© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Πολυχώρος «Αλεξάνδρεια»: Ο ηθοποιός Βασίλης Βλάχος δίνει ζωή στην κατοικία του Καραγάτση
Istorima Code
12929
Story URL
Speaker
Βασίλης Βλάχος (Β.Β.)
Interview Date
09/06/2020
Researcher
Εμμανουήλ Κανδεράκης (Ε.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Με λένε Βασίλη Βλάχο.
Είναι Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020, είμαι με τον Βασίλη Βλάχο στον Πολυχώρο «Αλεξάνδρεια», στην Πλατεία Αμερικής, εγώ ονομάζομαι Μάνος Κανδεράκης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Βλάχο, πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στα μέσα της δεκαετίας του ’50, από Έλληνες γονείς οι οποίοι και αυτοί γεννήθηκαν στην Αίγυπτο, Αλεξάνδρεια ο πατέρας, Σουέζ η μητέρα. Οι γονείς τους είχανε πάει στην Αίγυπτο για αναζήτηση καλύτερης τύχης, με αφορμή τον Λεσσέψ που είχε φτιάξει το κανάλι του Σουέζ τότε, και βρεθήκαν εκεί παντρευτήκανε και οι γονείς μου είναι γεννημένοι εκεί. Οπότε εγώ, εγώ δεν έζησα πολλά χρόνια, εγώ έφυγα σε πολύ μικρή ηλικία, 3-4 χρονών ήρθα στην Ελλάδα. Οι αναμνήσεις μου απ’ την Αλεξάνδρεια είναι περισσότερο, θα ‘λεγα κυτταρικές, γιατί εγώ δεν είχα πάρα πολλές εμπειρίες, είχα ακούσματα, μυρωδιές, κάποιες διηγήσεις, δεν μπόρεσα να δω… κάποιες… πήγαινα στις παραλίες, στις πλαζ, κάποια σινεμά, κάποια που υπήρχαν, τα θυμάμαι ακόμα παρόλο που ήμουνα πολύ μικρό παιδί. Και μετά γυρίσαμε στην Ελλάδα, δηλαδή… έχω όμως ένα… μια γλυκιά ανάμνηση, και σε συνδυασμό και με τις διηγήσεις των δικών μου, πιστεύω ότι ο χώρος αυτός πρέπει θα να υπήρξε μαγικός. Μέχρι την εποχή βέβαια που ο Νάσερ αποφάσισε να κρατικοποιήσει τη διώρυγα, να διώξει τους Ευρωπαίους και να... νομίζοντας ότι κάνει καλό για τη χώρα του. Νομίζω ότι δεν έκανε καλά, αλλά αυτό δεν θα το κρίνω εγώ, θα το κρίνει η ιστορία. Και βρέθηκα στην Ελλάδα μικρό παιδί με τη μητέρα μου και τον πατριό μου, γιατί είχε ήδη χωρίσει η μητέρα μου, μια δύσκολη ζωή στην Ελλάδα βέβαια, με μόνο όχημα, η μητέρα μου είχε τις ξένες γλώσσες που λόγω της Αιγύπτου τις ήξερε πολύ καλά, είχε σπουδάσει στις Καλόγριες και αυτό τη βοήθησε να σταθεί στην Ελλάδα, να μεγαλώσει εμένανε, να μου μάθει ξένες γλώσσες, και στη συνέχεια μόνη της ν’ ακολουθήσει την πορεία της, γιατί χώρισε με τον πατριό μου... Τέλος πάντων, αυτά δεν ενδιαφέρουν. Το θέμα είναι ότι εγώ μικρό παιδί στην Αθήνα, στο Καλαμάκι έμεινα μέχρι που μπήκα στη Νομική σχολή, έμεινα στο Καλαμάκι. Θυμάμαι κάποιους γάιδαρους που είχε τότε, θυμάμαι τον πάγο που τον εφέρνανε ακόμα στα σπίτια, τα παιχνίδια που παίζαμε μικρά παιδιά, τρυφερή ηλικία, και πάντα εγώ σ’ αυτά, πάντα έβρισκα έναν τρόπο να επικοινωνώ με τον κόσμο, θες ότι δεν είχα τον πατέρα μου, είχα μόνο τη μητέρα μου και έναν πατριό... εντάξει, όσο να ‘ναι ο πατριός δεν είναι το ίδιο με τον πατέρα. Αυτό με έσπρωξε στο να θέλω να κάνω φιλίες, να γνωρίσω κόσμο. Έπαιζα λοιπόν τα παιχνίδια τα κλασικά αυτά, αλλά παράλληλα άρχισα και να κάνω… να παίζω στο σχολείο, να κάνω παραστάσεις σε υπόγεια, σε αποθήκες με φίλους, αυτά, να πουλάμε αντικείμενα. Στο σχολείο, στο γυμνάσιο έπαιξα –να μην τα πολυλογώ– στο «Τίμημα της Λευτεριάς» του Γιώργου Θεοτοκά, θυμάμαι στην έκτη γυμνασίου έκανα τον οικονόμο, τον γραμματέα του Αλή Πασά, που έλεγε: «Καλύτερης μιας ώρας ελεύθερη ζωή» και θυμάμαι τότε είχανε πει… Μάλιστα στην Παναγίτσα είχαμε κάνει την παράσταση, στην εκκλησία την Παναγίτσα είχε κάτω μια αίθουσα που κάνανε παραστάσεις, και μου ‘χε πει –τότε ήτανε η χρονιά που θα έδινα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο–, μου λέει: «Και να μην περάσετε, κύριε Βλάχο, εγώ σας βλέπω ότι το μέλλον σας είναι στο θέατρο». Εγώ βέβαια μπήκα στη Νομική με την πρώτη, ήρθα στην Αθήνα, έκανα κάποια ιδιαίτερα μαθήματα για να βγάλω τα προς το ζην, τα δικά μου, το χαρτζιλίκι μου, και μανία με το θέατρο βέβαια, μανία με το θέατρο. Η μαμά: «Όχι, αν δεν τελειώσεις τη σχολή, δεν έχει θέατρα και τέτοια». Τέλος πάντων, τα συνδύασα όλα, μπήκα στη δραματική σχολή, παράλληλα μετά από λίγο μπήκα στο Υπουργείο... Να μην τα λέμε όμως όλα, να τα πούμε… δεν ξέρω, πώς θέλετε να…
Ναι. Παράλληλα δηλαδή, μαζί με τις σπουδές σας, πώς το συνδυάσατε, την ενασχόληση με το θέατρο;
Σπούδαζα, στις σχολές δεν... είχα δώσει μια δυο φορές, δεν πέρασα. Πέρασα στην πρώτη φάση, κόπηκα στη δεύτερη. Στο Εθνικό όταν είπα ότι είμαι φοιτητής μου είπανε: «Μα ξέρετε, εμείς κάνουμε και πρωινά μαθήματα, ξιφομαχία, αυτά και δεν θα μπορέσετε να παρακολουθήσετε», αυτός ήταν ένας εύλογος τρόπος να με κόψουνε. Ίσως να μην ήμουνα και ικανός τότε. Πήγα σε μια σχολή εδώ στην Κυψέλη, αλλά είχα το σαράκι ότι ήθελα να διακριθώ. Έβλεπα... έπαιζα στο μεταξύ, μπήκα και στο Υπουργείο Εξωτερικών, μεγάλη στιγμή της ζωής μου. Μπήκα μικρός, στα 21 μου, επί πτυχίω Νομικής, και βρέθηκα μια εποχή, δηλαδή, να σπουδάζω δραματική σχολή, να σπουδάζω, να τελειώνω το πανεπιστήμιο και παράλληλα να εργάζομαι σ’ ένα Υπουργείο απ’ τα πρωτοκλασάτα, έτσι; Κι όμως η δύναμη, το πάθος μου γι’ αυτό το πράγμα με τροφοδότησαν, θα ‘λεγα, με πολύ σθένος και επιμονή να τα διεκπεραιώσω όλα και να τα καταφέρω. Και πιστεύω ότι τα κατάφερα. Άλλαξα κλάδο, μπήκα σε ανώτερο κλάδο, απέφυγα το διπλωματικό σώμα, γιατί δεν με ενδιέφερε επίσημα, φοίτησα βέβαια, αλλά δεν ακολούθησα, απέφυγα βέβαια τις μεταθέσεις στο εξωτερικό, λόγω συνδικαλισμού. Αυτά τώρα τα λέμε, δεν ξέρω αν ενδιαφέρουν, εν πάση περιπτώσει, μπορεί και να ενδιαφέρουν. Και κάποια στιγμή τελείωσα τη δραματική σχολή αυτή, δεν πέρασα στις εξετάσεις, δεν πέρασα και ξαναέκανα το τρίτο έτος στη Σχολή Θεοδοσιάδη, ξαναέκανα το τρίτο έτος, ενώ είχα τελειώσει, σε μια σχολή δύσκολη που δεν σ’ έπαιρνε εύκολα, μάλιστα άμα πήγαινες τρίτο έτος ήδη από μια σχολή άγνωστη. Παρ’ όλα αυτά κατάφερα κι εκεί να περάσω και να πάω καλά κι από εκεί και πέρα μου ‘φυγε το κόμπλεξ ότι… ήμουνα, έπαιζα στο μεταξύ, από το ΄77 άρχισα να παίζω, αλλά δεν είχα την άδεια κι αισθανόμουνα λιγάκι ότι αυτό το πράγμα δεν είναι, πρέπει να τακτοποιηθεί. Τελείωσα, πήρα την άδεια, έφυγε αυτό το πράγμα, η δουλειά, δουλειά.
Για ποια περίοδο τώρα;
Μιλάμε τώρα για αρχές της δεκαετίας του ’80 πια, όταν είχα πάρει και την άδεια. Έπαιζα σε παραστάσεις, δεν είχα το... η δουλειά μου ήτανε πάρα πολύ ανεκτική σ’ αυτό το πράγμα, δηλαδή μου επέτρεπαν σε μία εποχή τώρα, τότε δύσκολη ακόμα, να παίζω. Βέβαια έπαιζα σε παραστάσεις ευπρόσωπες, όχι χυδαίες ή, ξέρω ‘γώ, πολύ ευτελείς κτλ., πρόσεχα εκεί που θα ‘παιζα, και σαφώς ερχόντουσαν και με βλέπανε. Και μια φορά, δυο τρεις, σιγά σιγά απέκτησα κι ένα κοινό, το οποίο με ακολούθησε στην πορεία μου, άρχιζα να παίζω πια σε θιάσους. Ξεκίνησα να παίζω και στον Πειραιά, στο «Λαϊκό Θέατρο Πειραιά», έπαιξα Σαίξπηρ, έπαιξα με τον Κώστα Πρέκα, μετά συνέχισα με τον Αλέξη τον Μίγκα, τον «Καραγκιόζη» του Θόδωρου Συναδινού. Μετά έπαιξα, άρχισα να παίζω στην Αθήνα πια, στα Αθηναϊκά, με την Μαρία Ξενουδάκη, το «Αντιθέατρο», κάναμε το «Αίμα στον λαιμό της γάτας» του Φασμπίντερ. Μετά γνωρίστηκα με την Μαριέττα Ριάλδη, η οποία ήταν από τους πρωτοπόρους τότε που έφτιαξε θέατρο την εποχή, τέλη της δεκαετίας του ’60, τα θεατράκια, τα οποία ήτανε πολύ εναντίον της χούντας, τότε ήτανε μια νέα... ένα νέο είδος που έβγαινε, που σατίριζε πάρα πολύ τους αυταρχικούς συνταγματάρχες και αυτά. Κι απέκτησα γνωριμίες, μετά την Ριάλδη ακολούθησε το «Θέατρο Βεργή» με την Τζένη Ρουσσέα, ξαναπήγα στην Ριάλδη... Να αναφέρω τους συνεργάτες, τώρα; Δεν ξέρω αν θα ενδιαφέρουνε–
Βεβαίως–
Έπαιξα το... με την Ριάλδη έπαιξα στο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, ένας θίασος με τον Γιώργο Μούτσιο, την Δέσποινα Νικολαϊδου, τον Τάκη τον Ασημακόπουλο, την Μαριέττα Ριάλδη. Ξεχνάω κι άλλους, πάρα πολλοί ηθοποιοί. Μετά βρέθηκα στο «Θέατρο Βεργή» με την Τζένη την Ρουσσέα και τον Χρήστο τον Φράγκο, τον Βίκτωρα τον Παγουλάτο, τον σκηνοθέτη και την Αναστασία την Παπαστάθη. Την επόμενη χρονιά, το ’91 πάλι μαζί τους. Το ’92 έπαιξα οπερέτα, τη «Δεσποινίδα Σορολόπ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, περιοδεία, το ’92 πάλι με την Μαριέττα Ριάλδη, «Τα μάτια σ’ εμάς παρακαλώ», μ’ έναν θίασο πολύ σημαντικό, με επικεφαλής την Μαργαρίτα Λαμπρινού, την Βίλμα την Κύρου, τον Δημήτρη τον Καλλιβωκά, τον Βασίλη τον Κολοβό και την αφεντιά μου, την Άννα Φόνσου κι εμένα. Μετά βρέθηκα στον Ποταμίτη. Είχα απωθημένο να παίξω με τον Δημήτρη Ποταμίτη, έπαιξα στο «Άγγελοι στην Αμερική», ένα πολύκροτο έργο που είχε σχέση με το AIDS και με την ομοφυλοφιλία, ήταν ένα έργο πολύ δυνατό, το οποίο πήγε πάρα πολύ καλά. Ξαναγύρισα στο Βεργή με τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Γνώρισα τον Χριστόφορο τον Χριστοφή κι έπαιξα και στο «Θέατρο της Κλάρας Γκαζούλ», λεγόταν το έργο, του Προσπέρ Μεριμέ. Μετά ξαναπήγα στον Ποταμίτη με το «Birdy». Βρέθηκα με την Έρση Βασιλικιώτη, την Έρση την Βασιλικιώτη στο θέατρο που είχε, «Των Καιρών» λεγότανε, πίσω από τον Άρειο Πάγο. Δύο σεζόν παίξαμε σπονδυλωτά κομμάτια το «Εντός σχεδίου» με τον Νίκο τον Καλογερόπουλο και τον Γιώργο Κυριακίδη... Γιάννη Κυριακίδη και πολλούς άλλους φίλους, κείμενα του Μουρσελά, του Κεχαΐδη, της Κωνσταντίνας Βέργου, του Κοροβέση, του Μανιώτη... δεν θυμάμαι τώρα, ξεχνάω κι άλλους, του Δημήτρη του Παπαχρήστου, της Βογιατζόγλου της Στέλλας, σε σκηνοθεσία της Έρσης Βασιλικιώτη. Και την επόμενη χρονιά πάλι κάναμε ένα πείραμα, πάλι με κείμενα με σπονδυλωτά έργα και κείμενα του Χριστόφορου του Χριστοφή, του Παναγιώτη του Μέντη, του Μάκη του Τσίτα, του Λένου του Χρηστίδη, της Βίλης Σωτηροπούλου... Ένας θίασος πάλι σημαντικός. Μετά απ’ αυτό εγώ ήμουν πάντα σε αναζήτηση χώρου, έψαχνα να βρω χώρο.
Ωραία. Εγώ θα ‘θελα λίγο να σας ξαναγυρίσω στην εποχή του Υπουργείου. Γιατί εμένα μου ‘κανε εντύπωση–
Ωραία, ναι–
Κι αυτή η αναφορά–
Αυτό, ναι–
Δηλαδή, την περίοδο του Υπουργείου Εξωτερικών, θέλατε να μου πείτε, να μου μιλήσετε για εκείνη την περίοδο που βρισκόσαστε στο Υπουργείο Εξωτερικών; Για ποια περίοδο μιλάμε χρονικά;–
Ναι, μιλάμε για τα... περί τα τέλη δεκαετίας του ’70, μέσα προς τα τέλη... πήγα πολύ μικρός. Ήμουνα να πάρω το πτυχίο, δεν το ‘χα πάρει. Με το που πήγα –θα το πω αυτό– είχα τον κίνδυνο της μετάθεσης. Μου ‘πανε: «Ξέρετε, επειδή μιλάτε αγγλικά, γαλλικά θα πάτε έξω. Όλοι όσοι διοριστήκατε τώρα είστε για εξωτερικό, άλλος Άγκυρα, άλλος αυτό...» Εμένα, λίγο πολύ, κύριε Κανδεράκη, με στέλνανε στο Βανκούβερ στον Καναδά. Η μητέρα μου λέει: «Φύγε, παιδί μου, παραιτήσου, δεν μπορείς τώρα ν’ αφήσεις εμένα εδώ πέρα -δούλευε-, πώς θα πάρεις το πτυχίο;» δεν είχα πάρει το πτυχίο μου ακόμη. Τέλος πάντων, γίνανε διάφορα πράγματα, δεχτήκανε και παρέμεινα[00:10:00] στο κέντρο ευτυχώς και μπόρεσα και συνέχισα. Παράλληλα έκανα αυτήν τη δουλειά, δραματική σχολή, σπουδές, στο Υπουργείο κι όλα μαζί. Μπορώ να πω ότι το Υπουργείο μού στάθηκε. Πέρασα πολύ ωραίες στιγμές εκεί, κουραζόμουνα πάρα πολύ, δεν ήξερα τι θα πει διακοπές. Διακοπές δηλαδή όταν έπαιρνα, έπαιρνα την άδειά μου την κανονική, φερειπείν όταν έκανα τα γυρίσματα του «Πατούχα» το ’83, πήρα έναν μήνα άνευ αποδοχών για να πάω στη Βόρεια Εύβοια να παίξω. Η συγκίνησή μου ήταν όταν άρχισαν να έρχονται να με πρωτοβλέπουν οι συνάδελφοι, ξέρεις: «Πάμε να δούμε έναν συνάδελφό μας», άλλοι τραγουδάνε, άλλοι χορεύουνε, πάμε όλοι, ξέρεις, συγκαταβατικά την πρώτη φορά. Τη δεύτερη φορά, σου λέει: «Αυτός κάτι κάνει εδώ», τους είχα πείσει ότι είχα ένα πάθος γι’ αυτό το πράγμα και σιγά σιγά, όπως είπα και προηγουμένως, έφτιαξα ένα κοινό, το οποίο με ακολούθησε και με ακολουθεί ακόμα και τώρα που έχω τον Πολυχώρο «Αλεξάνδρεια». Δηλαδή, το 2020 έχω ένα κοινό τώρα σαράντα χρόνια και. Σαράντα πέντε χρόνια με ακολουθεί, περίπου. Σαράντα...
Στο Υπουργείο Εξωτερικών, λοιπόν.
Απ’ το οποίο έφυγα από το 2010. Έφυγα το ’10, κάνοντας την πορεία παράλληλα στο θέατρο, και πια αποφάσισα τότε να κάνω δικό μου χώρο, αλλά πάλεψα με πάρα πολλές δυσκολίες και αντιξοότητες. Ήθελα να πάρω χώρους, πέρναγα από έναν χώρο που ήτανε μαγαζί και το ‘βλεπα: «Εδώ πέρα -λέω- αυτό μπορεί να γίνει θέατρο», χάζευα ένα μαγαζί που ‘χε έπιπλα, ήταν άδειο, έφτιαχνα σχεδόν την σκηνή, δηλαδή ονειροπολούσα και ονειροβατούσα, μέχρι που κάποια στιγμή πήρα ένα οικόπεδο στο Μεταξουργείο, το οποίο κακώς το πήρα γιατί δεν μπορούσε να γίνει θέατρο, είχε αλλάξει η χρήση γης και αναγκάστηκα να το πουλήσω άρον άρον. Βέβαια δεν έχασα, αλλά είχα μείνει πάντα με την προσδοκία ότι πρέπει να κάνω ένα θέατρο, δεν γινότανε, έβλεπα ότι οι συνεργάτες με τους οποίους δούλευα στο θέατρο σιγά σιγά κλείνανε τα θέατρά τους, πεθαίνανε, φεύγανε, οπότε εγώ δεν είχα τη δυνατότητα, λόγω Υπουργείου Εξωτερικών, να παίξω στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο Τέχνης, σε θέατρα που πηγαίνανε περιοδείες, έπρεπε να περιοριστώ σε κάποια θέατρα που να ‘τανε απογευματινές πρόβες, να ταιριάζει με το ωράριό μου στη δουλειά μου. Παρ’ όλα αυτά τα κατάφερα, και όταν πια το 2010 έφυγα, ήμουνα πια ελεύθερος αλλά είχα ήδη φτιάξει –δεν θα πω τη λέξη «καριέρα», δεν μ’ αρέσει– την πορεία μου. Και βεβαίως, ελεύθερος πια από το ’12 που πήρα τον χώρο αυτόν... Να πω γι’ αυτό; Δεν ξέρω, ό,τι...
Εγώ θα ‘θελα να σας ρωτήσω, αρχικά, γι’ αυτόν τον χώρο. Μας είπατε… μου είπατε πάνω κάτω πώς ξεκινήσατε στο Μεταξουργείο αρχικά να εντοπίσετε χώρο, και μετά, θα ‘θελα να μάθω–
Ναι–
Πώς βρεθήκατε στην πολύπαθη Πλατεία Αμερικής–
Μπράβο–
Και θα ‘θελα επίσης και την ιστορία του χώρου.
Οπωσδήποτε–
Αυτού του νεοκλασικού που βρισκόμαστε σήμερα–
Λοιπόν, αυτό έχει ενδιαφέρον να το διηγηθώ, γιατί πιστεύω, ήτανε καρμικό. Παίζοντας στο θέατρο, κι έχοντας φύγει πλέον από το Υπουργείο το 2010, αφού η περιπέτεια με το άλλο δεν μπόρεσε να καταλήξει σε αίσιο αποτέλεσμα, δεν μπόρεσα να κρατήσω το οικόπεδο αυτό, το πούλησα, πάντα ήθελα να φτιάξω έναν χώρο δικό μου, γιατί έβλεπα τα πράγματα, ότι έπρεπε να κάνω κάτι δικό μου πια. Δεν γινόταν να στηρίζομαι στον έναν και στον άλλον, που μια χρονιά έπαιζες... Γιατί οφείλω να ομολογήσω ότι η δουλειά του ηθοποιού πέρα του ότι είναι θνησιγενής, τελειώνει η παράσταση και δεν θυμάται κανείς... ό,τι θυμάται εκείνη την ώρα ο θεατής, δεν μένει κάτι. Και στο βίντεο ακόμα να το αποτυπώσεις δεν είναι το ίδιο, δεν συγκρίνεται με τη μέθεξη που νιώθεις όταν συμμετέχει κοινό σε μία παράσταση, θεατής, κοινό, δηλαδή αυτή η σχέση. Οπότε ήθελα πάση θυσία να κάνω κάτι δικό μου. Δεν είχα λεφτά. Περίμενα ένα εφάπαξ, το εφάπαξ ήρθε το 2010... 2012, ψέματα. Έπαιζα την εποχή εκείνη που... έπαιζα στο «Θέατρο Άλεκτον» τον «Θείο Βάνια». Σας λέω, είναι τελείως καρμικό. Βρέθηκε μια ξαδέρφη μου, ο άνδρας της ήταν πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου εν πάση περιπτώσει, και ήρθε να δει την παράσταση με τον γιο της και μια ξαδέρφη δική της, η οποία αποδείχτηκε στην πορεία ότι ήταν και δική μου εξ αγχιστείας ξαδέρφη. Είδαν την παράσταση και δεν υπήρχε πρόγραμμα εκείνη τη μέρα και με παρακάλεσε να πάω, να ‘ρθώ απ’ το σπίτι της να της δώσω ένα πρόγραμμα που ήθελε να το κρατήσει για να ενημερωθεί. Πραγματικά σηκώνομαι την επομένη ημέρα, δεν θυμάμαι, ήτανε Μάρτιος, Απρίλιος του ’12, κι εγώ την Πλατεία Αμερικής την είχα λίγο από… δεν την είχα μέσα στα σχέδιά μου, πήγαινα Φωκίωνος Νέγρη, δεν είχα χρόνο να πολυχαζεύω, γιατί με δουλειά συνεχόμενη, πρόβες δεν ήμουν για να πάω από δω κι από κει να περνάει η ώρα μου. Οπότε έχοντας κλείσει και το στούντιο εδώ πέρα, δεν είχα κάνα πόλο έλξης να ‘ρθώ στην περιοχή, ήταν… είχε ήδη γίνει κι η μεγάλη… αυτή με την υπερπληθώρα αλλοδαπών στην περιοχή, είχε υποβαθμιστεί πάρα πολύ ο χώρος... Ανεβαίνω τη Σπάρτης λοιπόν και βλέπω ένα τριώροφο, μου λέει... Χτυπάω το κουδούνι, μου λέει: «Ανέβα πάνω». Ανεβαίνω πάνω, βλέπω ένα καταπληκτικό σπίτι με πόρτες τζαμένιες κτλ., μου λέει: «Εδώ ήταν και το σπίτι του Καραγάτση». Μιλήσαμε εκεί πέρα, της έδωσα και το πρόγραμμα, μου λέει: «Έλα να σου δείξω κάτω το υπόγειο που έχω, ήταν -λέει… το υπόγειο λέω, το ισόγειο- ήτανε κάποτε η ταβέρνα το “Αρχοντόσπιτο”, τώρα μας το ζητάει κάποιες πολιτικές οργανώσεις, κάποια για βρεφονηπιακό σταθμό...» ξέρω ‘γώ. Το βλέπω εγώ, μολονότι ήταν σε κατάσταση... μισογκρεμισμένο, μισό… εγκαταλειμμένο σχεδόν, λέω: «Μου αρέσει». Μου λέει: «Πώς σ’ αρέσει;» «Θα το ‘θελα. Το νοικιάζεις; Τι το κάνεις;» Μου λέει: «Το νοικιάζω. Μακάρι να το πάρεις εσύ», μου λέει, «γιατί είμαστε και μόνες μας, δεν είμαστε... θέλουμε έναν άνδρα από κάτω, είμαστε δύο αδερφές χήρες και οι δυο...» Και λέω: «Ναι, το θέλω». Συμφωνήσαμε λοιπόν και από τον Απρίλιο, Μάρτιο-Απρίλιο του ’12, είχα αρχίσει να συζητάω πώς θα πάρω, πού θα βρω λεφτά –δεν είχα πάρει ακόμα το εφάπαξ– κι όταν άκουσα ότι είναι και σπίτι του Καραγάτση, ένας λόγος παραπάνω να μου δυναμώσει το πείσμα και τη θέληση να τον αποκτήσω αυτόν τον χώρο. Έφερα μια φίλη μου, την Ανθή την Σοφοκλέους, η οποία έχει σπουδάσει στην Ιταλία ζωγραφική, μου ‘πε, έτσι, αυστηρά, έτσι, που είναι και κοπέλα που δεν λέει πολλά λόγια, είναι μονοκόμματη σ’ αυτό που λέει αλλά πάντα αυτά που λέει είναι σωστά όλα. Δηλαδή οι συμβουλές της είναι πάρα πολύ πολύτιμες. Ξεκινάμε, κάνουμε οντισιόν σε διάφορα, ποιους θα πάρουμε, συνεργεία, και κάποια στιγμή, γύρω στο καλοκαίρι, μπαίνουν τα συνεργεία και αρχίζουνε και γκρεμίζουνε, βάφουνε, κάνουν, πετάμε, δείχνουμε... Μες στην κρίση το ’12, εγώ ξεκινάω να κάνω αυτά τα πράγματα. Πού τη βρήκα την τόλμη... αυτό που είπα, ίσως με παρέσυρε το πάθος μου; Το [Δ.Α.] για το θέατρο; Η αγάπη μου γι’ αυτά όλα τα πράγματα; Είχα και κάποια πράγματα που πήρα μαζεμένα –όχι πολλά δηλαδή, μη φανταστείτε–, πούλησα και κάποια γκαρσονιέρα και έφτιαξα αυτόν τον χώρο. Ωραία, φτιάξαμε τον χώρο αυτόν, τι θα κάνουμε τον χειμώνα; Τον πήραμε τον χώρο. Θα κοιταζόμαστε; Άρχισε λοιπόν, βρέθηκε ένας φίλος μου, ο Κίμωνας ο Ρηγόπουλος, ο οποίος είναι ηθοποιός και συγγραφέας, κι η γυναίκα του η Τζένη Σκαρλάτου και λέμε... Είχε ένα έργο δικό του, φτιάχνουμε έναν ωραίο θίασο και ανεβάζουμε το «Πλάτες μέσα στα σκουπίδια» λεγότανε, είναι έργο του Κίμωνα Ρηγόπουλου, κι αυτό σπονδυλωτό με πολύ ωραίο θίασο, με τον Χρήστο τον Ευθυμίου, την Τζένη την Σκαρλάτου, τον Γιώργο τον Μωρόγιαννη, την Έλενα την Αρβανίτη και εμένα, και το ανεβάσαμε την εποχή που ήταν η Χρυσή Αυγή που βασίλευε, σε μια περιοχή που φοβόμασταν ότι θα γίνει… ήταν μάλιστα κι ένα κείμενο που χτυπούσε πολύ, αλύπητα τη Χρυσή Αυγή, λέμε «Θα μπει τώρα κανείς να μας…» Και σιγά σιγά το ένα έργο ακολούθησε το άλλο, ο χώρος δεν περιορίστηκε στο θέατρο, κάναμε και πάρα πολλά μουσικά. Γνωρίστηκα με την Έλλη Ιωακείμογλου και την αδερφή της την Ηλέκτρα η οποία είναι τραγουδίστρια, κι αυτές με βοήθησαν πάρα πολύ στο να βρω δίαυλο επικοινωνίας με κάποιους συνθέτες, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Μαυρουδή τον Νότη… Είχα και εγώ κάποιους δικούς μου, και σιγά σιγά κάναμε και μουσικά. Αρχίσαμε και μουσικές εκδηλώσεις, οι οποίες αποφέρουν και περισσότερο χρήμα, έτσι; Κύριε Κανδεράκη, με όλα τα λάθη που μπορεί να ‘χει ένας... πώς να τον πω τώρα, καινούριος, άβγαλτος, έκανα πολλά λάθη επιχειρηματικά, δηλαδή, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να γίνει και επιχειρηματίας εύκολα. Στην πορεία συνήλθα, αλλά έκανα πολλές πολλές ανόητες κινήσεις στο θέμα της διαχείρισης των οικονομικών. Παρ’ όλα αυτά ο χώρος αγκαλιάστηκε από το κοινό, αγκαλιάστηκε από τους δημοσιογράφους, οι παραστάσεις που ‘χουνε γίνει, που ανεβάσαμε μετά από αυτό, τη «Βέρα» του Κεχαΐδη, ακολούθησε το «Εκείνος και Εκείνος» του Μουρσελά με σκηνοθέτες όπως ο Νίκος ο Ορφανός, ο Νίκος ο Σακαλίδης. Κάναμε μετά τον «Πανηγυρικό» και τον «Επικήδειο» του Καμπανέλλη, γνωρίστηκα με τον Βασίλη τον Κατσικονούρη, τον συγγραφέα ο οποίος ανέλαβε να το σκηνοθετήσει κι έγινε μια επιτυχία μεγάλη αυτό το έργο, παίχτηκε σε πολλά φεστιβάλ και σε δήμους κτλ. και στην επαρχεία. Ακολούθησε ένα έργο ενός Ισπανού, άπαιχτο στην Ελλάδα, με θέμα... «Το παζάρι», με θέμα την μετανάστευση και ήρθε και ο συγγραφέας, ο Νταβίντ Πλανέλ, στην Ελλάδα, τον καλέσαμε κι ήρθε εδώ και είδε την παράστασή του, την παράσταση του έργου του. Μετά συνέχισα απ’ αυτό με την Ιωάννα την Καρυστιάνη, που ανεβάσαμε για έξι ιστορίες δικές της, με πάλι με πολύ ωραίο θίασο, την Κάτια την Σπερελάκη, την Τζένη τη Σκαρλάτου, τον Αλέξανδρο τον Τσακίρη και την Ελισάβετ την Σταυρίδου, σε σκηνοθεσία της Εύης Δημητροπούλου. Σε αυτήν την παράσταση ο Νότης ο Μαυρουδής μου ‘γραψε ένα τραγούδι το «Στερνή ματιά», το οποίο το ηχογραφήσαμε για να το ‘χουμε και το τραγουδούσα ζωντανά half back στην παράσταση. Δεν μου πολυάρεσε εμένα η ηχογράφηση, την έκανα βεβιασμένα και στη συνέχεια, το πήρα το κείμενο... την πήρα την κασέτα αυτή και την επεξεργάστηκε ένας συνεργάτης μου, ο Λεωνίδας ο Χρονόπουλος, τη φτιάξαμε και την ανεβάσαμε στο YouTube. Και πάμε μέχρι στιγμής πολύ καλά. Αυτά, γιατί τραγουδάω κιόλας. Έχω βγάλει δύο CD. Τις περιόδους που δεν έπαιζα, ή που μια χρονιά δεν έπαιζα, έκανα δισκογραφία.
Μάλιστα. Και παράλληλα έχετε και σημαντική καριέρα όμως και στον κινηματογράφο.
Ναι, δεν θα ‘λεγα σημαντική, θα ‘λεγα ότι έπαιξα με πολύ καλούς σκηνοθέτες, αλλά όχι πολύ μεγάλα πράγματα ακόμη. Έπαιξα με τον Παντελή Βούλγαρη στην «Φανέλα με το 9», του Μένη Κουμανταρέα, έπαιξα το «Κάθε Σάββατο» που έκανε ο Βασίλης ο Βαφέας με τον Κώστα Βουτσά, έπαιξα το «Δεξιότερα της δεξιάς» του Αντωνάκου, έναν μικρό χαρακτηριστικό ρόλο, έπαιξα επίσης με τον Χριστόφορο Χριστοφή σκηνοθέτη, το έργο του «Βασίλισσα μαϊμού», που ήτανε ο Ζουγανέλης, η Μάλφα, ο Κραουνάκης... Έχω κάνει τέσσερις πέντε ταινίες, όχι πολλές. Έχω κάνει τηλεόραση. Ξεκίνησα από τη «Μαρτινέγκου», έπαιξα την «Απόδραση», έπαιξα με τον Θάνο Λειβαδί[00:20:00]τη την «Έκτη εντολή», έπαιξα «Σταύρωση χωρίς ανάσταση», «Αναγέννηση ενός έθνους», δούλεψα στους «Μπελάδες για δύο» με τον Δημήτρη Αρβανίτη, τον Νινιό και την Παντελάκη... την Παντελίδου… την Αλεξάνδρα... πώς λεγόταν... Αλεξάνδρα Παυλίδου, συγγνώμη. Έπαιξα επίσης –τελευταία χρονιά, για να μην κουράζω τώρα– έπαιξα και στο… ζωή του Βιζυηνού, που έκανε ο Χριστόφορος ο Χριστοφής «Βιζυηνός: η σιωπή των αγγέλων», εκεί ήταν μία ωραία συνεργασία. Έπαιξα επίσης στη ζωή του Καρυωτάκη, που ‘κανε ο Τάσος ο Ψαρράς, έπαιξα στο «Παρά πέντε», μια εμφάνιση που παίχτηκε... που πολλές φορές την παίζουνε, είναι ένα χαριτωμένο επεισόδιο με τις Θεοπούλα και την Ειρήνη την Κουμαριανού τη συγχωρεμένη. Έκανα στα «Ίχνη» με τον Βασίλη τον Τσελεμέγκο μια αστυνομική σειρά. Και αυτήν την στιγμή, μπορώ να πω ότι απέχω απ’ την τηλεόραση, γύρω στα έντεκα χρόνια, όχι επειδή το θέλω εγώ, δεν ξέρω τι φταίει. Η τηλεόραση είχε περάσει και μια κρίση, τώρα βλέπω ότι ξαναπροχωράει και με βήματα γοργά και χαίρομαι γι’ αυτό. Είναι αλήθεια ότι βαριέμαι να πηγαίνω να δίνω βιογραφικά κτλ., κακώς όμως, θα πρέπει... δεν σε ξέρουν οι νέες γενιές, θα πρέπει να... πώς το λένε, να επαναπροσδιοριστείς και να επανασυστηθείς. Θα το κάνω κι αυτό, είμαι λίγο αμελής σ’ αυτό, αλλά πιστεύω ότι κάτι θα γίνει και απ’ την τηλεόραση, έχω μια… Και βεβαίως, φέτος, με μεγάλη μου χαρά ανεβάσαμε το «Γουρούνι στο σακί» του Προσπέρ Μεριμέ… τι λέω… Ανεβάσαμε το «Γουρούνι στο σακί» του Ζορζ Φεϊντό με σκηνοθεσία της Έρσης της Βασιλικιώτη. Έκανα τον «Φιλάργυρο» της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, για το οποίο πήρα και επιχορήγηση, το σκηνοθέτησε η Μαρία η Φραγκή. Και τον χειμώνα που πέρασε ένας μαθητής του Κατσικονούρη, ο βραβευμένος συγγραφέας ο Νίκος ο Δημητρόπουλος μου έφερε ένα έργο, του λέω: «Γράψε μου έναν μονόλογο». Του ‘πα και κάποια στοιχεία από Αλεξάνδρεια [Δ.Α.], «Βιωματικό», λέω, και μου λέει: «Πειράζει να ‘χει δύο άτομα;» «Καθόλου», του λέω. Και μου φέρνει ένα πολύ ωραίο έργο που λέγεται «Σκέτη κοροϊδία», είναι... δύο άνδρες παίζουνε, ένας εξηντάρης που θέλει ν’ αυτοκτονήσει και δεν μπορεί, έχει μια μάνα με άνοια και θέλει πριν πεθάνει να κάνει έναν σαματά, όλοι τον εκμεταλλεύονται και βρίσκει ευκαιρία να πάει σε μία τηλεφωνική εταιρεία να διαμαρτυρηθεί για έναν λογαριασμό που δεν του κάνανε την έκπτωση που περίμενε. Και βρίσκει έναν ταλαίπωρο υπάλληλο ο οποίος είναι υπό απόλυση κι αυτός και αρχίζει μια στιχομυθία που παίρνει διαστάσεις ομηρίας και απαγωγής κτλ., είναι ένα... μια γλυκόπικρη κωμωδία, μαύρη κωμωδία, θα ‘λεγα, η οποία αντιμετωπίστηκε με πάρα πολύ ενδιαφέρον και με πολύ… με θαυμασμό από το κοινό, αλλά δυστυχώς ο κορονοϊός μας έκοψε στη μέση την πορεία. Πιστεύω, όταν είμαστε καλά θα συνεχίσουμε και το φθινόπωρο. Εδώ πρέπει ν’ αναφέρω ότι ο κήπος διαθέτει... Η «Αλεξάνδρεια» διαθέτει και έναν πολύ ωραίο κήπο, τον οποίον τον λειτουργώ από το ’14 με πολλές παραστάσεις, μουσικές, θεατρικές, παρουσιάσεις βιβλίων, εκθέσεις ζωγραφικής, και φέτος, την 1η Ιουλίου ανοίγουμε πάλι με πάρα πολλές εκδηλώσεις. Θα τραγουδήσει η Ηλέκτρα δυο βραδιές, θα έχουμε τον Γιώργο Κατσαρό με την ορχήστρα του, δυο βραδιές 18 και 19 Ιουλίου, θα παίξω εγώ του Καμπανέλλη τον «Επικήδειο» μόνο για έξι παραστάσεις από 3 ως 8 Ιουλίου. Θα είναι μια ρεμπέτικη κομπανία, η λεγόμενη «Νομοτέλεια» που θα παίξουνε στις 10 Ιουλίου, Παρασκευή, ο Δημήτρης ο Παπάζογλου, ο γνωστός χορογράφος θα κάνει κι αυτός μια βραδιά ένα σόου και πολλά άλλα, πολλές άλλες παραστάσεις που έχουν δρομολογηθεί και θα παρουσιαστούν μέσα στον Ιούλιο και τον Σεπτέμβρη έχουμε ήδη κάποια συζήτηση ακόμα. Μπορώ ν’ ακούσω ερωτήσεις.
Πάρα πολύ ενδιαφέροντα και πραγματικά, κι η καριέρα σας και οι δράσεις εδώ πέρα στον Πολυχώρο «Αλεξάνδρεια». Ωστόσο, θα ήθελα, επειδή μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ και η ιστορική διάσταση αυτού του πολύ σημαντικού και επιβλητικού νεοκλασικού, θα ήθελα να δώσουμε και… να μεταφερθούμε λίγο στην ιστορία, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, και να μάθουμε λίγο την ιστορία του χώρου που έζησε, έγραψε ο Καραγάτσης, ποιοι μπαινόβγαιναν εδώ μέσα...
Βεβαίως, βεβαίως. Ο Καραγάτσης, απ’ τις διηγήσεις που έχω απ’ τη μεγαλύτερη αδερφή απ’ τις δύο κυρίες που είναι ιδιοκτήτριες του χώρου αυτού. Καταρχάς είναι ένα κτίσμα του 1930 το οποίο έχει κριθεί διατηρητέο. Οι ιδιοκτήτες πρέπει να ήταν Κεφαλλονίτες, Βουτσινάς λέγονται. Δεν ξέρω, από κει και πέρα, απ’ τις διηγήσεις που έχω ακούσει, ο Καραγάτσης έζησε εδώ πέρα επίσημα απ’ το ’40 ως το ’54, αλλά ανεπίσημα που ξέρω, δηλαδή πριν παντρευτεί, πριν το ’37 –γιατί η κόρη του γεννήθηκε το ’37, άρα κι αυτός θα παντρεύτηκε τότε περίπου–, είχε ζήσει εδώ ως εργένης, ας πούμε, δηλαδή μετρά μια ζωή γύρω στα είκοσι χρόνια σ’ αυτό το κτίριο. Πάνω τώρα, κάτω, ήταν κάποτε ενιαίος χώρος. Απ’ τις διηγήσεις αυτές και από τα ίδια του τα απομνημονεύματα και από διάφορες συνεντεύξεις που ‘χει δώσει, εδώ πέρα θα γινόταν... ήταν μια πηγή ενέργειας και δημιουργίας. Απ’ την μια μεριά ήταν ένας, λένε, «δύστροπος», εντός εισαγωγικών, άνθρωπος που ήθελε απόλυτη ησυχία για να μπορέσει να συγκεντρωθεί να γράψει, απαιτούσε απόλυτη σιωπή απ’ το σπίτι, απ’ τη γυναίκα του, απ’ την κόρη του, και έγραφε αυτά τα αριστουργήματα που ‘χει γράψει εδώ. τον Κίτρινο Φάκελο και δεν ξέρω, Η Μεγάλη Χίμαιρα αν γράφτηκε εδώ... Πολλά έργα του έχουν… Έκανε τις φιλολογικές Παρασκευές. Δηλαδή την εποχή εκείνη κάλεσε όλες, την αφρόκρεμα της ελληνικής γραμματείας, λογοτεχνών, συγγραφέων, ποιητών, δηλαδή ήτανε ο Βενέζης, ερχόταν ο Θεοτοκάς, ο Άγγελος ο Τερζάκης, ο Κατσίμπαλης, ο Τσαρούχης, η Μελίνα Μερκούρη, κι έκανε τις φιλολογικές Παρασκευές. Επίσης, είχε σκηνοθετήσει κι ένα έργο, είχε γράψει το σενάριο κι είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος ένα έργο που λεγόταν «Καταδρομή», το 1946, το οποίο γυρίσματα γίνανε στην ταράτσα και στο… εκεί που είναι ο κήπος τώρα. Μάλιστα σώζονται κάποια αποσπάσματα από αυτό το… από αυτήν την ταινία, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Φούντας, Χατζηαργύρη, ήταν μια επική ταινία, έτσι, πολεμική. Διηγήσεις για τον Καραγάτση... Θα σας πω κάτι που λέγανε, ότι ήτανε πολύ φιλόζωος. Μια φορά είχε πάρει ένα ταξί και θυμάμαι, τον άφησε το ταξί έξω από το σπίτι, και επειδή, δεν ξέρω, στον τροχό του ταξί μπερδεύτηκε ένα γατί και νιαούριζε, δεν τον άφησε να φύγει τον ταξιτζή μέχρι να απεγκλωβίσει τον γάτο, δεν ξέρω πόση ώρα έκανε. Δηλαδή ήταν πολύ ευαίσθητος, έχουν αυτές τις εικόνες του. Βεβαίως υπάρχει, πολύ χαρακτηριστικά μιλάει γι’ αυτόν ο Μένης ο Κουμανταρέας στο βιβλίο του που λέγεται Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα, που είναι κείμενα που γράφει κι ο Γιώργος ο Ιωάννου και ο Ταχτσής, και κάπου έχει φτιάξει κάτι μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και το είχε ονομάσει το συγκεκριμένο διήγημα, ας το πούμε, πεζογράφημα «Σπάρτης 14». Κι όταν κάναμε τα εγκαίνια του χώρου, το ‘χαμε διαβάσει, μιλούσε υποτίθεται με τη δασκάλα της Μαρίνας, της κόρης του Καραγάτση και του έλεγε αυτή, ήτανε δύσκολος ότι μια φορά είχε έρθει στο σχολείο κι έλεγε: «Τι μαθαίνετε στα παιδιά μου, τι είναι αυτά που μαθαίνετε, διδάσκετε στα παιδιά...» Είχε τέτοιες… Κατά τ’ άλλα όμως ήταν ένας άνθρωπος, ένας πανέμορφος άνθρωπος, ένας λογοτέχνης ολκής, ο οποίος βέβαια δεν έζησε και πολύ, έφυγε 52 χρονών, το 1960. Αλλά εδώ έμεινε πολύ καιρό, και μάλιστα, απ’ ό,τι είχα διαβάσει, η Ξένια η Καλογεροπούλου, η ηθοποιός, ήταν πολύ φίλη με την Μαρίνα Καραγάτση. Και όταν διάβαζα κάτι για την ζωή της, όταν έβγαλε το βιβλίο της Γράμμα στον Κωστή, τον Σκαλιόρα, είχε πει ότι κάποια εποχή η Σπάρτης 14 ήταν το σπίτι μου. Εγώ αφορμή πήρα απ’ αυτό, της τηλεφώνησα και της είπα: «Ελάτε να παρουσιάσετε κι εδώ το βιβλίο», και πραγματικά ήρθε η κυρία Καλογεροπούλου, το ’16 πρέπει να ‘τανε, τον Νοέμβρη, και κάναμε... διαβάσαμε αποσπάσματα από το βιβλίο και πουλήθηκαν και αρκετά αντίτυπα. Αυτός ο χώρος, επίσης, υπήρξε κάποτε και –απ’ ό,τι μου λένε–, απ’ το ’63 έως το ’78, υπήρξε μαιευτήριο. Φαντάζεστε λοιπόν, κύριε Κανδεράκη, πόση ζωή υπάρχει εδώ. Ένας απ’ τους δυο γιους της ιδιοκτήτριας της μιας είχε γεννηθεί εδώ, ήταν σπίτι, κάποτε μείνανε κι αυτοί εδώ. Έχει περάσει από πολλές χρήσεις και κλείνει ενενήντα χρόνια τώρα ζωής, έκλεισε τα ενενήντα χρόνια ζωής. Είμαι και ευτυχής που είμαι σ’ έναν τέτοιο χώρο, που πέρασε και πάτησε το μαγικό του άγγιγμα ο Καραγάτσης και τόσοι πολλοί μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Η σκιά του και η ενέργειά του με κάνουν ακόμα να θέλω να συνεχίσω, να συνεχίσω όσο υπάρχω και ζω, δηλαδή να μπορώ να προσφέρω εδώ ένα «πολιτιστικό πράσινο» στην περιοχή αυτή, που είναι υποβαθμισμένη, αλλά πιστεύω, θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα πάρει τα πάνω της. Κι έχει καταπληκτικά κτίρια, δεν είναι μόνο το δικό μας. Έχει πάρα πολύ ωραία κτίρια εδώ η περιοχή, Πλατεία Αμερικής. Έχουνε ασχοληθεί πολλοί και με ταινίες. Για την Πλατεία Αμερικής έχω ακούσει, υπάρχει μια ταινία δεν την… θα κάτσω να τη δω. Είναι μια περιοχή που την κυκλοφορείς. Βέβαια, μπορεί να βλέπεις λιγάκι ανθρώπους που δεν είναι Έλληνες, είναι ξένοι, αλλά σαφώς αυτό, αυτή η γειτνίαση έχει τα καλά της και τα κακά της. Σαφώς νευριάζεις που μπορεί να φτύνουν στον δρόμο ή ξερω ‘γώ, θ’ ακούσεις όμως και την ξένη γλώσσα, θ’ ακούσεις κι έναν καβγά, θ’ ακούσεις και μια ωραία με τα καροτσάκια πώς πάνε οι οικογένειες, δηλαδή δεν είναι ένα βαρετό κλασικό μέρος τώρα, ξέρω ‘γώ, στο Κολωνάκι, στην Κηφισιά που είναι όλοι… Εδώ γίνεται ένα πάντρεμα πολιτισμών. Καλό θα ‘ταν βέβαια να μην υπάρχουνε οι κλοπές, να μην υπάρχουνε οι διαρρήξεις, να μην υπάρχουνε τα έκτροπα αυτά που πολλές φορές συμβαίνουν, όχι μόνο εδώ αλλά και σε πολλά άλλα μέρη, και να ξεφοβηθεί ο κόσμος. Γιατί, κακά τα ψέματα, όταν ξεκίνησα το ’12, λέγαν: «Ου! Πλατεία Αμερικής πήγες; Πού να ‘ρθούμε εκεί πέρα; Καλά και δεν... Πώς θα ‘ρθούμε;» Και αποδείχτηκε σιγά σιγά ότι δεν... Ξεφοβήθηκε ο κόσμος. Πέρα απ’ τη γειτονιά που δεν είχε πρόβλημα, κάποιοι άλλοι σού λέει: «Πώς θα ‘ρθούμε τώρα εκεί; Αργά το βράδυ, αρχίζει 9.30 ώρα και τελειώνει στις 11.00, πώς θα ‘ρθούμε στο θέατρο;» Βρήκαμε τη λύση, τα τακτοποιήσαμε και σιγά σιγά ο κόσμος το αγκαλιάζει. Βέβαια, δεν έχω τη μεγάλη ευχέρεια την οικονομική να στηρίζω πάρα πολύ με χρήματα, διαφήμιση κτλ. τον χώρο, έχω άξιους συνεργάτες, αλλά μην ξεχνάτε ότι έχω ένα ενοίκιο εδώ, δεν είναι δικό μου, έχω τα δικά μου… Άμα είσαι επιχειρηματίας έχεις έξοδα, ΙΚΑ, εφορίες, ανεβάσματα έργων… Με μία σύνταξη που έχω αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, γι’ αυτό η πολιτεία, θέλω να πιστεύω[00:30:00], ότι θα μας στηρίξει εμάς, τις αστικές μη κερδοσκοπικές που προσφέρουμε έργο εδώ –οι περισσότερες τουλάχιστον– και να μας στηρίξει, γιατί αν κλείσουμε κι εμείς, εδώ η περιοχή θα γίνει καφέ ξένα, αλλοδαπών, και τελείωσε, δεν έχει μείνει, στην περιοχή αυτήν τη στιγμή είμαι μόνο εγώ. Το διπλανό θέατρο του Μόρτζου, που ‘ταν παλιά, το ‘χε η Μαρία η Ξενουδάκη, το πήρε ο Γιάννης ο Μόρτζος, τέσσερα χρόνια, έκλεισε, πέντε, πόσο κράτησε, έκλεισε. Το «Studio» ψυχορραγεί, το σινεμά, το πολύ ποιοτικό σινεμά, ελάχιστα, δεν είναι η εποχή του πια. Το «Θυμέλη» υπάρχει δίπλα, το οποίο κάνει παιδικά, κάνει πάρτι, κάνει παιδικές παραστάσεις, δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα θεάτρου για μεγάλους, κάνει… Λοιπόν, τα άλλα είναι πιο κάτω. Υπάρχει το «Κνωσσός» στην οδό Κνωσσού, υπάρχει το... η «Διέλευση» στην οδό Λέσβου, που είναι πιο πέρα, αλλά εδώ στην Πλατεία Αμερικής… το 'λεγα μάλιστα και σε μια πρόσφατη, μια χθεσινή συνάντηση, μια τηλεδιάσκεψη που είχαμε με κάποιους εκπροσώπους πολιτιστικών φορέων που θέλουν να στηρίξουν τον χώρο, και τους λέω: «Παιδιά, να βλέπετε και παραστάσεις όμως, όχι μόνο να μιλάτε για τον πολιτισμό». Μιλάμε, μιλάμε... «Ναι, θα στηρίξουμε, θα κάνουμε...» Εγώ έχω παράπονα. Ναι μεν έρχεστε εδώ, κάνετε τα γλέντια σας, κάνετε τις ομιλίες σας τις πολιτικές, ζητάτε... κι όταν σας προσκαλώ να δείτε μια παράσταση, έρχεται το 10%, αν έρχεται. Και πολλές φορές μου ζητάτε λαχειοφόρο, με λαχειοφόρο να σας δώσω εισιτήρια, προσκλήσεις. Δίνω πέντε, έρχεται μία πρόσκληση. Ε, και το δωρεάν δεν έρχεστε, μη μιλάτε τότε, ευαγγελίζεστε ότι στηρίζετε τον πολιτισμό, μόνο για να λέμε. Κάντε κάτι, μην πάρεις τσιγάρα μια μέρα και δώσε ένα τάλιρο και πέρνα να δεις μια παράσταση αν στηρίζεις τόσο πολύ τον... Εγώ πώς θα ζήσω; Τζάμπα και να μην έρχεσαι και στο τζάμπα; Ένα παράπονο εκφράζω εδώ, και προφανώς κι άλλοι θα το ‘χουνε εκφράσει. Μιλάμε, κατηγορούμε το κατεστημένο ότι δεν υποστηρίζει τον πολιτισμό, ωραία! Έχουν τ’ αυτά, πάει. Εμείς που λέμε ότι είμαστε διαφορετικοί, πώς στηρίζουμε ενεργά; Μόνο με λόγια; Φέρτε, στηρίξτε, κάντε εδώ τις εκδηλώσεις σας. Κι επίσης μη φωνάζετε μόνο τα «ονόματα» στα μουσικά. Όταν θέλετε να κάνετε κάτι, φωνάζετε στο «Σπούτνικ» και στ’ αυτά, φωνάζετε τον Δεληβοριά – ο άνθρωπος μια χαρά είναι. Εμείς που είμαστε ηθοποιοί και τραγουδάμε κιόλας δεν μας έχετε καλέσει ποτέ να δείξουμε κι εμείς σε ευρύ κοινό αυτό που κάνουμε. Όχι μόνο μες στην «Αλεξάνδρεια» ο κύριος Βλάχος, άμα είναι εκτός «Αλεξάνδρειας», τι κάνει δηλαδή; Τον ξεχνάμε γιατί υπάρχει ο πιο γνωστός; Είτε ηθοποιός είναι είτε… Συγγνώμη που τα λέω αυτά, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αναφερθούν. Τι να πω άλλο σχετικά... Αυτήν τη στιγμή είμαι σε μια φάση να ανοίξω τον κήπο, όπως είπαμε, θέλω να σκεφτώ και θέλω να πλησιάσω πολύ τη νεολαία. Είναι αλήθεια ότι το κοινό το δικό μας, λόγω και του ρεπερτορίου κυρίως του μουσικού, είναι άνθρωποι απ’ τα 60 και πάνω, 50 και πάνω, θέλω να αγκαλιάσω και τη νεολαία λίγο. Δηλαδή μη στιγματιστεί ο χώρος ότι η «Αλεξάνδρεια» είναι ένα για μεσήλικες και πάνω. Θα ‘θελα και τη στήριξη της νεολαίας, να ‘ρθούν εδώ να κάνουν παραστάσεις, φεστιβάλ, πράγματα, να προσέχουμε βέβαια το θόρυβο γιατί είναι πυκνοκατοικημένες περιοχές και δεν μπορούμε να έχουμε στη διαπασών τη μουσική, αλλά δίνω βήμα και σε πολλούς νέους. Κι αυτό θέλω να ειπωθεί, ότι χαρά μου θα ‘τανε να παίζουν τον χειμώνα νέα παιδιά, να βγαίνουνε, και το κάνω ήδη με συγγραφείς, τώρα τον Δημητρόπουλο, πάλι του ανέβασα έργο, είναι ένας νέος συγγραφέας που έχουν ανεβεί δύο τρία έργα του, και το ν’ ανεβάσω έναν γνωστό συγγραφέα, εντάξει… Να ανεβάζω ξένα έργα, γιατί; Το ελληνικό έργο δεν πρέπει να το προωθήσουμε; Την ελληνική παραγωγή; Τα λέω σκόρπια τώρα αυτά, δεν ξέρω αν… Επειδή... Τι θα μπορούσα να πω άλλο;
Εγώ θα ‘θελα να σας... επειδή αναφέραμε και πολλά ονόματα…
Ναι.
Αναφέρατε πολλά ονόματα στην αφήγησή σας. Θα ήθελα να μάθω βιωματικά, επειδή έχετε βρεθεί πλάι σε πολύ καταξιωμένους πνευματικούς ανθρώπους…
Ναι.
Θα ήθελα να μου πείτε τις πιο ωραίες αναμνήσεις που έχετε από αυτήν τη διαδρομή.
Απ’ το θέατρο κυρίως.
Ποιους ανθρώπους δηλαδή, έχετε–
Ναι, ναι–
Που θαυμάζατε, έχετε δουλέψει μαζί–
Ναι, ναι–
Θα ‘θελα μια βιωματική εμπειρία.
Βεβαίως. Καταρχάς έχω μια μεγάλη αγάπη και συμπάθεια κι ένα απωθημένο με την Μάγια Λυμπεροπούλου, την οποία την είχα σε κάποια σεμινάρια που ‘κανε το 1983, παρακολούθησα, τα ρούφηξα τα σεμινάρια, δεν έτυχε ποτέ να δουλέψω μαζί της. Ήταν στο Θέατρο Τέχνης, ήταν σε άλλους θιάσους, πάντα της έχω πει: «Μια μετάφρασή σου, μια σκηνοθεσία σου, δεν έτυχε ποτέ…» Είναι κι ένα απωθημένο μου και δεν ξέρω αν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, τη λατρεύω την Μάγια Λυμπεροπούλου και ως ηθοποιό και ως άνθρωπο. Πολύ ωραίες εμπειρίες απ’ την Τζένη Ρουσσέα, γλυκύτατη φίλη μου, η οποία μου λέει ότι «Θέλω να τελειώσω την καριέρα μου στον χώρο σου, να κάνω ένα έργο εδώ και να τελειώσω». Έπαιζε στις «Φάλαινες του Αυγούστου» τον χειμώνα. Πολύ ωραίες εμπειρίες έχω με την Έρση την Βασιλικιώτη, που κάναμε τις παραστάσεις που ‘παμε, το «Γουρούνι στο σακί», που κάναμε το… Α, επίσης μεγάλος μου σταθμός, ξέχασα να αναφέρω, το 2006 έπαιξα τον «Σπιούνο των Βαλκανίων», είχε έρθει κι ο συγγραφέας, ο Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, στο «Θέατρο Πολιτεία», δύο σεζόν. Ήταν τότε που είχα φτιάξει και την εταιρεία «Αλεξάνδρεια», η οποία έπαιξε σε διάφορους χώρους, ώσπου να στεγαστεί εδώ στον «Πολυχώρο». Ήταν ένας μεγάλος σταθμός για μένα, γνωρίστηκα με το συγγραφέα τον Κοβάτσεβιτς, με το Νίκο τον Μπουσδούκο τον σκηνοθέτη, τον ηθοποιό, τον Νίκο τον Γκεσούλη που είμαστε πάρα πολύ φίλοι ακόμα και συνεργαζόμαστε σε πολλούς τομείς, την Ουρανία την Μπασλή... Πολύ ωραίες εμπειρίες είχα και με τον Αλέξη τον Δαμιανό όταν έκανε τον «Πατούχα», θυμάμαι στο σίριαλ αυτό, ήτανε, θυμάμαι ότι μου λέει: «Εσύ είσαι πολύ καλός κωμικός, πρέπει να προχωρήσεις, αλλά είσαι και νάρκισσος». Λέω: «Εγώ, νάρκισσος;» Τέλος πάντων. Μου ‘χε πει κι ένα πάρα πολύ ωραίο, θα το πω, δεν είναι κακό, όχι για μένα, για τον… –να πω, δεν...– για τον Νίκο τον Βερλέκη, τον ηθοποιό, ο οποίος έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έκανε τον Πατούχα, έτσι; Του Κονδυλάκη. Ο Νίκος ο Βερλέκης την εποχή εκείνη ήτανε φίλος πάρα πολύ με την Ειρήνη Παππά, τη διάσημη Ελληνίδα ηθοποιό, κι έμενε στο Κολωνάκι, σε περιοχές… Ο Πατούχας είναι έργο που είναι παγανιστικό, είναι στην επαρχία, είναι στη φύση. Φαγωνόταν λοιπόν ο Δαμιανός να τονε βάλει με στολές, να κοιτάζει, το βλέμμα του να βλέπει ορίζοντα, να... Και είχε πει παραπονούμενος, μεταξύ σοβαρού κι αστείου: «Σταματάμε τα γυρίσματα, μου πάει στο Κολωνάκι και μου γυρίζει πάλι με ένα βλέμμα χαμηλό κάτω να η βλέπει ορίζοντα, άιντε φτου κι απ’ την αρχή!» Δηλαδή παραπονιόταν που ο ηθοποιός του έφευγε, πήγαινε Αθήνα, έχανε όλη την επαφή που ‘χε αποκτήσει ο ήρωάς του να κοιτάζει το… Βοσκός ήτανε. Ναι, αυτή ήταν μια εμπειρία που μ’ άρεσε με τον... Δούλεψα πάρα πολύ καλά με τον Παντελή Βούλγαρη, σ’ αυτό το... στη «Φανέλα με το 9», ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ευαίσθητος σκηνοθέτης. Πολύ ωραία σχέση με τον Χριστόφορο Χριστοφή, τον Βασίλη τον Βαφέα, με τον οποίο δουλέψαμε σε δύο έργα, κάναμε του Τζον Κασσαβέτης, τα «Παιχνίδια στο Χόλιγουντ» και τον «Πυρετό» του Wallace Shawn. Είμαστε φίλοι και μάλιστα μιλούσαμε και σήμερα, είναι Αλεξανδρινός και αυτός. Με τον Χριστόφορο τον Χριστοφή επίσης, που κάναμε «Το θέατρο της Κλάρας Γκαζούλ». Γενικά με όλους τους συναδέλφους μου έχω καλές σχέσεις. Θα ‘θελα με κάποιους να δουλέψω, δεν έτυχε ποτέ. Να, τώρα ο Νότης Μαυρουδής ήταν για μένα μια μεγάλη χαρά, ικανοποίηση που μου ‘γραψε αυτό το τραγούδι και το οποίο πηγαίνει και καλά, ας πούμε. Θα ξεχάσω και κανέναν που… Με τη Μαριέττα Ριάλδη είχα πάρα πολύ ωραία εμπειρία, με τον Ποταμίτη πάρα πολύ καλή. Ελάχιστες είναι οι φορές που δεν ευχαριστήθηκα τις συνεργασίες. Δηλαδή, έχω παίξει γύρω στα πενήντα θεατρικά έργα, μια δυο φορές, έτσι, δεν το φχαριστήθηκα, γιατί εγώ δεν κάνω, στον έρωτα και στην τέχνη δεν κάνω υποχωρήσεις. Τα πληρώνω. Να μου πεις: «Κύριέ μου, αφ’ υψηλού μιλάς, επειδή είχες μια δουλειά και έκανες». Σαφώς, εγώ δεν ζήτησα μεροκάματο, δούλευα κι έκανα αυτό που ‘θελα, πρόσφερα πάντα όπου πήγαινα, δεν έκανα... Ε, μερικές φορές χρειάστηκε οι συνεργασίες να μην είναι τόσο δημιουργικές, πάντα υπάρχουν στον χώρο μας αυτά τα αγκάθια. Ε, πέρασαν γρήγορα, τελειώσανε. Δεν κρατάω κακίες, οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζω ότι με συμπαθούν στον χώρο, δεν έχουν να πουν κάτι. Κι όπου τσακώθηκα, μετά ζήτησαν συγγνώμη, μπορεί να ζήτησα κι εγώ. Δεν έχω πειράξει άνθρωπο δηλαδή, τουλάχιστον εν γνώσει μου δεν έκανα κάτι. Καλές, ωραίες εμπειρίες κι ακόμα θέλω κι άλλες μεγαλύτερες. Δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός το ότι όταν είμαι σε μία φάση και λέω, τώρα πώς θα πληρώσω αυτό, πώς θα πληρώσω το άλλο, είμαι ψυχολογικά, προσωπικά άσχημα, χτυπήσει ένα τηλέφωνο και πούνε: «Καλησπέρα σας, θέλουμε πέντε εισιτήρια για το βράδυ», αμέσως βγάζω ένα χαμόγελο, μου φεύγει η στενοχώρια, γιατί θα ‘ρθουν πέντε άνθρωποι ακόμα στο βράδυ –πέρα από το οικονομικό–, θα 'ρθούνε να δουν την παράσταση. Δηλαδή με μικρές τέτοιες χαρές, εγώ κρατιέμαι και αναζωογονούμαι, είναι η ζωή μου, αναπνέω το θέατρο. Δεν λέω ότι θα πεθάνω στο θέατρο, στη σκηνή που λένε όλοι, δεν είμαι… Όσο μπορώ και να προσφέρω και θυμάμαι λόγια και είμαι αρτιμελής και μπορώ να στέκομαι στην σκηνή και να μην… και να σέβομαι το κοινό, όχι να με λυπάται, ακόμα έχω χρόνια, πιστεύω, κι αν ο Θεός μ’ έχει καλά, θα συνεχίσω, γιατί αυτό αγάπησα. Απαρνήθηκα καριέρες διπλωματικές, για να κάνω αυτό. Οικογένεια... είχα παντρευτεί, χώρισα πολύ νωρίς, δεν έχω καμιά δέσμευση τέτοια. Τώρα δεν ξέρω τι θα κάνω στο μέλλον, πάντως η ζωή μου είναι εδώ. Και λόγω κάποιων γεγονότων, μένω και στο θέατρο τον τελευταίο χρόνο, μένω εδώ. Οπότε έχω και επιστασία του χώρου, παρακολουθώ από κοντά τι γίνεται και προσπαθώ να κρατήσω αυτήν τη φλόγα, έτσι; Εδώ πέρα είναι πολύ δύσκολο, τα πράγματα δυσκολεύουν παγκοσμίως, η κρίση έχει μεγαλώσει πάρα πολύ. Θέλω να πιστεύω ότι θα υπερισχύσει το πάθος μου και οι φίλοι που με στηρίζουν και, αν θέλετε, η προσωπική μου παρουσία, να κρατηθώ και να κάνω και καλύτερα πράγματα ακόμα και γονιμότερα και πιο δημιουργικά και να συνεργαστώ και μ’ άλλες προσωπικότητες που θα ‘θελα να γνωρίσω και δεν έτυχε να τις γνωρίσω στον διάβα μου. Είμαι ανοιχτός σε οτιδήποτε γίνεται, σε συνεργασίες, αλλά πρέπει να βάλω και λίγο μυαλό στα οικονομικά, γιατί είμαι λιγάκι… Τώρα ξύπνησα λίγο, έφαγα χαστούκια πολλά, αλλά τώρα πρέπει να... Φταίω κι εγώ. Ό,τι άλλο θέλετε, ρωτήστε με. Θέλω…
Μάλιστα. Εγώ θα ‘θελα… πάλι. Καταρχάς, είστε Αλεξανδρινός, ένας κοσμοπολίτης, δηλαδή, άνθρωπος και καλλιτέχνης. Όλο αυτό το πράγμα εδώ πέρα, στην πολυπολιτισμική Πλατεία Αμερικής, πώς είναι μέσα από το βλέμμα ενός ανθρώπου που ‘χει μεγαλώσει στην Αλεξάνδρεια; Που ‘χει μεγαλώσει, δηλαδή, σε μια ελληνική κοινότητα κι έχει νιώσει κι αυτός αυτό που λέμε «πολυπολιτισμικότητα».
Ναι, εκεί βέβαια δεν είχαμε πολλούς, είχαμε μόνο τους Αιγύπτιους[00:40:00], έτσι; Άντε να ‘χαμε και Σύριους, Λιβανέζους. Όσο θυμάμαι μικρός. Δηλαδή η Αίγυπτος είχε, από πλευράς μιλάμε αλλοδαπών Αφρικανών ή Ασιατών, Ευρωπαίοι υπήρχανε, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, έτσι; Πολύς συγχρωτισμός με ξένους. Εγώ, μικρό παιδί, δεν είχα πολλές επαφές, ήμουνα μικρός. Αλλά από τις αυτές που είχα από τη μητέρα μου, που ξέρω, και από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου κτλ., είχαμε πάρα πολύ ωραία συνεργασία μ’ αυτούς. Όταν φεύγαμε, κλαίγανε οι Αιγύπτιοι. Τώρα δεν μπορώ να εκφράσω το πώς νιώθω εδώ, γιατί εγώ βασικά νιώθω σαν να είμαι Ελλαδίτης, έχω ζήσει σχεδόν τα εξήντα απ’ τα χρόνια μου εδώ. Δεν μπορώ να πω δηλαδή αν με επηρέασε αυτό που έχει γίνει τώρα εδώ στην Πλατεία Αμερικής γενικότερα, να πούμε, δεν έχω αναφορές για να κάνω σύγκριση με το πώς ήταν τότε. Σαφώς δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα, έτσι όπως γίνεται. Βρίσκω θετικά στοιχεία, κάποια στοιχεία, αλλά από την άλλη μεριά, αυτό το, αυτή η εισροή ξένων συνέχεια στην πατρίδα μας, οι οποίοι δεν φταίνε οι άνθρωποι, έτσι; Οι περισσότεροι είναι θύματα των ιμπεριαλιστικών –μην τα ξεχνάμε αυτά– των σχεδίων να πουληθούν όπλα, έρχονται… μπαίνουν στις κυβερνήσεις, ρίχνουν τον κόσμο και έρχονται οι άλλοι στην Ελλάδα. Υπάρχουν βέβαια πάντοτε και οι επιτήδειοι που θα ‘ρθούν εδώ πέρα να κάνουνε, να βγάλουν τα λεφτά, να κλέψουν, να κάνουν, να δείξουν. Οι φτωχοί όμως, οι οικογένειες που ‘ρχονται εδώ, οι πρόσφυγες οι λεγόμενοι, έτσι; Δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη πώς νιώθω, δεν μπορώ να πω ότι νιώθω ωραία όταν είμαι εδώ πέρα και βλέπω συνέχεια ξένους. Δεν θα πω ότι τρελαίνομαι. Θα συμπαθήσω, μπορεί να χαϊδέψω ένα παιδάκι που θα ‘ναι… θα περάσει εκείνη την ώρα... Δεν μπορώ να πω όμως ότι έχω απορροφήσει αυτό το πράγμα, κι ότι κι αυτοί μπορούν εύκολα να ενταχθούν στο ελληνικό εδώ πέρα, δεν είναι εύκολο. Οι Αλβανοί το ‘χουν καταφέρει, τώρα οι Ασιάτες, οι Σύριοι, οι Αφρικανοί ειδικά που είναι τελείως αλλού. Τώρα η Γκάνα, Καμερούν, Σενεγάλη, αυτά... Εντάξει, όσοι μιλάνε γαλλικά, πιστεύω, για μένα είναι πιο… τους θεωρώ πιο, ας το πούμε, μορφωμένους, πιο… πώς να το πω, λιγότερο... πιο εξοικειωμένους, ας πούμε, λόγω και της γλώσσας τους. Παίζει ρόλο πάρα πολύ και ποιοι ήταν οι άποικοι, έτσι; Πιστεύω ότι οι Γάλλοι ήτανε κάπως πιο καλοί από τους άλλους. Πιο πολύ μορφωθήκανε με τα γαλλικά. Τώρα οι άλλοι... Δεν θέλω όμως κάνω, να αναφερθώ τώρα σε κατηγορίες αλλοδαπών, δεν είναι η δουλειά μου αυτή. Δεν έχω όμως να πω ότι μπορώ να κρίνω, να συγκρίνω διαφορές από Αλεξάνδρεια που ‘μουνα μικρός μέχρι εδώ, αν μ’ έχει επηρεάσει αυτό το πράγμα. Δεν μου αρέσει αυτή η εικόνα, θα θελα να ‘ναι αλλιώς.
Και επίσης κι ο χώρος εδώ πέρα, όμως, κουβαλάει και την ιστορία της Αλεξάνδρειας–
Βέβαια, βέβαια.
Δηλαδή, πώς σκεφτήκατε να το ονομάσετε «Αλεξάνδρεια»;
Ε ναι, απ’ τη γενέτειρά μου, δεν υπήρχε κι ένα άλλο όνομα να το ‘χει... Αν το ‘χε φτιάξει κάποιος άλλος –γιατί υπάρχουν πολλοί Έλληνες από την Αλεξάνδρεια, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, δεν βρέθηκε, καπάρωσα τη θέση– θα το ‘βγαζα ένα άλλο, ξέρω ‘γώ, αρχαίο όνομα. Το ‘βγαλα γιατί... Υπάρχει εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», όμως άλλο, εκδόσεις, εκδοτικός οίκος. Ταίριαξε, τακίμιασε δηλαδή, ήταν ό,τι έπρεπε. Ναι, γιατί εκεί… Νερό απ’ τον Νείλο ήπια, Αλεξανδρινός θεωρούμαι και από μπαμπά και μαμά και... δεν είναι μια γενιά η οποία βρεθήκανε εκεί πέρα, γεννήθηκε και φύγανε. Μερικοί πάνε δημόσιοι υπάλληλοι, γεννάνε ένα παιδί εκεί, γεννιέται στον Λίβανο και λένε… Δεν είναι, εγώ γεννήθηκα εκεί, γεννήθηκε κι η μητέρα μου κι ο πατέρας μου, κι η γιαγιά μου κι ο παππούς μου. Αν θες να ψάξεις, είμαι Τρικαλινός απ’ τον παππού μου, τον Βασίλη Βλάχο, ήταν από το Περτούλι, ο μόνος γηγενής Έλληνας ήταν αυτός. Ο οποίος γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στο Περτούλι, και πήγε στην Αίγυπτο κι αυτός να ζητήσει την τύχη του εκεί πέρα. Γιατί εδώ πέρα ήταν χάλια η Ελλάδα, ήτανε… οι μισοί ήταν σκλαβωμένοι ακόμα, δεν είχε… Προσπάθησε να επιβιώσει, ας πούμε, και γεννήθηκε εκεί, οι γιοι του κι οι κόρες τους. Στη διάθεσή σας.
Μελλοντικά πώς θα θέλατε εδώ πέρα να θυμούνται οι κάτοικοι, οι Αθηναίοι, αυτήν την προσπάθεια; Δηλαδή–
Ναι, ναι, ναι, ναι–
Στην ιστορία μελλοντικά, ο ιστορικός του μέλλοντος πώς θα θέλατε να καταγράψει αυτήν την προσπάθεια που κάνετε στην Πλατεία Αμερικής;
Θα ‘θελα να πει ότι «Σε αυτόν τον χώρο, έζησε και...» Πώς έγραψαν: «Έζησε και δημιούργησε ο Καραγάτσης», εγώ δεν νομίζω ότι θα φτάσω ποτέ στο ύψος του Καραγάτση, σε αντίστοιχα με το θέατρο – δεν το ξέρει κανείς, αλλά προς το παρόν δεν νομίζω. Να λέει ότι ήταν ένας άνθρωπος, ένας ακούραστος εργάτης του θεάτρου, ο οποίος αγαπούσε πάρα πολύ τη δουλειά του, σεβόταν το κοινό του, ήταν ανοιχτός, επικοινωνιακός, προσέφερε «πολιτιστικό πράσινο» στην περιοχή, σε μια δύσκολη περιοχή… δεν είναι το Γκάζι που πάνε όλοι κι είναι της μόδας και φτιάχνουμε θεατράκια, εκεί αυτό δεν λέει κάτι. Να πας στο Γκάζι και να κάνεις ένα in θέατρο και μια καφετέρια. Εδώ είναι η δυσκολία, μπορείς να κάνεις τη μαγκιά εδώ να παίξεις; Θα ‘θελα να πούνε ότι αυτός ο άνθρωπος ήτανε έντιμος, δεν κορόιδεψε κανέναν, ανέβασε καλές παραστάσεις, προώθησε νέα παιδιά, δεν αδίκησε τους συναδέλφους του, μπορεί να καθυστέρησε να τους πληρώσει, αλλά τους πλήρωσε όλους. Αυτό μπορώ να πω, ότι μπορεί να καθυστερώ να ξοφλήσω, αλλά δεν τρώω ποτέ χρήματα. Κι ότι πέρασε από αυτόν τον χώρο, έδωσε πνοή και συνέχισε σε άλλο κλάδο βέβαια, σε άλλο τομέα, την παράδοση ενός… μιας αύρας, την οποία εξέπεμψε ένας μεγάλος πεζογράφος, απ’ τους κορυφαίους της Ελλάδας, ο Καραγάτσης. Εγώ προσπάθησα με τον πολιτισμό που φέρνω απ’ την Αίγυπτο, με τις γλώσσες που ξέρω, με την ευγένεια, γιατί οι Γάλλοι λένε: «Noblesse oblige», η ευγένεια υποχρεώνει. Εγώ αυτό το αξίωμα το έχω πάρα πολύ, με την ευγένεια μπορεί να κερδίσεις πολλά πράγματα, δεν χάνεις πάντως. Άμα το παίζεις αυταρχικός και αλαζών και με πολύ οίηση, δεν θα κάνεις τίποτα. Βέβαια, η Ελλάδα έχει ένα κακό, ότι ό,τι πουλήσεις είσαι, ό,τι δηλώσεις είσαι. Προτιμούνε μερικοί αυτούς που δείχνουνε και τους εκτιμούν αυτούς που το παίζουν λιγάκι. Όταν δουν κάποιον κι είναι χαμηλών τόνων: «Καλά, μωρέ, εντάξει». Αυτό υπάρχει παντού. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω όμως εγώ την ψυχοσύνθεσή μου. Αυτό πιστεύω, αλλά νομίζω ότι επιγραμματικά, μπορεί να πουν ότι εδώ έζησε και δημιούργησε ο Βασίλης ο Βλάχος, για πόσα χρόνια τώρα, είναι ήδη οχτώ, μπορεί να φτάσει δεκαπέντε, είκοσι, ξέρω ‘γώ, μακάρι να πάει και τριάντα, αν υπάρξουν… Που προσέφερε δουλειά, προσέφερε «πολιτιστικό πράσινο», ψυχαγώγησε και... πώς το λένε, τη γειτονιά του και προσέφερε ένα μικρό λιθαράκι στον πολιτισμό, αυτό που λέγεται θεατρικό γίγνεσθαι. Αυτά θα μπορούσαν να πουν, σεβόμενος το κοινό του πάντα. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο. Τώρα, θα ‘θελα πολλά να κάνω, αλλά δυστυχώς, δεν αποφασίζουμε εμείς, αποφασίζουν άλλοι για μας, το μέλλον μας. Σ’ αυτά τα χνάρια θα συνεχίσω πάντως και μακάρι να μ’ έχει ο Θεός καλά, να ‘χω και μια οικονομική άνεση καλύτερη, για να μπορώ να είμαι πιο εντάξει. Γιατί κακά τα ψέματα, όταν χρωστάω δεν κοιμάμαι. Δεν μπορώ δηλαδή να έχω υποσχεθεί κάτι και να μην μπορώ και να λέω… Αρρωσταίνω εκείνη τη στιγμή, που δεν μπορώ να είμαι συνεπής στην ημερομηνία. [Δ.Α.] ξεχνάω, εντάξει. Δεν μπορώ. Σιγά σιγά γινόμαστε αμελείς, μας αναγκάζει η ζωή να γινόμαστε λίγο πιο κακοπληρωτές, ας το πούμε. Μέχρι εκεί όμως, όχι να φάμε λεφτά. Αυτά μπορώ να πω τώρα, δέχομαι προτάσεις οπωσδήποτε, επιμένω για νέο αίμα, μετάγγιση, θέλουμε συνέχεια νέους εδώ, γιατί οι νέοι είναι το μέλλον, εμείς θα φύγουμε κάποια στιγμή. Πρέπει αυτό που έχει ο Έλληνας να μην το χάσει. Έτσι, κουβαλάει έναν πολιτισμό απίστευτο, δεν πρέπει τώρα να μιμούμαστε τους Αμερικάνους, τους Άγγλους, τους αυτούς. Έχουμε τόσα ωραία πράγματα, γιατί να μιμούμαστε όλο αυτούς; Αυτοί πρέπει να παίρνουν από εμάς. Αυτοί λατρεύουν τα αρχαία μας κι εμείς δεν πάμε να τα δούμε. Εμείς δεν βλέπουμε, άμα ρωτήσεις δεν ξέρουν πού είναι η Ακρόπολη. Φταίει και το… σ’ αυτό φταίει τώρα το παιδί, το Υπουργείο, φταίνε όλα. Πολλές παράμετροι παίζουν ρόλο, αλλά δεν μπορεί ο ξένος να ξέρει απέξω, ο Γιαπωνέζος να τιμάει την Ελλάδα, ο Γερμανός να λατρεύει την Ελλάδα –όχι τους Έλληνες– κι εμείς να μην ξέρουμε. «Άσ’ το, μωρέ, θα πάω...» Δύσκολα πράγματα αυτά, έτσι που ‘χουμε γίνει, δύσκολα. Και είμαι κατά της παγκοσμιοποίησης εγώ, δεν τη συμπαθώ. Προτιμώ κάθε χώρα να ‘χει το δικό της πολιτισμό, τη δική της... Αυτά τα όλα ισοπεδωμένα... δεν θα μ’ άρεσε. Θέλω να ακούω τον Μολδαβό να μιλάει μολδαβικά, να ακούω τον Γάλλο να μιλάει γαλλικά, δεν μπορώ να μιλάνε το greeklish ή ξέρω ‘γώ αυτές τις γλώσσες που μιλάνε, να είναι όλα ισοπεδωμένα. Θέλω κάθε χώρα να ‘χει το δικό της. Τα ‘χουνε κάνει έτσι, δύο ταχυτήτων κόσμοι, πλούσιοι και φτωχοί. Η μεσαία τάξη πλήττεται, όπως το καταλαβαίνεις, απ’ όλες τις μεριές. Δεν υπάρχει, είναι οι πλούσιοι και οι παρίες. Τίποτα. Οι άλλοι που ‘ναι εκεί, ψυχορραγούμε. Μπήκα και στα πολιτικά λίγο, αλλά μοιραίο είναι όταν μιλάς για τέχνη να βάλεις και την πολιτική μέσα. Υπάρχει.
Μάλιστα. Πιστεύετε δηλαδή ότι η προσπάθειά σας κι όλο αυτό που έχετε περιγράψει θα ‘ναι η απαρχή, μάλλον μια νέα αρχή για την Πλατεία Αμερικής, για την Κυψέλη ευρύτερα; Μήπως εμπνεύσει το έργο σας και άλλους καλλιτέχνες ;
Μακάρι.
Να επενδύσουνε στην Κυψέλη, στην Πλατεία Αμερικής;
Θα ήταν το ποθούμενο αυτό, το ζητούμενο. Δεν μπορώ να το ξέρω. Αν ζήσω και το δω, θα χαρώ πάρα πολύ, δηλαδή αν δω να έχω μιμητές, ας το πούμε. Δεν κάνω και κάτι το σημαντικό, εντάξει. Μακάρι να υπάρχουν άλλοι, το λέω μετά λόγου γνώσεως, μακάρι να υπάρχουν άλλοι σαν κι εμένα που να προσφέρουνε αυτό που προσφέρουνε, να μην κλέβουν τον κόσμο, να μην κοροϊδεύουν το κοινό και ό,τι μπορούν απ’ το δικό τους μετερίζι να βοηθούνε. Μακάρι. Υπάρχουν σαφώς, δεν είμαι μόνος, προς Θεού, υπάρχουνε. Υπάρχουν άνθρωποι αξιόλογοι, οι οποίοι είναι όμως πολλές φορές στο σκοτάδι. Και φαίνονται οι μετριότητες επικρατούν, οι καταφερτζήδες. Σπάνια να δεις μια μεγάλη αξία να βρεθεί έτσι, δηλαδή, αν είναι για πολύ μεγάλη αξία, δεν μπορεί να μην την αφήσεις να περάσει, οι υπόλοιποι λειτουργούνε λίγο, εντάξει, ωφελιμιστικά, με σκοπό, τακτικισμό, μ’ αυτό... και περνάνε και προχωράνε, εντάξει.
Όποιος λέει ότι «Εμένα δεν με νοιάζει κι εγώ είμαι εργάτης του θεάτρου» –να τη λέμε και την άλλη μεριά τώρα–, λέει ψέματα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θέλει να βραβευτεί. Δεν μπορείς να σου δίνουν ένα βραβείο, να το αξίζεις και να πεις: «Δεν θέλω βραβεία εγώ», αυτά... Θα χαρείς, ο βασιλιάς το δώρο το θέλει. Άμα σε τιμήσουνε και… εξαρτάται και ποιοι θα σε τιμήσουνε βέβαια, έτσι; Το παίρνεις και λες: «Δεν με νοιάζει εμένα, κάνω πόλεμο εναντίον του κατεστημένου, δεν θέλω δώρα, δεν θέλω βραβεία...» Το θέλεις το δώρο, άμα δίνεται από εκεί που πρέπει να δοθεί, το θέλεις. Αυτό που λένε μερικοί ότι «Εγώ, δεν με νοιάζει» και... Την αποτυχία τους, αν θες[00:50:00], ή τη, ξέρω ‘γώ, τη στενοκεφαλιά τους ή τη... θέλουν να είναι μόνοι τους κρυμμένοι, μην την αποδίδουν στ’ ότι φταίει ο άλλος, φταίνε και οι ίδιοι, έτσι; Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει μια επιτροπή ή κάποιοι άνθρωποι όπως παλιά που πηγαίνανε και βλέπανε παραστάσεις και βλέπανε νέα ταλέντα, είτε συγγραφείς είτε ηθοποιούς είτε… Τώρα κάνει μία επιτυχία κάποιος, τονε παίρνει ο ένας, τονε παίρνει κι ο άλλος, τον στραγγίζουνε, έφυγες. Ειδικά στην τηλεόραση. Δεν ψάχνουν: «Α, να βρούμε άλλον», αν είσαι γνωστός κάποιου φίλου κτλ. Μου ‘λεγε ένας φίλος: «Με πήραν -λέει- γιατί είμαι γνωστός κάποιου που ‘χε πάρει Βραβείο Χορν, και χάρη σ’ αυτόν παίζω... Δεν θα πω όνομα. Μόνο έτσι. Να υπάρχει μια επιτροπή που να ‘ρθεί να βλέπει παραστάσεις και να πει: «Αυτόν τον ηθοποιό πρέπει να τον τιμήσουμε...» Τίποτα. Πρέπει να είσαι μάνατζερ του εαυτού σου, εγώ αυτό έχω διαπιστώσει μετά από σαράντα πέντε χρόνια που ασχολούμαι με το αντικείμενο, μάνατζερ του εαυτού μας. Είναι ένας τομέας ο καλλιτέχνης που δυστυχώς επικρατεί η ματαιοδοξία, η κενοδοξία, διάθεση να φανούμε μόνο και δεν κοιτάμε τι θα γίνει. Είναι το επάγγελμα τέτοιο, η αγωνία, δυο φορές, τρεις φορές τον χρόνο ψάχνεις δουλειά. Δεν μπορείς να αποδίδεις ως ηθοποιός και να μην έχεις να πληρώσεις το ενοίκιό σου, το ρεύμα σου και να βγεις να πρέπει να παίξεις, δεν θα 'σαι καλός. Δηλαδή θα κοροϊδέψεις, δεν θα συγκεντρωθείς, θα κάνεις [Δ.Α.], πόσο θα κρατήσει; Θα σπάσουν τα νεύρα σου. Το νευρικό σύστημα του ηθοποιού παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Βγαίνει και παίζει ο συνεπής και ο σοβαρός ηθοποιός, έτσι; Δεν μπορεί να βγαίνει να λέει τα λόγια του ή να προσαρμόζεις τους ρόλους σ’ αυτόνανε. Αυτός πάει στον ρόλο, όχι παίρνω τον ρόλο τον Τσέχοφ και τον κάνω Βλάχο, όχι. Εγώ πρέπει να πάω στον Τσέχοφ. Είναι ένα επάγγελμα, ειδικά του ηθοποιού και του τραγουδιστή, και του ηθοποιού ειδικότερα, που πας ν’ αγιάσεις και δεν μπορείς. Το να φανείς... έχω ακούσει ότι πληρώνανε μερικοί για να παίξουν. Πληρώνανε ή δεν παίρναν τίποτα για να βγουν να παίξουν, το ‘χουν ανάγκη το χειροκρότημα, να ‘ρθούν οι συγγενείς σου, οι φίλοι σου να σε δουν, νιώθεις εκείνη τη στιγμή ότι είσαι κάτι άλλο. Η ζωή σου είναι μίζερη και μόνο μέσα από το θέατρο… Ναι, αλλά έτσι δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Μπορούμε όμως να ‘μαστε όλοι ευκατάστατοι και να παίζουμε; Το ιδανικό θα ήταν να κάνουν θέατρο όλοι όσοι έχουνε... μπορούν να κάνουν. Θα ήταν ιδανικό, θα παίζανε... Η φτώχεια, που λέμε καμιά φορά, τα βιώματα σε κάνουν καλύτερο ηθοποιό, το δέχομαι ότι άμα έχεις πονέσει, έχεις ζήσει, βγαίνεις πιο καλός, και συγγραφέας και ηθοποιός. Αλλά δεν μπορεί συνέχεια να είναι αυτό. Κάποια στιγμή, ένα πλουσιόπαιδο που δεν έχει ταλαιπωρηθεί, δεν θα μπορεί να παίξει καλά, μπορεί να έχει ταλέντο βέβαια, να έχει ταλέντο και να ‘ναι πάμπλουτος και να ‘ναι καλός, υπάρχουν κι αυτά, δεν είναι ότι οι πλούσιοι είναι κακοί και οι φτωχοί είναι Ξανθόπουλοι όλοι, παράδειγμα, έχουνε τον πόνο. Υπάρχουν κι άλλοι που έχουν μια ικανότητα και βγαίνουν, και είναι πάμπλουτα τα παιδιά, εντάξει. Αλλά γενικώς, χωρίς βιώματα δεν μπορείς να παίξεις. Αν δεν έχεις πονέσει, αν δεν έχεις αδικηθεί, αν δεν έχεις προδοθεί, αν δεν έχεις… Και να ‘χεις μυαλό, ευφυΐα. Δεν φτάνει ταλέντο. Ταλέντο που λένε, δεν είναι μόνο «Α, έχω μία ικανότητα, ένα γκελ». Εντάξει, αυτό το ‘χεις ή δεν το ‘χεις. Δουλειά! Έναν βλάκα ταλέντο δεν τον παίρνεις, προτιμάς να πάρεις έναν που είναι λιγότερο ταλαντούχος, αλλά ο οποίος δουλεύει. Σου’ ρχεται στην πρόβα την επόμενη μέρα πιο προχωρημένος, πιο παρά κει, δεν παίρνουν τα μυαλά του αέρα. Τώρα παίρνουν, κάνεις μια επιτυχία, ειδικά παλιότερα... Τώρα πια έχουν γίνει πάρα πολλά έργα, παλιά γινόσουν και δεν μίλαγες στον κόσμο [Δ.Α.]. Στην τηλεόραση ειδικά, έχει κάνει πολύ κακό η ιδιωτική τηλεόραση, έχει κάνει κακό η ιδιωτική τηλεόραση γενικά σε όλους τους τομείς. Αυτό το εύκολο πράγμα, το σκουπιδαριό που παίζει, συγγνώμη που κάνω κριτική, ας τα πούνε... Πολύ λίγες δουλειές καλές υπάρχουν, οι υπόλοιπες όλες είναι… Δεν ξέρω τι συμφέροντα υπάρχουνε, τι προωθούνται, τι εταιρείες, τι προϊόντα, κι αυτοί που βγαίνουν και παρουσιάζουνε είναι σαν ν’ ακούς τον ίδιο παρουσιαστή σε τέσσερα, πέντε παιχνίδια. Ίδια φωνή, ίδια ημιτόνια, να μη λέω παραπάνω, κατάλαβες, ίδιο στιλ.
Βέβαια, δηλαδή και να ξαναγυρίζατε τον χρόνο όμως, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, πάλι το ίδιο θα κάνατε.
Πάλι το ίδιο θα ‘κανα, απλώς θα ‘χα λίγο πιο πολύ μυαλό. Δηλαδή, αν μπορούσε να μ’ είχε ο Θεός να μ’ έκανε να μην είμαι τόσο ευκολόπιστος, αυτό μόνο θα ‘λεγα. Να μην παρασύρομαι τόσο πολύ εύκολα, θα λεγα: «Κάτσε λιγάκι, τα οικονομικά σου, μην παρασύρεσαι». Όλα τ’ άλλα, καμιά επιλογή μου δεν έχω απαρνηθεί. Μόνο λίγο στα οικονομικά που πιάστηκα λίγο χαζός. Εγώ φταίω κατά κύριο λόγο κι αυτοί που με, ας πούμε, με βάλανε σ’ ένα παιχνίδι. Εκεί θα ‘πρεπε να προσέξω για να μπορώ να κοιμάμαι το βράδυ. Κάποιοι άλλοι που παίζουν μεθοδικά, κάνουν κάθε χρόνο παραστάσεις και δεν χρωστάνε πουθενά, παίρνουν επιχορηγήσεις. Εγώ άμα κάνω βλακείες και πάρε και συ και δώσε, και δεν προσέχω την εφορία, αυτομάτως είναι δικό μου λάθος. Είναι σαν να κάνω μόνος μου, πώς το λένε... πώς το… αυτό που κάνουν οι Ιάπωνες, χαρακίρι. Εκεί, αν ξυπνούσα και μπορούσα να φέρω τον χρόνο πίσω, τριάντα χρόνια πίσω, είκοσι, θα ‘λεγα: «Βασίλη, όλα αυτά καλά, πρόσεχε λίγο τις κινήσεις σου στα οικονομικά και με ποιους συνεργάζεσαι», αυτό. Δεν θα άλλαζα ούτε το ρεπερτόριό μου, ούτε τις... Θα πρόσεχα λίγο παραπάνω τα οικονομικά μου για να μπορώ να έχω μεγαλύτερη διάρκεια. Γιατί άμα δεν έχω, κάποια στιγμή θ’ ακούσεις: «Ο κύριος Βλάχος το ‘κλεισε» ή «Το ‘κανε american bar», παράδειγμα. Δεν μπορείς, τι να κάνεις.
Και εμμένετε και στο δύσκολο ρεπερτόριο.
Ναι, όχι το τρομερά κουλτουρέ, έτσι, το ακαταλαβίστικο, δεν είμαι αυτή η περίπτωση που παίζω ακαταλαβίστικα έργα, δεν είμαι καθόλου της… είναι το έργο του μέσου θεατή. Δηλαδή θ’ ανεβάσω ένα έργο που το καταλαβαίνει το κοινό, έτσι; Δεν θα ανεβάσω Sarah Kane ή κάτι έργα περίεργα κι αυτά, που υπάρχουν πάρα πολλά, κυκλοφορούνε. Που εκεί θ’ άνοιγα έναν τομέα που άσ’ τονε, μην τα πούμε για τους σκηνοθέτες που πιάνουν και πειράζουν τις παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας και τους βγάζουν τα μάτια. Εκεί είμαι κάθετος. Μικρόφωνο στην Επίδαυρο απαγορεύεται. Μικρόφωνο στην Επίδαυρο, όχι. Μην πας, κυρία μου, αν δεν έχεις φωνή, μην πας στην Επίδαυρο. Ή κύριέ μου, επειδή είσαι τηλεοπτικός και θα έχεις τον κόσμο; Πάλι το χρήμα βασιλεύει. Θα φέρουμε τον… δεν θέλω να πω όνομα –αν και κακώς–, τον τάδε, ο οποίος θα μας γεμίσει την Επίδαυρο. Δεν είναι έτσι όμως, δεν είναι έτσι. Δηλαδή οι άλλοι που δουλεύουν και δεν βλέπουν ποτέ τους... δηλαδή λες πια: «Δεν πάω, τι να πάω να κάνω». Αφού έχει πάει κι αυτός κι αυτός, κι έχουνε κοροϊδέψει τον κόσμο. Αν βγουν καλοί, χαλάλι, βγάζω το καπέλο, συγγνώμη, έκανα λάθος, είναι καλός, τον αδίκησα. Αφού όμως δεν είναι. Και με τα φτιαξίματα και με τα σπρωξίματα, από δω κι από κει να τον... σώνει και καλά να τον βάλουμε, δεν γίνεται έτσι.
Μάλιστα. Κάνοντας δηλαδή μία ανασκόπηση της πορείας σας, της καριέρας σας, με «κύκνειο άσμα» εδώ πέρα, τον Πολυχώρο «Αλεξάνδρεια», την τελευταία σας ενασχόληση με την τέχνη–
Ναι. Ναι.
Ποια θα λέγατε τις κορυφαίες σας στιγμές ως τώρα στην καριέρα;
Από πλευράς θεατρικών, έτσι;
Όχι, γενικότερα, μαζί με την «Αλεξάνδρεια»–
Ναι, ναι–
Νιώθετε περήφανος;
Ναι. Νιώθω περήφανος για κάποιες παραστάσεις στις οποίες έλαβα μέρος, δηλαδή νιώθω υπερήφανος που έπαιξα στο «Άγγελοι στην Αμερική» με τον Ποταμίτη. Νιώθω υπερήφανος που έπαιξα με την Μαριέττα Ριάλδη στο «Τα μάτια σ’ εμάς παρακαλώ». Που έκανα με την Έρση την Βασιλικιώτη το «Εντός σχεδίου» και γνώρισα τον Δημήτρη τον Κεχαΐδη, του οποίο έργο έπαιξα τη «Βέρα». Όλα τα έργα που ‘κανα στην «Αλεξάνδρεια» τα θεωρώ καλά. Είμαι ευχαριστημένος. Όλα όσα ανέβασα εδώ τα έργα, δέκα έργα που ‘χω κάνει εδώ. Οι γνωριμίες μου με τον Παντελή Βούλγαρη, τον συγχωρεμένο τον Δαμιανό, τη Μάγια Λυμπεροπούλου. Τους συγγραφείς που γνώρισα, τον Μουρσελά που κι αυτός εδώ μ’ αγκάλιασε πάρα πολύ με το «Εκείνος και εκείνος». Τους μουσικούς, τον Πλέσσα που ‘ρθε εδώ, τον Χατζηνάσιο... Έχω πολλά πράγματα να διηγηθώ και πολύ ωραίες στιγμές. Θα ‘θελα… να, θα ‘θελα, ας πούμε, αν μπορούσα και καλλιτεχνικά, δεν είναι εύκολο, να προχωρήσει και το τραγουδιστικό μου. Το οποίο δεν είναι εύκολο να κάνεις δυο πράγματα μαζί, αλλά εγώ έχω βγάλει δύο δισκογραφίες. Δεν το είπα αυτό, ότι έχω βγάλει δύο CD, το ‘09 και το ‘11. Έχω συνεργαστεί με τον Χρήστο τον Νικολόπουλο, με την Μάρω Θεοδωράκη, με τον Δημήτρη τον Ιατρόπουλο... Και πάντα μ’ αρέσει, επειδή μιλάω καλά αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά τραγουδάω, πάντα σε κάποιες εκδηλώσεις που είναι και οι μεγάλοι εδώ, με φωνάζουν και λέω κάποια τραγούδια. Τώρα με τον Κατσαρό, πρώτα ο Θεός, θα πω το «My way», με το σαξόφωνό του θα με συνοδέψει. Μικρές χαρές, μικρά ερεθίσματα τα οποία σου κάνουν τη ζωή σου πιο καλή, ρε παιδί μου, ξέρω ‘γώ.
Έχετε φιλοξενήσει δηλαδή μεγάλους. Κατσαρό–
Πάρα πολλούς. Σχεδόν τους περισσότερους από τους εν ζωή.
Εδώ πέρα, εννοώ, στον Πολυχώρο «Αλεξάνδρεια», έχετε φιλοξενήσει μεγάλους συνθέτες.
Πλέσσας, Κατσαρός, Σπανός, Χατζηνάσιος, Κορκολής ο Στέφανος, η Γιοβάννα, η Γιώτα Νέγκα, ο Γιάννης ο Κούτρας, ο Βασίλης ο Λέκκας, ο Νότης Μαυρουδής, η Νένα η Βενετσάνου , η Μαρίζα Κωχ, η Αναστασία Μουτσάτσου, ο Μιτζέλος. Τι να πω, ποιοι άλλοι έχουν έρθει... Θυμάμαι, μην αδικήσω και κανέναν. Ο Σάκης ο Τσιλίκης, ο Ψαριανός ο Δημήτρης... Θα ξεχάσω... Η Αρετή Κετιμέ, Τηγανούρια, ο Κώστας ο Μακεδόνας, Γαρμπή. Αν ψάξω και τα δω, πάρα πολλοί. Συγγραφείς έχουν έρθει... Πάρα πολλοί, δηλαδή, θα πιάσω να φτιάξω ένα λεύκωμα και πρέπει να το φτιάξω και να το δείχνω κιόλας, γιατί έτσι αποσπασματικά δεν είναι... Θα πρέπει να φτιάξω ένα λεύκωμα που να αρχίζει απ’ το ’12 και να προχωράει τώρα με τα πιο σημαντικά πράγματα που έχουνε γίνει εδώ. Σε φωτογραφικό υλικό και σημειώσεις, σχόλια κτλ. Θα το κάνω. Είμαι λίγο αμελής σ’ αυτό, θέλω λίγη βοήθεια. Ό,τι άλλο θα θέλατε να με ρωτήσετε, στη διάθεσή σας. Ό,τι θέλετε.
Με την οικογένεια του Καραγάτση έχετε επικοινωνήσει; Από τότε που έχετε αναλάβει το χώρο;
Θα σας πω τι έγινε. Έτυχε, την Μαρίνα την Καραγάτση τη γνώρισα την εποχή που έφτιαχνα τον χώρο, η οποία τυχαίνει να είναι και φίλη με μία από τις δύο κυρίες τις ιδιοκτήτριες. Είχα πάει σε μια έκθεση, παρουσίαση που ‘χε γίνει, είχε ένα βιβλίο δικό της και μου έβαλε και… μου ‘χε βάλει και αφιέρωση: «Καλή επιτυχία στη Σπάρτης 14». Ο γιος, ο Τάρλοου ο Δημήτρης, τον κάλεσα δεν μπόρεσε να έρθει το παιδί. Έκτοτε δεν έχω επαφές μαζί τους. Ούτε κακές ούτε καλές, αλλά δεν ήρ[01:00:00]θανε ποτέ. Δεν επεδίωξα κι εγώ να τους… Εντάξει, ο καθένας τον δρόμο του, δεν μπορείς να αμφισβητήσεις ότι έχει ζήσει εδώ πέρα τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια ο Καραγάτσης. Υπάρχουνε μαρτυρίες, υπάρχουν περιγραφές σε διηγήσεις. Ήτανε μια σημαντική… σχεδόν το 1/3 της ζωής του το πέρασε εδώ. Σχεδόν. Δεν είναι λίγο. Δεν έτυχε να… Ξέρετε, έχουνε γίνει λίγο τώρα... έχουμε γίνει όλοι ατομικοί, ατομικότητες μεγάλες. Δεν υπάρχει συντροφικότητα και συλλογικότητα, αυτά είναι όλα για τις μπροσούρες για να πηγαίνουν στις συγκεντρώσεις. Κατά βάση ο καθένας μόνος του. Αυτό. Κακά τα ψέματα, η τέχνη δεν θέλει και πάρα πολλούς, μεταξύ μας. Στην τέχνη πρέπει ένας να… στην τέχνη ένας πρέπει να διατάζει. Δηλαδή κάνεις μια παράσταση, σκηνοθέτης είναι ένας. Δεν μπορεί να μιλάνε όλοι. Οι συλλογικές σκηνοθεσίες έχουνε αποτύχει οικτρά. Όσοι λένε τη γνώμη τους κι αυτά, τελικά πρέπει ένας. Θέλει λίγη «δικτατορία», εντός εισαγωγικών, όταν κάνεις θέατρο. Ένας αποφασίζει. Ακούει τους άλλους και λέει: «Εγώ». Αν δεν καταφέρει να επιβληθεί, βγαίνουν πράγματα, έτσι… Κακά τα ψέματα, αυτό το συλλογικότητες είναι γι’ άλλα πράγματα, για να διεκδικήσουμε δικαιώματα, να... Όταν είναι να κάνεις ένα έργο τέχνης, πρέπει να ‘χει τη σφραγίδα, ειδικά στο θέατρο, και σε άλλα αυτά, ένας σκηνοθέτης. Ένας που είναι υπεύθυνος, ή ο θιασάρχης. Ότι «Εδώ, εγώ αποφασίζω. Έχω την ευθύνη πάνω μου. Πρέπει να επικρατήσει η δική μου γνώμη. Θα ακούσω τις δικές σας και θα…» Όχι, κι εγώ, κι εγώ, και... Και διαλύονται μετά. Ακούς κάτι σχήματα, ακούς εταιρικούς... μετά από λίγο, τσακωθήκαμε, ομαδούλες, τσακ, τα χαλάσαμε, φύγαμε. Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς στον δικό σας χώρο, φαντάζομαι ότι ξεκινάνε με καλές προθέσεις όλοι, με αγαθές, παρέες, φιλίες, έρωτες κι αυτά και όταν είναι να γίνει το… δύσκολα βγαίνει κάτι συλλογικό. Δύσκολα, δύσκολα. Βγαίνει, αλλά δύσκολα. Αυτό πιστεύω.
Ωραία. Εν κατακλείδι, η επόμενη μέρα του Πολυχώρου; Μας είπατε μερικά πράγματα που θα γίνουν.
Η επόμενη μέρα είναι 11 Ιουνίου, αύριο. Αυτή την εποχή, αν θέλετε να έχετε μια εικόνα βρισκόμαστε σε αναβρασμό, φτιάχνουμε τη σκηνή πίσω γιατί έχει σαπίσει – στον κήπο μιλάω πάντα. Προσπαθούμε να βάλουμε λουλούδια, αλλά να τ’ ομορφύνουμε τον χώρο περισσότερο. Καρέκλες, έχω τώρα να διαμορφώσουμε και τον χώρο λίγο, με κανόνες υγιεινής. Πρέπει να γίνουν απολυμάνσεις λόγω του φόβου του κορονοϊού κτλ. Πρέπει να πάρουμε κάποια μέτρα με τις αποστάσεις αλλά και για την υγιεινή των πιάτων, αυτών, μαχαιροπίρουνα και τέτοια. Όλα αυτά είναι ένα ωραίο πράγμα. Μια δημιουργία. Φεύγει ο ένας, έρχεται η σκηνογράφος, φεύγει ο σιδεράς, βάζεις από κει... Εμένα μ’ αρέσει, μ’ αρέσει πάρα πολύ να ‘μαι σε διαρκή κίνηση, η απραξία… Όταν σηκωθώ μια μέρα και πω ότι δεν έχω να κάνω τίποτα σήμερα, είμαι... δεν βλέπομαι στον καθρέφτη. Σήμερα τίποτα; Δεν έχω τίποτα; Δεν έχω να δω τον κύριο Κανδεράκη στις 12; Δεν έχω να δω τον κύριο [Δ.Α.], τον ηλεκτρολόγο το μεσημέρι; Πρέπει να βρω πράγματα. Ναι, μ’ αρέσει συνέχεια να ‘μαι σε μια κίνηση, μπορεί να γκρινιάζω, να λέω, αλλά μ’ αρέσει να ‘μαι σε μια κίνηση, σε μια δημιουργικότητα, σε μια… και ακόμα και αντιπαράθεση. Το ίσιο, πολύ λίγο. Έτσι είμαι φτιαγμένος, τι να κάνω; Δεν θα ‘χα κάνει κι αυτά τα πράγματα ίσως. Αν έλεγα, εφησύχαζα σ’ αυτό κι έλεγα: «Εντάξει, έχω τη σύνταξή μου, κάνω κι ένα έργο, παίζω κι εδώ...» έκανα όμως κάτι! Και τώρα να μην υπάρχω αύριο, θα πούνε: «Υπήρχε ένας άνθρωπος ο οποίος έφτιαξε έναν χώρο, έπαιξε σαράντα έργα, έκανε κι εδώ, οχτώ χρόνια έδωσε στην περιοχή και καταγράφηκε στην ιστορία». Έστω αυτό το λίγο. Τι άλλο παραπάνω θέλω.
Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ, στη διάθεσή σας και οτιδήποτε άλλο θελήσετε, εδώ είμαι.
Ευχαριστώ, να ‘στε καλά.