© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Τα Ρουγκατσάρια της Παλιουριάς
Istorima Code
12763
Story URL
Speaker
Στέργιος Παλπάνης (Σ.Π.)
Interview Date
15/05/2022
Researcher
Μαρία Μυρτσιώτη (Μ.Μ.)
[00:00:00] Καλησπέρα.
Καλησπέρα σας.
Πώς ονομάζεστε;
Είμαι ο Στέργιος Παλπάνης του Γεωργίου, από την Παλιουριά Γρεβενών.
Είναι Δευτέρα 16 Μαΐου 2022, είμαι με το Στέργιο Παλπάνη στην Παλιουριά Γρεβενών, εγώ είμαι η Μυρτσιώτη Μαρία, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα–
Ευχαριστώ.
Μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Να σας πω. Η Παλιουριά είναι ένα ιστορικό χωριό, από αρχαιοτάτων χρόνων κατοικείται, και σήμερα θα μιλήσουμε για το Ρουγκατσάρια, ένα πολύ ωραίο έθιμο και να σου πω πρώτα δύο λόγια για μένα. Εγώ γεννήθηκα το 1957 στην Παλιουριά. Τελείωσα το Δημοτικό μου εδώ, πήγα στο Γυμνάσιο, το εξατάξιο, της Δεσκάτης, παλιότερα και αφού τελείωσα τις σπουδές μου, κατατάχθηκα στην Αστυνομία το 1979. Το 2006 αποστρατεύτηκα. Βέβαια ο πόθος μου ήταν όλο για το γενέθλιο τόπο, ήθελα να βρεθώ κάποια στιγμή εδώ, να ψάξω ανθρώπους, ήθη, έθιμα και όλα αυτά. Κάποια στιγμή το μικρόβιο μεγάλωσε και όταν ήρθα εδώ, το 1991, πιο μπροστά, δηλαδή, είχα ψαχτεί πιο πολύ, αλλά η οικογένεια… Παντρεύτηκα, έχω δύο παιδιά, με την κυρά Σταυρούλα, είμαι ένας γιος από μια πολύτεκνη οικογένεια, οι γονείς μου ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι και εμείς σπουδάσαμε, τα παιδιά όλα, στη Δεσκάτη συνήθως. Το 2006, αφού αποστρατεύτηκα, έψαχνα τρόπους να βρω να πλησιάσω τους συγχωριανούς μου. Μερικοί ήταν εύκολοι, θέλαν να δώσουν πληροφορίες, άλλοι ήταν παραμυθάδες, άλλοι έλεγαν πράγματα πολύ σοβαρά και εγώ άρχισα να συγγράφω σε ένα μπλοκάκι, που είχα, διάφορες πληροφορίες, αλλά έπρεπε να κάνω και κάποια διασταύρωση, να δω αν λένε αλήθεια, ποιος λέει αλήθεια και τα λοιπά, ας πούμε. Κάποια στιγμή, αφού ολοκλήρωσα διάφορα ήθη και έθιμα, επικεντρώθηκα στα Ρουγκατσάρια, με αυτό θέλω να μιλήσουμε σήμερα, άλλη φορά μπορεί να πούμε και κάτι άλλο. Τι ακριβώς θέλετε από μένα;
Πείτε μου για το έθιμο, τη διαδικασία, πώς ξεκινήσατε εσείς να…
Εγώ πώς ξεκίνησα. Όπως σας είπα προηγουμένως, από μικρός, επειδή και οι γονείς μου, ο πατέρας μου συγκεκριμένα ήταν ένα πολύ κοινωνικό άτομο, συμμετείχε σε εκδηλώσεις του χωριού και στα Ρουγκατσάρια έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1967 ήμουνα μικρός, ήμουν γύρω 10 χρονών, ένα απόγευμα γύρισε ο πατέρας μου από το μαντρί, που έχουμε κάτι ζώα έξω από το χωριό, σε ένα μαντρί εκεί πέρα, αφού έφαγε καλά, λέει τη μάνα μου: «Βαγγελιώ», η μάνα μου είναι η κυρά Βαγγελιώ. «Κυρά Βαγγελιώ», λέει, «θα πάω να τελειώσω τη δουλειά», λέει. Εγώ παραξενεύτηκα: «Ποια δουλειά;», λέω, «Αφού τώρα γύρισε, θα ξαναπάει πάλι στη δουλειά;». Τέλος πάντων, έφαγε, τον βλέπω πάει για το μαγειρειό που έχουμε εκεί, η μάνα μου, που συνήθως κάνει τις πίτες της και όλα αυτά. Εγώ περίεργος, όπως είμαι από τη φύση μου, τον ακολούθησα. Μόλις άνοιξα την πόρτα, μπήκα στο μαγειρειό, με κοιτάει λίγο λοξά, με χαμογελάει κάτω από τα μουστάκια και εκεί βλέπω ένα μπαούλο μεγάλο, βλέπω κάτι ράσα από παπά, το καπέλο του, τα ράσα του, είχε και μία γενειάδα από μία γίδα που είχε δικιά του εκεί. Ρωτούσα, ξαναρωτούσα τι τα θέλει αυτά, παράξενα, ένα μικρό παιδί ήμουν τότε: «Τι παπάς εκεί μες το χωριό;», λέω, «μες το σπίτι μας;». Κάποια στιγμή χτυπάει και η πόρτα. Τρέχω εγώ να ανοίξω εκεί πέρα. Ανοίγω βλέπω το Σπύρο, το Ζιανό, ο οποίος είναι ο κολλητός του, από μικρά παιδιά, θα λέγαμε σήμερα ο κολλητός του, αδελφικός του φίλος. Είχε μία πάνινη σακούλα και μέσα είχε, φουσκωμένη, τι είχε δεν ήξερα. Πήγε και αυτός δίπλα στο μπαούλο, υπήρχε μία καρέκλα, άρχισε να βγάζει πράγματα από μέσα από την καρέκλα και ήταν μία στολή τσολιά, έβγαζε το σκούφο του, έβγαλε τις καλτσοδέτες, όλα αυτά. Εγώ πάλι άρχισα να ψάχνω, να ρωτάω: «Τι γίνεται, ρε μπαμπά, εδώ πέρα; Τι είναι αυτά;». Αυτός πάλι σε λίγο, με χαμογέλασε και μου λέει: «Σε λίγο θα τελειώσουμε και θα σου πω», λέει, «τι συμβαίνει». Εγώ εκεί δεν κρατούσα, κάποια στιγμή είχα γουρλώσει και τα μάτια εκεί πέρα να δω τι γίνεται, μου λέει αυτός: «Περίμενε, μη βιάζεσαι». «Εντάξει». Μετά από λίγο βάλαν από ένα ποτηράκι τσίπουρο και οι δύο εκεί και άρχισαν να μου λεν την ιστορία, μου λέει: «Σε δύο μέρες θα γίνουν τα Ρουγκατσάρια», λέει. Λέω: «Τι είναι αυτό;», λέω. Λέει: «Έχουμε ένα έθιμο στο χωριό που γίνεται του Αϊ-Βασιλιού», τη μέρα της Πρωτοχρονιάς δηλαδή. «Εντάξει, και τι είναι αυτό;», του λέω. «Θα ντυθούμε διάφορες αμφιέσεις, διάφορες στολές θα βάλουμε, όλοι θα είμαστε χωριανοί», λέει, «και θα βγούμε στην πλατεία. Εκεί θα δεις διάφορους και θα τρομάξεις, αλλά να ξέρεις ότι είναι φίλοι μας και είναι χωριανοί μας. Είναι ο μπαρμπα-Γιάννης, ο μπαρμπα-Κώστας, αυτοί, οι γνωστοί, απλώς μπορεί να έχουν κάποια μάσκα», λέει, «και να μη φοβηθείς». «Εντάξει», λέω και εγώ. Κάποια στιγμή μετά, γυρίσαμε, που λες, πήγαμε να φάμε. Να σας πω λιγάκι πώς γινόταν από την αρχή; Δηλαδή, μου είπε ότι θα γίνουνε τα Ρουγκατσάρια, αλλά πώ[00:05:00]ς ήταν όλη η διαδικασία αυτή σε ένα σπίτι, τώρα, αγροτικό στο χωριό, για να πας στην εκκλησία και τα λοιπά; Εντάξει, πράγματι σε δύο μέρες ήρθε του Αϊ-Βασιλιού, ήταν Πρωτοχρονιά, αυτό γινόταν δυο μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά. Εμείς είμαστε μία οικογένεια και θρησκευόμενη και κλασικές ελληνικές οικογένειες. Σηκωθήκαμε το πρωί, βάλαμε τα καλά μας όλοι, καμαρωτά κι εμείς, μας είχε πάρει και καινούργια ρούχα ο πατέρας μου εκείνη την εποχή, ντυθήκαμε, πήγαμε στην εκκλησία, που είναι ο Άγιος Νικόλαος, είναι στην πλατεία, στο Μεσοχώρι που λέμε εμείς. Μετά την εκκλησία γυρίσαμε στο σπίτι, όπως συνήθιζε το κάθε σπίτι εκείνη την εποχή, συνήθως ήτανε το χοιρινό, στη γάστρα το βάζανε, είχε βάλει η κυρά Βαγγελιώ από τη νύχτα μες το φούρνο, στον ξυλόφουρνο, είχανε πίτες με πέτουρα, λέμε, τότε δεν φτιάχνονταν… Τα βάζαν στη γάστρα πάνω το ζυμάρι και γινόταν το πέτουρο, που λέμε. Δεν υπήρχαν τότε ούτε –πώς τη λένε;– η Χρυσή Ζύμη, ούτε Άλφα. Τέλος πάντων, πήγαμε στην εκκλησία, γυρίσαμε, φάγαμε ό,τι είχε ετοιμάσει η μητέρα μου εκεί πέρα και έπρεπε πάλι, μετά ο πατέρας μου λέει: «Θα φύγω εγώ, θα πάω να γίνω Ρουγκατσάρι», λέει, «σε λίγο». Λέω και εγώ: «Τι λέει αυτός πάλι; Πού θα πάει;». Μου το ‘χε πει μεν, αλλά πάλι εγώ είχα την αγωνία μου. Στην εκκλησία θα συγκεντρώνονταν τα Ρουγκατσάρια, όλα στην πλατεία, στον Άγιο Νικόλα που έχουμε. Παρεμπιπτόντως, να σου πω ότι η εκκλησία αυτή χτίστηκε το 1966. Υπήρχε παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου του 1600 περίπου, αλλά τις 10 Φεβρουαρίου του ‘44 που πέρασαν οι Γερμανοί, την κάψαν ολοσχερώς, είχαν μείνει τα ντουβάρια. Κάποια στιγμή οι χωριανοί συγκέντρωσαν λεφτά που είχε ο καθένας και άρχισαν και με προσωπική εργασία να τη χτίσουν. Στα θεμέλια, δεν φτάσανε ούτε ένα μέτρο, δεν υπήρχαν ούτε έσοδα, τίποτα, ξαφνικά, σαν από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ένας Παλπάνης Νικόλαος του Κωνσταντίνου. Αυτός ήταν στην Αμερική, έφυγε από μικρό παιδί από δω πέρα και εμφανίστηκε κάποια μέρα με το λεωφορείο. Τι έγινε; Εντάξει, τον καλοδέχτηκε το χωριό και βλέποντας την εκκλησία εκεί που έμεινε, ρωτούσε: «Γιατί την αφήσατε; Αυτά», τεμπέληδες μας έλεγε κιόλας. Λέμε: «Δεν είναι αυτά μπαρμπα-Νικόλα», λέει, «δεν έχουμε λεφτά, αλλά ο κόσμος δεν μπορούμε να συνεχίσουμε». Αυτός έφυγε από δω μικρός, αλλά τη θυμόταν την εκκλησία όμως, πριν πέσει, και λέει: «Θα τη συνεχίσετε και θα τα πληρώσω όλα εγώ». Έβαλε δύο ανθρώπους εκεί να επιβλέπουνε και θα έλεγε: «Εσύ θα μου πεις πόσα λεφτά χρειάζεται ακόμα». Βρήκαν μαστόρους, συνέχισε, συνέχισε, χτίστηκε όλη η εκκλησία, με δαπάνες δικές του και συγκεκριμένα είχε βάλει και τα καθίσματα μέσα, είχε κάνει καθίσματα, παγκάκια, που τότε οι άνθρωποι λέγανε: «Είναι αμαρτία να βάλουμε καρέκλες στην εκκλησία». Πήρε από κάθε σπίτι ένα παγκάκι, τα οποία ζουν ακόμη, έχω και εγώ ένα από αυτά και στην πορεία, αφού πέρασαν τα χρόνια, άλλαξε η κοινωνία βάλαμε και καρέκλες, βάλαμε από όλα. Λοιπόν, τώρα να μιλήσουμε λίγο για τα Ρουγκατσάρια, πώς γινότανε, πώς σκεφτόταν, πώς τα οργάνωναν όλα αυτά. Υπήρχε μια σχετική φιλοσοφία. Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγαλώνοντας ήθελα να μάθω περισσότερα, ρωτούσα πάλι, ερχόμουνα, κάτι παππούδες στο χωριό, έψαχνα να βρω καμία φωτογραφία, άλλοι είχανε, άλλοι κάτι σχισμένες. Τελικά βρήκα μία του 1950, φαινόταν ακόμα το καμπαναριό, πριν καεί εκκλησία. Τα πρόσωπα δεν ήταν καθαρά, ήταν έτσι, λίγο θαμπά αλλά δείχναν τις φιγούρες που είχε ο καθένας. Ψάξε, ψάξε, όμως, βρήκα μία πολύ ωραία φωτογραφία του 1955. Ήταν μία ομάδα πολλών ατόμων, είχαν πάρα πολλές διαφορετικές φιγούρες, αφού μπήκα στη διαδικασία να την κάνω και έγχρωμη για να δω τι φορούσαν, τι χρώματα είχαν, τι διαλέγανε τότε. Ψάχνοντας βρήκα κι άλλες φωτογραφίες. Μετά πήγα στο 1968. Τότε κάποιος φωτογράφος πέρασε από δω, λένε ίσως από τη Δεσκάτη να ήταν κάποιος, ο οποίος πέτυχε την ημέρα που γινόταν τα Ρουγκατσάρια και έβγαλε πάρα πολλές φωτογραφίες. Ψάχνοντας τον έναν με τον άλλον, βρήκα πάρα πολύ φωτογραφίες όντως και είδα και διάφορα που δεν τα είχα δει σε άλλη φωτογραφία. Παραδείγματος χάριν, την καμήλα, τον αρκουδιάρη, αυτά δεν τα είχα δει, ας πούμε. Τα είδα το ‘68. Βέβαια το ‘68 εγώ ήμουνα και σε ηλικία που καταλάβαινα, είχα γίνει 11 χρονών και οτιδήποτε τα είχα αποτυπώσει σαν σφουγγάρι. Βέβαια μέσα μου είχε μπει το μικρόβιο, λέω: «Θα μεγαλώσω, θα γίνω και ‘γω Ρουγκατσάρι». Καμάρωνα και ‘γω, ποιος ξέρει τι θα γίνει. Τέλος πάντων, το ‘68, το ‘70 έγινε η καμήλα, θυμάμαι, η καμήλα. Δεν έχω κάποια φωτογραφία, θυμάμαι, όμως, ήταν και ο πατέρας μου, συμμετείχε εκεί πέρα. Δηλαδή ήταν δύο άνθρωποι μέσα σε μία κουρελού, την είχαν κάνει ένα σκελετό, να καταλάβεις, δηλαδή, για πρόσωπο, για κεφάλι της καμήλας είχαν βρει ένα κεφάλι, ένα κρανίο –να το πω πιο απλά– από ένα γαϊδούρι που είχε ψοφήσει εδώ κάτω, στον λάκκο. Το πήραν αυτοί, το δέσαν με ένα σύρμα, τα δύο, τις γνάθους, τα σαγόνια τα δύο, τα ενώσανε και καθώς τραβούσε το σύρμα ένας από μέσ[00:10:00]α –δεν φαινόταν, μόνο τα πόδια φαινόταν, ήταν δύο άτομα να φαίνονται και τέσσερα πόδια έτσι; Όπως είναι η καμήλα–, ο μπροστινός είχε ένα σύρμα με δεμένο με τα σαγόνια του κρανίου. Με το τράβηγμα που το έκανε ανοιγόκλεινε και χτυπούσαν: «Κράπα κρούπα, κράπα κρούπα». Τα παιδιά εμείς τρομάζαμε και φεύγαμε. Είχαν και απέξω ένα τρίτο πρόσωπο, ήταν ο καμηλιέρης. Την καμήλα υποτίθεται τη συνόδευε αυτός με ένα σκοινί δεμένο, την είχε ένα φόρτωμα. Αυτό έγινε το ‘70. Το ‘68 που τα έζησα, είχε γίνει και ένα δεύτερο άλλο καρναβάλι –αργότερα θα σας πω την κάθε φιγούρα πώς ήτανε–, το ‘68 υπήρχε ένα άλλο καρναβάλι, ένα Ρουγκατσάρι. Δηλαδή τι ήτανε; Ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος φαινόταν σαν να έχει έναν δεύτερο στην πλάτη του. Τι είχε γίνει; Είχε πάρει ρούχα από έναν άνθρωπο, το γέμισε με άχυρο μέσα και είχε βάλει το μπροστινό μέρος από τη μέση και πάνω του ανθρώπου, μπροστά από τον εαυτό του και το μισό του ανθρώπου το άλλο, στο πίσω μέρος του. Δηλαδή σαν να ήταν ο ένας καβάλα στον άλλον, να καταλάβεις. Είχε και ένα μάσια, αυτό που χτυπάμε τη φωτιά, που σκαλίζουμε και χτυπούσε τον κώλο από την άλλη τη μάσια. Εντωμεταξύ, αυτός ήταν κάτι σαν εξωγήινο την εποχή, ένας άνθρωπος με δύο πόδια και ο άλλος στην πλάτη, σαν κολλημένοι ήτανε. Βέβαια εμείς τρομάζαμε. Όταν χτυπούσε αυτός και τους συνόδευε πάντα ένας άλλος άντρας, ο οποίος είχε ένα, το ντέφι, νταϊρέ το λέγαμε στο χωριό, νταϊρέ, αλλά ήταν και οπλισμένος, είχε στη μέση φυσίγγια και τέτοια. Ίσως φοβόταν να μην του φύγει, κάτι τέτοιο. Ήταν σαν κάτι αξιοθέατο, ας πούμε, τότε, αλλά κάτι τρομακτικό. Τέλος πάντων, το ‘73 θυμάμαι τον ξάδερφο μου, τον Αγγελάκη, έκανε την αρκούδα. Η αρκούδα έχω φωτογραφία και από αυτήν, και το ’68, οι φωτογραφίες τις έχω όλες. Η αρκούδα –δεν έχουμε μόνο την καμήλα–, η αρκούδα την έκανε το ’73. Πήρε τότε το δέρμα από το γουρούνι, που σφάζαν την περασμένη χρονιά, το είχε στεγνώσει, για να μην ήταν πολύ βαρύ αυτός, το φόρεσε απάνω, έκανε imitation εκεί πέρα το κεφάλι του και είχε και έναν δίπλα, αρκουδιάρη τον έλεγε, που είχε και εκείνος έναν νταϊρέ, το χτυπούσε, χόρευε η αρκούδα, είχε και ένα ξύλο τη χτυπούσε, άμα δεν κάθονταν καλά, όπως βλέπουμε τους τσιγγάνους σήμερα. Συνέχισαν τα χρόνια, μερικά άλλα αλλάξανε στην πορεία, εγώ στο μυαλό μου, μου είχε κολλήσει ιδέα: «Θα το δημιουργήσω μόνος μου, δεν γίνεται, κάποια στιγμή», λέω, «πρέπει να το κάνω αυτό το έθιμο». Σου λέω, από μικρός μου είχε κολλήσει εκεί. Κάποια στιγμή το 1991 το έκανα πράξη. Δηλαδή διοργάνωσα τα Ρουγκατσάρια, συμμετείχα και ο ίδιος και έβαλα πολλούς νέους συγχωριανούς μου, αλλά βρήκα και ηλικιωμένους, στην ηλικία του πατέρα μου, οι οποίοι το είχαν ζήσει αυτό και μας καθοδηγούσαν. Εμείς ήμασταν σαν τα αρνάκια τώρα, δεν ξέραμε πού πάμε, αυτοί μας λέγαν τι θα πούμε, τι θα κάνουμε. Αυτό επαναλήφθηκε το ‘13 και το ‘14, με ευθύνη δικιά μου, το είχα αναλάβει, όλα αυτά, τις στολές και όλα τα υπόλοιπα . Το ‘15 σταμάτησε, δεν ξανάγινε, οι νέοι είχαν άλλα ενδιαφέρονται μετά, η ζωή άλλαξε, δεν νοιάστηκαν για το έθιμο. Ευτυχώς έχουμε καταγράψει αυτά, προσωπικά, επειδή είχα και μία αδυναμία στη φωτογραφία, στο βίντεο, με κάτι παλιές μηχανές, μετά βγήκε το κινητό, έβγαζα φωτογραφίες ό, τι έβλεπα και έσωσα ό, τι μπορούσα να σώσω. Όλα αυτά για να μη χαθούν στην πορεία, κατέληξα στην πληροφορική, παιδεύτηκα, έκανα ιστολόγιο, opaliouriotis, έβαλα και ένα ψευδώνυμο σαν Παλιουριώτης που είμαι, οpaliouriotis.gr. Εκεί συγκέντρωσα ό, τι στοιχεία είχα από ήθη, έθιμα, φωτογραφικό υλικό, βίντεο, πολλές φωτογραφίες, περίπου τέσσερις χιλιάδες φωτογραφίες των χωριανών, των παππούδων και προπαππούδων. Αυτές τις έχω χωρίσει σε κατηγορίες, με γάμους, με Ρουγκατσάρια, με Λαζαρίνες, με σχολικές αναμνήσεις και σε κατηγορίες, κατηγορίες. Και στη συνέχεια έγραψα και ένα βιβλίο, έτσι για το δικό μου και για τους… Χωρίς οικονομικό όφελος κάποιο, για μένα και για το χωριό μου, Η Παλιουριά Γρεβενών στον Διάβα των Αιώνων.
Τώρα να σας πω λιγάκι πώς ξεκινούσε για να γίνει, δηλαδή ήταν μία οργανωμένη ομάδα, αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν μία οργανωμένη ομάδα, δουλεύαν όλα ρολόι, για να δουλέψουν –βέβαια ήταν και ο κόσμος πιο πειθαρχημένος– για να δουλέψουν όλα αυτά και να γίνει το δρώμενο αυτό πιο σωστά, ορίζανε πρώτα ένα μέρος, σαν κονάκι, δηλαδή: «Θα συγκεντρωθούμε εκεί εμείς. Ποιοι θα συμμετέχουμε;», παρέες όπως κάνανε, θα συμμετέχουν. Βρίσκαν ένα σπίτι, καμιά φορά μπορεί να ήταν και κανένα εγκαταλειμμένο ή κάποιος που τους έδινε το δικό του το σπίτι, συγκεντρώνονταν όλοι: «Ποιοι θα γίνουν Ρουγκατσάρια;», συγκεντρωνόταν εκεί πέρα και μετά άρχιζαν από νωρίς τις προετοιμασίες και έλεγε ο ένας: «Τι θα γίνεις εσύ;», «Εγώ θα γίνω παπάς», «Εσύ;», «Εγώ θα γίνω Κατσιούλης». Να μοιράσουν τις φιγούρες που έπρεπε να γίνουνε. Βέβαια αυτό το έθιμο, του Αϊ-Βασιλιού, που λέγαμε εμείς, τα Ρουγκατσάρια, έχει μία διονυσιακή λατρεία, γιατί στην εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν ένας τρόπος να επικοινωνούν μεταξύ τους οι άνθρωποι πιο ελεύθερα, είχαν τη μάσκα τους, είχανε μία ελευθερία από τους Τούρκους που είχαμε, είχαμε πάρα πολλούς Μωαμεθανούς στο χωριό μας. Έχο[00:15:00]υμε απογραφή από το 1453 με ‘54, ήταν κοντά στους εξακόσιους ανθρώπους, είχαμε δυο-τρεις μαχαλάδες. Λοιπόν, έπρεπε να χωρίσουν τι θα κάνουν, συγκεντρώνονταν το βράδυ, λέγαν τι θα κάνει ο καθένας, κοιτούσαν: Έχουν τα υλικά όλα, μαζί που έχουνε, τα σπαθιά τους, τα σχετικά που τους συνόδευαν. Αφού ήταν σίγουρο ότι ήταν όλα έτοιμα, φεύγανε, πηγαίναν στο σπίτι. Το βράδυ την Πρωτοχρονιά μιλάμε, έτσι; Ανήμερα. Λοιπόν, αφού τελείωναν, πηγαίναν σπίτι, συνήθως, είπαμε παραπάνω ότι όλες οι οικογένειες ήταν θρησκευόμενες. Τρώγανε όλοι μαζί στο σπίτι με οικογένεια, με τα παιδιά, πηγαίναν στην εκκλησία οικογενειακώς όλοι μαζί, το ίδιο κάναν και τότε όλοι. Ήταν θρησκευόμενο το πλήθος εδώ, στο χωριό μας, φαίνεται και απ’ τα... Είχαμε οχτώ εξωκλήσια, οχτώ ναούς, του 1700, του 1600, από τους οχτώ οι έξι σήμερα λειτουργούν, οι περισσότεροι από αυτούς έγινε ανακαίνιση από τους κατοίκους και σήμερα λειτουργούν στις γιορτές, που είναι οι Άγιοι που γιορτάζουν, γίνεται εκεί η λειτουργία, δηλαδή στις παρυφές της Βουνάσας, να κατάλαβεις, του βουνού μας. Λοιπό, αφού τελειώσαν, όπως είπα προηγουμένως, και ρυθμίσαν τι θα κάνει ο καθένας, πήγαιναν στα σπίτια τους. Κοιμόταν, ξεκουράζονταν και το πρωί όλοι οικογενειακώς ήταν στην εκκλησία, μικρά παιδιά, παππούδες, οι πάντες στην εκκλησία. Βέβαια, οι καλές νοικοκυρές είχανε βάλει στον φούρνο όλες το φαγητό τους, γιατί το φαγητά που είχαν εκείνη την εποχή ήτανε χοιρινό στη γάστρα, κάνανε πίτα με τα πέτουρα, που είπαμε, κάναν τη βασιλόπιτα, που ήταν η στριφτή, η σημερινή που λέμε, ή με πέτουρα και μες τη βασιλόπιτα βάζανε διαφορά, όπως βάζουμε το φλουρί εμείς, βάζανε ένα σάλομα λέμε, ένα άχυρο, που σημαίνει ότι θα πάρεις ένα μαντρί εσύ, βάζανε το κέρμα, βάζανε ένα πουρνάρι, που λέει: «Εσύ θα έχεις γίδια», βάζαν ένα χαρτί που λέει: «Εσύ θα είσαι γραμματιζούμενος», μας γελάσανε με αυτά και μας και περιμέναμε εμείς τι θα βρούμε από κάτω. Ήταν μες τα έθιμα της ημέρας αυτής. Τέλος πάντων, αφού γυρίζαν και τρώγανε όλοι το φαγητό του, ξέρω ‘γω, η κάθε οικογένεια έπρεπε να φύγουν, να παν να ετοιμαστούνε. Αφού τελειώσανε, φεύγαν όλοι, γυρνούσαν και ο πατέρας μου και οι υπόλοιποι έπρεπε να παν στο κονάκι πάλι, που λέγαμε προηγουμένως. Εκεί έπρεπε να ντυθούν ένας-ένας. Ο Αλής, ένα από τα, τις φιγούρες, ο Αλή Αράπης τον λέγανε, ήθελε πολλή φασαρία. Ετοιμάζαν πρώτα αυτόνε. Δηλαδή, παίρναν έναν άνθρωπο, ο οποίος τον βάφαν με μαύρο φούμο, τα μάτια του φαινόταν μόνο, όπως ένας μελαψός άνθρωπος σήμερα από την Αφρική. Τον βάζανε στην πλάτη ένα ταλαγάνι, την κατσιούλα που λέγανε εδώ, ήτανε μία κάπα από γίδινο μαλλί που το φορούσαν οι τσομπάνηδες για να μην βρέχονται, ήταν αδιάβροχο και είχε μία κουκούλα επάνω, την λεν την κατσούλα, λοιπόν. Γύρω-γύρω από τη μέση του τον ζώναν μια φαρδιά ζώνη και κρεμούσαν κουδούνια, κυπριά από τα γιδοπρόβατα που είχανε. Στο λαιμό τον κρεμούσαν ένα σακούλι, το πάνινο, είχε μέσα στάχτη. Τη στάχτη την είχε να τη σκορπάει στο δρόμο, ξέρω ‘γω αν τον πείραζε κανένας. Επίσης, αφού του είχαν μαυρίσει το πρόσωπο –δεν ξέρω ήταν τρομακτικό πράγμα, φορούσε και την κουκούλα–, για να αμύνεται του δίναν και ένα ρόπαλο. Συνήθως, από τις φωτογραφίες που βρήκα εγώ το ‘50 –και το συνεχίζω κι ακόμα– του δίνουμε το αντί. Είναι το ξύλο του αργαλειού, ένα χοντρό ξύλο που είναι στον αργαλειό, που μαζεύει το στημόνι. Τελείωνε αυτός. Αφού του δίνανε και το ρόπαλο, έπρεπε να ξεκινήσουν τον επόμενο μετά. Η αμφίεση του αράπη... Βέβαια ο αράπης, όπως και όλα τα Ρουγκατσάρια, συνοδευόταν από μια γυναίκα, από μια σύζυγο, μόνο ο Κατσιούλης δεν είχε, θα το πούμε παρακάτω. Ο καθένας είχε τη γυναίκα του. Ο αράπης είχε μία γυναίκα, την οποία ήταν και αυτή μελαχρινή, έτσι; Μελαχρινή, όλα μαύρα φορούσε. Όταν έτρεχε χτυπούσαν τα κουδούνια, τρόμαζες και έφευγες πέρα δώθε. Εμείς, τα μικρά, ήμασταν όλα στις γωνίες, άμα τον βλέπαμε, να κρυφτούμε. Πίστευαν ότι, βέβαια, ότι με τον θόρυβο αυτόν θα έφευγαν και οι καλικάντζαροι, ήταν και της άνοιξης και όλα αυτά, ας πούμε. Τέλος πάντων, οι άντρες, ντυνότανε… Είπαμε ήταν μόνο άντρες και ανύπαντροι και ελεύθεροι και παντρεμένοι. Τώρα οι φιγούρες που συνήθως κυριαρχούσαν, από όλες το φωτογραφικό υλικό που έχω, το ‘50, ‘55 και τα λοιπά, τα οποία προσπάθησα να διατηρήσω, ήταν άντρες καπεταναραίοι, που είχαν τη στολή του κλεφταρματωλού, είχαν το φέσι στο κεφάλι, είχαν φυσεκλίκια, καλτσοδέτες, τσαρούχια, φούντες, ό,τι έχει ένας τσολιάς, ας πούμε, κουμπούρια και σπαθιά στις μέτες και τις απάλες, που λέγαμε εδώ πέρα, που φορούσανε. Βέβαια, ο κάθε ένας από αυτούς συνοδευόταν, όπως είπα, και από μία γυναίκα, την Μπούλα. Η Μπούλα ήταν πάλι ένας άντρας, ο οποίος ντυνόταν γυναικεία, φορούσε μία επίσημη φορεσιά της γυναίκας της εποχής, με τις ποδιές και με τα κρεματζούλια εδώ, στο λαιμό, που είχε, βάφαν τα χείλια τους και όλα αυτά, μάτια δεν είχαν βγει ακόμα να βάφονται, αλλά τα χείλια τα βάφαν και τα σκουλαρίκια τους. Μ[00:20:00]ετά υπήρχε ο αγροφύλακας, υπήρχε ο χωροφύλακας, είχαν παλιές στολές που φορούσαν. Ο γαμπρός με τη νύφη, ήταν ένας ντυμένος γαμπρός και είχε μία νύφη ντυμένη. Υπήρχε… Να σου πω τώρα να θυμηθώ. Δηλαδή ο καθένας ό, τι σκεφτότανε ντυνόταν. Ο παπάς με την παπαδιά, παπάς δεν έλειπε πουθενά, έτσι; Ο παπάς ήταν μία ιδιαίτερη φιγούρα, γιατί; Θα μου πεις τώρα. Αυτός την ημέρα εκείνη… Καλά, ντυνόταν με τα ράσα του, γένια, όπως είπα, κάναμε παπά, όπως έκανε ο πατέρας μου, ήμουνα πολλές φορές παπάς. Μάθαιναν από παλιότερους μερικές αθυροστομίες, μερικά σεξουαλικού περιεχομένου, τα οποία επιτρέπονταν μόνο εκείνη την ημέρα, έτσι; Εμείς κρυφογελούσαμε, καταλαβαίνετε τι γίνεται, αλλά, εντάξει, έπρεπε εκείνη την ημέρα να πουν και αυτό, είχαν τη χάρη τους. Ο ρόλος του παπά ποιος ήταν; Αυτός είχε την παπαδιά, την είχε συνέχεια αγκαζέ, κρατούσε το κακάβι, δηλαδή το κακάβι ήταν μία μικρή κατσαρόλα, να καταλάβεις, και μέσα είχε νερό που έλεγε ότι είναι αγίασμα, είχε και ένα βασιλικό και ευλογούσε και έφτιαχνε τον άλλο. Στην πορεία, όμως, όπως πήγαινε τα Ρουγκατσάρια και περιπλανιόταν το χωριό, υποτίθεται ότι κάποιος αρρώστησε και έπεσε κάτω και έπρεπε να τον διαβάσει ο παπάς, έπρεπε να πάει… Είχαμε γιατρό με τη νοσοκόμα, έτσι; Να μην ξεχάσω. Είχαμε την τσιγγάνα που έλεγε τις μοίρες. Ναι. Ο γιατρός έτρεχε να προλάβει, αλλά όταν κάποιος, λέει, πέθανε: «Να φωνάξουμε τον παπά», λέγαν, «τον παπά να τον διαβάσει». Ο παπάς πήγαινε εκεί πέρα, έλεγε διάφορα σεξουαλικού περιεχομένου, αναστήνονταν υποτίθεται ο άλλος, γελούσαν οι υπόλοιποι και συνεχίζαν στον επόμενο. Βέβαια, εκεί τώρα θα σταθούμε λίγο στη φιγούρα του Κατσιούλη. Ο Κατσιούλης ήταν ένα Ρουγκατσάρι, ένα… Μια φιγούρα που δεν είχε σύντροφο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχανε από κάποιον. Αυτός δεν ήταν ποτέ μες το γκρουπ της παρέας, όπου πήγαιναν, καθόταν πίσω, γύρω-γύρω, περιφερόταν γύρω από αυτούς και έψαχνε κάποια ευκαιρία να κλέψει τη γυναίκα από κάποιον άλλονα, όποια να ναι και παπαδιά να είναι, όποια να ναι, αρκεί να κλέψει κάποια γυναίκα. Δηλαδή, θεωρούνταν κάτι σαν –πώς να σου πω;– ανεπιθύμητος στην παρέα αυτός, για αυτό δεν πλησίαζε ποτέ. Τώρα ο Κατσιούλης τι ήταν; Πάντα συνήθως ήταν ένας νεαρός, ψηλός, ευέλικτος, όχι κανένας γεματούλης άνθρωπος, για να μπορεί να τρέχει, για μην τον ψάχνουνε, πηδούσε τους φράχτες να καταλάβεις, όταν τον κυνηγούσαν οι άλλοι, πηδούσε μάντρες, ντουβάρια, να μην το πιάσουν, φράχτες, παλούκια που είχαμε τότε στο χωριό και τα λοιπά. Ο Κατσιούλης αυτός φορούσε πάντα ένα παντελόνι λευκού χρώματος, ένα πουκάμισο λευκού χρώματος, ήταν άσπρα όλα αυτά και είχε φτιάξει μόνος του, είχαν μια μάσκα πώς βλέπεις τους Σπαρτιάτες, μια μάσκα χάρτινη, την είχε ζωγραφίσει μόνος του με μάτια, με μουστάκια και όλα αυτά και φορούσε πάντα τη μάσκα, μία λευκή μάσκα, διέκρινε μόνο τα μουστάκια και τα μάτια του. Στο κεφάλι του φορούσε πάντα ένα καπέλο, την κατσιούλα, το κατσιούλι, για αυτό πήρε και το όνομα, δηλαδή ήταν ένα χάρτινο καπέλο σε σχήμα κώνου, το έφτιαχνε πάντα μόνος του και ανάλογα να ταιριάζει και στο κεφάλι του, να μην τρέχει και πέσει. Στην κορυφή έβαζε τρία φτερά από ένα κόκορα. Έτσι το βρήκαμε, δεν ξέρω και οι παππούδες που ρώτησα: «Έτσι το βρήκαμε», λέει. Λέω: «Από πότε είναι αυτό;», «Το ‘50», που μου λέει ένας, «εγώ που έγινα, μου είπαν να το βάλω έτσι». Ήταν κόκκινο το καπέλο αυτό, το κατσιούλι και τα τρία φτερά από τον κόκορα. Τώρα τι να σου πω; Ο Κατσιούλης, σου είπα, θεωρούνταν ανεπιθύμητος. Βέβαια είχε και αυτός τη χάρη του, γιατί και οι άλλες οι γυναίκες καμαρώναν για αυτό, γιατί υποτίθεται ότι ήταν κάτι διαφορετικό, όπως θα λέγαμε σήμερα. Τον Κατσιούλη τον συναντάμε στην Παλιουριά, όπως σας είπα, στο ‘50. Έψαξα πάλι και άλλα αρχεία και αλλού, γιατί γίνεται και σε άλλες περιοχές Ρουγκατσάρια, έχουμε και στην Καστοριά και στα Γρεβενά και αλλού και σε διπλανά χωριά εδώ. Κατσιούλης δεν υπάρχει πουθενά. Τώρα ποιος το σκαρφίστηκε, πώς του ήρθε έτσι και το ‘κανε, σημασία έχει ότι διατηρήθηκε και το διατηρούμε ακόμα εμείς αυτό εδώ πέρα. Τώρα την καμήλα, έχουμε μιλήσει για την καμήλα πώς την κάνανε. Ήτανε κάτι διαφορετικό αυτό. Εκεί, όταν χτυπούσαν τα σαγόνια, σε έπιανε ένας τρόμος και το κάναν και λίγο ψηλοί, έτσι φανταζόταν τις καμήλες, δεν είχαν δει και καμήλα βέβαια τότε, λέγανε ότι: «Η καμήλα είναι ένα θηρίο ζώο». Πρώτα-πρώτα τα Ρουγκατσάρια, αφού είχαν μαζευτεί όλοι στο σχολείο, είχαν κάνει… Ο αρκουδιάρης είπαμε το δέρμα πώς είχανε. Δεν γινόταν πάντα τα Ρουγκατσάρια, η καμήλα την είδα το ‘68, το ‘70. Ο αρκουδιάρης τον είδα το ‘73. Τώρα να σας πω λίγο ποια ήταν όλη η διαδικασία. Τελειώνουν, ας πούμε τώρα ντύθηκαν όλοι, είναι έτοιμοι, κοιτούσε ο ένας τον άλλον και έφτιαχνε ο ένας τον άλλον δηλαδή, έτσι; Τον κοιτούσε να μην έχει κανένα στραβό, ήτ[00:25:00]αν και πολλά ελεύθερα παιδιά, θέλαν να βγουν και περιποιημένοι έξω, να δουν και τις κοπέλες τους και όλα αυτά, να μην είναι κανένας σβαρνιάρης, που λέγαμε στο χωριό. Καμαρώναν και πιο πολύ, γιατί ήταν λίγες οι εκδηλώσεις που γινόταν τότε και λίγες οι φορές που έπρεπε να συναντηθούν με τα κορίτσια της εποχής. Αφού τελειώσαν, ντύθηκαν και έπρεπε να ξεκινήσουν. Πρώτα-πρώτα, ήταν νόμος, έπρεπε να πάνε να βρούνε το σπίτι του παπά, τον παπά, να πάρουν την ευλογία του παπά, να τους ευχηθεί καλή χρονιά ο παπάς και μετά είχε σειρά ο Πρόεδρος, με τη σειρά του ο Πρόεδρος. Βέβαια όλοι αυτοί, σε όλα τα σπίτια που πηγαίνανε τους περιμένανε με τα τσίπουρα, με μεζέδες, με δώρα, άλλος έβγαζε λεφτά, άλλοι δίνανε λίπος, κρέας χοιρινό, αυγά, ό, τι είχε ο κάθε άνθρωπος, δηλαδή, τότε. Δεν πηγαίναν, όμως, να τονίσουμε, είχαν και το σεβασμό προς το συνάνθρωπο, δεν περνούσαν μπροστά από ένα σπίτι που είχε, πενθούσε, ας πούμε, είχε κάποιον νεκρό στο διάστημα εδώ αυτό. Προσπαθούσαν να πάνε από άλλο τετράγωνο, για να παν σε κάποιον άλλον, που ήταν εκεί κοντά, ο σεβασμός υπήρχε πάντα. Να σας πω τώρα, μόλις βγαίναν από κάποιο σπίτι για να παν στο επόμενο, πάντα υπήρχε, ήταν ευδιάθετοι όλοι. Θα ‘χαν πιει και κάνα τσιπουράκι στο προηγούμενο, καμαρώναν και λίγο, συγκεντρωνόταν όλοι μαζί, γιατί συνήθως ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, ήταν η μέρα που συναντιόντουσαν και ήταν μέρα διασκέδασης. Όταν φεύγαν από το ένα σπίτι στο άλλο, λέγανε: «Από τους αφεντάδες βγαίνουμε, στους αρχοντάδες πάμε.Να τους πολυχρονίσουμε για όλη τη χρονιά». Δίναν μία ευχή, δηλαδή ήταν όλοι αφεντάδες, άρχοντες ήτανε και τους πολυχρονούσανε, δηλαδή δίναν μία ωραία ευχή. Σε κάθε σπίτι που πηγαίνανε έλεγαν και διάφορα τραγούδια ή ανάλογα με τους πόθους και τις επιθυμίες που είχε η οικογένεια, υπήρχαν σχόλια διάφορα επαινετικά ή πειράγματα. Είπαμε, από την ευθυμία λες και άλλα πράγματα επιπλέον τώρα, ας πούμε. Και είχαν σκοπό, εκτός από τα δώρα που παίρνανε, σε είπα βάζαν την λίγδα λέγαμε, το λίπος το σημερινό, που βγάζαν από το γουρούνι που είχαν σφάξει, δίνανε ξηρά φρούτα. Εκείνη την εποχή ξεραίνανε –πώς το λένε;– κορόμηλα, αχλάδια, μήλα, τα ξεραίναν οι γιαγιάδες εκείνη εποχή, τα σημερινά, σήμερα που λέμε κομπόστα, που κάνουμε. Δίνανε και αφού... Αποσκοπούσε βέβαια να μαζέψουν και κάνα φράγκο, είχαν και κάνα φιλοδώρημα καλό, για αυτό ‘θέλαν. Και αν ήταν κάποιος κάπως πιο ευκατάστατος και εκείνος με τη σειρά του έδινε κάτι το ανάλογο, αλλά η ευθυμία που υπήρχε, μεταφερόταν από τα Ρουγκατσάρια και στο νοικοκυριό που πηγαίνανε και εκεί φέρναν και καμιά γύρα και κάνα χορό και: «Άντε γεια μας» και: «Καλή χρονιά», ας πούμε. Υπήρχε αυτή η ευθυμία. Βέβαια, από την ώρα που ξεκινούσαν με τα κουδούνια που είχε ο Αλής, τη φασαρία και τα σφυρίγματα το χωριό ήταν όλο επί ποδός, περίμενε ο καθένας πότε θα περάσουν από κει. Η οικοδέσποινα, βέβαια, όταν πηγαίναν στο σπίτι, οι γυναίκες καμαρώναν και αυτές με τη σειρά τους ποια θα κάνει πιο καλά μεζεκλίκια, εδέσματα, γλυκά, να τους παινέσουν οι άλλοι: «Μπράβο φάγαμε στη Μαρία, πολύ ωραίο το γλυκό της» ή «Εκεί έχει ωραία μέντα», λέγανε οι άλλοι, ξέρω ‘γω. Αυτές καμάρωναν με τη σειρά τους και αυτά που έδιναν, όπως σου είπα, έδιναν το λίπος, τη λίγδα, ξερά φρούτα και όλα αυτά. Φεύγοντας όλοι πάλι χαμογελαστοί: «Χρόνια πολλά, καλή χρονιά! Χρόνια πολλά, καλή χρονιά!». Μπορούσαν να πουν και κάποιο τραγούδι, που να έχει σχέση με τα παιδιά, αν είχαν ένα γραμματιζούμενο, ένα μικρό παιδί, είναι κάτι αντίστοιχο που λένε και τα κάλαντα, ας πούμε, αλλά, επειδή ήταν μπουλούκι τα έλεγαν δυο-τρεις, οι άλλοι μπορεί να είχαν προχωρήσει πιο πέρα. Για αυτό παραλείπω τώρα, δεν θέλω να σ’ τα πω. Κάποια στιγμή μπορεί να πούμε και μερικά τραγούδια που λέγαν τα Χριστούγεννα. Αφού τελείωναν όλα και δεν έπρεπε να ξεχάσουν κανένα σπίτι, άμα ξεχνούσαν ένα σπίτι παρεξηγότανε, σου λέει: «Κάτσε, εμένα γιατί;». Έστω και κατά λάθος να γίνονταν, καθόταν σκεφτόταν, αφού τελειώναν και φτάσαν στην άκρη του χωριού και τα βλέπανε, συζητούσανε: «Πήγαμε σε όλα; Πήγαμε στη Βαγγελή; Πήγαμε στην τάδε; Στον τάδε πήγαμε;», δηλαδή υπήρχαν και άνθρωποι που ήταν μόνοι στο χωριό, δηλαδή ηλικιωμένοι που ζούσαν, είτε άντρες είτε γυναίκες, μόνοι στο σπίτι και περιμέναν αυτή την ημέρα. Ήταν μεγάλη η χαρά τους, βέβαια, και έπρεπε να προσέξουνε, μου το λέγαν και μένα αργότερα: «Μην ξεχάσεις και δεν πας στα σπίτια όλα, μην ξεχάσεις και δεν πας στους παππούδες». Αυτό το είχα σαν σύνθημα και με συγκινούσε όταν το άκουγα και ‘γω. Και πράγματι λέω, όταν τελειώναμε, λέω: «Να πάμε, πού δεν πήγαμε;». Τελειώσαν έτσι. Αφού τελειώναν αυτοί, έπρεπε να παν πάλι στο κονάκι, που ήταν εκεί πέρα. Ο τελικός προορισμός ήταν πάλι... Αφού τελειώναν και πήγαιναν στο κονάκι και μοιράζαν τα λεφτά ή τι είχε ο καθένας, είχαν και το σακούλι τους μαζί, έπρεπε να γυρίσουν στην πλατεία. Το διάστημα αυτό, το διάστημα αυτό που έπρεπε να γυρίσουν στην πλατεία, το χωριό άρχισε να βγαίνει, έτσι; Άρχ[00:30:00]ισε να βγαίνει στην πλατεία. Η πλατεία του Αγίου Νικολάου, που είπαμε, είχε ένα πέτρινο ντουβάρι γύρω-γύρω με καγκελάκια πάνω, μαζευόμασταν εμείς η πιτσιρικαρία τώρα για να δούμε εκεί πέρα τι γίνεται. Ο τελικός προορισμός, είπα, ήταν η πλατεία, το χωριό ήδη είχε αρχίσει να μαζεύεται στην πλατεία, άρχισαν να χορεύουν τα Ρουγκατσάρια. Βέβαια, εκείνη την εποχή μουσικά όργανα δεν είχαν, πρώτα είχαν τις φλογέρες, από ό,τι μου είπανε, ο τάδε είχε φλογέρα και ένα ντέφι, έναν νταϊρέ, αυτά τα δύο ήταν στην αρχή. Στην πορεία ήρθαν δύο γραμμόφωνα στο χωριό μας, παίρναν το γραμμόφωνο αγκαλιά και φανταστείτε τι γινότανε. Αργότερα ήρθαν και από τη γειτονιά, από τους Λαζαράδες, ένα βιολί, το οποίο συμμετείχε και αυτό και γινότανε. Ξεκινούσαν και χόρευε πρώτα όλο το γκρουπ, όλοι οι Ρουγκατσάρηδες χορεύανε. Στην πορεία το κέφι –δεν μιλάμε– ανεπανάληπτο, στην πορεία… Βέβαια οι γυναίκες καμάρωναν γύρω-γύρω όλες και σε κάποια στιγμή δινόταν το σύνθημα να μπει και το υπόλοιπο χωριό στο χορό. Συμμετείχε όλο το χωριό, γινόταν ένας τρανός χορός, που λέγανε, και δεν ξεχώριζαν εκεί πλούσιοι και φτωχοί, ήταν όλοι μία αγκαλιά και ήταν και ευτυχισμένοι, δεν υπήρχαν τα προβλήματα τα σημερινά, υπήρχε αγάπη και ευτυχία, τίποτα άλλο. Φτώχεια, αλλά αυτά υπερτερούσαν τη φτώχεια, καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω τώρα. Νύχτωνε, αφού νύχτωνε και χορεύανε έπρεπε να καθίσουν να φάνε πάλι, όλη μέρα πέρα δώθε, έπρεπε να φάνε. Για να φάνε, όμως, οι νέες κοπέλες της εποχής ετοιμάζαν φαγητά αυτές. Αυτές από νωρίς ετοίμαζαν, άλλη έκανε γλυκά, άλλη έκανε φαγητά, πίτες, ό, τι έφτιαχναν την εποχή, αλλά και ο κύριος σκοπός ήτανε –πώς να το πω;– να δείξουν στους άντρες, τους ελεύθερους από τα Ρουγκατσάρια, γιατί μερικοί που είχαν και μάσκα, ήδη έχει βγει η μάσκα, άλλος την είχε στο κεφάλι, άλλος την έβγαζε, μερικοί που φορούσαν μάσκες, να δείξουν και αυτές ότι: «Είμαι και ‘γω καλή νοικοκυρά, είμαι και ‘γω καλή κοπέλα», για να βρει έναν καλό γαμπρό, ήταν, όλος ο σκοπός ήταν εκεί. Και λέγαν: «Πάρε και από εδώ, πάρε και από εκεί». Τώρα ο χορός συνέχιζε, συνέχιζε, μέχρι αργά το βράδυ χορεύαν, γλεντούσανε. Ξέχασα να σου πω και ο Κατσιούλης, που γυρνούσε, αφού γυρνούσε μόνος του, αφού γυρνούσε μόνος του κι ήταν εδώ, όποιον έβρισκε στο δρόμο, είχε το μεγάλο το ξίφος και έλεγε, χτυπούσε την παλάμη του και έλεγε: «Παρά, παρά, παρά», χρήματα, δηλαδή, και αν δεν είχε κάποιος να τον δώσει, τον έκοβε ένα κουμπί. Και λέω: «Γιατί, ρε μπάρμπα», τον είπα έναν που μου ‘πε εκεί πέρα, «γιατί το κάνετε αυτό;», «Αν σου πω μου το παν και μένα, έπαιξα και ‘γω τον Κατσιούλη», μου λέει, «και ‘γω έτσι μου το ‘παν, έτσι έκανα, τι να πω;». «Πότε ήσουν εσύ;», «Το ‘55», μου λέει. Το άφησα και ‘γω έτσι να υπάρχει.Το βράδυ, αφού τελειώσαν όλοι με το καλό, όλοι χαμογελαστοί, χαρούμενοι, ευχόταν όλοι και αγκαλιαζόταν και έλεγαν: «Καλή χρονιά! Και του χρόνου να είμαστε όλοι γεροί εδώ. Καλή χρονιά». Και φεύγαν για τα σπίτια τους.
Αυτό το δρώμενο ήταν πάρα πολύ ωραίο, εμένα με κέντρισε το ενδιαφέρον και είχα επιθυμία: «Θα το κάνω, δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα το κάνω». Θα πεις: «Πότε έλαβε μέρος;». Έλαβα μέρος. Κάποια στιγμή λέω: «Θα το κάνω», δεν έβρισκα ανταπόκριση, όμως, από τα παιδιά. Το 1991 δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε κάτι να κάνω. Οι μεγάλοι, η ηλικία του πατέρα μου άρχισαν να μεγαλώνουν, να φεύγουνε. Ο πατέρας μου, όπως σας είπα, ήθελε, του άρεσαν αυτά, του άρεσαν, ντυνόταν κάθε φορά. Λέω: «Θα με βοηθήσεις; Κάτι πρέπει να κάνω, ρε μπαμπά», του λέω, «πώς θα γίνει; Θα τα χάσουμε αυτά όλα». Μου λέει: «Μέσα και εγώ μαζί σου», μου λέει. «Εντάξει», λέω. Μάζεψε και κάνα δυο φίλους που είχε, της ηλικίας του, λέει: «Τα παιδιά εδώ θέλουν να τους ξανακάνουμε τα Ρουγκατσάρια», λέει, «έχουμε καιρό, δεν τα κάναμε καθόλου», λέει. Ενδιαφέρθηκαν και αυτοί οι άνθρωποι, εγώ με τη σειρά μου πήρα και πλεύρισα άλλα παιδιά, γιατί αν, δεν έμενα στο χωριό τότε και έπρεπε να προσεγγίσω τα παιδιά με τη νοοτροπία αυτή. Πράγματι ήρθαν πάρα πολλά παιδιά και οι μισοί ήμασταν πιο νέοι, οι άλλοι ήταν μεγάλοι. Το ωραίο ήταν ότι μας καθοδηγούσαν, εμείς ήμασταν σαν τα προβατάκια, ας πούμε, δεν ξέραμε, μας έλεγε: «Κάνε έτσι, πήγαινε στον τάδε εκεί και ζήτα παρά, παρά», έλεγε εμένα που έτυχε το ‘91 έγινα Κατσιούλης, ας πούμε, ή: «Πήγαινε και κλέψε τώρα το… Ο Αλής έφυγε», ας πούμε ένα παράδειγμα, γιατί όταν έκλεβες την γυναίκα του Αλή, πέταγε αυτός το, εκείνο το ρόπαλο που είχε, το αντί, που λέγαμε, από τον αργαλειό, το πέταγε και όποιον πάρει ο Χάρος. Μας συμβούλευαν να κάνουμε έτσι για να γίνει το χαβαλέ, ο τζερτζελές που λέμε σήμερα, να έχει κάποια φασαρία, ας πούμε. Ή όταν έβλεπε κάποια απομονωμένη γυναίκα, έλεγε τον άλλονε… Κλεβόνταν και μεταξύ τους μερικοί, έτσι; Υποτίθεται ότι υπήρχαν και έρωτες σε έτερα ζευ[00:35:00]γάρια. Και όντως το ‘91 το φτιάξαμε, εγώ έψαχνα να βρω στολή: «Τώρα πώς θα κάνουμε;». Με έλεγε ο πατέρας μου, πήραμε χαρτόνι, κάναμε μια μάσκα μόνοι μας, την καρφιτσώσαμε, το καπέλο εκεί βρήκαμε, κάναμε και το καπέλο. Δεν μπορούσα να βρω ξίφος, μου λέει: «Θα πας στον παππού επάνω, έχει ένα μεγάλο παλιό ξίφος, που σφάζαμε τα γουρούνια», λέει, «θα σ’ το δώσει», λέει, «θα τον πεις για Ρουγκατσάρια, ήταν μερακλής αυτός», μου λέει. «Εντάξει», λέω και ‘γω. Πήγα όντως, πήγα στον παππού, μου το έδωσε και ντύθηκα όπως ντυνότανε. Απλώς προσπάθησα να συνεχίσω, όπως είναι ακριβώς, δηλαδή δεν ήθελα παραλλαγές άλλες, γιατί στον χρόνο η παραλλαγή στην παραλλαγή… Και εγώ είμαι της παράδοσης και της λαογραφίας, δεν θέλω να αλλάξω κάτι. Όποιος λαός δεν ξέρει την ιστορία του χάνεται στο χρόνο, έτσι ξέρω εγώ και οπότε συνέχισα έτσι. Πέρασαν τα χρόνια, μετά το ‘91 έγινε φανταστικό. Πήγαμε μέχρι τη Δεσκάτη. Αφού γυρίσαμε εμείς, όντως έγιναν οι στολές, βρήκαμε τις στολές, οι μεγαλύτεροι μας βοήθησαν πάρα, πάρα πολύ. Εμείς δεν ξέραμε και πώς ντύνονται οι στολές μερικές φορές, οι νέοι δεν ξέραμε και πώς θα τα φορέσουμε, δηλαδή. Όταν φορούσε ο άλλος του καπετάνιου, δεν ξέραμε εμείς τώρα πώς θα το φορέσουμε ή πώς θα ντύσουμε τον Αλή. Ευτυχώς ήταν αυτοί οι μεγάλοι, μας δείξανε και με τη σειρά μας τα μάθαμε όλα σωστά, γιατί τα ξαναεπαναλάβαμε αργότερα. Να σου πω το ‘91, που είχε χρόνια να γίνει, συγκεντρωθήκαμε όλοι εκεί, στο παλιό το σχολείο πήγαμε, συγκεντρωθήκαμε. Οι μεγάλοι χαίρονταν περισσότερο από εμάς, γιατί είχαν καιρό να το κάνουνε και έπρεπε και αυτοί, το είχαν ζήσει αυτοί, το είχαν στο πετσί τους, περιμέναν αυτή τη μέρα, να καταλάβεις, όπως είχαμε τις Λαζαρίνες, περιμέναν αυτοί του Λαζάρου. Συγκεντρωθήκαμε, ντυθήκαμε, όλοι έτσι, περήφανοι και καμαρωτοί, γυρίσαμε το χωριό, μαζέψαμε και χρήματα. Εκείνη τη εποχή φύγαν το λίπος και τα κρέατα αυτά, πλέον μαζεύαμε μόνο κάνα ξηρό καρπό, χρήματα ως επί το πλείστον και σοκολατάκια που αρχίσαν στην πορεία και τα τυλιχτά τα γλυκά που έχουμε σήμερα. Τελειώνοντας, αφού ήμασταν στην πλατεία όλοι εκεί, χορέψαμε εκεί, διασκεδάσαμε. Οι μεγάλες οι γυναίκες τρελάθηκαν, οι γιαγιάδες, τρελάθηκαν στην κυριολεξία! Μόλις άρχισε… Ήταν ο Παλπανο-Γιώργος, ο τάδε, ο Ντατσής εκεί, γυρνάνε αυτό. Μας περίμεναν στην αυλόπορτα, όχι στο σπίτι, στην αυλόπορτα, με τα γλυκά, με τα τσίπουρα, με τα όλα αυτά. Χορέψαμε και στην πλατεία… Εκεί που ήμασταν έτοιμοι να το διαλύσουμε, έρχεται ένας χωριανός μας, ο οποίος είχε φορτηγό εκείνη την εποχή. Λέει: «Είστε έτοιμοι;», «Για πού;», λέω. «Μπέστε πάνω», λέει. «Τι “μπέστε”;», «Ρε, μπέστε πάνω», μας λέει, «στο φορτηγό». Μπαίνουμε και εμείς, είπαμε θα μας κάνει καμιά γύρα στο χωριό, γιατί, όπως κάναμε με την ομάδα που κέρδιζε, έκαναν καμιά βόλτα στο χωριό. Αυτός, αντί να κάνει γύρα στο χωριό, μας πήγε στη Δεσκάτη, είναι δίπλα η Δεσκάτη, 10 χιλιόμετρα, είναι μια κωμόπολη πέντε χιλιάδων κατοίκων. Μας πήγε στην πλατεία, κόσμος μαζεμένος λόγω της ημέρας. Ένας ηλικιωμένος… Εμείς αρχίζουμε να χορεύουμε εκεί, εγώ ήμουνα Κατσιούλης, ο πατέρας μου ήταν παπάς και άλλοι εκεί, είχαμε όλοι, πολύ ωραίο γκρουπ είχαμε κάνει. Είχαμε εκπαιδευτεί και από δω περισσότερο, στο χωριό, εκεί ήμασταν πιο άνετοι στη Δεσκάτη, βλέπαμε και κόσμο περισσότερο, εμείς άλλο τόσο καμαρώναμε. Αρχίσαμε να χορεύουμε στην πλατεία. Βλέπω έναν ηλικιωμένο παππού, ήρθε εκεί με πλησίασε εμένα, λέει: «Μάγκα», μου λέει, «τι ωραίος είσαι». Λέω: «Ποιος είσαι εσύ;», του κάνω. Λέει: «Άσε ποιος είμαι εγώ», λέει, «εσύ ποιος είσαι;», μου λέει. Του λέω: «Του Παλπανο-Γιώργου ο γιος». Ήξερε τον πατέρα μου αυτός, γιατί ο πατέρας μου συμμετείχε σε όλα. Λέω: «Του Παλπανο-Γιώργου ο γιος», ο Παλπάνης Γεώργιος ήταν ο πατέρας μου. Λέει: «Καλά, συνέχισε», λέει. Με ένα ύφος έτσι, και χαμογελαστό και λίγο αυστηρό. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά, εκεί που ήμασταν και εκεί λέμε: «Εντάξει, τα είδαμε», μας δώσαν και λεφτά, γύρισε ένας εκεί και μάζευε και λεφτά, δηλαδή οι Δεσκατιώτες άρχισαν από μόνοι τους να μας δίνουν λεφτά. Στα δέκα λεπτά, ένα τέταρτο που ήταν αυτό, εκείνος ο ηλικιωμένος, ο γεράκος, έφερε έναν που έπαιζε κλαρίνο, τον Καρακώστα, άκουσα που το λένε, δεν τον ήξερα εγώ τον άνθρωπο και άρχισε να παίζει το κλαρίνο και χορέψαμε με το κλαρίνο στην πλατεία. Βγάλαμε και φωτογραφίες εκείνη την εποχή και σηκώθηκαν και από τη Δεσκάτη κάτοικοι, δηλαδή το ένα φέρνει το άλλο και περάσαμε τέλεια. Και μετά το ξανακάναμε εμείς το ‘13, το ‘14. Τι άλλος θες να σου πω, ρε Μαρία; Πες μου τι άλλο θες, πες μου να σου πω.
Γιατί τόσα χρόνια μετά; Από το ‘91 μετά μέχρι το ‘13 είναι πολλά χρόνια.
Κοίταξε να δεις, από το ‘91 και μετά –εγώ το πώς το βλέπω τώρα σαν Στέργιος– μετά το ‘91 η κουλτούρα τον ανθρώπων άλλαξε και η δική μου και όλων. Ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση, οι νέοι βλέπουν καινούργια προγράμματα στην τηλεόραση, εκπομπές, ξενόφερτα παιχνίδια, νέος τρόπος διασκέδασης. Τότε, είπαμε, διασκεδάζαμε με μία φλογέρα, νέος τρόπος διασκέδασης και η παράδοση πιστεύω πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Βέβ[00:40:00]αια, η παράδοση δεν χάνεται ποτέ, θα επαναληφθεί, θα χαθεί, θα αναστηθεί. Στη συνέχεια, στους μεγαλύτερους ήρθαν τα γεράματα, ο πατέρας μου και η υπόλοιπη γενιά, αφού ήταν το ‘50, φαντάσου τώρα το ‘91, το 2000. Άλλοι δεν μπορούσανε, άλλοι έφυγαν από τη ζωή, άλλος η υγεία τους δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Βέβαια, αυτή είναι η ανησυχία η δικιά μου για να μη χαθεί το έθιμο, με έτρωγε από μέσα μου πάλι, έψαχνα, δεν μπορούσα να βρω, έτσι, κάποια ανταπόκριση, έψαχνα να βρω δυο-τρεις, έτσι, να κάνουμε το ντου. Ήρθε ένας φίλος από τα Τρίκαλα, από την Αθήνα ήταν ο Δημήτρης τότε, πιο μεγάλος από μένα, του αρέσουν αυτά, λέω: «Μήτσο, θα κάνουμε ένα ντου να τα ξανακάνουμε;». «Μέσα», λέει και αυτός. Αρχίσαμε να πλησιάζουμε διάφορα παιδιά, ήμασταν όλοι νέοι όμως τότε, φαντάσου εγώ είμαι από τους μεγάλους εκείνη την εποχή. Ξεκίνησε για μία πλάκα, έτσι τα παιδιά: «Κάνουν, ξέρω ‘γω πώς κάνουν». «Εντάξει, θα σας πω εγώ», λέω, «τι γίνεται και τι δεν γίνεται». Στολές δεν είχαμε πολλές, βρήκαμε στο σύλλογο μερικές, στο πολιτιστικό σύλλογο που έχει, είχε μερικές παραδοσιακές στολές να ντυθούμε. Ντρεπόταν ποιος θα γίνει Κατσιούλης. Λέω: «Δεν θα σε βλέπει, η μάσκα, δεν θα σε δει κανένας από πίσω». Έπρεπε να βρω όμως και κάποιον να του πάει στολή, να είναι, έτσι, παίδαρος θα λέγαμε σήμερα, γιατί ήταν λευκά από πάνω μέχρι κάτω. Όντως βρέθηκαν τα παιδιά, συμμετείχαν, το διασκέδασαν. Έπαιξε λίγο ρόλο, από το βράδυ όλη αυτή η νεολαία... Στην αρχή μου φάνηκε κάπως παράξενα και λίγο πήγα να δυσανασχετήσω, αλλά το αποτέλεσμα ήταν θετικό, γιατί; Αυτή η νεολαία το βράδυ είχε ξενυχτήσει σχεδόν, στις καφετέριες στο χωριό μας, που είχαμε εκείνη την εποχή, και ήταν όλοι και λίγο στο τσακίρ κέφι, είχαν πιει τα ουισκάκια τους και όλα αυτά, ήρθαν μερικοί τραγουδώντας επάνω. Άλλο που δεν ήθελα και εγώ, ντυθήκανε όλα τα παιδιά και γυρίσαμε το χωριό. Μιλάμε είχε πάρα πολλή επιτυχία το ‘13, γιατί ντυθήκαμε ακριβώς. Τους είπα εγώ, τους είχα τις φωτογραφίες που είχαμε, τους λέω: «Μάγκες, θα ντυθούμε, εσύ έτσι, εσύ αλλιώς». Βρήκαμε τον Αλή, τον ντύσαμε εκεί, δηλαδή το πήραν σαν παιχνίδι, ενώ παλιότερα ήταν σαν έθιμο, εκείνη την ημέρα το πήραμε σαν παιχνίδι και το αποτέλεσμα ήταν τέλειο δηλαδή. Τι ντυθήκαμε; Εγώ ντύθηκα εκείνη την ημέρα μία παραδοσιακή στολή, ας πούμε, είχα ένα καπέλο που φορούσαν παππούδες, ένα γιλέκο με ένα άσπρο πουκάμισο, φορούσα ένα παντελόνι, το κιλότο το λέγανε, το οποίο ήταν από το γόνατο και κάτω ένα πολύ στενό, με κουμπάκια εδώ αριστερά-δεξιά. Τον Κατσιούλη τον ντύσαμε, δηλαδή είχαμε όλα, τον παπά είχαμε. Είχαμε, ό, τι είχαμε και το ‘91, το βάλαμε και το ‘13. Συμμετείχαν αρκετά παιδιά, η αλήθεια είναι αυτή. Βέβαια, είπα και προηγουμένως, μετά από χρόνια… Έγινε το ‘91, το ‘13 που έγινε και ο παπάς μας είχε πολύ κέφια, τα είχε τσούξει λίγο το βράδυ, λοιπόν, έτσι, αλκοολικός εκεί και όποιον βρίσκαμε στο δρόμο ή ο παπάς έπρεπε να διαβάζει κάποιον με τα σχετικά του ή ο Αλής θα πρέπει... Να σου πω τώρα, ο Αλής πολλές φορές έκανε ότι λιποθυμούσε και έπεφτε στο δρόμο, ξάπλα, τέζμα και έπρεπε να πάει ο νοσοκόμος με τον γιατρό, να πάει και ο παπάς να το διαβάσει και κάποια στιγμή υποτίθεται αυτός θεραπεύονταν και σηκώνονταν και χτυπούσε τα κουδούνια και γινόταν ένας πανζουρλισμός. Καλά, τα γέλια τα πιτσιρίκια δεν τα συζητάμε. Οι γιαγιάδες το ‘13, γιατί είχε καιρό να γίνει πάλι, με συγκίνησαν. Μας περιμέναν, όπως είπα, στην αυλόπορτα, όπως και το ‘91, αλλά επειδή είχαν φύγει οι μεγάλοι, η ηλικία του πατέρα μου και οι άλλοι δεν υπολόγιζαν ότι θα ξαναγίνει αυτό, ας πούμε, και από μία νέα γενιά, γιατί δεν είχαμε μεγάλους στη γενιά μας, στα παιδιά, ήμουνα εγώ [Δ.Α.] και ένας άλλος πιο μεγάλοι, δεν το περιμένανε και λέγανε: «Θα κάνουν τα παιδιά Ρουγκατσάρια, εντάξει, είχαν υποτίθεται», έτσι λέγανε: «Θα κάνουν Ρουγκατσάρια». Όταν μας βλέπαν να φοράμε τα ίδια ρούχα και να κάνουμε τις ίδιες τρέλες, λοιπόν, συμμετείχαν, μπαίναν και χορεύαν μεταξύ μας, μπαίναν οι γιαγιάδες και χορεύαν και λέγαν και διάφορα και αυτές. Λοιπόν, όντως, πράγματι. Το ‘14 μετά... Το ‘13 θυμάμαι, ναι, ναι, τώρα ήρθε και στη μνήμη μου, αφού είδα εγώ ότι τα παιδιά συμμετείχαν πολλά, έπρεπε να το κάνω λίγο πιο όμορφο, λίγο πιο παραδοσιακό, πιο… Είχε αρχίσει και η κρίση τότε η οικονομική, όλα αυτά, ας πούμε. Πολλά παιδιά είχαν αρχίσει να φεύγουν στο εξωτερικό, σε άλλες πόλεις, άλλοι παντρεύτηκαν, δεν ήθελαν να συμμετέχουνε. Μιλάω με τον Πρόεδρο του χωριού –δεν θέλω να αναφέρω ονόματα τώρα, για να μην πάει σαν διαφημιστικό θέμα–, λέω: «Ρε Πρόεδρε», και ήταν και ο Πρόεδρος του συλλόγου, «αφού θα κάνουμε τα Ρουγκατσάρια, μαζεύτηκαν πολλά παιδιά», του λέω, «δεν κάνουμε μετά, θα βγούμε στην πλατεία, θα τους φέρω εγώ εκεί τραγου[00:45:00]δώντας, στην πλατεία», λέω, «να κάνουμε και την κοπή της βασιλόπιτας, αφού θα πούμε και τον παπά, να ‘ρθει και ο παπάς», γιατί είχαμε παπά από το διπλανό χωριό, τότε το δικό μας είχε φύγει από τη ζωή, «να κάνουμε και κοπή της βασιλόπιτας, να πάρουμε και κάνα-δυο γλυκά να το διασκεδάσουν, έτσι, το χωριό;», λέω. Μου λέει: «Πολύ σωστά λες», λέει, «θα το οργανώσουμε». Πράγματι, από κει και πέρα δεν είπα τίποτα άλλο, ο Πρόεδρος με το σύλλογο το είχαν οργανώσει. Δηλαδή, τελειώνοντας τα χωριά εμείς, τους λέω: «Θα μπαίνουμε από τη βορινή πλευρά», λέω, «τα παιδιά, όλοι, τραγουδώντας», με ό, τι είχαμε καθένας, «και θα πάμε». Το χωριό είχε πάρει το μήνυμα ότι θα βγούμε εμείς στην πλατεία, τους λέγαμε, από κάθε σπίτι που περνούσαμε τους λέγαμε: «Κοιτάξτε, μετά στην πλατεία, στην πλατεία όλοι». Άλλο που δεν ήθελαν, είχε και καλή μέρα, παρόλο που ήταν Πρωτοχρονιά, είχε καλή μέρα. Μαζεύτηκαν στο χωριό, μπαίνοντας εμείς από τη βορινή πλευρά εκεί της πλατείας, χορεύοντας, ο κόσμος χειροκροτούσε, έγινε ένας χαμός θα σου πω! Είχαμε, ο Πρόεδρος είχε μεριμνήσει, είχαν βάλει τα έξτρα τραπέζια στη σειρά με δύο μεγάλες βασιλόπιτες, κουτιά με γλυκά και όλα αυτά και πήγαμε τραγουδώντας, μας κέρασαν, ευχήθηκε χρόνια πολλά ο παπάς, όπως γινόταν παραδοσιακά, έκοψε τη βασιλόπιτα για όλους εκεί πέρα και μετά ακολούθησε και ένα γλέντι. Είχαν φέρει και ένα μαγνητόφωνο, εκεί κάποιος μερίμνησε και έβαλε και λίγο μουσική και συνεχίσαμε να χορέψουμε. Ήταν τέλεια! Το ‘14 δεν έγινε αυτό, απλώς διατηρήθηκε το έθιμο. Εκεί ντύθηκα… Κρατήθηκαν πάλι οι ρόλοι, του παπά, δηλαδή οι ρόλοι φιγούρες ορόσημα, να καταλάβεις, ο Κατσιούλης, ο παπάς, ο Αλής, ο γιατρός, αυτοί ήταν ορόσημα, αυτοί δεν λείψανε ποτέ αυτοί, ήτανε αυτό. Εγώ έδωσα σε έναν νέο να ντυθεί, τη μια χρονιά τον έδωσα να κάνει τον Κατσιούλη αυτός, περισσότερο ήθελα να τους σπρώξω, ας το πάρουν στην πλάκα, να πω ότι έγινε, θα το δουν τα παιδιά, σήμερα το βλέπουν, αυτούς που έκανα τότε –το έκανα, με την έννοια τους είπα να γίνουν, να μην υπερβάλλουμε τώρα– είναι παντρεμένοι σήμερα και έχουν παιδάκια στο σχολείο, αυτοί θα τους βλέπουν τώρα αύριο-μεθαύριο, θα λένε: «Ο μπαμπάς μου ήταν αυτός». Εγώ απέφυγα... Πήγα τη μία χρονιά έγινα, σου είπα, τοπικός εδώ, την άλλη χρονιά ντύθηκα πιο απλά, ένας έφορος με μια τσάντα και το… Συνήθως... Τώρα που είπα έφορος και θυμήθηκα τη φωτογραφία, όταν ξεκινήσαμε, αφού μετά εμείς δεν υπήρχε παπάς ένα διάστημα, λέμε: «Τι θα κάνουμε τώρα», τους λέω, «μάγκες; Παπά δεν έχουμε, πού θα πάμε; Θα πάμε στον Πρόεδρο, εντάξει». Πετάγεται ένας: «Και δεν πάμε μπροστά στην εκκλησία», λέει, «έχω και μία φωτογραφία εδώ, να κάνουμε έναν αγιασμό μόνοι μας;». Συγκεντρωθήκαμε στο πλακόστρωτο της εκκλησίας μπροστά, ο παπάς επάνω, εγώ έκανα δήθεν τον ψάλτη δίπλα, γιατί φορούσα στολή, δεν είχα κάποια αμφίεση από τις άλλες, το διαβάσαμε και μετά πήγαμε στον Πρόεδρο, όπως κάθε φορά, στον Πρόεδρο, μας περίμενε ο άνθρωπος με μεζέδες, με κρασιά, με τέτοια, πολύ ωραία, τέλεια!
Τώρα ελπίζω, ελπίζω, από τη στιγμή που υπάρχει αυτό το υλικό, οπτικοακουστικό, γραπτό, υπάρχει το ίντερνετ, υπάρχει σελίδες που μπορείς να βρεις όλα αυτά… Εγώ, βέβαια, αυτά που έχω κάνει, τα ‘χω βάλει στο YouTube, υπάρχουν στο YouTube, υπάρχουν στη σελίδα τη δικιά μου, opaliouriotis.blogspot, εκεί που είπα προηγουμένως, υπάρχουν αυτά και τα βίντεο και οι φωτογραφίες και ο γραπτός λόγος. Στο YouTube βλέπω τα παρακολουθούνε. Ήδη με παίρνουν από άλλες περιοχές και μου λένε: «Γιατί, γιατί;». Με παίρνουν από την ΕΡΤ3, μου πήρανε αλλού: «Πώς έγινε;», ξέρω ‘γω, «αν μπορούμε να το αναβιώσουμε», δυστυχώς δεν το κάναν τα παιδιά. Ελπίζω στο μέλλον! Συγκεκριμένα φέτος μου πήρε ένα γκρουπ, που είχε έρθει στα Γρεβενά, είχε πάει στη Βασιλίτσα και λέει: «Αν γίνεται το δρώμενο αυτό που βλέπουμε στο ίντερνετ, να ‘ρθουμε το γκρουπ». Δυστυχώς δεν έγινε, τους είπα ότι για λόγους άλλους και δεν έγινε. Πιστεύω μετά από χρόνια να γίνει, ρε, δεν πάει άλλο, ξέρω ‘γω. Τι να πω, είπαμε. Σε ακούω, τι θες να μου πεις άλλο για αυτό;
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας; Η αγαπημένη σας φιγούρα;
Αγαπημένη φιγούρα; Επειδή έκανα διάφορες, διάφορες, ο Κατσιούλης είναι λίγο παραπάνω από τα υπόλοιπα. Θα μπορούσα να κάνω και τον παπά, έχω το γονίδιο αυτό του πατέρα μου, αλλά θα το αφήσω σε κάποιον άλλο. Περισσότερο θέλω να μυήσω λίγο σε αυτό το δρώμενο τη νεολαία λίγο. Δεν πειράζει για μένα, ας μην κάνουν τώρα, στο μέλλον πιστεύω ότι κάποια στιγμή μετά, στην [Δ.Α.] δεν έχουμε και πολλά παιδιά, πιστεύω ότι αύριο-μεθαύριο, μετά από πέντε χρόνια, δέκα θα είναι; Από τη στιγμή που υπάρχει το υλικό, κάποιοι θα μπορέσουν να το κάνουνε, κάποιοι. Δηλαδή και πού βασίζομαι; Βασίζομαι ότι σε αυτά που συμμετείχαμε τα παιδιά, μετά το ‘13, που είναι τώρα, είναι όλοι ενήλικες με παιδιά στο σχολείο, στα στατιστικά που βλέπουμε στην ιστοσελίδα που έχω, βλέ[00:50:00]πω ότι μπαίνουν άνθρωποι και βλέπουν τέτοια στοιχεία, που σημαίνει ότι υπάρχει το ενδιαφέρον, αυτό. Και τα παιδιά τους θα λένε, όπως έλεγα εγώ, εδώ έψαχνα σε μια φωτογραφία του ‘55, ας πούμε, να βρω ποιος είναι ο πατέρας μου και είχα τη φωτογραφία στο κινητό και πήγαινα στο καφενείο και ρωτούσα: «Αυτός ποιος είναι ο μπάρμπας; Αυτός ποιος είναι; Εκείνος», λοιπόν, για να… Και στη φωτογραφία του ‘55 έχω όλους σχεδόν, έχω γράψει στη σελίδα ποιος είναι ο καθένας, και στις υπόλοιπες, αλλά ρωτώντας, ρωτώντας έφτασα εκεί πέρα. Κάπως έτσι πιστεύω ότι και τα παιδιά τα σημερινά, που δεν συμμετέχουν μεν, αλλά κάποτε έλαβαν μέρος, τα παιδιά τους θα ψάχνουν, θα λένε: «Εδώ είναι ο μπαμπάς μου, εδώ είναι ο θείος μου» και ή: «Φορούσε αυτό» και πιστεύω ότι θα το βρούνε.
Υπήρξαν κάποιες αλλαγές με το πέρας το–
Ναι.
Του χρόνου;
Ναι, πολύ ωραία ερώτηση, πάρα πολύ ερώτηση, γιατί στη λαογραφία και στην παράδοση είναι πολύ σημαντική για μένα. Ας πούμε τώρα, θα πάω από το ένα θέμα στο άλλο. Κάποια στιγμή κάναμε και τις Λαζαρίνες εδώ πέρα, ένα πολύ ωραίο δρώμενο και ενώ είχαμε τις φορεσιές τις πραγματικές –δεν πειράζει να πω για αυτό το θέμα, έτσι; Απλώς ναι, μια άλλη συζήτηση–, έχω φωτογραφίες εγώ του ‘57, που δεν φορούσε καμία γυναίκα ίδια ρούχα με την άλλη, η κάθε μια φορούσε το δικό της. Την έχω κάνει και έγχρωμη, για να δω τι φορούσανε, τα κολιέδες και αυτά, πρέπει να διαφέρει η κάθε μία από την άλλη, έτσι ήταν τότε. Ή η ποδιά, ήταν διαφορετικά. Μετά από χρόνια, που διάφοροι σύλλογοι θέλουν να αναβιώσουν τέτοια έθιμα, καταλήγουν όλοι σε… Όχι Τσεκλένης, να το πω σε ραφτάδικα τέτοια, σε μοντέλα και έχουν ομοιόμορφες στολές. Αυτό με ξένισε εμένα, που να είναι ομοιόμορφη η στολή και κάποια φορά βάλανε να έχουν και όλες από ένα μαντήλι άσπρο, όταν χορεύανε. Εγώ δεν το ‘χω δει σε καμιά φωτογραφία. Με ξένισε λίγο, ρωτώντας και κάποιους φίλους λαογράφους, που ασχολούνται με τέτοια, μου είπε ένας ότι: «Το ‘χω βρει και ‘γω σε ένα χωριό των Τρικάλων, γιατί αποστρατεύτηκα απ’ τα Τρίκαλα, τελευταίες χρονιές ήμουν στα Τρίκαλα και μετά εγκαταστάθηκα στο χωριό μόνιμα, που είμαι πλέον εδώ. Αυτό», λέει, «το βρήκα και ‘γω σε ένα χωριό», λέει, «αλλά τι είχε γίνει; Είχε έρθει κάποιος που είχε πάει να πολεμήσει στην Κορέα και όταν ήρθε, έφερε δώρο τα μαντήλια. Είδαν και αυτές μαντήλια και τα πήραν στο χορό, δεν είναι, όμως, το σωστό». Λοιπόν, κάπως έτσι και ‘γω με τη σειρά μου προσπάθησα και προσπαθώ ακόμα να διατηρήσω τη διαδικασία, τις στολές, την αμφίεση, τις φιγούρες των χαρακτήρων που είχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, να παραμείνουν αναλλοίωτα στο χρόνο, γιατί αν αλλάξω κάτι εγώ, θα ‘ρθει ο επόμενος θα αλλάξει, μετά από χρόνια και, όπως είπαμε, η τεχνολογία είναι μπροστά μας, θα βλέπει κάποιος ένα Κατσιούλη παλιό που είναι λευκά και, ξέρω ‘γω, κόκκινο καπέλο και τώρα τον βλέπει με μια φόρμα Adidas, ξέρω ‘γω. Αυτό δεν θέλω να το δω και ευτυχώς το ‘91 που κάναμε τα Ρουγκατσάρια, που είχαμε, είδες που σου ‘πα, είχαμε μεγάλους, στην ηλικία του πατέρα μου και άλλους, αυτοί μας καθοδηγούσαν πολύ σωστά. Μας λέγαν: «Μην κάνετε καμιά βλακεία και τα αλλάξετε, εμείς τα βρήκαμε έτσι, να τα συνεχίσετε έτσι όπως είναι εσείς». Γιατί; Γιατί, ας πούμε, ένας ηλικιωμένος, όπως σου ‘πα, ο πατέρας μου, που ντύθηκε το ‘91, το 1995 ήταν νέο παιδί, ελεύθερος, μετά παντρεύτηκε. Δηλαδή έζησε εκείνα και τα πιο μπροστά από αυτόνα, οπότε ήξερε τι… Δηλαδή και άλλους που ρώτησα, όχι μόνο, να μην λέμε μόνο για τον πατέρα μου, στο καφενείο που κάθομαι και συζητάω και ακόμα τώρα προσπαθώ να βρω καμιά πληροφορία. «Εμείς», λέει, «ήμασταν 18 χρονών το ‘55 και τα βρήκαμε έτσι όπως τα βλέπεις», είχα τις φωτογραφίες και τους έδειχνα, «ακριβώς έτσι». Και είναι πολύ σημαντικό, όταν βλέπεις κάτι πριν από το ‘50 να γίνεται και σήμερα το ίδιο και αυτό θα προσπαθήσω να μην το αλλάξω, τουλάχιστον τις κλασικές φιγούρες, γιατί, όπως σου είπα προηγουμένως, οι στολές, λόγω του συλλόγου, να είναι ομοιόμορφες και όλα αυτά, μπήκαν παντού, έτσι; Μπήκαν και στην παράδοση, μπήκαν και στις… Παντού. Μπήκαν και στα Ρουγκατσάρια, αναγκαστικά. Το ‘15 είχαμε πολλές στολές απ’ αυτές, αλλά τουλάχιστον οι κεντρικές φιγούρες τώρα, ο Κατσιούλης, δεν μπορούν να φύγουν από μέσα, ο Αλής δεν μπορεί να φύγει από μέσα, παπάς χωρίς… «Χωριό χωρίς παπά δεν γίνεται», λέγανε, «έτσι; Και χωρίς καμπαναριό», πώς το λέγαν; Να μην πω και το άλλο. Λοιπόν, κάπως έτσι και ‘γω προσπάθησα και νομίζω κάτι, ένα λιθαράκι έβαλα, ένα λιθαράκι ελπίζω ότι έβαλα. Κάποια φορά ήταν οι Λαζαρίνες. Να κλείσει το παρένθεση αυτό, έτσι απλώς… Όπως το δρώμενο με τα Ρουγκατσάρια, είχαμε και τις Λαζαρίνες, που είχαν χαθεί εντελώς και δεν… Δόξα τω Θεώ, σήμερα γίνονται. Και τα τραγούδια, τα οποία κάναμε ένα λάθος και ‘γω στον εαυτό μου το ρίχνω, είχαμε πάρα, πάρα, πάρα πολλά τραγούδια, τα ‘χω καταγράψει μεν γραπτά, αλλά έχει χαθεί η ντοπιολαλιά, δηλαδή δεν υπάρχουν άνθρωποι να τα τραγουδήσουν. Τότε που υπήρχαν γυναίκες, εμείς κοιτούσαμε να πάμε –όπως είπα και πιο μπροστά ότι είχε αλλάξει ο τρόπος ζωής μας–, κοιτούσαμε να π[00:55:00]άμε, ξέρω ‘γω, να διασκεδάσουμε κάπως διαφορετικά και δεν κρατήσαμε τη ντοπιολαλιά, να πάρουμε πέντε συνεντεύξεις και συγχαρητήρια σε εσάς τώρα που κάνετε αυτό, γιατί βάζετε και σεις ένα άλλο λιθαράκι, ας πούμε. Αλλιώς, αν είχαμε κάνει εμείς… Είχαμε βέβαια τις έγνοιες μας, είχαμε καινούριες οικογένειες, δουλεύαμε… Προσωπικά δούλευα και σε άλλες πόλεις, ήμουνα Καστοριά, Θεσσαλονίκη, Τρίκαλα, δεν ήμουν τόσο κοντά στο χωριό, της οικογένειας τα προβλήματα, το μεγάλωμα των παιδιών, δεν μας άφηναν, αλλά μετανιώνω πολλές φορές που έστω θα προσπαθούσα λίγο παραπάνω να κρατούσα κάτι. Αργήσαμε. Τώρα υπάρχουν τα κινητά, υπάρχουν χίλια δυο πράγματα που μπορείτε να σώσετε. Καλή συνέχεια να έχετε, συγχαρητήρια στο έργο που κάνετε και αν μπορούμε κάποια φορά να σας βοηθήσουμε, εμείς θα είμαστε δίπλα σας, δεν αυτό… Ευχαριστώ, Μαρία μου, να σαι καλά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, να ‘στε καλά.
Και ‘σεις και ‘σεις και όλος ο κόσμος.