© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αναμνήσεις από το χωριό Καλλιπεύκη και την Παιδόπολη Λάρισας

Istorima Code
12961
Story URL
Speaker
Παρασκευή Δημοπούλου (Π.Δ.)
Interview Date
02/08/2020
Researcher
Νικολέτα Μπάκα (Ν.Μ.)
Ν.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Π.Δ.:

Καλησπέρα. 

Ν.Μ.:

Θα μας πείτε τ’ όνομά σας;

Π.Δ.:

Ναι, πολύ ευχαρίστως. Παρασκευή Δημοπούλου.

Ν.Μ.:

Ωραία. Είναι Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020, είμαι με την Παρασκευή Δημοπούλου, βρισκόμαστε στον Κάτω Αγιάννη Πιερίας. Εγώ ονομάζομαι Νικολέτα Μπάκα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Κυρία Παρασκευή, θα μας πείτε πού γεννηθήκατε;

Π.Δ.:

Στην Καλλιπεύκη Λαρίσης.

Ν.Μ.:

Πού βρίσκεται αυτό το μέρος, είναι ορεινό χωριό;

Π.Δ.:

Ναι, είναι 1050.

Ν.Μ.:

Και εκεί πέρα μεγαλώσατε κιόλας;

Π.Δ.:

Εκεί, ναι, όλα τα χρόνια εκεί μεγάλωσα. Μέχρι το ’61.

Ν.Μ.:

Πώς ήταν η ζωή στην Καλλιπεύκη; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Π.Δ.:

Εντάξει, καλή ήταν, δουλεύαμε στα χωράφια. Σαν παιδάκια πηγαίναμε στο σχολείο.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο το σχολείο;

Π.Δ.:

Το σχολείο –εντάξει, εμείς ήμασταν με τον πόλεμο τότε, με τα… εμφύλιο πόλεμο, με τους Ιταλούς, με τους Γερμανούς… Εγώ είμαι λίγο μεγαλούτσικη, δεν είμαι μικρή. Τέλος πάντων, και… να σου περιγράψω τώρα από ‘κει. Ήταν λίγο δύσκολα τα χρόνια, γιατί… είχαμε πόλεμο.

Ν.Μ.:

Σχολείο πήγατε εκεί στην Καλλιπεύκη;

Π.Δ.:

Στο σχολείο πήγαινα στην αρχή, πηγαίναμε, αλλά το σχολείο το είχαν κάψει οι Γερμανοί, και πηγαίναμε στην εκκλησία ένα διάστημα. Από ‘κει, φύγαμε το ’47 απ’ το χωριό μας. Μας υποχρέωσαν να φύγουμε. Πήγαμε στους Γόννους, από ‘κει στη Λάρισα. Άλλους πήγαν στους Γόννους, άλλους πήγαν στον Αμπελώνα, στη Λάρισα. Έφυγε ο κόσμος όλος απ’ το χωριό. Τρία χρόνια, για τρία χρόνια. Το ’50 βγήκαν στο χωριό ξανά, διόρθωσαν τα σπίτια όσα ήταν λίγο… σχεδόν όλα καμένα.

Ν.Μ.:

Κυρία Παρασκευή, δεν σας ρώτησα, ποια χρονιά είστε γεννημένη;

Π.Δ.:

Είμαι το ’37, τον Σεπτέμβριο.

Ν.Μ.:

Σεπτέμβριο του ’37. Και, μου είπατε, η κυβέρνηση ανάγκασε τους κατοίκους του χωριού να φύγουν από το χωριό.

Π.Δ.:

Ναι.

Ν.Μ.:

Γιατί;

Π.Δ.:

Γιατί υπήρχαν αντάρτες πολλοί. Για να μην δίνουμε να φάνε οι αντάρτες, δεν ξέρω για ποιον λόγο, πάντως, μας υποχρέωσαν να φύγουμε απ’ το χωριό.

Ν.Μ.:

Μου είχατε πει ότι σχολείο πηγαίνατε, κάηκε το σχολείο και πηγαίνατε –

Π.Δ.:

Ναι, κάηκε και πηγαίναμε στην εκκλησία ένα διάστημα. Από ‘κει, πηγαίναμε σ’ ένα σπίτι. Σε σπίτια δηλαδή. Διόρθωναν τα σπίτια και πηγαίναμε. Ε, μετά έκαναν –ήταν το σχολείο, αλλά ήταν καμένο. Είχαμε ωραίο σχολείο η Καλλιπεύκη, πάρα πολύ ωραίο. Αλλά, το ‘καναν ύστερα, αλλά τώρα… έφυγε κι ο κόσμος, δεν έχει πάρα πολύ κόσμο τώρα.

Ν.Μ.:

Λοιπόν, από όταν φύγατε –

Π.Δ.:

Μέχρι το ’60 είχε πολύ κόσμο. Από ‘κει και πέρα, άλλος Αυστραλία, άλλος Αμερική, άλλος Γερμανία, άλλος… έφυγαν. Έχει κόσμο όμως και τώρα, είναι πάρα πολύ ωραίο το χωριό. Έχει πλατάνια στην πλατεία, πάρα πολύ ωραία, το καλοκαίρι πηγαίνει πολύς κόσμος.

Ν.Μ.:

Έχετε ξαναπάει εσείς αυτά τα χρόνια; 

Π.Δ.:

Ε, βέβαια έχω ξαναπάει. Πώς, πάω. Αλλά τώρα, εντάξει, έχω κάνα-δυο, κάνα χρόνο, όχι. Πάω στο χωριό μου. Έχω τ’ αδέλφια μου εκεί πέρα. Αν και δεν είναι εκεί τ’ αδέλφια μου, είναι στον Αμπελώνα μένουν, αλλά το καλοκαίρι μένουν στο χωριό.

Ν.Μ.:

Ωραία. Για πείτε μου, το ’47 που φύγανε όλοι οι κάτοικοι του χωριού πού πήγατε εσείς;

Π.Δ.:

Για έναν χρόνο πήγαμε στους Γόννους εμείς, η οικογένεια η δικιά μας και άλλοι πολλοί. Από ‘κει και πέρα πήγαμε στη Λάρισα. Έκανε μία παράγκα ο πατέρας μου, και μείνανε στη Λάρισα. Αλλά εγώ, επειδή τα ορφανά –εγώ δεν ήμαν ορφανή, φύλαξε ο Θεός, ή καταδιωκόμενη– πήγαν σ’ ένα ίδρυμα, στην Παιδόπολη Λαρίσης. Κι εκεί έζησα δυο χρόνια. Μαζί με τον αδελφό μου κι άλλα παιδάκια απ’ το χωριό, ήταν πάρα πολλά. Πολλά παιδάκια, απ’ όλη την Ελλάδα είχε.

Ν.Μ.:

Πώς ήταν αυτή η Παιδόπολη, τι θυμάστε-

Π.Δ.:

Ήταν πάρα πολύ ωραία. Ωραία, στο σχολείο, εκεί πηγαίναμε, εκεί κοιμόμασταν, εκεί τρώγαμε, τα πάντα, τα πάντα. Μέσα εκεί, στο ίδρυμα αυτό. Αλλά ήταν μεγάλο, ήταν μεγάλο κτίριο, δεν ήταν μικρό. Είχε δασκάλους, είχε μοδίστρες, μαθαίναμε μοδίστρα, μαθαίναμε πολλά πράματα. Το ’50 φύγαμε, πήγαμε στο χωριό. Μέχρι το ’50 ήμασταν εκεί, ’49 με ’50.

Ν.Μ.:

Θυμάστε καθόλου, μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήταν ο χώρος στην Παιδόπολη; Πώς ήταν οι αίθουσες;

Π.Δ.:

Οι αίθουσες ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Είχε κρεβάτια διπλά. Κοιμόμασταν απάνω, μία σειρά κάτω, μία πάνω. Δεν θυμάμαι και καλά, αλλά πρέπει να ήμασταν και πενήντα άτομα κάθε αίθουσα, πολλά παιδάκια. Αλλού τα κορίτσια φυσικά, αλλού τα αγόρια. Άλλη αίθουσα, χωριστά. Πηγαίναμε στο σχολείο, εκεί πήγα δυο χρόνια. Κανονικά. Δευτέρα και τρίτη πήγα εκεί.

Ν.Μ.:

Τι σας μαθαίνανε, τι δραστηριότητες κάνατε; Ό,τι θυμάστε από εκεί.

Π.Δ.:

Τι μας μαθαίνανε; Ξέρω ‘γω, εγώ πήγαινα σαν μοδίστρα, να μάθω μοδίστρα. Οι άλλοι, κι άλλες τέχνες, οτιδήποτε είχαν εκεί πέρα.

Ν.Μ.:

Ήτανε και σαν σχολείο.

Π.Δ.:

Ναι. Σαν σχολείο, αλλά ήταν χειμώνα-καλοκαίρι μέναμε εκεί. Δεν φεύγαμε, δεν πηγαίναμε κάπου αλλού.

Ν.Μ.:

Και ήρθανε και τα υπόλοιπα αδέλφια σας εκεί ή έμειναν με τους γονείς –

Π.Δ.:

Ένας αδελφός μου, ένας αδελφός μου ήταν, τα υπόλοιπα ήταν στη Λάρισα, τ’ αδέλφια μου. Ήμασταν και πολλά αδέλφια.

Ν.Μ.:

Με τους άλλους τους συμμαθητές σας τι σχέσεις είχατε, κάνατε καλές παρέες; Με τους δασκάλους –

Π.Δ.:

[00:05:00]Βέβαια κάναμε παρέα. Αναμεταξύ μας τα χωριανά πιο πολύ. Αλλά δεθήκαμε όλα τα παιδάκια, γιατί ήμασταν και δυο χρόνια, δεν είναι μια βδομάδα-δυο! Πας, παράδειγμα, όπως πας στο σχολείο εδώ. Δεν δένεσαι οι φιλενάδες, όλα τα παιδιά στην ίδια τάξη που είσαι; Έτσι κι εκεί. Ήταν κανονικό σχολείο. Πολύ ωραία, πολύ ωραία περάσαμε, δεν μπορώ να πω. Ωραία ήταν.

Ν.Μ.:

Οι δάσκαλοι ήταν καλοί;

Π.Δ.:

Καλοί ήταν, ένας ήταν απ’ το χωριό μας, τον ξέραμε –διευθυντής μάλλον ήταν– ο Κώστας ο Παπαστεργίου. Ήταν δάσκαλος.

Ν.Μ.:

Αργότερα που φύγατε κρατήσατε καθόλου επαφή με κάποια από τα παιδιά;

Π.Δ.:

Δεν υπήρχε τότε η επαφή, έπρεπε γράμμα να στείλεις. Είχαμε τώρα, πριν το ’60 το ’50 που πήγαμε εμείς από ‘κει δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Ο ταχυδρόμος έφερνε ένα γράμμα. Πού να γράψεις τώρα στη φιλενάδα σου κι αυτό, πού, ξεχαστήκαμε. Μεν θυμόμαστε λίγο-πολύ κάτι μ΄αυτοί που ‘μασταν πιο πολύ δεμένοι, αλλά επαφή δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε δρόμος, δεν υπήρχε αυτοκίνητο, δεν υπήρχε λεωφορείο. Δεν είχαμε το χωριό τα πρώτα χρόνια. Είχαμε μαγαζιά, όμως, στην Καλλιπεύκη, υφάσματα πουλούσαν τα μαγαζιά, τα πάντα. Κλωστές, που ήθελαν να πλέξουν, να κεντήσουν, να κάνουν. Τα είχαμε στο χωριό αυτά. Δεν πηγαίναμε για το παραμικρό όπως πάμε τώρα στην Κατερίνη για ένα τίποτα. Τότε, μέσα στο χωριό.

Ν.Μ.:

Λοιπόν, άρα μείνατε εκεί δύο ολόκληρα χρόνια –

Π.Δ.:

Στην Παιδόπολη.

Ν.Μ.:

Ναι, αυτά τα χρόνια είδατε καθόλου τους γονείς σας – 

Π.Δ.:

Ναι, ερχόταν και μ’ έβλεπαν, ναι, βέβαια. Όποτε ήθελαν ερχόταν και μας έβλεπαν. Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου ήταν στη Λάρισα και τ’ αδέλφια μου τα άλλα. Ήταν κοντά δηλαδή –

Ν.Μ.:

Κοντά –

Π.Δ.:

Ερχόταν, δεν μπορώ να πω ότι δεν ερχόταν. Ναι, ήταν ελεύθερος η είσοδος. Όποιος μπορούσε να ‘ρθει, αλλά έπρεπε με τα πόδια σου, με τι πήγαιναν, με τα λεωφορεία τότε;

Ν.Μ.:

Και τελικά πώς έγινε και γυρίσατε στην Καλλιπεύκη;

Π.Δ.:

Πώς το λένε, έγινε, έφυγε ο πόλεμος, πήγαν όλος ο κόσμος στα χωριά, και πήγαμε κι εμείς. Πήγε ο πατέρας μου, διόρθωσε το σπίτι και τελείωσε η Παιδόπολη, μας πήραν από ‘κει. Αλλά μια ξαδέλφη μου, όμως, επειδή ήταν πιο μεγάλη αυτή, πρέπει να πήγαινε Γυμνάσιο και, συνέχισε, πήγε στην Αθήνα. Εμείς ήμασταν Δημοτικό, εγώ το Δημοτικό το ‘βγαλα στην Ξηρό, Καλλιπεύκη.

Ν.Μ.:

Όταν γυρίσατε, γιατί λείπατε τρία χρόνια απ’ το χωριό κι απ’ τα σπίτια σας –

Π.Δ.:

Ναι, ναι.

Ν.Μ.:

Πώς τα βρήκατε, πώς το βρήκατε το σπίτι σας, πώς ήταν;

Π.Δ.:

Σε κακά χάλια. Πώς το βρήκαμε; Τι να σε πω, χάλια ήτανε. Καμένα τα τζάκια όλα, όπως είχαμε τζάκια, έβαζαν οι αντάρτες φωτιά, ξύλα, κούτσουρα πολύ και καίγονταν γύρω-γύρω τ’ αυτά. Άλλα καμένα. Πολλά σπίτια ήταν καμένα. Του πατέρα μου δεν ήταν καμένο. Ήταν μεγάλο, το ‘χαν σαν… οι αντάρτες εκεί, πήγαιναν κοιμόταν, ξέρω ‘γω τι. Ήταν έξω απ’ το χωριό, δεν ήταν μέσα στην πλατεία, ήταν λίγο πιο έξω, και για πιο ευκολία –γιατί όταν πήγαιναν τον στρατό να τις πιάσει, έφευγαν οι αντάρτες, κρύβονταν. Μες το βουνό. Αλλά ύστερα έφυγαν, τελείωσε ο εμφύλιος ο πόλεμος και πήγαμε, το ’50 πήγαμε στο χωριό.

Ν.Μ.:

Εσείς από εκείνα τα χρόνια πριν πάτε στην Παιδόπολη δηλαδή, τι θυμάστε από τον πόλεμο, από την Κατοχή, από τους Γερμανούς, από τον Εμφύλιο μετά; 

Π.Δ.:

Θυμάμαι, ήταν στης γιαγιάς μου το σπίτι. Οι Γερμανοί πρέπει να ήταν, ξέρω ‘γω, Ιταλοί ή Γερμανοί. Κι εγώ πήγαινα στη γιαγιά μου, αλλά ήταν αυτοί, έμεναν εκεί. Και φώναζαν άμα πήγαινα εκεί: «Πίκολο, πίκολο, πίκολο», και μας έδιναν γαλέτες. Αυτές τις γαλέτες εγώ θυμάμαι τώρα –στο χωριό δεν είχαμε τέτοια πράγματα! Αλλά τα θυμάμαι, ψιλές γαλέτες. Μ’ έμειναν οι γαλέτες.

Ν.Μ.:

Ποιοι σας τις δίνανε;

Π.Δ.:

Καλοί ανθρώποι, δεν μας πείραζαν. Τώρα, τι έκαναν οι Γερμανοί… Να, πήγαμε στο –απ’ τους Γερμανούς φύγαμε απ’ το χωριό πάλι. Ο πατέρας μου φόρτωσε κάτι μπαούλα που ‘χε, πήρε κάτι ρούχα, κάτι πράματα, λίγο αλεύρι, λίγο ψωμιά, τι πήρε και πήγαμε στο βουνό. Για να κρυφτούμε απ’ τους Γερμανούς. Αλλά οι Γερμανοί μας βρήκαν, ήρθαν μας μάζεψαν πάλι από ‘κει.

Ν.Μ.:

Όλοι οι κάτοικοι φύγατε και κρυφτήκατε στο δάσος –

Π.Δ.:

Οι κάτοικοι, ναι, οι κάτοικοι. Πήγαμε πίσω μεριά σ’ ένα βουνό μήπως δεν μας βρουν οι Γερμανοί, να μην μας πάρουν, ξέρω ‘γω. Φοβόταν ο κόσμος. Αλλά, μας βρήκαν οι Γερμανοί, δεν μας έκαναν τίποτα. Ησύχασαν τα πράγματα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά.

Ν.Μ.:

Θυμάστε κάποιο άλλο περιστατικό από το διάστημα που ήταν εκεί πέρα οι Γερμανοί, ή αργότερα, μου είπατε ότι υπήρχαν πολλοί αντάρτες;

Π.Δ.:

Ε, υπήρχανε αντάρτες πολλοί. Ήταν στο καφενείο του χωριού, ήτανε οι άντρες όλοι οι μεγάλοι. Μάηδες τις έλεγανε τότε. Φύλαγαν εκεί πέρα και ερχόταν οι αντάρτες. Η μάνα μου είδε έναν ένα βράδυ από το μπαλκόνι εκεί ψηλά που ‘ταν… Περπατούσανε, περπατούσανε κι έλεγαν οι αντάρτες «Από ‘δω, από ‘δω, από ‘δω, από ‘κει!» Και μετά, μόλις τελείωσαν έφυγαν οι αντάρτες, έβαζαν στο χωριό νάρκες στους δρόμους, έβαζαν νάρκες. Και εγώ η ίδια πέρασα μια μέρα από τον δρόμο, και έτρεχα πολύ, και φτάνω εκεί και βλέπω ένα σκοινί μπροστά μου. Κατάλαβα ότι είναι η νάρκα, αλλά δεν γύρισα πίσω, τη σήκωσα με το χέρι μου κι έφυγα! Δεν έπαθα τίποτα ευτυχώς. Και ζω τώρα. Άσε, περάσαμε πολλά, ‘ντάξει.

Ν.Μ.:

Έσκασε η νάρκη ή…; 

Π.Δ.:

Την νάρκη τη σήκωσα απ’ αυτό το δάχτυλο, «παπ» το σκοινί κι έφυγα.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα.

Π.Δ.:

Δεν με πήρε ούτε βλήμα ούτε τίποτα. Λένε ότι η νάρκη πάει έτσι [00:10:00]λοξά. Εγώ έτρεχα μικρό ήμουν, έτρεχα.

Ν.Μ.:

Φοβηθήκατε.

Π.Δ.:

Τ’ αντάρτικα. Ήταν αντάρτες. Οι αντάρτες είχαν και μέσα στο βουνό… νοσοκομεία, είχαν –τι να σε πω– είχαν καταφύγια, πολλά πράματα.

Ν.Μ.:

Τι νοσοκομείο ήταν αυτό που λέτε;

Π.Δ.:

Εγώ δεν το είδα, αλλά άλλος με είπε ότι είχανε νοσοκομείο μέσα στο… Είχαν γάζες, φάρμακα. Σκοτώνονταν, τραυματίζονταν οι αντάρτες, έτσι θα τις άφηναν; Κι αυτοί τις φύλαγαν. Ήταν σαν νοσοκόμες γυναίκες, η μία με την άλλη– ήταν νοσοκόμες αυτές τώρα; Δεν ήταν, αλλά… περιποιούνταν τους αντάρτες. Τους τραυματίες.

Ν.Μ.:

Κρυμμένο ήτανε δηλαδή.

Π.Δ.:

Φυσικά κρυμμένο, μέσα στο χώμα ήταν! Στον Άγιο Γιάννη, απάνω, μες το βουνό.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα.

Π.Δ.:

Μακριά.

Ν.Μ.:

Δηλαδή, οι κάτοικοι του χωριού δίνανε βοήθεια στους αντάρτες, δίνανε τρόφιμα;

Π.Δ.:

Δεν δίνανε, δεν ήθελαν να δώσουν, αλλά άμα πήγαιναν στο σπίτι και σ’ έλεγαν ότι: «Θέλω ψωμί να φάω», σε υποχρέωναν. Ο αδελφός της μάνας μου τον πήρανε οι αντάρτες. Με τα ζώα μαζί. Φόρτωσαν στάρι –γιατί, είχε ο παππούς μου στάρι– και λέει ο παππούς μου: «Θα ‘ρθει το παιδί, θα το πάρετε, θα ακολουθήσει;». «Όχι, όχι, δεν θα ακολουθήσει, θα γυρίσει το παιδί». Κι αυτό δεν γύρισε. Έφτασε στη Ρωσία. Και πήγε στην… Μετά από χρόνια ήρθε απ’ τη Ρωσία, παντρεμένος, με δυο παιδιά. Ο αδελφός της μάνας μου. Τον πήραν οι αντάρτες κι έφυγε. Μετά από… όταν ίσιασαν τα πράγματα, τότε επικοινώνησαν ποιοι είναι ζωντανοί και ποιοι δεν είναι ζωντανοί –γιατί δεν ήξεραν αν ζουν τα παιδιά τους! Κάποτε έστελναν κάνα γράμμα, ύστερα… Στον τυχόντα έστελναν γράμμα ότι: Τάδε, είμαι ο τάδε, ζω. Είμαι στη Ρωσία». Κι έτσι έμαθε η μάνα μου ότι ζει ο αδελφός της. Ήταν στη Ρωσία. Αλλά, ήρθαν αυτοί, ήρθαν –πότε ήρθανε; Αυτοί ήρθαν τώρα αργά –πότε ήρθαν απ’ τη Ρωσία; Εγώ ήμουνα παντρεμένη που ήρθε ο θείος μου. Μετά το '60. Το ’70; Τόσο.

Ν.Μ.:

Έφυγε, δηλαδή, χωρίς να το καταλάβετε –

Π.Δ.:

Έφυγε, με τα ζώα μαζί. Το ένα το ζώο γύρισε στου πατέρα μου το σπίτι. Το ξεφόρτωσαν κι έφυγε, κατάλαβε. Τ’ άλλο χάθηκε. Τα έπαιρναν χωρίς να θες να δώσεις. Σε υποχρέωναν: «Θα σε σκοτώσουμε, δώσε μου στάρι να ζυμώσουμε, να φάμε», να ζήσουν οι αντάρτες. Πώς θα ζούσαν κι αυτοί; Με τι, τι έτρωγαν; Κάτι έκαναν, είχαν φούρνοι, ζύμωναν λέει. Πήγαιναν σ’ έναν μύλο κι άλεθαν τ’ αλεύρι. Τώρα, μόνοι τους τ’ άλεθαν, έβαζαν τον μυλωνά με το έτσι θέλω; Αυτοί ξέρουν. Τι να σε πω.

Ν.Μ.:

Και το ’47 έγινε αυτή η εκκένωση του χωριού που έκανε η κυβέρνηση, για να αποδυναμώσει τους αντάρτες, γι’ αυτό. Κι εσείς καταλήξατε στην Παιδόπολη να ζείτε.

Π.Δ.:

Εγώ, ναι, το 40… −

Ν.Μ.:

Από τότε είχαν ιδρυθεί αυτές, αυτά τα ιδρύματα δηλαδή –

Π.Δ.:

Αυτά θα πρέπει να ήταν, ίσως έγιναν το ’47; Εγώ πρέπει να πήγα το ’48 και το ’49 ήμαν στην Παιδόπολη. Το ίδρυμα ήταν φτιαγμένο και πήγαμε εμείς, γιατί μας είχαν έναν χρόνο νωρίτερα. Ίσως μέσα σ’ αυτό τον χρόνο πήγαν πολλά παιδιά, και από ‘δω απ’ την Κατερίνη ήταν, ήταν ομαδάρχισσες, ήταν –«τρόφιμοι» μας έλεγαν εμάς τα μικρά. Εμείς ήμασταν τρόφιμοι. Ήταν ομαδάρχισσες, ήταν οι λοχαγοί, υπολοχαγοί. Όπως πας –πώς να σε πω– στον στρατό, έτσι ήταν κι εκεί. Σαν να ήτανε στρατιωτικό κτίριο.

Ν.Μ.:

Ποιος τα ίδρυσε ξέρετε; Είχατε ακούσει από ποιον ιδρύθηκαν αυτά; 

Π.Δ.:

Η βασίλισσα. Ο Παύλος ο βασιλιάς ήταν τότε. Απ’ τη Φρειδερίκη είπαν. Τώρα εγώ δεν τα θυμάμαι και καλά, αλλά νομίζω ότι ήταν απ’ τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Επειδή είχαν φωτογραφία τον Παύλο και τη βασίλισσα. Αυτοί τα έκαναν αυτά. 

Ν.Μ.:

Και επιστρέψατε στο χωριό στην Καλλιπεύκη μετά από τρία χρόνια. Εκεί πώς –

Π.Δ.:

Το ’50.

Ν.Μ.:

Ναι, το ’50. Πώς συνεχίστηκε εκεί η ζωή σας μετά; Υπήρχαν δυσκολίες;

Π.Δ.:

Ε, πήγαμε στο σχολείο –πάλι σ’ ένα σπίτι, το σχολείο ήταν καμένο. Μετά από χρόνια το ‘καναν το σχολείο. Εγώ στο καινούριο το σχολείο –ήταν μεν χτισμένο το σχολείο, αλλά ήταν καμένο, δεν είχε παράθυρα, δεν είχε πατώματα, δεν είχε τίποτα. Και πηγαίναμε σ’ ένα σπίτι. Σε σπίτια πηγαίναμε. Άδεια σπίτια τα διόρθωναν. Οι ανθρώποι αυτοί είχαν μείνει στη Λάρισα. Είχαν μείνει κάπου αλλού, κι ήταν άδειο το σπίτι και το ‘καναν σχολείο και πηγαίναμε στο σχολείο εκεί! Και όσο − έγινε μετά το σχολείο, πήγαιναν κανονικά τα παιδιά τ’ άλλα. Εγώ δεν πήγα στο σχολείο κανονικά, πήγα σε σπίτια και στην εκκλησία είπα που πήγαμε. Στην εκκλησία πρέπει να ήταν πριν να φύγουμε.  Ήμαν μικρή, δεν θυμάμαι και πολύ καλά. Ή μόλις γυρίσαμε; Δεν θυμάμαι. Πάντως και στην εκκλησία πήγα, και στα σπίτια πήγα στο σχολείο. Εντάξει, δύσκολα χρόνια ήταν, δεν ήταν εύκολο. Να φύγεις απ’ το χωριό σου. Τρία χρόνια να μην σπείρεις, να μην φυτέψεις τίποτα, να μην δουλέψεις. Πώς θα ζήσεις; Αυτοί ξέραν όμως οι ανθρώποι, οι πατεράδες, που ‘χαν τα παιδιά να τα ταΐσουν. Γι’ αυτό και τα ‘δωσαν στην Παιδόπολη. Ο πατέρας μου γιατί να με πάει στο ίδρυμα, παράδειγμα. Δεν είχε δουλειά.

Ν.Μ.:

Πριν τον πόλεμο, δηλαδή, πριν φύγετε από το χωριό δεν υπήρχε ιδιαίτερη φτώχεια εκεί στο χωριό.

Π.Δ.:

Όχι, ζούσαμε καλά, μια χαρά. Πάρα πολύ καλά. Είχαμε τα χωράφια, ο πατέρας μου δούλευε, ήταν μαραγκός και τα [00:15:00]χωράφια που είχαμε τα δουλεύαμε. Ζούσαμε κανονική ζωή, όλος ο κόσμος. Βάζαμε στάρια, βάζαμε καλαμπόκια, βάζαμε κριθάρια. Είχαμε… η Καλλιπεύκη έχει, ήταν λίμνη. Η Ασκουρίδα λίμνη.

Ν.Μ.:

Ναι.

Π.Δ.:

Και την αποξέραναν το ’12. Την έκαναν χωράφια και μετά από τότε δουλεύονταν σαν χωράφια, ζούσαν ο κόσμος… Πριν όμως που ήταν λίμνη, πριν το ’12, ζούσαν μόνο με τα ξύλα, έκοβαν απ’ το δάσος ξύλα και πήγαιναν και πουλούσαν και ζούσαν με τα ξύλα. Και η κτηνοτροφία ήταν, τα ζώα, είχαν πρόβατα, είχαν γίδια, είχαν τέτοια πράματα. Μ’ αυτά ζούσαν. Αλλά μετά το ’12 είχαν χωράφια πολλά ο κόσμος, ήταν έξι, πέντε χιλιάδες στρέμματα, έξι. Οπότε έφταναν, ζούσε. Μετά το ’12 έγινε αυτή η δουλειά, πότε να τα μοιράσουν, να τα κάνουν… Πρέπει να τα μοίρασαν το ’18. Μοιράστηκαν τα χωράφια.

Ν.Μ.:

Οπότε ήσασταν καλά –

Π.Δ.:

Ήμασταν καλά, εντάξει.

Ν.Μ.:

Αργότερα που γυρίσατε, μετά τον πόλεμο που γυρίσατε, τα βρήκατε λίγο πιο δύσκολα.

Π.Δ.:

Ε, όσο να συμμαζευτεί ο κόσμος, να δουλέψει, να σπείρει τα χωράφια, να δουλέψει. Αλλά έμειναν, πολύς κόσμος έμεινε στη Λάρισα, έμεναν εκεί γιατί είχαν αρχίσει να δουλεύουν σε εργοστάσια, να δουλεύουν σε ξέρω ‘γω τι και έμεινε. Αλλά πάλι το χωριό ήταν μεγάλο.

Ν.Μ.:

Και μέχρι πότε ζήσατε στην Καλλιπεύκη;

Π.Δ.:

Εγώ το ’61 παντρεύτηκα. Κατέβηκα ήρθα ‘δω.

Ν.Μ.:

Και έτσι καταλήξατε στον Αγιάννη.

Π.Δ.:

Έτσι, ναι, ναι. Παντρεύτηκα και ήρθα εδώ. Μέχρι το ’61 ήμαν στην Καλλιπεύκη.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε λίγα περισσότερα, πώς γνωρίσατε τον άντρα σας;

Π.Δ.:

Προξενιό. Πώς; Κατέβηκα στην Καλλιθέα να δω μία θεία μου, κι από ‘κει με είδε μία αδελφή της πεθεράς μου: «Να σε κάνω προξενιά», κι έτσι έγινε. Ε, τέλος πάντων, τον είδα μια βραδιά, με είδε δυο λεπτά, «καλή είναι», «καλός είναι», αυτό ήταν! Όχι ιδιαίτερο. Όχι να βγούμε έξω όπως βγαίνουν τώρα, και τρέχουν, ούτε τίποτα! Και δόξα τω Θεώ, ζήσαμε καλά. Καλά λέγοντας εντάξει, δεν ήμασταν πλούσιοι, φτωχοί ήμασταν, αλλά, ε, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά με τη δουλειά καλούτσικα ήμασταν.

Ν.Μ.:

Η μέρα του γάμου πώς ήτανε, θέλετε να μου πείτε –

Π.Δ.:

Η μέρα του γάμου άστα, μη συζητάς! Ήταν πολύ βροχερός ο καιρός. Ούτε ταξί έβγαινε, ούτε λεωφορείο έβγαινε –α, λεωφορείο δεν είχαμε δρόμο, από πού να βγει; Με το φορτηγό με κατέβασαν στους Γόννους. Κι από ‘κει πήραμε το… άσε, άσε, με το καράβι περάσαμε, δεν είχε δρόμο τότε, δεν είχε… Ο δρόμος αυτός που είναι τώρα, ο κεντρικός, Λάρισα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα δεν ήταν. Μετά το ’60 έγινε.

Ν.Μ.:

Και τελικά κατεβήκατε με το φορτηγό από την Καλλιπεύκη.

Π.Δ.:

Μέχρι το μισό τον δρόμο με το φορτηγό και από ‘κει μπήκα στ’ αυτοκίνητο, και περάσαμε από ‘να καράβι απ’ τα Τέμπη, δεν είχε γέφυρα, δεν είχε… με το καράβι περάσαμε τον Πηνειό. Κι ήρθαμε στη Κατερίνη τη νύχτα, έγιναν τα στέφανα στον Άγιο Πρόδρομο, μες τα… λακκούβες-λακκούβες κατεβήκαμε τη νύχτα κι ήρθα ‘δω. Άστα! Δόξα τω Θεώ, πέρασαν, πέρασαν. Όλα καλά!

Ν.Μ.:

Ωραία. Από ‘κεί και πέρα που ήρθατε και ζήσατε εδώ στον Αγιάννη, άλλαξε πολύ η ζωή σας; Πόσο διαφορετικά ήταν εδώ;

Π.Δ.:

Εντάξει, άλλαξε η ζωή μου, έκανα τα παιδιά, ‘ντάξει, ζούσαμε με τον άντρα μου, εβάζαμε καπνά, όπως όλος ο κόσμος κι εμείς. Καλή, εντάξει.

Ν.Μ.:

Ποιες ήταν – 

Π.Δ.:

Ξέραμε όμως τη φτώχεια. Ήμασταν φτωχοί, αλλά ξέραμε να ζήσουμε! Δεν είχαμε τέτοιες απαιτήσεις που έχουν η νεολαία τώρα και δεν ξέρουν τι θέλουν. Εμείς μ’ αυτά που ‘χαμε, μ’ αυτά περνούσαμε.

Ν.Μ.:

Ποιες ήταν κυρίως οι ασχολίες; Οι δουλειές που κάνατε εδώ στον Αγιάννη;

Π.Δ.:

Οι δουλειές ήταν τα καπνά, το κύριο απασχόλημα ήταν τα καπνά. Μάλλον τα καπνά πιο πολύ. Ο σύζυγος δούλευε σιγά-σιγά, δούλευε μεροκάματο από ‘κει άρχισε να κάνει καμιά περιοχή, άρχισε να φτιάνει σπίτια. Εντάξει, καλά ήμασταν μέχρι που…

Ν.Μ.:

Τα καπνά ήταν πιο δύσκολη δουλειά τότε φαντάζομαι –

Π.Δ.:

Ήταν δύσκολη, αλλά τα ‘χαμε μαθημένα και τα δουλεύαμε. Ύστερα βάλαμε περιβόλια, ο Αγιάννης έβαλε πολλά περιβόλια. Και εντάξει, πήρε λίγο απάνω του με τα περιβόλια πολλής κόσμος. Έβαζαν καρπούζια ο κόσμος… Περιβόλια πιο πολλά. Ναι.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε δυο λόγια για κάποια έθιμα, είτε από την Καλλιπεύκη, είτε από ‘δω απ’ τον Αγιάννη. Κάποια έθιμα, κάποιες γιορτές…

Π.Δ.:

Κοίτα, φτώχεια είχαμε, τα εθίματα τα είχαμε! Και χορούς είχαμε, και πανηγύρια είχαμε, κι εδώ που ήρθα, κι εκεί στο χωριό κάναμε πάρα πολλά. Κι εδώ που ήρθαμε, εδώ στην Αγία Τριάδα γινόταν πολύ ωραίο πανηγύρι. Αλλά με τα κάρα ερχόταν ο κόσμος, δεν έρχονταν με ταξί και με τέτοια πράματα, παρόλο που είχε, αλλά δεν είχε άσφαλτο δρόμο, είχε πάλι χαλικόδρομο κι εδώ. Εντάξει, πανηγύρια, παντού. Στην εκκλησία χόρευαν οι γυναίκες, αποκριές ντύνονταν καρναβάλια, πήγαιναν στα σπίτια. Τώρα… τίποτα. Στο θέατρο εδώ στον Κάτω Αγιάννη ερχόταν, τόσα πούλμαν ερχόταν, τόσα χορευτικά ερχόταν. Τώρα σταμάτησαν τα πάντα. 

Ν.Μ.:

Κυρία Παρασκευή, θα θέλατε να μου πείτε ποιο θα λέγατε ότι είναι το πιο δύσκολο διάστημα της ζωής σας που περάσατε; Με [00:20:00]τις μεγαλύτερες δυσκολίες;

Π.Δ.:

Εντάξει, όταν παντρεύτηκα βρήκα –δεν ήταν εύκολο πράμα, δεν είχαμε. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά με υπομονή και δουλειά.

Ν.Μ.:

Και οι πιο ωραίες αναμνήσεις που έχετε; Έτσι, οι πιο όμορφες.

Π.Δ.:

Όταν κάνεις τα παιδιά σου, όταν παντρεύεις τα παιδιά σου, τα εγγόνια όταν βαφτίζεις… Τι άλλο καλύτερο απ’ αυτό!

Ν.Μ.:

Οι γιορτές.

Π.Δ.:

Ναι.

Ν.Μ.:

Εντάξει, κυρία Παρασκευή, έχετε εσείς κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε; Ξεχάσαμε κάτι να πούμε;

Π.Δ.:

Τα καπνά. Δουλεύαμε είπαμε, με το τσιβί δουλεύαμε.

Ν.Μ.:

Με το; Το τσιβί;

Π.Δ.:

Με τα χέρια φυτεύαμε καπνά, δεν φυτεύαμε με τις μηχανές, πώς φυτεύουν τώρα. Κάναμε αυλάκια, ποτίζαμε το αυλάκι με νερό, άσε περάσαμε πολλές δυσκολίες. Με το ζώο κουβαλούσαμε τα… Με τα βαρέλι, γέμιζε ο πεθερός μου το βαρέλι, απάνω στο κάρο, από ένα ρέμα. Δεν είχε νερά τότε όπως έχει τώρα παντού! Βάζεις το λάστιχο και γεμώνεις το βυτίο και τα πάντα. Ήταν πολύ δύσκολα τότε, και τα καπνά που φυτεύαμε τα φυτεύαμε με χώμα κι ύστερα ρίχναμε λίγο νερό εκεί πέρα, αλλά με το τσιβί. Κάναμε αυλάκια, φυτεύαμε με το χέρι τακ, τακ, τακ, φυτεύαμε. Ύστερα βγήκαν οι μηχανές. Βγήκαν πολλά καλά, πολλές ευκολίες έχουν τώρα στα πάντα. Εμείς ταλαιπωρηθήκαμε λίγο, αλλά είπαμε, δεν παραπονιόμασταν γιατί αυτή ήταν η ζωή μας.

Ν.Μ.:

Και το ρεύμα, που δεν είχατε τότε ρεύμα.

Π.Δ.:

Δεν υπήρχε ούτε ρεύμα να μαγειρέψεις, ούτε να κάνεις μπάνιο, ούτε τίποτα, τίποτα. Άστα, άστα. Πάνε εκείνα, πέρασαν. Δόξα τω Θεώ, τώρα είμαστε μπροστά σ’ εκείνα βασιλιάδες –σ’ εκείνα τα χρόνια που ζήσαμε εμείς. Αλλά εσείς δεν ξέρετε τίποτα. Και να μην ξέρετε, να είστε καλά –

Ν.Μ.:

Και κάτι άλλο ήθελα εγώ να σας ρωτήσω, όταν δεν το είχατε το ρεύμα ακόμα, πώς αποθηκεύατε τα τρόφιμα;

Π.Δ.:

Δεν τ’ αποθηκεύαμε τα τρόφιμα. Είχαμε ένα τετράγωνο πράγμα, με σίτα γύρω-γύρω και το ‘χαμε κρεμασμένο να μην το τρών’ οι μύγες. Τίποτα άλλο. Από μύγα… Πώς θα το αποθηκεύσεις; Καλοκαίρι δεν μαγείρευες να βάλεις στο ψυγείο, να έχεις, να κάνεις. Μαγειρεύαμε της μέρας φαγητό. Δεν είχαμε ψυγεία, δεν είχαμε πράγματα. Δεν είχαμε ρεύματα, δεν είχαμε λάμπες. Γκαζόλαμπες είχαμε. Με το πετρέλαιο. 

Ν.Μ.:

Κατάλαβα. Αλλά έτσι ήτανε και όλα φρέσκα! 

Π.Δ.:

Είπαμε, συγχρόνως ήρθαν όλα σιγά-σιγά, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Εντάξει. Τώρα είμαστε πάρα πολύ καλά. Από ‘κείνα τα χρόνια. 

Ν.Μ.:

Εντάξει, κυρία Παρασκευή, εγώ αυτά ήθελα να σας ρωτήσω.

Π.Δ.:

Ευχαριστώ.

Ν.Μ.:

Αν δεν έχετε κι εσείς κάτι άλλο.

Π.Δ.:

Τι άλλο να έχω, δεν έχω κάτι άλλο –

Ν.Μ.:

Εντάξει. Εντάξει λοιπόν, ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.

Π.Δ.:

Να ‘σαι καλά.

Ν.Μ.:

Έγινε, ευχαριστώ.

Π.Δ.:

Καλές δουλειές.

Ν.Μ.:

Λοιπόν, κυρία Παρασκευή, στο χωριό στην Καλλιπεύκη είχατε γιατρό; Άμα χρειαζόσασταν, ας πούμε, νοσοκομείο –

Π.Δ.:

Είχαμε γιατρό μετά το ’50 όμως, όχι πριν. Μετά το ’50 είχαμε γιατρό, έμενε εκεί. Πήγαινες στον γιατρό. Είχε και μια μαμή για τις γυναίκες για να γεννήσουν. Πριν, όμως, οι μαμές ήταν οι γιαγιές απ’ το χωριό. Πρακτικές δηλαδή. Να φανταστείς, μία αδελφή του πατέρα μου πέθανε. Ήθελε να γεννήσει και δεν μπορούσε να γεννήσει, έπρεπε να γίνει καισαρική. Η γυναίκα πέθανε. Και μετά από ‘κει, άλλη γυναίκα έμεινε έγκυος και δεν μπορούσε να γεννήσει πάλι, και μαζεύτηκαν ανθρώποι, άντρες απ’ το καφενείο, κι έκαναν με ξύλο σαν φορείο και την κατέβασαν στους Γόννους, με τα πόδια! Να γεννήσει η γυναίκα εκεί. Και την πρόλαβαν. Η αδελφή του πατέρα μου πέθανε. Απάνω στη γέννα, δεν μπόρεσε να γεννήσει, έσκασε η γυναίκα.

Ν.Μ.:

Εσείς, έτυχε καμιά φορά απ’ την οικογένειά σας ή εσείς να χρειαστείτε να πάτε στο νοσοκομείο άμεσα;

Π.Δ.:

Πήγε ο αδελφός μου με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου πήγε τον αδελφό μου. Και τελικά πέθανε το παιδάκι και το ‘φεραν με το ζώο, τη νύχτα. Δεν υπήρχε, με τι να το φέρουν; Μες τη νύχτα φόρτωσε απ’ τη μία μεριά πέτρες κι απ’ την άλλη μεριά τον αδελφό μου. Εννιά χρονών παλικαράκι. Το φόρτωσε, το ‘φερε στο χωριό. Ύστερα έγινε σιγά-σιγά ο δρόμος και κυκλοφορούσαν. Άργησε φυσικά να γίνει άσφαλτος, αλλά είχε, κάπως έρχονταν κάτι φορτηγά, κάτι –φορτηγά συνήθως. Αλλά πριν να γίνει άσφαλτος ήταν δύσκολο το χωριό. Είχε μεν γιατρό, αλλά μετά το ’50. Από νωρίτερα δεν θυμάμαι να είχε γιατρό.

Ν.Μ.:

Ο αδελφός σας, δηλαδή, δεν πρόλαβε, δεν προλάβανε –

Π.Δ.:

Ο αδελφός μου πέθανε στη Λάρισα. Ήταν το 55; Δεν είχε δρόμους ακόμα να κατεβούν με το… Να πάρεις ένα ταξί, να το φέρεις. Απ’ τη Λάρισα, να φανταστείς απ’ τη Λάρισα ο πατέρας μου στους Γόννους το ‘φερε με την άμαξα. Με το ζώο δηλαδή, με την άμαξα. Πλήρωσε τότε πεντακόσιες δραχμές –πολλά λεφτά ήτανε τότε– για να το φέρει στους Γόννους. Κι από ‘κει το πήρε μ’ ένα άλογο και το ‘φερε στο χωριό. Ήταν ταλαιπωρία, ήταν. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν όλα ρόδινα κι όλα καλά. Αλλά ο κόσμος ήταν μαθημένος έτσι και ζούσαν. Τώρα, έχουν ευκολίες κι εκεί. Έχουν αυτοκίνητα όλοι, έχουν τρακτέρια, έχουν τα πάντα.

Ν.Μ.:

[00:25:00]Κατάλαβα. Δεν είχατε − Κατά τ’ άλλα κύλησαν εντάξει τα πράγματα στην οικογένεια.

Π.Δ.:

Ναι. Τώρα τ’ αδέλφια μου δεν ζει κανένας στο χωριό. Πηγαίνουν το καλοκαίρι, έχουν σπίτια και στον Αμπελώνα και στο αυτό. ‘Ντάξει είναι, καλά είναι, δουλεύουν καλά οι ανθρώποι. Οι δυο είναι στη σύνταξη. Ο άλλος δεν μπήκε ακόμα, είναι μικρός, το ’53 είναι γεννηθείς, ο Βαγγέλης. Καλά είναι, όλοι τους είναι καλά. Δόξα τω Θεώ.

Ν.Μ.:

Εντάξει. Αυτά λοιπόν.

Π.Δ.:

Να ‘σαι καλά.