Τα υφάσματα είναι ζωντανό πράγμα
Segment 1
Βιογραφικά στοιχεία – Η αγάπη για τη ραπτική από μικρή ηλικία
00:00:00 - 00:06:17
Partial Transcript
Είναι 25 Αυγούστου του 2020, είμαι η Μαρία-Δήμητρα Βέττα, ερευνήτρια για το Istorima, βρισκόμαστε σε ένα ατελιέ στη Θεσσαλονίκη και ξεκιν… Κι εγώ σχεδίαζα στη μια μεριά του τραπεζιού και ο Χρήστος απ’ την άλλη. Γιατί ήτανε κάτι το οποίο έμεινε απλά για αργότερα, λόγω συνθηκών.
Lead to transcriptSegment 2
Η σχέση της με το πατρόν και η περιγραφή των ρούχων της
00:06:17 - 00:16:19
Partial Transcript
Άρα το πατρόν στη ζωή σου μπήκε μεγάλη; Ναι. Μπήκε μεγάλη. Πιο πριν, όταν πια άρχισα να φτάνω σε ένα επίπεδο από μόνη μου καλύτερο και έ…πάντα. Νομίζω ο μεσοπόλεμος, μ’ αρέσει πάρα πολύ, δηλαδή ’35 εκεί. Μου αρέσει εκείνη η εποχή, μου αρέσουν τα ρούχα εκείνης της εποχής πολύ.
Lead to transcriptSegment 3
Αναμνήσεις παιδικών χρόνων: ο αργαλειός
00:16:19 - 00:24:24
Partial Transcript
Ωραία. Πάμε πίσω στην πορεία σου. Πες μου αρχικά αν υπάρχει κάποια ανάμνηση ακόμα από τα παιδικά σου χρόνια σε σχέση με τη δραστηριότητα τη…νώνυμο. Μάλιστα, πολύ τρυφερό σαν ανάμνηση. Επομένως, εσύ μεγαλώνοντας εσύ είχες αυτή την κάβα εμπειριών. Ναι και την αγάπη για όλα αυτά.
Lead to transcriptSegment 4
Η μαγεία της χειροποίητης δουλειάς – Η σχέση με το ύφασμα – Η καθημερινότητα στο ατελιέ
00:24:24 - 00:35:52
Partial Transcript
Μίλα μου λίγο για το τι μίλησε μέσα σου και άρχισες να… Τι σημαίνει για σένα αυτή η χειροτεχνική, η καλλιτεχνική ενασχόληση; Πώς θα την… πώ… έχουν και περίεργα σχέδια διαφορετικά και μπορείς να βγάλεις πολύ ωραία και έχω βγάλει πολύ ωραία παλτό διαχρονικά και τ’ αγαπώ πάρα πολύ.
Lead to transcriptSegment 5
Οι σχέσεις με τους πελάτες - Οι συνεργασίες με το θέατρο και το χοροθέατρο
00:35:52 - 00:49:58
Partial Transcript
Υπάρχει… είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στο επάγγελμα που κάνεις η πρόβα με τον πελάτη ή την πελάτισσα, υπάρχει κάποια ιστορία που θυμάσαι έτσι …δή, αν το δούμε, το αλλάζουμε, κάνουμε κάτι άλλο, για να μην φτάσουμε σε αυτό το… να μην φτάσουμε στην παράσταση και κάνει «κρακ». Μάλιστα.
Lead to transcript[00:00:00]Είναι 25 Αυγούστου του 2020, είμαι η Μαρία-Δήμητρα Βέττα, ερευνήτρια για το Istorima, βρισκόμαστε σε ένα ατελιέ στη Θεσσαλονίκη και ξεκινάμε.
Καλησπέρα.
Καλησπέρα. Πώς ονομάζεσαι;
Ελένη Χασιώτη.
Ελένη, βρισκόμαστε στο ατελιέ σου.
Ναι.
Μπορείς να μου περιγράψεις με τι ασχολείσαι;
Φτιάχνω ρούχα. Έτσι απλά. Είναι αυτό που ήθελα να κάνω πάντα, να φτιάχνω ρούχα. Και αυτά στη σημερινή μέρα έχουν διάφορες ονομασίες, fashion designer, μοδίστρα, μόδιστρος το αντρικό. Εγώ το λέω φτιάχνω ρούχα.
Πολύ ωραία. Πώς ξεκίνησες να φτιάχνεις ρούχα, πώς σου μπήκε αυτό το μικρόβιο, ας το πούμε έτσι;
Μεγάλωσα σε ένα χωριό, η μητέρα μου έραβε ρούχα, όχι για παραγγελίες, μόνο για μας και από πάρα πολύ μικρή απ’ τις πρώτες μνήμες που έχω είναι να μου κάνει πρόβα και να μου λέει: «Ελένη, γύρνα γύρω γύρω να δω τον ποδόγυρο». Αλλά το κυριότερο είναι ότι, όταν άνοιγε τη μηχανή, ήμουνα πάντα δίπλα και πάντα έπαιζα γύρω απ’ τη μηχανή, όπου βέβαια δεν μ’ άφηνε να την ακουμπήσω γιατί ήμουνα μικρούλα. Δεν μου ‘δειξε ποτέ, αλλά ήτανε το αγαπημένο μου που το θυμάμαι να κάθομαι, να σταυρώνω τα χέρια και να ράβει και να κάθομαι ώρες και να την παρακολουθώ.
Σε ποιο χωριό μεγάλωσες;
Στη Καρπερή Σερρών, μέχρι τα εννέα μου, τα εννέα χρονών, μετά ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Κάτι άλλο που, πέρα ας πούμε από μικρή που μου άρεζε να είμαι στη μηχανή, γενικώς μου άρεζε να ασχολούμαι με οτιδήποτε είχε να κάνει με κέντημα, με ράψιμο, με τον αργαλειό γιατί βάζαν και αργαλειό, υφαίναν, καθόμουν κι εγώ και είχα μάθει –είχα μάθει;– σαν παιδάκι, αλλά μου άρεζε πάντα να ασχολούμαι. Θυμάμαι ακόμα και κέντημα που από μικρή παρακαλούσα τη μαμά μου να μου πάρει κέντημα και όχι στάμπα, να το βγάλω σχέδιο μετρητοίς. Γιατί μάλλον είχα μια κλίση και ίσως κι ήτανε που έβλεπα και τη μητέρα μου, αλλά μου άρεζε από μικρή πάντα να φτιάχνω πράγματα. Έκανα ρούχα για τις κούκλες μου, μάθαινα πλέξιμο, διάφορα πράγματα.
Στο οικογενειακό σου περιβάλλον, εργαζόταν κάποιος στο αντικείμενο;
Όχι, κανείς, κανείς, μόνο η μαμά που έραβε, η οποία ήταν κι αυτή αυτοδίδαχτη. Όταν μεγάλωσε είχε μια μοδίστρα δίπλα της, πήγαινε κοιτούσε κι έμαθε. Και έραβε μόνο για μας, για τις φίλες της, για κανέναν άλλο.
Μάλιστα.
Και μετά, είναι ένα έτσι ευχάριστο, ωραία ανάμνηση για μένα. Όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη η μητέρα μου άρχισε να εργάζεται, ήμουν εννέα χρονών, έφυγε στη δουλειά και όταν έφευγε, εγώ άνοιγα τη μηχανή, γιατί είχα μεγαλώσει, άνοιγα τη μηχανή και γάζωνα. Την έκλεινα και όταν ερχόταν ούτε γάτα ούτε ζημιά. Και είχαμε αγοράσει ένα παντελόνι και ήθελα να μου το στενέψει σαν κοριτσάκι τώρα και η μαμά μου μου είπε: «Όχι, είναι πάρα πολύ ωραίο δεν χρειάζεται να το στενέψεις».
Πώς ήταν αυτό το παντελόνι;
Ένα κοτλέ μπλε σκούρο –το θυμάμαι ακόμα– κοτλέ παντελόνι μπλε σκούρο και ήθελα να είναι σωλήνα, εφαρμοστό στο κάτω, η μαμά μού ‘λεγε: «Όχι, είναι πάρα πολύ ωραίο δεν χρειάζεται». Φεύγει η μαμά στη δουλειά, το στενεύω, πάω βγαίνω με τη φίλη μου την κολλητή: «A! στένεψα το παντελόνι, είδες τι ωραίο, τέλεια!». Πηγαίνει αγοράζει κι η φίλη μου ένα παντελόνι και πηγαίνει μια μέρα στο σπίτι. Εγώ έλειπα, ήταν η μητέρα μου. «Α, γειά σας κυρία Κατερίνα έφερα το παντελόνι μου να μου το στενέψει η Ελένη», «Η Ελένη δεν ξέρει να γαζώνει», λέει η μαμά μου. «Πώς! Το καινούργιο παντελόνι που αγόρασε το στένεψε». Δεν το φορούσα εκείνο, πήγε η μαμά μου στη ντουλάπα το γυρνάει απ’ την ανάποδη και βλέπει ότι ήτανε στενεμένο, ότι το είχα γαζώσει και ακόμα θυμάμαι που γύρισα και είχε ένα λίγο ένα χαμόγελο έτσι ευχαρίστησης, αλλά απ’ την άλλη και «Γιατί πείραξες τη μηχανή μου και ποιος σ’ έμαθε να γαζώνεις;». Της λέω: «Κανείς! Δεν με μάθαινες εσύ, έμαθα μόνη μου». Και από κει και πέρα, άρχισα να ράβω. Έπαιρνα ένα ύφασμα, από μικρή, έβαζα ένα ρούχο έτοιμο, το ‘κοβα, δεν έχει σημασία πώς το έφτιαχνα, αλλά το τελείωνα. Που ήταν το πιο σημαντικό πράγμα. Κάνω μια μικρή παρένθεση το λέω και στις μαθήτριές μου αυτό. Τελείωσε το, δεν έχει σημασία αν το κάνεις καλό, σημασία έχει να το τελειώσεις, τότε θα καταλάβεις τα λάθη σου και θα κάνεις το επόμενο και θα είναι καλύτερο και σιγά σιγά όλο και πιο καλά. Και έραβα συνέχεια, έραβα για μένα, για τις φίλες μου και πάντα έλεγα ότι θα ασχοληθώ και θα κάνω ρούχα, όταν μεγαλώσω. Μεγάλωσα.
Η μηχανή της μαμάς τι μηχανή ήταν;
Η μηχανή ήταν του ποδιού, που την έχω ακόμα σαν γραφειάκι. Είναι Siemens, όχι Singer, είναι ίδια με τη Singer και όλα τα σκαλίσματα, εκείνες οι πάρα πολύ ωραίες μηχανές που είχανε τα σκαλίσματα και είναι μάρκα Siemens, περίεργο γιατί οι πιο πολλές ήτανε Singer. Η οποία ήτανε προίκα, γιατί εκείνη την εποχή δίνανε προίκα και στα κορίτσια μια μηχανή. Και αφού σιγά σιγά γινόμουν όλο και καλύτερη. Γιατί είναι δουλειά πρακτική, όσο πιο πολύ ασχοληθείς με το αντικείμενο, δεν μπορείς να πεις θα κάτσω να διαβάσω και θα μάθω ραπτική, δεν υπάρχει περίπτωση και μετά[00:05:00] είναι και κάτι άλλο που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είτε σχεδιάζεις ρούχα είτε βγάζεις μόνο πατρόν, πρέπει να ξέρεις να ράβεις για να φτιάξεις σωστό πατρόν και να σχεδιάσεις. Αν δεν ξέρεις να ράβεις… Δηλαδή όλοι οι μεγάλοι μόδιστροι που πλέον τους βλέπουν όλοι να φωτογραφίζονται εδώ κι εκεί, ξέρουν να ράβουν. Δεν μπορείς να φτάσεις επάνω αν δεν ξέρεις να ράψεις.
Οπότε αυτή η πορεία ξεκινάει από τα παιδικά σου χρόνια όπου εσύ πειραματίζεσαι κρυφά, απ’ τα πόσα σου χρόνια, από τα 9;
Έμαθα μηχανή στα 9 και επαγγελματικά ασχολήθηκα στα 25 μου.
Μεσολάβησε κάτι;
Όχι, δεν μεσολάβησε τίποτα. Τελείωσα τις κλασικές σπουδές Λύκειο, μετά παντρεύτηκα μικρή και έκανα τον γιο μου, όταν γεννήθηκε ο γιός μου ήμουν 20 χρονών. Ήθελα να τον μεγαλώσω μόνη μου τα πρώτα χρόνια και είπα θα το κάνω μετά. Δηλαδή όταν πήγα στη σχολή, ο γιος μου πήγε νηπιαγωγείο. Κι εγώ σχεδίαζα στη μια μεριά του τραπεζιού και ο Χρήστος απ’ την άλλη. Γιατί ήτανε κάτι το οποίο έμεινε απλά για αργότερα, λόγω συνθηκών.
Άρα το πατρόν στη ζωή σου μπήκε μεγάλη;
Ναι.
Μπήκε μεγάλη.
Πιο πριν, όταν πια άρχισα να φτάνω σε ένα επίπεδο από μόνη μου καλύτερο και έλεγα ότι υστερώ στο θέμα του πατρόν και της κοπής, άρχισα να παίρνω πατρόν BURDA έτοιμα –πριν πάω στη σχολή όλο αυτό– που βέβαια τα μεταποιούσα και τα έφερνα στα μέτρα τα δικά μου. Γιατί άρχισα να καταλαβαίνω ότι χρειάζεται πιο σωστά βήματα για να φτάσεις, για να κάνει ωραίο ρούχο. Δηλαδή πρέπει να έχεις ένα πατρόν, ένα μπούσουλα να το πω έτσι.
Επανερχόμενη στο θέμα του πατρόν, τι είναι αυτό που σε κέντρισε με το πατρόν, τι ένιωθες εσύ όταν έφτιαχνες το πατρόν;
Με το πατρόν έχεις τον έλεγχο της δουλειάς. Είναι πολύ σημαντικό όταν ορίζεις εσύ τη δουλειά σου και δεν είναι τυχαίο, γιατί το ύφασμα είναι ένα ζωντανό μαγικό πράγμα, το οποίο το πλάθεις όπως θέλεις. Πρέπει το χαρτί όμως που βγάζεις το πατρόν όμως είναι σταθερό, οπότε έχεις μία σταθερή δυναμική που την ορίζεις εσύ, δηλαδή μετράς το βγάζεις όπως ακριβώς θέλεις και μετά το βάζεις πάνω στο ύφασμα. Έτσι ελέγχεις τη δουλειά σου 100%. Και το κυριότερο το βλέπεις, γιατί όταν βγάζεις ένα πατρόν το στήνεις στην κούκλα, παίζεις, δουλεύεις με το χαρτί, οπότε κάνεις όλα σου τα πειράματα πάνω στο πατρόν και το κυριότερο είναι ότι έχεις το να έχεις τη μήτρα. Πώς βγάζεις κάτι και έχεις μια «μήτρα» την οποία μπορείς ανά πάσα στιγμή να μετρήσεις και να ορίσεις εσύ τις συντεταγμένες και το τι θέλεις και το βάζεις μετά στο ύφασμα και προχωράς τεχνικά. Κι είναι, είναι πάρα πολύ ωραίο έχεις ένα κομμάτι χαρτί ένα τίποτα και κατευθείαν κάνεις ένα πράγμα το οποίο γίνεται τρισδιάστατο. Και ένα σημαντικό κομμάτι του πατρόν, πόσο σχέση έχει με την αρχιτεκτονική. Οι καλύτεροι μαθητές μου είναι οι αρχιτέκτονες, αντιλαμβάνονται αμέσως το πατρόν. Είχα έναν μαθητή Έλληνα που έμενε στην Αγγλία, αρχιτέκτονας και όποτε ερχόταν Ελλάδα, ερχόταν και κάναμε μάθημα, ένα πατρόν, έτσι γιατί έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με την αρχιτεκτονική το ρούχο. Θέλεις να σου πω ποια κατά τη γνώμη μου είναι;
Ναι, φυσικά.
Λοιπόν. Πρώτον είναι ένα πράγμα, το οποίο όπως και το σπίτι που φτιάχνεις έτσι και το ρούχο είναι χρηστικό δηλαδή πρέπει να έχει κάποιες –πώς το λένε– να εξυπηρετεί κάποιες ανάγκες. Πώς παίρνεις χτίζεις φτιάχνεις ένα σπίτι κάπου και παίρνεις υπόψη σου τις πλαγιές το 'να τ’ άλλο, έτσι είναι και το ρούχο. Παίρνεις υπόψη σου και το σώμα που θα το φτιάξεις, είναι ψηλή, είναι κοντή, είναι οτιδήποτε είναι αυτό το πράγμα. Τα υλικά μετά, τι υλικά θα χρησιμοποιήσεις το πολύ καλό υλικό… Καθετί δεν γίνεται… Δηλαδή κάνεις ένα σπίτι κάπου, δεν έχεις τα ίδια υλικά με ένα σπίτι στη Δανία και ένα σπίτι στην Κρήτη. Άλλα υλικά θα χρησιμοποιήσεις. Το ίδιο είναι και το ρούχο. Άλλα υλικά θα χρησιμοποιήσεις. Άλλο είναι το χειμερινό άλλο για κει. Και το κυριότερο –πώς να το πω– είναι η αρμονία που πρέπει να έχει όλο το πράγμα, όπως αυτό πιστεύω είναι και στα σπίτια, μία αρμονία χώρου, γραμμών και λειτουργικότητας.
Μάλιστα άρα αυτά, αυτές είναι ας πούμε οι… αυτοί είναι οι πυλώνες-
Οι πυλώνες-
Για σένα-
Για μένα ναι-
Για το πατρόν-
Για το πατρόν. Είναι και είναι επειδή και η σωστή εφαρμογή είναι το Α και το Ω. Δεν είναι μόνο το να σχεδιάσεις κάτι όμορφο, ωραίο και να το σκεφτείς, πρέπει όταν θα φορεθεί να έχει άριστη εφαρμογή.
Ελένη τι ρούχα φτιάχνεις, πώς θα τα περιέγραφες;
Το στυλ που μου αρέσει είναι… μου αρέσουν δεκαετίες πά[00:10:00]ρα πολύ ‘30-‘40 και τα 50’s, αλλά όχι τα πολύ γκράντε με τα χιλιάδες τούλια και τα αυτά και τα 60’s, έχω μια… δεν μου αρέσουν τα 70’s. ‘Ντάξει τι να κάνουμε, δεν μπορούν να μου αρέσουν… Μου αρέσουν τα 20’s, πάρα πολύ, αλλά τα 20’s έχουν βαρύτιμα πανιά, ήταν πριν το κραχ, τότε που ήτανε αυτά. Εκείνο είναι ωραίο αλλά είναι καθαρά για κοστούμι θεατρικό, ένα 20’s ρούχο, γιατί είχανε πολύ ακριβά πανιά, ακριβές κλωστές χρυσές και χίλια δυο, αλλά νομίζω ότι είμαι στο… ο μεσοπόλεμος μου αρέσει πάρα πολύ.
Άρα έχεις ιστορικές αναφορές στη δουλειά σου.
Ναι, ναι.
Και πώς δουλεύεις δηλαδή όταν έχεις ιστορικές αναφορές, τι κάνεις;
Από πού ας πούμε εμπνέομαι να το πω έτσι;
Από πού αντλείς;
Από ταινίες, από βιβλία, από πίνακες, από… Αν θέλεις να πάρεις πράγματα, μπορείς να πάρεις από παντού. Δηλαδή έχω κάποια διάφορα βιβλία που έχω της εποχής εκείνης ή οι ταινίες. Μπορεί να δω μία ταινία, όχι εγώ και ο καθένας που μπορεί να αντλήσει έμπνευση, και από μια σκηνή να αντλήσεις δεκαπέντε πράγματα. Δεν είναι μόνο το ρούχο που θα δεις και θα σε εμπνεύσει. Γιατί παίρνεις ένα κομμάτι, το βάζεις, εγώ πώς δουλεύω; Παίρνω κάτι, το βάζω στο μυαλό μου και το βγάζω δικό μου. Θα πάρω μια τσέπη, θα πάρω ένα κουμπί, θα πάρω έναν συνδυασμό χρωμάτων, που μπορεί να μην είναι ρούχα, μπορεί να είναι έπιπλα. Και αυτό σου βγάζει την εποχή και αυτό που θέλεις. Και γενικώς σκέφτομαι όλη τη μέρα, σκέφτομαι συνέχεια ρούχα και παρατηρώ πολύ, δηλαδή μπορεί να μπω στο λεωφορείο και να ανέβει μία κυρία και να πω μα τι ωραία τσέπη είναι αυτή που έχει ή οτιδήποτε, οτιδήποτε αλλού. Και μετά τα έχεις μέσα στο μυαλό σου και μετά τι κάνω; Πάντα, όταν έχω κάτι που μου ‘ρχεται, το σκιτσάρω και έχω κει κουτί και τα πετάω μέσα. Και όταν θέλω να βγάλω μια σειρά ρούχα, βγάζω όλα αυτά. Κάποια μπορεί να μην τα ράψω ποτέ, κάποια μπορεί να τα κάνω μετά από δυο χρόνια. Ένας δρόμος δημιουργίας είναι αυτός, ο άλλος είναι ότι όταν παίρνω πανιά πολλές φορές δεν ξέρω τι θα το κάνω, μπαίνω… είναι άλλο πράγμα εκεί. Εδώ Θεσσαλονίκη και Αθήνα κατεβαίνω για πανιά!
Έχεις κάποιο, κάποια;
Όχι δεν έχω κάτι συγκεκριμένο-
Δεν έχεις κάποιες σταθερές συνεργασίες;-
Όχι, όχι, βασικά δεν έχουν μείνει πάρα πολλά, εκ των πραγμάτων. Και ψάχνω να βρω και παλιά μαγαζιά για να βρίσκω παλιά πανιά. Γιατί δυστυχώς οι ποιότητες των πανιών είναι πολύ χάλια πια. Όσο περνάει ο καιρός ψάχνεις να βρεις καλό πανί και δυσκολεύεσαι. Για το κέρδος; Για το κέρδος. Γι’ αυτό.
Ερώτηση. Υπάρχει κάτι που θα ‘λεγες ότι αποτελεί είτε μια εμπειρία, ταξίδι, κατάσταση στη ζωή σου, ανάμνηση, που αποτελεί για σένα κάτι απόλυτο έτσι σε…
Σε ρούχο; Ένα ρούχο;
Σε ρούχο ή σε αναφορά για τη δουλειά σου;
Που μου 'δωσε, ένα ερέθισμα;
Που σου 'δωσε μεγάλο ερέθισμα…
Ένα ερέθισμα. Εγώ πιστεύω ότι πήγα σε μια σχολή, τελείωσα τη σχολή, δεν τελείωσα καν τη σχολή, η οποία δεν είναι και τίποτα σημαντικό-
Θα μου πεις γι’ αυτά, θα μου πεις γι’ αυτά.
Απλά σε μικρή ηλικία, αν ήταν κάτι που μου κάνε μπαμ;
Ναι αν ήτανε και σε μικρή ηλικία ή-
Όχι, τόσο πολύ απλά-
Και στο βάθος της ζωής σου.
Απλά μου άρεζε πάντα, όταν έβλεπα μικρή ταινίες, ας πούμε, πάντα μου άρεσε να προσδιορίζω την εποχή χωρίς να βλέπω πότε ήτανε, αυτό ήταν το αγαπημένο μου και όταν το πετύχαινα ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη. Δηλαδή έβαζε μια ταινία, ήταν ο Μπακογιαννόπουλος παλιά με τη λέσχη που, την κινηματογραφική λέσχη, κι έλεγα, δεν διάβαζα τίποτα στο πρόγραμμα, κι έβλεπα τα ρούχα κι έλεγα αυτό είναι του ‘30 ή του ‘40; Γιατί ήθελα να τα έχω στο μυαλό μου, πώς εξελίχθηκε η μόδα. Γιατί πολλές φορές, πάρα πολύς κόσμος δεν ξέρει ακριβώς, δηλαδή θεωρούμε ένα ότι είναι του ‘30 και δεν είναι του ‘30 είναι του ‘40. Ενώ υπάρχουν αναφορές, υπάρχουν –πώς το λένε, πώς να το πω– υπάρχουν διαφορές. Και μου άρεζε αυτό. Κάτι απλά είχα και έχω ακόμα μεγάλη αγάπη για το ρούχο, όχι να το φορέσω εγώ, να το φτιάχνω. Δεν έχω πολλά ρούχα προσωπικά, γιατί είναι σαν να ‘χω φορέσει, σαν να φοράω όλα αυτά που κάνω.
Αυτό θα σε ρώταγα, το ρούχο είναι ρόλος;
Ναι.
Ταυτόχρονα, δηλαδή…
Είναι, είναι ρόλος.
Διαμορφώνει τον εαυτό. Εσύ ταξιδεύεις σε άλλους εαυτούς φτιάχνοντας αυτά τα ρούχα;
Ναι, ναι ταξιδεύεις, είναι κοστούμι. Είναι θεατρικό κοστούμι και το καθημερινό το ρούχο μπορεί να είναι κοστούμι.
Για μίλα μου για αυτή την οπτική σου.
Όταν φτιάχνω κάτι; Ναι, ας πούμε έχω κάποιον που θα ‘ρθει και θέλει ένα ιδιαίτερο ρούχο, αρχίζω αν τον ξέρω είναι πολύ εύκολο να σχεδιάσω τι θέλει, αν δεν τον ξέρω αρχίζω και του κάνω αυτό που το λέω εγώ «ανάκριση». «Τι σου αρέσει; Ποιες ταινίες σου αρέσουνε; Πώς θες να ‘σαι; Θες να ‘σαι απαστράπτουσα; Θες να ‘σαι ντίβα; Θέλεις να ‘σαι πιο ρομαντική;». Γιατί, είναι είναι ρόλος, δηλαδή δεν[00:15:00] είναι όλα τα πράγματα ίδια. «Πώς θέλεις να ‘σαι εκείνη τη μέρα;». Ή όταν σχεδιάζω ένα ρούχο, που μπορεί να μην είναι να ‘ναι για κάποιον προσωπικά, θέλω να βγάλω ένα ρούχο, τι στυλ θα ‘χει αυτό; Τι θα εκφράζει αυτό το πράγμα; Θα είναι ρομαντικό, θα είναι, ξερώ ‘γω, αυστηρό, θα είναι σοβαρό, θα είναι σέξι, θα είναι;… Οτιδήποτε, είναι το ρούχο είναι, είναι μαγικό πράγμα γιατί μπορεί να βγάλει… Πολλές φορές δεν βλέπουμε ανθρώπους με ένα ρούχο και είναι μεταμορφωμένοι; Και λες ουάου! Είσαι… Όταν σου αρέσει κάτι και το φοράς και το κυριότερο είναι αυτό το πράγμα, πρέπει να μπορείς αυτό το πράγμα που φοράς να το υποστηρίξεις. Τότε είναι ωραίο το ρούχο, αλλιώς χάνεται και το υποστηρίζεις όταν σου αρέσει αυτό το πράγμα και δεν το φοράς γιατί είναι μόδα. Η μόδα είναι τόσο πλούσια που μπορείς να επιλέξεις και αυτό που σου αρέσει. Δεν είναι ανάγκη να επιλέξεις κάτι που δεν σου αρέσει και να το φοράς και να αισθάνεσαι άβολα. Γιατί έτσι χάνει και το ρούχο και όλα.
Αν διάλεγες μια δεκαετία για να ζεις παλιά, πριν από τη φυσική σου ύπαρξη, ποια θα ήτανε;
Σε σχέση με...
Και γιατί;
Σε σχέση με τα ρούχα; Ναι, πάντα. Νομίζω ο μεσοπόλεμος, μ’ αρέσει πάρα πολύ, δηλαδή ’35 εκεί. Μου αρέσει εκείνη η εποχή, μου αρέσουν τα ρούχα εκείνης της εποχής πολύ.
Ωραία. Πάμε πίσω στην πορεία σου. Πες μου αρχικά αν υπάρχει κάποια ανάμνηση ακόμα από τα παιδικά σου χρόνια σε σχέση με τη δραστηριότητα τη χειρωνακτική, τη χειροτεχνική.
Χειροτεχνική ναι. Θυμάμαι πέρα από τη ραπτική, νομίζω το είπα και πριν ασχολήθηκα και με τον αργαλειό.
Για μίλα μου για αυτό.
Στο χωριό που ήμουν μέχρι 9 χρονών είχαμε και πρόβατα, κτηνοτροφία και γεωργία, θυμάμαι που κουρεύαμε τα πρόβατα και ήμουν σε όλα μέσα από πολύ μικρή.
Συμμετείχες...
Συμμετείχα, ναι, σε όλα...
Δηλαδή στις δραστηριότητες;
Δηλαδή παίρναμε το μαλλί, πηγαίναμε με τη γιαγιά στο ποτάμι, το ‘πλενε στο ποτάμι με τον κόπανο, ο κόπανος είναι ένα σαν ξύλινο, σαν σφυρί τεράστιο για να φύγει η βρομιά. Μετά, μόλις στέγνωνε, στρώναμε έξω στην αυλή ένα πανί, καθόμασταν και το αυτό που λέμε ξάσιμο, που το ανοίγεις για να γίνει αφράτο, μετά το ‘παιρνε η γιαγιά στη ρόκα της και το ‘κανε κλωστή, στο αδράχτι. Αυτό δεν ήξερα να το κάνω, απλά θυμάμαι την κοιτούσα, δηλαδή είναι σαν να βλέπω τις κινήσεις. Ξέρεις, πώς γυρνάς το αδράχτι, πώς τραβάς απ' τη ρόκα, το… αυτό που βάζαν το μαλλί το λέγαμε «τλούπα», έτσι λεγόταν, έτσι λέγεται μάλλον. Και μετά, το αυτό που έβαζες το αδράχτι το έβαζε σε ένα οκτάγωνο που, «λανάρα» που το λέγαν, και το τέντωνε και αφού έμενε εκεί, το ‘βρεχε και το άφηνε εκεί τεντωμένο για να ισιώσει η κλωστή, να γίνει στιλπνή και έμενε εκεί και μετά το τύλιγαν σε κουβάρια και ήταν έτοιμο για τον αργαλειό.
Αυτό ήτανε μία διαδικασία που η γιαγιά...
Η γιαγιά και η μαμά μου.
Η γιαγιά και η μαμά, άρα τρεις γενιές, ασχολιόσασταν μ’ αυτό, ας πούμε.
Τρεις γενιές, ναι, μ’ αυτό. Τρεις γενιές. Εντάξει, εγώ ήμουνα παιδί, βοηθούσα μεν, αλλά βοηθούσα γιατί μου άρεζε πάρα πολύ, δηλαδή ήμουνα μέσα σε όλα αυτά τα πράγματα, ενώ θα μπορούσα να είμαι… Δεν ήτανε ότι η μητέρα μου φώναζε: «Ελένη, έλα να βοηθήσεις». Ήθελα εγώ από μόνη μου.
Και αυτό πόσες φορές τον χρόνο γινόταν;
Συνήθως κάθε καλοκαίρι. Όταν τα κουρεύαν τα πρόβατα, νομίζω αν θυμάμαι καλά, τα κούρευαν πριν το καλοκαίρι, ναι λογικό είναι για να μην κρυώσουν. Το καλοκαίρι πλενόταν το μαλλί, γινότανε κουβάρια. Και ο αργαλειός στηνόταν τον χειμώνα που δεν υπήρχαν γεωργικές εργασίες. Τον χειμώνα ούτε στα χωράφια δεν βγαίνανε ούτε η μητέρα μου ούτε η γιαγιά μου οπότε ήταν στο σπίτι και τον χειμώνα στήνανε τον αργαλειό για να υφάνουν. Και κάνανε φλοκάτες και τα υφαντά χαλιά τα ελληνικά, τα υφαντά χαλιά. Έχω βέβαια από παλιά και λεπτά υφαντά.
Άρα δουλεύανε κυρίως μαλλί.
Κυρίως μαλλί, ναι, ναι.
Κυρίως μαλλί.
Κυρίως μαλλί, δεν δουλεύανε επειδή είχαμε το μαλλί. Και κάνανε και κάνανε για το σπίτι υφαντά, προίκες, οι οποίες υπάρχουνε. Ναι και ήτανε όλη αυτή η διαδικασία νομίζω ότι ήτανε και μέρος, ήθελες δεν ήθελες δεν είχες δηλαδή ανάγκη από μία φλοκάτη ακόμη. Απλά είχες το μαλλί, το ‘φτιαχνες και έλεγες ας υφάνουμε και μία φλοκάτη! Και στήνανε τον αργαλειό μες στην κουζίνα του σπιτιού, ναι, για να έχει ζέστη.
Το σπίτι πώς ήτανε περίπου; Ήτανε…
Το σπίτι ήτανε, η κουζίνα ήτανε από το παλιό σπίτι και το άλλο καινούργιο όπως συνήθως γίνεται τα χωριά που χτίζεις καινούργιο σπίτι αλλά κρατάς ένα μέρος, μία παλιά κουζίνα και που βασικά είσαι τον χειμώνα ειδικά όλη την μέρα εκεί. Γιατί στο χωριό είσαι μπαίνεις βγαίνεις, έχεις βρομιές, χρησιμοποιείς το παλιό σπίτι και έχεις το καλό για Χριστούγεννα, Πάσχα και για γιορτές. Και υφαίναμε και πάντα καθόμουν εγώ και ύφαινα. Δεν είναι δύσκολο να μάθεις να υφαίνεις, το πιο δύσκολο είναι να στήσεις τον αργαλειό και τα στημόνια. Εκεί είναι η γνώση, την οποία δεν την έχω[00:20:00] φυσικά αυτή τη γνώση και θα ‘θελα πάρα πολύ να την αποκτήσω. Να μάθω. Να στήνω έναν αργαλειό δηλαδή. Δηλαδή να κάνεις τα στημόνια και μετά να τα βάζεις στον αργαλειό και μετά να κάθεσαι να υφαίνεις δεν είναι και τόσο δύσκολο. Δηλαδή το μαθαίνεις.
Την έχεις δει αυτή τη διαδικασία; Φαντάζομαι...
Την έχω δει. Ναι, είναι που τεντώνεις τα πανιά, θυμάμαι τη μητέρα μου που το ‘κανε, τις κλωστές πάνω κάτω, τις τυλίγεις σε ένα στρόγγυλο, να είναι σωστά, τις περνάς ανάμεσα απ’ τα χτένια. Τα χτένια είναι, το λέει κι η λέξη, σαν χτένα και περνάει μία μία κλωστή από κει μέσα. Και ανάλογα, αν θες να κάνεις χοντρό, έχεις τα χοντρά τα χτένια, με πιο μεγάλα, πιο μεγάλα κενά, αν έχεις να υφάνεις βαμβάκι, έχεις πιο μικρά χτένια. Την έχω δει αυτή τη διαδικασία αλλά φυσικά ήμουνα μικρούλα και δεν την κατέχω και θα ‘θελα πάρα πάρα πολύ να τη μάθω. θα τη μάθω, στη σύνταξη.
Σου το εύχομαι, να τη μάθεις!
Ευχαριστώ!
Και θυμάσαι τη γιαγιά σου ή τη μαμά σου πώς συμπεριφερόντουσαν σε σχέση με αυτή τη διαδικασία, τι τους...
Ήταν πολύ φυσιολογικό...
Ήταν πολύ φυσιολογικό…
Πολύ φυσιολογικό. Α, και κάτι που υφαίναμε πολύ και στα χωριά χρησιμοποιούμε πολύ ήταν οι κουρελούδες. Ναι, γιατί μέσα έξω τις στρώνεις στα μπαλκόνια, εδώ κι εκεί, όπου γινόταν απ’ τα παλιά υφάσματα, που κόβεις γύρω γύρω γύρω γύρω το ύφασμα και μετά υφαίνεις κουρελού. Που εκεί με άφηνε η μαμά πια και ύφαινα και πολύ γιατί η κουρελού ήταν κι εύκολο και δεν πείραζε αν δεν γινόταν και τόσο καλό.
Ο αργαλειός ήτανε κάθετος;
Όχι, οριζόντιος.
Ήταν οριζόντιος…
Οριζόντιος. Και ήταν δικός μας ο αργαλειός και όταν φύγαμε απ’ το χωριό, έμεινε εκεί και σάπισε και κρίμα. Ήταν η εποχή, εμείς ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη το ’73, ήταν η εποχή που γενικώς η λαϊκή παράδοση και ό,τι καταβολές είχαμε απ’ τα χωριά, ήτανε: «Α, δεν βαριέσαι τώρα, πέτα το». Κι έμεινε εκεί και σάπισε.
Τι συναισθήματα έχεις για αυτό;
Θα ‘θελα να τον είχαμε. Τα χτένια που μείνανε, τα έδωσε ο πατέρας μου σε έναν σύλλογο και καλά έκανε, γιατί είναι καλύτερα να μένουν απ’ τη στιγμή που δεν έχεις ολόκληρο τον αργαλειό και έχεις κάποια κομμάτια, καλύτερα να μπούνε σε έναν σύλλογο όπου να μπορεί ο καθένας να πάει να δει και να δει τι ήτανε, πώς ήτανε. Θα ήθελα να τον έχω, αλλά νομίζω ότι μπορείς να βρεις, γιατί παλιά κάθε σπίτι στο χωριό είχε αργαλειό και σίγουρα θα υπάρχουν.
Υπήρχε κάποια ιδιαίτερη διαδικασία, κάποιο έθιμο ίσως, που να περιτριγύριζε τις...
Ναι, ναι, ναι...
Διαδικασίες αυτές;
Όταν τελείωνε το «διασίδι», όπως το λέγαν, το υφάδι, δηλαδή ύφαινες μια φλοκάτη, τελείωνε. Και μετά έπρεπε να το κόψεις απ’ τα στημόνια και θυμάμαι που μας φωνάζαν τα παιδιά όποια τελείωνε το υφάδι, το διασίδι της, μπαίναμε μες στον αργαλειό και το κόβαν και έπεφτε πάνω μας για να μας φύγει η ζαβολιά. Και χαιρόμασταν πάρα πολύ γιατί ήτανε, ξες, είχε μια διαδικασία: «Α, ελάτε αύριο το απόγευμα, τελείωσε, μπείτε μες στον αργαλειό να σας φύγει η ζαβολιά». Και το περιμέναμε και ήταν πάρα πολύ ωραίο, ένα έθιμο από παλιά.
Υπήρχε κάποια άλλη, κοινωνική έτσι δραστηριότητα γύρω απ’ αυτό; Δηλαδή, ήτανε κάτι το οποίο γινόταν από τα μέλη της οικογένειας ή;-
Ναι, ναι. Όχι, από τα μέλη. Δεν ερχότανε κάποιος άλλος, αλλά ήτανε μες στην κουζίνα οπότε και επισκέψεις να είχες, μπορεί να καθόσουν στον αργαλειό, ύφαινες και ερχόταν η φίλη σου, οι φίλες της μαμάς μου, η γειτονιά, οι γείτονες που καθότανε και λίγο ή πολύ τον χειμώνα όλες κάναν, είχαν αργαλειό.
Δηλαδή ποια είναι η πιο γνώριμη εικόνα που σου έχει μείνει απ’ αυτή τη συνθήκη.
Του υφαίνω. Ο θόρυβος, αυτό το «τάκου τάκου ο αργαλειός μου», είναι πολύ χαρακτηριστικός και είναι πάρα πολύ ωραίος ήχος και είναι διαφορετικός ανάλογα με το τι υφαίνεις. Δηλαδή το ότι κάνεις τα πεντάλ αυτά κάτω και τραβάς αυτό «το τάκου» το θυμάμαι πάρα πολύ και ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Δηλαδή και όταν ύφαινε, ας πούμε, η μαμά μου που ύφαινε έτσι με ρυθμό ρε παιδί μου και ακουγόταν: «Τακ τακ τακ». Πραγματικά δηλαδή άμα κλείσω τα αυτιά μου, μπορώ να ακούσω ακόμα αυτό το τακ τακ και από κει έχει βγει και το τραγούδι «Τάκα τάκα ο αργαλειός μου να το έρχεται ο καλός μου». Είναι αργαλειός και ο θόρυβος το τάκα τάκα είναι συνώνυμο.
Μάλιστα, πολύ τρυφερό σαν ανάμνηση. Επομένως, εσύ μεγαλώνοντας εσύ είχες αυτή την κάβα εμπειριών.
Ναι και την αγάπη για όλα αυτά.
Segment 4
Η μαγεία της χειροποίητης δουλειάς – Η σχέση με το ύφασμα – Η καθημερινότητα στο ατελιέ
00:24:24 - 00:35:52
Μίλα μου λίγο για το τι μίλησε μέσα σου και άρχισες να… Τι σημαίνει για σένα αυτή η χειροτεχνική, η καλλιτεχνική ενασχόληση; Πώς θα την… πώς την βίωσες;
Πέρα από τους δικούς μου ανθρώπους, αγαπώ αυτή τη δουλειά ακόμα. Την αγαπάω πάρα πάρα πολύ. Είναι δεν ξέρω… με χαλαρώνει, με ξεκουράζει. Όσο με αγχώνει απ’ τη μια, για να το κάνω σωστά, δηλαδή έχω κάνει άπειρα βράδια ξενύχτια και είμαι ευτυχισμένη πολύ και εμένα[00:25:00] λειτουργεί και ειδικά όταν έχω ένα, όταν έχει περάσει το δύσκολο κομμάτι ας το πούμε, το να στήσεις το ρούχο, το να το φτιάξεις. Και μετά έχεις το τελείωμα, το τεχνικό μέρος που μπορεί να είναι κέντημα, μπορεί να είναι ράψιμος ποδόγυρου, δηλαδή δουλειά χεριού. Είναι τόσο χαλαρωτική, σε εμένα λειτουργεί σαν –πώς να το πω– σαν διαλογισμό. Πώς είναι ο διαλογισμός που αδειάζει το μυαλό σου; Αυτό το πράγμα. Και το πιστεύω αυτό το πράγμα, ότι η χειροποίητη δουλειά λειτουργεί σαν διαλογισμό. Γιατί το βλέπω στα μαθήματα που κάνω τώρα, που έχω πάρα πολλά άτομα που το κάνουν σαν χόμπι γιατί κάνουν άλλη δουλειά, είναι φαρμακοποιός, είναι οτιδήποτε άλλο δεν έχει σημασία. Και μου λέει: «Είναι ψυχοθεραπεία για μένα». Όλοι αυτό λένε ότι η χειροποίητη δουλειά είναι ψυχοθεραπεία. Και όντως είναι ψυχοθεραπεία. Δηλαδή παλιά που καθόταν όλες μαζί και κεντούσαν και πλέκαν. Αδειάζει το μυαλό σου, κάνεις μια μηχανική κίνηση, ευχάριστη, παράγεις έργο, το βλέπεις, είναι σημαντικό κι αυτό το πράγμα. Δηλαδή κεντάς ή ράβεις και προχωράει και το βλέπεις και το χαίρεσαι. Και λες να κάνω κι άλλο, να κάνω κι άλλο. Για μένα είναι, λειτουργεί –πώς το λένε–, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι δεν θα κάνω πράγματα με τα χέρια μου. Λειτουργεί πάρα πολύ και νομίζω ότι μου κάνει πάρα πολύ καλό αυτή η δουλεία. Και όχι μόνο σε μένα σε πάρα πολλούς. Δηλαδή όποιος δεν έχει ασχοληθεί με χειροποίητη, δουλειά με χέρια, δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό το πράγμα. Και είναι πολύ σημαντικό απ’ το τίποτα που έχεις, ένα κομμάτι χαρτί, ένα κομμάτι πανί και φτάνεις μετά και κάνεις ένα «ουάου». Και πέρα δεν, ας πούμε, από πολλούς που το έχω ακούσει αυτό: «Είναι καλύτερο από αυτό που φαντάστηκα». Να μπορείς, ας πούμε, αυτό που ειδικά όταν το κάνεις επαγγελματικά που ο άλλος το ‘χει στο μυαλό του, να μπορείς εσύ να του το φτιάξεις. Αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Και, ας πούμε, πολλές φορές το έχω ακούσει αυτό και είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση ότι «Αχ, έγινε πιο ωραίο από αυτό που φανταζόμουνα!» Γιατί πολλές φορές κάνεις και ρούχα τις περισσότερες φορές όταν μπαίνεις στη διαδικασία να φτιάξεις επί παραγγελία ένα ρούχο, το κάνεις για μια ιδιαίτερη στιγμή σου που σημαίνει κάτι για σένα. Ή πολλές φορές το είχες όνειρο ρε παιδί μου να έχεις ένα φόρεμα κάπως. Οπότε, όταν φτάνει και σου το φτιάχνει κάποιος και γίνεται και μπορείς και το κάνεις όπως το σκέφτηκε και το ονειρεύτηκε ο άλλος είναι μεγάλη χαρά για μένα.
Άρα νιώθεις ότι συμμετέχεις στο όνειρο των ανθρώπων.
Ναι, είναι πάρα πολύ σημαντικό, δηλαδή ο άλλος να έχει ένα συγκεκριμένο κάτι και να το κάνεις και να σου λέει είναι καλύτερο από αυτό που περίμενα. Για αυτό και πολλές φορές μού λένε, ας πούμε, πόσες πρόβες θα κάνουμε για ένα ρούχο όταν κάνουμε την παραγγελία. Και λέω δεν ξέρω πρέπει να μου αρέσει, εμένα. Πολλές φορές έχει τύχει να μου λένε: «Δεν θέλω, είναι τέλειο δεν θέλω άλλη πρόβα». Ναι, αλλά θέλει λίγο κάτι ακόμα, το οποίο επειδή το δικό μου μάτι σαν επαγγελματίας μπορεί να το δει και προσπαθώ αυτό το πράγμα, την τελειότητα. Και είμαι λίγο αυστηρή. Σπάνια έχω, ας πούμε, βαθμολογήσει δέκα ένα ρούχο. Πάντα λέω, αν το 'πιανα από την αρχή, θα 'κανα κάτι καλύτερο. Καλό ή κακό δεν ξέρω αν είναι, νομίζω ότι είναι καλό. Γιατί φαντάζομαι ότι αν φτάσεις να πεις, ότι ωραία είμαι τα ‘χω κάνει, δεν εξελίσσεσαι. Και πάντα μαθαίνεις, ακόμα μαθαίνω. Δηλαδή κάνω αυτή τη δουλειά μια ζωή και ακόμα μαθαίνω. Δηλαδή είναι κάτι το οποίο μπορεί να μάθω κάτι, μπορεί να πάρω ένα ύφασμα και να μου προκύψει. Γιατί τα υφάσματα είναι ζωντανό πράγμα μπορεί να το πάρεις και να σου βγει κάπως αλλιώς και να πω: «Α, μια γνώση ακόμα». Ακόμα μαθαίνεις. Γιατί νομίζω ότι όταν θες να μάθεις, δεν σταματάς ποτέ να μαθαίνεις. Όταν μπαίνεις στη διαδικασία πάντα να ψάχνεις κάτι καινούργιο.
Θα σε σταματήσω εδώ και θα σε ρωτήσω. Ανέφερες ότι δουλεύεις βράδυ.
Ναι.
Είναι γνωστό ότι είναι ένα από τα επαγγέλματα που η δουλειά παράγεται βράδυ. Τι σκέφτεσαι τα βράδια που δουλεύεις και πώς το βγάζεις ή…
Μ’ αρέσει το βράδυ γιατί δεν με ενοχλεί τηλέφωνο. Δηλαδή τη δύσκολη δουλειά που έχω θα την αφήσω βράδυ. Δεν χτυπάει τηλέφωνο, δεν αποσπάσαι από τίποτα άλλο, είσαι εσύ, η δουλειά σου και όλοι κοιμούνται και ό,τι δύσκολο έχω πάντα θα το κάνω βράδυ για να μην με ενοχλεί. Και δεν σκέφτομαι, απλά έχω το ρούχο και δουλεύω. Και περνάω ωραία μαζί του.
Τι νιώθεις όταν ακουμπάς ένα ύφασμα που σ’ αρέσει;-
Αχ, τα υφάσματα είναι μαγικό πράγμα!-
Και ποια υφάσματα σ’ αρέσουν;-
Τα υφάσματα είναι μαγικό πράγμα γι’ αυτό δεν παραγγέλνω ποτέ από ίντερνετ. Εγώ θέλω να το πιάσω το ύφασμα.
Για πες λοιπόν τη διαδικασία.
Μπαίνω.
Πώς πας να διαλέξεις ένα ύφασμα;
Μπαίνω. Πρώτα σκανάρω, κοιτάω τι μου αρέσει. Και λέω, κατεβάζω. Και το πιάνω να δω τι είναι, πώς πέφτει, τι πέσιμο έχει. Φυσικά πάντα θέλω φυσικές ίνες, δεν θέλω πολυέστερ, θέλω βαμβάκια, λινά, μεταξωτά, μάλλινα, βελούδινα κι είναι αυτή η αίσθηση, η αίσθηση που θα σου δώσει πάνω στο χέρι. Ότι είναι κάτι[00:30:00] φυσικό, ότι δεν είναι κάτι ξένο. Και αυτό το έχω δει και στη δουλειά μου που πολλά ειδικά τα τελευταία χρόνια υπάρχουν επειδή πάρα πολλά υφάσματα, όχι ωραία. Κακά.
Τι, πώς το ορίζεις εσύ αυτό;
Η σύνθεσή τους.
Α.
Γιατί το ντιζάιν είναι υποκειμενικό. Σε κάποιον αρέσουν τα φλοράλ σε άλλον αρέσουν τα ριγέ. Δεν έχει αυτό. Η ποιότητα του πανιού, η κλωστή, η πρώτη ύλη δεν είναι καλή. Γιατί το ξέρουμε όλοι ότι βγαίνουν υφάσματα υποπαράγωγα πετρελαίου. Δεν γίνεται δηλαδή το βαμβάκι ή το μετάξι –δεν λέω για το μετάξι που είναι πιο ακριβό και πολύ…– το βαμβάκι, το λινό να έχει την ίδια αίσθηση με το υποπαράγωγο πετρελαίου, δηλαδή δεν γίνεται. Και το προσέχω σε νέα κορίτσια που δεν έχουν μάθει στα καλά πανιά. Που φοράν ένα ρούχο –γιατί, σου λέω, δίνω μεγάλη σημασία στη ποιότητα του πανιού– και μου λεν μα τι ωραία που αισθάνομαι πάνω στο δέρμα μου αυτό το πανί. Γιατί; Γιατί είναι φυσικό και σε ακουμπάει ένα πράγμα φυσικό, δεν σε ακουμπάει το προπάνιο, δεν ξέρω από πού στο καλό βγαίνουν όλα αυτά. Δεν μιλάω για τις μεγαλύτερες ηλικίες, ξέρουνε τα καλά πανιά. Κι αν θ’ ακούσεις θα πουν ότι πλέον στην αγορά κυκλοφορούνε τσόλια. Ναι. Γιατί; Γιατί δεν υπάρχει ποιότητα και όταν δεν έχεις την καλή πρώτη ύλη δεν μπορείς να φτιάξεις. Ωραία, μπορεί σχεδιαστικά να είναι άψογο, να εφαρμόζει αλλά δεν θα… Όταν θα το ακουμπάει στο δέρμα σου, δεν έχεις αυτήν την αίσθηση, δεν γίνεται. Και δεν, πώς το λένε, δεν είναι ζωντανό. Αν δεν είναι φυσική η ίνα του, δεν είναι ζωντανό το πανί, γιατί το πανί σού μιλάει.
Στο εργαστήριο που βρισκόμαστε τώρα και στα προηγούμενα εργαστήρια που είχες, πώς λειτουργείς, πώς δουλεύεις;
Εννοείς ποια είναι η μία μέρα μου, ας πούμε η μέρα μου;
Πες μου μια μέρα σου;
Κάνω πολλά πράγματα μαζί, μαζί δηλαδή, φτιάχνω ρούχα έτοιμα. Δηλαδή, αυτό που λέω, βγάζω μια σειρά με ρούχα, μια κολεξιόν, ας το πούμε έτσι, όχι μια φορά τον χρόνο. Τώρα ας πούμε πριν από ένα μήνα έβγαλα δέκα κομμάτια, μετά μπορεί να βγάλω άλλα δέκα. Αυτά είναι που τα λέω εγώ τα έτοιμα ρούχα τα οποία τα βγάζω σε δύο τρία κομμάτια, τα ίδια, που έρχεσαι το δοκιμάζεις, αν σου αρέσει το παίρνεις και σου το φέρνω επάνω. Ένας τομέας είναι αυτός. Ο άλλος είναι τα ρούχα επί παραγγελία. Που μπορεί να έρθεις και να σου φτιάξω κάτι ιδιαίτερο που θέλεις, μπορεί να έχεις ένα event που θες να το βάλεις, μπορεί να παντρεύεσαι, μπορεί απλά να θέλεις ένα φόρεμα κάπως, όπως το ‘χεις σκεφτεί. Μετά ασχολούμαι και με το θέατρο, παραστάσεις που θα τους φτιάχνω τα ρούχα και τα μαθήματα. Είναι πολλά πράγματα. Οπότε εξαρτάται τι έχω. Συνήθως όλη η μέρα είναι σπονδυλωτή, δεν κάνω ένα πράγμα, γιατί ένα ρούχο δεν το τελειώνω μπαμ μπαμ μπαμ, μέρα μέρα μέρα. Ειδικά θέλω να το σκεφτώ, δηλαδή θα βγάλω το πατρόν, θα το στήσω στη κούκλα, θα δω, θα κοιμηθώ, θα ξυπνήσω, δεν θα μου αρέσει κάτι, θα τ’ αλλάξω, θα κάνω το προσχέδιο, θα μπορεί να αλλάξω κάτι που δεν μου αρέσει στο προσχέδιο. Θα το δουλέψω στο μυαλό μου, πέφτω να κοιμηθώ πολλές φορές και μία λύση μπορεί κάτι να με δυσκολεύει και να το σκεφτώ πριν κοιμηθώ. Μετά θα το βγάλω, θα κάνω πρόβα, θα περάσει μια μέρα, θα το ξαναπιάσω στα χέρια μου, δηλαδή, δεν θέλω πίεση χρόνου, αν θέλω μπορώ να το τελειώσω, αλλά έτσι χάνεις κάποια… ενώ όταν το βλέπεις, το ξαναβλέπεις με άλλο μάτι, προσθέτεις πράγματα, αφαιρείς. Δηλαδή, μετά πολλά πράγματα. Θα διαλέξω τα κουμπιά, θα διαλέξω κουμπιά αν έχει κουμπιά, θα πάρω διάφορα κουμπιά, θα τα στήσω πάνω, θα δω. Μ’ αρέσει αυτό το κουμπί ή αυτό ή αυτό, θα τα στήσω και τα δυο, θα τ’ αφήσω για δυο τρεις ώρες, δεν θ’ ασχοληθώ, θα το ξαναδώ μετά με άλλο μάτι. Γιατί μ’ αρέσει να παίζω με το ρούχο, μ’ αρέσει να βρίσκω να φτάνω πιο κοντά στην τελειότητα όπως την έχω στο δικό μου το μυαλό. Και αυτό θέλει πειραματισμούς. Δεν τελειώνει. Δηλαδή έχω ένα κουμπί, αλλά μήπως αυτό θα του ήταν καλύτερο; Για να το δω και μ’ αυτό. Και μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι που έχεις και με το ρούχο και το χτίζεις σιγά σιγά. Και μπορεί να το ξεκινήσεις και λες θα το πάω εκεί και να το πας να το λοξοδρομήσεις, ρε παιδί μου, να το πας αλλού γιατί τελικά βλέπεις ότι εκεί γίνεται πιο καλό. Είναι δημιουργική δουλειά, δεν είναι ξεκίνησα, έκοψα, έραψα, τελείωσα. Αυτή είναι η γραμμή η βιομηχανική που βγάζεις χίλια ρούχα ίδια. Όταν βγάζεις λίγα και παίζεις, θες να παίξεις με το ρούχο και να του βάλεις στοιχεία επάνω.
Υπάρχει κάποιο ρούχο που έχεις ράψει στην έως τώρα καριέρα σου και σε έχει…
Με έχει αγχώσει;
Ή να σε έχει αγχώσει ή να σε έχει σημαδέψει, να μην μπορείς να το ξεχάσεις να είναι κάτι…
Ένα ρούχο… Ήταν η πρώτη μου επαφή με τα υφάσματα επιπλώσεων. Χρησιμοποιώ υφάσματα επιπλώσεων για παλτό. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ και το πρώτο ρούχο που έκανα[00:35:00] από ύφασμα επιπλώσεων ήταν ένα μακρύ παλτό πάρα πολύ ωραίο, ένα ωραίο κομμάτι και το πήρε μια φίλη, οπότε το βλέπω και πού και πού και μ’ αρέσει. Μπορώ να σου πω ότι από κει ξεκίνησα να θέλω να χρησιμοποιώ υφάσματα επιπλώσεων γιατί… Τα υφάσματα επιπλώσεων έχουνε πιο –πώς να σ' το πω– έχουν μια θεατρικότητα. Γιατί τα παλιά πανιά ήτανε πιο χοντρά, πιο βαρύτιμα –πώς να το πω– είχανε άλλο και για πανωφόρια και παλτό μου αρέσουνε γιατί έχουνε ένα βάρος, σαν ίνα, σαν υφαντική ένα βάρος και απ’ την άλλη έχουν και περίεργα σχέδια διαφορετικά και μπορείς να βγάλεις πολύ ωραία και έχω βγάλει πολύ ωραία παλτό διαχρονικά και τ’ αγαπώ πάρα πολύ.
Segment 5
Οι σχέσεις με τους πελάτες - Οι συνεργασίες με το θέατρο και το χοροθέατρο
00:35:52 - 00:49:58
Υπάρχει… είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στο επάγγελμα που κάνεις η πρόβα με τον πελάτη ή την πελάτισσα, υπάρχει κάποια ιστορία που θυμάσαι έτσι που…
Ναι, που να είναι διαφορετική; Που να ήτανε λίγο… Είχα μια ιστορία λίγο τρομακτική πριν πολλά χρόνια. Είχα μια πελάτισσα την οποία την ήξερα χρόνια, της έραβα ρούχα, όπου είχε κάποια θέματα ψυχικής διαταραχής. Και θυμάμαι ήταν χειμώνας, αργά, είχα πρόβα αργά γιατί δουλεύω αργά. Ήμουνα μόνη στο ατελιέ και έρχεται και δεν ήτανε στην καλύτερη μέρα της. Και θυμάμαι ότι την ανοίγω και φοράει ένα κατακόκκινο κραγιόν που φορούσε αλλά το ‘χει στραπατσαρισμένο στα χείλη. Ήταν η πρώτη εντύπωση, κάτι δεν πάει καλά σήμερα. Λέω, πολύ προσεκτικά. Κι αρχίζουμε την πρόβα, όπου είμαι πολύ προσεκτική, ό,τι μου ‘λεγε, «ναι, ναι». Κι ήταν η πρώτη φορά –που πάντα όταν έχω πρόβα έχω δίπλα το ψαλίδι για να ξηλώνω– θυμάμαι πήρα το ψαλίδι και το πήγα μέσα γιατί λέω κάτι ποτέ δεν ξέρεις, γιατί ήταν… περνούσε μια δύσκολη φάση της ζωής της. Γιατί θυμάμαι όσο ντυνόταν, ας πούμε ήταν το κραγιόν, οι ομιλίες της, ήτανε νευριασμένη, περίμενε να πω κάτι για να αρπαχτούμε και ήταν νομίζω από τις έτσι στιγμές που το θυμάμαι και λίγο με φόβισε, αυτή η στιγμή. Έτσι, ας το πούμε, άσχημη που δεν εξελίχθηκε φυσικά, ούτε άσχημα ούτε τίποτα. Μετά έχει και αστείες πλευρές. Θυμάμαι μια φορά έραβα κοστούμια για την Όπερα Θεσσαλονίκης. Και είχαμε τον Ντον Τζιοβάνι, νομίζω, δεν θυμάμαι, δεν έχει σημασία, διπλή διανομή. Η ντίβα ήτανε μια κυρία που είχε αρκετά κιλά παραπάνω, η δεύτερη διανομή ήταν μια πολύ κομψή κυρία. Και κάνουμε πρόβα μαζί με την…
Πού;
Στο ατελιέ.
Α, στο ατελιέ της…
Στο ατελιέ το δικό μου.
Στο ατελιέ το δικό σου.
Και κάνουμε πρόβα, είναι μαζί και η ενδυματολόγος και εγώ που κάνω. Και κάνουμε την κομψή κυρία, τη δεύτερη διανομή, η οποία της πάει το κοστούμι καταπληκτικά και δεν έχουμε τελειώσει και χτυπάει το κουδούνι και μπαίνει η ντίβα, η πρώτη. Και θυμάμαι με το που βλέπει τη β', τη δεύτερη διανομή, μαυρίζει το μάτι, γιατί πολύ κομψή και πολύ ωραία. Δεν λέει κουβέντα, της βάζουμε μετά το κοστούμι και μετά άρχισε ο πανικός. «Και δεν μου αρέσει και δεν μου αρέσει και δεν στρώνει και τι είναι αυτά και γιατί έτσι και ήτανε ρούχα εποχής που ήτανε φαρδιά». Και είπαμε, ήταν το μεγάλο λάθος που συναντήθηκαν οι δύο κυρίες. Ναι, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, προσπαθείς, κάναμε κάτι αλλαγές οπότε λίγο πολύ τα βολέψαμε, αλλά ήτανε, είναι και λίγο αστείο, είναι πολλά που μπορεί να συμβούν στις πρόβες. Αλλά αυτό δηλαδή δεν θυμάμαι αυτό το ένα που είναι άσχημο, όχι άσχημο, λίγο…
Σκοτεινό…
Σκοτεινό… και το άλλο που είναι αυτή η γυναικεία ματαιοδοξία. Που μπορεί να είσαι ντίβα, να είσαι διάσημη, αλλά αλλιώς είναι μία των πενήντα και αλλιώς μία των τριάντα. Ή θυμάμαι πάλι, πάλι απ’ την όπερα, γιατί ξένη διανομή, ήταν ξένος ο τραγουδιστής, ο οποίος εκεί που τον έκανα πρόβα, πάλι ήταν ενδυματολόγος και εγώ, πάλι Σαμψών και Δαλιδά. Ξαφνικά ενώ χαβαλέ γέλιο, Ισπανός ήταν, δεν θυμάμαι το όνομά του: «Φεύγω!» «Γιατί;» «Βαρέθηκα…» Ντίβα, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς… Τίποτα. «Το κοστούμι;» «Δεν μπορώ. Άλλη ώρα». Ξεντύθηκε κι έφυγε γιατί απλά κουράστηκε, βαρέθηκε. Της όπερας είναι λίγο… και ειδικά όταν είναι και ονόματα, είναι λίγο πρωτοκλασάτοι και θυμάμαι μετά ο ίδιος συγκεκριμένα, μου ζήτησε να του ράψω και μες στην τσέπη του το γούρι του. Γιατί έχουν κι αυτά διάφορα, μου λέει: «Μία τσεπούλα για να μου ράψεις το γούρι μου».
Τι είχε για γούρι;
Ένα μικρό κάτι έτσι ένα πανάκι με ένα με μια χαντρούλα επάνω. Έτσι το είχε για γούρι. Αλλά θυμάμαι αυτό το πράγμα, ότι ξαφνικά εκεί που κάναμε πρόβα: «Σταματάμε». «Γιατί;» «Δεν θέλω άλλο». «Γιατί;» «Έτσι».
Τι κοστούμι τού ράβατε;
Σαμψών και Δαλιδά, ήτανε του Σαμψών…
Α, ήταν ο[00:40:00] ρόλος του Σαμψών…
Ναι, ήταν ο ρόλος του Σαμψών. Ήτανε διάφορα, ήταν διάσημος, οπότε όσο πιο διάσημος είσαι τόσο πιο πολύ… Και νομίζω μπορεί να τα κάνεις επίτηδες όλα αυτά γιατί έτσι κάνεις και τη φήμη σου, ότι ο τάδε, ας πούμε, είναι έτσι, είναι αλλιώς, διάφορα τέτοια. Από την άλλη, πολλές φορές το πρόσεχα αυτό στο θέατρο, οι διάσημοι, πέρα από κάποιους όπως είπα πριν, όσο πιο διάσημοι ήταν τόσο πιο σωστοί επαγγελματίες ήταν.
Για φέρε μου ένα παράδειγμα.
Λοιπόν.
Τι αντίκτυπο είχε αυτό επάνω σου;
Συνεπείς στις ώρες τους. Πάλι, πάλι είχαμε… κάναμε τους «Μποέμ», διπλή διανομή. Η πρώτη διανομή ήταν η κόρη της Μονσεράτ Καμπαγιέ. Είχαμε ραντεβού 4:00 η ώρα, δεν θυμάμαι, η ενδυματολόγος, εγώ και η ηθοποιός, η τραγουδίστρια. Ήρθε ευγενέστατη στην ώρα της ακριβώς, την κάναμε πρόβα: «Ευχαριστώ πολύ», φεύγει. Φόρεμα. Ήτανε η Νινί στους «Μποέμ». Δεύτερη διανομή, μια κοπέλα Ελληνίδα, πρώτα της βήματα, ραντεβού στις 6:00 η ώρα, δεν έρχεται. 6:30 τίποτα. Περιμένουμε τώρα δύο άτομα. Η ενδυματολόγος κι εγώ. Τηλέφωνο: «Ε, θα έρθω σε λίγο». Έρχεται μετά από μία ώρα. «Γιατί δεν ήρθες;», «Δεν μπορούσα, διάβαζα». «Δεν είχαμε ραντεβού στις 6;», «Α, δεν μπορώ έπρεπε να διαβάσω». Δηλαδή βλέπεις ότι όσο πιο ψηλά, ας πούμε πιο διάσημοι, είχαν όμως έναν επαγγελματισμό, πέρα από κάποιους που κάνανε όπως είπα το προηγούμενο: «Δεν μπορώ βαρέθηκα». Ενώ όσο πιο κάτω πολλές φορές είχανε μια συμπεριφορά που δεν είναι επαγγελματική γιατί πρέπει να σεβαστείς ότι δύο άνθρωποι σε περιμένουν για να κάνεις πρόβα. Εντάξει. Δεν ξέρω τι απέγινε το μέλλον αυτής της ηθοποιού.
Η συνεργασία σου με το θέατρο πότε ξεκίνησε;
Με το που ξεκίνησα το ατελιέ μου το ’94, το ’95 το drama club του «Ανατόλια», ανέβασε την όπερα του Jesus Christ και έκανα μαζί με τον Νίκο τον Λεγάκη, τα κοστούμια. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική επαφή με θέατρο, πέρα από κοστούμια παιδικά και διάφορα, που είναι μαγικό, είναι πολύ ωραίο να ασχολείσαι με το θέατρο. Και από κει άρχισαν να βγαίνουν κι άλλες δουλειές. Αλλά ήτανε το πρώτο, ήταν μεγάλος ο θίασος, 25 άτομα, πολλά κοστούμια. Είναι όλη αυτή η τρέλα, στη γενική τίποτα δεν πάει καλά και στην πρεμιέρα όλα είναι τέλεια. Αυτό είναι το μαγικό, δηλαδή αυτό σε όσες συνεργασίες έχω κάνει με το θέατρο. Αυτό είναι το μαγικό πράγμα, στη γενική γίνεται χαμός, όλα έτσι...
Δηλαδή;
Δηλαδή, το κουμπί δεν στρώνει –μιλάω για το δικό μου το αυτό–, όχι το πατάει το αυτό και θέλει κόντεμα και μετά στην πρεμιέρα είναι όλα μαγικά. Είναι σαν κάποιος κατεβαίνει από το… έρχεται και τσάκ τα διορθώνει όλα και όλο αυτό το άγχος και το στρες που λες δεν θέλω να το ξαναζήσω αυτό ποτέ! Και μετά αν έχεις καιρό να το κάνεις λες: «Αχ! Μια παράσταση, ρε παιδιά». Γιατί, κάναμε… ξεκίνησα μετά το 2004, κάναμε, άρχισα τη συνεργασία με την όπερα της Θεσσαλονίκης που κάναμε πολλά κοστούμια. Τη μεγαλύτερη δουλειά που έχω κάνει με θέατρο που θυμάμαι είχα πει –γιατί δουλεύουμε με τον Κώστα τον άνδρα μου μαζί– ότι αν κάνουμε, αν βγάλουμε αυτή τη παραγωγή, δεν φοβόμαστε τίποτα. Ήταν μια παραγωγή με 160 κοστούμια, Σαμψών και Δαλιδά, τις τελευταίες δύο βδομάδες δεν γυρνούσα σπίτι. Κοιμόμουνα στο ατελιέ, στα πανιά πάνω. Ήταν πολύ ωραίο όμως.
Για μίλα μου γι’ αυτή την εμπειρία…
Ήτανε ένα εγχείρημα που τώρα που το σκέφτομαι ήταν και μια πρόκληση. Δηλαδή θυμάμαι γιατί δεν είχαμε και πάρα πολύ χρόνο, γιατί αν έχεις χρόνο δεν θυμάμαι, νομίζω ήταν σε ενάμιση μήνα να γίνουν όλα αυτά τα κοστούμια, με τρεις πρόβες το καθένα.
Μάλιστα.
Δύσκολα κοστούμια. Και θυμάμαι που είχα πει ότι αν την κάνουμε…
Κοστούμια εποχής;
Κοστούμια εποχής, ακριβώς. Με μια χορωδία εξήντα ατόμων. Που είχανε διπλό κοστούμι, γιατί ήτανε Φιλισταίοι και Εβραίοι, ναι, χώρια και οι πρωταγωνιστές. Κάποια τα κάναν στην Αθήνα αλλά 150 κοστούμια περάσαν, 160 κοστούμια για την ακρίβεια, περάσαν από τα χέρια μου. ‘Ντάξει, δεν τα έραβα εγώ, εννοείται, είχαμε συνεργεία.
Τι κοστούμια είχες ράψει; Έτσι μέσες άκρες.
Θυμάμαι, των Φιλισταίων ήτανε λίγο με δερματίνες, ήτανε λίγο επιστημονικής φαντασίας, ναι. Το σχεδιασμό είχε κάνει η Ευαγγελία η Κιρκινέ. Των Εβραίων ήτανε πάλι με πτυχές, με… αλλά πλούσια κοστούμια και θυμάμαι ότι τις τελευταίες δύο εβδομάδες δεν γύρισα σπίτι ποτέ. Κοιμόμουνα… είχα σπάσει τη μέρα στα τρία στο 24ωρο κοιμόμουνα δύο ώρες ανά έξι. Κοιμόμουνα δύο ώρες το μεσημέρι 01:00 με 02:00, ας πούμε. Δύο ώρες 09:00 με 11:00 και το πήγαινα σερί. Δεν γινόταν αλλιώς και θυμάμαι όταν πήγα τα κοστούμια στο Μέγαρο[00:45:00] και κάναμε την πρόβα piano dress. Που τα βλέπεις όλα. Είναι μία βδομάδα περίπου πριν την παράσταση, και απλά είχαν μείνει λεπτομέρειες. Γύρισα σπίτι και κοιμόμουνα για δυόμισι μέρες, συνέχεια. Ήταν ωραία όμως, ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Τώρα που το σκέφτομαι μου αρέσει, μου έλειψε. Πώς να το πω…
Τι σου έλειψε;
Αυτό το… η ένταση, η πίεση να γίνουν όλα καλά. Θυμάμαι ότι στις πρόβες να μου φωνάζουν όλοι: «Αυτό δεν κουμπώνει, εκείνο δεν κάνει, εκείνο έτσι. Ένας πανικός! Ω!» Και μετά όλα να είναι ωραία και να ρολάρουν οι παραστάσεις και να βγαίνουν ωραία. Έχει μια μαγεία όλο αυτό το πράγμα.
Τι κρατάς από αυτό;
Τι κρατάω από αυτό; Το ότι συντονίζονται πάρα πολλά άτομα και βγαίνει ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα δηλαδή ηθοποιοί, φωτιστές, μουσικοί, ενδυματολόγοι, τεχνικοί, οι πάντες όλοι. Διάφοροι από παντού και ολονών ο σκοπός είναι να βγει η παράσταση καλά. Αυτό είναι το ζητούμενο. Και νομίζω αυτό είναι το ζητούμενο σε κάθε παράσταση, δεν είναι να βγω εγώ και το άλλο να πάει κατά διαόλου, δηλαδή τι να το κάνεις το ωραίο κοστούμι όταν δεν έχεις φώτα. Είναι αυτό όλοι μαζί για… είναι πολύ ωραίο και κάνεις και φιλίες που μπορεί να μην σου μείνουνε μετά δεν έχει σημασία. Και όλο αυτό που περνάς στα διαλείμματα, οι σχέσεις μεταξύ τους, ακόμα και τα μαλώματα και οι ίντριγκες, γιατί θυμάμαι και μαλώματα και φωνές λόγω έντασης, κι όχι δεν είναι έτσι και είναι αλλιώς και γιατί και γιατί έγινε έτσι. Αλλά επειδή ο σκοπός είναι κοινός και όταν υπάρχουν άνθρωποι που αγαπάν τη δουλειά που την κάνουνε. Είναι ωραίο το συναίσθημα αυτό το πράγμα και λες ναι, ρε παιδί μου, βοήθησα κι εγώ σε αυτό το πράγμα, έβαλα το λιθαράκι μου, ας πούμε, για να βγει αυτή η παράσταση που είναι πολύ σημαντικό.
Άρα σου αρέσει να συμμετέχεις σε αυτή τη...
Μου αρέσει.
Τη συλλογική δουλειά προς τον ένα κοινό στόχο.
Ναι, ναι. Μου αρέσει! Μου αρέσει πάρα πολύ όταν δουλεύω για θέατρο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω πάντα, γιατί είναι πολύ… δηλαδή θέλεις κενά. Δεν νομίζω ότι μπορείς συνέχεια να τελειώνεις μία παράσταση και να αρχίσεις μια άλλη. Δεν νομίζω ότι βγαίνει. Θέλεις κενό να κάνεις κάτι άλλο και να το ξανακάνεις. Δηλαδή τώρα λόγω κορωνοϊού και όλα τα σχετικά που έχω καιρό να κάνω μια παράσταση μου λείπει. Λέω αχ ένα θεατράκι κάτι, ένα χοροθέατρο, κάτι κάτι, ρε παιδί μου.
Άρα. Ασχολείσαι και με χορό, με ένδυμα χορού. Τι σ’ αρέσει περισσότερο;
Εκεί έχεις άλλο θέμα, άλλη δυσκολία, επειδή οι χορευτές, κάνουν περίεργες κινήσεις. Δηλαδή στο θέατρο, ωραία, θα απλώσεις το χέρι θα πάρεις ποτό, δηλαδή οι κινήσεις σου είναι λίγο πολύ στα μέτρα της καθημερινότητας. Στον χορό έχεις άλλο πράγμα εκεί, γιατί πρέπει να μπορεί να χορέψει ο χορευτής.
Υπάρχει κάποιο ρούχο που ‘χεις ράψει στο ξεκίνημά σου στις συνεργασίες σου με ομάδες χορού που το θυμάσαι και ότι εκεί συνειδητοποίησες τις δυσκολίες του;
Βασικά πρέπει να είναι ελαστικό. Πρέπει να είναι ελαστικό το παντελόνι, είναι δύσκολο. Παλιά είχαν άλλες τεχνικές που δεν υπήρχαν τα ελαστικά πανιά και τα βγάζαν έτσι. Ποιες είναι οι τεχνικές; Το κάναμε, το ‘κανα μάθημα στα παιδιά στο πανεπιστήμιο. Τα παντελόνια που φορούσαν τα κολάν, στον μεσαίωνα, βγαίνουνε με μια ραφή πίσω και κόβεται λοξό το μάλλινο ύφασμα και αποκτά ελαστικότητα. Απίστευτο; Τέλειο. Και έχουνε μια ραφή που στο ράβανε πάνω σου και γινότανε. Και επειδή κοβόταν το ύφασμα στο λοξό και ήτανε μάλλινο, είχε μια ελαστικότητα, όπως είναι τα ελαστικά πανιά που έχουμε σήμερα. Και φαντάσου ότι παλιά ήταν ακόμα πιο αραιοπλεγμένο, δεν ήταν τεχνικά τόσο προηγμένη η τεχνολογία ούτως ώστε να κάνεις σφικτό πανί.
Άρα εσύ μιμήθηκες, άντλησες από αυτές τις τεχνολογίες...
Ναι...
Στην πορεία σου.
Και στον χορό, έχεις αυτό. Δηλαδή όταν κάνω πρόβα για χοροθέατρο τους βάζω να χορεύουν, γιατί δεν ξέρουμε αν μπορούν να σηκώσουν το πόδι και να μην ακουστεί «κρακ». Και το ζητούμενο είναι να μην είναι… να χορεύει και να ακουστεί «κρακ». Οπότε μόλις δοκιμάζουμε το ρούχο, λέμε: «Κάνε τα πιο ακραία χορευτικά που θα κάνεις».
Και έχει ακουστεί κάποια στιγμή «κρακ»;
Όχι, γιατί κάνουν πρόβες. Δηλαδή, αν το δούμε, το αλλάζουμε, κάνουμε κάτι άλλο, για να μην φτάσουμε σε αυτό το… να μην φτάσουμε στην παράσταση και κάνει «κρακ».
Μάλιστα.
Photos

Ραπτομηχανή
Ραπτομηχανή στο ατελιέ της Ελένης Χασιώτη, ...

Τα πατρόν
Η προσωπική συλλογή πατρόν της Ελένης Χασι ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Ελένη, σχεδιάστρια μόδας ενδυμάτων και θεατρικού κοστουμιού αφηγείται ιστορίες από τον επαγγελματικό της βίο και την καριέρα της, μιλάει για τα πράγματα που τη γοητεύουν στο επάγγελμά της και για τις παιδικές της αναμνήσεις.
Narrators
Ελένη Χασιώτη
Field Reporters
Μαρία-Δήμητρα Βέττα
Tags
Interview Date
24/08/2020
Duration
49'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Ελένη, σχεδιάστρια μόδας ενδυμάτων και θεατρικού κοστουμιού αφηγείται ιστορίες από τον επαγγελματικό της βίο και την καριέρα της, μιλάει για τα πράγματα που τη γοητεύουν στο επάγγελμά της και για τις παιδικές της αναμνήσεις.
Narrators
Ελένη Χασιώτη
Field Reporters
Μαρία-Δήμητρα Βέττα
Tags
Interview Date
24/08/2020
Duration
49'