικο στην αγορά της Ερμούπολης. Σ ...

Περπατώντας στη Σύρο
Η αφηγήτρια είναι στα δεξιά, 08/11/1948

Απόκριες
Η αφηγήτρια κρατάει ένα ποτήρι μπροστά στη ...

Απόκριες
Η αφηγήτρια στα αριστερά

Απόκριες
Η αφηγήτρια και ο σύζυγός της στα δεξιά

Χριστούγεννα 1953
Ο σύζυγος της αφηγήτριας στο κέντρο

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας χορεύει

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας χορεύει

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας χορεύει

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας χορεύει.

Θεοδώρα Βαμβακούση
Η αφηγήτρια χορεύει

Θεοδώρα Βαμβακούση
Η αφηγήτρια χορεύει

Περπατώντας στη Σύρο
Η αφηγήτρια στα δεξιά, 08/11/1949

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας χορεύει

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας χορεύει

Θωμάς Βαμβακούσης
Ημέρα γιορτής, ο σύζυγος της αφηγήτριας δε ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ημέρα γιορτή, ο σύζυγος της αφηγήτριας με ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ημέρα γιορτής, οσύζυγος της αφηγήτριας με ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ημέρα γιορτής, ο σύζυγος της αφηγήτριας στ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στην ταβέρνα, ο σύζυγος της αφηγήτριας είν ...

Στην ταβέρνα
Η αφηγήτρια είναι η πρώτη από δεξιά και ο ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στην ταβέρνα, ο σύζυγος της αφηγήτριας είν ...

Στην ταβέρνα
Στην ταβέρνα

Περπατώντας στη Σύρο
Ενθύμιον Καθαράς Δευτέρας, Βάρη, 12/03/195 ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας είναι ο τρίτος απ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Ο σύζυγος της αφηγήτριας είναι ο τρίτος απ ...

Στην ταβέρνα
Στην ταβέρνα. Η αφηγήτρια και ο σύζυγός τη ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στο καφενείο, ο σύζυγος της αφηγήτριας τέτ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στην ταβέρνα, ο σύζυγος της αφηγήτριας δεύ ...

Θωμάς Βαμβακούσης
Στη ταβέρνα, ο σύζυγος της αφηγήτριας πρώτ ...

Πικ-νικ
Πικ-νικ στην εξοχή με την οικογένεια

Πικ-νικ
Πικ-νικ στην εξοχή με την οικογένεια

Σφραγίδες φωτογράφων
Σφραγίδες των φωτογράφων που βρήκα πίσω απ ...

Στην ταράτσα
Η αφηγήτρια και ο σύζυγός της στη ταράτσα ...

Εκδρομή στα Τάλαντα
Γυμνάσιον Θηλέων Σύρου, 17/05/1945. Η αφηγ ...

Στα Πευκάκια
Η αφηγήτρια και ο σύζυγός της στο μπαλκόνι ...

Παππούς κι εγγονός
Ο πατέρας της αφηγήτριας με τον εγγονό του ...

Εν Σύρω
«Ενθύμιον εν Σύρω τη 18/05/1950». Η αφηγήτ ...

Εν Σύρω
«Ενθύμιον από την ημέραν της Αναλήψεως του ...
Summary
Μία Συριανή, κόρη προσφύγων από το Τσεσμέ της Τουρκίας, μοιράζεται ιστορίες από την παιδική της ηλικία και ευχάριστες αναμνήσεις από την Ιταλική κατοχή στη Σύρο, μη παραβλέποντας να αναφέρει την αξιοσημείωτη ιστορία αγάπης μεταξύ ενός Ιταλού γιατρού και μιας Συριανής φίλης της.
Narrators
Θεοδώρα Βαμβακούση
Field Reporters
Ζουστίν Αρβανίτη
Tags
Interview Date
06/12/2020
Duration
48'
Summary
Μία Συριανή, κόρη προσφύγων από το Τσεσμέ της Τουρκίας, μοιράζεται ιστορίες από την παιδική της ηλικία και ευχάριστες αναμνήσεις από την Ιταλική κατοχή στη Σύρο, μη παραβλέποντας να αναφέρει την αξιοσημείωτη ιστορία αγάπης μεταξύ ενός Ιταλού γιατρού και μιας Συριανής φίλης της.
Narrators
Θεοδώρα Βαμβακούση
Field Reporters
Ζουστίν Αρβανίτη
Tags
Interview Date
06/12/2020
Duration
48'