© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η ιστορία του Χρήστου Καραστεφανή: Οι «Γλεντιστάδες» από το Μεσότοπο Λέσβου

Istorima Code
13409
Story URL
Speaker
Χρήστος Καραστεφανής (Χ.Κ.)
Interview Date
23/02/2023
Researcher
Γιώργος Ψαθάς (Γ.Ψ.)
Γ.Ψ.:

[00:00:00]Ημέρα Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου 2023, ονομάζομαι Ψαθάς Γιώργος, είμαι ερευνητής για το “Istorima” και ακολουθεί η συνέντευξη με τον Χρήστο Καραστεφανή. Κύριε Χρήστο, καλησπέρα.

Χ.Κ.:

Γεια σας.

Γ.Ψ.:

Θέλετε να ξεκινήσουμε με κάποιες πληροφορίες, βασικές, για εσάς;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, να αρχίσουμε. Λοιπόν. Είμαι ο Χρήστος ο Καραστεφανής. Έχω γεννηθεί το 1946, 20 Φεβρουαρίου. Γεννήθηκα στο Μεσότοπο Μυτιλήνης, ένα χωριό 80 χιλιόμετρα απ’ την πόλη. Μέχρι τα 12 μου, ήμουνα στο χωριό. Έβγαλα το Δημοτικό και, με μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά, ήμουν ο τρίτος κατά σειρά. Όταν έβγαλα το Δημοτικό Σχολείο, έπρεπε να κοιτάξουμε για την πορεία, τι θα κάνουμε μεγαλώνοντας. Με ρώτησε ο πατέρας μου αν θέλω να μάθω γράμματα. Του είπα: «Όχι». «Οπότε -λέει- ξεκινάμε δουλειά». Έρχομαι εδώ στην Αθήνα και είχα έναν θείο, που ήταν εργολάβος, ελαιοχρωματιστής και πήγα σ’ αυτόν. 12 χρόνων, 12,5, ήμουνα στην οικοδομή. Μ’ άρεσε αυτό που έκανα. Είχα πάρει και συμβουλές από… οι θείοι μου, εκεί τριγύρω, μου λέγανε: «Αφού μπήκες σε αυτό το επάγγελμα, θα κοιτάξεις θα το αγαπήσεις. Άμα το αγαπήσεις, θα προκόψεις». Και αυτό μου ‘χει μείνει στο μυαλό. Όντως, το αγάπησα, μέχρι που, μεγαλώνοντας, είχα τις παρέες μου, δεν είχα υποχρεώσεις πολλές… δηλαδή, μεγάλωνα καλά ας πούμε. Πρώτα, ήμουνα με τον πατέρα μου και τον μεγάλο μου τον αδερφό εδώ, στην Αθήνα. Μετά από 3 χρόνια, ήρθε και η υπόλοιπη οικογένεια: η μάνα μου, η αδερφή μου και μικρός ο αδερφός μου. Μαζεύτηκε όλη η οικογένεια στην Αθήνα. Έφτασε, μεγαλώνοντας, να φύγω φαντάρος. Έφυγα φαντάρος. Όταν απολύθηκα, οι γονείς μου ετοιμαστήκαν να φύγουν στο χωριό. Ο πατέρας μου είχε πάρει… είχε βγει στη σύνταξη και έμεινα εργένης. Ο μικρός αδερφός μου ήτανε φαντάρος, ο μεγάλος παντρεμένος, η αδερφή μου παντρεμένη. Εργένης. Για 4-5 χρόνια, με ένα συγχωριανό νοικιάσαμε ένα σπιτάκι. Όλα καλά. Από εκεί και πέρα, το χωριό δεν το ξέχναγα ποτές. Κάθε χρόνο. Και δύο φορές το χρόνο να πάω να δω τους γονείς μου εκεί. Μεσολαβούσαν οι εκλογές. Ήτανε μετά την Μεταπολίτευση. Όταν βρεθήκαμε στο χωριό, σε εκλογές, κάναμε μια βόλτα, έτσι, στο χωριό τριγύρω. Είδαμε πράγματα που δεν μας αρέσανε. Και λέω εγώ… ήμασταν τρεις φίλοι, χωριανοί. «Ρε! Να κάνουμε ένα σύλλογο, όταν πάμε Αθήνα». Πώς θα τον κάνουμε το σύλλογο; Κανένας δεν ήξερε απ’ αυτά τα πράγματα. Περνάγανε οι μήνες, ξαναγίνονται πάλι εκλογές, άντε ξανά στο χωριό. Μέσα στο καράβι, ανταμώναμε ένα χωριανό παιδί, ο οποίος ήταν πολιτικός μηχανικός, πιο μικρός από μας. Πιάσαμε την κουβέντα. Του λέμε: «Ρε συ! Έτσι κι έτσι σκεφτόμαστε, αλλά εμείς δεν ξέρουμε. Πώς ν’ αρχίσουμε; Τι να κάνουμε;». Πραγματικά, συγκεντρωθήκαμε, πολλές φορές σε ορισμένα σημεία, πότε σε ταβερνούλα, πότε σε κάνα σπίτι. Μέχρι να συγκεντρώσουμε 20 μέλη, τα ιδρυτικά.

Χ.Κ.:

Έγινε αυτή η προσπάθεια και, από το ’75, ιδρύθηκε ο Σύλλογός μας. Ήτανε το μεγαλύτερο κατόρθωμα που κάναμε -όλη η παρέα αυτή- για να μην χάσουμε την παρέα, τους χωριανούς, τα ήθη, τα έθιμα που θέλαμε να αναβιώνουμε. Έγινε ένας σύλλογος. Η έδρα μας ήτανε στη Δάφνη. Κατορθώσαμε να γράψουμε… είχαμε φτάσει, μία εποχή, το ’77, να έχουμε, περίπου, 1.000 μέλη στο Σύλλογο.

Γ.Ψ.:

Πάρα πολύς κόσμος

Χ.Κ.:

Πάρα πολύ. Είχαμε νοικιάσει μία αίθο[00:05:00]υσα. Κάναμε ψιλοεκδηλώσεις μέσα. Δεν μας άρεσε. Ήταν μικρή. Νοικιάζαμε τη δίπλα μας. Νοικιάζονται μία αίθουσα δίπλα από το κτίριο αυτό, η οποία πουλιόντανε. Κάνουμε ένα ρίσκο και αγοράζουμε την αίθουσα. Κάπου 130 τετραγωνικά. Πάλι, δεν χωράγαμε. Σε 2 χρόνια, αγοράσαμε και τη διπλανή, που ήταν ίδια η πολυκατοικία. Και κάναμε μία αίθουσα 260 τετραγωνικά, ιδιοκτησία του συλλόγου. Με πολλές δραστηριότητες, με χορούς αποκριάτικους. Γενέθλια του Συλλόγου κάναμε μέσα, δημιουργήσαμε μία ορχήστρα από παιδιά χωριανά. Άλλος έπαιζε μπουζούκι, άλλος ντραμς, άλλος αρμόνιο. Εγώ τραγουδούσα. Και πήγαινε πολύ καλά αυτή όλη η παρέα. Έχουμε κάνει εφτά θεατρικές παραστάσεις, με ντοπιολαλιά, με τον συγχωρεμένο τον Πάνο τον Κοντέλλη, ο οποίος ήταν σεναριογράφος. Έχει γράψει πάρα πολλά έργα με Ξανθόπουλο… με πολλούς ηθοποιούς, με Βόγλη. Έπρεπε να στήσουμε ένα μικρό χορευτικό, να κάνουμε χορούς ντόπιους. Εγώ, από μικρός, επειδής μ’ άρεσε και να τραγουδάω και να χορεύω, ήξερα από έμφυτο έτσι, τα χορευτικά, τους χώρους τους ντόπιους, τους δικούς μας: συρτό, μπάλο, απτάλικο. Παράλληλα, λαϊκούς χορούς. Είχαμε δύο άλλα παιδιά, που χορεύαμε ένα πάρα πολύ ωραίο χασάπικο. Και όταν το χορεύαμε σε ταβέρνες, γινόταν ο χαμός. Γιατί το χασάπικο θέλει ζευγάρι να είσαι. Ιδρύσαμε και το χορευτικό. Έδειχνα εγώ στα παιδιά. Κάναμε τέσσερα, πέντε, έξι ζευγάρια. Μετά, έπρεπε να προχωρήσουμε περισσότερο. Είχαμε ένα χωριανό μας παλικάρι, που είχε τελειώσει γυμναστική ακαδημία και ήτανε σε παραδοσιακούς χορούς, ο Μιχάλης ο Βουβέλης, που είναι πάρα πολύ καλός. Κάναμε χορευτικά τμήματα από… χορούς απ’ όλη την Ελλάδα. Απ’ όλη: Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, νησιά, Κυκλάδες, τα πάντα. Τα πάντα. Ένα χορευτικό τέλειο, το οποίο το ζήλευαν πάρα πολλοί. Παράλληλα, να πω ότι όλα αυτά τα χρόνια, στο Σύλλογο, κάθε Δευτέρα, είχαμε συμβούλιο. Κάθε Δευτέρα. Μετά το συμβούλιο, είχαμε τραπέζια έτοιμα. Είχαμε δημιουργήσει, καρέκλες, φαγητά, κουζίνα. Υπήρχε κάποιος που ετοίμαζε. Και κάναμε ένα ψιλογλέντι κάθε Δευτέρα. Αφού μας λέγανε άλλοι συλλόγοι του νησιού μας «Μα τι κάνετε κάθε Δευτέρα;». Μαζευόμασταν 18:00, πήγαινε 21:00 και το συμβούλιο είχε τόσα πολλά θέματα, τόσα πολλά θέματα, που δεν μας έφτανε ο χρόνος. Όταν τα χορευτικά μας αρχίσαν και απλωνόντανε, μας ζητάγανε σε απόκριες, σε συλλόγους άλλους που κάνανε χορούς, να πάμε να παρουσιάσουμε τα ντόπια, τους χορούς της Μυτιλήνης. Πηγαίναμε. Κάποια στιγμή, μας ανακάλυψε και ο Λάμπρος ο Λιάβας. Ήτανε, νομίζω, το ’95. Εκεί. Πρέπει να ήμουνα και πρόεδρος του Συλλόγου τότες. Να κάνουμε μία εμφάνιση στο Ηρώδειο. Από που τώρα; Ξαφνικά, έρχεται ο Λιάβας στο Σύλλογό μας. Είδε που κάναμε τα δικά μας, τα δρώμενα.

Χ.Κ.:

«Τι είναι αυτοί οι χοροί που κάνετε;» Οι χοροί αυτοί… απόκριες, εγώ, θυμάμαι από μικρός και ντυνόμασταν βρακάδες, άλλος εύζωνας και γυρίζαμε με τουμπερλέκια πήλινα σε όλο το χωριό και λέγαμε δίστιχα. Στιχάκια αποκριάτικα. Σοκάκι μου στενόμακρο με την ανηφοριά σου, τίποτα δεν λιμπίστηκα, μον’ τη γειτόνισσα σου. Πέτρα την πέτρα περπατώ, λιθάρι σε λιθάρι,  κι αν δεν σε κάνω γιαβουκλού, θα είμαι παλικάρι. Και σε τρίστρατα στηνόμασταν και αρχινάγαμε το χορό, χορούς που τους είχαμε μάθει από τους μεγαλύτερους. Απόψε, θα αρματωθώ να πάω εις τον γέρο, γέρο, μωρέ γερό, την κόρη σου τη θέλω. Στα πάνω μάνα μου το χ[00:10:00]ωριό. Πάρα, πάρα πολλά τέτοια. Και γινόταν αυτό κάθε χρόνο. Ήταν το βίωμα. Τα δείξαμε αυτά στον Λάμπρο τον Λιάβα. Τρελάθηκε.

Γ.Ψ.:

Αυτά τα είχατε δει από πιο παλιούς;

Χ.Κ.:

Από πιτσιρίκος, στο χωριό.

Γ.Ψ.:

Θυμάστε που τα κάνανε και οι πιο μεγάλοι;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, ναι, οι μεγάλοι. Αυτά γυρίζανε με τα σοκάκια, γιατί το χωριό μας δεν ήταν ένα μικρό χωριό. Ήτανε… εγώ, όταν πήγαινα σχολείο, ήμασταν 62 παιδιά η ηλικία μου. Φανταστείτε εξατάξιο σχολείο. Πάνω από 400 παιδιά. Πολύς κόσμος. Μετά, άρχισαν λίγοι-λίγοι και φεύγανε για Αθήνα. Λιγοστέψανε. Και, αυτή τη στιγμή, το χωριό μου έχει περί τα 1.000 άτομα. Εδώ και 25 χρόνια, αναβιώνουν τα αποκριάτικα. Κάνουνε αποκριάτικα. Όχι γλέντια. Παρουσιάζουνε… έχουμε τους «Κουδουνάτους», που είναι ένα φοβερό πράγμα. Εγώ, οπότε τους βλέπω, δακρύζω. Ο καθένας «Κουδουνάτος» να είναι 20-25 άτομα από 50-60 χρόνων και το πιο μικρό να είναι 4-5, να έχει απάνω 10 κουδουνάκια. Οι νέοι να φορτώνονται με 100, 130, 140, 150 κουδούνια, ωραία, χτισμένα, να χτυπάνε όλα μαζί, να μην είναι τσουβαλιαστά απάνω. Είναι ένα φοβερό πράγμα. Και τα θυμάμαι όλα αυτά από μικρός που ήμουνα. Και, μέχρι τώρα, συνεχίζονται. Και αυτά θέλαμε να μη χαθούν. Φυσικά, να πω για το Ηρώδειο. Όταν βρέθηκα εγώ, ένας τριανταπεντάρης, τότε, οικοδόμος… όταν πάτησα τα πόδια μου πάνω στη σκηνή, στο Ηρώδειο, έλεγα: «Εγώ που βρέθηκα εδώ;».

Γ.Ψ.:

Ναι. Καταλαβαίνω

Χ.Κ.:

«Που βρέθηκα;». Δηλαδή, με έπιασε μια ανατριχίλα. Και να… που πήγαμε για να κάνουμε την πρόβα. Σάββατο και Κυριακή ήταν η εμφάνιση. Μπαίνουμε με τουμπερλέκια, με τραγούδι. Λέμε δυο τραγούδια και, μετά, αρχινάμε, στηνόμαστε να κάνουμε τους χορούς. Απόψε θα αρματωθώ να πάω στο γέρο, γέρο, μωρέ γερό…. Στα πάνω, μάνα μου, το χωριό. Τελευταία… μέχρι κι ένα δίστιχο που τραγούδησα εγώ. Και να είναι τώρα το Ηρώδειο κατάμεστο από κόσμο… 5.000; Ξέρω γω; Μέχρι όρθιοι είχε εκείνη τη βραδιά. Ήτανε μία ανατριχίλα για μένα και για όλους μας που βρεθήκαμε εκεί. Και, από τότες, με τον Λάμπρο τον Λιάβα, έχουμε κάνει πάρα πολλές, πάρα πολλές εμφανίσεις. Εδώ, στην Ελλάδα. Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα. Και πού δεν έχουμε πάει;

Γ.Ψ.:

Με τους «Γλεντιστάδες» τώρα, έτσι;

Χ.Κ.:

Ναι. Οι «Γλεντιστάδες». Αυτή η δεκαμελή, δωδεκαμελή ομάδα ανδρών. Ανδρών. Αφού μας λέγανε: «Καλά, δεν έχετε γυναίκες;». Έχουμε. Αλλά αυτή η ομάδα ήταν οι «Γλεντιστάδες», που αναβιώναμε αυτά τα έθιμα. Μες στα σοκάκια που γύριζαν. Και έχει κρατήσει και μέχρι τώρα. Ακόμη, κρατάει. Έχουμε πάει Αμερική, έχουμε πάει Ολλανδία, έχουμε πάει Γερμανία. Κύπρο δέκα φορές. Μέχρι τώρα. Το Νοέμβρη που γύρισα, τέλος Νοεμβρίου, είχαμε πάει σε κάτι σεμινάρια που γίναν εκεί για την… ένα -πώς το λένε;- αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, που κάνανε οι Κύπριοι και βρεθήκαμε εκεί 4-5 άτομα και εμείς και κάναμε τα χορευτικά μας εκεί, σε εκδήλωση. Περάσανε όμορφα χρόνια. Όλα τα χρόνια αυτά μες στην οικοδομή. Μετά, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια. Με ένα τροχάδην. Παράλληλα, όμως, ο Σύλλογος ήταν σύλλογος. Δεν έφευγα από κει καθόλου. Δόξα τω Θεώ, μέχρι τώρα, καλά πάμε. Γεροί να είμαστε. Να συνεχίζουμε. Μακάρι. Προσπαθούμε να βάλουμε τη νεολαία μέσα στο Σύλλογο, αλλά δύσκολα. Η νεολαία, τώρα, δεν μαζεύεται εύκολα. Έχουμε… το χορευτικό συνεχίζεται, μουσικά μαθήματα γίνονται μες το Σύλλογο, αιμοδοσία… 30 χρόνια, τώρα, έχουμε με τον Ευαγγελισμό συνεργασία και γίνεται τρεις φορές το χρόνο αιμοδοσία για τους χωριανούς και όποιος χρειάζεται αίμα. Και το αίμα ξέρουμε ότι είναι δυσεύρετο. Όλα αυτά.

Γ.Ψ.:

Ωραία. Πάντως, εγώ ξέρω ότι στο Μεσότοπο πολλοί νέοι άνθρωποι ασχολούνται και με την παραδοσιακή μουσική και το τραγούδι.

Χ.Κ.:

Πάρα πολλοί. Πάρα πολλοί. Πάρα πολλοί.

Γ.Ψ.:

Είναι ιδιαίτερο χωριό.

Χ.Κ.:

Είναι το χωριό; Δεν ξέρω. Είναι αυ[00:15:00]τό το πράγμα… πολλοί μας το λένε. Καλά, το βλέπω κι εγώ. Δηλαδή, έχουμε, αυτή τη στιγμή στο χωριό, τώρα, αυτή την εποχή, μπορεί να έχει δυο-τρία συγκροτήματα. Πιο παλιά, ήταν οι Καλαϊτζήδες, ήταν ο συγχωρεμένος ο Μπινταγιάλας -είναι μουσικοί που είχανε βιώματα από απέναντι, από Μικρά Ασία- ο Καλαϊτζής ο Στέλιος, ο οποίος έχει γράψει και πάρα πολλά τραγούδια. Έχουν τραγουδήσει μέχρι ο Περπινιάδης, ο Καζαντζίδης ένα τραγούδι, ο Κοντογιάννης και άλλοι πολλοί. Ο Μπινταγιάλας, που ήταν πιο γνωστός, με το σαντούρι του και με το βιολί του. Έχει γράψει κι αυτός πολλά τραγούδια, παραδοσιακά. Ο Στρατής, ο συγχωρεμένος, ο Ράλλης, ένας που τράβαγε αμανέδες, ένα αηδόνι του χωριού μας. Και πάρα πολλά παιδιά, τώρα, συνεχίζουνε με σαντούρι. Σαντούρια πάρα πολλά. Βιολιά. Έχουμε 4-5 παιδιά από το χωριό που παίζουν πολύ καλά βιολιά. Ο ένας είναι Θεσσαλονίκη, ο Κωστής ο Δουδουνής. Είναι ο Βαγγέλης ο Σαραντίδης. Με παραδοσιακά που ασχολείται πάρα πολύ, με χορωδίες. Σπουδαγμένα παιδιά. Έχουν τελειώσει ωδεία και πανεπιστήμια μουσικά. Είναι ευλογημένο χωριό. Είναι ευλογημένο.

Γ.Ψ.:

Εσείς με το τραγούδι; Είναι βιωματική η σχέση σας; Ακούγατε τους παλιούς ας πούμε; Πώς τραγουδάνε;

Χ.Κ.:

Το τραγούδι. Εμένα η μητέρα μου, όταν τραγούδαγε, ήταν το αηδόνι του χωριού. Έτσι τον λέγανε. Γινότανε ο γάμος σε συγγενείς και έπρεπε… επειδής ο γάμος… είχαμε μία διαδικασία για μουσική. Να πα να πάρουμε τη νύφη… να πα να πάρουμε τον γαμπρό πρώτα, με μουσική. Να πάμε, μετά, τραγουδώντας, να πα να πάρουμε τη νύφη, να τους πάμε στην εκκλησία. Γινόταν, μετά, το γλέντι. Την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε να μαζευτούν οι συγγενείς, οι γονείς και οι συγγενείς, να πάνε να ξυπνήσουν τον γαμπρό και τη νύφη. Και αν δεν πήγαινε η μάνα μου σε συγγενείς, η πόρτα δεν άνοιγε. Ήτανε… τραγούδησε πάρα πολύ. Είναι, να πω, χαρίσματα. Εμένα… και τα τρία, τα τέσσερα αδέρφια που είμαστε… και η αδερφή μου. Τα αγόρια. Ο μεγάλος αδερφός μου έπαιζε ακορντεόν. Συγχωρέθηκε. Τώρα, είναι ένας χρόνος. Οικοδόμος και αυτός. Εγώ γρατζουνάω το μπουζουκάκι μου από μόνος μου, ό,τι μπορώ να βγάλω. Και το τραγούδι είναι ένα χάρισμα ας πούμε. Δεν πήγα πουθενά. Ούτε να κάνω φωνητικά, ούτε… αφού, μου είχαν κάνει και προτάσεις ορισμένες φορές. Ειδικά, ο Καλαϊτζής ο Στέλιος, ο συγχωρεμένος, πόσες φορές μου είπε: «Έχω έτοιμα τραγούδια. Έλα να γυρίσουμε ένα δίσκο!». Εγώ έλεγα: «Εγώ είμαι οικοδόμος. Δεν είμαι τραγουδιστής». Τώρα, με το Σύλλογο, πόσα χρόνια που κάνουμε εκδηλώσεις. Εντάξει. Αυτό το πράγμα ας πούμε. Δεν είχα όνειρα να-

Γ.Ψ.:

Να κάνετε καριέρα ας πούμε.

Χ.Κ.:

Να κάνω καριέρα.

Γ.Ψ.:

Παρόλα αυτά, τραγουδήσετε στο Ηρώδειο.

Χ.Κ.:

Ναι. Στο Ηρώδειο είπα έναν αμανέ, ένα ξύπνημα μάλλον, του γαμπρού, που ήτανε, έτσι, το… και ο αμανές αυτός έχει μείνει. Αφού, πολλές φορές, μου λέει ο Λιάβας «Κάθομαι -λέει- και το βάζω στο κασετόφωνο και τον ακούω».

Γ.Ψ.:

Αυτό έχει τύχει ποτέ να τραγουδήσετε σε ξύπνημα; Όχι σε εκδήλωση.

Χ.Κ.:

Όχι, όχι. Δεν έχω τύχει. Δεν έχω τύχει. Όχι. Να πάω να ξυπνήσω γαμπρό. Παρόλο που έχω γίνει και κουμπάρος δύο φορές στο χωριό, αλλά δεν έτυχε έτσι. Αλλά σε άλλες εκδηλώσεις, δικές μας, που κάναμε στο Θέατρο Πέτρας, Θέατρο Βράχων και είχαμε παραδοσιακές εκδηλώσεις και απαιτούσε αμανέ ή τραγούδι ήμουνα πάντα πρώτος. Και στα χορευτικά αυτά, στους «Γλεντιστάδες», πάντοτε, τραβούσα μπροστά, γιατί ήταν 6-7 κομμάτια που έπρεπε να τραγουδηθούν και να χορευτούν. Και αν έκανες ένα λάθος, θα πήγαινε όλος ο χορός στραβά, ας πούμε. Δηλαδή, χορεύαμε απτάλικο και τραγουδάγαμε με τα τουμπελέκια. Άντε 12 χρονών κορίτσι, χήρα πάει στη μάνα της, τα στεφάνια στην ποδιά της κι έκλαιγε τον άντρα της. Και κάτι τέτοια. Κι έπρεπε να βγαίνουνε… πολλές φορές, δηλαδή, μου κόλλαγαν και την ψείρα. Άμα[00:20:00] είσαι και αλαφιασμένος απ’ το χορό, δεν έβγαινε ας πούμε. Εντάξει. Όλα καλά πηγαίνανε. Μία χαρά.

Γ.Ψ.:

Ωραία. Μου είπατε, όμως, ότι, όταν ακούγατε, όταν βλέπατε τους «Κουδουνάτους», δακρύζατε.

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι. Και μέχρι τώρα-

Γ.Ψ.:

Αυτό όχι σε εκδηλώσεις. Όταν τους βλέπατε… το έθιμο αυτό υπάρχει ακόμα. Δεν γίνεται ακόμα;

Χ.Κ.:

Το έθιμο γίνεται. Οι «Κουδουνάτοι» είναι απόκριες. Και εδώ, να σκεφτείτε, στο Σύλλογο μας, εδώ στην Αθήνα, έχουμε γύρω στα 600 κουδούνια αγορασμένα. Και να. Την περασμένη Κυριακή, είχανε πάει μία ομάδα στην Πετρούπολη. Την Καθαρά Δευτέρα, έχουμε στο Νιάρχο. Θα κόψουμε την πίτα. Ο Σύλλογος, εφέτος, είπε να πάει εκεί και θα γίνουνε και χορευτικά και θα πάνε και «Κουδουνάτοι». Τώρα, μεθαύριο. Σε πολλούς Δήμους, εδώ στην Αθήνα, μας καλάνε. Στην Πλάκα, έχουμε πάει πάρα πολλές φορές, πιο παλιά, που γινόντουσαν εκδηλώσεις, μέσω του Λάμπρου του Λιάβα και από άλλους, που μας σύστηνε ο Λιάβας. Κάναμε δηλαδή. Γυρίζαμε όλη την Πλάκα με τους «Κουδουνάτους». Αλλά, στο χωριό, έχουνε το πιο γνήσιο. Είναι ντόπιοι, ντόπια παιδιά που ντύνονται κάθε χρόνο. Εδώ, καλάμε ένα… του λέμε: «Έλα να σε ντύσουμε και σένα». Εντάξει. Κάνει το κουδούνι. Αλλά στο χωριό έχουνε άλλη. Έχουνε μία… δηλαδή, μπαίνει ο πρώτος, μετά ο δεύτερος, μετά ο τρίτος και έχουνε ένα βηματισμό. Δίνει το σύνθημα ο πρώτος και ακούς ένα τρανταχτό. Δηλαδή, τραντάζει όλο. Μια τρέλα. Δεν ξέρω. Εγώ ανατριχιάζω και που το λέω τώρα ας πούμε. Πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ όμορφα.

Γ.Ψ.:

Είναι. Ναι. Εσείς περνάτε και κάποιο διάστημα στο χωριό; Ζείτε κάποιους μήνες το χρόνο;

Χ.Κ.:

Ναι. Απ’ το 2004, που πήρα τη σύνταξη σαν οικοδόμος, μετά, συνέχισα άλλα 5 χρόνια, 4-5. Γιατί δεν ήμουν απλός μάστορας, ήμουν εργολάβος. Είχα συνεργείο. Και όταν κατέθεσα εγώ, είχα το συνεργείο. Ήταν 4-5 παιδιά. Μου λένε: «Ρε μάστορα! Τώρα, τι θα γίνουμε; Πού θα πάμε εμείς;». Και συνέχισα. Δήλωσα ότι θα δουλεύω στο ΙΚΑ, για να μην έχω προβλήματα. Και από κει και πέρα, δηλαδή το ’4, γύρω στο ’10, κάθε χρόνο φεύγω και κάθομαι 6-7 μήνες στο χωριό. Μου αρέσει εκεί. Έχω ένα κτηματάκι με νερό, με πηγάδι. Βάζω το μπαχτσέ. Και με την παρέα, εκεί, περνάμε καλά. Κάνουμε τα γλέντια μας, τα ουζάκια μας, τη σαρδέλα μας. Και το ευχαριστιέμαι πάρα πολύ. Μ’ αρέσει. Δηλαδή, τώρα, περιμένω να περάσουν οι μέρες, να αναρρώσω κιόλας. Άσε που έχω αναρρώσει αλλά θα πάω να κάνω μία εξετασούλα ακόμα και είμαι εντάξει. Κούφια η ώρα. Πρώτη φορά, στα 77 μου μπήκα σε νοσοκομείο. Δεν είχα ιδέα τι γινότανε μ’ αυτά και μου κακοφάνηκε πολύ, όταν μπήκα. Δεν είχα σχέση με τέτοια πράγματα. Δόξα τω Θεώ. Αλλά έτυχε αυτό, εντάξει. Ο καθένας. Πάντοτε, υπάρχει πρώτη φορά.

Γ.Ψ.:

Περαστικά να είναι.

Χ.Κ.:

Να ‘σαι καλά.

Γ.Ψ.:

Ωραία. Και τους μήνες που περνάτε, λοιπόν, στον Μεσότοπο, που βρίσκεστε και με την παρέα τραγουδάμε κιόλας; Όχι στο πλαίσιο κάποιας εκδήλωσης. Παρεΐστικα ας πούμε.

Χ.Κ.:

Είναι παρεΐστικα. Έχουμε κάνει πάρα πολλές εκδηλώσεις στο χωριό, που… να τραγουδάω. Να κάνουμε μία εκδήλωση με την ορχήστρα που έχουμε εδώ, να τη μεταφέρουμε εδώ στο χωριό και να κάνουμε μια βραδιά ολόκληρη. Έτυχε πολλές φορές να το κάνουμε αυτό. Αλλά τώρα, με την παρεούλα ας πούμε. Μαζευόμαστε πότε σπίτι μου, ποτέ στου αλλουνού, πότε στου αλλουνού του φίλου. Έχουμε τα μπουζουκάκια μας. Είναι κι άλλα παιδιά εκεί που παίζουνε. Μαζευόμαστε, να περνάμε, πίνουμε τα ουζάκια μας, να περνάμε ευχάριστα.

Γ.Ψ.:

Μήπως υπάρχει καμία ανάμνηση από τέτοια παρέα και από τέτοια διαδικασία; Ουζάκι, τραγούδι; Αλλά να έρχεται από τους πιο παλιούς ας πούμε. Πριν φύγετε εσείς από τον Μεσότοπο.

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι. Ναι. Αυτό το πράγμα εγώ… εγώ και μικρός που ήμουνα, όταν... εντάξει. Δεν μπορούσα να πάω σε καφενείο. Τι να πάω να κάνω; Γιατί στα χωριά είναι καφενεία. Και όντως, είχαμε, τότε που ήμουν εγώ παιδί… είχαμε 4-5 καφενείο στο χωριό. Και όταν έβλεπα τους νέους, τους μεγάλους, που γυρνάγανε το χειμώνα, που ήτανε εδώ στην Αθήνα και γυρνάγανε στο χωριό και πίνανε και γλεντάνε, πήγαινα έξω το παράθυρο και κοίταγα που χορεύανε και έλεγα: «Ρε γαμώτο! Πότε θα μεγαλώσω;». Εντωμεταξύ, μου άρεσε πάρα πολύ και όταν πήγαινα, ως νέος, στο χωριό χει[00:25:00]μώνα. Χειμώνα πιο πολύ, γιατί τα καλοκαίρια ο καθένας είχε τα αγροτικά του, τις δουλειές του. Μετακομίζανε στα χωράφια τους. Είχαν τα σπίτια και το χειμώνα μαζευόντουσαν. Και λαχταρούσα να κάνω παρέα με μεγάλους. Ν’ ακούω τραγούδια παλιά, να βλέπω τους μεγάλους να χορεύουν τα ντόπια, τα δικά μας: τον καρσιλαμά, τον απτάλικο που έχουμε εμείς. Αυτός ο απτάλικος που χορεύουμε εμείς στο Μεσότοπο είναι μόνο στο Μεσότοπο. Παντού χορεύουν. Είναι ένας χορός… είναι 9/8, το οποίο το χορεύουμε διαφορετικά. Εμείς έχουμε δικό μας τρόπο. Ζευγάρι. Το χορεύουμε ζευγάρι τον απτάλικο. Κάνουμε φιγούρες όμορφες, ίδιες. Αλλά, όταν έβλεπα, έτσι, ηλικιωμένους και χορεύανε εκείνο το αϊβαλιώτικο, τρελαινόμουνα. Τρελαινόμουνα. Μου άρεσε τόσο πολύ. Μεγάλοι άνθρωποι, αλλά ορισμένοι. Είχαμε ένα μπαρμπα-Γιάννη… έπιανε ένα φύλο από μια λεμονιά και έπαιζε του κόσμου τα τραγούδια.

Γ.Ψ.:

Με το φύλο;

Χ.Κ.:

Με το φύλο. Με το φύλο να παίζει τραγούδια και να χορεύουμε εμείς. Και λαχταρούσαμε να πάμε στο σπίτι του ή να ‘ρθει στο δικό μας. Τότες, κάναμε γειτονιές ο κόσμος. Μες στα καμαράκια. Θυμάμαι εγώ ήμουν 5, 6, 7 χρονών και ήταν ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο κουμπάρος ο διπλανός. Μαζευόταν, έτσι, το χειμώνα, να κάνουνε γειτονιά εκεί. Το μαγκάλι αναμμένο. Και έπιναν τα ουζάκια τους, μερακλώναν. Και μου ‘λεγε, θυμάμαι, ο κουμπάρος του πατέρα μου, ο μπάρμπα-Βλουτής «Άντε Χρηστάκη! Σήκω να χορέψεις!». 5-6 χρονών, τώρα, εγώ. Να χορέψω απτάλικο, να χορέψει αυτό το πράγμα, ζεϊμπέκικο, που άντε να είχα δει πιο μεγάλους, από μένα, το χορεύανε. Δεν μου έδειξε ποτές κανένας να μάθω αυτό το χορό. Έτσι ήτανε. Και σιγά να τραγουδούσα κι εγώ μαζί με τα γερόντια. Αλλά μ’ άρεσε να τους ακούω. Ειδικά, ο διπλανός, αυτός ο κουμπάρος, ήταν ένας φοβερός άνθρωπος. Μια φωνή… αυτοί οι άνθρωποι, λέω, πήγανε χαμένοι. Έπρεπε να είχαν κάνει καριέρες ας πούμε. Καριέρες.

Γ.Ψ.:

Πείτε μου κι άλλα από τότε αν θέλετε. Μου αρέσουνε πολύ αυτά, αυτή η εποχή.

Χ.Κ.:

Τι να πω; τι να πω; Εντάξει. Βιώματα πολλά ας πούμε. Θέλαμε κάτι να κάνουμε στα σπίτια το χειμώνα, να είμαστε πιο καλά. Πρέπει να μαζέψουμε ξύλα. Τώρα, εγώ 7, 8, 9, 10 χρόνων να παίρνω το γαϊδουράκι και να πηγαίνω σ’ ένα κτήμα που είχαμε, να πάω να κόψω ξύλα ξέρα, να τα δεματιάσω, να τα πάρω, να τα αποθηκεύσουμε. Θυμάμαι, όταν ήμουνα, έτσι, 7-8 χρονών, εκείνη την εποχή, ο κόσμος φτωχός, αγρότες όλοι. Εκτός από το λάδι που είχανε ή σπέρναν τα χωράφια σιτάρι, να τα αλωνίσουν, να το θερίσουν, να το αλωνίσουν, να το καθαρίσουν. Είχαμε δύο αλευρόμυλους στο χωριό, είχαμε δύο ελαιοτριβεία. Παράλληλα, είναι ένα είδος που έχει χαθεί τώρα, που ήτανε ένα μεγάλο εισόδημα για τα χωριά -και το δικό μας και τα παραδίπλα- ήταν οι βελανιδιές, το βελανίδι. Τότε, το μαζεύανε. Μαζεύαν το βελανίδι, το καθαρίζανε, βγάζανε τον καρπό, άφηναν το κέλυφος, το ξέρανε και ερχότανε φορτηγά από άλλα χωριά, απ’ τη Γέρα, που ήταν εργοστάσιο βυρσοδεψίας. Το περνάνε και κάναν επεξεργασία στα δέρματα. Αυτό, τώρα, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει εξαφανιστεί με τα χημικά τούτα. Και ήταν ένα εισόδημα πολύ μεγάλο. Και θυμάμαι… δηλαδή, επί ένα μήνα, το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη -τότες ωρίμαζε αυτό- να πηγαίνουμε να ραβδίζουμε τα δέντρα. Ράβδισμα το λέγαμε εμείς τότες. Να το μαζέψουμε, να το απλώσουμε, να καθαρίσουμε. Τον καρπό τον ρίχναμε στα ζωντανά και τον τρώγανε. Ήταν μία διαδικασία πολύ μεγάλη, αλλά ήτανε ένα εισόδημα καλό για όλες τις οικογένειες, όσοι είχαν τέτοια κτήματα με δέντρα. Αυτή τη στιγμή, τα δέντρα αυτά έχουνε γίνει όλα… απαγορεύεται να κόψεις έστω και ένα κλαδί από αυτά τα… τις βελανιδιές. Αν σε πιάσουνε… πιο καλά να σκοτώσεις άνθρωπο, παρά να κόψεις ένα τέτοιο δέντρο. Είναι [00:30:00]διατηρητέα όλα αυτά.

Γ.Ψ.:

Είναι προστατευόμενα.

Χ.Κ.:

Προστατευόμενα. Βεβαίως. Άλλα βιώματα; Εντάξει. Από μικρός, να καλλιεργήσουμε το κτήμα. Έφευγε ο πατέρας μου. Μετά, τα αναλαμβάνω εγώ όλα. Να πάω να τα ποτίσω, να τα βοτανίσω, να μαζέψω τον καρπό, να κάνουμε αποθήκευση, διάφορα, φασόλια, μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες. Τα πάντα. Μέχρι φιστίκια. Μέχρι σουσάμι φύτευε ο πατέρας μου. Σουσάμι για να έχουμε να κάνουμε τον μπακλαβά, που κάναμε, τον παραδοσιακό, τα Χριστούγεννα. Πολλά. Σιτάρια να θερίζουμε; Κουκιά; Τα πάντα. Τα πάντα. Έχω βιώματα. Από μικρός έχω πολλά. Και όχι εγώ μόνο. Όλα τα παιδιά. Όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Και τότες, στα χωριά, κοιτάγανε να βοηθήσουνε την οικογένεια όλη. Δεν είχαμε και τίποτα άλλο να κάνουμε. Καταρχήν, δεν υπήρχε… τότε που ήμουν εγώ στο χωριό, δεν υπήρχε δρόμος. Αυτοκίνητο δεν ερχότανε. Ερχότανε ο πατέρας μου από την Αθήνα και σταμάταγε το λεωφορείο 20 χιλιόμετρα πιο μακριά. Και από εκεί να φορτωθεί τη βαλίτσα του ή κάνα σακ βουαγιάζ, καμιά τσάντα, κάνα ντρουβά που λέμε στο χωριό. Με τα πόδια. Μετά, γίνανε όλα αυτά. Οι δρόμοι, ήρθε το ρεύμα. Με τα χρόνια αλλάζουν όλα. Τώρα, υπάρχει πια πολιτισμός παντού. Απ’ τη μία καλό από την άλλη κακό. Ξέρω γω. Τι να πω;

Γ.Ψ.:

Εντάξει. Έχει και τα καλά του…

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι. Ναι.

Γ.Ψ.:

Πάντως, έχει τρομερό ενδιαφέρον, κιόλας, ότι, εκείνη την εποχή, σε αυτή την ηλικία, αναλαμβάνονται τέτοιες υποχρεώσεις

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, ναι. Ξέρεις εγώ μπορώ να πω ότι ήμουνα πιο… λίγο ταλαιπωρημένος. Υπήρχαν άλλα παιδιά… δηλαδή, φίλοι μου, συμμαθητές μου, ίδια ηλικία. Δηλαδή, οι πατεράδες τους, επειδή ήταν αγρότες, μόνιμοι εκεί, θα έπρεπε να πα να πουλήσουν και το εμπόρευμα που βγάζανε. Να το πουλήσουν πού; Μες στο χωριό μας δεν πουλιόταν. Όλοι είχανε τα πάντα. Στα διπλανά χωριά. Εγώ θυμάμαι… και τώρα, έχει γίνει και κουμπάρος μου, έχει βαφτίσει την κόρη μου, έπαιρνε το γαϊδουράκι με δυο καφάσια εμπόρευμα, μελιτζάνες, ντομάτες, αγγούρια και πήγαινε 8… 7-8 χιλιόμετρα, μέσα από το βουνό, για να κόβει δρόμο, να πάει στο διπλανό χωριό με ζυγαριά. 7-8 χρονών παιδί, 10, να πάει να πουλήσει το εμπόρευμα που τον έστελνε ο πατέρας του. Εγώ δεν είχα τέτοια, γιατί ήταν ο πατέρας μου… ήταν στην Αθήνα. Δούλευε. Βάζαμε τα κηπευτικά μας, ίσα για να έχουμε για το σπίτι ή για το χειμώνα. Να κρατήσουμε ορισμένα. Γιατί αποξηραίναμε ντομάτες στον ήλιο, σάλτσες να κάνουμε, τέτοια πράγματα. Ναι. Ναι. Ναι.

Γ.Ψ.:

Οπότε, σίγουρα, μετά στην Αθήνα, για να μιλήσουμε λίγο και για την Αθήνα-

Χ.Κ.:

Στην Αθήνα, εδώ, όταν πρωτοήρθα, μου φάνηκε ότι βρέθηκα σε άλλο πλανήτη. Ξέρω γω. Και φοβισμένα παιδιά. Δεν είχαμε το θάρρος που είχαμε τα ντόπια. Όταν μπήκα εγώ στην οικοδομή να… ντρεπόμουνα να μιλήσω στον μάστορά μου ας πούμε. Ο θείος μου δεν δούλευε, γιατί είχε συνεργείο και γύρναγε στις δουλειές. Σε κάθε οικοδομή, το συνεργείο, το δικό μας, αποτελούνταν από 8-10 άτομα και ήμουν ο πιτσιρικάς. Ώσπου να μάθω να πάω να ψωνίζω… με έστελνε για κολατσιό. Τότες, δουλεύαμε και πρωί-βράδυ. Δουλεύαμε το πρωί. Σταματάγαμε το μεσημέρι μία ωρίτσα ή δυο, αναλόγως την εποχή. Και το απόγευμα ξανά πάλι δουλειά. Και έπρεπε να κάνεις ένα κολατσιό. Ήτανε λιγάκι δύσκολα, ώσπου πια ξεθάρρεψε κι εγώ μετά. Να μάθω να κυκλοφορώ κιόλας. Γιατί οι δουλειές δεν ήταν στην πόρτα. Εμένα εδώ στο Μπραχάμι. Οι δουλειές ήτανε μέσα στο κέντρο: Πατησίων, Κάνιγγος, Αθηνάς, Ακαδημίας. Όλο εκεί τριγύρω, τότες, πού ήταν η ανάπτυξη. Παγκράτι ξέρω γω; Σιγά-σιγά. Ήταν λιγάκι δύσκολα, αλλά εντάξει. Όλα μαθαίνονται. Και πιτσιρίκος. Εντάξει. Τουλάχιστον, δεν… είχα… έβγαζα το προς το ζην. Μπορεί να τανε 20 δραχμές τότε, το μεροκάματο, που σήμερα να δεις ένα πεντάλεπτο κάτω δεν σκύβεις να το πάρεις και τότε 20 δραχμές ήτανε δραχμάρες. Να πάρεις το κολατσιό σου, να πας να φας το μεσημέρι μία μακαρονάδα. Να δίνεις -ξέρω γω- κι ένα ψωμάκι, 2-3 δραχμές, τα εισιτήρια, να πηγαινοέρχεσαι. Ίσα-ίσα, τζιράραμε ας πούμε.

Γ.Ψ.:

Και σίγουρα, θα περιμένατε, πώς και πώς, να έρθει η [00:35:00]ώρα να κατέβετε στο χωριό, ε;

Χ.Κ.:

Όχι. Τα πρώτα χρόνια… δηλαδή, εγώ, το ’58, που τελείωσα το σχολείο, ’59, ήρθα στην Αθήνα. ’61 ήρθε όλη η οικογένεια εδώ. Όποτε, πήγαινα πια, όταν ήμουνα 15, 16 χρονών, 17… το σπίτι μας υπήρχε. Άντε να πάω για βόλτα, για 10 μέρες, με την παρέα. Κανονίζαμε από δω. Πήγαινα στους θείους εκεί, να πάω να φάω. Κοιμόμουνα στο σπίτι. Αλλά μου άρεσε να πηγαίνω το χειμώνα. Μου άρεσε πάρα πολύ. Μετά, που απολύθηκα από στρατιώτης και φύγανε ο πατέρας μου, η μάνα μου στο χωριό, πήγαινα πιο τακτικά. Όταν έβρισκα χρόνο, γιατί είχα και δουλειές εδώ. Γιατί, μόλις απολύθηκα εγώ, κοίταγα να δικτυωθώ. Να αρχίσω να παίρνω δικές μου δουλειές. Και όντως έγινε. ’66-’68 ήμουνα φαντάρος. Το ’69 πήρα την πρώτη πολυκατοικία. Μετά, πια, δεν με έπιανε κανένας. Ήταν ένα πράγμα όπως με είχανε συμβουλέψει. Ν’ αγαπήσω αυτό που κάνω. Και όντως το αγάπησα. Έχω δουλέψει πάρα πολύ δηλαδή. Πάρα πολύ. Για να δημιουργήσω κάτι, να κάνω ένα σπίτι, να κάνω ένα σπίτι στα παιδιά μου, να κάνω ένα εξοχικό που έχω στην Κερατέα. Μετά, που ήθελα να πάω να κάθομαι στο χωριό, μέσα στο κτήμα, είχε ένα σπιτάκι μικρό ο πατέρας μου. Λέω: «Δεν χωράω». Το γκρέμισα όλο. Έκανα κι εκεί ένα σπίτι μεγάλο. Εντάξει. Όλα καλά. Ευχαριστημένος είμαι απ’ τη ζωή μου. Εντάξει. Έχω την οικογένειά μου. Η περιουσία μου είναι τα παιδιά μου, είναι τα εγγόνια μου. Αυτά είναι. Έχω κάνει δυο γαμπρούς, που είναι εξαιρετικά παιδιά. Να εδώ είναι. Φάτσα τους έχουμε. Είναι σαν να είμαστε φιλαράκια. Δόξα τω Θεώ.

Γ.Ψ.:

Υγεία. Να ‘στε καλά.

Χ.Κ.:

Υγεία να έχει όλος ο κόσμος.

Γ.Ψ.:

Και φυσικά, το τραγούδι.

Χ.Κ.:

Το τραγούδι… εντάξει. Τώρα, όσο μεγαλώνουμε, το κόβουμε λίγο-λίγο, αλλά, μέχρι το… πριν το… αυτό που μας βρήκε, όλο τον κόσμο.

Γ.Ψ.:

Ο κορονοϊός.

Χ.Κ.:

Δηλαδή, μες στο Σύλλογο κάναμε δυο-τρεις εκδηλώσεις. Κάναμε γενέθλια, κάναμε αποκριάτικο, κάναμε έκτακτο χορό όποτε θέλαμε. Κάναμε ένα πρόγραμμα τριών, τεσσάρων, πέντε ωρών και να τραγουδάω όλη νύχτα. Έχω μια τσάντα τραγούδια και φύλλα και προγράμματα και τέτοια. Μου άρεσε αυτό το πράγμα. Εκεί μέσα. Όχι παραπάνω. Δεν το δεν το επιδίωξα ποτές. Αν το ‘κανα, μπορεί να… που είχα δύο-τρεις φορές προτάσεις από ένα φίλο χωριανό, που έπαιζε εδώ στα μαγαζιά. Μου έλεγε: «Έλα εδώ. Έτοιμος είσαι. Γιατί δεν έρχεσαι να τραγουδάς;». Εγώ δεν ήθελα ν’ αφήσω τη δουλειά μου. Είχα κάνει τη ρέγουλα μου, είχα το συνεργείο μου, είχα το πρόγραμμά μου. Εντάξει. Καλά πήγαινα οικονομικά. Δεν είχα πρόβλημα. Λέω: «Τώρα, τι να…». Δεν είχα αυτό το να χωθώ εκεί μέσα, στον κλάδο αυτόν. Αλλά έβλεπα και πράγματα που δεν μου ταιριάζαν ας πούμε.

Γ.Ψ.:

Ας το πούμε ότι δεν θέλατε να το κάνετε επαγγελματικά.

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι. Όχι, δεν το ‘θελα.

Γ.Ψ.:

Το αγαπάτε όμως.

Χ.Κ.:

Το αγαπάω. Ναι, μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει. Και σε παρέες που βρίσκομαι και όπου βρεθούμε σε εκδρομές, που πηγαίναμε, «Άντε Χρήστο! Τράβα μπροστά στο μικρόφωνο να μας πεις κάνα τραγούδι». Έτσι. Α καπέλα ας πούμε. Εντάξει.

Γ.Ψ.:

Η ντοπιολαλιά, που αναφέρατε πριν, έχει να κάνει με την προφορά εκεί του χωριού. Και τα τραγούδια, όπως τα λέγατε;

Χ.Κ.:

Όχι. Τα τραγούδια δεν είναι με ντοπιολαλιά. Άλλα… τα σκετς, τα έθιμα με ντοπιολαλιά. Είναι λιγάκι… η ντοπιολαλιά μας είναι λιγάκι βαριά. Δηλαδή, μπορεί να μην καταλάβει ο άλλος. Να μιλάς και να μην καταλαβαίνεις τι σου λέει. Και δεν είναι μοναχά. Ξέρεις τι γίνεται; Σε κάθε χωριό, στη Μυτιλήνη, είναι και διαφορετικά. Εμάς το χωριό μας είναι δεν είναι χωρισμένο. Απλά, λέμε: «Το Πάνω χωριό», επειδή είναι ύψωμα. Το «Κάτω χωριό». Το απάνω χωριό. Εκεί, πια, δεν καταλαβαίνεις. Ακούς πιτσιρίκια και λες: «Τώρα από πού βγήκαν αυτά; Από τον Άρη κατεβήκανε;». Ναι. Δηλαδή, πράγμα… λέξεις… κρατάνε και από... γιατί, μέχρι το ’12, εμάς το χωριό μας είχε Τούρκους. Είναι πολλές λέξεις που είναι και τούρκικες ακόμα. Αφού, λες… φωνάζει… πήγαινε... ερχόταν τα εγγόνια μου στο χωριό. Έλεγε η μάνα μου «Λυδία, φερ’ τη φουρκαλιά!». «Τι ‘ν’ αυτό, ρε γιαγιά;». «Φουρκαλιά!». «Ποια φουρκαλιά;». «Τη σκούπα!». Ή το φαράσι ας πούμε. «Φερ’ τη σειράνα». Άντε να καταλάβουν[00:40:00] τα παιδιά, τώρα, τα σημερινά.

Γ.Ψ.:

Αναφέρατε, πριν, τις αποκριάτικες εκδηλώσεις με το τουμπερλέκι. Και εγώ ξέρω ότι, αν δεν υπήρχε τουμπερλέκι, γινότανε και με τον τενεκέ η δουλειά αυτή.

Χ.Κ.:

Κατσαρόλες. Ό,τι φανταστείς, ό,τι είχανε. Ήταν τα πήλινα τουμπελέκια. Εγώ πρέπει να έχω κάνα-δυο, άλλα πού τα ‘χω; Στο πατάρι. Τουμπελέκι με προβιά, πότε από κατσίκι, από κουνέλι, με διαδικασία να τη βάλεις σε ασβέστη -ξέρω γω- να την κάνεις. Και από γάτες πολλές φορές. Ήταν η καλύτερη προβιά. Είχε ωραίο ήχο. Ήταν τα τουμπελέκια. Αλλά, όταν βρισκόσουν σε ένα σημείο που δεν είχε τίποτα, έβλεπες ορισμένοι άνθρωποι… θυμάμαι εγώ, έτσι, μεγάλοι άνθρωποι που παίζανε κουταλιά μέσα στο καφενείο. Περνάνε δυο κουτάλια και το ρυθμό ή είχαν το… βάζαν το κομπολόι τους στο κουμπί του πουκαμίσου και είχαν ένα ποτηράκι και το κάνανε ντρίγκι-ντρίγκι ξέρω ‘γω. Οι παρέες, μερακλήδες, με τραγούδια ωραία. Και αν δεν αυτό, βάραγες κανένα ντενεκέ, άμα άναβε το γλέντι παραπάνω.

Γ.Ψ.:

Και λέγανε και… όχι βρισιές-

Χ.Κ.:

Τα αποκριάτικα. Ναι. Είχε και τέτοια τραγούδια. Είχε ορισμένα που ήτανε από τα παραδίπλα χωριά μας, που ήτανε πάρα πολύ αθυρόστομοι ας πούμε. Δηλαδή, δεν λέγονται ας πούμε, τα οποία τα ξέρω. Τα έχω μάθει, ας πούμε και τα ξέρω.

Γ.Ψ.:

Πολύ ωραία. Οπότε, τώρα θα κατεβείτε πάλι κάτω. Θα συνεχίζετε εκεί, ε;

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι. Εντάξει. Αυτά… ξέρεις τι γίνεται τώρα; Χρόνο με το χρόνο και αυτά ψιλοχάνονται. Χάνονται, ξέρεις. Μεγαλώνουμε πια. Δεν τα… άλλος προβλήματα έχει, άλλος δεν πίνει, άλλος πίνει λίγο, άλλος πιο πολύ. Αλλά όχι ότι τα ξεχνάμε. Άμα συγκεντρωθούμε… εγώ, πριν, επειδής μου άρεσε πάντοτε η παρέα, θυμάμαι… το ’97, ’96-’97. Τι έκανα; Άρχισα και έβαζα… πήρα έναν κατάλογο, ένα τετράδιο και έγραψα ονόματα της ηλικίας μου. Τους έπαιρνα τηλέφωνο και έκλεινα ραντεβού μια ημερομηνία, όσοι βρεθήκαμε στο χωριό, να ξανασμίξουμε. Όσοι ήταν το ’46 γεννηθείς. Τα κατάφερα και μάζεψα 32 άτομα που βρεθήκαμε στο χωριό. Όλοι ζευγαρωμένοι, παντρεμένοι, κοπέλες. Εν πάση περιπτώσει, μαζευτήκαμε πάνω από 60 άτομα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτές. Κάναμε ένα πάρα πολύ ωραίο γλέντι. Και δεν θα το ξεχάσω. Ήταν 17 Αυγούστου. Περιμέναμε να τελειώσουν οι εκδηλώσεις που γινόντουσαν στο χωριό, της Παναγίας, που είναι το πανηγύρι, κάτι θεατρικά που είχαμε εμείς σαν σύλλογος. Να κοπάσουν αυτά, για να κάνουμε. Και κάναμε μια συγκέντρωση, θυμάμαι, που το χάρηκαν και οι κοπέλες, που είχαμε να ανταμώσουμε χρόνια και ανταμώναμε στο χωριό. Ορισμένοι ήρθανε. Τους είχα ειδοποιήσει και λέω: «Τάδε του μηνός» και ήρθανε από Αθήνα, για να βρεθούν, για να κάνουν και τις διακοπές τους ας πούμε. Ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο πράγμα κι αυτό που έγινε. Και ήταν ένα επεισόδιο που, την τελευταία χρόνια που τελειώσαμε το Δημοτικό… το σχολείο μας έχει… δεν ξέρω αν έχεις δει… έχεις πάει στον Μεσότοπο; Έχεις πάει.

Γ.Ψ.:

Έχω περάσει.

Χ.Κ.:

Είναι το σχολείο και είναι η σκάλα που ανεβαίνεις απάνω. Με φαρδιά σκαλιά. Είναι κάπου δέκα σκαλιά. Θυμάμαι, τότες, ήταν εξηντατόσα παιδιά. Είχαν απλωθεί. Η δασκάλα ξέρω γω. Και ένα… μιανού φίλου η κόρη έρχεται. Μου λέει: «Θείε Χρήστο -λέει- να κανονίσετε να πα να βγάλετε μία φωτογραφία τώρα, στην ηλικία που είσαστε. Τότες, βγάλατε που ήσασταν, ξέρω γω, 12 χρόνων». Πήγαμε. Δεν ήρθανε όλοι. Από τα 32 άτομα ήμασταν καμιά εικοσπενταριά. Και λέει μία συμμαθήτρια «Βρε Χρήστο! Τότε που τελείωσαν το σχολείο χώραγαν εξήντα παιδιά. Τώρα, είμαστε οι μισοί και δεν χωράμε». Και λέω: «Έχει δει πώς είμαστε όλοι;». Ήταν και παχουλή αυτή. Και έχει μείνει και αυτή η φωτογραφία.

Γ.Ψ.:

Ωραία, οπότε είχατε τραβήξει φωτογραφία από τότε και από τώρα για τη σύγκριση. Τέλεια, τέλεια.

Χ.Κ.:

Ναι. Ναι.

Γ.Ψ.:

Θέλετε να μιλήσουμε λίγο ακόμα για το Σύλλογο; Για τις δράσεις του Συλλόγου που έχετε κάνει;

Χ.Κ.:

Ναι. Να πούμε. Να πούμε για το Σύλλογο. Ο Σύλλογος είναι μία ολόκληρη ζωή. Όπως είπα πιο μπροστά, είναι ο σύλλογός μας 37 χρόνια. Είναι ζωντανός, είναι δρ[00:45:00]αστήριος. Όλο το νησί είχε, κάποια εποχή, να είναι γύρω στα 30 συλλόγοι, μικροί, μεγάλοι, άλλοι μόνο με σφραγίδα, άλλοι με δραστηριότητες. Εμάς, όπως είπα και πιο μπροστά, ότι όλα αυτά τα χρόνια, κάθε Δευτέρα, κάθε Δευτέρα, μα κάθε Δευτέρα… μόνο Καθαρά Δευτέρα και Λαμπροβδομάδα δεν πηγαίνανε ας πούμε. Αλλά τα αφήναμε για δυο-τρεις μέρες πιο πίσω. Είχαμε συμβούλιο και κάθε… μετά το συμβούλιο, ώσπου να τελειώσουμε, ξέρω γω, από τα συμβούλια, η άλλη παρέα που ερχότανε, 50-60 άτομα, είχαμε τα τραπέζια έτοιμα. Μεζέδες, ούζα. Και αρχινάγαμε το τραγούδι. Και προχθές, τη Δευτέρα, εκεί που καθόμασταν, είχαμε τα μεζεδάκια. Έκανε και η γυναίκα μου κάτι και ήρθε και αυτή μαζί. Και, σε λίγο, βλέπω τον Φώτη, βουτάει ένα τουμπερλέκι και αρχινάει τα αποκριάτικα. Είπαμε κάμποσα αποκριάτικα. Τριαλαλόμ-τριαλαλόμ. Αυτά που λέμε, που είναι ωραία. Δηλαδή, μπορεί να ξεκινάγαμε… και εδώ που πηγαίνουμε, σε… πηγαίναμε πιο παλιά. Τώρα, έχουν σταματήσει πια. Δεν μας πολύ φωνάζουν. Δεν ξέρω. Ήταν, όπως είπα, και η ασθένεια, αυτή που μας βρήκε και σταματήσανε να κάνουνε εκδηλώσεις οι Δήμοι. Ηλιούπολη, Δάφνη, Βύρωνας, Πετρούπολη. Και πού δεν έχουμε πάει; Και αρχινάμε τα δύστυχα. Μπορεί να τραγουδάμε μια μέρα ολόκληρη με δίστιχα αφιερωμένα… τέτοια. Σοκάκι μου στενόμακρο με την ανηφοριά σου, πέτρα την πέτρα περπατώ λιθάρι σε λιθάρι. Κι αν δεν σε κάνω γιαβουκλού, δεν είμαι παλικάρι. Εγώ σε αυτό το δίστρατο έχω κι εγώ και ρίζω, δυο κλωνιά βασιλικό και τον γλυκοποτίζω. Πάρα πολλά. Πάρα πολλά τέτοια δίστιχα. Με τα τουμπελέκια μας. Όλοι με στολές παραδοσιακές. Και πιο πέρα, να ακολουθάνε οι «Κουδουνάτοι» και να σείεται η περιοχή. Αφού, πολλές φορές, ντυνόμαστε μες στο Σύλλογο και μας περίμενε ένα φορτηγάκι πιο πέρα, γιατί δεν είχε χώρο να παρκάρει και μας βλέπανε στη γειτονιά, οι «Κουδουνάτοι» τώρα, 6-7 άτομα και να κάνουνε δυο φορές έτσι και να βγαίνουν στα μπαλκόνια. Σου λέει: «Τι γίνεται;». Κι εμείς με να πηγαίνουμε να μπούμε στα αυτοκίνητα, να πάμε, ξέρω γω, στο Χολαργό, στην Πετρούπολη. Πηγαίναμε ντυμένοι, για να μην είμαστε εκεί… να τρέχουμε πού να πα να ντυθούμε. Γιατί κουβαλάμε και τα τσουβάλια, γιατί τα κουδούνια είναι χαβαλές ολόκληρος. Παράλληλα, οι «Κουδουνάτοι» αυτοί δεν είναι μονάχα τα κουδούνια. Έχουνε κι ένα ξύλο που το λένε κουτσκούδα. Είναι το στειλιάρι ας πούμε και, κάτω-κάτω, είναι ένας κορμός στρογγυλός, έτσι ατσούμπαλος, από ρίζα ελιάς, το οποίο το κοπανάνε κάτω στη γη για πολλά και διάφορα ας πούμε, για να κρατάει η γη τη δύναμη, το σπόρο, να βρέξει, να… ξέρω γω. Τα έθιμα αυτά που λέμε.

Γ.Ψ.:

Και τα δίστιχα αυτά έρχονται από πολύ παλιά, έτσι;

Χ.Κ.:

Ναι, ναι. Εγώ, τουλάχιστον, τα θυμάμαι από μωρό, από μωρό.

Γ.Ψ.:

Θυμάστε, έτσι, κανέναν πιο παλιό, που σκάρωνε τέτοια δίστιχα; Που τα ‘λεγε; Πιο σύγχρονο ας πούμε.

Χ.Κ.:

Είχε πολλούς και ακόμα έχουμε, που γράφουνε τέτοια πράγματα. Εκεί που κάθονται, ας πούμε, μπορεί να… ο άλλος μπορεί να πάρει ένα χαρτάκι απ’ το ημερολόγιο, που έχει στιχάκια και να το κάνουμε τραγούδι ας πούμε. Έχουμε… άλλο έθιμο πάλι και το συνεχίζουμε κι εδώ, αν είναι κάνα παλικάρι απ’ την παρέα μας που παντρεύεται, να πάμε να χορέψουμε το γαμπρό. Και εκεί του λέμε ένα κάρο τραγούδια. Γαμπρός μας είναι άξιος καράβι να αρματώσει, του καραβιού την άγκυρα να την μαλαματώσει. Αγκαλιασμένοι και να χορεύουμε με τον γαμπρό μαζί ας πούμε και να τον ταλαιπωρούμε και να τον κουράζουμε. Και ξεχάσαμε να πούμε: «Βάλε μας γαμπρέ να πιούμε»! Και δωσ’ του το καραφάκι με το ούζο. Και τα κρατάμε αυτά τα έθιμα ακόμα. Δηλαδή, αν, επειδή την παρέα μας που ξέρουμε ότι είναι, ειδικά παιδιά που είναι μέσα στο Σύλλογο με τα χορευτικά, λέμε: «Πάμε να χορέψουμε τον τάδε, τον Παναγιώτη, ξέρω εγώ, και το Χρήστο». Και πηγαίνουμε στο σπίτι του και γίνεται ένα ωραίο. Και βγαίνουμε και στο δρόμο, έτσι, μέσα στη γειτονιά εκεί. Δεν κολλάμε πουθενά. Είναι ωραία πράγματα. Είναι ωραία. Όπως είπα, ο Σύλλογος είναι δραστήριος. Αιμοδοσία. Ένα βασικό που έχουμε. Τρεις φορές το χρόνο. Εδώ και 15[00:50:00]-20 χρόνια, πολεμάμε να… τραβήξαμε πάρα πολλά, να κάνουμε… να αναπαλαιώσουμε ένα νερόμυλο, νερόμυλο στο χωριό. Έχουμε μία ρεματιά, που στην Κατοχή και μέχρι τον πόλεμο του ’40 είχαμε 17 μύλους, νερόμυλους, οι οποίοι, τώρα, έχουνε ρημάξει όλοι. Από τότες που είχανε πάει οι Γερμανοί και τους υποχρεώσανε να τους ξεσκεπάσουν, γιατί λέγαν ότι «Κρύβετε τους αντάρτες» και τους γκρέμισαν οι άνθρωποι. Αλλά έναν τον έχουμε αναπαλαιώσει. Επιτέλους. Μετά από πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, μπήκαμε σε ένα πρόγραμμα και πήραμε μια επιχορήγηση. Αυτή τη στιγμή, προβλέπω ότι το καλοκαίρι μπορεί να δουλέψει, κιόλας, ο μύλος. Έχει προχωρήσει πάρα πολύ. Αλλά με πολύ αγώνα και πολύ κόπο. Σαν Σύλλογος έχουμε κάνει πάρα πολλά στο χωριό. Από τόσα χρόνια. Η πρώτη που κάναμε… εγώ επέμενα… εμένα μου άρεσε πολύ η δενδροφύτευση. Από το χωριό, για να κατέβουμε στην πρώτη παραλία, έχουμε φυτεύσει περίπου 300 πεύκα. Με δαπάνη του Συλλόγου. Φτάσαμε μια εποχή που δεν είχαμε γιατρό στο χωριό. Έπρεπε να κάνουμε κάτι. Οι γιατροί, που θέλανε να πάνε να κάνουν το αγροτικό τους, δεν τους άρεσε το περιβάλλον εκεί, που θα μένανε σε ένα παλιό σπιτάκι. Έχουμε κάνει ένα αγροτικό ιατρείο, το οποίο είναι το στολίδι του χωριού. Κάτω πνευματικό κέντρο και πάνω ιατρείο. Μια γκαρσονιέρα γιατρού εξοπλισμένη. Ιατρείο απάνω με… μέχρι καρδιογράφο έχουμε. Μέχρι οδοντοεργαλεία, για να πηγαίνει, μία φορά στο τόσο, οδοντίατρος. Και κατορθώσαμε τώρα, από το… νομίζω το ’80-’85 έγινε το ιατρείο -δεν θυμάμαι καλά- που έχουμε γιατρό. Αγροτικοί γιατροί. Κάνουν τη θητεία τους -ένα χρόνο, δύο- και μετά φεύγουνε. Αλλά, παράλληλα, έρχεται ο άλλος, γιατί έχει μάθει ότι υπάρχει η υποδομή. Έρχονται στο χωριό. Το αγαπάνε. Τους αρέσει ο κόσμος, φιλόξενος και κατορθώσαμε κι αυτό το πράγμα να κάνουμε. Έχουμε κάνει, στην πρώτη παραλία του χωριού, το Ταβάρι, που αυτή τη στιγμή είναι ένα ωραίο θέρετρο για τον κόσμο, να κάνουμε ύδρευση, που δεν είχε. Είχε κάποιος ένα πηγάδι, μία γεώτρηση που είχε βγάλει πολύ νερό. Το φέραμε από δω, από εκεί, έδωσε, κάναμε το δίκτυο και έχουν όλα τα σπίτια νερό. Τώρα, βέβαια, τα αλλάξανε. Έχουνε κάνει άλλα, έχουνε γίνει άλλες εγκαταστάσεις εκεί. Και θέλω να πω, σαν Σύλλογος, έχει κάνει πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Βοηθάμε τον κόσμο. Ορισμένοι κάνουμε… έχουμε… με την αλληλεγγύη, να βοηθήσουμε έναν. Με την αιμοδοσία, με παιδιά… κάθε χρόνο βραβεύουμε παιδιά που έχουνε περάσει σε πανεπιστήμια. Στέλνουμε, κάθε χρόνο, γιορτές, σε όλα τα παιδιά του σχολείου, δώρα, βιβλία στα πιο μεγάλα, τα πιο μικρά διάφορα παιχνίδια και τέτοια, νηπιαγωγείο που έχει και τέτοια. Δηλαδή, σαν Σύλλογος, έχει μεγάλη δραστηριότητα και αγαπήθηκε πάρα πολύ από τους χωριανούς. Γιατί, όταν πρωτοξεκινήσαμε, που γυρίζαμε, πόρτα-πόρτα, να πάμε να χτυπάμε την πόρτα… «Γεια σας. Είμαστε από το…». Μας γνωρίζει ο κόσμος βέβαια. Δηλαδή, εκεί που πηγαίναμε μας ξέρανε. «Ξέρετε… έχουμε κάνει ένα σύλλογο και θέλουμε να γραφτείτε». «Καλά! Άσε να δούμε πώς θα πάτε». Βλέποντας αυτά, άρχισε ο κόσμος και ερχόταν μόνος του. Ειδικά, όταν αγοράσαμε την αίθουσα, που δεν είχαμε λεφτά -είχαμε κάτι λίγα- και κάναμε μία συνέλευση και είπαμε ότι «Θέλουμε να αγοράσουμε τη διπλανή αίθουσα. Λεφτά δεν έχουμε. Μπορείς να μας κάνεις ένα δάνειο; Να τα δώσουμε, ξέρω γω, σε 5 μήνες; Σε 1 χρόνο;». Συγκεντρώσαμε λεφτά και αυτοί οι άνθρωποι που είδαν το έργο που κάναμε, τελευταία, λέγανε: «Ρε παιδιά! Χαλάλι σας. Υπογράφω. Δεν τα θέλω. Καλά είναι να πάνε στο Σύλλογο». Μέχρι αυτό το σημείο φτάσαμε. Φτάσαμε να έχουμε πάνω από 1.000 μέλη. Είναι έν[00:55:00]α μεγάλο κατόρθωμα αυτό, μεγάλο κατόρθωμα. Και το κυριότερο είναι που κάναμε τον κόσμο να έρχεται και δεν έχασε ο κόσμος την επαφή του με τους χωριανούς. Ερχόταν. Κάναμε καμία εκδήλωση… έχουμε κάνει εκδρομή στα Καλάβρυτα επτά πούλμαν. Εκείνα τα χρόνια, που, ακόμα, δεν είχε ο καθένας τα αυτοκίνητα τα δικά του ας πούμε. Τώρα, μιλάμε από το ’75, που άρχισε ο Σύλλογος τελειωτικά, γιατί ’74 αρχίσαμε. Ήταν η διαδικασία να γίνουν όλα αυτά τα δικηγορικά, τα συμβολαιογραφικά και τα χαρτιά. Το ’75. Επτά πούλμαν. Δεν θα το ξεχάσω αυτό. Με τέτοια λαχτάρα ο κόσμος ερχότανε ας πούμε. Και σε ό,τι εκδήλωση και αν κάναμε, είχαμε συμπαράσταση από τους χωριανούς. Μεγάλο πράγμα αυτό. Και όπου σταθούμε… τα ημερολόγια μας, βιβλία… και τι δεν έχουμε τυπώσει ας πούμε; Έχουμε ένα βιβλίο «Ο Κόσμος ο μικρός», του μπαρμπα-Πάνου, του συγχωρεμένου, του Κοντέλλη, που τον προανάφερα, που ήτανε και συγγραφέας και σεναριογράφος. Δυο τόμοι, οι οποίοι βραβεύτηκαν από την Ακαδημία. Με έθιμα του χωριού επί τουρκοκρατίας, πώς ζούσε ο κόσμος τότε και μετά τα τελευταία χρόνια. Δυο τόμοι πελώριοι. Που γίνανε… δύο φορές επανέκδοση κάναμε. Τώρα, τι άλλο να πω;

Γ.Ψ.:

Αυτά είναι πολύ σημαντικά.

Χ.Κ.:

Ναι, ναι, ναι. Αυτά τα πράγματα… είπαμε. Κάτι πρέπει να το αγαπάς για να το κάνεις. Δηλαδή, εγώ… και όχι εγώ μόνο. Πολλοί χωριανοί έχουμε αφιερώσει ατελείωτες ώρες για το Σύλλογο. Και να τρέχουμε από δω, από κει, χωρίς κανένα όφελος ο καθένας. Μόνο ηθικά και ψυχικά ό,τι είχε απολαβές.

Γ.Ψ.:

Είναι πολύ σημαντική η προσφορά σας. Ελπίζω το καλοκαίρι να έρθω και στο νερόμυλο.

Χ.Κ.:

Μακάρι. Μακάρι να ‘ρθεις και στο χωριό. Εγώ είμαι σε μία παραλία… το Ταβάρι. Έχεις πάει στο Ταβάρι; Στο χωριό; Είναι ένα φανταστικό μέρος το Ταβάρι-

Γ.Ψ.:

Θα έρθω, θα έρθω.

Χ.Κ.:

Το οποίο είναι γεμάτο μαγαζιά. Εγώ, θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρός, είχε ένα καφενείο όλο κι όλο. Και αυτή τη στιγμή έχει επτά ταβέρνες, έχει τρεις καφετέριες, το Ταβάρι. Εγώ είμαι, όπως είμαστε απέναντι από τη Χίο, όπως κοιτάμε τη Χίο, από δεξιά, είναι μία παραλία, πού είναι… ο Χρούσος που λέγεται. Μία παραλία που είναι 1.500 βήματα δικά μου η ακτή. Και ψάχνω να βρω ένα βοτσαλάκι, να το πετάξω στη θάλασσα». Είναι μία αμμουδιά. Μία αμμουδιά. Λες και είσαι στη Σαχάρα. Ένα φοβερό μέρος. Εκεί, όταν ήμουνα εγώ μικρός, που πήγαινα να δω τους παππούδες, τη γιαγιά, τον παππού, τους θείους, δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο στην παραλία. Και τα κατάφερα, μέσω συλλόγου, κι έχουμε φυτεύσει, περίπου, 2.000 αλμυρίκια, τα οποία τα αλμυρίκια αυτά είναι δέντρα που… έτσι να κόψεις ένα κλωνάρι και να το χώσεις μες στην άμμο, θα πιάσει. Και έχουν γίνει θεόρατα δέντρα και… αλλά τι γίνεται τώρα; Ταβάρι-Χρούσος, ακόμα, ο δρόμος είναι χωματόδρομος, ένα πράγμα που είναι… τώρα 20 χρόνια αυτός ο δρόμος. Οπότε πάμε, σπάμε τα αυτοκίνητά μας. Είναι κάπου 3-3,5 χιλιόμετρα. Μας κοροϊδεύουν χρόνια «Θα γίνει άσφαλτος, θα γίνει άσφαλτος». Τώρα, φέτος, λένε, πια, ότι θα γίνει. Τον Απρίλιο θα αρχίσει. Τώρα, ποιον Απρίλιο δεν ξέρω. Είναι μία παραλία φοβερή. Κατεβαίνει πάρα πολύς κόσμος. Με φόβο και με τρόμο, γιατί ο δρόμος είναι κακοτράχαλος. Και αν γίνει άσφαλτος, θα γίνει εκεί ένα μέρος φοβερό. Φοβερά. Μια θάλασσα τέλεια. Τέλεια. Για παιδιά, ειδικά, με την άμμο, να ‘ρθούνε να παίξουνε. Όσοι κατεβαίνουν, τρελαίνονται, αλλά όλοι γνωστοί μου λένε: «Ρε Χρήστο! Όλα καλά, αλλά αυτός ο δρόμος εκεί…». Τι να κάνουμε; Εγώ, κάθε χρόνο από πάω, μόλις γυρίσω, πρέπει να κάνω γενικό service στο αυτοκίνητο. Δύο φορές έχω πάθει ζημιά. Πότε ακρόμπαρα πότε… πώς το λένε; Δεν θυμάμαι. Δεν τα ξέρω και καλά. Να! Πέρυσι, άλλαξα δίσκο πλατό. Πρόπερσι, τα συνεμπλόκ. Γκράπα-γκρούπα.

Γ.Ψ.:

Ας ελπίσουμε ότι θα φτιαχτεί σύντομα ο δρόμος

Χ.Κ.:

Μακάρι. Άντε να δούμε τι θα γίνει. Τώρα, λένε, φέτος, ότι θα γίνει. Είναι πέντε έργα μέσα στο νησί, τα οποία είναι και εμάς μέσα. Για να δούμε.

Γ.Ψ.:

Ωραία.

Χ.Κ.:

Τι άλλο να σου πω; Τα είπα όλα.

Γ.Ψ.:

Όλα αυτά είναι τέλεια.

Χ.Κ.:

Τα είπα όλα. Κι εγώ το φχαριστήθηκα!

Γ.Ψ.:

Να ‘στε καλά.

Χ.Κ.:

Να ‘σαι καλά αγόρι μου. Να ‘σαι καλά.

Γ.Ψ.:

Εύχομαι ό,τι καλύτερο.