© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αναμνήσεις από την κατοχή στην Αθήνα: σαλταδόρος ετών 8

Istorima Code
12770
Story URL
Speaker
Μιχάλης Καλογεράς (Μ.Κ.)
Interview Date
27/11/2022
Researcher
Ειρήνη Κοτσέλη (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Γεια σας! Είμαι η Ειρήνη Κοτσέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, σήμερα βρίσκομαι μαζί με τον κύριο Μιχάλη Καλογερά, στο σπίτι του και ο κύριος Μιχάλης θα μας διηγηθεί ιστορίες από τα χρόνια της κατοχής. Γεια σας κύριε Μιχάλη!

Μ.Κ.:

Λοιπόν, να αρχίσω θέλετε;

Ε.Κ.:

Βεβαίως!

Μ.Κ.:

Λοιπόν, είμαστε παιδιά, εν τω μεταξύ, παίζαμε. Τότες ήτανε όλο αλάνες και λοιπά ,μεγάλα τα κτήματα των περιβολαρέων. Ήταν τότε μεγάλα περιβόλια, δεν υπήρχανε σπίτια και εμείς πιτσιρικάδες παίζαμε ελεύθερα. Σε μία στιγμή – δεν θυμάμαι, απογευματάκι, βράδυ ήτανε – ακούγαμε τις σειρήνες ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Ε και εμείς τότες, τι να κάνουμε; φοβόμαστε τώρα, πιτσιρικάκια και πηγαίναμε και με το μεγάφωνο που φωνάζανε, πηγαίναμε στα υπόγεια μέσα και καθόμασταν. Ε, μετά ήρθανε σιγά-σιγά οι Ιταλοί. Αφού ήρθανε οι Ιταλοί ήτανε – πώς να σου πω;– άτομα μες στην Ελλάδα που μπήκανε μέσα, αντίς με τα όπλα να μπούνε, αυτοί φέρανε τραγούδια και λουλούδια στον κόσμο ολόκληρο. Ε, και σιγά σιγά τους συνηθίζαμε. Εκεί που καθόμαστε, εν τω μεταξύ, ήταν ένα μικρό ταβερνάκι, το οποίο ερχόντουσαν κάθε μέρα Ιταλοί. Εγώ γνώρισα έναν Ιταλό εκεί πέρα, ένα πολύ καλό παιδί, o οποίος τυχαίνει να παντρευτεί. Δύο ήτανε. Ο ένας λεγότανε Μάριος, ο οποίος παντρεύτηκε στον Άη Γιάννη το Ρέντη και ο άλλος λεγότανε… Το ξεχνάω, θα στο πω μετά. Γινήκαμε φίλοι και πηγαίναμε το πρωί εμείς, όταν τρώγανε αυτοί πιτσιρικάδες μαζί όλοι, και μας δίνανε τότες γαλέτες. Δεν βάζανε ψωμί αυτοί. Είχε κάτι ψωμιά τα οποία λεγότανε pane. Κάτι μικρά στρογγυλά τέτοια. Ε, και μετά αφού πέρναγε, πέρναγε ο καιρός, είχαμε κανονίσει να πηγαίνουμε… Τώρα είμαστε μία παρέα περίπου τα 15, 14 άτομα, τα οποία έχουν πεθάνει όλοι. Ζει μόνο μία κοπέλα και εγώ. Εμείς οι δύο. Ο τελευταίος ήτανε 92 χρόνων και πέθανε πέρυσι περίπου. Εν τέλη με τους Γερμανούς είμαστε πολύ φίλοι, πηγαίναμε τους γυαλίζαμε τα παπούτσια και αυτοί, για να ανταποδώσουνε την καλοσύνη που τους κάναμε εμείς εδώ πέρα, μας δίνανε γαλέτες, το μεσημέρι φαγάκι. Και κάθε μέρα αρχίζανε αυτοί εν τω μεταξύ, να μας αγαπάνε πιο πολύ, αλλά και εμείς πιο πολύ σε αυτούς. Και όπως καθόμασταν μια μέρα και συζητάγαμε αυτοί οι Ιταλοί, όταν τελειώνανε τις βάρδιες τους, εν τω μεταξύ, ερχόντουσαν εκεί πέρα στο ταβερνάκι και βάζανε κάτι κουβέρτες κάτω, κάτι λινάτσες και άρχιζαν να τραγουδάνε. Αυτός ο Μάριος είχε μια κιθάρα και αγαπούσε πολύ τη μητέρα του και άρχιζε και να τραγουδάει: Quanto ti voglio bene! Queste parole d’ amore che ti sospira il mio cuore. Mama la mia canzone ma piu bella sei tu… Δηλαδή έλεγε για τη μάνα του και έλεγε ότι γνώρισε μία κοπέλα αυτός ο Ιταλός. Ε, περάσανε εν τω μεταξύ οι μήνες εκεί πέρα, μετά κατέβηκαν οι Γερμανοί οι οποίοι τους πιάσανε όλους τους άλλους Ιταλούς αυτούς εκεί πέρα, κάτσανε κάνα μήνα και μετά τους πιάσανε όλους τους τους Ιταλούς, τους βάλανε σε κάτι βαγόνια πάνω και πήγαιναν για τη Γερμανία, στο Νταχάου. Γιατί ο Χίτλερ είχε πει του Μουσολίνι για τον πόλεμο με την Ελλάδα και λέει τώρα ο Μουσολίνι: «Εγώ – λέει – με ένα μήνα, δύο μήνες θα μπορέσω να τηνε φάω την Ελλάδα», αλλά ήτανε πολύ δυνατοί οι Έλληνες οι δικοί μας, εν τω μεταξύ και άργησε αυτός. Και στέλνει τους Γερμανούς και μπήκανε μέσα. Το μόνο που αγαπούσαν ήταν τα παιδιά. Δηλαδή, τα μικρά παιδιά αγαπούσανε. Εμείς εν τω μεταξύ από την πείνα τη μεγάλη που είχαμε, λέμε – όταν λες για πείνα, λέμε τι να σου πω! – δηλαδή να πεθαίνει τώρα το παιδί και η μάνα δεν μπορεί… δηλαδή, μία μητέρα που είχε τρία παιδιά ή δύο, πέθαινε το ένα παιδί και η μάνα δεν έκανε τίποτα η φουκαριάρα, γιατί ο πατέρας αυτηνής… δεν είχε δουλειά να δουλέψουν. Και τι έκανε αυτή; Δεν το δήλωνε το παιδί ότι πέθανε, ότι το είχε ζωντανό, για να παίρνει 100 γραμμάρια. Μας δίνανε 100 – πώς το λένε; – 100 γραμμάρια ψωμί να φάμε. Ναι. Και ξέχασα να σου πω ότι αυτός ο Ιταλός, επειδή μας έβλεπε όλη την ημέρα ξυπόλητα το πρωί, μέχρι το βράδυ, είχε πάει και είχε κλέψει; – μου φαίνεται – αυτός μία μεγάλη ρόδα, το λάστιχο από τις ρόδες, γιατί ήμασταν ξυπόλητοι και βάζαμε την… με το λάστιχο αυτό παπούτσι το κάναμε. Μετά τον πήραν οι Γερμανοί τον χάσαμε αυτόν τον Ιταλό. Τώρα με τους Γερμανούς. Εγώ είχα ένα πατίνι – ξέρεις από ποια πατίνια; Τα ξύλινα – και είχα βάλει από ένα τενεκεδάκι, όπως είναι οι κονσέρβες στο γάλα και ένα κομμάτι από σίδερα και έκανε – πώς το λένε – πολύ θόρυβο. Οι Γερμανοί εκεί στο σπίτι μας κοντά στον Αϊ-Γιάννη τον Ρέντη ήτανε το κλειδί, δηλαδή όλα τα τρένα που ερχόντουσαν εκεί τα βάζανε και από κει πέρα, οι εργάτες, εν τω μεταξύ, οι κλειδούχοι βάζανε του καθένα το όνομα από πού θα πάει, Πελοπόννησο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη και τα λοιπά. Και μία φορά αυτός ο Γερμανός μας είχε βάλει πολύ στο μάτι. Πιο πολύ από εμένα με το πατίνι. Σε μια στιγμή που ήμουνα εκεί στο μπακαλικάκι και καθόμουνα έτσι, βλέπω τον Γερμανό που έρχεται κατά πάνω μου, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ, λες και μου είχε κάνει μαγνήτη. Εν τέλη πάω να σηκωθώ, εν τω μεταξύ, και ρίχνει μια βουτιά, με πιάνει αυτός ο Γερμανός και με πάει… 20 μέτρα από το ταβερνάκι εκεί πέρα, ήτανε το βαγόνι, το οποίο ό,τι τρένα ερχόντουσαν από το εξωτερικό, ερχόντουσαν, τα γράφανε. και είχε μία κοπέλα μέσα, γραμματέας αυτή και έγραφε. Και παίρνει το τηλέφωνο και του λέει του Γερμανού, του λέει: «Σε 5 λεπτά – φερειπείν – έρχεται, αύτωσε τη γραμμή, γύρισε το άλλο απ΄ την άλλη μεριά να πάει σε κάνα πεντάλεπτο». Ο Γερμανός καθότανε. Με βουτάει από εδώ από το λαιμό, με βάζει απάνω και με πιάνει τώρα ή καλώδιο ήταν ή σχοινί και με δένει, έτσι, μου λέει, όχι Γκρέκο με είπε: «Kaputt! Εγώ θα σε στείλω Γερμανία!» Και όντως εγώ είχα κάνει ο φουκαράς την κοιλιά μου έτσι λέω: «Όταν θα μου βάλει το σκοινάκι, να κάνω έτσι, να φύγω!». Και όντως, να πούμε, εγώ έκανα την κοιλιά μου έτσι, αυτός μου έκανε έτσι, με χτύπαγε, για να τη βάλω μέσα. Εν τέλει, με έδεσε, να πούμε. Ε, και όπως με είχε δέσει , να πούμε, χτυπάει το τηλέφωνο, κατεβαίνει αυτός κάτω. Μέσα στο βαγόνι εν τω μεταξύ είχανε σόμπες, ήταν χειμώνας και είχε σόμπα, το οποίο είχε όλο κάρβουνα και είχε σκόνες απάνω εκεί πέρα και εγώ τι κάνω. Σηκώνομαι, παίρνω μία σκούπα που ήτανε μέσα, σκουπίζω το βαγόνι γύρω γύρω – γελάς ε; – γύρω γύρω το σκούπιζα, έρχεται μετά από 5 λεπτά ο Γερμανός. Βλέπει σκουπισμένα, ξέρω γω τι, τους κάνει νόημα τις Ελληνίδες, λέει: «Ο πιτσιρίκος…». Εγώ τότες πρέπει να ήμουνα 8, 8 χρονών παιδί. Ξυπόλητος, ούτε ρούχα να φορέσουμε ούτε τίποτα. Και κάνει έτσι λοιπόν, με λύνει, μου δίνει λίγο ψωμί, φαΐ και μιλάει τις κοπέλες και τους λέει: «Να έρχεται κάθε μεσημέρι να του δίνουμε να φάει!». Μου μίλαγε τώρα γερμανικά για τα παπούτσια, ότι δεν είχα παπούτσια, ξέρω ‘γω, τώρα, εγώ δεν καταλάβαινα.

Μ.Κ.:

Πήγαινα, εν τω μεταξύ, εγώ τακτικά. Μετά από λίγο καιρό φέρνουν και έναν άλλο αντικαταστάτη, ο οποίος αυτός ή μικρά παιδιά ή μεγάλα δεν τους χώνευε με κανένα τρόπο, με κανένα τρόπο! Και σε μια στιγμή τι κάνανε; Το μεσημέρι τρώγανε αυτοί, [00:10:00]επί το πλείστον η αδυναμία τους ήταν οι ελιές… τρώγανε τις ελιές. Λοιπόν, έπαιρνε αυτός την ελιά, την κοίταζε, την έτρωγε και την πέταγε στις σκόνες που ήταν το κάρβουνο, εκεί μέσα. Τώρα εμείς οι πιτσιρικάδες τι να κάνουμε , να πούμε,, τρέχαμε ποιος θα προλάβει να πάρει το κουκούτσι. Το πλέναμε, το γλύφαμε το κουκούτσι και με μία πέτρα σπάγαμε το κουκούτσι και τρώγαμε μέσα την τροφή του… από το κουκούτσι. Μετά σιγά σιγά ο καιρός πέρναγε, κλέβαμε τους Γερμανούς πολλές φορές. Και έρχεται μια μέρα σπίτι μας ένας κύριος ντυμένος καλά, το βράδυ, και λέει στη μητέρα μου και στον πατέρα μου – καλά ο πατέρας μου ήταν… άσε, άλλος άνθρωπος. Τέλος πάντων –, λέει: «Να πάρω τον μικρό σπίτι. Έχω έναν πατέρα τυφλό – ήτανε κάπου στη Δραπετσώνα – να κοιτάζει τον πατέρα μου, να τον κάνει καμιά βόλτα» Αυτός ήταν μαυραγορίτης στους Γερμανούς. Λάδια, τυριά, ψωμιά τέτοια και έτρωγα εκεί πέρα εγώ και το μεσημέρι από το πρωί, δηλαδή μέχρι τις 15:00, περίπου 16:00 γύρναγα το γέρο, αν ήθελε τίποτα ο παππούς να του δώκω και μου έδινε μισή κουραμάνα, την οποία την έβαλα.. την έβαζα , να πούμε, στη μασχάλη μέσα, την έκρυβα και πήγαινα. Μετά, πάλι αρχίζει ο καιρός, εν τω μεταξύ, να… να μεγαλώνουμε και εμείς κάνα χρόνο, που είχα πάει μετά εννιά. Και σε μία στιγμή μου λέγαν οι άλλοι σαλταδόροι, δηλαδή σαλταδόροι οι οποίοι βάζανε τη ζωή τους για ένα κομμάτι ψωμί – να καταλαβαίνεις τόσο πολύ αυτό –, και με τα πολλά μία μέρα μου λένε: «Μιχάλη», μου λένε… Ο πατέρας μου ήταν από τη Χίο. Δε με λέγανε Μιχάλη, με λέγανε Χιωτάκι. Ήμουνα λοιπόν το αλητάκι της παρέας, το οποίο το έχω γράψει εδώ: «Αλητάκι εννοείται με καλή έννοια ότι πήγαινα μες στα όλα εδώ που με φωνάζανε, για να πάρω ένα κομμάτι ψωμί». Και ο καιρός περνούσε, περνούσε, μου λέει: «Έχει ένα βαγόνι εδώ πέρα, το οποίο έχει μέσα – λέει – όλο κρέατα και τέτοια, μπούτια, αλλά δεν μπορούμε εμείς να πάμε, δεν χωράμε!» Εγώ ήμουνα σκελετός, ένα μικράκι τόσο δα παραθυράκι. «Άμα είναι σταματημένα – μου λέει – να κάνεις έτσι, να μπεις μέσα εσύ να μας πετάξεις από το παράθυρο!». Είχε όλο μπούτια από αγελάδες και τέτοια μέσα, και ήταν όλο άχυρα μέσα. Και σε μία στιγμή αφού μπαίνω μέσα, κάνω έτσι και βλέπω μια σκιά. Ήταν ένας Γερμανός μες στα άχυρα. Φαχφούχτεν! Με πιάνει έτσι, να πούμε, ξέρω ‘γώ, κατεβαίνει κάτω, δεν με χτύπησε, μου λέει, για το τρένο μου ‘λεγε ότι πάει Γερμανία. Εγώ: «Τι να κάνω;». Η παρέα όμως… γιατί τα παιδιά ήτανε.. ο ένας πόναγε τον άλλονε, ξεκίνησε το τρένο σιγά σιγά – τώρα μπορεί να μην πήγαινε το τρένο στη Γερμανία, να μου έλεγε έτσι –, εγώ ήμουν μέσα, ήταν σκοτάδι. Εν τω μεταξύ, το παραθυράκι μπορούσα να μπω και να βγω , να πούμε, ήταν λίγο πιο στενό. Μου λέει: «Σπάσε το παράθυρο!» τίποτα. Και είχε μία σόμπα μέσα και όπως ξεκινάει το τρένο μου λένε αυτοί από την αριστερή μεριά που είναι το παραθυράκι εκεί: «Σπάσ' το λίγο, να βγεις!»  Και όντως, πραγματικά, σπάω το παραθυράκι, βγαίνω από το παράθυρο κάτω, το τρένο να πηγαίνει σιγά σιγά. Τότες οι μηχανές δεν υπήρχανε πετρέλαιο ή κάρβουνο. Είχε ή κάρβουνα ή ξύλα. Και σκαρφαλώνω, πηγαίνω μέσα και πάω ανάμεσα σε δύο ρόδες… Δηλαδή, δύο βαγόνια που ενώνονται ακριβώς, είχαν στη μέση ένα μεγάλο σίδερο έτσι και έπιανε το ένα βαγόνι στο άλλο. Εκεί ο Γερμανός –τώρα εδώ είναι που θα γελάς – είχε βγάλει ένα τσιμπούκι και φώναζε να πούμε: «Kaputt, kaputt, kaputt!». Και σε μία στιγμή μου λέει, αφού το τρένο προχώραγε, «Achtung, Achtung!» «Προσοχή!» «Kaputt Γκρέκ!», να πούμε. Kαι εγώ λέω τώρα: «Τι να κάνω;» Eίχα υπολογίσει ότι μετά από 500 μέτρα ήταν μία γέφυρα, ήταν ο Κηφισός ο ποταμός – θα το ξέρεις –, εκεί δίπλα ήταν όλο περιβόλια. Και εκεί σταματάγανε από τη μια μεριά τα τρένα, και επειδής φέρνανε από έξω άλογα, μουλάρια, γελάδια και τέτοια – με συγχωρείς – όλες τις ακαθαρσίες τις μαζεύανε και ήταν ακριβώς, έτσι, δίπλα από τη γραμμή. Και τις πετάγανε μες στα χωράφια. Εγώ αυτές… Λέω τώρα, γιατί η πείνα τότε η μεγάλη σε έκανε έτσι να γίνεις κάπως πιο διαφορετικός, να σκέφτεσαι. Και σκέφτηκα, λέω… Πήγαινα από τη μία μεριά έβγαζε το τσιμπούκι, έβγαινα από την άλλη μεριά, «Kaputt» μου λένε. «Ρε πούστη μου», λέω να πούμε. Μόλις κάνω σε μία μεριά αριστερά, με κοιτάζει αριστερά και εκείνη την ώρα φεύγω μονοκόμματα δεξιά και πέφτω στις κοπριές απάνω. Ναι, και τη γλιτώσαμε.

Μ.Κ.:

Εν τέλη εκεί στο… εκεί στον Αη - Γιάννη που σου λέω, στο σπίτι μου κοντά ήταν ένα μεγάλο χωράφι το οποίο είναι ακόμα εκεί πέρα, δεν έχουνε χτίσει εκεί πέρα. Εκεί πέρα όλες τις κοπριές που καθαρίζανε τις πέταγαν εκεί σωρό… σωρό. Και πηγαίναμε εμείς. Η κοπριά, ξέρεις ότι… τη μαζεύαμε, βάζαμε κάρβουνα ψιλά στον σάκο και τα πηγαίναμε στις πολυκατοικίες στον Αϊ- Γιάννη τον Ρέντη. Εκεί πέρα μέναν όλοι οι περιβολαραίοι, οι οποίοι είχαν τα περιβόλια και βγάζανε αγκινάρες, μαρούλια το ένα, το άλλο και πουλάγανε, κουνουπίδια και… Οι λαχανίδες ήταν περίπου 1,5 μέτρο και… να σου πω, είχαν τόσο… ένα μυστήριο πράγμα. Δεν είδαμε μέρα καλή στη ζωή. Ήτανε όλος ο καιρός να πούμε με χιόνια με κρύο και τέτοιο. Κι όμως κανείς δεν είχε αρρωστήσει από αυτούς και ήμασταν ξυπόλητοι. Ε, και εγώ τι να κάνω , να πούμε, πήγαινα εκεί πέρα μάζευα καμία κοπριά. Εδώ ο πατέρας μου, εν τω μεταξύ, ήτανε σε άθλια κατάσταση. Τον συγχωρώ, γιατί το βράδυ με έδιωχνε από το σπίτι και φοβόμουνα να μένω. Λέω: «Πού να πάω;» και πήγαινα σε διάφορα μέρη , να πούμε, να κρύβομαι. Τέλος πάντων, εκεί, πίσω από το σπίτι μου ακριβώς ήτανε μία εκκλησία την οποία δεν την είχανε τελειώσει καθόλου και πήγαινα εκεί πέρα και έχω γράψει – πώς το λένε; – ότι κάτω, αντί για κουρελούδες και τέτοια είχα βάλει ένα μεγάλο χαρτόνι και από πάνω σκεπαζόμουνα με μία χλαίνη – συγκινήθηκα τώρα – την οποία κοιμόμουν έτσι. Για ζεστασιά είχα ένα γατάκι, το οποίο ερχόταν κάθε μέρα από πίσω μου, κάθε μέρα από πίσω μου και με έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιά με το γατάκι. Και μία φορά ξυπνάω και βλέπω ένα φίδι, γιατί τα χωράφια ήταν γεμάτα μέσα, το οποίο ήταν σκοτωμένο. Το είχε γδάρει το γατάκι. Άλλη μία φορά πάλι, χιόνιζε. Δεν είχε ούτε παράθυρα, ούτε σκεπή από πάνω, ούτε τίποτα. Με είχε πάρει πάλι ο ύπνος, ήταν η Παναγιά 100%. Μεγάλη η χάρη της! Είδα μία μαυροφορεμένη γυναίκα η οποία μου είχε βάλει μία – τώρα δεν θυμάμαι – κουβέρτα; Μου είχε βάλει κάτι σκεπάσματα από πάνω και αισθάνθηκα μια ζεστασιά και το είπα της συγχωρεμένης της μάνας μου.

Μ.Κ.:

Ε, και τέλος πάντων, μετά, αρχίσανε τα Δεκεμβριανά ο οποίος ήμουνα μετά 9, 10… Δεν θυμάμαι και τόσο πολύ. Στα Δεκεμβριανά μέσα ο κόσμος λίγο, κάπως έτσι από δω κάπως έτσι από κει, κυνηγάγανε οι Γερμανοί, αλλά οι αντάρτες [00:20:00]κατέβαιναν κάτω, είχανε ανατινάξει και τη γέφυρα του Γοργοπόταμου – Γοργοποτάμου πώς λέγεται – εκεί, και είχανε βαγόνια – τώρα από τη Γερμανία ερχόντουσαν; – τα οποία ήτανε γεμάτο μέσα με κάρβουνα. Και είχανε πέσει. Τα τουμπάρανε και όλο το κάρβουνο έπεσε εκεί μέσα στο χωράφι. Λένε τα παιδιά τώρα από δω πέρα μέσα. Λέει: «Το πρωί – λέει – κατά τις 5:00 - 6:00 η ώρα, όπως ήταν τα βαγόνια έτσι πλατιά και ύψος, ενάμισι μέτρο περίπου φαινόταν ο άνθρωπος, εκεί μέσα είχε κάτι ντουλάπια και βάζανε αυτοί τα εργαλεία τους». Πάω, μόλις ακούω αυτωνών... Έγραφε το τρένο ότι φεύγει την τάδε ώρα για τη Λιβαδειά, φερειπείν. Πάω, πετάω τα εργαλεία, κατεβαίνω και χώνομαι μέσα τώρα μόνος μου, πιτσιρίκος. Αλλά με βοήθαγε, η όλη υπόθεση είναι ότι με βόηθαγε ο Θεός. Λέω: «Τέτοια γνώση, τέτοιο κεφάλι που είχα, τόσο πιτσιρίκος, ξυπολησιά και τέτοια πείνα και να φύγω τώρα να πάω μόνος μου, με την παρέα τους άλλους;» Και πηγαίνανε. Τότε – σας είπα – τα τρένα ήτανε με κάρβουνο, δεν είχανε μεγάλη δύναμη. Και εκεί που βάζανε 20 βαγόνια από πίσω είχε βάλει αμαξοστοιχία πάρα πολλά και πήγαινε σιγά-σιγά. Ήτανε ανηφόρα έτσι. Μόλις ήτανε ανηφόρα πέφτουν όλοι, πέφτουμε κάτω. Αφού πέσαμε κάτω, κρυφτήκαμε, εν τω μεταξύ, εντάξει, και μαζεύαμε τα κάρβουνα. Τα είχα βάλει σε μία τσάντα μέσα, λέω: «Μόλις φτάσει από την άλλη μεριά το τρένο…» Έφυγε και πήγε στην κατηφόρα στη δουλειά του και ξαναερχόταν, όπως ερχότανε από τη μεριά μας. Οι άλλοι είχανε προλάβει και ανέβηκαν απάνω. Εγώ ήμουνα πιο μικρός και παίρνω την τσάντα να ανέβω απάνω, αλλά το τρένο είχε κατέβει κάτω. Και με πιάνουν τα κλάματα, εν τω μεταξύ, δεν μπορούσα και με φωνάζανε τώρα αυτοί. Τώρα σου λέει: «Τώρα να τον σώσουμε; θα χάσουμε τη ζωή μας εμείς!» Και σε μία στιγμή τί να κάνουμε, έκλαιγα, εν τω μεταξύ, και κατέβαινα κάτω. Αλλά όπως είναι η ανηφόρα και η κατηφόρα από κάτω είχε ένα τούνελ. Νερό δεν είχε. Λίγο πολύ νερό πέρναγε από μέσα. Πάω σε μία γωνία και καθόμουνα εκεί πέρα. Πού να σε πάρει ο ύπνος; Τώρα μες στο βουνό τώρα 10 χρονών παιδάκι μέσα εκεί «Πω Παναγία μου!». Τα θυμάμαι και λέω: «Ψέματα είναι!» Και ακούω κάτι φωνές. Και μόλις ακούω φωνές… Πετάγομαι έξω μονοκόμματα: «Παιδάκι, παιδί είμαι!». Μου λέει ένας αντάρτης – άσε που ήταν δυο μέτρα με κάτι γένια: «Τι θες εδώ;», «Ήρθαμε – του λέω – μάθαμε ότι οι αντάρτες…». «Τι είσαι, ρε;», «Κ.Κ. – του λέω – είμαι!». Δεν έλεγα ότι είμαι κομμουνιστής, «Κ.Κ.». «Τι κάνεις εδώ;», «Έμαθα ότι οι αντάρτες ανατινάξανε τη γέφυρα και ήρθα και μάζεψα λίγα κάρβουνα!», «Έχεις παρέα;». Λέω: «Έχουνε φύγει οι άλλοι!», «Σε αφήσανε μόνο σου;». «Ε, μου δώκανε λίγο ψωμί, κάτι τέτοια». Λέει: «Το βράδυ θα ακούσεις κάτι πιστολιές!». Με πήγανε λίγο παραπάνω και είχε κάτι κολοκύθια τα οποία λες ότι ήταν σαν αγελάδα, μεγάλα σαν σπόροι και κάθισα κοντά εκεί πέρα. «Θα ακούσεις πιστολιές!» μου λέει, γιατί ήτανε εκεί μια παράγκα, η οποία μένανε ένας - δύο ρουφιάνοι και πήρανε τα πιστόλια αυτοί, όπως ήταν και πήγαν, λοιπόν. Πού να με πάρει εμένα ο ύπνος; Και το μεσημέρι όταν αύτωσε η ώρα περίπου… αργά, ακούω: «Μπαμ, μπαμ!» ακούω τη νύχτα, λέω: «Αμάν!». Μετά δεν ξαναφανήκανε αυτοί καθόλου. Όταν το πρωί ήρθε η αμαξοστοιχία και άκουγα… εγώ ήμουν στο δρόμο. Ούτε κάρβουνα, ούτε τίποτα. Ε σιγά σιγά μόλις κατέβαινε κάτω παίρνω και πάω στο σπίτι και έρχομαι για το σπίτι μας.

Μ.Κ.:

Εν τω μεταξύ, ο αυτός που είχε το μπακάλικο – τους σκότωσαν όλους τους Γερμανούς αυτούς – αυτός με έστελνε πολλές φορές και πήγαινα και του ‘φερνα φαΐ από το σπίτι. Και μια μέρα σε ένα κύπελλο έτσι μέσα όπως είχανε ήτανε λίπος και από την πείνα την πολύ πήρα ένα κομμάτι εγώ, αλλά έμεινε η λακκούβα ότι λείπει το κομμάτι και μου είχανε δώκει οι Ιταλοί ένα παντελόνι… – ξέχασα να σου πω, αυτός ο Μάριος μου ‘λεγε, ο Ιταλός: «Picolo» μου ‘λεγε, ναι, το «κάτσε κάτω» δεν το θυμάμαι, ναι κάτι μου 'λεγε, «Έλα κοντά μου», δεν το θυμάμαι πώς το λένε – και σε μία στιγμή, ένα παντελόνι με το οποίο το είχε κόψει το παντελόνι και το είχε κάνει έτσι μικρό και μου το είχε δώκει. Το ύφασμα… δεν ξέρω, το είχε πάρει από τον Μάρκο, από αυτόνε, και επειδής άργησα εγώ και είδε ότι έλειπε το κρέας, τι μου κάνει ο κερατάς, να πούμε; Με ξεβρακώνει έτσι, μέσα στο δρόμο, παίρνει το παντελόνι, το πετάει στις γραμμές μέσα. Το τρένο, πέρασε, εν τω μεταξύ, και έλιωσε το παντελόνι. Εκείνη την ώρα, λοιπόν, ερχόταν η μητέρα μου με την αδερφή της μαζί, δουλεύανε σε κάτι Εβραίους, εκεί στο Περιστέρι, αλλά κρυφά, γιατί ακόμα δεν είχανε φύγει οι Γερμανοί. Και ερχότανε και όπως κατέβαινε κάτω βλέπει το παντελόνι λέει: «Πάει, σκοτώθηκε το παιδί μου!» Και μετά σιγά σιγά να πούμε, φεύγοντας οι Γερμανοί όλους τους προδότες τους τους πιάνανε , να πούμε, και τους λέει: «Μη στεναχωριόσαστε. Πες μας για τους Έλληνες και εμείς θα σας πάρουμε στη Γερμανία!», αλλά όταν έφευγε το τρένο δεν αφήνανε κανέναν προδότη μέσα. Έτρεχαν οι προδότες να πιάσουν τα τρένα και τους σκότωναν οι Γερμανοί όλους και φύγανε.

Μ.Κ.:

Τότε, κατεβήκανε οι Εγγλέζοι μέσα για τους κομμουνιστές. Και αρχίσανε, απαγορευόταν… απαγορευόταν το βράδυ να ανάβεις φώτα, γιατί τα βλέπανε οι Εγγλέζοι, πριν φύγουν οι Γερμανοί , τα βλέπαν οι Εγγλέζοι και σου λέει: «Εδώ πέρα κάτι γίνεται!» και ρίχνανε βόμβες. Και μία βόμβα έπεσε στην Αγία Τριάδα στον Πειραιά και σκότωσε όλους μέσα που ήτανε. Γιατί αυτές είχαν… όταν πέφτανε κάτω δεν κάνανε μεγάλη ζημιά, αλλά είχανε δηλητήριο και πέθαναν όλοι. Και μας ρίχνανε και εμάς εδώ πέρα συνέχεια και πήγαμε και είχαμε πάει, γιατί είχε πέσει εκεί στο οικόπεδο μία βόμβα η οποία δεν είχε σκάσει και περιμένανε τώρα τους τεχνικούς εκεί να πούμε και φοβόντουσαν, σου λέει: «Μη σκοτωθούν και οι άλλοι από δω!» Και φύγαμε εμείς, πήγαμε εκεί στην Αγία Άννα και καθίσαμε κάμποσο καιρό εκεί, τέσσερις-πέντε μέρες και γυρίσαμε. Ε, μετά… μετά από αυτό, όπως καθόμουνα στο υπόγειο μέσα ένα βράδυ ακούω την παρέα, τα παιδιά αυτά εκεί, ακούω ότι εκεί δίπλα είναι τώρα ένα μεγάλο εργοστάσιο του Βιαμύλ, το οποίο ήταν μέσα, στάρι μέσα έβαζε αυτός, όπως είναι τώρα του Γιώτη – το ‘χε ο Γιώτης τότε, αλλά το είχε πάρει άλλος, και τώρα το πήρε ο Γιώτης –, εκεί πέρα και ήτανε μία μεγάλη μάντρα και εκεί είχε πέσει μία οβίδα μέσα και όπως είχε πέσει η οβίδα μέσα είχε κάνει μία μεγάλη τρύπα και ήταν… ακριβώς στην τρύπα από κάτω, ήτανε μία στέρνα η οποία ζέσταινε νερό αυτήν, δεν ξέρω γιατί. Και μου λέγανε αυτοί: «Πέσε μέσα, πεσε μέσα!» Α, μου ‘λέγαν αυτοί: «Πήγαινε σπίτι σου!» Λέω: «Αν με αφήσετε και πάω σπίτι μου θα πάω να τους πω ότι ήσασταν και εσείς εδώ πέρα!». Πραγματικά, ρίχνω μια βουτίτσα, μέσα στο νερό, με τραβάει ένας πάνω: «Τι είσαι, ρε;», λέω: «Κ.Κ.», μου λέει: «Με συγχωρείς, είσαι μόνος σου;», « Όχι! Είναι και κάτι άλλοι εδώ!» Λέει: «Φώναξε τους!» Τους φωνάζουνε μέσα τι να πούνε; «Κομμουνιστές είμαστε!». Λέει: «Πάρε τα όπλα και καθίστε στις γωνίες, να κοιτάξετε, μήπως έρθουν Γερμανοί!». Ε, σε μία στιγμή εγώ, εν τω μεταξύ, έπαιρνα στάρι και το έβαζα σε ένα τσουβάλι μέσα, καμιά δεκαπενταριά κιλά. Και μου λέει ο Έλληνας: «Ρε συ, θα έχουνε βάλει δηλητήριο! Και μην το πάρεις!» Λέω: «Δεν πειράζει, θα πάρω εγώ το στάρι και θα δω τι [00:30:00]θα κάνω». Παίρνω εγώ το στάρι, το πάω σπίτι μου. Ο δήμαρχος εν τω μεταξύ είχε… Α, επειδής εκεί, τότε δεν είχαμε στην πόρτα, έτσι, κουρτίνα και τέτοια, του λέω: «Δεν μου βάζεις κάνα δυο τσουβάλια αδειανά μέσα;», «Τι θα τα κάνεις;», «Θα τα κάνω – λέω – κουρτίνα!». Μου λέει: «Εντάξει!» Μου βάλανε. Εγώ, εν τω μεταξύ, τι είναι αυτά, αυτά είναι όπως βλέπεις ένα παραμύθι, ακριβώς έτσι! Τράβαγα το – δεν μπορούσα να το σηκώσω – τράβαγα το τσουβάλι, το έσερνα, άλλα τα δέντρα ήτανε πολύ μεγάλα και από τις άκρες τώρα εκεί πέρα πυροβολάγανε. Βλέπανε τώρα αυτοί ότι τα δέντρα που… κουνιόυνται οι λαχανίδες και σου λέει: «Μέσα εκεί είναι!». Και χτύπαγαν. Ευτυχώς, δεν με έπιασε καμία σφαίρα. Και πήγα, εν τω μεταξύ, εγώ εκεί πέρα. Το βράδυ πηγαίνω, ανεβαίνω απάνω στην ταρατσούλα και όπως είναι οι γάτες έριξα στάρι μέσα, την άλλη μέρα δεν είχε ψοφήσει καμία! Το πείραμα κάναμε, εν τω μεταξύ αυτά, έδωκα στη γειτονιά το ένα το άλλο. Γιατί ο ένας με τον άλλονε είχαν και πολλά παιδιά. Ο δε ένας, ο Φιλογένης, είχε να πούμε 4 - 5 αγόρια εδώ ο [Δ.Α.] είχε τέσσερις… είχε τέσσερα αγόρια και τέσσερις-πέντε κόρες, λες και ήτανε ντροπή να κάνεις δύο - τρία παιδιά. Όλοι εκεί το σοκάκι που είμαστε, πολλά παιδιά , να πούμε. Και καθόμαστε εν τω μεταξύ, κάναμε… Μου λέγανε αυτοί: «Μπράβο, Χιωτάκι. Μπράβο, Χιωτάκι!». Τι να σου πω! Δηλαδή μεγάλα πράγματα! Περάσαμε πείνα. Πήγε, θυμάμαι τη μάνα μου που πήγαινε για το… Γιατί η μάνα μου γέννησε την κόρη μου το ’40. Δεν ξέρω τι μήνα τώρα, θα σε γελάσω. Όπως έβλεπες εντωμεταξύ ένα ξυλαράκι έτσι σκέτο, ακριβώς έτσι ήταν και η αδερφή μου όλη να πούμε. Και εγώ έτρεχα ο φουκαράς από δω και από κει να πούμε. Γιατί μας είχανε τάξει, η ΟΥΝΡΑ τότες – ήτανε της Αμερικής δεν θυμάμαι – πήγαινε στους πλούσιους και κάθε ένας πλούσιος θα έπαιρνε ένα φτωχό παιδάκι. Το οποίο έπαιρνα εγώ το μεσημέρι το… έπαιρνα να πούμε τον πατέρα μου και πήγαινε. Δηλάδή, τέσσερις-πέντε φορές τη βδομάδα μας είχανε κάθε μέρα όλο βλίτα, χόρτα. Αυτοί τρώγαν το κρέας, το κοτόπουλο και τους βλέπαμε εμείς και άρχιζε φώναξε ο πατέρας μου κάτι Παναγίες.  Γιατί η μάνα του, ήταν στο… στο Περιστέρι έμενε και φεύγαμε και πηγαίναμε στη μάνα του, τώρα με τα πόδια από τον Αη - Γιάννη το Ρέντη ποτάμι-ποτάμι για το Περιστέρι. Κολοκυνθού και μετά πηγαίναμε στο Περιστέρι. Δούλευε ο άντρας της στα τσιγάρα Ματσάγγου και της δίνανε να πούμε τροφή και τέτοια και μας τη φύλαγε και πηγαίναμε και τρώγαμε. Δηλαδή ώσπου να γυρίσεις έμενες άδειο το στομάχι. Εγώ έκρυβα κάτι κομμάτια, ξέρω ‘γώ τι – και πήγαινα σπίτι. Και μου ‘λεγε η αδερφή μου: «Μπέλα μπέλα» δηλαδή: «Μιχάλη! Άβα, άβα! Πεινάω». Και της τα έδινα. Το έβλεπες με τα νύχια… έκανε έτσι -να πούμε. Ε, τους έβλεπες και τους φίλους μας. Και μία μέρα πιάσανε τη μάνα μου και την πήγανε στο… στο Φάληρο. Εκεί είχανε… η Γκεστάπο είχε μαζέψει όλες τις γυναίκες και με κάτι βούρτσες με σύρματα πάνω, επειδή παθαίνανε θηλυκοί και αρσενικοί, ένα είδος σαν ψώρα και από από ψείρες γεμάτο. Ε, και πήγα, εν τω μεταξύ, εκεί πέρα, πιάσαν τη μάνα μου, φώναζα εγώ –πιτσιρίκος εγώ – έπιανα τα καγκελάκια έτσι: «Τη μάνα μου, την μάνα μου – και – η μάνα μου!» με πιάσανε εδώ και έκλαιγα! Λέω… «Γιατί – μου λέει – κλαις;». Λέω: «Έχετε αφήσει τη μάνα μου -λέω– μέσα εδώ πέρα με την αδελφή μου, εγώ είμαι μόνος μου, δεν έχω πατέρα, δεν έχω κανέναν!». Μου λέει: «Ο πατέρας σου;», «Είναι μπεκρής!» του λέω. Και είχαμε ένα διοικητική φίλος του πατέρα μου, γιατί του έκανε θελήματα ο πατέρας μου και λέει: «Πραγματικά έτσι είναι!» και αφήσανε τη μάνα μου και την αδερφή μου. Και η μάνα μου την είχε όλη μέρα αγκαλιά και πήγαινε τώρα μες στα χωράφια εκεί που ήταν οι πλούσιοι , να πούμε, και την ξέρανε όλοι. «Δώσε ένα κομμάτι ψωμί, Δώσε ένα κομμάτι ψωμί!». Και άλλοι δίνανε, άλλοι δεν δίνανε και έτσι σιγά-σιγά μεγάλωνε και αυτή, αλλά έχει γίνει κόκκαλο. Και μία μέρα, όπως έμαθα, ότι είχανε ανατινάξει το λιμάνι του Πειραιώς από ζάχαρη και τέτοια και τρέχω εγώ εν τω μεταξύ να πάω σε μια… σε μια μάντρα από κάτω εκεί πέρα έσκυβα και βαράγαν τις σφαίρες. Οι σφαίρες πώς σφύριζαν! Τι να σου πω; Και ήτανε μία πλούσια, η οποία ήξερε τη μάνα μου, μου λέει: «Χιωτάκι, έλα έλα!» μου λέει. Πάω εγώ. Είχα ένα παλτό, το οποίο τι να σου πω; Πιο πολλές ψείρες ήτανε, παρά οι κλωστές. Και μου λέει: «Πού να σου βάλω;». Είχε φασόλια, μεγάλα φασόλια. Και δεν το πίστευεις, στα κόκαλα της μανούλας μου να μην κάνω ένα βήμα να πάω από δω… ο Θεός με φύλαξε να πούμε εκεί. Μπαίνω μέσα και μου βάζει αυτή δύο κατσαρολάκια μες στην τσέπη… μες στην τσέπη από το παλτό και το αύτωνα σιγά σιγά, κόντευε να καεί το παλτό μου σιγά σιγά, και το πήγαινα στο σπίτι, να πούμε, και μου λέει η μάνα μου: «Μην πηγαίνεις, βρε παιδί μου, θα σε σκοτώσουνε!». Τίποτα! Άλλη μία μέρα, εδώ ανατίναζαν τον Αϊ-Γιάννη τον Ρέντη και όπως πήγαινα εκεί πέρα μέσα, να βρούμε τίποτα, κάνα κάρβουνο, σκάει – με μία γειτόνισσα – και σκάει μία μεγάλη βόμβα και χτυπάει ένα βλήμα στη ρόδα πάνω και όπως ήταν ο γιος της εκεί πέρα του παίρνει εδώ την κοιλιά έτσι, έτσι όλη την κοιλιά, τα πετάει τα έντερα. Εγώ πιτσιρίκος. Πήρα κάτι λίγα καρβουνάκια, έτρεξα, τα πήγα σπίτι. Μετά από τον καιρό ήρθαμε εδώ στη Νίκαια μέσα και λέγανε ιστορίες. Και λέει αυτός, μου λέει, μου λέει μικρέ: «Είμαι ο Θοδωρής», λέει και όπως καθόμαστε με τη Ζαφειρία, μια γειτόνισσα εκεί δίπλα λέω: «Και εμένα μου συμβαίνει κάτι, είχαμε πάει λίγο μια μέρα και εμείς εκεί μέσα και είχανε βομβαρδίσει οι Γερμανοί». Και σηκώθηκε ένα παιδάκι μου και λέει… Τώρα δεν θυμάμαι «Πες της μάνας μου;». Θυμάμαι ότι: «Με λένε Θοδωρή!», «Σώπα!». Μόνο που δεν πέθανε. «Ο γιος μου είναι!», του λέει: «Ναι, έτσι και έτσι! αυτά και αυτά». Δηλαδή, με φύλαγε ο Θεός να πούμε! Τώρα για τον πατέρα μου…

Ε.Κ.:

Ο πατέρας σας για ποιο λόγο σας έδιωχνε από το σπίτι το βράδυ;

Μ.Κ.:

Τώρα, άκου τώρα εδώ να σου πω τώρα: Κατάλαβα ότι οι γονείς μου ήταν πολύ φτωχοί. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης. Η φτώχεια όμως τον έκανε καθημερινά να πίνει κρασί, μέχρι που έγινε αλκοολικός. Εδώ αρχίζουνε τα κλάματα, τα βάσανα! Μόλις βράδιαζε ερχότανε τύφλα στο μεθύσι και με πέταγε έξω από το σπίτι. Πολλές φορές τον χειμώνα, το κρύο μου πέρναγε τα κόκκαλα. Τι να κάνω όμως; Στο φούρνο… είχε ένα φούρνο και είχε βάλει ένα καρότσι, είχε ένα καρότσι και κοιμόμουνα μέσα, για κουβέρτα είχα τα τσουβάλια. Το πρωί που χάραζε άκουγα μία φωνή, ήταν ο πατέρας μου. Το μεθύσι του. Με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πήγαινε σπίτι. Αφού γινόταν κάθε μέρα και το βράδυ κρασί, εγώ έξω στο δρόμο, γιατί πολλές φορές έλεγα: «Τι έκανα να πληρώνω για κάτι που δεν έχω κάνει στη ζωή μου;». Είχα όμως την ελπίδα στο Θεό, ότι κάποτε θα τελείωναν για μένα τα βάσανα και ξυπόλητος γύρναγα. Ντρεπόμουνα, όμως έκανα θελήματα και έβγαζα σιγά-σιγά χρήματα. Τα πήγαινα στη μανούλα μου, για να φάμε, γιατί – σας είπα – ο πατέρας μου ο πατέρας μου ό,τι έβγαζε στο χαρτί – ίσως να είχε και δίκιο – «Είχε, έβρισκε –λέει – παρηγοριά!». Εγώ όμως θα έβγαζα τα σπασμένα του. Όταν ερχόταν το βράδυ έτρεμα. Ήμουνα… με έβαζε κάτω από το κρεβάτι, εκείνος όμως έψαχνε και με έβρισκε. «Έξω!» μου έλεγε. Ζέστη… στο κρύο καθόμουνα και [00:40:00]έλεγα: «Πού πάω για να κοιμηθώ;». Πήγαινα σε ένα κοτέτσι που είχε ο Βαρδής, είχα βάλει ένα σκαμνάκι και εκεί και με έπαιρνε ο ύπνος. Το πρωί ερχόταν η Μπαρδίνα και όταν έπαιρνε τα αυγά, εγώ κοιμόμουνα. Φώναζε του πατέρα μου. Εκείνος πρόβαλε. Το βράδυ πάλι-

Ε.Κ.:

Η μητέρα σας;

Μ.Κ.:

Ορίστε;

Ε.Κ.:

Η μητέρα σας πώς αντιδρούσε –

Μ.Κ.:

Η μητέρα ήταν ένα χαζοπούλι, μία πολύ καλή γυναικούλα, η οποία – τι να σου πω; – ήτανε πολύ καλός άνθρωπος και…

Ε.Κ.:

Εσείς για να –

Μ.Κ.:

Ορίστε;

Ε.Κ.:

Εσείς για να μπορέσετε να ζήσετε την οικογένειά σας –

Μ.Κ.:

Ναι –

Ε.Κ.:

Κλέβατε τους Γερμανούς.

Μ.Κ.:

Από τους… Εγώ ήμουνα μικρός, τι να κλέψω; Δεν μπορούσα να κλέψω. Τί πήγαινα… μάζευα κάρβουνα, έκλεβα, άμα είχανε κάτι κομμάτια κάρβουνα τίποτα και μπορούσα, αυτά μάζευα, το κάρβουνο. Έπαιρνα έναν τενεκέ τσουβάλι και έφευγα από τον Αϊ-Γιάννη τον Ρέντη και πήγαινα μέχρι το Ρουφ γραμμές- γραμμές, γιατί το… η μηχανή που έκαιγε τα κάρβουνα, εκεί πέρα ήταν όλο… από κάτω είχε κάτι σχάρες έτσι, αλλά μερικοί ήτανε κάτι μεγάλες και πέφτανε τα κάρβουνα μέσα. Τα μάζευα, τα έβαζα σε ένα τσουβάλι και πήγαινα στις πολυκατοικίες, εκεί πέρα που μένανε οι μεγάλοι, και καθόμουνα και τα πούλαγα και μου δίνανε άλλοι λίγο ρύζι, άλλοι λίγες σταφίδες, άλλοι λίγο ψωμί ή λεφτά και βγάζαμε την ημέρα μας, που λέει ο λόγος.

Ε.Κ.:

Εσείς ήσασταν οργανωμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, σαν παιδί;

Μ.Κ.:

Ναι, αν ήμουνα με το κόμμα; Ναι, βέβαια, ακριβώς! Ε, τι; Kομμουνιστές, τι θα ‘μαστε δεξιοί; Είμαστε μέσα, ναι!

Ε.Κ.:

Σε τι ηλικία;

Μ.Κ.:

Ε, από τον καιρό που αύτωσα… γιατί ο πεθερός μου ήταν – πώς να σου πω – ήταν αντάρτης ήτανε αυτός, ο οποίος πριν πεθάνει μου έλεγε: «Μιχάλη εγώ είμαι έτσι. Ό,τι θέλεις ψήφισε!» και εμείς που ψηφίζαμε… ψηφίζαμε όλοι Κ.Κ. Τι να ψηφίσεις; Αλλά θέλω να σου πω ότι περάσανε χρόνια!

Μ.Κ.:

Α, και ξέχασα να σου πω τον Ιταλό, αυτός που παντρεύτηκε εδώ, είχε γλιτώσει και τον κρύψανε κάτι Έλληνες, και ήρθε πάλι εδώ πέρα στον Αϊ-Γιάννη τον Ρέντη και παντρεύτηκε, αλλά πριν παντρευτεί αυτός ακόμα, όταν ήταν εδώ, μου είπε μία μέρα τι μου ‘χε πει κάτι, μου ‘φέρε… μου λέει: «Εγώ…εγώ – λέει – έκλεψα το λάστιχο για ‘σένα, εγώ αγαπάω Έλληνες!» Του λέω: «Και Έλληνες θα σε αγαπήσουνε εδώ πέρα!» Ε, αυτά, τώρα είναι άλλα, κομμάτια - κομμάτια. Εν τω μεταξύ, είχαμε εδώ μία γυναίκα, η οποία ήταν… της αρέσανε Γερμανοί, εν τω μεταξύ. Και μια μέρα, θυμάμαι καλά, από το παραθυράκι της αυτή, μόλις άκουσε την Γκεστάπο και… Η Γκεστάπο ήτανε διαόλου φάρα, δεν γλίτωνες με τίποτα, να πούμε, και ερχότανε, χτυπάν την πόρτα και λέει αυτή: «Ποιος είναι;», λέει: «Offizier – αυτός– αξιωματικός!». Αυτός, εν τω μεταξύ, τι γίνεται; Αυτή η φουκαριάρα από την τρομάρα της, έφυγε από το παράθυρο, αλλά από κάτω εκεί ήτανε πολύ βαθιά ένα πηγάδι και πέφτει μέσα ο Γερμανός και σκοτώνεται. Αυτοί κάθε μέρα βγάζανε μια αναφορά, πόσοι ήταν οι Γερμανοί. Είδαν ότι έλειπε αυτός ο Γερμανούς και είπαν ότι, την άλλη μέρα, ότι: «Όποιος σκοτώσει Γερμανό θα κάψουμε 40 σπίτια!». Τα οποία ήταν έτοιμοι να κάψουνε. Και… δεν θυμάμαι ποια γιορτή μεγάλη ήτανε, οι οποίοι στο πηγάδι αυτό μέσα ρίξανε κάτι δυναμίτες μέσα, για να βγει ο Γερμανός στον αέρα. Σου λέει: «Μήπως είναι μέσα;», αλλά ήτανε κάτι σίδερα μέσα που κράταγαν ένα μεγάλο μοτέρ που έδινε το νερό και δεν τον έβγαλαν. Όταν όμως την άλλη μέρα, μετά από πέντε – δεν θυμάμαι – φύγανε οι Γερμανοί, αυτός ο Γερμανός βγήκε απάνω και στο διπλανό το σπίτι εκεί πέρα ήταν, όπως ήτανε χωράφι, ήτανε μία στέρνα και ήταν όλο χρυσά ψάρια. Εγώ τότες, πέταγα το… ένα αγκιστράκι μέσα μήπως πιάσουμε κάνα ψάρι. Και σε μια στιγμή βλέπω ένα πράγμα και γυάλιζε. Και όπως γυάλιζε, πήγα σε έναν κομμουνιστή ο οποίος ήταν αρχηγός – δεν θυμάμαι – και του λέω: «Στο πηγάδι -του λέω- κάτι γυαλίζει». «Σώπα, ρε Χιωτάκι», μου λέει. Του λέω: «Έλα να δεις!». Και κοιτάζουν και ήταν ο Γερμανός. Ήταν η πόρπα του Γερμανού, εδώ, ναι. Και αρχίσανε, λοιπόν, και τον πιάσανε τον Γερμανό τον έβγαλαν πάνω λες και ήτανε 500 κιλά. Λοιπόν ό,τι πήρανε, ό,τι πήραν από τον Γερμανό, ένας του πήρε τις αρβύλες, ο άλλος του πήρε τη ζώνη, ο άλλος το παντελόνι, ο άλλος πήρε το παλτό του, όλοι αυτοί σκοτώθηκαν. Όλοι! Αυτός που πήρε το παλτό είχαμε πάει στο… εδώ στο Φάληρο ήταν η ΔΕΗ, και πήγαμε και μου λέει: «Έλα – μου λέει – εκεί πέρα, θα πάω να πάρω κάτι πράγματα, να φυλάς – μου λέει – τσίλιες». Πήγαμε εκεί πέρα και σκάει μία βόμβα στο… ακριβώς όπως είναι το ΙΟΝ οι σοκολάτες από πίσω, πάει και του έβγαλε τα άντερα ολόκληρο έξω. Εγώ ήμουνα δίπλα και είχα πέσει κάτω και μετά δεν έπαθα τίποτα. Και θέλω να σου πω… περιστατικά πολλά τέτοια μας συμβαίνανε εκεί πέρα, αλλά ήταν όλα, όλοι ήταν ένα αυτό – πώς το λένε; – ένα γκρουπ. Τι να σου πω τώρα, ότι ένας κλέφτης από την παρέα τη δικιά μας, έφυγε, γιατί είμαστε και κωλοπούστηδες – με συγχωρείς... Ήταν ένας Γερμανός πολύ καλός και λέει τώρα στους… σε μας, τους αρχηγούς αυτωνώνε, λέει: «Κοίταξε να δεις, Κυριακή εγώ δεν θα είμαι φύλακας εδώ, μην έρθετε!». Αυτοί πήγανε Κυριακή, τον πιάσαν, έπιασαν τους… τον κλέφτη τον Έλληνα, τον σκότωσαν και είπε ο Γερμανός μας άφησε. Κρέμασαν τον Γερμανό, τον είχανε κρεμάσει εκεί πέρα. Ναι, και η ζωή άρχισε πάλι να ξεαυτώνει…

Ε.Κ.:

Κύριε Μιχάλη, έτσι, να σας ρωτήσω. Φοβηθήκατε ποτέ;

Μ.Κ.:

Να σου πω, όχι! Είχα… είχα μέσα μου, τι να σου πω; Πίστευα πολύ στα… στους Αγίους πίστευα πολύ. Όπως και τώρα. Διαβάζω την Αγία επιστολή 60 χρόνια, τη διαβάζω. Πίστευα σε όλους, γιατί ξέρω στον κάθε ένα ο οποίος γινόταν χριστιανός τι έπαθε στη ζωή του… τι έκανε και αυτό. Αγαπούσα πάντα. Ε, πιτσιρικάς ήμουνα και σιγά σιγά, αύτωνα και μάθημα. Και από την παρέα μας, στο τέλος όλους, είναι κομμάτια κομμάτια που πετάγεσαι. Κυνηγάνε έναν κλέφτη… αυτός ο Βούδας, Μπελεγρίνος;  Αυτή ήταν η παρέα μας, η οποία ήταν τα παιδιά και μας είχανε βγάλει «χαμίνια». Xαμίνια, ξέρεις τώρα, όπως είναι οι αληταράδες, έτσι όπως είναι, ήταν κλέφτες. Δηλαδή ερχόταν το φορτηγό γεμάτο κουραμάνες και έτρεχε ένας με το καρότσι από πίσω και ένας ανέβαινε στο αυτό και πέταγε τις κουραμάνες και μας είχανε βγάλει τέτοια. Και μια μέρα κυνηγάει ένας Γερμανός έναν, ο οποίος έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε και κοντά στο εκεί στο ταβερνάκι μπλέκει το ποδάρι του σε κάτι… η αρβύλα, μες στη γραμμή του τρένου, η οποία πρέπει να γυρίσει και πιάστηκε μέσα. Και ερχόταν το τρένο και ο Γερμανός το έβλεπε, να πούμε, και φώναζε: «Βοήθεια!». Ποιος να πάει; Δεν έβγαινε το πόδι του και τον έκανε… τον έκανε κομμάτια. [00:50:00]Από τους… ο αρχηγός ήταν ο Βούδας ένας ο οποίος πέθανε αυτός. Μετά ήτανε ήταν ο άλλος ο Μπελεγρίνος, ο Ντόκας, ο Φιλογένηδες αυτοί, ο Διάολος, ο Τραγιάσκας, ο Μυταράς, ο Οξύλητος, βάζανε άλλα, λέγανε άλλα ονόματα, για να μην τους παρουν χαμπάρι οι Γερμανοί – καταλαβαίνεις – και έτσι πέρναγε περνάει ο καιρός και μεγάλωνε, μέχρι που έφυγε. Μετά αρχίσανε τώρα τα Δεκεμβριανά, τα οποία ο ένας αδερφός σκότωνε τον άλλον. Ο ένας ήτανε δεξιός, ο άλλος ήταν αριστερός. Ο δε ο πεθερός μου ήταν στο ανταρτικό, είχε πάει. Η γυναίκα μου λεγότανε Ζαφειρία, η οποία είχε πάρει το όνομα του πατρός του αλλουνού η οποία λεγότανε… ήτανε από την Ιταλία ο παππούς του του πεθερού μου, λεγότανε: «Μαρινέτι». Ναι. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι όλοι ήταν όλοι αριστεροί. Δεν μπορούσαν να αλλάξουνε τίποτα. Κατάλαβες; Και πεθαίνοντας, όταν πέθαινε, μου λέει: «Μιχάλη, σε παρακαλώ – μου λέει – εγώ ξέρεις τι τραβάω για τους αυτούς…». Ο δε, ο […] τον ξέρεις, τον ηθοποιό. Και αυτός, Κομμουνιστής κι αυτός, ήτανε μαζί στο… Ξεχνάω εδώ που τους είχαν. Οι οποίοι να πούμε του λέει του πεθερού μου ότι: «Εγώ δεν μπορώ – του λέει – άλλο θα υπογράψω» του λέει. Και υπόγραψε. Ο πεθερός μου πεθαίνοντας, έτσι, μου λέει: «Μιχάλη, ό,τι θέλεις ψήφισε», και ψήφισα και ψηφίζω και εγώ την αριστερά. Αλλά και θέλω να σου πω ότι, ήτανε πολύ καθάρματα οι Γερμανοί. Τώρα, ξέρεις να πεινάς, να σε βλέπουνε πιτσιρίκο, να σε χτυπάνε κλωτσιές, το ένα, το άλλο. Να βλέπεις τα όπλα… Το βράδυ, περνάγανε από το δρόμο Γερμανοί και άκουγες τις μπότες, μπαμ, μπαμ, μπαμ! Μόνο που έτρεμες. Αυτά είναι. Αυτή ήτανε η ζωή. Τελείωσε!

Ε.Κ.:

Έφοδο οι Γερμανοί, έκαναν στα σπίτια;

Μ.Κ.:

Κάθε μέρα! Δε λες τίποτα! Αφού ήταν οι προδότες.

Ε.Κ.:

Στο δικό σας σπίτι είχαν μπει;

Μ.Κ.:

Ε ναι! Εμένα είχαν έρθει κάνα δυο φορές. Ναι, αλλά δεν.. Και μία φορά και ένας Ιταλός…

Ε.Κ.:

Και τι έγινε τότε;

Μ.Κ.:

Ορίστε;

Ε.Κ.:

Τι έγινε τότε που μπήκαν στο σπίτι σας;

Μ.Κ.:

Κοιτάζανε, μήπως έχουμε κρύψει να πούμε… Δηλαδή, μόλις έβλεπε ο Γερμανός και ερχόσουν από κει σου λέει: «Achtung, Achtung!» «Προσοχή!» και καθόσουνα κόκαλο. Ούτε μπορούσες να… γιατί ήταν με το πιστόλι. Kαι σου έλεγε ο Γερμανός: «Papier!», την ταυτότητα τη λέγανε: «Papier». Ήξερα πολλά γερμανικά, αλλά με τον καιρό τα ξέχασα, άμα δεν τα μιλάς. Ερχόντουσαν μέσα να πούμε και κοίταζαν εκεί «Papier», εσένα, έβλεπε την οικογένεια όλη, ότι ήταν έτσι. Καλά, ψάχνανε τα κρεβάτια, από κει ,επάνω από κει, αλλά στα μικρά σπίτια δεν ψάχνανε τόσο πολύ όσο ψάχνανε στα μεγάλα. Ε, και εμείς πιτσιρικάδες τώρα, τι να πεις; Σου λέει τώρα… εκεί που ήτανε, ήταν καλά παιδιά μερικοί.  Καθαροί, πάρα πολύ καθαροί οι Γερμανοί. Φερ’ ειπείν, πηγαίνανε σε ένα χωράφι μέσα, είχε ο Γερμανός στην πλάτη του ένα σακίδιο το οποίο είχε μέσα ένα σκαλιστήρι και ένα φτυάρι και έλεγα εγώ… Α, έλεγα του Ιταλού, εγώ του τα λέω: «Γιατί – του λέω – αυτοί έτσι και έτσι κάνουνε;» Μου λέει: «Οι Γερμανoi τα έχουν αυτά, γιατί άμα θέλουν να κάνουνε… – με συγχωρείς – σκάβουν μετά και τα κουκουλώνουνε». Τέτοια καθαριότητα. Αυτά! Τώρα τι άλλο να σου πω; Ο Φιλογένης, πέθανε… ήτανε και αυτός μαζί μας μέσα. Μια μέρα αυτός εν τω μεταξύ, πηγαίναμε εκεί στον ηλεκτρικό σταθμό εκεί πέρα να κλέψουμε κάτι και εμένα με βάζαν σαν φύλακα και σε μια στιγμή όπως πήγαινε να περάσει γλίστρησε και είχε πέσει κοντά στον Κηφισό, αλλά εκεί πέρα δεν είχε νερό μέσα, είχε – πώς το λένε – όλο λάσπη και κόλλαγε σιγά σιγά. Ω ρε κλάματα εγώ, το ένα το άλλο, αλλά σου λέω, ότι δεν φοβήθηκα ποτέ! Είχα πάντα θάρρος. Και βγαίνω στο δρόμο την Πειραιώς, μέσα και ερχόταν η φάλαγγα οι Γερμανοί και έλεγα: «Kamerad, Kamerad», κύριε, με σταματάνε, να τους λέω: «Kaputt, kaputt!» έλεγα για το παιδί. Και όντως, πραγματικά , να πούμε, είχανε κάτι άλογα πάνω, βγάλαν κάτι σχοινιά πάνω και τον τραβάγανε έτσι! «Κλέψει, κλέψει Kohlen» λέει. Λέω: «Νο κλέψει, κλέψει!». Ε, σου ρίχναν καμιά κλωτσιά καμιά φορά! Ναι. Και θέλω να σας πω, γλίτωσα… Ναι.

Ε.Κ.:

Κύριε Μιχάλη, ποιοι ήταν οι πιο σκληροί στην κατοχή; Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί οι ή Αυστριακοί;

Μ.Κ.:

Τι αν ήτανε;

Ε.Κ.:

Οι πιο σκληροί.

Μ.Κ.:

Οι Γερμανοί! Αυτοί! Πρώτο πρώτο, δεν είχαν συναίσθημα αγάπης. Ενώ σου λέω οι Ιταλοί, τι να σου πω; Αυτός ο Μάριος μου έλεγε όλη την ώρα: «Picolo, vieni qua, vieni qua». Να ‘ρθεις εδώ πέρα. «Πάμε;» μου λέει. «Πάμε» του λέω, «Μangiaria, mangiaria». Πολύ καλό παιδί, κι όμως, δεν ξέρω πώς τη γλίτωσε, ήρθε εδώ πέρα και παντρευτήκανε και οι δύο. Ο άλλος ήταν ο Τζιοβάνι, αυτός ήτανε μαφίας, αυτός όλο τραγούδαγε το: «Quanto di voglio bene» και μου έλεγε αυτός, ήξερε λίγο ελληνικά ότι: «Μama, πονάω μάνα, αγαπούσε τη μάνα του και γνώρισε μία κοπέλα όπως το έβγαλαν το τραγούδι για την κοπέλα και παντρεύτηκε πάλι την κοπέλα. Δηλαδή ήτανε μία ζωή χαρά. Τότες εμείς οι πιτσιρικάδες δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε στη ζωή να πούμε. Ήτανε μεγάλη η πείνα, γιατί από τους Ιταλούς, από τους Γερμανούς και προκατόχους, οι άλλοι. Βάζαμε τις κάλτσες τις μεγάλες εδώ, τις γυναικείες και βάζαμε μέσα… άχυρα βάζαμε και παίζαμε με αυτά, τα τενεκεδάκια, κλωτσάγανε… Αλλά οι Γερμανοί ήταν οι πούστηδες…Πρώτο, πρώτο… Μία μέρα ήτανε, θυμάμαι, ήτανε μία φάλαγγα από την αυτή, πώς το λένε. .. Αλλά η πείνα η μεγάλη με το κρύο και τη δυστυχία, τώρα ξέρεις… να κρυώνεις τώρα να πούμε. Δηλαδή να είσαι ξυπόλητος, είναι μεγάλο πράγμα, να πούμε, και να είναι χιονιάς κάτω. Σκέψου ότι… Να σε κυνηγάνε οι Γερμανοί και να τρέχουμε στο… Τι να σου πω; Αυτά είναι κομμάτια κομμάτια. Είχανε πάει και κλέψανε κάτι κονσέρβες και είμαστε και οι τρεις μαζί και σε μία στιγμή που έρχονταν οι Γερμανοί, έτρεχε ένας Γερμανός, και σε μία στιγμή, και κατέβαινε με το ποδήλατο ο ταχυδρόμος, και του δίνει ο Γερμανός μια, έπεσε κάτω και βουτάει το ποδήλατο και μας κυνήγαγε. Εγώ εξυπνάδα τότες! Λέω: «Ρε παιδιά, εδώ έχουνε σκάψει το χωράφι! Δε θα μπορέσουμε το…» Και τρέχω μονοκόμματα, λοιπόν, και γλιτώσαμε. Και βγάζει το μαχαίρι ο πούστης και το πετάει και πάει σε μία ροδιά απάνω. Και μετά μας είχανε σταμπάρει όλους, αλλά τώρα πιτσιρικάκια… Λέγανε μερικοί: «Τώρα τι να κάνεις με τον πιτσιρίκο; Που πεινάει;» δηλαδή τα 95% ήτανε σκάρτοι και 5% αυτά… Και αυτοί οι φουκαράδες πάλι, Αν έχεις δίκιο το έργο με τον, πώς το λέμε; Με τον τρελό το… τον ξεχνάω τον ηθοποιό που βόηθαγε τον… Τον Βέγγο. Που βόηθαγε τον Βέγγο και μετά πιάσανε τον Γερμανό και τον σκοτώσανε… Εδώ όμως; Eδώ…Οι πούστηδες οι ρουφιάνοι είχανε… είχανε πιάσει τον πατέρα μου και τον είχανε βάλει σε ένα μεγάλο… Είχε κάτι, όπως είναι ο πύργος της Θεσσαλονίκης, είχανε δύο πύργοι οι οποίοι έβαζαν πετρέλαιο, και τους είχανε πιάσει τον πατέρα μου και κάτι άλλους. Και το πρωί τους είχανε κρεμάσει όλους από το… Ήταν μια μεγάλη μουριά 4-5 γύρω-γύρω και τους είχανε κρεμάσει όλους, αλλά από το – πώς λέγεται; – και πήγαινα και δεν τον έφτανα τον πατέρα μου – μικρός – έβαζα πέτρες, κλωναράκια, για να τον πιάσω, του τράβαγα τα ποδάρια. Και φύλαγαν σκοπιά εκεί πέρα «Kamerad!» του λέω. «Φαχ- φουχτ!», [01:00:00]φώναζαν οι πούστηδες. Κι έλεγα του πατέρα μου… Μου ‘λεγε: «Φύγε, ρε παιδί μου!». Τι να κάνεις, έτσι!

Ε.Κ.:

Τελικά ο πατέρας σας;

Μ.Κ.:

Ε;

Ε.Κ.:

Τι έγινε ο πατέρας σας; Τον σκότωσαν εκεί;

Μ.Κ.:

Μετά τους αφήσανε. Γιατί είχε πει ο πούστης, ο ρουφιάνος αυτός που είχε τα χωράφια ότι του κλέψαν τις ντομάτες. Κατάλαβες; Τι να πεις. Δεν βαριέσαι;

Ε.Κ.:

Κύριε Μιχάλη στο λιμάνι που το κατέστρεψαν και είχε ζάχαρες και τέτοια πράγματα πήγατε;

Μ.Κ.:

Ναι, τότες, τότες σε… τότες ήταν… ερχόταν από – τώρα την Αμερική βοηθάγανε; μέσω «Τρούμαν;», δεν θυμάμαι – ζάχαρες φέρνανε… άλλο στάρι και τέτοια πράγματα μέσα και Γερμανοί και οι Εγγλέζοι βομβάρδισαν να πούμε. Και μια που είπες τώρα για το στάρι και τέτοια, εδώ, στον… Αϊ-Γιάννη τον Ρέντη, στον Κηφισό, ακριβώς ήτανε ένα μαντράκι, το οποίο ήτανε ένα μέτρο εκεί, έτσι και ερχότανε τώρα ένα αυτοκίνητο απάνω την… στον Κηφισό και ήτανε γεμάτη στάρι και τέτοια, να πούμε. Και ερχόντουσαν τα αεροπλάνα από πάνω και βομβάρδιζαν και κάνανε τις τρύπες έτσι. Και ήτανε δύο άλλα τρία παιδιά της συμμορίας εκεί πέρα και όταν φεύγαμε και βομβαρδίζαν και πήγαιναν, έτσι, δεξιά, εγώ τους έπαιρνα και πηγαίναμε στο ντουβαράκι έτσι. Λέω: «Εμάς, αφού είναι το ντουβαράκι, – λέω –δεν πρόκειται να σκοτωθούμε». Που τώρα, τι να κάνει το ντουβάρι; Θα είχε γίνει κόσκινο. Όταν φεύγαν από εδώ, φεύγαμε και πηγαίναμε από την άλλη μεριά. Ναι, τέτοια κομμάτια συμβαίνει πολλές φορές βέβαια. Τι να πεις…

Ε.Κ.:

Θα ήθελα να μου πείτε πριν κλείσουμε, η γυναίκα εκείνη τότε η μαυροφορούσα που σας σκέπασε, εξαφανίστηκε μετά;

Μ.Κ.:

Εγώ την είδα στον ύπνο μου. Εγώ πιστεύω και είμαι 100% ότι ήταν η Παναγία. Βέβαια, δεν είδα το πρόσωπό της, αλλά είδα μες στον ύπνο μου μια μαυροφορεμένη γυναίκα η οποία με σκέπασε, έτσι. Και με το φίδι πιστεύω ότι με βοήθησε, να πούμε. Και έτσι, όχι έτσι νομίζω, είναι πραγματικά αληθινό αυτό. Αυτό τώρα είναι πραγματικά αληθινό, να πούμε, τα ‘χω βιώσει μέσα μου. Τα γνωρίζω, δηλαδή, βλέπω ότι έτσι και έτσι, δηλαδή μου ‘χουν… Μου έχουν συμβεί πολλά πράγματα.

Ε.Κ.:

Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, πώς το θυμάστε σαν εικόνα όλο αυτό;

Μ.Κ.:

Όταν φύγανε οι Γερμανοί κατέβηκαν – την ίδια μέρα κιόλας μπορώ να σου πω ότι φεύγανε – ήρθαν οι Εγγλέζοι με τα τανκς, εδώ. Κυνηγάγαν τους αριστερούς εδώ πέρα και όλοι οι δικοί μας τώρα οι πλούσιοι, βέβαια, ανεβαίναν στα τανκς απάνω, όλο γυναίκες το ‘να, τ’ άλλο, χαρά, γιορτή μεγάλη κάναμε. Ήτανε ένας θαυμασμός! Τώρα να βλέπεις ότι είσαι ελεύθερος μέσα και έλεγες: «Αμάν να πάω να πάρω μία φρατζόλα ψωμί να φάω!» Τέτοια αγωνία είχες. Αλλά – σου λέω – ότι είμαστε πολύ αγαπημένοι, όλοι τότε. Μετά, τώρα με τον καιρό δεν υπάρχει ούτε αγάπη ούτε τίποτα. Βλέπεις η μάνα με το παιδί, ο πατέρας – με συγχωρείς – βιάζει την κόρη και αυτά… Πάει, χαλάσανε. Τι να πεις; τι να πεις; Δεν βαριέσαι…

Ε.Κ.:

Λοιπόν, κύριε Μιχάλη, σας ευχαριστώ πολύ για την ιστορία σας!

Μ.Κ.:

Και εγώ!

Ε.Κ.:

Πολύ σημαντικές στιγμές και εύχομαι να μην ξαναζήσουμε τέτοιες στιγμές.

Μ.Κ.:

Και σου διαβάζω αυτό κομματάκι που λέει: «Έσβησε τον πήρε ο καλός – λέει – Θεός, τον συγχώρεσα, – για τον πατέρα μου – και ποτές δεν κράτησα κακία. Μπορώ να σας πω ότι μου λείπει. Τώρα ήρθε ο καιρός – λέει – να ανοίξω σπίτι. Βρήκα μία κοπέλα, μου έκανε τρία παιδιά, που ξέρουν να… ξέρουνε… τους γονείς τους, γονείς τους και έχω πολλά εγγονάκια. Όλα αυτά τα οφείλω στην αγαπημένη μου σύζυγο. Γιατί ήταν καλή μάνα, γιαγιά, για αυτό χρειάζεται ένα μεγάλο ευχαριστώ, διότι πέρασε πολλές ανέχειες. Όσο για τα παιδιά μου ζητάω συγνώμη, αν αδίκησα κανέναν. Kαι που κλείνω την ιστορία μου, ο Θεός να με αξιώσει να δω και δισέγγονα. Πολλά φιλιά σε όσους με αγαπάνε!». Αυτά είχα να σου πω… Άσ' τα! Και έτσι τελειώνει η ιστορία μου. Θυμόμουνα πως μικρή ομάδα και αρχίζω ένα Βούδα και λοιπά και λοιπά… Κατάλαβες; Τώρα τι άλλο να σου πω; Aπό τη ζωή κομμάτια-κομμάτια.

Ε.Κ.:

Να είστε καλα!

Μ.Κ.:

Σου λέω ότι οι άνθρωποι σήμερα είναι… Ήταν για μένα οι Ιταλοί Έλληνες. Όταν βλέπεις τον Ιταλό και έρχεται, να πούμε, με ψηλά τα χέρια και ανθοδέσμη και τους κυνηγάνε οι κομμουνιστές και έλεγε: «Νο Greco – λέει – πόλεμο! Eγώ αγάπη γυναίκα, λουλούδια!». Και σου λέω το τραγούδι αυτό που λέγανε: Μama soldato felicia, αλλά το τραγουδάγανε πολύ όλοι και όλη η γειτονιά τους άκουγε. Δηλαδή, ήτανε ένα πολύ ωραίο πράγμα. Ζήσαμε την πείνα, την ξυπολησιά, οι ψείρες τι κομμάτια κομμάτια, Θυμάμαι ένα κομμάτι σε ένα σπίτι μέσα είχε ένα κοτέτσι και από μακριά που βλέπαμε δεν φαινόταν το σακάκι από τις ψείρες. Είχανε γεμίσει τόσο πολύ, να πούμε, αλλά οι άνθρωποι ήτανε διαφορετικά. Δεν θα με ένοιαζε… να έχει ένα κομμάτι ψωμί να φάει μόνο για τον άλλον. Τώρα, τι να σου πω; Σου εύχομαι καλή επιτυχία στη ζωή σου με ένα καλό παιδί να σε αγαπάει, αν και σήμερα, με συγχωρείς, δεν υπάρχουνε.