«Δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν. Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν»: Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα απ' τα μάτια ενός κατοίκου της Ελευσίνας
Segment 1
Εισαγωγή περί του πολέμου
00:00:00 - 00:01:30
Partial Transcript
Ονομάζομαι Ανδρώνη Μυρτώ και είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 29 Νοεμβρίου του 2022 και είμαστε έτοιμοι με τον κύριο Άλκη Μαρο…ίναι τόσο τραγικά τα γεγονότα αυτά, που είναι χαραγμένα στο μυαλό ενός παιδιού με αποτέλεσμα να τον συνοδεύουν σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Lead to transcriptTopics
Segment 2
Τα καταφύγια και μια προσωπική απώλεια
00:01:30 - 00:05:23
Partial Transcript
Στις 28 του Οκτώβρη του 1940, ήχησαν οι πρώτες σειρήνες του πολέμου μετά το ιστορικό «Όχι» των Ελλήνων. Όλων των Ελλήνων. Βέβαια εκείνη τη σ…στροφικούς βομβαρδισμούς που έγιναν στην Ελευσίνα. Το ίδιο βράδυ έγινε ακόμη ένας νυχτερινός βομβαρδισμός εξίσου μεγάλος και καταστροφικός.
Lead to transcriptTopics
Segment 3
Το απάνθρωπο πρόσωπο του πολέμου
00:05:23 - 00:09:15
Partial Transcript
Ας γυρίσουμε όμως λίγο πίσω στα τραγικά γεγονότα αυτού του πολέμου. Στα γεγονότα που εγώ σαν παιδί βίωσα και που χαράχθηκαν βαθιά μέσα στο μ…, και να ανάψει την φωτιά, και να κάψει όλα τα στρατιωτικά ρούχα των Ιταλών μη τυχόν τα βρουν οι Γερμανοί και τότε η εκτέλεση ήταν σίγουρη.
Lead to transcriptTopics
Segment 4
Τα μπλόκα και τα καταφύγια
00:09:15 - 00:12:24
Partial Transcript
Σε ένα άλλο σημείο που θέλω να σταθώ και να τονίσω, είναι τα μπλόκα που έκαναν οι Γερμανοί και συνελάμβαναν Έλληνες πολίτες, κυρίως νέους. Τ…άλι τους ιστορικούς να κάνουν την δουλειά τους. Αυτοί ξέρουν πολλά περισσότερα και τα γράφουν πολύ καλύτερα από εμάς τους απλούς ανθρώπους.
Lead to transcriptTopics
Segment 5
Η παρεμπόδιση της εκπαίδευσης και η προτεραιότητα της επιβίωσης
00:12:24 - 00:19:34
Partial Transcript
Όμως, αν δεν γίνομαι κουραστικός, θα ήθελα να σταθώ σε ένα γεγονός που είναι συνέπεια αυτού του πολέμου και πιστεύω, ότι όλοι οι πόλεμοι είν…αντί να τους πείσουν ότι ο μόνος τρόπος και ο δρόμος για να ευημερήσουν οι λαοί είναι η ισότητα, η αδελφοσύνη και η κοινωνική δικαιοσύνη».
Lead to transcriptTopics
Segment 6
Οι σειρήνες, τα μπλόκα και το αρχηγείο των Γερμανών στην Ελευσίνα
00:19:34 - 00:26:33
Partial Transcript
Κύριε Άλκη, θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για τις σειρήνες. Πάρτε λίγο τον χρόνο σας. Ναι, Μυρτώ μου. Οι σειρήνες ήτανε ένα ηχητικό εργαλ…εριπτώσει, όποιος περάσει, μπορεί να το δει και να το καμαρώσει αυτό το κτίριο, για την ύπαρξή του, όχι για την στέγαση αυτών που στέγασε.
Lead to transcriptTopics
Segment 7
Τα χαρακώματα και η συχνότητα των βομβαρδισμών
00:26:33 - 00:37:30
Partial Transcript
Μάλιστα. Τι άλλο Μυρτώ μου; Θα ήθελα να μου πείτε αν ζήσατε τα χαρακώματα. Μάλιστα. Εδώ στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, που τότε δεν…υ και ευχαριστώ πάρα πολύ για την υπομονή σου να ακούσεις όλα αυτά. Ευχαριστώ και πάλι. Ευχαριστώ Μυρτώ μου. Ευχαριστώ. Τελειώσαμε.
Lead to transcriptTopics
[00:00:00]Ονομάζομαι Ανδρώνη Μυρτώ και είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 29 Νοεμβρίου του 2022 και είμαστε έτοιμοι με τον κύριο Άλκη Μαρούγκα να ξεκινήσουμε την συνέντευξη. Κύριε Άλκη, καλημέρα σας.
Καλή σου μέρα παιδί μου. Καλημέρα και εύχομαι όλα να πάνε καλά.
Ευχαριστώ πολύ. Σας ακούω.
Λοιπόν. Ονομάζομαι Μαρούγκας Αλκιβιάδης του Ιωάννου. Γεννήθηκα στην Ελευσίνα στις 5 Απριλίου του 1936. Είμαι το 5ο παιδί μιας επταμελούς οικογένειας. Είμαι μόνιμος κάτοικος της Ελευσίνας τόσο εγώ όσο και οι πρόγονοί μου. Όλοι γνωρίζουμε από την ιστορία μας πως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε από έναν παράφρονα Γερμανό δικτάτορα. Και στοίχισε την ζωή πάρα πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων από όλον τον κόσμο, μα ιδιαίτερα τα περισσότερα εκατομμύρια είναι στην Ευρώπη. Εδώ όμως θα μιλήσουμε γι’ αυτά που βίωσα εγώ σαν παιδί που με σημάδεψαν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Είναι τόσο τραγικά τα γεγονότα αυτά, που είναι χαραγμένα στο μυαλό ενός παιδιού με αποτέλεσμα να τον συνοδεύουν σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Στις 28 του Οκτώβρη του 1940, ήχησαν οι πρώτες σειρήνες του πολέμου μετά το ιστορικό «Όχι» των Ελλήνων. Όλων των Ελλήνων. Βέβαια εκείνη τη στιγμή ένα παιδί που δεν είναι ούτε 5 ετών δεν μπορεί να καταλάβει και να κατανοήσει τι σήμαινε σειρήνα του πολέμου. Απλά του φαινόταν παράξενος ο ήχος αυτός. Εν πάση περιπτώσει, η πρώτη αντίδραση ήταν -κατόπιν εντολής των αρχών- όλοι οι πολίτες να κατασκευάσουν καταφύγια που θα μας προφύλαγαν από πιθανούς βομβαρδισμούς. Τέτοια καταφύγια ομαδικά κατασκεύασε και ο δήμος σε δημόσιους χώρους, που ήταν μελετημένα με αεραγωγούς, με πολύ τσιμέντο για πάρα πολλούς ανθρώπους, και εν τέλει πιο ασφαλή. Εάν μπορεί να το πει κανείς και έτσι. Ένα τέτοιο πρόχειρο καταφύγιο κατασκεύασε και ο πατέρας μου στην αυλή του σπιτιού μας, για την περίπτωση που δεν θα προλαβαίναμε να πάμε σε ασφαλέστερο, μεγάλο και ομαδικό. Θα ήθελα εδώ, να σημειώσω, ότι τέτοιες προετοιμασίες δεν έκαναν κι άλλες πόλεις της χώρας μας, και αυτό γιατί η Ελευσίνα, η πόλη μας, είχε το προνόμιο, θα έλεγα, εν καιρώ ειρήνης βέβαια, να έχει στο βορειοανατολικό της μέρος της πόλης το αεροδρόμιο, στο δυτικό το Βιδουργείο -το ΠΥΡΚΑΛ που λέμε σήμερα- και στο νότιο το λιμάνι. Σημεία που όταν ήρθαν στην Ελλάδα τα στρατεύματα κατοχής τα αξιοποίησαν προς όφελός τους, όπως και έγινε. Εγώ, από ό,τι θυμάμαι, αν οι βομβαρδισμοί γίνονταν νύχτα, ξύπναγα τις περισσότερες φορές μέσα στο καταφύγιο. Ενώ, όταν ήταν μέρα, πάντα με κρατούσε από το χέρι ο μεγάλος μου αδελφός και τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, να μπούμε σε ένα καταφύγιο και να προφυλαχτούμε. Και σε λίγο, ο ουρανός γέμιζε από συμμαχικά αεροπλάνα και οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Αυτό το γεγονός συνέβαινε σχεδόν καθημερινά. Σε έναν τέτοιο βομβαρδισμό, ίσως ο μεγαλύτερος που θυμάμαι και που έγινε στις 6 Δεκεμβρίου του 1943 και ώρα περίπου 10 πρωινή, σκοτώθηκε και ο πατέρας μου. Ήταν μέρα γιορτής του Αγίου Νικολάου. Και όπως όλοι οι πιστοί χριστιανοί, έτσι και ο πατέρας μου, πήγαν στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που ήταν -και είναι- στο δυτικό μέρος του λοφίσκου, που είναι στους πρόποδες που βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας, για να παρακολουθήσουν την θεία λειτουργία. Την στιγμή που κόντευε να τελειώσει η λειτουργία, ήχησαν οι σειρήνες του συναγερμού. Όλοι οι πιστοί έτρεξαν να προφυλαχθούν μπαίνοντας στα καταφύγια. Άλλοι πρόλαβαν, άλλοι όμως όχι. Έτσι, ο πατέρας μου και οι 2, 3 άλλοι άνδρες, μπήκαν σε ένα μαγαζί που μπήκαν μπροστά τους και κρύφτηκαν πίσω από έναν ξύλινο πάγκο. Το μαγαζί αυτό βρισκόταν στην γωνία των οδών Νικολαΐδου κ[00:05:00]αι Αισχύλου. Ακριβώς στην γωνία του πεζοδρομίου έπεσε μια βόμβα με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι Ελευσίνιοι. Ήταν από τους πιο μεγάλους και καταστροφικούς βομβαρδισμούς που έγιναν στην Ελευσίνα. Το ίδιο βράδυ έγινε ακόμη ένας νυχτερινός βομβαρδισμός εξίσου μεγάλος και καταστροφικός.
Ας γυρίσουμε όμως λίγο πίσω στα τραγικά γεγονότα αυτού του πολέμου. Στα γεγονότα που εγώ σαν παιδί βίωσα και που χαράχθηκαν βαθιά μέσα στο μυαλό και στην ψυχή μου. Όσο διαρκούσε αυτός ο επαίσχυντος πόλεμος, η οικογένειά μου: ο πατέρας μου, η μητέρα μου και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, πασχίζαμε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε τρώγοντας οτιδήποτε κατάλληλο ή ακατάλληλο για φάγωμα. Είδα ανθρώπους να περπατάνε και να κρατάνε μετα δυο τους χέρια τα μάγουλά τους και να φωνάζουν «Πεινάω! Πεινάω!». Είδα ανθρώπους να ψάχνουν σωρούς σκουπιδιών, γιατί τότε κάδοι δεν υπήρχαν, να ψάχνουν μήπως βρουν κάτι φαγώσιμο. Είδα ανθρώπους ξαπλωμένους στον δρόμο, πεθαμένους φυσικά. Τυμπανιασμένους από την ασιτία και από την αβιταμίνωση. Και άλλα τραγικά περιστατικά που είναι αδύνατον να μπορέσει να τα δεχτεί και να κατανοήσει ένα παιδικό μυαλό. Θα ήθελα όμως, να σταθώ λίγο ακόμα σε αυτά που βίωσα και είδα στην οικογένειά μου. Απέναντι ακριβώς από το περιβολάκι που καλλιεργούσε ο πατέρας μου ήταν ένα κτήμα τεράστιο που είχε μόνο δέντρα, και αυτά τα δέντρα ήταν μόνο αμυγδαλιές. Εκεί ήρθαν και κατασκήνωσαν, με 15 περίπου αντίσκηνα, πάρα πολλοί Γερμανοί. Και όπως καταλαβαίνει κανείς, η ζωή μας έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Η αλήθεια είναι ότι δεν μας πείραξαν, ειδικά εμάς τα παιδιά, αλλά το να κοιμάσαι το βράδυ -μαύρο ύπνο κάναμε- και να ξυπνάς το πρωί βλέποντας τους κατακτητές σου, δεν είναι και ότι το καλύτερο. Ώσπου μια νύχτα δεν πρόλαβαν να ηχήσουν οι σειρήνες του συναγερμού, ακούστηκε ο εκκωφαντικός ήχος των αεροπλάνων από πάνω μας. Ακριβώς. Και η νύχτα έγινε μέρα από τις φωτοβολίδες, αλεξίπτωτα που φώτιζαν τον ουρανό. Αμέσως, άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες βροχή. Εμείς, μόλις που προλάβαμε να μπούμε στο πρόχειρο καταφύγιο που είχε κατασκευάσει ο πατέρας μας. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί Γερμανοί. Και το πρωί, ήρθαν στον πατέρα μου και του πήραν την τσουγκράνα και το αγροτικό πιρούνι για να μαζέψουν -δυστυχώς- τα κομμάτια των σκοτωμένων Γερμανών, πάνω από συρματοπλέγματα. Αυτό το μακάβριο γεγονός το αναφέρω, για να γνωρίσουν οι νέοι ότι δεν υπάρχει πιο φρικτό πράγμα από έναν πόλεμο. Ένα άλλο γεγονός που αξίζει να αναφέρω είναι το εξής. Όταν ιδρύθηκε ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός -ο ΕΛΑΣ που λέμε- απ’ όλους τους Έλληνες πατριώτες, που έδωσαν την ζωή τους για την απελευθέρωση και την ελευθερία της πατρίδας μας, πολλοί Ιταλοί που πολεμούσαν -παρά την θέλησή τους- μαζί με τους Γερμανούς, άρχισαν να λιποτακτούν από τον στρατό τους. Και να ενσωματώνονται με το ελληνικό αντάρτικο. Έτσι, μια νύχτα παρουσιάστηκαν κρυφά τρεις Ιταλοί στρατιώτες μαζί με έναν Έλληνα πατριώτη. Έτσι, ο πατέρας μου τους έντυσε με παλιά δικά του ρούχα και πριν ξημερώσει τους οδήγησαν στο βουνό μαζί, να ενσωματωθούν με τον αντάρτικο στρατό. Όλα αυτά με κίνδυνο της ζωής τους βέβαια. Εκείνο, δε, που έκανε εντύπωση είναι ότι αμέσως είπε της μητέρας μου να ανάψει το τζάκι, και να ανάψει την φωτιά, και να κάψει όλα τα στρατιωτικά ρούχα των Ιταλών μη τυχόν τα βρουν οι Γερμανοί και τότε η εκτέλεση ήταν σίγουρη.
Σε ένα άλλο σημείο που θέλω να σταθώ και να τονίσω, είναι τα μπλόκα που έκαναν οι Γερμανοί και συνελάμβαναν Έλληνες πολίτες, κυρίως νέους. Τους συγκέντρωναν όλους σε έναν υπαίθριο χώρο. Και αυτός ο χώρος ήταν στο παλαιό νεκροταφείο που ήταν τότε στην πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου. Τους συγκέντρωναν μπροστά σε μια σειρά από πανύψηλα κυπαρίσσια. Εκεί γινόταν η διαλογή. Όσων νέων θα έστελναν στην Γερμανία για να δουλέψουν στα εργοστάσια, κυρίως, παραγωγής πολεμικού υλικού ή και σε άλλες βαριές εργασίες, γιατί είχαν έλλειψη απ[00:10:00]ό εργατικά χέρια. Επειδή οι νέοι της Γερμανίας ήταν όλοι τους στον γερμανικό στρατό. Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, αυτά τα μπλόκα γίνονταν πολύ πιο τακτικά, γι’ αυτό ο αδελφός μου ο μεγάλος, και 7 ή 8 φίλοι του και συνομήλικοί του, σκέφτηκαν να κάνουν έναν κρυψώνα. Πρωτότυπο βέβαια. Και πράγματι, αποδείχθηκε αποτελεσματικός. Τι έκαναν λοιπόν; Παράλληλα με τον τελευταίο κι εξωτερικό τοίχο ενός δωματίου του σπιτιού μας, έσκαψαν έναν τεράστιο λάκκο τετράγωνο, τον σκέπασαν με χοντρά ξύλινα καδρόνια, κάρφωσαν λαμαρίνες από πάνω, έριξαν χώμα. Πάνω από το χώμα έριξαν σωρό από μεγάλες άσπρες πέτρες του χτισίματος, ασβεστόλιθους. Ανάμεσα από τις πέτρες έβαλαν μια σωλήνα σε σημείο που να μην φαίνεται για να έχουν οξυγόνο να αναπνέουν. Η είσοδος σε αυτόν τον κρυψώνα θα γινόταν από το τεράστιο τζάκι, εκεί που μαγείρευε η μητέρα μου. Άνοιξαν λοιπόν, το κάτω μέρος του τζακιού, έφτιαξαν μια τσιμεντένια πλάκα με έναν χαλκά στην μέση για να μπορούν να το σηκώνουν και να το ξαναβάζουν στην θέση του. Και από εκείνη την τρύπα που επικοινωνούσε με τον κρυψώνα, έμπαιναν 8-9 νέοι μαζί με τον αδελφό μου. Πολλές φορές είχαν ακόμα και 11 άτομα. Τότε, η μητέρα μου με τις μεγάλες μου αδελφές έβαζαν την πλάκα και σκέπαζαν την τρύπα αυτή. Η μητέρα έριχνε μπόλικη στάχτη από πάνω. Άναβε την φωτιά και στο επάνω μέρος της τοποθετούσε την σιδεροστιά. Έβαζε έναν τέντζερη, ένα τσουκάλι με νερό, δήθεν για να μαγειρέψει. Αυτή η κατασκευή αποδείχθηκε σωτήρια για τους νέους που κρύβονταν σε αυτή. Τέτοια περιστατικά θα μπορούσε κανείς να εξιστορεί ώρες ατελείωτες, όμως ας αφήσουμε και πάλι τους ιστορικούς να κάνουν την δουλειά τους. Αυτοί ξέρουν πολλά περισσότερα και τα γράφουν πολύ καλύτερα από εμάς τους απλούς ανθρώπους.
Όμως, αν δεν γίνομαι κουραστικός, θα ήθελα να σταθώ σε ένα γεγονός που είναι συνέπεια αυτού του πολέμου και πιστεύω, ότι όλοι οι πόλεμοι είναι παράλογοι, γιατί σε κανέναν πόλεμο δεν υπάρχει λογική. Γιατί ποια λογική θα επέτρεπε να μένουν μάνες δίχως γιούς και παιδιά χωρίς πατέρα; Εν πάση περιπτώσει, ας έρθουμε σε αυτό που σαν παιδί με σημάδεψε. Και αυτά τα σημάδια θα τα κουβαλάω και στην άλλη μου ζωή, στην μεταθάνατον, αν φυσικά υπάρχει. Όταν ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος εγώ μόλις είχα πάει 3 μήνες στο νηπιαγωγείο. Θυμάμαι, ότι η νηπιαγωγός μας ήταν μία δασκάλα, η υπέροχη κυρία Ελευθερία, που μας αγαπούσε όλους σαν παιδιά της. Το σχολείο μας ήταν το 3ο δημοτικό σχολείο Ελευσίνας. Είχε φτιαχτεί μετά την κατασκευή των κατοικιών του συνοικισμού που στέγασε τους Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελευσίνα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Αμέσως μετά το κράτος οικοδόμησε το 3ο Δημοτικό σχολείο που ήταν, για την εποχή εκείνη, ένα υπέροχο οικοδόμημα. Ισόγειο με 7 αίθουσες διδασκαλίας σε συνεχή σειρά που ξεκινούσε από τα δυτικά και κατέληγε ανατολικά. Η κεντρική του είσοδος ήταν από την οδό Ικονίου που είναι βόρεια. Στην νότια πλευρά ήταν ο αύλειος χώρος που αυλίζονταν τα παιδιά του σχολείου κατά τα διαλείμματά τους. Το οικοδόμημα αυτό, στην βόρεια πλευρά είχε λίγα παράθυρα. Ενώ από την νότια πλευρά, που ήταν και οι πόρτες εισόδου στις αίθουσες, ήταν όλο παράθυρα με τζάμια που φώτιζαν άπλετα τον εσωτερικό χώρο των αιθουσών. Εγώ σε αυτό το σχολείο πήγα μόνο 3 μήνες, στα νήπια, επειδή τον Οκτώβρη κηρύχθηκε ο πόλεμος. Τον επόμενο χρόνο, το 1941, που ήρθε, έφερε μαζί του και τον χειρότερο χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών με πάρα πολύ κρύο και πάρα πολύ χιόνι. Και θυμάμαι τον πατέρα μου που για να βγούμε από την πόρτα του σπιτιού μας, άνοιγε διαδρόμους με το φτυάρι παραμερίζοντας το χιόνι δεξιά-αριστερά, για να μπορέσουμε να περπατήσουμε. Με αποτέλεσμα ενώ οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν είχαν να φάν[00:15:00]ε, αλλά έπρεπε και να ζεσταθούν. Και τότε, άρχισε δειλά στην αρχή, με μεγαλύτερη ταχύτητα μετά, η λεηλασία όλων των υλικών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην φωτιά. Πόρτες, παράθυρα, θρανία, καρέκλες, έδρες, πίνακες. Ακόμα και η οροφή του κτιρίου που ήταν ξύλινες, που μόνωναν την υγρασία και διατηρούσαν τις αίθουσες ζεστές. Με αποτέλεσμα, να μείνουν μόνο απ’ τα πλίνθινα ντουβάρια και αυτά μισογκρεμισμένα. Σήμερα στον χώρο αυτόν είναι η πλατεία Σμύρνης και μια τεράστια παιδική χαρά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και έπρεπε τα παιδιά να ξαναπάνε σχολείο, δεν υπήρχε τίποτα από το παλαιό σχολείο. Γι’ αυτό μισθώθηκαν 2 μεγάλοι χώροι, που πριν τον πόλεμο είχαν άλλο αντικείμενο ύπαρξης. Εξοπλίστηκαν με τα απαραίτητα εργαλεία που χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα σχολείο και εκεί τελειώσαμε την βασική μας εκπαίδευση. Το ένα από τα κτίρια που επιλέχθηκαν για σχολικές αίθουσες βρίσκεται στην νότια γωνία της συμβολής των οδών Δημητρίου Λινού και Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο υπάρχει και μέχρι σήμερα. Για την ιστορία, αυτό το κτίριο ήταν ένα καινούργιο, μοντέρνο για την εποχή εκείνη κτίριο και ήταν ταπητουργείο. Δηλαδή, είχε τεράστιους αργαλειούς και πολλούς. Τους οποίους διοχέτευαν, δούλευαν γυναίκες φτιάχνοντας τα χαλιά, τα οποία έκαναν εξαγωγή στην Αγγλία. Από αυτούς τους αργαλειούς δεν έμεινε τίποτα που να μην καεί για να ζεσταθούν οι άνθρωποι. Σε αυτό, λοιπόν, το κτίριο συνεχίσαμε και τελειώσαμε το δημοτικό μας σχολείο. Είχαμε υπέροχους δασκάλους για να μας διδάσκουν και που μας βοήθησαν να τελειώσουμε το σχολείο μας. Δηλαδή, πως το τελειώσαμε; Αυτό είναι λιγάκι παράξενο. Δηλαδή, η 1η και η 2η τάξη την τελειώσαμε μέσα σε 9 μήνες, δηλαδή σε 1 χρόνο. Την 3η και την 4η τάξη την τελειώσαμε σε άλλον 1 χρόνο. Και την 5η και την 6η πάλι σε έναν άλλον χρόνο. Και μετά συνεχίσαμε στο μοναδικό γυμνάσιο που ήταν στην κάτω Ελευσίνα. Παρόλες αυτές τις δυσκολίες στην εκπαίδευση, από την πόλη της Ελευσίνας μας βγήκαν αξιόλογοι επιστήμονες, άνθρωποι, γιατροί, καθηγητές, δάσκαλοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες και πολλοί άλλοι. Και εδώ θέλω να αναφέρω, μια ρήση που είπε ο Πλούταρχος: «Το μυαλό είναι φωτιά που πρέπει να ανάψει και να καίει. Και όχι δοχείο που πρέπει να γεμίσει». Τελειώνοντας, γιατί πρέπει να τελειώσω, ώστε να μην γίνομαι κουραστικός, ενώ θα μπορούσα όχι μόνο για ώρες, αλλά και για μέρες να μιλάω και να αναφέρω γεγονότα που ζήσαμε όλοι οι Έλληνες -μικροί και μεγάλοι- αλλά ας αφήσουμε και πάλι τους ιστορικούς μας γι’ αυτή τη δουλειά που θα την κάνουν πιο σωστά. Θα ήθελα να αναφερθώ όμως στους τελευταίους στίχους ενός ποιήματος που δυστυχώς για μένα, δεν θυμάμαι το όνομα του ποιητή που λέει: «Δεν θα μας σώσει ούτε Ανατολή ούτε Δύση, Ούτε Έλληνες ή βάρβαροι Θεοί, Μπροστά καινούργιος δρόμος θα βαδίσει όταν ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί Κατά την ταπεινή μου γνώμη όμως οι λαοί δεν κοιμούνται, αλλά τους κοιμίζουν. Τους κοιμίζουν οι ακατάλληλοι, οι ανεγκέφαλοι, οι ηγέτες που τους προσφέρουν το όπιο της ψευτιάς και της ανεντιμότητας, αντί να τους πείσουν ότι ο μόνος τρόπος και ο δρόμος για να ευημερήσουν οι λαοί είναι η ισότητα, η αδελφοσύνη και η κοινωνική δικαιοσύνη».
Κύριε Άλκη, θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για τις σειρήνες. Πάρτε λίγο τον χρόνο σας.
Ναι, Μυρτώ μου. Οι σειρήνες ήτανε ένα ηχητικό εργαλείο, θα έλεγα, που είχε τοποθετηθεί σε 2, τα πιο ψηλά μέρη της Ελευσίνας, για να ακούγονται καλύτερα σε όλη την Ελευσίνα. Ο ένας χώρος ήτανε το [00:20:00]«μακαρονάδικο» που λέγαμε τότε, είναι ένα οίκημα τριόροφο ή τετραόροφο, δεν θυμάμαι καλά. Το κτίριο αυτό βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της πλατείας των Ηρώων της Ελευσίνας. Είναι ένα κτίριο τετραόροφο, πανύψηλο, που πριν τον πόλεμο λειτουργούσε σαν μακαρονάδικο. Δηλαδή, ήταν μια βιοτεχνία που έφτιαχνε μακαρόνια. Μετά τον πόλεμο, βέβαια, σταμάτησε. Και σε αυτό το κτίριο απάνω τοποθετήθηκε μια από τις μεγάλες ηχητικές… Ένα από τα μεγάλα ηχητικά εργαλεία, που το ονομάζαμε εμείς «Σειρήνες». Και το δεύτερο στην οροφή του παλαιού δημαρχείου, που βρίσκεται στην οδό Νικολαΐδου. Αυτά τα εργαλεία τα ηχητικά, τα ονομάζω εγώ έτσι «Σειρήνες» που λέμε, είχαν μια εξής λειτουργία. Όταν ξεκινούσε ο συναγερμός, ο ήχος τους ήταν διακεκομμένος και συνεχής. Όταν σταματούσε ο συναγερμός και έπρεπε να μάθει ο κόσμος ότι έληξε ο συναγερμός, τότε ο ήχος ήτανε συνεχής χωρίς διακοπές. Αυτό. Βέβαια, όταν ακούγαμε τους διακεκομμένους ήχους, η καρδιά μας έφευγε απ' την θέση της. Όταν ακούγαμε τον συνεχή ήχο, που ήταν η λήξη του συναγερμού, τότε κάπως συνερχόμαστε. Αν μπορεί να πει κανείς έτσι. Τι άλλο Μυρτώ μου να μπορώ;
Θα ήθελα να μου περιγράψετε λίγο τα μπλόκα των Γερμανών.
Μάλιστα. Όσο προχωρούσε ο πόλεμος και οι Γερμανοί έχαναν τα προπύργιά τους -αυτά που είχανε κατακτήσει βέβαια- το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να εντείνονται οι πιέσεις στους λαούς. Έτσι, και στο λαό της Ελευσίνας. Δηλαδή τι σημαίνει αυτή η πίεση; Δινόταν η διαταγή από το αρχηγείο τους να γίνονται τα ονομαζόμενα για την εποχή εκείνη, μπλόκα. Τι σημαίνει μπλόκο; Πρωί, πριν ξημερώσει ακόμα, ξεκινούσαν ομάδες Γερμανικές ένοπλες και μπαίνανε μες τα σπίτια με την βία. Και όταν βρίσκανε ανθρώπους, νέους ως επί το πλείστον, τους έπαιρναν και ομαδικά τους συγκέντρωναν, όπως είπα και προηγουμένως, σε έναν υπαίθριο χώρο που ήτανε στον εξωτερικό τοίχο, τον νότιο εξωτερικό τοίχο του νεκροταφείου της Ελευσίνας. Το νεκροταφείο αυτό ήτανε στη σημερινή πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί υπήρχε μια σειρά από πανύψηλα κυπαρίσσια και κάτω από αυτά ήτανε ο αρχηγός, ας πούμε, των Γερμανών. Εκεί γινότανε η διαλογή και επιλογή, θα έλεγα, των ανθρώπων που θα πηγαίνανε στην Γερμανία για να εργαστούν για τις βιομηχανίες τις γερμανικές. Των ανθρώπων που θα εκτελούσαν γιατί θα είχανε την πληροφόρηση είτε από -δεν ξέρω από ποιους- ότι ήτανε αντιστασιακοί και θα τους εκτελούσαν. Και τους άλλους που θα τους άφηναν ελεύθερους για κάποια άλλη φορά που θα γινόταν το μπλόκα. Τέτοια μπλόκα γινόταν στην Ελευσίνα πάρα πολύ τακτικά. Αλλά το αναφέρω αυτό γιατί έχει σημασία προς το τέλος του πολέμου. Δηλαδή, στα 2 τελευταία χρόνια του πολέμου. Τώρα, πολλά παιδιά που πήγανε εκεί στην Γερμανία και παιδιά δικά μας, γειτονόπουλα. Γνωρίζω 5, και τα ονόματά τους αν πρέπει να τα αναφέρω, και φίλοι του αδελφού μου. Ήτανε ένας πρώτος ξάδελφος δικός μου, Μελέτης Τρακάδας, ένας φίλος του αδελφού μου, Χαράλαμπος Γιάνναρος. Ένας γιός της νονάς μου, Γεώργιος Μπέλσης. Ένας γείτονάς μου Στυλιανός Ιωσηφίδης. Και ένας άλλος που δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να θυμηθώ το επώνυμό μου, γιατί έχουνε περάσει τόσα χρόνια. Είμαι τέτοιας ηλικίας που οι θύμισες δεν είναι τόσο εύκολες. Μυρτώ μου, τι άλλο να πούμε πάνω σε αυτά τα πράγματα;
Θα ήθελα να μου περιγράψετε το αρχηγείο που ήταν στην Ελευσίνα.
Ναι. Όταν εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί στην Ελευσίνα, μέσα στην πόλη, έκαναν επίταξη -έτσι λέγεται και λεγόταν τότε, δεν ξέρω αν ισχύει αυτή η λέξη και σήμερα- ένα νεοκλασικό υπέροχο κτίριο που ήτανε στην ιδιοκτησία ενός αξιόλογου Ελευσίνιου ανθρώπου, του Κώστα του Μορφόπουλου. Και βρισκόταν και βρίσκεται ακόμα και[00:25:00] υπάρχει -έχει περιέλθει βέβαια τώρα, το έκαναν δωρεά νομίζω οι κληρονόμοι του Μορφόπουλου στον δήμο της Ελευσίνας, από ό,τι νομίζω και πιστεύω- και βρίσκεται στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, στην κάτω Ελευσίνα. Δεν μπορώ, τώρα δεν μπορώ… Σήμερα στο σημείο στην γωνία αυτουνού, των δρόμων οδών Δήμητρος και Ηρώων Πολυτεχνείου είναι ένα καφέ που λέγεται «Ο Γρηγόρης». Δίπλα ακριβώς σε αυτό το καφέ είναι το κτίριο αυτό. Όποιος περάσει θα το δει. Είναι αξιόλογο κτίριο. Στην όψη του δεξιά και αριστερά υπάρχουν 2 τεράστιοι φοίνικες και αυτό το κάνει κάπως… Και η είσοδός του είναι περίτεχνη. Φαίνεται, δεν ξέρω ποιος αρχιτέκτονας το φιλοτέχνησε, αλλά είναι πράγματι και μέχρι σήμερα νεοκλασικό και αξιόλογο κτίριο. Εκεί, οι Γερμανοί εγκατέστησαν το αρχηγείο τους. Το αρχηγείο των Γερμανών λέγεται στα γερμανικά Kommandantur. Δεν μπορώ να θυμηθώ τον αρχηγό και χαίρομαι που δεν τον θυμάμαι, γιατί ούτε θα ήθελα να ξαναθυμηθώ ούτε το όνομά τους, όχι την όψη τέτοιων ανθρώπων. Απάνθρωπων! Όχι ανθρώπων. Εν πάση περιπτώσει, όποιος περάσει, μπορεί να το δει και να το καμαρώσει αυτό το κτίριο, για την ύπαρξή του, όχι για την στέγαση αυτών που στέγασε.
Μάλιστα.
Τι άλλο Μυρτώ μου;
Θα ήθελα να μου πείτε αν ζήσατε τα χαρακώματα.
Μάλιστα. Εδώ στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, που τότε δεν ήταν Ελευθερίου Βενιζέλου, λεγόταν οδός Μαγούλας, γιατί οδηγούσε στην Μαγούλα, ήταν ένας δρόμος χαλυκόστρωτος. Που από την διάβαση των κάρων είχε κάνει λούκια. Δύο λούκια από την πλευρά που ανέβαιναν, και 2 λούκια από την πλευρά που κατέβαινε ο δρόμος. Δεν είχαν προλάβει να τον στρώσουνε με άσφαλτο. Στο ύψος που ήτανε το 3ο Δημοτικό Σχολείο μεταξύ των οδών Ικονίου και Θείρων ήτανε -και μπροστά στον δρόμο της οδού Μαγούλας- ήτανε ένα τεράστιο οικόπεδο που σήμερα το μισό περίπου και παραπάνω, είναι άλσος κατάφυτο και πανέμορφο, και το άλλο μισό είναι το κτίριο που στεγάζει την τοπική μονάδα υγείας. Αυτό το οικόπεδο, που δεν είχε οικοδομηθεί, για να προφυλαχθούν άνθρωποι που δεν είχαν την δυνατότητα να κατασκευάσουν καταφύγια, έγινε από την μια άκρη μέχρι την άλλη, χαρακώματα που λέμε, δαιδαλώδη. Δηλαδή, ζιγκ-ζαγκ. Ούτως ώστε αυτοί που μπαίνανε μέσα, αν οι βόμβες που πέφτανε, πέφτανε μακριά, τα βλήματα δεν υπήρχε περίπτωση να τους επηρεάσουν. Εάν όμως συνέβαινε να πέσει μια βόμβα εκεί, όσοι βρισκόντουσαν σε αυτό το σημείο, σίγουρα θα σκοτώνονταν. Ήταν αρκετά βαθιά. Και μπορούσαν και φυλάγονταν. Θυμάμαι δε μια περίπτωση, στο κέντρο αυτουνού του οικοπέδου, έγινε ένας βομβαρδισμός μεσημέρι. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έτυχε να διέρχεται μια άμαξα με δύο άλογα που την έσερναν και πίσω έσερναν ένα κανόνι. Εκείνη την ώρα έγινε ο βομβαρδισμός. Φαίνεται ότι αυτοί που βομβάρδιζαν, έβλεπαν και τι βομβάρδιζαν κάτω. Είδαν το κανόνι. Ο δε Γερμανός κρύφτηκε μέσα στα χαρακώματα. Η δε βόμβα που έπεσε σκότωσε τα δύο άλογα και κατέστρεψε και την άμαξα με το κανόνι. Το θυμάμαι αυτό, γιατί το σπίτι μας είναι ακριβώς απέναντι, το πατρικό. Και το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Και μας έκανε εντύπωση που είδαμε τα άλογα νεκρά. Πόσο μάλλον όταν βλέπεις ανθρώπους. Τέλος πάντων, και αυτό ήτανε μια μακάβρια περίπτωση, όπως όλες οι άλλες του πολέμου. Μυρτώ μου.
Μου είπατε ότι βομβαρδίζονταν η Ελευσίνα. Θυμάστε πόσο συχνά γίνονταν αυτό;
Η συχνότητα των βομβαρδισμών στην Ελευσίνα, και τονίζω στην Ελευσίνα, γιατί στις άλλες πόλεις όπως η Μάνδρα, όπως τα Μέγαρα, δεν έγινε ποτέ και κανένας β[00:30:00]ομβαρδισμός. Γιατί όπως εξήγησα και προηγουμένως στην Ελευσινα υπήρχε λόγος. Ο λόγος που ανέφερα προηγουμένως. Το λιμάνι, το αεροδρόμιο, το βιδουργείο. Οι βομβαρδισμοί όσο περνούσαν τα χρόνια και οι μέρες του πολέμου, γινόντουσαν όλο και πιο συχνοί, και ιδιαίτερα τα 2 τελευταία χρόνια είχανε σχεδόν, σχεδόν κάθε μέρα. Και σχεδόν κάθε μέρα γινόντουσαν βομβαρδισμοί και πάντα πολύ καταστροφικοί. Τώρα, δεν μπορώ τίποτα άλλο να προσθέσω πάνω σε αυτό. Εκτός, αν με ρωτήσεις κάτι που θέλεις να μάθεις ακόμα.
Ναι, θα ήθελα να μάθω αν υπήρχαν απαγορεύσεις, κάποιοι περιορισμοί.
Μάλιστα. Έχεις απόλυτο δίκιο. Απαγορεύσεις υπήρχαν και πάρα πολλές. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, μετά την δύση του ηλίου, απαγορευόταν να κυκλοφορήσει κανένας πολίτης. Κυκλοφορούσανε μόνο οι Γερμανοί στρατιώτες, για να μπορούν -ένοπλοι βέβαια- για να μπορούν να ελέγχουν την κυκλοφορία. Εάν, έβλεπαν κανέναν να κυκλοφορεί, τον εκτελούσαν επί τόπου. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και ήτανε σε όλα τα χρόνια του πολέμου, τα περισσότερα, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια του πολέμου, ήταν πιο εντατικές οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας αυτές. Τι άλλο μπορώ να σου…
Κύριε Άλκη, θα ήθελα να τελειώσουμε με έναν τρόπο, με το ποίημα που μου είχατε πει πριν.
Το ποίημα που σου είπα, «Δεν θα μας σώσουνε ούτε η Ανατολή, ούτε η Δύση». Αισθάνομαι τύψεις, γιατί είναι τόσο υπέροχο και τόσο παραδειγματικό, που δεν θυμάμαι δυστυχώς, δεν θυμάμαι το όνομα του ποιητή. Πιστεύω όμως, Μυρτώ μου, ότι θα το ψάξεις και θα μου πεις και εμένα. Τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, οι μέρες τώρα δεν ξέρω πόσες θα ‘ναι, να θυμηθώ και εγώ, γιατί είναι πραγματικά αξιόλογο. Και η τελευταία του αποστροφή λέει…
Συγγνώμη, μου είχατε πει και ένα άλλο.
Για την «Λήθη» του Λορέντζο Μαβίλη; Εσύ, ποιο απ’ τα δύο ποιήματα; Το ένα το αναφέρουμε όλο στο τέλος της ομιλίας μας. Το άλλο του Λορέντζο Μαβίλη δεν το αναφέρουμε πουθενά. Έτσι; Θέλεις να το ακούσεις; Ευχαρίστως, θα το πω. Είναι ένα ποίημα που λέγεται «Η λήθη». Λήθη σημαίνει λησμονιά. Το έγραψε ένας ποιητής, ονόματι Λορέντζος Μαβίλης. Και το έγραψε όταν έχασε ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Δεν μας λέει το πρόσωπο αυτό. Ήτανε η αγαπημένη, η μητέρα, η σύζυγος, ο πατέρας; Αυτό δεν το ξέρουμε. Όμως, αυτό το ποίημα, δεν ξέρω για ποιόν λόγο, μου άρεσε και εμένα τόσο πολύ, που στο σχολείο όταν ένας καθηγητής μας το έδωσε να κάνουμε μια ανάλυση, η δικιά μου ανάλυση βραβεύτηκε. Και ίσως είναι από τα λιγότερα βραβεία που έχω δεχτεί σαν μαθητής. Γιατί το λέω αυτό το πράγμα; Γιατί περισσότερο, η προσοχή μου ήτανε το βιοποριστικό μέρος της ζωής μου και λιγότερο το εκπαιδευτικό που ήταν το πιο βασικό βέβαια, κατά την γνώμη μου. Το ποίημα αυτό, όπως είπαμε λέγεται «Λήθη» ξεκινάει ως εξής: «Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει, μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι! Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση. Κι αν πιούν θολό νερό, ξαναθυμούνται, πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. Μα, αν δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν. Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν». [00:35:00] Πώς να λησμονήσεις Μυρτώ μου; Όταν έχεις χάσει δύο παιδιά. Ένα επτά χρονών και ένα δεκατέσσερα. Πώς να λησμονήσεις;
Κύριε Άλκη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή τη συνέντευξη.
Μυρτώ μου εγώ σε ευχαριστώ. Και ειλικρινά για μένα ήτανε λίγες στιγμές λύτρωσης που ξαναθυμήθηκα αυτά τα θλιβερά μεν γεγονότα, αλλά μπορεί να χρησιμεύσουν κάτι, σε κάποιον. Να παραδειγματιστούν αρνητικά με όλα αυτά που άκουσαν και που είναι τόσο ελάχιστα μπροστά στην πραγματικότητα. Εύχομαι να μην χρειαστεί να επαναλάβουμε τέτοια γεγονότα. Εύχομαι μέσα απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Και σε ευχαριστώ πάρα πολύ που είσαι ένα νέο παιδί, ένα αξιόλογο παιδί. Και είσαι το εγγονάκι ενός αγαπημένου φίλου, του πατέρα Γεωργίου, που αγαπούσα και εκτιμούσα πάρα πολύ όπως και εκείνος εμένα. Και θα μου επιτρέψεις να πω κάτι που ίσως φανεί λιγάκι ιλαρό, αλλά δεν είναι. Είναι πραγματικότητα. Επειδή είμαστε μια παρέα με τον παππού, τον Παπα-Γιώργη και πηγαίναμε πολλές φορές σε κανένα ταβερνάκι να πούμε ένα κρασάκι, να πούμε τα δικά μας, όταν μου είχε πει «Όταν εγώ λείπω -μου λέει- το τραπέζι θα το ευλογάς εσύ πριν ξεκινήσει». Και τον ρώτησα και του λέω «Γιατί Παπα-Γιώργη;». «Γιατί -μου λέει- εσύ έχεις γένια». Τώρα αν αυτό σας λέει τίποτα. Εμένα πάντως με έχει σημαδέψει και δεν θα το ξεχάσω ποτέ μα ποτέ μέχρι τη στιγμή που θα κλείσω τα μάτια μου. Και αυτόν τον αξιόλογο άνθρωπο, όχι μόνο σαν ιερωμένος και εκπρόσωπος της εκκλησίας και της θρησκείας, αλλά και σαν άνθρωπος και σαν οικογενειάρχης μπορώ να πω ότι ήτανε, ό,τι τελειότερο μπορεί να γεννήσει αυτός ο κόσμος. Και πάλι ζητώ συγγνώμη για την πολυλογία μου και ευχαριστώ πάρα πολύ για την υπομονή σου να ακούσεις όλα αυτά.
Ευχαριστώ και πάλι.
Ευχαριστώ Μυρτώ μου. Ευχαριστώ.
Τελειώσαμε.
Summary
Η παρούσα συνέντευξη είναι αφιερωμένη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όπως τον βίωσαν οι κάτοικοι της Ελευσίνας. Ο κύριος Άλκης μάς μεταφέρει σε ένα κλίμα αποτρόπαιων εγκλημάτων κατά των αθώων κατοίκων της περιοχής κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Περιγράφοντας τους βομβαρδισμούς, τα καταφύγια και τα χαρακώματα της Ελευσίνας, η συνέντευξη αυτή αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο για την ίδια την πόλη, και την στρατηγικότητα που είχε εκείνη την περίοδο. Μια περίοδος που ζώντας τα καθημερινά εγκλήματα, δύσκολα τα λησμονείς... «Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν».
Narrators
Αλκιβιάδης Μαρούγκας
Field Reporters
Μυρτώ Ανδρώνη
Tags
Interview Date
28/11/2022
Duration
37'
Summary
Η παρούσα συνέντευξη είναι αφιερωμένη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όπως τον βίωσαν οι κάτοικοι της Ελευσίνας. Ο κύριος Άλκης μάς μεταφέρει σε ένα κλίμα αποτρόπαιων εγκλημάτων κατά των αθώων κατοίκων της περιοχής κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Περιγράφοντας τους βομβαρδισμούς, τα καταφύγια και τα χαρακώματα της Ελευσίνας, η συνέντευξη αυτή αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο για την ίδια την πόλη, και την στρατηγικότητα που είχε εκείνη την περίοδο. Μια περίοδος που ζώντας τα καθημερινά εγκλήματα, δύσκολα τα λησμονείς... «Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν».
Narrators
Αλκιβιάδης Μαρούγκας
Field Reporters
Μυρτώ Ανδρώνη
Tags
Interview Date
28/11/2022
Duration
37'