© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Κάναμε το έγκλημα της μετάδοσης της μουσικής», ένας ραδιοπειρατής αφηγείται (ΜΕΡΟΣ Α΄)
Istorima Code
13532
Story URL
Speaker
Βασίλης Μπουζούρης (Β.Μ.)
Interview Date
12/10/2021
Researcher
Γεώργιος Κυριακίδης (Γ.Κ.)
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα.
Είμαι ο Γιώργος Κυριακίδης, είμαι ερευνητής για το Istorima και βρίσκομαι στην οικία του αφηγητή. Είναι 13/10/2021. Πείτε μας και το όνομα σας.
Με λένε Βασίλη Μπουζούρη.
Κύριε Βασίλη, αν και ξέρω ότι το κύριε δεν σας αρέσει, θέλω να μου πείτε την ημερομηνία γέννησης σας και το πατρώνυμο σας, να ξεκινήσουμε έτσι.
Το πατρώνυμο μου, να ξεκινήσω από το τελευταίο… Καταρχήν να σας πω καλώς ήρθατε. Τον πατέρα μου τον λέγανε Ιωάννη, τον έχασα πρόσφατα για αυτό ξεκινάω από αυτό και γεννήθηκα στις 4/12/1961.
Υπέροχα. Πείτε μας λίγα λόγια για την παιδική σας ηλικία, που μεγαλώσατε, σε ποια περιοχή. Πείτε μας δύο τρία λόγια.
Η μητέρα μου ήτανε κόρη ενός δασικού υπαλλήλου, ο οποίος ουσιαστικά ο παππούς μου έκανε επιτήρηση σε όλη την βόρεια Ροδόπη του νομού Ξάνθης. Και η βάση του ήταν ο Εχίνος, με αποτέλεσμα η μητέρα μου να είναι κοντά στον πατέρα της. Σε ηλικία 19 χρονών όταν γνώρισε τον δικό μου πατέρα, ταχυδρομικός υπάλληλος στο επάγγελμα, ήταν όταν ο πατέρας μου διορίστηκε επάνω στον Εχίνο. Οπότε ανταμώσανε οι δύο και προέκυψε ο έρωτας και ο καρπός που είμαι εγώ έτσι. Δηλαδή γεννήθηκα στην Ξάνθη βέβαια γιατί τότε δεν υπήρχαν υποδομές επάνω και μεγάλωσα από το πρώτο δευτερόλεπτο στον Εχίνο, μέχρι τα 6 μου, 7 χρόνια. Μετά κατέβηκα για να πάω σχολείο, τα οποία τότε δεν υπήρχαν επάνω σχολεία, νηπιαγωγεία και… Αυτό. Γεννήθηκα μεγάλωσα στον Εχίνο του νομού Ξάνθης, στα ορεινά πομακοχώρια σήμερα.
Όσο περνούσαν και τα χρόνια μέσα από τα σχολεία που είπατε ότι κατεβήκατε στην Ξάνθη για τα σχολεία, πείτε μας δυό λόγια για αυτά, σε ποια συγκεκριμένα πήγατε;
Μέναμε Αγίου Ελευθερίου 2, απέναντι από την αλάνα του Μουχτάρη, ήταν ένα μια περιοχή η οποία είχε συνεργεία, σημερινά έγινε εκεί δίπλα στο ΙΚΑ. Το ΙΚΑ το είχαμε για παιχνίδι, έκαναν το καινούργιο κτίριο και παίζαμε εκεί πιτσιρικάδες. Για να σας δώσω να καταλάβετε, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες τότε, ήταν το μεγαλύτερο 2 άντε 3 όροφους. Και η πρώτη που χτιζότανε ήτανε η πολυκατοικία του Γιαννακόπουλου, εκεί που είναι ο φούρνος σήμερα-
Ο γνωστός-
Ναι με τα νόστιμα κουλούρια. Εμείς όλα τα αλάνια της γειτονιάς παίζαμε στο καινούργιο μεγάλο κτίριο γιατί πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα. Και ξες τι κάναμε. Οι τρέλες μας, πηδούσαμε από το πρώτο όροφο στην άμμο επάνω, ήταν το παιχνίδι μας. Περίεργα χρόνια, θα έλεγα πολλές φορές τα σκέφτομαι με νοσταλγία. Ανέμελα χρόνια, φτωχά, αλλά πολλή χαρά γιατί χαιρόμασταν με το τίποτα, κυριολεκτικά με το τίποτα.
Πιάνομαι από τις λέξεις σας και λέω ξανά τις λέξεις αλάνια, οι τρέλες της παιδικής ηλικίας, αυτό μιλάμε για ποια συγκεκριμένη ηλικία; Μιλάμε από το δημοτικό ακόμα;
Ναι δημοτικό ήμουν. Η περιοχή εκεί ήτανε, άνηκε στο 3ο δημοτικό, που στεγάζεται όπου στεγαζόταν τότε στεγάζεται και σήμερα, αλλά έγιναν κάποιες αλλαγές στο χώρο γιατί πύκνωσε ο κόσμος. Πρώτη και δευτέρα τάξη δημοτικού έκανα στο 3ο και μετέπειτα μετακινήθηκα στην περιοχή που είμαστε τώρα, που είναι το πατρικό μου, ουσιαστικά το σπίτι που έχτισε η μάνα μου και ο πατέρας μου και πήγα στο 7ο δημοτικό, εδώ στο Ζαλάχα, στο 7ο δημοτικό, το Ζαλάχα είναι το νηπιαγωγείο, με συγχωρείς.
Είπατε ότι ήρθατε εδώ στην περιοχή, αν μπορείτε να την κατονομάσετε κιόλας και να μου πείτε περίπου πότε ήταν η περίοδος αυτή.
Η περίοδος είναι 1969; Ή ’69 ή 70, εν πάση περιπτώσει. Και η περιοχή είναι το Σαμακώβ, όταβ το Σαμακώβ βέβαια δεν ήταν έτσι όπως είναι τελείως διαφορετικό… αλλάζουν τα πράγματα, αλλάζει η φύση, αλλάζουν οι κατασκευές, αλλάζουν οι άνθρωποι, όλα αλλάζουν.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να μου πείτε, γιατί υποθέτω και οι μνήμες σας βελτιώνονται όταν ήρθατε στο Σαμακώβ, τι θυμάστε από τους γονείς σας όταν πρωτό-ήρθατε προς τα εδώ;
Ο πατέρας μου ήταν στο ταχυδρομείο και η μάνα μου ήτανε ένας άνθρωπος που μεγάλωνε τα δύο παιδιά, εμένα και την αδερφή μου, ήτανε όπως οι τότε νοικοκυρές ας πούμε, ήτανε η μαγείρισσα του σπιτιού, ήτανε ο άνθρωπος καθάριζε συμμάζευε τα πάντα, φτιάχνει… και από το φτιάχνει φτιάχνει ξεκίνησε να φτιάχνει μια δουλειά μέσα στο σπίτι της, άρχισε να φτιάχνει περίτεχνα κεντήματα, και είδε ότι της πήγε αυτό επαγγελματικά και το έκανε συστηματικά μέσα στο σπίτι, δηλαδή είχε ένα χώρο μέσα στο σπίτι, στον οποίο είχε δύο μηχανές και κεντούσε περίτεχνα πράγματα, απίστευτα.
Και ο πατέρας σας είπατε… ταχυδρομικός υπάλληλος.
Ταχυδρομικός υπάλληλος.
Στα ΕΛΤΑ υποθέτω.
Στα ΕΛΤΑ ναι. Τότε το ταχυδρομείο ήτανε εκεί που είναι τώρα το Λύκειο Ελληνίδων.
Για να περάσουμε σιγά σιγά και στο κυρίως θέμα-
Όπου θέλεις πάμε-
Βεβαίως. Πείτε μου πότε ή και πως γνωριστήκαμε με την μουσική. Υπήρχε κάποιο…
Το φλερτ υπήρχε πάντα. Το φλερτ υπήρχε πάντα, δηλαδή όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, μωρό παιδί ας πούμε, ακόμα από την Αγίου Ελευθερίου, πρωτοείδα ας πούμε εκείνη την εποχή ραδιόφωνο το οποίο ήταν ένα μαγικό πράγμα για εμάς, ένα μεγάλο ξύλινο έπιπλο VEGA, το οποίο έφερε μια μέρα ο πατέρας μου στο σπίτι και γούρλωσα τα μάτια μου και το κοίταζα πολύ περίεργα, όταν άρχισε να δουλεύει το πράγμα και έπιασαν τα πρώτα ραδιόφωνα και ακούγανε οι γονείς, αισθανόμουνα πολύ καλά να πηγαίνω σε αυτή τη συσκευή, σαν πιτσιρίκος εννοούμε. Με το χρόνο άρχισα να ακούω και εγώ, άκουγα άκουγα από τότε ας πούμε, τώρα… έψαχνα μέσα στην συχνότητα των μεσαίων, γιατί τότε μεσαία ήταν, μεσαία και βραχέα, τα βραχέα ήταν σπάνια πράγματα ακούγαμε καμιά Η Φωνή της Ελλάδος. Αλλά ραδιόφωνο άκουγα πάρα πολύ, Θεσσαλονίκη άκουγα, άκουγα Δεύτερο Πρόγραμμα, μεσαία πάντα, της Κομοτηνής το τοπικό και μέσα από εκεί μπλέχτηκα με την μουσική γιατί ξέρεις κάθε εποχή έχει τον τρόπο της που δίνει τη μουσική προς τα έξω και κάθε εποχή παράγει άλλου είδους μουσική. Στην ουσία μιας και μιλάμε για μουσική, η μουσική για μένα είναι η φωτοτυπία των πραγμάτων της κάθε εποχής που αντιπροσωπεύει. Δηλαδή σήμερα ας πούμε, αν μιλήσουμε, είναι καλό να το βλέπουμε ιστορικά πίσω, να γνωρίζουμε την ιστορία γιατί ουσιαστικά είναι αφήγηση και αυτό, η μουσική είναι αφήγηση. Αφήγηση στο χρόνο, απλά την ρετουσάρουν οι εταιρείες γιατί υπάρχει και το οικονομικό κέρδος. Αν γυρίσουμε τα πράγματα πίσω, θα δούμε ότι κάποια τραγούδια που ακούμε απ’ το παρελθόν, ουσιαστικά μας ανατρέχουν στα πράγματα που γίνανε τότε, τώρα αν συμπίπτουν με τα σημερινά, σπάνια, μόνο στον έρωτα γίνονται αυτά, αν συμπίπτουν με τα σημερινά δεδομένα ή αν έχουν κάποια στοιχεία και δεν συμπίπτουν 100% αυτό σημαίνει διαχρονικό τραγούδι. Στην ουσία αποτυπώνει την εποχή που παράγεται το υλικό και μένει στον χρόνο. Είναι κάτι σαν το βιβλίο, γράφτηκε έμεινε. Αυτό.
Σας ξαναγυρίζω στην πρώτη εικόνα, όταν ήρθε το πρώτο ραδιόφωνο μέσα στο σπίτι σας. Περιγράψτε μας αυτό το έπιπλο, γιατί στην αρχή σαν έπιπλο το είδατε.
Ναι σαν έπιπλο το είδα. Λοιπόν, ήταν ένα σκούρο καφέ γυαλιστερό πράγμα το οποίο είχε ένα κομμάτι γυαλί μπροστά και δυο στρόγγυλα στις άκρες, το ένα στρόγγυλο άνοιγε η φωνή και το άλλο αναζητούσε σταθμούς. Στην πορεία, στο επάνω μέρος είχε σαν πλεχτό ένα πράγμα σαν ύφασμα το οποίο κάλυπτε το μεγάφωνο ουσιαστικά. Στην πορεία ανακάλυψα ότι έχει και δύο τρύπες το ραδιόφωνο από πίσω, όχι, τρεις για την ακρίβεια. Η μία ήταν η κεραία του και οι άλλες δύο δεν ήξερα τι κάνουν. Βέβαια όλα αυτά τώρα στην ηλικία των 8 χρονών, ανακαλύπτεις. Έβαλα την[00:10:00] κεραία, οι λήψεις γίνανε καλύτερες, το έπιπλο παίζει μια χαρά, σχεδόν όλη την ημέρα παίζει μουσική μέσα στο σπίτι, η μάνα μου ήτανε πιο πολύ, ο πατέρας μου όχι τόσο, δεν ήταν της μουσικής, ήταν της ψαλμωδίας. Η μάνα μου άκουγε, δεν μπορούσε χωρίς μουσική όλη την ημέρα ακόμη και στα μεταγενέστερα χρόνια, στα επόμενα, δούλευε και έπαιζε ένα ραδιόφωνο μονίμως, μαγείρευε και έπαιζε ένα ραδιόφωνο ένα κάτι πάντα. Αυτό με το έπιπλο που λέγεται ραδιόφωνο.
Είπατε ότι καθώς πειράζατε τα δύο κουμπιά μπροστά, αναζητούσατε και σταθμούς. Ποιο σταθμό αναζητούσατε πρώτο; Με το που γυρνούσατε δηλαδή τα πρώτα κουμπιά…
Την εποχή εκείνη ακούγαμε Θεσσαλονίκη, γιατί είχε πιο ισχυρό σήμα, πιο καθαρός. Ο σταθμός της Κομοτηνής ακουγόταν το πρωί, το βράδυ εξαφανιζόταν λόγω παρεμβολών. Το μαγικό πράγμα ήταν αλλού, το μαγικό πράγμα ήτανε στον τοπικό σταθμό που είχαμε στην πόλη, ο οποίος μετέδιδε Δεύτερο Πρόγραμμα 5 ώρες την ημέρα, αναμετέδιδε και τις υπόλοιπες ώρες μετέδιδε Αμερικάνικο με αποτέλεσμα όμως να έχουμε πρόσβαση ουσιαστικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, φιλτραρισμένη, εντάξει, στην μουσική τουλάχιστον είχαμε πρόσβαση. Αυτό που μας ενδιέφερε, δεν μας ενδιέφερε οι αμερικάνικες ειδήσεις, τι κάνει ο Νίξον στην άλλη πλευρά. Ποσώς μας ενδιαφέρει. The Voice of America, ήταν ο τοπικός εδώ πέρα και βέβαια το ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης είχε τότε μεγάλα κομμάτια στο πρόγραμμα του τα οποία ήταν πρόμο εταιριών που παρουσιάζανε το τραγούδι που πουλούσαν, την πραμάτεια τους, τα τραγούδια της Columbia, σου λέω τώρα ένα τίτλο μιας εκπομπής που θυμάμαι και ξεκινούσε από Τσιτσάνη και έφτανε μέχρι ό,τι είχε. Ήταν δύο ώρες τις οποίες έπαιζε ανελέητα μουσική, απίστευτη μουσική. Αυτό με τα προγράμματα. Βέβαια στην πορεία, σου λέω όπως σου είπα και πιο μπροστά, μην γίνομαι κουραστικός, τα πράγματα αλλάζουν. Ακόμη και σήμερα ακούω πράγματα τα οποία με εκπλήσσουν ευχάριστα, πάρα πολύ ευχάριστα.
Σε αυτό το σημείο θα ρωτήσω, παίρνοντας δηλαδή τις λέξεις που είπατε και εσείς, ότι έπαιζε μόνιμα μουσική μέσα στο σπίτι. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω η σχέση της οικογένειας σας με την μουσική είναι άριστη. Μιλήστε όμως μας για αυτή τη σχέση, είπατε ο πατέρας σας όχι και τόσο πολύ, η μητέρα σας σε καθημερινή βάση.
Δεν μπορούσε χωρίς αυτό. Να σου μιλήσω για την οικογένεια συνολικά;
Ναι βεβαίως, ξεκινήστε από εκεί.
Η αδερφή μου είναι 6 χρόνια μικρότερη από εμένα και μπαίνοντας στην οικογένεια αντιμετώπισε αυτήν την κατάσταση, δηλαδή εγώ θυμάμαι έψηνα… η αδερφή μου μπήκε δηλαδή με μουσική στη ζωή της. Εγώ τότε στην ηλικία εκείνη 7-8, έψηνα την μάνα μου δεν θα ξεχάσω, μόλις ανακάλυψα την μουσική και ανακάλυψα τους τρόπους που αναμεταδίδεται η μουσική, έψηνα την μάνα μου, όταν πηγαίναμε στον μπακάλη γιατί τότε δεν υπήρχαν σούπερ μάρκετ, μπακάλικα ήταν να παίρνουμε ένα συγκεκριμένο προϊόν για το πλύσιμο. Η μάνα μου δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί εγώ επιμένω σε ένα προϊόν το οποίο δεν τρώγεται. Τα παιδιά συνήθως τα παίρνουν καμιά σοκολάτα, καμιά καραμέλα κάνα αυτό. Εγώ επέμενα σε ένα προϊόν το οποίο δεν τρωγότανε, ήτανε για την μπουγάδα. Εγώ ήξερα βέβαια γιατί, γιατί είχα μάθει ότι το OMO μέσα στο σακουλάκι με το απορρυπαντικό, μέσα στο απορρυπαντικό, ούτε καν σε σακούλες, είχε ένα βινύλιο 45αρι και το ‘χα μάθει και μπήκα στην διαδικασία να δω κάποια βινύλια από κάποιο γείτονα και λέω θέλω και εγώ τέτοια να μαζέψω. Τα άλλα παιδάκια μαζεύανε παίκτες, φωτογραφίες, αυτά, εκείνα, τα άλλα, από… εγώ μάζευα βινύλια. Αρχικά όπως είναι σήμερα με τις εφημερίδες που παρουσιάζουν, δίνανε τα CD και τα λοιπά, τότε δεν υπήρχαν στις εφημερίδες, υπήρχαν στα απορρυπαντικά όμως. Και έτσι εξελίχθηκε το πράγμα. Βέβαια μιας και φτάσαμε στο βινύλιο να σου πω ότι ανακάλυψα στην πορεία τι κάνουν οι δύο τρύπες στο έπιπλο από το ραδιόφωνο που έχω.
Βεβαίως πείτε μας για αυτό.
Μου δίνει ένας γείτονας ένα πράγμα περίεργο έτσι λίγο πλαστικό, λίγο μηχανισμοί το οποίο λεγόταν πικαπ. Μου λέει: «Αυτό εάν το βάλεις στο ραδιόφωνο από πίσω αυτά τα δύο σύρματα, μεγαλώνει την μουσική και παίζει καλά». Για να ακούσεις αυτά τα 45αρια που έπαιρνα από τα OMO. Λοιπόν ρε φίλε έγινε πανηγύρι, πανηγύρι κανονικά. Ανακάλυψα την Αμερική. Και τι καλά που παίζει. Το ραδιόφωνο μετατρεπότανε σε αυτόνομο ενισχυτή, μικρής ισχύος, τώρα 4-5-6 watt, όσο είχαν οι λάμπες, αλλά διαύγεια και η μάνα μου έπαθε πλάκα, που το βρήκα αυτό και που το κατάλαβα. Της εξήγησα ότι το πληροφορήθηκα από αλλού. Από εκεί και μετά αρχίζει ο μαραθώνιος της συλλογής των δίσκων ο οποίος δεν έχει τελειώσει ακόμη και σήμερα, δηλαδή 52 χρόνια μαζεύω δίσκους. Αυτό το πράγμα εξελίχθηκε μπήκε στο κόσμο της μουσικής, η μάνα μου ήταν, εγώ μπήκα με τα δύο πόδια, η αδερφή μου σαν μικρή και αυτή άκουγε άλλα πράγματα σε άλλη ποσότητα. Η πώρωση στο σπίτι ήμουν εγώ και η μάνα μου με την μουσική.
Αν μου επιτρέπεται να σας διακόψω για λίγο.
Παρακαλώ.
Συνεχίζοντας, θα ήθελα να σας επαναφέρω στην συζήτηση με τις εξής λέξεις. Είπατε ότι ανακαλύψατε την Αμερική, αυτή η πρώτη εντύπωση δηλαδή, άμα συνεχίσουμε από εκεί, ότι αυτό δουλεύει και δουλεύει με τον εξής τρόπο.
Με τον εξής τρόπο. Ενθουσιάστηκα. Μεγάλο το πράγμα για να το διαχειριστείς 8-9 χρονών, είναι τεράστιο. Μετά έψαχνα να βρω τις πηγές, την διαδικασία του αγοράζω με έναν τρόπο. Σαν συλλέκτης ξεκίνησα από τα 45αρια, υπόψιν θα πρέπει να διευκρινίσουμε στον κόσμο που μας ακούει ότι είναι η εποχή του Mono, όχι του Stereo, είναι ακόμη στο Mono, μονοφωνικά. Δηλαδή οι εκπομπές του ραδιοφώνου, η παραγωγή του ήχου είναι σε μονοφωνική μορφή. Μπήκα στην διαδικασία να το απλώσω το πράγμα και να δω που είναι τα δισκάδικα, που ακούγεται μουσική, όπου άκουγα μουσική μέσα στην πόλη, σταματούσα και το ‘ψαχνα. Δηλαδή τι είναι αυτό που παίζει; Jukebox; Τι εργαλείο είναι αυτό; Α, είναι σαν αυτό που έχω στο σπίτι, που μου έδωσε ο φίλος μου, αλλά έχει πολλά μέσα. Και μετά πήγα και εξερεύνησα το jukebox, για μας ήταν το πρώτο προσβάσιμο εργαλείο που είχαμε σε δημόσιο χώρο. Δημόσιο, εντάξει, όλα τα μαγαζιά είχανε ένα jukebox. Λοιπόν, μετά το jukebox μπήκα στην διαδικασία όπου παράγεται μουσική, δηλαδή ζωντανούς άκουγα μέσα στην Ξάνθη, μέσα στην πόλη. Τότε έπαιζε το Πανόραμα. Το Πανόραμα βρισκόταν κοντά στις παρυφές του Δεσποτικού σήμερα, το οποίο Πανόραμα, παιζόντουσαν ζωντανά live, γίνονταν χαμός, γίνονταν, το νούμερο ένα μαγαζί της πόλης. Στηνόμουνα σε, η παρέα μου με βαριότανε γιατί το κυνηγούσα πάρα πολύ αυτό και στηνόμουνα σε σημεία που μπορώ να ακούσω και άκουγα, 1-2-3 ώρες, τους ζωντανούς τους τοπικούς, αλλά και τους πιο μεγάλους. Αλλά μέσα από όλα αυτά μπήκα στην διαδικασία να ζήσω μοναδικές στιγμές χωρίς να το ξέρω τότε. Πχ ας πούμε, έζησα ένα καλοκαίρι δεν θυμάμαι ποιας χρονιάς είναι, μισό λεπτάκι… Θα πρέπει να ‘τανε ’72-’73, δεν είμαι σίγουρος, αλλά ήταν καλοκαίρι και τότε ο Κήπος, ο σημερινός, ήτανε κάτι σαν Club, [00:20:00]club της εποχής. Δηλαδή δούλευε με μουσική αλλά σέρβιρε και φαγητά και δεν ξέρω εγώ τις άλλες ώρες. Το event του καλοκαιριού ήταν ένα συγκρότημα, το οποίο συγκρότημα ποιο μπορείς να φανταστείς ότι ήταν τότε;
Το ’72-’73 κιόλας; Δεν μου πάει το μυαλό είναι η αλήθεια.
Socrates drank the Conium. Μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο. Που; Στον Κήπο έτσι και εγώ είμαι ένας πιτσιρικάς πίσω, η περίφραξη είναι υποτυπώδης, έχει καλάμια όρθια για να σου δώσω να καταλάβεις, δεμένα δίπλα στο άλλο. Στις τρύπες από τα καλάμια από την έξω πλευρά, μέσα γίνεται πανζουρλισμός, κοντό παντελόνι, καλοκαίρι, δίπλα στο ποτάμι και βλέπω Socrates drank the Conium, το οποίο πόσο σημαντικό ήταν το story αυτό, το ανακάλυψα μετά, αλλά με μάγεψε όλο αυτό το πράγμα. Και ενώ η παρέα ήταν κινηματογράφο, βόλτα, γλυκά, εγώ ήμουν στο Socrates. Αυτό.
Δηλαδή βλέπατε ιστορία μπροστά σας αλλά δεν το ξέρατε.
Ναι, ναι, αυτό. Με έφτιαχνε, ο οποιοσδήποτε ήχος με έφτιαχνε. Δηλαδή δεν ήταν μόνο ότι άκουσα Socrates. Στην πορεία έχω ακούσει φανταστικούς δεξιοτέχνες σε παραδοσιακά, σε απίστευτα μέρη, εκεί που δεν το περιμένεις, να παίζουν με το τίποτα. Με το τίποτα, πως να στο δώσω να το καταλάβεις, να παίζουν με δύο φύλλα από ακακία. Να βγάζει ήχο και μάλιστα νότες, δύο φύλλα από ακακία. Δεν μπορώ να στα περιγράψω τώρα, δηλαδή θα πρέπει να μας πάρει, χρόνια να μιλάμε.
Πειραματισμοί πολλοί γενικά εκείνη την εποχή.
Ναι βέβαια. Και σήμερα γίνονται, με άλλο τρόπο.
Βεβαίως, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, για την παιδική ηλικία μιλώντας πάντα, δεν υπήρχε είδος μουσικής που να μην σας άρεσε, που να ακούσατε και να είπατε αυτό δεν το ακούω ποτέ ξανά.
Όχι, τ’ άκουγα όλα. Ήμουν σε φάση που το σφουγγάρι που λέγεται εγκέφαλος ήθελε γέμισμα και γέμιζε με ήχους που με ικανοποιούσαν ψυχικά. Δηλαδή άκουγα όλα τα είδη, αλλά απέρριπτα αυτά που με ενοχλούσαν σαν ψυχή. Υπήρχαν από τότε κάποια πράγματα τα οποία με το που τα άκουγα 5-10 δευτερόλεπτα, 15, τα απέρριπτα κατευθείαν, σταματούσα να τα ακούω. Είτε στο ραδιόφωνο στο Vega, είτε στο… πχ μαγευόμουνα στο Vega, μιας και μιλήσαμε για αυτό, μαγευόμουνα να ακούω αραβικούς σταθμούς, τότε. Γιατί η αραπιά, ερχότανε εδώ πέρα με κάτι σήματα απίστευτα και ποιότητες τότε, εκεί διαπίστωσα ότι η μουσική δεν έχει παρθενογένεση. Δηλαδή ανακάλυψα ότι ο Αγγελόπουλος μεταγενέστερα έχει πει την μισή Σαουδική Αραβία και την άλλη μισή Αλγερία. Και ο Καζαντζίδης και ο Γαβαλάς, όλοι αυτοί, κάτι που γίνεται και σήμερα, κάτι που γινόταν και στις προηγούμενες δεκαετίες, απλά το ανακαλύπταμε ετεροχρονισμένα. Ναι, αυτό.
Άρα από ό,τι καταλαβαίνω η μουσική κρίση υπήρχε μέσ’ το αίμα σας. Τα καταλαβαίνατε όλα με την πρώτη.
Όλα όχι, πάντα μου ξέφευγε κάτι και σήμερα μου ξεφεύγει. Αλλά όσο περνάνε τα χρόνια γίνεσαι πιο απαιτητικός, πιο οξυδερκής, αφήνεις και περνάνε πράγματα τα οποία είναι μόνο αυτά που σου κάνουμε, αυτά που χρειάζεσαι για να γίνει καλά η ψυχή σου.
Σας πάω από το είδος μουσικής που ίσως να μην σας άρεσε, στο αγαπημένο σας είδος μουσικής, πάντα μιλώντας για την παιδική ηλικία γιατί είμαστε ακόμη εκεί. Ποιο είναι το αγαπημένο σας είδος μουσικής;
Στην παιδική ηλικία έμαθα να ακούω το λαϊκό τραγούδι. Ομολογώ ότι το ρεμπέτικο το άκουγα με ενδιαφέρον αλλά με κούραζε τότε, πιτσιρίκος τώρα. Αλλά το λαϊκό τραγούδι το άκουγα πάρα πολύ, δηλαδή της δεκαετίας του ’60-’70 ας πούμε, τα 20 αυτά χρόνια, έχουν φοβερές λαϊκές δημιουργίες και μιλάω για λαϊκές δημιουργίες γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με το όργανο, σήμερα λέμε λαϊκό οτιδήποτε παίζει μπουζούκι, δεν είναι μόνο το όργανο. Για να σου δώσω να καταλάβεις ήταν η τεχνική και τα μέσα που είχαν, δηλαδή η ηχογράφηση, μιλάμε για mono, μονοφωνικά, μιλάμε για δυο δεκαετίες στις οποίες επικρατεί ο μονοφωνικός ήχος, όχι μόνο στο εμπόριο αλλά και στην παραγωγή. Και παγκόσμια, οι συσκευές που βγαίνανε οπότε τι να παίξεις, πως να το παίξεις; Το λαϊκό τραγούδι κυρίευσε την ψυχή μου. Εκεί ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι κάνουν μοναδικά πράγματα, δηλαδή ξεχώρισα όχι μόνο το τραγούδι σαν σύνολο υλικού, ξεχώρισα τους δεξιοτέχνες μέσα στο τραγούδι, δηλαδή τα όργανα, τα οποία σε βάθος χρόνου, τα ξαναβρήκα μπροστά μου σε όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή το μπουζούκι του Ζαμπέτα ήταν μοναδικό, από την αρχή μέχρι το τέλος του, της ζωής του. Όπου άκουγες σε ηχογράφηση Ζαμπέτα, ήξερες ότι αυτός ήτανε ο Ζαμπέτας. Όταν άκουγες αρμόνιο, ήξερες ότι αυτός ήταν ο Πασπάνης ή ο Βασιλειάδης. Φαινότανε, στις νότες τους φαινότανε, χωρίς να βλέπω ποιος έχει γράψει τι. Με το που άκουγα καταλάβαινα από το παίξιμο ποιος είναι. Σε όλα τα όργανα. Εκεί που ίσως δεν ξεχωρίζεις πράγματα είναι ο κρουστός, ο οποίος είναι μπερδεμένος έτσι πάντα. Στον κρουστό δεν ξεχωρίζεις, αλλά τους σολίστες ας πούμε, τρομπέτες, ακορντεόν, με βάση… τότε λέγαμε όργανα, δεν υπάρχουν σήμερα αυτά, τα έχουν εξαφανίσει λόγω κόστους. Κακή νοοτροπία, κονσερβοποιούν τα πράγματα.
Θα πιαστώ επάνω στην διαφορά του mono και του stereo. Εσείς πως την αντιληφθήκατε αυτήν την διαφορά;
Αυτό έχει πολύ γέλιο. Αυτό έχει απίστευτο γέλιο. Ακούμε μία διαφήμιση για στερεοφωνικό ήχο. Η Φωνή της Αμερικής εδώ πέρα μιλάει για stereo, και εμείς ψάχνουμε να βρούμε τι είναι αυτό το stereo. Προσπαθούμε να, μέσω από τις πληροφορίες που έρχονται από την Φωνή της Αμερικής κατά κύριο λόγο. Βέβαια να σου πω ότι στην Φωνή της Αμερικής να σου πω ότι δουλεύανε άνθρωποι που ήταν Ξανθιώτες, με αποτέλεσμα ό,τι δεν καταλαβαίναμε από αυτά που λέγανε, να τα ρωτάμε σε αυτούς. Μας έρχεται η πληροφορία, από τέτοιους ανθρώπους, ότι ο ήχος χωρίζεται στα δύο και παύει να έχουμε ένα μεγάφωνο και έχουμε δύο. Μας φάνηκε διαστημικό. Και πώς γίνεται αυτό; Μεγαλώνουν τα όργανα, μεγαλώνει ο όγκος του, όλα μεγαλώνουν. Μάλιστα. Για αυτό το κάνανε, για να μεγαλώσει. Ε τώρα μας τρώει η περιέργεια να δούμε τι είναι αυτό που κάνανε και μεγάλωσε και πως γίνεται αυτό; Περιμένουμε την αγορά της Ελλάδος, η οποία πάντα αργεί, όπως με το iphone12. Λοιπόν, περιμένουμε την αγορά της Ελλάδος, κάποια στιγμή βγαίνει μια διαφήμιση, «Στέρεο ήχος, Κεφαλές», στα ίδια μηχανήματα, στα ίδια πικάπ, μπαίνουν στερεοφωνικές κεφαλές. Εγώ θα μιλήσω τώρα και για την εταιρεία, που ήταν τότε παγκόσμιος κατακτητής στον ήχο, η Phillips τότε ήταν παντοκράτορας. Πάμε σε έναν αντιπρόσωπο της Phillips εδώ πέρα, τον κύριο Κοκκάλα, τον κύριο Μιχάλη Κοκκάλα, από τον οποίο αγόραζα και δίσκους, είχε δισκάδικο (εξαρτήματα ήχου). Λοιπόν, και παίρνουμε την κεφαλή, η οποία είναι πανομοιότυπη με την μονοφωνική αλλά έχει άλλο χρώμα, είναι νίκελ ένα πράγμα πολύ διαστημικό, σαν [Δ.Α.], περίεργη η μύτη του. Την κουμπώνουμε επάνω, κούμπωσε! Ωραία, το βάζουμε, παίζει, αλλά δεν υπάρχει διαφορά. Λέω χαλασμένο ήταν ή μας κορόιδεψαν. Εν τω μεταξύ για να πάρουμε αυτήν την κεφαλή ήταν ο κουμπαράς μηνών τώρα, εμείς ξέραμε πως μαζεύτηκε το χρήμα, δώσε θείο, δώσε παππού, δώσε μάζεψε. Εκείνο το διάστημα δουλεύαμε κιόλας, το γέλιο της αρκούδας. Πήγαινα δημοτικό και δούλευα, ο θείος [00:30:00]μου είχε το χαμάμ. Τότε τα σπίτια δεν είχαν καν μπάνιο και το χαμάμ ήταν σε ένα κεντρικό σημείο εδώ στην Βασιλέως Κωνσταντίνου και ο θείος μου ήταν ιδιοκτήτης, ο Κυρουξής ο Θόδωρος. Και πήγαινα και βοηθούσα στο χαμάμ, ήμουν hammam-boy, σε ηλικία 10 ετών, 11. Και τι δουλειά έκανα; Μάζευα τις πετσέτες, τότε είχε και κρεβάτια, άλλη ιστορία, από που να αρχίσω και που να τελειώσω. Και μαζεύοντας, εν πάση περιπτώσει κουμπαρά, όλα αυτά, πήρα την κεφαλή την οποία πιστεύω ότι με ξεγέλασε ο κύριος Μιχάλης. Πηγαίνω με ένα ύφος θυμωμένο, του λέω: «Κύριε Μιχάλη, αυτή η κεφαλή είναι σαν την άλλη, δεν παίζει. Το ίδιο πράγμα παίζει». Μου λέει: «Έλα εδώ ρε. Οι δίσκοι που έχεις είναι μονοφωνικοί, δεν παίζουν stereo», του λέω: «Τι σημαίνει αυτό κύριε Μιχάλη;», «Για να παίξει αυτή η κεφαλή που πήρες, πρέπει να έχεις στερεοφωνικό δίσκο –άντε πάλι- και στερεοφωνικό ενισχυτή». Αυτό το stereo τι πράγμα είναι ρε; Δηλαδή δεν μπορούμε να καταλάβουμε σε τι διαφέρει; Γιατί πρέπει να έχω στερεοφωνικό ενισχυτή; Γιατί δεν παίζει ο παλιός; Ο παλιός παίζει αλλά δεν παίζει όπως παίζει ο καινούργιος. Δηλαδή το iphone10 παίζει, αλλά δεν παίζει όπως το iphone11. Το παιχνίδι από τότε το ίδιο, όπως κατάλαβες. Λοιπόν, παίρνω τα κουβαδάκια μου και επιστρέφω πίσω και ψάχνω τώρα την ίδια ιστορία. Περιμένω με λαχτάρα τον πρώτο στερεοφωνικό δίσκο. Με παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος, ο Αχιλλέας ο Χατζόπουλος, να ‘ναι καλά το παιδί, μου λέει, αυτός είχε τον τρόπο να πάρει πιο γρήγορα από εμάς, ένα βήμα πιο γρήγορα. Αλλά όσοι ασχολούμασταν με αυτό το αντικείμενο είχαμε μέσα στην πόλη, είχαμε, ψιλογνωριζόμασταν. Είχαμε την στάμπα του τρελού της γειτονιάς. Οπότε πολλές γειτονιές, η καθεμιά είχε τον δικό της και στο Σαμακώβ [Δ.Α.] την είχα εγώ. Με φωνάζει ο Αχιλλέας ο Χατζόπουλος στην Μεξικάνα, πάω στην Μεξικάνα, μου λέει: «Μου στείλανε από Αγγλία ένας θείος –την εποχή εκείνη, θείος από την Αγγλία, σε καράβια ταξιδεύανε- μου ‘στειλε τον πρώτο δίσκο stereo» «Ω ρε μεγάλε, να τον ακούσουμε;» «Ναι, προσέχτε να μην τον γρατζουνίσουμε». Το βάζουμε στο stereo το δικό του για να ακούσουμε στο σπίτι του και διαπιστώνουμε τι; Ότι το stereo έχει δύο μεγάφωνα, δεν έχει όπως είχαμε παλιά εμείς. Και στο ένα μεγάφωνο παίζει μόνο η μουσική και στο άλλο παίζουν μόνο οι φωνές. Τι μαγικό πράγμα είναι αυτό; Γυρνούσαμε το ένα κουμπί ακουγόντουσαν μόνο οι φωνές, γυρνούσαμε το άλλο κουμπί ήταν ορχηστρικό. Απίστευτο! Στερεοφωνικό, δύο κανάλια, στο ένα κανάλι οι φωνές και στο άλλο μόνο η μουσική. Beatles. Πολύ ωραία, ενθουσιάστηκα. «Αχιλλέα δωσ’ μου το ρε ‘συ, θα το προσέχω, δωσ’ το μου να το βάλω στο σπίτι να το δοκιμάσω και εγώ» να δω τι γίνεται, τι μπορώ να κάνω. Το φέρνω στο σπίτι, στο σπίτι είχα μια κατασκευή δικιά μου, τότε φτιάχναμε κιόλας. Περισσότερο φτιάχναμε παρά… Λοιπόν το βάζω με την λογική ότι ξέρεις, το ένα ραδιόφωνο είναι ένα κανάλι, και παίρνω και του γείτονα δανεικό, άλλο ένα Vega, τα βάζω δύο, βάζω το stereo στη μέση και λειτουργεί. Τότε κατάλαβα πως λειτουργεί το stereo. Δηλαδή στο ένα ραδιόφωνο, ουσιαστικά τα ραδιόφωνα είναι τα σημερινά αυτ-ενισχυόμενα, κάπως έτσι με ενισχυτές-λάμπες που τους χρησιμοποιούσαν. Λοιπόν και δουλεύει όπως δούλεψε στο σπίτι του Αχιλλέα. Θαυμάσια, μέχρι εδώ είμαστε καλά. Έτσι λοιπόν παίρνει το stereo στο μυαλό μου την μορφή και μετά βγαίνει και η παραγωγή στην Ελλάδα, τους επόμενους μήνες, μόλις είδαν ότι πάει πάρα πολύ καλά και στην Ευρώπη, ξέσκισαν οι Beatles τότε παγκόσμια. Πήραν φόρα και τυπώνουν την ελληνική βιομηχανία σε stereo. Αρχικά βγάζουν καινούργια πράγματα και στην πορεία κάνουν επανεκδόσεις τα μονοφωνικά σε stereo. Αυτή είναι η μουσική βιομηχανία στην Ελλάδα. Βέβαια, τώρα τα μονοφωνικά, μιας και μιλάμε το ’21 τώρα, είναι grand συλλεκτικά, οι τιμές τους είναι limit up. Βέβαια δεν πωλείται τίποτα θα πρέπει να σου πω, από αυτά που έχεις δει και από τα 45αρια, δεν πωλείται τίποτα.
Προφανώς, ο καθένας την συλλογή του. Λεπτομέρεια αλλά θέλω να την ρωτήσω, ο πρώτος δίσκος που ακούσατε στερεοφωνικά είπαμε ήτανε των Beatles, ποιος ήτανε;
Δεν θυμάμαι, ένα λευκό άλμπουμ ήτανε.
Ένα λευκό-
Ήτανε η εποχή των πολέμων του Βιετνάμ και τα λοιπά. Oι Beatles ήταν ένα ρεύμα το οποίο… Imagine ήταν νομίζω το πρώτο που άκουσα stereo. Νομίζω ήταν το Imagine. Αυτήν την εντύπωση έχω. Και μετά Love me do και δεν συμμαζεύεται.
Το πρώτο αντίστοιχο ελληνικό; Ελληνικής παραγωγής εννοώ.
Σε stereo; Σταμάτης Κόκοτας
Σταμάτης Κόκοτας. Πιο συγκεκριμένα αν το θυμάσαι;
Ξαρχάκου-Κόκοτα, είχε βγάλει ένα άλμπουμ τότε, το οποίο ακόμα και σήμερα όταν το ακούς, στην έκδοση της εποχής, ’67, όταν το ακούς ακόμη και σήμερα, ’67-’68, οι διαχωρισμοί του ήταν φανταστικοί, δηλαδή ο τύπος που ήταν μηχανικός ήχου, για να φέρει αυτό το αποτέλεσμα, δεν έπρεπε να κοιμόταν μήνες. Οι αναλογίες, οι φωνές, τα γυρίσματα από κανάλι σε κανάλι, απίστευτα πράγματα έκαναν την εποχή εκείνη, τα οποία γινόντουσαν, να το σημειώσουμε αυτό, με αναλογικό τρόπο, για τους σημερινούς ακροατές. Παραδοσιακά, φτιάχνοντας παραδοσιακά, ζυμώνοντας μουσική ουσιαστικά.
Άρα η μέχρι στιγμής επαφή, μιλώντας για το παιδί του δημοτικού μέχρι και τον έφηβο είναι αυτή. Όπως είχαμε πει και στην συνάντηση μας την πρώτη, πιάσατε από νωρίς δουλεία, στο μουσικό κομμάτι πάντα εννοώντας, γύρω στα 15 ή 16 αν θυμάμαι σωστά.
Μισό να σου πω, ναι κάπου εκεί.
Περιγράψτε μας, τι ήταν αυτή η δουλεία, σε ποιο μαγαζί ήσασταν;
Θα πρέπει να πω ότι τη δουλειά μου την έδωσε ένα άλλο βήμα που είχα κάνει ενδιάμεσα μεταξύ σπιτιού, stereo και δουλειάς. Είναι ένα κομμάτι το οποίο λέγεται πάλι μουσική, αλλά την απλώνω την μουσική μέσω των μέσων που ήδη έχω. Ανακαλύπτουμε εκεί περίπου στο ’72-’73, στην μεταπολίτευση, μέσα σε όλα αυτά τα ραδιόφωνα που ακούμε, υπάρχουν και κάποια άλλα τα οποία είναι πολύ ιδιαίτερα, αλλά δεν ξέρουμε τι είναι, δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι, την προέλευση. Είναι η πειρατική. Οι οποίοι, τους ακούγαμε από τότε, αλλά δεν ξέραμε, γιατί υπήρχε φόβος, νομοθεσίες, η πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης και μας μπήκε η ιδέα ότι αυτό που έχουμε εμείς με την μουσική θα πρέπει να το απλώσουμε πιο έξω. Όχι μόνο σε μένα και σε μια ομάδα παιδιών που είχαμε πάνω κάτω κοινές αντιλήψεις. Ακούγαμε τους πειρατές από διάφορες άλλες πόλεις και μερικούς από εδώ μέσα, αλλά πολύ σπάνια, ξέρεις γιατί, το χωριό ήταν μικρό, σε βρίσκουνε αμέσως. Και μπήκαμε στην ιστορία να ψάξουμε βιβλιογραφίες και τα λοιπά, να ρωτήσουμε τεχνίτες ραδιοφώνων που επισκευάζανε τότε, πως γίνονται οι πομποί και μια διαδικασία, να μπούμε στη διαδικασία να φτιάχνουμε, κατά κύριο λόγο να φτιάχνουμε πομπούς για να μπορούμε να εκπέμψουμε. Μετά μπήκαμε πάλι στην διαδικασία να φτιάχνουμε ενισχυτές της εποχής εκείνης. Μετά μπήκαμε στην διαδικασία να εκπέμψουμε για να δούμε την εμβέλεια πως μεγαλώνουμε, πως μεγαλώνουμε την εμβέλεια του ήχου και μετά πως μεταφέρουμε μέσα από αυτό το μέσο τις γνώσεις μας στους υπόλοιπους έξω. Όταν αυτό το πράγμα λειτούργησε στη μικρή πόλη, από 1, 2, 3, 5, 10 ανθρώπους, στην πορεία έγιναν πολλοί περισσότεροι, στα μεσαία πάντα, όταν λειτούργησε αυτό το πράγμα, off the record, γίναμε γνωστοί στην λεγόμενη πιάτσα της εποχής. Την επαγγελματική πιάτσα, για να φτάσω εκεί που θέλεις, το κάνω λίγο μακρύ. Οι πειρατές λοιπόν, ανάλογα με το τι απήχηση είχαν στο κοινό, είχαν και την ιεραρχία τους. Τύχαινε εγώ να είμαι σε καλό σημείο της ιεραρχίας. Και μου έγινε μία πρόταση από ένα μαγαζί τώρα σε ηλικία εφηβείας[00:40:00]. Τι ήμουνα, θα ‘μουνα πρώτη γυμνασίου; Δευτέρα; Η πρώτη πρόταση μου έγινε από τον κύριο Γουδελή. Οι αδερφοί Γουδελή είχαν δύο μαγαζιά, ένα φαγάδικο, την Αλεξάνδρα, και από κάτω είχανε μία ντίσκο, της εποχής εκείνης, με πίστες, με φωτορυθμικά, μπάλες και τα λοιπά. Βέβαια, υπήρχε δύο ντίσκο, όχι τρεις, ψέματα, στην πόλη. Πιο μπροστά υπήρχε το Βυζάντιο, η σημερινή αποθήκη στο Ξενία, το Βυζάντιο, μετά έγινε ο Πήγασος, παράλληλα με τον Πήγασο έγινε η Teenagers και μετά έγινε ο Άδωνις. Τώρα αυτά χρονολογικά σε μια εποχή που άμα δει κάποιος ότι κάτι πάει, μπαίνουν όλοι στην διαδικασία να πάρουν το κουταλάκι τους. Και εγώ ήμουν σε ένα από αυτά τα περιφερειακά, αλλά εγώ επειδή ήμουν ψηλά στο βουνό, δεν ενοχλούσε και κανέναν και ξεκίνησα από τον Άδωνη, των αδερφών Γουδελή, μια χρονιά. Μετέπειτα ένας ραδιοφωνατζής δικός μου είχε πιάσει παράλληλα δουλεία στον Πήγασο, «Έλα να μου κάνεις και μερικά ρεπό εκεί πέρα». Ξέρεις πως γίνεται αυτό. Ναι, έπαιξα στον Πήγασο, ο Πήγασος ήτανε ένα μεγάλο σχολείο και ο Άδωνης ήτανε σχολείο, αλλά ο Πήγασος ήταν Το Σχολείο, γιατί για κάποιον που βλέπει την μουσική με τον τρόπο που την έβλεπα εγώ εκείνη την στιγμή ήτανε βάλε μας σε ένα χρυσοχοείο μέσα, άσχετα με τον κόσμο, τι είχε ο κόσμος. Γιατί ο Πήγασος είχε τον τρόπο και την οικονομική δύναμη τότε να φέρνει εισαγωγές από Βέλγιο, να του στέλνουνε. Να φέρνει από Γερμανία βινύλια. Οι χρόνοι για να τυπωθούν στην Ελλάδα αυτά, μιλάμε για 5-6 μήνες μετά. Η παραγωγή της Ευρώπης στην Ελλάδα, στην μουσική ερχότανε 6 μήνες μετά. Εδώ οι μπανάνες δεν είχαν έρθει τι να σου πω τώρα; Οι μπανάνες δεν είχαν έρθει. Ο Πήγασος πέρα από το επαγγελματικό του και το οικονομικό του ήταν υπέροχο και οι συνθήκες, είχες και δασκάλους, πέρασα από έναν Λαχανά, από έναν Ρεκάρη, τον Χρήστο, μαζί με τον [Δ.Α.] τον Μεϊμαρίδη κοντά, τον Βαγγέλη τον Σίμο μετέπειτα, ο φίλος μου ήταν ο Λευτεράκης ο Στοϊδης, γνωστός και πειρατής σαν Simon, την εποχή εκείνη. Εγώ ξεκίνησα τον Λευτέρη στο ραδιόφωνο και αυτός με πήρε στον Πήγασο. Κάπως έτσι. Θεωρώντας με… Στον Πήγασο πέρασα τρία πολύ ωραία χρόνια. Μεγάλο φροντιστήριο. Σου λέω πολύ υλικό. Πολύ υλικό, που δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε ότι υπάρχει αυτό το πράγμα, εμείς οι βινυλιατζήδες, δεν υπήρχαν άλλα μέσα. Το βινύλιο και μετέπειτα και το κασετόφωνο, σχεδόν παράλληλα. Τι με ρώτησες;
Ουσιαστικά την δουλειά σας στον Πήγασο και στον Άδωνη.
Αυτό, μετέπειτα ήρθαν και άλλα. Ενός καλού, μύρια έπονται. Το ένα φέρνει το άλλο, δεκάδες, όχι μόνο στην Ξάνθη, ανά την Ελλάδα και ανά την Ευρώπη σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις.
Θέλω να σας πάω συγκεκριμένα στο γεγονός για το τι είπαν οι γονείς τότε; Πρώτα για το κομμάτι που δουλέψατε πλέον επίσημα σαν μουσικός παραγωγός ή σαν DJ σε ένα μαγαζί και ύστερα θα πάμε στους ραδιοπειρατές. Ας πούμε πρώτα για το κομμάτι το μουσικό. Οι γονείς σας τι είπανε; Ακούσαν ότι το παιδί τους δουλεύει στον Άδωνη, στον Πήγασο και σε άλλα τόσα μαγαζιά. Ποια ήταν η γνώμη τους για αυτό; Γιατί ήσασταν και μικρός σε ηλικία, για αυτό.
Εγώ ήμουν μικρός, αλλά ήταν μικρή και η πόλη, το παπούτσι ήταν μικρό, ήταν ελεγχόμενο με λίγες… Μέσα σε άκρες ελεγχόμενο. Η μάνα μου, γιατί από εκεί ξεκινάμε, μην ξεχνάμε ότι ο στρατηγός μέσα στο σπίτι είναι η μαμά, ήταν, είναι και θα είναι. Στην Ελλάδα ζούμε. Όταν πήγαινα, το είδε σαν μία δημιουργική απασχόληση. Καταρχήν, οι χώροι που πήγαινα είχαν τηλέφωνο που σημαίνει ότι μπορούσε να τους ελέγχει, με έναν τρόπο. Και κατά δεύτερον, δεν ρώτησε ποτέ για χρήματα, γιατί η ίδια έβγαζε πολύ περισσότερα. Σου λέει θα του δίνουν και κάτι, το μυαλό της εκεί, θα του δίνουν και κάτι. Μέχρι που μια μέρα, η συμμορία άρχισε πάλι, της εποχής η παρέα μου, έχει εξελιχθεί και παίρνει μηχανάκια και αποφάσισα και εγώ να πάρω ένα μηχανάκι, αλλά πως θα το πω εγώ στον πατέρα μου και τη μάνα μου ότι εγώ θέλω να πάρω μηχανάκι. Θα με φάνε ζωντανό. Ακόμη και τότε υπήρχε ο κίνδυνος μην πέσεις, πάρε δίπλωμα, μην κάνεις κλπ. Αυτό το μη που εγώ αποφεύγω να το λέω στα παιδιά μου πια. Και θα ‘λεγα, το έχω πει αλλά αιτιολογώ κάθε φορά που λέω μη, αιτιολογώ το σκεπτικό μου. Αλλά κάνε ό,τι θέλεις και εγώ έχω ένα φαρμακείο καλού κακού, σε περίπτωση που πάθεις κάτι, να σε φτιάξουμε, τουλάχιστον να μην πάθεις πολύ. Φτάνουμε στα μηχανάκια. Εγώ θέλω να πάρω μηχανάκι, λέω: «Λευτέρη να κάνουμε κάνα μεροκάματο», Λευτέρης είχε ήδη γιατί ο πατέρας του ήταν οικονομικά καλύτερα. Ο Λευτέρης έμενε στην Παλιά Πόλη. Να πάρουμε γιατί έχουμε δει πλέον την διάσταση της ρόδας. Η ρόδα μας πάει στην Θάλασσα, η ρόδα μας πάει εκεί, πιο εύκολα, πιο έτσι. Χωρίς να ξέρουμε ότι η ρόδα θέλει συντήρηση, θέλει βενζίνες, θέλει. Αυτά τα ανακαλύψαμε μετά, είναι σαν το stereo. Λέω: «Λευτέρη θα δουλέψω λίγο παραπάνω αυτό το μήνα στον Πήγασο, δώστε τα μεροκάματα σας, πες και τους υπόλοιπους », ε δεν έχει πρόβλημα ο Λάκης. Πάω στον Πήγασο, με πληρώνει για τον μήνα, ο μήνας ήταν τότε 333 δραχμές την ημέρα. Εγώ ήξερα πόσα παίρνω. Η μέρα δεν είχε μεταβολή από το Δευτέρα, Κυριακή ή Σάββατο. Τα μαγαζιά της εποχής για να καταλαβαίνει ο κόσμος, δούλευαν από τις 19:00, για χειμώνα μιλάμε, μέχρι τη 01:00, άντε 02:00. 02:00 τα πάντα ήταν closed. Δεν υπήρχαν ούτε σκύλοι έξω. Για να μην στα πολυλογώ, πληρώνομαι το βράδυ μιας μέρας, μιας μεγάλης μέρας και έρχομαι με τα χρήματα στο παντελόνι μου. Την επόμενη στο τραπέζι λέει η μάνα μου: «Αυτά τα χρήματα που τα βρήκες;», αγριεμένη όμως. Τους λέω: «Από την δουλειά» μέχρι εκείνη την στιγμή δεν με είχε ρωτήσει πόσα χρήματα παίρνω, ούτε καν την ενδιέφερε. Όταν είδε τα πολλά χρήματα, λέει: «Και πώς;», λέω «Χθες με πλήρωσε και τα είχα στην τσέπη του παντελονιού». Μου λέει: «Δεν σε πιστεύω». Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, αγριεύει περισσότερο. Εν πάση περιπτώσει για να μην στα πολυλογώ, από εδώ που είμαστε, Αγίου Δημητρίου, στον πιο κάτω όροφο ήταν το γεγονός, στο ίδιο σημείο που μιλάμε κιόλας, μου λέει: «10.000 δραχμές; Θες να μου πεις ότι τα πήρες από την δουλειά;», της λέω: «Ναι!» «Και πόσα σου δίνουν;», «Σου λέω 333 δραχμές την ημέρα» τα ‘ξερα γιατί ήταν 3αρι. «Και σου δίνουν αυτά τα λεφτά; Αποκλείεται, μου λες ψέματα». Κοιτάω το ρολόι στον τοίχο και λέω: «Θα περιμένουμε το απόγευμα ανοίγει το μαγαζί να καθαρίσουν, θα πάμε μαζί, να σου πουν οι ίδιοι εκεί που δουλεύω, να το δεις κιόλας», δεν το είχε δει μέχρι τότε. Φεύγουμε από εδώ, βάζει ένα σακάκι, μπροστά εγώ, πίσω αυτή. Αγριεμένη, φτάνουμε Βασιλέως Κωνσταντίνου 2. Κατεβαίνουμε στο υπόγειο, βλέπω την πόρτα ανοιχτή από μακριά, λέω σωθήκαμε. Κατεβαίνουμε τα σκαλία, μόλις βλέπει τον χώρο μέσα και παθαίνει πλάκα. Ο χώρος ήταν καναπέδες, ένα πράγμα τεράστιο, για την εποχή εκείνη, για τα δεδομένα εκείνα, ο χώρος ήταν, τεράστιο μαγαζί, κοντά στα 1000-1000 τόσα τετραγωνικά. Με μπαρ, με πίστες, σε μπαρέ, με όρθιους, με τουαλέτες, με αυτά, όλα αυτά και στην γωνία επάνω δεξιά, ο DJ, o βασιλιάς του. Οι καλοί μπροστά, σε ύψος 2 μέτρα πιο ψηλά από όλους τους υπόλοιπους, να ελέγχει τα πάντα. Από εκεί που ήμασταν βλέπαμε το κάθε κομμάτι του μαγαζιού, αν το φωτίζαμε, γιατί είχε και φωτισμό επάνω, ελέγχαμε οτιδήποτε θέλαμε, τουλάχιστον προφίλ, ανφάς δεν μας ενδιέφερε. Μπαίνουμε μέσα στον Πήγασο, σκουπίζουν τα γκαρσόνια: «Γεια σου ρε Βασιλάκη;[00:50:00] Τι δουλειά έχεις τώρα; Νωρίς ήρθες». Από πίσω η μάνα μου, σου λέει κάτι γίνεται τώρα. Να σου ο ένας ο συνέταιρος ο Λάκης ο Κάβουρας. Λέω «Λάκη;», «Βασιλάκη γιατί ήρθες τόσο νωρίς;», λέω: «Η μάνα μου κάτι θέλει», λέει: «Τι θέλετε κυρία;» «Καλησπέρα-τους λέει- αυτός-εννοεί εμένα-δουλεύει εδώ πέρα;», της λέει: «Βέβαια» «Και του δίνετε λεφτά;», λέει: «Ασφαλώς, αφού δουλεύει». «Μάλιστα. Και πόσα λεφτά του δίνετε;» λέει: «Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι». Ωχ λέω μέσα μου, θυμήσου Λάκη, θυμήσου. «Γιώργο!» ο άλλος συνέταιρος, Χατζηιωάννου, Χατζηιωαννίδης, κάπως έτσι, «Ναι» «Χθες τον Βασιλάκη που τον πληρώσαμε, πόσα λεφτά του δώσαμε;» «Παρά μία 10.000». Παρά μία δραχμή, 10.000. Έχει μείνει η μάνα μου παγωτό, έχει πάθει πλάκα. 10.000 τώρα, το 70τόσο. Λέει: «Και τον δίνετε τον μήνα 10.000 αυτόν –εννοεί εμένα- για να κάνει τι;», λέει: «Βάζει μουσική ο Βασίλης εδώ πέρα». «Και του δίνετε 10.000 για να βάζει μουσική;», λέει: «Ναι!», λέει: «Ε, τρελοί είσαστε!». Έκτοτε δεν μου ξαναμίλησε καθόλου, τους αποκάλεσε τρελούς τους ανθρώπους μέσα στο μαγαζί τους. Βέβαια στην πορεία της έκανα μια πλάκα, την πήρα με γεμάτο μαγαζί για να της δείξω πως είναι και μου είπε: «Καλά είπα -λέει- τρελοί είναι. Τρελοκομείο είναι εδώ μέσα. Πάμε να φύγουμε».
Ευχάριστη εμπειρία, σίγουρα.
Και να σκεφτείς ότι είναι αυτή που με έβαλε στο παιχνίδι της μουσικής. Γιατί, το Vega που λέγαμε. Ευχάριστη εμπειρία. Μετά μπαίνεις σε έναν μαγικό μεγάλο κόσμο που σου έρχεται πρωτογενές υλικό από παντού.
Δηλαδή οι ντίσκο της εποχής, πέρα από το γνωστό είδος που ξέρουμε όλοι πάνω κάτω, έπαιζε και άλλα;
Δεν ήταν ντίσκο ο Πήγασος, ο Πήγασος ήτανε dancing.
Α ήτανε dancing.
Εκεί παίζανε, γιατί σου λέω ανοίγουν οι ορίζοντες, όταν έχεις τα ραδιόφωνα τα αμερικάνικα, που κάνανε την δουλειά τους, τον θείο από την Γερμανία και από την Ολλανδία και από αυτούς να κουβαλάνε υλικό ή κάποιοι άλλοι σε καλύτερη περίπτωση να αγοράζουν από έξω και να βλέπουν και τις διαφορές των πραγμάτων, όχι ότι αγνοήσαμε την λαϊκή μουσική ή τα παραδοσιακά, παράλληλα όμως αυτό μας έδινε και χρήματα και μεροκάματα, έπρεπε να ‘μαστε καλοί και σε αυτό. Μπήκαμε στην διαδικασία να ακολουθούμε και το ρεύμα το παγκόσμιο. Δηλαδή τι ήταν το ρεύμα το παγκόσμιο; Ήταν η soul, μεγάλο κεφάλαιο, ήταν η rock, τεράστιο κεφάλαιο, ήταν η funky, ήταν η reggae και μετέπειτα στο τέλος, μας έρχεται η disco, ήταν τα 4 αυτά που είπα πιο μπροστά, ήταν η blues, ήταν… Δηλαδή η disco έρχεται πιο κοντά στο ’80, εγώ την θεωρώ πιο κοντά στο ’80. Από το ’75 και μετά αρχίζουν να ντισκοποιούν κάποια πράγματα, να πειραματίζονται σε αυτό το ρυθμό. Σήμερα που τα αναλύουμε αυτά τα πράγματα, μπορούμε να αναλύσουμε τους ρυθμούς σε bpm, αλλά στα είδη που είπα πιο μπροστά το bpm τρελαίνεται, δηλαδή είναι άλλα αντ’ άλλων, δεν μπορεί να το… το bpm μπορεί να προσδιορίσει την ηλεκτρονική, άντε μέχρι την disco και εκεί κάπως. Πιο πίσω άμα πας, εκεί χάνεται, αποσυντονίζεται το bpm, όπως αποσυντονίζεται και άμα το βάλεις λαϊκά, εκεί χάνει τα πάντα.
Μάλιστα, εσείς πιο συγκεκριμένα, προφανώς είχατε και την αντίστοιχη κατεύθυνση από το μαγαζί, αλλά παίζατε και δικά σας κομμάτια; Εννοώντας αυτά που είχατε από το σπίτι-
Ναι, ναι, ναι-
Δηλαδή δεν σας κατηύθυνε μόνο το μαγαζί;
Η χρηματοδότηση του μαγαζιού, τα χρήματα που μας δίνανε ήταν τόσο πολλά που δεν το σκεφτόσουνα καν, έβγαινες και αγόραζες. Είναι η εποχή της άνθισης των δισκάδικων στην Ελλάδα. Αφού το εμπόρευμα πουλάει σε μία μερίδα ανθρώπων. Εγώ θυμάμαι τα παιδιά της ηλικίας μου τρώγανε ρεβανί στην Νέα Ελλάς 5 φορές τη βδομάδα, εγώ έτρωγα δύο. Αφού έκανα επένδυση στα βινύλια, προτιμούσα να αγοράσω βινύλια παρά να φάω ρεβανί. Όχι ότι στερήθηκα τίποτα, απλά μπαίνεις στην μανία του συλλέκτη και όταν σου δίνεται παγκόσμιο υλικό, ξαφνικά γεμίσανε ράφια σε δισκάδικα και γινότανε χαμός. Βγάζει η παραγωγή της διασκέδασης από πίσω τα πάντα όλα. Δεν ξέρεις τι να αγοράσεις, μπαίνεις σε ένα δισκάδικο και λες θέλω και αυτό, θέλω και εκείνο, δηλαδή τι στιγμή που έκανε ο δίσκος 80, το μεγάλο, το stereo, 80-100 δραχμές, [Δ.Α.], τα αυτοκόλλητα είναι ακόμη επάνω, δραχμές 80-100, κάπου εκεί ήταν. Μιλάμε κάθε μήνα υπέρογκα ποσά, μας ερχότανε υλικό από έξω πια, πολύ γρήγορα, και έπρεπε να το έχουμε και εμείς να το ακούσουμε, γιατί θα έπρεπε να το παίξουμε στο μαγαζί, θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε τι θα παίξει, γιατί ο μουσικός παραγωγός-DJ, ένας όρος σήμερα ντρέπομαι να τον λέω το DJ, στα σημερινά δεδομένα. Τότε οι DJ ήταν disco jockey, σήμερα δεν υπάρχει ντίσκο, δεν υπάρχει δίσκος, το βινύλιο δεν υπάρχει. Δεν είναι μόνο το πρωτογενές υλικό, είναι και ο τρόπος που παίζει το πράγμα. Λοιπόν, έλεγα λοιπόν ότι αυτό το υλικό για να το ακούσουμε, φτάναμε σε σημείο να γεμίζουμε την ημέρα μας ακούγοντας βινύλια για να προχωρήσουμε ένα βήμα παρά πέρα. Σχολείο δουλειά βινύλια, φίλοι, κοινωνικός περίγυρος και υποχρεώσεις, οι όποιες υπήρχαν, η μέρα γεμάτη, πλήρης. Ευτυχώς.
Ναι. Όλη αυτή η διαδικασία με φτάνει μέχρι το ’80-‘81, έτσι, 1980-81, στην οποία παράλληλα ήδη έχω περάσει στη Μέση Τεχνική Σχολή και πηγαίνω, με ειδικότητα ηλεκτρολόγου, σχολείο. Και παράλληλα το βράδυ παίζω μουσική και παράλληλα το πρωί ασκώ το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου για να αποκτήσω εμπειρία. Όπως καταλαβαίνεις ένα εικοσιτετράωρο σφιχτό. Αυτό με πάει μέχρι το 1980-81. Το ‘81, η δεύτερη ’81 ΕΣΣΟ ήταν ο καιρός που έπρεπε να πάω φαντάρος. Και μέσα στο στρατό το πράγμα δεν τελειώνει. Δεν τελειώνει το πράγμα. Αφήνω τον Πήγασο το ‘81, το ‘82, ‘83 ουσιαστικά έκλεισε κιόλας σαν μαγαζί, έκλεισε τον κύκλο του σαν μαγαζί και βγήκε μια νομοθεσία που απαγόρευε τα υπόγεια σαν χώρους διασκέδασης, για λόγους ασφαλείας, και έκλεισε εν μία νυκτί ο Πήγασος. Στο στρατό ψάχνουν να βρουν ανθρώπους οι οποίοι κάνουν, τι χαρίσματα έχουν κάποιες φορές, κάποιες φορές. Τότε δηλαδή, σήμερα δεν ξέρω τι γίνεται. Και μέσα στα χαρίσματα βρήκαν εμένα, ο οποίος δε μιλούσα πάρα πολύ, αλλά άκουγα, άκουγα μουσική. Και σε ξένα μέρη ακούς άλλα πράματα από ό,τι άκουγες στο δικό σου. Άλλες συνήθειες, άλλοι ήχοι, άλλα, άλλα όλα. Έτσι λοιπόν μπήκα στο στρατό ουσιαστικά σαν ηλεκτρολόγος, μετά το κέντρο πήγα στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη είχε άλλα ακούσματα, στα ραδιόφωνα που ακούγαμε εμείς, την εποχή εκείνη. Είχε πάρα πολλούς πειρατικούς τη δεκαετία του ογδόντα. Γινότανε χαμός στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορείς να φανταστείς. Και η μουσική βιομηχανία, εδώ θέλω να κάνω κάτι μία παρένθεση, μιάς και μιλάμε για Θεσσαλονίκη, η μουσική βιομηχανία της Θεσσαλονίκης ήτανε το καλύτερο χαρτί της εποχής εκείνης, για τη μουσική όλης της Ελλάδας μετέπειτα, έτσι. Δηλαδή η Θεσσαλονίκη ήταν κραταιά στο κομμάτι μουσική. Ας πούμε είχε τη Λίρα. Είχε τη Βασιπάπ, ας πούμε. Μεγάλες παραγωγές δίσκων. Μετά βγήκε ο Παπάζογλου έκανε το Αγροτικόν. Δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν μόνο, ήταν στο χώρο και γύρω γύρω από αυτούς πλαισιωνόταν όμως οι τραγουδιστές, οι μπάντες και τα λοιπά και μπαίναν στη διαδικασία της παραγωγής και στα live στα μαγαζιά. Αυτά τα έζησα στη Θεσσαλονίκη όταν ήμουνα στη Μίκρα, στο Σέδες. Όταν έβγαινα εξοδούχος πήγαινα στη [01:00:00]Λεμόνα, ένα ιστορικό μαγαζί, στο οποίο τραγουδούσε ο Τερζόπουλος τότε και είχε, ήταν, είχε όλους τους βιρτουόζους μουσικούς της Θεσσαλονίκης. Αλλιώς διασκέδαζες στη Θεσσαλονίκη, αλλιώς διασκέδαζε η Αθήνα, Πήγαινα στη Θεσσαλονίκη και έβλεπα, τότε στη Θεσσαλονίκη ξεκινάν οι Ντίσκο, ντίσκο, ντίσκο, πιο μπροστά υπήρχαν δηλαδή, αλλά εγώ δεν ήμουνα εκεί. Αλλά βρήκα ντίσκο ας πούμε, το Πενήντα Τέσσερα το βρήκα και στη Θεσσαλονίκη. Το Αεροπλάνο το βρήκα και στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του αεροδρομίου. Και έβλεπα, χωρίς αυτοί να ξέρουν, εγώ ότι είμαι παραγωγός μουσικός-DJ στην Ξάνθη, έβλεπα ένα τύπο ο οποίος κάτι άκουγε παραπάνω, κάτι ξέρω γω και τσιμπούσα μερικά μεροκαματάκια στη Θεσσαλονίκη, λίγο εδώ, λίγο εκεί, λίγο. Καλά ήταν. Καλά ήταν. Άλλο κόσμο, άλλες εποχές. Όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη με μετάθεση, με στείλανε στο, λόγω ειδικότητας ηλεκτρολόγου, με στείλανε στο ΤΑΚΑΜ της Καβάλας. Τότε ήτανε ακόμη αναλογικά τα πράγματα έτσι, μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και στο στρατό ήταν αναλογικά τα πράγματα Tactical Air Navigation με αναλογικό τρόπο. Δηλαδή ένας πομπός μεγάλος, το φαί μας, τον ξέραμε από πιο μπροστά, ένας τεράστιος πομπός, ο οποίος εκπέμπει σε μία συχνότητα και καθοδηγεί τα αεροπλάνα σε όλο το βόρειο Αιγαίο. Μπαίνω στον πομπό, με καλωσορίζουν οι συνάδελφοι στρατιώτες, με κάνουν ξενάγηση και τι διαπιστώνω; Ότι έχει παρόμοια υλικά με αυτά που δούλευα εγώ πιο μπροστά και τα δούλευα για να ακούει η γειτονιά μου. Χαμογέλασα βέβαια. Άφησα να δω το περιβάλλον πως γίνεται. Πέρασε ο χρόνος και μετά από λίγο, δεν τους λέω εγώ τίποτα τους υπόλοιπους ότι ξέρεις γνωρίζω. Βρήκα έναν πάγκο με ένα κολλητήρι επάνω και ένα πολύμετρο και κάτι ανταλλακτικά από τα οποία είχε έρθει ένα σέρβις και είχε φτιάξει και ήταν να πετάξουν μερικά πράματα και είχε ένα κιβώτιο, στο οποίο κιβώτιο μέσα, είχε της Παναγιάς τα μάτια. Τα μάτια μου γυάλισαν. Λάμπες, πυκνωτές, αντιστάσεις, ξέρω ‘γω, τα οποία όλα ήταν Made in USA, Made in USA. Λέω τον ανώτερο αξιωματικό, λέω: «Τι τα κάνετε;» «Τα πάμε για καταστροφή». Του λέω: «Σε παρακαλώ που θα τα καταστρέψετε αυτά, αυτά είναι πολύτιμα». Μου λέει: «Τι; Ξέρεις από αυτά;» Λέω: «Μπορώ να πάρω μερικά; Να μη τα πάρω όλα, να πάρω μερικά». Ας πούμε εντάξει, από ένα κιβώτιο άμα, που πάνε για καταστροφή, λείψουν και τρία τέσσερα δεν τρέχει τίποτα, σπάσανε στο δρόμο. Εν πάση περιπτώσει πήρα κάποια υλικά. Έκατσα στον πάγκο, έφτιαξα ένα, πήρα ένα αλουμινένιο σασί που βρήκα και έφτιαξα ένα πομπό. Μεσαίων κυμάτων, όπως ήξερα στη δεκαετία του ’70-‘80. Όπως ήξερα εγώ να φτιάχνω. Και δεν έβλεπα την ώρα να τον ανοίξω για να δω τι κάνω, ας πούμε. Γιατί ξέρεις, καλή η θεωρία που ξέρουμε και τα σχέδια, αλλά άμα δεν ανοίξει να παίξει δεν έχει νόημα. Δεν ξέρεις. Δηλαδή μπορεί να το έχεις κάνει τέλεια και να σηκώσεις το διακόπτη και κάτι να πάει καλά, να μην πάει καλά σε αστοχία υλικού και να μην παίξει ποτέ. Όντως μια μέρα που λείπανε όλοι, το ανοίγω, μη φανταστείς ότι ήμασταν πολλοί, ήμασταν πέντε άτομα σε ένα χώρο, έτσι, σε μια κορφή ενός βουνού, μακριά από τους πάντες και τα πάντα, ακούγαμε τα ραδιόφωνα, αυτοί το Tactical Air Navigationεκπέμπει υψηλή συχνότητα, το ακούγανε όλα τα αεροπλάνα. Η εκπομπή των μεσαίων που έφτιαξα εγώ, έγινε χαμηλά. Από έως 1600 χιλιοκύκλους. Λοιπόν και το δοκιμάζω. Και βλέπω σήμα. Σήμα χωρίς να βάζω ήχο μέσα, έτσι. Μόνο το σήμα έβλεπα. Απίστευτο. Και ήταν, προφανώς το σημείο ήταν μετρημένο από δεκάδες για το στρατό, δεκάδες τεχνικούς ήθελα να πω, έτσι, ήταν εξειδικευμένο το σημείο, και κάποια στιγμή το ανοίγω, κοιτάω το σήμα, το μετράω παντού, είναι απίστευτο, πολύ καλό, και το δοκιμάζω πάνω σε άλλους που κάνανε συνομιλίες, τους παρέμβαλα για να δω τι ισχύ έχω και είδα ότι πάει πάρα πολύ καλά. Μετά δε, έμεινε να πάρω ένα ενισχυτή και ένα μαγνητόφωνο και ένα πικάπ και να παίξει. Βέβαια εκεί μέσα, λόγω στρατιωτικής περιοχής ήταν άκρως παράνομο, δεν το συζητάμε. Πήγαινες Στρατοδικείο σούμπιτος. Οι υπόλοιποι γύρω-γύρω δεν μπορούσαν να καταλάβουν, δεν μπορούσαν να φανταστούν και να καταλάβουν από πού εκπέμπω. Ούτε στην Καβάλα, ούτε στη Δράμα, ούτε στη Θεσσαλονίκη που πήγαινε αέρα πατέρα, ας πούμε. Αυτό. Δεν το έκανα όπως έπαιζα εδώ, ας πούμε, ώρες. Έτσι. Έβγαινα μισή ωρίτσα, τρία τέταρτα, τους ανακάτευα την μπάντα και έφευγα. Πέρασα και εκεί αυτό το κομμάτι το ραδιοφωνικό μου.
Εκεί όμως παράλληλα αρχίζω και ακούω, ας πούμε, σε μία μπάντα η οποία μέχρι, για μας ήταν άχρηστη μέχρι τότε, τα FM, δηλαδή όταν παγκόσμια, σε παγκόσμια κλίμακα οι εταιρίες βγάλανε τα FM. Υπήρχαν στα στερεοφωνικά τα πρώτα που ήρθαν. Τα στέρεο ήρθαν σχεδόν ήρθαν μαζί με τα FM. Εμείς δεν ξέραμε εδώ τι δουλειά κάνανε τα FM. Γιατί ανοίγαμε το ραδιόφωνο, σε αυτή την μπάντα και ακούγαμε ένα κχκχκχκχκχκχ. Ένα παράσιτο σε όλη την μπάντα. Ένα απαίσιο παράσιτο. Και όταν ρωτούσαμε τους πωλητές στα μαγαζιά, αυτό το κουμπί γιατί έχει ένα F και ένα Μ δίπλα, μας λέγανε δεν χρειάζεται, δεν υπάρχουν πομποί εκεί πέρα. Και ο πρώτος πομπός που άκουσα, ας πούμε, στα FM, νομίζω ήταν πριν το στρατό, τυχαία τον άκουσα, ήταν κάποιος αναμεταδότης του δευτέρου προγράμματος, σε μια εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, που υπήρχε στο ραδιόφωνο και λεγόταν «Pop Club και Rock Club» και ακούγαμε πράγματα που για μας ήταν χρήσιμα για τα μαγαζιά. Αυτός μας έκανε ελληνική ενημέρωση των πραγμάτων, όπως ακούγαμε από τον αμερικάνο εδώ πέρα. Παρόμοια. Αλλά μας άρεσε το [Δ.Α.] να ακούμε, έτσι. Εντυπωσιακό να ακούς FM. Κεραίες, κόντρα κεραίες, αδύνατα σήματα και τα λοιπά. Εκεί μετά το στρατό, έρχομαι στην πόλη ή και λίγο πιο μπροστά, δε θυμάμαι ακριβώς, με άδειες, και είναι ένας φίλος μου, μέσα στην πόλη, βγαίναμε στα μεσαία, Αντώνης Μπαϊρακτάρης, να είναι καλά η μνήμη του, ο οποίος μου πρωτομίλησε για τα FM. Και του έλεγα: «Άσε ρε Αντώνη, είσαι τρελός για δέσιμο». Μου λέει: «Γιατί, όπως βγαίνουμε έτσι, θα βγούμε και αλλιώς». Του λέω: «Αντώνη», «Θα φτιάξω ‘γω ένα και θα το δεις». Και μου φέρνει ένα πραγματάκι σαν πακέτο από τσιγάρα. Με μία εννιάβολτη μπαταρία, εδώ στο σπίτι. Μου λέει: «Αυτό είναι». Τον κοιτάω, τον ξανακοιτάω. Μου λέει: «Το βάζουμε μπροστά και θα παίζει». Όντως πάμε στην μπάντα που είχε το κχκχκχκχκχ και παίζει μέσα στο σπίτι μια χαρά. Και πολύ καλά, σαν ποιότητα. Βγήκε έξω, στα τριάντα μέτρα χάθηκαν όλα. Εκεί λοιπόν μετά αρχίζει το παιχνίδι. Το ίδιο παιχνίδι που κάναμε με τα μεσαία, πιο μεγάλο, πιο μικρό, πιο έτσι, πιο αλλιώς. Να τα σχέδια, να τα έτοιμα, να τα αυτά, ενισχυτές. Ένα διαρκές ψάξιμο. Δηλαδή αυτό το πράμα είναι σαν τη θάλασσα που αγαπάω πάρα πολύ, θάλασσα και μουσική και όλο αυτό το δίκτυο που σου περιγράφω. Είναι οι αγάπες μου γιατί, γιατί και τα δύο δεν σε αφήνουν να πλήξεις. Κινούνται διαρκώς. Ακατάπαυστα. Ακατάπαυστα. Δηλαδή τόσα χρόνια δεν έχω βαρεθεί να ακούω μουσική, να παίζω μουσική και να ψαρεύω ή να κάνω βόλτες στη θάλασσα. Δεν έχω βαρεθεί. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όπως λέμε με το φίλο μου το Γιώργο το Μιχαλισλή, που είναι στην Αγγλία, καλή του ώρα, σερ Τζόρτζ Μιχαλισλής, μου λέει: «Βασίλη δε θα τα ακούσουμε όλα». Εγώ πάλι του λέω: «Γιατί ρε Γιώργο;». Μου λέει: «Γιατί έτσι είναι. Δεν προλαβαίνουμε». Δε προλαβαίνουμε. Το ίδιο δε θα προλάβω να δω όλη τη θάλασσα του πλανήτη, αλλά σου λέω και πάλι είναι εντυπωσιακό γιατί αυτά τα δύο, εμένα σαν άνθρωπο, δε με αφήνουν να πλήξω δευτερόλεπτο. Βέβαια υπάρχουν και τα υπόλοιπα, έτσι, δεν είναι η ζωή μόνο αυτά τα δύο. Αλλά όταν θέλω να κάνω κάτι για την ψυχή μου, αυτά τα δύο διαλέγω.
Θα σας γυρίσω λίγο πίσω ξανά στο χρόνο, και θα σας πάω στο σημείο του ραδιοφώνου γενικά. Δε θα κατονομάσω ακριβώς, θα το αφήσω πάνω σας. Αλλά ποια ήταν η πρώτη φορά που βγήκατε, εσείς προσωπικά, ζωντανά στο ραδιόφωνο;
Θα πρέπει να ήταν ‘73 ή ‘74, κάτι τέτοιο. [01:10:00]Είναι ένας φίλος, εδώ γείτονας, ο Στάθης ο Πανίδης, ο οποίος έχει μία σχέση με έναν φίλο, τον Παύλο τον Αγγελόπουλο, στον Αστικό, γιατί σου λέω η Ξάνθη ήταν μικρή, γνωριζόμασταν, ο οποίος έφτιαχνε πομπούς. Και πήρε έναν ο Στάθης ο Πανίδης και πήγαιναν από εδώ τα βινύλια στου Στάθη που ήταν γείτονας, εκατό μέτρα πιο πάνω, και έβαζε μουσική. Γιατί και αυτός βινύλια και εγώ πήγαινα και δυό μαζί από εκεί. Οπότε κάποια στιγμή μου λέει: «Έφτιαξα άλλο ένα αλλά είναι πιο μικρό». Του λέω: «Εντάξει. Δώστο να το δοκιμάσω». Και το πήρα το πομποδάκι εκείνο. Δεν το δοκίμασα απλά, έπαιξα και πήρα υλικά, γιατί είχα χρήματα, και έφτιαξα ένα αντίγραφο. Το ίδιο. Όταν το επέστρεψα ήδη είχα εγώ το δικό μου. Και από εκεί ξεκινήσαν όλα. Δηλαδή κάπου ένα [Δ.Α.] πολύ απλό, πολύ απλή κατασκευή και στην πορεία αυτό το πράμα μεγάλωνε. Δηλαδή, τα μηχανήματα εκπομπής μέχρι το 1985-87, που αρχίσαμε να, μετά άλλαξε το μοτίβο, ‘85, ‘86, ‘87, κάπου εκεί, μέχρι εκεί τα μηχανήματα εκπομπής τα φτιάχναμε μόνοι μας. Οι περισσότεροι έτσι. Δεν ήταν μόνο οικονομικό το θέμα, ήτανε, σου άνοιγε τα μυαλά στα τεχνικά πράγματα. Σου μάθαινε τι είναι οι λάμπες, τα τρανζίστορ, οι πυκνωτές, οι αντιστάσεις, οι δίοδοι. Δηλαδή όλα αυτά είναι τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες σε πάνε σε άλλο επίπεδο. Σε πηγαίνανε, έτσι. Και όταν μαθαίνεις τη χρήση αυτών των πραγμάτων, ακόμη και σήμερα που μιλάμε, σε γενικές γραμμές, σε όλο τον πλανήτη, επικρατούν κάποια από αυτά τα πράγματα που σου λέω σε εφαρμογές όπως, πομποί, έτσι. Αυτά συν κάποια άλλα. Οι βασικές αρχές παραμένουν οι ίδιες. Και στις συσκευές επίσης.
Σας κατευθύνω προς το θέμα της ραδιοπειρατείας, ας το πούμε έτσι.
Της παράνομης-
Της παράνομης. Θα ξεκινήσουμε από κάτι πιο απλό. Όπως πιστεύω οι περισσότεροι και αναφερθήκατε συντόμως και πριν, είχατε ψευδώνυμο.
Ναι, ναι.
Τα δικά σας κατά καιρούς, ποια ήταν τα ψευδώνυμά σας;
Ναι, ναι. Παιδιά τώρα έτσι. Παιδιά. Το ‘72 ήμουνα ο «Ράδιο Λάκης». «Λάκης ο Lucky Man» και μετά το έκοψα και το έκανα « Ράδιο Lucky» λεγόταν πιο καλό σαν ήχο στο αυτί. «Ράδιο Lucky» Λάκης, Λάκη, κάπως έτσι. Λοιπόν στην αρχή σε ακούν οι συμμαθητές. Στο σχολείο. Διαπιστώνουν ότι αυτός κάνει κάτι άλλο, το οποίο έχει να κάνει σχέση με αυτό και γίνεσαι ο DJ στα πάρτι. Και μετά εξελίσσεσαι ρε παιδί μου και γίνεσαι αυτό που, την πορεία που σου περιέγραψα πριν. Δηλαδή το ντιτζεΐλίκι, ουσιαστικά, ξεκινά από τα πάρτι, τα μαθητικά. Στο δημοτικό έτσι, για μένα. Τώρα αν θες να το βάλουμε αρχή, θα το βάλουμε στα μαθητικά πάρτι του δημοτικού. Δηλαδή όπου είχε πάρτι στην περιοχή, φωνάζαν εμένα. Γιατί είχα και το υλικό, αλλά είχα και τα μηχανήματα. Και το πάρτι τι ήθελε; Ήθελε βερμούτ, μαρτίνι, ρόσο αντίκο, μπατίντα ντι κόκο και κόσμο. Αυτό.
Προφανώς. Είχατε, μου είπατε και για κάποιες εκπομπές και κάποιες θεματικές τις οποίες είχατε στο πρόγραμμά σας. Περιγράψτε μου βασικά, όλο το πρόγραμμα πως κυλούσε περίπου.
Σου μιλάω χρονολογικά γιατί αυτό με βοηθάει να θυμάμαι, έτσι.
Βεβαίως ναι.
Όταν επιστρέφω από το στρατό, ήδη τα FM έχουν κάνει την πρώτη βόλτα στην πόλη μου. Εγώ λείπω, τα FM ήρθαν. Κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν από άλλες πόλεις, πιο προχώ’ , Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ξέρω ‘γω, κάποιες άλλες μεγάλες πόλεις, που ήταν πιο προχώ’, ήρθαν και φέρανε μαζί τους και το πειρατιλίκι στα FM. Από εκεί ξεκινάει, δηλαδή πάλι πειρατιλίκι. Το οποίο πειρατιλίκι πια έχει αλλάξει λίγο μορφή. Οι ποιότητες είναι λίγο διαφορετικές. Ανιχνεύουμε ένα αντικείμενο το οποίο δεν ξέραμε μέχρι τώρα. Τα FM συμπεριφέρονται διαφορετικά από τα μεσαία, σαν κύματα. Έχουν άλλα πλεονεκτήματα, άλλα μειονεκτήματα. Ενώ με τα μεσαία με μία ισχύ μέχρι εκατό βατ πηγαίναμε μέχρι Κρήτη, σε συνομιλίες που κάναμε, τα FM με εκατό βατ δεν πήγαινες ούτε μέχρι είκοσι χιλιόμετρα. Με την ίδια ισχύ, έτσι. Άμα έβρισκε εμπόδιο έκανε πάλι εκείνο το παράσιτο «κχκχκχχκχ» και τα λοιπά. Στα μεσαία δεν υπήρχαν αυτά. Το μόνο που υπήρχε ήταν διάλειψη η οποία ήταν λόγω καιρικών φαινομένων, κατά κύριο λόγο. Έρχομαι λοιπόν στην Ξάνθη και βρίσκω τα μεσαία, τα FM, συγγνώμη. Την αρχή των FM. Ο φίλος μου ο Αντώνης, που σου είπα, ήταν ο πρώτος, λίγο πριν το ’80, που βρήκε τα FM σε ένα προϊστορικό πομπουδάκι με μία μπαταριούλα 9 βατ. Όταν γύρισα πίσω όμως, στην μπάντα διαπίστωσα ότι, των FM, ότι υπήρχανε 2-3, εισαγόμενοι στην πόλη, κάτι στρατιωτικοί, κάτι καθηγητές, κάτι ξέρω ‘γω, οι οποίοι είχαν τεχνογνωσία από άλλες πόλεις ή είχαν τον τρόπο και πήραν μηχανήματα και εξέπεμπαν στα FM. Τα FM ήταν παράλληλα με τα μεσαία. Ένα διάστημα δηλαδή, από το ’83 έως το ‘85, όπου και επικράτησαν τότε, ’85-‘86, οι πειρατές φεύγαν από τα μεσαία και πήγαιναν στα FM λόγω ποιότητας ήχου. Βέβαια εντάξει. Κάπου εκεί γίνεται ένα μπούγιο. Οι αρχές προσπαθούν να βάλουν μία τάξη. Μας κυνηγάει η Αστυνομία. Πάντα μας κυνηγούσε. ‘Έχουν ψάξει αυτό το σπίτι άπειρες φορές. Και πάντα υπήρχε ένας τρόπος να τα κρύβεις καλά. Λοιπόν στο τέλος να πούμε, κάναμε το έγκλημα της μετάδοσης μουσικής από ραδιοφώνου δημόσια και τα λοιπά. Εγκληματίες. Σεσημασμένοι εγκληματίες.
Δηλαδή είχατε όντως προβλήματα με την Αστυνομία. Είπατε ψάξανε κιόλας. Δηλαδή υπήρχε περίπτωση-
Ναι βέβαια, βέβαια-
Τώρα είναι-
Με ένταλμα, με ένταλμα, με ένταλμα, μπήκαν μέσα με ένταλμα και ευτυχώς είχα ειδοποίηση από το τηλέφωνο από ένα φίλο και διέλυσα τα μηχανήματα, αυτοί που ήρθαν να με ειδοποιήσουν με τα μηχανάκια, πήραν κομμάτια από τα μηχανήματα και τα βγάλανε έξω. Με αποτέλεσμα να μείνουν κάποια μηχανήματα ήχου, τα οποία όταν μπήκαν και τα βρήκαν μέσα μαζί με τους δίσκους, ήταν τόσο άσχετοι που δεν ξέρανε τι ήταν, πομποί και τα λοιπά, τους είπαν ότι είναι πομποί, πομποί, λέω όχι ενισχυτής είναι και φέρανε τεχνικό μετά και είδαν ότι είναι ενισχυτές μόνο και δεν μπόρεσαν να έχουν πειστήρια για το δικαστήριο, και βγήκα σχεδόν αφρός.
Ελπίζω όχι και κρατητήρια και αντίστοιχες-
Όχι, όχι κρατητήρια δεν είχε, αλλά-
Λέω μήπως υπήρχε και αυτή η διαδικασία για αυτό-
Όχι, όχι αλλά ήσουνα δακτυλοδεικτούμενος. Ήσουνα το κακό παιδί, το παράνομο, το παράνομο παιδί μιας πόλης η οποία, την οποία τα βράδια διασκέδαζες στον Πήγασο. Απίστευτο.
Σε αυτό το σημείο, δηλαδή με το κομμάτι το παράνομο, οι γονείς-
Ωωω, η ψυχή τους στην κούλουρη. Η μάνα μου παντόφλα. «Θα μας πιάσουν, θα μας κάψεις» αυτό εκείνο. Ο πατέρας μου: «Εγώ είμαι υπάλληλος». Τους έλεγα μην ανησυχείτε. Δεν κάνω κάτι τραγικό. «Θα προτιμάτε να τα κλείσω να πάω σε ένα σφαιριστήριο και να παίζω μπιλιάρδο όλη μέρα;». Έπαιζα. Αλλά θέλετε να παίζω μπιλιάρδο όλη τη μέρα». Τίποτα. Σου λέω η μουσική και η θάλασσα ήταν αυτά, το ψάρεμα, το χόμπι μου το αγαπημένο,. Η κολύμβηση, στην οποία μετά μπήκα. Όταν πέρασα αυτό το δύσκολο διάστημα της δεκαετίας του ’70-‘80, μετέπειτα τα πράγματα γίνανε, καταλάβανε και οι ίδιοι από μόνοι τους. Μετά νομοθετήσανε κιόλα βέβαια οι βουλευτές, το ’86-‘87, νομοθετήσανε, και άρχισαν οι άδειες από τις οποίες πήρα και εγώ ένα μερίδιο, από τις πρώτες άδειες, μερίδιο. Τηρούσα τις προϋποθέσεις. Είχα την τρέλα. Το βλέπαμε ξέρεις, αν θες, και συναισθηματικά το πράμα, μαζευτήκαμε κάποιοι πειρατές και βγάλαμε την πρώτη άδεια. Επαγγελματική. Νόμιμα χωρίς να έχουμε το πρόβλημα της Αστυνομίας.
Θα επιμείνω σε μία ερώτηση, όσον αφορά το κομμάτι των εκπομπών, των θεματικών. Τι το ιδιαίτερο είχε;
Ααα το θεματικό. Οι θεματικές εκπομπές έρχονται όταν τα πράγματα αρχίζουν και συμμαζεύονται. Δηλαδή, βγάζουμε την πρώτη άδεια το ’87. Μαζευόμαστε πέντε πειρατές, ας πούμε, ο καθένας βάζει τον οβολό του και κάνουμε μία άτυπη, παίρνουμε την άδεια ονομαστικά σε κάποιον και κάνουμε μία άτυπη εταιρία, γνωρίζοντας τι έχει βάλει ο καθένας μέσα, σε χρήματα και σε είδος. Γιατί η δισκοθήκη είναι κεφάλαιο. Ο ήχος είναι κεφάλαιο. Τα μηχανήματα παραγωγής ήχου[01:20:00] είναι κεφαλαίο. Οι κεραίες είναι κεφάλαιο. Όλα αυτά είναι κεφάλαιο. Με ένα κάποιο τρόπο τα αποτιμήσαμε αυτά και ο καθένας είχε το μερίδιό του στην προσωπική εταιρία που είχε η άδεια που βγήκε σε ένα. Ένας από τους πέντε έβγαλε την άδεια και οι υπόλοιποι πέντε ήταν αφανείς από πίσω. Λοιπόν, εκεί αρχίζει και αλλάζει μορφή το πράμα. Δηλαδή το ανέμελο πειρατικό ραδιόφωνο, το οποίο και μια χαζομάρα να έλεγες στο μικρόφωνο, περνούσε ντούκου. Περνάς στο επαγγελματικό πια, που αρχίζει και έχει άλλες απαιτήσεις. Έχει το ίδιο και μεγαλύτερο ακροατήριο. Έχει εικοσιτετράωρη λειτουργία. Δεν είσαι ο πειρατής που ανοίγεις όποτε θέλεις, τρεις πέντε ώρες εφτά ώρες και το κλείνεις. Έχει κανόνες από το ΣΡΣ. Όλα αυτά είναι δικλείδες, οι οποίες, καλό είναι για να υπάρχει μία τάξη, αλλά στενεύει τον ορίζοντα. Στενεύει τον ορίζοντα. Εμείς μέχρι τότε στο πειρατικό ραδιόφωνο έχουμε, μάθαμε να έχουμε ορίζοντα ανοιχτό. Δηλαδή η οπτική μας ήταν 380 μοίρες, ας πούμε. Δεν μπορούσες, δεν παιζόταν το πράμα. Μετά όταν μπαίνουν οι κανόνες, εκ των πραγμάτων στενεύουν τον ορίζοντα και αποκλείουν πράγματα. Αυτό. Όταν γίνανε λοιπόν οι θεματικές, συμμαζεύτηκε το πράμα και μπήκαμε στις θεματικές, στο επαγγελματικό ραδιόφωνο και είχαμε την άποψη σε επαρχιακό ραδιόφωνο, τι δεν ακούμε ρε παιδιά σε επαρχιακό ραδιόφωνο εδώ πέρα. Δεν ακούμε θεματικές. Τι είναι οι θεματικές; «Η θεία Λένα ξέρει». Οι μόνες θεματικές που ξέραμε ήταν από τα κρατικά ραδιόφωνα. «Η Θεία Λένα ξέρει». Η πιο κλασική θεματική εκπομπή του ελληνικού ραδιοφώνου ήταν «Η Θεία Λένα ξέρει». Ο Γιάννης Πετρίδης στο «Ποπ και Ροκ». Θεματικές. «Το θέατρο της Δευτέρας», στο ραδιόφωνο θεατρικές. Όλα αυτά, μιλάμε για κρατικά ραδιόφωνα, δομημένα σωστά, έτσι. Τα οποία βέβαια δομημένα σωστά, αλλά πάλι στενεύει ο ορίζοντας. Αυτό που λέγαμε. Όταν βάλεις κανόνες, άλλοι τους ερμηνεύουν έτσι, άλλοι αλλιώς, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφωνίες και να κλείνει τον ορίζοντα, ενός παραγωγού ή μιας ορμής της οποίας θες να κάνεις αλλά το σκέφτεσαι. Θεματικές, θεματικές, θεματικές, τι να κάνουμε για την Ξάνθη θεματικές; Για την ευρύτερη περιοχή. Τώρα τι να κάνουμε; Θα κάνουμε κάτι πρωτότυπο. Πρότυπο, πρότυπο, πρωτότυπο. «Πρότυπες παραφωνίες». Μάλιστα. Το στούντιο, στα πρώτα χρόνια ήταν στο υπόγειο αυτού του σπιτιού, Αγίου Δημητρίου 44. Υπόγειο. Φτιαγμένο με αυγοθήκες, γιατί δεν υπήρχαν τα χρήματα. Βαμμένες όμορφα. Πάγκος. Δηλαδή είχε τα πάντα σαν ένα μικρό στούντιο. Ακόμη και ακουστική. Αλλά δε ρίσκαρες να πεις σε ζωντανό πρόγραμμα τι καιρό κάνει έξω, γιατί δεν έβλεπες. Λοιπόν, η ροή ήταν από τις 07:00 το πρωί, μέχρι τις 00:00 το βράδυ και 00:00 το βράδυ έμπαινε διπλό κασετόφωνο, αυτό που έχω μέσα το AIWA και έπαιζε μέχρι το πρωί. Οι αναλογικές παραγωγές του στερεοφωνικού τότε ήχου, γινόταν από πικάπ, κατά κύριο λόγο πρωτογενή, από κασέτα και από μπομπίνες τότε, οι οποίες οι πρώτες γερμανικές μπομπίνες που μας είχαν έρθει οι Grundig. Μετά ανακαλύψαμε κάποια άλλα πράγματα, πιο νοικοκυρεμένα. Ναι, αλλά όλα αυτά παρήγαγαν ήχο μέχρι ένα διάστημα, ξέρεις, ωρών 3-4, η Grundig, ας πούμε. 3-4 ώρες η μπομπίνα, το πολύ πολύ. Η δε μικρές κασέτες το μαξ ήτανε 120 λεπτά η πλευρά. Ήτοι δύο ώρες η κασέτα. Η μεγαλύτερη που υπήρχε. Δύο ώρες τη μία πλευρά και δύο ώρες την άλλη, τέσσερις. Η νύχτα όμως όταν κλείνεις ένα εικοσιτετράωρο πρόγραμμα, οι τέσσαρις ώρες σε πάνε μέχρι τις τέσσερις τα ξημερώματα. Αυτό σημαίνει ότι μπαίνει στη διαδικασία το αυτόματο μηχάνημα να επαναλάβει αυτά που έπαιζε στις 00:00 εναλλάξ στις 05:00 και ούτω καθ’ εξής. Με αποτέλεσμα να ξυπνάς το πρωί στην πόλη και να ακούς στις 07:00 η ώρα το πρωί σκυλάδικα θανάτου παντού. Πω πω τι φρίκη περάσαμε. Θέλουμε να κάνουμε λοιπόν πρότυπες θεματικές εκπομπές. Ποια μέρα μας βολεύει; Με ποιόν θα την κάνουμε; Πώς θα γίνει αυτό; Τα βάζουμε κάτω, λέω, εγώ σα Βασίλης με ποιόν ταιριάζω, ας πούμε, στην κουβέντα, στο σκεπτικό ή με ποιόν έχω καλό κοντράστ ή καλά αντανακλαστικά. Με κάποιους φίλους που είμαστε έξω. Δεν είναι μόνο το στούντιο. Ρε συ έχω το Μιχάλη. Ο Μιχάλης ακούει, λέω, πωπω αυτός έχει τρέλα με την ιταλική μουσική, με τα μεντιτερανέ, με τα, πωπω εδώ είμαστε. Το Μιχάλη το Βρεττό. Πάω στο Μιχάλη του λέω, ο Μιχάλης στο επάγγελμα μπογιατζής, δηλαδή χαριτολογώντας με φοβερό χιούμορ ζωγράφος μεγάλων επιφανειών. Ελαιοχρωματιστής και τα λοιπά. Λοιπόν τον βρίσκω σε μια οικοδομή. Του λέω: «Μιχάλη, θα 'ρθεις να κάνουμε ραδιόφωνο». Μου λέει: «Τι να 'ρθω να κάνουμε;» Λέω: «Χαμήλωσ’ το να μ’ ακούς ρε χριστιανέ μου». Άκουγε, ξέρω γω, Παβαρότι, άκουγε μέσα στην οικοδομή και έβαφε. Λέω: «Θα κάνουμε ραδιόφωνο». «Ραδιόφωνο; Όχι ρε δεν ξέρω ‘γω τέτοια πράγματα». «Ρε έλα δεν είναι τίποτα -του λέω- Έλα». Και τον χώνω μέσα σε ένα στούντιο, ξέροντας ότι ο Μιχάλης είναι χαβαλετζής, και τον βάζω μέσα στο στούντιο την ώρα που παίζω και δοκιμάζω τους διαλόγους που κάνουμε μεταξύ μας, χωρίς να ξέρει ο Μιχάλης, τους μεταδίδω, κάποια αποσπάσματα, ζωντανά την ώρα που είμαι στην κονσόλα. Και γίνεται χαμός. Χαμός. Χαμός, χαμός σου λέω κυριολεκτικά. Τηλέφωνα, αυτά. Έχουν ξεραθεί στο γέλιο. Δηλαδή με αυτά που λέμε μεταξύ μας ο κόσμος γελάει. Λέω: «Μιχάλη το βλέπεις;» Και ξεκινάμε από εκεί ορμώμενοι και φτιάχνουμε τις «Πρότυπες Παραφωνίες». Οι οποίες τι ήταν; Ήταν μία χιουμοριστική εκπομπή η οποία έπαιζε στο Πρότυπο ραδιόφωνο κάθε Κυριακή. Κυριακή πρωί. Γινότανε χαμός. Ήταν η κουλτούρα της μουσικής του Μιχάλη, με το κομμάτι της κουλτούρας το δικό μου και πως θέλουμε να ξυπνάμε ένα Κυριακάτικο πρωινό. Δηλαδή παίξανε όλα αυτά ένα πράμα, συν κάποια κουίζ, συν κάποια έτσι, κάποια αλλιώς. Αυτή έγινε μία θεματική εκπομπή, ας πούμε, στοχευμένη για το κοινό της πόλης και γινότανε κυριολεκτικά χαμός. Άνω κάτω. Περιμένανε πότε θα ‘ρθει η Κυριακή. Η εκπομπή πολλές φορές έπαιρνε από τη δημοσιότητα, την καθημερινότητα της πόλης κάποια θέματα, σαν κορμό, έπαιρνε από τα πανελλήνια ίσως κάποια που μας ενδιέφεραν. Gossip ραδιόφωνο κάποιες φορές για να σου δώσω να καταλάβεις. Τώρα στη δεκαετία του ενενήντα Gossip ραδιόφωνο είναι προχώ’ πολύ προχώ’. Με τεράστια, δηλαδή την Κυριακάτικη την εκπομπή την περιμένανε πως και πως. Ένα τρίωρο, νομίζω, κάτι τέτοιο. Και βέβαια στο ίδιο ραδιόφωνο, στο Πρότυπο, το πρώτο επαγγελματικό ραδιόφωνο που βγάλαμε τότε οι πέντε πειρατές, Πρότυπο 91,7, υπήρχε μία άλλη θεματική η οποία ήταν ηχογραφημένη αυτή τη φορά και μονταρισμένη σωστά. Η οποία τι ήταν; Ήτανε το «Θρίλερ της Δευτέρας», δεν ήταν μόνο η χιουμοριστική, ήταν το «Θρίλερ της Δευτέρας», το οποίο έβγαινε βασισμένο στην φωνή του αφηγητή Τάσου Αναστασίου, ο οποίος σήμερα είναι καθηγητής πανεπιστημίου ο Τάσος, καλή του ώρα όπου και να είναι, ο οποίος είχε μια πολύ ιδιαίτερη φωνή, από αυτές που έχουμε ακούσει εμείς, τις πειρατικές, τις πρώτες επαγγελματικές φωνές, τις τραγουδιστικές. Είχε, ο Τάσος είχε μία άλλου είδους φωνή και έτσι και έγινε και καθηγητής. Και το μυαλό και η γνώση που είχε. Βάλαμε τον Τάσο λοιπόν να μας κάνει αφηγήσεις, βασισμένες πάνω σε Ζεράρ Ντε Βιλιέ και Αγκάθα Κρίστι. Και τον αφήσαμε το παιδί ελεύθερο. Διάλεξε εσύ ό,τι θέλεις. Και έγινε ένας χαμός μετά. Ψάχναμε να βρούμε χαρακτήρες. Γυναικείες φωνές, τριξίματα από πόρτες. Δηλαδή απίστευτα πράγματα. Κάπου αυτά τα πράγματα υπάρχουν. Ένας από τους πέντε πειρατές θα πρέπει να πω ήταν ο Γιώργος ο Λεβέντης, ο οποίος, στου οποίου το όνομα είχε βγει η άδεια. Ο Γιώργος κάπου, αυτά που λέω τώρα, είμαι σίγουρος ότι τα έχει, δεν υπάρχει περίπτωση να τα πέταξε. Γιατί είχαμε, δηλαδή μια ώρα που είχε το, μία ώρα έπαιζε ή δύο, κάτι τέτοιο. Οι δύο ώρες δουλειά, η μονταρισμένη αυτό το Θρίλερ, είχε εφτά ώρες, οχτώ ώρες, δέκα ώρες δουλειά να μοντάρεις. Δεν ήτανε τυχαίο. Την εποχή τότε την αναλογική, ξανά-τονίζω, εποχή, το μοντάζ δεν ήταν εύκολο πράγμα, ήταν δύσκολο πράγμα. Δεν είναι σήμερα πήρα το κόλλησα, αυτό αμπαλάζ, και πάτησα και βγήκε. Δεν ήταν αυτό. Ήθελε πραγματικό χρόνο και άμα κάνεις λάθος το δευτερόλεπτο, ξαναπάμε από την αρχή. Αυτό. Αυτό για τις θεματικές εκπομπές.
Από ό,τι καταλαβαίνω δηλαδή οι Κυριακές και οι Δευτέρες ήτανε το πικ της εβδομάδας για εσάς.
Ναι. [01:30:00]Ήτανε θα έλεγα τα κερασάκια στην τούρτα. Γιατί η τούρτα που λεγόταν Πρότυπο ραδιόφωνο με το που μπήκε στην, με το που άνοιξε διακόπτη, το ‘87, αναγνωρίζοντας τις φωνές μας ο κόσμος των πέντε, που μας άκουγε χώρια, δηλαδή Παρατηρητής, ο Τηλέμαχος, ο σημερινός ο διευθυντής του ραδιοφώνου του δημοτικού ραδιοφώνου, Ανατόλια εγώ, Τρία Είκοσι Δύο ο Γιώργος, ο Δημήτρης ο Πολίτης, που παίζει ακόμη ραδιόφωνο, προς τιμήν του, στο δημοτικό ραδιόφωνο, δεν θυμάμαι πως είναι το ψευδώνυμο του, και ο Τάσος Γκρούβι, κάτι τέτοιο, στην παλιά πόλη, Τάσος ναι. Μας ακούγανε χώρια τον έναν από τον άλλον και ξαφνικά μας βρήκαν όλους σε μία συχνότητα. Κατάλαβες; Αυτό έγινε. Οπότε αυτομάτως το πράμα είναι προσθετικό. Οι υπόλοιποι που είχαμε απέναντί μας, ας πούμε, δεν ήτανε αυτοί που ήτανε πιο πριν. Ξαφνικά βγήκαν και ήταν μονάδες. Οπότε μοιραία εμείς οι πέντε, στα αυτιά του κόσμου είχαμε βάση. Είχαμε υπόβαθρο. Με αποτέλεσμα να μας δοκιμάζουν. Γιατί ξέρεις στο ραδιόφωνο δεν είναι, ο ακροατής δεν είναι κτήμα, ήτανε, το ξέραμε πολύ καλά. Αλλά το πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δηλαδή από το ‘87 μέχρι το 1991 που έφυγα από τον Πρότυπο εγώ, τέσσερα χρόνια το ραδιόφωνο έκοβε από 50% και πάνω, 60-70% κάποιες φορές. Μιλάμε τώρα-
Μεγάλα νούμερα.
Κατακτητής. Κατακτητής.
Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που, πέρα ότι σας γνώριζε δηλαδή ήδη ο κόσμος και τους πέντε, τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό το κάτι, το ιδιαίτερο που είχε το πρόγραμμα σας, γενικότερα στο Πρότυπο ραδιόφωνο, το οποίο τραβούσε τον κόσμο ή και καινούριο κόσμο δηλαδή;
Το ήθος του. Το ύφος του, το οποίο αντικατοπτρίζει και παραγωγούς με ήθος και με ύφος και με γνώση, βαθιά γνώση και τα ρεφλέξ που είχαμε με το, τα ρεφλέξ με τον κόσμο και με την αγορά. Γιατί και η αγορά μας εμπιστεύτηκε. Δηλαδή είχαμε φτάσει σε ένα σημείο, «Παιδιά –λέω- όχι άλλες διαφημίσεις». Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο να έχουμε τερματίσει το διαφημιστικό χρόνο και να μην έχουμε περιθώριο να βάλουμε. «Όχι άλλες, θα κουράσουμε τον κόσμο». Βέβαια οι διαφημίσεις, για αυτό σου λέω είναι ανάλογα τα πράγματα, τα έσοδα γιατί αυτά τα ραδιόφωνα θέλανε υποστήριξη. Είχαν πολλά έξοδα. Δηλαδή μπορεί οι παραγωγοί να μην πληρωνόντουσαν, έτσι, γιατί οι περισσότεροι παίρνανε ένα χαρτζιλίκι, ας πούμε, ουσιαστικά, αλλά είχε ενοίκια ρεύματα και αυτά, τα οποία ήταν δυσανάλογα για την εποχή, γιατί η αγοραστική δύναμη της Ξάνθης δεν ήτανε, καταλαβαίνεις. Δεν είμαστε το MEGA, ας πούμε. Νομίζω ότι σε κάλυψα;
Ναι. Τι θα ήθελα να σας ρωτήσω. Αν έχετε δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά και μετά το ραδιόφωνο.
Ναι, ναι, καταλαβαίνω τι λες. Θα πρέπει να πω ότι κάπου εκεί στο τέλος του πειρατιλίκι και αρχές του επαγγελματικού ραδιοφώνου, το ντιτζειλίκι δε σταμάτησε. Δηλαδή περιστασιακά, ο Πήγασος έκλεισε, ανοίξανε κάποια άλλα. Εγώ είχα πολλά καρπούζια κάτω από τις μασχάλες μου και έτρεχα. Είχα τα ραδιόφωνα. Είχα. Είχα την οικογένεια, που ήδη έκανα παράλληλα. Είχα την δουλειά μου στην ύδρευση που βρίσκομαι ακόμη και συνταξιοδοτούμε, οσονούπω. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος μου ήτανε πολύ μαζεμένος, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να ακολουθήσω αυτό που λέει η ψυχή μου και όπως είπα μπορεί να γίνω και κουραστικός, η μουσική και η θάλασσα είναι τα πράγματα που εμένα και με γαληνεύουν και μου δίνουν δύναμη και με κάνουν να ονειρεύομαι και τα αγαπάω πολύ. Μέσα από εκεί λοιπόν, κάπου στο’86, νομίζω, ακόμη δε, οι πέντε που σου ανέφερα, είμαστε χώρια. Ο Ανατόλια κυριαρχεί κατά ένα τρόπο πειρατικά, παντρεμένος όν, έτσι, με δύο παιδιά, κυριαρχεί, τρεις ώρες που έβγαινα, που με περίσσευαν από το σπίτι, πειρατικά στα FM στην πόλη. Κυριαρχεί. Όταν λέω κυριαρχεί στο λαϊκό τραγούδι, υπήρχε τέτοια αγάπη από τον κόσμο επάνω μου, που κάποιες φορές με τρόμαζε. Μέσα σε όλους τους ακροατές, χτυπάει το τηλέφωνο ένα απόγευμα. Λέει: «Γεια σας», λέω: «Γεια σας», ξέρεις υπήρχαν και οι φάρσες της εποχής. Πάντα θα υπάρχουν. Λέω φάρσα μου κάνουν. Λέει: «Σας ακούω, λέει, πολύ καλά. Σας παίρνω από την περιοχή της Κυψέλης», λέω: «Ναι», λέει: «Έχετε κάνει ένα λάθος σε κάποια εκφώνηση. Αυτό δεν είναι αυτό που λέτε εσείς, είναι αυτό που». Λέω: «Και πως το ξέρετε εσείς αυτό; Κατ΄αρχήν, λέω, συγγνώμη που το έκανα το λάθος, αν μου ξέφυγε αυτό το πράμα», δεν γράφαμε τότε τις εκπομπές. Ότι εκπέμπαμε, ας πούμε, δεν το γράφαμε οι πειρατές τώρα. Λέει: «Το τραγούδι αυτό το έχω γράψει εγώ και δεν είναι έτσι όπως το λέτε, είναι όπως σας το λέω εγώ». Πληθυντικός. Λέω, μου κάνει πλάκα από το τηλέφωνο, δεν μπορεί λέω, κάτι δεν πάει καλά. Λέω: «Συγγνώμη, λέω, αυτό είναι στίχοι, λέω, μουσική Άκη Πάνου». Λέει: «Ναι, ο Άκης Πάνου είμαι». Λέω μέσα μου πίσω μου σε έχω σατανά. Μου κάνουν πλάκα. Μου κάνουν φάρσα. Δεν μπορεί. Λέει: «Και αν θέλεις -γιατί κατάλαβε ότι αμφιβάλλω- είμαι Αϊδινίου 97 στην Ξάνθη». Λέω: «Στην Ξάνθη;» Λέει: «Στην Ξάνθη. Αν ευκαιρείς σήμερα, αν όχι αύριο». Κοιτάω το χρόνο μου. Δεν μπορούσα. Λέω: «Αύριο -λέω που;» Μου λέει: «Πίσω από τη Μεταμόρφωση την εκκλησία. Αϊδινίου. Έλα, θα δεις ένα χαμηλό σπίτι, μονοκατοικία». «Ευχαριστώ», «Γεια σας», «Γεια σας». Δε με πιάνει ύπνος όλο το βράδυ. Διαβάζω για αυτόν πριν πάω. Να ξέρω με ποιόν έχω να κάνω. Όντως πάω. Μου ανοίγει μια ψηλή γυναίκα μελαχρινή. «Γεια σας. Ο κύριος Βασίλης;» Λέω: «Ναι». «Περάστε». Μπαίνω μέσα και σε μία γωνία του σπιτιού βλέπω ένα μπουζούκι. Το πρώτο που είδα. Μια κιθάρα. Αμάν. Αυτός είναι. Αλλά στην Ξάνθη τώρα, μου φαίνεται ξένο. Εδώ οι Αθηναίοι περνάν και μας βλέπουν και φεύγουν στα γρήγορα. Παίζουν, ξέρω ‘γω, κάνουν δηλώσεις και φεύγουν. Στη δεκαετία του ’80-‘90. Μου λέει: «Στο υπόγειο είναι». Λέω: «Ναι». «Είναι χαμηλά να προσέχεις». Με βάζει στην αυλή και μπαίνουμε σε ένα χώρο σαν αποθηκούλα ένα πράμα, το οποίο είναι το κάτω μέρος του σπιτιού. Και βλέπω τρεις καρέκλες, ένα πάγκο, διάφορα εργαλεία, σκόρπια επάνω, κάποια κομμάτια από όργανα, ένα βιβλίο μεγάλο τεράστιο, για σημειώσεις, μια γραφομηχανή, τρία τέσσερα πέντε ζευγάρια γυαλιά, μία κούπα καφέ, ένα μικρό πιατάκι με δύο κομματάκια τυρί και δύο κομματάκια ψωμί και ο άνθρωπος γυρνάει, σηκώνεται, γυρνάει με κοιτάζει. Λέει: «Περάστε –λέει- Άκης Πάνου». Δε μου βγαίνει φωνή. Δε πιστεύω τι βλέπω. Τι ζω. Δεν πιστεύω τι ζω. Χαμογελάει. Κάθισα, εν πάση περιπτώσει. Μέχρι να ξεπεράσω το πρώτο σοκ πέρασαν, πέρασα δύσκολα. Και ανοίγουμε την κουβέντα και μου λέει: «Με αφορμή αυτό, θέλω να σου πω τώρα, αφού είμαστε κατ΄ιδίαν, να σου πω, δηλαδή έχω τέσσερις μήνες που είμαι στην Ξάνθη. Η εκπομπή που ακούω, ας πούμε, είναι επίπεδα μεγάλης πόλης», πειρατής ον έτσι. Λέω: «Ναι ήδη έχουμε στα σκαριά κάτι για να κάνουμε επαγγελματικό ραδιόφωνο». Μου λέει: «Ωραία όπου μπορώ να βοηθήσω μαζί σου». Και μετά από εκεί αναπτύχτηκε μια πολύ προσωπική σχέση. Μια φιλία, η οποία κράτησε μέχρι το θάνατό του. Βέβαια μέσα από αυτόν, τώρα άμα ανοίξουμε αυτό το κεφάλαιο θα πρέπει να γράφει ώρες. Δε θα έχεις μπαταρίες. Μετά από αυτή την ιστορία μπήκα στη διαδικασία, με γνώρισε στους δικούς του φίλους, τους κολλητούς του, τη συμμορία του, η οποία συμμορία του ήτανε, ξέρεις, Ζαμπέτας, όλη η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Ουσιαστικά η στιχουργική και η μουσική. Και οι σολίστες και οι ερμηνευτές. Δηλαδή έχω, τους λαϊκούς, ευτυχώς, ειδικά τους λαϊκούς της ελληνικής δισκογραφίας, σχεδόν τους ξέρω σε ένα ποσοστό, [01:40:00]σε προσωπικό επίπεδο, ένα 70-80%, ας πούμε. Πανελληνίως έτσι. Τώρα μιλάμε για χιλιάδες κόσμο. Με τους οποίους αν μου δίνανε χώρο ή έδαφος προχωρούσα τη φιλία τη σχέση. Αλλά είχαμε πάντα ένα γεια. Με κάποιους μπήκα πιο βαθιά. Με κάποιους, έκανα και δουλειές μαζί αργότερα. Αυτό που με ρώτησες. Δηλαδή μπήκα στη διαδικασία να οργανώσω αρχικά συναυλίες. Γιατί είδα ότι η πόλη κούτσαινε σε αυτό, έτσι. Δεν είχε τον τρόπο ‘η αν θες και δεν ήθελαν κιόλα κάποιοι να μπουν στη διαδικασία αυτή. Γιατί έχει κόπο ένα τέτοιο γεγονός. Βέβαια εγώ στην πορεία, σιγά σιγά, άρχισα να μαθαίνω. Να συνεργάζομαι με ανθρώπους που ξέρανε περισσότερο και μου δείχνανε. Δηλαδή ηχολήπτες, μεγάλους, κορυφαίους. Όπως με αυτούς, συμπτωματικά, τώρα που μιλάμε, ετοιμάζουμε τα επόμενα βήματα, για την επόμενη δεκαετία, για τη δεκαετία 2020-2030, να είμαστε γεροί. Με αυτούς τους ανθρώπους πορεύομαι τόσα χρόνια. Δηλαδή με τον Κώστα τον Μπάμπουλα που γνωριστήκαμε στη δεκαετία του ’90-‘00, σε μια συναυλία. Ο Κώστας Μπάμπουλας είναι ένας από τους κορυφαίους ηχολήπτες και stage σε όλη, στην Ελλάδα, σε ήχο και φώτα. Να σου στήσει ό,τι χώρο θέλεις όπου θέλεις, όπως τον θέλεις και να βγει στην ποιότητα που θέλεις και στην ισχύ που θέλεις. Αυτό που λέω σημαίνει πράματα, έτσι. Μπορεί να καλύψει από ένα ολυμπιακό στάδιο, κάθε γωνιά του γηπέδου και κάθε χορταράκι με ήχο και φώτα. Και όχι μόνο. Τώρα πια έχει εξελιχθεί και εικόνα έβαλε στη μέση και οπτικοακουστικό έγινε το πράμα. Στην πορεία έκανα πολλές συναυλίες. Τώρα να μη σου απαριθμώ. Είναι δεκάδες. Δηλαδή πολλά ονόματα περάσανε. Φοβάμαι ότι θα αδικήσω κάποιους, ξεχνώντας. Επειδή το υλικό αυτό θα παίξει δημόσια, δε θέλω να αδικήσω κανέναν. Αλλά και πάλι δεν κάνω κάτι εσκεμμένα. Δηλαδή θα ήθελα να τους θυμηθώ όλους. Αλλά θα μας πάρει, σου λέω δε θα έχεις μπαταρίες.
Άρα να πάμε στο κομμάτι τουλάχιστον ποιες προσωπικότητες, μεγάλες, ας το πούμε, προσωπικότητες, έχετε γνωρίσει; Της μουσικής. Πείτε μας κάποιες ή κάποιο περιστατικό με κάποια από αυτές τις προσωπικότητες, όποιο θυμάστε εσείς.
Πιτσιρίκος, πιτσιρίκος δηλαδή εντάξει, τον καιρό που σου ανέφερα που έπαιζα, στον Πήγασο, τότε παίζαμε άλλο είδους μουσικής στον Πήγασο, άλλες στα ραδιόφωνα και άλλες είχαμε και στο μυαλό μας. Δηλαδή ένα πράμα φοβερό, ας πούμε. Σφουγγάρια τότε οι εγκέφαλοι. Έμαθα ότι ο Χατζηδάκης ήρθε στην πόλη και συνάντησα ένα φίλο μου, το Γιώργο το Μιχαλισλή, αυτόν που σου είπα Σερ Τζώρτζ,. Λοιπόν αυτός μου είπε ότι δεν θα προλάβουμε, δε θα τα ακούσουμε όλα Βασίλη. Και ο Γιώργος, ρωτώντας το Γιώργο, βρήκα ενδιαφέρον να γνωρίσω τον Χατζηδάκη τότε, όταν πρωτοήλθε στην Ξάνθη, για να φτιάξει το Μουσικό Αύγουστο. Μου φάνηκε κοσμοϊστορικό γεγονός, ας πούμε, το ότι ο Χατζηδάκης εμφανίστηκε στην πόλη. Θα ήτανε ’88-‘89, θα σε γελάσω. Να μη σου λέω ψέματα. Όχι ’78-‘79. ’78-‘79, σου λέω ψέματα .Σου λέω ψέματα. ’78-‘79. Μπέρδεψα τις δεκαετίες. Θα πρέπει να πούμε στον κόσμο και σε σας ότι τόση ώρα μιλάμε χωρίς καμία σημείωση, οπότε μοιραίο είναι κάποια στιγμή να μπλοκάρει, να μπλοκάρει. Όταν γνώρισα τον Χατζηδάκη, εδώ πέρα, και του λέω: «Γιώργο να με πας θέλω να τον ακούσω, να τον δω, να τον γνωρίσω» και αυτά και με πάει και βλέπω ένα μειλίχιο άνθρωπο, ευγενικό πάρα πολύ, ας πούμε και να μιλάει για πράγματα τα οποία στην πόλη ούτε καν από το, στο καλύτερο όνειρό τους δεν περνούσε. Δηλαδή αυτός είχε σκοπό να κάνει πράγματα. Κατ’ αρχήν πήρε, αγόρασε με συμμετοχή του ένα, κάτι που δεν ξέρουν οι περισσότεροι, ένα μεγάλο χώρο, στον οποίο είχε σκοπό να κάνει το Μουσικό Αύγουστο. Και ποιος ήταν αυτός ο χώρος; Ο κινηματογράφος Ηλύσια. Ο οποίος είναι πάνω από το Κυβερνείο μέχρι όλοι οι όροφοι. Τον κινηματογράφο Ηλύσια τον αγόρασε ο Χατζηδάκης μέσω ενός κοινού γνωστού ενός μεγάλου πολιτικού άντρα στην ιστορία της Ελλάδας, του Κωνσταντίου Καραμανλή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Χατζηδάκης ήταν γνωστοί. Όταν ο Χατζηδάκης ήρθε εδώ πέρα για να φτιάξει το Μουσικό Αύγουστο, σε συνεννόηση με τις τοπικές αρχές, οι οποίες είπαν ομόφωνα ναι τότε, ο Χατζηδάκης μπήκε στη διαδικασία να βρει ένα επενδυτή εδώ πέρα που λεγόταν Τζων Φιλ Ελλάς, και έφτιαχνε μοκέτες στη Σταυρούπολη και διάφορα πλαστικά υλικά, πρωτοποριακά τότε, μιλάμε για το ‘80 πάντα, και μπήκε ο Τζων Φιλ μπροστά και αγοράσανε αυτό το μεγάλο κτίριο που σου λέω, το οποίο είναι χιλιάδες τετραγωνικά .Για να γίνει ο Μουσικός Αύγουστος. Σε χώρο κλειστό. Να έχουνε όλα τα κομφόρ. Με σκηνές μικρή μεγάλη. Σε τόσες χιλιάδες τετραγωνικά καταλαβαίνεις τι λέω. Λοιπόν, μετά κάτι πήγε στραβά και έφυγε ο Χατζηδάκης από την πόλη. Αλλά είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω μέσα από τον Γιώργο τον Μιχαλισλή και ευχαριστώ τον Γιώργο, μου έκανε τότε αυτή την τιμή και την χαρά και την εξυπηρέτηση. Αλλά και ο Χατζηδάκης με αντιμετώπισε σου λέω με πολύ αγάπη, θα έλεγα. Είδε στα μάτια μου αυτό που ένιωθα για τη μουσική και χαριτολογώντας και με χιούμορ πολλές φορές. Τι να σου πω διαλόγους ατελείωτους. Ευκαιρία τότε λοιπόν με τον Χατζηδάκη, με την οποία βρεθήκαμε μετά, ξαναβρεθήκαμε με αυτόν τον άνθρωπο βρεθήκαμε το 1992 όταν ξαναήρθε στην πόλη. Δηλαδή, δύο δεκαετίες είχε να πατήσει το πόδι του ο Χατζηδάκης. Και ήρθε περιστασιακά σε μία συναυλία που είχε υπό κρατικό φορέα, ενάντια στα ναρκωτικά, το ‘92 μαζί με τον Θεοδωράκη. Ο οποίος Θεοδωράκης ήταν και άρρωστος εκείνη την ημέρα και δεν έπαιξε. Και έπαιξε μόνο ο Χατζηδάκης. Ως συνήθως ο εργάτης.
Μάλιστα.
Άλλος που θεωρώ εγώ, ας πούμε, μεγάλος τέτοιος ας πούμε, θεωρώ τον Ζαμπέτα. Ατελείωτος ο Άκης. Μιλάμε για κεφάλαια τα οποία, δε γίνεται, πώς να στο πω ρε παιδί μου, οι κολυμβήθρες του Σιλωάμ ο καθένας. Με τις φιλοσοφίες τους. Με τις γνώσεις τους. Με την εμπειρία τους. Εγώ από όλα αυτά, είχα ανοίξει τις πόρτες και έπαιρνα. Όταν βρισκόμουνα με αυτούς τους ανθρώπους, κατά κύριο λόγο άκουγα. Δεν μιλούσα. Μιλούσα όταν κουραζόντουσαν αυτοί. Το αντίθετο, τώρα μιλάω διαρκώς. Αυτό.
Αυτό ακριβώς. Αφού είπαμε και για τις προσωπικότητες θα σας πάω σε προσωπικές σας εμπειρίες και πιο συγκεκριμένα το μεγαλύτερο live ή το μεγαλύτερο φεστιβάλ για εσάς που συμμετείχατε, που παίξατε σαν μουσικός παραγωγός ή σας DJ, όπως θέλετε πείτε το.
Ναι ναι.
Για σας ποιο ήταν το μεγαλύτερο. Όχι αναγκαστικά από κόσμο. Για σας η μεγαλύτερη εμπειρία η πιο έτσι, θυμάστε καλύτερα.
Ξέρεις κάτι, η ικανότητα του ανθρώπου που παίζει με την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που έχει κάτω, είναι κάθε μέρα ανεξάντλητη. Δηλαδή τόσα χρόνια δε θυμάμαι τον εαυτό μου να θέλω να παίξω τα ίδια που έπαιζα χθες, με την ίδια σειρά, γιατί χθες η συνταγή μου βγήκε, να τα παίξω την άλλη μέρα σε διαφορετικό κοινό, ήτανε αδύνατο. Δηλαδή εγώ πάντα όταν έπαιζα, αναλογικά μέχρι ψηφιακά, τώρα που φτάσαμε, δεν έπαιζα ποτέ τα ίδια πράγματα. Με αποτέλεσμα η κάθε μέρα να είναι μοναδική. Για αυτό και το κοινό μου, ένας κορμός υπήρχε, αλλά ο κορμός ήταν το 50%, ας πούμε, της γενικής ιδέας ενός προγράμματος. Το υπόλοιπο 50 το έκανα όπως κάνουνε οι χασάπηδες της γειτονιάς. Ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτη. Δηλαδή το 50%, ήτανε ένας κορμός βασικός,[01:50:00] η γραμμή, αν θες, του χώρου που έπαιζα. Σεβόμενος το χώρο. Δηλαδή, αλλιώς παίζεις σε μια εκκλησία, αλλιώς παίζεις σε ένα τζαμί. Αλλιώς παίζει ο Βούδας στη δικιά του εκκλησία. Ο καθένας παίζει διαφορετικά πράγματα. Σεβόμενος λοιπόν τον κάθε χώρο, και εκτιμώμενος την προϊστορία του χώρου, έπαιρνα μια γραμμή. Η γραμμή ήταν το 50% του χώρου και των πραγμάτων. Το υπόλοιπο πενήντα ήταν ένα μαγικό που έβαζα εγώ. Λαμβάνοντας υπόψιν και το χώρο αλλά και την προσωπική μου άποψη. Γιατί εγώ ζωγράφιζα μουσική. Ουσιαστικά έκανα ζωγραφική με μουσική, αν θες, παζλ ή ψηφιδωτό ή όπως θες πες το. Το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με τους ήχους ή με τους στίχους της δημιουργίας, αλλά έχει να κάνει και με την αίσθηση του ήχου, γιατί ο ήχος είναι μια εκπομπή, έτσι, εγώ την εκπομπή την ξέρω από μικρός. Έχει να κάνει με την αίσθηση του ήχου, ανάμεσα στο χώρο, η οποία μεταβάλλεται καθημερινά, ανάλογα με το πόσο κόσμο έχει ένας χώρος, με το τι αντανακλάσεις έχει, με το πώς είναι γραμμένο η πρωτογενής ηχογράφηση, πως την εκπέμπεις από τα μηχανήματα και πως παρεμβαίνεις, εκεί πια είναι το μαγικό. Μπορείς να αντιλαμβάνεσαι αυτό που λέω και να παρεμβαίνεις αν χρειαστεί, να προσθέτεις ή να αφαιρείς. Γιατί σήμερα, ακόμη και τα αναλογικά το έχουν αυτό, μπορείς να κάνεις kill κάποιες συχνότητες τις οποίες εσύ κρίνεις, ότι πρέπει να τονιστούν ή να βγουν. Δηλαδή για αυτό σου λέω ότι το dj εμένα με αδικεί, ας πούμε. Κατάλαβες; Ένας dj δεν κάνει αυτά που σου λέω. Γιατί μέσα από αυτό, μέσα όλα αυτά τα χρόνια, ανακαλύψαμε ποια υλικά αντανακλούν τον ήχο, ποιά τον απορροφούν. Ποιες συχνότητες ενοχλούν τον κόσμο. Ποιες συχνότητες δεν ενοχλούν τον κόσμο, όταν παίζουν σε όργανα και παίζουν σε φωνές ή το αντίθετο. Ποιες μπότες πρέπει να τονίσεις το τάδε δευτερόλεπτο του. Τώρα σου μιλάω για… Ο εγκέφαλος του μουσικού παραγωγού-dj, που λέω εγώ, είναι αξονικός τομογράφος στη μουσική της εποχής εκείνης. Με τα μέσα που είχε, έτσι. Με νυστέρι. Μετά όταν ήρθαν τα λέιζερ, ας πούμε, τα πράγματα γίνανε απλά, αλλά χάσαμε τον πρωτογενή τομέα. Άλλη ιστορία εκεί. Άλλη ιστορία. Δηλαδή, στην πορεία όλη αυτή, κοίταξε, κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις. Κάτι. Στα FM έχασες την εμβέλεια και κέρδισες την ποιότητα. Στα αναλογικά, στο μονοφωνικό, ήτανε η ισχύς του μονοφωνικού σε σύγκριση με το στερεοφωνικό ήταν το μονοφωνικό σαν άκουσμα είναι πιο μάτσο. Το στέρεο ήταν πιο ντελικατάσεν. Πιο απαλούτσικο. Για να σου δώσω να καταλάβεις, χωρίς να μακρηγορώ, κάτι χάνεις κάθε εποχή κάτι στις τεχνολογίες. Κάτι χάνει κάτι κερδίζεις. Τώρα στα ψηφιακά για να συμμαζέψουν τους ήχους, βάζουν μέσα σαβούρα. Πώς να στο πω. Δηλαδή ο κοντρόλ μάνατζερ, αυτός που γράφει για το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι πια εκείνος ο αναλογικός που άμα του ξέφευγε ο διακόπτης πάμε από την αρχή όλοι μαζί. Σήμερα, για αυτό τα αποτελέσματα είναι τραγικά, πολλές φορές. Για να παίξει μια, να γραφτεί ένα βινύλιο ή τα πρώτα ψηφιακά, που στην Ελλάδα φανήκαν το ‘95, ήταν σαν τα ραδιόφωνα. Κυκλοφορούσαν με βινύλια και CD μαζί. Ταυτοχρόνως, μέχρι να γίνει η μετάβαση. Λοιπό, εκεί λοιπόν αυτός που έγραφε αναλογικά, δεν είχε τη δυνατότητα του ψηφιακού να πει μου δίνει το μηχάνημα τη δυνατότητα. Τι δυνατότητες μου δίνει. Μου δίνει να μοντάρω ψηφιακά και μάλιστα. Αλλά τι κάνω με αυτό; Μπορώ να περιορίσω το κόστος. Γιατί τότε στην εποχή την αναλογική το στούντιο ήταν σοβαρό κόστος. Δηλαδή θυμάμαι δραχμές, ας πούμε, είχε 1.000.000 τη μέρα. Στούντιο ηχογράφησης ενός τραγουδιού. Και αν το κάνεις λάθος; Πάμε από την αρχή και πάμε από την αρχή. Καταλαβαίνεις τι λέω. Columbia, Minos, όλοι αυτοί, μιλάμε τώρα για τεράστια ρίσκα. Ενώ στο ψηφιακό πήγαινε ο μουσικός το μπάσο τη Δευτέρα, η φωνή την Κυριακή, η κιθάρα την Πέμπτη και όλα μαζί τα έπαιρνε αυτά τα έβαζε κάτω στη μονταζιέρα και τα μοντάριζε ο μηχανικός ήχου. Λοιπόν μπορεί αυτοί οι άνθρωποι, βάζοντας τα χαρτιά και τις νότες, να παίξανε και να πατήσανε και να χρωματίσανε τέλεια. Ξέρεις τι δεν κάνανε; Δεν σμίξανε τις ψυχές τους. Την ανάσα τους. Τα χνώτα τους. Το αποτέλεσμα, σε χαρτί και στον υπολογιστή, στην οθόνη, είναι τέλειο. Δεν έχεις συναισθηματικό δέσιμο. Και η μουσική άγει ψυχές. Άμα θες να άγεις ψυχές δε φτάνει να είσαι τέλειος. Θα πρέπει να την ακουμπάς σε βάθος. Όταν λοιπόν, απομονώνονται τα όργανα, οι φωνές το αποτέλεσμα που λεν, βγαίνει στα χαρτιά, δε βγαίνει στο άκουσμα. Δε βγαίνει στην ψυχή. Δεν περνάει. Με αποτέλεσμα το 90% των τραγουδιών που παράγονται σήμερα να είναι σαβούρα. Άρτια παιγμένο, υπολογισμένο σύμφωνα με τις πωλήσεις που θα ήθελε η εταιρία. Θα σου πω ένα όνομα τώρα. Θα ρισκάρω και θα πω ένα όνομα. Και ο πατέρας της είναι και φίλος μου δηλαδή. Αλλά Γιάννη δεν θα σε στεναχωρήσω. Γιάννης Ζουγανέλης. Η μητέρα της Ισιδώρα. Φωνές από τις μοναδικές, τι να λέμε τώρα. Η Ισιδώρα παιδί του Χατζηδάκη. Ο Γιάννης φοβερός και σαν ενέργεια και σαν ήχος και σαν στιχουργός, δηλαδή τον αγαπάω πάρα πολύ. Και σαν άνθρωπος πολύ ωραίος. Μελίσσια Αττικής. Γεια σου Γιάννη. Λοιπόν η Ισιδώρα και ο Γιάννης κάνανε τη Ελεονόρα, η οποία λόγω DNA είχε το αυτό που έχει. Εγώ χαιρόμουνα και την άκουγα και. Δεν την πλησίασα ποτέ. Αλλά την πορεία της την άκουγα και την επικροτούσα την πορεία. Την αγαπάω δηλαδή και έχω παίξει πολλές φορές και Ζουγανέλη στα μαγαζιά. Όποτε μου δόθηκε ευκαιρία να παίξω σε μαγαζιά έπαιξα και Ζουγανέλη. Όταν πίστευα εγώ, έτσι. Πριν από κανένα δίμηνο, μέσα σε όλες τις παραγωγές, ακούω Ελεονόρα Ζουγανέλη, μια Παράξενη Βροχή. Γιατί εδώ αυτό το ραδιοφωνάκι που βλέπεις, αυτό παίζει μόνο δεύτερο. Όλα τα άλλα μαζί ένα δεύτερο δεν κάνουν για το ραδιόφωνο. Λέω αν θες να ησυχάσεις το αυτί σου στην καλύτερη. Στη χειρότερη δηλαδή και να σε πάει και παραπέρα. Λοιπόν και ακούω Παράξενη Βροχή Ζουγανέλη. Το ακούω αλλά κάτι δεν ακούω καλά. Αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Κάτι δεν ακούω καλά. Δεν μου αρέσει. Γιατί ξέρω το πρωτότυπο. Ξέρω όποιες επανεκτελέσεις γνωρίζω, τις επανεκτελέσεις που έχουν γίνει και αυτό που έβγαλε στο, το ψάχνω στο διαδίκτυο το βρίσκω, το ξαναβάζω, μήπως κάνω λάθος. Το ξανακούω. Δεν πέφτω έξω. Άψυχο. Λάθος. Και απορώ πως η, της ξέφυγε ή την αναγκάσανε να το πει. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρουμε τις συνθήκες. Αλλά θέλω να σου πω ότι, λάθη, τραγικά τέτοια λάθη, κάνουν ακόμη και σήμερα, κατά κόρον ακόμη και αυτοί που όντως μέσα η ψυχούλα τους το λέει. Αλλά ας ελπίσουμε ότι αυτά θα λιγοστέψουν. Και γω λέω τι με περπατάει.
Μιλήσατε για ζωγραφική, για μαγεία, για ψηφιδωτό, για το πώς πρέπει να δεις εκείνη την ώρα, επί τόπου, να ψυχανεμιστείς, εντός εισαγωγικών, τον κόσμο, αλλά θέλω να το γυρίσω σε εσάς. Γιατί σας κράτησε αυτό το επάγγελμα; Τι νιώθετε εσείς όταν παίζετε μουσική; Για ένα κοινό; Για πέντε φίλους; Για τον οποιονδήποτε;
Μπορώ να παίξω από έναν έως ένα εκατομμύριο. Η καλύτερη που με ρώτησες προχθές, η καλύτερη ήταν όταν έκανα καλά στην ψυχή ενός ανθρώπου. Ο οποίος, τον είχα πελάτη σε ένα μαγαζί που δούλευα και ερχόταν με τις ώρες. Ένας μεγάλος κύριος. Ήταν, εγώ θα ήμουνα τότε σαράντα, αυτός ήτανε τουλάχιστον εβδομήντα και. Και ερχότανε μόνος του, αξιοπρεπέστατος. Επάγγελμα δικηγόρος. Δε θα πω το όνομά του γιατί και είχε μιας μορφής κατάθλιψη, μου είχε εξομολογηθεί, και πήγαινε στο γιατρό και του έδινε φάρμακα, κάνα εξάμηνο πριν και ερχότανε στο μαγαζί. Με ανακάλυψε και ερχότανε και άκουγε μουσική από εμένα και ένιωθε καλά. Και συνήθως ερχότανε νωρίς που μπορούσα να παίξω πιο χαμηλούς τό[02:00:00]νους και τον ταξίδευε και του έκανε καλά. Τον έκανε καλά αυτό. Και έφευγε πήγαινε στο σπίτι του. Κάποια στιγμή, πήρε το θάρρος και μου λέει: «Κοίταξε -λέει- εγώ μένω σε μία βίλα, ξέρω ‘γω, στα προάστια εδώ πέρα, βορειοανατολικά προάστια, βορειοδυτικά –συγγνώμη- και έχω αυτό το πρόβλημα και ανακάλυψα εσένα στο μαγαζί, τυχαία περνώντας από έξω, και ήρθα και άκουσα και βλέπω ότι με κάνει καλά. Αλλά δε μου φτάνει. Μήπως γίνεται να οργανώσουμε κάτι τέτοιο, με το αζημίωτο βέβαια, σε ένα χώρο στο σπίτι μου, αν δε σε πειράζει θα είναι και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου ενδεχομένως». Λέω: «Κανένα πρόβλημα. Κανένα πρόβλημα. Απλά θα έχει λίγο κουβάλημα. Γιατί πρέπει να έχω κάποια, κάποιες προϋποθέσεις». Μου λέει: «Εντάξει. Κανένα πρόβλημα. Ό,τι θέλεις στο οικονομικό». Λέω: «Εντάξει». Και μετά από έξι μήνες παρέας και μουσικής και διαλόγων ενδεχομένως ανάμεσα, όπως κάνουμε καλή ώρα εμείς, ο άνθρωπος αυτός πέταξε τις φαρμακευτικές αγωγές στο συρτάρι του γιατρού. Πάει και του λέει: «Εξέτασε με ξανά» και διαπιστώνει ο γιατρός ότι αυτό που είχε, δεν το έχει. Τον καθοδηγούσα εγώ. Του έδινα ηχογραφήσεις πολλές φορές και άκουγε στο αυτοκίνητο στα τέτοια. Όλα αυτά γύρω στο, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Μετά από ένα διάστημα, ξέρω ‘γω, πέντε έξι εφτά οχτώ χρόνια, έμαθα ότι ο άνθρωπος συγχωρέθηκε αλλά δεν είχε ποτέ την αρρώστια που είχε αυτή, την ψυχική αρρώστια. Αυτό για μένα ήτανε η μεγαλύτερη νίκη που είχα σε συναυλία. Γιατί και κόσμο έχω κάνει κατά χιλιάδες να χορέψει και στα καρναβάλια και σε μεγάλες γιορτές και στα νησιά, Στη Μονεμβασιά, στη Σαντορίνη. Και να τους κάνω να προβληματιστούν και να χορέψουν και να κλάψουν πολλές φορές. Δηλαδή ξυπνούσα, για αυτό σου λέω, ο DJ, ο μουσικός παραγωγός-DJ, δεν είναι μόνο διασκεδαστής. Είναι αυτός που άγει την ψυχή, σου είπα. Δηλαδή η ψυχή άγεται και πάλλεται με διάφορα συναισθήματα. Δεν είναι μόνο αυτός που θα σε βάλει πάνω στη μπάρα για να δείξεις τι ρούχα ψώνισες από το τάδε κατάστημα και τι κραγιόν φόρεσες στον καθρέφτη και τι make-up. Εμείς στο ραδιόφωνο μάθαμε να διασκεδάζουμε τον κόσμο. Να άγουμε την ψυχή του. Από εκεί ξεκινάει το έργο. Χωρίς να βλέπουμε με ποιόν έχουμε να κάνουμε. Οπότε όταν τους βλέπεις, για σένα είναι κάτι το πολύ εύκολο. Για σένα. Εντάξει. Για κάποιον που ξέρει πως θα το κάνει, θέλει να το κάνει, είναι πολύ εύκολο. Κοπιαστικό βέβαια, γιατί για να συμβεί αυτό είσαι σε εγρήγορση διαρκώς όταν είσαι πάνω στα deck και όχι μόνο σκέφτεται το μυαλό με ποιες διασταυρώσεις θα παίξει το επόμενο ή ποιες συχνότητες θα βάλεις ή θα βγάλεις, πρέπει να παίρνεις δείγμα και από το κοινό. Δηλαδή από το κοινό και τις συνθήκες που επικρατούν εκείνο το δευτερόλεπτο μέσα. Εεε τώρα αυτό είναι κουραστικό. Δηλαδή όταν τελείωνα τη βραδιά, εγώ ήμουνα κομμάτια. Όλοι θέλανε να φύγουν να πάν να πιουν ένα δεύτερο ποτό ή να πάμε κάπου αλλού και εγώ ήμουνα παιδιά ένα κρεβάτι να κοιμηθώ. Αυτό.
Μάλιστα.
Συγγνώμη αν, καμιά φορά παίρνω φόρα, σαν χείμαρρος, και…
Ίσα ίσα τα λέτε μια χαρά. Τα λέτε τόσο καλά που κάποιες ερωτήσεις τις απαντήσατε ήδη, πριν καν τις ρωτήσω εγώ δηλαδή τόσο καλά τα λέτε. Αλλά θα επιμείνω σε αυτό το κομμάτι της ερώτησης που ρώτησα και πριν. Πέρα από την κούραση. Πέρα από το τι κάνει τον μουσικό παραγωγό να είναι σωστός στο επάγγελμά του ή τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει πλέον το επάγγελμα, εσείς τι νιώθετε όταν παίζετε; Δηλαδή τι συναισθήματα περνάν από το μυαλό σας εκείνη τη στιγμή; Πως το αντιμετωπίζετε εσείς.
Φροντίζω, όταν ανεβώ στα deck, να αφήσω στη ντουλάπα μου όλα τα προσωπικά μου. Και να πάρω μόνο τα ρούχα μου, την ψυχή μου, το μυαλό μου και μία διάθεση να δω τα πράματα άλλη μια μέρα. Άλλη μια ώρα. Αλλά ένα ακόμη μικρό βήμα στο σκαλοπάτι αυτό που λέγεται ζωή. Αυτό απαιτεί, για να το κάνεις σε βάθος χρόνου, σχεδόν μισό αιώνα λέμε, έτσι με την ίδια τρέλα που είχα παιδί να ανοίγω το ΟΜΟ και να παίρνω το 45άρι το μονοφωνικό, την ίδια τρέλα, πίστεψέ με, κουβαλάω και σήμερα, που μπαίνω στο διαδίκτυο και ψάχνω κυκλοφορίες παγκοσμίως και θυμάμαι τα λόγια του Μιχαλισλή. «Βασίλη, μην το κάνεις, δεν θα προλάβουμε να τα ακούσουμε όλα». Εν πάση περιπτώσει, εγώ τα ακούω, τα κοσκινίζω. Τα περνάω από την ψυχή μου. Τα κάνω διύλιση μέσα μου. Βλέπω τι αξίζει, γιατί πολύ σαβούρα πια. Η σαβούρα περισσεύει. Και αυτά που αξίζουν τα περνάω, τα κουβαλάω μέσα μου και τα διυλύω και τους δίνω απόσταξη ψυχής, ουσιαστικά κάτω. Τους περνάω απόσταξη ψυχής. Δηλαδή δεν είμαι αυτός που θα πάω, δε θέλω να παίξω πια. Δηλαδή οι εμφανίσεις μου είναι πολύ περιορισμένες. Αυστηρά περιορισμένες. Συνειδητά. Τυχαία ας πούμε τώρα που σου ανέφερα προηγουμένως τον Κώστα τον Μπάμπουλα, βλέποντας το πρίμα πως πάει στην Ελλάδα και όλο αυτό που επικρατεί, σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα ειδικό πρότζεκτ, αριθμημένων εμφανίσεων, αρχής γενομένης από την Πύλη Ε1 του Πειραιά, στο λιμάνι του Πειραιά στα λιπάσματα, φέτος το καλοκαίρι στο φεστιβάλ «Θάλασσα» και με συνέχεια σε χώρους που υπάρχουν λιμάνια, είτε νησιά με λιμάνια είτε, εν πάση περιπτώσει, κάποιοι χώροι που είναι, ευδοκιμούν για να στηθεί μία παράσταση τέτοια. Μια ανοικτή παράσταση, οι οποίες είναι υπό την αιγίδα των τοπικών παραγόντων της περιοχής, αλλά και λίγο του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, που επεμβαίνουν σε κάποια με κάποιες σηματοδοτήσεις πρόσθετες. Και τι κάνουμε; Στήνετε ένα πρότζεκτ το οποίο έχει να κάνει με την ελληνική μουσική, όποιας μορφής, που αναφέρεται στη θάλασσα, στα λιμάνια. στην αγάπη μου τη θάλασσα, στα λιμάνια, στους ανθρώπους της, στα ζωντανά της. Στα πράγματα που επικρατούν πάνω της κάτω, έτσι. Όλο αυτό μπορείς να φανταστείς σε στίχο. Εγώ ξέρω πόσες, γνωρίζω, δεν ξέρω, γνωρίζω πόσες χιλιάδες τραγούδια υπάρχουν. Σε όλες τις μορφές. Μιλάμε από ελληνικό παραδοσιακό μέχρι reggae, ελληνικό, λαϊκό. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έντεχνο, Νέο Κύμα. Δηλαδή ό,τι έχουν πει άπαντες. Δεν έχει βρεθεί στην Ελλάδα στιχουργός ή ερμηνευτής που να μην έχει πει πράγματα για τη θάλασσα ή για τα πράγματά της. Για τα δελφινοκόριτσα, για τους γλάρους και τα λοιπά. Καταλαβαίνεις τι λέω. Αυτό το πράμα, δεμένο με τον τρόπο που σου είπα, με την ιδανική σάλτσα ψυχής, η οποία με αυτό το υλικό που υπάρχει και έχω βρει μέχρι σήμερα, με πολύ κόπο, σε διάφορες εκτελέσεις αρχικές, επανεκτελέσεις, κόντρα ξανά εκτελέσεις στην ελληνική δισκογραφία, αυτό το πράμα σαν ήχος, σε απόλυτα ηχοσυστήματα, σου μιλάω για απόλυτα ηχοσυστήματα, με τη μορφή από βινύλιο, κασέτα, αναλογικά, τα πρώτα εργαλεία που παίξαμε, ψηφιακά μέχρι και διαδίκτυο live, την ίδια στιγμή, έτσι, από ήχο μιλάμε και πίσω από την εξέδρα, δίπλα μου θα είναι ένας Φριτς, από τους σημερινούς που λέω τους ψηφιακούς, Φριτς, ο οποίος θα ασχολείται, με τον ήχο θα ασχολούμαι εγώ, με το κομμάτι εικόνα. Πίσω από τη σκηνή θα υπάρχει μία γιγαντοοθόνη, μεγάλων διαστάσεων, τριάντα επί τόσο, ας πούμε, η οποία θα προβάλει φωτογραφίες μονταρισμένες ή αμοντάριστες και έτοιμο υλικό, οτιδήποτε, τη στιγμή που το θέλεις. Δηλαδή αυτός θα μιξάρει τις εικόνες και εγώ τον ήχο. Με τις τοποθεσίες που βρισκόμαστε τη στιγμή που παίζουμε. Δηλαδή παίζουμε στον Πειραιά, πως ήταν τα λιπάσματα πριν από τριάντα χρόνια με φορτηγά και φουγάρα να καίνε και πως είναι σήμερα. Έχει ψάρια. Έχει καΐκια της εποχής, έχει υπερωκεάνια σήμερα, δεν ξέρω ‘γω, ό,τι έχει. Αυτό το πράμα, σκέψου το, να παίζει τρεις ώρες, δυο φορές από μία ώρα θα, δυόμιση με τρεις ώρες δηλαδή εντάξει. Το τρεις ώρες το παζαρεύουμε. Γιατί πια ου γαρ έρχεται μόνον, μην ακούς την ψυχή να τρέχει. Και τα γόνατα πονάνε και τα χέρια πονάνε. Και όταν αυτό γίνεται αλυσιδωτά, η κούραση είναι αθροιστική. Αυτό λοιπόν το πράγμα, θα παίζει και θα έχει να κάνει με την ιστορία της περιοχής[02:10:00] σαν εικόνα και με τις μουσικές της θάλασσας σαν ήχο. Και ενδιάμεσα από μένα, για να μπορώ να κάνω και ένα διάλλειμα, θα βγαίνει ένα live από μουσικούς παραδοσιακούς, είτε ένα βιολί και ένα, θα βρούμε τι ακριβώς, ακόμα αυτό το ψάχνουμε να δούμε τι γίνεται και θα παίξει αυτό το πράμα κάνοντας τουριστική ατραξιόν, ουσιαστικά, σε κάθε περιοχή που πάμε.
Άλλη μια ερώτηση, με προλάβατε. Θα ρωτούσα για τα μελλοντικά, για τις μελλοντικές εξορμήσεις σας, μελλοντικές συναυλίες και τα λοιπά. Πάλι με προλάβατε. Πάλι με προλάβατε.
Δε σταματάει αυτή η ταινία.
Δε σταματάει.
Δε σταματάει. Δηλαδή προσπαθώ να την περιορίσω για να μην, γιατί βιολογικά ξέρεις. Θα ήθελα πάρα πολύ να, μου έρχονται προσκλήσεις από παντού. Λυπάμαι που λέω όχι, αλλά, ξέρεις δεν μπορείς να το αντέξεις όλο, γιατί εγώ δεν θέλω να πάω να εμφανιστώ, ας πούμε, στην Καλαμάτα, γιατί ο Δήμος Καλαμάτας με φώναξε. Τιμή μου που με φώναξε, αλλά για να πάω να κάνω αυτό που μου λέει ο Δήμος Καλαμάτας, εγώ έχω εδώ πέρα να κλειστώ στο στούντιο, που έχω εδώ στο σπίτι, ώρες αμέτρητες. Γιατί σε αυτό που κάνω είμαι ψείρας. Πως το λένε. Δηλαδή, μα είσαι υπερβολικός Βασίλη. Τι λες ρε συ. Να μην έχω δεκαπέντε χιλιάδες τραγούδια. Μου λέει γιατί. Θα χρειαστούν. Μα τι να τα κάνεις 15.000 τραγούδια για τη θάλασσα, αφού θα παίξεις τρεις ώρες και χωράνε σαράντα, πενήντα, εξήντα. Λέω τι λες ρε συ. Και να δω κάτι και να μου ‘ρθει κάτι και να μη το έχω. Θα μπω στο διαδίκτυο και θα το βρω. Κατάλαβες τώρα; Που μου κάνει το ψηφιακό εμένα. Το ψηφιακό μου κάνει σαν κατάστημα. Επιλεκτικά. Και πάλι το επιλέγω. Βέβαια, βέβαια, βέβαια. Δε μπορώ να φάω εγώ, για να φάω γαρίδα πρέπει να φάω πέντε κιλά ρύζι πιο μπροστά. Εγώ ή θα φάω γαρίδα ή θα φάω ρύζι. Ριζότο δεν τρώω ποτέ.
Σωστό.
Εεε βέβαια. Να ξέρουμε τι λέμε.
Σωστό. Δεν έχω να ρωτήσω ειλικρινά κάτι άλλο, με έχετε υπερκαλύψει. Ήρθε μάλλον και η ώρα να περάσουμε και στις φωτογραφίες. Τώρα εδώ έχουμε να πούμε ιστορίες.
Θα σου πω ότι για προσωπικούς λόγους, γιατί δεν είμαστε μόνο εμείς που είμαστε σε αυτό το τραπέζι, εγώ είχα την ευλογία να κάνω δύο παιδιά και να έχω και τρία εγγόνια. Ο μεγάλος μου είναι στα δέκα οχτώ. Τώρα τα κλείνει κιόλα. Για λόγους ότι είχα τα παιδιά και η συνέχεια των πραγμάτων θα πρέπει να, με κάποιο τρόπο αν δεν ήσουνα εσύ που τα είπαμε σήμερα, να περάσει τουλάχιστον στον κύκλο της οικογένειας για να ξέρουν ποιος ήταν αυτός. Δε χρειάζεται λεπτομέρειες, γενικά να ξέρουν. Γιατί όταν μεγάλωνε ο εγγονός μου έλεγε στη δασκάλα του ότι ο παππούς μου είναι DJ, για να κοκορευτεί, για να υπερηφανευτεί και η δασκάλα προφανώς δεν τον πίστευε. Του λέει, και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Παππού στείλε μου όλες τις φωτογραφίες που έχεις με ακουστικά και παίζεις μουσική». Λέω: «Ρε συ Θοδωρή πολλές είναι, τι να τις κάνεις;». Μου λέει: «Ρε παππού, η δασκάλα μου δε με πιστεύει». Του λέω: «Είπες στη δασκάλα τέτοια πράγματα;» Μου λέει: «Ναι». «Γιατί ρε Θόδωρε;» Ε του λέει: «Παππού όλοι οι παππούδες δεν κάνουν αυτό που κάνεις εσύ». Του λέω: «Ναι αγόρι μου, κάποιοι είναι τραπεζικοί, κάποιοι είναι έτσι κάποιοι είναι αλλιώς, κάποιοι έχουν μαγαζιά». «Εεε ναι ρε παππού, λέει, με έβαλε να γράψω έκθεση και εγώ της είπα και γελούσε. Και τώρα, λέει, θέλω να της δείξω ότι δε λέω ψέματα». Εεε του στέλνω, ας πούμε και μετά με πήρε τηλέφωνο η δασκάλα και με ρωτούσε τι και πως. Θέλω να πω ότι αυτό το αρχείο, γιατί κράτησα ένα αρχείο, με γραπτά, με ηχογραφήσεις, με εμφανίσεις, με φωτογραφίες, όπως καλή ώρα αυτές που θα σου δώσω. Το έκανα περισσότερο για την οικογένεια μου. Για τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Τα α παιδιά μου με έχουν γνωρίσει, έχουν ζήσει μαζί μου τέτοια πράγματα, τις έπαιρνα μαζί και τις δύο, σε πάρα πολλές. Μέχρι που μεγάλωσαν και δεν ήθελαν. Για να σου δώσω να καταλάβεις, όλα τα παιδιά στα σχολεία τους, δηλαδή στα λύκεια και στα αυτά, λέγανε, στην εφηβεία και βαλε, λέγανε θα βγούμε έξω και οι δικές μου λέγανε θα πάμε στο μπαμπά μας. Γιατί ο μπαμπάς έπαιζε σε club, στο μεγαλύτερο club της πόλης. Στο Βαρελάδικο τότε, ας πούμε. Θέλω να σου πω αυτά τα κράτησα, για να έχω κουμπαρά για την οικογένεια. Γιατί μη νομίζεις ότι θα ασχοληθούνε σε αυτή, θα ασχοληθούνε, αλλά δε με ενδιαφέρει. Λοιπόν-
Εδώ Πρώτη φωτογραφία, αναγνωρίζω και γνωστούς. Πείτε μας ποιους βλέπουμε.
Εδώ βλέπουμε τα Παιδιά από την Πάτρα. Μετά από, είναι ο Αργύρης, είναι ο Χρήστος, ο Παναγιώτης και ο Βαγγέλης ο Δεληκούρας και εδώ ο Λάμπρος ο Καρελάς. Εδώ είναι στην Ξάνθη. Όταν λοιπόν φτάσαμε στη φάση να γνωριστώ με όλους αυτούς που σου είπα, κάποιοι από αυτούς δείξανε ενδιαφέρον και είπαν ότι μπορούμε να βγάλουν και αυτοί ένα μεροκάματο, να δει και η Ξάνθη δύο πράγματα άλλα και αν περισσέψει βγάζω και εγώ ένα μεροκάματο. Αυτό. Γιατί ξέρεις..
Ήχο δηλαδή εσείς κάνατε εδώ;
Όχι εδώ στη συγκεκριμένη είμαστε σε μαγαζί. Είχε τον ήχο. Κάποια πρόσθετα έβαλα και εγώ. Κάτι monitor, κάτι ξέρω γω. Ποτέ δε φτάνουν. Ποτέ δε φτάνουν
Αυτό.
Αυτό είναι στο Διογένη.
Στο Διογένη.
Εδώ είμαι με μια συμμορία ασπρομάλληδων. Όλοι μαζί ασπρομάλληδες. Σκέψου ότι αυτή η συμμορία στη φωτογραφία που είμαστε είναι στην, θα σου πω, είναι χίλια εννιακόσια, δύο χιλιάδες, αυτή είναι 2008, νομίζω, ή δύο ‘08 ή 2009. Λοιπόν όλοι αυτοί που βλέπεις, αν προσέξεις εδώ το σηματάκι, έχει ένα αλογάκι το βλέπεις; Φτερωτό άλογο.
Ένας Πήγασος.
Μπράβο. Αυτή η συμμορία λοιπόν, που βλέπεις, με μένα στην άκρη, καλοκαιρινό, ήτανε όλα τα παιδιά του Πήγασου, σε αυτούς που αναφέρθηκα. Οι δάσκαλοί μου. Χρήστος Ρεκάρης, ο Παπαθανασίου, Αλμπίντο 039 στο ραδιόφωνο. Θυμάμαι και το ψευδώνυμό του. Πρώην Αντιδήμαρχος Ξάνθης. Ο Βαγγέλης ο Σίμος και εγώ στην άκρη. Εδώ είναι ένα μαγαζί το οποίο, πάλι σαν αφανής εταίρος, είχα στην, ένα beach-bar στην παραλία του Μυρωδάτου με τη λογική της μουσικής που λέγαμε. Πας στην καρέκλα, στην ξαπλώστρα και νομίζεις ότι ταξιδεύεις στην ξαπλώστρα. Πας βόλτα. Όλοι αυτή την εντύπωση είχαν. Ήρθαν και κάναμε ένα βράδυ με μουσικές της εποχής πίσω και το βράδυ αυτό το καθιερώσαμε και παίζαμε κάθε χρονιά. Μέχρι που φύγανε από τη ζωή αυτοί οι δύο Παπασταματίου και ο Χρήστος και μίκρυνε ο κύκλος των ανθρώπων οι οποίοι αγαπούσαν αυτό που κάνανε. Βέβαια για βιοποριστικούς λόγους όλοι κάνανε διαφορετικά επαγγέλματα. Έτσι. Εδώ είμαι σε ένα μαγαζί, πάλι
Νιάτα, νιάτα
Ναι με νιάτα, νιάτα. Εδώ είμαι σε ένα μαγαζί, αν προσέξεις κάτω έχω ΜΚ2 βινύλια και κονσολίτσα μπροστά μου, το οποίο λεγόταν εν « Εν Πλω» και βρισκόταν στα Άβδηρα. Μέσα στα Άβδηρα. Ένα υπέροχο μαγαζί, το οποίο έκανε τον κύκλο του και αυτό και ήμουνα από αυτούς που, τότε στα περιφερειακά μαγαζιά δεν παίζανε με DJ πάρα πολύ και δεν παίζανε και ελληνική μουσική. Παίζανε μαϊμού ξένα της εποχής. Και επιστρέφω και λέω, εδώ πρέπει να είμαι’94; Κάτι τέτοιο, ‘95. Ναι, καλοκαίρι ενενήντα πέντε νομίζω. Και επιστρέφω και λέω, όχι ’94 είναι, γιατί το 95 ήμουνα στο «Βαρελάδικο». ’94 είναι. Και λέω έρχεται με φόρα η ελληνική μουσική. Το’94. Και δε με πιστεύανε. Με ακούν αλλά, έρχονται και με ακούν, αυτοί που έρχονται. Το γεμίζω το μαγαζί. Η πιάτσα δε με πιστεύει. Και το ’95 κάνουν μπράφ από παντού. Για πέντε χρόνια κυριαρχούν. Στο χώρο της διασκέδασης μιλάμε πάντα, έτσι. Εδώ είμαι με δύο αγαπημένους φίλους, με τη Νάντια και το Γιώργο Παπαστεφάνου, μία από τις καλύτερες φωνές του Δευτέρου Προγράμματος. Ραδιοφωνικά είμαι εδώ πέρα.
Σε ποιο στούντιο είστε εδώ;
Εδώ είμαστε στο Δημοτικό Ραδιόφωνο.
Ναι. Περίπου η εποχή; Άμα θυμάστε;
Δε θυμάμαι. Νομίζω ότι είναι δύο χιλιάδες δύο; Ένα δύο. Εδώ μετά από μία συναυλία που είχα κάνει με τον Παντελή Θαλασσινό και έναν από το group του Γιάννη.
Εδώ τεχνικός ήχου είχατε κάνει;
Ναι, ναι.
Βοηθούσατε στη συναυλία.
Ήχους. Εδώ είμαι σε αυτό που είπα προηγουμένως «Βαρελάδικο». [02:20:00]Βλέπεις; Κάτω είναι το βινύλιο και εδώ πάνω είναι το CD. Είναι ο καιρός που τα πράγματα ήταν παράλληλα.
Από το ’95 και μετά, δηλαδή;
Ναι, ναι. Το «Βαρελάδικο» άνοιξε το ενενήντα πέντε. Πρώτη χρονιά «Βαρελάδικο». Ο χώρος που είχε πάρει ο Χατζηδάκης, το υπόγειο είναι το «Βαρελάδικο»
Το «Βαρελάδικο»
Δηλαδή όλα αυτά που σου λέω έχουν σύνδεση στην πορεία. Κατάλαβες; Εδώ είναι από το Ράδιο Ξάνθη Ένα, όταν έκανα τον κύκλο μου στο Πρότυπο και έφυγα το ‘91, έκανα παραγωγή, είχα την πρωινή ζώνη του Ράδιο Ξάνθη Ένα.
Τι εποχή είναι αυτό περίπου είπαμε;
Αυτό είναι ’91-‘92.
Αν επιτρέπεται, πίσω υπάρχουν και κάποιες αφίσες, προφανώς από
Ναι, ναι. Από τραγουδιστές. Δεν τις έβαλα εγώ. Ήταν στο στούντιο.
Ναι. Μάλιστα.
Εδώ είναι άλλη μία από «Βαρελάδικο». Εδώ είναι, αυτή η κόκκινη φωτογραφία, είναι από το υπόγειο που σου έλεγα στο σπίτι που ήμασταν, στην εποχή των πειρατών. Εδώ είναι δεκαετία ‘70.
Αν επιτρέπεται τί είναι αυτό που κρατάτε;
Τηλέφωνο. Φοράω ακουστικά.
Δε μοιάζει με τηλέφωνο. Δε το-
Και όμως είναι και όμως είναι τηλέφωνο. Εδώ είναι μια μεταγενέστερη από αυτή που σου δείχνω. Εδώ είναι 1980 και κάτι. Τα πικάπ που σου έλεγα.
Αυτό είναι κάτω στο υπόγειο;
Όχι.
Που είναι αυτό;
Αυτό είναι στο πρώτο μου σπίτι σαν παντρεμένος. Είχα ένα δωματιάκι, για μένα, στούντιο της εποχής. Είναι τα πρώτα βήματα πειρατείας στα FM αυτά. Εκεί που γνωρίστηκα με τον Άκη Πάνου. Πρέπει να είναι ‘84, ‘85 κάπου εκεί πέρα.
Βλέπω κρεμασμένα μικρόφωνα-
Ναι, ναι.
Από όλα.
Και να σκεφτείς ότι σε αυτό το πειρατικό ραδιόφωνο ερχόντουσαν για συνεντεύξεις επώνυμοι τότε.
Αν επιτρέπεται ο κύριος;
Είμαι εγώ με γένια.
Απίστευτο.
Εδώ είμαι στο στούντιο του Πρότυπο και εδώ είμαστε στις Πρότυπες Παραφωνίες με αυτόν που σου έλεγα, τον Μιχάλη το Βρεττό. Τώρα η συσκευή τηλεφώνου έχει αλλάξει σχήμα.
Προφανώς.
Έτσι.
Στο Πρότυπο.
Και αυτή μία από εκεί. Εδώ σε ανοιχτό χώρο. Για λογαριασμό του Δήμου Ξάνθης στα καρναβάλια, απέναντι από το γήπεδο εδώ.
Σον ΑΟΞ εδώ πέρα.
Παίζω χορευτική μουσική, σε όποια μορφή. Ξεκινάει από λάτιν και τελειώνει σε παραδοσιακά.
Ποιάς εποχής; Θυμάστε χρονολογίες περίπου;
Στην πορεία έπαιξα από το, γιατί εγώ τους το είχα προτείνει αυτό το πράμα, γιατί αφήναν τον κόσμο να φύγει και εδώ δεν πρέπει να τον αφήνει τον κόσμο. Τελείωσε η παρέλαση, ας κάνουμε ένα πάρτι και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε. Δεν μπορεί τόσες χιλιάδες κόσμο, επειδή τελείωσε η παρέλαση, να μην έχουν δεύτερη εναλλακτική. Δηλαδή μεσημεριάτικα με το που τελείωνε η παρέλαση, 16:00-17:00 η ώρα, έφευγε ο κόσμος. Ένα διωράκι να τον κρατήσεις τον κόσμο, να δει τον Τζάρο που καίγεται και τα πυροτεχνήματα και κλείνει το. Και αυτό έκανε με αυτό το πράμα. Δέχτηκε την πρότασή μου τότε ο τότε Δήμαρχος και στήσαμε ένα σύστημα, έτσι όπως τους είπα εγώ, γιατί προφανώς, κάθε χρόνο διαφορετικά [Δ.Α.]. Στήνανε ένα σύστημα εδώ μπροστά και οι σύλλογοι που ήτανε, κάνανε την παρέλαση, μαζί με υπολοίπους ανθρώπους, κάποιες χιλιάδες τώρα μιλάμε, έτσι, και κάναμε ένα υπαίθριο πάρτι, μέχρι που κουραζόταν καιγόταν ο Τζάρος και μετά κρύωνε και ο καιρός και φεύγαμε. Λοιπόν, εδώ επί το έργον, σε κάποιο πάρτι μιας αυλής. Με ψηφιακά.
Με την αλλαγή του εξοπλισμού.
Με την αλλαγή του εξοπλισμού. Και εδώ το άλλο κομμάτι της καρδιάς μου, το Χάνι που λέγαμε.
Ααα δεν το αναφέραμε. Μιλήστε μας για το μαγαζί. Δε το αναφέραμε πείτε μας για το μαγαζί.
Το Χάνι ήτανε η άποψή μου, για την αισθητική και τη γεύση και τη διασκέδαση σε μικρογραφία στην πόλη της Ξάνθης. Αυτό είναι που βλέπεις. Ήτανε το πρώτο lounge-café-bar, που έγινε ποτέ σε αυτή την πόλη. Και διάλεξα ένα κτίριο ιστορικό, το οποίο με πολύ κόπο, πολλά χρήματα, πολλή αγάπη, πολλές γνώσεις και πολύ σκόνη, γιατί ήταν κτίριο του χίλια οχτακόσια ογδόντα. Αναπαλαιώθηκε, όπως βλέπεις, εκπληκτικά
Ποιο κτίριο είναι;
Είναι δίπλα στη Λέσχη Στοά Αβέρωφ, στον πρώτο όροφο. Δίπλα στη Λέσχη, Στοά Αβέρωφ, στον πρώτο όροφο. Το Χάνι ήταν ένας μεγάλος, μεγάλος, σύγχρονος καθιστικός χώρος. Αυτό ήταν ένα μεγάλο καθιστικό σπιτιού.
Ποια περίοδο το χτίσατε το μαγαζί σας;
Το χτίσαμε, το αναπαλαιώσαμε και το κατασκευάσαμε στη μορφή που βλέπεις. Ξεκινήσαμε να το κατασκευάζουμε, να αναπαλαιώνουμε και να κατασκευάζουμε το χίλια εννιακόσια, εεε το 2003 και άνοιξε την πόρτα του τον Οκτώβριο του 2004. Δηλαδή περίπου δώδεκα μήνες τα κατασκευαστικά μας, συν τα χαρτιά, τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Έμεινε ανοιχτό μέχρι το ‘10. Το ’10 βλέπεις κάτι να έρχεται από απέναντι, είναι μία αντάρα, ένα αυτό, πως τα λέγανε αυτά, κρίσεν μίσεν και τα λοιπά και όταν το διαισθάνεσαι όπως-
Επειδή θα χρειαστεί να τις φωτογραφίζω και εγώ.
Να τις κρατήσεις και να βγάλεις ό,τι θέλεις
Σε αυτό το σημείο θα κάνω μία τελευταία ερώτηση.
Παρακαλώ.
Τώρα που πιάσαμε και τις φωτογραφίες-
Συγκινήθηκα-
Αυτό θα ρωτούσα. Τώρα που τα ξαναθυμηθήκαμε εδώ πέρα μαζί, πώς αισθάνεστε, τι νιώθετε;
Θέλω να κάνω και άλλα-
Κι’ άλλα-
Ναι. Θέλω να κάνω κι’ άλλα. Δηλαδή, δεν ξέρω, δε με νοιάζει να είναι πολλά. Θέλω, ας πούμε, έχω το κουράγιο μου για είκοσι ίσως εμφανίσεις το χρόνο. Μέχρι εκεί έχω κουράγιο. Παραπέρα, δε θα μου το επιτρέψουν ούτε οι γιατροί, αλλά και εγώ καταλαβαίνω ότι πια δεν μπορώ να είμαι όρθιος ώρες ολόκληρες. Γιατί σε όλα αυτά που βλέπεις, δε βάζω κώλο κάτω, έτσι.
Προφανώς.
Δε μπορώ να κάνω όλο αυτό που λέω και να μην έχω όλο τα εισιτήρια ανοιχτά. Μάτια, αυτιά, ψυχή. Ψυχή μεγάλη υπόθεση. Μεγάλη υπόθεση. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κάτι αγγαρεία, οπότε ότι το φιλόδοξο είκοσι εμφανίσεις το χρόνο, είναι πολύ καλό νούμερο για μένα και για να δω τη ζωή μου, να δω τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Να χαρώ τη θάλασσα που αγαπάω επίσης. Να κάνω και σε αυτήν καμιά εικοσαριά εμφανίσεις το χρόνο, φιλόδοξα νούμερα.
Με βάση και το πρότζεκτ που είπαμε.
Ναι, ναι. Είκοσι στη μουσική, είκοσι στη θάλασσα. Να μην αδικήσουμε και καμία, γιατί θα παρεξηγηθούν μετά. Λοιπόν, αυτό.
Ειλικρινά σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να είστε καλά.
Και αν κάποια από αυτά που είπα, φαντάζουνε σε κάποιους σήμερα εξωπραγματικά ή υπερβολικά, θα πρέπει να τους πω ότι, είπα τόσα όσα δεν θα ήθελα να ακούσουν και να τρομάξουν.
Μάλιστα.
Δηλαδή δε θα πω άλλα. Θα μιλήσουμε μετά από δέκα χρόνια, γεροί να είμαστε.
Έχει καλώς. Ειλικρινά σας ευχαριστώ. Πολύ ωραία η αφήγησή σας.
Να είστε καλά.