© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γυναίκα κτηνοτρόφος στα 24

Istorima Code
12913
Story URL
Speaker
Ραφαέλα Δράκου (Ρ.Δ.)
Interview Date
14/02/2023
Researcher
Δήμητρα Πατάπη (Δ.Π.)
Δ.Π.:

[00:00:00]Είναι Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023, είμαι με τη Ραφαέλα, βρισκόμαστε στα Κοσκινού. Εγώ ονομάζομαι Δήμητρα Πατάπη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Ραφαέλα, καλησπέρα. 

Ρ.Δ.:

Καλησπέρα, Δήμητρα. Εγώ είμαι η Ραφαέλα, είμαστε εδώ στα Κοσκινούμ στο σπίτι μου, σε μία μέρα που μόλις γύρισα από το χωράφι, και είμαστε εδώ για να πούμε μερικά πράγματα για μένα. Λοιπόν, καταρχάς είμαι 27 χρόνων –για την ακρίβεια 27 χρονών και ενός μήνα περίπου– και ασχολούμαι πλέον με την κτηνοτροφία σε επαγγελματικό επίπεδο πια. Αυτό προέκυψε τα τελευταία χρόνια συστηματικά, με κάπως έναν σχετικά δυσάρεστο τρόπο. Αλλά στη συνέχεια πλέον έχει γίνει τρόπος ζωής για μένα. Είναι κάτι το οποίο με ευχαριστεί και με γεμίζει, σίγουρα. Όμως δεν ξεκίνησε έτσι η ιστορία μας. Ξεκινήσαμε πιο πριν, από τη Ραφαέλα η οποία βρίσκεται στο Τσαΐρι. Εκεί γεννήθηκε, το 1996, τον Γενάρη. Μία αγροτική περιοχή, γύρω δεν υπήρχαν σπίτια, όμως υπήρχαν πάντα οι ήχοι από τα ζώα. Είτε από τις κατσίκες και τα πρόβατα –τα οποία έβοσκαν ελεύθερα– είτε από αυτά τα οποία σταβλίζονταν ελεύθερα μέσα στις εγκαταστάσεις που υπήρχαν τριγύρω – από γουρούνια, αγελάδες... Δίπλα στο σπίτι μας πάντα υπήρχε ο χώρος από τον στάβλο που είχε ο μπαμπάς –τη μεγαλύτερη κτηνοτροφική μονάδα παλαιότερα στη Ρόδο– με αγελάδες. Οπότε από μικρή, η ζωή μου συνδέεται άμεσα με τα ζώα. Λοιπόν, έχω άλλες δύο αδερφές τη Μαρία και την Κατερίνα. Εγώ είμαι η μεσαία και έχουμε μεταξύ μας με τη Μαρία τρεισήμισι χρόνια διαφορά και με την Κατερίνα έχουμε γύρω στα πεντέμισι. Λοιπόν, μεγαλώνω στο Τσαΐρι, πηγαίνω σχολείο στα Κοσκινού. Η καθημερινότητά μου είναι πολύ απλή. Ξυπνάμε, πηγαίναμε με τον μπαμπά, διότι η μαμά δεν οδηγούσε. Πηγαίνουμε, λοιπόν, αρχικά οι δυο μας –εγώ και η Μαρία–, μας έπαιρνε ο μπαμπάς στο σχολείο –μετέπειτα και την Κατερίνα, βέβαια– στα Κοσκινού. Τελειώναμε τα μαθήματα, πηγαίναμε στη γιαγιά όπου ήταν εκεί. Περνούσαμε λίγες ώρες μέχρι να τελειώσει ο μπαμπάς από τη δουλειά του και στη συνέχεια επιστρέφαμε στο σπίτι μας. Οι δραστηριότητές μας ήταν πάρα πολύ απλές. Με το που γυρνούσαμε από το σχολείο, κάναμε τα μαθήματά μας και στη συνέχεια αυτό που κάναμε με τη Μαρία ήταν παιχνίδια στη φύση. Πολλά παιδάκια μπορεί να θέλανε και να λέγανε στη μαμά και στον μπαμπά: «Πάμε στον παιδότοπο, πάμε στην παιδική χαρά». Δεν είχαμε νιώσει ποτέ την ανάγκη να κάνουμε κάτι τέτοιο εμείς, διότι η καθημερινότητά μας στο χωράφι ήτανε σαν παιδική χαρά. Ανεβαίναμε το βουνό, για μας παίζαμε κρυφτό πάνω στο βουνό, παίζαμε κυνηγητό πάνω στο βουνό. Μετέπειτα εγώ, ας πούμε, θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά να φοράω τα πασουμάκια μου –όπως έπαιρνα τότε τα παιχνίδια– και να πηγαίνω με το τσαντάκι μου πάνω στο βουνό και να παίζω. Να παίρνω το μωρό αγκαλιά, τα καροτσάκια. Όλα τα κοριτσίστικα πράγματα απλά συνδεδεμένα πάντα με το βουνό. Έτσι, λοιπόν, περνούσαν 7 χρόνια η καθημερινότητά μας. Εντάξει, τις Κυριακές πάντα κάναμε βόλτα με τον μπαμπά και τη μαμά τριγύρω, είτε στην πόλη είτε σε κάποια άλλα χωριά. Η μαμά δεν οδηγούσε. Αυτό λίγο περιόριζε κάποιες εξόδους μας. Περιοριζόμασταν, δηλαδή, μόνο στο πρόγραμμα του μπαμπά που ήταν φορτωμένο. Διότι τα ζώα είναι μία δουλειά που την έκανε παράλληλα, βέβαια, με τη δραστηριότητα και ως κρεοπώλης. Όμως τα ζώα, όπως ξέρουμε, δεν έχουνε πρόγραμμα. Δηλαδή μπορεί να προκύψει μία γέννα που μπορεί να ακυρώσει μία έξοδο προγραμματισμένη. Μπορεί να προκύψει το οτιδήποτε μέσα στον στάβλο και θα πρέπει να τον κάνει να είναι εκεί. Οπότε και εμείς θα πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι κάποιες φορές δε γινόταν ούτε να πηγαίνουμε πολύ γύρω τριγύρω, ούτε και όταν μας έλεγε ότι: «Δεν μπορώ, είμαι κουρασμένος», διότι είναι πολύ κουραστικό επίσης.  Λοιπόν, στη συνέχεια κάποια στιγμή –γύρω στα 10 νομίζω, πρέπει να ήμουν ή Τετάρτη ή Πέμπτη Δημοτικού, δε θυμάμαι ακριβώς τώρα– και πλέον η Κατερίνα είναι ενός ή δύο ετών, μετακομίζουμε από το τσαΐρι. Διότι ήταν κάπως μικρό το σπίτι, είχαμε ένα δωμάτιο όλοι μαζί και το βασικότερο ήταν ότι η Μαρία θα πήγαινε Γυμνάσιο, οπότε έπρεπε να πάει Γυμνάσιο στις Καλυθιές. Εγώ συνέχιζα να είμαι στο Δημοτικό στα Κοσκινού και η Κατερίνα έπρεπε να πηγαίνει νηπιαγωγείο. Ο οδηγός ήταν ένας, οπότε τα δρομολόγια δε γινόντουσαν πρακτικά να είμαστε και οι τρεις 8:00 στο σχολείο. Οπότε προέκυψε αυτή η ανάγκη, να μετακομίσουμε στο χωριό. Λοιπόν, μετακομίζουμε στα Κοσκινού. Κανονικά συνεχίζουμε, πηγαίνουμε στο κτήμα που βρισκόταν η πρώτη μας κατοικία –εκεί στο Τσαΐρι– τα Σαββατοκύριακα, στις γιορτές, δηλαδή το Πάσχα, Καθαρά Δευτέρα κ.λπ. Εντάξει, όχι σε καθημερινή βάση. Δε γινότανε. Ο μπαμπάς παράλληλα –και τα επόμενα χρόνια και για ένα διάστημα– συνέχιζε να έχει ζώα, τις αγελάδες. Κάποια στιγμή, βέβαια, γύρω στο 2008, παθαίνει ένα ατύχημα, οπότε και σταματάει λόγω του θέματός του στο πόδι –έσπασε το πόδι του– τη δραστηριότητα με τα ζώα για κάποιο διάστημα μέχρι να αναρρώσει. Παρ’ όλα αυτά, δε φεύγει ποτέ από τον χώρο του κρέατος και των ζώων. Δηλαδή στα αυτιά μου πάντα είχα τη λέξη «τα ζώα», «τα Χριστούγεννα», «το φόρτωμα των ζώων», «οι γέννες», όλο το «περιτύλιγμα» το οποίο συσχετιζόταν με αυτό. Έτσι, λοιπόν, για ένα διάστημα δεν πηγαίναμε τόσο συχνά εκεί. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν ένιωθα ότι αποκόπηκα από τη φύση, ούτε ότι απομακρύνθηκα από αυτήν. Δηλαδή πάντα έβλεπα τα λουλούδια, μου άρεσε να πηγαίνουμε να περπατάω είτε στο βουνό είτε στη θάλασσα, να μαζεύω λουλούδια. Πάντα ένιωθα ότι μου άρεσε να βλέπω τα λουλούδια της φύσης ανάλογα με την εποχή. Είτε πρόκειται για τις άγριες ορχιδέες, που μου αρέσανε τα κρινάκια και τα οποία φύτρωναν. Αυτά πάντα πήγαινα στο θάμνους γύρω τριγύρω στα πεζουλάκια και τα μάζευα. Μ’ άρεσε. Τα ζωάκια. Ποτέ δεν ένιωσα να φοβάμαι κάποιο ζώο. Όποιο ζώο και αν έβρισκα, πάντα το πλησίαζα, θα το χάιδευα, θα το τάιζα και γενικά ένιωθα ότι τίποτα δε με φόβιζε στη φύση. Μου άρεσε. Στη φύση, επίσης, πάντα αναζητούσα την ηρεμία μου. Δηλαδή με θυμάμαι, ακόμα και όταν ένιωθα κουρασμένη –φορτωμένη λίγο– να πηγαίνω είτε μία βόλτα γύρω τριγύρω στο χωριό, που πάλι, εντάξει, δεν ήτανε πόλη. Μετέπειτα, όταν πήγαινα Λύκειο –θυμάμαι στη Ρόδο, στην Καπνοβιομηχανία–, μου άρεσε πάρα πολύ να περπατάω από τα Κρητικά στη θάλασσα και να κάνω τον γύρο. Να περπατάω όλο εκεί μέχρι το Ενυδρείο και μετά να κάθομαι στον Ευαγγελισμό και να ακούω τη θάλασσα, να μυρίζω τη θάλασσα. Οπότε όλο αυτό… Πάντα, δηλαδή, θυμάμαι είτε το βουνό είτε τη θάλασσα να με συνοδεύει σε όλα και ένιωθα ήρεμη. Ηρεμούσα ακόμα και όταν ένιωθα πιεσμένη, φορτωμένη. Ήταν για μένα ένα σημείο που ήξερα από εκεί σταματάς, παίρνεις την ανάσα σου και συνεχίζεις. Αυτό το έκανα ασυναίσθητα. Μου έβγαινε πάντα η ανάγκη να πάω κάπου εκεί και να ηρεμήσω μόνη μου, μόνη μου. Δεν ήταν το ίδιο όταν πήγαινα με κάποιον άλλον. Είτε με την οικογένειά μου είτε με κάποιον άλλον. Ήθελα να είμαι μόνη μου για να το κάνω αυτό. Είμαστε στα Κοσκινού, συνεχίζω να κάνω τις δραστηριότητές μας. Πλέον, ως έφηβη εγώ, κατεβαίνω στην πόλη, πηγαίνουμε βόλτα, κάνουμε όλες τις δραστηριότητλες μας. Στη συνέχεια έρχεται η φάση των Πανελληνίων, φροντιστήρια: φροντιστήρια Αγγλικών, φροντιστήριο Γερμανικών, φροντιστήρια για τα μαθήματα έκανα μόνο στην Τρίτη Λυκείου, στη Θεωρητική κατεύθυνση τότε. Δίνω Πανελλήνιες, περνάω τότε δεύτερη στο πανεπιστήμιο με 17.922 μόρια, σε μία σχολή που τότε, όταν κλήθηκα να πάρω την απόφαση, ήμουν 100% πεπεισμένη ότι μου άρεσε. Γιατί από μικρή θυμάμαι να παίζω τη δασκάλα, να έχω δηλαδή τις κούκλες μου ή κάποιον και να του κάνω μάθημα: Γλώσσα, Μαθηματικά και όλα τα σχετικά, αυτό θυμάμαι. Έτσι, λοιπόν, περνάω στο πανεπιστήμιο. Φτάνω γύρω στο τέταρτο έτος με σχετικά καλή βαθμολογία, μόνο ένα μάθημα με παίδευε, τα Μαθηματικά – ήτανε το δύσκολο μάθημα. Εντάξει, και ήμουν σίγουρη ότι θα τελειώσει το πανεπιστήμιο και εγώ κάποια στιγμή θα διοριστώ. Ή εν πάση περίπτωσει, αυτό θα κάνω, αφού μου άρεσε. Με φανταζόμουνα να βρίσκομαι… Και πάντα σαν χαρακτήρας, όπου κι αν ήμουν, πλησίαζα τα παιδάκια, με πλησίαζαν τα παιδάκια. Μπορούσα να τα απασχολήσω, μπορούσα να τα ηρεμήσω. Γενικά, νομίζω ότι το είχα. Έτσι πίστευα τουλάχιστον. Και κάποια στιγμή, λοιπόν, σκέφτηκα ότι είμαι πλέον στα 21-22, πρέπει λίγο να αρχίσω να πατάω στα πόδια μου, να βρω τουλάχιστον μία τετράωρη απασχόληση για να γεμίσω τον χρόνο μου. Γιατί σαν άνθρωπος είμαι αρκετά δραστήρια, δεν μπορώ να κάθομαι πάρα πολύ, δεν μου αρέσει να κοιμάμαι πάρα πολύ. Δηλαδή το αργότερό μου –ακόμα και πιο πριν– ήταν να ξυπνήσω γύρω στις 10:00-11:00, εκεί. Το παραπάνω με χαλούσε. Ένιωθα ότι μου δημιουργούσε κόπωση. Αντί να με ξεκουράζει, μου δημιουργούσε ακριβώς το αντίθετο. Επιπλέον, με το που ξυπνούσα, δεν μπορώ να κάτσω στο κρεβάτι, πρέπει να σηκωθώ πάνω. Έχω και αυτό το πρόβλημα! Γενικά έχω πάρα πολλή ενέργεια, είμαι πάρα πολύ γρήγορη. Μπορώ να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να τα συντονίζω, να τα οργανώνω. Γιατί γενικά αυτό που πιστεύω πάντα είναι ότι χρειάζεται πρόγραμμα. Μόνο όταν τα έχεις προγραμματισμένα όλα, μπορούν να βγουν και να λειτουργήσουν. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα στο μυαλό μου να λέω ότι πρέπει να βρω κι εγώ ένα τετράωρο, γιατί και να σιγά-σιγά να συμβάλω στα οικονομικά της οικογένειας και, αν όχι στα οικονομικά της οικογένειας, τουλάχιστον στα δικά μου προσωπικά έξοδα. Σαν μία κοπέλα να θέλω να πάω για ένα καφέ, να μπορώ να μη νιώθω την ανάγκη ότι πρέπει να ζητήσω. Όχι ότι δεν το είχα, αλλά και μόνο από φιλότιμο θεωρώ ότι ήταν αρκετό. Είμαστε τρία άτομα, τρία παιδιά στην οικογένεια. Υπήρχε[00:10:00] και μικρότερη από εμένα που είχε τα φροντιστήριά της αντίστοιχα, μετά. Οπότε, εντάξει, για μένα ήταν λίγο γαϊδουριά να κάθομαι. Είχα, λοιπόν, μπει σε αυτή τη διαδικασία, απλά σκεφτόμουνα να τελειώσω το πανεπιστήμιο και μετά ή να το κάνω παράλληλα τέσσερις ώρες. Ανάλογα θα δούμε το πώς θα κυλήσει. Παράλληλα, κάποια στιγμή, λοιπόν, μετά φτάνουμε γύρω στο 2018, που για μένα αυτή η χρονιά είναι και το ορόσημο. Είναι η αρχή και το τέλος ταυτόχρονα. Για μένα εκεί υπήρξε το τέλος μιας περιόδου που ήμουν παιδί. Γιατί μέχρι τότε δεν μπορώ να πω ότι είχα ευθύνες. Δεν ήμουν ποτέ αναίσθητη, πάντα είχα το φιλότιμο να κάνω πράγματα, να βοηθήσω όπου χρειαζόταν κι αν χρειαζότανε. Αλλά όλα αυτά πάντα στο πλαίσιο του «αν θέλω», αν δε θέλω, δεν έγινε και κάτι, θα το έκανε κάποιος άλλος. Δε χρειαζόταν να αγχωθώ για κάτι. Αυτό, βέβαια, άλλαξε. Εκείνη τη στιγμή, τον Δεκέμβριο του 2018, άλλαξε κάθετα μέσα σε μία νύχτα στην κυριολεξία.  Φτάνουμε στις 20 Δεκεμβρίου –για την ακρίβεια στις 19 Δεκεμβρίου το βράδυ– που μάλιστα θυμάμαι ότι είχαμε στολίσει το δέντρο. Με την Κατερίνα είχαμε πάει στο Jumbo εκείνη την ημέρα, είχαμε αγοράσει τα καινούργια στολίδια. Μας άρεσε να στολίζουμε το σπίτι, να το κάνουμε θεματικό. Είχαμε πάρει τα καινούργια λαμπάκια, γενικά σχεδιάζαμε πώς θα περάσουμε τα Χριστούγεννα, τι θα κάνουμε. Τίποτα δεν έμοιαζε να αλλάζει, ήταν όπως κάθε Χριστούγεννα. Πηγαίναμε όλες μαζί –η Μαρία, η Κατερίνα και η μαμά μου η Άρτεμις– στα μαγαζιά και διαλέγαμε τα χριστουγεννιάτικα, στολίζαμε το σπίτι. Το παραστολίζαμε σε μία γειτονιά που κανένα άλλο σπίτι δε στολιζότανε, ξεχωρίζαμε. Έτσι, λοιπόν, είπαμε αύριο να στολίσουμε τα φωτάκια και τα στολίζουμε. Φωτάκια ποτέ δεν πρόλαβαν να ανάψουν. Θυμάμαι ότι γύρω στις έντεκα το βράδυ, χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, το σηκώνω εγώ. Ήταν ο μπαμπάς μου, ο Αντώνης. Η περίοδος αυτή για τους κτηνοτρόφους –και για όσους βρίσκονται μέσα στον χώρο με τα ζώα– είναι πάρα πολύ δύσκολη. Εκεί που όλοι προετοιμάζονται για τις γιορτές, προετοιμάζονται για τις αγορές, το μόνο που τους νοιάζει –χωρίς, βέβαια, την κακή έννοια– είναι να πάρουνε το κρέας να ψήσουνε, να κάνουν τα πάντα γιορτινά, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από πυρετώδεις προετοιμασίες να κυλήσει όλη η αγορά σωστά, να λειτουργήσουν τα πάντα σωστά, να διοχετεύσουν το κρέας στην αγορά. Και γενικά το άγχος πώς θα κερδίσουν από αυτό και θα πάνε όλα καλά. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν και υπεύθυνος στο σφαγείο, οπότε έλειπε αρκετές ώρες εκείνη την περίοδο από το σπίτι. Γιατί έπρεπε και ως παραγωγός να φροντίσει τα ζώα του και την εκτροφή τους, στη συνέχεια να κανονίσει το πώς θα τα διοχετεύσει με τους πελάτες του στην αγορά, και στη συνέχεια να βρίσκεται και στη θέση του –ως υπεύθυνος στο σφαγείο– για να λειτουργήσουν τα πάντα σωστά κι εκεί. Και για να μοιραστούν αυτά τα κρέατα στην αγορά. Έτσι, λοιπόν, χτυπάει το τηλέφωνο εκείνο το βράδυ και μου λέει ότι δε θα έρθει διότι είναι πάρα πολύ κουρασμένος, δεν έχει προλάβει, βέβαια, να ταΐσει και να τελειώσει με τα ζώα. Να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι από το 2013, μετά το ατύχημά του που ακολούθησε ξανά το επάγγελμα ουσιαστικά με τα ζώα, γιατί δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο πέρα από τα ζώα εντέλει. Στην αρχή είχε αγελάδες. Το εργοστάσιο μετατράπηκε σε χοιροστάσιο με όλες τις προδιαγραφές –τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές– για να λειτουργούν ομαλά τα πράγματα για τα ζώα. Οπότε πλέον μέσα στον στάβλο βρίσκονται χοιρινά. Είτε μικρότερα είτε μεγαλύτερα γάλακτος και παχυνώμενα ζώα και φυσικά υπήρχαν και πρόβατα και κατσίκια, αλλά μέσα στον στάβλο υπάρχει πλέον το χοιροστάσιο και όχι το βουστάσιο. Έτσι, λοιπόν, στις 19 Δεκεμβρίου χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει ότι: «Δε θα έρθω σήμερα στο σπίτι. Πρέπει, λοιπόν, να τελειώσω και επειδή είμαι κουρασμένος πρέπει αύριο να πάω πολύ πρωί στο σφαγείο. Διότι πρέπει να φύγουν», είμαστε σχεδόν προπαραμονή των Χριστουγέννων, «τα κρέατα. Οπότε θα κάνω ένα μπάνιο και θα κοιμηθώ. Θα έρθω, όμως, αύριο να σας δω. Εντάξει;». Εντάξει! Κλείνω το τηλέφωνο το λέω και στη μαμά, καθόμαστε πάρα πολύ ωραία, χαζολογάμε, παίζαμε επιτραπέζιο –που συνηθίζαμε να κάνουμε–, στη συνέχεια βλέπαμε τηλεόραση με τη Μαρία και την Κατερίνα και τη μαμά μου. Πέφτουμε για ύπνο και κάποια στιγμή ξημερώνει. Η Κατερίνα σηκώνεται να πάει σχολείο θυμάμαι, η μαμά μου να της ετοιμάσει τα σχετικά που πρέπει να πάρει –το κολατσιό της και όλα αυτά–, να πιει τον καφέ της. Εγώ θυμάμαι κοιμόμουνα, δεν είχα μάθημα, γιατί τις τελευταίες μέρες πριν τα Χριστούγεννα τα μαθήματα πάντα ακυρωνόντουσαν και λόγω ότι πολλοί φοιτητές έφευγαν, οπότε εμείς που ήμασταν εδώ, δεν πηγαίναμε. Χτυπάει, λοιπόν, 7:00 το πρωί το τηλέφωνο το σηκώνει η μητέρα μου… Πράγμα παράξενο, γιατί 7:00 το πρωί δύσκολα παίρνει κάποιος. Συνήθως για καλό δεν παίρνουνε… Έτσι, λοιπόν, ήταν ένας γείτονας ο οποίος εκείνη τη στιγμή μας ανακοίνωσε ότι, δυστυχώς, ο μπαμπάς μου ξαφνικά πέθανε. Ότι τον είχε εκείνη τη στιγμή μπροστά του και ήταν νεκρός. Η μητέρα μου φυσικά τα χάνει, η Κατερίνα βάζει τα κλάματα και εγώ θυμάμαι να σηκώνομαι από το κρεβάτι –η Μαρία πιο πριν είχε φύγει, δούλευε στην τράπεζα εκείνη την περίοδο, οπότε είχε φύγει νωρίτερα–, και θυμάμαι να σηκώνομαι νωρίτερα από το κρεβάτι, να παίρνω το ακουστικό και να προσπαθώ να καταλάβω τι μου λέει ο άνθρωπος. Η μητέρα μου αυτό που έκανε ήταν να αρχίσει, ασυναίσθητα, να συμμαζεύει το σπίτι. Ήταν η ανακλαστική της αντίδραση. Αντί να κάνει το οτιδήποτε άλλο, εκείνη τη στιγμή είπε στο τηλέφωνο: «Τι μου λέτε; Πέθανε;». Εγώ θυμάμαι ότι το ακούω, τρέχω να αρπάξω το τηλέφωνο, η Κατερίνα βάζει τα κλάματα και η μαμά μου αρχίζει να συμμαζεύει το σπίτι και προσπαθώ να καταλάβω τι έχει γίνει. Έτσι, λοιπόν, αυτό που λέω είναι: «Μείνετε εκεί και θα βρω τρόπο να έρθω». Πλέον οδηγούσα, όμως δεν είχα δικό μου αυτοκίνητο. Είχα το ίδιο αυτοκίνητο με τη Μαρία, η Μαρία το έχει πάρει, όμως, για να πάει στη δουλειά. Οπότε εγώ δεν είχα πώς να πάω στο Τσαΐρι για να δω τι γίνεται εκεί. Έτσι, λοιπόν, παίρνω τον ξάδερφό μου, τον ενημερώνω κάπως άγαρμπα. Αλλά 7:00 το πρωί πώς θα μπορούσα να πω κομψά κάτι τέτοιο; Και δε νομίζω ότι είχα και την ψυχραιμία. Το έλεγα χύμα. Έρχεται, λοιπόν, και πηγαίνω εγώ μαζί του στο Τσαΐρι για να δούμε τι γίνεται. Ταυτόχρονα, ενημερώνω τη Μαρία να έρθει και εκείνη.  Φτάνω εκεί. Ήταν ο γείτονας εκεί πέρα. Βλέπω τα πρόβατα να βόσκουν, βλέπω τις κατσίκες να βόσκουνε, βλέπω τον στάβλο, είχε τα ζώα μέσα και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι βλέπω τον πατέρα μου μπροστά νεκρό. Και μετά αρχίσαν να χτυπάνε τα τηλέφωνα από όλους τους παραγωγούς που τον ψάχνανε. Το έλεγα στον πρώτο, δεν το πίστευε, το έλεγα στον δεύτερο, δεν το πίστευε. Κάποια στιγμή και εγώ –δεν είχα την ψυχραιμία και την υπομονή– το έλεγα πάρα πολύ απότομα στους ανθρώπους για να σταματήσουν να με ενοχλούν. Αλλά ο πατέρας μου, λόγω του επαγγέλματος –του ότι ήταν υπεύθυνος στο σφαγείο– εκείνη την ημέρα πραγματικά μπορεί να πήρε όλη η Ρόδος και τον έψαχνε για το ίδιο πράγμα. Για να πάει στο σφαγείο να παραλάβουν οι υπόλοιποι τα κρέατά τους. Και μετά, αφού τους το ανακοίνωνα, παίρναν άλλοι τόσοι για να επιβεβαιώσουν το γεγονός του τι γινόταν. Τέλος πάντων, φτάνουμε εκεί πέρα. Εντάξει, ακολουθούν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν με το πτώμα, δυστυχώς, και ξαφνικά κοιτιέμαι με τη Μαρία και συνειδητοποιούμε ότι μέσα στο υπάρχουν κάτι ζώα, τα οποία ζώα έπρεπε να φάνε. Εκείνη τη στιγμή δεν έχει «κλαίω», «στεναχωριέμαι», «χτυπιέμαι», δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Τα ζώα πεινάνε, τα ζώα πρέπει να φάνε. Οπότε αναγκαστικά σηκώνεις τα μανίκια όπως είσαι, όσο κομμάτια κι αν είσαι, ό,τι κι αν σκέφτεσαι ή δε σκέφτεσαι –γιατί εκείνη τη στιγμή δε νομίζω ότι σκεφτόμουν κάτι– και μπαίνεις στον στάβλο. Εντάξει, το καλό είναι ότι επειδή από μικρές ήμασταν στον χώρο με τα ζώα, ακούγαμε πάνω-κάτω τι χρειάζονται τα ζώα για να τραφούν. Είχαμε επισκεφτεί και τον μπαμπά πολλές φορές εκεί πέρα, τον βοηθούσαμε, βλέπαμε τι έκανε. Οπότε για την πρώτη μέρα υπήρχανε τα αποθέματα τροφής. Οπότε, εντάξει, κάναμε εκεί το μείγμα, τα ταΐσαμε –όσο θεωρούσαμε ότι έπρεπε να ταϊστούν– λίγο με το ένστικτο, λίγο με το τι είχαμε δει, τι είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μας. Αυτό έγινε εκείνη την ημέρα. Μετά από αυτήν την ατελείωτη μέρα, γυρνάμε σπίτι που και εκεί, βέβαια, έπρεπε μετά να συναντήσουμε όλο το υπόλοιπο τυπικό το οποίο γινόταν. Οι συγγενείς μαζεμένοι να λένε τα δικά τους, οι γειτόνισσες –διότι βρισκόμαστε σε ένα χωριό– έπρεπε και εκείνες να περάσουν να πουν τα δικά τους, που έρχονται για να συλλυπηθούν και σε συνέχεια ό,τι άλλο θυμηθούν.  Και φυσικά μετά μπαίνει η διαδικασία τού τώρα. Ωραία, εγώ και η Μαρία είμαστε μέσα στον στάβλο, η Κατερίνα ρωτούσε, και κάνουμε πάρα πολύ ωραία την ερώτηση και οι τρεις και λέμε: «Αύριο, τι θα γίνει τώρα;». Αύριο! Το αύριο εκείνης της ημέρας ήταν η κηδεία. Οπότε έπρεπε και εκείνη την ημέρα να πάμε στα ζώα. Η νύχτα, εντάξει, ήτανε… Δε νομίζω ότι κοιμήθηκε κανένας εκείνο το βράδυ. Σηκωνόμαστε, λοιπόν, και οι τρεις αυτή τη φορά –και η Κατερίνα– και πηγαίνουμε στον στάβλο. Και συνειδητοποιούμε, αφού ανοίγουμε την κλειδαριά για το κτήμα που είναι μία περιφραγμένη έκταση –φυσικά καταπράσινη, με το βουνό με τα δέντρα, και να βρίσκονται εκεί μέσα και τα πρόβατα και οι κατσίκες– και ξαφνικά λέει η Κατερίνα το πολύ απλό: «Το γουρούνι τι κάνει έξω;». Και γυρνάμε και βλέπουμε τα γουρούνια έξω. Και εκεί απλά κοιταζόμαστε και συνειδητοποιούμε ότι τον πόνο κανενός… Τελικά, κάνεις δε λυπάται στον πόνο των άλλων, διότι κάποιος απλά –κάποιος ή κάποιοι καλοθελητές– είχανε μπει να παραβιάσουν τον στάβλο. Για να μας τρομάξουν; Για να κλέψουν; Κανείς δεν ξέρει. Για το οτιδήποτε. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να το ξέρουμε.

Δ.Π.:

Το αποτέλεσμα ήταν ένα. Τα ζώα βρισκόντουσαν σε εγκαταστάσεις που είναι σίδερα μέσα, δεν είναι ότι ανοίγει το γουρούνι, βγαίνει έξω. Δεν είναι κ[00:20:00]άτι το οποίο μπορεί να πέσει και να σπάσει και άνοιγε ο χώρος. Υπήρχαν κλειδαριές στις πόρτες, λουκέτα τα οποία είχαν παραβιαστεί και είχαν ανοίξει τα κελιά. Οπότε με έναν τρόπο μαγικό, εκείνη τη στιγμή συντονιζόμαστε και οι τρεις –η καθεμία σε διαφορετική πλευρά του χωραφιού που είχε δει ότι υπήρχαν γουρούνια– και ξεκινάμε να φωνάζουμε τα γουρούνια, τα οποία με ένα τρόπο –που κανείς δεν κατάλαβε– μπήκαν μέσα. Που εκείνη τη στιγμή ούτε εμείς δεν πιστεύαμε ούτε τι κάναμε ούτε πώς έγινε αυτό το πράγμα. Μπήκαν μέσα τα γουρούνια στον στάβλο, τα ταΐσαμε, κλείσαμε τον στάβλο πάρα πολύ ωραία και πήγαμε στην κηδεία του πατέρα μας. Φυσικά, τις επόμενες μέρες ξεκίνησε ένα πάρα πολύ ωραίο παιχνίδι για μένα. Που τώρα μπορώ να το πω έτσι. Το λέω «παιχνίδι» και να βρίσκω και κάτι αστείο σε αυτό, στρατηγικές για αυτούς που ήθελαν πάρα πολύ ωραία να πάρουν τα ζώα. Συγγενείς, «φίλοι» του πατέρα μου και γενικά πολλοί άνθρωποι άσκησαν πάρα πολύ μεγάλη ψυχολογική πίεση, στο ότι τα ζώα έπρεπε να εξαφανιστούν. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τα ζώα. Ήταν κάτι ανεπίτρεπτο για τα κορίτσια να αναλάβουν κάτι τέτοιο. Τώρα που ήταν η ευκαιρία, έπρεπε τα ζώα να φύγουν από τον στάβλο. Να σημειώσω ότι σε μία τέτοια στιγμή που ο άλλος είναι ευάλωτος, θα μπορούσε πάρα πολύ εύκολα ο καθένας να του τριβελίσει τον εγκέφαλο και να τον πείσεις να κάνει αυτό που θέλει. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που εξέπληξε ίσως πολλούς ήταν ότι εκεί βρήκαν την αντίστασή μας. Γιατί και από την αρχή –επειδή είχαμε την αγάπη για τα ζώα–, μπορεί να ήμασταν άσχετες από τα ζώα –του να έχεις την ολοκληρωτική φροντίδα των ζώων ήμασταν άσχετες–, γιατί είναι άλλο να μπαίνεις μέσα σε έναν στάβλο και να λες: «Μπαμπά, δώσε μου και εμένα τον κουβά να παίξω λίγο», και είναι εντελώς άλλο να ξέρεις ότι από σένα εξαρτάται, όχι ένας οργανισμός, όχι ένας ζωντανός οργανισμός, εξαρτώνται χιλιάδες ζώα εκείνη τη στιγμή. Είναι τελείως διαφορετικό αυτό το πράγμα. Οπότε θα μπορούσε πάρα πολύ εύκολα κάποιος να μας παρουσιάσει τόσο τραγική την κατάσταση και να μας πείσει να κάνουμε αυτό που ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, επειδή βγήκε –ενστικτωδώς, δεν ξέρω– η αγάπη που είχαμε για τα ζώα, είπαμε: «Όχι, θα μπούμε στον στάβλο και ό,τι γίνει». Έτσι, λοιπόν, πάρα πολύ ωραία βρήκαμε τα τιμολόγια, από πού αγοράζονταν οι τροφές ψιλοξέραμε, επικοινωνήσαμε, φορτώναμε, αρχίσαμε να φορτώνουμε, να ξεφορτώνουμε τις τροφές πάρα πολύ μηχανικά. Νομίζω ότι και η Μαρία και η Κατερίνα το πρώτο διάστημα κάπως έτσι το βιώσαμε. Λειτουργούσαμε λίγο μηχανικά. Κάναμε πράγματα τα οποία μας βγαίναν πάρα πολύ αβίαστα, χωρίς να καταλαβαίνουμε πώς το κάναμε. Απλά γινόντουσαν. Που ακόμα και τώρα που ψάχνω να βρω εκείνη τη στιγμή πώς βρήκα τη δύναμη να το κάνω, δεν καταλαβαίνω πώς. Ήταν λες και λειτουργούσα υπό την επήρεια κάποιας «μαγικής» δύναμης για όλο αυτό. Έτσι, λοιπόν, περνάει ο πρώτος μήνας, περνάει η περίοδος των Χριστουγέννων. Πραγματικά είναι τρελή.  Η περίοδος των Χριστουγέννων, για όσους ασχολούνται με τα ζώα, είναι όχι γιορτές, όχι γιορτές και χαρά, είναι –Παναγία μου!–, είναι ένας χαμός, ένας πανικός. Που, δηλαδή, όταν πηγαίνεις και κανονίζεις με τους εμπόρους, με τους παραγωγούς, όταν πας στο σφαγείο, ακούς παντού φωνές, φωνές για το οτιδήποτε. Ένταση, νεύρα, πίεση και φανταστείτε πως μπήκα μέσα στο σφαγείο, που εντάξει όποιος με δει δε λέει: «Α, μία κοπέλα δύο μέτρα, εύρωστη», βλέπει, ξέρω εγώ, κοριτσάκι με τα γυαλιά τους, τις μποτούλες του. Μπήκα μέσα στο σφαγείο και κάπου γυρίσανε όλοι και κοιτούσανε. Που, βέβαια, όλοι ξέρανε ποιες είμαστε, ήταν αυτονόητο. Βλέπανε το όχημα του μπαμπά, οπότε ξέραν ότι είναι κόρες του Δράκου. Εντάξει, αυτή η εικόνα στην αρχή ήτανε… Μου έχουν μείνει τα πρόσωπα ορισμένων ανθρώπων. Άλλοι θέλανε να γελάσουν από το θέαμα, άλλοι θέλανε να βάλουνε τα κλάματα από τη στενοχώρια, άλλοι λέγανε: «Τώρα αυτές τι ακριβώς κάνουνε;». Εντάξει, νομίζω ότι πλέον ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Για ένα διάστημα ήμασταν και οι τρεις σε αυτό. Ήμασταν και εγώ και η Κατερίνα και η Μαρία σε αυτό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κυρίως το πρώτο διάστημα. Λόγω του ότι ο πατέρας μου ήξερε καλά τη δουλειά, οπότε ήξερε τα κομμάτια μέσα στον στάβλο που υπήρχανε, για ποια περίοδο έπρεπε να πάνε για να διοχετευτούν στην αγορά, είχε τους πελάτες του τους καθιερωμένους, που από πληροφορίες και εμείς, από φίλους του, θελήσαμε να τους προσεγγίσουμε. Διότι είναι καλό να έχεις τα ζώα, να τα εκτρέφεις, αλλά πρέπει να βγάλεις και κάποια χρήματα, να βιοποριστείς από αυτό. Έτσι, λοιπόν, θέλαμε πάρα πολύ λογικά τη συνεργασία με τους εμπόρους που ήδη υπήρχαν, με τους κρεοπώληδες. Κάποιοι δεν έθεσαν ζήτημα ως προς το: «Εντάξει, το έχετε τώρα εσείς», ήταν πολύ ΟΚ. «Συνεχίζουμε κανονικά, κορίτσια, σας στηρίζουμε! Προχωράμε!». Βέβαια, να σημειώσω ότι αυτοί ήτανε ελάχιστοι. Ήτανε μετρημένοι και είναι οι άνθρωποι οι οποίοι είναι και τώρα από τους καλύτερους πελάτες μας. Υπήρχανε, βέβαια, κάποιοι άλλοι οι οποίοι αδιαφόρησαν. Πήραν, έτσι απλά, για να το δοκιμάσουν και δεν τους ενδιέφερε. Υπήρχαν κάποιοι που εμφανίστηκαν: «Ελάτε να σας βοηθήσω. Εντάξει, θα το πάρω εγώ», του τύπου: «Σας κάνω χάρη τώρα». Λες και το δίναμε τζάμπα ή λες και δεν ξέρω τι το είχαμε ταΐσει το ζώο. Και υπήρχαν και αυτοί οι οποίοι ήταν πάρα πολύ ξεκάθαροι και λένε: «Δεν το παίρνω από σένα, εσείς είστε κορίτσια τώρα!». Που όταν το άκουσα αυτό ήτανε λες και… Θυμάμαι την κουβέντα αυτή να την κάνω μπροστά στην είσοδο του σφαγείου και γυρνάω και κάνω επί τόπου: «Αλήθεια τώρα; Έρχομαι εδώ, δηλαδή, σε πλησιάζω, σου λέω πάρα πολύ ωραία ούτε σου ζητάω χάρη, ούτε να σε ρίξω στα λεφτά θέλω ούτε τίποτα. Σου ζητάω πάρα πολύ ωραία, με τίμιο τρόπο, να κάνουμε τη συμφωνία μας, να βγεις κι εσύ κερδισμένος, να βγω κι εγώ κερδισμένη. Να πάρεις ένα ζώο που ουσιαστικά πριν ένα-ενάμιση μήνα το είχε στον στάβλο του ο Αντώνης. Τώρα, ένα μήνα μετά, απλά το έχει στον στάβλο η Ραφαέλα, η Μαρία και η Κατερίνα. Τι μπορεί να έχει πάθει το ζώο; Πατήσαμε στο ίδιο τιμολόγιο, με τις ίδιες τροφές, τι μπορεί να το έχω κάνει εγώ το ζώο;». Ήταν κάθετοι. «Εσείς οι κοπέλες δεν ξέρετε από αυτά».  Και εκεί απλά καταλαβαίνω ότι τελικά ο ρατσισμός μπορεί να υπάρχει παντού. Μπορεί να υπάρχει στο οτιδήποτε γύρω μας και φυσικά και σε αυτό τον κλάδο. Εν μέρει το καταλαβαίνω, γιατί είναι καθαρά ένας ανδροκρατούμενος κλάδος. Να το πιάσουμε από πού; Οι περισσότεροι παραγωγοί, και στη Ρόδο –ελάχιστες οι γυναίκες ξέρω–, οι περισσότεροι παραγωγοί στη Ρόδο που εκτρέφουν είτε χοιρινά είτε βοοειδή, είτε αιγοπρόβατα, είναι άντρες. Να περάσω στους κρεοπώληδες;  Ξέρουμε πάρα πολλούς άντρες που μπορεί να έχουν την επιχείρηση στο όνομα της γυναίκας τους, αλλά μέσα στο κρεοπωλείο είναι ελάχιστες γυναίκες. Άλλο το πού είναι στα χαρτιά η επιχείρηση, το θέμα είναι ποιος τη δουλεύει. Και στο σφαγείο φυσικά, που το ξεκινάμε από τη βάση: από τον καθαριστή μέχρι τον σφάχτη που είναι όλοι άντρες. Όλοι άντρες. Δε βλέπεις κανέναν άλλον να κινείται. Οπότε μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση. Τον πρώτο καιρό είχα εκνευριστεί, αλλά μετά, με έναν τρόπο έτσι λίγο μαγικό, πείσμωσα. Και λέω: «Όχι, εντάξει τώρα. Με δουλεύετε. Δηλαδή ξέρετε εσείς να φροντίζετε ένα ζώο και δεν ξέρουμε εμείς που έχουμε το ένστικτο της μάνας, της μητρότητας ας πούμε». Που για μένα είναι παιδιά μου. Τα φροντίζω όπως τα παιδιά μου. Έχω αγχωθεί, έχω καρδιοχτυπήσει τόσο για τα ζώα, έχω ξενυχτήσει για ζώο, που κυριολεκτικά έχω σηκωθεί ανά τρεις ώρες να το ταΐσω για να μην πεθάνει. Οπότε, αν αυτό δεν είναι το ένστικτο της μητρότητας… Εντάξει, εντός εισαγωγικών πάντα, δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο πράγμα, αλλά όσο να ’ναι… Και το ’χει ένας άντρας, ας πούμε; Δεν μπορώ να το διανοηθώ αυτό. Απλά είναι οι αντιλήψεις: «Εγώ είμαι άντρας μπορώ να το κάνω, εσύ είσαι γυναίκα δεν μπορείς να το κάνεις». Ναι, κάποιες δουλειές, όπως, ας πούμε, να σηκώνεις ένα ζώο 300 κιλά, έναν κάπρο –που είναι το αρσενικό γουρούνι–, ή 150 και 200, ναι, σίγουρη η μυϊκή δύναμη ενός άντρα είναι πάρα πολύ περισσότερη από της κοπέλας. Πολλά πράγματα, όμως, δε θέλουν κόπο, θέλουν τρόπο. Και αυτό ήταν κάτι που είχαμε την ευκαιρία –τελευταίες στιγμές ουσιαστικά– μέσα στον στάβλο με τον μπαμπά να μας δίνει συμβουλές με ένα τρόπο που λες: «Αυτό τώρα δες πώς έγινε και το ’πε. Δεν είχε λόγο να μας το δείξει και όμως μας το έδειξε. Και να πώς χρησίμευσε». Ή εν πάση περιπτώσει, κάποιος φίλος του πατέρα μου, που τον στήριζε σε όλα του τα βήματα και στάθηκε καλύτερα και από αδερφός του και μας στηρίζει ακόμα, μας το είπε, μου το είπε. «Τα πράγματα», μου λέει, «δε θέλουν κόπο. Κάν’τα όπως σε βολεύουν και θα το κάνεις απλά. Ναι, ο άντρας θα το πιάσει και θα το σηκώσει το ζώο. Εσύ δε χρειάζεται να το σηκώσεις, καθοδήγησε το να μπει εκεί που θες. Κάνε τη ζωή σου πιο εύκολη με τον τρόπο που μπορείς εσύ». Και όντως έγινε. Μέσα στον στάβλο μού έχουν τύχει από ένα σημείο και μετά –όταν πήραμε την απόφαση ουσιαστικά ότι εγώ και η Κατερίνα θέλουμε να το κάνουμε επαγγελματικά και να βιοποριζόμαστε από αυτό, δηλαδή τα έσοδα να καλύπτουν και τα έξοδα των ζώων, αλλά και τα έξοδα του σπιτιού και είπαμε θα είμαστε εμείς συστηματικά σε αυτό–,  μέσα στον στάβλο μάς έχουν τύχει τα άπειρα. Θα πω το πιο αστείο. Έχω ακυρώσει δυο-τρεις φορές ραντεβού για τον πολύ απλό λόγο που μπορεί να ακουστεί γελοίος για κάποιους. Είπα πάρα πολύ ωραία: «Δεν μπορώ να έρθω τώρα, θα έρθω σε δύο ώρες γιατί γεννάει η γουρούνα». Το έχω πει πραγματικά και όντως μου έχει τύχει να πάει η γέννα άψογα. Μου έχει τύχει να μπω στον στάβλο και να βρω γεννημένα τα γουρουνάκια να θηλάζουν από τη μαμά τους, που εκεί νιώθεις μία χαρά άλλο πράγμα. Μου έχουν τύχει δυσάρεστα γεγονότα. Γέννα που να μην πάει καλά και είτε όλα τα μωρά να μην τα καταφέρουν, είτε –αυτό που με σόκαρε και ήταν η πρώτη φορά που πείσμωσα με τον εαυτό μου και λέω ότι θα το κάνω– [00:30:00]γέννα που δεν πήγε καλά για τη μητέρα δυστυχώς. Και μπήκα και βρήκα τέσσερα γουρουνάκια –όσα είχαν απομείνει, βέβαια–, τέσσερα γουρουνάκια τα οποία τα καημένα προσπαθούσαν να θηλάσουν από τη νεκρή μαμά τους. Εκείνη τη στιγμή, η πρώτη σκέψη λες: «Τώρα τι κάνω;». Δεν απελπίστηκα όμως. Έμαθα να μην απελπίζομαι, έμαθα να σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω. Παίρνω, λοιπόν, τον φίλο του πατέρα μου, που ξέρω ότι γνωρίζει από αυτά γιατί και εκείνος εκτρέφει ζώα, και του λέω: «Τι μπορώ να την κάνω για αυτό;». Λέει: «Έρχομαι να τα δω». Μου λέει: «Αρχικά, αυτό που θα προσπαθείς να κάνεις είναι να έχεις άλλες μάνες. Να προσπαθήσεις να δεις αν κάποια τα δεχτεί, ούτως ώστε να έχουν, ουσιαστικά, μία άλλη μανούλα. Να πίνουν γάλα από εκείνη, να τα δεχτεί και να τα αγαπήσει σαν δικά της». Δυστυχώς εκείνη την περίοδο αυτές που ήταν παράλληλα μανούλες, δε θέλαν άλλα παιδιά. Μου λέει: «Τώρα, Ραφαέλα, μία λύση υπάρχει! Θα πας να πάρεις γάλα σε σκόνη, πάρε το μπιμπερό, πάρε και μία πιπίλα και κάνε τα να πιουν γάλα!». Πάω, λοιπόν, παίρνω γάλα, προσπαθούσε και εκείνος όση ώρα τον είχα αφήσει εκεί πέρα με την Κατερίνα στον στάβλο να τα κάνουν, τίποτα. Δε βρίσκαμε λύση. Πάω παίρνω το γάλα, το φτιάχνω, πιάνω το γουρουνάκι. Στην πρώτη προσπάθεια που έπιασε και τα τέσσερα παράλληλα, δεν μπορούσαν να πιουν. Λέω: «Όχι, θα πιείτε. Αφού ζήσατε τόσες ώρες, επιβιώσατε και περιμένατε, θα ζήσετε. Δεν υπάρχει άλλη λύση, θα ζήσετε». Και όντως ξεκίνησαν και πιπιλούσαν το μπιμπερό τους. Και ήπιανε το γάλα. Και εκείνη τη στιγμή μού λέει ο άνθρωπος αυτός: «Τώρα είσαι η μαμά τους!». Και εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνομαι ξαφνικά ότι έχω τέσσερα παιδάκια, τα οποία φυσικά τα παίρνω, τα έχω σε έναν χώρο δίπλα από το σπίτι. Η μαμά μου όταν τα είδε μου λέει: «Αυτά τώρα πώς θα ζήσουνε;». Λέω: «Θα ζήσουνε!». Ανά τέσσερις ώρες σηκωνόμουν και τους έκανα γάλα. Και τη νύχτα, γιατί για μένα πολύ βασικό είναι το πρόγραμμα, να μη χάσουν τα γεύματα. Πέρασα αυτό το στάδιο τού να πιούν το γάλα. Μετά έχουμε το στάδιο το ότι –όπως και τα παιδιά– όταν δεν πιούν το μητρικό γάλα εξαρχής, μπορεί να έχουν κάποια θεματάκια. Ξέρουμε ότι το γάλα της μητέρας είναι πολύ σημαντικό, και για ασθένειες και για πολλά πράγματα στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Έτσι, λοιπόν, και στα ζώα. Οπότε μετά μπορεί να παρουσιάσουν κάποια κοιλιακά προβλήματα από τον τρόπο που γίνεται το γάλα, που το παρασκευάζουμε, είτε λόγω της πυκνότητας του είτε λόγω του ότι μπορεί να υπήρχαν κάποια θέματα.  Άντε κι εκεί βλέπω ότι κάποια αρχίζουν να παρουσιάζουν κάποια θεματάκια κι εκεί τρέχω να μάθω τι πρέπει να κάνω. Έτσι, λοιπόν, συνέβαιναν περιπτώσεις που έπρεπε να βλέπω τι παθαίνουν, να βλέπω ότι δεν είναι καλά, ότι αυτό που κάνουν δεν είναι φυσιολογικό και να καλούμε να τα λύσω, ούτως ώστε να καταφέρω να τα βάλω πια μεγάλα, υγιή γουρούνια μέσα στον στάβλο. Αυτό για μένα ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Σας πληροφορώ ότι έφτασε η στιγμή που αυτά τα ζώα τα έβαλα μέσα στον στάβλο και έγιναν τέσσερις πανέμορφες μανούλες –χοιρομητέρες– τις οποίες στη συνέχεια τις πήρε ο νονός τους –ο φίλος του μπαμπά μου– και μου λέει: «Αυτές θα τις πάρω εγώ και θα τις κάνω μανούλες». Τις οποίες, παιδιά, ακόμα πάω και τις βλέπω, έχω να πω. Και εκείνη τη στιγμή ένιωσα τέτοια χαρά, τέτοια ανακούφιση που νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή ήτανε το σημείο που πυροδότησε μέσα μου ότι αυτό εκεί το κομμάτι το αγαπώ, ότι εκεί ανήκω, μέσα στον στάβλο. Μέσα στον στάβλο, μέσα στο βουνό, μέσα στη φύση. Παντού.  Εκεί, όταν άνοιγα την κλειδαριά και έμπαινα στο κτήμα, ένιωθα τέτοια ηρεμία, τέτοια γαλήνη. Ένιωθα ανίκητη. Όπως λέω και τώρα σε όποιον με ρωτάει, είναι το βασίλειό μου. Με το που βάζω το κλειδί, εκεί είμαι βασίλισσα. Κάθε γωνιά την ξέρω. Έχω μπει στον στάβλο μεσάνυχτα, έχω κληθεί να φτιάξω υδραυλικά στον στάβλο, πόρτες, σίδερα, τα πάντα. Έχω ανέβει το βουνό νύχτα. Γιατί; Γιατί το πρωί, όταν μάντρωνα τις κατσίκες, μου έλειπε ένα κατσικάκι. Εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ, όμως, όταν ξέρω ότι μου λείπει το κατσικάκι. Από πίσω υπάρχει ζωοκλέφτης ή το οτιδήποτε. Θα σκάσω αν δεν το βρω, δεν υπάρχει περίπτωση. Να χάσω το ζώο μου, δεν το δέχομαι, να μου το πάρει άλλος το ζώο μου. Αν βρω πτώμα, κουφάρι, θα ηρεμήσω. Θα πω ότι: «Εντάξει, μπορεί να υπάρχουν και σκύλοι στην περιοχή, ή τα αδέσποτα, ή το οτιδήποτε». Εντάξει, εκεί ξέρω ότι δεν ευθύνομαι εγώ. Αλλά να μου το αρπάξει άλλο χέρι, δεν το δέχομαι. Όποτε μπορώ να φάω τον κόσμο. Έχω ανέβει, λοιπόν, το βουνό 11:00 η ώρα τη νύχτα, 12:00 η ώρα τη νύχτα για να βρω το κατσικάκι με τον φακό. Και τα έχω καταφέρει, βέβαια. Περπατάω με κλειστά τα μάτια το βουνό. Δεν το πιστεύουνε μέχρι να με δουν να το κάνω. Αφού υπάρχει ένας γείτονας στην περιοχή –αυτός που είχε βρει και τον πατέρα μου νεκρό–, ο οποίος με λέει το αγριοκάτσικο της περιοχής. Μου λέει: «Ανεβαίνεις στο βουνό με τέτοια ταχύτητα, που μπορείς να γίνεις ένα με το κοπάδι». Και νομίζω ότι πολλές φορές μπορώ να καταλάβω, και τα ψάχνω στο σωστό μέρος, γιατί δεν πάω να τους επιβληθώ ή να τους επιβάλω το πρόγραμμα. Κάθομαι και τα παρατηρώ. Εναρμονίζομαι με το κοπάδι. Παρατηρώ τις κινήσεις τους, παρατηρώ τι κάνουνε και μετά μου είναι εύκολο. Δηλαδή, ακόμα και τα ζώα, εάν κάποιο τύχουν και σπάσουν την περίφραξη… Διότι η περίφραξη είναι σύρμα, το σύρμα με τον ήλιο χαλάει. Είναι πάρα πολύ εύκολο ένας τράγος με τα κέρατα να το φθείρει, που φυσικά πρέπει να το φτιάξω εγώ και αυτό, αλλά είναι άλλη συζήτηση αυτή. Γιατί ο μάστορας θέλει απλά να πάει και να το φτιάξει. Κανένας μάστορας δεν ανεβαίνει το βουνό, κανένας μάστορας δε δέχεται να ανεβάσει τα υλικά πάνω με τα πόδια και γενικά κανένας μάστορας δε θέλει να κοπιάσει, παρά μόνο να πάρει το μεροκάματο εύκολα. Από τη μία το καταλαβαίνω, από την άλλη επιλέγω να το κάνω μόνη μου. Άμα είναι να τα κάνω όλα εγώ, παίρνω και το μπαλώνω και μόνη μου και τελείωσε υπόθεση. Το χωράφι, λοιπόν, όταν κάθομαι και τα παρατηρώ τα ζώα όταν βόσκουν, μπορούν να αντιληφθώ πού πηγαίνουν, σε ποια πλευρά πηγαίνουν, τις κινήσεις τους.  Μια μέρα –να σημειώσω ένα περιστατικό που ’χει γίνει– αντιλαμβάνομαι ότι λείπει μια κατσίκα. Ψάχνω την περιοχή. Λόγω του ότι βρισκόμασταν κοντά στο Πάσχα, δυστυχώς πάντα εκεί την περίοδο του Πάσχα υπάρχουνε οι ζωοκλέφτες, οι οποίοι, ειδικά στα αιγοπρόβατα, που μπορεί κάποια να ξεφύγουν από το κοπάδι, μπορούν να τα πιάσουνε. Οπότε, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι λείπει μία κατσίκα. Παίρνω, λοιπόν, τα εργαλεία μου –ένα κοφτάκι, μία πέντσα, μ’ αυτή κυκλοφορώ στο βουνό–, τις γαλότσες μου, το μπουφάν μου και ανεβαίνω. Να σημειώσω ότι είτε έχει βροχή είτε αέρα, δε με νοιάζει τίποτα. Αν αντιληφθώ ότι λείπει ζώο, δεν πάει να βρέξει-χιονίσει, τίποτα. Το έχω περάσει και αυτό. Και κάποια στιγμή βλέπω το ζώο, του φωνάζω, βελάζω δηλαδή, να με καταλάβει, όπως βελάζω για να έρθουν να τους ρίξω καλαμπόκι τους, για να τα μετρήσω, και βλέπω το ζώο ενώ με βλέπει, δεν έρχεται. Λέω: «Ώπα!». Κατεβαίνω, λοιπόν, το βουνό εκεί τους θάμνους, τα αγκάθια, ό,τι υπήρχε, και συνειδητοποιώ ότι το ζώο ήταν πιασμένο σε θηλιά. Ήταν πιασμένο σε θηλιά, παιδιά, το ζώο. Και εκείνη τη στιγμή λέω: «Τώρα τι κάνω;». Ευτυχώς έχω πάντα μαζί μου τα σύνεργά μου, οπότε το κόβω και το απελευθερώνω. Και φυσικά καλώ την αρμόδια υπηρεσία, τους το αναφέρω και μου λέει: «Ναι, το ξέρω», μου λέει. «Την έχετε τη θηλιά; Και το ζώο το σώσατε;». Λέω: «Ναι, το έσωσα». «Και τι θα κάνω με αυτό;». Μου λέει: «Κάποιος ζωοκλέφτης θα το έκανε». Αυτή την απάντηση την ήξερα και εγώ ότι κάποιος ζωοκλέφτης το έκανε, αλλά τη λύση δεν άκουσα.

Δ.Π.:

Οπότε, Ραφαέλα, στα καιρικά φαινόμενα δεν αντιλαμβάνεσαι τίποτα. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

Ρ.Δ.:

Ο μπαμπάς μου έλεγε μια φάση: «Οι αγρότες δεν έχουν ποτέ αργία». Αυτή δεν την καταλάβαινα τη φράση. Έλεγα: «Δε γίνεται», ώσπου την ένιωσα στο πετσί μου. Οι αγρότες είναι παντός καιρού, δε γίνεται. Καταιγίδα; Είσαι εκεί. Τα ζώα πρέπει να φάνε. Χώρια τις φυσικές καταστροφές που μπορεί να γίνουν. Δηλαδή να πέσουν πέτρες, να κλείσουν τον δρόμο, άλλο αυτό. Κρύο; Τις προηγούμενες μέρες είχαμε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Εγώ ήμουν εκεί από τις 7:30 η ώρα το πρωί. Δεν καταλαβαίνεις, δε γίνεται. Είναι σαν να μου λες ότι πεινάς και δε θα φας εσύ. Δε γίνεται, θα μείνεις νηστικός. Δε γίνεται, θα φας. Έτσι και τα ζώα. Όταν πεινάς, πρέπει να φας. Και αυτά δεν έχουν τα χέρια τους να πάνε να τα πιάσουνε, πρέπει εσύ να πας να τους το κάνεις. Δεν μπορείς να τα αφήσεις νηστικά. Χιόνι. Όταν σήκωσα τα παραθυρόφυλλα στο σπίτι και αντιλήφθηκα ότι είχε χιονίσει, εκεί που όλοι οι υπόλοιποι παίζαν χιονοπόλεμο και χαιρόντουσαν, εμένα την πρώτη στιγμή μού ήρθε στο μυαλό, λέω: « Παναγία μου, πώς θα πάω στο χωράφι;». Ήταν αυτή η έννοια. Δε με ένοιαζε. Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε ούτε να βγω να παίξω. Δεν είχα δει χιόνι στη Ρόδο. Είχα δει χιόνι στην Αράχοβα, αλλά δεν είχα δει να πέφτει χιόνι και τα σχετικά. Δεν είναι άλλωστε κάτι που συνηθίζεται. Αυτό έγινε πέρσι, αν δεν κάνω λάθος, τον Γενάρη νομίζω. Αφού, λοιπόν, επικοινωνώ με τον γείτονα που βρίσκεται εκεί στο Τσαΐρι, με διαβεβαιώνει ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός –διότι εκείνος έχει μηχανήματα– και ότι μπορώ να περάσω όταν μπορέσω να κυκλοφορήσω. Φυσικά ηρέμησα με το που πέρασα το ποτάμι και άνοιξα την κλειδαριά.  Να σημειώσω ότι για να πάω στο χωράφι ο δρόμος είναι ένα ποταμάκι, το οποίο επίσης ποταμάκι υπάρχει πρόβλημα στις βροχές, διότι κατεβάζει νερό, όπως όλα τα ποτάμια. Οπότε έχει τύχει πάρα πολλές φορές να αποκλειστώ. Και φυσικά είτε πρέπει να κάνω τον κύκλο και να πάω από άλλον δρόμο ή πρέπει να περάσω αφού ανοίξουν τον δρόμο και να με διαβεβαιώσουν φυσικά ότι μπορώ να περάσω με ασφάλεια. Έτσι, λοιπόν, για να συνεχίσω, όταν άνοιξα τη κλειδαριά και είδα καταχιονισμένο το χωράφι, αφού έκανα τη δουλειά μου, είδα ότι όλα τα ζώα είναι ΟΚ, δεν υπάρχει τίποτα, εκείνη τη στιγμή, μαζί με την Κατερίνα, πιάσαμε το χιόνι, παίξαμε, παίξαμε χιονοπόλεμο μαζί με τα σκυλάκια μας, το[00:40:00]ν Άλαν –ο Άλαν είναι το ένα από τα πέντε σκυλάκια που έχω–, και παίξαμε. Εκεί ένιωσα τη χαρά σαν παιδάκι, ότι μπορώ να παίξω.  Αλλά μόνο τότε, γιατί είναι ευθύνη. Είναι ευθύνη να ξέρεις ότι τόσο στόματα εξαρτώνται από σένα. Δε γίνεται να τα αφήσεις. Και επίσης είναι αυτό που λέμε «γιορτές». Ναι, οι υπόλοιποι σχεδιάζουν πού θα πάνε να κάνουν Χριστούγεννα, τα τραπέζια, πού θα φάνε, πού θα πιούνε. Πάρα πολύ ωραία. Ξέρεις πόσες φορές μου λένε οι συγγενείς: «Την τάδε ώρα. Έλα τότε. Μην πας, μωρέ, να τα ταΐσεις σήμερα». Το έχω ακούσει άπειρες φορές αυτό και τον πρώτο καιρό θύμωνα, αγρίευα, μετά προσπάθησα να το εξηγήσω. Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν από εξηγήσεις. Και μετά απλά τους λέω: «Εσύ στη δουλειά σου μπορείς να μην πας. Όταν είναι μια δουλειά γραφείου, έχεις την αργία σου. Πεινάς, όμως, δε θα φας σήμερα; Θα φας! Άρα και τα ζώα που πεινάνε, πρέπει να φάνε. Οπότε μη μου λες, λοιπόν, στην αργία ή στο καιρικό φαινόμενο, στο οτιδήποτε, να μην πάω. Πες μου απλώς πώς να πάω και να ’μαι ασφαλής, ή βρες μου τρόπο να το κάνω πιο εύκολο. Αλλά μη μου λες να μην πάω. Μη μου λες παράλογα πράγματα».  Χώρια το ότι, ειδικά το βάρος των Χριστουγέννων, εκεί που όλοι ετοιμάζονται για μία γιορτή, εγώ πλέον τα Χριστούγεννα –πέρα από το δυσάρεστο γεγονός, που δυστυχώς τα Χριστούγεννα συνδέονται και με τον θάνατο του πατέρα μου– είναι και πυρετώδης προετοιμασία όλης της αγοράς. Να διοχετευτούν τα κρέατα με απόλυτη, φυσικά, ασφάλεια, με όλους τους κανονισμούς, και να υπάρξει η συνεννόηση με τους εμπόρους, τους παραγωγούς και να κυλήσουν όλα πάρα πολύ καλά. Οπότε την περίοδο των Χριστουγέννων, εκεί που όλοι χαίρονται, είναι αφόρητος ο κόπος να βγάλεις τα ζώα. Για κάποιους άντρες μπορεί αυτό να είναι πάρα πολύ εύκολο. Να λένε με πάρα πολλή ευκολία τη γνωστή φράση: «Θα κατεβάσω σφαγείο 80 γουρούνια». Πάρα πολύ ωραία! Αυτοί μπορούν να το κάνουν πάρα πολύ εύκολα. Θα φέρουν άλλους δυο-τρεις, θα το σηκώσουν, θα τα βάλουν μέσα. Εγώ και η Κατερίνα πλέον, όμως, όταν έχουμε τόσα, κανονίζουμε τα φορτώματα και συνεννοούμαστε. Λέμε: «Θα φορτώσουμε 15 και θα κάνουμε μισή ώρα διάλειμμα. Θα φορτώσουμε 15 και ξανά μισή ώρα διάλειμμα». Γιατί, εντάξει, το κάνουμε, το κάνουμε οι δυο μας, το διασκεδάζουμε. Γιατί το μυστικό είναι αυτό, να το κάνεις και να περνάς καλά. Με την Κατερίνα έχουμε τύχει μέσα στον στάβλο να μας πιάσει άπειρες φορές νευρικό γέλιο. Έχει τύχει σίγουρα πάνω στο φόρτωμα να υπάρξει και μικροένταση, μικροεκνευρισμός λίγο. Δεν είναι όλα τα ζώα ήρεμα, έχουν όλα την προσωπικότητά τους. Υπάρχουνε οι τσαούσες, που ό,τι και να τις κάνεις, δεν μπαίνουν να φορτωθούν. Υπάρχουνε τα πεισματάρικα ζώα, υπάρχουνε τα πιο άγρια, υπάρχουν και τα πιο εύκολα, που τους κάνεις ένα μαγικό νεύμα και μπαίνουνε μόνα τους και λες: «Τέτοια θέλω!». Οπότε πάνω στη δουλειά μπορεί να υπάρξει και λίγο μικροένταση. Αλλά κυρίως το διασκεδάζουμε. Παρατηρούμε τα γουρούνια. Κάποια έχουν προσωπικότητα και, θέλοντας και μη, τα ξεχωρίζεις. Ακόμα και όταν μπαίνεις σε ένα στάβλο και βλέπεις 100 μικρά γουρουνάκια, πάντα θα υπάρξει ένα, δύο, τρία που, ρε παιδί μου, αυτά, για κάποιο λόγο, είναι η προσωπικότητα που ξεχωρίζουνε, και μέσα στο πλήθος σού τραβάνε λίγο την προσοχή. Οπότε το μυστικό είναι αυτό, να το χαιρόμαστε!

Δ.Π.:

Έχεις δεθεί συναισθηματικά με κάποιο ζωάκι από τη φάρμα σου; 

Ρ.Δ.:

Όπως συνηθίζω να λέω, ο Ντίμης δεν είναι ζωάκι, ο Ντίμης είναι ο γιος μου! Ο Ντίμης, λοιπόν, είναι ένα τραγάκι το οποίο τώρα είναι δύο χρόνων. Τι έχει γίνει με τον Ντίμη. Μία κατσίκα, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι κοντεύει να γεννήσει. Κάποια στιγμή τη βλέπω ότι εξαφανίζεται λίγο από το κοπάδι –γιατί συνήθως αναζητάνε κάποιο σημείο να πάνε λίγο να απομονωθούν να γεννήσουν–, την ακολουθώ, βλέπω δύο μωρά. Βλέπω ότι το ένα ήταν νεκρό και μετά αυτή τη βλέπω ότι, με πάρα πολλή ευκολία, κατεβαίνει, περνάνε ώρες και δεν έχει δώσει σημασία στο άλλο το κατσικάκι. Το οποίο κατσικάκι δεν γνωρίζω αν, επειδή ήταν δίδυμα, κάποιο ήταν πιο μικρό. Δηλαδή δεν είχε αναπτυχθεί σωστά, ήταν τοσοδούλικο. Ήταν μικροσκοπικό. Ήταν όσο η παλάμη μου! Βρε να τη φωνάζω, να προσπαθώ να την κλείσω στο μαντρί. Τίποτα, να μην το θέλει. Να κάνει την κίνηση να κάτσει πάνω του να το λιώσει, να το σκοτώσει. Λοιπόν, λέω, εσύ έρχεσαι μαζί μου, και το παίρνω και το πάω σπίτι, παιδιά. Το συγκεκριμένο το πάω σπίτι! Να σημειώσω τον λέμε Ντίμη, γιατί το βρήκα το Αγίου Δημητρίου. Γι’ αυτό το λέμε Ντίμη, όχι για κανέναν άλλο λόγο. Το πάω, το βλέπει η μάνα μου, μου λέει: «Βρε Ραφαέλα μου, τώρα αυτό θα ζήσει;». Λέω: «Δεν ξέρω. Θα προσπαθήσουμε». Ήτανε τόσο δα που πραγματικά λέω: «Δε θα τη βγάλει τη νύχτα». Το είχα μέσα σε μία κούτα στο δωμάτιό μου, με τις κουβερτούλες του να είναι ζεστά, και κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, το ακούω με την Κατερίνα να βελάζει. Το ζόριζα να πιει γάλα –ελάχιστο σταγόνες μιλάμε να πιει–, ίσα ίσα απλά για να καταλάβει ότι είναι γάλα, να αρχίσει να το πιπιλάει. Και κάποια στιγμή το ακούω βελάζει και βγαίνει από την κούτα! Εκείνη τη στιγμή λέω: «Εντάξει, εγώ εσένα θα σε κάνω τον αρχηγό του κοπαδιού!» Ο Ντίμης πήγαινε βόλτα καθημερινά στο χωράφι, όμως ποιο ήταν το πρόβλημά του; Δεν ήθελε να μείνει! Είχε μάθει να είναι μαζί μου. Ήταν παντού μαζί μου! Ταΐζαμε τα γουρούνια παρέα, δεν έβγαινε να περπατήσει με τα υπόλοιπα κατσίκια στο γρασίδι, δεν του άρεσε. Ήθελε συνεχώς να τον έχω αγκαλιά. Τον τάιζα, όταν πηγαίναμε σπίτι, του μιλούσα, μπορεί να ήμουν στην κουζίνα, να ήταν στο δωμάτιο στην κούτα του και να τον φώναζα και να ερχότανε. Ήταν μαγικό αυτό με τον Ντίμη. Κάποια στιγμή, βέβαια, άρχιζα να αντιλαμβάνομαι –αφού είχε μεγαλώσει–, μου λέει και η μάνα μου: «Ραφαέλα, πρέπει να το πάμε στο χωράφι πια». Λέω: «Εντάξει, θα το πάμε στο χωράφι». Να σημειώσω ένα περιστατικό. Εκείνη την περίοδο ήταν πάλι λίγο μετά τα Χριστούγεννα και αρρώστησα, και είχα πυρετό και δεν μπορούσα να σηκωθώ να το ταΐσω, είχα προβλήματα με τις αμυγδαλές μου. Ήμουν δύο μέρες που δεν ασχολήθηκα. Και έρχεται η Κατερίνα στο δωμάτιο και μου λέει: «Τάισέ τον. Δύο μέρες δεν έχει φάει τίποτα. Δε δέχεται να φάει από κανέναν. Είναι άρρωστος, δεν ξέρω τι κάνει. Θα ψοφήσει. Σήκω», μου λέει, «λίγο, έστω να τον ταΐσεις». Παιδιά, σηκώθηκα και τον τάισα. Σηκώθηκα και τον τάισα! Τον πήρα δίπλα μου και καθόμασταν μαζί. Την πρώτη μέρα που τον άφησα μόνο του στο χωράφι, λέω θα το κάνω σταδιακά. Όπως οι μαμάδες που πάνε το παιδί στο σχολείο και το αφήνουν λίγες ώρες να προσαρμοστεί, έτσι και εγώ με τον Ντίμη. Αφού πρώτα είχαμε περάσει το στάδιο τού να μάθει να ανεβαίνει το βουνό μαζί μου. Δηλαδή να ανεβαίνω εγώ στην κορυφή, να το φωνάζω από κάτω και να ανεβαίνει. Προσπάθησα να μη μιλάω, να βελάζω για να καταλάβει ότι πρέπει να βελάζει. Το περάσαμε κι αυτό το στάδιο. Την πρώτη μέρα λέω θα τον αφήσω δύο ώρες. Θα πάω σπίτι και θα ξαναγυρίσω. Τον άφησα δυο ώρες και τον βρήκα στην ίδια θέση που τον άφησα, μπροστά στον στάβλο, δίπλα από τα σκυλιά που καθότανε. Δεν είχε κουνήσει βήμα. Τον φώναξα. Με το που άκουσε το αμάξι και βγήκα και τον φώναξα και του λέω: «Ντίμη μου!», άρχισε να βελάζει σαν τρελός. Σαν να κλαίει, να με μαλώνει που τον άφησα. Εκείνη τη στιγμή λέω: «Παναγία μου, τώρα τι θα κάνω;». Άντε να προσπαθούμε να το κάνουμε αυτό κάθε μέρα. Παρατηρούσα ότι σιγά-σιγά άρχισε να κινείται. Κάποια στιγμή έπρεπε να τον αφήσω και τη νύχτα εκεί. Την πρώτη νύχτα ήταν, πώς η μαμά αφήνει το παιδί στο σχολείο και καρδιοχτυπά να πάει να το βρει; 7:00 η ώρα –τον άφησα γύρω το βράδυ–, 7:00 η ώρα ήμουν στο χωράφι να δω τι κάνει ο Ντίμης. Τον φωνάζω και μου απαντάει. Ήτανε στο βουνό και κατέβηκε με τον που τον φώναξα και ήρθε. Τώρα πλέον ο Ντίμης είναι ένας τράγος θρεμμένος, κακομαθημένος στο φουλ. Όταν λέμε κακομαθημένος, δεν υπάρχει. Ο οποίος ακόμα και τώρα κατεβαίνει το βουνό, με το που ακούσει το αμάξι, έρχεται, μπαίνει στο αμάξι, μπαίνει στον στάβλο. Ενώ φωνάζω τις υπόλοιπες κατσίκες να τους ρίξω καλαμπόκι στο μαντρί, εκείνος φεύγει από το κοπάδι και έρχεται στον στάβλο, γιατί ξέρει ότι αυτός δε θα φάει από κάτω, αυτός θα φάει από το πιάτο του στον στάβλο. Μπορεί να θυμώσει, αν δεν του δώσεις σημασία. Δηλαδή αν έρθει και δεν του ανοίξεις να μπει στον στάβλο ή δεν του μιλήσεις την ώρα που θέλει, να το χαϊδέψεις και να ασχοληθείς μαζί του, θυμώνει. Έχει τύχει να θυμώσει, να τον ψάχνω τρεις μέρες, να μην κατεβαίνει κάτω, να τον φωνάζω, να πάω στο βουνό εκεί που είναι και κάθεται στον ήλιο, με το που με βλέπει να σηκώνεται και να φεύγει. Μέχρι που καθόμουν μαζί του στο βουνό και προσπαθούσα να του ζητήσω συγγνώμη για να τα βρούμε. Σε πληροφορώ μόνο όταν το κάνω αυτό και ζητάω συγγνώμη και φεύγω, του λέω: «Ντίμη, εγώ κατεβαίνω. Θα σου αφήσω τον στάβλο ανοιχτό. Έλα!», μετά από μισή ώρα –είναι τσεκαρισμένο– έρχεται. Μόνο όταν ανέβω πάνω και του ζητήσω συγγνώμη, αλλιώς δεν έρχεται.

Δ.Π.:

Ραφαέλα, πολύ όμορφη η ιστορία με τον Ντίμη.

Δ.Π.:

Εγώ θα σε ρωτήσω και κάτι ακόμα τώρα. Είσαι σε πάρα πολύ μικρή ηλικία και ασχολείσαι με ένα κομμάτι που –και από τα λεγόμενά σου– πρακτικά πιο πολύ θεωρείται αντρική δουλειά. Όταν επικοινωνείς το επάγγελμά σου με παιδιά της ηλικίας σου, ποιες είναι οι αντιδράσεις που λαμβάνεις εσύ, ως Ραφαέλα, και πώς είναι εσένα η καθημερινότητά σου, ως νέος άνθρωπος σε σχέση με αυτό το επάγγελμα;

Ρ.Δ.:

Λοιπόν, πολλοί στα λόγια θαυμάζουν. Πρακτικά, βέβαια, έχει τύχει πάρα πολλές φορές από «φίλες», να με παίρνουν τηλέφωνο να πάμε από δω, να πάμε από κει. Λέω: «Να πάμε μετά τις 17:00 που τελειώνω απ’ το χωράφι». Μία, δυο, τρεις όταν βλέπω ότι δεν το σέβονται αυτό, καταλαβαίνω ότι δεν αντιλαμβάνονται ή δε θαυμάζουν πραγματικά αυτό που κάνω. Δεν απαιτώ από κανέναν άλλωστε ούτε να με βοηθήσει ούτε να μπει να το κάνει μαζί μου, αλλά να το σεβαστεί. Δεν μπορούν να καταλάβουν πώς εμένα κάτι τέτοιο μπορεί να με γοητεύει. Να πω και κάτι. Όταν οι περισσότερες συνομήλικές μου ασχολούνται με το τι σχέδιο θα αλλάξουν στα νύχια τους, ποια είναι [00:50:00]η καινούργια τάση στα μαλλιά, ποια είναι η καινούργια τάση στο μακιγιάζ και εμένα η καθημερινότητά μου είναι με την μπότα, τη γαλότσα, τη φόρμα, το μαλλί πάνω. Γιατί όσο να είναι θα υπάρξουν οσμές. Όσο καθαρός και να είναι ένας στάβλος, οι οσμές από τα ζώα –οι φυσικές οσμές, είναι φυσικές οσμές– και φυσικά υπάρχει η ακαθαρσία. Δηλαδή ανακατεύεσαι με την κοπριά, συγγνώμη κιόλας. Όσο και να θέλεις να το αποφύγεις, θα έρθει η στιγμή που θα έρθεις. Κάπου δεν υπάρχει κοινό σημείο επαφής. Δηλαδή στη θεωρία πάρα πολύ καλά, αλλά μακριά από εμάς είναι αυτό το concept. Αυτό όσο έχει να κάνει με τα κορίτσια. Με τα αγόρια είναι ακόμα μεγαλύτερο το χάσμα. Έτη φωτός διαφορά. Δηλαδή, όταν εγώ λέω ότι σηκώθηκα το πρωί, φόρτωσα γουρούνια και μου λέει ο άλλος: «Εγώ σηκώθηκα και από το πρωί έχω λιώσει στο PlayStation», «Πολύ ωραία», λέω, «μπράβο!». Και εκεί καταλαβαίνεις και λες: «Τώρα τι γίνεται;». Αλλά, εντάξει, ο καθένας είναι όπως του έρθει το πράγμα, δεν ξέρω. Για μένα έχει σημασία αυτό που κάνει ο καθένας να το κάνει να γιατί το γουστάρει, γιατί του αρέσει, γιατί το αγαπάει και από εκεί και πέρα δε με νοιάζει τι λένε. Εμένα με νοιάζει να είμαι εγώ καλά. Και μου το έχουν πει κι άλλοι αυτό. Μου λένε ότι: «Πώς γίνεται ενώ η μέρα σου είναι ατελείωτη, ενώ τρέχεις σαν την παλαβή, έχεις τόσες πολλές ευθύνες, τόσες πολλές υποχρεώσεις –βουνό, στάβλο– να έχεις αυτήν την ηρεμία;». Έχω αυτή την ηρεμία, αυτήν τη γαλήνη και την ισορροπία, γιατί πηγάζει από μέσα μου. Γιατί είμαι καλά εγώ, μ’ εμένα και με αυτό που κάνω.

Δ.Π.:

Και επίσης πριν συζητούσαμε ότι αυτό είναι τη χειμερινή περίοδο, η ενασχόλησή σου με αυτό το κομμάτι της κτηνοτροφίας.

Ρ.Δ.:

Η αποκλειστική ενασχόληση.

Δ.Π.:

Όμως αναφέρθηκες και ότι τους καλοκαιρινούς μήνες, πέρα από αυτό το κομμάτι, προσθέτουμε και το κομμάτι της ενασχόλησής σου με τον τουρισμό .

Ρ.Δ.:

Βεβαίως.

Δ.Π.:

Θέλεις να μας πεις λίγα πράγματα ;

Ρ.Δ.:

Θα σας περιγράψω μία καθημερινή μου μέρα. Θα σας πω τον Ιούνιο που είναι έτσι το φουλ της τουριστικής σεζόν. Θα πω μία καθημερινή μου μέρα, πρωινής βάρδιας που δουλεύω, ας πούμε, 9:00. Ξυπνάω 5:30 το πρωί, μέχρι τις 6:10 έχω φάει, έχω πάρει πρωινό και ετοιμάζομαι, πάω στο χωράφι. Μέχρι τις 7:30 –από τις 6:10 μέχρι τις 7:30– πρέπει να έχω πλύνει τον στάβλο, να τον έχω ταΐσει, να έχω ελέγξει τα κατσίκια. Να μπω να κάνω μπάνιο, να αλλάξω ρούχα, να ετοιμαστώ για να κατέβω κατευθείαν στην Παλιά Πόλη –αν δεν έχω να περάσω να πάρω και τη μάνα μου στη δουλειά–, να κατέβω στην Παλιά Πόλη. Να σημειώσω ότι σε όλη μου τη βάρδια από 8 ώρες και πάνω ήμουν όρθια, δεν επιτρεπόταν να καθίσω. Να σχολάσω, αν η μάνα μου ήταν πρωινή, να πάω να την πάρω σπίτι. Αν πάλι είναι βραδινή, να πρέπει να την πάρω στη δουλειά και στη συνέχεια –χωρίς να πάω σπίτι να κάνω κάποια στάση, να φάω ή να αλλάξω– κατευθείαν να πάω στο χωράφι, όπου εκεί φυσικά είχα άλλα ρούχα. Να αλλάξω τσακ-μπαμ, να ελέγξω τον στάβλο. Κάνει ζέστη, οπότε έπρεπε να δροσίσω ξανά τα ζώα με το νερό για να έχουν σωστή θερμοκρασία, να κοιτάξω ότι όλα είναι okay, να ανέβω το βουνό, να κατέβω το βουνό, να φτιάξω μικροφθορές που μπορεί να υπήρχαν στα σύρματα. Στη συνέχεια, να επιστρέψω σπίτι, να κάνω μπάνιο και ή θα κανόνιζα να πάω με κάποια φίλη, ή να βγω με τον σύντροφό μου, ή να κάνω το οτιδήποτε. Αν πάλι ήμουν βραδινή στη δουλειά στην Παλιά Πόλη, γινόταν το άλλο. Τα έκανα κάποια μέχρι το πρωί και 14:00 η ώρα έπρεπε να είναι τελειωμένη, να κάνω τη βάρδιά μου μέχρι τις 12:30-1:00 η ώρα, να σχολάσω, να πάρω τη μαμά μου από τη δουλειά στο σπίτι και στη συνέχεια πάλι να βγω έξω. Αυτό ήταν μία καθημερινή μου μέρα εμένα. Έτσι κύλισαν περίπου τρεις σεζόν. Είναι πολύ κουραστικό, είναι πολύ ψυχοφθόρο, αλλά όχι η ενασχόληση με τα ζώα. Αν με ρωτούσες τι θα άλλαζα απ’ ό,τι έκανα το καλοκαίρι, ας πούμε, που μας πέρασε, θα σου έλεγα ότι είναι η δουλειά μου –στην Παλιά Πόλη η δουλειά μου–, γιατί αυτό είναι δουλειά μου. Τα ζώα δεν είναι δουλειά μου μόνο, είναι η ζωή μου. Και ένας άνθρωπος ο οποίος έχει την τύχη να με έχει δει και στη δουλειά μου και στον στάβλο, μου είπε μια κουβέντα που εκεί κατάλαβα ότι, ναι, αυτό που νιώθω εγώ, φαίνεται.  Ήμουν μέσα στο στάβλο και γυρνάει ασυναίσθητα και μου λέει: «Εδώ πραγματικά γελάς, γελάς με την ψυχή σου. Στην Παλιά Πόλη χαμογελάς τυπικά από ευγένεια. Εδώ όμως», μου λέει, «γελάς». Και εκεί κατάλαβα ότι αυτό που νιώθω εγώ, βγαίνει και προς τα έξω και αυτό μου δίνει και τη δύναμη να συνεχίζω. Απλά θέλει καλή οργάνωση και πρόγραμμα. Και φυσικά όταν θέλεις τα κάνεις όλα, δεν αφήνεις τίποτα πίσω. Αρκεί να θες και να μην να μην ψάχνεις δικαιολογίες σε διάφορα πράγματα. Να βγαίνεις μπροστά, να αναλαμβάνεις την ευθύνη και να προχωράς με στόχο.

Δ.Π.:

Άρα βλέποντας έναν νέο σήμερα –που ακούμε διάφορα προβλήματα είτε για τα επαγγελματικά είτε για την προσωπική ζωή–, εσένα το μήνυμά σου είναι ότι όλα μπορούν να γίνουν.

Ρ.Δ.:

Όταν θες, όλα μπορούν να γίνουν. Θέληση να υπάρχει. Εμένα μη μου πεις ότι κάτι δεν μπορείς. Μπορείς. Δε θες να κάνεις πράγματα, όχι δεν μπορείς να κάνεις πράγματα. Μπορεί να κάνεις τα πάντα! 

Δ.Π.:

Ραφαέλα, και τα σχέδιά σου από δω και πέρα;

Ρ.Δ.:

Λοιπόν, για μένα πλέον εγώ και τα ζώα είμαστε μαζί. Δε με φαντάζομαι εκτός απ’ αυτό. Δηλαδή μέσα από όλο αυτό το δυσάρεστο γεγονός του θανάτου του πατέρα μου, ανακάλυψα ένα κομμάτι μου που, όπως είπα στην αρχή, ήμουν πεπεισμένη ότι ήμουν γεννημένη δασκάλα. Δεν είμαι στο 100%, δε με καλύπτει 100%. Όλο αυτό: ο επιχειρηματικός κόσμος με τα ζώα, η ενασχόληση με τη φύση, η αγάπη, η φροντίδα που την παίρνω πίσω από τα ζώα –όχι από τους ανθρώπους [Δ.Α.], από το επάγγελμα–, από τα ζώα . Όλη αυτή η ικανοποίηση, η ψυχική μου ικανοποίηση, νομίζω δε γίνεται να τη χάσω. Ένα είναι αυτό. Να το κάνω μαζί με την Κατερίνα σε όσο πιο επαγγελματικό επίπεδο μπορούμε. Κάνουμε τώρα τις εγκαταστάσεις μας, τις εκσυγχρονίζουμε, ούτως ώστε να υπάρχουνε ακόμα καλύτερες προδιαγραφές, για να υπάρχει περισσότερη δυνατότητα παραγωγής. Και φυσικά να μιλήσουμε και με άλλους εμπόρους στην αγορά πλέον, αφού είμαστε υπολογίσιμη δύναμη πλέον. Η ρατσιστική συμπεριφορά δε νομίζω ότι υπάρχει πια. Κανένας δεν αμφισβητεί ότι είμαστε ικανές για να κάνουμε αυτό που κάνουμε. Και αν διοριστώ –ξέρουμε ότι ο κλάδος του σχολείου ο κλάδος είναι λίγο δύσκολος–, δεν το αποκλείω, αλλά πάντα σε συνδυασμό με τα ζώα. Και μέχρι τότε, και κάποια άλλη δουλειά. Δεν με τρομάζει η δουλειά, την υγεία μας να έχουμε και από κει και πέρα καλή οργάνωση. 

Δ.Π.:

Και ένα άλλο κομμάτι, που συνδέεται παράλληλα πάλι με το επάγγελμά σου, δεν ξέρω αν εδώ στη Ρόδο μπορεί να συνδυαστεί ή αν εσύ το έχεις στο μέλλον να το σκεφτείς: ανακυκλώσιμα υλικά. Ξέρουμε ότι το μαλλί, είτε από τα πρόβατα είτε από τους χοίρους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους λόγους. Έχεις μπει ποτέ εσύ σε διαδικασία να το σκεφτείς πώς, με κάποιον τρόπο, ίσως στο μέλλον, να το χρησιμοποιήσεις;

Ρ.Δ.:

Σίγουρα. Ήταν μια συζήτηση που είχαμε με έναν κτηνίατρο στο σφαγείο, όπου βλέποντας το χοιρινό μπροστά μας λέγαμε ότι πολλά ζώα απλά τα έχουμε για την απόκτηση μόνο του κρέατος και πετάμε τα υπόλοιπα, τα θεωρούμε περιττά κομμάτια. Το πιο απλό, οι τρίχες από τα ζώα, τα γουρούνια. Μου είπε ο γιατρός –δεν το είχα σκεφτεί εκείνη τη στιγμή, όταν το συνειδητοποίησα, λέω: «Όντως!»–, να γίνει πινελάκι που βαφόμαστε. Σε κάποιες χώρες το κάνουν, εμείς τα πετάμε, τα θεωρούμαι περιττά. Το μαλλί. Σε λίγο είναι η περίοδος που τα πρόβατα πρέπει να κουρευτούν. Οπότε ναι. Σίγουρα είμαστε στη φάση με την Κατερίνα που θέλουμε να το εξελίξουμε και να το κάνουμε, απλώς πρώτα έπρεπε να οχυρωθούμε, να οργανωθούμε και σίγουρα πρέπει να υπάρχει η καλή βάση. Δηλαδή να υπάρχει η εγκατάσταση και η σωστή φροντίδα, από κει και πέρα, βήμα-βήμα, σίγουρα μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα. 

Δ.Π.:

Και τώρα ανέφερες το κομμάτι με τα πρόβατα, ότι σε λίγο έρχεται η περίοδος που πρέπει να κουρευτούν και θέλω λίγο να μου μεταφέρεις τη δική σου εμπειρία σχετικά με αυτό το κομμάτι. 

Δ.Π.:

Λοιπόν, αυτό πώς γίνεται. Φωνάζουμε τα πρόβατα για να τους ρίξουμε καλαμπόκι –τα οποία είναι καλομαθημένα–, τα κλείνουμε στο μαντρί και στη συνέχεια με την Κατερίνα τα πιάνουμε ένα-ένα. Τους δένουμε –χωρίς να πονάνε, απλά για να τα ακινητοποιήσουμε, βεβαίως, λιγάκι– τα τρία πόδια σταυρωτά και η Κατερίνα απλώς τα συγκρατεί λίγο περισσότερο για να είναι σταθερά κι εγώ με το ψαλίδι τα κουρεύω. Πλέον έχουμε αποφασίσει με την Κατερίνα ότι θα βγάζουμε πρόβατα ένα και ένα σε είδος, θα κάνουμε σχέδια. Γιατί ομοιόμορφα δεν τα κουρεύω. Αν και η μαμά μου είναι κομμώτρια, το χεράκι μου δε βγάζει ίσια πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι κάποια τα καημένα κι εγώ τα βλέπω και λέω: «Πώς τα έκανα έτσι!». Αλλά η δουλειά γίνεται σιγά-σιγά. Δηλαδή μέσα στη μέρα δεν μπορώ να κουρέψω πάνω από 4-5, γιατί πονάει και το χέρι μου με το ψαλίδι. Κι αν πρόκειται για κριάρι –που έχει κέρατα και είναι πιο δυνατό–, εκεί έχουμε πρόβλημα στο να μείνει σταθερό.

Δ.Π.:

Για το άρμεγμα έχεις να μας πεις κάτι; Έχεις κάποια σχετική εμπειρία;

Ρ.Δ.:

Όσο ο πατέρας μου ασχολούταν με τις αγελάδες, σίγουρα υπήρχε αρμεκτική μηχανή. Δηλαδή θυμάμαι πάρα πολύ τα μηχανήματα στους μαστούς των αγελάδων, τα οποία πήγαιναν και μάλιστα ερχόταν το «Ροδογάλ», το φορτηγό από το «Ροδογάλ», και έπαιρνε το γάλα. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό, από παιδάκι. Και εδώ να σημειώσω το αστείο ότι καμία από τις τρεις μας δεν πίνει γάλα και πάντα ο μπαμπάς έλεγε ότι: «Είστε η δυσφήμισή μου!». Καμία από τις τρεις μας δεν έπινε γάλα. Όσον αφορά τώρα τα αιγοπρόβατα, έχω αρμέξει μόνο για να βοηθήσω τα μικρά να πιουν από τη μαμά τους. Εάν, δηλαδή, κάποιος μαστός ήταν βουλωμένος, όπως λέμε, ή αν παρουσίαζε κάποιο πρόβλημα για να το ξεμπουκώσω, όπως συνηθίζετα[01:00:00]ι να λέγεται. Για να βοηθήσω, δηλαδή, το μικρό να το πιάσει, όχι για να το δώσω εγώ.

Δ.Π.:

Και φτάνοντας τώρα προς το τέλος, θέλω να ρωτήσω τι έχει κερδίσει η Ραφαέλα με τη συναναστροφή της με τα ζώα; 

Ρ.Δ.:

Την ισορροπία της, την ηρεμία της, τη δύναμή της. Είναι πολύ σημαντικό ότι για μένα, φεύγοντας από το χάος της Παλιάς Πόλης –που όποιος ζει, ξέρει πολύ καλά τι είναι η Παλιά Πόλη της Ρόδου το καλοκαίρι–, να φεύγω από όλη αυτή την ένταση και με το που ανοίγω το κλειδί στο κτήμα, να διαγράφονται μαγικά οι ώρες που ήμουν όρθια σε αυτή τη ζούγκλα. Ηρεμώ. Είναι τόσο απλό για μένα. Δεν είναι τίποτα σύνθετο. Για μένα είναι πάρα πολύ απλό και ξεκάθαρο. Είμαι εκεί, γιατί θέλω να είμαι εκεί. Αν δε θέλω ή εάν δεν ήθελα, οι ευκαιρίες και οι καλοθελητές υπήρχαν πάντα και πάντα θα υπάρχουν. Απλώς δε θέλω.

Δ.Π.:

Και για κλείσιμο, θέλω να αφήσω εσένα να γράψεις το τέλος της δικής σου αφήγησης.

Ρ.Δ.:

Στη ζωή μου μού άρεσε μέχρι στιγμής που από ένα δυσάρεστο γεγονός, ένα τέλος σηματοδότησε την αρχή για κάτι όμορφο. Το παν είναι να παίρνεις ακόμα και το πιο δυσάρεστο και να το μετατρέψεις σε δύναμη και σε κίνητρο για να συνεχίσεις. Αυτό έκανα και εγώ. Αναρωτήθηκα εάν το κάνω εγωιστικά, αν το κάνω πεισματικά –το να συνεχίζω με τα ζώα–, αν το κάνω συναισθηματικά. Ίσως γιατί πιστεύω ότι εκεί είναι ο μπαμπάς μου, ίσως για να είμαι κοντά του. Όχι! Είμαι απόλυτα σίγουρη, το κάνω γιατί το θέλω. Και σημασία τελικά έχει αυτό. Ακόμα και όσοι ήταν δύσπιστοι στην αρχή, χωρίς να πω πολλά, άφησα απλά τον χρόνο να τους δείξει ότι το θέλω. Και δε χρειάζεται να εξηγώ πολλά. Και αυτό έχει σημασία να κάνουμε.

Δ.Π.:

Ραφαέλα, ευχαριστούμε πάρα πολύ. Υπέροχη αφήγηση. Νομίζω, αν σε δει και κάποιος από κοντά, η φιγούρα σου, για κανέναν λόγο δεν μπορεί να σε φανταστεί κάποιος ότι ασχολείσαι με τόσα πράγματα και ειδικά με τον χώρο της κτηνοτροφίας. Αλλά, όποιος σε γνωρίσει από κοντά και μιλήσει μαζί σου, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχεις όλα τα χαρακτηριστικά για αυτό το πράγμα. 

Ρ.Δ.:

Ευχαριστώ πολύ.

Δ.Π.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ και θα τα πούμε σε μία επόμενη συζήτηση. 

Ρ.Δ.:

Βεβαίως, ευχαριστώ πολύ!