© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Απεξάρτηση, «το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να κάνω στον εαυτό μου»

Istorima Code
12730
Story URL
Speaker
Γιώργος Βολκόβ (Γ.Β.)
Interview Date
15/09/2020
Researcher
Βλάσιος Πόγκας (Β.Π.)
Β.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας!

Γ.Β.:

Καλησπέρα!

Β.Π.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Γ.Β.:

Γιώργος Βολκόβ ονομάζομαι.

Β.Π.:

Είναι Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020, είμαι ο Βλάσης Πόγκας, βρίσκομαι με τον Γιώργο Βολκόβ στην Καλλιθέα Αττικής, είμαι ερευνητής του Istorima και ξεκινάει η συνέντευξη. Αρχικά θα μπορούσατε να μας πείτε ορισμένες πληροφορίες για εσάς;

Γ.Β.:

Ναι, βεβαίως. Ονομάζομαι Γιώργος Βολκόβ, είμαι 37 ετών, ζω στην Αθήνα, εργάζομαι ως ιδιωτικός υπάλληλος σε μια κρεπερί, είμαι διαζευγμένος, έχω δύο κόρες 14,5 και 15,5. Δεν ξέρω τι άλλο.

Β.Π.:

Θα θέλατε να μας πείτε μερικές πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα στο οποίο είχατε ενταχθεί;

Γ.Β.:

Το ’14 είχα ενταχθεί στο πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ «ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ», αφορά το συγκεκριμένο πρόγραμμα για ανθρώπους που είναι στη φυλακή σε κύρια βάση. Το πρόγραμμα αυτό το γνώρισα όταν ήμουνα στη φυλακή το ’14, στο οποίο και συμμετείχα μέχρι το ’15 που αποφυλακίστηκα και μετά συνέχισα και στην, στο εξωτερικό κομμάτι που είχανε το ΚΕΘΕΑ «ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ» που εδρεύει στην Κυψέλη, είναι –έτσι να το πω– μια κοινότητα ανοικτή, μέχρι και το ’18.

Β.Π.:

Θα μπορούσατε να μας πείτε ποιος είναι ο λόγος για τον οποίον βρεθήκατε στη φυλακή;

Γ.Β.:

Ο κύριος λόγος ήτανε τα ναρκωτικά που με οδηγήσανε στη φυλακή, δηλαδή οι παράνομες πράξεις, κλοπές, ληστείες. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος, μπορώ να το πω αυτό. Είμαι χρήστης απ’ τα 14. Μέχρι τα 35 μου έκανα χρήση, οπότε μου ήτανε δύσκολο στο να καταλάβω και να αποφασίσω μάλλον ότι θέλω να κόψω τα ναρκωτικά, θέλω να μπω ξανά, ας πούμε, στην κανονικότητα της ζωής, όποια είναι και αυτή, ας πούμε, με τις ρουτίνες της, με, με τις δυσκολίες της. Δεν μπορούσα, δεν μπορούσα να βρω τη λύση, τουλάχιστον όχι μόνος μου. Όταν μπήκα στο πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ «ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ» μού ανοιχτήκανε κάποιες πόρτες, που εγώ στην αρχή ήμουνα πολύ δειλός στο να τις ανοίξω, αλλά όταν έκανα την κίνηση και –πώς να σ’ το πω– εμπιστεύτηκα, αφέθηκα, εκεί άρχισα να καταλαβαίνω και τους λόγους για τους οποίους έκανα χρήση. Εντάξει, θα μπορούσα να σου πω και τους λόγους, οι λόγοι ήτανε, το ένα κομμάτι ήταν ότι όταν ήμουν 8 χρονών είχα κακοποιηθεί σεξουαλικά, απ’ το φόβο μου να μην το μάθουν οι δικοί μου εγώ το κράτησα για μια ζωή αυτό μέσα μου, δεν το ’χα πει σε κανέναν, δηλαδή την πρώτη φορά που το συζήτησα ήτανε το ’17, το 2017, το κράτησα δηλαδή πολύ καιρό μέσα μου αυτό. Το δεύτερο κομμάτι ήταν ότι ο πατριός μου με κακοποιούσε καθημερινά, με βάραγε με ζώνη και απαιτούσε από μένα να είμαι το παιδί που θα ήθελε να είμαι, αλλά εγώ δεν ήμουνα. Η μάνα μου δεν ήταν ποτέ μπροστά στο να με υπερασπιστεί, ένα παράπονο έχω απ’ αυτήν[00:05:00] που κάναμε μια συζήτηση όταν ήμουνα ακόμα στην κοινότητα, κάναμε μια οικογενειακή συνάντηση και ειπωθήκανε κάποια πράγματα, οπότε ήτανε κι αυτός ένας λόγος που με κράτησε πίσω. Αυτοί ήταν οι τρεις κύριοι λόγοι που εγώ έκανα χρήση σχεδόν τη μισή ζωή μου, ας πούμε.

Β.Π.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς πήρατε την απόφαση να ενταχθείτε στο πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ;

Γ.Β.:

Είχα κάνει πολλές απόπειρες στο να διακόψω τη χρήση μόνος μου, ήταν άκαρπες όλες, δηλαδή μπορεί να κρατιόμουνα έναν μήνα, 20 μέρες, μετά ξανάρχιζα πάλι. Είχα φτάσει να ’χω κατάθλιψη, είχα τάσεις αυτοκτονίας, αυτοκαταστροφικές τάσεις, έμενα για αρκετό διάστημα στον δρόμο, ζούσα σε εγκαταλελειμμένα, στα παγκάκια, δεν είχε σημασία. Συγγνώμη, ξανακάνε μου λίγο την ερώτηση, γιατί δυσκολεύτηκα λίγο.

Β.Π.:

Η ερώτηση ήταν σχετικά με το πώς πήρατε την απόφαση να ενταχθείτε στο πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ.

Γ.Β.:

Όταν μπήκα φυλακή, αισθάνθηκα ότι πλησίασα κάπου στο τέλος, δηλαδή ότι εδώ, ας πούμε, είναι το κερασάκι στην τούρτα, ότι εδώ μπορεί και να πεθάνω, το σκέφτηκα κι αυτό, να ’μαι ειλικρινής. Δεν ήθελα αυτό για τον εαυτό μου και είπα ότι καλό θα ήταν να ξαναπροσπαθήσω άλλη μια φορά, αυτήν τη φορά με τη βοήθεια, σε εισαγωγικά, κάποιων ανθρώπων που μπορεί να με βοηθήσουν. Γιατί άκουσα, ας πούμε, ότι όχι όλοι, αλλά πολλές περιπτώσεις, ρε παιδί μου, είχαν βοηθηθεί, δηλαδή απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ήμουνα και λίγο δύσπιστος ότι: «Θα μπορέσω να πάρω βοήθεια;», ας πούμε, «θα μπορέσουνε να με βοηθήσουν αυτοί οι άνθρωποι; Τι θα γίνει;», ας πούμε. Αλλά η τελική απόφαση ήταν το ότι: «Κοίταξε να δεις, στην παρούσα φάση που είσαι δεν έχεις να χάσεις και τίποτα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το δοκιμάσεις, μπορεί και να κερδίσεις, μπορεί και να χάσεις». Αλλά ,αν μη τι άλλο ,δεν είχα κάτι άλλο να χάσω, τα ’χα χάσει όλα, δηλαδή μου ’χανε κλείσει όλες οι πόρτες, η μητέρα μου, η αδερφή μου, χώρισα με τη γυναίκα μου, δηλαδή τα είχα κάνει όλα, ρε παιδί μου, ένα ρημαδιό, τα είχα ισοπεδώσει όλα, είχα φτάσει –που λένε– στον πάτο.

Β.Π.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς βιώσατε την κατάσταση αυτήν αρχικά, όταν πήρατε την απόφαση και ενταχθήκατε στο πρόγραμμα;

Γ.Β.:

Μου ήτανε λίγο δύσκολο στην αρχή γιατί είχα στερητικά, γιατί έκανα χρήση και μέσα στη φυλακή, ό,τι χάπια μπορούσα να γράψω στον ψυχίατρο του Κορυδαλλού τα ’χα γράψει. Ήταν δύσκολες οι πρώτες δύο-τρεις βδομάδες, αλλά μετά από αυτές τις δύο-τρεις βδομάδες άρχισα εγώ να αισθάνομαι διαφορετικά, ρε παιδί μου, άρχισα να αισθάνομαι, ας πούμε, πιο σιγουριά για τον εαυτό μου, ότι μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, ότι αν θέλω να μιλήσω σε κάποιον, ας πούμε, μπορώ να μιλήσω. Με το προσωπικό δεν είχα μιλήσει καθόλου, είχα αυτό το, από μικρός την ανασφάλεια στον κόσμο, την ανασφάλεια στον άνθρωπο, να μην πω καμιά κουβέντα παραπάνω, να… Γιατί μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να βγω υπό, δεν ήθελα ποτέ, ας πούμε, να μου πει ο άλλος ότι: «Εγώ είμαι ο αποπάνω σου», ας πούμε[00:10:00]. Το είχα αυτό και έτσι κρατούσα και μια πισινή, ώσπου μια μέρα μού ζητήθηκε να μιλήσω με το θεραπευτικό προσωπικό, δηλαδή να το πω σαν μια ατομική συνάντηση, όχι σε φάση ομαδικής, γιατί, εντάξει, τις ομαδικές τις κάναμε, ας πούμε. Ήταν μια-δυο φορές την εβδομάδα, η μία ομάδα ήταν αυτοβοήθειας, δηλαδή εκεί μιλάς με, με θέματα που μπορεί να προκύπτουνε σε εσωτερική φάση, όπως απογοήτευση, άγχος, στεναχώρια, θυμό… Γιατί, μη νομίζεις, και μέσα είναι δύσκολα, δηλαδή το να είσαι κλεισμένος, εσώκλειστος, να ξέρεις ότι θα σου ανοίξουν ας πούμε στις 7:00 η ώρα, ότι 8:00 η ώρα πρέπει να σε κλείσουνε, ότι θα προαυλίζεσαι για μιάμιση ώρα, ας πούμε, το ότι δεν έχεις επικοινωνία δηλαδή με τους δικούς σου, ας πούμε, δηλαδή αν έχεις μια κοπέλα δεν μπορεί να έρθει, η μητέρα σου μπορεί να έρθει μία φορά την εβδομάδα ή οι δικοί σου, ας πούμε, δηλαδή οι πρώτου βαθμού συγγένειας. Όταν έχεις ακούσει και μεγάλη ποινή, ας πούμε, εκεί ματαιώνεσαι ακόμα και πιο πολύ, εγώ, δηλαδή, ας πούμε, που μου λέγανε: «Κοίταξε, μπορεί να κάτσεις και δέκα χρόνια εδώ», ας πούμε, όταν ακούς δέκα χρόνια λες, ας πούμε, θα βγω εδώ πέρα, είμαι 35, θα βγω στα 45 μου – και εκεί αυτό είναι που σου έλεγα πριν, η ματαιότητα, ο φόβος, το άγχος. Και σιγά-σιγά, καθώς πέρναγε ο καιρός μέσα στο πρόγραμμα, μετά το ατομικό που έκανα, με βοήθησε λίγο να ξεκλειδώσω και να αρχίσω και να ακουμπάω λίγο πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους, όχι κατά κύριο λόγο στην ομάδα μου, γιατί με τους ανθρώπους μέσα μόλις τελείωνε η κοινότητα ανέβαινες πάλι πάνω, ήσουνα –να το πω έτσι– συγκελίτης. Ναι μεν ήταν η ομάδα σου, αλλά υπήρχε και αυτό το, υπήρχε και αυτός ο τίτλος, ρε παιδί μου, ότι: «Κοίταξε, τώρα είμαστε στη φυλακή». Παρόλο που υπήρχε ασφάλεια, ρε παιδί μου, μέσα στον θάλαμο, σκεφτόσουνα ποιος μπορεί να διακόψει απ’ αυτούς και τι μπορεί να πει μετά στους υπόλοιπους που είναι στη φυλακή; Γιατί όσο είσαι στην, στο πρόγραμμα ήμασταν σε έναν θάλαμο όλοι μαζί, υπήρχαν όμως και διακοπές, ας πούμε, μπορεί εγώ να μην άντεχα και να έλεγα: «Παιδιά, ξέρετε κάτι; Εγκαταλείπω την προσπάθειά μου, δεν αντέχω άλλο και φεύγω». Γιατί ακουγόντουσαν και πολλά, ότι μας κάνουνε και πλύση εγκεφάλου, ότι τι γίνεται στο ΚΕΘΕΑ, τι γίνεται… Πώς μας αντιμετωπίζουνε, ότι κάτι έχουμε στα υπόγεια, λέγανε, δηλαδή ακουγόντουσαν διάφορα πράγματα, ας πούμε, τα οποία σκέφτεσαι, ότι: «Ξέρεις κάτι; Άμα πω εγώ μια κουβέντα, ας πούμε, παραπάνω για τον εσωτερικό μου φόβο ή κόσμο, ξέρω γω, ή ακόμα και εγώ για την κακοποίηση, ας πούμε, δεν το ’χα πει ποτέ, δηλαδή έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια στη θεραπεία για να μπορέσω να το πω σε έναν θεραπευτή, όχι άμεσα στην ομάδα μου, δηλαδή στην επανένταξη πλέον το ’πα στην ομάδα μου, ας πούμε. Γιατί είχα αυτό το μόνιμο άγχος ότι: «Α! Ποιος θα διακόψει;», ας πούμε, «μπορεί να με εκθέσει», να το πω έτσι, ας πούμε. Υπήρχε αυτός ο φόβος, αλλά με τους θεραπευτές μού είχε φύγει, δεν το είχα αυτό, ας πούμε, τόσο πολύ. Τότε μου διαγνώστηκε και η κατάθλιψη, ήρθε ψυχίατρος από το «ΕΞΕΛΙΞΙΣ», μου είπε ότι χρειάζεται να πάρω αγωγή, έπαιρνα για δύο χρόνια αγωγή. Στην αρχή ήμουν αρνητικός στο να πάρω την αγωγή, ήμουνα εκατό τοις εκατό πεπεισμένος ότι θα μου περάσει, το πάλεψα για κάνα μήνα, δύο, αλλά είχα σκαμπανεβάσματα και δεν μπορούσα, όσο και καλή διάθεση να είχα δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω μόνος μου. Η αγωγή με βοήθησε, να ’μαι ειλικρινής, δεν το περίμενα, δηλαδή ήμουν αρνητικός στην αρχή, λέω: «Δεν θέλω άλλα χάπια, δεν θέλω τίποτα, θέλω να ’μαι καθαρός», το ένα τ’ άλλο. Η αγωγή με βοήθησε, δηλαδή όσο και σκεφτόμουνα ότι θα ’ναι αδύνατον, ας πούμε. Εφόσον σταμάτησα την αγωγή, μετά είδα και διαφορά και στον τρόπο επικοινωνίας μου, για το πώς πλέον εγώ μπορώ να αντιμετωπίσω και δυσκολίες μου, και τους φόβους μου, και τις ανασφάλειές μου σαν άνθρωπος, και να μπορέσω να εμπιστευτώ, να πω δύο κουβέντες παραπάνω σε έναν ίσως άγνωστο άνθρωπο ή, και να μην, σε εισαγωγικά, ντρέπομαι ή φοβάμαι γι’ αυτό που μου είχε συμβεί στο παρελθόν. Οπότε αυτό ήταν ένα συν για μένα.

Β.Π.:

Θα ήθελα να σας ζητήσω να μου περιγράψετε τη ζωή στη φυλακή και όχι αναγκαστικά κατά τη διάρκεια του προγράμματος, εκτός προγράμματος.

Γ.Β.:

Στη[00:15:00] φυλακή, ε; Θα αναφερθώ απλώς, γιατί, όταν τελείωσα, όταν βγήκα εκτός, ας πούμε, εκτός φυλακών μού ζητήθηκε κάνα δυο φορές να πάω ως επίσκεψη και είχα τεράστια δυσκολία στο να το κάνω αυτό. Ενώ είναι πολύ βοηθητικό, κι ήταν και πολύ βοηθητικό και για μένα όταν ήμουνα εγώ μέσα, που ερχόντουσαν παιδιά, ας πούμε, απ’ την Κοινότητα και μας λέγαν ότι υπάρχει ζωή και έξω, «σας περιμένουμε» και μας δίνανε ελπίδα, ας πούμε, μας δίνανε τροφή για σκέψη, ελπίδες για το αύριο και πώς μάχονται αυτοί, ότι: «Κοίταξε, έχω βρει δουλειά, είμαι στο πρόγραμμα, τα ξανα… έχω ξαναβρεί με την οικογένειά μου, πατάω στα πόδια μου, έχω χόμπι, έχω εθελοντισμό, προχωράω», εγώ είχα τεράστια δυσκολία στο να πηγαίνω μέσα. Αυτή η μυρωδιά, ρε παιδί μου, που όταν μπαίνεις μέσα, το, της υγρασίας και –πώς να το πω– της βρόμας, να το πω, ρε παιδί μου, δηλαδή αν και ήμουνα και καθαριστής για κάνα δίμηνο-τρίμηνο μέσα, δηλαδή αυτό δεν φεύγει, ρε παιδί μου. Δηλαδή τις δύο φορές που πήγα ένιωσα εγκλωβισμένος όπως ένιωσα όταν πρωτομπήκα στη φυλακή, δηλαδή αυτόν τον εγκλωβισμό και απλώς έλεγα: «Κάνε κουράγιο, ρε παιδί μου, θα φύγεις, θα φύγεις από εδώ, ας πούμε, σε δύο, τρεις, τέσσερις ώρες το πολύ, θα φύγεις και απλώς δώσε τον καλύτερό σου εαυτό στα παιδιά, πες τι έχεις καταφέρει, πες πώς προχώρησες, ξέρω γω, πες ότι δεν το έβαλες κάτω, δείξε αυτό που έχεις καταφέρει μέχρι τώρα για να τους δώσεις δύναμη, γιατί και εσύ τότε την χρειαζόσουνα». Αυτό έλεγα από μέσα μου καθώς προχωρούσα στους διαδρόμους της φυλακής. Τα πράγματα είναι εξαθλιωτικά μέσα. Υποδομές δεν υπάρχουνε, δηλαδή υπάρχει ένα κεντρικό μπάνιο που είναι κάτω, το οποίο έχει ζεστό νερό, εγώ δεν είχα κάνει ποτέ μπάνιο κάτω, έκανα με κρύο στον θάλαμο, ας πούμε. Υπάρχουνε κλίκες, δηλαδή υπάρχουνε –να το πω έτσι–, δεν θα το ’λεγα συμμορίες, θα το ’λεγα κλίκες, ναι. Είναι, ας πούμε, οι άνθρωποι που είναι από το, απ’ την Ρωσία, είναι οι άνθρωποι που είναι απ’ την Γεωργία, είναι οι άνθρωποι που είναι από άλλες χώρες, ας πούμε, και είναι –να το πω έτσι– όλοι μαζί. Δηλαδή δεν είναι όλοι σκορποχώρι, μπαίνεις μέσα και ανήκεις κάπου. Εκτός αν είσαι του πεταματού, να το πω έτσι, ας πούμε, και είσαι πολύ ήσυχος σε εισαγωγικά και δεν ασχολείται λίγο πολύ κανένας μαζί σου, για να περάσεις ήσυχα την ποινή σου και να φύγεις. Υπάρχει και αυτό, και αυτό το στάδιο που παρατήρησα μέσα στη φυλακή, ότι υπάρχουνε και άνθρωποι, ρε παιδί μου, οι οποίοι είναι τελείως, ας πούμε, αφημένοι. Εντάξει, έχει και τα προνόμιά του το να είσαι, γιατί με ζητήσανε να μπω και εγώ στην κλίκα όταν πρωτομπήκα, τους αρνήθηκα, έχει τα προνόμια το να έχεις τσιγάρα, έχει τα προνόμια το να έχεις Internet, έχει το προνόμιο να μπορείς να πάρεις τηλέφωνο όποτε θέλεις, γιατί υπήρχανε κινητά, υπήρχαν tablet, υπήρχαν τηλεοράσεις, υπήρχανε ψυγεία, υπήρχανε ηλεκτρικές κουβέρτες, υπήρχανε ρούχα, υπήρχανε… Δηλαδή από πούρα μέχρι και ναρκωτικά, ρε παιδί μου, ό,τι ήθελες, αρκεί με το αζημίωτο να τους χρωστάς μετά, όταν θα αποφυλακιστείς θα δουλεύεις γι’ αυτούς, κάτι το οποίο εγώ δεν ήθελα. Θα μου πεις: «Σκεφτόσουνα τόσο μακριά, ότι θα βγεις, εφόσον είχες ακούσει ότι μπορεί να κάνεις και δέκα χρόνια;». Ναι, το σκεφτόμουνα, σκεφτόμουνα ότι δεν ήθελα να χρωστάω σε κανέναν, ρε παιδί μου, άμα και τη στιγμή που βγω, ας πούμε. Τα πράγματα μέσα είναι δύσκολα από άποψης κιόλας και, δηλαδή και τροφής, το φαγητό είναι από μέτριο σε δύο μέρες μες στην εβδομάδα έως… Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω, θα το χαρακτηρίσω χάλια τις άλλες τέσσερις-πέντε, επειδή δεν τρώγεται, δεν τρωγότανε, δηλαδή εγώ τρεφόμουνα με τρεις-τέσσερις μέρες με σκέτο ψωμί ή μαρμελάδα, που μπορούσες να πάρεις για πρωινό, ας πούμε. Και φρυγανιές.Εντάξει, αν υπήρχε[00:20:00] μια-δυο μέρα, ας πούμε, δυο μέρες μέσα στην εβδομάδα, οι οποίες μπορεί να είχανε κοτόπουλο με πατάτες ή χοιρινό με πατάτες, εντάξει, το ’τρωγες, αλλά όλες τις υπόλοιπες ήτανε… μπορούσες να βρεις και καμιά κατσαριδούλα μέσα, εντάξει, αυτά ήτανε μέσα στο πρόγραμμα. Εντάξει, το ότι προαυλιζόσουνα πολύ λίγο, για μία ώρα, μιάμιση, και σε αυτήν τη μιάμιση ώρα έπρεπε να βάλεις και την άθλησή σου μέσα και –πώς να το πω–, δηλαδή αν είχες το προνόμιο να έχεις και καφέ, ας πούμε, να πιεις έναν καφέ και έξω, ας πούμε, να σε χτυπήσει λίγο ο ήλιος αυτό ήταν, θα ήταν το ιδανικότερο. Καμιά φορά αν υπήρχε πρόβλημα φώναζες τους δεσμοφύλακες, δεν ερχόντουσαν, δεσμοφύλακες, φύλακες, απλά τους φώναζες, ρε παιδί μου, δεν ερχόντουσαν, δηλαδή ο άλλος είχε πάθει ανακοπή μέσα στον, μέσα στον θάλαμο και πέθανε και δεν πήγε κανένας έγκαιρα ποτέ, υπήρχε και αυτή η περίπτωση όταν, όσο ήμουνα μέσα. Οι εξεγέρσεις, μια φορά είχαμε και εξέγερση μέσα στις φυλακές, φωτιές, ξυλοδαρμοί, κακό, πάλι καλά ο δικός μας ο θάλαμος είχε ένα σιδεράκι –να το πω έτσι–, το οποίο μπορούσε να ασφαλίσει την πόρτα, το οποίο μπορούσε να ασφαλίσει την πόρτα και να μην μπούνε μέσα, γιατί ήτανε τα πράγματα πολύ άσχημα. Γιατί, να σου πω και κάτι; Ήτανε και, ήταν το κομμάτι το δύσκολο το ότι ήμασταν και στιγματισμένοι τα παιδιά του ΚΕΘΕΑ, δεν μας μιλάγανε σε εισαγωγικά και κρατάγαν αποστάσεις, οπότε άμα γινότανε κάποια φασαρία ήμασταν τα πρώτα άτομα που ξέραμε ότι μας έχουν άχτι, οπότε ήτανε και αυτό μια δυσκολία μέσα στην καθημερινότητα, όταν… Ποτέ δεν κυκλοφοράγαμε μόνοι μας, πάντα πηγαίναμε δύο-δύο, τρεις-τρεις ή τέσσερις-τέσσερις, αυτό ήτανε για την, και για τη δικιά μας την ασφάλεια, αλλά και –πώς να σ’ το πω–, κυρίως για την ασφάλεια. Για οποιονδήποτε λόγο, ας πούμε, γιατί εγώ μπορεί να προέρχομαι από άλλη πτέρυγα και στην άλλη πτέρυγα να είχα κάνει τα αίσχη και να χρωστούσα και λεφτά. Και μετά από την άλλη πτέρυγα να στέλνανε άτομα για να με βαρέσουνε, είτε να μου ζητήσουν τα λεφτά, που είχε συμβεί κιόλας σ’ εμάς, τα οποία το παιδί μετά τους ξεπλήρωσε, δηλαδή τους έδινε κάθε βδομάδα χρήματα, για να τους ξεχρεώσει ένα χρέος από ναρκωτικά που έπινε εκεί, ας πούμε, 100 ευρώ.

Β.Π.:

Οπότε αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση ήταν από πλευράς των υπόλοιπων φυλακισμένων;

Γ.Β.:

Ναι. Εμείς, να σ’ το πω, να σου πω έτσι, είχαμε ένα πρόγραμμα, ρε παιδί μου, δηλαδή ξέραμε ότι 5:00 η ώρα τελειώναμε το πρόγραμμα, 5:00 με 6:00-7:00, ας πούμε, το γράφαμε κιόλας, είχαμε φτιάξει κι από μόνοι μας έναν προγραμματισμό που τον ξέρανε και οι θεραπευτές, 5:00 με 6:00 γυμναστική, είχαμε κάνει με σκουπόξυλα και από μεγάλα νερά αυτοσχέδια βαράκια –να το πω έτσι– και κάναμε βάρη μόνοι μας, push ups, κοιλιακούς, ο ένας βοήθαγε τον άλλον, 6:00 με 7:00 μπορεί να κάναμε ένα ντουζάκι, να τρώγαμε, μετά παίζαμε κάνα επιτραπέζιο, που είχαμε τη δυνατότητα να τα παίρνουμε από κάτω, απ’ την Κοινότητα, κάνα «UNO», καμία «Μονόπολη». Πήγαινε η ώρα 9:00 γράφαμε το ημερολόγιό μας, που ήταν βασικό στοιχείο, να το πω έτσι, για το πώς βιώνουμε την ημέρα και πώς κλείνει, για να έχουνε και λίγο τον νου τους και οι θεραπευτές σε τι φάση βρισκόμαστε και μετά ήταν, ας πούμε, να το πω έτσι, η ελεύθερη ώρα. Δηλαδή από τις 8:00 που μας κλείνανε μέχρι τις 10:00-11:00, ας πούμε, μπορούσες να δεις μια τηλεόραση, μπορεί να συζητήσεις με ένα παιδί, ξέρω γω, που είσαστε δίπλα, να διαβάσεις ένα βιβλίο, να δεις ένα έργο. Αυτά.

Β.Π.:

Το ημερολόγιο που αναφερθήκατε ήταν προαπαιτούμενο της ένταξης στο πρόγραμμα;

Γ.Β.:

Όχι δεν ήταν προαπαιτούμενο, ήτανε βοηθητικό θα έλεγα, θα ’ταν βοηθητικό από άποψης ότι εγώ σαν Γιώργος ήμουνα κλειστός χαρακτήρας, δεν μιλούσα πολύ, στο χαρτί κατά κάποιον τρόπο με βοήθαγε, ρε παιδί μου, να αποτυπώσω δύο-τρεις κουβέντες παραπάνω, στις οποίες εγώ είχα μια δυσκολία στο να τις πω ανοιχτά. Οπότε, αυτό βοήθαγε και τους θεραπευτές να δούνε ίσως και μακροχρόνια, δηλαδή μέσα στην εβδομάδα ή στις 15 μέρες ή στις 20 για το τι αλλάζει στον Γιώργο, πώς αισθάνεται. Δηλαδή: «Σήμερα», ας πούμε, «είχα ένα τηλεφώνημα απ’ τη μάνα μου», ξέρω γω, ή «τηλεφώνησα στη μάνα μου απ’ το καρτοτηλέφωνο, είμαι χαρούμενος[00:25:00] γιατί μου είπε ότι οι κόρες μου τα πάνε καλά στο σχολείο», σου φέρνω ένα απλό παράδειγμα, έτσι; «Είμαι στεναχωρημένος γιατί η υγεία της μάνας μου δεν είναι καλά», γιατί είχαμε ένα παιδί που ήμασταν δίπλα-δίπλα, η μάνα του πέθανε στη φυλακή όταν, όσο ήταν εκείνος, και ούτε, δεν μπορούσε να πάει ούτε στην κηδεία και αυτό τον στιγμάτισε για κάνα τρίμηνο, δηλαδή ήταν πολύ άσχημο για κείνον να ξέρει ότι έχει πεθάνει η μάνα του και να μην μπορεί να την αποχαιρετήσει ή να είναι στην κηδεία της.

Β.Π.:

Αναφερθήκατε στους θεραπευτές προηγουμένως. Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη σχέση που είχατε αναπτύξει με τους θεραπευτές του προγράμματος; Ποια ήταν η καθημερινότητά σας μαζί τους;

Γ.Β.:

Κοίταξε να δεις, κατ’ αρχάς, ρε παιδί μου, η σχέση χτίζεται, έτσι; Δεν μπορεί να, απ’ τη μία μέρα στην άλλη να υπάρχει και εμπιστοσύνη και να υπάρχει και η ασφάλεια και να υπάρξει και αυτό το άνοιγμα ως προς θεραπευόμενο προς θεραπευτή. Σίγουρα αν μη τι άλλο οι θεραπευτές μάς δίνανε πάντα το χέρι τους απλόχερα, έτσι; Δηλαδή: «Έλα να κάνουμε μια συνάντηση, πώς αισθάνεσαι σήμερα;». Γιατί πηγαίναμε και είχαμε μια πρωινή συνάντηση. «Πώς αισθάνεσαι σήμερα, πώς ξύπνησες, τι γίνεται, πώς είσαι, πώς τα βλέπεις τα πράγματα, τι στόχους έχεις βάλει για σήμερα;», δηλαδή προσπαθούσαν να μας κρατήσουνε και σε μια ενεργητικότητα στο άποψης στο να μην πέφτουμε. Γιατί είναι πολύ σημαντικό στο να μην πέφτεις μέσα στη φυλακή. Οπότε, βάζαμε στόχους, την άλλη μέρα τούς αξιολογούσαμε αν τους πετύχαμε ή όχι, αλλά σε κύρια φάση οι θεραπευτές ήτανε πάντα κοντά, δηλαδή: «Έχω κάποιο πρόβλημα», ας πούμε, «πάμε!». Θυμάμαι με είχε πιάσει το δόντι μου μια μέρα και δεν το ’λεγα στους θεραπευτές μου, ας πούμε. «Τι έχεις, αγόρι μου; Τι έχεις; Τι έχεις; Τι έχεις;». Τέλος πάντων, μετά από τρεις-τέσσερις μέρες, εφόσον δεν κοιμόμουνα κιόλας, γιατί φάρμακα μέσα στη φυλακή δεν σου δίνουνε, πολύ δύσκολα, τους είπα ότι πονάει το δόντι μου. «Ωραία, κλείσε ραντεβού». Παίρνω τηλέφωνο, μου λέει αυτός: «Σε δέκα μέρες». Ε, με βλέπανε ότι μια-δυο μέρες ότι δεν τα πάω καλά, πήραν οι θεραπευτές τον οδοντίατρο: «Πες μας πότε έχεις κενό να στείλουμε το παιδί, άμεσα!». Πήγα την επόμενη μέρα και έβγαλα το δόντι μου. Καλά, δεν παίζει σφράγισμα και τέτοια, τα βγάζουν. Αλλά θέλω να σου πω, ρε παιδί μου, για το πώς ήτανε άμεσοι στο να κάνουνε κάποια πράγματα, ότι κατάλαβα ότι δεν είναι ότι το κάνουν τυπικά για, επειδή είναι η δουλειά τους, το κάνουνε πραγματικά γιατί θέλουν να βοηθήσουνε, δηλαδή το είδα αυτό έμπρακτα, ας πούμε, κατάλαβες; Γι’ αυτό ακούμπησα κιόλας και έκανα και τέσσερα χρόνια θεραπεία, έτσι; Δηλαδή δεν είναι λίγο, αφιέρωσα και για του εαυτό μου αλλά και γι’ αυτούς, ας πούμε, χρόνο στο να βοηθηθώ και να τους δώσω τον χώρο να με βοηθήσουν, γιατί ήμουνα και πολύ κλειστός. Δηλαδή θυμάμαι ήρθε μια θεραπεύτρια στην, στον δεύτερο μήνα; Και μου λέει: «Έχω γνωρίσει την αδερφή σου και τη μητέρα σου, ξέρω γω, που έρχονται στο ‘‘Πρόγραμμα Οικογένειας’’ που είναι έξω» και πήγε να με πάρει μια αγκαλιά και εγώ τραβήχτηκα, δηλαδή ήμουνα σε φάση δεν ήθελα, ξέρεις, ούτε επαφές, ούτε αγκαλιές, ούτε χειραψίες, ούτε… Ήμουνα σαν αγρίμι, ας πούμε. Γιατί θυμάμαι που στις αποφοιτήσεις μού λέει: «Θυμάμαι την πρώτη μέρα που σε γνώρισα» μου λέει «που τραβήχτηκες» και είχε βάλει τα κλάματα και έκλαιγε και μου λέει: «Και τώρα πώς με παίρνεις» μου λέει «τόσο απλόχερα» μου λέει «και τόσο ζεστά» μου λέει, δηλαδή συγκινήθηκα, με συγκίνησε, ρε παιδί μου. Το πώς είχα αλλάξει και εγώ και για το πώς το βίωνε κι εκείνη, μου λέει: «Κοίτα πώς έχεις γίνει!». Οι σχέσεις μέσα ήτανε, εγώ όταν έμαθα δηλαδή ότι θα αποφυλακιστώ είχα δεθεί τόσο πολύ που δεν ήθελα να φύγω, ειλικρινά. Δηλαδή μου λέγαν, ας πούμε: «Φεύγεις σήμερα» και τους έλεγα «δεν θέλω να φύγω», ένιωθα ασφάλεια πλέον ανάμεσά τους και όταν έκανα τη μετάσταση, δηλαδή –να το πω έτσι– ότι έφυγα απ’ το ένα μέρος και πήγα σε παρόμοιο, ρε παιδί μου, πάλι πλαίσιο, αλλά με διαφορετικούς πλέον ανθρώπους, είχα τεράστια δυσκολία στο να, να το πω έτσι, να εγκλιματιστώ, να μπω να δω τα κατατόπια, να είμαι πάλι ανοιχτός και πάλι σαν να κλείστηκα λίγο στο καβούκι μου και μου πήρε αρκετό χρόνο και στην κοινότητα στο να ανοιχτώ πάλι, στο να εμπιστευτώ ξανά καινούργιους ανθρώπους, στο[00:30:00], στο να επενδύσω πάλι σε μια σχέση.

Β.Π.:

Προηγουμένως αναφερθήκατε σε επανένταξη. Είχατε σταματήσει το πρόγραμμα και συνεχίσατε μετά;

Γ.Β.:

Είχα κάνει μια διακοπή όταν ήμουνα στο πρόγραμμα για δύο μήνες, όσο, όταν έκανα τη μετάβαση που έφυγα από τις φυλακές και μπήκα στην Κοινότητα, που είναι στην Κυψέλη, το τελευταίο εξάμηνο, το πρώτο εξάμηνο μού ήταν δύσκολο, μου ήτανε δύσκολο στο να, να προχωρήσω. Συνέχεια μου λέγανε ότι σαν να κουβαλάω μια πανοπλία, εγώ δεν μπορούσα να το δω αυτό, ενώ τυπικά και εισαγωγικά εγώ τα έκανα εντάξει, δηλαδή είχα βρει χόμπι, εθελοντισμό, δηλαδή πήγαινα κολυμβητήριο, εθελοντισμό πήγαινα στα, σε παιδάκια που ήτανε ΑΜΕΑ στο θεραπευτικό, στο Γουδή έχει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα με άλογα, το οποίο ήμουνα έναν χρόνο εκεί, δηλαδή τα ’κανα τυπικά, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω, ας πούμε, τι μου λένε, δεν είχα ανοιχθεί συναισθηματικά γι’ αυτούς και είχα τεράστια δυσκολία σε αυτό. Ένας μεγάλος παράγοντας που έφυγα απ’ την Κοινότητα, που έκανα μια, τη διακοπή μου να το πω έτσι, ήτανε και το ερωτικό το κομμάτι. Εκεί είχα γνωρίσει μια κοπέλα, η οποία, εντάξει, είναι, είναι πολύ φυσιολογικό όταν απέχεις από το κομμάτι της σχέσης, δηλαδή εγώ όταν χώρισα ήμουνα 29 στα 30 και μετά, ας πούμε, στα 35 μου, 36, δηλαδή αισθάνθηκα κάπως για μια κοπέλα και αισθάνθηκε και εκείνη για μένα κάτι και ήτανε το «wow», ας πούμε, μετά από πέντε-έξι χρόνια, έτσι; Και αυτό μου πήρε όλο το μυαλό, δηλαδή όταν εγώ είπα στη θεραπεύτρια ότι: «Κοίταξε να δεις, έχει γίνει αυτό κι αυτό και νιώθω πράγματα και νιώθει κι εκείνη και το κάνω ανοιχτό γιατί θα γίνει κάτι, ας πούμε, και το οποίο μπορεί να μην το ελέγξω μετά», μαζευτήκαμε όλοι και είπαμε ότι γίνεται αυτό κι αυτό, μπροστά σε όλη την ομάδα, αυτή θύμωσε, έφυγε, διέκοψε και μετά από 20 μέρες διέκοψα κι εγώ.

Β.Π.:

Οπότε αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον διακόψατε;

Γ.Β.:

Ήταν η αφορμή, δεν ήταν ο λόγος, ήταν η αφορμή, δηλαδή ήταν το κερασάκι στην τούρτα, ήταν το τελευταίο, η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι, να το πω έτσι, γιατί εγώ προσπαθούσα και να βγάλω την πανοπλία και να μην είμαι τόσο σκληρός και ήμουνα πολύ συγκεκριμένος, γιατί υπάρχουνε σίγουρα κάποιοι κανόνες μέσα, οι οποίοι εγώ τους είχα κάνει προσαρμοστικά, δηλαδή: «Τι θέλουν από μένα; Να είμαι έτσι, έτσι, έτσι», το κάνω. «Παπ!» και το ’κανα, για να τελειώσω, για να προχωρήσω. Το ζητούμενό μου όμως δεν ήταν αυτό, στο να προχωρήσω, εγώ ναι μεν είχα κουραστεί, αλλά δεν μπορούσα να δω ότι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να ξεκλειδώσω συναισθηματικά, να μπορέσω να εμπιστευτώ ξανά όχι αυτούς, τον εαυτό μου, να νιώθω σιγουριά για τον εαυτό μου, που δεν την ένιωθα και απλώς κρυβόμουν μέσα στο καβούκι μου και απλώς έκανα τα πράγματα όπως μου τα ζητάγανε. Στη διακοπή μου συνέχισα να πηγαίνω στην Συμβουλευτική, υπάρχει μια μονάδα από κάτω που είναι Συμβουλευτική για ανθρώπους που έχουνε είτε διακόψει είτε έρχονται για πρώτη φορά, παρακολουθούνε και μετά από μια-δύο βδομάδες μπορούν να ανέβουν πάνω, να μπούνε στην Κοινότητα σαν μέλη πλέον ενεργά. Εγώ συνέχισα να πηγαίνω εκεί, παρόλο που έκανα και χρήση, ήμουνα πάλι χάλια και δεν καταλάβαινα τους λόγους. Όταν ήρθε ένας θεραπευτής και μου είπε ότι «τυχαία ήρθες στην ομάδα», γιατί την ομάδα την έκανε μια κοπέλα και όταν με ρώτησε, μας ρώτησε όλους βασικά, «γιατί έρχεστε εδώ;» εγώ του είπα ότι: «Επειδή δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να πεθάνω και θέλω να ζήσω καθαρός, αλλά δεν ξέρω τον τρόπο και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί». Και τότε πετάγεται και μου λέει: «Αγόρι μου[00:35:00], είσαι», μου λέει, «σαν τις γάτες», μου λέει, «που έχουν εγκλωβιστεί κάτω από το αυτοκίνητο και νιαουρίζουνε και θέλουνε βοήθεια, αλλά όταν πας να τις πιάσεις», λέει, «γρατζουνάνε. Σκέψου», μου λέει, «αν έχεις, αν έχεις αφήσει κάτι αδούλευτο». Κι εγώ μέχρι τότε δεν είχα πει σε κανέναν για την κακοποίηση, μέχρι τότε δεν είχα πει για την κακοποίηση του πατριού μου, μέχρι τότε δεν είχα πει για τη θλίψη που αισθάνομαι από την πλευρά της μάνας μου που ποτέ δεν βγήκε μπροστά να με προστατέψει. Και τότε σαν να μου χτύπησε το καμπανάκι; Σαν να μου άνοιξε το φως κάποιος; Και μου λέει: «Ανεβαίνεις στην Κοινότητα». Ανέβηκα πάνω στην Κοινότητα και όταν είδα την Ρόδη πάνω, είχε έρθει στην Κοινότητα γιατί ήτανε στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, μου λέει: «Θα σε αναλάβω εγώ ως θεραπεύτρια». «Ωραία, Ρόδη», της λέω, «θέλω χρόνο». Κι όντως, περάσανε 20 μέρες και μου λέει: «Θα γράψεις βιογραφικό». Βιογραφία είναι, να σ’ το πω έτσι, είναι ένα δεκασέλιδο που γράφει ο καθένας μας όταν μπαίνει μέσα στην Κοινότητα, λέει λίγα πράγματα για τον εαυτό του, σαν μία μίνι συνέντευξη, να το πω έτσι, απ’ τα παιδικά του χρόνια, όσο θυμάται, μέχρι την παρούσα στιγμή που το γράφεις, ας πούμε, τα πιο σημαντικά. Εγώ το είχα ξαναγράψει το βιογραφικό αυτό, απλώς, τη βιογραφία μάλλον, και της ζήτησα χρόνο, μου λέει: «Πόσον χρόνο θέλεις για να το γράψεις;». Της λέω: «Θέλω δύο βδομάδες». Σου ξαναλέω ότι είναι δεκασέλιδο, έτσι; Στις 15 μέρες που περνάνε εγώ της ανεβάζω γύρω στις 48 σελίδες, δεν ήθελα να παραλείψω τίποτα, και μου λέει: «Είναι πολλές αυτές» μου λέει. Της λέω: «Ρόδη μου», της λέω, «θέλω κι άλλον χρόνο», της λέω, «γιατί έχω να γράψω άλλο τόσο». Ευτυχώς μου ’δωσε κι άλλον χρόνο, έγραψα άλλες τόσες σελίδες, έγραψα περίπου 100 σελίδες για τη ζωή μου, έγραψα για, για το πώς αισθανόμουν όταν ήμουνα μικρός και αβοήθητος, για το πόσο μικρός αισθανόμουνα όσο, όταν μεγάλωσα, τα ’γραψα όλα, δηλαδή όλα τα άσχημα, όλες τις δυσκολίες, τις μικρές χαρές που είχα. Θυμάμαι πολλές φορές όταν καθόμουνα κι έγραφα, κι ήτανε καλοκαίρι θυμάμαι, ένιωθα να, να με διαπερνάει ένα ρίγος, μια κρυάδα και να κρυώνω, το πιστεύεις; Δηλαδή ήτανε, αφού πήγαινα στο δωμάτιο και έπαιρνα ζακέτα, ήτανε τεράστια δυσκολία στο να αποτυπώσω όλα αυτά σε ένα χαρτί και μετά πάνω σ’ αυτό για έναν χρόνο ολόκληρο καθίσαμε με την Ρόδη και δουλέψαμε. Δουλέψαμε εντατικά για χαρακτήρες, τι ρόλους είχα εγώ στην οικογένεια, τι ρόλο είχαν οι άλλοι, πώς τους έβλεπα, για την κακοποίηση δουλέψαμε αρκετά, ατομική έκανα με τη μάνα μου, οικογενειακή δηλαδή, και όταν έφθασε πλέον ο χρόνος στο να προχωρήσω και είχανε δει και οι άλλοι θεραπευτές την αλλαγή μου και είχανε συμφωνήσει ότι: «Κοίταξε να δεις, εδώ τελειώνει η φάση η δικιά σου και πρέπει να προχωρήσεις πλέον στην επανένταξη, να βρεις δουλειά, να ξεκινήσεις τα δικά σου πράγματα, ρε παιδί μου, τα δικά σου όνειρα», εγώ δεν βιαζόμουνα πλέον, δεν είχα αυτό το άγχος, είχα πετάξει πλέον αυτήν την πανοπλία. Δεν, δεν ένιωθα, ρε παιδί μου, να θέλω να το κάνω γρήγορα, να προχωρήσω, να, να βιαστώ κι έτσι είχα, και της το ’πα κιόλας, της λέω: «Ρόδη, τι; Αυτό ήταν; Δεν θα, δεν θα έχει κι άλλο;». Διψούσα, ρε παιδί μου, να μάθω κι άλλα για τον εαυτό μου και μου λέει: «Γιώργο, θα κλείσει ένας κύκλος και θα ανοίξει ένας άλλος, αλλά η θεραπεία δεν τελειώνει, δηλαδή υπάρχουνε πολλά μονοπάτια, τα οποία, ρε παιδί μου, θα τα δεις και μόνος σου, αλλά εδώ έχεις πάρει τις βάσεις». Και το ’χω κρατήσει πολύ αυτό, δηλαδή έχω πάρει τις βάσεις για να μπορέσω εγώ να κρατηθώ καθαρός στη ζωή μου και να μπορώ να ανταπεξέλθω σε ό,τι δυσκολία και να μου έρθει. Και έχω μάθει πλέον να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, να νιώθω, ρε παιδί μου, ότι είμαι δυνατός, ότι έχω ψηλώσει πια, δεν είμαι πια αυτό το ανήμπορο παιδάκι, ρε παιδί μου, που ήτανε τότε.

Β.Π.:

Σήμερα συνεχίζετε με κάποια, κάποιον τρόπο το πρόγραμμα ή έχει τελειώσει αυτός ο κύκλος για εσάς;

Γ.Β.:

Έχει τελειώσει εδώ και έναν χρόνο, να ’μαι ειλικρινής, έχω αποφοιτήσει. Το, το καλό είναι ότι έχω κρατήσει ακόμα επαφές με τους θεραπευτές[00:40:00], δηλαδή με την Ρόδη, να φανταστείς, είχαμε βγει, ας πούμε, πριν τρεις βδομάδες για καφέ, λέμε τα νέα μας, πώς είμαι, πώς είναι, τι καινούργιο γίνεται στη ζωή μου, πολλές φορές ζητάω και τη γνώμη τους, που είναι πολύ σημαντική για μένα, και άλλο ένα σημαντικό κομμάτι είναι το ότι με την ομάδα που αποφοιτήσαμε, να το πω έτσι, έχω κρατήσει με δύο-τρεις ανθρώπους επαφή, δηλαδή θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο: «Πώς είσαι, ρε συ, τι γίνεται; Τι δυσκολία έχεις, πότε θα τα πούμε;». Θα βρεθούμε, θα πάμε για φαγητό, θα πάμε για έναν καφέ, θα κάτσω στο σπίτι, τους κάλεσα το Πάσχα, ρε παιδί μου, μαγειρέψαμε, καθίσαμε, είπαμε τα νέα μας. Αυτό νομίζω είναι που, γιατί μοιραστήκαμε πράγματα τα οποία δεν θα τα μοιραστεί ένας κοινός άνθρωπος με έναν άλλον κοινό άνθρωπο, γιατί είπαμε πολύ εσωτερικά πράγματα, δηλαδή πράγματα που δεν θα μπορέσει να σ’ τα πει ένας άνθρωπος εκ του φυσιολογικού, δηλαδή πρέπει να πονάει πάρα πολύ ή να είναι πολύ ανοιχτός για να σου μιλήσει για δυσκολίες και για τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να έχει περάσει.

Β.Π.:

Για εσάς πόσο σημαντικό είναι ότι κρατάτε ακόμα επαφή και με κάποιους θεραπευτές σας, αλλά και με άτομα απ’ το ίδιο πρόγραμμα που ήσασταν μαζί εκείνη την περίοδο;

Γ.Β.:

Είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί, θα σου φέρω ένα απλό παράδειγμα και θα σου συνεχίσω γι’ αυτό: Γνώρισα ένα, γνώρισα, είδα ένα παιδί που ήμασταν στην αρχή μαζί, είχε αποφοιτήσει, και όταν τον είδα μετά από πάρα πολύ καιρό, μετά από δύο χρόνια νομίζω, μου λέει: «Τι κάνεις; Πώς είσαι;», του λέω, «δουλεύω, είμαι στην επανένταξη, σε λίγο θα, σε έναν χρόνο θα αποφοιτήσω κι εγώ» και μου λέει «εγώ έκανα υποτροπή». Λέω: «Γιατί, ρε συ», του λέω, ας πούμε, ξέρω γω, «αφού είχες τελειώσει» και μου λέει «γιατί δεν είχα κανέναν κοντά μου, δεν είχα την ομάδα μου κοντά μου» λέει «δεν είχα κρατήσει σχέσεις με θεραπευτές ούτε με την ομάδα μου, πολλή δουλειά, λίγος χρόνος για εμένα, έχασα» μου λέει «τα θέλω μου, ενώ πήγαινα καλά, με αποτέλεσμα» λέει «να με γυρίσει όλο πίσω». Και μου έδωσε μια συμβουλή, μου λέει: «Πάλεψε για τις σχέσεις που έχεις με την ομάδα, σε καθημερινή βάση» και αυτό κρατάω, δηλαδή το ότι είναι πολύ σημαντικό να κρατήσω επαφές, έστω με δύο-τρεις ανθρώπους, γιατί, εντάξει, ξέρω πολύ κόσμο, έτσι; Αλλά το να κρατήσω δύο-τρεις ανθρώπους που σε μια δυσκολία –πώς να σ’ το πω–, δηλαδή θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε συμβεί, ας πούμε, και τους λέω: «Παιδιά, είμαι δύσκολα» ας πούμε. Ήμουνα λίγο, μπαλαντζάριζα, να το πω έτσι, σκεφτόμουνα, είχα διάφορες σκέψεις, με δύο τηλέφωνα που έκανα τα παιδιά εκείνο το απόγευμα ήρθανε στο σπίτι, καθίσαμε, μιλήσαμε, είπαμε κάποια πράγματα, ρε παιδί μου, πώς το βλέπουν εκείνοι για το πρόβλημα που αντιμετώπιζα, με καθησυχάσανε, μου δώσανε συμβουλές. Άσχετα αν εγώ θα ακολουθήσω τις συμβουλές, αλλά μια σκέψη είναι μια σκέψη, δύο σκέψεις και τρεις σκέψεις είναι καλύτερη από μία. Οπότε υπάρχει και μια ενθάρρυνση, ρε παιδί μου, και ότι έχεις ένα background από πίσω από ανθρώπους, ότι: «Κοίτα, είμαι εδώ», ρε παιδί μου, «έρχομαι, ξέρω γω, να δούμε τι γίνεται». Δηλαδή τώρα φαντάσου να γνωρίσω εγώ ένα παιδί που είναι εκτός κύκλου και να του πω ότι, ας πούμε: «Είμαι δύσκολα». Ότι «έχω την τάδε δυσκολία» ας πούμε ή ότι: «Ξέρεις κάτι; Μου πέρασε κι απ’ το μυαλό μια έτσι σκέψη για τη χρήση». Θα με κοιτάξει, θα μου πει: «Καλά, είσαι καλά;», δεν θα μπορέσει να με βοηθήσει σε εισαγωγικά, ενώ ένας άνθρωπος που με ξέρει, που μ’ έχει ζήσει, που έχει περάσει τα ίδια βιώματα μαζί μου και ξέρει πάνω κάτω, ρε παιδί μου, σε τι μονοπάτι έχουμε προχωρήσει μαζί, πιστεύω πως είναι, μπορεί καλύτερα να σε βοηθήσει από τον, έναν που δεν έχει καμία σχέση ούτε με πρόγραμμα ούτε, ας πούμε, με ναρκωτικά στη ζωή του. Αυτή είναι η δικιά μου άποψη, οπότε αυτά είναι τα δύο σημαντικά που κρατάω, δηλαδή το να έχω σχέσεις με την, με την ομάδα που έχω τελειώσει μαζί, αλλά και με άλλα παιδιά που είναι σε άλλες φάσεις και απλώς έχουμε ταιριάξει και βγαίνουμε και έχουμε γίνει και φίλοι και έχουμε κρατήσει επαφή μέσα σ’ αυτά τα χρόνια και, και με τους θεραπευτές[00:45:00]. Δηλαδή πρόσφατα, να φανταστείς, είχα ένα δικαστήριο και ζήτησα από τον υπεύθυνο του προγράμματος να έρθει να με υποστηρίξει. Και δέχθηκε και μου λέει: «Ναι, θα έρθω» και πήγε πολύ καλά το δικαστήριο.

Β.Π.:

Τώρα θα ήθελα να σας ρωτήσω, μετά από όλη αυτήν την εμπειρία σας, των τεσσάρων χρόνων συν όλα τα προηγούμενα έτη, όταν σκέφτεστε την επιλογή σας να ξεκινήσετε το πρόγραμμα, να πάρετε την απόφαση να βοηθήσετε τον εαυτό σας, ποια είναι σήμερα τα συναισθήματα και οι σκέψεις που κάνετε γι’ αυτήν την επιλογή και για όσα έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα;

Γ.Β.:

Ήταν η πιο σωστή επιλογή που θα μπορούσα να κάνω μακράς, δηλαδή πολλές φορές σαν άνθρωπος έχω πρώτη και δεύτερη σκέψη αν θα γίνει, αν θα είναι σωστό, αν δεν θα είναι, ας πούμε, μήπως να πάρω τη, τη βοήθεια του κοινού, μήπως υπάρχει άλλη λύση, μήπως να μην πάρω αυτήν την απόφαση να πάρω μια δεύτερη απόφαση, μήπως να την πάρω αργότερα την απόφαση. Νομίζω ότι, για μένα τουλάχιστον, έπαιξε καταλυτικό ρόλο το ότι είπα ότι: «Δεν πάει άλλο, είμαι μέχρι εδώ», δηλαδή ότι είχα ξεπεράσει τις γραμμές, ενώ ήμουνα πολλά χρόνια χρήστης δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι «κοίταξε να δεις, έχεις ξεπεράσει την κόκκινη γραμμή», δεν το ’χα πει ποτέ, ας πούμε. Ενώ στα τελευταία χρόνια άρχισε να μου χτυπάει, βαράει καμπανάκι και ειδικά στον τελευταίο χρόνο που μπήκα φυλακή ήταν αναμενόμενο, δηλαδή το ήξερα ότι κάτι κακό θα συμβεί, λέω: «Ή θα μπεις φυλακή ή θα πεθάνεις, ένα απ’ τα δύο». Για καλή μου τύχη, να το πω έτσι, μπήκα φυλακή και πήρα την απόφαση να απεξαρτηθώ από τα ναρκωτικά, δηλαδή ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να κάνω στον εαυτό μου.

Β.Π.:

Κάπου εδώ και με αυτά τα λόγια νομίζω ότι μπορούμε να κλείσουμε αυτήν τη συνέντευξη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Γ.Β.:

Να είσαι καλά κι εγώ ευχαριστώ.