© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Το καΐκι ήταν και είναι το σπίτι μας!»: Η ιστορία μιας γυναίκας για τη ζωή της στη θάλασσα

Istorima Code
13013
Story URL
Speaker
Αντωνία Βόσσου (Α.Β.)
Interview Date
21/03/2023
Researcher
Μαγδαληνή Αλεξανδρή (Μ.Α.)
Μ.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Αλεξανδρή Μαγδαληνή, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και είμαι σήμερα, 22 Μαρτίου του 2023, με την Άντα...

Α.Β.:

Καλησπέρα.

Μ.Α.:

Στην Κάτω Παναγιά. Θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Πότε γεννηθήκατε;   

Α.Β.:

Πολύ παλιά, το 1974, αρκετά χρόνια πριν, στην Κυλλήνη. Έχω άλλες δύο αδερφές. Εντάξει, φτωχή οικογένεια. Δεν μας έλειπε ποτέ κάτι, δεν μπορώ να πω ότι έλειπε ποτέ κάτι βασικό. Δεν μας περισσεύανε κιόλας. Περνούσε όμως πολύ ωραία, δηλαδή τα παιδικά μου χρόνια που έχω να θυμηθώ, ήταν πάρα πολύ ωραία. Και ξένοιαστα και με λίγο δουλειά θα πω, αλλά ωραία όμως. Παιχνίδια -κλασικά- της εποχής, αλάνες, πιτσιρίκια παντού, κρυφτό, κυνηγητό, ρακέτες κλπ. Δεν ξέρω, εσείς τώρα λίγο τα έχετε... Ίσως είναι άγνωστες λέξεις για σας, αλλά για μας ήταν κάτι δεδομένο. Δυο αδερφές, μεγάλες κι αυτές σαν κι εμένα, παντρεμένες και οι δύο. Κι εγώ παντρεμένη, έχω δυο παιδιά μεγάλα. Η κόρη μου παντρεμένη. Είμαι και γιαγιά, το καλύτερο. Ο γιος μου ακόμα όχι, ελπίζω κάποια στιγμή. Να γυρίσουμε στα παιδικά χρόνια πρώτα, ότι μεγάλωσα στην Κυλλήνη. Ο πατέρας μου ψαράς, η μάνα μου βοηθούσε κι αυτή στο καΐκι, μοδίστρα όμως, έραβε, έραβε παλιά. Όταν ο πατέρας μου αγόρασε το καΐκι, πρέπει να ήμουνα γύρω στα 10, δημοτικό πήγαινα ακόμα. Το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή! Το λάτρεψα, έγινε η αγάπη μου η μεγάλη η θάλασσα! Είχαμε, βέβαια, επαφή με τη θάλασσα. Ζούμε σε μέρος παραλιακό, από μικρά ήμασταν στη θάλασσα. Αλλά όταν πήρε ο πατέρας μου το καΐκι, έπαθα κάτι, που ακόμα το έχω δηλαδή, δεν περνάει κι εύκολα. Ήθελα να πηγαίνω μαζί του, κόλλησα μ΄ αυτό το πράγμα! Θυμάμαι χειμώνες Σαββατοκύριακα, περίμενα πώς και πώς να 'ρθει το Σαββατοκύριακο να πάω. Ήθελα να τον βοηθήσω καταρχάς, δεν μπορούσα να τον σκέφτομαι ότι έπρεπε να δουλεύει μόνος του, ένα άτομο μόνος για να ταΐζει άλλους 5 από πίσω. Καλοκαίρια βέβαια φυσικά, πάντα μέσα όλο το καλοκαίρι! Μου άρεσε! Ήταν λίγο κουραστικό για παιδάκι, δεν λέω, αλλά ήταν κι ωραίο. Θεωρώ ότι ήταν πιο πολλές οι ευχάριστες και οι ωραίες στιγμές παρά οι κουραστικές. Δεν θα τις πω δυσάρεστες. Δυσάρεστες δεν ήταν ποτέ! Αν ήταν, νομίζω δεν θα το έκανα κιόλας. Μεγαλώνοντας, εντάξει, εννοείται ότι τελείωσα σχολείο, τα πάντα εκεί όπως έπρεπε να γίνουν. Γνώρισα τον άντρα μου σε σχετικά μικρή ηλικία, 18. Παράτησα μετά και το σχολείο και ό,τι ήταν να κάνω κι ήμουνα και καλή μαθήτρια. Ο άντρας μου ψαράς. Τον γνώρισα, πού αλλού; Στο λιμάνι, εκεί που σύχναζα τις περισσότερες ώρες! Παντρευτήκαμε, κάναμε δυο παιδιά, πήραμε το καΐκι μας. Με ένα μικρό διάλειμμα, που τα παιδιά μου ήταν μικρά και δεν μπορούσα να τα αφήσω, αυτό ήταν η μόνη εποχή που δεν πήγαινα για δουλειά. Όταν τα παιδιά -έτσι- έγιναν 4-5 χρονών, μετά ξεκίνησα πάλι. Εντάξει, μετά οι γιαγιάδες, τα παιδιά ξεκίνησαν σχολείο, ήταν διαφορετικά

Μ.Α.:

Τώρα από παιδική ηλικία, τι έχετε να θυμάστε στη θάλασσα με τον μπαμπά;

Α.Β.:

Πάρα πολλά-

Μ.Α.:

Περιγράψτε μας μία μέρα ας πούμε.  

Α.Β.:

Πολύ ωραία! Το δύσκολο ήταν η νύχτα, το ξενύχτι. Έπρεπε να σηκώνεσαι παρά πολύ νωρίς. Τώρα πλέον είναι κάτι που 'χω συνηθίσει, που και για δουλειά να μην πάμε, θα ξυπνήσω και πάλι δυόμιση-τρεις η ώρα τη νύχτα. Αλλά όταν είσαι πιτσιρίκι τώρα τόσο παιδάκι, με τον ύπνο είναι λιγάκι δύσκολο. Εντάξει, παρόλα αυτά δεν [Δ.Α.]. Κοιμόμουν λίγο και στο καΐκι η αλήθεια. Θυμάμαι το καΐκι ήταν τρεχαντήρι για όσους ξέρουν, ξύλινο καΐκι, από τα παλιά. Οι κουκέτες που είχε και η μηχανή, ήταν όλο ένα, ενιαίο. Κοιμόμουν εκεί δίπλα στο ντεπόζιτο του πετρελαίου, ούτε η μυρωδιά με ενοχλούσε ούτε τίποτα. Αρκεί που ήμουνα εκεί! Ρίχναμε παραγάδια -παραγάδια δουλεύαμε- κόβαμε δόλο, ρίχναμε παραγάδια και μετά η καλύτερή μου ώρα, η ώρα που τα σηκώναμε. Αυτό το πράγμα ήταν η ζωή μου, ειδικά όταν ήταν ψάρι πιασμένο: «Έλα ρε μπαμπά, δώσε μου λίγο κι εμένα να το πιάσω, ν΄ ακούσω»! Αυτό το πράγμα όλη την ώρα τού έλεγα. Όσο μπορούσα τον βοηθούσα, μου άρεσε κιόλας! Θυμάμαι, έτσι, αγαπούσα πάρα πολύ να πηγαίνω στις πορείες, [00:05:00]όταν γυρίζαμε, να κάθομαι μπροστά στο κοράκι στην πλώρη και να βουτάω τα πόδια μου μέσα στη θάλασσα. Μου έρχεται ακόμα στο μυαλό η φωνή του πατέρα μου: «Φύγε ρε παιδάκι μου από κει, θα πέσεις μέσα!», «Δεν πέφτω ρε μπαμπά, προσέχω, άσε με!». Αυτό το πράγμα όλη την ώρα. Και φουρτούνες θυμάμαι από μικρό και μπουνάτσες θυμάμαι και μέρες καλές με ψάρια θυμάμαι και μέρες αψαριάς θυμάμαι -που ήταν πιο στενάχωρες- πολλά θυμάμαι! Πηγαίναμε σε άλλα λιμάνια... Θυμάμαι πώς με προσέχανε όλοι οι άλλοι οι ψαράδες -έτσι οι μεγάλοι- που συναντούσαμε. «Η Αντούλα! Αντούλα, Αντούλα, τι κάνεις;», τα πάντα όλα. «Πάμε να σε κεράσω...», τότε ήταν τα καφενεία και είχαν και γλυκά του κουταλιού, «Άντε, πάμε να σε κεράσω ένα γλυκό κεράσι», μου λέγανε. Είναι κάποιες στιγμές, ξέρεις, που μου έχουν μείνει, έτσι, παλιούς ψαράδες. Αυτό που πάντα θα θυμάμαι, είναι ιστορίες από τους παλιούς ψαράδες που καθόντουσαν με τον πατέρα μου και μιλάγανε. Το αυτί μου ήταν πάντα τεντωμένο! Αυτό το πράγμα με τρέλαινε, πραγματικά! Ν΄ ακούω ιστορίες από παλιά. Και όσον αφορούσε ψάρια που πιάνανε και γεγονότα που τους είχαν συμβεί. Πολλά πράγματα, πάρα πολλά πράγματα. Θυμάμαι τις παλιές μηχανότρατες. Ήταν πολύ ωραία χρόνια, πάρα πολύ ωραία χρόνια. Δηλαδή τα θυμάμαι πάντα, έτσι, με γλύκα αυτά τα χρόνια.  

Μ.Α.:

Πώς ήτανε δηλαδή αυτές οι μηχανότρατες που λέτε; 

Α.Β.:

Ήτανε ξύλινα καΐκια. Τώρα συνήθως οι μηχανότρατες είναι μεγάλα, σιδερένια καΐκια, πολλά μέτρα. Ήταν πιο μικρά καΐκια, ξύλινα, με τις πόρτες στα πλάγια που λέμε. Τώρα ίσως αυτά για εσένα είναι τώρα άγνωστες λέξεις εντελώς. Τραβάγανε το δίχτυ τους. Μπαίναν κάθε βράδυ στο λιμάνι, μ΄ ένα τσούρμο γλάρους από πίσω απ΄ τα ψάρια που πετάγανε και μαζευόντουσαν, και θυμάμαι τους Αιγύπτιους που είχαν μέσα. Ξεψαρίζανε με μια ταχύτητα -πω πω πω- απίστευτη ταχύτητα! Και πηγαίναμε πολλές φορές με τον πατέρα μου ή και βοηθάγαμε. Έμπαινα κι εγώ μέσα, πιο πολύ μάλλον τους ενοχλούσα παρά τους βοηθούσα! Αυτά τον χειμώνα. Το καλοκαίρι πάλι μου άρεσε πάρα πολύ με το γρι-γρι, να βλέπω ότι... Τα γρι-γρι τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα. Είχαν τις βαρκούλες. Κάθε απόγευμα φεύγανε, με 4-5 βαρκούλες από πίσω, τις «λάμπες», και πηγαίνανε για ν΄ ανάψουνε, να πιάσουν τα ψάρια τους. Τρελαινόμουν να τα βλέπω το 'να πίσω απ΄ τ΄ άλλο. Τι μου 'χεις θυμίσει τώρα! Δεν μπορώ. Αρχαίες ιστορίες!

Μ.Α.:

Βγαίνατε στα ανοιχτά δηλαδή πάντα;  

Α.Β.:

Ναι, ναι, ναι.

Μ.Α.:

Και πότε ταξιδεύατε;  

Α.Β.:

Τι εννοείς πότε ταξιδεύαμε; Νύχτα φεύγαμε κι ερχόμασταν την άλλη μέρα το μεσημέρι, ας πούμε. 

Μ.Α.:

Και τον χειμώνα και το καλοκαίρι; 

Α.Β.:

Ναι, τον χειμώνα καμιά φορά δουλεύαμε και δίχτυα εδώ πιο κοντά συνήθως, όμως η δουλειά μας ήτανε τα παραγάδια. Έτσι δουλεύαμε, έτσι δουλεύαμε πάντα. Όπως και τώρα κάνουμε αποκλειστικά αυτή τη δουλειά. Μόνο παραγάδια.

Μ.Α.:

Και ποια είναι η σχέση γενικά ενός ψαρά με το καΐκι του;  

Α.Β.:

Το αγαπάς! Ούτε να σκεφτείς κάτι άλλο, το αγαπάς. Ούτε να σκέφτομαι θέλω την περίπτωση ότι κάτι μπορεί να πάθει ή ότι μπορεί να το κόψουμε ή ότι μπορεί ν΄ αφήσω αυτή τη δουλειά. Με αρρωσταίνει και μόνο η σκέψη, δεν το θέλω καθόλου. Δεν το θέλω καθόλου. Ειδικά το καΐκι που 'χουμε τώρα, είναι και φτιαγμένο πάνω στην άδεια του πατέρα μου, την παλιά την άδεια. Για μένα έχει πολύ συναισθηματική αξία αυτό. Ούτε να σκεφτώ, δηλαδή, ότι μπορεί κάποια στιγμή να το κόψουμε, να το σπάσουμε. Δεν θέλω να το σκέφτομαι.

Μ.Α.:

Είναι σαν δεύτερο σπίτι κάπως; 

Α.Β.:

Για εμένα ναι, είναι δεύτερο σπίτι, γιατί τώρα τελευταία δεν φεύγουμε τόσο πολύ, αλλά μέχρι 3-4 χρόνια πριν φεύγαμε συνέχεια ταξίδια. Εκεί ζούσαμε, εκεί κοιμόμαστε, εκεί μαγειρεύαμε, εκεί τρώγαμε, εκεί όλα... Εκεί κάναμε μπάνιο, εκεί όλα! Τα καλοκαίρια κυρίως. 

Μ.Α.:

Και πού ταξιδεύατε; 

Α.Β.:

Κυρίως εδώ στα νησιά, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά. Βασικά ταξιδεύαμε παλιότερα από Κέρκυρα μέχρι κάτω την Πρώτη, ένα νησάκι μικρό που είναι στον Κυπαρρισιακό κόλπο. Αυτά όταν δουλεύαμε μπαλάδες. Στη θάλασσα μπορείς να δουλέψεις πολλές διαφορετικές τέχνες. Ανάλογα την τέχνη που δουλεύεις, πρέπει να πας και στα κατάλληλα μέρη, με τα κατάλληλα εργαλεία. Όταν λέω εργαλεία, εννοώ δίχτυα, παραγάδια. Παλιότερα δουλεύαμε πάρα πολύ τους μπαλάδες, οπότε από πορείες άλλο τίποτα! Οργώναμε κυριολεκτικά τη θάλασσα[00:10:00] και τα πελάγη. Ώρες ατελείωτες πορείες, ώρες ατελείωτες! Κι όπως καταλαβαίνεις, ζούσαμε εκεί μέσα. Δηλαδή κι όταν γυρίζαμε στο λιμάνι, προμήθειες κάναμε και φεύγαμε πάλι, έτσι; Δεν μέναμε καθόλου στο λιμάνι καλοκαίρια, με τίποτα. Δηλαδή από Απρίλη-Μάη, μέχρι και τέλη Οκτώβρη το καΐκι είναι το σπίτι μας. Ήταν και είναι το σπίτι μας!

Μ.Α.:

Κατάλαβα.

Α.Β.:

Οπότε πώς να μην είσαι συναισθηματικά δεμένος με το δεύτερό σου σπίτι; Βασικά μερικές φορές πιστεύω ότι πιο πολλές ώρες έχω ζήσει στο καΐκι, παρά στο σπίτι μου. Όταν είχα τον Μιχάλη μικρό, του άρεσε η θάλασσα και του αρέσει ακόμα του Μιχάλη. Ο Μιχάλης είναι ο γιος μου ο μεγάλος. Όταν ήταν μικρός, τον έπαιρνα καμιά φορά μαζί, τον παίρναμε. Θυμάμαι ένα ταξίδι που 'χαμε πάει στη Κεφαλονιά. Συνήθως δεν μπαίνουμε σε λιμάνια, σπάνια μπαίνουμε σε λιμάνια. Συνήθως αράζουμε αρόδο ή σε νησάκια απόμερα. Είναι ένα μικρό νησάκι στην είσοδο του κόλπου του Αργοστολίου, λέγεται Βαρδιάνοι αυτό το νησάκι. Είναι ένα πολύ μικρό νησάκι, τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά έχει μία πάρα πολύ ωραία μικρή παραλίτσα. Βέβαια, έχω να πάω αρκετά χρόνια, δεν ξέρω πώς είναι τώρα. Παλιά όμως ήταν πάρα πολύ ωραία. Θυμάμαι τον γιο μου να μη βγαίνει από το νερό τη μισή μέρα. Όση ώρα ήμαστε αραγμένοι, ήταν μέσα στο νερό, μες στο νερό! Μια μέρα εκεί που περιμέναμε, κολυμπούσε ο Μιχάλης, και δίπλα του δύο κεφαλόπουλα και μεγάλα, τεράστια. «Ω -τους λέω- καθίστε -λέω- να τα πιάσω, θα φάμε τηγανητό ψάρι σήμερα, τηγανητό κέφαλο». Ο άντρας μου, φυσικά, έβαλε τα γέλια. «Ναι -μου λέει- εντάξει». Λοιπόν, μέσα σε 5 λεπτά, είχα πιάσει και τα δύο! Επί τόπου, καθάρισμα και τηγάνι. Να ξέρεις, το πιο ωραίο φαγητό είναι αυτό που κάνεις στο καΐκι. Είσαι και κουρασμένος και πεινάς και όλα σου φαίνονται... Ούτε στα καλύτερα εστιατόρια τέτοιες γεύσεις. Στροφάδια δουλεύαμε πολύ. Έχουμε να πάμε χρόνια βέβαια εκεί πέρα, αλλά εκεί δουλεύαμε πάρα πάρα πάρα πολύ. Αράζαμε στο λιμανάκι. Έχει ένα φυσικό λιμανάκι στο μικρό νησί. Είναι δύο νησάκια τα Στροφάδια. Εμείς συνήθως, οι ψαράδες, πηγαίνουμε στο μικρό νησί. Τι ψαρέματα έχω κάνει εκεί μέσα! Είναι ένα λιμανάκι που πάντα ήτανε φουλ στο ψάρι εκεί μέσα. Χαλούσα ώρες ατελείωτες. Όση ώρα δεν δουλεύαμε και ήμαστε εκεί, ήμουνα με το καλάμι και ψάρευα. Θυμάμαι τον άντρα μου να μου λέει: «Δεν σου φτάνει όσες ώρες δουλεύαμε;», ή «Δεν κάθεσαι να ξεκουραστείς;». «Όχι -του 'λεγα- μ΄ αρέσει». Θυμάμαι μια μέρα χειμώνα, με κρύο και βροχή -η βροχή ασταμάτητη- κι εγώ ήμουνα με τη μουσαμαδιά και ψάρευα. Ο Χρήστος κουνούσε το κεφάλι του μέσα απ΄ τη γέφυρα: «Είσαι τρελή». Μια φορά μόνο πήγαμε στο μεγάλο νησί που 'ταν ο καλόγερος που είχε πάνω. Σου λέω, είναι πολλά  χρόνια πίσω, νομίζω πια δεν υπάρχει εκεί πέρα. Και μας είχε δώσει κι ένα καρβέλι ψωμί που είχε μόλις ψήσει κι ένα κεφαλάκι τυρί. Λοιπόν, ωραιότερο ψωμί κι ωραιότερο τυρί, δεν έχω φάει στη ζωή μου! Δεν έχω φάει στη ζωή μου! Πολύ ωραία. Νομίζω δεν υπάρχει πια ο καλόγερος, πρέπει να 'χει πεθάνει.

Μ.Α.:

Θυμάστε απ΄ αυτές τις ιστορίες ψαράδων, που μας είπατε πριν, θυμάστε καμία που έλεγαν;  

Α.Β.:

Συνήθως μιλούσανε για ψάρια που πιάνανε, για τόπους που ψαρεύανε. Θυμάμαι παλιά που λέγανε για κάποια καΐκια που είχαν ναυαγήσει, κάποιο στη Ζάκυνθο. Πολλά. Ήμουνα και αρκετή μικρή, η αλήθεια, δεν μπορώ να θυμηθώ λεπτομέρειες. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι τους άκουγα με ανοιχτό το στόμα.  

Μ.Α.:

Μάλιστα.  

Α.Β.:

Επίσης λάτρευα -είχα βρει παιχνίδι- να μπαινοβγαίνω στη σανίδα που είχανε για να μπαίνουνε μες στα καΐκια. Δεν πλευρίζαν τα καΐκια τότε και είχανε μια σανίδα. Για μένα αυτό ήταν το παιχνίδι μου! Θυμάμαι τη μάνα μου να φωνάζει συνέχεια: «Θα τσακιστείς! Πού πας, πρόσεχε!». Φοβόταν πάντα τη θάλασσα και τη φοβάται ακόμα. 

Μ.Α.:

Πώς ήταν για μια γυναίκα και πώς είναι για μια γυναίκα να είναι στη θάλασσα; Φαντάζομαι ότι συνήθως είναι άντρες ψαράδες, σωστά;

Α.Β.:

Για μένα δεν θα έπρεπε να γίνεται καν αυτή η ερώτηση. Δεν θεωρώ ότι είναι διαφορετικό από μία οποιαδήποτε άλλη δουλειά κάνει μία γυναίκα. Νομίζω ότι όλες οι δουλειές έχουν τη δυσκολία τους. Η μόνη διαφορά θα έλεγα ότι είναι, πρώτον, ακανόνιστες ώρες. Δεν ελέγχεις ούτε τις ώρες που δουλεύεις, ούτε το τι ώρα θα πας, πόσες ώρες θα δουλέψεις. Έχεις να κάνεις πάρα πολύ με τον καιρό, με τα στοιχεία της φύσης. Είναι [00:15:00]λίγο πιο κουραστική δουλειά από κάποιες άλλες, αλλά πραγματικά ξέρω και πάρα πολλές κουραστικές δουλειές στη στεριά. Πολύ κουραστικές δουλειές στη στεριά. Δεν θεώρησα ποτέ ότι είναι μία δουλειά τόσο διαφορετική. Θεωρώ ότι σίγουρα θα μπορούσαν να την κάνουνε περισσότερες γυναίκες αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρω γιατί δεν το κάνουν. 

Μ.Α.:

Πώς σας αντιμετωπίζουνε οι άλλοι, όμως, που είναι άντρες -ας πούμε- ψαράδες και φαντάζομαι δεν είναι και πολλές οι γυναίκες που συναντάνε, σωστά; 

Α.Β.:

Δεν ένιωσα ποτέ κάτι άλλο εκτός από σεβασμό και αγάπη κάτω στο λιμάνι. Όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι τους ψαράδες τους μεγαλύτερους -γεροψαράδες, έτσι τους έλεγα εγώ- να μου μιλάνε με τόση αγάπη πάντα. Δηλαδή το θυμάμαι αυτό το πράγμα, πολύ ωραία ανάμνηση, πάρα πολύ ωραία ανάμνηση. Τώρα από τους νεότερους ψαράδες που είναι κάτω, δεν μ΄ έχει αντιμετωπίσει κανείς ποτέ χωρίς σεβασμό. Δεν έχω ακούσει ποτέ σχόλιο που να με θίξει, που να με προσβάλλει, τίποτα απολύτως. Νομίζω ότι με αντιμετωπίζουν όπως τον κάθε άλλο κάτω στο λιμάνι. Δεν έχω κανένα παράπονο να πω πάνω σ΄ αυτό, κανένα απολύτως. Να, είδες; Και σ΄ αυτό, γι΄ αυτό που λέγαμε πριν, ότι για τις δουλειές τις -και καλά- γυναικείες και αντρικές. Εγώ στη στεριά ακούω συνέχεια -στις δουλειές που κάνουν οι γυναίκες στη στεριά- για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, για το ένα, για το άλλο. Εγώ αυτό το πράγμα δεν το έχω ζήσει στη δουλειά μου, ποτέ! Κάθε άλλο, κάθε άλλο.  

Μ.Α.:

Και για πείτε μας, όσον αφορά τον καιρό που είπατε, γενικά εσείς πώς οργανώνεστε και πώς αντιμετωπίζετε τα καιρικά φαινόμενα; 

Α.Β.:

Καταρχάς ακούμε δελτίο καιρού, το πιο απλό απ΄ όλα. Εντάξει, άμα σου πει το δελτίο καιρού 7-8 μποφόρ, δεν θα πας για δουλειά. Είναι όμως και έκτακτες περιπτώσεις έτσι; Που φεύγεις απ΄ το λιμάνι με μπουνάτσα και θα σε πιάσει μέσα η φουρτούνα. Τώρα, μπουνάτσα, για όσους δεν ξέρουν, είναι η ήρεμη θάλασσα και φουρτούνα είναι η θάλασσα με τα κύματα. Τα 'χουμε ζήσει όλα. Όταν δουλεύεις τόσα χρόνια στη θάλασσα, όταν είσαι τόσες ώρες εκεί μέσα, θα τύχεις και σε μπουνάτσες και σε φουρτούνες. Έτσι είναι η φύση της δουλειάς, και δύσκολα και εύκολα. Έχουμε περάσει μέρες που η θάλασσα πραγματικά είναι αυτό που λέμε: «Γράφεις στο πέλαγος από λαδιά». Έχουμε τύχει και σε μπουρίνια καλά, αξέχαστα.  

Μ.Α.:

Πώς προσανατολίζεστε δηλαδή εσείς; 

Α.Β.:

Λοιπόν, πώς προσανατολιζόμαστε. Πλέον είναι πάρα πολύ εύκολο, γιατί μέσα στα καΐκια έχουμε μηχανήματα. Όταν είναι μέρα, έχεις και τα μάτια σου, το κυριότερο. Όταν είναι νύχτα, έχεις και τα μηχανήματα. Έχεις ραντάρ, έχεις πλότερ, έχεις GPS. Λοιπόν παλιότερα... Εγώ δεν θα σου πω γι΄ αυτά τώρα, γιατί αυτά τώρα είναι... Τα λέω «παιχνιδάκια» τώρα αυτά, είναι παιχνιδάκι για τους νέους ψαράδες αυτά. Παλιά λοιπόν, που πήγαινα με τον πατέρα μου, τότε το καΐκι το παλιό δεν είχε και γέφυρα με τιμόνι μέσα. Είχαμε την κέκια, παλιά έξω. Στις πορείες πολλές φορές καθόμουν εγώ στο τιμόνι. Άμα έβλεπα στεριά μπροστά, μου 'λεγε: «Βάλε ένα σημάδι, θα πηγαίνεις εκεί». Άμα δεν έβλεπα στεριά μπροστά, μου 'λεγε: «Στην πρύμνη σου θα 'χεις αυτό». Πήγαινα, μ΄ άρεσε, μ΄ άρεσε με την κέκια πολύ. Πόσο το έχω πεθυμήσει αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να σ΄ το περιγράψω! Καμιά φορά -είναι σπάνιο πια να βλέπεις τρεχαντήρια, γιατί όλοι τα 'χουν αλλάξει στα πολυεστερικά σκάφη πλέον- καμιά φορά βλέπω τρεχαντήρια και συγκινούμαι. Μου αρέσει πάρα πολύ που το βλέπω, θυμάμαι έτσι τα παιδικά μου χρόνια. Παλιά, λοιπόν, προσανατολιζόντουσαν με τον ήλιο, με τα αστέρια, με τα φώτα στις στεριές, μ΄ αυτά τα πράγματα. Δεν είναι εύκολο να βρεις ένα... Δηλαδή εγώ πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή ένας νέος ψαράς, χωρίς να έχει τα μηχανήματά του μέσα, που με τους τόπους που δουλεύει στιγματισμένους, είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν του τα πάρεις αυτά όλα από το σκάφος μέσα, να πάει να βρει τον τόπο του να δουλέψει. Παλιά όμως, το κάναν αυτό, το κάναν! Θυμάμαι τον πατέρα μου... Είναι ένα μέρος που λέγεται... Ξέρα είναι ανάμεσα Ζάκυνθο- Κυλλήνη. Ξέρα της Μέσης το λέμε εμείς. Την ήξερε όπως ήξερε την παλάμη του. Δηλαδή όταν είχε την πρύμνη του και την πλώρη του σε συγκεκριμένα σημεία, ήξερε ακριβώς πού θα πέσει, σε ποιο σημείο. Εγώ αυτό δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω ύστερα από τόσα χρόνια στη θάλασσα, γιατί έχουμε πλέον την ευκολία μας. Βλέπεις το ραντάρ σου, βλέπεις το πλότερ σου, είναι όλα στιγματισμένα και πας. Βάζεις και τον αυτόματο πιλότο και είσαι κύριος. Εύκολα κι απλά. Εντάξει, τώρα ο καιρός είναι άλλη υπόθεση. Έχουμε να κάνουμ[00:20:00]ε με πολλά, η δουλειά μας. Είναι οι καιροί, είναι τα ρέματα και το κυριότερο απ΄ όλα -σε πάω σε άλλο θέμα τώρα- είναι οι συνθήκες πλέον, έχουν αλλάξει πάρα πάρα πολύ. Πρώτον, υπεραλίευση. Η θάλασσα δεν είναι όπως ήταν παλιά. Αυτό είναι τώρα μεγάλο θέμα. Πολλά σκάφη, υπερβολικά πολλά σκάφη επαγγελματιών, επαγγελματικά σκάφη. Πάρα πολλοί ερασιτέχνες τούς οποίους δεν επιτηρεί κανένας. Μιλάμε για παράνομη αλιεία, μιλάμε για υπερβολική ποσότητα εργαλείων που θα δουλέψουν, ανεπίτρεπτη για 'μένα. Γιατί ο ερασιτέχνης πάει να κάνει το κέφι του, πάει να πιάσει ένα ψάρι για να το φάει, υποτίθεται. Ο επαγγελματίας, όμως, πάει για να ζήσει. Οπότε σίγουρα καταλαβαίνεις ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να ελέγχονται λίγο περισσότερο. Δεν γίνεται, όμως, δυστυχώς, δεν γίνεται. Τελευταία έχουμε και το άλλο θέμα με τα καύσιμα. Μετά τον πόλεμο, από πέρυσι ειδικά, με τον πόλεμο Ρωσία-Ουκρανία, τα έξοδα έχουν ανέβει κατακόρυφα, τα έσοδα είναι τα ίδια, αν και μη σου πω και λιγότερα. Έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ οι συνθήκες. Αν με ρωτούσε αυτή τη στιγμή ένα παιδί 20-25, μου 'λεγε: «Άντα, ν΄ ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα;», θα του 'λεγα «Όχι, βρες κάτι άλλο να κάνεις». Αυτή θα ήταν η πρώτη κουβέντα που θα μου 'ρχόταν στο μυαλό να του πω.  

Μ.Α.:

Δηλαδή βλέπετε ξεκάθαρα την κλιματική αλλαγή που λένε, με τα ψάρια, με όλο αυτό.  

Α.Β.:

Ναι, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα. Έχει αλλάξει πάρα πάρα πολύ το κλίμα. Εμάς που η δουλειά μας έχει να κάνει πολύ με τον καιρό, το βλέπουμε από μέρα σε μέρα. Έχουν αλλάξει οι εποχές, η διάρκεια των εποχών. Καταρχάς δεν υπάρχει πια φθινόπωρο και άνοιξη. Έχουμε χειμώνα κι έχουμε κι ένα ατελείωτο καλοκαίρι πλέον. Φέτος ήταν ιδιαίτερο παράδειγμα, έτσι; Μέχρι τα Χριστούγεννα φορούσαμε κοντομάνικα. Έχουμε ζέστες τρελές που κι αυτές επηρεάζουν τα ψάρια, έχουμε μπουρίνια, τα λέμε εμείς εδώ, μέσα στο καλοκαίρι, που εγώ αυτά σαν παιδί τα θυμάμαι πάρα πάρα πολύ σπάνια. Τώρα πλέον έχουνε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του καλοκαιριού, έχουνε γίνει σύνηθες φαινόμενο πλέον. Τα έχουμε ζήσει πολλές φορές, τα έχουμε ζήσει. Τα τελευταία 5-6 χρόνια, ίσως και παραπάνω, μπορώ να σου πω ότι τα ζούμε κάθε καλοκαίρι. Και είναι και επικίνδυνο να σε πιάσουνε και μέσα πάνω στη δουλειά, έτσι; Δεν δουλεύεις με υπερωκεάνιο, με βαρκάκια δουλεύεις, με βάρκες. Είναι μερικές φορές, ναι, μπορεί να γίνουν επικίνδυνα. Ναι, όντως έχει αλλάξει κι έχουν επηρεαστεί πάρα πολύ τα ψάρια, πιστεύω, απ΄ αυτό. Συν ότι έχουμε και την «τύχη» -εντός εισαγωγικών- να καθόμαστε πάνω σε μια πολύ σεισμογενή περιοχή. Θεωρώ ότι και αυτό επηρεάζει τα ψάρια εδώ στον τόπο μας. Το 'χουμε δει και παλιότερα και δηλαδή πάντα πίστευα ότι ισχύει. Είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει επιστημονική μελέτη που να το αποδεικνύει αυτό, αλλά εγώ μέσα μου το πιστεύω ότι τα επηρεάζει αυτό το πράγμα πάρα πολύ τα ψάρια. Επηρεάζονται, ναι.  

Μ.Α.:

Το ότι έχουμε δηλαδή; Κάνει πολλούς σεισμούς, ειδικά τα καλοκαίρια;  

Α.Β.:

Ναι, πιστεύω ότι οι σεισμοί γενικώς τα ταράζουν τα ψάρια. Εν τω μεταξύ, σκέφτομαι πάντα το εξής. Εγώ σεισμολόγος δεν είμαι, επιστήμονας δεν είμαι αλλά -ας πούμε- όταν κάνει έναν σεισμό στη στεριά, δεν γίνονται κατολισθήσεις; Τι εμποδίζει να γίνονται και στη θάλασσα διάφορα τέτοια πράγματα, κατολισθήσεις, ρήγματα... Εγώ έτσι το 'χω στο μυαλό μου. Οπότε θεωρώ ότι σίγουρα επηρεάζεται και ο τόπος που ζουν, ότι αλλάζει ο τόπος κάτω που ζουν, αλλά είναι και το ένστικτό τους, ο φόβος τους, νομίζω.

Μ.Α.:

Υπάρχει κάποια περίοδος που απαγορεύεται να ψαρεύετε; 

Α.Β.:

Εμείς της παράκτιας αλιείας όχι, δεν απαγορεύεται. Απαγορεύεται μία εποχή για τις μηχανότρατες και για τα γρι-γρι.  

Μ.Α.:

Υπάρχουνε γενικά μύθοι, θρύλοι της θάλασσας ή πιο παλιά αν υπήρχαν, που τα ξέρετε εσείς οι ψαράδες ή οι ναυτικοί περισσότερο φαντάζομαι.  

Α.Β.:

Όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι καθόλου προληπτική και δεν πιστεύω και σ΄ αυτά, αλλά σαν παιδί -έτσι- άκουγα διάφορα. Ας πούμε άκουγα για αυτό που λέμε «οι τρόμπες». Τι είναι οι τρόμπες; Είναι σαν μικροί τυφώνες. Εμείς τους λέμε τρόμπες γιατί είναι μικροί. Θυμάμαι λέγανε οι παλιοί ψαράδες, επειδή αυτό αν περνούσε από πάνω σου, απ΄ το σκάφος, σίγουρα εντ[00:25:00]άξει, και ζημιές θα σου 'κανε.... Στην καλύτερη περίπτωση θα σου 'κανε ζημιές. Είχα ακούσει διάφορα, κάτι για μαχαίρια, που την κόβανε, κάτι... Δεν ξέρω, μην με ρωτήσεις. Δεν είμαι προληπτική, γενικώς δεν πιστεύω σε αυτά, όχι. Τόσα χρόνια πάντως δεν έχω δει ούτε την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, ούτε τίποτα μέσα.  

Μ.Α.:

Υπάρχουνε, όμως; Λέγονται μεταξύ των ψαράδων; 

Α.Β.:

Όχι. Πλέον ειδικά όχι. Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι, όχι. Τώρα αν εννοείς θρύλους, ιστορίες κάποιων ναυαγίων που έχουνε γίνει στην περιοχή... Η περιοχή μας έχει πάρα πολλά ναυάγια, έτσι; Και από δω απ΄ τα νησιά και απ΄ έξω απ΄ τα νησιά, και από σκάφη που περνούσανε παλιά και κάποια υποβρύχια πολεμικά, νομίζω. Υπάρχουν πάρα πολλά ναυάγια στην περιοχή! Τώρα, είμαι σίγουρη ότι κάποια ιστορία συνοδεύει το καθένα, αλλά όχι, δεν τις έχω ακούσει, δεν γνωρίζω τέτοια πράγματα καθόλου, όχι.

Μ.Α.:

Εσάς τι σας βοηθάει όταν ταξιδεύετε, έτσι, να πιστεύετε σε κάτι, ότι θα πάει καλά; Έχετε κάτι που σκέφτεστε; 

Α.Β.:

Κοίτα, απ΄ το λιμάνι φεύγεις πάντα αισιόδοξος, έτσι; Κι αυτό είναι που πρέπει να νιώθεις, όταν φεύγεις για τη δουλειά σου. Δεν λες, δεν ξεκινάς και λες: «Ωχ, άντε πάω σήμερα, άντε μία μέρα, άντε να τελειώσει». Αυτό δεν το λες ποτέ όταν πας για δουλειά. Ξεκινάς για τη δουλειά σου πάντα με αισιοδοξία. Τώρα από κει και πέρα πώς θα τα φέρει, όλες οι δουλειές έχουνε και τα απρόοπτά τους, έτσι; Μπορεί να ξεκινήσεις ωραία απ΄ το λιμάνι και η μέρα να σου πάει όλη ωραία, μια χαρά. Μπορεί να σου τύχουνε χίλιες δυο αναποδιές. Εντάξει. Θα αντιμετωπίσεις ό,τι αντιμετωπίζεται. Έτσι είναι. Έτσι είναι όλες οι δουλειές, νομίζω.  

Μ.Α.:

Υπήρχε κάποια μέρα πολύ δύσκολη που έτυχε κάτι που δεν το περιμένατε και σας έχει μείνει, σαν μέρα;  

Α.Β.:

Πολλές! Πάρα πολλές! Εντάξει, καταρχάς είναι οι αναποδιές πάνω στη δουλειά που θα σε αγχώσουν, θα σε στεναχωρήσουν, θα σε εξουθενώσουν πολλές φορές. Αυτό είναι το πιο σύνηθες απ΄ όλα, έτσι; Από κει και πέρα, θυμάσαι μέρες με πάρα πολύ μεγάλη κακοκαιρία, που δεν νιώθεις φόβο εκείνη την ώρα, δεν φοβάσαι, αλλά σε τσιτώνει, πώς το λένε; Δεν μπορώ να το πω καλύτερα. Σ΄ έχει λίγο στην τσίτα. Σου κάνει ένα άγχος. Και είναι και το άλλο, ότι πολλές φορές έχουν τύχει προβλήματα με τη μηχανή. Ας πούμε πέρυσι, ξεμείναμε. Ήρθε άλλο καΐκι και μας πήρε, έτσι; Ξεμείναμε από μηχανή. Τυχαίνουνε κι αυτά. Όλα στο πρόγραμμα είναι.  

Μ.Α.:

Οπότε διάφορα τυχαίνουν.  

Α.Β.:

Διάφορα, εντάξει, θα σου τύχουνε. Δυστυχώς δεν είναι... Είναι μία διαφορά που 'χει απ΄ τις άλλες δουλειές ότι όταν δουλεύεις -ας πούμε- σε ένα γραφείο, που και κει κάτι θα σου τύχει, δεν υπάρχει περίπτωση, αλλά λογικά οι περισσότερες μέρες είναι μία ρουτίνα, ίδιες, φαντάζομαι. Δεν έχω κάνει δουλειές γραφείου, δεν γνωρίζω. Μάλλον έχω κάνει για πάρα πολύ μικρό διάστημα στο παρελθόν, για πολύ λίγο καιρό. Δεν θυμάμαι δηλαδή κάτι απρόοπτο -ξέρω 'γω- τόσο που να με άγχωσε, να μ΄ έβγαλε απ΄ το πρόγραμμά μου. Στη δική μας θα βγεις, δεν υπάρχει περίπτωση, δηλαδή θα σου την αλλάξει τη σειρά, θες δεν θες. Εντάξει, δεν πειράζει, όλα συμβαίνουν, πολλά συμβαίνουνε, πολλά θα συμβούν ακόμα, καλά να είμαστε να τ΄ αντιμετωπίζουμε.

Μ.Α.:

Εσείς δουλεύετε οι δυο σας ή έχετε και άλλους; 

Α.Β.:

Εμείς δουλεύουμε οι δυο μας, εγώ κι ο άντρας μου, κι έχουμε κι έναν μικρό μούτσο, την Ήρα μας, το λαμπραντοράκι μας. Εδώ και 8 χρόνια που την έχουμε. Από ενός μηνού κουτάβι, μαζί! Μαζί 24 ώρες το 24ωρο, στο σπίτι, στο καΐκι, παντού. Όταν την πήραμε, ενός μηνού, εντάξει, το λάτρεψα από τη πρώτη στιγμή εγώ αυτό το κουτάβι. Εδώ είναι το κορίτσι μου και τώρα, δίπλα. Την πήραμε μαζί, δεν φοβήθηκε ποτέ. Εντάξει, τα λαμπραντόρ γενικά το 'χουν και με το νερό, δεν φοβούνται εύκολα, τους αρέσει πολύ το νερό. Την έβαζα στην κουκέτα μου, στο καΐκι, δίπλα στο μαξιλάρι μου και κοιμότανε. Τι να σου πω τώρα, τι να σου πω γι΄ αυτό το κουταβάκι. Το κολύμπι που κάνει, από μικρό που ήτανε; Κολύμπι τρελό. Είναι εντυπωσιακή να τη βλέπεις να κολυμπάει. Τώρα αυτή τη στιγμή που είναι μεγάλη, είναι 8 χρονών, αν πιάσεις την ουρά της, αν την πιάσεις απ΄ την ουρά, σε βγάζει έξω κανονικά. Ο Χρήστος το κάνει συνέχεια. Πέφτει απ΄ το καΐκι, βουτάει όταν πέσω εγώ. Όταν βουτήξω εγώ, θα βουτήξε[00:30:00]ι κι εκείνη. Πολλές φορές, όταν δεν μπαίνουμε στο λιμάνι και αράζουμε κάπου, ρίχνουμε και μια βουτιά το καλοκαίρι, έτσι, να δροσιστούμε λιγάκι, και εμείς και η Ήρα μαζί. Της αρέσει, τρελαίνεται, τρελαίνεται. Περνάνε τα σκαφάκια εκεί με τους τουρίστες και το χαζεύουνε πολλές φορές.  

Μ.Α.:

Οπότε τόσα χρόνια οι δυο σας και η Ήρα;  

Α.Β.:

Βέβαια, βέβαια. Η Ήρα είναι μόνο 8 χρόνια. Εμείς οι δυο μας είμαστε πολλά, πάρα πολλά.    

Μ.Α.:

Και πώς είναι να είστε οι δυο σας στη θάλασσα, που είστε και μαζί τόσα χρόνια;  

Α.Β.:

Έλα ντε, αυτό έπρεπε να το 'χα σκεφτεί νωρίτερα. Όχι εντάξει, είναι καλά, δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο. Είναι ήρεμος άνθρωπος και ο Χρήστος. Στη δουλειά πάνω έχει νεύρο, είναι γρήγορος, και ευτυχώς γιατί έχω κι εγώ νεύρο και δεν μπορώ να κάνω με ανθρώπους στη δουλειά -είμαι λίγο μυστήρια- που είναι λίγο αργοί. Θέλω, ρε παιδί μου, έτσι να έχουνε μία ένταση πάνω τους, μια ζωντάνια. Εντάξει τα βρίσκουμε στη δουλειά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Δεν έχει υπάρξει ποτέ πρόβλημα στη δουλειά, κανένα απολύτως-

Μ.Α.:

Οπότε σας βοηθάει που έχετε κι εσείς έναν δικό σας άνθρωπο;

Α.Β.:

Εντάξει, ναι. Τώρα φαντάζομαι θα ήταν λίγο δύσκολο να πηγαίνω με κάποιον άλλον για δουλειά, σ΄ αυτή τη δουλειά. Ναι, ΟΚ, ναι, εντάξει.

Μ.Α.:

Και για να επανέλθουμε λίγο στα παιδικά χρόνια. 

Α.Β.:

Τι άλλο θες να μάθεις;  

Μ.Α.:

Σαν παιδάκι, φαντάζομαι ότι ήτανε αρκετά έτσι δύσκολο.  

Α.Β.:

Εντάξει, εύκολο δεν ήτανε, δεν θα σου ότι ήταν εύκολο. Το καλοκαίρι δεν έχω να πω τίποτα, ήταν η διασκέδασή μου εμένα. Το μόνο δύσκολο ήταν το ξενύχτι το καλοκαίρι. Τον χειμώνα όμως, που δουλεύαμε και δίχτυα ήταν πιο δύσκολα, γιατί έπρεπε να κάτσεις πολλές ώρες μες το κρύο, στο λιμάνι μετά, να ξεψαρίζεις, να καθαρίσεις τα δίχτυα. Θυμάμαι πολλές φορές τα χέρια μου να 'ναι τόσο παγωμένα απ΄ το κρύο, που πηγαίναμε σπίτι το μεσημέρι με τον πατέρα μου να φάμε, και δεν μπορούσα να κόψω το ψωμί. Ήταν τόσο παγωμένα τα χέρια μου. Αλλά παρόλα αυτά μ΄ άρεσε και πιο πολύ απ΄ όλα ήθελα να βοηθάω τον πατέρα μου. Δεν μου άρεσε να τον αφήνω μόνο του. Δηλαδή όταν ήταν κάτι στο χέρι μου, κάτι που μπορούσα να κάνω, δεν έβρισκα τον λόγο γιατί να μην το κάνω. Ή να κουβαλήσει μια κόφα απ΄ το σπίτι μόνος του. Δεν είχαμε αυτοκίνητο παλιά. Δηλαδή τα πάντα τα μεταφέραμε με τα χέρια. Ε όχι, εντάξει, γιατί; Αφού μπορούσα.  

Μ.Α.:

Μάλιστα. Δηλαδή πάντα είχατε αυτό το όνειρο, από τότε που ξεκινήσατε, να ασχοληθείτε και μετέπειτα, φαντάζομαι.  

Α.Β.:

Όνειρο! Όχι δεν το λες όνειρο, δεν το λες. Δηλαδή να σε κάνω να καταλάβεις ότι -ας πούμε- όταν τελείωνα το λύκειο, ήθελα να πάω Σχολή Εμποροπλοιάρχων και τότε ήμουνα και ήδη περασμένη, γιατί οι βαθμοί μου ήταν πάντα άριστοι. Τότε δεν μπαίνανε και με πανελλαδικές σ΄ αυτή τη σχολή. Απλά έδινες αθλητικά μόνο κάποιες εξετάσεις και έπαιζε ρόλο και ο βαθμός του απολυτηρίου. Εγώ ήμουνα μια άριστη μαθήτρια, με τον βαθμό έμπαινα στο φουλ. Και αυτό θα έκανα κιόλας, αν δεν γνώριζα τον Χρήστο. Αλλά έτυχε, γνώρισα τον Χρήστο, οπότε εντάξει, μετά ήρθαν διαφορετικά τα πράγματα. Δεν είναι ότι πιέστηκα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Κι αν ήθελα, είχα επιλογές να κάνω άλλα πράγματα. Μου δόθηκαν ευκαιρίες, μου δόθηκαν επιλογές. Δεν το ήθελα όμως, δεν το ήθελα. Αυτό που με ευχαριστούσε ήταν αυτό. Μην με ρωτήσεις αν έχω μετανιώσει. Καμιά φορά, όταν είμαι πολύ κουρασμένη, ναι. Λέω: «Γιατί έπρεπε;». Όχι, όχι, εντάξει, εντάξει. Φαντάζομαι ότι όταν είμαστε κουρασμένοι, όλοι γινόμαστε λίγο γκρινιάρηδες.

Μ.Α.:

Το καΐκι τώρα που έχετε, το 'χετε φτιάξει εσείς οι ίδιοι;  

Α.Β.:

Ναι, ναι, ναι. Το 'χουμε φτιάξει από το '97. Για μέτρα χρόνια... 27, 28, πόσο βγαίνει; Ναι, είναι το καΐκι, «Άγιος Γεράσιμος» λέγεται.

Μ.Α.:

Γι΄ αυτό υπάρχει κι αυτό το δέσιμο, φαντάζομαι.

Α.Β.:

Ναι, εντάξει, είναι πολλά τα χρόνια. Για μας είναι σπίτι μας. Όταν λέω ότι είναι σπίτι μας, εγώ πραγματικά θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα εκεί μέσα, το καταλαβαίνεις; Μόνιμα. Το μόνο πρόβλημα που υπάρχει είναι το θέμα του μπάνιου όταν είσαι σε λιμάνι που έχει κόσμο και γι΄ αυτό τις περισσότερες φορές δεν μπαίνουμε σε λιμάνι, αλλά αράζουμε σε πιο ερημικά μέρη. Κανένα πρόβλημα. Είμαι και άνθρωπος που του αρέσει η ησυχία έτσι κι αλλιώς.

Μ.Α.:

Για περιγράψτε μας μία μέρα που φεύγετε μέχρι που επιστρέφετε πάλι. 

Α.Β.:

Λοιπόν, θα σου περιγράψω μία πολύ τυπική μέρα, χωρίς απρόοπτα, μην τρομάξουμε και τον κόσμο.  

Μ.Α.:

Και στ΄ απρόοπτα μετά.  

Α.Β.:

Όχι. Άσ΄ τα τα απρόοπτα, άσ΄ τα να πάνε, δεν τα θέλουμε. Συνή[00:35:00]θως ξυπνάμε, 2:30-3 η ώρα -από 2.30 μέχρι 3.30, ανάλογα με το πόσο μακριά είναι να πάμε- ξεκινάμε και αρχίζουμε και ασχολούμαστε με το δόλωμα, σ΄ αυτό που θα δολώσουμε στα παραγάδια. Είτε βράζουμε μοσχιούς και χταπόδια, είτε κόβουμε τη φρίσσα μας, ό,τι δόλο έχουμε τέλος πάντων. Και ό,τι άλλη ετοιμασία είναι να γίνει για να μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου. Αυτό θα σου πάρει αρκετή ώρα. Μέχρι να φτάσεις όμως εκεί που είναι να δουλέψεις, τα έχεις τελειώσει αυτά, είσαι έτοιμος. Οπότε φτάνουμε και ξεκινάμε και ρίχνουμε τα παραγάδια μας. Εντάξει, αυτό αναλόγως πόσα θα ρίξεις, μπορεί να πάρει από μισή, μια ώρα. Πόσα παραγάδια θα ρίξεις. Πίνουμε έναν καφέ να ψαρέψουνε λίγο, η πιο ωραία ώρα της ημέρας. Ποια είναι η καλύτερη καφετέρια; Για πες μου. Να βλέπεις απ΄ τη μια τη Ζάκυνθο, απ΄ την άλλη τη Κεφαλονιά, απ΄ την άλλη την Πελοπόννησο, ε; Ποια καλύτερη θέα δηλαδή μπορείς να 'χεις; Και μετά πιάνουμε και σηκώνουμε. Αυτό παίρνει ώρες. Τελειώνουμε αναλόγως. Αυτό πάλι είναι ανάλογα, το πόσα έχεις ρίξει, πού έχεις ρίξει. Δεν είναι όλα τα μέρη ίδια. Σε κάποια μέρη σηκώνεις πιο γρήγορα, σε κάποια μέρη σηκώνεις πιο αργά. Και μετά φεύγουμε. Αυτό. Συνήθως 14.00 με 15.00 η ώρα είμαστε στο λιμάνι, μ΄ αυτή τη δουλειά που κάνουμε τώρα. Κάθε δουλειά όμως έχει άλλα ωράρια, άλλο πρόγραμμα. Όταν δουλεύαμε μπαλάδες με δίχτυα, ήταν εντελώς διαφορετικό το πρόγραμμα. Όταν δουλεύαμε μπακαλιάρους, ήταν επίσης διαφορετικό το πρόγραμμα. Αναλόγως τι δουλεύεις, είναι άλλες ώρες που ψαρεύεις, άλλες ώρες που κάνεις δουλειά στη θάλασσα, άλλες ώρες που κάνεις δουλειά στο λιμάνι.  

Μ.Α.:

Για να καταλάβω, πώς αποφασίζετε πότε, πού, πώς, γιατί; Δηλαδή, με ποιο κριτήριο;  

Α.Β.:

Καταρχάς ψάχνεις να βρεις τα ψάρια, πού έχει ψάρια. Δεύτερον, είναι οι καιροί. Ας πούμε, όταν λέει ανατολικό π.χ. εδώ πέρα στα μέρη μας, θα δουλέψεις εδώ κοντά, δεν μπορείς να πας ανοιχτά. Δηλαδή θέλω να σου πω ότι ανάλογα με τους καιρούς, ψάχνεις να βρεις πιο απάγκια μέρη να δουλέψεις. Δεν μπορείς άμα λέει, και 5-6 να λέει, είναι πολύ δύσκολο να δουλέψεις με τον αέρα, οπότε θα πας κάπου, κάπου που είναι απάγκιο για εσένα. Άλλη μέρα που δεν θα 'χει, θα πας αλλού. Επίσης, πού πιάνεις ψάρια, πού έχουν μείνει ακόμα ψάρια σε τόπους πάνω. Και εποχές. Άλλες εποχές μπορεί να είναι καλύτερα σ΄ αυτόν τον τόπο, άλλες εποχές μπορεί να 'ναι αλλού. 

Μ.Α.:

Οπότε κριτήριο είναι αυτό. Σκέφτεστε το πού θα βρείτε τα ψάρια ουσιαστικά.  

Α.Β.:

Το πού θα βρούμε τα ψάρια, τον καιρό, ακόμα και ο δόλος που έχεις, παίζει κι αυτός τον ρόλο του, έτσι; Δηλαδή δεν μπορείς να πα΄ να ψαρέψεις με φρίσσα αλατισμένη για συναγρίδες ξέρω 'γώ. Θέλω να σου πω ότι κάθε ψάρι έχει... Πώς σ΄ εμάς τους ανθρώπους, κάποια φαγητά αρέσουν περισσότερο και κάποια φαγητά μας αρέσουν λιγότερο; Έτσι είναι και τα ψάρια. Κάποια ψάρια τρώνε τα πάντα, ό,τι και να τους δολώσεις, κάποια ψάρια είναι λίγο πιο επιλεκτικά. Οπότε ανάλογα και τι δόλο έχουμε, θα πάμε και στο αντίστοιχο μέρος.

Μ.Α.:

Μάλιστα. Και αντιμετωπίζετε γενικά θέμα με άλλους ψαράδες, σε άλλες περιοχές που πάτε;  

Α.Β.:

Γενικά, με επαγγελματίες ψαράδες, όχι. Εντάξει, τώρα δεν θεωρώ ότι είναι πρόβλημα -δεν θα το θεωρήσω πρόβλημα- να πας σ΄ έναν τόπο και να δεις ότι έχει ρίξει άλλος επαγγελματίας πριν από σένα. Δεν με πείραξε ποτέ, ο άνθρωπος πάει για να ζήσει, η θάλασσα δεν είναι κανενός, είναι για να δουλέψουν όλοι. Αυτό. Τα προβλήματα που έχουμε είναι με τους ερασιτέχνες, έτσι; Δηλαδή έχει τύχει να φύγουμε απ΄ το λιμάνι, να πάμε δυο ώρες πορεία από δω... Όλα αυτά σημαίνουν καύσιμα και λεφτά, έτσι; Όταν ξεκινάς απ΄ το λιμάνι, κατευθείαν έχεις ένα πάγιο έξοδο. Έχει τύχει να φύγουμε από δω, να πάμε δύο ώρες πορεία σε τόπο μακρινό και να είναι ερασιτέχνης ο οποίος δικαιούται 200, 250 αγκίστρια; Δεν ξέρω πόσα. Και να έχει γεμίσει όλη τη θάλασσα παραγάδια. Και να μην έχουμε πού να ρίξουμε εμείς. Εκεί ναι, αυτό το θεωρείς πρόβλημα. 

Μ.Α.:

Εκεί είναι πρόβλημα-

Α.Β.:

Βέβαια, είναι πρόβλημα. Είναι αυτό που σου έλεγα πριν, για την παράνομη αλιεία, την ανεξέλεγκτη, αυτή που γίνεται από ερασιτέχνες. Εμείς τα βλέπουμε συνέχεια, αλλά δεν βλέπουμε ποτέ να γίνονται έλεγχοι. Θα έπρεπε λίγο να τους επιτηρούν λίγο καλύτερα. Δεν θα το δεις αυτό, δεν θα το δεις στη θάλασσα.  

Μ.Α.:

Εσείς δεν μπορείτε να κάνετε κάπου παράπονα ή δεν ξέρω...

Α.Β.:

Τι να κάνεις; Να παίρνεις κάθε φορά να καλείς το λιμεναρχείο; Τ[00:40:00]ι να κάνεις; Κάθε φορά που γίνεται αυτό; Νομίζω τώρα αυτό είναι και λίγο... Καλά είναι ο καθένας που ασχολείται με τη θάλασσα για το χόμπι του, να του γίνει συνείδηση ότι πάει για το χόμπι του. Αυτό ακριβώς που είναι η λέξη. Πάει για να περάσει την ώρα του, να διασκεδάσει και να πιάσει κι ένα ψάρι να φάει ο ίδιος. Μέχρι εκεί. Αλλά δυστυχώς είναι πολύ ελάχιστοι αυτοί που το σκέφτονται μ΄ αυτόν τον τρόπο.  

Μ.Α.:

Πάνε και θέλουν να πιάσουν και τα δικά σας τα ψάρια.  

Α.Β.:

Είναι ότι δεν σταματάνε κι επίσης ξέρουμε και πολλούς ερασιτέχνες που πουλάνε και ψάρια, έτσι; Εκεί πλέον αλλάζει το πράγμα.

Μ.Α.:

Σκεφτήκατε ποτέ να αλλάξετε δουλειά; 

Α.Β.:

Να σου πω, τον τελευταίο χρόνο έχω αρχίσει και το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. Και αυτό γι΄ αυτό που σου 'λεγα πριν. Καταρχάς, υπερβολικά πολλά τα έξοδα. Τόσα που δεν... Όχι εμείς προσωπικά, δηλαδή αυτό το πράγμα το ακούω απ΄ όλους τους ψαράδες. Τα έξοδα έχουν ανέβει κατακόρυφα, δηλαδή σκέφτεσαι ότι αν αυτό το πράγμα συνεχίσει για πολύ, ότι δεν... Πλέον έχουμε επιχειρήσεις που δεν αποδίδουν. Έτσι πρέπει να το δούμε, κατάλαβες; Που δεν αποδίδουν! Ας ελπίσουμε ότι θ΄ αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο σύντομα.

Μ.Α.:

Διαφορετικά δύσκολα.

Α.Β.:

Διαφορετικά είναι πάρα πολύ δύσκολα. Αυξάνεις τη δουλειά, όσο μπορείς, όσο αντέχεις, τέλος πάντων. Μεγαλώνουμε κιόλας, δεν μπορούμε να δουλεύουμε πλέον και 15, 17 ώρες, όπως κάναμε παλιά. Πόσο να δουλέψεις πια;

Μ.Α.:

Κατά τ΄ άλλα δεν είχατε σκεφτεί ν΄ αλλάξετε δουλειά παλιότερα; 

Α.Β.:

Όχι, ποτέ, ποτέ. Ούτε να σκεφτώ ότι δεν θα μπαίνω μες στο καΐκι, ποτέ, ποτέ. Όχι, ποτέ.

Μ.Α.:

Μάλιστα. Δεν ξέρω, έχετε να προσθέτετε κάτι άλλο; Είστε καλυμμένη; 

Α.Β.:

Όχι. Όσον αφορά τη δουλειά, αυτά. Τώρα από κει και πέρα, τ΄ άλλα, μόνο για τα κοριτσάκι μου θέλω να σας πω, την αγάπη μου τη μεγάλη, τη λατρεία μου.  

Μ.Α.:

Εννοείται, να μας πείτε. 

Α.Β.:

Την εγγονούλα μου, τη Χριστινούλα μου, που από τη μέρα που γεννήθηκε, είναι το number one μου. Το μόνο κακό ότι είναι μακριά και δεν το βλέπω, δεν το ευχαριστιέμαι. Ευχαριστώ πολύ αυτόν που έφτασε τη τεχνολογία τόσο, ώστε να μπορούμε πλέον να κάνουμε βιντεοκλήσεις και να το βλέπω. Αυτό μόνο. Και τη Χριστινούλα και τα παιδιά μου, που είναι μακριά.  

Μ.Α.:

Ήτανε κομβικό σημείο τώρα η γέννηση;

Α.Β.:

Για μένα ναι. Είναι ο κόσμος μου όλος, δεν το συζητώ, ο κόσμος μου όλος! Ό,τι καλύτερο έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Το δεύτερο καλύτερο θα είναι όταν αποφασίσουνε να μου κάνουνε κι ένα δεύτερο, ή να μου κάνει ο γιος μου.  

Μ.Α.:

Παρόλο που είναι μακριά. Πού είναι; 

Α.Β.:

Είναι Αγγλία, Αγγλία μένουν. Εντάξει, τώρα έτυχε και η περίπτωση με τον κορονοϊό, δεν μπορούσαμε κι εμείς να πάμε εύκολα. Έρχονται τα παιδιά και θα 'ρθουν και καλοκαίρι πάλι. Εντάξει, είναι ανεκτό μόνο λόγω των βιντεοκλήσεων που κάνουμε. Αν δεν ήταν αυτές, μάλλον θα είχα εγκαταλείψει το ψάρεμα και θα είχα πάει Αγγλία τελικά. 

Μ.Α.:

Όντως;  

Α.Β.:

Δεν νομίζω αλλά εντάξει. Σίγουρα θα πήγαινα, θα πήγαινα πιο συχνά. Έτσι νομίζω, ναι, θα πήγαινα.  

Μ.Α.:

Μάλιστα. Είμαστε εντάξει; Είστε καλυμμένη; 

Α.Β.:

Νομίζω πως ναι. Αυτά ήταν τα σημαντικά. Σημαντικά! ΟΚ. Η απλή ζωή μου, τέλος πάντων. 

Μ.Α.:

Για άλλους δεν είναι τόσο απλή όμως.  

Α.Β.:

Εντάξει, ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ζωή, τη δική του δουλειά. Όλοι κάτι έχουν, ακόμα και το πιο απλό. Προσωπικά πάντα θεωρούσα ότι το πιο απλό είναι και το πιο ωραίο. Μπορώ να έχω πάντα απλά πράγματα, χωρίς ταλαιπωρίες, χωρίς φασαρίες; Η καλύτερή μου!

Μ.Α.:

Μια χαρά, ωραία. Οπότε ευχαριστούμε πολύ!

Α.Β.:

Εγώ σ΄ ευχαριστώ πάρα πολύ!