© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αναμνήσεις και ιστορίες μιας ολόκληρης ζωής

Istorima Code
12996
Story URL
Speaker
Χρήστος Τζουρντός (Χ.Τ.)
Interview Date
21/10/2022
Researcher
Βασιλική Γραμματοπούλου (Β.Γ.)
Β.Γ.:

[00:00:00]Καλημέρα. Θα μας πείτε τ’ όνομά σας;

Χ.Τ.:

Βεβαίως. Λέγομαι Χρήστος Τζουρντός.

Β.Γ.:

Ωραία. Είναι 22 Οκτωβρίου του 2022. Είμαι εδώ με τον κύριο Χρήστο Τζουρντό και βρισκόμαστε στην Κυψέλη. Εγώ ονομάζομαι Γραμματοπούλου Βασιλική και είμαι ερευνήτρια στo Istorima. Και πάμε να ξεκινήσουμε. Πείτε μας λίγα λόγια για τη ζωή σας.

Χ.Τ.:

Όπως σας είπα, λέγομαι Χρήστος Τζουρντός. Γεννήθηκα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1938 –πηγαίνω στα 85–, στη Δάφνη. Παλιά λεγόταν Κατσιπόδι. Από πολλές ιστορικές πλευρές, δεν ξέρουν ακριβώς. Κάτι κατσίκες ήτανε, ένας λεγότανε Κατσιπόδης. Δεν έχει καθοριστεί η ονομασία η πραγματική. Παρ’ όλ’ αυτά, λένε ότι ήτανε μια μεγάλη περιοχή, των μεγάλων πέντε συνοικιών της παλιάς Αθήνας, που λεγόταν ένα κομμάτι από του Μακρυγιάννη μέχρι και το Μπραχάμι, ή Άγιο Δημήτριο που λένε σήμερα, λεγόταν Αλωπεκή. Από τα ευρήματα που βρήκανε στην Δάφνη με το μετρό, αποδεικνύεται ένας μεγάλος δρόμος που ξεκίναγε από την Αθήνα προς το Σούνιο, προς το Λαύριο, που ήταν η μεγαλύτερη πηγή πλούτου και μετάλλων, αλουμινίου και διάφορων άλλων μετάλλων για την Αθήνα. Έχουν βρεθεί πολλά στοιχεία. Αυτή ήταν η περιοχή που γεννήθηκα εγώ. Τώρα, καταλαβαίνετε ότι το ’41 άρχιζα και καταλάβαινα πράγματα διαφορετικά από ό,τι ήταν πριν. Καταρχήν, εμφανίστηκαν, αρχίσαν και σκάβανε, στα διάφορα οικόπεδα, καταφύγια που θα ερχόντουσαν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, ή ερχόντουσαν από τα σύνορα, ή γινόταν πόλεμος στα σύνορα και φτιάχνανε οικόπεδα. Ένα τέτοιο καταφύγιο κάναμε κι εμείς. Κάναμε κι εμείς, οι δικοί μας. Σε σχεδόν, σε κάθε δυο- τρία σπίτια υπήρχε ένα. Δηλαδή ήταν ένα σκάμμα, δυο μέτρα πλάτος, με ενάμισι μέτρα βάθος κι ένα σκεπαστό κάτω και κάτι καθίσματα κάτω. Όταν βομβαρδίζανε, αν βομβαρδίζανε, κρυβόταν ο κόσμος εκεί. Ένα συγκεκριμένο σημείο ήτανε ότι το ’41 πέθανε ο αδερφός μου απ’ την πείνα. Έγινε ένα μεγάλο μποϊκοτάζ εισαγωγής τροφίμων ή και αρπαγής τροφίμων από είδη των Ιταλών, που ήδη είχανε καταλάβει πολλές περιοχές. Βρέθηκαν οικογένειες με παιδιά... Για την Αθήνα λέμε τώρα, γιατί στην επαρχία ήταν διαφορετικά. Στην επαρχία υπήρχανε τα σαλιγκάρια, ας πούμε, ήταν τα άγρια χόρτα, ήταν το κυνήγι, ήταν πολλά πράγματα. Και δεν πολυπεινάσανε. Αυτοί είχαν άλλες ταλαιπωρίες. Αλλά εμείς, στην Αθήνα, είχαμε την ταλαιπωρία της πείνας. Πείνα κι άγιος ο Θεός. Λοιπόν. Ένα από τα… Όταν ήρθαν οι Ιταλοί –συγνώμη–, επιτάξανε –κι οι Γερμανοί–, επιτάξανε το εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη που είναι το «ΠΥΡΚΑΛ». Η «ΠΥΡΚΑΛ» που είναι σύνορα Δάφνης-Υμηττού. Δάφνη ένα κομμάτι κι απ’ την πάνω μπάντα είναι Υμηττού. Εκεί δούλευε ο πατέρας μου, πριν και μετά. Επειδή ήταν πολεμικό εργοστάσιο κι έβγαζε οβίδες, σφαίρες, και μηχανουργείο επισκευής αεροπλάνων, μηχανών, τρακτέρ, αυτοκινήτων και τα λοιπά, τανκς, τους φυλάξαν μέσα τους μαστόρους. Ειδικά ο πατέρας μου ήταν αρχιμάστορας μέσα εκεί. Χρόνια. Εκπαίδευση στην Γαλλία, με τον Μεταξά. Και τους αιχμαλώτισαν μέσα και βγαίνανε κατά διαστήματα. Κάθε δεκαπέντε. Τρώγανε μέσα. Αν όμως γινόντουσαν κάτι, και αποδείχθηκε ότι γινόντουσαν πάρα πολλά σαμποτάζ μες στο καλυκοποιείο. Μάλιστα, έναν τον πιάσανε και τον τσακίσανε, έναν που τον πιάσανε όταν βάζανε ρινίσματα. Λένε βίδες. Εγώ είμαι μηχανουργός. Δούλεψα κι εγώ στο καλυκοποιείο, στον Μαλτσινιώτη. Ρινίσματα του τόρνου. Όταν τορνίζεις, βγάζεις ρινίσματα, πολύ ελαφριά. Ανοίγαν τα, εκεί που βάζουνε λάδια, που τα φέρναν για επισκευή οι άλλοι, και ρίχνανε μέσα τα ρινίσματα. Δεν μπορείς να τα βρεις τα ρινίσματα. Όταν ήταν μια χαρά η μηχανή, την πηγαίναν εκεί. [Δ.Α.] Ανακαλύψανε ότι γινόταν σαμποτάζ εκεί κι αρχίσανε και καθαρίζανε. Έναν τον πιάσανε, υπεύθυνο –δεν ξέρω πώς, πού, πώς και τι– και τον εκτελέσανε. Υπήρχε μια μεγάλη τρομοκρατία. Άμα γινότανε κάτι τέτοιο, τους κρατάγανε ένα μήνα, δύο μήνες, τους ψάχνανε αγρίως να πούμε. Ο πατέρας μου θυμάμαι… Τι μ’ έπιασε; Ο πατέρας μου, θυμάμαι, έβγαινε κι έβγαζε από το παλτό του μέσα, το μπουφάν, ό,τι κρέας –το κάναν κι άλλοι αυτό–, ό,τι κρέας περίσσευε, ή δεν το τρώγαν οι φουκαράδες, βάζανε αλάτι μέσα και το κάνανε παστό. Και κάπως κράταγε μια βδομάδα. Κι έβγαινε έξω και... Αυτό το θυμάμαι καλά. Πολύ τραγικό, δηλαδή, για τους γονείς και για τα παιδιά. Οπότε βρέθηκε η μάνα μου μ’ ένα τσούρμο παιδιά. Που σημαίνει, ο μικρός πριν πεθάνει, εγώ ο δεύτερος, ο προτελευταίος, ο αδερφός μου ο Δημήτρης που ζει, η αδερφή μου, η Μαρίνα, που έχει πεθάνει, κι ο αδερφός μου ο Στέλιος, ο μεγαλύτερος, ο οποίος σκοτώθηκε στον Φάρο το 1944, υύο μήνες πριν φύγουν οι Γερμανοί. Βρέθηκε μια μάνα τώρα, όπως όλες οι μάνες στην Αθήνα, με την υπευθυνότητα, αν δεν υπήρχε άντρας. Γιατί οι άντρες ήταν ή στον πόλεμο, ή το είχανε σκάσει, ή κρυβόντουσαν, ή ήταν αιχμάλωτοι, ή πολλά. Λοιπόν. Και βρεθήκανε να –το ’41– να μην μπορούν να –οι Αθηναίες μάνες ή οικογένειες–, να μην μπορούν να θρέψουνε τον κόσμο τους. Σε μερικούς μήνες, το ’41 προς ’42, πεθάναν λένε 50.000 άτομα στην Αθήνα. Εκ των οποίων, τα μισά ήταν παιδιά, ανήλικα, τα οποία δεν το παίρνανε χαμπάρι, γιατί δεν είχε ξαναγίνει αυτό. Τα παιδιά αυτά πίναν νερό πολύ και πρηζόντουσαν. Και μετά απεδείχθη ότι «Α, πέθανε πρησμένο», που σημαίνει πέθανε απ’ την πείνα. Δεν λέγανε «Πέθανε απ’ την πείνα». «Πέθανε πρησμένο». Γιατί πίνανε νερό –δεν ξέρω τι άλλο, να πούμε– και γέμιζε η κοιλιά τους αέρα. Κι έβλεπε η μάνα τώρα που δεν ήξερε, παραδείγματος χάρη η μάνα μου –38, 37, κάτω από 40–, έβλεπε το παιδί πρησμένο, «Α, είναι μια χαρά». Μια χαρά δεν ήτανε. Πάει το παιδί. ’41. Λοιπόν αυτό. Εντάξει, μπορεί να μην το θυμάμαι το συγκεκριμένο, αλλά με την… Κάθε οικογένεια που περνάει τέτοιου είδους καταστάσεις, το συζητάει χρόνια. «Α, ο Βασιλάκης, αυτό…». Μένει. Τώρα αν τα θυμάσαι εσύ, επειδή είσαι 4 χρονών κι επειδή αμφιβάλλει κάποιος αν θυμάσαι ή όχι, πολλά πράγματα δεν τα θυμάσαι, ή πολλά τα θυμάσαι. Εγώ δεν ξέρω ποια θυμάμαι, ποια δεν θυμάμαι. Πάντως στην κουβέντα, ήταν ο Βασιλάκης που πρήστηκε απ’ την πείνα. Και προσέχανε να μην πρηστώ κι εγώ. Για να μην πρηστώ κι εγώ... Α, κι ένα άλλο γεγονός ήτανε η τρομοκρατία των Γερμανών. Μια φορά, πέρασε μια κουστωδία –αυτό το θυμάμαι γιατί ήμουνα εκεί, τότε ήμουνα 4, 5 χρονών–, μια κουστωδία από φασίστες Γερμανούς που βασανίζανε έναν στον δρόμο και λέγανε «Πες τα, ρε. Πες τα, ρε», και σταματήσανε απ’ όξω απ’ το σπίτι μου, που ήταν λίγο υψωμένο το παράθυρο, και κοιτάγαμε. Τελικά ήτανε ένας πιτσιρίκος 15, 16 χρονών, ο οποίος μάλλον σαλταδόρος θα ήτανε. Και μάλλον, δεν ξέρω και πολλά, και μάλλον θέλουνε να μάθουνε ποιος τον έβαλε, γιατί κάτι είχανε πετάξει και ψάχναν ένοχους. Γιατί κάθε δουλειά που γινότανε, αντιστασιακή, στην Ελλάδα, έπρεπε να δώσουνε, οι φασίστες εδώ έπρεπε να δώσουνε αναφορά στο Βερολίνο. Ήτανε ο Γκέμπελς εκεί. Έπρεπε να ξέρει τι γίνεται εκεί, τι γίνεται εκεί, τι γίνεται εκεί. Μεγάλη μορφή ο Γκέμπελς. Παγκόσμιος γνώστης, παγκόσμιος ρουφιάνος και είχε και τους παγκόσμιους ρουφιάνους κάτω από την επίβλεψή του. Οπότε αυτοί προσπαθούσαν να μάθουν από τον πιτσιρικά που τον βασανίζαν. Τελικά, τον εκτελέσανε πιο κάτω και μόλις βγήκαμε εμείς, τελείωσε ο συναγερμός. Μόλις βγήκαμε, είδαμε το… Τον, πώς τον λένε; Χώνοντας εγώ, από κάτω από τα πόδια, στην Ζωοδόχο Πηγή, από κάτω, ήταν ένα καταφύγιο. Γι’ αυτό αναφέρθηκα στο καταφύγιο πριν. Κι ήτανε πεσμένος ο... Τον εκτελέσαν, 15 χρονών παιδί τώρα, 16, εν πάση περιπτώσει. Παλιανθρωπιά να πούμε, αν το πεις έτσι. Κανιβαλισμός. Ξέρω γω; Λοιπόν. Τον εκτελέσαν κι είχε πέσει το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και υποτίθεται ότι ήταν ο Άγιος τάδε. Και μου είχε μείνει εμένα, ο Άγιος με το πιάτο που γεμάτο αίμα στο κεφάλι. Μου είχε μείνει στο μυαλό. Λοιπόν, αυτό. Μετά πέθανε, είπαμε, ο Βασιλάκης μας. Κι η μάνα μου, για να με γλιτώσει, από πληροφορίες πολλών μανάδων ότι «Αν δεν βάλεις κάπου το παιδί σου, που είναι ανήλικο, κάπου, σε κάποιο νοσοκομείο, σε κάποια εκκλησία απ’ όξω, σε κάποιο... Δεν ξέρω πού. Σ’ ένα μεγάλο, ας πούμε, κτήριο που είναι ή νοσοκομείο, ή σχολείο, ή δεν ξέρω τι, ή εκκλησία, να το πάρουνε μέσα να γλιτώσει, θα πεθάνει το παιδί, ή θα το κλωτσήσει ο Γερμανός». Γιατί είχανε φύλακες μπροστά σε τράπεζες, μπροστά σε τέτοια. Η μάνα μου έμαθε ότι στην Ριζάρειο σχολή, που είναι απέναντι… Υπάρχει ακόμα το κτήριο αυτό, έχω πάει και το έχω δει. Εντάξει, δεν πολυθυμάμαι, αλλά κάτι, κάτι, κάτι νομίζω ότι είναι εδώ. Είναι απέναντι από τον «Ευαγγελισμό». Ήτανε μία βρεφονηπιακή, βρεφονηπιακός σταθμός και κρατάγανε παιδιά. Τώρα τι παιδιά κρατάγανε, πλούσια, φτωχά, δεν ξέρω. Και πήγε και μ’ άφησε η μάνα μου εκεί γιατί είπανε «Α, εκεί[00:10:00] κρατάνε παιδιά». Η πληροφορία μπορεί να είναι και λαθεμένη, γιατί ανάλογα τον Γερμανό. Άμα ο Γερμανός έπαιρνε το παιδί πολλές φορές, και το ’χανε γράψει να πούμε, ότι όπως ήταν το παιδί παρατημένο με φασκές και τέτοια, πήγαινε ο Γερμανός με μία μποτάρα να και το κλώτσαγε το παιδί και χασκογελάγανε. Δεν ήταν όλοι έτσι οι Γερμανοί. Ένας από αυτούς που δεν ήταν έτσι φαίνεται, ήτανε κι αυτός που μ’ έβαλε μέσα. Κοίταγε αλλού. Η μάνα μου λέει «Ήταν ο Χριστούλης. Ο Θεός, ο Χριστός που κατέβηκε». Γιατί πολύ χριστιανή ήτανε. Μάλιστα και με το παλιό ημερολόγιο. Πολύ καλή χριστιανή, πάρα πολύ καλή γυναίκα. Λοιπόν... Και μ’ έβαλαν μέσα κάνα τριάρι μήνες. Οπότε βγήκα εγώ με ροδοπέταλα μάγουλα και τέτοια. Έτρωγα. Βγήκα έξω. Μετά είχαμε πρόβλημα πάλι, να πούμε, της διατροφής. Εμένα με προσέχανε, γιατί ήμουνα ο τελευταίος τώρα. Ο ένας είχε πεθάνει το ’39, ο άλλος πέθανε απ’ την πείνα το ’41. Οπότε ο τελευταίος ήμουν εγώ. Εντάξει; Ο μπαμπάς μου μ’ έλεγε «Βενιαμίν της οικογένειας». Ο αδερφός μου ήτανε μεγαλύτερος πέντε χρόνια, αυτός που ζει τώρα. Η αδερφή μου ήτανε δυο χρόνια μεγαλύτερη απ’ τον αδερφό μου, και ο άλλος, ο Στέλιος, που σκοτώθηκε το ’44, ήτανε δυο χρόνια από τη μεγαλύτερη αδερφή μου. Δηλαδή δέκα χρόνια ήταν η διαφορά, μεταξύ εμένα και του αδερφού μου και ενδιάμεσα με την αδερφή μου. Οπότε με προσέχαν εμένα μήπως πεθάνω κι εγώ, μήπως πρηστώ κι εγώ και τα λοιπά. Κι όλο η μάνα μου μού ’χωνε κρυφά παραπάνω. Γιατί εμένα φοβότανε. Γιατί εγώ δεν ήξερα αν έτρωγα ή δεν έτρωγα, ή αν έτρωγα πολύ, ή αν πνιγόμουνα από το φαΐ, δεν ξέρω τι. Και προσέχαν εμένανε. Αυτά είναι μεγάλα στοιχεία που μπορείς να πεις με μεγάλη θλίψη. Να βλέπεις τώρα το κάρο της… Πρώτα δεν είχαν. Είχαν ένα καρότσι και το κουβάλαγε κάποιος, κι ένας άλλος πίσω μάζευε τα σκουπίδια, όσο μάζευε. Και λεγόταν το κάρο της Δημαρχίας. Μετά πήρανε κάποιο αυτοκίνητο και τα λοιπά. Εντάξει; Οπότε μαζεύανε τους πεθαμένους απ’ τον δρόμο, απ’ την πείνα, σε διάφορες συνοικίες και τους βάζανε ανάκατα, πόδια, χέρια κρεμόντουσαν πάνω. Και τα αυτά έχουνε μείνει στο μυαλό μου, τα ’χουμε δει, να πούμε, μέχρι το ’45. 7-8 χρόνων τα θυμάσαι αυτά. Αυτά τα θυμάμαι σίγουρα. Να τους κουβαλάνε. Έχει καθιερωθεί να λέει, να πούμε «Αυτός; Τόσο φτωχός που τον πήρε το κάρο της Δημαρχίας». Πολλοί άνθρωποι που πεθαίνανε, δεν τους δηλώνανε. Γιατί, κατά διαστήματα, για να μην πάρα πολύ, κάτι διεθνείς οργανισμοί του ΟΗΕ, κάτι εκκλησίες, κάτι να μην πολυξεσηκωθούν οι Γερμανοί, κάτι έτσι, κάτι από δω, κάτι δίνανε, και δίνανε κάποια κουπόνια, κάποιο τέτοιο για κάποιον. Οπότε άμα λέγανε πέθανε, δεν έπαιρνε εκείνος δέκα ελιές, μισό καρβέλι ψωμί, κάθε βδομάδα, ή δεν ξέρω τι. Γι’ αυτό το κρύβανε. Αλλά έχει μείνει, να πούμε, ιστορικά ότι 50.000 πεθάνανε στην Αθήνα και 25.000 παιδιά. Πεθάνανε. Πόσοι παραπάνω; Κανένας δεν ξέρει, κανένας δεν ξέρει.

Β.Γ.:

Και γενικά εκείνο το διάστημα πώς τρεφόσασταν, πού βρίσκατε τροφή; Υπήρχανε συσσίτια;

Χ.Τ.:

Α, ένα λεπτό. Μπράβο. Ναι. Κατά διαστήματα είπαμε ότι λέγανε στον Βύρωνα θα μοιράσουν συσσίτιο. Πω! Είχαμε ένα κατσαρολάκι και τρέχαμε να πάρουμε συσσίτιο, εκεί που λέγανε. Τώρα, μπορεί το συσσίτιο να ήταν ένα βαρέλι, ένα καζάνι μεγάλο με, ξέρω γω, τριάντα κιλά φασόλια και εκατό κιλά νερό [Δ.Α.]. Αλλά αυτό, ανάλογα τη σειρά, τελείωνε. Πολλές φορές δεν προλάβαινες. Και είχε βγει και το τραγούδι, η Βέμπο το ’λεγε, δεν ξέρω, μετά, «Και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδιά “Νιξ φαΐ”». Το «νιξ» ήταν γερμανικό, να πούμε. Τα κλέβανε και πολλοί από αυτούς και από εκεί ένα. Δεύτερο, εμείς στην Αθήνα –εγώ από ό,τι θυμάμαι– πηγαίναμε στα σκουπίδια. Τα σκουπίδια ήτανε η περιοχή που είναι το μετρό τώρα του Αγίου Δημητρίου, που λεγότανε Μπραχάμι, απ’ την κάτω μπάντα. Μάλλον, κάτω από το σπίτι μου, περίπου εκατό μέτρα... Καταρχήν, εκεί που είναι το μετρό της Δάφνης, ήταν ένα ποτάμι. Όχι ποτάμι, ένας χείμαρρος που ερχόταν από τον Υμηττό. Αυτός ο χείμαρρος ήταν ανοιχτός και κουβάλαγε νερά τον χειμώνα. Το καλοκαίρι ήταν ξερότοπος. Είχαμε κάποιες γέφυρες και περνάγαμε απέναντι. Αυτό τελείωνε κάπου στο δεξιά από το νεκροταφείο, που λεγόταν του Μπραχαμιού. Το νεκροταφείο του Μπραχαμιού. Τώρα είναι δύο νεκροταφεία: ένα του Αγίου Δημητρίου και ένα της Δάφνης. Πρώτα ήταν ένα ανοιχτό. Οπότε εκεί γινόντουσαν, πότε πότε, στο νεκροταφείο λέμε τώρα, φύγαμε από τα σκουπίδια, αλλά στην περιοχή την ίδια, στο νεκροταφείο τώρα, κατά διαστήματα, κάποιοι πηγαίνανε, χριστιανοί, πηγαίνανε να κάνουνε... Βρίσκαν, δεν ξέρω από πού… Α, υπήρχανε οι Λαϊκές. Όχι Λαϊκές όπως είναι σήμερα. Ο καθένας είχε ένα, ένα πιρούνι, ξέρω γω, δυο παπούτσια, κάτι φανέλες, ο άλλος είχε, ξέρω γω, πέντε κιλά φασόλια και κάνανε αλλαγές. Χρήματα δεν υπήρχαν. Γιατί τα χρήματα οι Γερμανοί τα κάνανε, βγάζαν δικά τους. Είχανε κατακλέψει όλοι τις τράπεζες και βγάζαν δικά τους χρήματα. Τα οποία, ανταλλακτική αξία, τίποτα. Ο κόσμος είχε εμπιστοσύνη και προσπαθούσε να αλλάξει. «Α, έχω ένα παντελόνι, να πούμε, έχω ένα ζευγάρι παπούτσια. Τι μου δίνεις;». «Εγώ σου δίνω αυτό. Εσύ τι μου δίνεις;». Γινόταν ένα τέτοιο πράγμα. Και κάπου εκεί, ψιλο... Δηλαδή εντάξει. Ο άνθρωπος, μπορεί να περάσει, επειδή ασχολήθηκα και ασχολούμαι με τη γυμναστική και με τη διατροφή, ο κάθε άνθρωπος δεν πεθαίνει, αν θα πάρει 200 θερμίδες, 100 θερμίδες την ημέρα. Μπορεί να πεθάνει, αν πάρει 10.000 θερμίδες. Αλλά με 100 δεν πεθαίνεις. Οπότε, όσο μπορούσανε, τρώγανε λιγότερο και ψιλοζούσανε, περνάγανε. Μ’ αυτές τις αλλαγές. Στο Μπραχάμι τώρα, πολλοί άνθρωποι, μάλλον οι περισσότερες γυναίκες, κάνανε μνημόσυνο στον νεκρό τους και βρίσκανε κάποια κόλλυβα. Κι έπρεπε εμείς να περιμένουμε. Ήτανε καθημερινό αυτό, διότι κάθε μέρα περνάγανε πέντε-δέκα. Απ’ αυτούς δεν πηγαίναν όλοι για τα κόλλυβα, αλλά κάποιοι πηγαίνανε. Οπότε εμάς, εγώ και κάνα δυο φίλοι απέναντι, που ήμασταν στην ίδια μοίρα, με όχι πατεράδες και ανοιχτοί… Εγώ ήμουνα, ειλικρινά όσο και να πρόσεχε η μάνα μου, εγώ το ’σκαγα. Δηλαδή δεν γινότανε, το ’σκαγα. Από μικρός να κρυφτώ, να λέω ψέματα, να πάω από δω, από εκεί, για να μπορώ να επιβιώσω, παρόλο ότι με βοηθάγανε. Λοιπόν. Οπότε το μεγάλο κατόρθωμα ήταν πώς θα πούμε ψέματα στη μάνα μας, που ήτανε Κέρβερος. Αλλά ο Κέρβερος έλειπε. Πήγαινε και ξενοδούλευε, κάπου στην Αθήνα, με τα πόδια. Πήγαινε και σκούπιζε σπίτια, δεν ξέρω τι έκανε. Διάφορα τέτοια, να πούμε, για να μπορεί να βρει. Εγώ ήμουνα ελεύθερος, δεν θα καθόμουνα σπίτι. Τι μαθαίναμε; Νεκροταφείο, Μπραχάμι, κόλλυβα. Άντε εσύ να περάσεις τώρα από δέκα άτομα, εκ των οποίων τα πέντε ήτανε δεκαπεντάρια πιτσιρίκια, να περάσεις από κάτω, για ν’ απλώσεις το χέρι σου, να πάρεις τα κόλλυβα. Με μια κουταλιά κόλλυβα που δεν έφτανε. Που ήτανε είκοσι κουταλιές κόλλυβα κι ήτανε πενήντα. Λοιπόν, όλο το κατόρθωμα ήταν πώς εσύ θα γλιτώσεις να περάσεις κάτω απ’ τα πόδια, ή θα «ψήσεις» κάποιον μεγάλο «Πεινάω, θείε» να σε βάλει μπροστά εσύ για να γλιτώσεις από τους πιτσιρικάδες. Ο μεγαλύτερος εχθρός ήτανε οι δεκαπεντάρηδες. Διότι αυτοί μπορούσαν και σφαλιάρα να σου δώσουν και να σε σπρώξουνε. Εκεί, εκεί, εκεί ξέρεις δημιουργούτανε μια ψυχοσύνθεση, μια ενέργεια των πιτσιρικάδων της ηλικίας μου, αυτής της φάσης, της δικής μου, με όχι πατέρα, με όχι τέτοιο, να μπορεί να πάρει. Να πάρει με κάθε θυσία, και με κλωτσιές και με μπουνιές, να το πάρει αυτό. Κάπως έτσι. Μετά ήταν τα σκουπίδια. Πολύ κοντά στο Μπραχάμι, πολύ κοντά στην Δάφνη, από το σημείο που λέμε και πέρα, ήτανε τα σκουπίδια όλων των Νότιων συνοικιών από το κέντρο της Αθήνας. Προς τον βορρά δεν ξέρω πού είχανε σκουπίδια, αλλά από το κέντρο της Αθήνας προς τα νότια ήταν στο Μπραχάμι. Σκουπιδότοπος μεγάλος. Όλα τα σκουπίδια πηγαίναν εκεί. Τα χύναν έτσι χύμα. Εκεί πηγαίναμε και ψάχναμε. Τι ψάχναμε; Πρώτα ψάχναμε να βρούμε κοκ. Το κοκ είναι το απομεινάρι του ξύλου. Δεν είναι κάρβουνο, γιατί το κάρβουνο έχει μια θερμαντική ικανότητα μεγάλη. Το κοκ είναι καμένο κάρβουνο, αλλά κάτι έχει, κάτι έχει, κάτι με ξύλα γύρω γύρω. Σε μεγάλες πείνες, σε μεγάλα κρύα, σαν του ’41, που ήτανε ο θάνατος, 10 υπό το 0 στην Αθήνα επί ένα μήνα. Και πείνα, και Γερμανοί, και όλα αυτά, να πούμε. Υπήρχε και αυτή η μεγάλη, ονομαστή από πολλούς, κακοκαιρία της Αθήνας, της Αττικής. Χιόνια, τόσο, έξω. Έπρεπε εκεί να πάμε αργότερα. Δεν θυμάμαι εγώ τώρα το ’41 να πηγαίνουμε εκεί, αλλά αργότερα πηγαίναμε στο Μπραχάμι, εκεί στα σκουπίδια, και ψάχναμε. Τι ψάχναμε; Ψάχναμε να βρούμε κοκ, αυτό που λέμε, τα πετάγανε οι πλούσιοι και τα μαζεύαμε. Μαζεύαμε ελιοκούκουτσα. Άκου να δεις! Ελιοκούκουτσα! Τι ήταν τα ελιοκούκουτσα; Από τις ελιές πεταμένα[00:20:00] κι εμείς είχαμε ένα κατσαρολάκι, ένα κατσαρολάκι να καθόμαστε, ένα τενεκεδάκι, κι ένα σαν κάθισμα, κι ένα άλλο μικρό για να βάζουμε μέσα τα αυτά, τα ελιοκούκουτσα, τα οποία είχαμε αποκτήσει μεγάλη ικανότητα, να σκύβεις και να ξεχωρίζουν τα δάχτυλά σου εκείνα τα ελιοκούκουτσα. Τα οποία ελιοκούκουτσα τι κάνανε; Τα παίρναν οι γονείς, αν και δεν ξέρω πού βρίσκανε κάποιο μισό κιλό αλεύρι, προσπαθούσαν να το κάνουν ένα κιλό. Πώς; Σπάζοντας το ελιοκούκουτσο, βγάζεις μέσα έναν πυρήνα. Αυτός ο πυρήνας, άμα τον κοπανάγανε μας… Α, εμάς η δουλειά ήταν να μαζεύουμε αυτά, γιατί ένας μεγάλος δεν καθότανε να κάνει έτσι. Εμάς βάζανε, τους πιτσιρικάδες. Και πηγαίναμε εκεί τα πιτσιρίκια, κοριτσάκια, αγοράκια, πηγαίνανε και μαζεύαν έτσι και μαζεύαν ένα κατσαρολάκι τόσο, ένα έτσι… Λοιπόν, και πηγαίναμε σπίτι και αυτό το σπάγαμε. Τα σπάγαμε, τα δάχτυλά μας ήταν όλα σπασμένα. Εκεί, ο κάθε πονηρός, σαν κι εμένανε, έσπαγε το δάχτυλό του εξ’ επίτηδες. «Μαμά, δεν μπορώ, τα δάχτυλά μου». Κάτι τέτοιες διαολιές κάναμε οι πιο πονηροί. Και αυτό το βάζανε μαζί με το αλεύρι και αντί για μισό κιλό, αντί για, ξέρω γω, δυο φρατζόλες, κάνανε τρεις φρατζόλες. Αυτό, βέβαια, ήταν πολύ σφιχτό και παθαίναμε ζημιά στην τουαλέτα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κανονικά την ενέργειά μας και υπήρχαν και τραγούδια. «Έφαγε μπομποτάλευρο, κουκουτσάλευρο και πρήστηκε ο, μην το πω, και πρήστηκε ο...». Χα, χα, χα και γελάγαμε. Και ήταν αλήθεια αυτό, αλήθεια. Όλα τα παιδιά είχανε συγκαεί. Όλα τα παιδιά. Εγώ θυμάμαι έναν, τον λέγαμε Νίκο, ένα φίλο, ο οποίος, του είχε μείνει, ο Νίκος ο συγκαμένος. Δεν υπήρχε άλλο όνομα. Όπως εμένα, με λέγανε αλλιώς. Εμένα με λέγανε Βάζο, του Ολυμπιακού έναν παίχτη, πολύ τρανταχτό, ο οποίος είχε στραβά πόδια, γιατί είχα πιτσιρικάς στραβά πόδια. Κι επειδή περπάταγα έτσι, με λέγανε Βάζο. «Ποιος;». «Ο Χρήστος ο Τζουρντός». «Ποιος Χρήστος; Ο Βάζος;». «Ο Βάζος, ο καμένος, ο συγκαμένος». Όλα τα παιδιά ήταν συγκαμένα. Όλα τα παιδιά ήταν συγκαμένα. Είχανε πρόβλημα. Μετά είχανε και μια άλλη ασθένεια. Η μη χορήγηση σωστών βιταμινών έφερνε κάτι «εκζήματα», ειδικά στο κεφάλι. Ξυνόμασταν, χτυπάγαμε το κεφάλι μας κάπου, ξέρω γω, και ξυνόμασταν και βγάζαμε τέτοια. Και γινόσανε, πώς τα λέγανε αυτά; Κάπως τα λέγαμε –ξέχασα τη λέξη– τότε, και βάζανε περίεργες αλοιφές. Η κάθε τρέλα της κάθε κυρα-Κατίνας, του κάθε κυρ-Μήτσουλα, να πούμε, έφτιαχνε δικά του. Εγώ θυμάμαι που μας βάζανε –πρόσεχε– μπαρούτι σκόνη, λίγο λάδι, σκόρδο και το ανακατεύανε έτσι, ξέρω γω, και το βάζαμε απάνω στο κεφάλι. Πολλά παιδιά, πώς τα λέγαμε αυτά τα...; Πολλά παιδιά τα κουρεύανε, γιατί γινόταν μεγάλο, και φοράγαν κι ένα άσπρο τέτοιο, που ξέραμε όλοι ότι είχανε... Α, ξέχασα τη λέξη.

Β.Γ.:

Ουσιαστικά, αυτά τα γιατροσόφια που κάνανε τότε…

Χ.Τ.:

Ναι, ναι γιατροσόφια. Όχι. Ξέχασα τη λέξη πώς λέγεται αυτό το πράγμα στο κεφάλι, που λέγαμε «Έχει τάδε». Πώς λέμε έχει λέπρα, έχει κασίδα. Α, κασίδα. [Δ.Α.] Ρε, κασιδιάρης είσαι. Αυτά όλα ήτανε, εντάξει, όλη αυτή η διαδικασία ήταν... Σχολείο δεν υπήρχε. Καλά, εγώ δεν πήγαινα έτσι κι αλλιώς. Τώρα...

Β.Γ.:

Γενικά όμως δεν υπήρχε σχολείο; Δηλαδή…

Χ.Τ.:

Όχι. Υπήρχανε…

Β.Γ.:

…κανένα παιδί δεν πήγαινε;

Χ.Τ.:

…σε ορισμένα μέρη υπήρχανε. Ανάλογα, άμα γινότανε κάποιο σαμποτάζ, τα κλείνανε. Το δικό μας δεν είχε. Ένα σχολείο είχαμε. Εγώ δεν θυμάμαι. Ούτε θυμάμαι κάποιον να είχε τέσσερα χρόνια. Δεν θυμάμαι. Υπήρχαν κάτι ιδιωτικά. Της κυρα-Κατίνας λεγότανε, κάπου στον Νέο Κόσμο, εκεί κοντά στο Δουργούτι. Ιδιωτικά υπήρχανε και πολλές φορές και κάποια σχολεία ανοίγανε. Εμάς δεν θυμάμαι ν’ άνοιξε αυτό το σχολείο, επειδή ήταν και πάρα πολύ φτωχή συνοικία τώρα. Κατσιπόδι τώρα. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε, τίποτα άλλο. Εντάξει, αυτά όλα... Μέχρι πότε; Τι άλλο θέλεις;

Β.Γ.:

Θυμάστε από εκείνη την εποχή κάποια περιστατικά που είχανε συμβεί, ή μετέπειτα, ας πούμε, τον Εμφύλιο…

Χ.Τ.:

Ε, πολλά…

Β.Γ.:

…από Δεκεμβριανά;

Χ.Τ.:

Από κει και πέρα είμαι γνώστης, είμαι πολύ γνώστης. Διότι, εντάξει, η περιοχή αυτή, ήτανε περιοχή γεγονότων. Κοντά ο Υμηττός, του Μαλτσινιώτη, που λέμε, το καλυκοποιείο, η Γυμναστική Ακαδημία που ήταν δίπλα, δρόμος προς τη θάλασσα, το νεκροταφείο κοντά. Υπήρχε ένα, μεταξύ σπίτι μου και νεκροταφείου, εκεί στο ρέμα που λέμε, που πήγαινε από το μετρό Δάφνης προς τη θάλασσα, να συναντήσει την Πικροδάφνη. Ένα άλλο μεγάλο, το οποίο είναι ανοιχτό τώρα και θέλουν να το κλείσουνε, και ο κόσμος κάπου εκεί δεν θέλει γιατί είναι ένα άνοιγμα. Με λίγα λόγια, η Αθήνα είχε τριακόσια, λένε ότι είχε τριακόσια, μέχρι το 1900, είχε τριακόσια ρέματα και τρία μεγάλα ποτάμια. Ένα μεγάλο ήταν ο Ιλισός, με τρεχούμενο νερό. Εγώ το θυμάμαι, το θυμάμαι το νερό που έτρεχε χειμώνα-καλοκαίρι. Καλά, τον χειμώνα εντάξει. Χείμαρρος, μεγάλο ποτάμι, ξεχείλιζε. Αλλά και τον χειμώνα έτρεχε νερό, από την Πεντέλη και απ’ την Κηφισιά. Επίσης, ήταν και ο Κηφισός, άλλο μεγάλο ποτάμι. Και ο Ηριδανός, ο οποίος είναι κλειστός τώρα και άμα πας και στο Μοναστηράκι, σε ορισμένα σημεία, φαίνεται. Αυτός ήταν από την αρχαιότητα, ο Ηριδανός. Δεν πολυφαινότανε, κρυβότανε, ανέβαινε. Άμα πας εκεί, στον Κεραμεικό, θα δεις ένα σημείο που είναι ανοιχτό, από κει πέρναγε. Αλλού ήτανε κλειστό γιατί το σκεπάζαν, δεν ξέρω τι. Πάντως τα δυο μεγάλα ποτάμια ήταν αυτά. Και η Αλεξάνδρας ήταν μεγάλο ποτάμι. Αμέ. Η Αλεξάνδρας ήταν μεγάλο ρέμα. Όχι ποτάμι, ρέμα. Όλα αυτά πέφτανε στα ποτάμια τα μεγάλα και όλα αυτά στη θάλασσα. Οπότε, ναι. Γιατί έφτασα στα ποτάμια; Γιατί… Ναι. Λοιπόν. Κάπου κόλλησα εδώ.

Β.Γ.:

Κάτι είπατε για την Πικροδάφνη.

Χ.Τ.:

Ναι. Εντάξει. Αυτά. Α! Εκεί που πήγαινε, από το μετρό της Δάφνης, το ποτάμι, για να πάει στην Πικροδάφνη, πριν από το νεκροταφείο του Μπραχαμίου, που λέγεται τώρα Δάφνη ή Άγιος Δημήτριος, υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο. Δίπλα από αυτό το ρέμα, του μετρό Δάφνης, υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο, το οποίο τώρα έχει χτιστεί και είναι του δήμου γκαράζ, για τα μεγάλα αυτοκίνητα, για την καθαρισμό των δρόμων. Εκεί, επειδή είχε ένα νούμερο, το οικόπεδο 13… Α, το Κατσιπόδι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω, ήτανε ρυμοτομημένο πριν από το ’20, από το ’30. Δηλαδή είχε οικόπεδα, είχε πεζοδρόμια. Το πεζοδρόμιο το δικό μας είναι ίδιο από το ’24, που αγόρασε ο πατέρας μου, το ’30, που αγόρασε, ίδιο είναι. Οπότε τα νούμερα υπήρχαν. Μπορεί ν’ αλλάζαν τα νούμερα, επειδή βάζαν οικόπεδα άλλα, αλλά τα νούμερα υπήρχαν. Ένα οικόπεδο που ήτανε γωνία και που είναι τώρα ο χώρος στάθμευσης αυτών των μεγάλων τροχοφόρων του Δήμου, καθαριότητας, υπήρχε ένα οικόπεδο, το λέγαν 13. Πω, ο φόβος κι ο τρόμος! Το 13 ήταν τόπος εκτελέσεων. Εκεί πηγαίνανε και οι Γερμανοί, περισσότερο οι ταγματασφαλίτες, αυτή η μερίδα των ανθρώπων, υπανθρώπων, που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και που δίχως αυτούς, δεν θα ήταν σε καμιά χώρα της Ευρώπης. Δεν θα μπορούσαν να επικρατήσουν οι Γερμανοί με 40.000 στρατό, 30.000 στρατό στην Ελλάδα, με 7.000.000.000 κόσμο. Είχαν τους ντόπιους. Οι ντόπιοι ήταν δωσίλογοι. Δωσίλογοι ήταν αυτοί που ήτανε... Όχι όλοι, βέβαια, της Αστυνομίας. Όχι όλοι βέβαια του Στρατού. Όχι βέβαια όλοι. Ορισμένοι, όμως, γίνανε δούλοι και περνάνε, κλέβανε, ρουφιάνοι ήτανε, πράκτορες ήτανε κι εκτελούσαν. Συνήθως εκτελούσαν αυτοί τους αριστερούς, σ’ αυτό το τέτοιο. Αυτό μου είχε μείνει στη συνείδησή μου και στα όνειρά μου πάρα πολλά χρόνια. Ένα ήτανε το κεφάλι του Βασιλόπουλου, ένα, κι ένα αυτό εκεί. Τι ήταν αυτό εκεί. Μια φορά που πηγαίναμε για το νεκροταφείο με τον φίλο μου τον Γιώργο, ο απέναντι, [Δ.Α.] μέσα. Εν τω μεταξύ, από το σπίτι «Μην πάτε στο νεκροταφείο. Μην πάτε ποτέ». Όσο έλεγαν μην πάτε από κει, τόσο εμείς να πάμε εκεί. Οπότε, περνώντας εκεί, αυτοί τι κάνανε; Είχανε οικόπεδο και τους θάβανε κιόλας. Ένα χέρι, μπορεί να ήταν και ο ζωντανός αυτός, είχε μείνει έξω, έτσι. Είχε μείνει το χέρι έτσι έξω. Άμα σου πω ότι και είκοσι χρόνια μετά ακόμα, 25 χρονών ακόμα, το χέρι μου δεν το έβγαζα έξω εγώ απ’ την κουβέρτα. Αμέσως το έβαζα μέσα, παρόλο ότι ήμουνα ολοκληρωμένος άντρας. Αυτόματα το χέρι το έβαζα μέσα. Το μυαλό μου πήγαινε εκεί. Πολύ άγριο μέρος αυτό. Μετά είχαμε την προσπάθεια ορισμένων... Οι οικογένειες[00:30:00] κάπως ζήσανε, μπόρεσαν να ζήσουνε, όσες ζήσανε, είτε απομεινάρια όπως η δική μας. Με πατέρα αιχμάλωτο, με πεθαμένο άλλο απ’ την πείνα και ο άλλος, να είναι 15, 16 χρονών, ο Στέλιος, δεν ήτανε να κάθεται. Και σαλταδόρος ήτανε. Σαλταδόρος ήτανε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, πιτσιρικάδων, οι οποίοι ήταν εκατό φορές ήρωες. Δηλαδή μαζεύανε τέσσερις-πέντε μαζί και κοιτάγανε πώς θα κλέψουνε, πώς θα... Με λίγα λόγια, τι θα φέρουν στο σπίτι να φάνε οι άλλοι. Τι θα φέρουν στο σπίτι. Αυτές οι οικογένειες ζήσαν, όπως έζησε η δικιά μας. Ο αδερφός μου, επειδή ο πατέρας μου ήταν αιχμάλωτος, μπόρεσε και πήρε άδεια μεταφορών. 15 χρονών και είχε καρότσι κι έκανε μεταφορές. Δεν είχαν όλοι καρότσα. Αλλά επειδή ο πατέρας μου ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών, μπόρεσε και πήρε άδεια για καρότσι. 15 χρονών τώρα έκανε μεταφορές. Δηλαδή, είχε ένα καρότσι, το οποίο ο πατέρας μου ήταν μηχανουργός και προϊστάμενος μες στον Μαλτσινιώτη, κάθε τόσο τους παίρνανε και τους πηγαίναν στο χασάνι τους τεχνίτες για επιτόπου επισκευή. Το χασάνι ήταν ένα μέρος, απέναντι απ’ το Ελληνικό, το αεροδρόμιο που είναι τώρα στην Αργυρούπολη, απέναντι, και ήταν –καλά, δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέχρι το βουνό, δεν υπήρχε σπίτι, τώρα είναι γεμάτο–, ήτανε τμήμα του αεροδρομίου, απέναντι απ’ το Βουλιαγμένης, που επισκευάζανε αποθήκες κι επισκευάζανε τους κινητήρες των αεροπλάνων, τα μεγάλα φορτηγά των αυτοκινήτων και μια αποθήκη μεγάλη. Τους πηγαίναν εκεί, με συνοδεία, και μένανε κάνα δυο μέρες εκεί, ξέρω γω, μια εβδομάδα, ή μια μέρα, ή μια ώρα. Και κάνανε επισκευή και τους ξαναπηγαίναν εκεί. Σ’ ένα μέρος, είχε συνεννοηθεί, που είχε βγει ο αδερφός μου, και του λέει ο πατέρας μου «Εγώ θα έχω φτιάξει ένα ειδικό…», τιγγίρι λέγεται στην παλιά μηχανουργική διάλεκτο, έναν άξονα, με δύο ρουλεμάν γύρω, για να μπορέσει να βάλει τις δυο ρόδες για να ’χει ρουλεμάν. Οι άλλοι είχανε κάτι… κατσικοστρογγυλά, να πούμε, κάτι ξύλινα, που δεν μπορούσαν να τραβήξουν. Αυτό ήτανε και καμάρωνε ο αδερφός μου. Αυτό το θυμάμαι καλά. Λοιπόν, 6 χρονών, 7. Οπότε, είχε αυτό το πράγμα και πήγαιναν και κάνανε μεταφορές από Σταθμό Λαρίσης, από Σταθμό Πελοποννήσου. Ο Σταθμός Πελοποννήσου ήταν στην Αγίου Κωνσταντίνου, στην εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου, στην οδός Αγίου Κωνσταντίνου, την εκκλησία, απέναντι. Ήτανε μέχρι το ’70, ’65, δεν ξέρω πότε ήταν. Μέχρι τότε, μέχρι το ’80. Δεν θυμάμαι. Πάντως ήταν εκεί. Μετά πήγε εκεί στο τέτοιο, στον μεγάλο δρόμο, εκεί, πώς το λένε, στην Εθνική Οδό. Και πηγαίνανε στον Σταθμό Λαρίσης, που ήταν ο μεγάλος σταθμός. Ή πηγαίνανε και παίρναν τις βαλίτσες από κει να τις πάνε στα ξενοδοχεία, κάτι Γερμανοί, κάτι έτσι, ξέρω γω. Κάπου αυτό. Και παίρνανε κάποιο φράγκο. Ταυτόχρονα, έπαιρνε και τον αδερφό μου τον άλλον, που ήταν μικρότερος. Πέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα, αλλά κι ο αδερφός μου ήτανε 16. 15 στα 16 κι ο αδερφός μου ήτανε 10, 11. Ε, παιδί μεγάλο. Πηγαίναν μαζί. Και μια φορά «Θέλω να πάω κι εγώ, θέλω να πάω κι εγώ, θέλω να πάω κι εγώ». Με πήρανε μια φορά μαζί. Θα ’μουνα 5 χρονών; Ναι, το θυμάμαι. Έβριζε ο αδερφός μου «Ατυχία, είχαμε και αυτό το μούλο εδώ, να πούμε, και μας έφερε γρουσουζιά». Για μένα να πω. Πάρε και μια σφαλιάρα. Χα, χα, χα τα γέλια. Και πηγαίνανε, αν δεν βρίσκανε τίποτα, πηγαίνανε και κλέβανε. Το λέγανε, το ’λεγε μετά ο αδερφός μου, αυτός ο άλλος, πέθανε, να πούμε, σκοτώθηκε, εντάξει. «Πηγαίναμε», λέει, «κaι έκανα εγώ “Α, κύριε τι ώρα είναι;”», κι ο άλλος έκλεβε ένα πορτοκάλι, από αυτά που τα κοιτάγαν όλοι. Γιατί κάθε ένας που είχε ένα μαγαζί, όταν είχε βρει πράγματα από την επαρχία, δεν ήταν [Δ.Α.], άνοιγε το μαγαζί, αλλά είχε δυο-τρεις που κοιτάγανε. Τη μάνα του, τη θεία του. Γιατί ξέραν ότι θα κλέψουνε. Ο Στέλιος όλο έβρισκε τον τρόπο. Ταυτόχρονα, ήταν και οργανωμένος στο… Ήτανε και σαλταδόρος. Σαλταδόρος, εκ των οποίων δύο φίλοι του, ένας σκοτώθηκε, και γύρισε και ο Γερμανός πίσω με το αυτό και τον έλιωσε, 15 χρονών. Με τον αδερφό μου μαζί, δηλαδή στην ίδια ηλικία, στην ίδια συμμορία ήτανε. Ταυτόχρονα, στο τέλος, ήταν και λίγο μπερδεμένοι με την ΕΠΟΝ. Το 1943 ο ΕΛΑΣ είχε κυριαρχήσει παντού, σχεδόν. Λέμε για χιλιάδες, μπορεί και ένα εκατομμύριο μέλη, και παραπάνω. Λοιπόν. Οπότε όλοι οι πιτσιρικάδες κάτι κάνανε. Δηλαδή αν μπορούσανε να κλέψουν ένα όπλο, ένα κάτι, έχει καθιερωθεί, έχει γραφτεί αυτό, και τα δίνανε εκεί. Λοιπόν. Οπότε, ένας πιτσιρικάς ΕΠΟΝίτης να τον πιάνουν οι Γερμανοί, δεν τον λέγανε «Κλεφτάκος είναι», λέγανε «Α, εσύ έδωσες τα όπλα εκεί» και αρχίζαν και καθαρίζανε. Έναν απ’ αυτούς καθάρισαν από κάτω απ’ το σπίτι μου. Του Εξηνταβελόνη το παιδί, έμενε από κάτω, ίδια ηλικία με τον αδερφό μου. Μετά το 1944… Α, ο αδερφός μου ο Στέλιος, επειδή ήτανε πάρα, πάρα πολύ σκληρό παιδί, δηλαδή τι να πω, σκληρός με όλα αυτά και είχε και την ικανότητα να είναι ο προστάτης. Ο προστάτης. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ήτανε. Και ήτανε και το ’ξερε ότι ήτανε. Θυμάμαι παίζαμε… Κατά διαστήματα, ανοίγανε το νερό, τη βρύση. Κάθε γειτονιά είχε έναν δημόσιο κρουνό που πήγαινε ο τάδε και άνοιγε. Εκεί βάζανε κατσαρολάκια, τενεκέδες, στη σειρά, από το βράδυ κι εμείς πηγαίναμε και τους αλλάζαμε. Γιατί την άλλη μέρα, θα τσακωνόντουσαν οι άλλοι κι εμείς γελάγαμε. Αυτό το κάνανε οι μεγαλύτεροι κι εμείς μαζί. Και θυμάμαι που παίζανε ένα παιχνίδι, που παίζανε τότε οι 15αρηδες, ήταν οι σπρωξιές. Μεγάλο, δυνατό παιχνίδι. Εκτός μακριά γαϊδούρας και τέτοια. Αλλά οι σπρωξιές ήταν πολύ δυνατό. Δηλαδή, ένας, σαν τον αδερφό μου, 15-16 χρονών, είχε έναν άλλον πιτσιρικά, εμένανε, στην πλάτη του, και να κολλάω εγώ απάνω πόδια, χέρια, έτσι, κι ένας άλλος απέναντι να σπρώχνονται, ποιος θα ρίξει τον άλλον. Και εγώ να σπρώχνω όσο μπορώ και ο άλλος από δω κλωτσιές και τέτοια. Και ήτανε μια πολύ σκληρή... Και ο αδερφός μου ήταν πάντοτε πρωταθλητής. Πάντοτε, πάντοτε. Το θυμάμαι αυτό. Και μου είχε στοιχίσει, εμένα, που τον έχασα, γιατί έχασα τον πρωταθλητή μου, έλεγα εγώ. Ήτανε στ’ όνειρό μου. Μια φορά που καθόμασταν απ’ όξω, πρέπει να ’τανε, όχι πρέπει να ’τανε. Συγκεκριμένα 4 Αυγούστου του 1944. Το θυμάμαι σαν και τώρα. Ο δρόμος ο κεντρικός που λέγεται τώρα Εθνάρχου Μακαρίου, παλιά λεγότανε Βασιλίσσης Σοφίας. Ήτανε χωματόδρομος. Δεν πέρναγε τίποτα από κει. Κάποιο λεωφορείο γκαζοζέν. Που τα γκαζοζέν ήταν ένα σύστημα, επειδή δεν είχε πετρέλαιο, είχαν έναν λέβητα πίσω και πάνω καίγανε ξύλα ή κάρβουνο. Κι έφτιαχνε κάποιο ατμό κι αυτό γινόταν μια κίνηση. Και λεγόταν, «Πάει σαν γκαζοζέν». Άμα κάνα αυτοκίνητο, και τώρα ακόμα, οι παλιοί εμείς, γιατί εσείς δεν ξέρετε, λέγανε «Ρε, γκαζοζέν έχεις;». [Δ.Α.] Και πήγαινε, σταμάταγε, σπρώχνανε. Σταμάταγε εκεί στο… Πού είναι η Νανά τώρα. Βουλιαγμένης και Εθνάρχου Μακαρίου, η παλιά, στον Αϊ-Γιάννη κοντά. Και όλοι καθόμασταν μ’ έναν ξύλινο πάγκο στα πεζοδρόμια και χασκογελάγαμε. Πέρναγε ο κόσμος, παίζαμε εκεί, κλωτσιές, μπάλα, βόλους, ό,τι είχαμε. Και μια φορά, έρχεται ένας «Κυρα-Τασία, ο γιος σας τραυματίστηκε στον Φάρο». Αυτό το θυμάμαι. Μετά μάθαμε ότι σκοτώθηκε. Πώς σκοτώθηκε; Επειδή ήτανε πολύ σκληρός και έπαιζε και στα τσικό τον τερματοφύλακα, στα τσικό του Πανιωνίου. Τα τσικό λένε, δεν ξέρω αν το λένε τώρα, τότε λέγανε η μικρή, η νεανική ομάδα, της ομάδας κάτι πιτσιρικάδες, 12-14 χρονών, κάνανε μια ομάδα κι από κει, σιγά σιγά, διαλέγανε πού θα πάνε εκεί. Το τσικό δεν πηγαίναν όλοι, πηγαίναν κάτι σκληροτράχηλοι. Ένας από αυτούς ήταν κι ο αδερφός μου. Γιατί υπήρχαν πολλά οικόπεδα γύρω γύρω, που τα κάναμε ποδόσφαιρο. Δηλαδή, αυτό, σαν γηπεδάκια. Ένα ήτανε η Γυμναστική Ακαδημία που υπήρχε, που ήταν επίσημο αυτό και το είχανε κλείσει, γιατί ήταν οι Γερμανοί και δεν θέλαν αυτό. Ένα άλλο ήτανε κάπου εκεί δίπλα, που είναι τώρα του Σκλαβενίτη. Ένα άλλο ήτανε στον Νέο Κόσμο, το γήπεδο της Δόξας. Ένα άλλο ήταν η αρμενική, που ήτανε στα Αρμένικα, περιοχή του Δουργουτίου, τα περίφημα Αρμένικα, τα οποία είναι τώρα πολυτελείας InterContinental ξενοδοχεία, εκεί, στον Νέο Κόσμο. Παλιά λεγόταν και Κυνοσάργους. Και Δουργούτι, και Αρμενικά, η περιοχή, ένα κομμάτι της περιοχής που ήτανε τα Αρμένικα, οι παράγκες. Λοιπόν, υπήρχανε κάποια, γύρω γύρω, αλλά... Α, κι ένα άλλο. Εκεί που σκοτώθηκε ο αδερφός μου, ήταν εκεί που είναι ο Φάρος, που λένε, ο Φάρος, εκεί που κάνανε τις εκτελέσεις, οι οποίες είναι κάπου, η περιοχή είναι κάπου ογδόντα με εκατό μέτρα προς τη θάλασσα, σ’ ένα υψωματάκι. Από εκεί που είναι τώρα ο Φάρος κι έχουνε βάλει ένα, πώς το λένε, ένα [00:40:00]μάρμαρο εκεί, που αναφέρεται για το γεγονός. Δεν ήταν εκεί, ήταν ογδόντα μέτρα πιο πέρα και ήτανε η δεξαμενή. Τι ήταν η δεξαμενή και τι ήταν ο Φάρος; Η δεξαμενή εκεί ήτανε το ύψωμα, που είχαν φτιάξει μια τσιμεντένια δεξαμενή κι επειδή ήταν λόφος, απ’ τη μια μπάντα ήταν ψηλή, οπότε κάνανε έναν τοίχο. Αυτός ο τοίχος ήταν το μέρος του goalpost εκεί. Ούτε... Τα γηπεδάκια της γειτονιάς βάζανε πέτρες για goalpost. Μεγάλα δοκάρια είχαν αλλού, στη Γυμναστική Ακαδημία, στην αρμενική. Κάπου, κάπου, που ήταν μεγάλα, μπορούσες να πεις ότι έχει goalpost ξύλινα, με πέτρες. Σε κάποια φάση, πέφτει ο αδερφός μου πάνω στις πέτρες, απάνω, και παθαίνει εσωτερική αιμορραγία. Και σηκώθηκε, ότι δεν έχει τίποτα. Αλλά είχε πάθει ζημιά, με τέτοια, ας πούμε, αυτή έπεσε ψηλά, δεν ξέρω, έσκασε έτσι, εκεί. Μας είπανε άνθρωποι που ήτανε κοντά, και μέχρι τώρα πεθάνανε, ότι «Ρε Χρήστο, και πέντε ώρες περιμέναμε να έρθουνε να τον πάρουν». Και πέθανε. Ενώ δεν ήταν τίποτα. Δηλαδή σε πέντε λεπτά θα ήταν εκεί. Πέθανε εκεί. Η μάνα μου, να μην πάω στο νεκροταφείο γιατί θα αγριέψω. Εντάξει; Και δεν πήγα. Πάει ο Στέλιος, ο οποίος εμένα μου είχε στοιχίσει. Πάρα πολύ. Περισσότερο από τον άλλον, το ’41, που ούτε καν το θυμόμουνα, να πούμε. Αλλά ο Στέλιος ήτανε ο μπαμπάς μου, ο μεγάλος μου αδερφός. Ο ήρωάς μου πάει. Ένα μεγάλο γεγονός αυτό, που έχει μείνει και το συζητάγαμε συνέχεια. Μετά από τέσσερις μέρες, έγινε αυτό το μεγάλο γεγονός για τον Φάρο και το Δουργούτι, που λένε. Το οποίο είναι μεγάλο γεγονός, σε τέσσερις περιοχές. Μία ήτανε το Κατσιπόδι, Δάφνη δηλαδή. Μία ήταν ο Βύρωνας προς την Δάφνη. Μία ήταν ο Υμηττός προς την Δάφνη. Μία ήταν το Δουργούτι. Και το Δουργούτι και προς την Δάφνη, τα Αρμένικα. Η άλλη ήταν εκεί που είναι το Intercontinental, προς τα δω. Και όλο αυτό το πακέτο πήγε στον Φάρο. Εκεί που ήταν η δεξαμενή, που λέμε, και όχι εκεί που είναι τώρα. Άρα γίναν τέσσερα μπλόκα. Δεν είναι ο μπλόκος του Φάρου, που λένε, και που είναι και λάθος μέρος. Τώρα, εντάξει, ο καθένας μπορεί να λέει το μπλόκο του Φάρου και να λέει εκεί. Όχι. Και οι άλλοι που εζήσαμε και φτιάξαμε, το ξέρανε, οι ΠΕΕΑ, που ήτανε... Εν τω μεταξύ, όλοι αυτοί, που οι αγωνιστές οι περισσότεροι ήτανε ΕΛΑΣίτες κι ήταν αριστεροί, δεν ήταν και δεξιοί. Μπορεί να ήταν και δεξιοί, καλοί άνθρωποι, αλλά οι περισσότεροι ήταν αριστεροί. Το ’68 που έγινε η διάσπαση ΚΚΕ εσωτερικού, ΚΚΕ τάδε, εκεί έγινε χαμός. Το βουλώσαν όλοι, διότι πολλοί από αυτούς κάνανε κριτική μετά. Οι άλλοι λένε «Τι, θα μας κάνουν κριτική τώρα για τον Ζαχαριάδη, πριν από πενήντα χρόνια, εκατό χρόνια που αυτό; Ξέχασέ το». Οι άλλοι λένε «Τι, μόνο στον Φάρο γίναν οι εκτελέσεις; Γίναν κι εκεί, γίναν κι εκεί». Οπότε, ένας ιστορικός, ας μην έχει βγάλει πανεπιστήμια, θα πρέπει να πάρει όλα τα γεγονότα μαζί, δίχως να κρύψει κάτι. Τέσσερα ήταν τα μπλόκα. Το πρώτο μπλόκο έγινε στο Κατσιπόδι, στην Δάφνη, εκεί που είναι η πλατεία Δημαρχίας. Είναι το πρώτο σχολείο. Ήταν ένα το σχολείο, αυτό που ήταν κλειστό. Μπορεί να άνοιγε και πότε πότε, δεν ξέρω. Πάντα κλειστό. Μπορεί να άνοιγε, να λέγανε «Άνοιχ’ το κάνα μήνα». Πάντως, εγώ από ό,τι ξέρω γενικά, ήταν κλειστό. Κάποιοι λένε άνοιγε πότε πότε. Εκεί μπροστά ήταν μια πλατεία, που είναι η δημαρχία τώρα. Που έχει φύγει η δημαρχία και έχει πάει στον Υμηττό. Αλλά η δημαρχία που ήτανε για την Δάφνη. Αυτό ήταν ανοιχτό. Εκεί έγινε το πρώτο μπλόκο, πέντε η ώρα το πρωί. Χαφιέδες, δωσίλογοι και ταγματασφαλίτες βγήκαν με τα χωνιά και λέγανε «Όλοι, από 16 χρονών μέχρι 60, να μαζευτούνε στην πλατεία του σχολείου». Και το δημαρχείο ήταν δίπλα. Αλλά δεν είχε καμιά αξία. Το σχολείο είχε αξία. Όχι το δημαρχείο, το οποίο ήταν θεόκλειστο, δίπλα από το σχολείο κι όχι αυτό που ήταν τώρα. Και μάζεψαν εκεί, καμιά πενηνταριά. Υπάρχουνε μαρτυρίες ανθρώπων, που έχω και ονόματα, που από κει ξεκίνησαν, από εκεί μαζεύανε και προχωράγανε από την Βουλιαγμένης προς τον Μακρυγιάννη, προς την Αθήνα. Άλλο κομμάτι ταγματασφαλιτών έκανε ένα άλλο μπλόκο κι έπιανε κάποιους. Στον δρόμο όλο και μαζεύανε. Άλλοι το σκάγανε. Τους μαζεύανε. Και κάνανε μικρομπλόκα. Ένα μπλόκο μεγάλο ήταν αυτό. Το αρχικό, της Δάφνης. Μετά, άλλο μικρό μπλόκο ήταν από τη μεριά που έρχονται από την Γούβα. Καμιά τριανταριά πιάσανε εκεί. Και μετά, όλους αυτούς, ερχόντουσαν κι άλλα γερμανικά και ιταλικά, και δωσίλογοι, με αυτοκίνητα και με όπλα και τέτοια, και τους μαζεύαν σιγά, σιγά, σιγά για να κάνουν ένα μεγάλο, μεγάλο, μεγάλο ποτάμι. Κι απ’ όξω από τ’ Αρμένικα, εκτελέσαν εκεί καμιά τριανταριά, και πιο πέρα άλλο μπλόκο, στην ΕΘΕΛ που ήταν το εργοστάσιο, που είναι σήμερα η InterContinental. Τα Αρμένικα ήταν δεξιά. Και τότε, όλους αυτούς τους μαζεύανε, όλους μαζί, κι ένα ποτάμι 2.000 λένε, 1.500, 2.000-2.500 λένε άλλοι. Δεν μπορούμε να πούμε και συγκεκριμένα. Αλλά αλλάζανε κάθε τόσο, το σκάζανε. Σε κάποια φάση, επειδή τότε είχε πολύ αναπτυχθεί η αντιστασιακή, ειδικά της Νέας Σμύρνης, ακόμη και το αστυνομικό τμήμα ήτανε μαζί απ’ ό,τι φάνηκε. Πολλοί αστυνομικοί δεν είναι όλοι οι μπάτσοι, να μην πω και τη λέξη. Υπάρχουν και άνθρωποι. Παλιά αν πήγαινες, για να αναφερθώ και σ’ ένα σημείο γι’ αυτό, που δεν πρέπει να γενικεύουμε. Δεν πρέπει να γίνει επειδή ένας παπάς βγήκε παλιάνθρωπος, φταίνε όλοι οι παπάδες. Ή δεν είναι επειδή ένας αστυνομικός βίασε και δολοφόνησε, είναι όλοι έτσι. Δεν είναι έτσι. Υπάρχουν διαφορές. Εντάξει; Μπορεί να είναι πηγή κακών πραγμάτων μες στην αστυνομία, μέσα στον στρατό, και μες στην εκκλησία ακόμα, αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Αν πήγαινες παλιά, πριν από τη χούντα, στα αστυνομικά τμήματα, είχε δύο ταμπέλες. Μία ταμπέλα από κει που είχε φωτογραφίες αστυνομικών που λέγανε «Πέσανε για το ιερό καθήκον της πατρίδας». Ένα. Κι από την άλλη «Πέσανε θύματα των ληστοδολοφόνων συμμοριτών». Κατάλαβες; Αυτοί που πέσανε δολοφόνων συμμοριτών, αυτοί πέσαν για την πατρίδα, ήταν οι καλοί. Οι άλλοι αυτό, δεν ήταν κακοί, ήτανε κακοί, να πούμε, ήταν θύματα, ενώ αυτοί ήταν μαζί με τους αυτούς. Εν πάση περιπτώσει. Ένα μεγάλο τμήμα αυτών ήταν υπέρ. Οπότε υπήρχε ένα μεγάλο... Πήγε ένα πακέτο αντιστασιακών στον δρόμο και με κάτι πυροβολισμούς και κάτι τέτοια, γλίτωσαν, το σκάσαν καμιά πεντακοσαριά άτομα και φύγανε. Σκοτώσανε κάμποσους. Εντάξει; Αλλά γλιτώσανε. Όλους αυτούς, όσοι μείναν, τους μαζέψαν, κάπου 1.500-2.000, στον Φάρο. Εκεί που λέμε στη δεξαμενή, και όχι εκεί που είναι η πλατεΐτσα. Εκεί, στον Φάρο, τους στήσανε κι αρχίσαν και ρωτάγανε. Ήρθανε πέντε-έξι κουκουλοφόροι, τσουβαλάδες τους λέγανε, αυτοί που ξέρανε. Κι έτσι τους άκουσα κι εγώ. Δεν λέμε «κουκουλοφόρος», γιατί η κουκούλα είναι ένα πράγμα. Αυτοί λέγονταν τσουβαλάδες γιατί δεν βρίσκανε κουκούλες και είχαν ένα τσουβάλι. Το χώναν απάνω τους, μέχρι εδώ. Δύο τρύπες και μιαν ανάσα, και να μη γνωρίζουν ούτε ώμους, ούτε τίποτα. Και πηγαίνανε και... Οι άλλοι ήταν καθιστοί κάτω και κοιτάγανε. Και έπρεπε με τα όπλα, οι άλλοι Γερμανοί απάνω, έπρεπε να κοιτάς τον τσουβαλά. Να μην κοιτάει έτσι, να τον κοιτάει έτσι. Κατάλαβες; Οπότε, άμα έκανε ο τσουβαλάς έτσι, πήγαινε ο άλλος, μπαμ, και τον εκτελούσε επιτόπου. Εντάξει; Ή τον έβγαζε στην άκρη για να τον πάει μετά εκεί, στο αυτό. Έναν λένε, και μάλλον αλήθεια είναι, από πολλές πηγές είναι αναγνωρισμένο, ότι ένας δεν άντεξε και του τράβηξε την κουκούλα και φάνηκε ότι ήταν γνωστός και τον λιώσανε με τα… Δεν τον σκότωσαν, τον λιώσανε με τους υποκόπανους των όπλων. Όλοι αυτοί ήταν καθιστοί εκεί για ώρες. Ως το τέλος, βγάλανε 114, λένε, και τους εκτελέσανε. Και όχι μόνο τους εκτελέσανε, αλλά πηγαίνανε και ρίχνανε και τη χαριστική βολή. Λοιπόν, τους άλλους τους μαζέψανε, όπως πολλούς γνωστούς μου. Τον κυρ-Νίκο τον Πολίτη, που ο γιος του πέθανε προχθές, φίλος. Πέθανε ο φουκαράς πριν από ένα μήνα. Φίλος μου, ο πατέρας του ήταν αυτός που ήταν εκεί και τη γλίτωσε και πήγε στο πώς το λένε… Όλους αυτούς τους μαζέψανε, τους πήγαν στο Χαϊδάρι κι απ’ το Χαϊδάρι πάλι πήραν κι απ’ αυτούς να τους εκτελέσουνε, αλλά οι περισσότεροι τους στείλαν στην Γερμανία. Μέσα σ’ ένα τρένο, [00:50:00]όρθιοι, που για να –μας έλεγε ο κυρ-Νίκος–, που για να ξαπλώσει κάποιος, έπρεπε τρεις-τέσσερις να πάνε για μια ώρα να στριμωχτούν εκεί, για να ξαπλώσει ο άλλος, κάτι τέτοιο, για τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες. Που και γύρισε ο κυρ-Νίκος. Έχω και μια φωτογραφία μέσα στο βιβλίο μου. Και γύρισε με τα πόδια. Μήνες ολόκληρους περιμένανε, να γυρίσουν με τα πόδια. Το τι τραβήξανε. Πολλούς ξέρω που ζήσανε απ’ αυτό. Πολλούς τους εκτελέσανε. Αλλά πολλούς ξέρω. Μετά, εμείς είχαμε βέβαια τον δικό μας τον καημό. Είχε σκοτωθεί πριν τέσσερις μέρες, αυτό. Μαθαίνουμε κι αυτό, τρελαθήκαμε. Περισσότερο εμείς, σαν οικογένεια, έχει μείνει ο αδερφός μου, για τη μάνα μου. Αλλά υπήρχε και το άλλο. Όμως, η μάνα μου, πριν από το τέτοιο, πήγαινε εκεί κι έκανε ευχέλαιο, έκανε τον σταυρό της. Μετά έγινε το τέτοιο πράγμα και πήγαινε κι εκεί, και μια φορά την παρακολούθησα εγώ κι ο απέναντι, ο Γιώργος, που ήταν μαζί, τον βλέπω τώρα, ήμασταν μαζί, λίγο αληταρία και λίγο αλαναρία. Πηγαίναμε εκεί και είδαμε, δηλαδή τρεις μέρες μετά από αυτό, και πέντε μέρες μετά, το χώμα ήταν γεμάτο κόκκινα αίματα. Γεμάτο. Όλη η περιοχή, ήταν ένα κομμάτι πέντε μέτρα, ξέρω γω, δέκα μέτρα έτσι, πέντε μέτρα έτσι, γεμάτο κατακόκκινο. Δεν μπορούσε να φύγει το αίμα. Χώμα ήταν εκεί. Αυτό μου έχει μείνει. Από εκεί και πέρα, ένα μεγάλο γεγονός ήταν τα Δεκεμβριανά, η Απελευθέρωση. Την Απελευθέρωση τη θυμάμαι πολύ καλά. Α, τα μπλόκα δεν ήτανε ένα οργανωμένο στο Δουργούτι. Είχε εκδοθεί διαταγή, από ό,τι αναφέρθηκαν από πολλούς, και περνιόμαστε [Δ.Α.] σ’ αυτό όλοι, ότι τα μπλόκα δεν ήτανε, έτσι, για εκφοβισμό και μόνο. Ήταν πώς να αρπάξουν το ’44, από την 1η Ιανουαρίου του ’44, αρχίσανε μπλόκα. Μαζεύανε κόσμο και τους στέλνανε στην Γερμανία, να δουλέψουν. Γιατί; Γιατί τα βρίσκανε σκούρα. Είχαν χαθεί ο Ρόμελ στην Αφρική, το Afrika korp είχε καθαρίσει από κει, είχαν στριμωχτεί όλοι στο Στάλινγκραντ και επίθεση εκεί. Χιόνια, Σιβηρίες και αυτά, και πολλούς νεκρούς οι Γερμανοί, χαθήκανε, να πούμε, αντιστάσεις στην Ευρώπη. Ελλάδα, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία –μεγάλη–, Αλβανία ακόμα, μεγάλες αντιστάσεις. Και αρχίσαν και στέλνανε ακόμα, λένε ότι στείλανε το ’44, τον Απρίλιο, στείλανε ένα εκατομμύριο 16χρονα Γερμανόπουλα. 16χρονα, ένα εκατομμύριο 16χρονα Γερμανόπουλα. Τα στείλανε εκεί, με δήθεν εκπαίδευση που την είχαν οι Γερμανοί πριν, ο καλύτερος στρατός. Ρίξε, φύγε. Πολεμιστής τώρα 15 χρονών. Τα στείλανε εκεί. Οπότε τα εργοστάσια μείνανε άδεια. Οπότε πηγαίνουν αυτοί. Απέναντι απ’ το σπίτι μου, ο Βασίλης, 16 χρονών, μαζί με τον αδερφό μου, πριν σκοτωθεί ο αδερφός μου, και συνονόματοι και γείτονες, και ο άλλος από κάτω και ο Γιάννης, ο δίπλα,  τρεις πήγανε στην Γερμανία. Τους πιάσανε εκεί και πήγαν στην Γερμανία. 16 χρονών.  Λοιπόν. Και δουλεύανε. Τώρα, αυτά ήτανε, μπορεί να μην ήτανε, από ό,τι μου είπε ο Βασίλης, που έγινε Ιεχωβάς αργότερα. ΚΚΕς κι έγινε Ιεχωβάς. Εν πάση περιπτώσει. Καλός άνθρωπος. Ναι. Μου ’λεγε ότι «Ρε Χρήστο, εμάς που μας πήγανε», λέει, «όλους πιτσιρικάδες, από δω κι από αλλού, μας πήγανε», λέει, «σε στρατόπεδο, στο Νταχάου, που ήταν κοντά στο Μόναχο, στο Νταχάου. Αλλά μας πήραν και μας πήγαν στα σπίτια για να καθαρίζουμε, να κάνουμε αυτό. Δεν ζήσαμε και τόσο. Κάναμε τη δουλειά που θα κάνανε τα πιτσιρίκια, τα δικά τους, εκεί. Στον κήπο, να ψωνίζουμε, να καθαρίζουμε και τα λοιπά». Ναι. Αλλά πήγαν κάνα δυο μέρες εκεί. Όλα αυτά είναι στοιχεία τα οποία δεν τα ξέρει ο κόσμος, δεν τα ξέρει ο κόσμος. Εγώ, κακώς που τότε δεν τα πολυέγραψα, από τότε. Μετά ενδιαφέρθηκα. Αλλά μετά ενδιαφέρθηκα πολύ ψάχνοντας και χρησιμοποιώντας αυτές τις γνώσεις. Ήταν, πράγματι, τα μπλόκα, ήταν για να στείλουνε στρατό, να στείλουνε δούλους με το ζόρι, να κάνουνε τη δουλειά που δεν μπορούσαν να κάνουν, επειδή δεν υπήρχε προσωπικό εκεί. Τους είχανε στείλει εκεί στην Γερμανία, στην Ρωσία, να τελειώσει αυτό το θέμα με την Ρωσία. Λοιπόν. Τώρα, αυτό είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο που κλείνει εδώ. Τώρα, από δω και πέρα…

Β.Γ.:

Μια ερώτηση μόνο.

Χ.Τ.:

Ναι.

Β.Γ.:

Αναφέρατε ότι ο πατέρας σας ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών.

Χ.Τ.:

Ναι.

Β.Γ.:

Τον είχαν συλλάβει για κάποιο λόγο ή απλά δούλευε αιχμάλωτος;

Χ.Τ.:

Δούλευε στο καλυκοποιείο και πήγανε και κλείσαν τις πόρτες και λένε «Όλοι εδώ». Δεν ήταν αιχμάλωτος πολέμου ή από κάτι. Όσοι δουλεύαν μέσα στο καλυκοποιείο, ήταν αιχμάλωτοι, κλειστοί. Αιχμάλωτοι ελεύθεροι. Κάθε δεκαπέντε τους διώχνανε, πηγαίνανε σπίτι Σαββατοκύριακο. Σαββάτο. Τον θυμάμαι τον πατέρα μου. Σχεδόν. Που ερχόταν. Αν όμως υπήρχαν, είπαμε, σαμποτάζ, τους κλειδώνανε κανέναν μήνα, ψάχνανε κανένα τέτοιο, καθαρίζανε ξέρω γω, διώχνανε, σκοτώνανε, δολοφονούσαν, δεν ξέρω τι, και συνεχίζανε πάλι. Τώρα είναι η Απελευθέρωση, ένα γεγονός, και η αρχή του Εμφυλίου, δεύτερο γεγονός. Από κει και πέρα, δεν ξέρω τι θες.

Β.Γ.:

Πάμε να μου πείτε…

Χ.Τ.:

Για την Απελευθέρωση.

Β.Γ.:

Για την Απελευθέρωση.

Χ.Τ.:

Η Απελευθέρωση. Απότομα. Πολλοί είχανε, πολλοί είχανε... Ένας κοντά μας, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του τώρα, το ’χω γράψει στο βιβλίο. Απαγορευόταν πρώτα πρώτα το ραδιόφωνο. Γιατί πάταγες το κουμπί και άκουγες BBC. Αυτούς τους πιάνανε με ραδιόφωνο, επιτόπου. Ήταν μια παρανομία γι’ αυτούς. Ένα απλό πράγμα για εμάς σήμερα: πατάμε το κουμπί κι ακούμε. Εκεί ήταν παράνομο. Έπρεπε να εκτελεστείς. Και αυτοί που ακούγανε μάν μάνι, βγήκαν «Α, απελευθέρωση! Φεύγουν οι Γερμανοί από Θεσσαλονίκη, αρχίσαν, παραδίδουν πράγματα». Γιατί δεν είναι αυτό, η παράδοση της κυριαρχίας των Γερμανών δεν είναι «Πατάμε ένα κουμπί και φεύγουμε». Είναι, πρώτον, να κρύψουν όλα τα στοιχεία και όλα τα κατηγορίες που θα μπορούσαν, παραπάνω, να τους αυτώσουν. Βλέπανε την ήττα τους, βλέπανε την ήττα τους και βλέπανε και τη δυσαρέσκεια των Γερμανών, πολλών Γερμανών, οι οποίοι το σκάσανε. Πολλοί Γερμανοί. Μην πω για τους Ιταλούς, οι οποίοι πήρανε δρόμο, ολόκληρη μεραρχία, στην Ιταλία, στην Κεφαλονιά, πήγε στα βουνά. Η μεραρχία Άκουι. Μια μεγάλη μεραρχία, το ’σκασε, επειδή έπεσε ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, έπεσε ένα χρόνο πριν, το ’44, στην Ιταλία. Τον κρεμάσανε ανάποδα και εν πάση περιπτώσει κι αυτό ήταν ένα μείον για τον χιτλερισμό και την, παγκόσμιος ηγέτης και παγκόσμια δύναμη. Έχασε μια άλλη δύναμη και αυτή η δύναμη είχε προχωρήσει και εντάξει. Οι Ιταλοί πού να πάνε; Ένα ολόκληρο κομμάτι.  Αυτοί που μείνανε, μαζί με τους Γερμανούς, ήταν η πιο σκληρότερη φάρα. Αυτοί όλοι ήθελαν να καθαρίσουνε, να φύγουνε όσο μπορούνε πιο αυτό. Και έγινε μια [Δ.Α.], αλλά ωστόσο μαθεύτηκε. Γιατί μαζεύαν τα πράγματα με τα φορτηγά, γιατί δεν κυνηγάνε, γιατί δεν βγάζουν, δεν λένε τίποτα. Μαθεύτηκε ότι οι Γερμανοί φεύγουν. Και τελικά, στις 12, νομίζω 12 Οκτωβρίου, ξεχύθηκε το πρώτο κύμα ελευθερίας. Αυτό το θυμάμαι καλά. Διότι ήμουνα στην πλάτη του πατέρα μου, με τη μάνα μου, με τα αδέρφια μου τα δύο, την αδερφή μου και τον αδερφό μου, και όλες οι νότιες συνοικίες που ήταν γύρω στην Βουλιαγμένης, να πηγαίνουμε προς το κέντρο. Άμα πω ότι σταματήσαν στου Βαριώτη, που σημαίνει κάπου στον Αϊ-Γιάννη, στην εκκλησία του Αϊ-Γιαννιού, δεν μπορείς να μπεις μέσα. Το αδιαχώρητο. Τι πηδάγαμε, τι πανηγυρίζαμε, τι γκαρίζαμε, τι γελάγαμε, τι ρωτάγαμε τι θα κάνουμε. Από δω και πέρα θα τρώμε, θα κάνουμε, θα δείχνουμε. Ο κόσμος ήταν μπερδεμένος. «Για να δούμε» λέγανε. Δεν ξέρουμε να πούμε τι θα γίνει, πώς, πού θα βρούμε, τι θα γίνει. Δεν ξέρανε. Μεγάλος πανζουρλισμός και χαρές και τέτοια. Ο πατέρας μου πήγε πίσω στο τέτοιο. Μπορεί να πήγαν για να κλέψουν. Δεν ξέρω. Γιατί πολλοί, όταν φεύγανε από τα εργοστάσια, τα παρμένα απ’ τους Γερμανούς, αρπάζανε. Μπορεί να πήγε και για αυτό. Δεν αποκλείεται. Μόλις έγινε αυτό το πράγμα, οι Εγγλέζοι… Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα ήτανε τι θα γίνει, άμα φύγουν οι Γερμανοί. Θα μας την πέσουνε οι ΕΛΑΣίτες; Έχουμε δορυφόρο της Ρωσίας; Όχι. Οπότε τι κάναν; Αγκαλιάσανε όλα τα στοιχεία, τα αντικομμουνιστικά, μαζί τους. Ακόμα και χίτες ακόμα και δωσίλογοι. Πολλοί δωσίλογοι και τέτοιοι πήγανε μαζί [01:00:00]με τους Εγγλέζους για να εμποδίσουνε τους υποτιθέμενους κομμουνιστές. Τι κομμουνιστές ήτανε; Καραγκιόζηδες ήτανε. Άλλο τα θύματα και ο αγώνας, και άλλο να λες κομμουνισμός ότι θες να αλλάξεις την κοινωνία, να την κάνεις αλλιώς, όπως τη φανταζόταν ο Μαρξ, ο Ένγκελς, δεν ξέρω ποιος. Εντάξει; Άλλο αυτό. Αλλά ήταν καλό, ότι εμπόδιο γι’ αυτούς, ήταν εμπόδιο γι΄ αυτούς. Ότι με τους ΕΛΑΣίτες τώρα, που έχουνε τη δύναμη και τα όπλα, καήκαμε. Ωστόσο, κάνανε μια κυβέρνηση συνασπισμού, το Κ.Κ. με τον Παπανδρέου. Λοιπόν. Α, περίπου στις 14, οι Γερμανοί, όπως και στην Θεσσαλονίκη, αρχίσαν και βομβαρδίζαν. Είδαν ότι εδώ είναι έτσι, εδώ είναι έτσι, δεν ρίχνουμε κι εμείς τίποτα; Ρίξανε κάτι μπόμπες, σκάσανε και κάτι νάρκες, δεν ξέρω τι, και σκοτωθήκαν, τραυματιστήκαν πάρα πολλοί [Δ.Α.]. Ένας από αυτούς ήταν ο πατέρας μου. Ο οποίος έχασε το δεξί του χέρι, το αριστερό του μάτι και το μισό πόδι. Και εκατό βλήματα πάνω! Αφού, θυμάμαι αργότερα, μετράγαμε τα βλήματα, που δεν μπορούσανε να βγάλουνε, και λέγανε οι γιατροί «Δεν πειράζει» και μας έδιναν καραμέλες. «Πόσα βλήματα;». «Πέντε». «Πάρε πέντε καραμέλες». Και γελάγαμε. Μέχρι πέντε χρόνια μετά, μέχρι 10 χρονών δηλαδή, πριν πεθάνει. Λοιπόν. Άλλο γεγονός φοβερό, να πάω εγώ να δω τον πατέρα μου, στον Ευαγγελισμό, με ένα πόδι. Στον Ευαγγελισμό; Ναι, στον Ευαγγελισμό. Μ’ ένα πόδι, μ’ ένα πόδι… Α, μ’ αυτούς τους βομβαρδισμούς των Εγγλέζων, άρχισε και σχεδόν ο Εμφύλιος. 4 Δεκεμβρίου. Αυτό το διάστημα, από το από την πρώτη κυβέρνηση μετακατοχική, με συμμετοχή των κομμουνιστών και του ΕΛΑΣ και του Τσιριμώκου, που έγινε Χούντα μετά. Λοιπόν, με συμμετοχή αυτωνών, άρχισαν και κόβανε δικαιώματα και όνειρα περί ελευθερίας και περί τάδε. Και οι άλλοι δυσαρεστήθηκαν και παραιτήθηκαν οι ΚΚΕδες. Και άρχισε το επικίνδυνο παιχνίδι, το κυνηγητό. Μειωμένος. Από κει που ήταν 90% του λαού οργανωμένο στον ΕΛΑΣ και κάπου 3% σε δεξιούς, τύπου Ζέρβα. Γιατί κι αυτοί αγωνίστηκαν, αλλά αγωνίστηκαν σε δυο μέτωπα. Ένα ήταν, κατά διαστήματα, ενάντια των Γερμανών και Ιταλών, με επιτυχίες πολλές φορές. Παραδείγματος χάρη, η συμμετοχή στον Γοργοπόταμο, δεν την έκανε μόνο, την έκαναν και οι Ζερβικοί. Οπότε αυτοί εμφανίστηκαν υπέρ αυτωνών, διότι ήταν η μαχητική δράση, η καθημερινότητα στη γειτονιά, ενάντια των κομμουνιστών της γειτονιάς, ή των ΕΛΑΣιτών. Αυτοί τους μπέρδευαν. ΕΛΑΣίτης, κομμουνιστής αργότερα. Αργότερα, η μετεμφυλιακή περίοδος και με τη χούντα; Ο παππούς μου ήταν ΕΛΑΣίτης. Όχι κομμουνιστής. ΕΛΑΣίτης. Μου λέγαν «Καλά, κι εσύ τι θα είσαι;». ΕΛΑΣίτης ήτανε. ΕΛΑΣ. Έτσι, γενικά, δεξιός, αλλά ήταν ΕΛΑΣ. «Όχι. Κι εσύ είσαι κομμουνιστής». Αυτό ήταν αργότερα. Οπότε, αυτό το κυνηγητό έκανε να κάνουμε μία μεγάλη διαμαρτυρία. Οι ηγέτες του Κ.Κ. Μην ξεχνάμε ότι παίξαν μεγάλο ρόλο, ηλίθιο ρόλο. Βέβαια, υπήρξε μία συμφωνία μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ και τον άλλον τον Αμερικανό, τον Τρούμαν. Κάποιος σκοτώθηκε πρώτος. Ο Τρούμαν ήταν ο πρώτος ή ο άλλος; Τους μπερδεύω εγώ. Ένας απ’ τους δύο. Πέθανε το ’44, ένα μήνα μετά από τα Δεκεμβριανά. Κι ο άλλος συνέχισε. Ρούσβελτ ή Τρούμαν. Ένας απ’ τους δύο. Η συμφωνία στην Γιάλτα, ένα χρόνο πριν, το ’43. Η Ελλάδα, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία. Όλο το πακέτο. Ολλανδίες και τα λοιπά, να πέσουν από δω. Κι όλοι από συμφωνία. Οπότε η Ελλάδα «Τι μας λέτε, κύριοι ΚΚΕδες; Τι διαμαρτύρεστε; Αφού εδώ θα πέσει χρήμα. Ξεχάστε». Κάτι πιέσεις, κάτι τέτοια. Δεν το ξεχάσαν ο κόσμος. Έγινε η μία διαδήλωση διαμαρτυρίας. Και τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, που τα απέκτησαν με όπλα και με αγώνες, ενάντια στους Γερμανούς, τα κόβανε, η κυβέρνηση, που δεν ήτανε ακόμα. Είχανε φύγει οι ΚΚΕδες από κει και οι ΕΛΑΣίτες, είχανε χωριστές γι’ αυτό το πράγμα. Και έγινε μια μεγάλη διαμαρτυρία, 4 Δεκεμβρίου. Από εκεί πέρα, κοπανήσανε. Μετά έγινε άλλη διαμαρτυρία, στις 5. Υπάρχουν φωτογραφίες, υπάρχουνε στοιχεία. Αυτά τα γνωρίζει όλος ο κόσμος. Από εκεί άρχισε ο Εμφύλιος. Άλλο μεγάλο. Εκτός από τον πατέρα μου. Μετά ήρθαν οι Εγγλέζοι. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, διότι από το σπίτι μου... Η περιοχή η δική μας, μετά από τις 4 Δεκεμβρίου και 5 που άρχισε και διαμαρτυρόντουσαν οι ΕΛΑΣίτες, οι αριστεροί, οι δημοκράτες ενάντια στον φασισμό και στους Εγγλέζους. Οι οποίοι Εγγλέζοι τότε, με τη συμφωνία με τον Χίτλερ… Με τον Χίτλερ λέω. Η συμφωνία Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ. Οι ΚΚΕδες, τώρα δεν θέλω να πω, διότι υπάρχουν μεγάλες θυσίες ανθρώπων του Κ.Κ.Ε. και ντρέπομαι να πω κάτι. Αλλά οι ηγέτες τους. Και ακόμα και στις 4, που κάναν διαμαρτυρία για τους Εγγλέζους, βγαίναν μπροστά με σημαίες εγγλέζικες και λέγανε «Φίλοι μας, σύμμαχοι». Νομίζαν ότι οι Εγγλέζοι ήτανε σύμμαχοι. Από πού ήτανε σύμμαχοι; Σύμμαχοι ήταν να φύγει ο Χίτλερ, που τους πήρε, ήθελε να πάρει τις αποικίες. Αυτό ήταν σύμμαχοι. Αλλά σύμμαχοι με τον ελληνικό, από πού; Φάνηκε ότι δεν ήταν σύμμαχοι. Όμως αυτοί λέγανε… Υπάρχουν φωτογραφίες ακόμα, στα Δεκεμβριανά, που φαίνονται σημαίες εγγλέζικες με ελληνικές. Αυταπάτες σκληρές. Μην πω προδοσίες. Αυταπάτες. Λοιπόν, αυταπάτες ηγετών. Από εκεί άρχισε, βέβαια, η επίσημη επέμβαση των Εγγλέζων. Όχι η διπλωματική και ο Τσόρτσιλ. Τις πρώτες μέρες, κυριαρχία ήταν το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Οι Εγγλέζοι, πριν έρθουν με τα πολλά τανκς και τα λοιπά... Τις πρώτες δέκα μέρες, η δύναμη του Παπανδρέου, της κυβέρνησης, μετά από τη με τον φασισμό, δεν ήταν, παρά γύρω από τον Μακρυγιάννη, που ήταν η σχολή Μακρυγιάννη και η σχολή χωροφυλακής. Ήταν μεγάλη δύναμη εκεί. Εκεί, γύρω γύρω, ήταν όλο το φασισταριό, χιταράδες, ταγματασφαλίτες και δωσίλογοι, όλη η δύναμη, και γύρω γύρω από την «Μεγάλη Βρετάνια». Εκεί ήταν η δύναμή τους. Εκεί ήταν η δύναμή τους. Δεν υπήρχε αλλού δύναμη. Όλοι οι άλλοι ήταν έτσι. Οπότε, ερχόμενοι οι Εγγλέζοι, περνάγανε από το Φάληρο. Περνάγανε τα τανκς απ’ όξω απ’ το σπίτι μου. Απ’ την Ζωοδόχο Πηγή δίπλα. Περνάγαν έτσι, περνάγαν από μπροστά μας. Εκεί γινόντουσαν μάχες πριν. Όχι με τους Εγγλέζους. Με τους ταγματασφαλίτες και με τους άλλους σε αυτή την περιοχή. Ακόμα δεν ήρθαν οι Εγγλέζοι να τους βοηθήσουν. Αυτό το θυμάμαι, 7 χρονών ήμουνα τώρα. Κάτσε, 7 χρονών, δεν είσαι ο οποιοσδήποτε. Είσαι 7 χρονών κι έχεις ζήσει από μηδέν χρονών τα γεγονότα. Σου μένουνε. Τα γεγονότα σού μένουνε. Εκτός του ότι τα συζητάς, χίλια χρόνια μετά, λεπτομέρειες, σου μένουνε. Αλλά όσο και να συζητήσεις, το γεγονός το ’χω δει. Εκεί απ’ όξω, στην πόρτα μας, σιδερένια πόρτα, είχανε στήσει τα όπλα και περιμένανε τώρα τους Εγγλέζους να έρθουνε, με τα όπλα, οι ΕΛΑΣίτες. Απ’ την Γούβα, από περιοχές πολύ δυνατές. Βύρωνας, Υμηττός και από Νέα Σμύρνη. Γύρω, γύρω, γύρω και περιμένανε εκεί, στην περιοχή αυτή, να μην μπούνε μέσα οι Εγγλέζοι. Και μπαίνανε, οι πώς τους λένε, οι ΕΛΑΣίτες μέσα, με τα όπλα, και τρομοκρατημένος ο κόσμος. Θυμάμαι, η μάνα μου τότε... Η μάνα μου εντάξει, την πείνα κοίταγε και τα παιδιά της κοίταγε. Ούτε καν, ούτε καν ήξερε ή ενδιαφερόταν. Δεν είχε χρόνο να ενδιαφερθεί. Δεν ήταν η αγωνίστρια η τάδε, «Ζήτω το Κ.Κ.Ε.». Όχι. Μια γυναίκα ήτανε, ηρωίδα, που ήθελε τα παιδιά της να μην πεθάνουν, όπως ο άλλος, όπως σκοτώθηκε ο άλλος, όπως ο άντρας της ήτανε τραυματισμένος κι ήτανε στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο ήταν ο πατέρας μου, τρεις μήνες, για να γλιτώσει το πόδι. Οπότε περιμέναν εκεί. Μπαίνοντας οι ΕΛΑΣίτες μέσα, με τα όπλα, η μάνα μου δυσαρεστήθηκε. «Τι κάνετε εδώ; Μην σκοτωνόσαστε, παιδιά μου». Ο άλλος να λέει «Εεε». Άγριος. Υπήρχανε και τέτοιοι. «Κυρά, μου τι θες; Με τους Εγγλέζους είσαι; Φασίστρια είσαι;». Κάτι τέτοια. «Όχι. Εγώ με τον Χριστούλη, με τον Θεό». «Ρε καλά, σιγά». Ήταν δυσαρεστημένη η μάνα μου. Ήρθαν ο[01:10:00]ι αυτοί. Σε κάποια φάση, τραυματίστηκε ένας, γιατί ερχόντουσαν οι Εγγλέζοι. Οι Εγγλέζοι ήτανε σ’ ένα σημείο στο Μπραχάμι, σ’ ένα ύψωμα, που είναι τώρα μια πλατεΐτσα. Κι εμείς βλέπαμε, γιατί ήταν γκρεμισμένα όλα. Δεν υπήρχαν σπίτια. Δύο μέρες πριν από τις 4 –ή 4 και μετά;– Δεκεμβρίου, ένα πρωί ήρθαν και γκρεμίσαν τη μάντρα μας. Και όχι τη δικιά μας μάντρα. Και κάτι μάντρες αλλωνών για να κάνουν οδόφραγμα, που θα ερχόντουσαν τα τανκς. Γκρεμίσαν τη μάντρα μας, με πέτρα. Ξέρεις. Παλιά σπίτια με μια μάντρα πέτρινη. Γκρεμίσανε, δεν υπήρχαν μάντρες γύρω γύρω, οπότε βλέπαμε τα τανκς που ήταν αραγμένα με τα έτσι στο Μπραχάμι. Στα σύνορα, εκεί που είναι το δεκατρίο, μπροστά από το ρέμα, αυτό της Καλλιρρόης, που πήγαινε απ’ το μετρό, που πήγαινε εκεί, και ήταν έτσι. Κι ερχόντουσαν και απ’ τη Νέα Σμύρνη. Οπότε είχε μαζευτεί πολύς κόσμος εδώ να αντισταθεί. Ένα σπίτι που αντιστεκόταν μαζί με όλα τα άλλα ήταν και το δικό μας. Κάποια σφαίρα χτύπησε έναν. Και οι άλλοι το σκάσανε, φύγαν και είπαν «Θα ρθούμε να σε πάρουμε». Αυτό το θυμάμαι. Αν πιάνανε οι Εγγλέζοι, οι οποίοι σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν Εγγλέζοι, ήτανε Ινδοί με κάτι σαρίκια. Το θυμάμαι εγώ. Γι’ αυτό υπάρχουν και τραγούδια. Οι Εγγλέζοι ήτανε πονηροί. Δεν βάζανε λευκούς, ξέρω γω. Βάζανε ξένους, πληρωμένους, Ινδούς, να είναι άγριοι, να είναι έτσι. Και τι τον ένοιαζε τον Ινδό να σκοτώσει έναν λευκό; Μπορεί να του άρεσε κιόλας. Ας πούμε, διαλέγανε. Γι’ αυτό υπάρχουν και κάτι τραγούδια «Ένα κάρο», πώς το λέγανε να πούμε, «κι ένα κάρο στρατό από Ινδούς»… Κάποιο τραγούδι, δεν το θυμάμαι. Το ’χω γράψει μες στο βιβλίο. «Και θα ’ρθω να σε πάρω». Και ποιος ήταν αυτός; Αυτός που είχε πει τη μάνα μου «Μωρή κλώσα», δεν ξέρω πώς την είπε, «με τους Εγγλέζους είσαι;». Και σκούπιζε με τα αίματα το αυτό, το πάτωμα. Και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Εγώ κι η μάνα μου ήμασταν. Ο αδερφός μου, η αδερφή μου… Άλλο αυτό. Την αδερφή μου την έστειλε στον Πειραιά. Γιατί εμένα η καταγωγή μου είναι απ’ τον Πειραιά. Ο πατέρας μου απ’ τον Πειραιά, η μάνα μου απ’ την Καλαμάτα. Στον Πειραιά είχαμε συγγενείς, τον αδερφό του πατέρα μου, και συγγενείς. Οπότε στείλανε τη μάνα μου… Επειδή οι μάχες γινόταν στον Μακρυγιάννη και ακόμα δεν είχαν επέμβει οι Εγγλέζοι στο Κερατσίνι, έστειλε την αδερφή μου στον Πειραιά. Ο αδερφός μου πρήστηκε απ’ την πείνα κι ήτανε στο νοσοκομείο. Κατάλαβες; Κι ήμουν εγώ με τη μάνα μου. Εγώ ήμουνα 6-7 χρονών. Κι η μάνα μου ήταν αυτή που κοίταγε, που πήγαινε στον πατέρα μου στον Ευαγγελισμό, στον αδερφό μου –κάπου ήταν, σε κάποιο νοσοκομείο, από την πείνα– και η αδερφή μου, έκλαιγε για την αδερφή μου, διότι οι Εγγλέζοι βομβαρδίσαν τον Πειραιά. «Α, το κοριτσάκι μου, το έστειλα εκεί». Νομίζεις θα γλιτώσει. Το έστειλε εκεί και βομβαρδίσαν όλο τον Πειραιά οι Εγγλέζοι. Τη γλίτωσε βέβαια. Οπότε μείναμε εμείς και τελικά ήρθαν. Ήρθε ένας και τον πήρε στην πλάτη. Και τον πήρε. Πιο πάνω από το σπίτι μου, μεταξύ σπίτι μου και Βουλιαγμένης, στην Εθνάρχου Μακαρίου, που λεγότανε Βασιλίσσης Σοφίας και που ήτανε χωματόδρομος, υπήρχε ένα μεγάλο κτήριο, ισόγειο, που ήτανε καφενείο και λεγόταν «Η συνάντησις». Υπάρχει ακόμα. Το ’χουνε κόψει και το ’χουνε κάνει μαγαζιά. Εκεί μαζευόντουσαν όλοι οι χτίστες, οι οικοδόμοι, για να χτίσουν γύρω γύρω διάφορα. Αυτό ήταν να το κάνουν νοσοκομείο οι αντάρτες, πρόχειρο. Οπότε τον πήρε εκεί. Η μάνα μου λέει... Εγώ θυμάμαι έναν καθωσπρέπει κύριο. Η μάνα μου λέει ότι ήτανε ο Θεούλης, ο Χριστούλης που κατέβηκε. Εγώ ποτέ δεν είπα «Τι λες, ρε μάνα; Ποιος Χριστούλης μού λες;». Δεν της είπα ποτέ «Ποιος Χριστούλης, ρε μάνα;». Εν τω μεταξύ, έλεγε –αυτό το θυμάμαι–, σκούπιζε καλά κι έλεγε «Αν βρούνε αίματα, σου άνοιξε η μύτη». Άκου, πονηρή η μάνα μου τώρα. Χριστιανή, χριστιανή αλλά πονήρω, πονήρω. Ήρθαν οι Εγγλέζοι και ανοίγανε τα, να μην πιάσουνε, με τα μακριά τα όπλα τους, ανοίγανε τα στρώματα έτσι, τα σπάγανε, τα κοιτάγανε και εγώ έκλαιγα. Και κάποιος μου ’δωσε μια καραμέλα. Ναι. Και, ξέρεις, δεν μου πολυάρεσε, αλλά εγώ την κατάπια την καραμέλα και λέγανε «Good, good, good». Και φύγανε. Ψάχνανε στο καταφύγιο που είχαμε, ένα πηγάδι που είχαμε στο διπλανό οικόπεδο, ανοιχτά ήταν, και είχαμε ένα πηγάδι εκεί. Ξεροπήγαδο κατά διαστήματα. Κοιτάγανε μέσα καλά. Αυτό το θυμάμαι σαν και τώρα. Την άγρια όψη των Ινδών και κάποιος Εγγλέζος που τους έκανε κουμάντο και φύγανε. Αυτό ήταν άλλο γεγονός που μου ’χει μείνει, σοβαρό γεγονός. Δεν μου έχει φύγει και δεν μου έχει φύγει γιατί το συζητάγαμε συνέχεια. Τι άλλο;  Αυτό ήταν η αρχή των Δεκεμβριανών. Τα άλλα είναι γνωστά. Άλλες λεπτομέρειες προσωπικές. Ήρθαν οι Εγγλέζοι, τελείωσε το θέμα. Έγινε η παράδοση, νομίζω τον Απρίλιο, η παράδοση των όπλων. Αυτό δεν με αφορά εμένα, γιατί, εντάξει, δεν ήμουνα μπροστά, αλλά από φωτογραφίες βλέπω ότι κλαίγανε που τα δίνανε, διαμαρτυρήθηκαν. Κι έγινε και διάσπαση πάνω σε αυτό. Γιατί να τα δώσουν οι ΚΚΕδες και οι ΕΛΑΣίτες. Γιατί να γίνει κυβέρνηση αυτό. Εντάξει; Εντάξει. Επικράτησε ο Ζαχαριάδης. Όποιος έλεγε γιατί, έτρωγε και καμία σφαλιάρα. Ή «Άντε φύγε, προδότη». Γίνανε αυτά τα κακά στην Αριστερά. Εντάξει; Άλλο τα κακά του φασισμού και άλλο τα.. ενδοκακά μέσα στις ηγεσίες. Γιατί ο Ζαχαριάδης ήτανε πράκτορας των συμμαχικών δυνάμεων. Πίσω τους ήταν ο Στάλιν και πίσω απ’ τον Στάλιν ήταν ο Τσόρτσιλ. Κι αυτοί ένα μοίρασμα του κόσμου. Από κει και πέρα τι περιμέναμε;

Β.Γ.:

Ωραία. Και πάμε να συνεχίσουμε στη μετέπειτα ζωή σας.

Χ.Τ.:

Μετέπειτα. Μετά να πάμε σχολείο. Πήγαμε… Νομίζω… Ο πατέρας μου βγήκε, νομίζω, στις αρχές Φλεβάρη. Όταν είχε τελειώσει, είχαν τελειώσει τα Δεκεμβριανά. Είχαν εξαφανιστεί. Έχω ιστορίες τώρα πάνω σ’ αυτό. Πώς φύγανε, πού πήγανε. Γνωστό εικοσάχρονο, παντρεμένο, με τη γυναίκα, μωρό στην κοιλιά, να φεύγουνε, καπετάνιος γειτονιάς εκεί, να φεύγουνε και να πηγαίνουν... Είπανε «Να πάτε όλοι βορρά». Αφού διώξανε τον Βελουχιώτη, που ήτανε στην Θήβα, και μέσα σ’ ένα λεπτό είχε καθαρίσει, πριν έρθουν οι Εγγλέζοι, κι είχε τελειώσει η υπόθεση. Φύγε, να πούμε. Και φεύγανε τώρα από παραδρόμους. Στον κεντρικό δρόμο όμως, τον εθνικό δρόμο, και στους μεγάλους δρόμους, περνάγανε τα τανκς, εγγλέζικα αυτοκίνητα και λέγανε «Εσείς που παρασυρθήκατε από δυνάμεις σκοτεινές, αν θέλετε, μπορείτε να βγείτε στον κεντρικό δρόμο, να πάτε στα σπίτια σας, να σας δώσουν κι επιδόματα, διότι παρασυρθήκατε». Πολλοί πήγανε έτσι, πολλοί δεν πήγανε. Παρασυρθήκανε. Φυλακές, κυνηγητό και γράφουμε. Και φεύγανε έτσι. Εμείς πήγαμε στο σχολείο. Εγώ πήγα κανονικά, 6 χρονών. 5 προς τα 6. Στο σχολείο αυτό... Ήταν ένα, το πρώτο. Όλοι οι αυτοί. Α, όχι πριν. Τον Φλεβάρη, 15-20 Φλεβάρη, δεν ξέρω πότε, ο πατέρας μου είχε έναν φίλο στην Βάρη, στην Βάρκιζα, που είχε εκεί μια παράγκα στη θάλασσα, παράνομη. Και του λέει, από το καφενείο, και του λέει «Δεν έρχεσαι εσύ να ανοίξεις απέναντι που έρχονται όλοι;». Μετά από την Απελευθέρωση και ακόμα πριν απ’ τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που είχε καθαρίσει εδώ, όλος ο κόσμος έτρεχε στη θάλασσα. Καρότσα από άλογα, με τα πόδια, να πάει έξω να γλεντήσει, να κάνει, να δείξει. Που είχανε κοπεί με τα Δεκεμβριανά, γιατί είχαν ανοίξει κάπως, μετά από το φευγιό των τάδε. Μέχρι τον Δεκέμβρη ήταν ανοιχτά, πηγαίναν όλοι. Αλλά η σύγκρουση ΚΚΕδων, Τσόρτσιλ, Στάλιν, και ΚΚΕδων με δωσίλογους και με Παπανδρέουδες και τέτοια, δεν εμπόδισε τον κόσμο να πηγαίνει προς τη θάλασσα, που έλειψε πολύ. Θάλασσα ήτανε. Κι εμείς ήμασταν κοντά στη θάλασσα. Με τα πόδια πηγαίναμε. Πόσο ήταν; Σιγά. Σε μισή ώρα ήσουν εκεί. Συνήθως στην Πικροδάφνη. Άνοιξε ένα, με έναν άλλον. Είχε περάσει το πόδι, κούτσαινε, μπαστούνα, αλλά ήταν πολύ γεροδεμένος. Το χέρι του ήταν το τραυματισμένο, έτσι, λιωμένο και του το κόψαν από δω, το δεξί. Το μάτι έτσι. Κι είχε κι ένα μάτι που βάζουν έτσι και ο μόνος που το έδενε, γιατί δεν μπορούσε μ’ ένα χέρι να το δέσει, ήμουν εγώ. «Ρε Βενιαμίν». Κι ήμουνα ο κολλητός του. Να του δέσω το μάτι. Επειδή δεν έφτανα μέχρι εκεί πάνω, ανέβαινα σε καρέκλα. Και έπρεπε να κάνω μεγάλη «λαδιά» για να με δείρει. Αλλιώς όλο απ’ τη μάνα μου τις έτρωγα. «Δωσ’ στο παιδί[01:20:00], επειδή σου δένει το μάτι;» έλεγε η μάνα μου. Ήτανε «γλώσσα» η μάνα μου. Δεν ήτανε οποιαδήποτε. Τη θυμάμαι μέχρι τώρα. Δεν μπορούσε να μην ήτανε «γλώσσα», διότι είχε τόσα πολλά να κάνει. Στρατηγός ήτανε. Και άνοιξε αυτό το πράγμα. Το λεωφορείο πήγαινε μέχρι την Βάρη. Υπήρχε ένα μαγαζί εκεί, που λεγότανε «Tres Jolie». Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα. Νομίζω μέχρι κάποια εποχή, υπήρχε.  Από κει και πέρα, προς τον περιφερειακό της Βάρης, που πάει έτσι ο δρόμος, δεν υπήρχε. Με τα πόδια πήγαινε. Κι ήταν το λεωφορείο, κάθε πέντε ώρες, ένα λεωφορείο, κι από κει με τα πόδια ο κόσμος πήγαινε προς τα κάτω. Εκεί που ήτανε το μαδέρι. Εκεί που είναι αριστερά τα μαγαζιά. Το τελευταίο μαγαζί, που ήταν ένα μέρος, ήταν το μαδέρι. Ήταν ένα μαδέρι που κάναμε βουτιές εκεί. Και ο πατέρας μου ήτανε πιο πάνω, δεξιά, περίπου εκατό μέτρα πάνω, ένα χώρο. Έχω και φωτογραφία. Που τον είχε κάνει ουζερί. Μια τέντα, κάτι γύρω γύρω σκάμματα, πιο κάτω μια τρύπα εκεί, μ’ ένα έτσι για τουαλέτα, ένα ψυγείο τάδε. Και μαζί με τον άλλον κάνανε, πουλάγαν ούζο. Και πηγαίναμε εμείς εκεί και εγώ πρέπει να ’μουν έξι-εφτά χρονών... Α, στο σχολείο είπαμε. Όχι. Μετά πήγα στο σχολείο. Αυτό ήταν πριν. Και πήγαινα και η μάνα μου δεν της πολυάρεσε. Ούζο τώρα, γιατί ο πατέρας μου έπινε. Σου λέει «Θα ξαναγίνει μπέκρος». Έπινε. Ο πατέρας μου με τον αδερφό του και τον γαμπρό τους, της αδερφής τους τον άντρα, τρεις, είχαν ανοίξει ένα μεγάλο, μεγάλο μηχανουργείο, στην Αδριανού. Υπάρχει το κομμάτι αυτό τώρα. Μεγάλο μηχανουργείο, με τριάντα άτομα. Πριν από τον πόλεμο, το ’35. Ήταν εκεί. Και τρεις ήταν οι τεχνίτες. Δουλεύαν στον Βασιλειάδη, στον Πειραιά, σε... Διαλέξανε διακόσιους μηχανουργούς –το ’22, ο Βενιζέλος, στην κυβέρνηση του Βενιζέλου, 21, ’22, μάλλον μετά από τη Μικρασιατική καταστροφή– να πάνε, να εκπαιδευτούν με τα νέα μηχανήματα στην Γαλλία. Και από τους διακόσιους, από τους πρώτους δέκα, ήταν ο πατέρας μου. Μεγάλος τεχνίτης. Πήγε έξι-εφτά μήνες. «Και γιατί δεν έμαθες, ρε μπαμπά, γαλλικά;». «Σιγά ρε, να κουνιέμαι σαν τους Γάλλους;». Πειραιώτης τώρα, μάγκας. Και είχαν ανοίξει ένα τέτοιο μηχανουργείο, μεγάλο, που φτιάχνανε διάφορα. Αλλά επειδή δύο μπέκροι –ο πατέρας μου και ο θείος ο Γιώργης, απ’ τον Πειραιά, ο άλλος δεν ήταν μπέκρος–, χωρίσανε. Ευτυχώς που η μάνα μου πήρε ό,τι μπόρεσε λεφτά και αγόρασε το… Τώρα δεν θα ’χαμε να μείνουμε. Θα μέναμε στον Πειραιά όλοι. Εκατό. Και αγόρασε στην Δάφνη, στο Κατσιπόδι, αυτό το οικόπεδο. Η μάνα μου. Όχι ο πατέρας μου.  Και πήγαμε εκεί –παρένθεση ήταν αυτό για τον πατέρα μου– και πήγαμε εκεί και πούλαγε ούζο και μεζέδες. Ό,τι μπορούσαμε. Και γύριζα εγώ τώρα, με μια νταμιτζάνα ούζο, μ’ ένα χωνί, για να πουλήσω ούζο. Και ντρεπόμουν. Και μου ’λεγε η μάνα μου «Πήγαινε, ρε χαζούλη, και ρώτα τι ώρα είναι». Γιατί ο πατέρας μου, ένα μάτι για δέκα μάτια. Έτσι κοίταγε. «Πήγαινε, ρε». Αφού πήγα. «Τι τους είπες, ρε;». «Τους είπα αν θέλουν. Αφού, λέει, φέραν δικό τους». «Α, καλά, να ξαναπάς». «Θα ξαναπάω». Και μου έκανε η μάνα μου… Τελικά μια φορά ο πατέρας μου... Ήρθε η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία έγινε εκεί. Δυο μέρες πριν, όλο τον κόσμο τον εδιώξανε από κει. Ειδικά τα αυτά, τα ψιλομαγαζάκια, που ήταν σαν του πατέρα μου, δρόμο από κει, για να πάνε να κάνουν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Άδειασε όλη η περιοχή. Αυτό το θυμάμαι. Γυρίσαμε πάλι μετά. Σε κάποια φάση… Εγώ πήγα σχολείο. Πήγα σχολείο. Θα το πω για το σχολείο. Σε κάποια φάση, κάποιο Σαββατοκύριακο, ο πατέρας μου, την Δευτέρα, το Σαββάτο δεν ήρθε να με πάρει. Και μ’ άφησε εκεί και μπεκροπίνανε. Και μ’ άφησε μια νύχτα εκεί κι εγώ είχα λυσσάξει στο κλάμα. Φοβόμουν κιόλας. Φοβόμουνα το χέρι μου έτσι, τον Βασιλόπουλο στο πιάτο με το κεφάλι, κάτι σατανάδες. Α, η μάνα μου με το παλιό ημερολόγιο. Πηγαίναμε σε μία εκκλησία, που ήτανε στους Αγίους Αποστόλους, στη Γυμναστική Ακαδημία από κάτω, υπάρχει αυτή. Υπήρχε ένας πολύ αντιαισθητικός και πολύ αντικοινωνικός πίνακας, που έδειχνε τους βελζεβούληδες και τους σατανάδες μέσα στην κόλαση, με καζάνια, και κάτω οι φουκαράδες να είναι μέσα στα καζάνια. Πώς λεγόταν; Πνευματικός καθρέφτης. Σε όποιο παλιό ημερολόγιο, μοναστήρι, θα το δεις αυτό. Στο Πόρτο Ράφτη το ’χα δει αυτό. Μέχρι πριν από είκοσι χρόνια. Δηλαδή πιτσιρίκος τώρα, 5 χρονών. Και να βλέπω αυτό το πράγμα και να ’μαι μόνος μου, με το κεφάλι του Βασιλόπουλου και το χέρι έτσι. Καλά. Είχα πεθάνει απ’ το κλάμα. Τελικά ειδοποίησαν. Πήγε η μάνα μου μια μέρα και πήγε και τα κατάστρεψε όλα. Τα γκρέμισε όλα. Τα έκανε λιώμα. Ο πατέρας μου, να τη σκοτώσει. Εν πάση περιπτώσει, φύγαμε από κει κι ο φίλος, που είχε το μαδέρι από κάτω, έβριζε τον πατέρα μου στο καφενείο. «Να βλάκα! Έχασες την περιοχή». Και πράγματι, τη χάσαμε. Αυτή η περιοχή θα ήταν δικιά μας όλη. Γιατί δεν υπήρχαν οικόπεδα. Όλοι αυτοί δεν ξέρω πού τα βρήκανε. Αυτό το κομμάτι θα ήταν δικό μας όλο. Λέμε για την Βάρη τώρα. Οπότε, ένας μελλοντικός Ωνάσης πήγε περίπατο! Σχολείο. Στο σχολείο πήγαμε όλοι μαζί. Ο αδερφός μου ήτανε 11, η αδερφή μου 13. Πήγαμε εκεί όλοι, μέχρι τον Σεπτέμβριο, για να μαζευτούνε και να ξεχωρίσουνε. Εγώ πήγα κανονικά Α’. Ο αδερφός μου πρέπει να ’τανε Ε’, Δ’, η αδερφή μου ΣΤ’, ξέρω γω. Και μετά τους μοιράσανε, τους ξεχωρίσανε και κάνανε πρώτο, δεύτερο σχολείο για τα μεγάλα παιδιά. Από Γ’ κι απάνω μία τάξη, μία αυτή, κι από Γ’ και κάτω άλλη. Δεν ήτανε… Οι ίδιοι δάσκαλοι ήταν που διδάσκανε την Α’ τάξη και την Γ’. Εντάξει, μεγάλη πειθαρχία εκεί. Μεγάλη αυτή. Εκεί, εντάξει. Είχαμε και συσσίτιο εκεί. Είχαμε συσσίτιο κάθε μέρα. Είχαμε ένα σταφιδόψωμο και μια σοκολάτα καφέ. Σοκολάτα υγρό, ξέρεις. Κι ένα τέτοιο. Κι ένα άλλο γεγονός. Εγώ επειδή ήμουνα, ολίγον τι μέχρι αγρίως, σαματατζής, ανέβαινα... Το σχολείο, οι πόρτες του, σιδερένια μεγάλη πόρτα, όταν έμπαινες μέσα, αριστερά, ήτανε το μαγειρείο, ένα τέτοιο μαγειρείο. Ήταν το θυρωρείο, εν πάση περιπτώσει, που εκεί είχανε το γάλα και το μοιράζανε. Και μάλιστα, ο δήμαρχος έβαλε τον πατέρα μου, ανάπηρος, να το μοιράζει. Και ο πατέρας μου, με το αριστερό, ήταν όλος δεξιός ο πατέρας μου. Με το αριστερό δεν μπορούσε, είχε πιει κιόλας. «Άι στον διάολο», τους έβριξε, έφυγε. Μετά του είπανε να γίνει φύλακας στου Μαλτσινιώτη, επειδή ήταν χρόνια εκεί, και προϊστάμενος. Και δήμαρχος του δήμου, του αυτού, ήταν ο Τρακάδας, ο οποίος ήταν και νονός μου. Χρήστος Τρακάδας. Ο πρώτος δήμαρχος του Αγίου Δημητρίου, του Μπραχαμίου, ήταν ο φίλος του πατέρα μου κι εγώ νονός του. Ο νονός μου εμένα. Χρήστος εγώ, Χρήστος αυτός. Τον έβαλε φύλακα στην πόρτα κι έλεγε «Θα ψαχουλεύω τον κόσμο όπως μας ψάχναν οι Γερμανοί. Άντε στον γεροδιάολο». Δεν ήρθε εκεί να δουλέψει απ’ ό,τι φαίνεται. Έκανε τον μεσίτη. Γιατί λέγαν θα πάρει σύνταξη. Σύνταξη καμία. Είχανε καθαρίσει και λέγανε «άμαχος πληθυσμός». Άμαχος πληθυσμός ήταν χιλιάδες τραυματισμένοι. Οπότε, τι να δώσουν; Δίνανε μόνο σ’ αυτούς που είχαν ένα χέρι από τον πόλεμο, από τα τέτοια. Τελικά, το πήρε το ’52. Κάτι ψιλά. Δηλαδή μέχρι τότε, ήταν τίποτα. Ό,τι έβγαζε, νοίκιαζε κάνα δωμάτιο, πούλαγε κάνα οικόπεδο. Ψιλά βγάζανε. Η μάνα μου δούλευε.

Β.Γ.:

Πάμε να επιστρέψουμε τώρα στο σχολείο.

Χ.Τ.:

Ορίστε;

Β.Γ.:

Στο σχολείο πάμε να επιστρέψουμε.

Χ.Τ.:

Στο σχολείο. Πήγαμε εκεί. Όλα γκρεμισμένα. Ο καθένας κουβάλαγε το σκαμνί του. Άμα ήταν και κάτι πέτρες ακόμα. Βάζανε και καμιά πέτρα. Δεν υπήρχαν ούτε θρανία ούτε τίποτα. Άγρια τρομοκρατία. Θυμάμαι μια δασκάλα, Παπαγεωργίου λεγόταν. Επειδή αυτή η Παπαγεωργίου ήταν κι αυτή ακροδεξιά, ακροχριστιανή, παλαιοημερολογίτισσα, αλλά λέγανε ότι ήτανε και συγγενής των Παπαγεωργίου, μια μεγάλη συμμορία πέντε αδερφών, έξι αδέρφια και μια αδερφή. Μεγάλοι χιταράδες, ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι στο Παγκράτι. Μεγάλο όνομα οι Παπαγεωργίου. Επειδή λεγόταν Παπαγεωργίου, φοβόμασταν. Και φοβόμασταν κι όλοι. Αυτή όμως κοπάναγε, βάραγε, έκανε. Αυτή τη θυμάμαι[01:30:00]. Σαν φόβητρο. Παπαγεωργίου, ναι. Και κουβαλάγαμε το σκαμνί. Εγώ είχα ένα σκαμνί. Εν τω μεταξύ, από το σχολείο στο σπίτι ήταν εκατό μέτρα. Βάζαμε ένα σπάγκο και το σούρναμε. Πάει το σκαμνί. Να ξύλο. Ώσπου ήρθε ο Σεπτέμβριος και μπήκαμε στη διαδικασία της πραγματικής ηλικίας. Γιατί εγώ έκανα με την αδερφή μου μαζί, τον πρώτο χρόνο, και τον αδερφό μου. 12 η άλλη, 10 ο άλλος, 6 εγώ. Δεν γίνεται. Άλλη γνώση. Πήγαμε κι εκεί. Ναι. Και μετά, όλη αυτή η διαδικασία, μετά από την Βάρκιζα, και όλη αυτή η διαδικασία, που περίμενε ο πατέρας μου να πάρει τη σύνταξη, που λέγανε θα δώσουμε, φτάσαμε το ’48, που η μάνα μου δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Και πήγε πάλι σε κάτι υπουργεία, έτρεχε από δω κι από κει, να δείξει ότι έχω ανήλικα, ο άντρας μου είναι έτσι, περιμένει σύνταξη κι έχω κι ένα ανήλικο παιδί το οποίο δεν μπορώ να το ζήσω. Και μ’ έβαλε μέσα, και πήγε και μ’ έβαλε μέσα, για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά ήταν εκεί, στο πώς λεγότανε, στα Μελίσσια, στο ορφανοτροφείο. Ένα μεγάλο έργο, ένα μεγάλο όνομα. Πώς λεγόταν; Στο ορφανοτροφείο του... Υπάρχει ακόμα.

Β.Γ.:

Εντάξει, δεν πειράζει.

Χ.Τ.:

Ε τι; Να μην θυμάμαι αυτό;

Β.Γ.:

Σας πήγε και σας άφησε εκεί πάλι.

Χ.Τ.:

Μ’ έβαλε εκεί ένα χρόνο. Μέσα εκεί, από εκεί που ήμουνα εγώ της ανοιχτής αληταρίας και της ανοιχτής αντιτρομοκρατίας των ξένων, εμένα με δέρνανε από την ηλικία μου και πάνω κι εγώ έδερνα όλους από την ηλικία μου και κάτω. Και θα ήμουνα μοιρασμένος. Τα γόνατα, το μάτι, αυτά. Εννοείται ότι όλη αυτή η περίοδος, κλέβαμε. Κλέβαμε απ’ την Νέα Σμύρνη. Πρόσεχε. Η Νέα Σμύρνη, δεν ξέρω γιατί, φάνηκε να είναι η πιο πλούσια συνοικία μετά από το ’22, που ήρθανε με παράγκες και τέτοια στο Φάληρο, βρεθήκανε να είναι νοικοκυραίοι στην Νέα Σμύρνη. Με κάτι αυλές και κάτι φρούτα μέσα και τρώγαμε τσάγαλα. Κλέβαμε τσάγαλα, πορτοκάλια μέσα και... Συμμορίες ολόκληρες. Και όχι μόνο αυτό. Μερικοί με μεγάλα ονόματα. Τώρα άμα πω έναν αρχιβιομήχανο που ήταν ο πρώτος κλεφταράς. Δεν κλέβανε μόνο... Κλέβανε και τα εργαλεία που ήτανε στον κήπο, αρπάζαμε κι εκείνο, κι άμα ήταν και ανοιχτή πόρτα, αρπάζαμε και κάνα έτσι και τα όλα. Και τα πηγαίναμε και τα πουλάγαμε στον πατέρα του Κάπρου. Ο Κάπρος ήταν ένας πιτσιρικάς, τέσσερα-πέντε χρόνια μεγαλύτερος από μας, κι η φάτσα του ήταν σαν το, με κάτι δόντια έτσι, και τον λέγαμε Κάπρο. Ο Νίκος ο Κάπρος. Ο πατέρας του ήταν σκουπιδιάρης. Μάζευε σκουπίδια και τα πούλαγε στην αυλή του. Απ’ όλα είχε. Οπότε αυτός ήταν ο κλεφταποδόχος [Δ.Α.]. Άμα πω ότι από αυτή τη συμμορία των πιτσιρικάδων, πέθανε ο φουκαράς. Ήταν ένας εργοστασιάρχης, με μπορεί και τριακόσια άτομα. Μεγάλο όνομα. Να μη λέμε ονόματα τώρα. Όλη η γειτονιά ξέρει, ας πούμε. Η παλιά γειτονιά ξέρει ποιος είναι.

Β.Γ.:

Οπότε εσείς κλέβατε και τα πηγαίνατε σε αυτόν να τα πουλήσει ή τα πουλούσατε εσείς;

Χ.Τ.:

Τα πουλάγαμε και παίρναμε χαρτζιλίκι. Δεν είχαμε τίποτα. Τίποτα δεν είχαμε. Τίποτα. Οπότε, η μάνα μου με χώνει μέσα εκεί, στα Μελίσσια, στο ορφανοτροφείο. Άντεξα ένα χρόνο, δεν άντεξα άλλο. Μ’ έναν άλλονε. Μια μεγάλη καθημερινότητα ήτανε που κάναμε κούρα. Όλα τα παιδιά αυτά ήτανε με αδυναμίες, ξέρεις, αδυναμίες. Αδύνατα παιδιά απ’ την κατοχή και τα λοιπά. Από σοβαρές. Εγώ δεν ήμουνα έτσι. Εγώ έτρωγα, μου δίναν. Αλλά επειδή ο πατέρας μου ήταν έτσι, ξέρω γω, κι η μάνα μου αυτό, κατάφεραν και με χώσαν μέσα. Ο πιο δυνατός ήμουν εγώ. Δεν άντεχα εκεί την πειθαρχία. Ειδικά τις δύο κούρες. Τι ήταν η κούρα. Δέκα με δώδεκα, στα κρεβάτια, ένα θάλαμο πενήντα κρεβάτια, τρεις σειρές έτσι, ξαπλωτοί, έτσι, τα χέρια μέσα, τα σεντόνια μέχρι εδώ και έτσι. Και πέρναγε μια γριά, καλόγρια, ήταν καθολική νομίζω, και πέρναγε μια γριά, καθολική και ορθόδοξη, πέρναγε μια καλόγρια και σε κοίταγε έτσι. Μην τυχόν κάνεις έτσι. Άμα της έκανες έτσι, είχε μια ξυλάρα και σε κοπάναγε.

Β.Γ.:

Μην ανοίξεις τα μάτια δηλαδή.

Χ.Τ.:

Ναι, ναι. Μπορούσες να μην ανοίξεις τα μάτια σου; Εμένα, πάντοτε άνοιγα τα μάτια μου και πάντοτε τις έτρωγα. Και ο διπλανός μου. Τους τη φυλάγαμε. Και μια φορά, ο διπλανός μου, κάνει έτσι, την ώρα που ήταν έτσι αυτή, της κάνει «Ααααα». Αυτή έπαθε σοκ, γκάριζε, έτρεχε. Οπότε, μας βάλαν εμάς στο, Σικιαρίδειο πρεβαντόριον το λέγανε. Μας βάλανε στο άγαλμα απ’ όξω, όλη την ημέρα, και περνάγανε όλοι και μας ψιλοφτύνανε, μας λέγανε, ξέρω γω, διάφορα. Ότι είμαστε οι χειρότεροι. Οπότε, αποφασίσαμε να το σκάσουμε απ’ τα Μελίσσια. Εγώ ήμουνα 11 χρονών. Την Ε’ έβγαλα εκεί. 11 χρονών.

Β.Γ.:

Και όσο καιρό ήσασταν στο ορφανοτροφείο, σχολείο…

Χ.Τ.:

Ναι, σχολείο. Ναι, κανονικά.

Β.Γ.:

…μαθήματα κάνατε εκεί; Ή πηγαίνατε σχολείο;

Χ.Τ.:

Έμαθα πολλά.

Β.Γ.:

Μέσα εκεί;

Χ.Τ.:

Μέσα εκεί. Εκεί έμαθα πάρα πολλά. Δηλαδή ήτανε ιδιωτικό σχολείο. Δηλαδή τι να πω; Στην ΣΤ’ εγώ πήρα, αντί για 10, 20. Τα πάντα ήξερα, τα πάντα ήξερα. Και μπορεί να ήτανε αληταρία, να ήμουνα κι έτσι, αλλά ήθελα να μάθω, ήθελα να μάθω πολλά πράγματα. Γιατί αισθανόμουνα μόνος μου, αισθανόμουνα αδύναμος και ήθελα να μάθω, να ξέρω τι μου γίνεται. Πάντα ήθελα να ξέρω τι θα μου γίνει. Κακώς, καλώς, το ’θελα αυτό. Οπότε εκεί μέσα έμαθα πολλά. Πάρα πολλά πράγματα. Και τους ευχαριστώ πολύ, αυτές τις γυναίκες. Αλλά όχι εκείνη τη γριά. Πετάγεται απάνω και το σκάσαμε την άλλη μέρα, πρωί πρωί. Μια μάντρα. Πήγα εγώ. Έχω πάει πολλές φορές, έχω δει τη μάντρα. Άμα σου πω ότι η μάντρα ήταν τόση σχεδόν. Και πώς ανεβήκαμε, σπρώχνοντας, σκάβοντας. Ένα πρωί ανεβήκαμε. Όχι τόση, εν πάση περιπτώσει.

Β.Γ.:

Ε, δύο-τρία μέτρα.

Χ.Τ.:

Ναι, ναι. Ήτανε, δυόμισι μέτρα ήταν σίγουρα. Εμείς ήμασταν 12 χρονών. Το σκάσαμε από κει με τα πόδια. Και το μάθανε αυτοί κι είχαν τηλεφωνήσει στο αστυνομικό τμήμα και μας περιμένανε. Εμάς, όλη αυτή τη διαδρομή και κλέβαμε και ζητιανεύαμε, και με τα πόδια. Ξέρεις τριάντα χιλιόμετρα είναι, είκοσι πέντε. Πόσα είναι. Κάναμε μια μέρα ολόκληρη. Περιπέτεια. Μωρέ, δεν μ’ ένοιαζε καν. Εμένα με δένανε στο… Είχαμε ένα σιδερένιο κρεβάτι, όπως παλιά είχαν. Κι εμένα με δέναν στο κρεβάτι και με δέρνανε. Δηλαδή με δέρναν όλοι. Μόνο η αδερφή μου δεν με έδερνε. Ερχόταν κρυφά και μου έδινε νερό, με αυτό να πούμε...

Β.Γ.:

Επειδή ήσασταν άτακτος;

Χ.Τ.:

Έλα; Ναι. Πολύ άτακτος. Πάρα πολύ άτακτος. Αφού λέγανε «Έλειπε αυτός ο μπάσταρδος κι είχαμε ησυχάσει», μετά από το εκεί. Οποιαδήποτε ζημιά γινότανε, λέγανε «Αυτός την έκανε». «Ρε, εσύ την έκανες. Δεν την έκανες εσύ; Είπες σ’ άλλον να την κάνει!», λέγανε οι διάφοροι γειτόνοι. Αλλά εγώ, όμως, τους βοήθαγα. Τι έκανα; Για να βγάλω κάνα χαρτζιλίκι, είχαμε μια πηγάδα, ένα πηγάδι πιο κάτω απ’ το σπίτι μου, και λίγο ανηφόρα, κι από κει βγάζανε νερό για να ποτίζουνε, όχι για να πιούνε. Κι εγώ πήγαινα, 10 χρονών, δύο τενεκέδες τούς κουβάλαγα εγώ. Και μου δίνανε κανένα γλυκό, κάνα έτσι, κάνα παστέλι. Δεν ξέρω. Καμιά ελιά. Κάτι, να πούμε, ένα... Ναι. Και μετά τελείωσα το Δημοτικό. Τον Ιούλιο δεν τελειώνει το Δημοτικό; Μία εβδομάδα πριν, ο πατέρας μου, «Να στείλουμε το μπάσταρδο, να δούμε». Ο πατέρας μου μ’ έβριζε, με την καλή έννοια, ξέρεις. Και έλεγε λέξεις μαζί ,πολλές. Δηλαδή έλεγε «Άντε, χιλιομουλομπάσταρδε!». «Χα, χα, χα», γελάγαμε εμείς.  Στον Πειραιά τώρα, Καστέλα και τέτοια. Εκεί μεγάλωσε. Και «Να το στείλουμε στη δουλειά, να δει πώς βγαίνει το μεροκάματο. Όχι παιχνίδι και μπάλα και ξύλο». 12 χρονών μου την έχει στήσει, μόλις την άλλη μέρα, να πάω στην οδό Κολοκοτρώνη, να δουλέψω σ’ έναν κολλητό του από το καφενείο, που είχε μια ψιλοβιοτεχνία. Κολοκοτρώνη και Λεωχάρους γωνία. Πάνω, πρώτος όροφος. Να… Είχε που κάνανε τσάντες. Κάτι χαρτονάκια να κόβω, κάτι να πηγαίνω για καφέδες, κάτι τέτοια. Ναι. Δεν μου πολυάρεσε που ήταν καλοκαίρι κι οι άλλοι ήτανε στους δρόμους. Όλοι. Μόνο εγώ έλειπα. Κανένας άλλος δεν είχε τολμήσει να στείλει το παιδί 12 χρονών. Εμένα μ’ έστειλε ο πατέρας μου. Για να μάθω. «Να μάθει πώς βγαίνει το μεροκάματο». Τρεις μήνες άντεξα. Λέω κι εγώ. Ποιο τρεις μήνες; Σόρρυ. Ένα μήνα. Ένα μήνα. Πριν φύγει το καλοκαίρι. Εγώ, αντί να κόψω τα χαρτόνια εκεί, τα έκοβα ένα πόντο λιγότερο. Α, έκανα ντελίβερι τσάντες. Μου ’βαζε τσάντες[01:40:00], πέντε τσάντες, εδώ έτσι, σε χαρτί, χαρτί…

Β.Γ.:

Σελοτέιπ.

Χ.Τ.:

Ναι.

Β.Γ.:

Ταινία.

Χ.Τ.:

Όχι ταινία. Σε χαρτί ντυμένος. Χαρτί που πουλάνε.

Β.Γ.:

Α, ναι.

Χ.Τ.:

Χασαπόχαρτο. Ξέρω πώς το λένε; Τρεις εδώ και τρεις εδώ. Και να πηγαίνω έτσι, να πηγαίνω να τις παραδίδω σε διάφορα μαγαζιά που πουλάγανε αυτοί. Ήτανε κατασκευή. Αυτοί πουλάγανε. Τα πουλάγανε. Οπότε, όλη την Αθήνα την ήξερα εγώ. 12 χρονών ήξερα όλη την Αθήνα. Και πήγαινα έτσι. Και μάλιστα, περνώντας από αγορά, εκεί που είχε πολύ κόσμο, έλεγα κι εγώ «Βάρδα». Βάρδα λέγανε παλιά οι καροτσέρηδες, μου το έλεγε ο αδερφός μου, τον κόσμο. Βάρδα. Δηλαδή, φύγε για να περάσω εγώ. Γιατί ο άλλος δεν ήξερε από πίσω. Οπότε, έλεγα κι εγώ «Βάρδα». Να κάτι κοψίματα, να κάτι λάθος από δω, από κει. «Φύγε, παλιομπάσταρδε» ο άλλος. Ξύλο άλλο εγώ. Ελεύθερος. Μετά τι ελεύθερος; Σε ένα μήνα, άλλη δουλειά. Στου Τόγκα, στην Αθήνα. Στου Τόγκα, στην Αθήνα, το ’50… Και νυχτερινό Γυμνάσιο. Μόλις έφυγα από το, πώς το λένε, από το Δημοτικό, στα 12, που πήγα στη δουλειά με τις τσάντες, ήρθε ο Σεπτέμβρης. Έπρεπε να πάω στο σχολείο. Πριν όμως, ο πατέρας μου, πονηρός, μου βρήκε δουλειά στην Αθήνα. Για να πας νυχτερινό, έπρεπε να έχεις δουλειά. Δεν ήταν επίσημο. Δηλαδή πολύ αισχρό να υποχρεώνουν να δουλεύει το παιδί για να πάει νυχτερινό. Δηλαδή ήταν παράνομο. 12 χρονών παιδί τώρα να δουλεύει; Εδώ απαγορεύεται κάτω από 18. Πολύ σωστά. Πολύ σωστά, να μη δουλεύει. Από 12 χρονών μέχρι τα 15, ήσουνα παράνομα. Νόμιμα αλλά παράνομα. Παράνομα με την έννοια δεν είχες ΙΚΑ. Σου έλεγαν σε πάταγε αυτοκίνητο, δεν πλήρωνε κανένας τίποτα. Αλλά δούλευες όμως. Κατάλαβες; Δεν είναι λύση αυτά. Εγώ πήρα ένσημα απ’ το ’53 και μετά. Δηλαδή 15 χρονών, ενώ από 12 δουλεύω. Δεν, τρία χρόνια δεν. Οπότε, με βάζει κάτω στην Αθήνα, να πάω να δουλέψω στου Τόγκα. Ο Τόγκας ήταν ένα μεγάλο ραφείο. Ακαδημίας και Κριεζώτου γωνία, 11. Ακαδημίας και Κριεζώτου. Απέναντι ήταν το στρατοδικείο. Εγώ πήγα το ’50 εκεί. Και το βράδυ νυχτερινό σχολείο. Φεύγαμε, έφευγα έξι και έπρεπε εφτά να πάω στο Κουκάκι. Νυχτερινό Γυμνάσιο. Εγώ ήθελα να πάω στον «Ήφαιστο», που πήγαινε ο αδερφός μου, να γίνω κι εγώ μηχανουργός. «Όχι που θα γίνεις κι εσύ μουντζούρης, να πούμε. Αληταράς σαν τον πατέρα σου και σαν τον αδερφό σου. Με γραβάτα σε θέλω και να είσαι κύριος», έλεγε η μάνα μου. Εμένα πού να μου αρέσει η γραβάτα. Με το ζόρι πήγα στο αυτό. Πήγα εκεί και δούλευα. Τι έκανα εκεί; Πάλι με θελήματα. Πάλι θελήματα, καφέδες και τέτοια. Και να πηγαίνω τώρα στολές. Τελείωναν τις στολές. Μία εδώ, μία μάλλον, δεν είχαν δύο. Μία εδώ, ξέρεις, σε αυτό το χαρτί, το αυτό, και το κράταγα έτσι και να πάω. Δύο περιπτώσεις ήτανε που πήγαινα. Τρεις περιπτώσεις. Μία δίπλα στο στρατοδικείο, που ήταν όλοι αξιωματικοί, μία. Στρατιωτικές στολές Τόγκας, Γιώργος Τόγκας. Η γυναίκα του Τόγκα, μετά το ’μαθα, ήτανε η κόρη του Τσακαλώτου, του στρατηγού, που ήταν ο αρχηγός του νίκης του Εμφυλίου Πολέμου. Μεγάλη δεξιά μούρη. Λοιπόν. Εγώ πού τα ήξερα αυτά τότε; Ούτε μ’ ένοιαζε, ούτε ήξερα. Τα έμαθα μέσα εκεί. Πρόσεχε. ’50 τώρα. Όπου το στρατοδικείο... Τρεις περιπτώσεις ήτανε. Μία ήτανε να πάω τη στολή μέσα στο στρατοδικείο, όπου ο σκοπός, δεν πέρναγε μύγα μέσα, αν δεν είχες αυτή. Κι έλεγα «Για τον στρατηγό». «Φύγε από δω, ρε μπάσταρδε». «Είναι για τον στρατηγό». Ναι. Και έλεγε τώρα ο αξιωματικός, που φύλαγε την πόρτα μαζί με τον σκοπό, «Άσ’ τον». Και του έκανα εγώ, ότι εγώ περνάω. Μία αυτή. Δεύτερη περίπτωση ήταν εδώ στην Κυψέλη, στο Λύκειο, το κεντρικό, που είναι η Κυψέλης. Ήτανε στρατιωτικό νοσοκομείο της Βασιλικής Αεροπορίας. ΓΝΕΒΑ λεγόταν. Γενικό Νοσοκομείο Βασιλικής Αεροπορίας, αν το ξέρεις. Ε; Εδώ είσαι γεννημένη; Εδώ μεγαλώνεις;

Β.Γ.:

Ναι.

Χ.Τ.:

Θα σε σκοτώσω! ΓΝΕΒΑ. Γενικό Νοσοκομείο Βασιλικής Αεροπορίας. Οπότε, στολές εδώ. Τρίτη περίπτωση. Τα δικαστήρια ήταν η Σχολή Ευελπίδων. Ακόμα το γράφει. Και εκεί. Άρα ένα, δύο, τρία ήταν οι συνοικίες που τις ήξερα καλά. Στην Κυψέλη, εδώ. Πολλές φορές ερχόμουν με τα πόδια για να γλιτώσω το εισιτήριο. Αργούσα λίγο. Κάτι φωνές, κάτι «Είχε», λέω, «χαλάσει το λεωφορείο». Τρεις περιπτώσεις. Περίπτωση τώρα στρατοδικείου. Μάλιστα. Το στρατοδικείο ήταν απέναντι. Μέσα στο… Μπροστά ήταν το μαγαζί του Τόγκα. Ένα άλλο μαγαζί, του αδερφού του Τόγκα, δεν θυμάμαι πώς το λέγαν τ’ όνομα. Γιώργος ήταν ο δικός μου. Ο αδερφός του είχε ένα άλλο, μεγαλύτερο μαγαζί, αλλά επειδή αυτός ήταν ο γαμπρός του Τσακαλώτου, είχε περισσότερη δουλειά, παρότι ήταν μικρό μαγαζί. Πίσω ήταν το ραφείο. Στο ραφείο ήτανε δύο τύποι. Ο βοηθός του ράφτη και ο ράφτης. Ο ένας ήτανε αριστερός, αριστερός και λέει «Προδότες οι ΚΚΕδες του», πώς το λένε, «του ’44 και παραδώσαν τα όπλα». Και ο άλλος ΚΚΕς, ο μεγάλος. ΚΚΕς του κερατά. Και φαγωνόντουσαν, αλλά και τα πίναν μαζί. Χρόνια μαζί. Εγώ τ’ άκουγα αυτά. Τ’ άκουγα. Αριστεροί κι οι δυο και τσακώνονται; Αλλά άκουγα εγώ. Μου μένανε. Κάτι έχουν αυτοί, αλλά είναι και φίλοι. Οπότε, ένας άλλος, όταν κατεβαίναμε κάτω την πόρτα, κατεβαίναμε πέντε σκαλιά, δεξιά ήταν η θέση του ταμία ή λογιστή, του Κώστα, ο οποίος δεξιός αυτός. Δεξιούρα. Γιατί δεξιούρα ήταν και αφεντικό και ο έτσι. Με κομμένα πόδια και ήτανε... Μήπως ήταν αριστερός; Δεν θυμάμαι καλά. Όχι, δεξιός ήτανε. Και ήτανε ο λογιστής. Ναι. Οπότε, ήταν η εποχή, που ήτανε, εγώ έβλεπα πολλές φορές που πήγαινα το πρωί, οχτώ ανοίγαμε και πήγαινα. Μου έλεγε «Έλα πιο μπροστά γιατί να μην, η κυκλοφορία». Και πήγαινα από τις εφτάμισι εγώ. Όλο το πεζοδρόμιο έβλεπα, πετύχαινα το αυτοκίνητο, υδροφόρα του Δημαρχείου, που κατάβρεχε τα πεζοδρόμια, που κάποιοι τρέχανε να φύγουν απ’ το πεζοδρόμιο. Μετά έμαθα από αυτούς τους τύπους, που ήταν ο μάστορας και ο βοηθός του, ότι ήτανε φουκαράδες συγγενείς των στρατιωτών που δικαζόντουσαν, ή των κομμουνιστών, που δικαζόντουσαν από το στρατοδικείο. Κοιμόντουσαν τη νύχτα εκεί για να πάνε την άλλη μέρα να δουν τι θα γίνει με τα παιδιά τους. Λέμε για εκατοντάδες. Δεν μου άρεσε εμένα να βλέπω τώρα. Έτυχε να δω, την ώρα που τους… Αυτοί, ποιος ξέρει, μπορεί να ’χαν κοιμηθεί μια ώρα πριν. Κοιμάσαι στο πεζοδρόμιο; Με μια κουβέρτα, ή ξέρω γω ένα μαξιλάρι, ή ένα σακάκι; Και θυμάμαι την περίπτωση αυτή. Μετά θυμάμαι ακριβώς τι έγινε με τον Μπελογιάννη. Ναι, το θυμάμαι καλά. Το θυμάμαι καλά, διότι μπορούσα να δω εγώ. Δίνοντας τη στολή, όλο πέρναγα και κοίταγα. Κι έβλεπα ένα πακέτο που καθόντουσαν κι έναν τύπο όρθιο, με ένα γαρύφαλλο. Αυτό το θυμάμαι καλά.  Όταν το ’λεγα και μου εξήγησαν οι άλλοι, «Ρε αυτός είναι ο Μπελογιάννης. Είναι κομμουνιστής, είναι έτσι, είναι αλλιώς, είναι παλικάρι». Λέω «Καλά, δεν φοβάται ο άνθρωπος;». «Όχι ρε, δεν φοβάται, ρε. Εμείς δεν φοβόμαστε, ρε», να λένε οι άλλοι. Μου έχει μείνει αυτό. Ότι πώς δεν φοβάται. Αφού θα τον εκτελέσουνε, ήτανε για δρόμο. Όπως κι έγινε. Και πήγαινα στη γειτονιά και καμάρωνα εγώ. Και μου λέγαν «Ω, ρε ψεύτη». Όλες οι εφημερίδες γράφανε γι’ αυτό το πράγμα. Για μια εβδομάδα, γράφανε συνέχεια. Άμα πάρεις στοιχεία τότε, θα δεις ότι γράφαν για τον Μπελογιάννη, φωτογραφίες και τέτοια, να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Και υπήρχε κι η αντιπολίτευση βέβαια. Υπήρχε κι ο Πλαστήρας που δεν ήθελε να γίνει, από ό,τι μάθαμε μετά. Γιατί, νομίζω, ήταν ο τελευταίος που εκτελέστηκε. Και δεν με πιστεύανε. «Α, ρε ψευταρά». Αυτά ήτανε γεγονότα που μου μείνανε. Κι από κει έφυγα. Μια φορά, ήτανε μία, η Μαρία. Μια κοπέλα που έκανε, η καπελού, που έφτιαχνε τα καπέλα. Οι άλλοι από πίσω φτιάχνανε τα αυτά. Αυτή ήταν η καπελού, η Μαρία, η οποία με αγαπούσε. Ήτανε περίπου στην ηλικία σου. 30, 31 χρονών. Μια όμορφη κοπέλα, έτσι, μακριά μαλλιά. Ναι. Και την αγαπούσα. Την αγαπούσα, και 12 χρονών ήμουν τότε. Την αγαπούσα και ξέρω γω, τα πρώτα σκιρτήματα. Με αγκάλιαζε και τρελαινόμουνα. Και όλο μ΄ άφηνε να διαβάσω. Μου έλεγε «Πήγαινε, πήγαινε». Γιατί ήμουνα υποχρεωμένος να κάτσω απ’ όξω, έτσι εκεί, και να περιμένω κάποια παραγγελία, να πάω, να κάνω. Και μου λέει «Πήγαινε, πήγαινε να[01:50:00] διαβάσεις μέσα». Και ήτανε καλή. Και πήγαινα νυχτερινό εγώ τώρα. Λύσσαγα εγώ. Ήθελα να φύγω. Πώς να φύγω, πώς να φύγω; Λέω «Παλιά μου τέχνη κόσκινο: αληταρία». Τι αληταρία; Λάθος πελάτες, άργησα. Εγώ πήγαινα σινεμά. Ερχόμασταν εδώ και παίζαμε μπάλα, εδώ στο, απ’ όξω, πριν σκάψουνε κάτω τον δρόμο, ήτανε μια πλατεία, μπροστά από τη Σχολή Ευελπίδων. Κι ήτανε ένα γήπεδο με δοκάρια. Το γήπεδο της περιοχής. Και παίζαμε μπάλα εκεί και καθυστερούσα κάνα δυο ώρες, να θυμώσει, να με διώξει. Αλλά επειδή με αγαπούσε, και με αγαπούσε η γυναίκα του. Άκου να δεις.  Όταν πήγαινα σπίτι για κάποια θελήματα, που μένανε Ιωάρχου Ιωακείμ, Κολωνάκι, δηλαδή δέκα λεπτά με τα πόδια, πάντοτε μου είχε η γυναίκα φαγητό, γλυκό. «Κάτσε να φας. Κάτσε», μου ’λεγε. Πολύ καλή. Και ο Τόγκας ήταν καλός άνθρωπος. Και τι έκανα εγώ; Έκανα βρωμιά. Κάποια μου είπε «Ρε, άμα πεις...». Λέω «Πώς να φύγω από δω;». «Άμα πεις ότι την έχει γκόμενα την άλλην». Λέω «Πω πω. Πολλή ντροπή». Και του λέω έτσι κι έτσι. «Θα πω στη γυναίκα σου έτσι κι έτσι. Διώξε με». «Όχι, δεν σε διώχνω». Γιατί… Σε κάποια φάση, μου είπε η Μαρία, το ’53, κάνα εξάμηνο πριν φύγω από κει, «Σε θέλουνε σπίτι». Και πάω σπίτι και είδα τον πατέρα μου που είχε πεθάνει. Το ’53. 15 χρονών τώρα. Όσο και να αυτό, ο πατέρας μου ήτανε. Εντάξει;

Β.Γ.:

Από τι πέθανε;

Χ.Τ.:

Έκανε μια εγχείρηση. Παρακέντηση στη σπονδυλική στήλη. Δεν ξέρω, έτσι λέγανε. Πέθανε επάνω στην εγχείρηση. Ούτε κι εκεί με πήγε η μάνα μου, στο νεκροταφείο. Δηλαδή ούτε και τη μάνα μου είδα στο νεκροταφείο. Γιατί όταν πέθανε η μάνα μου, ήμουνα στην Αγγλία, εξόριστος, και η αδερφή μου μού το είπε μια βδομάδα μετά. Μην τυχόν φύγω από κει κι έρθω εδώ και με αρπάξουν. Ακόμα δεν είχε... Όχι μόνο δεν είχε. Ήταν ο Ιωαννίδης, μετά απ’ το Πολυτεχνείο. Ακόμα είχα πέντε χρόνια να φάω. Και μου το είπε μια βδομάδα μετά. Δεν πήγα ούτε εκεί. Άλλο, άλλο. Άγρια κατάσταση πιτσιρικά. 15 χρονών ήμουνα. Μετά λύσσαξα, ήθελα να φύγω. Πέθανε κι ο πατέρας μου. Ήθελα να φύγω. Έκανα αυτό. «Φύγε, παλιόπαιδο, να έρθει ο αδερφός σου να μιλήσουμε». Έφυγα εγώ, λέω «Μ’ έδιωξε». Ο αδερφός μου ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος και πολύ σκληρός. Παρόλο ότι ήτανε 18 χρονών, ήτανε... Ακόμα είναι ακροδεξιός, ακροχριστιανός, παλαιοημερολογίτης και πρώτος μηχανικός στα καράβια. Και ότι πήγα μαζί του, τρίτος εγώ, πρώτος αυτός. Με λυσσάξανε στο ξύλο. Και η μάνα μου και αυτός. Ακόμη και η αδερφή μου. «Δεν ντρέπεσαι λίγο», λέει. Ήταν μεγάλη ντροπή. Τελικά έφυγα από το Γυμνάσιο. Άλλο αυτό. Πήρα τηλέφωνο, μετά από δέκα μέρες, και ζήτησα συγνώμη. Και μου λέει «Θέλω να σε δω». Λέω εγώ «Ντρέπομαι». «Να σε δω». Λέει «Ποιος σε έβαλε;». Εμένα μ’ είχε βάλει μία που δεν χώνευε αυτήν. Κι εγώ έπεσα στη λούπα. Μου άρεσε κιόλας γιατί [Δ.Α.] και πρόδωσα την πρώτη μου αγάπη. Και το ’χω βάρος. Δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Δεν ξέρω, αλλά δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Μπορεί να ’ταν και αλήθεια. Αλλά δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Πάνε εκατό χρόνια τώρα. Ναι. Και μου λέει «Κάποιος σε έβαλε, ποιος;». Δεν του είπα. Λέω «Όχι». «Κάποιος σ’ έβαλε, δεν είσαι εσύ έτσι». Εντάξει. Έμεινε αυτό το πράγμα. Τελείωσε αυτό. Στο Γυμνάσιο, τα πρώτα δυο χρόνια... Τον πρώτο χρόνο, πήγα με την αδερφή μου μαζί, γιατί δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Είχε τελειώσει την Εβδόμη. Γιατί αναγκάστηκε να πάει στη δουλειά, να μάθει μοδίστρα, σ’ ένα μοδιστράδικο, που ήταν εκεί στην πλατεία, κοντά στην Δάφνη. Οπότε πήγαμε μαζί. Εγώ Πρώτη τάξη Γυμνασίου, Δημοτικό, και αυτή Εβδόμη Γυμνασίου. Στο ίδιο σχολείο, νυχτερινό. Το οποίο ήτανε στην οδό Ζαν Μωρέας, που είναι απέναντι από κει που είναι το InterContinental, πιο δω λίγο, απέναντι, παράρτημα του 6ου γυμνασίου Κουκακίου. Το οποίο, τα νυχτερινά γυμνάσια πληρώναμε εμείς. Άκου να δεις. Βρήκα εγώ. Βρήκα. Θα σ’ τη δείξω. Νομίζω έχω εδώ, κάτω. Θα σ’ τη δείξω. Γιατί πολλοί λένε ότι το κίνημα δωρεάν παιδείας άρχισε από τους φοιτητές. Όχι, δεν άρχισε απ’ τους φοιτητές. Άρχισε από τα νυχτερινά Γυμνάσια. Διότι έχω εγώ μία απόδειξη που λέει «Σχολική περίοδος ’51- ’52», ή ’52- ’53; ’51- ’52. Θα τη δω κάτω. Ο τάδε, εγώ μαθητής της Β’, Γ’ Γυμνασίου. Δεν ξέρω. Β’ νομίζω. Ή Α’. Θα το δούμε κάτω. «Πλήρωσε 20.000 δραχμές για τη χρονική περίοδο από τάδε μέχρι τάδε. Παράρτημα Γυμνάσιο», 6ο Γυμνάσιο, παράρτημα Κουκακίου. Παράρτημα 6ου γυμνασίου. Που πληρώναμε. Πληρώναμε εμείς. Και κάναμε μεγάλο αγώνα. Αργότερα θυμάμαι… Εκεί…

Β.Γ.:

Μόνο στο νυχτερινό πλήρωνες ή…;

Χ.Τ.:

Μόνο στο νυχτερινό.

Β.Γ.:

Μόνο στο νυχτερινό.

Χ.Τ.:

Στα δημόσια δεν πλήρωνες τώρα. Ούτε στο Δημοτικό, ούτε στο αυτό. Αλλά στα νυχτερινά πληρώναμε και ήτανε πολύ γελοίο. Γιατί λέγανε «Α, δουλεύει. Να πληρώσει». Δεν δουλεύει, ρε, 12 χρονών το παιδί. Πρώτα πρώτα, δεν έπρεπε να δουλεύει. Δηλαδή σε κάνει να δουλέψεις, να δουλέψεις τσάμπα. Ό,τι ήθελε. Χαρτζιλίκι σου δίνανε, οτιδήποτε. Ξέρω γω; Τίποτα. Ασφάλεια δεν είχες. Γιατί από τα 15 και μετά ήτανε η νόμιμη προσφορά εργασίας. Μέχρι τα 15 δεν υπήρχε. Πες, δεν κυνηγάνε το αφεντικό, αλλά δεχότανε. Εντάξει; Αλλά όμως λέγανε «Πληρώνεσαι. Πλήρωσε». «Ωραία. Να πληρώνω απ’ τα 15 και μετά». «Όχι. Θα πληρώνεις από τα 12, που δεν...». Τι να πω τώρα, εντάξει. Η κοινωνία, άσε με. Εμείς ερχόμασταν κάθε βράδυ… Άλλη περίπτωση τώρα. Άλλη περίπτωση που περάσαμε. Η Αθήνα το ’50 και μετά ήτανε γεμάτη από πιτσιρίκια. Μπορεί και 10.000 να δουλεύανε στην Αθήνα. Γεμάτο. Όπως είναι οι μηχανές τώρα, με τα ντελίβερι. Εμείς ήμασταν οι ντελιβεράδες, καφετζήδες, ντελιβεράδες. Διάφορες δουλειές. Ταχυδρομεία, πράγματα να αγοράσουμε για το αφεντικό, εκείνο, τ’ άλλο. Το μεσημέρι, όλοι πηγαίναμε, όσοι δουλεύανε, στο κέντρο, λαταρχήν, πηγαίναμε και τρώγαμε, είχαμε ένα δικαίωμα να τρώμε στη Λέσχη Εργαζομένου Παιδιού, η οποία ήτανε στην περιοχή τη δική μου, που ήμουν εκεί, Ακαδημίας. Ήταν, όπως ανεβαίνουμε απάνω Βασιλίσσης Σοφίας και τελειώνει ο Εθνικός Κήπος, ο Βασιλικός Κήπος λέγαμε τότε, ακριβώς που στρίβει για τα τέτοια, ακριβώς απέναντι. Ήταν ένα κτήριο με σκάλες έτσι. Υπάρχει ακόμα. Νομίζω το έχουνε κάνει μουσείο τώρα; Πώς λεγότανε; Το κτήριο τάδε. Εκεί ήταν το μαγειρείο που πηγαίναμε εμείς, με το πιάτο μας, το τσίγκινο, να πάρουμε το φαΐ και να φάμε. Όρθιοι. Εμείς πηγαίναμε και το τρώγαμε στον κήπο. Απέναντι ακριβώς.  Δεν ξέρω ποιοι, είχαν ανοίξει, για να μην πάνε από το έτσι, είχαν ανοίξει τα κάγκελα και χωνόμασταν, πιτσιρικάδες τώρα εμείς. Χωνόμασταν εμείς και μπαίναμε από εκεί, απ’ τη γωνία, μέσα. Οι πονηροί, ένας από αυτούς κι εγώ, το πιάτο δεν το κουβαλάγαμε στην τσάντα μας. Το χώναμε κάπου εκεί, το πλέναμε, το χώναμε κάπου κει, και πηγαίναμε να παίξουμε μέσα ή να διαβάσουμε. Γιατί δύο η ώρα σταματάγαμε μέχρι τις πέντε, τα καλοκαίρια. Τον χειμώνα δεν θυμάμαι. Και πηγαίναμε εκεί και αράζαμε. Εκεί παίζαμε μπάλα. Εκεί δεξιά, ήτανε ένα μέρος που ήτανε χαλασμένο έτσι, και παίζαμε μπάλα εκεί. Παίζαμε πάρ’ τα όλα. Πάρ’ τα όλα ήτανε ένα πράγμα, ένα κότσι από κατσίκι, ένα έτσι, που το έστριβες έτσι και κέρδιζες. Με λίγα λόγια, τζόγος. Τζογάραμε. Πάρ’ τα όλα. Παίζαμε χαρτάκια. Τα χαρτάκια τι ήτανε; Από τα τσιγάρα τα πλακέ, το καπάκι, το κόβαμε κι είχανε, σαν την τράπουλα, κι είχαμε τέτοια. Ξέραμε όμως τις τιμές. Όσο πιο σπάνιο ήταν το... Θυμάμαι το «Sante», που είχε μια γυναίκα απ’ όξω. Αυτό, πω. Πενήντα από τα άλλα. Το «Έθνος», που ήταν Ματσάγγου ξέρω γω, δύο το ένα τέτοιο. Και είχαμε πλούτο. Παίζαμε τέτοια. Μπάλα, ξύλο, διαβάζαμε. Ό,τι θέλαμε κάναμε εκεί. Λοιπόν. Το παράρτημα του νυχτερινού Γυμνασίου, του 6ου νυχτερινού Γυμνασίου στο Κουκάκι, το παράρτημά του ήταν κάπου διακόσια μέτρα προς τη θάλασσα. Ζαν Μωρέας λεγόταν η οδός. Είναι ακριβώς, πρέπει να ’ναι ακριβώς απέναντι, εκεί που είναι το InterContinental, λίγο προς την Αθήνα[02:00:00], απέναντι. Και σχολάγαμε δέκα η ώρα με την αδερφή μου. Τον πρώτο χρόνο που τελείωσε τη… Η αδερφή μου, είπαμε, δεν είχε τελειώσει την  Ογδόη τάξη τότε, του Γυμνασίου. Γιατί στην Εβδόμη έφυγε και δούλεψε για μοδίστρα, επειδή δεν τα ’βγαζε πέρα η μάνα μου. Και ήθελε να τελειώσει την Όγδοη, να τελειώσει το Γυμνάσιο. Η Όγδοη. Οπότε, τον πρώτο χρόνο πήγαμε μαζί. Και γυρίζαμε περνώντας δίπλα από τα Αρμένικα. Από το Δουργούτι. Για να φτάσουμε στην Δάφνη πλέον. Γιατί η Δάφνη ονομάστηκε, απ’ το ’47 και μετά Δάφνη. Από Κατσιπόδι. Τα Αρμένικα. Τα Αρμένικα ήταν μια περιοχή, που είναι τώρα οι πολυκατοικίες εκεί, στο Δουργούτι. Στον Νέο Κόσμο δεν υπήρχαν οι πολυκατοικίες. Υπήρχε ένας μεγάλος χώρος από παράγκες, από τους πρώτους Αρμένιους που ήρθανε το ’15, ’16, από τον διωγμό στην Τουρκία, και μετά το ’22, που ήρθανε και οι πρόσφυγες από την Τουρκία. Ελληνόφωνες και Αρμένηδες και πολλοί άλλοι φτωχοί που δεν είχανε τίποτα και φτιάχναν μια παράγκα, εκεί, παράνομη, μέσα. Η παράγκα, η μία δίπλα απ’ την άλλη, έπιανε ένα χώρο, μπορεί και δύο τετραγωνικών χιλιομέτρων. Μια μεγάλη... Μπορεί να μέναν και δέκα χιλιάδες μέσα. Ο ένας πάνω στον άλλονα. Εκεί υπήρχε ένας κεντρικός –καμία αποχέτευση– κεντρικός δρόμος. Ήταν ένα σαν ρέμα, που μπορεί και τα απόβλητα, πολλές φορές, να περνάγανε από κει. Ήτανε τόπος που μαζευόντουσαν όλοι οι σκουπιδιάρηδες, αυτοί που μαζεύανε, ρακοσυλλέκτες, δουλειές του ποδαριού, πλανόδιοι μανάβηδες. Επέκταση η μια παράγκα δίπλα απ’ την άλλη, στην ταράτσα κοιμόντουσαν, και περνάγαμε δίπλα εμείς από κει. Μέσα εκεί είχανε και μόνιμα λαϊκές αγορές. Δηλαδή άμα ήθελες να πάρεις κάτι, δεν περίμενες να ρθεί την ημέρα που θα είναι η Λαϊκή. Πέρναγες από κει κι έπαιρνες, και κρεμμύδια έπαιρνες και τα λοιπά. Εμείς περνάγαμε, γιατί δίπλα ακριβώς ήταν ο Τόμας, ένας Αρμένης που είχε ένα μαγαζί και πούλαγε βιβλία και διάφορα, δεύτερο χέρι, πράγματα. Κι εμείς πηγαίναμε και αλλάζαμε –ο μοναδικός–, και αλλάζαμε πέντε μάσκες, κάτι περιοδικά εικονικά, εικονογραφημένα, κάτι περιοδικά τότε που ήτανε ευχάριστα στην ηλικία μας, τα αλλάζαμε και παίρναμε ένα καινούριο με δέκα από αυτά. Μας άρεσε ο τύπος. Εκεί, στην Κατοχή, δημιουργήθηκε μεγάλος χώρος παρανομίας για τους ταγματασφαλίτες και για τους φασίστες. Δεν μπορούσαν να μπούνε μέσα, γιατί με το παραμικρό, ο καθένας που θα έμπαινε μέσα, σε ένα λεπτό είχε πάει στην άλλη άκρη, μέσα περνώντας από τρύπες κι από οδούς, γιατί οι άλλοι δεν ξέρανε και φοβόντουσαν. Είχανε φάει και κάνα δυο. Κι ήταν ένας χώρος πολύ ελεύθερος και ονομαστός. Γι’ αυτό είχανε λυσσάξει και οι Γερμανοί να το αδειάσουν αυτό το πράγμα και κάνανε κι ένα μπλόκο, μαζί με τα άλλα μπλόκα. Κάνανε κι ένα μπλόκο απ’ όξω και άμα θα δεις και τα ονόματα που είναι στην επιτύμβιο πλάκα, που είναι εκεί στην πλατεία του Φάρου, τα ονόματα, υπάρχουν πολλοί αρμένικα ονόματα και επίσης και καπετάνιοι μέσα από εκεί του ΕΛΑΣ. Πολύ σκληροί άνθρωποι. Πάρα πολύ. Παρότι βγάλανε και δύο κουκουλοφόρους. Ή δύο ή τρεις κουκουλοφόρους από κει μέσα, από ό,τι φάνηκε. Λοιπόν. Έτσι λένε, δεν ξέρω, αλλά έτσι λένε. Μπορεί να μην είναι αλήθεια. Μπορεί να είναι ψέματα. Βγάλανε εξεπίτηδες, γιατί θέλανε να μάθουν από κει μέσα ποιος είναι. Γιατί ήτανε μεγάλη σφηκοφωλιά γι’ αυτούς εκεί μέσα. Μεγάλα ονόματα αρμένικα, δυνατά. Επίσης, είχαμε γνωστούς εκεί πέρα, γιατί βγάζανε μία ομάδα, την αρμενική, και παίζανε με τις διάφορες άλλες ομάδες. Το ’46, ’47, ’48, ’49, ’50. Μέχρι που σιγά σιγά, θέλαν να το αδειάσουν εκεί. Να φύγει αυτό το πράγμα από κει. Διότι ήταν και κοντά στην Αθήνα, για τουριστικούς λόγους και για πολλούς λόγους διάφορους, γιατί η περιοχή περίμενε το InterContinental π.χ. και δεν ξέρω και ποια άλλα. Ήταν και του Φιξ, κι ένα μεγάλο εργοστάσιο εκεί – πώς λεγόταν; Της ΕΘΕΛ. Έβγαζε ελβιέλ παπούτσια, εκεί πέρα, που είναι το InterContinental τώρα εκεί. Ήταν μια περιοχή που θέλαν να την αδειάσουν από κει, να φύγουνε. Κάποιοι φύγανε, πολλοί, και πήγανε στην Αρμενική Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας, με τον Μικογιάν που τους δέχτηκε εκεί. Άλλοι φύγαν, άλλοι ντρεπόντουσαν στα Αρμένικα, άλλοι πήγανε κάτω, στο τέρμα της Δάφνης, που λεγόταν και Άνω Δάφνη. Κάτι από κει, από την ΔΕΗ από πίσω, που ήταν τα νέα Αρμενικά. Ήταν κι εκεί κάποια Αρμένικα, λίγα. Αλλά τα Αρμενικά, τα συγκεκριμένα, ήταν εκεί. Εντάξει; Όλη η περιοχή λεγόταν Δουργούτι. Αλλά η περιοχή που ονομάστηκε ισάξια με το όνομα Δουργούτι, είναι τα Αρμένικα. Παρότι δεν υπάρχουν τα Αρμένικα. Όλοι εμείς, οι παλιοί, ξέραμε τα Αρμένικα. Οπότε… Και μια περιοχή πολύ κοντά στον Δήμο της Αθήνας, αφού λένε ότι εκεί πήγαινε ο Σωκράτης. Ήταν πολύ κοντά. Κυνοσάργους. Πολύ κοντά ήταν μια από τις πιο πλούσιες συνοικίες. Δίπλα ήταν η Ακρόπολη, δίπλα ήταν οι Στήλες του Ολυμπίου Διός. Δίπλα ακριβώς ήταν το ποτάμι, ο Ιλισός. Δίπλα ακριβώς. Παλιές φωτογραφίες που βλέπουμε, ή φανταστικές εικόνες, δείχνει την ποιότητα αυτού του πράγματος, που το θέλαν να καθαρίσουν απ’ αυτούς. Και τελικά το καταφέρανε. Έχω πολλούς γνωστούς, απόγονους που δουλεύανε μέσα. Έχω μία φίλη Αρμενοπούλα, παντρεμένη με φίλο Έλληνα. Έλληνες κι αυτοί. Κι αυτή Ελληνίδα. Και που έφυγε 8 χρόνων από κει πέρα. Είχε μαγαζί ο μπαμπάς της. Μαθαίνουμε πολλά από εκεί πέρα στοιχεία. Οπότε το θέμα αυτό με τα Αρμένικα τελείωσε. Μετά αναγκάστηκα να πάω στο, μετά που… Ταυτόχρονα, εκτός από αυτό που έκανα εγώ, εκεί, στου Τόγκα, έκανα κι ένα άλλο. Έμεινα στη Β’ τάξη Γυμνασίου. Εξεπίτηδες. Δεν πάω, θα μείνω. Ενώ ήμουνα ο καλύτερος. Ο καλύτερος. Έμεινα από απουσίες. Το ’σκαγα. Άλλο ξύλο εκεί. Τελικά, αναγκάστηκαν και πήγαν και με βάλανε στον «Ήφαιστο». Ή στον «Ήφαιστο» και μουντζούρης ή δεν πάω πουθενά. Ρε να με σαπίσουνε, εγώ εκεί. Είδαν και απόειδαν…

Β.Γ.:

Το κάνατε αυτό επίτηδες, για να πάτε στον «Ήφαιστο»;

Χ.Τ.:

Να πάω στον «Ήφαιστο» και να πάω να γίνω μηχανουργός, για να πάω στα καράβια. Άλλη τρέλα. Τα καράβια. Νόμιζα ότι ήτανε κάτι το αυτό. Άσχετα αν μετά έλεγα «Τι ήθελα ο βλάκας στον Περσικό Κόλπο, τρίτος μηχανικός;». Μέσα σε, 55 βαθμούς έξω, μες στη μηχανή και να ’μαι μούσκεμα στον ιδρώτα και στη μουντζούρα. Και να λέω «Τι ήθελα ο βλάκας να πάω στα καράβια». Άσχετο αυτό. Και τελικά πήγα στον «Ήφαιστο». Η πρώτη σχολή, η πρώτη φάση, ήτανε Μιχαήλ Βόδα, στην Αθήνα. Μετά όλος ο «Ήφαιστος» πήγε στα Πατήσια. Οπότε… Ένα άλλο πράγμα που ξέχασα να πω. Όταν πηγαίναμε στο νυχτερινό Γυμνάσιο, από του Τόγκα, 12 χρονών, σιγά μην μπαίναμε μέσα στο τραμ. Πέρναγε το 6, το 12, το 12, δεν θυμάμαι ποιο. Πέρναγε και πήγαινε Κουκάκι και πήγαινε κάτω και πέρναγε απ’ όξω από το σχολείο. Εμείς από πίσω. Εκεί ήτανε τα πράσινα, τα κίτρινα τραμ. Τα κίτρινα τραμ δεν ήταν εύκολο να καβαλήσεις. Τα άλλα, άμα δεις φωτογραφίες, δύο τραμ ήτανε. Ένα τραμ ήταν με κίτρινα θεόκλειστα. Κλειστά, έτσι, όλα κλειστά, και τα άλλα ήτανε ανοιχτά και πίσω είχαν ένα μεγάλο, μια μεγάλη προφυλακτήρα, που καθόμασταν τέσσερα και πέντε πιτσιρίκια πίσω. Τσάμπα. Δεν υπήρχαν και υπήρχαν εκεί. Εκεί για να καβαλήσεις, δεν ήταν εύκολο. Διότι έπρεπε να χώσεις τα χέρια σου από τη μεριά, όχι από τη μεριά που ανοίγει, από την άλλη μεριά που είναι μέσα, που περνάει και το διπλανό. Να χώσεις τα χέρια σου μέσα από τα λάστιχα, να κρατιέσαι γερά από τα, από την πόρτα, το πόδι σου να ακουμπάει σε μια πατούρα δύο πόντους, τρεις, και να ’σαι κολλητός απάνω. Έτσι κι έπεφτες, τελείωνε. Πολλά είχανε πέσει. Όταν πέρναγε και το διπλανό, δίπλα, που ήτανε μισό μέτρο απόσταση, τρελαινόσουνα. Έκλεινες τα μάτια σου και τρελαινόσουνα. Κι όμως τι κάναμε; Έκανα εγώ. Αλλά εκεί δεν σταμάταγε πολλές φορές. Οπότε τι κάναμε; Τραβάγαμε τον τρολέα. Σταμάταγε το τραμ, μας κυνήγαγε ο άλλος, του κάναμε τη γλώσσα εμείς και φεύγαμε. Αυτό το κάναμε, όχι όλοι, αλλά εγώ το ’κανα κάμποσες φορές, για να γλιτώσουμε το εισιτήριο. Παρένθεση. Οπότε πήγα στον «Ήφαιστο» και μετά στο καλυκοποιείο, στον Μαλτσινιώτη. Βοηθός τορναδόρου. 15 χρονών είπαμε. Ναι, 15 χρονών.

Β.Γ.:

Οπότε συνεχίζατε κανονικά και δουλειά και σχολείο. Σχολή.

Χ.Τ.:

Και το βράδυ στον «Ήφαιστο», και δουλειά το πρωί, 07:00 με 15:00, εμείς οι βοηθοί. Εκεί ήμαστε βοηθοί κάποιων μαστόρων. Ένας τορναδόρος και τον βοηθό του. Ειδικά αν ήταν μεγάλος ο τόρνος, δεν μπορούσε ο άλλος να κουβαλήσει ένα μηχάνημα, που το λύνεις με το χέρι έτσι και το πήγαινες μια απόσταση. Σε μια ώρα θα ’ταν πτώμα[02:10:00]. Οπότε το κάναμε εμείς. Εμείς το κάναμε, εγώ το ’κανα για γυμναστική. Δούλευε το χέρι πολύ γερά και μόλις τελείωνα «Α, τι καλά. Να το ξανακάνω». «Σκάσε ρε, να πούμε. Που θες να το ξανακάνεις. Μετά». «Τώρα θέλω». Γέλια. Εκεί ήμασταν, εκεί φτιάξαμε μια συμμορία. Πιτσιρικάδες. Εγώ, ο Κασιδόκωστας ο Γιώργος, ο πρώτος ξάδερφος του Γρηγόρη του Κασιδόκωστα, του δήμαρχου της αυτηνής. Ο Γρηγόρης, επειδή ήταν ο μικρότερος, ο Γρηγόρης γεννήθηκε το ’40, δυο χρόνια μεγαλύτερος εγώ. Έμενε απέναντι από το σπίτι μου. Ήτανε Μανιάτισσες, μια οικογένεια, δυο οικογένειες, Μανιάτες, εκεί. Δέκα παιδιά. Ήταν κι αυτός εκεί. Ερχόταν ο Γρηγόρης. Α, η μάντρα, που μας γκρεμίσανε οι ΕΛΑΣίτες, για να μην περάσουν οι αυτοί, στην Κατοχή, για να μην περάσουν οι Εγγλέζοι, γκρεμίσαν και τη δική τους μάντρα. Αυτοί, όμως, επειδή ήταν μεγάλοι κι εμείς ήμασταν όλοι μικροί και ο πατέρας μου στο νοσοκομείο, ανάπηρος, ο αδερφός μου εκεί, κι εγώ με τη μάνα μου, όταν τελείωσε και πήραμε τις πέτρες, βρέθηκε η μάντρα μας, μισή μάντρα. Μας είχανε φάει τη μάντρα. Κι εγώ, κάθε βράδυ, πήγαινα κι έκλεβα μια πέτρα κι έλεγα «Μαμά, έφερα μια πέτρα». Και γελάγανε. Και ο Γρηγόρης ήταν εκεί μαζί. Ο ξάδερφός του, τώρα, ο Γιώργος, στην ηλικία μου, ’38 γεννηθείς, ένα πολύ σκληρό παιδί. Έχω και φωτογραφία μαζί. Πηγαίναμε στον «Ήφαιστο». Και δουλεύαμε μαζί, από τις εφτά το πρωί μέχρι τις τρεις, και από τις έξι που μαζευόμασταν, να πάμε στον Ήφαιστο. Επί πέντε χρόνια. Δεν υπήρχε ο πιο κολλητός μου από τον Γιώργο. Κι ένας άλλος, λίγο αληταμπουράκος. Πώς τον λέγαν; Είχε το βενζινάδικο ο πατέρας του, απέναντι από το... Πού είναι ο Κωτσόβολος, ο Μαρινόπουλος; Ο Κωτσόβολος ή ο Μαρινόπουλος; Στην Βουλιαγμένης, εδώ στον, στον λόφο του Αϊ-Γιαννιού, απέναντι. Κωτσόβολος ή Μαρινόπουλος; Κωτσόβολος, ναι. Εκεί ήταν το βενζινάδικο του πατέρα του. Τρεις. Και προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι ζαβολιά υπήρχε. Δηλαδή τι; Βάζαμε στα λουκέτα μέσα ένα σπιρτόξυλο. Στα λουκέτα του ντουλαπιού, που είχε ο κάθε μάστορας, δίπλα τον τόρνο του, για να βάζει τα εργαλεία του, το φαΐ του. Εμείς βάζαμε ένα σπιρτόξυλο και λυσσάγανε. Ποιος το ’βαλε, ποιος το ’βαλε. Τελικά, όλοι αποδείχθηκε ότι τα βάζαμε εμείς. Ή κάνα ποντίκι μέσα, ψόφιο. Ή… Πολλές λαδιές. Μετά αναγκάστηκαν αυτοί, «Λαδιά κάνατε;». «Ναι». «Στο χυτήριο». Τι ήταν το χυτήριο; Το χυτήριο ήταν ένα τμήμα μέσα, του καλυκοποιείου, που ήτανε χυτήριο, που χύνανε μέσα μαντέμι, χαλκό, μπρούντζο, αλουμίνιο. Και εκεί ήταν κάπως [Δ.Α.], και ανθυγιεινή, και σκληρή, Μέσα στα χώματα, μέσα στις λάσπες. Εμείς στο χυτήριο. Γιατί στο χυτήριο; Απ’ όξω απ’ το χυτήριο, είχε μια αυλή και κάναμε άρση βαρών εκεί. Τι άρση βαρών; Μια σωλήνα, βάζαμε κάτι στρογγυλά που είχαμε κλέψει από κει δίπλα και που ταιριάζανε, και κάναμε άρση βαρών. Τι άρση βαρών; Σηκώναμε τα βάρη, πέφταμε κάτω, τα γόνατα κι έτσι. Παρ’ όλ’ αυτά, θέλαμε να γυμναστούμε. Εγώ ήθελα, είχα ένα σκοπό. Ποιον; Να δείρω τον αδερφό μου. Ο οποίος μπαρκάρησε. Μόλις πήγα εγώ, τον πρώτο χρόνο, μπαρκάρησε ο αδερφός μου.  Ήταν ήδη, είχε τελειώσει τον «Ήφαιστο» και πήγε δόκιμος μηχανικός στα καράβια. Λέω «Ώσπου να ’ρθει, θα ’χω δυναμώσει, θα ’χω κάνει». Ήταν πολύ δυνατός. Ακόμα είναι δυνατός. 90 χρονών και είναι πολύ δυνατός ο αδερφός μου. Ακόμα ζει, δυνατός. Έτρεμα. Ξύλο αλύπητο. Περισσότερο με βάραγε η μάνα μου. Διότι με κράταγε αυτός και με βάραγε η μάνα μου. Εν τω μεταξύ, υπήρχαν οι στριφτές τσιμπιές. Πω, στριφτή τσιμπιά. Πώς το ’λεγε η μάνα μου; «Θα στ’ αργάσω το πετσί σου». Άμα άκουγα «Θα στ’ αργάσω το πετσί σου», έλεγα «Πάει». Έπιανε το κρέας έτσι και το ’στριβε έτσι. Αυτό ήταν θάνατος. Λέω «Θα του τις χώσω, δεν γίνεται». Κι αναγκάστηκα... Ήμουνα και δυνατός, πάρα πολύ δυνατός, και καλοφαγωμένος γιατί όλο με ταΐζανε. Και λίγο άγριος και πρωταγωνιστής σε οτιδήποτε. Ήτανε λίγο δύναμης, λίγο μαγκιάς, λίγο έτσι. Μαγκιάς, εννοώ, ξέρεις. «Σηκώνεις αυτή την πέτρα;», ξέρω γω. «Ναι, εγώ τη σηκώνω». Με αυτή την έννοια, όχι μαγκιά, κακιά μαγκιά. Ναι, άσε που έδερνα δέκα δέκα όλους τους άλλους κι εγώ ήμουνα μόνος μου. Με τον Γιώργο τον Κασιδόκωστα, που ήταν πάρα πολύ δυνατός, οι άλλοι θέλαν να μας βάλουν να τσακωθούμε. Κι εμείς κάναμε, κόψαμε τα χέρια μας, να τα ενώσουμε, αδέρφια. Δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Πολύ δυνατοί. Δεν είμαστε και σίγουροι. Ότι ούτε θα με δείρει ούτε θα τον δείρω. Ήταν πολύ δυνατός ο Γιώργος. Πολύ δυνατός. 

Β.Γ.:

Οπότε εσείς ίσα ίσα…

Χ.Τ.:

Μετά όμως…

Β.Γ.:

…που προτιμούσατε να σας πηγαίνουν στο χυτήριο.

Χ.Τ.:

Έλα.

Β.Γ.:

Προτιμούσατε να σας πηγαίνουν στο χυτήριο.

Χ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι.

Β.Γ.:

Για να κάνετε και γυμναστική.

Χ.Τ.:

Να κάνουμε αυτό το πράγμα. Ήμασταν ελεύθεροι. Τώρα, τι μας ένοιαζε τώρα εκεί, να δουλεύουμε εκεί. Οι άλλοι ήταν πτώματα. Εμείς ήμασταν αυτοί. Τελειώναμε γρήγορα. «Αυτό θα τελειώσετε και θα φύγετε». Εμείς δεν φεύγαμε. Πηγαίναμε εκεί, γιατί δεν θέλαμε να πάμε πίσω εκεί. Πηγαίναμε εκεί και κάναμε βάρη. Εγώ γράφτηκα και στην ελληνορωμαϊκή. Βέβαια. Γιατί ο άλλος ήτανε δυνατός. Δεν ήταν μόνο τα βάρη. Ήθελε και δύναμη, ήθελε και τέχνη. Οπότε πήγα και γράφτηκα, εγώ, πήγα και γράφτηκα στου Μπόρα. Ο Μπόρας ήταν ένας παλιός επαγγελματίας, πρωταθλητής στην ελληνορωμαϊκή και είχε ένα παλαιστήριο. Μια αίθουσα, εκμάθηση πάλης ελληνορωμαϊκής και ελευθέρας, στην Καλλιθέα, στον κεντρικό δρόμο εκεί, στην Καλλιθέα. Και πήγα και γράφτηκα εκεί. Αλλά δεν μου πολυάρεσε. Καταρχήν, ήταν μακριά να πάω με τα πόδια. Μετά, όλο «Μην τον πιάσεις έτσι», κάτι έτσι. Εγώ ήθελα να τον πλακώσω σ’ ένα λεπτό. «Απαγορεύεται εκείνο, απαγορεύεται…», δεν μου πολυάρεσε. Μετά, ιδρωμένοι. Εγώ, ήμουνα... Το μόνο πράγμα που ήθελα, ήταν να είμαι καθαρός, ήθελα καθαρός. Μπορεί να ήμουνα μουντζούρης, αλλά καθαρός, καθαρός. Δεν μου άρεσε. Και τελικά έμαθα ότι στον Εθνικό Σύλλογο… Καλά, μπάνιο και τρέξιμο και τέτοια ήμουνα πρώτος. Όχι πρώτος. Ήμουνα καλός. Εκτός από ότι αυτό. Στην αυλή μου… Πριν πάω, γραφτώ στον Εθνικό. Στην αυλή μου… Όχι, είχα γραφτεί και στον Εθνικό λίγο. Στην αυλή μου, είχα άρση βαρών. Έχω και φωτογραφίες. Μονόζυγο, ένα πάγκο, αλτήρες, μια μπάρα, και ρόδες, οι οποίες παίρναμε στρογγυλούς τενεκέδες, βάζαμε τσιμέντο μέσα και μια τρύπα και δέκα, είκοσι κιλά ο καθένας και κάναμε βάρη με αυτό.

Β.Γ.:

Οπότε όλα ήταν αυτοσχέδια τα όργανα;

Χ.Τ.:

Αυτά ήταν αυτοσχέδια, όλα. Έχω φωτογραφίες. Μονόζυγο κι έτσι. Η μάνα μου θύμωνε και τα πέταγε. «Θα σκοτωθείς, θα κάνεις, θα δείξεις στην αυλή πίσω. Θα δείξεις, θα κάνεις, θα δείξεις». Τσακωνόμουν εγώ. Έλειπε ο αδερφός μου, τσακωνόμουν εγώ. Τελικά, επιβλήθηκα εγώ. Δεν ήταν να επιβληθεί η μάνα μου τώρα σ’ αυτό. Έλειπε κι ο αδερφός μου. Και πήγα και γράφτηκα και στον Εθνικό. Α, όλη η γειτονιά πέρασε από μένα. Όλη η γειτονιά. Όλοι οι πιτσιρικάδες. Κι ήταν καλό, διότι άλλοι που δεν περάσανε, δεν θέλω να πω ονόματα και τέτοια, και έτσι, και χασίσι, και αλητεία ,και φυλακές, και ανηλίκων, και κλοπές, και μην πω και πολύ πράγμα. Μην πω ονόματα. Εγκληματίες και δολοφόνοι. Δεν θέλω να πω τέτοια πράγματα. Αλλά υπήρχαν τέτοιοι. Και τέτοιοι. Οι περισσότεροι, όμως, ήταν πολύ καλοί και τους άρεσε αυτό το πράγμα. Να είναι δυνατοί. Και γλιτώσανε και το τσιγάρο και δεν καπνίζει κανένας. «Καπνίζεις; Δεν έρχεσαι». Οπότε αναγκαζόντουσαν και δεν καπνίζανε. Και πήγαμε στον «Εθνικό». Έμαθα ότι στον «Εθνικό» είχε και άρση βαρών, αλλά την είχε για βοήθεια στην ελληνορωμαϊκή και στην ελευθέρα. Δεν είχε άρση βαρών. Φωτογραφίες που έχω εγώ εκεί, μέσα εκεί, στο σπίτι που θα δεις, μεγάλες, που ήμουνα κάπου 17-18 χρονών, ακόμα δεν ήτανε, ήταν και παράνομα και έτσι. Κλέβαμε τα βάρη από... Δηλαδή για να πιάσεις τα βάρη, έπρεπε να γραφτείς στην ελληνορωμαϊκή. Εμείς γραφτήκαμε, εγώ και πολλοί άλλοι. Γραφτήκαμε στην ελληνορωμαϊκή. Αλλά περισσότερο ήμασταν εκεί. Μέχρι που αναγκαστήκαμε –μεγάλα ονόματα–, μέχρι που αναγκαστήκαμε να πιέσουμε τον προϊστάμενο αρχηγό, πώς θα πεις, του Υπουργείου του Αθλητισμού, που ήταν υπεύθυνος κάποιος Φικιώρης, και ένας από τους συλλόγους ήταν αυτός, ο δυνατός, της ελληνορωμαϊκής του «Εθνικού». Είχαν κι άλλοι, αλλά ο «Εθνικός» ήταν ο μόνος που είχε πολύ δυνατή αυτή. Και μεγάλα ονόματα.  Οπότε, πιέσαμε αυτόν τον Φικιώρη να αρχίσει, να ανοίξει άρση βαρών. Πήγαμε εκεί, μια αντιπροσωπεία, μαζί κι εγώ, και λέμε «Όλα τα κράτη έχουν άρση βαρών. Εμείς, που ’χουμε βγάλει την άρση βαρών στην Ελλάδα, με τον Κροτωνιάτη και τον άλλονε[02:20:00], τον Τζιμ Λόντο, που σήκωνε βάρη και τέτοια». «Υπάρχει;». «Πώς δεν υπάρχει; Να, είμαστε…». Λέει «Ωραία. Όποιος σηκώνει πάνω από εκατό κιλά, μαζευτείτε. Είκοσι μαζευτήκαμε. Είκοσι κιλά. Σε ένα μήνα μαζευτήκαμε, είκοσι κιλά». Και αρχίζει η άρση βαρών. Εγώ τότε έφευγα για τα βαπόρια. Έγινα 18-19 χρονών. Τελείωσα τον «Ήφαιστο» κι έφυγα. Δεν ξέρω τι έγινε. Ξαναγύρισα και κοίταγα, αλλά δεν ασχολήθηκα. Αλλά είμαι κι εγώ ένας από τους ιδρυτές της άρσης βαρών στην Ελλάδα. Ε, τώρα, από δω και πέρα, είναι τα μπάρκα. Μεγάλο πακέτο. Άμα θες, συνεχίζουμε. Άμα θες, άλλη φορά.

Β.Γ.:

Συνεχίζουμε, συνεχίζουμε.

Χ.Τ.:

Ωραία.

Β.Γ.:

Οπότε τελειώσατε τον «Ήφαιστο» και πήγατε…

Χ.Τ.:

Τελείωσα τον «Ήφαιστο»…

Β.Γ.:

Και μπαρκάρατε…

Χ.Τ.:

Τελείωσα τον «Ήφαιστο», αι περιμένω τον ξάδερφό μου, τον Λιβέρη, πρώτος μηχανικός στα καράβια, μεγαλύτερος, 40 χρονών τότε, που είχε πάρει και τον αδερφό μου. Α, ήρθε ο αδερφός μου, όταν ήμουνα εγώ 16-17, από τα βαπόρια.

Β.Γ.:

Πριν φύγετε εσείς;

Χ.Τ.:

Πριν φύγω εγώ. Ακόμα πήγαινα στον «Ήφαιστο», ακόμα δούλευα στο καλυκοποιείο. Οι φίλοι μου «Μην κουνιέσαι, Χρηστάκη. Τώρα που θα ’ρθει ο αδερφός σου, σε βλέπουμε κότα στο κοτέτσι». Με είχανε ντουμανιάσει. «Εδώ παίζεται», λέω. Ή θα με κάνει μαύρο στο ξύλο και θα χαθώ ή δεν ξέρω τι θα γίνει. Αποκλείεται εγώ να χαθώ απ’ τη γειτονιά και να είμαι ο τελευταίος. Καταρχήν, θα με δείρουνε όλοι, που τους είχα δείρει όλους. Δεν ήταν έτσι. Και γίνομαι μπαρούτι και πάω κατά τη μία σπίτι. Και βλέπω τον αδερφό μου με το ρολόι έτσι, να μου το χώνει στη μούρη. «Τι ώρα είναι αυτή;». Λέω «Ε, δεν θα είναι και μία;». Λέει «Μία;». Λέω «Μία». Λέει «Αύριο δεν θα πας στη δουλειά;». «Πώς δεν θα πάω». Λέει «Και πώς θα ξυπνήσεις;». «Έξι και τέταρτο ξυπνάω, έξι και είκοσι. Θα ξυπνήσω, θα πάω.». «Μην το ξανακάνεις». Λέω «Γιατί;». Λέει «Έτσι. Αλλάζουν τα πράγματα, ρε Χρηστάκη». Πριν προλάβει, του χώνω ένα μπουνίδι. Το είχα οργανώσει πέντε χρόνια, μια στιγμή. Τον πήραν τα αίματα. Έφυγα εγώ. Η μάνα μου «Σκότωσες το παιδί». Έφυγα εγώ και πήγα και έμεινα σε μια θεία μου.

Β.Γ.:

Δεν πρόλαβε να αντιδράσει δηλαδή;

Χ.Τ.:

Όχι. Αφού έπεσε κάτω. Του ’ρθε αυτή. Την άλλη μέρα, να μιλήσουμε. Μου λέει «Εντάξει, είσαι μεγάλος τώρα. Δεν έχεις ξεκινήσει καλά», μου κάνει αυτό. Του λέω «Να σου πω, εγώ γνωρίζω τι είναι το κακό και το καλό. Εσύ δεν το ξέρεις», του λέω. «Εγώ ξέρω γιατί κάνω παρέα με κακούς και ξέρω τι πάω να κάνω». «Εντάξει», μου λέει. Από κει πέρα, εντάξει, γίναμε φίλοι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Οπότε μου ’ρχεται εμένα… Ξανάφυγε ο αδερφός μου, για δεύτερος. Πήρε το δίπλωμα του τρίτου, πήγε για δεύτερος. Σημειωτέον, ο αδερφός μου, 31 χρονών, ήταν πρώτος μηχανικός. Με καταλαβαίνεις; Ξέρεις τι θα πει, πρώτος μηχανικός; Ένα βαπόρι 30.000 τόνους, 20.000 τόνους να είναι αυτός ο πρώτος μηχανικός. Ένα καράβι, που είναι μια περιουσία όσο πενήντα σπίτια. Μεγάλο κεφάλαιο ο αδερφός μου. Μεγάλο κεφάλαιο σ’ αυτό το θέμα. Εγώ πήγα μαζί του τρίτος και είδα. Στα 45 ήταν αρχιμηχανικός σε εταιρεία με δέκα βαπόρια. Δηλαδή με τετρακόσια άτομα. Να κάνει κουμάντο τετρακόσια άτομα. Όχι [Δ.Α.] εκείνη την ώρα, αλλά να ’ναι υπεύθυνος, σε δέκα βαπόρια.

Β.Γ.:

Εσείς πώς και αποφασίσατε να πάτε στα καράβια; Γιατί θέλατε;

Χ.Τ.:

Γιατί αποφάσισα;

Β.Γ.:

Γιατί θέλατε;

Χ.Τ.:

Γιατί ήτανε ο αδερφός μου, γιατί ήτανε ο πατέρας μου, γιατί ήτανε ο θείος μου, γιατί ήτανε η τρέλα μου. Έτσι ήθελα, από μικρός. Ίσως τα βιβλία που διάβαζα. Θυμάμαι τον Σιρκούφ. Ένα βιβλίο για κάποιον πειρατή, τον Σιρκούφ. Μετά ένα άλλο. Πώς λεγότανε; Ένα άλλο. Κι ένα άλλο έργο, με τον Μπαρτ Λάνκαστερ. 13 χρονών το ’χα δει. Με τον Μπαρτ Λάνκαστερ που ήτανε ο κόκκινος πειρατής. Καράβια, τέτοια, σχοινιά, σάλτα. Μ’ άρεσαν αυτά. Και είχα ξεκινήσει με αυτό το πράγμα. Ο άλλος ήθελε να γίνει αστροναύτης. Ο άλλος ήθελε να γίνει γιατρός. Ο άλλος ήθελε να γίνει ο τάδε. Εγώ ήθελα ναυτικός. Πράγμα το οποίο ήτανε σίγουρο ότι μπορεί να γίνεις. Δεν ήταν αστροναύτης, ούτε θα πάω στο φεγγάρι. Μου ’ρθε ένα από τον Ινδικό Ωκεανό, απ’ τον ξάδερφό μου, τον Λιβέρη, που ήταν πρώτος μηχανικός σ’ ένα βαπόρι. Μου λέει «Ετοιμάσου. Πήγαινε πέρασε από ΓΕΝΕ, βγάλε φυλλάδιο, πήγαινε από ΓΕΝΕ…», Γενική Επιστασία Ναυτικών Ελλάδος. Για να πάρω το πιστοποιητικό ότι με εξέτασε γιατρός, δηλαδή ότι είμαι ιατρικώς εντάξει. Για να μπαρκάρεις. Να περάσουμε απ’ το Πορτ Σαΐντ, να μπαρκάρεις. Ήτανε το 1958. Όχι. ’57 μισό. Μόλις είχα τελειώσει τον «Ήφαιστο». ’58. Έλα όμως που έγινε η βαβούρα. Στου Μαλτσινιώτη. Δεν θέλω να φύγω κι απ’ του Μαλτσινιώτη τόσο εύκολα. Να με θυμούνται. Και τη σφαλιάρα στον τάδε που με κυνήγαγε και άντε και, να μην πω, στον τάδε, και άντε φύγε από δω. Και έφυγα α’ό τον Μαλτσινιώτη. Έρχεται ένα αυτό και λέει «Αναβάλλεται», έφυγα απ’ τον Μαλτσινιώτη, «αναβάλλεται το μπάρκο, γιατί δεν μπορούμε να περάσουμε απ’ το Σουέζ. Γιατί με το κίνημα εκεί των Αιγυπτιωτών, το», πώς το λέγαμε, «το Νάσερ, απαγορεύονται. Κλείσανε το αυτό και δεν πάμε, δεν περνάμε, παίρνουμε άλλο βαπόρι. Δεν περνάμε βόλτα τώρα, να περάσουμε από το Kέιπ Τάουν. Δεν γίνεται. Πήραμε άλλο βαπόρι». Έμεινα ξεκάρφωτος εγώ. Δίχως δουλειά. Κι η μάνα μου δούλευε. Πλύστρα δούλευε, σ’ ένα σπίτι δούλευε, τρεις φορές την εβδομάδα. Κι εγώ ξυπνάω και δεν είχα δουλειά. Και η μάνα μου πήγαινε για δουλειά. Κι εγώ ήμουνα στο κρεβάτι. Τρελάθηκα.

Β.Γ.:

Για πόσο καιρό μείνατε χωρίς δουλειά;

Χ.Τ.:

Έλα;

Β.Γ.:

Για πόσο καιρό μείνατε χωρίς δουλειά;

Χ.Τ.:

Έκανα διάφορες δουλειές. Μια δουλειά ήτανε οι οικοδομές. Τότε χτίζανε παράνομα και τα λοιπά. Μου λέει ένας φίλος, ζει ακόμα, ο Μάκης – ο πατέρας του ήταν οικοδόμος, εργολάβος, ψιλοεργολάβος. Μου λέει «Έχουμε μια οικοδομή και βάζουμε κάτι μπετά στους Αγίους Αναργύρους. Πάμε;». «Πάμε». Πάμε εκεί, έξι η ώρα το πρωί. Βλέπω κάτι, κάτι έτσι. Λέω «Πω, ρε, θα τους πετάξω, θα τους τσακίσω αυτούς». Αυτοί ήταν μπετατζήδες και ξέρανε. Εγώ γέμιζα τον τενεκέ, αυτοί τόσο, εγώ το γέμιζα για μαγκιά. Σε δέκα λεπτά είχα ψοφήσει. Α, μες στο μεσημέρι, ήρθε 12 το μεσημέρι για να σφάξει τον κόκορα. Ήταν τότε της μόδας, στα θεμέλια, γιατί ρίχναμε κολώνες, στα θεμέλια να σφάξει τον κόκορα και να φέρει παστίτσιο, ξέρω γω, να φάμε. Και πλακώνομαι εγώ στην πείνα, το μεσημέρι, και πίνω δυο-τρεις μπίρες. «Βρε μαλάκα», μου λέει ο φίλος μου, «ρε, μην τρως!». «Πεινάω!». «Ρε, μην τρως. Δεν είδες τι φάγανε οι άλλοι;». «Τι να φάνε, ρε; Αυτοί είναι ψόφιοι». «Τι ψόφιοι, ρε», μου λέει. «Μην τρως, ξέρω εγώ τι σου λέω». Και πλακώθηκα, μια μπάκα να. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Και έφυγα. «Ο φίλος ο παλαιστής!». Έγινα ξεφτίλα και ρεζίλι. Δεν γίνεται έτσι. Κάτι έμαθα. Οπότε ξαναπήγα εγώ και δεν έκανα τον μάγκα απ’ την αρχή, δεν ήξερα. Οπότε, κάποιο μεροκάματο κάναμε έτσι.  Πιο μπροστά… Α, στο καλυκοποιείο, στον Μαλτσινιώτη, που δουλεύαμε, ήμασταν βοηθοί και παίρναμε κάτι πεντάρες. Ενώ εκεί που δούλευα, πιτσιρικάς, είχα χαρτζιλίκι. Δηλαδή λέμε, όταν πήγαινα εγώ –ξαναεπιστρέφω πίσω– τις στολές, στους στρατηγούς και στους αξιωματικούς, έλεγα, στην αρχή, δεν ήξερα, και η Μαρία, αυτή, μου έγραφε κάτω τους βαθμούς. Μου λέει «Άμα δεις τρία αστέρια, να λες και ταξίαρχος. Άμα βλέπεις δύο αστέρια, να λες και λοχαγός, το επόμενο». Εγώ πού να τα θυμάμαι; Στρατηγό τον είπα συνταγματάρχη. «Ρε», μου λέει, «με κατεβάζεις;». «Χαχαχα» τα γέλια. Ξεφτίλα εγώ. Λέω. «Ρε», μου λέει, «τον έκανες…». Γελάγαν όλοι. Του λέγανε του λογιστή και του Τόγκα και χαχαχα τα γέλια. Γελάγαν όλοι μ’ εμένα. Εντάξει, με το καλό γελάγανε. Οπότε έμαθα εγώ σιγά σιγά κι έλεγα και στρατηγός. «Από συνταγματάρχης και πάνω», μου λέει η Μαρία, «λέγε και στρατηγός». «Μην λες ταξίαρχος. Από τρία κι απάνω, στρατηγός. Δεν θα γίνει στρατηγός; Θα γίνει». Χαρτζιλίκι. Λέμε για χαρτζιλίκι. Το μεροκάματο μπορεί να ’τανε, ξέρω γω, 20 δραχμές, εγώ έβγαζα 50, 50. 50 έβγαζα. Πολύ χρήμα, πολύ χρήμα. Και πάω στον Μαλτσινιώτη και τι έπαιρνα; 20 δραχμές. Δηλαδή όσα μεροκάματα έπαιρνα πριν πέντε χρόνια, πριν τρία, τα έπαιρνα μέχρι 18, κάτι ψιλά. Ψιλά. Δεν είχα τίποτα, πεντάρα.  Οπότε αναγκαζόμουνα κι έκανα άλλες δουλειές. Έπαιρνα άδεια άνευ αποδοχών. Όχι εγώ, κι ο Γιώργος ο Κασιδόκωστας. Αν κι αυτός είχε τον πατέρα του. Λοιπόν, έπαιρνα[02:30:00] άνευ αποδοχών, δεκαπέντε μέρες δουλειά, γιατί έβρισκα σ’ ένα νταμάρι να κάνω τον βοηθό. Δεν έχανα τη δουλειά μου. Άνευ αποδοχών. Το δεχόντουσαν. Και πήγαινα σ’ ένα νταμάρι. Σ’ ένα νταμάρι, που θυμάμαι εκεί, στο, πού είναι τα Σούρμενα, ένα στρογγυλό που είναι το καζάνι, που είναι ένα στρογγυλό, που είναι εκεί δεξιά. Στα Σούρμενα, που είναι για νερό. Ένα μεγάλο, εκεί [Δ.Α.]. Εκεί ήταν το τέρμα των λεωφορείων. Από κει, με τα πόδια, πήγαινες πάνω στο βουνό, στον Υμηττό. Περίπου δυο-τρία χιλιόμετρα με τα πόδια. Σ’ ένα νταμάρι. Ο οποίος ήταν ένας γείτονας, αυτός που δούλευε εκεί. Να πάω βοηθός του μηχανικού. Επειδή μηχανουργός ήμουν, στον μηχανικό εκεί, σπαστήρες, να βοηθάω. Μάλιστα. Τριπλό μισθό. Πάω εκεί. Ο μάστορας αυτός, ένα καθίκι. Σόρρυ κιόλας. Νόμιζε ότι το αφεντικό που μ’ έφερε, ότι εγώ επειδή είμαι και πιτσιρικάς και πιο δυνατός και πάω σχολείο και θα του φάω τη δουλειά. Και μου ’κανε ζημιές. Την είδα τη δουλειά εγώ. Λέω «Δεν μπορώ να κάτσω εδώ, αλλά», λέω, «έχω ανάγκη».

Β.Γ.:

Τι είδους ζημιές;

Χ.Τ.:

Ότι χάλασε αυτό το πράγμα, διότι το χάλασα εγώ. Που είμαι χαζός. Μου το ’κανε μία, δύο φορές. Τον ξυλοφόρτωσα. Έφυγα κιόλας. Θύμωσε κι ο άλλος, πήγε και στη μάνα μου, ήτανε γείτονας αυτός. Λέω έτσι κι έτσι. «Έπρεπε να μου το πεις εμένα». «Τι να σου πω;» του λέω. Εντάξει. Πίσω στον Μαλτσινιώτη. Πάντοτε είχα με τα οικονομικά… Και βρέθηκα εκεί, που λες. Πεντάρα δεν είχα, μετά από το τέτοιο. Και μια δούλευα, μια δε δούλευα. Μέχρι που ήρθε το πακέτο και μπαρκάρησα. Μπαρκάρησα το ’58, στις αρχές. 3 του Μάρτη, του Απρίλη, κάτι τέτοιο. Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα βαπόρι. Το «Despina Sea», ντίζελ, παλιά βαπόρια, εγγλέζικα. Μπαρκάρησα στο Άβονμαουθ, στην Αγγλία, στην Ουαλία, σ’ ένα μικρό λιμάνι. Και πήγαμε Πολωνία [Δ.Α.] να φορτώσουμε στάρι από κει και να πάμε στην Αργεντίνα. Ναι. Μεγάλο ταξίδι. Ντίζελ στη μηχανή. Εκεί έκανα τον λαδά. Στη βάρδια, ήτανε τότε, τώρα είναι με κουμπιά, δεν πάει, δεν υπάρχει. Την κλείνουνε τη μηχανή. Έπρεπε να ήταν ο τρίτος μηχανικός στη βάρδια, τετράωρη βάρδια. 8:00-12:00, ο ένας μηχανικός. 12:00-4:00, ο δεύτερος. Μέρα νύχτα. Και 8:00-12:00 και... Όχι. 4:00-8:00, ο άλλος τρίτος. Και 12:00-4:00, ο τρίτος. Και 4:00-8, ο δεύτερος. Γιατί μετά δούλευε και την ημέρα. 4:00-8:00, ο δεύτερος. Οι δυο τρίτοι ήταν 8:00-12:00, 12:00-4:00. Λοιπόν, ο λαδάς ήμουνα εγώ. Να λαδώνω κάθε μια ώρα. Να λαδώνω, κάθε μια ώρα, διάφορα σημεία, να κοιτάω θερμοκρασίες. Σιγά σιγά, μάθαινα. Είχα και βιβλία. Είχα και καλό μάστορα. Κι ένας θερμαστής. Ο θερμαστής ήταν καλύτερο, γιατί είχε πιο υπεύθυνη δουλειά τότε. Ο λαδάς, εντάξει. Κι ένας καθαριστής που καθάριζε. Ε, σιγά σιγά, μάθαινα εγώ. Γύρισα μετά από εννιά μήνες. Ξαναμπαρκάρησα.

Β.Γ.:

Η ζωή πώς ήτανε μέσα στο καράβι;

Χ.Τ.:

Στο καράβι είναι μία κοινωνία κλειστή, με διάφορους τύπους, που παίζει ρόλο, ποιοι τύποι είναι αυτοί. Υπάρχουν ίντριγκες. Υπάρχει ο τρίτος, που θέλει να φάει τη θέση του δεύτερου, όχι ολοένα. Σ’ εμένα συνέβη. Που ήταν ο αδερφός μου πρώτος κι εγώ ήμουνα τρίτος κι ο δεύτερος ήθελε να του φάω τη θέση. Ενώ εγώ δεν ήθελα. Δεν το είχα στα υπόψιν μου, ούτε ήθελα. Ούτε ήθελε κι ο αδερφός μου. Δεν ήμουνα... Αυτός ήτανε δεύτερος. Εγώ δεν ήμουνα δεύτερος. Αυτός ήταν δεύτερος [Δ.Α.]. Δεν μπορούσες να του φας τη θέση. Ένας τρίτος που δεν είναι δεύτερος. Αυτός νόμιζε, άλλο αυτό, στο τελευταίο καράβι. Λέμε, για χρόνια μετά. Λοιπόν, η ζωή είναι δύσκολη μέσα. Ουρανό και θάλασσα, λέμε. Γνωρίζοντας ότι κάτω σου είναι 10.000 μέτρα βάθος. Ακούς πολλούς. Μαθαίνεις πολλά από παλιούς. Γιατί εγώ μπαρκάρησα το ’58 και οι πενηντάρηδες τότε ήταν από καράβια του ’10. Δηλαδή δόκιμοι ήταν ναυτόπαιδοι 10 χρονών, το 1910. Κατάλαβες; Όπως εγώ είμαι του ’58 ναυτικός και ο άλλος είναι –έχω στο γυμναστήριο, έχω κάνα δυο–, που είναι ανθυποπλοίαρχος και μου είπε «Το ’58; Τι μας λες!». Δηλαδή εβδομήντα χρόνια πριν.  Καταλαβαίνεις ότι εγώ έκανα, κι εγώ με ανθρώπους που ήτανε αυτή την εποχή και έμαθα πολλά. Έμαθα πολλά, πρώτα πρώτα, για τους Έλληνες εφοπλιστές, με τα βαπόρια, που αγοράζανε στον πόλεμο, για ένα ταξίδι μόνο, τα «Λίμπερτυ» που λένε, που τα φτιάχνανε σε τρεις μέρες, στην Αμερική, όταν μπήκαν στον πόλεμο, στον Δεύτερο. Και ήταν ικανά για ένα ταξίδι, τόσο πολύ πρόχειρα. Αυτά τα πρόχειρα τα βαπόρια, που τα μισά δεν γυρίζανε, τα αγοράσανε όλα οι Έλληνες εφοπλιστές. Κανένας ξένος. Οι Έλληνες, οι πατριώτες μας. Βέβαια! Τα αγοράσανε μια πεντάρα και με χαριστικά δάνεια από την Ελλάδα, σχεδόν τσάμπα τα πήρανε, και δουλεύανε μέσα εκεί αυτά, τα βαπόρια. Μέχρι… Να σου πω κάτι; Το 1900, μετά από... Το 1961, ’60, εγώ ξεμπαρκάρησα με ένα άλλο βαπόρι στην Ιαπωνία και πήγα σε ένα τέτοιο «Λίμπερτυ». Πρόσεχε! Το ’40 το φτιάξανε, και είκοσι ένα χρόνια, για ένα ταξίδι, και  είκοσι ένα χρόνια μετά, το μετεπισκευάσανε, για να μπαρκάρω εγώ ξανά, να δουλέψει άλλα δέκα χρόνια. Έλληνες!  Λοιπόν, ήτανε δύο ειδών τα βαπόρια. Ένα βαπόρι ήτανε γκαζάδικα, σαν αυτό. Πολύ λίγα βγάλανε, καμιά δεκαριά βγάλανε, αλλά τα άλλα ήταν πολλά. Τριακόσια; Τα φορτηγά. Τα γκαζάδικα ήταν λίγα, σ’ αυτό που πήγα εγώ. Σε φορτηγό δεν πήγα. Αλλά έκανα λίγο ταξιδάκι, ξέρεις, μέσα στο λιμάνι, που κάνανε αλλαγή, να δω πώς αυτό. Όλα τα μηχανήματα ήταν έξω, ενώ σε αυτό που δούλευα εγώ, η ντίζελ ήταν κλειστή, μέσα σε κουτί, μέσα με λάδια. Ήταν έξω. Και για να λαδώσεις, έπρεπε να ήσουνα πολύ τεχνίτης. Γιατί αυτά που γυρίζανε, οι διωστήρες που λένε, τα έμβολα, ήταν εξωτερικά. Έπρεπε εσύ, σ’ εκείνο το σημείο, να έχεις το λαδωτήρι, ένα τέτοιο με λάδι, ένα τέτοιο, και να ακολουθείς τη γραμμή του… Και να λαδώνεις. Γιατί εγώ λάδωνα, αλλά μου είχε φύγει και λάδωνα στον αέρα. Σκέψου τι τέχνη ήτανε. Η διατροφή ανάλογα. Επειδή έκανα με πολλά χιώτικα καράβια, ήτανε τσιγκουναράδες. Ένας, ο πιο σκληρός... Α, όποτε έβγαινα έξω, στα λιμάνια, προσπαθούσα να βρω κάποιο –μεγάλα λιμάνια να πούμε–, προσπαθούσα να βρω άρση βαρών. Νέα Υόρκη, παραδείγματος χάρη. Θυμάμαι στην Λέστερ Σκουέρ. Όχι. Πώς λεγότανε; Λέστερ Σκουέρ είναι στο Λονδίνο. Δεν θυμάμαι. Μια αυτή, είχαν ένα μεγάλο γυμναστήριο. Μπορεί τούτο δω, το δικό μου, είναι ένα δέκατο. Το δικό μου. Του γιου μου εννοώ. Ένα δέκατο μέσα. Και είδα και πήγαινα κι έκανα εκεί. Μέσα στο καράβι, έκανα εγώ. Δηλαδή, είχε ρέλια για μονόζυγο, είχε κάτι κομμάτια, έτσι σίδερο, που τα λέγαμε μπαστέκες. Κάτι έτσι, το οποίο ήταν και δέκα κιλά, δεκαπέντε το καθένα. Τα οποία ένωναν δυο αλυσίδες ή δύο σχοινιά. Και αυτά πρέπει να ’ταν σιδερένια. Αυτά ήταν πολύ... Τα πιάνεις έτσι κι έκανες. Έκανες σαν να ’κανες βάρη. Δέκα και δέκα. Δεκαπέντε και δεκαπέντε. Βάρη κανονικά. Αντί για να έχεις μπάρα, είχες αυτά.  Έκανα γυμναστική εγώ, πάντοτε έκανα, το κυνήγαγα. Μετά. Σε κάποια λιμάνια, ερχόντουσαν και βαπόρια εγγλέζικα, ε, ρώσικα. Θυμάμαι στον Περσικό, που κάτσαμε κάνα δυο μήνες εκεί, στην Ράδα. Εκεί ήμουνα μεγάλος, το τελευταίο μπάρκο που έκανα, εκεί που ήμουνα τρίτος εγώ, με τον αδερφό μου, μες στον Περσικό. Πηγαίναμε με τη βάρκα και πηγαίναμε στο άλλο βαπόρι, που ήταν ρώσικο. Και με τα εγγλέζικα, το ίδιο. Παρακαλάγαμε να… Γιατί όλοι αυτοί είχανε γυμναστήριο μες στα καράβια. Ναι, είχανε ολόκληρο γυμναστήριο. Και πηγαίναμε εκεί, και από δω, αυτά, δεν ξέραν και αγγλικά, και κάναμε εκεί. Κάτι φωτογραφίες έχω. Και κάναμε εκεί. Το κυνήγαγα αυτό το πράγμα. Το κυνήγαγα, πάντα το κυνήγαγα, μου άρεσε. Λοιπόν, ταυτόχρονα, πρόσεχα τη διατροφή μου όσο μπορούσα. Δεν κάπνιζα, δεν κάπνιζα. Έχει σημασία να μην καπνίζεις. Μετά, όταν έπινα καμιά φορά, όλο και κάπνιζα κάνα τσιγάρο, έτσι για να αυτό. Αλλά δεν ήμουνα ποτέ, δεν αγόραζα ποτέ τσιγάρα. Δεν κάπνιζα ποτέ. Πολύ σημαντικό. Το τσιγάρο πάρα πολύ σημαντικό. Και πρόσεχα και λίγο τη διατροφή μου.

Β.Γ.:

Οπότε η διατροφή μέσα στο καράβι ήταν ό,τι σας δίνανε…

Χ.Τ.:

Η διατροφή στο καράβι ήταν συγκεκριμένη. Είχαμε, την Κυριακή ξέρω γω, μακαρόνια με κρέας το μεσημέρι, και μια μπίρα, και μια σαλάτα. Το βράδυ μπορεί να ’χαμε ρύζι με κρέας κι αυτό[02:40:00]. Όσπρια. Είχαμε μια διατροφή. Εντάξει, Πρόσεχα όσο μπορούσα. Η διατροφή δεν ήταν αυτή που θέλω εγώ. Εντάξει. Με τόσο πρωτεΐνη, τόσοι υδατάνθρακες και τόσα ιχνοστοιχεία. Δεν ήξερα και τότε, εν πάση περιπτώσει, από αυτά. Ούτε και μπορούσα να τα έχω. Αλλά πρόσεχα.

Β.Γ.:

Και πέρα από τη δουλειά που κάνατε, τις ώρες που εργαζόσασταν μέσα στο καράβι, τις υπόλοιπες είχατε καθόλου ελεύθερο χρόνο;

Χ.Τ.:

Ένα λεπτό. Είχαμε τέσσερεις ώρες τη μία βάρδια και τέσσερεις την άλλη. Ενδιάμεσα, αν δούλευες, λεγόταν overtime. Έκανες διάφορες δουλειές, οι οποίες πληρωνόσουνα. Εκτός. Επίσης, η τιμή της διατροφής σου ήταν εφτά σελίνια την ημέρα, εφτά. Που σημαίνει, τότε ήταν είκοσι σελίνια, η λίρα. Δεν είναι εκατό που είναι τώρα, εκατό πένες. Ήτανε με σελίνια. Είκοσι σελίνια. Εφτά σελίνια ήταν εφτά σελίνια. Αγορά. Τώρα, ορισμένα βαπόρια, που ήτανε καπεταναίοι Χιώτες, όχι όλοι βέβαια, αλλά έναν που έκανα εγώ, μεγάλο όνομα, λεγότανε «Ο πίθηκας». Ήτανε κοντός κι έτσι. Έχω και φωτογραφία. Ο γιος του, που ήτανε δόκιμος καπετάνιος, ήτανε φίλος μου. «Τι να κάνω, ρε, με τον γέρο μου; Να τον σκοτώσω;». Ήτανε φίλος δικός μας κι εμείς βρίζαμε τον πατέρα του. Μια φορά μπαρκαίνω... Μετά από κάνα δυο μπάρκα… Εγώ έκανα πολύ λίγα μπάρκα, τσακωνόμουνα. Ο αδερφός μου έκανε ένα μπάρκο τέσσερα χρόνια. Εγώ σε οχτώ μήνες είχα καθαρίσει. Σιγά, έφευγα. Όλο γύριζα.  Σκέψου ότι σε τέσσερα χρόνια έκανα μ’ εφτά βαπόρια. Κι ο αδερφός μου, μ’ εφτά βαπόρια, έκανε μέχρι αρχιμηχανικός. Δεν μπορούσα, τσακωνόμουνα., τσακωνόμουνα. Ακόμα και τρίτος που ήμουνα, τσακωνόμουνα με τον καπετάνιο. Μια φορά, μπαρκαίνω με έναν... Μετά είχα προχωρήσει κι είχα γίνει καλός, σχεδόν τρίτος. Είχα μάθει πολλά. Ήμουν και μηχανουργός, ήξερα και ηλεκτροκόλληση, ήξερα και οξυγονοκόλληση, ήξερα και τόρνο, γιατί είχε μηχανουργείο μέσα. Κάθε βαπόρι, έχει ένα μικρό. Έχει ένα τορνάκι, έχει ηλεκτροκόλληση. Τα ’ξερα εγώ αυτά, εντάξει, τα ’ξερα. Δεν υπήρχε άλλος. Μπορεί να μην υπήρχε κανένας. Να ήτανε μόνο από σχολή και να ήτανε έτσι. Εγώ ήμουνα και τεχνίτης στη στεριά. Εντάξει. Όλα τα μηχανήματα μέσα τα έχω φτιάξει εγώ. Το ξέρεις το τέτοιο. Όχι όλα, αυτά που είναι από κει. Τ’ άλλα τα πούλησε ο γιος μου. Είχα γνώσεις μηχανουργικές καλές.  Μια φορά, μπαρκαίνω στο Πορτ Σάϊντ. Πήγαμε Αλεξάνδρεια, στο Πορτ Σάϊντ. Τέταρτος. Υπάρχει ένας τίτλος, ούτε δόκιμος, ούτε τρίτος, τέταρτος. Ντεΐμάνης, την ημέρα. Ο ντεΐμάνης είναι ο dayman. Ο άνθρωπος της ημέρας. Δηλαδή δεν πάει βάρδια. Οι βάρδιες είναι βάρδιες. Εγώ πάω οχτώ με μία, δύο παρά τέταρτο, οχτώ με μία, αλλά δέκα καφέ, γιατί είναι η εγγλέζικη περίπτωση. Coffee time, δέκα η ώρα. Μετά μία η ώρα φαγητό. Δύο παρά τέταρτο δουλειά. Τρεις η ώρα coffee time ξανά. Και πέντε η ώρα, στοπ. Από κει και πέρα, ήμουα ελεύθερος. Όλες τις δουλειές τις έκανε ο ντεΐμάνης. Γιατί ήμουνα τεχνίτης. Δεν έκανα βάρδια. Κάναμε δουλειές. Εντάξει. Πολλά βαπόρια είχανε έναν τέτοιο ντεΐμάνη. Πάω εκεί ντεΐμάνης εγώ. Μόλις,κατεβαίνω το πρωί εκεί, λέω του καμαροτάκι. Καμαροτάκι λέγαμε... Δεν λέγαμε καμαρότο. Καμαρότος είναι ο μεγάλος. Καμαροτάκι, μπορεί να ήταν 60 χρονών, και λέγαμε καμαροτάκι. Λέω το καμαροτάκι «Θέλω».  Εν τω μεταξύ, μου λέει ένας «Ρε, ξέρεις που ήρθες; Θα πεθάνεις απ’ την πείνα». Του λέω «Ναι; Από πού θα πεθάνω απ’ την πείνα;». Μου λέει «Καλά». Λέω εγώ «Για να δω τώρα». Από την πρώτη μέρα, ψαγμένος εγώ. Μου είχε πει ο άλλος, λέω κάτσε να δω. Λέω «Θέλω δύο αυγά τηγανητά, μπέικον, κορν φλέικς με γάλα και μια πορτοκαλάδα». Μου λέει «Όλα αυτά;», μου λέει το καμαροτάκι. «Όλα αυτά θες;». «Ναι». «Ένα λεπτό». Φωνάζει τον καμαρότο. «Έλα, δεν καταλαβαίνω τι λέει αυτός». Καταλάβαινε, αλλά ήθελε να κάνει πλάκα. Οι άλλοι κοιτάγαν έτσι. Γιατί ήμασταν όλοι το πρωί να φάμε το πρωινό μας, πριν πάμε στη βάρδια. Λέει «Τι θες; Άκουσα. Τι θες; Σε θέλει ο καπετάνιος», μου λέει. Λέω «Πού πρόλαβε;». «Ρε πρόλαβε» μου λέει. Λέει «Πήγαινε». Πάω πάνω. Μου λέει «Εσύ είσαι που θέλεις δύο αυγά τέτοια;». Λέω «Γιατί, δεν θέλει κάνας άλλος;». Εγώ, ξέρεις, τον χαζό. Λέω «Δεν θέλει κάνας άλλος;». Ήτανε ο πατέρας αυτουνού του δόκιμου, του «πίθηκα». Ένας τόσος χοντρός, τον έχω φωτογραφία, θα πάθεις πλάκα. Μου την έδωσε ο γιος του. Μου λέει... Ήμασταν φίλοι. Μου λέει «Ξέρεις πού βρίσκεσαι;». Λέω… Εγώ, ξέρεις, το χαζό, τον βλάκα. Λέω «Στην καμπίνα σου». «Μη μου κάνεις εμένα τον μαγκίτη». Λέω «Με ρωτάτε, καπετάνιε. Με ρωτάτε και σας απαντάω». Λέει «Τι ζήτησες κάτω;». Λέω «Ό,τι λέει η σύμβαση». Άμα τους λες αυτουνούς ό,τι λέει η σύμβαση. Εφτά [Δ.Α.] λέει, την πετάνε. Λέει «Τι λέει η σύμβαση;». Λέω «Εγώ ξέρω εφτά σελίνια». «Εφτά σελίνια;» μου λέει. «Ναι». «Και το καράβι να πάει φούντο, ε;». «Τι λες;», του λέω. «Αυτά», μου λέει, «εγώ τα κανονίζω, όχι ο καμαρότος. Εγώ είμαι καμαρότος εδώ, γιατί εγώ έχω», μου λέει, «το 1/3, πώς το λένε, πόντους». Πολλοί καπεταναίοι, Χιώτες, οι εφοπλιστές οι μεγάλοι, τους δίνανε κάτι πόντους. Δηλαδή 10%. Πρώτον, να μη φεύγει ποτέ από μέσα, για να παίρνει τον μισθό. Να έχει ένα σίγουρο. Και να έχει ένα σίγουρο ότι θα κάνει οικονομίες, γιατί είναι και δικό του το καράβι. Του αλλουνού ήταν το καράβι, αλλά αυτός νόμιζε ήταν δικό του επειδή είχε δέκα πόντους. Έτσι ήταν κι αυτός. Μου λέει «Φάε αυτά που έχει». Α, αντί για ψωμί, είχε γαλέτα. Λέω «Καλά, γαλέτα; Στον πόλεμο είμαστε;». Λέει «Χάλασε η μηχανή». Λέω «Στο Πορτ Σαΐντ ήμασταν δυο μέρες. Γιατί δεν την έφτιαξες;». Λέει «Τώρα θα σου δώσω λογαριασμό γιατί; Δεν φτιάχτηκε, δεν φτιάχτηκε. Βιαζόμασταν». Λέω «Εγώ θέλω ψωμί. Δεν κατεβαίνω στη μηχανή». Λέει «Τι; Αρνείσαι;». Λέω «Δεν κατεβαίνω στη μηχανή. Εγώ λέω θέλω να φάω. Εφτά σελίνια». «Πόσο έχω πει;». Λέω «Δύο σελίνια είναι το πρωινό. Κι εσύ μου δίνεις γαλέτα, που είναι 1/10 του σελινιού. Μου δίνεις ένα αυγό που είναι τόσο και μου δίνεις πόριτζ που είναι τόσο. Δηλαδή ούτε μισό σελίνι. Τ’ άλλα μου τα κλέβεις». «Τι λες, ρε;», μου λέει. Λέω «Καπετάνιο, εγώ δεν πάω στη μηχανή. Και θα τα πούμε στο προξενείο». Εν τω μεταξύ, είχαμε φύγει εμείς. «Ποιο προξενείο;», μου λέει. «Έχεις ξεμπαρκάρει στο λεπτό», μου λέει. «Κανένα πρόβλημα. Πλήρωσέ με εσύ», λέω, «από σήμερα μέχρι που να με ξεμπαρκάρεις. Γιατί εγώ δεν αρνούμαι εργασία. Εγώ αρνούμαι ότι εσύ δεν δίνεις τα εφτά σελίνια, που λέει ο νόμος. Και ξέρω από συνδικάτα και τέτοια». «Α, μου είσαι και τέτοιος ε; Και σε στείλανε από την εταιρεία. Θα δω εγώ ποιος σε έστειλε». Ό,τι αυτό. Εν τω μεταξύ, εμένα δεν μ’ έστειλε κανείς. Στον Πειραιά πήγαινα εγώ και περίμενα στη σειρά κι έβρισκα έναν. Λέει «Μπαρκάρεις;». «Πόσο;». Λέει «Πάρε». Με βάζει. Γιατί πληρωνόντουσαν αυτοί οι αντζέντηδες, δεν ήταν ο ξάδερφός μου. Ήταν έτσι η δουλειά. Δηλαδή μαφιόζοι. Όλη η υπόθεση μαφιόζικα. Από τον καπετάνιο μέχρι την εταιρεία, και μέχρι τον ατζέντη και τα γραφεία. Έρχεται ο δεύτερος μηχανικός και μου λέει «Ρε μαστρο-Χρήστο». Όλους τους λένε μάστορους εκεί. Τον δόκιμο όχι. Εμένα «μαστρο-Χρήστο», ας ήμουνα 20 χρονών. «Ρε μαστρο-Χρήστο, τι είναι αυτά», μου λέει, «εντάξει. Κάτι παραπάνω θα έβαζα. Αλλά τώρα εμείς δεν είμαστε…». Λέω «Δεν ξέρω τι είσαστε. Δεν ξέρω τι είσαστε, αλλά δεν θα φάω καθόλου τώρα. Θα κατέβω στη μηχανή και το μεσημέρι θα δω τι διατροφή έχει». Κατέβηκα στη μηχανή. Το μεσημέρι πάλι είχε κάτι λίγα. Του λέω «Πες του καπετάνιου ότι, αν δεν φάω και τώρα, στη μηχανή δεν κατεβαίνω, και δεν πάνε να με παρακαλάνε εκατό πρώτοι και εκατό δεύτεροι».  Και αρχίζω και λέω «Ρε σεις, ναυτεργάτες είστε;». Ξέρεις, τσαντίστηκα. Εν τω μεταξύ, ήμουνα και, τότε ήμουνα θηρίο, δεν ήμουν όπως είμαι τώρα. Ήμουν 90 και 95 κιλά. Ήμουνα θηρίο, γυμναζόμουνα. Όποτε ερχόμουν εδώ κι ήμουνα ξέμπαρκος, γυμναζόμουνα συνέχεια. Και καθόμουνα κιόλας, δεν δούλευα. Είχα λεφτά. Και μου λέει... Λέω εγώ «Ρε εσείς ναυτεργάτες; Αρτεργάτες είσαστε. Όχι ναυτεργάτες». Ξέρεις, άμα πεις τον ναυτεργάτη, αρτεργάτη. Ναι. Κατεβάσαν μούρες. Τελικά, με φωνάζει ο καπετάνιος, μου λέει «Ωραία, εγώ θα σου δώσω εσένα, γιατί μου την έπεσε ο πρώτος και μου είπε ότι είσαι καλός μάστορας και καλός έτσι και ξέρω γω και τέτοια. Ναι, αλλά εγώ θα σε ξεμπαρκάρω». Λέω «Μέχρι να με ξεμπαρκάρεις[02:50:00]. Αλλά δεν θέλω μόνο εγώ. Δεν είσαι χαζός. Ρε, μην είσαι χαζός», του λέω. «Ρε», μου λέει. «Ρε», του λέω, «μην είσαι χαζός. Παραπονιόνται οι άλλοι. Εγώ σ’ το λέω. Παραπονιόνται. Και βλέποντας κι εμένα, θα ξεσηκωθούν. Θα την πατήσεις. Δώσε κάτι παραπάνω». Και έδωσε κάτι παραπάνω και ήμουνα ο καλός. Εμείς πάμε Πολωνία. Πολωνία δεν ξεμπαρκάρεις. Με τα καθεστώτα αυτά. Ούτε μπαρκάρεις ούτε ξεμπαρκάρεις. Φύγε από δω και ξεμπαρκάρεις έξω. Εκτός αν είσαι άρρωστος ή πέθανες. Ή άρρωστος. Αλλά να ξεμπαρκάρεις, δεν ξεμπαρκάρεις. Ούτε Ιαπωνία, ούτε Κίνα, ούτε οι χώρες οι ανατολικές. Δεν ξεμπαρκάρεις εκεί. Τότε. Τώρα εντάξει. Βγαίνω έξω. Ένας λαδάς, 60, ψηλός, μου λέει «Μπήκαμε Πολωνία». Μου λέει «Ρε μαστρο-Χρήστο». Του λέω «Μη με λες μαστρο-Χρήστο». Μου λέει «Μαστρο-Χρήστο, εγώ, μου λέει, «με τα βαπόρια. Είμαστε ό,τι λέει ο νόμος, είμαστε…». Λέει «Να πάμε έξω να πιούμε μια μπίρα μαζί;». Λέω «Ναι, αμέ». Πάμε έξω, καθόμαστε εκεί και μου λέει, μου δίνει το φυλλάδιο. Σ’ αυτές τις χώρες, σου δίναν το φυλλάδιο. Δεν βγάζανε πάσα και τέτοια. Το φυλλάδιο. Γιατί δεν θα το ’σκαγες με το φυλλάδιο, πουθενά. Σε άλλες χώρες, δεν στο δίνουνε. Στην Αμερική, θα το ’σκαγες. Σε αυτές τις χώρες το δίνουν το φυλλάδιο. Αντί για πάσο και γραφειοκρατία, οι Πολωνοί. Γλίτωναν και γραφειοκρατία οι Πολωνοί. Μου λέει «Κοίτα το φυλλάδιο». Διαβάζω «Δεύτερος μηχανικός. Στάση, στάση, στάση». Μου λέει «Θέλω δύο χρόνια να πάρω σύνταξη. Και κανείς στην Ελλάδα, δεν με παίρνει κανένας. Κοίταξε, ήμουνα στην ΟΕΝΟ», μου λέει. Η ΟΕΝΟ ήτανε η ναυτική ομοσπονδία των αριστερών, που στα Δεκεμβριανά πήραν επιτροπές στα βαπόρια. Τα περισσότερα βαπόρια τα πήρανε οι αριστεροί μέσα εκεί, και μπορεί και καπεταναίοι πολλοί. Αλλά όταν έπεσαν και συμφωνήσανε, Βάρκιζες, κι έπεσε το αυτό, όλοι τους καρφώσαν.  Και βλέπω εκείνο το φυλλάδιο, μ’ αυτά τα πράγματα μέσα, και πήγε να με καταπιεί η γη. Που τόσο καιρό, αυτός που ήτανε δεύτερος, άκουγε εμένα, που ήμουνα λίγο τέταρτος και με στάσεις και τέτοια. Και τον είπα αρτεργάτη. Και μου λέει «Ρε μάστορα, ήθελα να σηκωθώ και να σου δώσω ένα μπουνίδι που θα πήγαινες απέναντι. Αλλά κατάλαβα ότι είχες δίκιο. Αλλά εγώ, ένα χρόνο θέλω, δύο, να πάρω σύνταξη». Λέω «Και πολύ καλά έκανες. Καλά έκανες. Αλλά το μπουνίδι, δώσε μου τώρα». Γίναμε φίλοι. Ωραίες, ωραίες στιγμές. Ένα άλλο. Μέσα σ’ ένα καράβι, είχαμε ένα... Άλλη περίπτωση. Σ’ αυτό το θέμα, [Δ.Α.]. Βρέθηκα εγώ, με ανθρώπους τέτοιους, που δεν μπορούσαν να ρθούν στην Ελλάδα. Τους λέμε –δεν ξέρω από πού προέρχεται η λέξη– κατσελαρισμένοι. Κατσιλέσιος. Α, ναι. Μπορεί από αυτό. Που θα πει απαράδεκτος, κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσαν να ρθούν στην Ελλάδα, γιατί ήταν γραμμένοι στην ΟΕΝΟ παλιά, και μετά Εμφυλίου. Λέμε τώρα ’60. ’58, ’60. Ακόμα ήταν η καραμανλική οκταετία. Δεν ήταν ελεύθερα. Τα κοινωνικά φρονήματα υπήρχανε. Φυλακισμένοι και τα λοιπά. Μπορεί να ήταν ο Καραμανλής, αλλά τη λένε καραμανλική οκταετία. Ματωμένη οκταετία. Εντάξει; Και δολοφονίες υπήρχανε, και φυλακές υπήρχανε, και όλα υπήρχανε. Εντάξει. Άσχετο τι λένε τώρα, τι καλά ήταν τότε.  Οπότε, ήταν, απαγορευόντουσαν αυτοί να μπούνε σε ελληνικά βαπόρια. Και μπαρκένανε με Λιβερίας, Liberian σημαία, ή ξένες σημαίες. Μονρόβια. Liberia ήταν η χώρα, Λιβερία. Και πρωτεύουσα η Μονρόβια. Τιμές ευκαιρίας. Και η Κύπρος. Τιμές ευκαιρίας. Για να μην πληρώνουν εδώ οι πατριώτες μας, οι Έλληνες εφοπλιστές. Κλέβοντας τότε το Δημόσιο. Είχανε ξένες σημαίες. Σε αυτές, έκανα εγώ, με ξένες σημαίες. Εκεί δουλεύανε πολλοί ναύτες. Περισσότερο ναύτες, που ήτανε, στην Κατοχή ήτανε στην ΟΕΝΟ, στην παράνομη οργάνωση του Κ.Κ.Ε., στην κατάληψη των βαποριών τότε. Και δεν μπορούσαν. Από αυτούς έμαθα πολλά. Πάρα πολλά, μα πάρα πολλά. Μετά είχαμε και τους άλλους στην Πολωνία, ειδικά στην Πολωνία, και στην Ρωσία, που πήγαμε κάτω, στην Οντέσσα, στην Οδησσό [Δ.Α.], στην Μαύρη Θάλασσα. Υπήρχαν Έλληνες που μέναν εκεί. Δεν μπορούσαν να ’ρθουν εδώ. Και πουλάγανε, έτσι ξέρεις, λίγο πιτσικόμηδες. Πιτσικόμηδες εννοώ λίγο απατεωνίσκοι, λίγο έτσι. Και πουλάγανε διάφορα, στα βαπόρια. Ένας ...  Είχαμε κι έναν ξένο σ’ ένα βαπόρι. Τον Μπράβο. Ισπανός, σπανιόλος ναύτης, από την εποχή του Φράνκο. Απ’ το ’38 ή το ’36. Το ’36, που ηττήθηκε η επανάσταση στην Ισπανία. Το ’σκασε αυτός και πήγε στα βαπόρια. Το ’σκασε στην Γαλλία. Νομίζω πήγε και στην Γερμανία, δεν θυμάμαι καλά. Το ’σκασε, κι αυτός βρέθηκε στο καράβι μαζί. Μάθαμε όλοι ισπανικά, με αυτόν. Αυτός καμία λέξη ελληνικά, πολύ λίγα. Αλλά όλοι μάθαμε ισπανικά, κάμποσα ισπανικά. Έλεγε «Ρε, γιατί δεν μαθαίνεις ελληνικά;». «Υo tengo una cabeza y [Δ.Α.] bida». Έλεγε μόνιμα αυτό. Που σημαίνει «Έχω», λέει, «ένα κεφάλι», cabeza στα ισπανικά, «έχω ένα κεφάλι σαν την μπίντα». Η μπίντα είναι ένα στρογγυλό δοκάρι, τόσο, που δένουμε τα σκοινιά στα βαπόρια. Απάνω έχει ένα ξέχωρο, γύρω γύρω, για να κρατιέται τα σκοινιά, οι κάβοι που θα τους δένουνε. Και σου λέει, έλεγε ότι «το κεφάλι μου είναι σαν την cabeza». «Η cabeza μου σαν την μπίντα». Και γέλιο. Αυτός μας έμαθε και το μαχαίρι. Δεν το ’ξερα εγώ. Το μαχαίρι. Πέταγε το μαχαίρι από δω μέχρι που είναι τούτο δω, ένα πόντο. Εγώ το ’μαθα καλά. Πρέπει να ’ταν και ειδικό μαχαίρι. Το έμαθα καλά. Το έκανα, όταν γύρισα στην Αθήνα, και καθόταν ένας φίλος μου, ο Θανάσης ο [Δ.Α.]. Πέθανε. Άλλο παρατσούκλι. Ο οποίος, έτσι και έφευγε λίγο, ένα πόντο, εγώ τον σκότωνα. Και καθότανε. Κι εγώ καθόμουνα και του πέταγα. Ναι, ο αυτός.  Μετά, στην Ιαπωνία. Ξεμπαρκάρησα στην Ιαπωνία, με τον «πίθηκο». Γιατί δεν μπορούσα να ξεμπαρκάρω αλλού. Ξεμπαρκάρησα στην Ιαπωνία, όχι για να με στείλει στην Ελλάδα, αλλά βρήκα άλλο βαπόρι. Εκεί μπορούσες να ξεμπαρκάρεις και να πας σε άλλο βαπόρι. Ιαπωνία, και στην Ρωσία ακόμα πήγαινες. Αλλά να φύγεις από κει με αυτό, δεν γινόταν. Και δεν σύμφερε κιόλας. Να πληρώσεις τα εισιτήρια από την Ιαπωνία; Να με πλήρωνε η εταιρεία. Άμα σε διώχνει, σε πληρώνει. Ένα χρόνο, άμα κάνεις ένα χρόνο στα βαπόρια, στην Ευρώπη, σε πληρώνει η εταιρεία, τα εισιτήρια. Άμα κάνεις στην Αμερική, δεκαοχτώ μήνες. Άμα κάνεις Ειρηνικό, Ιαπωνίες και έτσι, δύο χρόνια σού πληρώνει η εταιρεία, άμα κάνεις δυο χρόνια, τα εισιτήρια. Δηλαδή είναι πολλά τα λεφτά τότε. Μετά δεν υπήρχανε ούτε... Μισά αεροπλάνα, μισά καράβια. Πολλά λεφτά. Οπότε δεν σύμφερε να σε απολύσει. Το ’ξερες εσύ κι έκανες τις βρωμιές σου, όπως έκανα κι εγώ εκεί. Στην Ιαπωνία ξεμπαρκάρησα εγώ και πήγα σ’ ένα, αυτό το «Λίμπερτυ», που λέμε. Το «Λίμπερτυ» το γκαζάδικο, το οποίο ήδη υπήρχε εκεί φτιαγμένο. Μισοφτιαγμένο. Εγώ μπαρκάρησα στην Ιαπωνία. Στο Κόμπε. Αφού πήγαμε σε πολλά λιμάνια. Πήγαμε, θυμάμαι, Ναγκόγια, Οσάκα, Κόμπε, που ήταν το βαπόρι. Εκεί μπαρκάρησα με το βαπόρι με τον «πίθηκο». Λοιπόν. Και μπαρκάρησα στο… Ξεμπαρκάρησα εκεί και μπαρκάρησα σ’ αυτό το βαπόρι. Εμείς κοιμόμασταν σε ξενοδοχείο. Μες στα [Δ.Α.]. Έχω φωτογραφίες πολλές εκεί να σου δείξω. Και το βαπόρι και το όλο, το πακέτο εκεί. Το καράβι αυτό, το «Λίμπερτυ», που έπρεπε να είχε φύγει από τον πρώτο μήνα για το πρώτο ταξίδι, ’60 λέμε τώρα, και το φτιάχνανε, να πάει άλλα δέκα χρόνια. Κι όχι μόνο το φτιάξανε, παρά βάλανε κι ένα αμπάρι παραπάνω. Το κάνανε μεταλλαγή. Μεταλλάξανε. Δηλαδή από γκαζάδικο, το κάναν mineralάδικο. Πετάξανε, κόψανε. Η μηχανή ήταν στη μέση. Κόψανε όλο το κομμάτι πίσω κι όλο το κομμάτι μπροστά, κι ένα κομμάτι πίσω, που ήταν το τιμονάκι, το κρατήσανε και βάλαν ενδιάμεσα –έτοιμα το κόλλησαν– τα κομμάτια που, αντί για γκαζάδικο, το κάναν ανοιχτό, με μπάρες και με μηχανήματα και τέτοια για να φορτώνει ή στάρι, ή minera[03:00:00]l, ορυκτό μέταλλο, ή οτιδήποτε κιβώτια. Κι εμείς κοιμόμασταν στο ξενοδοχείο. Εκεί ήμασταν μονάχα τέσσερα-πέντε άτομα. Εμένα με κράτησαν γιατί ήξερα, φαίνεται, από επισκευές και τέτοια.  Στην Ιαπωνία τώρα. Όλα περίεργα. Εν τω μεταξύ, μην ξεχνάμε, το ’60, ακόμα η Ιαπωνία ήτανε στην πείνα. Λέμε πριν από πόσα χρόνια, δεκαπέντε χρόνια, ήταν η Χιροσίμα. Εντάξει; Δεν ήτανε... Βλέπαμε αυτούς τους ανθρώπους. Πώς τους λέγανε; Κάπως λέγανε, ένα όνομα. Κάπου το ’χω γράψει. Αυτοί που ήτανε μισοκαμένοι, μισό... Από τις βόμβες. Και ο μάγειρας μαγείρευε για δυο-τρία βαπόρια. Ο μάγειρας ο Γιαπωνέζος. Ελληνικά, όσο μπορούσε. Γιατί τα γιαπωνέζικά τους ήτανε περίεργα. Μια φορά, μ’ έναν άλλον ναύτη, τον πείσαμε να πάμε στο χωριό του, να πάμε στις γκέισες. Οι οποίες, οι γκέισες, δεν είναι αυτά που νομίζουν εδώ, ότι ήταν πόρνες. Όχι. Πορνεία κάναν τελικά, αλλά την κάνανε για μάθηση. Μάθηση τι; Αντί να πάρουνε μια κοπέλα... Κακώς, καλώς, δεν ξέρω. Και το ένα κακό και το άλλο. Αντί να πάρουν μία κοπέλα, που θα πει ο πατέρας, αυτόν θα πάρεις, η κοπέλα μετά, όταν τελείωνε την εκπαίδευση σ’ αυτή, σαν γκέισα, διάλεγε τον πλούσιο, τον έτσι, τον αλλιώς. Γιατί είχε καλύτερη μοίρα. Πέρναγε, δεν ξέρω πού, πέρναγε, μάθαινε οικοκυρική, μάθαινε γλώσσα, δηλαδή μάθαινε καλά γιαπωνέζικα. Γινότανε σε καμιά άλλη φάση. Και μάθαινε και συζυγικές σχέσεις. Όλες τις συζυγικές σχέσεις. Πού πηγαίναν, που λες, και πληρώνανε. Οπότε μας λέει αυτός ότι «Ρε, αυτά έχουν απαγορευτεί». Αλλά τριακόσια χιλιόμετρα, ξέρω γω, στα Τρίκαλα να πούμε, «υπάρχουν εκεί που είμαι εγώ, ελάτε να δείτε». Λέω «Πάμε, ρε. Πάμε». Πάμε εκεί.  Τώρα δεν είναι ωραία αυτά που τα λέω, αλλά αφού έτσι είναι. Πάμε εκεί, μπαίνουμε στο σπίτι του. Πάμε στο γκεΐσάδικο. Και βγαίνουνε τώρα καμιά δεκαριά κοπέλες. Ήταν ένα ύψωμα, περίπου, ένα πατάρι έτσι, περίπου είκοσι πόντους ψηλότερο, και καθόντουσαν όλες στη σειρά. Τώρα, θα με ακούσουν οι φιλενάδες μου, οι φεμινίστριες, θα με τσακίσουνε. Γιατί πάω στο φεμινιστικό κίνημα. Ήταν στη σειρά, όλες ίδιες, και καθόντουσαν έτσι. Και έπρεπε εσύ να περνάς και να σταματήσεις σε κάποια. Αυτή θα πάρεις. Αυτή θα πάρεις. Θα πληρώσεις βέβαια το έτσι. Αλλά αυτά ήταν τελευταία. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν τώρα. Τέτοιου είδους. Αυτό το είδος. Αλλά λέω, κοίτα να δεις. Τι άλλο; Ένα άλλο γεγονός. Κάποιο άλλο θυμήθηκα τώρα. Στις μπάρες. Υπήρχανε. Δεν τις λέγανε γκέισες. Του λιμανιού γυναίκες επί πληρωμή. Αν πήγαινε κάποιος στην μπάρα, στην Μίτσικο, λέω ένα όνομα, ένα όνομα, ξέρω γω η Μαίρη. Αν πήγαινα στην Μαίρη σήμερα και πήγαινα αύριο, και πήγαινα στη διπλανή της, την Καίτη, με φτύνανε.  Είχανε μια τιμή. «Εδώ, κύριε. Τι θα πει; Άμα έρθεις, εδώ. Ειδάλλως φύγε». Και πολλά άλλα τέτοια πράγματα. Τα οποία δεν ξέρω πόσο σωστά. Πάντως, μια πείρα την έχω πάνω σ’ αυτό το πράγμα. Του καλού ή του κακού. Όλα κακά είναι αυτά. Για να χρησιμοποιείς τέτοιου είδους, τη γυναίκα. Κάθε είδους υπότασης, ξέρω γω, κατεβάσματος της ψυχολογίας και της προσωπικότητας της γυναίκας, είναι λάθος. Κι εκεί κι εδώ και παντού. Αυτά στην Ιαπωνία. Έμαθα και πολλά γιαπωνέζικα, γιατί κάτσαμε τρεις μήνες εκεί. Μάθαμε γιαπωνέζικα, κάμποσα γιαπωνέζικα. Αυτό ήταν από τα καλύτερα μέρη που μπόρεσα να θυμάμαι, στην Ιαπωνία. Άσε που μας κοιτάγανε… Όταν πήγαμε με το τρένο, στα Τρίκαλα ας πούμε, στο χωριό αυτουνού, μες στο τρένο, άμα σου πω, τουλάχιστον δυο-τρία πιτσιρίκια βάλαν τα κλάματα. Άλλοι μας κοιτάγανε έτσι. Κλαίγαν τα πιτσιρίκια γιατί δεν είχανε δει μάτια στρογγυλά και τέτοια. Εμείς να πεθάνουμε απ’ την πλάκα. Μετά είναι… Αποφάσισα... Αποφάσισα... Δεν μου κάνουνε τα βαπόρια. Είχα αγαπήσει και τη γυναίκα μου, να πούμε.

Β.Γ.:

Πριν πάμε εκεί. Να κάνω κάποιες ερωτήσεις. Είχε τύχει ποτέ να ταξιδεύετε και να έχει καιρό;

Χ.Τ.:

Α! Ε, βέβαια!

Β.Γ.:

Φουρτούνες;

Χ.Τ.:

Όταν μπαρκάραμε, έγινε το βαπόρι αυτό, το [Δ.Α.], το γκαζάδικο. 18.000 τόνοι. Μεγάλο. Εγώ έκανα με δεκάρια. Τώρα 18.000 δεν είχα ξανακάνει τόσο μεγάλο βαπόρι, αυτό που κατασκευάσαμε. Πήγαμε Φιλιππίνες, σ’ ένα νησάκι, Μανσίλοπ λεγότανε. Να φορτώσει mineral, ορυκτό. Πολύ άγριο μέρος. Μετά πέσαμε σε παρακλάδι τυφώνα. Παρακλάδι τυφώνα. Για να ’ρθουμε στο Σαν Φραντσίσκο. Όλον τον Ειρηνικό να περάσουμε. Ο καπετάνιος με όλα τα στοιχεία του Μαρκόνι και τα λοιπά, τα καταφέρνουνε να περνάνε δίπλα. Να περνάνε δίπλα από τους τυφώνες, μην πέσει κι έτσι. Κοιτάνε, αν ο τυφώνας πάει από κει. Αυτά δεν είναι και τόσο σίγουρο, αλλά εν πάση περιπτώσει. Παρακλάδι τυφώνα. Λεγόταν Σουέλεν, ο τυφώνας. Κάναμε δεκαπέντε μέρες να κάνουμε ένα τόξο μεγίστου κύκλου λέγεται –οι ναυτικοί το λένε, οι μαρκόνηδες καπεταναίοι–, να ξεφύγουμε απ’ αυτό. Μας ακολουθούσε ή μάλλον ακολουθούσαμε εμείς την ουρά του.  Επί δεκαπέντε μέρες τρώγαμε ξηρά τροφή, γαλέτα. Δεν μπορούσε να μαγειρέψει ο μάγειρας. Δεν μπορούσε να μαγειρέψει, διότι οι εστίες είναι σταθερές. Όπου πάει το καράβι, πάει κι αυτό. Απάνω έχουνε κάποιοι γάντζοι, κρεμαστό, για να μην ακουμπάει η κατσαρόλα, να ’ναι ένα πόντο πιο πάνω. Δεν γινόταν, γιατί το στρίψιμο, το ένα έμενε σταθερό, το άλλο έκανε. Οπότε δεκαπέντε μέρες τρώγαμε έτσι. Εκεί τι να πω. Εκεί δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε στην κουρσέτα, στο κρεβάτι της κουρσέτας, τα οποία είναι πάντα έτσι, πλάγια. Δεν είναι έτσι, είναι έτσι. Γιατί, άμα είναι έτσι, δεν μπορείς να κοιμηθείς, θα πέσεις. Ενώ, άμα είναι έτσι, έτσι μπορεί να κουνηθεί λίγο, στα πλάγια. Αλλά στο έτσι, στην πλώρη-πρύμη, θα μπαίνει μέσα και χάνεται και μετά ξαναβγαίνει. Δεν κοιμάσαι με τίποτα. Τα έχουν κάνει έτσι.  Εκεί βάζαμε μαξιλάρια για να μπορούμε να ’μαστε μαζί. Ε, τι να κοιμηθείς; Όλα τα πράγματα βγαλμένα, δεμένα και τα λοιπά. Μέσα στη μηχανή, δεν μπορούσες να περπατήσεις όποτε ήθελες. Έπρεπε να κοιτάς το μοιρογνωμόνιο, που ήταν εκεί στο κέντρο, που πάει έτσι και την ώρα που άρχιζε να πηγαίνει αντίθετα, να έρχεται από πάνω προς τα εσένα, τότε εσύ ανέβαινες και πήγαινε απ’ την άλλη μπάντα. Δηλαδή ανηφορικώς. Κατηφόρα δεν πήγαινες. Θα πήγαινες απέναντι. Σχοινιά δέναμε, όπως έχουμε εδώ. Σχοινιά για να κρατιέσαι. Να μην πιάνεις μηχανήματα. Άμα έπεφτες, στα σίδερα πάνω θα ’πεφτες. Πολύ μεγάλη αυτή. Γνωρίζοντας ότι βυθίζοντας το καράβι μπορεί να μην ξαναβγεί. Εντάξει, δεν είναι... Είναι μεγάλη, ανθυγιεινή εργασία. Είναι μακριά από το σπίτι σου. Είναι πάρα πολύ σκληρή αυτή. Όμως, όταν ξεμπαρκάρεις σε ένα μήνα, λες «Πότε θα μπαρκάρω;». Οι ναυτικοί είναι τρελοί.

Β.Γ.:

Και σε ποιες χώρες έχετε πάει;

Χ.Τ.:

Όλες.

Β.Γ.:

Όλες, ε;

Χ.Τ.:

Εκτός από Αυστραλία. Αυστραλία δεν έχω πάει. Ινδίες όχι. Στο Κολόμπο έχω πάει. Στην Κεϋλάνη, Σρι Λάνκα λέγεται τώρα. [Δ.Α.], Ιράκ, Ιράν, Κουβέιτ, [Δ.Α.], Αίγυπτος, South America. Καλά South America. Στο πιο νότιο είναι η Νικοτσέα και η Αργεντίνα, κάτω κάτω, κοντά στον Πορθμό του Μαγγελάνου. Νότια, 60 νότιο πλάτος. Πώς λέγεται; Μπάγια Μπλάνκα και Νικοτσέα. Δυο λιμάνια. Και βρήκα Έλληνα εκεί. Άκου να δεις! Βρήκα Έλληνα που πούλαγε φιστίκια. Κεφαλλονίτης λέει. Παλιός ναυτικός, λέει «Έχω μείνει εδώ σαράντα χρόνια». Πού αλλού; Καλά, όλη την Αμερική. Στην Αμερική το ’σκασα. Κάτσε ντε. Το ’61. Δεν ξέρω τι. Το σκάσαμε μ’ έναν. Το σκάσαμε. [Δ.Α.] δηλαδή; Έτσι. Πήγαμε και το σκάσαμε, δεν γυρίσαμε. Βρήκαμε έναν που θα μπορούσε να μας δώσει δουλειά και τα λοιπά και πήγαμε στις μπογιές. Πήγαμε στις μπογιές. Κάτι γέφυρες. Και βάφαμε όσο φτάνανε τα χέρια μας, παραπάνω όχι. Καμιά βδομάδα. Μετά λέει ο άλλος «Θα πάρετε πάρα πολλά λεφτά και θα ανεβείτε στη σκαλωσιά, άλλα πέντε μέτρα πά[03:10:00]νω». Του λέω του αλλουνού «Ρε, εμείς δεν είμαστε… Θα σκάσουμε κάτω και θα ψοφήσουμε. Δεν είμαστε». Μου λέει «Δεν είμαστε». Πέρασε κανένας μήνας. Μετά να πάμε να δουλέψουμε στα εστιατόρια. Τι να κάνουμε; Πιάτα. Ένα υπόγειο να πλένεις πιάτα. Στοίβα τα πιάτα. Πάλι δεν μας άρεσε. Του λέω «Είμαστε για πίσω». Μου λέει «Τα εισιτήρια θα πληρώσουμε». «Κάτσε ρε», του λέω, «εγώ έμαθα ότι, άμα φύγει το βαπόρι –“Queen Elisabeth”, όχι, “Queen Elisabeth” ήταν εγγλέζικο, “Queen Mary”, όχι, κι αυτά εγγλέζικα–, “Queen Frederica”, άμα φύγει, θα σε στείλουν αεροπορικώς για δεν συμφέρει να σ’ έχουνε να σε πληρώνουνε. Η εταιρεία που είναι υπεύθυνη και όχι το κράτος». Ούτε το ελληνικό. Η εταιρεία είναι υπεύθυνη να σε πληρώσει και θα σε στείλει αεροπορικώς, την άλλη μέρα. Για να μη σ’ έχει τρεις μήνες, μέχρι να ξανάρθει το «Queen Frederica», να πας. Εν τω μεταξύ, είχαμε μάθει εμείς ότι αυτοί που πηγαίνουνε, οι σκαστοί, πολλοί σκαστοί, δηλαδή οι περισσότεροι το σκάγανε. Τότε περίπου, ’58 με ’63, το σκάσανε μπορεί και τρεις χιλιάδες ναυτικοί. Στην Νέα Υόρκη. Όχι στην Νέα Υόρκη, σε όλη την αυτήν. Όταν τελείωσε το... Όταν γυρίσαμε από το... Τελείωσε ο τυφώνας, αυτός ο Σουέλεν, και φτάσαμε στο Σαν Φραντσίσκο. Εκεί, στο πέλαγος, λέει η εταιρεία «Αλλάζουμε σημαία και βάζουμε καναδέζικη». Α, καναδέζικη. Οι Καναδέζοι δεν βάζανε ξένους, θέλανε Καναδούς. Οπότε μας ξεμπαρκάρει εκεί. Γι’ αυτό εμείς το σκάσαμε, στην Νέα Υόρκη το σκάσαμε. Σόρρυ, με φυλλάδιο. Έκανα λάθος, έκανα λάθος. Ξεμπαρκάραμε εκεί. Όχι, τα φυλλάδια τα κρατάγανε στη… Τα κρατάγανε… Όχι, με το φυλλάδιο. Ξεμπαρκάραμε στο Σαν Φραντσίσκο και αεροπορικώς μας στείλανε στην Νέα Υόρκη, για να φύγουμε από κει με βαπόρι. Εκεί το σκάσαμε. Και πήγαμε, που λες, και παραδοθήκαμε. Πήγαμε [Δ.Α.], είμαστε οι τάδε. Ήμασταν στο τάδε βαπόρι και θέλουμε να πάμε στην Ελλάδα. Τηλεφωνάνε στην εταιρεία. Έρχονται μας παίρνουνε. Λένε «Έφτασε, έφυγε». Λέμε «Δεν το ξέραμε». Λέει ένας «Αμ, το ξέρατε». «Αφού δεν το ξέραμε». «Εισιτήριο;». Πάρε και το φυλλάδιο και ήρθαμε αεροπορικώς από την Νέα Υόρκη. Εγώ δεν είχα ξαναπάει τόσο μεγάλο ταξίδι. Μεγάλο ταξίδι. Αεροπορικώς, με την KLM, μέσω Ολλανδίας, Χάγη. Κάπου εκεί. Ή Ρώμη, νομίζω. Και μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Τώρα, στην Νέα Υόρκη, ήμασταν σε κείνα τα… Στο πιατάδικο, μια στοίβα πιάτα. Δεν μας έκανε. Και όλο και κρυβόμασταν, φοβόμασταν. Γιατί, άμα σε πιάναν, σε πηγαίνανε στο Έλις Άιλαντ. Εκεί ήτανε χαμός. Σ’ ένα νησί εκεί, όπου αυτό. Για να περιμένεις, δεν ξέρω πόσο. Οπότε ήρθαμε στην Αθήνα. Μετά ξαναέκανα ένα μικρό μπάρκο. Μετά θεώρησα με την κοπέλα μου να μην ξαναμπαρκάρω. Οπότε ήρθα στον Βόλο. Τη μάνα του Δημήτρη δηλαδή.

Β.Γ.:

Οπότε, στο ενδιάμεσο, είχατε γνωρίσει τη γυναίκα σας;

Χ.Τ.:

Ναι. Την ήξερα από παλιά, αλλά, εντάξει, στο τέλος. Οι ναυτικοί, είπαμε, είναι άλλο πακέτο. Λίγο παλιανθρώποι, λίγο έτσι, λίγο απ’ όλα. Και με βρίζουν οι άλλοι ναυτικοί. Και ξεμπαρκάρω στον Βόλο. Ήρθα εδώ.

Χ.Τ.:

Είχα πάρει αναβολή, λόγω σπουδών και λόγω ναυτιλίας. Εντάξει; Δυο χρόνια αναβολή. Την έκοψα την αναβολή και πήγα και κατατάχθηκα στο Βασιλικό Ναυτικό, τον Απρίλιο. Μου είχανε πει «Αν θα πας στο Ναυτικό, κάηκες, φουκαρά. Και κάνεις και τον μάγκα, και κάνεις και τον δυνατό; Θα σε τσακίσουνε». «Βρε, εμένα;». «Βρε, θα σε τσακίσουνε εκεί. Μια φυλακή θα είσαι». Κι έμαθα και τι θα κάνω. Πρόσεχε εκείνο, πρόσεχε το άλλο. Επί δύο χρόνια, εγώ ρώταγα και μάθαινα, στη βάρδια μου, τους άλλους που είχανε κάνει και υπαξιωματικοί. Είχα και πολλούς που ήτανε… Ο ένας τρίτος ήτανε αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού και έφυγε κι έγινε τρίτος, και δεύτερος άλλος, και μάθαινα κι από αξιωματικούς που ήτανε φίλοι. Δεν ήταν στο Βασιλικό Ναυτικό. Και μου λέει «Ρε, να προσέχεις αυτό, να προσέχεις εκείνο, εκείνο. Αν σου πούνε αυτό, θα κάνεις εκείνο, εκείνο». Είχα μάθει πολλά εγώ. Και λέω «Είμαι έτοιμος τώρα να πάω, κάργα οργανωμένος, να πάω». «Μην πας Γενάρη ή καλοκαίρι. Πήγαινε Απρίλιο. Όχι φθινόπωρο, γιατί θα ’ρθει κοντά ο χειμώνας. Ενώ Απρίλιο, έχεις καλοκαίρι, δεν χρειάζεσαι ζεστές πολλές, δεν θα πολυϊδρώνεις. Το καλοκαίρι θα έχεις τελειώσει την εκπαίδευση κι είναι καλοκαίρι. Μετά, θα, το άλλο θα είναι χειμώνας». Οπότε πήγα εγώ τον Απρίλιο. Έκοψα την αναβολή και πήγα τον Απρίλιο. Τώρα είναι μεγάλο πακέτο ο στρατός.

Β.Γ.:

Ποια χρονολογία πήγατε;

Χ.Τ.:

Πήγα το ’61. Τον Απρίλιο του ’61.

Β.Γ.:

Και τότε πόσα χρόνια καθόσουνα στον στρατό;

Χ.Τ.:

Τότε καθόσουνα είκοσι εφτά χρόνια σαν ναύτης, και τριάντα χρόνια σαν υπαξιωματικός, που εγώ μπορούσα να γίνω, επειδή ήμουνα τρίτος μηχανικός. Μου είπανε «Μην γίνεις τρίτος μηχανικός, γιατί τρεις μήνες δεν θα παίρνεις τίποτα. Ενώ τρεις μήνες στα βαπόρια, θα πάρεις τ’ άντερά σου. Αλλά θα είσαι ναύτης. Ο τελευταίος τάδε. Κακό. Καλό όμως, διότι δεν θα ’σαι υπεύθυνος για τίποτα. Άμα είσαι», μου λέει, «μετά και γίνεις υπαξιωματικός, με το παραμικρό θα σε φορτώσουνε εργαλεία, τα οποία ένας ναύτης θα σ’ τα πετάξει, όπως έκανα εγώ. Θα σ’ τα πετάξει στη θάλασσα και μετά άντε εσύ βρες το. Θα το πληρώσεις. Μετά, θα ’σαι υπεύθυνος. Θα κάνεις αναγκαστικά τον άλλον τιμωρία». Εγώ δεν ήμουνα έτσι. Εγώ τρίτος ήμουνα και τα ’βαλα με τον αδερφό μου, που έβαλε έναν να βάψει στο καράβι, που απαγορεύεται, ένα μηχάνημα μέχρι εκεί πάνω. Του λέω «Μην το κάνεις». Και του λέει «Γιατί δεν το κάνεις;». Και του λέει «Μου είπε ο αδερφός σου, ο αξιωματικός μου, να μην το κάνω». Και μου λέει «Ρε, τρελός είσαι;». Του λέω «Τι τρελός είμαι;». «Άσε, ρε. Λίγο θα ’κανε έτσι». «Όχι», του λέω, «άμα έπεφτε. θα την πάταγες εσύ», του λέω. Μέχρι και στον αδερφό μου πήγα κόντρα. Γι’ αυτό και δεν προχώρησα εγώ. Γιατί αξιωματικός σημαίνει διαταγές. Εγώ δεν θέλω διαταγή. Ούτε να διατάζω ούτε να με διατάζουνε. Ειδικά να με διατάζουνε. Και να διατάζω δεν θέλω.

Β.Γ.:

Οπότε, φαντάζομαι, σας ήταν δύσκολο…

Χ.Τ.:

Δύσκολο να προχωρήσω εγώ σαν αξιωματικός. Δύσκολο.

Β.Γ.:

Και στον στρατό μέσα όμως σαν…

Χ.Τ.:

Στον στρατό ήταν πιο χειρότερο…

Β.Γ.:

Σαν στρατιώτης…

Χ.Τ.:

Γιατί, άμα δεν διέταζα, θα έτρωγα εγώ το πακέτο. Οπότε μου λέει «Μέσα σε τόσους, τη γλιτώνεις. Tώρα προπαιδευόμενος», μου λέγανε αυτοί, «θα βρεις κάποιον κολλητό να κάνετε τις βρωμιές και τις λαδιές μαζί. Μόνος σου δύσκολο. Θα προσέχεις εκεί. Θα προσέχετε». Ήμουνα πλήρως ενημερωμένος. Την πρώτη μέρα, μου λέει, πρώτα πρώτα, μου λέγανε «Δεν θα πας στη σειρά που θα κάνεις εκπαίδευση». Σαράντα πέντε μέρες εκπαίδευση. Περπάτημα, όπλα, τέτοια, προσοχή, ανάπαυση, να κάνεις σήματα. Γελοία πράγματα δηλαδή. Και παραπτώματα. Το κουνέλι, το όπλο έτσι. Τιμωρία. Push ups, τροχάδην, όλα αυτά ήταν τιμωρίες. Δεν ήμουνα εγώ για έτσι. Αλλά δεν μπορούσα να τ’ αποφύγω κιόλας. Εν τω μεταξύ, εγώ ήθελα... Άλλο πακέτο. Τρελοχάρτι. Δεν υπήρχε περίπτωση, γειτονιές σαν τη δικιά μας να μην πάρουν –η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων μου, των συνομήλικων–, να μην πάρουν τρελοχάρτι. Η συντριπτική πλειοψηφία.

Β.Γ.:

Άρα αυτό υπήρχε από τότε. Δηλαδή και τότε παίρνανε.

Χ.Τ.:

Τότε ήταν το τρελοχάρτι. Μετά απ’ το ’50, ήταν τρελοχάρτι. Γιατί η διοίκηση του στρατού ήταν όλοι μετεμφυλιακοί νικητές. Κάνανε κουμάντο ο στρατός. Δεν υπήρχε περίπτωση. Αστυνομία και στρατός. Η αστυνομία «Περάστε από το τμήμα για την υπόθεσή σας», ου σημαίνει ψαχτήρι. Ρουφιανιά ο περιπτεράς, ο θυρωρός, ο έτσι, ο αλλιώς. Τρομοκρατία και φόβος. Και αστυνομοκρατία και στρατοκρατία χοντρή. Όταν λέμε χοντρή, χοντρή. Και πλούτο αυτοί και καμάρι. Και μου λένε ν«Σα ναύτης θα κερδίσεις, αν δείξεις τέχνη. Ο τάδε αξιωματικός θα σε πάρει να του αλλάξεις το καζανάκι, το ποδήλατο της κόρης του, ένα που χάλασε να πάρεις ηλεκτροκόλληση να το κολλήσεις. Τέτοια πράγματα. Θα ’σαι καλός σε αυτό. Αλλά πρέπει να βρεις τον άνθρωπο. Στην ουρά, που θα κάνεις εκπαίδευση, δεν θα πας μπροστά μπροστά. Ήταν τρεις σειρές[03:20:00]. Ένας, δύο, τρεις. Θα πας περίπου, αν είναι εξήντα άτομα στη σειρά, τρεις έξι, δεκαοχτώ, ένας λόχος…», περίπου λέω εξήντα, μπορεί να ήταν πενήντα, εβδομήντα, δεν θυμάμαι. Εξήντα περίπου. «Εσύ θα ’σαι στους τελευταίους πέντε. Οπότε αυτός να μην πολύ σε βλέπει. Απαρατήρητος. Μη σε μάθουνε».  Τώρα εγώ ήμουνα ογκώδης. Φαινόμουνα γυμνασμένος, φαινόμουνα έτσι. Όλο και κρυβόμουνα, όλο και ήμουνα έτσι. Τις πρώτες μέρες, τη γλιτώνεις εκεί. Μετά, πηγαίναμε και κάναμε εκπαίδευση στου Κανελλόπουλου, στο Παλλάς. Και τα δύο στρατόπεδα. Για το τρελοχάρτι λέω. Στο τρελοχάρτι. Το τρελοχάρτι τι ήτανε; Πήγαινες εκεί αφού... Τότε ανοίξανε, είχανε ανοίξει απ’ το ’58 και τα σφαιριστήρια. Το ’56. Τα σφαιριστήρια ήταν όπως οι καφετέριες σήμερα, ήταν τα σφαιριστήρια. Κάθε γειτονιά είχε το σφαιριστήριο, που σημαίνει ένα jukebox να παίζει τραγούδια μ’ εκείνη την ωραία μηχανισμό που έπαιρνε. Έχεις δει νομίζω, ε; Πολύ μηχανισμό, και μας άρεσε αυτό το τραγούδι, πάταγες το κουμπί και το πήγαινε κι έπαιζε. Και δώσ’ του ροκ εν ρολ και τέτοια. Άλλο το πακέτο ροκ εν ρολ. Μετά, άλλο πακέτο τα σινεμά. Τα της Αθήνας, τα λίγο βρώμικα. Το [Δ.Α.], το «Ελλάς», το «Αθηναϊκό». Τέτοια σινεμά. Που πηγαίνανε δύο έργα μέσα. Φτύνανε μέσα, βρίζανε, φωνάζανε, τρώγανε οι μπετατζήδες που δεν βρήκανε δουλειά, πηγαίναν εκεί. Το σκάγαμε εμείς απ’ το σχολείο, πηγαίναμε πέντε πέντε. Λέμε τώρα για τα σφαιριστήρια. Τα σφαιριστήρια ήτανε... Κάθε γειτονιά είχε ένα μπιλιάρδο. Όχι τα ρώσικα, ή τα αμερικάνικα με τρύπες, αυτά που είναι με τρεις μπίλιες. Είχε ένα jukebox, είχε ένα ποδοσφαιράκι. Τα ξες τα ποδοσφαιράκια, κάτι τέτοια με ξύλινα και παίζαμε, δύο. Το jukebox και πολλά είχαν κι ένα σουβλατζίδικο εκεί, με κάποιο ούζο, κάποιο έτσι. Και ήταν αυτό το πράγμα. Εκεί μαζευόταν όλη η αλαναρία της κάθε γειτονιάς. Ένα ήταν του Καπερώνη, κοντά στο σπίτι μου.  Όποτε μπαρκάριζα εγώ και γύριζα, πήγαινα εκεί. Εν τω μεταξύ, ο φόβος και ο τρόμος των γονέων. «Μην πας εκεί, στο σφαιριστήριο». Εγώ 16 χρονών ξεκίνησα να πάω εκεί κι ήρθε η μάνα μου και μου την έστησε και με έκανε τουλούμι, με μια παντόφλα. Μ’ έδειρε κι έγινα ξεφτίλα. Εγώ ήμουνα ο δυνατός. «Ρε, θα φωνάξω τη μάνα σου, να σε δείρει με την παντόφλα». Άλλη μια περίπτωση με την παντόφλα, ήτανε στο δημοτικό σχολείο. Άλλο πακέτο. Λέμε για το Δημοτικό σχολείο που πήγα. Εκεί ήμουνα ο τάδε. Ξέχασα να πω... Ξεκίνησα να πω. Την ώρα που μπαίναμε στο δημοτικό σχολείο, στην εξώπορτα, υπήρχε από τη μια μπάντα κι από την άλλη, μια κολόνα και πάνω είχε μια γλάστρα στρογγυλή, άδεια βέβαια, κι απ’ την άλλη κολόνα, στις πόρτες, άλλη μια γλάστρα. Και μια μάντρα που ανεβαίναν απάνω, και οι μάγκες πιανόντουσαν απ’ τη μια κολόνα και κάνανε έτσι και πετάγανε και πιανόντουσαν απ’ την άλλη κολόνα. Κι όποιος το έκανε αυτό, ήταν ο μάγκας. Εγώ το ξεκίνησα από πολύ μικρός, να το μάθω αυτό. Δίπλα ήταν το μαγειρείο, που δίνανε το φαγητό. Ξαναπάω τώρα εδώ.  Εγώ, μια φορά, πηδάω και, επειδή ήμουνα βαρύς, κατεβάζω τη μια γλάστρα κάτω, χτυπάω εγώ εδώ. Εδώ έχω ένα σημάδι. Και χτύπησα και μια κοπέλα, να σκοτωθεί. Τα θραύσματα. Κι επειδή ο πατέρας ήτανε ο Μπλουμ, ένας σκουπιδιάρης, που ήτανε μπέκρος και ήτανε και φίλος του πατέρα μου στο τέτοιο, δεν μου έκαναν τέτοιο. Αλλά στο σπίτι, με δέρναν μια βδομάδα. Δεν έγινε τίποτα. Είχα αυτή την... Αλλά ταυτόχρονα, το σκάγαμε και πηγαίναμε εκεί που είναι το μέτρο τώρα. Εκεί που είναι το μέτρο τώρα, ήταν το ρέμα, που λέμε, που κατέβαινε από τα πλάγια της Γυμναστικής Ακαδημίας, απ’ το βουνό, τον Υμηττό, και πήγαινε στην Πικροδάφνη. Ανοιχτό ήτανε. Τώρα είναι δρόμος. Εκεί τότε, είχανε φτιάξει, ήταν μια γεφυρούλα απάνω, στην Βουλιαγμένης, μικρή. Δεν ήταν αυτή έτσι η Βουλιαγμένης. Ένα μικρό ήταν, τόσο. Από δω μέχρι εδώ. Με το ζόρι δυο λεωφορεία περνάγανε. Έτσι κι έτσι. Ήτανε μια γέφυρα και πέρναγε το ποτάμι, το ρέμα, από κάτω από τη γέφυρα. Εκεί, μετά από τη γέφυρα, είχανε φτιάξει, είχαν αρχίσει και κάνανε σωλήνες να σκεπάσουν το ρέμα. Ένα κομμάτι από κει που είναι η Βουλιαγμένης, μέχρι πενήντα μέτρα που είναι το... Ξέρεις την περιοχή;

Β.Γ.:

Όχι πολύ καλά.

Χ.Τ.:

Μέχρι που είναι το «Everest», στη γωνία. Κάπου πενήντα μέτρα. Από δω μέχρι πιο κάτω, εκεί στα σκουπίδια. Αυτή όλη ήταν μία σωλήνα που κατέβαζε νερό. Και πηγαίναμε εμείς εκεί και περνάγαμε από μέσα εκεί. Γιατί, στην άκρη τους, τελείωνε το νερό και έκανε μια λίμνη και μάζευε βατράχια. Και τα βατράχια τα πιάνανε –δεν μ’ άρεσε εμένα–, τα πιάνανε τα βατράχια με μία απόχη και βρίσκανε αποτσίγαρα και κάνανε μια τσιγαρούκλα τόση και τη βάζανε στο στόμα τους. Και ο βάτραχος δεν έχει μύτη να αυτώσει, απ’ το στόμα, κι έσκαγε ο βάτραχος και κάναμε εμετό εμείς. Και ήτανε το ωραίο μέρος εκεί. Και πήγαινα εγώ εκεί. Το ’σκαγα. Και το μαθαίνει η μάνα μου. Το ’σκαγα εγώ και κάποιος ρουφιάνος ότι το ’σκαγα και πήγαινα εκεί. Και μου τη στήνει ο αδερφός μου από τη μία μεριά κι η μάνα μου απ’ την άλλη. Εγώ, όμως, έφυγα απ’ το κέντρο και πήγα τρεχάλα στο σχολείο. Και έρχεται... Θα ήμουνα περίπου 8 χρόνων. Ο μάγκας. Με δέρνανε οι μεγαλύτεροι, αλλά εγώ έδερνα τους άλλους. Και με δέρνει, μες την τάξη, με μια παντόφλα. Μες στην τάξη. Μπροστά σε όλους, έτσι. Έγινα ο ξεφτίλας. Γιατί «Θα φωνάξουμε τη μάνα σου με την παντόφλα».  Βρήκα, με την αλληλεγγύη Δάφνης και Υμηττού που ασχολήθηκα, βρήκα κάνα δυο γυναίκες, όπου μόλις είδαν τ’ όνομά μου και ήταν ίδια ηλικία… «Νομίζεις ότι δεν ξέρω ποιος είσαι;» μου λέει μία. Του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή. «Νομίζεις ότι δεν ξέρω ποιος είσαι; Δεν ήσουνα ο Χρήστος που με την παντόφλα αυτό;». «Ναι». Και μαθαίνω τώρα, μία άλλη… Εν τω μεταξύ, έβγαλα δύο βιβλία εγώ. Ένα βιβλίο, το μεγάλο, το αναφέρω αυτό. Ναι. Και το έδωσα στη μάνα της και λέει «Αυτός είναι που πηγαίναμε μαζί σχολείο». Πέθανε. Μία Δήμητρα Χαλκιά είναι. Είναι και μεγάλο πρόσωπο αυτό. Και πήγα αυτό και τη συνάντησα. Συνάντησα τέτοιους ανθρώπους, μετά από εβδομήντα χρόνια. Αυτό ήταν για το σχολείο. Και με την παντόφλα στα σφαιριστήρια ξαναπάω. Τώρα στα 18 μου. Εντάξει. Όταν μπαρκάρεις και ξαναγυρίζεις, είσαι μεγάλος. Πηγαίναμε εκεί. Κι όλοι κάνανε ιδιαίτερα μαθήματα στους μελλοντικούς τρελοχαρτάκηδες. Δηλαδή δύο πήγανε και μαθαίνανε τους άλλους τι θα κάνεις. Πρώτον, στην τσέπη σου θα έχεις ένα κομματάκι τόσο χασίσι. Τόσο. Και μπορεί να μην καπνίζανε. Το χασισάκι θα το έχεις, μωρέ, να το βρούνε. Να το δείξεις να το βρούνε. Γιατί δεν σου δίνανε. Λέγανε και χρήση ουσιών. Τώρα ο άλλος ο αλητάμπουρας τον ένοιαζε; Δεν τον ένοιαζε. Μην πάει στρατιώτης ήθελε.  Γιατί άκουγε τους άλλους, κουρέματα, φυλακές και τέτοια. Δεν θέλανε. Άσε που πέντε-έξι από αυτούς, ήτανε φυλακές ανηλίκων, με κλοπές και τέτοια. Ήταν αναπροσάρμοστοι, δεν υπήρχε περίπτωση να πάνε στρατό. Σε καμία περίπτωση. Δεν τους ένοιαζε το χασισάκι. Λοιπόν. Γούρλωμα μάτι, σκίσιμο ρούχα, φτύσιμο, βρίξιμο κι ό,τι θέλεις. Στο τέλος να λες, όταν σε πιάσουνε, «Θέλω να υπηρετήσω». Και τελείωσε. Ρε, αυτό είναι το τρελόχαρτο. Όταν λες «Θέλω να υπηρετήσω», σημαίνει ότι «Πάρε τρελοχάρτι». Τον πρώτο χρόνο, το παίρνανε κι έγραφε, το θυμάμαι, έγραφε «Ανώμαλη, ψυχοπαθητική προσωπικότις, μετά ανωμάλων αντιδράσεων και χρήση ναρκωτικών ουσιών». Κάπου έχω ένα τέτοιο. Αυτό ήτανε το τρελοχάρτι, το οποίο, τουλάχιστον καμιά δεκαριά από αυτούς, μια φορά, μου λένε «Έλα ρε, να πάθεις πλάκα». Εγώ δεν είχα τρελοχάρτι. Τότε κάνανε τον «Γρηγόρη και τον Σταμάτη». Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης λέγανε τη διάβαση πεζών. Υπάρχει και έργο «Γρηγόρης και Σταμάτης», με τον Σταυρίδη. Ο κόσμος ήτανε… Περπάταγε όπου να ’ναι. Πού να συρθεί. Είχανε και σχοινιά. Δηλαδή είχε Γρηγόρη, Σταμάτη, σιγά μην περίμενε. Αλλά είχε σκοινιά και κάπου, σιγά σιγά, συνηθίσανε. Και τώρα δεν περνάει κανένας. Σπάνια, σπάνια περνάνε. Και πηγαίναν εκεί και περνάγανε την ώρα που έλεγε ο Σταμάτης, αρχίζανε και περνάγανε αυτοί, σε κεντρικό δρόμο. Ο αστυφύλακας, ο τροχονόμος, τσίριζε «Αααα!». Έκανε ο πρώτος... Βγάζανε το τρελοχάρτι[03:30:00]. Το ’χανε τυλίξει σαν πάπυρο και κάνανε έτσι. Διάβαζε αυτός. «Χριστός και Παναγία», έλεγε ο αυτός. Και περνάγανε. Το τι κάνανε στη σειρά στο σινεμά. Πηγαίνανε κι έλεγε «Δεν περιμένουμε σειρά, εγώ θα… καθαρίσω». Έπαιρνε τα εισιτήρια, πήγαινε εκεί, έκανε έτσι. «Δεν είμαστε για φασαρία, μόνο έτσι μπαίνουμε». Ο άλλος «Σουτ». Μίλαγε με το αφεντικό «Δώσ’ τους, δώσ’ τους».

Β.Γ.:

Άρα το χρησιμοποιούσανε γενικά;

Χ.Τ.:

 Άνετα, άνετα. Εγώ δεν ήθελα τέτοιο πράγμα. Γιατί τέτοιο πράγμα ήταν εύκολο. Εγώ ήθελα να υπηρετήσω, γιατί θα χανόμουν από αξιωματικός στο Εμπορικό Ναυτικό. Θα χανόμουνα, θα ’χανα την αυτή μου. Και αυτό ήταν το πακέτο με το τέτοιο. Οπότε, όταν πήγα εγώ εκεί, στο Ναυτικό, δύσκολα πέρνανε τρελοχάρτι. Το τρελοχάρτι το πέρνανε, πριν ορκιστούν. Όταν ορκιζόσουνα, δεν σου δίναν τρελοχάρτι. Γιατί; Γιατί είχανε σύμβαση με τον Βοτανικό, που ήταν η βάση της ναυτικής αστυνομίας, με το Δρομοκαΐτειο ή Δαφνί, που θα σταματάγανε, θα πήγαινες στο Δαφνί, τρεις μήνες, τέσσερεις μήνες. Θα λέγανε «Είσαι υγιής και ξανά να υπηρετήσεις». Οπότε δεν έπαιρνε κανένας. Αυτό το καταλάβαμε, θα σου πω την περίπτωση με έναν. Οπότε, εγώ έψαχνα να βρω κάποιον, την πρώτη μέρα, κάποιον που να ταιριάζαμε, παρέα. Μου λέει «Θες έναν παρέα;». Την ώρα που κατεβαίναμε να πάμε στο πρωινό, βρίσκω έναν και έβριζε. «Τι αυτό να πούμε, τι φωνάζετε έτσι, τι τρέχετε έτσι». Ε, του λέω, ανάποδα. Τ’ ανάποδα ήτανε μια γλώσσα που τη μαθαίναμε απ’ αυτούς που ήταν στη φυλακή, στα άσυλα αλητοπαίδων. Υπήρχαν εκτός από τις φυλακές ανηλίκων, υπήρχαν και τα άσυλα αλητοπαίδων. Άκου να δεις. Δηλαδή, αν ένας στο σχολείο...  Παραδείγματος χάρη, εμένα, έπρεπε να μ’ έχουνε στείλει πολλές φορές σε άσυλο αλητοπαίδων. Αλλά πήγαινε η μάνα μου, έκλαιγε ξέρω γω, παρακάλαγε, παιδί Κατοχής και τα λοιπά. Αλλιώς ήμουνα για σχολείο αλητοπαίδων, κλειστός μέσα. Βέβαια, ένα χρόνο στο Σικιαρίδειο, σαν αλητόπαιδο ήμουνα. Οι άλλοι ήταν ορφανοί, εγώ δεν ήμουνα. Αλητόπαιδο ήμουνα. Αυτοί μαθαίνανε μέσα στις φυλακές τα ανάποδα. Και μας τα λέγανε εμάς και μάθαμε όλοι ανάποδα. Εγώ έμαθα και τα παιδιά μου ανάποδα. Δίχως να πάω φυλακή εγώ, ούτε τα παιδιά μου. Μαθαίνανε ανάποδα. Οπότε ανάποδα του μιλάω εγώ και μιλάει ανάποδα. «Απ, δικός μου είναι, ανάποδα». «Από πού είσαι;». «Απ’ την Καλλιθέα». Ήταν μικρότερος αυτός, γιατί εγώ ήμουνα δυο χρόνια μεγαλύτερος. Λέει «Γιατί δεν πήγες, ρε;», μου λέει. Λέω «Έτσι κι έτσι, δεν θέλω να πάρω τρελόχάρτο». Μου λέει «Ούτε εγώ». «Ναι;» λέω. «Και τι ξέρεις;». Λέω «Ξέρω αυτά». Μου λέει «Α, μια χαρά είναι». Και κάναμε παρέα μαζί.  Μια φορά, εκεί που πηγαίναμε στου Κανελλόπουλου, πολλά κόλπα κάναμε. Λεπτομέρειες τώρα αυτά. Δεν ξέρω αν ενδιαφέρουνε. Εκεί που κάναμε το περπάτημα, στου Κανελλοπούλου... Ήταν δύο στρατόπεδα. Του Κανελλόπουλου και του Μπαλάσκα. Στον Μπαλάσκα πηγαίναν όλοι οι ηλεκτρολόγοι, οι μηχανικοί, οι τεχνίτες. Μηχανολόγοι, ηλεκτρολόγοι, ξυλουργοί. Αυτοί. Οι άλλοι που ήτανε, που δεν ξέραν τέχνη, πηγαίνανε στου Κανελλόπουλου. Αλλά όλοι εμείς πηγαίναμε στου Κανελλοπούλου και κάναμε παρέλαση. Κάθε μέρα παρέλαση. Μια φορά εγώ βλέπω έναν με ένα όπλο που κράταγε κι έτρεχε μόνος του, να πάει απάνω σ’ ένα ύψωμα και να γυρίσει με το όπλο. Του λέω του αλλουνού «Ρε, αυτός που σηκώνει το όπλο, δεν του λέει κανένας τίποτα από αυτούς, πού πας και τι κάνεις. Δεν το κάνουμε κι εμείς;». Μου λέει «Τι;». «Θα σηκώσω εγώ το όπλο μου και θα φύγω, πριν με δει ο άλλος, ο δικός μου. Οι άλλοι δεν θα πουν τίποτα και θα πάω εκεί και θα μείνω εκεί και θα δω». Και το ’κανα. Σε πόσο, σε πέντε λεπτά, δέκα, ήρθε ο άλλος. Ξανά. Οπότε εμείς από κει πώς θα βρεθούμε απάνω, τι είναι απάνω εκεί και τι θα κάνουμε, πώς θα ξαναβρεθούμε πάλι στο τέτοιο. Εμείς, από το βουνό, γύρω γύρω, γυρίζουμε και πάμε, όταν είχαν γυρίσει οι άλλοι, πού να πάρουν χαμπάρι, εξήντα άτομα, λείπανε δύο. Δεν είπαν και τίποτα οι άλλοι. Δύο και βρεθήκαμε πάλι έτσι. Και είχαμε αυτό το κόλπο. Το σκάγαμε.  Επίσης, μάθαμε πότε κάνανε απουσιολόγιο. Δηλαδή εγώ είχα ένα νούμερο το 75131. Κανονικά είχα 69, δυο χρόνια πριν, αλλά επειδή πήγα δυο χρόνια αργότερα… Αυτό με δούλευε. Δούλεψε λίγο σ’ εμένα, μύθος, ότι εγώ ήμουνα μεγάλος και ήμουνα ακόμα ναύτης. Δηλαδή τρία χρόνια κι ήμουνα ναύτης. «Πω, τι εγκληματίας είναι αυτός. Τι φυλακές, Ψυτάλλεια, δεν μιλάμε». Εγώ –«Γιατί τόσα χρόνια;»– «Έλα, ρε φίλε». Το άφηνα εγώ κενό. Τι να πω τώρα; Ότι μαζί του και πιο νέος ακόμα. Κι ήταν ένας μύθος. Δούλεψε αυτό. Οπότε μάθαμε εμείς, την πρώτη βδομάδα, πότε κάνανε απουσιολόγιο. Συγκεκριμένα. Και το τσεκάραμε. Οπότε, όποτε δεν κάνανε απουσιολόγιο, εμείς το σκάγαμε με τον φίλο μου, τον Κανέτη τον Άρη. Πέθανε ο φουκαράς. Λοιπόν, το ένα βιβλίο είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν. Ο οποίος έκανε πέντε χρόνια. Αλλά έκανε λιγότερο τελικά. Εγώ έκανα τριάντα κοντά μήνες, είκοσι οχτώ μήνες. Αυτός έκανε λιγότερο. Πέντε χρόνια, αλλά έκανε λιγότερο. Υπηρέτησε δεκαοχτώ μήνες. Το ’σκαγε ολοένα. Εγώ δεν το ’σκαγα. Αλλά απολύθηκα εύκολα, πιο γρήγορα. Το απολυτήριο δηλαδή. Και πηγαίναμε απάνω. Απάνω τώρα...  Όταν λέμε απάνω τώρα, εννοούσαμε ένα μικρό λόφο, πάνω απ’ το στρατόπεδο. Καμιά πενηνταριά μέτρα μήκος και ύψος δεκαπέντε, είκοσι. Και ήταν ένας σταυρός. Και λέγαμε «Το μαρτύριο του σταυρού». Δηλαδή στέλνανε κάποιον που δεν έκανε καλά βηματισμό, ή οτιδήποτε, τον στέλναν τιμωρία, με τα όπλα σηκωμένα στον αέρα και «Τρέχα, ρε». Και όλοι περνάγανε, «Τρέχα, ρε», φωνάζανε οι άλλοι και, εν τω μεταξύ, εμένα μου λέγαν «Τρέχα, ρε», αλλά εγώ έτρεχα ευχαριστημένος. Γιατί ήξερα ότι δεν θα γυρίσω πίσω. Ε, μετά από λίγο, ήρθε κι ο... Είδε ότι δεν γύριζα, γιατί έτσι είχαμε συνεννοηθεί με τον Κανέτη. Σήκωσε κι αυτός το όπλο του κι ήρθε επάνω. Ε, μετά μαθαίναμε πότε θα πάμε σε κλήσεις, που κάνανε ονομαστική ονομασία, πότε δεν θα πάμε κι έτσι είχαμε κάπως ρεγουλάρει την προσωπική μας καθημερινότητα. Παραδείγματος χάρη, δεν έπρεπε να έχουμε, ο σάκος μας που μας έδωσαν, ήταν γεμάτος πράγματα, τίγκα μέσα. Καπελιέρα με δύο καπέλα αλουμινένια, ρούχα χειμερινά, καλοκαιρινά, αρβύλες. Όλα αυτά τα πράγματα μέσα σ’ ένα σάκο. Κι έπρεπε αυτόν τον σάκο να ξέρεις πώς θα τον αδειάζεις και πώς θα τον γεμίσεις.  Εμείς είδαμε ότι ήτανε Απρίλιος. Είχαμε καλοκαίρι μπροστά μας. Τα χειμερινά, μου λέει ο φίλος μου ο Κανέτης, μου λέει «Ρε, έμαθα ότι τα χειμερινά μπορεί να τα αγοράσεις και είναι και τριμμένα. Άλλοι που απολύονται, πας και τα αγοράζεις και είναι και τριμμένα και φαίνεσαι και παλιός». Γιατί όλοι, που περνάς, πέρναγες σαν ναύτης, κοιτάγανε τα ρούχα σου. Άμα τα ρούχα σου ήτανε, ξέρεις, ολοκαίνουρια και τέτοια, σου λέγανε «Α, στραβόγιαννος». Στραβόγιαννος είναι μια λέξη στο ναυτικό, παλιά ήτανε, δεν ξέρω τώρα αν τη λένε, ο καινούριος ναύτης, ο οποίος είναι στραβός, δεν ξέρει τι του γίνεται. Εμείς δεν θέλαμε να είμαστε, ενώ ήμασταν στραβόγιαννοι, καινούριοι, δεν θέλαμε να μας βλέπουν έτσι. Οπότε,μου λέει αυτός «Δρόμο αυτά, ν’ αδειάσει ο σάκος». Και το πιάτο. «Το πιάτο», μου λέει, «μετά έχεις πρόβλημα. Πρέπει να πας να το πλύνεις με τη σειρά και τα λοιπά». Η οδοντόπαστα. Όλα αυτά ήταν μες στον σάκο. Πιάτο, κατσαρολάκι αλουμινιένο για τον καφέ, το πρωινό σου, γάλα, καφέ, τι είχανε, σοκολάτα. Λοιπόν, όλα αυτά ήτανε να περιμένεις στη σειρά. Εμείς δεν ήμασταν για να περιμένουμε στη σειρά. Όλα μας τα ’χανε πει, σε ατελείωτες βάρδιες, μέσα στα καράβια και ήμουνα και δακτυλοδεικτούμενος «Α,α υτός πάει στο ναυτικό και έχει τρελαθεί. Πριν πάει, θα τρελαθεί».  Και σχεδιάζουμε ότι αυτό θα κάνεις, αυτό δεν θα κάνεις. Είχα μια πείρα σ’ αυτά τα πράγματα και την ελέγχαμε αυτή την πείρα. Και πράγματι δούλεψε. Παραδείγματος χάρη, λέει ο Άρης «Ρε, δεν χρειάζεται το πιάτο. Ένα κατσαρολάκι, βάζεις μέσα τη σούπα σου, τα αυτά σου». Ένα κατσαρολάκι, μεγάλο ήτανε, και το πιρούνι και το κουτάλι, πιρούνι δεν χρειάζεσαι, το κουτάλι χρειάζεσαι. Τα τρως όλα με το κουτάλι. Με το πιρούνι δεν τρως σούπα[03:40:00]. «Το κόβουμε στη μέση», λέει, «και το βάζουμε στην κωλότσεπη». Την οδοντόπαστα στην κωλότσεπη. Δεν ψάχνουμε. Την έχουμε στην κωλότσεπη μόνιμα. Την οδοντόβουρτσα, κομμένη κι αυτή για να χωράει. Τσατσάρα. Α, όχι ,τσατσάρα δεν είχαμε, γιατί μας κουρέψανε. Ναι, ναι. Όχι τσατσάρα. Τσατσάρα ήτανε όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και μαγκιά, μια τσατσάρα. Οπότε κάτι τέτοια λίγα πράγματα τα κερδίζαμε. Κι έτσι ελέγχαμε εμείς, κάπως, την κατάσταση. Σε κάποια φάση, στην τραπεζαρία που ήμασταν… Έπρεπε στην τραπεζαρία, δηλαδή ήταν τυραννία, να κάθεσαι όρθιος, είκοσι λόχοι, χίλια άτομα, πεντακόσια άτομα, μια μεγάλη αίθουσα, τραπεζαρία, όρθιοι, να ψάλλουμε, να πει κάποιος την προσευχή δυνατά και να είσαι προσοχή. Μην τολμήσεις και αρπάξεις κάτι. Σε βλέπανε. Γιατί κάθε τραπέζι, κάθε λόχος, είχε τον λοχαγό που λέγαμε, δηλαδή έναν αξιωματικό του Βασιλικού Ναυτικού τότε. Κι είχανε κι έναν υπαξιωματικό, μόνιμο, κι είχανε και κάνα δυο ναύτες. Εμείς τους λέγαμε ρουφιάνους, ήταν οι παλιοί ναύτες. Και για να έχουνε δικά τους, κάνανε τη δουλειά των αυτωνών. Εμείς τους λέγαμε ρουφιάνους. Για να κοιτάνε ποιος, πού.  Σε κάποια φάση, ένας δεν άντεξε. Πείνα τώρα, να πούμε, και η μακαρονάδα αχνιστή. Σκύβει κι άρπαξε κάνα δυο μπουκιές. Τον είδανε. Πάνε να τον αρπάξουνε, ρίχνει μια κουτουλιά σ’ έναν και τρέχει κι ανεβαίνει τα τραπέζια, από δω, από κει, και πάει στον τοίχο. Πήγαν να τον πιάσουνε καμιά δεκαριά. Και χτυπάει το κεφάλι στον τοίχο. Λοιπόν, από αυτό τον βγάλαμε ο Κουτουλιάς. «Ρε, ο Κουτουλιάς είδες τι έκανε;». Δεν ήμασταν εμείς για να κάνουμε αυτό το πράγμα. Μετά από κάνα δυο μέρες, τον βλέπουμε τον Κουτουλιά. Αυτοί που πηγαίνανε στο... Κάνανε αυτές τις... Προπαιδευμένοι τώρα, δεν είχαμε ορκιστεί. Αντί για φυλακή, είχαν ένα μπαλαούρο. Έναν χώρο που τον φύλαγαν κάνα δυο ναύτες, βάρδιες. Κι εκεί δεν πήγαινες σε ασκήσεις, αλλά μόνο έτρωγες και καθόσουνα μέσα, κλειστός. Και βρίσκουμε, βλέπουμε τον Κουτουλιά εμείς, ούτε όνομα. Ο Κουτουλιάς. Βλέπουμε τον Κουτουλιά. Πρώτοι να πάρουνε το φαΐ, πρώτοι να φύγουνε, καμία άσκηση. Μια χαρά την είχαν. Λέει «Ω, ρε Βασίλη, τι κάνεις;». «Τίποτα», λέει, «κάθομαι». Κι εμείς τρέχουμε στον ήλιο που ερχόταν, δυνάμωνε. Μάιος τώρα, δυνάμωνε ο ήλιος. Ναι. Τι να κάνουμε; «Να σου πω κάτι; Από ό,τι έμαθα», λέει ο Κουτουλιάς, «αν βρίξετε λίγο άσχημα, καμιά Παναγία, κάνα Χριστό, ή ξέρω γω τα θεία, κάπως έτσι, σ’ αυτόν εκεί, τον αξιωματικό, πίσω του, δίχως να το πάρει χαμπάρι, έχετε έρθει κατευθείαν. Είκοσι το κάνουν αυτό. Και τους στέλνουν έναν έναν».  Οπότε πάμε διπλά εμείς σ’ αυτόν. Του λέω «Είσαι;». «Είμαι». Πάμε διπλά, κάτι πετάξαμε, κάτι. Γυρίζει αυτός «Εεεε», φώναζε, «πώς λέγεσαι;». Αμέσως εμείς, όνομα τάδε, αυτό. «Στο μπαλαούρο». «Μα, κύριε αξιωματικέ, γιατί να πάμε στο μπαλαούρο;». Όταν έλεγες έτσι, ό,τι και να έλεγες, αυτοί ανάποδα. Άμα τους έλεγες «Δεν θέλω να πάω», σε στέλνανε. Άμα τους έλεγες «Θέλω να πάω», δεν σε στέλνανε. «Δεν θέλω να πάω». «Δεν θες να πας; Στο μπαλαούρο». Και τη βγάλαμε εκεί μα βδομάδα. Παλιοί που ήταν μέσα, λέγανε «Ναι, ρε, εντάξει». Και μόνιμοι, γιατί ήταν και άνθρωποι που ήτανε οι προφυλακισμένοι για πολλές λαδιές που είχαν κάνει, και μεγάλες μάλιστα, για να πάνε ναυτοδικείο, και ίσως και Ψυτάλλεια. Δηλαδή εγκληματικές πράξεις, ξέρω γω, διάφορα. Οπότε εκεί ήτανε χώρος που υπήρχαν και αυτοί. Αυτοί ξέρανε και λέγανε «Ναι, εντάξει. Ωραία περνάτε εδώ. Όταν βγείτε έξω, οι άλλοι έχουνε προχωρήσει στα μαθήματα. Που σημαίνει βηματισμός, διαταγές, κάνε αυτό, κάνε εκείνο, επισκοπούν το όπλο, εκείνο, παρά πόδα αυτό, σημάδευε, κάνε, δείχνε. Δεν θα τα ξέρετε». Και μας κάνανε μάθημα. Οπότε, όταν βγήκαμε εμείς, οι άλλοι, ο άλλος «Έλα εδώ, πουλάκι μου, έλα εδω, πουλάκι μου». Πρώτος το πουλάκι. Κάτι τέτοια ήταν στο ναυτικό. Μέχρι που ορκιστήκαμε. Την ημέρα που ορκιζόμουν, μετά από σαράντα πέντε μέρες, θα ερχόντουσαν οι συγγενείς μας. Μάνες, πατέρες, γυναίκες, αν είχανε παιδιά, δεν ξέρω τι. Συγγενείς. Εκείνη την ημέρα, που θα είχαν ορκιστεί και θα βγαίναν έξω, εικοσιτετράωρη, σαρανταοχτάωρη. Δύο μέρες τάδε άδεια. Εν τω μεταξύ, ήρθανε σ’ εμάς και λένε «Μην τολμήσετε και πείτε εδώ τίποτα κακό». Καραμανλική οκταετία τώρα. «Περάστε απ’ το τμήμα, η υπόθεσή σας». Τρομοκρατία εκεί. Πριν από λίγο, μετά από λίγο, το ’61, ψηφίσαμε στην Σαλαμίνα όλοι μαζί. Και τα δέντρα. Το ’61. Μεγάλη απατεωνιά ψήφων. «Μην τολμήσετε και πείτε τίποτα. Μην τολμήσετε. Και όταν περνάει κάποιος ανώτερός σας, θα σηκωνόσαστε όρθιοι». Λέω τώρα, του Κανέτη του Αρη «Ρε, δηλαδή θα ρθει η κοπέλα μου, η κοπέλα σου, οι φίλοι και την ώρα που θα είσαστε κάτω και θα έχουνε φέρει, ξέρεις, γλυκά, κάτι, να πούμε, κάτι να φάτε και θα είναι έτσι δημόσιο πικ νικ, μεγάλο, δύο χιλιάδες άτομα, εσύ θα σηκώνεσαι όρθιος; Δεν πάμε». «Τι λε, ρε;». «Δεν πάμε». Δεν πήγαμε. Θα ήταν... Και φωνάζουν στα μεγάφωνα. «Ο ναύτης, μηχανικός τάδε, και ο ναύτης τάδε να πάνε». Γιατί κάνανε παράπονα οι... «Πού είναι ο ναύτης μας;». Οι δικοί μου κι οι δικοί του. Εμείς πού να πάμε; Πρέπει να ήμασταν οι μόνοι που δεν πήγανε. Παρεξηγούσαμε. Κάτι τέτοια. Εν τω μεταξύ, στα σφαιριστήρια, που ήταν τότε της μόδας, στη γειτονιά, εδώ πιο κάτω, μαζευόντουσαν όλοι. Πρώτα πρώτα, ήταν η πλειοψηφία τρελοχαρτάκηδες, όπως είπα και προηγουμένως. Είχαν πάρει τρρελοχάρτι. Στο Ναυτικό, δεν παίρνεις τρελοχάρτι. Έπρεπε να ορκιστείς, πριν ορκιστείς. Ο Κουτουλιάς τώρα, πριν ορκιστεί, έκανε κάτι άλλες βρωμοδουλειές και τον διώξανε. Και δεν συνέχισε. Πήγε στο Ναυτικό γιατί αυτός ήταν μπετατζής. Είχε έναν κάλο από τα μπετά, εδώ, στον ώμο του, τόσο. Και δεν πολυγουστάρει. «Σιγά ρε», λέει, «που θα... Εγώ θέλω να ρίχνω μπετά στο Μπραχάμι. Παρανομία για να οικονομάω. Και θα είμαι εδώ τώρα να τρώω μακαρονάδες και να κάνω προσοχή Α,Β. Άσε μας. Θα πάρω το τρελοχάρτι». Το πήρε κι έφυγε. Έφυγε δηλαδή απ’ το Ναυτικό. Πριν ορκιστεί. Γιατί μετά, αν ορκιστείς, την πάταγες. Όπως την πάτησα κι εγώ μετά. Εν πάση περιπτώσει, ορκιστήκαμε, βγήκαμε. Στου Καπερώνη, εδώ, ήταν όλοι «Α Χρηστάκη, μου κάνεις τον μάγκα μέσα εκεί». Τώρα πέρασε ένας που απολυότανε. Φίλος αλλά πολύ δηκτικός. Έλεγε «Ναι, εντάξει. Τελείωσε η προπαίδευση. Μέσα σε χιλιάδες, τη βγάζεις. Όταν πας σε κάποιο καράβι με δέκα άτομα, θα κοροϊδεύεις τους άλλους εννιά κι εσύ θα ’σαι αυτό; Θα σε πετάξουν στη θάλασσα, φουκαρά». Άρχισαν και με τρώγανε τα μαύρα φίδια. Τώρα υπήρχε περίπτωση, δύο περιπτώσεις. Ή να συνεχίσω ναύτης μηχανικός, ή να γίνω υπαξιωματικός, που θα πήγαινα τρεις μήνες παραπάνω, δύο μήνες, τριάντα τρεις μήνες. Εμένα δεν με σύμφερε. Εν τω μεταξύ, φύγανε όλοι από του Μπαλάσκα και πηγαίνανε εκεί που τους στέλνανε. Εμείς που ήμασταν από τα βαπόρια και ήμαστε τεχνίτες και ήμαστε και απόφοιτοι σχολών Εμπορικού Ναυτικού, μας κρατάγανε και κάναμε ιδιαίτερα μαθήματα για να γίνουμε υπαξιωματικοί. Και μου ’λεγε ο άλλος «Υπαξιωματικός;». «Ναι». «Εκτός του ότι, εντάξει, θα τη βγάλεις καλύτερα απ’ τον ναύτη. Αλλά ο ναύτης», μου λέγανε, «όπου και να ’σαι, ναύτης είσαι. Δεν θα σου βάλουν υπευθυνότητες. Όταν γίνεις υπαξιωματικός, θα σου δώσουν κάτι υπευθυνότητες, που έτσι και χαθεί ένα κατσαβίδι, θα το πληρώνεις εσύ. Μπορεί να το πετάξει ο άλλος». Πράγμα που κάναμε εμείς μετά. Όλοι το κάνανε. Δεν θέλουμε. Μια μέρα πριν δώσουμε εξετάσεις, εγώ ήμουνα πρώτος εκεί. Πριν δώσουμε εξετάσεις, εγώ τι έκανα; Απ’ την άρση βαρών, είχα ένα σημάδι εδώ, μεγάλο κότσι. Και το χτύπησα να μαυρίσει, να κοκκινίσει, να έτσι και πήγα στον γιατρό ότι δεν μπορώ να... Θέλω άδεια. Και με βάλανε μέσα, στο Ν.Ν.Π., στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς, μέσα εξετάσεις και τα λοιπά. Οπότε δεν έγινα. Και βγήκα και μου είπανε «Μετά λύπης μας, συγγνώμη, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε δεύτερη περίπτωση. Χάσατε την περίπτωση να είστε υπαξιωματικός». Εγώ λέω «Ναι. Πω, πω, πω». Γέλαγα. Πήγα έξω και κέρναγα όλο το καφενείο, όλα τα σφαιριστήρια. Και μετά ήρθε να… Εν τω μεταξύ, χάθηκα με τον Κανέτη. Πάει αυτό. Μετά ήρθε ένα χαρτί να πάω σ’ ένα μικρό καραβάκι, το «Γεώργιος». Το οποίο ήταν ένα μικρό καράβι, με καμιά δεκαριά άτομα, που ήταν ακταιωρός, γύρω γύρω απ’ την Τουρκία. Όπως είναι τώρα τα του Λιμενικού, ήταν κι αυτό. Να προσέχει τα σύνορα εκεί. Μου λέγανε «Πού θα πας, ρε; Είσαι καλά, ρε; Εκεί δυο μήνες να βγεις έξω. Στην πείνα, θα λυσσάξεις στην πείνα και θα κοιτάς, έτσι, με τα κιάλια». Τι να κάνω; Συνεχίζω εγώ[03:50:00] με το πόδι μου αυτό. Εκεί. Πάω και λέω «Δεν μπορώ να πάω έτσι». Οπότε με βάλανε στον ναύσταθμο μέσα. Μια πολύ καλή περίπτωση. Μες στον ναύσταθμο, που ήταν οι γεννήτριες. Και ήμουνα και μηχανικός εγώ, ντίζελ. Με βάλανε μέσα και την έβγαλα ζάχαρη έξι μήνες. Μέσα εκεί. Στους έξι μήνες –κάθε μέρα εξόδους–, στους έξι μήνες, δρόμο ξανά. Με βάλανε στο Βέλος. Αυτό το Βέλος το περίφημο, που είναι τώρα μουσείο και που το 1973, ο καπετάνιος, ο Νίκος Παππάς, μαζί με πλήρωμα, το περισσότερο πλήρωμα το σκάσανε απ’ το ΝΑΤΟ και πήγανε στη διαμαρτυρία και πήγαν [Δ.Α.] και πήγανε στην Ιταλία. Και ζήτησαν πολιτικό άσυλο. Το καράβι το στείλαν πίσω. Αυτοί ήρθαν έξω. Τον γνώρισα και προσωπικά τον Νίκο Παππά. Και πήγα να πάω εκεί. Τώρα, λέω, δεν είναι… Στο Bέλος κάηκες. Όλοι «Κάηκες, φουκαρά. Έφυγες από το παλάτι και θα πας εκεί». Τι να κάνω; Τι να κάνω; Λέω ενός φίλου –πέθανε αυτός– «Ρε, έλα εδώ. Θα πάω εγώ, εγώ θα αυτοτραυματιστώ, δηλαδή με μία...». Εν τω μεταξύ, μέσα εδώ, είχα κι ένα φίλο, ο οποίος ήταν τελειόφοιτος, πήγαινε και τελείωνε την ιατρική. Κακαβάς, ο Χριστόφορος. Πέθανε ο φουκαράς. Διευθυντής του ΙΚΑ έγινε μετά. Φιλαράκος εδώ, μαζί στο σχολείο. «Τι θα κάνεις, ρε; Τρελός είσαι;». Λέω «Πες μου, τι θα πάθω, άμα χτυπάω τακ, τακ, τακ, συνέχεια, το κεφάλι μου». Λέει «Θα κάνεις ένα καρούμπαλο και ένα αιμάτωμα». Λέω, αυτό λέω «Μπορώ να πω εγώ ότι πονάει το κεφάλι μου;». «Άνετα», λέει, «αρκεί να φαίνεται». Οπότε βρίσκω αυτό τον φίλο, απ’ το τέτοιο, που απολυότανε, τον ναύτη, που μου ’λεγε «Μην πας εκεί, μην πας εκεί. Θα την πατήσεις», και συμφωνήσαμε, δίχως να ξέρει ο πατέρας του, ο πατριός του να...  Εδώ, από κάτω, στην Αιγαίου, εγώ, πριν περάσει αυτός, έχω σκίσει τα ρούχα μου, έχω βαρέσει μπουνιά στη μούρη μου, έχω ανοίξει τη μύτη μου, έχω ήδη χτυπήσει το κεφάλι μου και είμαι ένας αιμόφυρτος, κάτω, που με κοπάνησαν κάποιοι. Και πέρασε αυτός, με πάνε στο Ν.Ν.Π. πάλι, στον Πειραιά. Γνώστης εκεί από το πόδι μου. Στο Ν.Ν.Π., επειδή δεν είχαν εγκεφαλογραφήματα και τέτοια, και με στείλανε στο Ν.Σ.Β.Ν., Ναυτικό Νοσοκομείο Βασιλικού Ναυτικού, πίσω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία, στον ΕΑΤ-ΕΣΑ δίπλα. Λοιπόν, με πήγαν εκεί, κεφαλοδεμένος έτσι, ξέρω γω, μου κουρέψαν λίγο το μαλλί, αίματα, αυτά. Περάσανε δυο μέρες. Λέει «Πρέπει να κάνεις ανακρίσεις. Θα ’ρθουν ανακρίσεις να δούμε τι, πώς έγινε». Εγώ ήξερα ότι «Όσο μπορείς λιγότερα. Τα ίδια και λιγότερα». Άντε να καίει ένα παραπάνω. Όχι παραπάνω. Δηλαδή οι εκατό λέξεις, να είναι περίπου εκατόν δέκα. Όχι παραπάνω. Γιατί αυτοί είναι πονηροί και σε μπερδεύουν. Οπότε ήρθανε του Ναυτικού και λέω τώρα, σιγά ο, μη με... Ναυτικοί της αστυνομίας τώρα. Αξιωματικός μ’ ένα ναύτη κι έγραφε. «Τι έγινε;». Λέω «Εκεί που πήγαινα, να πάω ευχαριστημένος στο Ναυτικό, γιατί θα πήγαινα στο Βέλος, ένα απ’ τα καλύτερα βαπόρια του Βασιλικού Ναυτικού, που θα μάθαινα πολλά πράγματα, γιατί είμαι και εγώ μηχανικός», ναι, λοιπόν, «κάποιος από πίσω, μου είπανε “Ρε, τι μπατζάκια είναι αυτά;”». Επειδή εμείς, τα μπατζάκια των ναυτικών ήταν έτσι, flare. Έγινε της μόδας το ’70. Ήταν έτσι. Αλλά εμείς τα κόβαμε και βάζαμε και παπούτσι τάδε. Αυτοί που μπορούσαν να το κάνουνε. Οπότε είπα εγώ ότι, εκεί που περπάταγα, κάποιος είπε «Τι είναι αυτά;». «Γιατί, ρε φίλε, βρίζεις το Nαυτικό μας; Τι σου έκανε το Ναυτικό μας; Εμείς φυλάμε την πατρίδα μας». Και τέτοια πατριδοκάπηλα. Λέει «Τον είδες;». «Όχι», λέω, «σκοτάδι ήτανε, αλλά είδα έναν έτσι, μ’ ένα μουστακάκι». Λέω «Ξέρω γω», λέω. Λέει «Άμα τον δεις;». Λέω «Υπάρχει περίπτωση να τον γνωρίσω». Πάει αυτό. Είδαν ότι δεν μασήσαν ή δεν είδα τίποτα και μου ’ρθανε η ασφάλεια. Κρατική ασφάλεια. Ασφαλίτες δηλαδή. Της κρατικής υπηρεσίας. ΚΥΠατζήδες. Πάλι κι αυτοί το ίδιο. Και μου κάνανε τα εγκεφαλογραφήματα και μου δώσανε και δεκαπέντε μέρες άδεια. Και δεκαπέντε που είχα πάρει απ’ την άλλη. Ήδη, τον πρώτο χρόνο, και τα δυο χρόνια είχα φάει την άδειά μου την ιατρική. Εγώ, που υποτίθεται ήμουνα βαρητζής, ήμουνα ο τάδε, βρέθηκα να είμαι ο πιο άρρωστος και τραυματισμένος. Κεφάλια και τα λοιπά. Δεν ήταν να πάω στο Βέλος. Όταν πήγα πάλι, ξανά του λέω του αλλουνού, ενός φιλαράκου. Αυτός που καθόταν και του πέταγα το μαχαίρι. Τρέλα κι αυτός. Του λέω «Ρε, θα πάμε στον ναύσταθμο και την ώρα εγώ, πριν μπω μέσα, στα παλούκια απέναντι»,  το τέταρτο φυλάκιο ήτανε, μπαίναν μέσα οι ναύτες, «θα κάνω πάλι το ίδιο. Κι εσύ θα φωνάξεις» –γιατί καφενεία πιο πέρα, ταβερνεία και ψαράδες– «θα φωνάξεις “Ένας ναύτης χτυπιέται”». Κι εσύ θα φύγεις. Θα παρακολουθήσεις. Εγώ έκανα πάλι την ίδια αυτή. Τάκα, τάκα το κεφάλι, τα χέρια, αυτά. Και με αρπάζουνε και με πάνε μέσα, σηκωτό. Εν τω μεταξύ, για να με πάρουνε εμένα, ήρθανε δυο-τρεις και δεν μπορούσανε. Λέω «Εδώ χρειάζεται αντίσταση». Ήρθε όλο το φυλάκιο. Καλά, έριξα εγώ τις μπουνιές μου, όλες μαζεμένες. Στον δρόμο, έφαγα κι εγώ όλες τις μπηχτές μπουνιές μέχρι να με πάνε. Με πάνε στο ΝΣΒΝ, που είναι το νοσοκομείο μέσα στον ναύσταθμο. Μες στον ναύσταθμο. Εκεί ήταν ένας τρελογιατρός, ο Μουχτάρης. Αυτός είδε ότι δεν είναι μεγάλα τα τραύματα και τα λοιπά. Και λέει «Και δεν έχεις και τίποτα από το ΝΣΒΝ, που ήσουνα την προηγούμενη, και κάπου βρωμάει η δουλειά. Δύο πράγματα είναι», μου λέει, «αν νομίζεις εσύ ότι είσαι... Γιατί το ’κανες αυτό;». «Γιατί το ’κανα; Γιατί ο αδερφός μου είναι στρατιώτης στα σύνορα, γιατί χρωστάμε, είχα πάρει ένα αυτοκίνητο εγώ, πειρατικό, και χρωστάω τάδε, και η μάνα μου δουλεύει και δεν υπάρχει σάλιο, και θα μας πάρουν το σπίτι. Χρωστάμε και στο σπίτι κι εγώ αναγκάστηκα να κάνω αυτό το πράγμα». Λέει «Δυο πράγματα είναι. Ένα. Ή πας στο... Είσαι τρελός. Σου κάνω αυτό και πας», μου λέει, «στο Δαφνί. Δεν παίρνεις απολυτήριο, έπρεπε να το κάνεις πριν». Εγώ έκανα ότι δεν ήξερα. «Ναι;». «Ναι. Ή είσαι καλά και πας στο Βέλος». Δυο μήνες μετά τώρα. Λέω «Βέλος». Τι να κάνω; Η υπόγειος. Από το Βέλος ήταν πενήντα μέτρα απόσταση, εκατό. Μόλις πάω εκεί, βράδυ, με τον ναύτη, υπόγραψε με τον ναύτη συνοδεία τώρα, μήπως το σκάσω. Και πάω εκεί μέσα, πάω μέσα κι ήταν ο ναύτης, ήταν ο αξιωματικός υπηρεσίας βάρδιας, το βράδυ, και χτυπάει το καμπανάκι και λέει… Πώς λεγότανε; Σύναξις; Σύναξις το λέγαμε, πώς το λέγαμε; Συμμάζεμα; «Να ’ρθουν όλοι στο καρέ αξιωματικών. Η μη βάρδια άνθρωποι». Και πήγανε εκεί καμιά τριανταριά. Και με δείχνει ο άλλος και λέει «Τον βλέπετε αυτόν; Αυτός έκανε δύο μήνες από την υπόγειο να ’ρθει εδώ. Θα καλοπεράσεις αύριο». Οπότε… Τώρα μένω πολύ σε λεπτομέρειες στο Ναυτικό, δεν ξέρω αν ενδιαφέρει. Οπότε την άλλη μέρα… Εγώ το βράδυ δεν, είχα πρόβλημα. Ή έπρεπε να συνεχίσω κι ό,τι γίνει ή έπρεπε να το βουλώσω κι ό,τι γίνει. Υπήρχε η κοπέλα έξω, υπήρχε η μάνα, υπήρχαν όλα αυτά. Δεν ήμασταν για πολύ, πολύ χοντρό τάδε. Αλλά δεν ξέρω πώς, δεν μπορούσα να το ρεγουλάρω. Παρά το ότι είχα επί δυο χρόνια μάθει τι θα έπρεπε να κάνω, βρέθηκα σε μια πολύ δύσκολη θέση. Πάρα πολύ δύσκολη θέση. Αυτό ήταν το Ναυτικό τότε, τέτοια περίοδο, άσχημης ψυχολογικής κατάστασης. Που σε παίρνανε. Εδώ εμείς πληρώναμε εισιτήριο. Ναύτες. Παίρναμε 52 δραχμές και το μεροκάματο ήταν, δεν ξέρω, 150. Παίρναμε 52 δραχμές τον μήνα.

Β.Γ.:

Πού πληρώνατε εισιτήριο;

Χ.Τ.:

Από το Ναυτικό, σαν στρατιώτες. Για τα τσιγάρα. Ποια τσιγάρα; Τα τσιγάρα κάνανε 15-10 δραχμές. Δηλαδή τρία πακέτα τσιγάρα... Άλλοι δεν βγαίνανε καθόλου από τον ναύσταθμο, γιατί πού να πάνε; Εντάξει, εγώ κάτι είχα. Μπορούσα να… Κι ήμουνα κι εδώ. Άλλοι, που ήταν από την Κρήτη, ή δεν ξέρω από πού, δεν βγαίνανε καθόλου. Άσχημη, πάρα πολύ άσχημη κατάσταση των ανθρώπων αυτών. Πάρα πολύ άσχημη. Τελικά, την άλλη μέρα, με φωνάζει ο αυτός. Ποινολόγιο. Ένα μεγάλο βιβλίο, που το έχει ο υπεύθυνος της ασφάλειας του πλοίου, ο οποίος ήτανε περίεργος. Ήτανε υπαξιωματικός, βέβαια, οπλονόμος λέγεται. Οπλονόμος. Ο νόμος του όπλου ή δεν ξέρω πώς. Και τι έκανε; Όλοι γελάγανε με το γράψιμο. Πώς θα έγραφε στο ποινολόγιο. Δηλαδή έλεγε ο αξιωματικός «Ένα μήνα μπαλαούρο» ή ξέρω γω «Δ.Κ.», φυλακή μέσα στον ναύσταθμο, γι’ αυτό τον λόγο[04:00:00]. Αυτός τον έφτιαχνε τον λόγο με πολυτελή ακρίβεια καθαρεύουσας, αλλά είχε και στοιχεία μέσα της γειτονιάς, που όλοι περιμένανε αυτό. Οπότε με φωνάζει ο αυτός. Δεν θυμάμαι πώς τον λένε. Λέει «Εσύ είσαι ο ναύτης που έκανες δυο μήνες; Εγώ, μια σαρανταποδαρούσα», λέει, «να ’βαζα από κει, θα ερχόταν πιο μπροστά από σένα». Κουρά, κούρεμα, και προετοιμασία για Ψυττάλεια. Γιατί, υποτίθεται, είχες χτυπήσει, είχες αχρηστεύσει τη στολή, που ήτανε μεγάλο... Τη στολή σου; Σαν τη σημαία είναι η στολή του ναύτη. Δεν μπορεί να την ξεσκίζεις. Ήταν κάποια, ηθικές αξίες γι’ αυτούς. Οπότε ήμουνα για Ψυτάλλεια εγώ. Και ο οπλονόμος τώρα, είδε ότι... Δεν ξέρω πώς. Αυτός ίσως ήταν ο πιο περίεργος άνθρωπος. Αγαπούσε αυτούς που κάνανε λαδιές. Έτσι; Μου είχε πει ο ναύτης του οπλονομίου, που ήτανε, που ήτανε... Αυτός είχε μισοτελειώσει τη νομική κι ήτανε ναύτης. Και υπηρέτησε και ήτανε ναύτης της Νομικής Σχολής, που δεν είχε τελειώσει, και τον βάλανε ναύτη και ήταν βοηθός του. Επειδή ήτανε πολύ γραμματιζούμενος. Τον έπιασα φίλο εγώ. Γιατί μου ’λεγε ο άλλος «Ρε, δύο φίλους θα ’χεις. Τον μάγειρα, ένα ναύτη που είναι μάγειρας, και τον ναύτη του οπλονομίου». Ο μάγειρας όλο και κάτι κοψίδια. Γιατί εμείς κάναμε γυμνάσια και πετάγανε βόμβες βυθού. Παράνομο, βέβαια, και αντιοικολογικό. Γιατί μετά, με τη βόμβα βυθού, μπορεί και εκατό τόνους ψάρια, από τον γόνο μέχρι τέτοιο [Δ.Α.]. Από κει, τα ψαρεύαν οι καπεταναίοι, οι ναυτικοί, πώς τους λένε, οι αξιωματικοί του Εμπορικού Ναυτικού, του Βασιλικού Ναυτικού και τα είχανε και τα τρώγανε. Εξεπίτηδες. Οπότε εκεί όλο και θα κλέψει ο ναύτης του προνομίου. Που θα τη δώσει στον μάγειρα να τα φτιάξει. Κι είχαμε τέτοια. Είχαμε τέτοιες περιπτώσεις. Οπότε, με λίγα λόγια, σε, μετά από... Περίμενα εγώ να με πάνε Ψυττάλεια, για κανονικά εγκληματική πράξη. Ξυλοδαρμός, καταστροφή στολής, άρνηση υπηρεσίας. Μπορεί και κάνα χρόνο. Μεγάλη ζημιά. Εν τω μεταξύ, μετά από τρεις μέρες, ήρθε ένα... Το Βέλος ήταν το πιο γρήγορο και το πιο καινούριο αντιτορπιλικό απ’ την Αμερική. Πολέμου και αυτά, παλιά, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ήταν από τα καλύτερα από τα άλλα. Ήταν η «Σφενδόνη», ο «Γέρακας», πολλά τέτοια. Αυτό, το «Βέλος», το είχε και ο αρχηγός του Αιγαίου Πελάγους. Ήταν τόσο καλό και το πλήρωμα ήταν τόσο πολύ προχωρημένο. Γι’ αυτό είχαν λυσσάξει εμένα να πάω στο «Βέλος». Γιατί είδανε το βιογραφικό μου και σου λέει «Τι; Μας κάνει. Αυτός πρέπει να ’ρθει εδώ». Αλλά, επειδή δεν μου ’χαν εμπιστοσύνη, με βάλανε στο πρυμνιό λεβητοστάσιο. Είχε δύο λεβητοστάσια που παρήγανε ατμό και δύο μηχανές τουρμπίνες. Επειδή δεν είχαν κι εμπιστοσύνη, με βάλανε στο πιο τελευταίο, τεχνικής άποψης και ακίνδυνης. Βοηθός του θερμαστή, πίσω. Όταν μας στείλανε… Κάθε μια βδομάδα, ή κάθε δεκαπέντε, δεν θυμάμαι, γινότανε σκοπούν πλοίων. Ένα πλοίο ήταν σκοπιά, δεν έβγαινε είκοσι τέσσερις ώρες, ήταν εκεί. Τα άλλα μπορεί να φεύγαν τα πληρώματα, εμείς ήμασταν εκεί μέσα. Εγώ έμεινα μέσα δεκαπέντε μέρες. Δεν έβγαινα έξω. Περίμενα τόσο. Μετά από τέσσερεις μέρες, έρχεται ένα σήμα και λέει «Βυθίζεται ένα καραβάκι, ένα ψαράδικο, στην Μυτιλήνη». Αυτό έτρεχε 36 μίλια την ώρα. Ξέρεις πόσο είναι; Ναυτικά. 60 χιλιόμετρα. Δηλαδή ένα αυτοκίνητο. Έμπαινε κι έβγαινε. Τα μεγάλα πλοία που ήμουν εγώ στο Εμπορικό Ναυτικό, δεν είχαν τέτοιο, μπότζι λέγεται στα ναυτικά. Δεν είχαν τέτοια ευστάθεια. Πήγαιναν μέσα-έξω. Αυτά τα αντιτορπιλικά, όταν κλείνουν ερμητικά τις πόρτες και τις μπουκαπόρτες κι όλα αυτά κλειστά, αυτό γίνεται υποβρύχιο. Μπορεί όλο να χωθεί μέσα. Όλο να χωθεί κι όλο να βγει και να πηγαίνει αριστερά-δεξιά, έτσι, που όλοι κάνανε εμετό. Όλοι. Εγώ ήμουν στο πρυμνιό λεβητοστάσιο κι έβλεπα. Όλοι πέσανε κάτω τρελοί. Εγώ συνηθισμένος απ’ τα βαπόρια τόσα χρόνια, είδα τι κάνανε. Κι εγώ θερμαστής ήμουνα σε βαπόρια, τα έξω. Ήξερα. Οπότε ανέλαβα εγώ. Πήρα και τα ακουστικά, γιατί με τα ακουστικά μιλάει η μηχανή στον υπεύθυνο που κοιτάει και λέει «Τώρα θα ανοίξει, τώρα θα βγάλεις ατμό, τώρα θα ρίξεις πετρέλαιο, κοίτα τη θερμοκρασία εκεί». Κατάλαβες; Οπότε πήρα αυτά, δυο-τρεις ναύτες είχαν πέσει κάτω, ούτε κουνιόντουσαν. Ένας ναύτης, ένας υπαξιωματικός, που ήταν απάνω στα νερά, πολύ μεγάλο πόστο, απάνω τα νερά. Άμα δεν έχεις νερό, το καράβι τινάζεται. Άρα έχεις νερό. Νερό που θα πάει μέσα στους λέβητες για να μπορεί να κάνει ατμό. Άμα δεν έχεις νερό και πάθεις ζημιά, την πάτησες. Βάζανε τον καλύτερο. Αυτός ήταν απάνω και τον έβλεπα εγώ. Οπότε εγώ ήμουνα αυτός που απαντούσε, αυτός που έκανε αυτή τη δουλειά, αυτός που άλλαζε τις μπόρνες, δηλαδή τους καυστήρες, μεγαλύτερους, για να έχει μεγαλύτερη έκχυση πετρελαίου, ή λιγότερη. Όλα αυτά τα έκαναν τέσσερεις ναύτες. Και τα έκανα μόνος μου εγώ, μόνος μου. Γυρίσαμε πίσω. Την άλλη μέρα, έρχεται ο δεύτερος μηχανικός και μου λέει... Γίναμε και φίλοι με αυτόν. Δεύτερος μηχανικός τώρα, ε! Εγώ ναύτης και με όλο αυτό το παρελθόν για Ψυττάλεια. Λέει, και άρχισε και μου την έπεφτε. Το κατάλαβα εγώ. «Και πού ήσουνα στα βαπόρια και πού εκείνο και τ’ άλλο, και τι σχολή έχεις τελειώσει, και τι άλλο ξέρεις». Του είπα εγώ «Τορναδόρος, εφαρμοστής, ηλεκτροκολλητής. Όλα. Μηχανικός, αξιωματικός Εμπορικού Ναυτικού, δίχως δίπλωμα, τον τέταρτο έκανα και τον τρίτο είχα κάνει κάμποσο». Οπότε λέει «Ναι, αλλά εδώ, εδώ έχεις κατάσταση. Επειδή, όμως, εδώ είναι Ναυτικό και δεν μας πολυενδιαφέρει αν τσακώθηκες με τους τέσσερεις εκεί και σε δείρανε ή τους έδειρες, το βάζω στην μπάντα, θα κάνω πρόταση, μίλησε με το πρώτο μηχανικό, θα κάνω πρόταση να τη γλιτώσουμε όσο μπορούμε, αλλά θα πας και θα πεις αυτά». «Τι;». «Δεν θα πεις ψέματα. Αυτά που είπες, που λες, θα τα πεις εκεί. Κι ότι εγώ τα ’κανα αυτά γι’ αυτό το πράγμα. Εντάξει; Γιατί, άμα πεις άλλα, πάει να πει ότι είσαι τρελός. Τώρα τρελός και με τέτοια τέχνη που έχεις, δεν γίνεται. Οπότε θα πας για Ψυττάλεια». Πάω εκεί και μου λέει αυτός, ότι τα ίδια, και μου λέει «Άντε φύγε». Μου λέει ο καπετάνιος, που είχαν μιλήσει τώρα, «Άντε φύγε, για να μη σε δέσω στο μπροστινό κατάρτι, να πούμε, στο άλμπουρο, και σε τσιμπάνε οι μύγες». Και από κει και πέρα, άρχισε άλλη καριέρα στο Ναυτικό. Ήμουνα ο πρώτος των πρώτων. Ο πρώτος των πρώτων, μέσα. Ό,τι ζημιά γινόταν, ήμουνα μαζί. Καταρχήν, με βάλαν στην επιστασία βλαβών. Η επιστασία βλαβών ήτανε οι πιο τεχνίτες. Δεν κάνανε βάρδιες, ήταν ελεύθεροι να πάνε να αντιμετωπίσουν τη ζημιά. Επίσης, εμένα με βάλανε και στη μηχανή, μηχανικός πετρελαία κάτω, του κυβερνήτη. Από Ψυττάλεια. Του κυβερνήτη. Κάναμε οργανωμένες ζημιές. Τι ζημιές; Αν κάποιος από τους υπαξιωματικούς της κουβέρτας, επάνω, στο κατάστρωμα, κυνήγαγε πολύ, Τι του κάναμε εμείς; Μαθαίναμε σε τι είναι υπεύθυνος, αυτό το κομμάτι, υπεύθυνος αυτουνού. Τι σωσίβια, τι κάτι εργαλεία, Τι ολόκληρο αυτό που είχε μέσα την εστία για την άμμο, στη θάλασσα. Οπότε κάναμε κάτι τέτοια. Μετά σκέφτηκα τώρα με το... Μέσα εκεί ήταν κι ένας άλλος. Εν τω μεταξύ, όπου πήγαινα εγώ, προσπαθούσα να βρω κάποιους και εμπιστοσύνη να ’χω και να είναι της ίδιας, σχεδόν, φάρας. Οπότε μια μέρα λέμε, του λέω «Ρε, όταν κάνουμε τα γυμνάσια ΑΑ… ». Που ήταν τα πάντα. Ένα από αυτό ήτανε, πετάμε την τορπίλη, ξεκινάμε όλα τα βαπόρια από μια απόσταση. Έχουν ένα στόχο, σ’ ένα σημείο, στο γύρω γύρω, και δίνουν τη διαταγή να πάνε να χτυπήσουν τον στόχο με την τορπίλη, η οποία ήταν άσφαιρη, αλλά ήτανε απάνω κανονικά, σαν αυτό. Και έπρεπε η ακταιωρός του πλοίου να κατέβει από πάνω και να πάει να τη μαζέψει και να γυρίσει πίσω. Αυτά ήταν η ολοκλήρωση του αυτού. Μέχρι τότε, το παίρναμε το βραβείο. Ήμασταν πρώτοι. Ήταν πρώτο το βαπόρι αυτό. Οπότε μια φορά, του λέω «Ρε, δεν θα είμαστε πρώτοι». Λέει «Τι;». «Δεν θα είμαστε πρώτοι». «Πώς;». «Θα το κάνουμε να είμαστε με το ζόρι πρώτοι. Πιο πρώτοι από πρώτους». «Πώς;». Λέω «Άκου. Εγώ δεν θα πάω στην πετρελαία, κάτω». Εν τω μεταξύ, οτιδήποτε, ρώταγαν εμένα. Άλλο αυτό. Χάλασε το καζανάκι. Να πάω εγώ, στο σπίτι του τάδε αξιωματικού, που χάλασε το καζανάκι. Το ποδήλατο της κόρης μου. Το κάγκελο, το έτσι. Ήμουνα ο τάδε που πήγαινε να φτιάξει δουλειές. Και μου δίναν και χαρτζιλίκι κι έτρωγα κιόλας. Μια χαρά ήτανε. Εν πάση περιπτώσει. Κι έλεγα εγώ, όταν έφευγε ο άλλος, γιατί είχαμε δύο βάρκες. Η μία του καπετάνιου που ήμουνα εγώ. Του καπετάνιου, του πλοίαρχου. Και η άλλη ήτανε του πληρώματος και του πρώτου μηχανικού.  Λοιπόν, έλεγα εγώ «Αυτόν θα βάλεις βάρδια. Αυτός ξέρει». Οπότε αυτός[04:10:00] του λέω «Ρε, δεν θα πάω εγώ στην άσκηση αυτή και θα πας εσύ». «Και τι θα κάνεις;». Λέω «Πρόσεχε. Εμείς, από την προηγούμενη, θα λύσουμε ένα ρακοράκι, ένα παξιμάδι, σ’ εκείνο το σημείο όπου κατεβαίνοντας η βάρκα να πάει πενήντα μέτρα. Να κάψει όλο το πετρέλαιο του κυκλώματος και μετά από λίγο να σταματήσει. Μετά θα ρθώ εγώ, ρε. Θα πέσω από πάνω, θα ’ρθω κολυμπώντας και θα ’ρθω και θα γίνει πανικός». «Ρε», μου λέει. Κι έγινε. Είχα έτοιμα εγώ, πέταξα παντελόνια. Τι παντελόνια; Με σορτσάκι ήμασταν. Παπούτσια, ξέρω γω. Φουντέρνω από πάνω, από το καράβι απάνω. Την άλλη μέρα… Και γύρισα πίσω και είχαμε κερδίσει εμείς κάμποσο στην ταχύτητα και αυτή την καθυστέρηση την κερδίσαμε. Δεκαπέντε μέρες εγώ άδεια, να πάω όπου θέλω, και ο πρώτος στα βαπόρια. Μετά από καιρό… Μετά ανακάλυψα ότι έπρεπε να κάνω το «Βέλος», να το κάνω μικρό, μακέτα πλοίου. Στο χυτήριο μέσα, με τον μπρούντζο, ένα μέτρο μήκος, πενήντα πόντους μήκος, λιμάρισμα, βίδωμα. Ερχόμουνα έξω, σ’ ένα φίλο μου ηλεκτρολόγο, ηλεκτρονικό, που θα μου ’κανε τρυπούλες στα κανόνια. Δηλαδή ήταν όλα βιδωτά. «Και δώσε μας κι μένα μπάρμπα, να το πάω στο Ναυτικό, να το πάω στο Υπουργείο» και τα λοιπά.  Και βρέθηκα εγώ να έχω δύο βοηθούς να μου κρατάνε τον πίνακα κι εγώ να ζωγραφίζω. Και να έρχεται ο άλλος «Τι κάνετε, ρε, εκεί;». Οι αξιωματικοί. «Θα μας σταματήσετε, που μας έχει βάλει ο πλοίαρχος, που έχει δώσει εντολή να το πάει στο Υπουργείο Ναυτικών;». Οπότε τη βγάλαμε έτσι. Στο τέλος, και μου το λέγανε, «Πρόσεξε καλά, τον τελευταίο μήνα που πηγαίνεις για αυτή, έχεις τόσο πολύ απηυδήσει». Έστω κι έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο τον δικό μου, πέρναγα καλά. «Έχεις απηυδήσει, θα είσαι έτοιμος, μου λέει, «να γκρεμίσεις κόσμο. Εκεί θέλει υπομονή άγρια. Υπομονή να περάσει ο καιρός». Ε, την έχασα την υπομονή. Και την ώρα που ήμουνα έξω κι έφτιαχνα ένα καραβάκι, το τελευταίο, που θα το κράταγα εγώ, και δεν είχα παπούτσια. Είχα παπούτσια, σαγιονάρες, παντόφλες. Και ο ναύτης ο καινούριος, όχι ο ναύτης, ο υπαξιωματικός, ο καινούριος, της βάρδιας στη σκάλα, «Παράπτωμα να κυκλοφοράς με παντόφλα. Δεν γίνεται». Πήρε, το κόλλησε, και έλα εδώ, και έτσι, και δεν άντεξα. Και τώρα λάθος, κατά λάθος, ή δεν ξέρω πώς, έπεσε το βαρίδι αυτό, τώρα είκοσι κιλά, στο πόδι του και του χτύπησε το πόδι και βρέθηκα εγώ τώρα πάλι υπόδικος. Ο καπετάνιος, ο πλοίαρχος είχε φύγει από μένα και είχε γίνει ανώτερος. Έστειλα εγώ κάποιον εκεί «Έχεις κάνει αυτό πράμα», λέει, «το πολύ πολύ μπορώ να σε στείλω Δ.Κ., όχι Ψυττάλεια.

Β.Γ.:

Δ.Κ.;

Χ.Τ.:

Δ.Κ. ήτανε μέσα στον ναύσταθμο, ένα κτήριο, που ήταν οι φυλακισμένοι και προφυλακισμένοι. Εκεί γνώρισα και τον Κώστα τον Πρέκα, τον ηθοποιό. Ήταν αυτός μέσα. Ο οποίος το ’παιζε λίγο μούρη. Δεν του είχανε κόψει τα μαλλιά και τα λοιπά και άσε που τον περνάγανε για αδερφή, ενώ δεν ήτανε. Ήτανε πρωταθλητής καταδύσεων. Αλλά το ’παιζε, ξέρεις, VIP μέσα. Που δεν ήταν έτσι. Και σιγά σιγά του την πέφτω. «Ρε», του λέω, «εσύ είσαι ηθοποιός». «Μάλιστα». «Και μπορείς να κάνεις και τον σκηνοθέτη;». «Μάλιστα». «Αυτοί όλοι εδώ είναι αλητάμπουροι, όλοι. Άμα τους πεις να κάνουμε ένα σχέδιο, ένα σκετς, ένα έτσι, ένα θεατρικό τάδε, εδώ, να γελάσουμε, θα είναι η καλύτερη». «Ναι», λέει. Και κάναμε αυτό το πράγμα και τσακωνόντουσαν μεταξύ τους «Εγώ είμαι ηθοποιός, εγώ είμαι...». Και πέρασε ο καιρός μια χαρά. Λοιπόν αυτά, αυτά εκεί.

Β.Γ.:

Και πόσες μέρες κάτσατε εκεί;

Χ.Τ.:

Και μετά απολύθηκα. Στις 2 Αυγούστου του 1963 απολύθηκα. Στην απόλυση. Μπράβο. Στην απόλυση. Επειδή, όμως, είχανε φύγει οι παλιοί, δεν με πολυξέρανε. [Δ.Α.] εγώ τώρα, δυο χρόνια μεγαλύτερος, γυμναζόμουνα κιόλας κι ήμουνα τότε 108 κιλά. Έχω και φωτογραφίες άλλες. Βρήκα κάτι παλιές και τις πήγα, να τις δω σε μεγάλες. 130 κιλά, 140 κιλά. Ήμουν τρελαμένος τότε, που μπορούσα να γυμναστώ. Κι είχανε λυσσάξει. Και την τελευταία μέρα, που θα έπαιρνα το απολυτήριο, πάω εγώ το πρωί φτιαγμένος, ξυρισμένος, όλα, όλα. Κατά τις δέκα η ώρα, να πάω στον αξιωματικό υπηρεσίας, να πάρω το αυτό. Και λέει «Κλήση», λέγεται αυτό. «Κλήση αξιωματικών ή κλήση πληρώματος ο τάδε». Όχι συμμάζεμα. Κλήση. Ναυτική διάλεκτος, του Πολεμικού Ναυτικού. Λέω Βασιλικό διότι ήμουνα στην εποχή. Ένα άλλο. Εμείς με το «Βέλος» ξεκινήσαμε να φέρουμε από ανοιχτά, συνοδεία, το αντιτορπιλικό της Ισπανίας, που θα κουβάλαγε τον [Δ.Α.] Χουάν Κάρλος με τη βασίλισσα, την πριγκίπισσα την Σοφία, που είχε γίνει εδώ ο γάμος. Δέκα μέρες ταξίδι, πέντε και, να τους συναντήσουμε στον δρόμο. Εκεί έπεσε, έπεφτε αυτή. Και τι μας νοιάζει εμάς και έτσι, ξέρω εγώ. Μέσα στο υπόστεγο που κοιμόμασταν, εμείς κάναμε κουμάντο. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει άλλος κουμάντο. Πέντε-έξι άτομα. Για το καλό. Γιατί άμα δεν κάναμε κουμάντο, πεταγόντουσαν κάτι άλλοι για πάρτη τους. Εμείς κάναμε κουμάντο για όλο το υπόστεγο. Και διατροφή και τέτοια. Οπότε πάω να πάρω το απολυτήριο 2 Αυγούστου του 1963. Πόσα χρόνια είναι; Εξήντα; Πω, πω. Μας λέγανε κάτι το ’60, που είχα μπερδευτεί όταν ερχόμουν εδώ στις διαδηλώσεις. Αυτά. Ήταν κάτι φουκαράδες, πρώην, από το ’20 στα βαπόρια, ή από το ’20 στο κίνημα το αντικαπιταλιστικό, και λέγανε «Ρε, θυμάσαι τότε με τον Μεταξά; Ρε, θυμάσαι τότε με τα Δεκεμβριανά;». Τα Δεκεμβριανά ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Κι εμείς κάναμε, εμείς λέγαμε... Τώρα, ήμασταν 20 χρονών, 22, και λέγαμε «Τι λέει αυτός; Τι λέει αυτός ρε;». Και τώρα συζητάμε για εβδομήντα χρόνια.  Όλα έρχονται. Θα ’ρθεις κι εσύ, όταν θα γίνεις 90, να λες «Κάποτε ήμουνα μ’ έναν τύπο, που έκανε αυτό το πράγμα, και ήμουνα… Δεν λέμε ηλικίες, φαίνομαι όμως 22». Άντε.. Οπότε μου λέει «Η μέρα έχει είκοσι τέσσερεις ώρες. Και ποιος σου είπε ότι εσύ πρέπει να φύγεις δέκα το πρωί; Δώδεκα παρά πέντε το βράδυ. Όχι δώδεκα και πέντε, γιατί είναι άλλη μέρα. Δώδεκα παρά πέντε». Τώρα, εκείνη τη στιγμή, εγώ λέω «Τους μουντέρνω και ξανά επιστροφή;». Λέω «Ας κάνω τον διπλωμάτη». Λέω «Με συγχωρείτε», λέω. Μου λέει «Και τώρα τι θα κάνεις, που θα φύγεις, περίφημε Τζουρντέ;». Λέω «Μου επιτρέπετε να μιλήσω ελεύθερα; Δεν θα με…». Λέει «Τι; Θα βρίζεις;». «Όχι», λέω, «δεν βρίζω. Εγώ δεν βρίζω. Πώς θα βρίξω; Δεν έχω το δικαίωμα και δεν με συμφέρει. Θα σας πω ορισμένα πράγματα». «Τι θα έκανες;». «Τι θα κάνετε εσείς; Εγώ σας είπα. Εγώ είμαι έτοιμος να πάω στα βαπόρια, να παντρευτώ», είχα αρραβωνιαστεί, «θα παντρευτώ και θα κάνω την οικογένεια. Εσείς, αν μου επιτρέπετε να πω, τι θα κάνετε;». «Για να δούμε». Λέω «Εσείς θα είσαστε», λέω, «δούλοι κάποιου άλλου, μεγαλύτερου αξιωματικού και επειδή είσαστε δούλοι του μεγαλύτερου αξιωματικού, κάνετε τον μάγκα στους μικρότερους από εσάς. Αυτό θα είσαστε σ’ όλη σας τη ζωή». «Φύγε από δω, ρε παλιοαλήτη». Λέω «Άντε γεια». Κι έφυγα. Αυτά έπρεπε να τα είχαμε γράψει τότε. Αυτοί τα θυμώνται, αν ζούνε, γιατί ήταν και μεγαλύτεροι. Περίπου στην ηλικία μου. Οπότε αρχίζει μετά περίπτωση Γερμανία.

Β.Γ.:

Γερμανία πήγατε με τα βαπόρια…

Χ.Τ.:

Όχι.

Β.Γ.:

…ή φύγατε μετανάστης;

Χ.Τ.:

Γερμανία πήγα με την αρραβωνιαστικιά μου τότε, οι οποίοι δικοί μου δεν τη θέλανε, γειτόνισσα, και οι δικοί της δεν θέλαν εμένα. Οπότε «Τους γράφουμε;». «Ναι». Γερμανία. Πάμε Γερμανία. Εγώ είχα μεταφράσει τα διπλώματά μου και δεν πήγα μέσω, τότε που ήτανε, μέσω μεταναστευτικής οδού, γιατί μου λέει ο άλλος «Ρε, μ’ αυτά, τα αυτά που έχεις, Γερμανία θα σε αρπάξουν έτσι». Με το που πάμε εκεί, πάμε στο Μόναχο, σε μια γνωστή της αρραβωνιαστικιάς μου τότε. Δεν βρήκαμε στο Μόναχο. Κάτσαμε μια εβδομάδα, δεν βρήκαμε. Γιατί ήταν δύο πράγματα. Ένα να βρεις δουλειά κι ένα να βρεις σπίτι. Αν έβρισκες δουλειά που είχε παραπήγματα μέσα... Πώς τα λέγανε; Πώς τα λέγανε; Υπήρχε μια λέξη. Ξέχασα. Έμενες μέσα και δούλευες μέσα. Αλλά μόνος σου. Όχι με τη γυναίκα σου. Μόνος σου. Πώς τα λέγανε; Οπότε δεν μπορέσαμε εκεί. Ένας άλλος φίλος, εδώ, υπάρχει ακόμα. Ένας Σακάτος Βαγγέλης. Είναι 92 αυτός τώρα. Γράφει και στην αυτήν. Αριστερός, με ιστορία, εν πάση περιπτώσει. Γράφει στην «Συντακτών», κάποια άρθρα. Πάω εκεί. Μου είχανε πει «Θα πας εκεί». Δεν τον ήξερα εγώ. Και μου λέει αυτός, «Ρε», μου λέει, «υπάρχουν κάτι απατεώνες Έλληνες εδώ, οι οποίοι παίρνουν αυτούς, σαν κι εσένα, λαθρομετανάστες, και τους πάνε[04:20:00] διάφορα, γύρω γύρω, να βρουν κάποια εταιρεία, κάποιο αφεντικό να σε πάρει για δουλειά, γνωρίζοντας ότι δεν έχεις περάσει νόμιμα από κει. Αν σε πάρουν, υπογράφεις ένα χαρτί και είναι υπεύθυνος αυτός. Για όλα. Εσύ θα σε πάρουνε γιατί έχεις αυτά». Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες, στο Ντόρτμουντ, βρήκαμε μια εταιρεία που μ’ έπαιρνε εμένα και σιγά σιγά εκεί έγινα και λίγο αρχιτεχνίτης σ’ ένα σημείο. Μετά από έξι μήνες έφυγα. Παντρευτήκαμε εκεί, στην Δυτική Γερμανία, στο Ντόρτμουντ. Το Ντόρτμουντ δεν είχε εκκλησία τότε. Ούτε σχολεία. Αλλά κάθε δεκαπέντε νομίζω, ή κάθε πρώτη του μηνός, μαζευόντουσαν τα ζευγάρια που θέλαν να παντρευτούν, που θέλαν να βαφτίσουν, που θέλανε να κάνουν ευχέλαια, δεν ξέρω τι. Νοίκιαζε, μάλλον έδινε μια εκκλησία, οι προτεστάντες εκεί, στην ορθόδοξη, οι οποίοι ήταν παπάδες από το Φανάρι και γινόταν αυτό το νταραβέρι με τη θρησκεία. Παντρευτήκαμε εκεί. Μετά έφυγα από κει. Ήρθα Κολονία. Λεβερκούζεν, που μπορούσα να φύγω. Μετά από έξι μήνες έφευγες. Εκεί ασχοληθήκαμε με το θέμα... Υπήρχαν οι ελληνικές κοινότητες, γενικά. Τότε είχαν αρχίσει αγώνα οι άλλοι. Αυτός ο Σακάτος και κάτι άλλοι. Ο Παπούλιας, ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Κάρολος. Υπήρχε μια οργάνωση που λεγόταν ΣΔΕ. Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση. Κάτι πιο αριστερά από το Κ.Κ. Άσχετα τώρα αν έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και λίγο λίγο γελάγαμε. Εν πάση περιπτώσει,  μπήκα κι εγώ στο συμβούλιο. Κάνανε εργατικές κοινότητες, που να μην έχει σχέση με την πρεσβεία. Κοινότητες οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με το εργατικό κίνημα της Γερμανίας. Το οποίο τότε ήταν το SPD. Το σοσιαλιστικό δημοκρατικό, κάτι ΠΑΣΟΚ τότε. Και βοηθάγανε κάπως. Και εφημερίδα βγάζανε και έτσι κι αλλιώς. Οπότε δουλέψαμε εκεί, και με τους Τούρκους που γινόντουσαν μάχες. Με τη Μάχη της Μονσούρας στην Κύπρο, με τον Σαμψών, που έγινε μετά χούντα, στην Κύπρο. Πήγαινε κι έκανε προβοκάτσιες. Χτύπαγε από δω κι από κει κόσμο εκεί και μετά αυτό. Και προσπαθούσαν να κάνουνε πόλεμο, κάτι σαν και σήμερα. Κι εμείς κάναμε διαδήλωση, Πρωτομαγιά. Τούρκοι, Έλληνες, Γερμανοί. Στα γερμανικά, τούρκικα κι ελληνικά, μεγάλα πανό. Και κάναμε διαδήλωση, την Πρωτομαγιά, στην Κολωνία. Μετά φύγαμε από κει, γυρίσαμε εδώ. Προσπάθησα να βρω κάτι δουλειές εδώ και τέτοια. Δεν με πολυάρεσε. Άνοιξα ανταλλακτικά. Όχι, μετά άνοιξα ανταλλακτικά. Μου λέει ο αδερφός μου, που ήταν πρώτος μηχανικός «Ρε, έχω μια καλή εταιρεία, έλα τρίτος με διπλά λεφτά». Οπότε πήγα μαζί. ’66. Πριν απ’ τη χούντα. Στα Ιωάννινα, το ’65, εμείς ήρθαμε με άδεια απ’ την Γερμανία. Έλαβα μέρος στα μεγάλα γεγονότα του ’65. Μπορεί και εκατό χιλιάδες, διακόσιες χιλιάδες διαδηλωτές. Επί ενάμιση, δύο μήνες ήμασταν στους δρόμους. Κυριαρχία. Μεγάλα γεγονότα, 20 Αυγούστου. Τα τελευταία μεγάλα γεγονότα. Μετά πήγε πίσω. Εντάξει, έκανε κι η αριστερά κάποια λάθη, τα πέντε σημεία της ΕΔΑ που έλεγε. Εντάξει κι ο βασιλιάς να υπάρχει, και η δημοκρατία να υπάρχει, και κάτι μπερδέματα, κάτι τέτοια. Οπότε, κουράστηκε ο κόσμος, πήγε σπίτι. Και μετά από κάμποσο καιρό, να η δικτατορία. Εμένα η δικτατορία μού βρέθηκε στο, όταν ήμουνα στον Περσικό Κόλπο. Ξεκινάμε από κει για να ’ρθουμε στην Ευρώπη. Είχα μπαρκάρει τρίτος, είπαμε. Έξι-εφτά μήνες πριν. Στον δρόμο, κάπου στο Άντεν εκεί, ο μαρκόνης, ο οποίος ήτανε και συγγενής μου, λέει «Ρε, έγινε δικτατορία στην Ελλάδα. Έξι το πρωί». «Τι δικτατορία;». Λέει «Λένε για κάτι Παπανδρέου», λέγανε μπερδέματα τότε. [Δ.Α.] ο Παπανδρέου με τον Καντάφι. Κάτι βλακείες. Εγώ τώρα που ήξερα το θέμα καλά, λέω «Ούτε μία στο ένα εκατομμύριο». Τελικά, μέχρι που να φτάσουμε κάπου εδώ, περνώντας από δω, πηγαίναμε Κωνστάντζα, Ρουμανία, απ’ το Σουέζ, Ρουμανία, και μετά το βαπόρι θα γύριζε πίσω. Μες στο καράβι τώρα, ο δεύτερος μηχανικός νόμιζε ότι εγώ, επειδή ήμουνα ο αδερφός του πρώτου κι ήμουνα τρίτος, θα του ’παιρνα τη θέση. Υπάρχουν αυτά. Αυτός ήταν ένας πολύ ολοκληρωμένος δεύτερος μηχανικός. Τώρα άμα ήταν χοντρός κι έτσι και τον λέγαμε «Μπουγέλο», ο καθένας είχε ένα παρατσούκλι. Το Μπουγέλο. Δεν λέγαμε ο δεύτερος. Ρε, το Μπουγέλο. Γιατί ήταν κοντός και χοντρός.  Χούντα. «Και τώρα που θα πάμε, Χρηστάκη, στον Περαία, θα σου δείξω». Και πού να πάω εγώ στον Περαία. Βγάζω μια βρώμα ότι εγώ φεύγω. Σιγά μην πάω στον Περαία, να με πιάσουν φυλακή. Πάω στην Γερμανία, που ήμουνα στην Γερμανία, το ξέραν και το μεγάλωσα, και έχω και τη δουλειά μου εκεί, και άμα πέσει η χούντα, θα ’ρθω. Οπότε ξεμπαρκάρισα εγώ στην Ρουμανία. Δεν ήρθα εδώ. Και ο αδερφός μου μού ’πε «Μην έρθεις εδώ, θα έχουμε πρόβλημα».

Χ.Τ.:

Οπότε ήρθα μετά από ένα μήνα εδώ. Ήρθα μετά από ένα μήνα εδώ, έμαθα εδώ ότι γίνεται χαμός. Οι οργανώσεις, φυλακές. Κόσμος τον είχανε πάει χιλιάδες στον ιππόδρομο. Μετά τους μοιράσανε γιούρα και εξορίες από δω κι από κει. Και αναγκάστηκα κι εγώ κρυφά... Οι επαναστατικές οργανώσεις γινόντουσαν παράνομα. Κάτι τριμελείς επιτροπές, που να μην ξέρει ο ένας τον άλλον. Ξέρεις, δεν είναι σπουδαία πράγματα. Κάνα πανό «Κάτω η χούντα». Κάτι πρωτόγονα. Εντάξει; Εμένα δεν με πολυξέρανε εδώ. Γιατί εγώ όλο έλειπα. Κι άμα λάβαινα μέρος, δεν ήμουνα ποτέ…

Β.Γ.:

Οπότε αυτές οι οργανώσεις, αυτές τις δράσεις κάναν τότε;

Χ.Τ.:

Αυτές τις δράσεις κάναν. Τώρα, υπήρχανε και κάποιοι άλλοι που θα θέλανε να κάνουν ένα μπαμ, πετάγανε κάτι στρακαστρούκες, κάτι έτσι, κάτι αλλιώς. Κι αυτό σύμφερνε τη χούντα. Γιατί στο συμβούλιο της Ευρώπης, που τους βγάλαν έξω, σαν αντιδικτατορική κυβέρνηση, λέγανε ότι εμείς παλεύουμε την τρομοκρατία. Δηλαδή προτιμούσαν να σε πιάσουν και να σε πληρώσουν ακόμα, ότι εσύ πέταξες μια στρακαστρούκα. Να σε βάλουνε στην αυτή του τρομοκράτη για να δικαιολογηθούν αυτοί, διότι έξω γινότανε χαμός με την Φλέμινγκ, με πολλούς άλλους, που κάνανε ενάντια στη χούντα, στο συμβούλιο της Ευρώπης. Γιατί ήταν η Σκανδιναβία, ήταν η Αγγλία, που δεν σύμφερνε τη χούντα. Συμφέροντα διαφορετικά. Κι έτσι είχανε κάποια συμπάθεια στους αντιχουντικούς. Όλη η Ευρώπη. Οπότε εδώ προτιμούσαν να έχουνε οποιονδήποτε να αποδείξουν, ή να επιδιώξουν ν’ αποδείξουν, ότι αυτός είναι τρομοκράτης. Οπότε όλες οι οργανώσεις ήταν τρομοκρατικές. Εν δυνάμει δολοφόνοι. Και μια περίπτωση που δεν την ξέρουν ακόμα. Οι αντιστασιακοί είπαν ότι καμία οργάνωση δεν λαμβάνει μέρος, αλλά το κάνανε οι χαφιέδες, πετάγανε έτσι, το κάνανε έτσι. Οπότε ήταν όλο αυτό το άγριο πακέτο. Εγώ το έζησα ένα χρόνο αυτό. Ένα χρόνο.

Β.Γ.:

Αντίδραση γενικότερη του κόσμου υπήρχε; Ή μόνο…

Χ.Τ.:

Υπήρχε ο μικρός φόβος.

Β.Γ.:

… των ανθρώπων που ήταν αριστεροί;

Χ.Τ.:

Υπήρχε ο φόβος κρυμμένος. Άμα σου πω ότι και σήμερα εγώ έχω εκατό δεξιούς φίλους. Τον Μητσοτάκη, τον έτσι, τον αλλιώς. Αλλά ο Μητσοτάκης είναι κυβέρνηση και ίσως και ξαναβγεί. Έτσι ήταν κι αυτοί. Κόψαμε την τρομοκρατία και τον κομμουνισμό. Άντε πες όχι. Και να έλεγες βλακείες δηλαδή, δεν το ’λεγες δυνατά, το ’λεγες κρυφά. Γιατί ερχόταν ο χωροφύλακας, ο έτσι, και πήγαινες κατευθείαν, δήλωση μετανοίας. Οπότε αναγκάστηκα εγώ να κάνω ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Που δεν με ξέρανε. Είχα και διαβατήριο, είχα και φυλλάδιο. Και άνοιξα στην Καλλιρρόης 6, ένα ανταλλακτικά αυτοκινήτων, απ’ την Γερμανία, επειδή ήξερα τα γερμανικά. Και επειδή ήξερα, ήταν η αρχή των ανταλλακτικών από την Γερμανία στην Ελλάδα. Και δεν ήταν πολλοί που ξέρανε γερμανικά. Εγώ ήμουνα από αυτούς που ξέρανε.  Οπότε όταν πηγαίνανε πέντε-έξι μαγαζιά που ήταν στην Αθήνα –τώρα είναι χιλιάδες–, όταν πηγαίνανε στην Γερμανία, βρίσκανε κάποιον απατεώνα, σαν αυτόν εγώ που με πήγαινε γύρω-γύρω, και αυτός έκανε άλλες τιμές με τον πωλητή. Και η τιμή, δηλαδή, που μπορούσε να έρθει ένα φτερό, ο τόνος, παραδείγματος χάρη, μεταχειρισμένων ανταλλακτικών, αυτή, ενώ θα μπορούσες, άμα ήξερες γερμανικά και ήξερες πού θα πας και τι θα κάνεις, μπορεί να στοίχιζε, ξέρω γω, ένα εκατομμύριο δραχμές ο τόνος. Με αυτούς στοίχιζε δύο. Τα κλέβανε. Οπότε πήγαμε εμείς εκεί και κατεβάσαμε τον τόνο σε πολύ κατάσταση. Οπότε, μια μέρα, εγώ δούλευα όμως, παράνομα, με τις οργανώσεις. Ονόματα. Με τον Αντώνη τον Λιάκο, που είναι τώρα, μπορεί να βγει και υπουργός, με τη χούντα τώρα. Καθηγητής πανεπιστημίου, ιστορικός και τα λοιπά. Μαζί ήμασταν. Με τον Μηταφίδη τον Τριαντάφυλλο. Με τον Στέργιο τον Κατσαρό. Αυτοί φάγανε ισόβια. Εγώ το ’σκασα πιο μπροστά. Στην ίδια οργάνωση ήμασταν. Και το ’σκασα πιο μπροστά και αυτούς τους πιάσανε αργότερα. 19 και 20 χρονών, φάγανε ισόβια. Γιατί; Γιατί κάποιος από αυτούς είπε ότι εμείς βάζαμε βόμβες και τα λοιπά. Ενώ αυτοί ήταν αριστεροί ατόφιοι. Ισόβια δεν βάζεις 19 χρονών παιδί τώρα. Κι όμως, 19 χρονών παιδί ισόβια. Αυτοί. Τέτοια ονόματα. Άλλοι πολλοί. Στην πρεσβεία, στο Λονδίνο τώρα.

Β.Γ.:

Πάμε να μας πείτε λίγο γι’ αυτό, άμα θέλετε.

Χ.Τ.:

Για ποιο; Για το Λονδίνο;

Β.Γ.:

Όχι. Πώς σας[04:30:00] πιάσανε, την οργάνωση και τα λοιπά.

Χ.Τ.:

Ναι, ναι. Τώρα. Όλη αυτή η διαδικασία, με το πήγαινε έξω, γύρνα, μαγαζί… Είδα και το αντιπραξικόπημα του βασιλιά στις 13 Δεκεμβρίου, που ο βασιλιάς, από χωρίον σε χωρίον που λέγανε, φεύγει. Είδαμε τα τανκς που ήτανε... Η Καλλιρρόης, που είναι στην αρχή της Βουλιαγμένης, είναι δίπλα το στάδιο. Εκεί ήταν όλα τα αυτοκίνητα, τα τανκς του Παττακού και του Ιωαννίδη. Της χούντας του Παπαδόπουλου, τότε. Οπότε άρχισε και γινόταν πιο σκληρή. Πολύ σκληρά. Παραδείγματος χάρη, θυμάμαι ένα γεγονός. Τώρα τι να πω; Για το θέατρο, για την καθημερινότητα, για τοn φόβο, για το «Απαγορεύεται τέσσερα άτομα να είναι στο καφενείο»;

Β.Γ.:

Πείτε μας λίγο απ’ όλα.

Χ.Τ.:

Ορίστε;

Β.Γ.:

Λίγο απ’ όλα.

Χ.Τ.:

Ναι.

Β.Γ.:

Να καταλάβουμε έτσι μια γενικότερη...

Χ.Τ.:

Τέσσερα άτομα απαγορευότανε να κάτσεις σ’ ένα τραπέζι. Μπουμ. Απαγορευότανε. Μετά από κάποια ώρα, κάποτε, απαγορευότανε. Δεν μπορούσες να πας από πόλη σε πόλη. Έπρεπε να πάρεις άδεια από το αστυνομικό τμήμα. Πάω εκεί γι’ αυτό το σκοπό. Δεν μπορούσες να έχεις ακόμα και, δεν λέμε για τυπογραφεία, δεν λέμε για πολυγράφους, λέμε για γραφομηχανή απλή. Μια απλή γραφομηχανή. Έπρεπε να πας να τη δηλώσεις. Γιατί η απλή γραφομηχανή βγάζει. Απλή γραφομηχανή. Αν σε πιάνανε… Εμείς κάναμε πρωτόγονα πράγματα. Δηλαδή, επειδή ήμουνα κι εγώ τεχνίτης και είχαμε πολλούς τορναδόρους και τέτοια, κάναμε διάφορα αυτοσχέδια μηχανήματα, που βγάζανε ένα μόνο. Γρήγορα δηλαδή. Δεν ήταν ένας πολύγραφος ολοκληρωμένος. Ήταν ένα μηχάνημα που πάταγες έτσι κι έβγαζε ένα, ένα, ένα. Και βγάζαμε τέτοια και πετάγαμε «Κάτω η χούντα». Τέτοια πράγματα. Δηλαδή τώρα μπορεί να φαίνονται λίγο γελοία. Ή λίγο... Θα ’πεσε η χούντα; Αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Διότι ήδη η ηγεσία ήτανε στις φυλακές, ήδη είχανε προδώσει, είχανε ηλιθιωδώς οπισθοχωρήσει όταν είχαν δύναμη. Τι να πω. Ο λαός φοβάται, ο λαός που έτσι. Εμένα «Εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα;». Εγώ ήμουνα από δεξιά οικογένεια. Όλοι δεξιοί εμένα. Βλέπαν ότι εδώ… «Εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα; Έχεις οικογένεια, έχεις παιδί». «Δηλαδή επειδή έχω οικογένεια, παιδί, εγώ πρέπει να το βουλώσω;».

Β.Γ.:

Είχατε κάνει ήδη και παιδί;

Χ.Τ.:

Είχα κάνει ένα. Το παιδί μου γεννήθηκε ένα μήνα πριν τη χούντα. Όταν ήμουνα στον Περσικό. Το ’67. Τον Απρίλιο, 14 Απριλίου. Κι εγώ ήρθα 2 Μαΐου; 28 Απριλίου; Κάτι τέτοιο. Στο τέλος του αυτουνού. Δηλαδή το παιδί το βρήκα εγώ εδώ γεννημένο. Έλειπα εγώ. Η γυναίκα μου ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος και μέναμε στην Αργυρούπολη. Δεν το ξέρανε εδώ ότι έμενα εκεί. Ούτε έλεγα εγώ τέτοια. Δεν γινότανε. Γιατί μέσα στην οργάνωση, ή σ’ αυτές τις οργανώσεις, υπερίσχυαν άνθρωποι οι οποίοι ήτανε με τον Μεταξά, με τη δικτατορία, με τον Εμφύλιο, με Ακροναυπλίες. Ξέρανε. «Πρόσεχε εκείνο, πρόσεχε εκείνο, πρόσεχε το άλλο». Και προσέχαμε κι εμείς. Ε, τώρα πολλά πράγματα. Θυμάμαι μια φορά, ήμασταν, το λεωφορείο Δάφνη- Αθήνα- Δάφνη ήταν στην Κοραή. Και μπαίναμε εκεί μέσα για να ’ρθουμε εδώ. Μέσα στο λεωφορείο… Εγώ έπαιρνα τα «Νέα». Όλες οι εφημερίδες ήτανε αυτές. Αλλά τα «Νέα» τότε… Όλα ήτανε προμελετημένα τι θα γράψουν και τα λοιπά. Με υπευθυνότητες. Εντάξει; Αλλά επειδή έπαιρνα παλιά εγώ τα «Νέα»… Δεν τους πολυάρεσε. Οποιοιδήποτε έβλεπαν τα «Νέα» και τα κρύβανε. Ακόμα τα «Νέα». Καλά, δεν υπήρχαν «Αυγές» και τέτοια. Ούτε μία. Δεν έβγαινε. Τα «Νέα».  Στο λεωφορείο μέσα, όπως καθόμασταν, στα παλιά λεωφορεία, δεξιά ήταν ο εισπράκτορας, απέναντι ήταν ένα κάθισμα έτσι. Καθόμουν εγώ εκεί και δύο γυναίκες δίπλα μου. Μία από δω και μία από δω. Και μπαίνει ένας παπάς. Μπορεί να ήταν παραπάνω από 20 χρόνων, 22. Μπορεί να ήταν και καλόγερος. Δεν ξέρω. Διακονοπαπάς. Και μπαίνει ένας μπάτσος και αμέσως «Να σηκωθείτε να κάτσει ο δέσποτας». Ο δέσποτας λέει «Μα, δεν χρειάζεται». Καλός άνθρωπος. «Όχι, όχι, δέσποτα». Και βγάζει έναν λόγο. «Δέσποτα, είσαστε ο κυρίαρχος ιδεολογικός...». Έκανε ένα τέτοιο πράγμα, που να κάνεις εμετό. Μετά να του έλεγα εγώ «Ναι, αλλά στο Φανάρι, την Φιλική Εταιρεία, την αφορήσανε». Πού να τα πεις αυτά. Και κοίταγε εμένα, καλά καλά. Να σηκωθεί να κάτσει ο δέσποτας. Αυτός έλεγε «Όχι, όχι, όχι». Εγώ έκανα, ξέρεις. Είχα χωθεί έτσι. «Να σηκωθείτε να κάτσει». Και με κοίταγε εμένα. Λέω τώρα. Δηλαδή υποχωρείς συνειδητά. Εγώ θα ήθελα να του βουλώσω το μάτι. Αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Γιατί μπορεί να του βουλώσω το μάτι, αλλά μετά είχα άλλα. Χοντρά. Οπότε τουμπεκί.  Έτσι έκανε ο κόσμος τουμπεκί. Τουμπεκί, λέω, εντάξει. Χοντροκομμένο, όχι ψιλοκομμένο. Πολύ χοντροκομμένο. Πρόσεχες. Οπότε σηκώθηκα εγώ. Όχι, σηκώθηκε μια γυναίκα δίπλα μου. Και ευκαιρία εγώ τώρα. Λέω «Μα καθίστε, θα σηκωθώ εγώ». Κατέβηκα σε μια στάση κι έφυγα. Και μετά ήμουνα μια βδομάδα άρρωστος. Μ9α εβδομάδα πριν, τώρα, γίνει το γεγονός και με κυνηγήσουν εμένα, κυνηγήσουν άλλον και πιάσουνε και βρεθώ κι εγώ στο άγκιστρο, περνάει ένα πρωί ένας της χούντας. Ένας παπάς, ένας του δήμου κι ένας χωροφύλακας. Τέσσερεις. Και είχαν μια βαλίτσα βιβλία. Και τα πουλάγαν τα βιβλία. Το βιβλίο του Παπαδόπουλου, που έλεγε «Ο Αγών μου». Ο Χίτλερ έλεγε «Ο Αγών μου»; Αυτός πώς το ’λεγε; «Ο Αγών μου», νομίζω. Ένα βιβλίο το οποίο ήτανε για το τάμα, που υποτίθεται τη γλίτωσε απ’ τον Παναγούλη. Τον Παναγούλη; Ή το τάμα που έκανε. Δεν ξέρω. Κάποιο τάμα. Κι έφτιαχνε μια νέα μητρόπολη, κάπου στον περιφερειακό Υμηττού. Για να μαζεύει λεφτά και να κλέβει, ήταν όλη η υπόθεση. Και ήτανε στα θεμέλια. Και λέω εγώ «Είναι πρωί ακόμα», λέω «Εντάξει, θα το πάρουμε το βιβλίο. Να το πάρουμε το βιβλίο. Είναι πρωί ακόμα». «Επειδή είμαστε έμποροι εμείς κι είμαστε δεισιδαίμονες, δεν μπορούμε να... Πρέπει να πουλήσουμε κάτι. Αλλά δεν πειράζει. Πόσοι είσαστε στο σπίτι; Και θα το μάθουμε αυτό».  Λέω «Εγώ, η γυναίκα μου, το παιδί μου. Ανήλικο». «Μάνα δεν έχεις;». Λέω «Έχω, μένει αλλού». «Πεθερά, πεθερό;». «Πώς δεν έχω». «Κουνιάδα, αδερφό;». «Πώς δεν έχω». «Δηλαδή έξι άτομα σίγουρα είναι οι κολλητοί σου». Λέω «Ναι». «Άφησε έξι βιβλία». Αυτή ήταν η δικτατορία. Εκτός του ότι σε βασανίζανε τόσο, όσο λίγα μας έχει πει ο Κοροβέσης, φίλοι κολλητοί και σύντροφοι στο Λονδίνο, για κάνα δυο χρόνια. «Και λίγα», λέει, «έχω πει ,και λίγα έχει πει ο Παναγούλης, και λίγα έχει πει κι έχουνε πει όλοι». Κι αυτό ήτανε μια δικτατορία άγρια. «Θα πάρεις πέντε-έξι». Μπορεί να έλεγε δώδεκα. Ε, δεν πρόλαβε, γιατί πιάσανε έναν σύντροφο φίλο, ο οποίος δεν έκανε καλά τη, δεν πρόσεξε. Και πίσω από αυτόν, κυνηγήσαν κι εμάς. Εγώ, όμως, επειδή είχα και φυλλάδιο και διαβατήριο και πάντοτε είχα συνάλλαγμα, μόλις μου λέει η μάνα, πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου και της λέω «Μαμά, τι γίνεται;». Κάτι κατάλαβα. Μου λέει «Ήρθαν κάτι κύριοι απ’ την εφορία», μου λέει. «Από την εφορία;». Ναι, καλά. Σε δυο ώρες είχα πάει κι είχα πάρει…

Β.Γ.:

Οπότε αρχίσαν και σας ψάχνανε…

Χ.Τ.:

Είχα πάρει κι είχα φύγει. Αφήνοντας κι ένα σημείωμα σε ένα φίλο μου, να το δώσει στη γυναίκα μου. Ότι «Προσπάθησε να λες ότι εγώ ήμουν ο ναυτικός, ότι ήμουν αληταράς, ότι δεν είχαμε καμία σχέση». Τέτοια πράγματα. Να φανεί ότι έτσι. Ψάξανε αυτοί. Μου τα ’λεγε μετά, όταν ήρθε. Ψάξανε στο σπίτι, ψάξαν από δω, ψάξαν από κει. Δεν βρήκαν τίποτα. Εμείς είχαμε τηλεόραση απ’ την Γερμανία. Οι οποίοι δεν είχανε. Το ’61 που ήρθα, δεν είχαν τηλεοράσεις εδώ. Έχω μια τεράστια τηλεόραση από την Γερμανία με μια κεραία. Τι έπιανε τώρα; Των Ενόπλων Δυνάμεων καμιά ώρα. Το ’61. Οπότε και τότε είχα αυτή την τηλεόραση τη μεγάλη. Ο διπλανός, ο όποιος ήταν ένας πρώην χωροφύλακας, «Ναι» έλεγε –το άκουγε η Ρούλα, η γυναίκα μου, και μου τα ’λεγε μετά–, «Ήρθε ο γάιδαρος δίπλα», έλεγε, «ναι, ναι, ναι, ήταν του BBC». Αυτός ήταν απ’ την Κατοχή. Και πετάγεται, λέει, εγώ είχα κι ένα τρίποδο για τη φωτογραφική μηχανή, που την ακουμπάς έτσι και βγάζεις φωτογραφίες. Ούτε τα ξέραν αυτά, αυτοί εδώ. Κι ένας μπάτσος, λέει η γυναίκα μου, «Κύριε αστυνόμε, κύριε διοικητά, κάτι βρήκα». «Είδα, αυτός ήταν έτσι, και λέω εγώ είναι το τρίποδο του αυτουνού». Υποτίθεται αυτό κάτι ήταν. Όπλο που θα πέταγε, ξέρω γω, μπόμπες. Αυτή ήταν η χούντα.

Β.Γ.:

Την οικογένειά σας όμως δεν την πείραξαν, έτσι;

Χ.Τ.:

Όχι. Α, ναι, αμέ. Το αυτοκίνητό μου ήταν στο αεροδρόμιο, πήγε να το πάρει ο γαμπρός μου. Το παρακολουθάγανε. Τον τσακίσανε[04:40:00]. Ο αδερφός μου ήταν αξιωματικός της αστυνομίας. Αυτός μου ’λεγε «Εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα; Δεν ξανάρχομαι σπίτι γιατί μιλάς». «Ρε», του λέω, «εσύ φοβάσαι; Εσύ είσαι αξιωματικός». «Εγώ φοβάμαι», μου λέει, «εσύ είσαι βλάκας. Δεν ξέρεις τι θα πάθεις, ρε. Εγώ ξέρω τι θα πάθεις. Και ξέρω τι θα πάθω κι εγώ. Δεν ξανάρχομαι σπίτι». Μετά απ’ τη χούντα, τον έβλεπα και γελάγαμε. Και τη μάνα μου ανακρίνανε και τους πεθερούς μου κι όλα αυτά. Αλλά, εντάξει, είδανε ότι η οικογένεια έτσι, ότι εγώ ήμουνα ο τρελός. Και η γυναίκα είπε ότι «Δεν έχω καμιά σχέση», κι αυτά και τα λοιπά και κάπου... Μια φορά, μετά απ’ όταν ήρθα, μετά από ένα μήνα, πεθαίνει ο πατέρας ενός φίλου μου και πάω στην κηδεία. Πρέπει να ’τανε Αύγουστος του ’67. Χούντα. Και πηγαίνω με τα πόδια. Τότε πηγαίναμε με τα πόδια, με την κάσα, και πηγαίναμε με τα πόδια στο νεκροταφείο, που ήταν εδώ από κάτω. Αμέσως, κάπου πιο κάτω, δύο φουσκωτοί μ’ αρπάζουνε. «Ελάτε στο τμήμα για την υπόθεσή σας». Λέω «Κάνα γραφτό;». «Όχι» λέει. Λέω «Καλά, να τελειώσει η κηδεία». «Τώρα». Τώρα.  Πάω εκεί. «Τι έκανες στην Γερμανία;». Φαίνεται είχαν πέσει κάτι ρουφιανιές για τις εργατικές κοινότητες, από το καφενείο που πήγαινα. Δεν ξέρω ποιος, πού. Εν τω μεταξύ, επειδή ρωτάγαν τι έκανα, λέω δεν θα ξέρουν. Γιατί είχα μάθει εγώ. «Δεν θα λες παραπάνω απ’ ό,τι λένε αυτοί. Εκεί, σ’ αυτό που ρωτάνε θα... Δεν θα ανοίγεσαι για τίποτα άλλο». «Τι έκανες Γερμανία;». Λέω «Εργαζόμουνα». «Ναι, αλλά ήσουνα και συνδικαλιστής». Λέω «Όλοι ήταν υποχρεωμένοι. Εγώ ήμουνα στο IG Metall, στο συνδικάτο μετάλλου, και στην Μπάγερν που δούλευα, 48.000 εργαζόμενοι μέσα, δεν σε παίρνανε, άμα δεν ήσουνα. Με το ζόρι. Ήθελα δεν ήθελα. Και μου κρατάγανε κιόλας. Εγώ δεν ήθελα». «Καλά, δεν ήθελες!» λέει. «Ήθελα δεν ήθελα, ήμουν υποχρεωμένος». Λέει «Ναι, αλλά υπήρχαν δύο κοινότητες». «Πω», λέω, «κάτι ξέρει ο πούστης». «Οι εργατικές κοινότητες και οι κοινότητες από τις πρεσβείες. Εσύ σε ποια κοινότητα ήσουνα;». Λέω «Εγώ μόλις είχα πρωτοπάει. Μια κοινότητα ήτανε. Αυτή του συνδικάτου. Δεν υπήρχε άλλη κοινότητα. Δεν υπήρχαν εκκλησίες τότε. Δεν υπήρχανε. Δεν ξέρω τι έγινε μετά, αλλά υπήρχε ένα». Λέει «Όχι. Υπήρχαν εργατικές κοινότητες, που ήτανε κομμουνιστές, ήταν όλοι αυτοί οι αλήτες  οι ναυτικοί πρώην, οι δικοί σου, στην ΟΕΝΟ και τα λοιπά». «Εγώ δεν ξέρω», λέω, «εγώ ήμουνα εκεί, κοίταγα τη δουλειά μου, να κονομήσω κάνα φράγκο και να γυρίσω. Δεν ήθελα να μείνω εγώ εκεί. Ήθελα να γυρίσω και να φύγω. Όπως κι έφυγα».  «Δήλωση μετανοίας ότι δεν είσαι κομμουνιστής». Λέω… Αυτό το ’χαμε συζητήσει πολλές φορές. Λέει «Θα πεις αυτό που ξέρεις και ξέρουν αυτοί. “Εγώ δεν είμαι κομμουνιστής και άμα γράψω ότι δεν είμαι κομμουνιστής και ζητάω συγνώμη, άρα είμαι κομμουνιστής. Δεν υπογράφω”. Σε αυτό το σημείο», μου λέει, «παίζονται. Ή θα πει αυτός, θα σε βασανίσουν και θα υπογράψεις ή θα πούνε δεν μας νοιάζει, πήγαινε τάδε». Εγώ ήμουνα, την είχα βαμμένη. Μέσα στο κρατητήριο εδώ, που ήτανε δίπλα, εδώ πιο πάνω, στην Αγία Βαρβάρα. Το κρατητήριο ήτανε στο βάθος και είχε δυο-τρία σκαλιά. Μου είπαν «Καλά, κάτσε εκεί κάτω και σκέψου. Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα. Θα σου φέρουμε φαΐ το μεσημέρι και το βράδυ, κανονικά. Και όποτε εσύ νομίζεις, σε τρεις μέρες», βάλανε και όριο, «έρχεσαι και μας λες. Ειδαλλιώς, ξέρεις τι θα πάθεις. Πολλά». Φόβος. Βρίσκω έναν, «Γιάννη, πήγαινε και ειδοποίησε μάνα, αδέρφια, γυναίκα, κόσμο να έρθει εδώ». Μαζεύτηκαν καμιά πενηνταριά στο τμήμα. Δικοί μου. Έρχεται ένας, ο υποδιοικητής, ο Μαούνης, της Ασφάλειας. Ο Μαούνης ήταν ένας χοντρός, ο οποίος, επειδή εγώ ήμουνα όχι αλητάμπουρας, ξέρεις, ο φασαρίας, γήπεδα αυτά, με είχε πιάσει τουλάχιστον πέντε φορές. Δυο-τρεις φορές με είχε στείλει Ανηλίκων για ξυλοδαρμούς και τέτοια. Και λέει «Ρε, αυτόν πιάσατε; Αυτός είναι ένας αλητάμπουρας και τον έχω πάει δέκα φορές στα δικαστήρια και τα λοιπά. Μην μπερδεύετε κόσμο που δεν είναι. Διότι έτσι που κάνετε, όλους θα μας κάνουν αντιπάλους. Άντε φύγε από δω και μην τολμήσεις, φουκαρά, και ξανακάνεις, και κάνεις κάτι κι έρθεις σε σύγκρουση». Και έφυγα από εκεί. Τελείωσε αυτό το πράγμα με αυτόν. Άλλη δικτατορία. Οποιοσδήποτε έλεγε, «Πήγαινε να κάνες δήλωση». Οι περισσότεροι κάνανε. Αυτοί που ήταν μέσα. Αλλά δεν έχει σημασία. Εγώ εκ των υστέρων, εγώ δεν ξέρω αν γινότανε, μία άποψη, όλοι δήλωση. Κάνετε όλοι δήλωση. Τι θα κάνανε; Κατάλαβες; Αυτό ήταν μια παρένθεση. Για τη χούντα λέμε. Τώρα, όλες οι λεπτομέρειες, μπορεί να τις ξέρουν καλύτερα άλλοι. Εγώ ένα χρόνο έζησα αυτές τις λεπτομέρειες. Αυτές λέω και μπορεί να μπορούσα να πω ένα εκατομμύριο άλλες περιπτώσεις. Άλλοι ξέρουνε πολλά. Δεν βασανίστηκα, δεν με πιάσανε, δεν πέρασα αυτό.  Όταν έπεσε η χούντα –παρένθεση–, όταν έπεσε η χούντα το ’74 και ήρθα εγώ τρεχάλα από την Αγγλία, βρήκα έναν από τους τρεις, τον Μαούνη, ο οποίος ήτανε ο διοικητής της Ασφάλειας του τμήματος, παράρτημα Ασφαλείας και οι δύο. Ο ένας ήτανε κολλητός μου, ένας παλιός φίλος, που έγινε μπάτσος. Ο Νίκος ο Βεσπάκιας, που λέγαμε. Ο οποίος, όταν πήγαινα στα βαπόρια και γύριζα «Τι μου ’φερες, ρε;». Του έπαιρνα μία κάλτσα, ξέρω γω, ένα τέτοιο κι ήμασταν έτσι, φίλοι. Γείτονας ήταν. Αυτός, όταν έφυγα εγώ, ερχότανε συνέχεια κι έλεγε της μάνας μου «Τι έγινε, κυρα-Τασία;». Ενώ την ήξερε και προσωπικά. Γείτονας. «Τι έγινε κυρα-Τασία; Ο γιος σου θριαμβεύει, θα γίνει πρωθυπουργός;». Ξέρω γω, κάτι τέτοια. Οπότε κάπου όταν ήρθε η μάνα μου εμένα, το ’73, και κάτι θυμόταν λίγο και έλεγε. Ρώταγα εγώ πολλά. Έλεγε «Εκείνος ο φίλος σου, ο αστυνομικός, όλο πέρναγε και του ’κανα και καφέ». Οπότε τον πιάνω εδώ απ’ όξω. «Έλα δω, ρε» του λέω. Εντάξει. Μου λέει «Ρε Χρήστο, λέγανε ότι είχες πάει στην Λεγεώνα των Ξένων». Και τον πιάνω και του λέω «Αυτό σε αυτώνει; Το ότι πήγαινες, ρε γάιδαρε, στο...». Και βγήκανε από δω, όλοι οι γειτόνοι, γύρω γύρω. Τον είχα κάτω και τον κοπάναγα. Ούτε τόλμησε να πάει πουθενά, ούτε τόλμησε. Ήταν όλοι τρελαμένοι τότε. Το χαρτί που μου ήρθε εμένα για αυτή, εγώ το ’σκισα. Κι άλλοι το σκίσανε το χαρτί. Επιστράτευση. Γιατί ήμουνα σε ηλικία επιστράτευσης. Μέχρι τα 50 είσαι στρατευμένος. Αυτό ήταν η χούντα.

Β.Γ.:

Οπότε σας βγάζουνε… Αρχίσαν να σας ψάχνουνε…

Χ.Τ.:

Δικάστηκα ερήμην. Ένας που πιάσανε από τη δική μου την ομάδα, και δεν ήταν μαζί με τον Μηταφίδη κι αυτούς που φάγανε ισόβια. Έφαγε τέσσερα-πέντε. Πέθανε ο φουκαράς, ο Σπύρος ο Βάβαλης. Εμείς, δύο που το σκάσαμε, φάγαμε ερήμην απ’ το στρατοδικείο, με τον Νόμο 509 νομίζω, τέσσερα χρόνια, πέντε. Όχι για μπόμπες και τέτοια. Έχω το καταδικαστικό τάδε κι έχω και την... Πώς λέγεται; Πώς λέγεται που σε αφήνουνε; Το αποφυλακιστήριο; Όχι. Αυτό που σου χαρίζουν την ποινή, ρε παιδάκι μου. Πώς λέγεται στη νομική; Εν πάση περιπτώσει. Το ’73 έγινε η γενική… Ο Παπαδόπουλος, που θα γινόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κι ο πρωθυπουργός ο Μαρκεζίνης, έκανε αμνηστία. Έκανε γενική αμνηστία. Οπότε πήρα κι εγώ  γενική αμνηστία. Κάποιοι που ήρθανε τότε, πριν απ’ το Πολυτεχνείο λέω τώρα, κάποιοι που ήρθαν εδώ, φίλοι και σύντροφοι, με φυλακές και τα λοιπά γυρίσανε. Εμείς ξέραμε πολλά. Περισσότερα απ’ αυτούς εδώ. Πολλά ξέραμε έξω. «Ρε, μην πας κάτω. Δεν είναι “Έπεσε η χούντα”». Ποια χούντα έπεσε; Μες στη χούντα υπάρχουν εκατό άλλες χούντες. Έγινε το Πολυτεχνείο. Να ο Παπαδόπουλος φυλακή και να ο Ιωαννίδης να στείλει όλο τον κόσμο φυλακή πάλι. Όλο τον κόσμο.

Β.Γ.:

Ωραία. Οπότε εσάς όταν αρχίσαν να σας ψάχνουν, φύγατε για Αγγλία.

Χ.Τ.:

Αγγλία. Στην Αγγλία... Το πρώτο αεροπλάνο που βρήκα ήταν για την Ζυρίχη. Στην Ζυρίχη πήρα το τρένο. Δεν είπα στα σύνορα… Γιατί ξέραμε «Μην λες ποτέ σε μια χώρα ότι ζητάς πολιτικό άσυλο στα σύνορα. Θα σε διώξουνε». Ήρθα για δουλειές, έχεις το συνάλλαγμα, τουρισμό, οτιδήποτε. Έτσι έκανα κι εγώ. Έτσι έκανα κι εγώ. Οπότε μετά από δυο μέρες, πήγα και βρήκα το επιτελείο του... Το γραφείο νομικής προστασίας των πολιτικών προσφύγων και έκανα αίτηση για πολιτικό άσυλο. Πολιτικό άσυλο δεν δίνουν στην Αγγλία. Δίνουνε πολιτικές αιτίες. Political reasons. Που σημαίνει για πολιτικές αιτίες. Political asylum δεν δίνουνε, διότι δεν σου κατάργησε την εθνική υπόσταση η χούντα, το κράτος. Απλώς θέλει να σε βάλει φυλακή. Δεν σου κόβει την ιδιότητα. Οπότε δεν μπορεί να σου δώσουνε. Και είχα αυτό το πράγμα. Για ένα χρόνο, πήγαινα κάθε τρεις μήνες[04:50:00] και έκανα, όπως πάνε εδώ οι αυτοί, και έκανα ανανέωση της παραμονής μου. Εμένα, της γυναίκας μου και του παιδιού μου. Βέβαια, εκεί οργανώθηκα κατευθείαν στο αντιχουντικό κίνημα και τους ντόπιους συντρόφους ενάντια στους φασίστες του Ίνοχ Πάουελ, που κυνηγάγανε, και το National Front, που κυνηγάγανε τους φουκαράδες Πακιστανούς και Ινδούς εργαζόμενους. Και τώρα τι έχουμε στην Αγγλία; Πρωθυπουργό Ινδό και δήμαρχο του Λονδίνου, Πακιστάνο. Όλοι εκατομμυριούχοι. Λες και θα παίξει κάνα ρόλο στους φουκαράδες εκατομμύρια Ινδούς και Πακιστάνους του Λονδίνου, που παίρνουν επιδόματα και είναι άνεργοι κι είναι στη φτώχεια. Άλλο αυτό. Λοιπόν, εκεί αναγκαστήκαμε και... Μια μέρα... Εγώ επειδή πρωτοπήγα εκεί τελευταίος που εμφανιζόταν απ’ τη χούντα, με καλάγαν οργανώσεις διάφορες για να μιλήσω, τι γίνεται με τη χούντα. Και πήγα. Σε μια κουβέντα που είχα πάει... Περίπου τροτσκιστικές οργανώσεις, περίπου. Μαοΐκές δεν ήταν. Αριστερά του εργατικού κόμματος ήταν. Τροτσκίζοντες και τροτσκιστικές οργανώσεις, ΚΚέδες πολύ λίγοι. Από τους Έλληνες ήταν πολύ ΚΚεσωτερικάκηδες. Το ’68 έγινε μια διάσπαση. Αυτή η διάσπαση ναι μεν έκανε κριτική στον σταλινισμό, όλα αυτά τα πράγματα, απ’ το ’56, απ’ τον Χρουστσόφ ακόμα, και το ’68 έγινε μια διάσπαση. Ήταν ανοιχτά σε πολλά πράγματα. Ήταν μια επιτροπή από αστούς. Βλάχου, κάποιοι άλλοι και από τους εσωτερικάκηδες. Όλοι αυτοί είχανε, οι περισσότεροι, είχαν αγκαλιάσει τη νεολαία του κυπριακού κόμματος. Πώς το λένε; Το ξέχασα. Κοίτα να δεις. Ξέχασα το κόμμα της αριστεράς. Το ΑΚΕΛ.  Εκεί το ΚΚ δεν είχε βγάλει δύναμη, στην Αγγλία. Περισσότερο ήτανε πιο αριστερό. Ήταν η αριστερά του εργατικού κόμματος και καμιά σαρανταριά βουλευτές, τριάντα εννιά λέγανε, ήταν πάρα πολλοί αριστεροί. Γι’ αυτό φωνάζανε «Left in peace. Break and fight». Ήταν η κουβέντα που γινόταν από τη βάση στις διαδηλώσεις. Δηλαδή εσείς οι αριστεροί του εργατικού κόμματος, σπάστε απ΄ το Εργατικό Κόμμα και παλεύτε για τους εργαζόμενους. Το ΚΚ έβγαζε μια εφημερίδα, τυπωμένη στο Λονδίνο, η «Ελεύθερη πατρίδα». Και οι ΚΚεσωτερικάκηδες στην Ρώμη την «Ελεύθερη πατρίδα». Πολιγραφημένη στην Ρώμη. Η δε του Λονδίνου, την έβγαζε αυτός ο ναυτεργάτης, ο ξάδερφός του. Κοίτα, ξεχνάω ονόματα. Θα το θυμηθώ. Μόλις τελείωσα, μου την πέφτει δίπλα και μου λέει «Ναυτικός είσαι;». Λέω «Ναι». Λέει «Έλα εδώ, έχουμε μία μεγάλη οργάνωση. Έλα σπίτι να τα πούμε». Πήγα σ’ ένα σπίτι πολυτελείας, στο Βόρειο Λονδίνο. «Έχουμε», λέει, «εδώ είμαι», λέει, «με το ΚΚ, με τους δωδεκαδικούς». Που σημαίνει με τη 12η Ολομέλεια, απ’ τη μεριά της Μόσχας. Εν τω μεταξύ, αυτοί είχαν διαιρεθεί μες στην Τασκένδη. Μεγάλος χαμός. Φαγωμάρα ο ένας με τον άλλον. Τι να πω. Πολύ άσχημα. Κι αυτό δούλευε. Της άρεσε της χούντας.  Και μου λέει «Επειδή ήσουνα τρίτος μηχανικός, επειδή μιλάς αγγλικά, επειδή ξέρεις γερμανικά και ξέρεις και ισπανικά, θα μπορείς να μπεις στο γραφείο αυτής της οργάνωσης, που λέγεται [Δ.Α.] και χρηματοδοτείται από πολλούς παράγοντες. Θα έχεις ταξίδια, γύρω γύρω, πληρωμένα, τριπλό μισθό, το παιδί σου θα είναι έτσι, θα πάει στο νηπιαγωγείο αργότερα. Θα είσαι σε αυτή τη φάση. Επαγγελματίας τάδε». Μόλις είδα εγώ Ρωσία, Στάλιν και δωδεκαδικοί… Εντάξει, οι άλλοι ήτανε σύντροφοί μου. Και κάτι γκουλάγκ και κάτι τέτοια, δεν ήμουνα… Του λέω «Συντροφάκο, δεν είμαι». «Α, καλά», μου λέει, «άντε γεια». Αυτός ήταν ένας μεγαλοεργολάβος. Πώς τον λέγανε, ρε γαμώ; [Δ.Α.] Που είχε ο ξάδερφός του, ήταν φυλακή εδώ και ήταν... Αμπατιέλος. Αντώνης Αμπατιέλος. Και αυτός Αντώνης Αμπατιέλος. Γιατί μου είπε «Λέγομαι Αντώνης Αμπατιέλος». Του λέω «Κι εγώ λέγομαι Μακάριος». Λέει «Όχι. Είναι πρώτος μου ξάδερφος». Ήταν καραφλός αυτός, ο άλλος ήταν αλλιώς. Η γυναίκα του η Μπέτυ. Πολύ αγωνιστής ο Αμπατιέλος, αυτός στη φυλακή, και η γυναίκα του η Μπέτυ. Έριξε και γιαούρτια στη βασίλισσα κάποτε. Όταν ήταν φυλακή ο άντρας της, ο Αντώνης. Μεγάλο όνομα αυτή η Μπέτυ Αμπατιέλος. Και κάναμε εκδηλώσεις. Σε κάποια φάση, τον Οκτώβριο, θέλανε να αλλάξουνε τον πρέσβη της Αγγλίας στο Λονδίνο, ο οποίος ήταν ο νομπελίστας, ο Σεφέρης. Αλλά ο Σεφέρης ήτανε βασιλόφρονας, δεν ήταν με τη χούντα. Αλλά δεν ήταν και αριστερός. Αλλά ήτανε ένας καλός δημοκράτης. Όπως η Βλάχου. Καλός δημοκράτης. Τον εξύσανε και στη θέση του φέραν ένα στρατηγό. Σορόκος ή Σιρόκος. Βγήκε μια βρώμα ότι πηγαίναν στα διάφορα ναυπηγεία της Βόρειας Αγγλίας. Όταν πήραν τα ναυπηγεία και στην Σύρο και τέτοια οι μεγάλοι μας οι ναύαρχοι κι εφοπλιστές, δώνανε υποτροφίες να πάνε παιδιά να σπουδάσουν ναυπηγική σ’ αυτές τις χώρες. Σάντερλαντ, Λίβερπουλ. Μεγάλα ναυπηγεία. Και πηγαίναν αυτοί απ’ την πρεσβεία και τους δίνανε λεφτά να κατέβουνε στην Αθήνα και να πάνε στο Χίλτον, όπου την τάδε μέρα, με δικά τους εισιτήρια, της οργάνωσης, των οργανωτών αυτής της περίπτωσης, να έχει κόσμο επί τη αναλήψει των καθηκόντων στη θέση του Σεφέρη, ο τάδε που θα έχει κόσμο. Γιατί δεν ήταν να είναι πέντε. Ο Σεφέρης ήταν ο Σεφέρης. Δεν ήτανε… Έπρεπε να δείξουν κάποιον πιο δυνατό. Οπότε εμείς εδώ συνεννοηθήκαμε. Τώρα, εμείς εδώ. Βότσης, μεγάλο όνομα δημοσιογραφίας. Είναι περίπου τρία χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Ο Κοροβέσης. Λάκης Κάραλης, σκηνοθέτης και ηθοποιός καλός. Η γυναίκα του. Ο Χριστοδουλίδης, ο συγγενής του γενικού γραμματέα του ΑΚΕΛ. Πολλοί ΑΚΕΛ που ήτανε μαζί μας και δεν ήταν με το ΚΚ της Αγγλίας, γιατί το ΑΚΕΛ ήταν δωδεκαδικοί, ήταν με την Ρωσία, αλλά μηδέν το ΚΚ της Αγγλίας. Κάτι λίγους διευθυντάδες, εκεί, στα συνδικάτα.  Αλλά η μάζα ήτανε η νεολαία του ΑΚΕΛ κι εμείς εδώ γύρω γύρω. Πολλοί, πολλοί, πολλοί. Και κάναμε μια επιτροπή εκεί, ενάντια στην δικτατορία. Κάθε εβδομάδα συναντιόμασταν. Και βγάλαμε ψεύτικες ταυτότητες. Αντιγραφή. Και μπήκα μέσα στο Χίλτον μαζί με... Περάσαμε απ’ τους μπάτσους μέσα, από αυτά, δείξαμε, μέσα και άρχισε το μπατιρντί. Εγώ δηλαδή, σόρρυ, αλλά έπρεπε να έκανα ζημιά 10.000 λίρες. Εκεί, ήταν το five course dinner. Το five course dinner είναι ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι που κάθονται δώδεκα άτομα και έχουνε πέντε γεύματα. Τελειώνει το ένα, βγάζουνε το αυτό. Αυτό λέγεται five course dinner. Πέντε γεύματα. Μπορεί να ’ταν και τότε 1.000. Μπορεί τώρα να είναι 5.000 ευρώ το κάθε εκεί, για να πάει σ’ εκείνο το μέρος, που θα ήτανε το ship owner’s committee, των εφοπλιστών η επιτροπή τους. Θα ήταν εκπρόσωποι της κυβέρνησης, θα ήτανε υπουργοί από δω. Και μπήκα μέσα και τα κάναμε γυαλιά. Και πιάσανε εμένα κι έναν άλλον. Από πεντακόσιους, πιάσανε εμένα. Φαίνεται έκανα ζημιά. Στο τμήμα, μέσα. Πανζουρλισμός γύρω γύρω. Από το ΑΚΕΛ μαζέψαν δυο-τρεις χιλιάδες λίρες, δικηγόροι, αυτοί.  Την άλλη μέρα το πρωί, στο αυτό. Τηλέφωνα, διάφορα στον αστυνομικό αυτόν εδώ, «Θα έχουμε πρόβλημα». Ακόμα η Αγγλία, τότε, ήταν ενάντια στη χούντα. Και οπωσδήποτε είχαν σκοτώσει και την Αν Τσάπμαν, μια δημοσιογράφο που είχε έρθει εδώ. Και από κει και πέρα ήτανε πολύ σκληρά. Αργότερα... Είχαν χάσει και την εργολαβία της μεγάλης οδού, που ήταν από την Ηγουμενίτσα στα σύνορα. Την Εγνατία οδό. Την είχε πάρει η McDonald's, μια εταιρεία, και κάπου τα χάσανε και ήταν ενάντια η Αγγλία. Δηλαδή, μας δίνανε… Και ήταν κι ο βασιλιάς εκεί. Που σημαίνει ο βασιλιάς ήταν με τη βασίλισσα της Αγγλίας. Όλο το πακέτο ήταν ενάντια στη χούντα. Αργότερα ήταν[05:00:00], ξέρεις, αργότερα το ’74. ’73, ’74 ήτανε μαζί με την αυτήν. Και με τον Καραμανλή και τέτοια. Αλλά τότε ήταν ενάντια. Οπότε μας βάλανε «Disturbing the peace». Disturbing the peace είναι κοινή ησυχία. Άμα πεις «Ααα», ας πούμε, εκεί και είναι παράνομα, σου λένε «Α, έκανε “Ααα”». Ενώ ήταν μεγάλη ζημιά. Πάει αυτό. Κάναμε πολλά τέτοια. Κατάληψη πρεσβείας. Όταν ήρθε το Γουέμπλεϊ, ο Παναθηναϊκός. Χαμός εκεί. Ντουντούκες, αυτοκίνητα, προκηρύξεις στα αγγλικά, στα ελληνικά. Πολλά τέτοια πράγματα κάναμε.  Κι ένα άλλο. Είχε έρθει ένας, ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, του οποίου η γυναίκα του έκλεψε. Και την πιάσανε στο [Δ.Α.], δεν ξέρω πού, κάπου. Έκλεψε και την πιάσανε. Και κάνανε στην Αγία Σοφία, που ήταν η Μητρόπολη, ελληνική εκκλησία στο Λονδίνο, στο κεντρικό Λονδίνο, κάνανε εκδήλωση, ο αρχιεπίσκοπος του Λονδίνου και τα λοιπά. Εκεί είχαμε συνεννοηθεί να πετάξουμε ντομάτες, αυγά, μπογιές. Όχι όλοι. Βάλαμε τον Βότση τον Γιώργο και έναν άλλον, τον Λάκη τον Κάραλη. Πέθανε ο φουκαράς. Θα βάζαμε αυτούς να πετάξουν. Κι όλοι εμείς γύρω θα κάναμε δουλειά. Και ποια ήταν η δουλειά; Ήταν και δικά μου σχέδια αυτά. Ήμουνα λίγο πονηρούλης εγώ, από μικρός. Πώς θα περάσω κάτω να πάρω τα κόλλυβα. Λέω «Ένα λεπτό. Είμαστε πενήντα άτομα. Ναι. Θα κάνουμε από πέντε ομάδες, από δέκα άτομα και δήθεν φανερά και λίγο κρυφά, θα κάνουμε έτσι δήθεν και τουλάχιστον είκοσι μπάτσοι από γύρω γύρω, θα παρακολουθούνε εμάς. Και πιο πέρα, άλλοι δέκα θα κάνουνε με άλλους. Οπότε θα μείνει ανοιχτό το πράγμα. Και θα μπουκάρουν και θα πετάξουν». Όπως έγινε. Μετά τους πιάσανε βέβαια. Δικάστηκαν. Δεν ξέρω τι. Πάλι κι αυτοί λίγο... Τέτοια πράγματα. Πολλά. Και τι άλλο; Κι άλλο, κι άλλο κάναμε. Τι άλλο κάναμε; Πολλά κάναμε, τέτοια πράγματα. Δεν τ’ αφήναμε. Και πήγαμε και στο… Στο τέλος του Μαΐου, αρχές Ιουλίου, εγώ, επειδή... Στο μηχανουργείο που πήγα και δούλευα, 12 λίρες την εβδομάδα, πριν έρθει η γυναίκα μου και το παιδί, μου λέει ένας Κυπραίος που ήταν εκεί «Ρε, κάθεσαι εδώ και κάνεις τον ηλεκτροκολλητή, τον τορναδόρο;». Λέω «Αυτό ξέρω». Λέει «Να πας στα φορέματα και να σιδερώνεις». Λέω εγώ «Κάτσε, ρε φίλε. Να πάω στην Αγγλία, που έχει κακή φήμη για τους άντρες, να πάω να σιδερώνω γυναικεία φορέματα; Κάνε μας τη χάρη». «Ρε», μου λέει, «τα εργοστάσια, τα σιδερωτήρια, άντρες δουλεύουν. Δεν δουλεύουν γυναίκες. Για πήγαινε να δουλέψεις. Τι κάνεις εδώ; Εδώ κοπρίζεις. Εκεί κάηκες, όλη μέρα να σιδερώνεις. Πολύ αντρική δουλειά». «Και πώς;». Λέει «Να μάθεις λίγο». Και μ’ έβαλε το βράδυ να μάθω, σ’ έναν άλλο. Να μάθω λίγο. Γιατί εκεί το ελληνοκυπριακό στοιχείο, εκεί, σιγά σιγά, έγινε ο δεύτερος παράγοντας πλούτου ξένων στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Πρώτοι ήτανε οι Εβραίοι, από χρόνια, και είχανε όλο το πακέτο των εργοστασίων για ρούχα. Εντάξει; Λίβερπουλ, Λιντς, Σάντερλαντ, βόρεια, τα ’χαν αυτοί. Κι είχανε και εργοστάσια στο Λονδίνο. Αυτά τα εργοστάσια στο Λονδίνο προσπάθησαν και τα μετέδωσαν σε Έλληνες Κυπραίους. Πρώτα πρώτα, στις γυναίκες. Οι γυναίκες οι Κυπραίες ήταν εντελώς αγράμματες και άσχετες και ήτανε δούλες. Τις είχανε δούλες στα σπίτια, καθαρίζαν, κοιτάγαν τα μωρά. Όμως τις μαθαίνανε να γαζώνουν. Τις μαθαίναν αυτό το πράγμα. Και σιγά σιγά, αυτές δημιούργησαν τα μικρά εργοστάσια. Γυναίκες, όχι άντρες. Οι άντρες μόλις οικονόμησαν, μπεκρήδες ήταν, μάγκες ήταν, χασίσι καπνίζανε. Τώρα, τι να σου πω.  Οι γυναίκες ήταν που κρατήσαν αυτό το πράγμα. Εγώ το θυμάμαι πολύ καλά, διότι όταν πηγαίναμε... Οπότε μου λέει «Για να δουλέψεις εκεί, πρέπει να φύγεις από δω. Κι άμα φύγεις από δω, έχεις πρόβλημα, πρέπει να σε διώξει. Άμα φύγεις από δω, παίζει ρόλο το πολιτικό σου άσυλο. Δεν είναι. Δουλειά. Κι εσύ φεύγεις; Πρέπει να σε διώξει». Λέω «Άσ’ το σε μένα». «Και τι θα κάνεις;». «Άσ’ το σε μένα. Σε δυο μέρες έχω φύγει». Μου λέει «Να σε διώξει». «Να με διώξει» λέω, ευχαριστημένος και χαμογελώντας. Του κάνω εγώ... Από μια μέρα πριν, του φώναζα «Ρε μάστορα, αφεντικό, give us correct sizes. For the plans. But in writing. I can’t hear you. I don’t understand you so much». «Σιγά ρε», μου λέει, «μην κάθομαι εγώ κάθε τόσο να σου κάνω σχέδια». Λέω «Δεν μπορώ. Θα κάνω λάθη». Πρώτο λάθος, ένα πόντο λάθος στον άξονα. Και ξανά λάθη. Και ξανά λάθη. «Ρε, τι θα γίνει μ’ εσένα;». Λέω «Σ’ το ’πα». «Σιγά που θα γίνω ο γραμματέας σου. Ρε, άντε φύγε από δω». Λέω «Τι, θα με διώξεις; Έχω μια γυναίκα με παιδί». «Άντε φύγε. Τι με νοιάζει εμένανε;», στο χαρτί. Και κάνω του αλλουνού. Πάω έξω, βρίσκω ένα εκεί που θα δούλευα το βράδυ, την ημέρα. Α, πάω ταμείο ανεργίας. Ταμείο ανεργίας τώρα στην Αγγλία ήταν εποχή Κέινς. Πάρα πολλά επιδόματα. Δηλαδή τι να πω. Επειδή οι Άγγλοι στον πόλεμο χάσανε πέντε εκατομμύρια κόσμο. Δηλαδή ο πιο πολυπαθής πληθυσμός ήταν οι Άγγλοι στις διάφορες... Παντού ήταν οι Άγγλοι. Μετά πήγαν οι Αμερικανοί το ’43. Και βοηθήσαν. Οι Άγγλοι ήταν εκεί, οι Άγγλοι ήταν εκεί. Λοιπόν. Οπότε οι επόμενοι δώσανε, οι μόνοι που μείνανε για να μην επαναστατήσουν, δώσανε κάτι. Επίσης, πετάξαν και τον Τσόρτσιλ. Πρόσεχε. Ο Τσόρτσιλ, ο οποίος ήταν ο μεγάλος ηγέτης και νικητής του φασισμού, δεν βγήκε και βγήκανε αριστεροί βουλευτές για να σώσουν τον κόσμο. Όπως βγαίνει τώρα ο... Κάτσε, δεν είμαστε τίποτα κορόιδα. Σιγά, μη βγει ο... Βγήκε ο πολυεκατομμυριούχος, ο Ρις Σάνταμ, πώς λέγεται, με τον άλλον τον Πακιστάνο. Ότι βγήκανε για να σώσουν τον φτωχό λαό. Δισεκατομμυριούχος είναι αυτός. Βγήκαν αυτοί για να μην επαναστατήσει ο κόσμος. Κι είχανε πολλά επιδόματα. Άμα ήξερες να συμπληρώσεις μια φόρμα, μπορεί να ’παιρνες και κουρτίνες. Έπεσε η κουρτίνα… Α, οι περισσότεροι μένανε σε council flats, που σημαίνει του δημαρχείου σπίτια. Έμενες εκεί και, αν δούλευες, σου παίρνανε, ξέρω γω, 1/5 του μισθού, για νοίκι. Αλλά όλα ήτανε τσάμπα, να επισκευάσεις. Χάλαγε το ηλεκτρικό, ο υπεύθυνος ερχόταν και το ’φτιαχνε. Έπεσε η κουρτίνα…

Β.Γ.:

Εσείς σε τέτοιο μένατε;

Χ.Τ.:

Όχι. Για να πας σε τέτοιo flat, council flat, υπήρχαν διαδικασίες πολλές. Εγώ έμενα σε ιδιωτικό. Αλλά λίγα. Και τι έμενες; Σ’ ένα δωμάτιο και μια κουζίνα και η τουαλέτα ήταν στο υπόγειο και το ντουζ. Κι έπρεπε να βάλεις λεφτά. Slot [Δ.Α.] λεγόταν. Ένα μηχάνημα, δεν είχε ηλεκτρικό, μηχάνημα, έβαζες τα σελίνια μέσα και ανάλογα πόσα έβαζες, είχε ηλεκτρικό. Όταν τελείωνε, έσβηνε το ηλεκτρικό. Αυτό που θέλουν να κάνουν κι εδώ. Και σίγουρα θα το κάνουνε. Οπότε ήμασταν στην πείνα. Και μετά βρέθηκα εγώ να κάνω, να παίρνω 22 λίρες εκεί που δούλευα. Όχι. 22, πώς το λένε, ταμείο ανεργίας. 12 έπαιρνα και δούλευα. 22. Και έπαιρνα και 30 λίρες να σιδερώνω. Σημαίνει 50-60 λίρες την εβδομάδα. Την εβδομάδα. Όταν εγώ έπαιρνα 40 λίρες τον μήνα. Και αυτοκίνητο πήρα και πήγαμε και holiday στην Ισπανία, περνώντας απ’ τα τελευταία του Μάη-Ιούνη, στημ Γαλλία. Γιατί είχα τους συντρόφους εκεί. Τα τελευταία της εξέγερσης. Είδα πολλά πράγματα εκεί. Αλλά τα τελευταία. Οπότε ανέβαινα εγώ εκεί τώρα, στο θέμα το τέτοιο. Έμαθα καλά το σίδερο. Έμαθα κι άλλα. Επειδή ήμουνα μηχανικός, ερχόταν ο μηχανικός να κοιτάξει τη μηχανή που χάλαγε. Κοίταγα εγώ «Είδα εγώ, μην τον φωνάζεις». Την έφτιαχνα εγώ. Και σιγά σιγά, έγινα ο πρώτος σ’ αυτό το πράγμα. Έπεσε η χούντα.  Μου λέει ένας «Ρε, πάμε το μεσημέρι, να πάμε, να πάω να δω ένα σπίτι;». Λέω «Τι σπίτι;». Λέει «Θα αγοράσω σπίτι». «Ρε λεχρίτη, θα αγοράσεις ένα σπίτι;». Λέει «Όλοι αγοράζουν». «Τι σπίτι, ρε;». Λέει «Άμα έχεις μια προκαταβολή 1.000 ευρώ, ή 1.000 ή 2.000 λίρες, και δουλεύεις κάπου, και δείχνεις ότι δουλεύεις και παίρνεις τόσα, σου δίνει δάνειο η τράπεζα κι έχεις το σπίτι». Δεν είναι δικό σου. Πληρώνεις τον μήνα. Αλλά αυτό το σπίτι ανεβαίνει. Άμα θες, το πουλάς. Άμα δεν μπορείς να το πληρώσεις, το αφήνεις. Χάνεις αυτά που έχεις πληρώσει. Ό,τι θες κάνεις. Ενώ το council flat δεν είναι δικό σου. Μπορεί να μην πληρώνεις, ελάχιστα, αλλά δεν είναι δικό σου. Κι είσαι και σε μια περιοχή που είναι εκατό. Ενώ εγώ [05:10:00]βρέθηκα με κήπο, μπρος-πίσω. Ο βασιλιάς. Οπότε βρήκα κι εγώ ένα τέτοιο και πήρα. Και είχα δάνειο. Όταν πέρασαν το ’73, στις αρχές του ’74, και μου στείλανε «Θέλετε να πάρετε αγγλική υπηκοότητα;». Επειδή, μετά απ’ τα τέσσερα χρόνια, δικαιούσαι. Τότε. Δεν ξέρω τώρα. Εδώ ποτέ. Αλλά εκεί σε τέσσερα χρόνια δικαιούσαι να κάνεις αίτηση. Ρωτάω εγώ του άλλους «Τι γίνεται με την αίτηση;». Λέει «Σιγά μη σου δώσουνε». «Γιατί;». «Γιατί», λέει, «στους κομμουνιστές και τέτοια δεν δίνουνε». «Γιατί εγώ θα πω ότι είμαι κομμουνιστής;». Λέει «Τι δεν θα πεις; Αφού είσαι». «Άσχετο. Εγώ δεν είπα ποτέ ότι είμαι κομμουνιστής, για να τους δώσω εγώ αυτωνών το δικαίωμα να μου πούνε όχι».  Κλείνω ραντεβού. Έρχεται. Εγώ είχα πάρει το σπίτι. Ο Βαγγέλης είχε γίνει 6 χρονών, πήγαινε στο σχολείο. Είχα δουλειά κανονική. Είχα κι ένα χαρτί που έλεγε «Είμαι διευθυντής». Παραμύθι. Δικός μου ήταν ο άνθρωπος, «Βάλε με διευθυντή». Μου ’δινε ένα χαρτί. «Για τις υπηρεσίες σας, σας κάνουμε δώρο τάδε». Έρχεται ένας και λέει… Είχαμε ραντεβού στο σπίτι. «Είμαι», λέει, «τάδε και θέλω να κάνουνε interview». «Μάλιστα». Λέει «Γιατί φύγατε απ’ την Ελλάδα;». Λέω «Κι εσείς θα φεύγατε». Ξέρεις, το πήγαινα έτσι. «Γιατί να ’φευγα;». Λέω «Άμα ήσασταν σε μια χώρα όπου ερχόταν ο άλλος και σου ’λεγε “Πάρε εκατό βιβλία και πούλα τα εσύ”, κι εγώ να αφήσω τη δουλειά μου». «Γιατί έτσι;». Λέω «Και αυτό. Μετά, δεν υπήρχε δημοκρατία, όπως εδώ». Τόνισμα συνέχεια. «Δεν μπόρεσα και, σε κάποια φάση “Κάτω η χούντα”. Πιάσανε κάποιους, μαρτύρησαν, το ’σκασα». Λέει «Σε ποια οργάνωση ήσασταν;». Λέω «Ένα λεπτό. Κάτω είναι δικτατορία. Δεν μπορώ να πω. Ακόμα και να ήξερα, γιατί κάτω οι οργανώσεις, η μία με την άλλη, αλλάζουνε, κάνουνε σχέδια, φεύγει η μισή, πάνε από κει οι άλλοι. Εξεπίτηδες. Εγώ και να ήξερα, θα σας έλεγα τα στοιχεία που ξέρω του ’68. Άχρηστα. Δεν σας λέω, γιατί δεν μπορώ να σας πω. Διότι οι άνθρωποι είναι κάτω και τι, εγώ θα πω… Σόρρυ, αλλά εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω». Άλλη ερώτηση.  Εν τω μεταξύ, του είπα εγώ «Θέλετε να σας κεράσω κάτι;». «Όχι, όχι, εν ώρα υπηρεσίας δεν παίρνω». Εντάξει. Αυτός ήτανε της ΚΥΠ. Λέει «Γιατί δεν πήγατε στην Ρωσία;». Λέω «Γιατί να πάω στην Ρωσία;». Λέει «Κοντινό... Γιατί ήρθατε στην Αγγλία; Στην ιμπερεαλιστική Αγγλία;». Λέω «Ένα λεπτό. Καταρχήν, εγώ δεν ξέρω ρώσικα. Ένα. Δεν ξέρω κανέναν. Εδώ, έχω έρθει δέκα φορές εδώ, με τα βαπόρια. Κι εδώ ξέρω αγγλικά. Ούτε καν το φαντάστηκα. Ακόμη και να, θα το ’σκαγα απ’ την Ρωσία να ’ρθω εδώ. Καταρχήν, είναι μια δημοκρατική χώρα. Εκεί δεν ξέρω τι είναι. Να μου πείτε εσείς τι είναι στη Ρωσία. Εγώ δεν θέλω να πω. Δεν θέλω να πάω και δεν θέλω να πω. Δεν μ’ ενδιαφέρει η Ρωσία. Μ’ ενδιαφέρει εδώ». Λέει… «Και να σου πω και κάτι;», λέω, «Η χούντα, όσο να ’ναι, πέφτει». Εγώ ήξερα ότι όποιον και να του πεις ότι δεν θέλω, τρελαίνεται αυτός. Λέω «Εντάξει, δεν είμαστε για να μείνουμε εδώ χίλια χρόνια. Όπου να ’ναι, η χούντα θα πέσει, δεν γίνεται. Το Πολυτεχνείο, το έτσι. Φαίνεται ότι είναι άσχημα, περνάει άσχημα. Και δεν τους θέλουν κι οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι, δεν τους θέλετε. Κάπου θα επιστρέψει η δημοκρατία στην Ελλάδα. Και κάπου θα πάμε κι εμείς εκεί, τυπικά. Αλλά, αν έχω όμως το διαβατήριο, που δεν θα χάσω την υπηκοότητα, επειδή εγώ δεν είμαι στην κοινοπολιτεία, είμαι στην...». «Πολλά ξέρεις», λέει. «Πώς να μην ξέρω», λέω, «35 χρονών είμαι. Τι δεν ξέρω; Δεν ξέρω αυτά τα πράγματα; Αυτά εγώ πρέπει να τα ξέρω. Εμένα με’ενδιαφέρουν και τα ξέρω. Και υπηκοότητα να μου δώσετε, δεν χάνω την ελληνική υπηκοότητα». Λέει «Ναι, σωστό αυτό». Λέω τώρα «Τελειώσαμε;».  Λέει «Εκείνο το ούζο που είπες;». Έφερε εκεί, ήπιαμε λίγο. Λέει «Θα δούμε». Ε, και το ’δωσε τελικά. Ήρθε ένα χαρτί, μετά από τρεις μήνες, με την υπηκοότητα. Μετά έγινα καπιταλιστής. Άλλη περίπτωση και τελειώνω. Μετά από τα φορέματα, και μετά από μηχανές που ξέρωμ και μετά έμαθα κι άλλες μηχανές, όχι μόνο σίδερο. Έμαθα κοπτοράπτη, έμαθα κουμπί κουμπότρυπα, που δεν είναι... Είναι θέμα γρηγοράδας. Εγώ στην Γερμανία δούλευα γρήγορα, γιατί ήταν η Γερμανία, ήταν ακόρτ. Ήταν γρήγορα να δουλέψεις. Στο καλυκοποιείο κι εκεί δούλευα γρήγορα εδώ. Ήμουνα της τέχνης των χεριών. Αυτό μου άρεσε και μάθαινα. Κι έκανα και πατέντες. Άλλοι σημάδευαν, εγώ δεν σημάδευα. Καθόμουνα έτσι κι έβλεπα την απόσταση και πάταγα κουμπί. Το κουμπί εκεί μπορεί να έφευγε ένα χιλιοστό, αλλά, στο τέλος, το διόρθωνα εγώ. Μετά ήξερα να ζεστάνω το φόρεμα, το ύφασμα και, αντί να είναι έτσι στην άκρη, να φεύγει ένα πόντο το τέλειωμα, εγώ, ζεσταίνοντας και τραβώντας το, το έφτιαχνα ίσια. Ενώ οι άλλοι το κόβανε και δουλεύουνε δυο ώρες, να βάλουν άλλο κομμάτι. Εγώ το τράβαγα και φαινόταν έτσι. Μετά έμαθα πώς να μειώνεις την εργασία. Τελικά, μου λέει ένας «Ρε, δεν ανοίγουμε δικό μας;». Λέω «Ένα λεπτό. Θα μπερδευτούμε. Να κάνουμε τις επισκευές μόνο». Δηλαδή τις... Έπεσε η χούντα, είπαμε. Ήρθα εδώ. Απογοητεύτηκα εντελώς.

Β.Γ.:

Άρα αυτά στην Ελλάδα ή στην Αγγλία τώρα;

Χ.Τ.:

Αυτά στην Αγγλία.

Β.Γ.:

Πόσα χρόνια κάτσατε;

Χ.Τ.:

Στην Αγγλία; Μέχρι το ’74, λέμε, που έπεσε η χούντα. Και το ’85. Όταν ήρθα, το ’74, εδώ, ήμουνα δυσαρεστημένος, όλο αυτό το διάστημα εδώ, γιατί ο Καραμανλής τώρα, που είχε φύγει, Τριανταφυλλίδης, να πούμε, εφοπλιστής εκεί, δεν μίλησε καθόλου ενάντια στη χούντα και, εντάξει, είχε νομιμοποιηθεί το ΚΚ. Ήταν όλα κάπως ελεύθερα. Κάπως έτσι. Αλλά δεν μου πολύ άρεσε Εγώ περίμενα άλλες αλλαγές. Αλλαγές πιο κοινωνικές. Αλλαγές πιο υπέρ των φτωχών. Αλλαγές σε πολλούς τομείς. Δεν γίνανε. Αυτό με απογοήτευσε, και εδώ και στην Αγγλία.

Β.Γ.:

Κι αφού στην Αγγλία είχατε φτιάξει τη ζωή σας κάπως. Πώς και αποφασίσατε να επιστρέψετε;

Χ.Τ.:

Στην Αγγλία, στην Αγγλία… Γύρισα στην Αγγλία απογοητευμένος κάμποσο. Ασχολήθηκα όμως εκεί. Και πλήρωνα τη συνδρομή μου στο συνδικάτο, και εκείνο, και το άλλο. Οπότε άνοιξα μ’ έναν άλλον ένα τέτοιο μαγαζί, βιοτεχνία. Και σιγά σιγά, όχι μόνο κουμπί, κουμπότρυπα, που παίρναμε από τα άλλα εργοστάσια να τα τελειώσουμε. Δηλαδή, μας τα δίνανε τα φορέματα έτσι και τα παίρναμε εμείς, κόβαμε τις κλωστές, τα κάναμε κοπτοράπτη, κουμπί κουμπότρυπα, τα σιδερώναμε, τα καθαρίζαμε από τις κλωστές και τα βάζαμε στις σακούλες. Έτοιμα για παράδοση. Κι αυτά πληρωνόμασταν. Μετά, σιγά σιγά, αρχίσαμε κι εμείς απ’ την κατασκευή, απ’ την αρχή. Άμα σου πω ότι έφτασα να έχω σαράντα άτομα; Έφυγε ο συνέταιρος και άνοιξε δικό του κι έμεινα εγώ. Είχα πάρει δάνειο, είχα πάρει άλλο σπίτι, αγόρασα και το κτήριο αυτό, τη βιοτεχνία, που είχε τρία πατώματα. Το αγόρασα κι αυτό, με δόσεις βέβαια. Κι είχα μπλέξει άσχημα. Και βρέθηκα να είμαι μία καπιτάλα του κερατά. Καμιά εικοσαριά μέσα και καμιά εικοσαριά στα σπίτια. Γιατί κι εκεί δουλεύαν παράνομα. Δουλεύαν στο σπίτι, παίρναν παράνομα ταμείο ανεργίας και δούλευαν και στο σπίτι. Και βρέθηκα κι εγώ έτσι, με ένα μεγάλο αυτό. Τώρα, το ’84, που βγήκε η Θάτσερ, ήρθε σε σύγκρουση.  Πώς έφυγα απ’ την Αγγλία. Το ’84, που βγήκε η Θάτσερ, ήρθε σε σύγκρουση με την Ρωσία, επάνω στο θέμα το, όπως έχουμε και σήμερα, το γκάζι, πετρέλαια και τα λοιπά. Κάποιοι θα ερχόντουσαν από τη Σκωτία. Θα ερχόντουσαν προς τα δω. Nord Stream το λέγαν; Δεν ξέρω,πώς το λέγαν τότε. Το οποίο είχε επιβληθεί στην Θάτσερ απ’ την Αμερική. Ο Νίξον. Οπότε βγαίνει ο νεοφιλελευθερισμός. Το ’75, είχε πέσει κρίση που άλλαξε το θέμα χρυσού και δολαρίου. Οπότε ανοίξανε τα σύνορα για το κεφάλαιο. Κλειστά τα σύνορα για τον κόσμο. Και η Θάτσερ, και η Ρωσία είχε κάνει συμφωνία με τις βιομηχανίες ρουχισμού της Αγγλίας, από τότε, απ’ το ’45, όλα τα ρούχα, τα δημόσια ρούχα –φυλακισμένων, νοσοκόμων και τα λοιπά–, τα περισσότερα φτιαχνόντουσαν στην Αγγλία. Κι έτσι, όλοι αυτοί, προπαντός η Βόρεια Αγγλία, δούλευε μ’ αυτά τα φορέματα, τα ρούχα. Εμείς, στο Λονδίνο, δουλεύαμε με τη μόδα. Με τη μόδα. Αυτό που βγάζαμε πεντακόσια φορέματα, χίλια φορέματα. Αυτοί βγάζανε ένα εκατομμύριο. Όταν έκλεισε και έκοψε τις αυτές, τι γίναν όλοι αυτοί; Ήρθαν στο Λονδίνο. Τελείωσε το δικό μας το πακέτο. Ήρθαν αυτοί, κόψανε μισθούς, αυτά. Κι αναγκαστήκαμε εμείς να κλείσουμε. Πολλοί Κυπραίοι γυρίσαν στο estate agent, στους μεσίτες. Όπως κι εγώ είχα δύο. Είχα ένα τριώροφο σπίτι και ένα τριώροφο εργοστάσιο. Οπότε, ώσπου να ξεχρεώσω, να πληρώσω, πούλησα το εργοστάσιο, που χρώσταγα κι απ’ αυτό, πούλησα κι έναν όροφο κι ήρθαμε στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, κάναμε κι ένα άλλο παιδί στην Αγγλία, τον Δημήτρη, που είναι στο γυμναστήριο.

Χ.Τ.:

Κι ήρθαμε στην Ελλάδα. Και εδώ, στην Ελλάδα, δεν[05:20:00] ήθελα ν’ ανακατευτώ τέτοια, με τέτοια πράγματα. Και λέω γυμναστήρια. Οπότε βρήκα το γυμναστήριο, βρήκα εκεί στην Βουλιαγμένης 171, πήγα στην Αγγλία, οργάνωσα φωτογραφίες, σχέδια, τέτοια και τη γνώση που είχα εκεί από τα γυμναστήρια και ήρθα εδώ, και τη μηχανουργική γνώση. Και νοικιάζω το κτήριο, τριακόσια τετραγωνικά, ευθεία. Μάλιστα, όλο το κτήριο ήθελα να νοικιάσω. Ήταν πολύ φθηνά τότε. Και θα το ’κανα κατά όροφο. Ένας όροφος θα ’τανε χορός, ο άλλος θα ’τανε γυμναστική, ο άλλος θα ’τανε body building, ο άλλος θα ’τανε μποξ. Τέσσερεις ορόφοι. Και η ταράτσα. Εγώ πήρα την ταράτσα δική μου και τον πάνω όροφο. Τέσσερα. Και θα ’βλεπα τα άλλα. Δεν προχώρησαν τα άλλα. Και πήγα στο μηχανουργείο, σ’ ένα φίλο μου, που είχε έρθει στην Αγγλία τότε με τη χούντα, και ήμουνα και κουμπάρος. Τον πάντρεψα με μια Κυπραία εκεί και είχαμε πάρα πολύ, και ήταν και υπόχρεος σ’ εμένα. Μεγάλο εργοστάσιο στο Βοτανικό. Και πήγα εκεί, τσούκου τσούκου, σε τρεις μήνες, έφτιαξα τα μηχανήματα. Με τη βοήθεια αυτών, είχα και μαστόρους εκεί μέσα, που τους πλήρωνα εγώ, για να φύγουν από το μεροκάματο του αλλουνού. Έφτιαξα ένα ολόκληρο γυμναστήριο στην Δάφνη, που περάσανε πολλοί. Ένας από αυτούς, πέρασε κι ο ηθοποιός, ο πασίγνωστος στην Ελλάδα, ο… Πώς τον λένε; Θα το θυμηθώ. Ένας χοντρούλης. Γνωστός στην Ελλάδα.  Εκεί γύρισα κι ένα έργο με τον Βουτσά. «Αντρέα, ας πρόσεχες». Από κάτω από μένα, αφού δεν τα νοίκιασα εγώ όλα, το νοίκιασε ένας φίλος μου, ο Σφέτας. Τζορτζ Σφέτας. Με Εγγλέζα γυναίκα κι εγγλέζικο διαβατήριο κι ένα γιο, τον Κρις Σφέτα. Αυτός έγινε ψιλοηθοποιάκος, ο πιτσιρίκος. Βγάζαν κάτι έργα τότε, ήταν με τα βίντεο και τα πολλά. Με τον Τζεβελέκο, με τον Βουτσά, μ’ όλους αυτούς κωμικούς, και ’βγάζαν τέτοια έργα. Οπότε έρχεται μια φορά, ο Τζόρτζ Σφέτας και μου λέει «Ρε, θες να παίξεις σ’ ένα έργο;». Λέω «Φύγε από δωμ ρε». Λέει «Ρε, θα κάνεις τον body builder». Λέω «Τι τον body builder;». Λέω «Έχω να σου δείξω εκατό body builders, καλύτερους από μένα. 30 χρονών, 25. Όχι εγώ, που είμαι 45». Λέει «Όχι ρε, είπα εγώ, σ’ έχει δει ο Τζεβελέκος, σε ξέρει. Πήγαινε να κάνεις κάτι». Ήταν ο Τέμπος. Και πήγα και μίλησα μαζί και με βάλαν να παίξω σ’ αυτό το έργο, τον αδερφό της Ρίκα Βαγιάνη και τον Βουτσά που την είχε γκόμενα, πριν παντρευτεί μία άλλη, και την ξανασυνάντησε, που ήταν αδερφή μου, κι εγώ έπρεπε να τον ξυλοκοπήσω κι όλο αυτό το έργο. Υπάρχει το έργο, άμα δεις. «Αντρέα, ας πρόσεχες». 1987. Τώρα. Μετά άνοιξα και στην Κυψέλη. Ήρθα σε σύγκρουση με τον γιο μου τον μεγάλο, ο οποίος δεν ήθελε να προχωρήσει εδώ. Ήθελε να πάει στην Αγγλία, δεν ήθελε να πάει στρατιώτης. Κάπου εκεί συγκρουστήκαμε και πήγε στην Αγγλία, τελείωσε τα πανεπιστήμια. Του ’δωσα και το σπίτι στην Αγγλία. Είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί, αλλά κάνει και τον estate agent. Και το έκλεισα το γυμναστήριο στην Κυψέλη, γιατί δεν μπορούσα να ’χα δύο. Ώσπου απολύθηκε από στρατιώτης ο Δημήτρης, μπήκα κι εγώ στη σύνταξη και το έδωσα στο Δημήτρη το γυμναστήριο και να με, γεια χαρά. Νομίζω ότι τελείωσα. Δεν υπάρχει άλλο. Θα τα ξαναπούμε στα 100. Πόσο θα ’σαι εσύ;

Β.Γ.:

Εγώ…

Χ.Τ.:

Άντε να ’σαι 41.

Β.Γ.:

Κάπου εκεί. Κύριε Χρήστο, ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτή την αφήγηση ζωής που μας κάνατε. Και ελπίζω να τα ξαναπούμε και στα 100.

Χ.Τ.:

Κι εγώ ευχαριστώ πολύ. Δεν ξέρω αν σας κούρασα.

Β.Γ.:

Καθόλου. Ήτανε πάρα πολύ ωραία. Δεν ξέρω αν έχετε εσείς κάτι ακόμα να πείτε.

Χ.Τ.:

Καλά, τώρα μη με τσιγκλάς. Σταμάτησα σ’ εκατό λεπτομέρειες. Με την Βλάχου, στο Λονδίνο, που συναντήθηκα. Και πού είναι αυτός ο... Γιατί η Βλάχου… Πάλι μπαίνουμε. Δεν πειράζει, ε; Υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο, του Κίμωνα, στο Λονδίνο. Ο οποίος είχε ελληνικές εφημερίδες, έφερνε τις ελληνικές εφημερίδες, κι είχε πολλά βιβλία μέσα στο υπόγειο, που πηγαίναμε και ψάχναμε εμείς να βρούμε και τα λοιπά. Και η Βλάχου. Η Βλάχου, η πώς τη λένε; Η Ελένη Βλάχου. Η οποία, πολύ τίμια για αστός και τέτοια μεγαλοτάδε. Έμενε αλλού και πήγαινε κι έπαιρνε κάθε εβδομάδα τις εφημερίδες μαζεμένες. Εγώ πήγαινα εκεί για να ψάξω, να βρω, να συναντήσω κάποιους. Ήταν τόπος συνάντησης, υποτίθεται, διανοουμένων. Εγώ δεν ήμουνα διανοούμενος, αλλά μ\ άρεσε βιβλία να βρίσκω. Πολλά βιβλία που έχω εδώ, τα έχω από κει. Είχε στο υπόγειο βιβλία, που δεν ξέρω από πού τα ’παιρνε, από δω, από κει. Ελληνικά και αγγλικά. Εγώ περισσότερα ελληνικά. Πολλά βιβλία σπάνια. Του 1910, ξέρω εγώ. Ούτε ήξερε την αξία τους. Και κάναμε κουβέντα μ’ αυτήν. Της είπα εγώ σε ποια φάση είμαι. Της τόνισα. Δεν της τόνισα. Της εξήγησα ότι «Εγώ ξέρω ότι εσύ το ’36, ήσουν αντιπροσωπεία της Ελλάδας, στους Αγώνες τους Ολυμπιακούς, το ’36 με τον Χίτλερ. Και δεν μας τα πες και τόσο καλά ενάντια στον Χίτλερ». Ναι, ναι. Και κάπως έτσι... Και μια φορά, μου λέει... Και συζητάγαμε τώρα. Αυτή ενδιαφερόταν.  Μου λέει «Ρε, ξέρεις πώς της αρέσει να μιλάει μαζί σου;». Όσο μου έλεγε, τόσο έλεγα εγώ για επανάσταση, για σοβιέτ και τέτοια. Τρελαινόταν αυτή! Και λέει… Μια φορά, λέει, έρχεται μου λέει «Ρε, εκείνος ο επαναστάτης, ο νεαρός, πού είναι;». Άκου να δεις. Η Βλάχου. Της άρεσε ν’ ακούει νέους από άλλη άποψη. Αστός ήταν αυτή, μωρέ. Αλλά ήτανε πολύ τίμια γυναίκα. Τη συμπάθησα πολύ. Α, κι ένα άλλο. Μια φορά, ήρθε... Μια φορά, συνάντησα τον Τσαγανέα και τη γυναίκα του, την Λίτσα Τσαγανέα. Η οποία αυτή, η Λίτσα Τσαγανέα, λεγόταν Λίτσα Βιτσώρη και ήτανε η γυναίκα του Βιτσώρη, ο οποίος ήτανε μια μεγάλη μορφή του επαναστατικού τροτσκιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Αντιπρόσωπος του Τρότσκι στην Ελλάδα. Μεγάλη μορφή, ηθοποιός πρώτης γραμμής. Και η Λίτσα Βιτσώρη ήταν επαγγελματίας επαναστάτρια.  Μπες στο, Λίτσα Βιτσώρη, στο Google, και θα δεις όλα τα στοιχεία της. Και αυτός έφυγε, ο Βιτσώρης, έφυγε και πήγε στην Ισπανία, πολέμησε ενάντια στον Φράνκο. Μετά ήρθε στην Ελλάδα, συνελήφθη και από τη δικτατορία του Μεταξά, πήγε Ακροναυπλία, έφυγε μετά από πολλές πιέσεις της Κοτοπούλη στον Μεταξά και βρέθηκε στο Λονδίνο και πέθανε. Και όταν της είπα εγώ «Κυρία, θα σας πω κυρία Βιτσώρη. Γιατί», λέω, «ξέρω τους αγώνες σας». Λέει «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν το ’χω ξεχάσει ποτέ ότι το όνομά μου είναι Βιτσώρη». Λέω «Δεν με ενδιαφέρει και τόσο τ’ όνομά σας. Με ενδιαφέρει ότι η Λίτσα Βιτσώρη ήτανε στην επαναστατική άκρα αριστερά τότε και αυτό το πράγμα έχει μείνει από τον Λουκά Καρλιάφτη». «Α, ο Λουκάς». Ο Λουκάς έχει γράψει γι’ αυτήν. Πρώην γραμματέας του τροτσκισμού τότε. Παρένθεση αυτό. Τώρα μη με ξαναρωτήσεις.

Β.Γ.:

Να μην κάνω μία τελευταία ερώτηση;

Χ.Τ.:

Για λέγε.

Β.Γ.:

Λοιπόν, να επιστρέψουμε λίγο στη χούντα, που μας είπατε ότι συμμετείχατε σε κάποια επαναστατική οργάνωση.

Χ.Τ.:

Ναι, ναι.

Β.Γ.:

Ήθελα να ρωτήσω. Πού βρισκόσασταν τότε για να μιλήσετε μεταξύ σας; Τις δράσεις, τι ώρες τις κάνατε; Βράδυ;

Χ.Τ.:

Ανάλογα. Όλο αυτό ήτανε μεγάλη πείρα και τέχνη των παλιών, που δουλεύανε χρόνια στις παρανομίες, και την πείρα τη δική μας να προσέξουμε όσο μπορούμε. Μία φορά δεν πρόσεξε, είπαμε. Κι επειδή δεν πρόσεξε ο φίλος, ο σύντροφος, συνελήφθηκε. Κι από κει βασανίστηκε, μίλησε. Κι όταν γύρισα από δω, όταν γύρισα από την Ελλάδα, δεν ήθελε να με δει. Και του λέω «Ρε, εγώ πρέπει να ντρέπομαι. Γιατί εγώ το ’σκασα, εσύ δεν το ’σκασες. Εσύ τράβηξες. Εγώ δεν τράβηξα τίποτα. Σου ζητάω συγγνώμη». Πέθανε ο φουκαράς. Έχω γράψει στην κηδεία του, τον λόγο του. Σε μία εφημερίδα. Άγρια κατάσταση. Πάρα πολύ. Που δεν μπορείτε να τη φανταστείτε. Όπως δεν μπορούμε κι εμείς να φανταστούμε την περίοδο στις αρχές του Εμφυλίου. Εγώ ήμουνα μικρός στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, στην περίοδο του δημοκράτη Παπανδρέου, του δημοκράτη Βενιζέλου με το ιδιώνυμο. Τις φυλακές, τις εξορίες, τις εκτελέσεις. Όλα αυτά τα πράγματα. Έχει περάσει πολύ άσχημα και είναι άσχημο η νεολαία να μην τα γνωρίζει. Άσχημο. Γιατί είναι δίκοπο μαχαίρι. Μία σου λένε, ο νεαρός, «Ωραία και τι έγινε;». Και ο άλλος σού λέει «Εμείς φταίμε, που δεν κάνουμε αυτά που κάνατε εσείς[05:30:00]». Άντε βγάλε άκρη.

Β.Γ.:

Ωραία, κύριε Χρήστο. Ευχαριστούμε και πάλι πάρα πολύ.