«Η μουσική τον τορνάρει τον άνθρωπο»: Συνέντευξη με τον Νικολακούνη, τον Πραστιώτη βιολιστή
Segment 1
Ο Πραστός στο πέρασμα του χρόνου, η τσακωνική ταυτότητα και τα έργα του αφηγητή ως προέδρου της κοινότητας
00:00:00 - 00:09:42
Partial Transcript
Ωραία, καλησπέρα! Πείτε μας το όνομά σας. Καλησπέρα σας, Μιχάλης Βλαχοπαναγιώτης ή Νικολακούνης. Είναι Σάββατο 4 Ιουλίου. Bρισκόμαστε με…ρείται κάποια πράγματα. Έτσι, στα χωριά τότε έτσι ήταν τα μαγαζιά. Τέλος πάντων. Αυτά έχω να πω. Αν θέλετε κάτι να με ρωτήσετε, ευχαρίστως.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Η αγάπη για το βιολί, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μουσικής και εμπειρίες από τις ελληνικές βραδιές στην Αμερική
00:09:42 - 00:20:51
Partial Transcript
Ναι, φυσικά, φυσικά, έχουμε πολλά να πούμε. Κι εσείς είστε και μουσικός. Ναι. Θέλω να μου πείτε πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μουσ… εδώ καμιά φορά οργανοπαίχτες και, επειδή είναι στο χωριό, λένε και το τραγούδι μου. Θέλω να πω, λοιπόν, το χρώμα το δίνει ο κάθε μουσικός.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Οι φιλόμουσοι Πραστιώτες, τα πανηγύρια και οι παραδοσιακοί γάμοι
00:20:51 - 00:26:41
Partial Transcript
Και θέλω να μου πείτε και για την Τσακώνικη γλώσσα. Για την Τσακώνικη, αρχαία δωρική. Λέει το Ευαγγέλιο: «Ἑοράκαμεν τὸν Κύριον», απ’ το ρή…τοια. Τώρα θέλει το ζευγάρι να γίνει, δεν ρωτάει ούτε μάνα ούτε πατέρα, είναι αλλιώς. Μπορεί να είναι καλύτερα, αλλά πώς ήταν τότε σας λέω.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Μαθαίνοντας βιολί με αγάπη και υπομονή: Οι πρώτες εμφανίσεις, η καριέρα και το ταξίδι στην Αμερική
00:26:41 - 00:41:12
Partial Transcript
Και θέλω να επιμείνουμε κι άλλο στη μουσική σας, να μου πείτε πιο αναλυτικά πού έχετε αναγνωριστεί, σε τι έχετε συμμετέχει, σε τι εκδηλώσει… πολύ ωραίο χρώμα. Δεν μπόρεσα να το ολοκληρώσω. Μετά αρρώστησα και το εγκατέλειψα. Ναι. Θα το συνεχίσετε; Το τραγούδι; Το... Ναι, ναι.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 5
Ένα γράμμα για τον δάσκαλο - Σκέψεις γύρω από το βιολί και τον Πραστό
00:41:12 - 00:46:48
Partial Transcript
Όχι τώρα, εντάξει. Τώρα πήγα, έφυγα… Επήγαινα στο πανηγύρι της Καστάνιτσα, δεν μ’ αλλάξανε ποτέ απ’ ότι πρωτοβγήκα. Έπαιξα τα πρώτα τραγούδι… Να ‘στε καλά, χάρηκα κι εγώ πάρα πολύ. Κι αυτό που θέλω είναι τώρα που θα βγούμε έξω να μας τραγουδήσετε και να μας παίξετε τραγούδια σας.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 6
Μουσικές εκτελέσεις από τους δύο αφηγητές
00:46:48 - 01:19:26
Partial Transcript
Να σας παίξω; « Κινήσαν τα κι αμάν αμάν αμάν, κινήσαν τα τσανόπουλα κινήσαν τα τσανόπουλα κι όλα τα τσακωνόπουλα. Και παν στον πέ- κι αμάν …ης μαντζουράνας τον ανθό αχ στης μαντζουράνας τον ανθό επήγα ν’ αποκοιμηθώ Αχ κι ακώ μιας πε- περδικούλα μου κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά ».
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 1
Ο Πραστός στο πέρασμα του χρόνου, η τσακωνική ταυτότητα και τα έργα του αφηγητή ως προέδρου της κοινότητας
00:00:00 - 00:09:42
[00:00:00]Ωραία, καλησπέρα! Πείτε μας το όνομά σας.
Καλησπέρα σας, Μιχάλης Βλαχοπαναγιώτης ή Νικολακούνης.
Είναι Σάββατο 4 Ιουλίου. Bρισκόμαστε με τον κύριο Μιχάλη Βλαχοπαναγιώτη στον Πραστό Κυνουρίας. Εγώ ονομάζομαι Βλαχάκη Μαριτίνα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μου για εσάς κάποια πράγματα.
Τι θα θέλατε; Δηλαδή, τι θα θέλατε να πω, για ποιο θέμα να πω;
Ωραία, να πούμε τότε, εσείς είστε Πραστιώτης Τσάκωνας.
Πραστιώτης Τσάκωνας, βέρα Πραστιώτης Τσάκωνας, εδώ γεννήθηκα. Τον πατέρα μου τον λέγανε Ιωάννη, τη μάνα μου τη λέγανε Μαρούλα. Στον Πραστό της Κυνουρίας γεννήθηκα.
Πείτε μας για τον Πραστό κάποια πράγματα.
Ο Πραστός ήτανε παλιά πρωτεύουσα της Τσακωνιάς και τσακωνοχώρια ήτανε η Σίταινα, η Καστάνιτσα, η γενέτειρα ο Πραστός, η Καστάνιτσα και η Σίταινα με διαφορετική γλώσσα, λίγο η γλώσσα τους διαφορετική από τον Πραστό. Για παράδειγμα το λάδι το λέγανε «αλάι», ενώ εμείς το λάδι οι Τσάκωνες Πραστιώτες το λέμε «άι». Τέτοιες παρόμοιες διαφορές υπήρχανε και υπάρχουν ακόμα. Μιλάμε την αρχαία δωρική και την τσακώνικη διάλεκτο, αλλά… Τσάκωνες, λοιπόν, είναι οι Σιταινιώτες, οι Καστανιτσιώτες, ο Πραστός με γενέτειρα –ο Πραστός δηλαδή, η πρωτεύουσα–, ο Άγιος Ανδρέας, ο Τυρός, Τυρομέλανα εκεί, μέχρι τον Δαφνώνα Λεωνιδίου, μέχρι το ποτάμι του Λεωνιδίου. Αυτοί είναι οι Τσάκωνες. Στο Καρακοβούνι, για παράδειγμα, δεν είναι Τσάκωνες, που είναι, μας χωρίζει ο Βρασιάτης. Όχι, δεν είναι. Οι Τσάκωνες είναι αυτά. Αυτό, λοιπόν, σε αυτά τα χωριά, τα τσακωνοχώρια, ήταν η πρωτεύουσα. Όταν η Αθήνα είναι 8.000 κατοίκους, αυτός είχε 7. Ναι, πολλά παλικάρια κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, πολύ χρήμα ή πηγαίνανε στην Πόλη και κάνανε χρήματα οι Πραστιώτες και έχει μείνει το ρητό που λέει: «Η Πόλη βγάνει τ’ άσπρα και ο Πραστός τα κάνει πάστρα». Ερχόντουσαν εδώ και φτιάχνανε μεγαθήρια κτήρια κ.λπ. και διαθέτανε και πάρα πολύ χρήμα για τον αγώνα των κατακτητών, τότε που ήτανε… Συνεπώς, είχε οπλαρχηγό τον Μανώλη Δούνια και τον καπετάν Γιωργάκη. Αυτοί ήταν οι καπεταναίοι, ήταν που είχανε τον στρατό, Τσάκωνες. Οι Τσάκωνες κατά την άλωση της Τριπολιτσάς, οι Πραστιώτες, μπήκανε μέσα στην πύλη της Τρίπολης. Και λέει: «Περίμενε Τριπολιτσά», το τραγούδι που λέει, «περίμενε Τριπολιτσά σε δύο, σε τρεις ημέρες να ‘ρθουν τα τσακωνόπουλα και ο καπετάν Γιωργάκης, να ιδείς πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι». Μπήκανε μέσα οι Πραστιώτες, λοιπόν, έγινε, τους διαλύσανε ας πούμε, ναι. Έγινε μεγάλη ζημιά τότε κ.λπ., Πραστιώτες. Πηγαίνανε, λοιπόν, στην Πόλη, κάναν χρήματα με λιμάνι Σπέτσες, Λεωνίδιον, Πραστός, νταραβέρια, συναλλαγές με τον Μυστρά. Από δω πηγαίνανε και πηγαίνανε κάτω στην Σπάρτη, οι Πραστιώτες. Άλλο.
Και πώς θυμάστε τον Πραστό όταν μεγαλώνατε εδώ πέρα; Πώς ήταν εκείνη την εποχή που μεγαλώνατε εδώ;
Ναι, είχε διαφορά, είχε κόσμο πολύ. Είχε κόσμο. Εγώ θυμάμαι ας πούμε, μικρό παιδί βέβαια, η πλατεία ήτανε γεμάτη. Απάνω το κάστρο της πλατείας, ένα όμορφο μέρος του Πραστού, ας πούμε, ήτανε γεμάτο κόσμο. Είχε δασκάλους, δύο-τρεις δικηγόρους, γιατρούς κ.λπ. Ε, με την πάροδο του χρόνου έτσι δημιουργήθηκε, έτσι έγινε η ζωή μας να ερημώσουν τα ορεινά χωριά δυστυχώς. Το «αρχοντοχώρι» που λέγεται Πραστός, δυστυχώς και αυτό ερήμωσε μαζί με τ’ άλλα.
Και εσείς έχετε και διατελέσει και πρόεδρος της κοινότητας.
Αρκετά χρόνια, ναι. Τη μεταπολίτευση του ’75, ήμουνα δώδεκα χρόνια. Τρεις τετραετίες. Ναι.
Πείτε μας για το έργο σας εδώ πέρα.
Τα έργα; Έκανα πάρα πολλά έργα εγώ. Ήμουνα στρατιώτης. Ο πρόεδρος στρατιωτικός. Στρατιώτης, πραγματικά. Η γυναίκα μου, της είχα πει ότι: «Κούλα, τώρα είμαι στρατιώτης». Και μία μπουλντόζα αρκεί. Να σας πω ότι είχα μία μπουλντόζα και έφτιαξα όλους τους αγροτικούς δρόμους του Πραστού που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, τους έχω φτιάξει προεδρίας μου. Νεκροταφεία, επέκταση της πλατείας, εξωραϊστικό έργο, το κάστρο κ.λπ. Πολλά έργα έκανα στο χωριό μου. Έκανα εσωτερική οδοποιία. Δεν είχε εσωτερική οδοποιία ο Πραστός καθόλου. Και αυτή τη στιγμή έχει δέκα πάρκινγκ ο Πραστός. Σε όλο το χωριό πάει αυτοκίνητο. Σε όλο το χωριό, δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει δρόμο. Αν όχι μες στην αυλή του, δίπλα, ξέρω ‘γω. Πάντως όλα τα σπίτια, παρότι ήταν χωριό, είχε στενά και τα λοιπά και δύσκολα, έτσι, δόξα τω Θεώ έκανα πολύ. Και νερό τους έφερα και… Είχα και τον συνοικισμό Άγιος Παντελεήμονας, που κι αυτός είχε τα έξοδά του και αυτός ζητούσε. Κι εκεί έκανα πολλούς δρόμους και νερό τους πήγα και νεκροταφείο τους έφτιαξα, γιατί δεν είχανε νεκροταφείο το ’76-’75 που βγήκα εγώ πρόεδρος. Πήγα εκεί, δεν υπήρχε, «Βρε παιδιά...». Και τελικά τους έφτιαξα ωραιότατο. Και Δόξα τω Θεώ έφυγα ευχαριστημένος από τα προεδρικά μου καθήκοντα. Ναι. Πολλές φορές έπαθα και ζημιές, ας πούμε έχασα και τους γραμματείς, κάνα δύο γραμματείς που φύγαν απ’ τη ζωή. Και οπωσδήποτε είχα μία καθυστέρηση. Αλλά έκανα έργα σημαντικά.
Ο κόσμος–
Το καυχιέμαι. Ευχαριστημένος ο κόσμος δεν, ποτέ δεν μου, όλοι με ψηφίζανε και με τιμούσανε. Είναι μεγάλη τιμή για μένα, για τους Πραστιώτες που με τιμούσανε και... Όταν ζήτησα, ό,τι ζήτησα στον Πραστό δεν το αρνήθηκε, οι πατριώτες μου δεν το αρνηθήκανε. Πρόεδρος ήθελα; Πρόεδρος. Οργανοπαίχτης; Πρώτος. Γάμος; Έπαιζα κ.λπ., βαφτίσια ήμουνα πρώτος. Πάει, τελείωσε! Ναι, έκανα απογραφή ας πούμε, γιατί ήταν αδιαβάθμητη η κοινότητα. Το 1971 δεν είχε κόσμο, γιατί δεν απογραφήκανε, ήταν αδιαβάθμητη. Θέλαμε να διορίσουμε γραμματέα, δεν μποράγαμε να τον διορίσουμε, γιατί ήτανε, φαινότανε μικρό το χωριό. Και παίρναμε γραμματέα ημερομίσθιο, γραμματέα ημερομίσθιο που ανανεωνότανε η σύμβασή του ανά εξάμηνο. Το ’81, λοιπόν, έκανα απογραφή εγώ, έφτασα 724 κατοίκους εκεί πέρα, οι οποίοι πράγματι ήτανε Πραστιώτες. Βέβαια, έχουμε μετακινούμενη, μεταβατική κοινότητα που κατεβαίνει στην όμορο κοινότητα Αγίου Ανδρέα. Οι ίδιοι άνθρωποι είμαστε κ.λπ. Και τους έκανα απογραφή, τους έφτασα 724. Και διόρισα μόνιμο γραμματέα, εφτιάσαμε κοινοτικό κατάστημα, επέκταση της πλατείας, κοινοτικό ιατρείο, τα πάντα τους έφτιαξα τους Πραστιώτες. Γιατί αγάπαγα πολύ το χωριό μου και το αγαπάω ακόμα. Θα φύγω ευχαριστημένος από το χωριό μου, γιατί με τίμησε ας πούμε το χωριό μου, οι Πραστιώτες. Είμαι περήφανος γιατί είμαι Πραστιώτης. Δεν το ‘χω. Εγώ, Αμερική λένε: «Από πού είσαι;», «Από τον Αγιαντρέα». Ή, ξέρω ‘γω, από άλλο χωριό. Εγώ είμαι περήφανος να λέω ότι είμαι από τον Πραστό. «Από πού είσαι», ξέρω ‘γω, μου λέγανε, «πρόεδρε»; «Από τον Πραστό της Κυνουρίας». Και τώρα στην Αμερική που έχω επικοινωνία: «Πού βρίσκεσαι;», «Στον Πραστό της Κυνουρίας». Ναι, είναι τιμή μου.
Και περήφανος Τσάκωνας.
Και περήφανος Τσάκωνας! Βεβαίως. Αισθάνομαι πολύ υπερήφανος. Κι εγώ και όλη η οικογένειά μου, ναι. Και πολλοί Πραστιώτες. Δεν λέω ότι ο κόσμος ο άλλος δεν είναι, για όνομα του Θεού. Όλοι. Αλλά εμείς είμαστε πρωτοαυτό για τον Πραστό. Τώρα τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας είναι στον Αγιαντρέα, έχουν τις δουλειές τους. Εμείς, όμως, εγώ και η γυναίκα μου ερχόμαστε στο χωριό να τιμήσουμε, γιατί είμαστε περήφανοι για την… Κι αυτό το έχω το μαγαζί όχι για να κάνω λεφτά. Για να υπάρχει μια καρέκλα στην πλατεία του χωριού. Άμα θα φύγω, δεν ξανανοίγει αυτό. Αλλά θα φύγω εκ των πραγμάτων, θα σταματήσω, γιατί είμαι, μεγάλωσα τώρα. Είμαι σε ηλικία, είμαι 81 χρονών, ας πούμε. Οπωσδήποτε πρέπει να φύγω. Έτσι δεν ξανανοίγει αυτό το πράγμα, γιατί υστερείται κάποια πράγματα. Έτσι, στα χωριά τότε έτσι ήταν τα μαγαζιά. Τέλος πάντων. Αυτά έχω να πω. Αν θέλετε κάτι να με ρωτήσετε, ευχαρίστως.
Segment 2
Η αγάπη για το βιολί, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μουσικής και εμπειρίες από τις ελληνικές βραδιές στην Αμερική
00:09:42 - 00:20:51
Ναι, φυσικά, φυσικά, έχουμε πολλά να πούμε. Κι εσείς είστε και μουσικός.
Ναι.
Θέλω να μου πείτε πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μουσική και συγκεκριμένα με το βιολί.
Ναι. Κοιτάχτε, ήταν, έτσι με γέννησε ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Να γεννηθώ, να έχω συμπάθεια[00:10:00] με τη μουσική. Να είμαι πολύ φιλόμουσος. Να παίζω βιολί, δεν μ’ άρεσε να παίζω κιθάρα, ξέρω ‘γω, να παίζω αρμόνιο. Όχι, μ’ άρεσε το βιολί. Και πάντα στη ζωή μου μού αρέσαν οι δουλειές οι δύσκολες, όχι οι εύκολες. Γιατί για να μάθεις βιολί είναι δύσκολη δουλειά. Πρέπει να μελετήσεις και πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να το ακονίσεις, που λέμε χωριάτικα, για να φτάσεις να γίνεις μουσικός, να παίζεις βιολί. Γιατί το βιολί δεν φαίνεται καμία φωνή. Έχει τέσσερις χορδές και τίποτε άλλο. Από εκεί και πέρα οι ικανότητες είναι του εκτελεστή, αυτουνού που παίζει. Καταλάβατε; Πώς η τοποθέτηση των δαχτύλων και τα λοιπά. Βεβαίως πρέπει να πας σε δάσκαλο, να ξέρεις πόσο απέχει η μία φωνή απ’ την άλλη, καταλάβατε; Γιατί αύριο όταν θα βγω στο επάγγελμα, γιατί έτσι εγώ σκεπτόμουνα, «θα βγω στο επάγγελμα», δεν το ‘μαθα μόνο για να παίζω για πάρτη μου. Ναι μεν για πάρτη μου, αλλά εγώ και μ’ άρεσε να ανήκω στον καλλιτεχνικό κόσμο με λίγα λόγια. Έτσι ακριβώς. Και οπωσδήποτε πήγα σε δάσκαλο, έβανα αναλόγιο, έμαθα νότες. Και μετά την εγκατέλειψα τη μουσική και έπεσα στην παράδοση, στα δημοτικά τραγούδια, δηλαδή εκεί που μεγάλωσα, σε αυτά τα τραγούδια που μεγάλωσα. Αυτά παίζω εγώ. Τα μελέτησα. Μέχρι τώρα που είμαι σε ηλικία και τώρα ακόμα μελετάω. Δεν το εγκαταλείπω το όργανο, συμπάθειά μου είναι. Μου δίνουν πόσα λεφτά να το, γιατί εγώ έχω ένα πολύ ωραίο όργανο, πολύ ωραίο βιολί, αν έχεις φωτογραφία, θα σας το δείξω σε φωτογραφία να δείτε. Το ‘χω εγώ πενήντα χρόνια. Πενήντα. Και θα το δείτε, γιατί… Κι έτσι έμαθα βιολί.
Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε;
Πενήντα χρόνια παίζω επαγγελματικά. Σαράντα; Εξήντα; Εξήντα χρόνια. Ναι, εξήντα χρόνια.
Και πού έχετε παίξει;
Πού; Σε όλη την Πελοπόννησο. Δούλευα στα χωριά της Τρίπολης. Όλα. Με Βαλτέτσι, Δ.Α., Ασέα, και πού δεν… Τεγέα, και πού… Σε όλα τα χωριά της Τρίπολης, τέσσερα-πέντε καλοκαίρια. Σπάρτη, Λακωνία, Βλαχιώτη, εκεί στα Δ.Α. έχω παίξει, Σπάρτη. Αθήνα, στα Γλυκά Νερά εκεί πέρα έχω παίξει σε πόσους γάμους, πίσω εκεί. Σπέτσες, Κοιλάδα, τι να σου πω. Λεωνίδιο… Και στο τέλος με αξίωσε ο Θεός και πήγα και στην Αμερική δύο φορές. Έπαιξα τόσο ωραία εκεί και με ξαναπήρανε τον άλλο χρόνο πάλι, γιατί είχε επιτυχία η πρώτη χοροεσπερίδα που κάνανε οι Αρκάδες εκεί πέρα και με ξαναπήρανε και ξαναπήγα πάλι και έπαιξα ελληνικές βραδιές σε όλες τις μικροπολιτείες της Νέας Υόρκης. Και τη δεύτερη φορά που πήγα, τη δεύτερη φορά με πήγανε στην Πενσυλβάνια, Βαλτιμόρη, Πενσυλβάνια έπαιξα ελληνικές βραδιές, Βαλτιμόρη ελληνικές βραδιές, στην Ουάσιγκτον δηλαδή, εκεί δίπλα. Και πάλι Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, στο «Κρύσταλ Παλλάς» στην Αστόρια, το «Κρύσταλ Παλλάς» νούμερο 2, εκεί έπαιζα. Κάτω παίζαν άλλοι, πώς να το κάνουμε, γιατί ήμουνα εκεί –δεν σας κρύβω ότι ήμουνα κι εγωιστής. Έπρεπε να νικήσω, που λέμε έτσι, επαγγελματικά έτσι; Γινόταν ένα βαφτίσι, ήτανε γάμος, ήτανε, δεν ξέρω, κάτω, τους ανέβαζα όλους απάνω. Έπαιζα εκεί. Τότε ήμουνα νέος όμως. Τέλος πάντων, πήγα εκεί πέρα στην Αμερική, πέρασα καλά, έμεινε ανάμνηση τώρα αυτό το πράγμα, την ιστορία ότι ο μόνος που πήγα στην Αμερική και είχα επιτυχία.
Πώς προέκυψε;
Με πήρανε ο φίλος μου ο Παναγιώτης ο Μαρνέρης απ’ τον Τυρό, γιατί ήτανε εδώ μικρό παιδί, πήγαινε στο Γυμνάσιο, με γνώριζε. Και όταν ήρθε από την Αμερική, έμαθε για μένα, ήρθε εδώ, στο χωριό. Μιλάμε τσακώνικα με τον κύριο, κι αυτός είναι Τσάκωνας. Αυτός είχε μια μάντρα με υλικά οικοδομών, μεγάλη μάντρα, μεγάλη επιχείρηση, εκατό τόσοι εργάτες, εκατόν τέσσερις; Κάι τέτοιο, εκατόν δέκα. Είχε εργατικό προσωπικό μέσα και δούλευαν δύο-τρεις δικηγόροι μέσα, μεγάλη επιχείρηση εν πάση περιπτώσει, 11 στρέμματα σκεπασμένη η επιφάνεια, το εργοστάσιό του. Είχε μέσα νταλίκες. Νταλίκες και φορτώνανε, αλουμινάδικο. Αλλά παίρνανε από κει, πηγαίνανε και οι οικοδόμοι και παίρνανε οικοδομικά, ξύλα και τέτοια, ναι. Αυτός με πήρε, λοιπόν, και πήγα πέρα, βέβαια ο Σύλλογος των Τσακώνων ας πούμε.
Και τι, πείτε μας και για τον σύλλογο των Τσακώνων κάποια πράγματα.
Της Αμερικής;
Ναι.
Δεν ξέρω εγώ γι’ αυτούς. Δεν ξέρω. Κείνο που ξέρω είναι ότι με καλέσανε και πήγα στην Αμερική και τα λοιπά. Περισσότερα δεν ξέρω γι’ αυτούς, ναι.
Στην Αμερική πόσο καιρό μείνατε;
Έναν μήνα τη φορά.
Έναν μήνα.
Αν ήθελα καθόμουνα περισσότερο, αλλά δεν ήθελα να μείνω παραπάνω, γιατί δεν μ’ άρεσε να είμαι φιλοξενούμενος συνέχεια σε κάποιο σπίτι που να γινόμουνα βάρος, δεν ήθελα, δεν μ’ άρεσε.
Είχατε και τη γυναίκα πίσω.
Ε και η γυναίκα μου και τα λοιπά, εντάξει, δεν μπόραγα να κάτσω παραπάνω, γιατί είχα και εδώ δουλειές. Δεν είχα μόνο στην Αμερική δουλειές. Δηλαδή είχα δουλειά εκεί πέρα, αλλά και εδώ ήταν μία πιο μικρή Αμερική για μένα τότε. Ναι.
Στην Αμερική πώς ήταν εκεί η ζωή; Πώς περάσατε;
Ναι, πολύ ωραία ήτανε στην Αμερική, πάρα πολύ ωραία. Για μένα πέρασα πάρα πολύ ωραία, φιλοξενήθηκα από τους πατριώτες όλους, όλοι μου κάνανε τραπέζι και τα λοιπά, μεγάλη…
Με τη γυναίκα σας, θέλω να μου πείτε, πώς γνωριστήκατε;
Κοίταξε, η γυναίκα μου, τι να σας πω τώρα, η γυναίκα μου ήτανε μία κόρη, μοναχοκόρη, ας πούμε. Ο πεθερός μου εκεί πέρα είχε δύο-τρία παιδιά, αγόρια, πώς να πω, και η γυναίκα μου ήτανε μοναχοκόρη. Ήτανε όμορφη λιγάκι, ήταν όμορφη η γυναίκα μου πολύ. Και ό,τι όμορφο εμένα μ’ αρέσει, πάντα. Για να λέμε τα πράγματα. Θέλω όμορφο βιολί, θέλω όμορφο να το παίζω, θέλω όμορφο αυτοκίνητο, θέλω όμορφη γυναίκα, δεν σας κρύβω –τότε τουλάχιστον. Ήμουνα πολύ ερωτευμένος και αυτή μαζί μου και δόξα τω Θεώ, έφτιαξα, έχω δύο αγόρια που έχουνε παιδιά, για παντρειά ο ένας, έχω δισέγγονα τώρα. Έχω ένα δισέγγονο, η εγγόνα μου έχει ένα κοριτσάκι, έχει πάρει –ξέρεις ποιόνε; Τον φούρναρη τον Ντίνο τον Τσιώρο. Η Αγγελικούλα είναι του γιου μου η κόρη. Έχει ένα κοριτσάκι, έχουμε χαρά πολλή, αλλά τώρα λόγω αυτό, κορωνοϊού, το έχουμε χάσει, ξέρεις, και έχουμε χαθεί. Αυτά.
Θέλω να μου πείτε και για τη μουσική σας και άλλα πράγματα. Θέλω να μου πείτε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μουσικής σας ποιο είναι.
Να σας καταλάβω καλύτερα, για πείτε μου.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μουσικής σας.
Δηλαδή.
Που λέτε ότι, μου είχατε πει, ας πούμε, για το τοπικό χαρακτηριστικό. Ότι εσείς...
Ναι, κοιτάχτε να δείτε. Το χρώμα, ο ήχος είναι ανάλογα πώς θα το αποδώσει ο κάθε καλλιτέχνης. Έτσι; Δεν μπορεί να τονίσει όπως εγώ τονίζω τοπικoύ χαρακτήρα. Κατάλαβες; Τώρα αυτόν τον τοπικό χαρακτήρα τον τονίζω εγώ στο τραγούδι. Παραδείγματος χάριν, τώρα έχω κάνει ηχογραφήσεις πάρα πολλές ας πούμε, οι οποίες ξεχωρίζουνε. Το τραγούδι το δικό μου, «Τι έχεις, καημένε μου Πραστέ», το ξέρετε; Θέλετε να σας το πω έτσι;
Να μας το πείτε, φυσικά, ναι.
Τώρα;
Και τώρα και μετά.
Και μετά; Τώρα θα σας το πω με το στόμα.
Έτσι, ναι, ναι.
Κουβεντιάζοντας. «Τι έχεις, καημένε μου Πραστέ, που κλαις κι αναστενάζεις;», το ‘χω γράψει εγώ τα λόγια αυτά, έτσι; «Που κλαις κι αναστενάζεις; Μην ειν’ τα χιόνια σου πολλά, τα έλατά σου λίγα;». Απαντάει ο Πραστός: «Δεν ειν’ τα χιόνια μου πολλά, τα έλατά μου λίγα, μ’ [00:20:00]αρνήθηκαν οι λεβεντιές και πήγανε στους κάμπους και πήραν τα στολίδια μου, στολίσαν άλλους τόπους. Και μένα μ’ άφησαν μόνο μου σαν έρμο μοναστήρι. Εγώ ήμουν που εγέννησα», λέει ο Πραστός, «εγώ ήμουν που εγέννησα ήρωες του ’21, τον Ντούνια τον Πορθητή, της Τρίπολης καμάρι», ή του Πραστού καμάρι ή της Τσακωνιάς καμάρι. Εγώ λέω μία φορά της Τσακωνιάς και την άλλης της Τρίπολης καμάρι. «Που στα Μονεμβάσια μάχεσαι σαν λιοντάρι». Ναι, το έχω δώσει χρώμα δικό μου που δεν το μπορούν, έρχονται εδώ καμιά φορά οργανοπαίχτες και, επειδή είναι στο χωριό, λένε και το τραγούδι μου. Θέλω να πω, λοιπόν, το χρώμα το δίνει ο κάθε μουσικός.
Και θέλω να μου πείτε και για την Τσακώνικη γλώσσα.
Για την Τσακώνικη, αρχαία δωρική. Λέει το Ευαγγέλιο: «Ἑοράκαμεν τὸν Κύριον», απ’ το ρήμα ὁράω (-ὁρῶ). «Ἑοράκαμεν τὸν Κύριον», αρχαία δωρική. Ἑοράκαμεν, ἑόρακα. Και λέει ο Ευαγγέλιο: «Ἑοράκαμεν τὸν Κύριον» και τα λοιπά. Από εκεί προέρχεται η Τσακώνικη διάλεκτος. Είναι αρχαία δωρική. Ναι.
Και εσείς τη μιλούσατε μικρός στο σπίτι σας. Με αυτή μεγαλώσατε δηλαδή.
Με τη γλώσσα αυτή; Ναι, βέβαια, βέβαια. Την ξέρω απταίστως τη γλώσσα.
Τι σημαίνει για σας αυτή η γλώσσα;
Για μένα είναι το καλύτερο αυτό που έχω, ας πούμε, στη ζωή μου, η γλώσσα η Τσακώνικη. Η Τσακώνικη διάλεκτος, ας πούμε. Ό,τι καλύτερο απόκτημα. Μπορώ να το πω αυτό, ναι. Η γλώσσα η Τσακώνικη δεν με προσβάλλει ποτέ, σε τίποτα. Είμαι Τσάκωνας και μιλάω την αρχαία δωρική.
Οι νέοι μιλάνε σήμερα Τσακώνικα;
Όχι, δυστυχώς. Τα παιδιά τα μεγαλύτερα λίγο την ξέρουνε, αλλά δεν τη μιλάνε. Πού και πού κανένα, δεν… Αν μιλάνε οι γονείς, μπορεί κάτι να πούνε, καμιά, αλλά δεν, δεν. Εμένα ο ένας μου ο γιος μιλάει, τα μιλάει. Αλλά ο άλλος δεν τα μιλάει, λίγο τα μιλάει. Πολύ λίγο. Καταλαβαίνει όμως τι λέμε. Ναι.
Και θέλω να μου πείτε και για τα πανηγύρια εδώ του χωριού, γιατί φημίζεται ο Πραστός για τα πανηγύρια του.
Ναι, βεβαίως.
Πείτε μας για τα πανηγύρια, πώς ήτανε;
Κοιτάχτε να δείτε, κοίταξε, εγώ από τη πλευρά μου να τα αξιοποιήσω και να τα μεγαλώσω τα πανηγύρια. Να τα μεγαλώσω τα πανηγύρια και να τα αξιοποιήσω όσο μπόραγα. Να μην περάσω απαρατήρητος, ας πούμε, απ’ το χωριό κ.λπ. Το χωριό έπρεπε να κινηθεί, έπρεπε να κινηθεί. Και για να κινηθεί μαζί μ’ εμένα και φίρμες είχα φέρει, φίρμες, επανειλημμένα, φίρμες κορυφαίες της δημοτικής μουσικής. Εδώ, Κοκκώνης, Μπέκος, φίρμες. Μεγάλα κλαρίνα και όργανα πολλά. Αρμόνια τελευταίας λέξης της δημοτικής μουσικής, πάντα. Και γι’ αυτό διαφημίστηκε, ας πούμε, το χωριό. Είναι, βέβαια, και συμπαθείς και οι τραγουδισταί και οι χορευταί, οι χορευταί οι Πραστιώτες δηλαδή. Αγαπάνε, θέλουνε όργανα καλά. Δηλαδή δεν μπορεί να… Έχουν αφτί, ακούνε. Γιατί έχουνε παρέα με μουσικούς, ας πούμε. Δεν πρόκειται για μένα, ήταν και νωρίτερα άλλοι οργανοπαίκτες, δεν ήτανε; Δεν ήμουνα μόνο εγώ, είναι κι άλλοι. Αξιόλογα όργανα ας πούμε. Αξιόλογοι οργανοπαίκτες. Και είναι φιλόμουσοι, είναι φιλόμουσοι οι Πραστιώτες.
Και οι χορευτές;
Και οι χορευτές χορεύουνε πάρα πολύ καλά. Έχουμε, ναι. Ε, ντάξει, μπορεί να υπάρχει και κανένας που, αλλά χορεύουν καλά, όλοι, όλοι, όλοι ρυθμικά. Ναι, ρυθμικά, δεν έχει. Άμα δεν πηγαίνει καλά, σου λέει: «Δεν το πας καλά». Το λένε. Ναι, βέβαια, είναι όλοι φιλόμουσοι. Και κορίτσια νέα, νέα αγόρια, παιδιά, όλα, όλα είναι φιλόμουσοι. Ε, γιατί τους αρέσει.
Και να μου πείτε και για τους γάμους εδώ πέρα του Πραστού.
Τους γάμους, ναι, τους γάμους του Πραστού. Σε πολλούς γάμους έχω παίξει εγώ, πάρα πολλούς γάμους. Πολλά χρόνια τώρα τη δουλειά, όλους τους γάμους του Πραστού σχεδόν τους δούλευα εγώ, έπαιζα, ναι.
Πώς γίνονταν εδώ πέρα;
Ναι, γίνονταν μεγάλα γλέντια. Τότε είχαμε, δεν είχε γίνει εσωτερική οδοποιία και οι γάμοι γινόντουσαν εδώ, δεν πηγαίναν στις ταβέρνες όπως τώρα, catering κ.λπ., όχι, δεν πηγαίνανε.
Στην πλατεία του χωριού.
Στο χωριό. Σφάζανε τα σφαχτά, τα μαγειρεύανε σε καζάνια, γινότανε τριήμερο, τριήμερο. Μπορεί και περισσότερο καμπόσες φορές. Ναι. Και γινότανε τα τραπέζια στα σπίτια. Μεγάλα τραπέζια. Ναι, συμμετείχανε και οι ίδιοι οι Πραστιώτες δηλαδή. Τότε πηγαίνανε ας πούμε ένα σφαχτό ο ένας, αν ήτανε κοντινός συγγενής, πηγαίνανε, ξέρω ‘γω, κάνα κρασί. Πήγαινε ο άλλος μια νταμιτζάνα κρασί, ξέρω ‘γω, τα δώρα έτσι ήτανε. Ναι. Και γινόντουσαν πολλοί παραδοσιακοί γάμοι. Δεν είναι όπως τώρα, ξέρεις, φεύγει το ζευγάρι και τελειώνει όλα. Όχι, έπρεπε να καθίσουν κάτω οι γέροι, να μιλήσουνε και να πούνε για να φτιάσουνε το λεγόμενο συμφωνητικό, που λεγότανε «κόπια». Έτσι λεγότανε το συμφωνητικό που κάνανε το ζευγάρι: «Συμφωνώ και αυτό και δίνω προίκα στο κορίτσι μου το τάδε χωράφι, το τάδε εδώ και τόσα μετρητά ή τόσα γίδια, τόσα πρόβατα».
Αυτά ήταν τα «συγκέσια» που λέγατε;
Τα «συγκέσια», βεβαίως.
Και ποιος τα κανόνιζε αυτά;
Μεταξύ τους.
Και το ζευγάρι και τα πεθερικά.
Και για τα κορίτσια και για τα αγόρια. Κάποιος, κυρίως όταν έχεις κορίτσι, πήγαινε ας πούμε, ήταν το αδύνατο φύλο που λέγαμε τότε. Έτσι; Το έτερον ήμισυ. Έτσι ήτανε. Ε, τώρα δεν έχει τέτοια. Τώρα θέλει το ζευγάρι να γίνει, δεν ρωτάει ούτε μάνα ούτε πατέρα, είναι αλλιώς. Μπορεί να είναι καλύτερα, αλλά πώς ήταν τότε σας λέω.
Segment 4
Μαθαίνοντας βιολί με αγάπη και υπομονή: Οι πρώτες εμφανίσεις, η καριέρα και το ταξίδι στην Αμερική
00:26:41 - 00:41:12
Και θέλω να επιμείνουμε κι άλλο στη μουσική σας, να μου πείτε πιο αναλυτικά πού έχετε αναγνωριστεί, σε τι έχετε συμμετέχει, σε τι εκδηλώσεις.
Μάλιστα. Έπαιζα στην Αθήνα–
Μην ανησυχείτε μην παινευτείτε, το θέλουμε.
Όχι, όχι, κορίτσι μου, όχι. Ευχαριστώ. Άκουσε, κοπέλα μου, για τους γάμους με ρωτήσατε;
Πείτε κι άλλα για τους γάμους, ναι.
Ναι, δηλαδή τι να πω; Πέστε, για πέστε μου να καταλάβω, γιατί δεν τα θυμάμαι κι όλα.
Εγώ θέλω, σας ρώτησα για τους γάμους, αλλά άμα έχετε κάτι να συμπληρώσετε, να το συμπληρώσετε.
Όχι, όχι, τι μου ‘πατε να πω τώρα;
Να μου πείτε πιο αναλυτικά για τη μουσική σας.
Πώς έμαθα όργανο;
Πώς μάθατε, πού αναγνωριστήκατε, πώς το εκτιμάν οι άνθρωποι, τη μουσική σας, πού έχετε παίξει; Για τις εκπομπές που έχετε συμμετέχει, όλα αυτά.
Ναι, ναι. Κοιτάχτε να δείτε.
Για την καριέρα σας.
Ναι, όταν λοιπόν πρωτοξεκίνησα μαθητής, νέο παιδί, νέο παιδί έφυγα απ’ τον δάσκαλο, ο δάσκαλός μου είναι ο Μενέλαος ο Καπράνος απ’ το Καστρί της Κυνουρίας. Και μετά και ο Πέτρος ο Σούρσος από τον Άγιο Ανδρέα, Πραστιώτης, Πραστο-Αγιανδρίτης ήτανε, ο οποίος ήταν και αυτός καλός καλλιτέχνης και πήγα και μου έδειξε μερικά τραγούδια, μερικά τραγούδια. Αφού πρώτα, όμως, είχα βγάλει δύο μεθόδους στον Μενέλαο τον Καπράνο. Αυτός ήτανε, σε έβανε και διάβαζες μουσική. Έβγαλα τα τριακοστά τρίτα, τη δεύτερη μέθοδο κ.λπ. Έκτοτε, αφού άρχισα να παίζω τραγουδάκια και αυτά, να πηγαίνω πού και πού σε κάνα γάμο, με παίρναν νέο παιδάκι ας πούμε, ήμουνα, με κοντά παντελόνια βγήκα στο πάρκο, βγήκα στο πατάρι με κοντά παντελόνια και πρωτοέπαιξα στην Καστάνιτσα της Κυνουρίας, πρωτοέπαιξα σε πανηγύρι επαγγελματικά στην Καστάνιτσα της Κυνουρίας, στην ταβέρνα «Μπάτσου», έτσι λεγότανε, του Μπάτσου, Κουρούνης, Κουρούνης λεγότανε. Εκεί. Και είχα πάρα πολύ κόσμο ας πούμε, γιατί άλλαξα μορφής μουσικής. Παλιότερα ήταν οι παλιοί μουσικοί. Ξέρεις, παίζαν πρακτικά, διαφορετικά. Εγώ, λοιπόν, έπαιζα πιο ευρωπαϊκά, με ευρωπαϊκό ντουζένι –ντουζένι εννοείται το κούρντισμα, έτσι; Του βιολιού. Λοιπόν. Και ενώ παλιά τα παλιά όργανα, οι παλιοί οργανοπαίχτες παίζανε αλά τούρκα, έτσι λεγόντουσαν το κούρντισμα που παίζανε, από Ρε. Ένα κούρντισμα ειδικό, το οποίο δεν το ξέρω και ούτε εγώ. Δεν έχω παίξει ποτέ με αυτό το κούρδισμα. Εγώ παίζω ευρωπαϊκό ντουζένι, λοιπόν, το κούρντισμα, και ο Πέτρος, ας πούμε, αυτός ο Σούρσος και ο δάσκαλός μου, ο Καπράνος, με μάθανε από κει να κουρδίζω, ευρωπαϊκά δηλαδή, να κουρδίσω σε διαπασών που λέμε, και άρχισα να βγαίνω ας πούμε με κοντά παντελόνια. Έκτοτε, πήγαινα σε καλύτερες δουλειές, σε μεγαλύτερους γάμους[00:30:00], μεγαλύτερα πανηγύρια. Έμπλεξα με τα αυτά, με συγκροτήματα, με παλιούς μουσικούς, μπήκα σε καλούς οργανοπαίκτες και με δίδαξαν και πολλά πράγματα την ώρα εκείνη. Καταλάβατε; Έλεγε ας πούμε, έλεγε ο τραγουδιστής –αυτά δεν τα ήξερα εγώ, δεν σε μαθαίνει ο δάσκαλος ότι, ξέρεις, άμα θα πει ο τραγουδιστής, θέλει από Φα δίεση να παίξεις. Εκεί, λοιπόν, απάνω στη δουλειά σου λέει ο τραγουδιστής: «Σολ ματζόρε παίξε μου», πρέπει να ξέρεις τι είναι το Σολ ματζόρε, η Φα δίεση να ξέρεις ποια είναι. Εκεί ήτανε οι δυσκολίες. Και θέλω να πω, τα λέω όλα αυτά για να καταλάβετε ότι ετραβήχτηκα δηλαδή, έμπλεξα μέσα σε συγκροτήματα και ήμουνα μέσα στον στίβο. Μπροστά μου χιλιάδες, πίσω μου χιλιάδες κι εγώ ήμουνα μες στον στίβο, εκεί. Δεν μπόραγα να κάνω πίσω. Δεν μπορούσα εγώ να μπω στη δουλειά όταν πήγαινα, «Αυτό το τραγούδι δεν το ξέρω και αυτό το ξέρω και εκείνο δεν το…». Κι αν δεν ήξερες κάποιο, ανθρώποι είμαστε, μπορούσε να γίνει αυτό, αλλά όχι πολλά. Κατάλαβες; Εγώ σε αυτά ήμουνα εγωιστής, δεν ήθελα να μου πούνε ότι δεν ξέρει τίποτα.
Και όλα απ’ έξω τα τραγούδια.
Όλα, όλα, όλα, όλα. Ποτέ δεν έβανα να έχω σημείωμα και να θυμάμαι. Όλα, όλα. Αυτά έρχονται όλα εδώ, έρχονται. Και τώρα που ‘μαι και σε ηλικία, παρόλα αυτά, όταν παίρνω το όργανο, γυρνάει το μυαλό. Και μου λέει, δίνει εντολή, γιατί όταν είσαι οργανοπαίχτης και είσαι και τραγουδιστής, πρέπει να ξέρεις πολλά πράγματα. Και τι είναι αυτό; Τα όργανα, τα τραγούδια, οι οργανοπαίχτες τα χωρίζουνε σε δρόμους. Όπως μαθαίνεις την ορθογραφία, το «Βλαχοπαναγιώτης» όχι με όμικρον, αλλά με ωμέγα. Το ίδιο, λοιπόν, και το παρομοιάζω αυτό με το… Δηλαδή, δεν μπορώ να πω εγώ ένα τραγούδι, το ένα να είναι άλλο δρόμο και το άλλο άλλο δρόμο. Πρέπει να έχουν τον ίδιο δρόμο. Κι όταν αλλάζεις δρόμο, θα είσαι δέκα τραγούδια τέτοια του ίδιου δρόμου. Κατάλαβες; Άλλο Ουσάκ, άλλο Χιτζάζ, άλλο Σαμπάχ κ.λπ. Υπάρχουνε οι δρόμοι, τους οποίους και εγώ, δυστυχώς, δεν τους ξέρω όλους. Οι δρόμοι είναι πολλοί.
Πώς λέγονται οι δρόμοι αυτοί δηλαδή;
Ανάλογα. Τα τραγούδια, μερικά τραγούδια, όχι μερικά, όλα είναι χωρισμένα σε δρόμους, κατάλαβες; Άλλο το Σαμπάχ, άλλο το Ουσάκ, άλλο το Χιτζάζ, άλλο το Ράστι, άλλο το... Κατάλαβες;
Και αυτές οι ονομασίες από πού έχουνε βγει;
Από Μικρά Ασία, Μικρά Ασία. Ναι, μικρασιάτικα αυτά. Αλλά πρέπει να τα ξέρεις όμως, γιατί είναι βασικά πράγματα. Εδώ, άμα διαβάσεις το ιστορικό ας πούμε του Μπιθικώτση και του Τσιτσάνη, θα δεις το πρώτο που λέει, ή τώρα ο Γλάρης που παίζει βιολί, είναι καλό βιολί, νησιώτης, το γράφει: «Παίζω ένα Ουσάκ, παίζω ένα τσιφτετέλι Χιτζάζ». Αυτά πρέπει να τα ξέρεις. Αν δεν τα ξέρεις αυτά, θα τα μπερδέψεις έτσι. Να είσαι ανορθόγραφος, κατάλαβες; Άμα είσαι, είσαι ανορθόγραφος.
Και πείτε μου τώρα για τις εκπομπές που έχετε συμμετέχει;
Ναι, έχω παίξει σε πολλές εκπομπές. Έχω πάει στην Αθήνα και στη ραδιοφωνία. Και στο «Σίμων Καρά» έχω παίξει, στο Αρχείο του Κράτους με τη Φεβρωνία Ρεβύνθη έχω κάνει, έχω παίξει εκεί. Έχω παίξει στο γήπεδο, στο πώς το λένε; Το αθλητικό, πώς το λένε το μεγάλο γήπεδο εδώ; Δεν θυμάμαι τώρα, καμάρι μου.
Στην Αθήνα;
Ναι, ναι, στην Αθήνα εκεί πέρα, ναι.
Στο ΟΑΚΑ;
Όχι, όχι, που παίζουν ποδόσφαιρο τα παιδιά, στο γήπεδο. Τέλος πάντων, θα το θυμηθώ τώρα. Γιατί πήρανε οργανοπαίκτες Πελοποννήσιους, ένας παραγωγός ας πούμε, και μεταξύ των άλλων Πελοποννησιακών οργανοπαικτών ήμουνα κι εγώ. Λοιπόν, θεώρησαν τότε να στείλουν εμένα. Και πήγα εγώ και έπαιξα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, εκεί. Τώρα τι να σου πω; Να σου πω στο Άργος, να σου πω στην Τρίπολη, να σου πω στη Νεστάνη; Να σου πω σε όλη την Πελοπόννησο. Ναι. Γράφονται τώρα για εμένα, γράφονται γι’ αυτά όλα, δεν είναι, δεν λένε ψέματα ας πούμε, είναι η αλήθεια αυτή. Και ήμουνα οργανοπαίχτης ήμουνα.
Μαθαίνετε και σε νέους τώρα;
Ναι, ένα παιδάκι έρχεται από την Τρίπολη, δύο ερχόντουσαν. Το ένα μου είπε: «Είναι δύσκολο, θείε Μιχάλη», μου λέει. «Θα ‘ρθεις Στελλάκη;», του λέω, «θα ‘ρθεις, αγόρι μου»; «Όχι, θείε Μιχάλη, γιατί μου είναι…». «Γιατί, καμάρι μου;», του λέω, «Είναι δύσκολα μωρέ, είναι δύσκολα». Δεν θέλουνε κι αυτά τα παιδιά, νομίζουνε… Ένα από την Τρίπολη, ο Παναγιωτάκης, η μάνα του είναι από τον Αγιαντρέα και είναι παντρεμένη στην Τρίπολη. Ένα μοναχογιό είχε. Έρχονται ο πατέρας του και η μάνα του και μου λένε: «Μπαρμπα-Μιχάλη, θα μας κάνεις μια χάρη; Έχουμε ένα παιδί, όπως ξέρεις, θα μας βοηθήσεις να τον μάθεις βιολί; Θέλει να μάθει βιολί». «Να τον μάθουμε, να ’ρθει εδώ να τον ιδώ». Ήρθε στο σπίτι, του λέω: «Δεν σου λέω τίποτα, ασ’ το δύο-τρεις μέρες, πέντε να δεις μένα και θα σου πω τώρα τι θα κάνεις». Αν θα ακολουθήσει κ.λπ. Αυτό το παιδί, λοιπόν, το έχω δυόμισι χρόνια. Τώρα παίζει καλύτερα από μένα. Ναι, όσα τραγούδια του έχω δείξει, τα παίζει καλύτερα από μένα. Ναι. Να με πληρώσουν κ.λπ., δεν θέλω λεφτά εγώ, δεν τους παίρνω, αφήνω παρακαταθήκη, «Αφήνω παρακαταθήκη, δεν σας παίρνω λεφτά». Και δεν τους παίρνω. Μ’ αρέσει να κάνω έργο. Δεν βαριέσαι! Άμα θέλει ο Θεός, με αφήνει και ζω. Γιατί δυστυχώς.
Δίνετε συμβουλές και σε ντόπιους οργανοπαίχτες εδώ που παίζουν σε πανηγύρια;
Όχι, δεν έχουν αυτόν τον σεβασμό, λίγα παιδιά είναι αυτά που… Δεν έχουνε. Ξέρετε, δεν θέλω να πω τίποτα γι’ αυτή την περίπτωση, γιατί αυτός που παίζει όργανο πρέπει να ρωτάει. Και να ρωτάει για να μαθαίνει, γιατί δεν τελειώνει αυτή η δουλειά, «Το ‘μαθα και τελείωσε». Δεν το παίζεις, σε αφήνει. Πρέπει να το παίζεις και να… Εντάξει. Άλλοι είναι, άλλοι δεν εκτιμούνε το βιολί, ας πούμε. Δεν το συμπαθούνε, γιατί έχει πολλή δουλειά. Όταν πήγα στην Αμερική, επήγα να πάρω ένα για το βιολί μου, μ’ έναν μαγνήτη που βάζουμε απάνω, κάψα ας πούμε, ένα μικροφωνάκι. Είναι ειδικά αυτά για δουλειά. Πήγα με αυτόν τον Μαρνέρη, γιατί εγώ δεν ήξερα Εγγλέζικα, Αμερικάνικα. Πήγαμε σε έναν μουσικό οίκο πολύ μεγάλο. Μπαίνουμε μέσα, παιδιά, πενήντα παιδιά κάτω στο αρμόνιο, φλάουτο, κλαρίνο, φλογέρα, ξέρω ‘γω. Βιολί κανένα. Πήγα εκεί μέσα, λοιπόν, έρχεται ο Αμερικάνος, ο Διευθυντής εκεί πέρα, λέει: «Τι θέλετε, κύριε;», «Έτσι κι έτσι». Τον είδα, «Κι εσύ, από πού είσαι εσύ»; Τον ρώτησε. «Τον έχουμε φέρει, έτσι κι έτσι, είναι από την Ελλάδα και τον έχουμε φέρει να παίξει σε μια χοροεσπερίδα εδώ πέρα για να παίξει εδώ, να μας διασκεδάσει». Δ.Α. «Έχεις καλό βιολί», λέει, του λέω: «Να μου δώσεις καλό…». Λέει: «Πώς έμαθες αυτό;», «Έτσι κι έτσι, πήγα στον δάσκαλο, μ’ άρεσε η μουσική του βιολιού και πήγα στον δάσκαλο και…». «Μπράβο, μπράβο!», μου χτύπησε την πλάτη. «Βλέπεις αυτά τα παιδιά όλα;», μ’ έδειξε με το δάχτυλο, έτσι, «Βλέπεις; Έχει κανένα βιολί; Κανένα. Ξέρεις πόσα βιολιά έχω εδώ; Γύρισε εδώ να δεις», μου λέει, «έχω τα καλύτερα βιολιά», μου λέει, «Amati». Amati είναι μια μάρκα των βιολιών, μετά το Στραντιβάριο είναι και αυτά, Amati βιολιά, πανάκριβα. Λοιπόν: «Δεν παίρνει ένα», μου λέει, «να μάθει βιολί, κανένας», λέει, «και πάνε στα εύκολα σήμερα». Δεν θέλει ο άλλος να δουλέψει και να στεναχωρηθεί. Παίρνω μια κιθάρα, κάνω τη δουλειά μου. Δεν είναι έτσι, καταλάβατε; Εγώ ονειρεύομαι πολλές φορές στο σπίτι μου. Κι όταν ονειρεύομαι ένα τραγούδι[00:40:00] και μου ‘ρχεται στο μυαλό, σηκώνομαι απάνω –τώρα όχι βέβαια, γιατί είμαι σε ηλικία–, αλλά νωρίτερα που ‘μουνα μες στη δουλειά, στον στίβο, όπως σας είπα, σηκωνόμουνα και το έπαιζα εκείνη την ώρα. Κείνη την ώρα. «Τρελάθηκες;», μου λέει η γυναίκα μου. «Ρε γυναίκα!».
Και από πού εμπνέεστε για τα τραγούδια που γράφετε;
Πώς;
Από πού εμπνέεστε για τα τραγούδια που γράφετε;
Τα τραγούδια, όχι πολλά, δεν γράφω πολλά. Αλλά έχω δύο-τρία τραγούδια δικά μου, να πούμε.
Ποια είναι η έμπνευσή σας;
Δίνει εντολή το μυαλό. Δεν είναι, δεν έχω κανένα. Δίνει εντολή το μυαλό μου, το συνδυάζω με την αυτήν του χωριού, με τα αυτά. Το λέω μία, το λέω δύο. Ξέρεις πόσο για να γράψω το «Τι έχεις, καημένε μου Πραστέ»; Ξέρεις πόσο τραβήχτηκα; Δεν μπόραγα. Και έγραφα και ένα για την Καστάνιτσα, το οποίο δεν μπόρεσα να το ολοκληρώσω. Ένα πολύ ωραίο τραγούδι, του είχα δώσει ένα πολύ ωραίο χρώμα. Δεν μπόρεσα να το ολοκληρώσω. Μετά αρρώστησα και το εγκατέλειψα. Ναι.
Θα το συνεχίσετε;
Το τραγούδι;
Το... Ναι, ναι.
Όχι τώρα, εντάξει. Τώρα πήγα, έφυγα… Επήγαινα στο πανηγύρι της Καστάνιτσα, δεν μ’ αλλάξανε ποτέ απ’ ότι πρωτοβγήκα. Έπαιξα τα πρώτα τραγούδια μέχρι πριν οκτώ χρόνια; Δέκα δεν είναι. Που τους είπα: «Κουράστηκα» και τους είπα «Παιδιά, δεν ξανάρχομαι». Δεν ξανάρχομαι, γιατί μπήκα στα χρόνια δηλαδή. Έπαιζα πενήντα χρόνια! Δ.Α. Πολλά λεφτά, πήρα πολλά λεφτά. Αυτά τότε είχαν ασβεστοποιία, η Καστάνιτσα. Ναι. Στον Άγιο Πέτρο, στον Άγιο Πέτρο πολλούς γάμους και τέτοια εκεί πέρα. Και εκεί έπαιξα. Τα πρώτα μου τραγούδια, δύο-τρία τραγούδια, εκεί στον Άγιο Πέτρο. Αυτό το λέω και στου Μυλωνά, το «Από τόπο σε τόπο». Όταν με ρωτάει, του λέω: «Έτσι κι έτσι, αισθάνομαι συγκινημένος, γιατί εδώ έπαιξα τα πρώτα μου τραγούδια». Πράγματι, γιατί δίπλα είναι το Καστρί. Στον Άγιο Νικόλα πήγαινα και μάθαινα εγώ, ήταν από κει ο δάσκαλός μου. Και μείνεσκα μαζί με τα παιδιά του Καπράνου, μείνεσκα εκεί. Δεν είχε λεφτά ο πατέρας μου. Άμα σας δείξω να δείτε, έχω γράμμα του πατέρα μου που γράφει: «Aξιότιμε φίλε, κύριε Μενέλαε» του λέει. «Ξέρω ότι σου χρωστάω τόσα, ακόμα δεν μ’ έχουνε πληρώσει», κάτι τέτοιο γράφει, «Tην άλλη φορά που θα ‘ρθεί ο Μιχάλης, θα σ’ τα στείλω». Το ‘χω, το είχε το γράμμα ο δάσκαλός μου σ’ ένα σημειωματάριο. Το βρήκαν αφού έφυγε από τη ζωή. Έφυγε απ’ τη ζωή. Το βρήκαν εδώ η κόρη του και με παίρνει η κόρη του η Μαίρη απ’ την Τρίπολη –είχε πάρει γεωπόνο εκεί–, και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Θα σου δώσω ένα πολύ ωραίο δώρο για τον πατέρα σου, όταν μάθαινες βιολί». Γιατί ακόμα διατηρώ τις φιλίες με τα παιδιά αυτά που μεγάλωσα μαζί. Τα παιδιά του δάσκαλού μου. Ναι. Παιρνόμαστε τηλέφωνα κ.λπ., ναι.
Τι θα λέγατε στα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το βιολί;
Θα είναι ευχής έργον να... Γιατί γίνονται καλοί, γιατί φτιάχνουνε χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο ότι θα μάθουνε ένα όργανο. Αλλά θα έχουνε και χαρακτήρα ποιότητος. Θα έχουνε λεπτά αισθήματα. Δεν είναι μόνο όργανο και τελειώνει. Φτιάνουν τον άνθρωπο, τον τορνάρουνε τον άνθρωπο. Η μουσική τον τορνάρει τον άνθρωπο. Και μάλιστα βιολί, και μάλιστα βιολί. Όσο δύσκολο είναι, τόσο αυτή η γλύκα που έχει, η ποιότητα που έχει, φτιάχνει η ποιότητα του ανθρώπου.
Και κάτι τελευταίο για τον Πραστό. Πώς θα θέλατε να τον δείτε στο μέλλον;
Δεν μπορώ να τον ονειρευτώ, γιατί φαντάζομαι ποιος ήταν, αν ήταν ο Πραστός τι πολιτεία θα ήτανε τώρα. Δεν μπορώ να, δεν το πιστεύω ποτέ ότι μπορεί να γίνει μία πολιτεία. Εγώ πιστεύω ότι κάτω από αυτόν τον Πραστό υπάρχει άλλος ένας Πραστός. Τον κάψανε τον Πραστό ας πούμε, καταλάβατε; Ήτανε πολιτεία. Ή όταν είχε εννιά ενορίες, είχε μέσα μητροπολιτικά γραφεία, είχε αρχιερατική σχολή. Έχουν παρελάσει δεκατέσσερις Δεσποτάδες εδώ. Ο τελευταίος Δεσπότης ελέγεται Διονύσιος Παρδαλός. Είχε Μητρόπολη. Απέναντί μας είναι η Μητρόπολη. Αυτό το ωραίο πράγμα, και τώρα λένε να το φτιάξουνε, και θα είναι μεγάλη χαρά να μπορέσουν να το αξιοποιήσουν το χωριό και να το βοηθήσουν, αλλά δυστυχώς δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό το χωριό όπως ήτανε, ποτέ. Γιατί τότε υπήρχανε λεφτά, υπήρχε η Αμερική, υπήρχανε πλούσιοι κ.λπ. Σήμερα δεν έχει δουλειές, οι δουλειές φύγανε από δω. Δεν έχει δουλειές τέτοιες. Ενώ τότε υπήρχανε δουλειές, υπήρχαν εφοπλισταί, υπήρχαν, πηγαίναν στην Πόλη, έπιαναν χρήματα κι ερχόντουσαν εδώ και φτιάσανε τα μεγαθήρια, τον ωραίο τον Πραστό.
Και έχει και πολλά κάστρα εδώ πέρα.
Πολλά κάστρα, πολλούς πύργους, πολλά χαλάσματα, καημένα κ.λπ. Ερείπια, ερείπια.
Έρχονται άνθρωποι το καλοκαίρι;
Έρχονται, ναι, όχι πολλοί, αλλά έρχονται, έρχονται. Έρχονται. Αυτοί που τα αγαπάνε σας πούμε, την αρχαιολογία κ.λπ. Ναι. Και το διατηρούμε το χωριό, όσο μπορούμε εμείς οι μεγαλύτεροι. Αν, όμως, δεν βρεθούνε χρήματα, δεν βρεθούνε δουλειές πάνω απ’ όλα για να βρεθούνε τα χρήματα, πρέπει να βρεθούνε δουλειές, καταλάβατε; Κάποιες δουλειές, δεν ξέρω, να γίνει ένας Καρέλλας, ένας, ξέρω ‘γω, ένα εργοστάσιο, να μπορεί να δουλεύει ο κόσμος. Δεν μπορεί να ζήσει εδώ πάνω κανείς. Ναι. Δεν έχει κανένα μεροκάματο.
Έτσι είναι. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ‘στε καλά.
Και αυτό που θέλω–
Χάρηκα–
Να ‘στε καλά, χάρηκα κι εγώ πάρα πολύ. Κι αυτό που θέλω είναι τώρα που θα βγούμε έξω να μας τραγουδήσετε και να μας παίξετε τραγούδια σας.
Να σας παίξω; «Κινήσαν τα κι αμάν αμάν αμάν, κινήσαν τα τσανόπουλα κινήσαν τα τσανόπουλα κι όλα τα τσακωνόπουλα. Και παν στον πέ- κι αμάν αμάν αμάν και παν στον πέρα μαχαλά και παν στον πέρα μαχαλά που είν’ τα κορίτσια τα καλά. Στον δρόμο που κι αμάν αμάν αμάν, στον δρόμο που πηγαίνανε στον δρόμο που πηγαίνανε, στη στράτα που διαβαίνανε. Τους πιάνει μια κι αμάν αμάν αμάν, τους πιάνει μια ψιλή βροχή[00:50:00] τους πιάνει μια ψιλή βροχή, μια σιγανή και ταπεινή. Και βράχηκαν κι αμάν αμάν αμάν και βράχηκαν τα τσάμικα και βράχηκαν τα τσάμικα και τ’ άσπρα τα πουκάμισα».
και Αγγελική Βλαχοπαναγιώτη: «Θα παντρευτού θα παντρευτού, ρε μάτη μοι, θα παντρευτού ρε’ αφέγκη, Τσακωνοπούλα, δεν προξενεύεσαι Θα παντρευτού ρε’ αφέγκη, Τσακωνοπούλα, δεν προξενεύεσαι Θα άρου σάτη, θα άρου σάτη ταν Γιωργού πφε ‘νέσα όα μέρα Τσακωνοπούλα, για δεν παντρεύεσαι πφε ‘νέσα όα μέρα Τσακωνοπούλα, δεν προξενεύεσαι Π’ ενέχα χού- π’ ενέχα χούρε τθα Σοχά και κάνε το σεργιάνι Τσακωνοπούλα, για δε παντρεύεσαι Ενέχα τσε, ενέχα τσε το μπόρεσι Πέντε, έξι, οχτώ μουρίαι τσακωνοπούλα, για δε παντρεύεσαι Πέντε, έξι, οχτώ μουρίαι τσακωνοπούλα, δεν προξενεύεσαι Τι της μωρέ τι της τι της, καημένε μου Πραστέ, τι της καημένε μου Πραστέ, που κλαις κι αναστενάζεις, που κλαις κι αναστενάζεις Μην ειν’ μωρέ, μην ειν’, μην ειν’ τα χιόνια σου βαριά, μην ειν’ τα χιόνια σου πολλά, τα έλατά σου λίγα Δεν ειν’ μωρέ, δεν ειν’, δεν ειν’ τα χιόνια μου βαριά, δεν ειν’ τα χιόνια μου πολλά, τα έλατά μου λίγα, τα έλατά μου λίγα Μ’ αρνή- μωρέ, μ’ αρνή-, μ’ αρνήθηκαν οι λεβεντιές, μ’ αρνήθηκαν οι λεβεντιές και πήγανε στους κάμπους και πήγανε στους κάμπους Και πη- μωρέ και πη- και πήραν τα στολίδια μου και πήραν τα στολίδια μου, στολίσαν άλλους τόπους, στολίσαν άλλους τόπους Εγώ μωρέ εγώ, εγώ ήμουν που εγέννησα, εγώ ήμουν που εγέννησα τα πρώτα παλικάρια, τα πρώτα παλικάρια Τον Ντου- μωρέ τον Ντου-, τον Ντούνια τον πορθητή, τον Ντούνια τον πορθητή, της Τρίπολης καμάρι, της Τσακωνιάς καμάρι».
[01:00:00]
Αυτό ήτανε ένα σόλο δικό μου, τραγούδι, μια ιδέα δική μου, δεν είναι τίποτα.
Πάρα πολύ ωραίο. Ευχαριστούμε!
και Α.B.: «Της Καστανίτσης οι ξανθές, τ’ Αϊ Βασιλιού οι ρούσες Αχ και του καημένου του Πραστού οι γαϊτανοφρυδούσες Τα ρούχα σας κι αν κάψανε κι αν πήραν τα προικιά σας, αμάν η Ανταρτοσύνη να ειν’ καλά και πάλι είναι δικιά σας. Να πάτε δίπλα τα βουνά να βρείτε τους, βρε τους αντάρτες να τους μοιράσετε ψωμί [Δ.Α.] ρε μα-, ρε μαυρομάτες». «Άι σήκω, Διαμάντω, να πας για ξύλα Δεν μπορώ, μάνα, δεν μπορώ Δεν μπορώ, μάνα, δεν μπορώ, άι σύρε να φέρεις, να φέρεις τον γιατρό Άι σήκω, Διαμάντω, να σε παντρέψω Όπου τα, μάνα, μανούλα όπουτα Όπουτα, μάνα, όπουτα κι όποιος θα γυρέψει -ρέψει δως του τα».
Με τις υγείες σας!
Να είστε καλά!
και Α.B.: «Άντε Γρίβα, σε θέλει, ώρε Γρίβα μου, Γρίβα, σε θέλει ο βασι[01:10:00]λιάς Γρίβα, σε θέλει ο βασιλιάς, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς Άντε σαν τι με θέλει, ω ρε Γρίβα μου, σαν τι με θέλει ο βασιλιάς Σαν τι με θέλει ο βασιλιάς, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς Άντε θε να σε κάνει, ω ρε Γρίβα μου, θε να σε κάνει στρατηγό Άντε θε να σε κάνει στρατηγό να διευθύνεις τον στρατό».
Αν θέλετε, πείτε μου και δύο λόγια γι’ αυτό το τραγούδι.
Ε;
Για το τραγούδι αυτό, για τι μιλάει;
Ωραίο; «Αγκινάρα με τ’ αγκάθια, αγκινάρα με τ’ αγκάθια, αγκινάρα με τ’ αγκάθια και με τα λουλούδια τ’ άσπρα και με τα λουλούδια τα’ άσπρα, αγκινάρα με τα’ αγκάθια. Αχ μην παραμυρίζεις τόσο, μην παραμυρίζεις τόσο, μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω και με κάνεις και νυχτώσω, μην παραμυρίζεις τόσο. Αν νυχτώσεις παλικάρι κι αν νυχτώσεις παλικάρι κι αν νυχτώσεις παλικάρι, κάτσε να βγει το φεγγάρι κάτσε να βγει το φεγγάρι, αν νυχτώσεις παλικάρι. Ας τις αγκινα- αγκινάρα μου στης μαντζουράνας τον ανθό αχ στης μαντζουράνας τον ανθό επήγα ν’ αποκοιμηθώ Αχ κι ακώ μιας πε- περδικούλα μου κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά».
Photos

Πραστός Αρκαδίας
Άποψη του Πραστού Κυνουρίας, πρωτεύουσας τ ...

Καφενείο
Το καφενείο (από μακριά) της Αγγελικής και ...

Η εκκλησία της Παναγίας
Η μητρόπολη του Πραστού, την οποία έκαψε ο ...

Μιχάλης Βλαχοπαναγιώτης ...
Ο δύο αφηγητές μπροστά από το καφενείο τους.

Μιχάλης Βλαχοπαναγιώτης
Πορτραίτο του αφηγητή.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
O Μιχάλης Βλαχοπαναγιώτης είναι ένας από τους πιο γνωστούς βιολιστές του Πραστού. Από πολύ νεαρή ηλικία ήξερε πως είχε γεννηθεί για να παίζει μουσική. Πλάι στον δάσκαλό του μαθαίνει να παίζει βιολί και πολύ σύντομα κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις στα γλέντια του χωριού. Ωστόσο, παίζοντας βιολί ο Μιχάλης δεν εκφράζει μόνο την αγάπη του για τη μουσική, εκφράζει και την περηφάνεια του για την τσακωνική ταυτότητά του. Χρωματίζοντας τη δεξιοτεχνία του με το τοπικό στοιχείο, τιμά την καταγωγή του και κρατάει την ιδιαίτερη τσακωνική διάλεκτο ζωντανή, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις ελληνικές κοινότητες της Αμερικής, όπου φτάνει για να μαγέψει με τη μουσική του. Στη συνέντευξη αυτή, συντροφιά με το βιολί και τη φωνή του Μιχάλη και της γυναίκας του μεταφερόμαστε στον Πραστό των δεκαετιών ’60-’70 και συμμετέχουμε στην καθημερινότητα του χωριού, στα γλέντια και στους παραδοσιακούς γάμους.
Narrators
Μιχαήλ Βλαχοπαναγιώτης
Field Reporters
Μαριτίνα Βλαχάκη
Tags
Interview Date
03/07/2020
Duration
79'
Interview Notes
*Ακούστηκαν (με σειρά εκτέλεσης) τα εξής τραγούδια:
«Κίνησαν τα τσανόπουλα»
Παραδοσιακός τσακώνικος χορός
«Τσακωνοπούλα, για δεν παντρεύεσαι;»
Αυτοσχεδιασμός του αφηγητή
«Της Καστανίτσας οι Ξανθές»
«Σήκω, Διαμάντω»
«Γρίβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς»
«Αγκινάρα με τ’ αγκάθια»
*Κάποιες επεξηγήσεις στίχων:
Θα παντρευτού θα παντρευτού, ρε μάτη μοι, θα παντρευτού, ρε’ αφέγκη: Θα παντρευτώ, ρε μάνα μου, θα παντρευτώ, ρε πατέρα
Θα άρου σάτη, θα άρου σάτη ταν Γιωργού πφε ‘νέσα όα μέρα: Θα παντρευτώ το κορίτσι της Γιωργούς, που γνέθει όλη τη μέρα
Π’ ενέχα χού- π’ ενέχα χούρε τθα Σοχά: Που έχει χωράφια στη Σοχά
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
O Μιχάλης Βλαχοπαναγιώτης είναι ένας από τους πιο γνωστούς βιολιστές του Πραστού. Από πολύ νεαρή ηλικία ήξερε πως είχε γεννηθεί για να παίζει μουσική. Πλάι στον δάσκαλό του μαθαίνει να παίζει βιολί και πολύ σύντομα κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις στα γλέντια του χωριού. Ωστόσο, παίζοντας βιολί ο Μιχάλης δεν εκφράζει μόνο την αγάπη του για τη μουσική, εκφράζει και την περηφάνεια του για την τσακωνική ταυτότητά του. Χρωματίζοντας τη δεξιοτεχνία του με το τοπικό στοιχείο, τιμά την καταγωγή του και κρατάει την ιδιαίτερη τσακωνική διάλεκτο ζωντανή, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις ελληνικές κοινότητες της Αμερικής, όπου φτάνει για να μαγέψει με τη μουσική του. Στη συνέντευξη αυτή, συντροφιά με το βιολί και τη φωνή του Μιχάλη και της γυναίκας του μεταφερόμαστε στον Πραστό των δεκαετιών ’60-’70 και συμμετέχουμε στην καθημερινότητα του χωριού, στα γλέντια και στους παραδοσιακούς γάμους.
Narrators
Μιχαήλ Βλαχοπαναγιώτης
Field Reporters
Μαριτίνα Βλαχάκη
Tags
Interview Date
03/07/2020
Duration
79'
Interview Notes
*Ακούστηκαν (με σειρά εκτέλεσης) τα εξής τραγούδια:
«Κίνησαν τα τσανόπουλα»
Παραδοσιακός τσακώνικος χορός
«Τσακωνοπούλα, για δεν παντρεύεσαι;»
Αυτοσχεδιασμός του αφηγητή
«Της Καστανίτσας οι Ξανθές»
«Σήκω, Διαμάντω»
«Γρίβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς»
«Αγκινάρα με τ’ αγκάθια»
*Κάποιες επεξηγήσεις στίχων:
Θα παντρευτού θα παντρευτού, ρε μάτη μοι, θα παντρευτού, ρε’ αφέγκη: Θα παντρευτώ, ρε μάνα μου, θα παντρευτώ, ρε πατέρα
Θα άρου σάτη, θα άρου σάτη ταν Γιωργού πφε ‘νέσα όα μέρα: Θα παντρευτώ το κορίτσι της Γιωργούς, που γνέθει όλη τη μέρα
Π’ ενέχα χού- π’ ενέχα χούρε τθα Σοχά: Που έχει χωράφια στη Σοχά