© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Παιχνίδια, Καραγκιόζης και θερινό σινεμά στην Ανθούπολη του '50: Ένας τηλεσκηνοθέτης θυμάται

Istorima Code
12691
Story URL
Speaker
Ιωάννης Ντόνας (Ι.Ν.)
Interview Date
27/06/2022
Researcher
Κωνσταντίνα Τσιακαλάκη (Κ.Τ.)
Κ.Τ.:

[00:00:00]Καλημέρα, ονομάζομαι Τσιακαλάκη Κωνσταντίνα, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα, Τρίτη 28 Ιουνίου του 2022, βρισκόμαστε στη Νέα Ερυθραία. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ι.Ν.:

Γιάννης Ντόνας.

Κ.Τ.:

Πείτε μας λίγα λόγια για τη ζωή σας.

Ι.Ν.:

Γεννήθηκα στη δεκαετία του ‘50 κάτω από την Ακρόπολη, στο Θησείο, στα Πετράλωνα. Σε μία συνοικία που είχε άρωμα ακόμα παλιάς Αθήνας με ό,τι αυτό σημαίνει. Και μεγάλωσα κάνοντας τις διαδρομές στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, για να φάω το αυγό μου, από τα Πετράλωνα μέχρι το Θησείο. Η συγχωρεμένη μητέρα μου με πήγαινε όλη αυτή τη μακρινή βόλτα προκειμένου να φάω ένα βραστό αυγό που το μισούσα θανάσιμα γιατί δεν μου άρεσε καθόλου η μυρωδιά του και η γεύση του. Τα πρώτα χρόνια ήτανε τα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, χρόνια που η Ελλάδα και οι Έλληνες ψάχνανε να βρούνε τον βηματισμό τους στη νέα εποχή που ξημέρωνε. Βαθύτατα τραυματισμένη η χώρα από τον Εμφύλιο, έζησε δηλαδή η Ελλάδα δύο πολέμους, προσπαθούσε να συνέλθει. Να επουλώσει τα τραύματα της και να δημιουργήσει μία καινούργια ζωή στον πλανήτη που άλλαζε.  Μετά τα Πετράλωνα, εγώ προέρχομαι από μία εργατική οικογένεια. Οι γονείς μου προσπάθησαν και κατάφεραν να δημιουργήσουν στο Περιστέρι μία επιχείρηση, ένα φούρνο, επιχείρηση εκείνο τον καιρό. Έναν φούρνο που για εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του ‘50, ήταν ένα μεγάλο γεγονός το να μπορέσει κάποιος να πάρει φούρνο ή να φτιάξει φούρνο. Γιατί ο φούρνος τότε δεν ήταν όπως σήμερα, κάθε στενό και ένα μαγαζί, έπρεπε να έχεις τις δυνατότητες, τα μέσα να βγάλεις μία άδεια, γιατί ο ένας φούρνος από τον άλλον έπρεπε να απέχει 400 μέτρα. Ήταν ένα κλειστό επάγγελμα. Καταλαβαίνετε λοιπόν, ότι οι γονείς μου όταν κατάφεραν να κάνουν αυτό το όνειρό τους πραγματικότητα και να φτιάξουν ένα μαγαζί, φούρνο, σε μία γειτονιά, καταλαβαίνετε πόσο μεγάλο και σημαντικό ήταν για αυτούς. Ξέφευγαν -αν θέλετε- από το καθημερινό μεροκάματο και άνοιγαν τα φτερά τους για να φτιάξουνε κάτι καινούργιο, κάτι που θα τους έκανε καλύτερη τη ζωή. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν, του φούρνου, ήταν τα πρώτα μου χρόνια, τα συνειδητά χρόνια. Γιατί ήρθα στο Περιστέρι τριών ετών, μέχρι τα τρία δεν θυμάμαι εκτός από αυτό -και μάλλον από διηγήσεις της μητέρας μου- θυμάμαι αυτό αυτή τη βόλτα, από τα Πετράλωνα μέχρι το Θησείο προκειμένου να φάω το αυγό.  Μου έλεγε ότι εκεί στην Αίγλη τραγουδούσε τότε τη δεκαετία του ‘50 ο Γούναρης. Το ελαφρό τραγούδι μεσουρανούσε τότε και οι άνθρωποι μαζευόντουσαν γύρω από τα τραπεζάκια της Αίγλης προκειμένου να ακούσουν αυτόν. Εγώ έπειτα ανακάλυψα ότι εκείνα τα χρόνια που γεννήθηκα, τις Κυριακές τα πρωινά οι ναύτες του έκτου στόλου δίνανε κάποιες υπαίθριες -αν θέλετε- «συναυλίες» να το πούμε. Και έτσι ακουγόταν για πρώτη φορά το Rock and Roll στην Ελλάδα στην Αίγλη του Ζαππείου. Πιθανόν μέσα μου, στο υποσυνείδητό μου να έχουνε καταγραφεί όλα αυτά τα ακούσματα γιατί και εγώ ακολούθησα μετά μία πορεία, να μου αρέσει δηλαδή το τραγούδι, να μου αρέσει η μουσική, να μου αρέσουν τα χρώματα και όλα αυτά. Και ίσως αυτά με σημάδεψαν χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, ίσως να είναι στο DNA καταγραμμένα. Στο Περιστέρι ξεκίνησε μία καινούργια ζωή. Ο φούρνος ήταν ένα σημείο αναφοράς για τη γειτονιά, δεν ήταν όπως όλα τα άλλα επαγγέλματα. Το να έχει μία γειτονιά και το φούρνο της είχε μεγάλη σημασία. Γιατί καθώς χτίστηκε το μαγαζί, όχι στο κέντρο του Περιστερίου λίγο πιο ψηλά σε μία συνοικία, στην Ανθούπολη, έφερε και το ρεύμα στη γειτονιά. Δηλαδή υποχρεώθηκε η ΔΕΗ να βάλει μία κολώνα να το φέρει από λίγο παρακάτω, πιο ψηλά. Κάπως έτσι γινότανε η ηλεκτροδότηση των περιοχών, ακόμα και της Αθήνας και των συνοικιών της, στη δεκαετία του ’50. Και βεβαίως, το γεγονός ότι φτιάξαμε το μαγαζί αυτό δεν έχει να κάνει με τα οικονομικά, γιατί τα οικονομικά δεν ήτανε σημαντικά, να πούμε ότι φτιάξαμε έναν φούρνο και βγάλαμε λεφτά και έτσι και τα λοιπά. Βεβαίως βελτιώσαν το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά δεν έπαυαν να είναι μία οικογένεια η οποία έδινε τη μάχη για τη ζωή και για την καθημερινότητά της.  Το Περιστέρι καλοκαίρι, μια και έχουμε τώρα καλοκαίρι, ήτανε μία γειτονιά που ο κόσμος της ήτανε εργάτες, δεν υπήρχανε μεσοαστικά στρώματα, υπήρχανε εργατικά στρώματα. Γιατί μεγάλες εριοβιομηχανίες που υπήρχαν στην Κολοκυνθού, τα εργοστάσια με τα υφάσματα και όλα αυτά, είχανε δημιουργηθεί ακριβώς γιατί υπήρχε εργατικό δυναμικό να τα καλύψει. Έτσι δηλαδή όλοι, οι περισσότεροι Περιστεριώτες ή θα δουλεύανε σε αυτά τα εργοστάσια, ή θα δουλεύανε στις οικοδομές, σε μία Ελλάδα της αντιπαροχής. Ο κόσμος ερχότανε από την επαρχία και προσπαθούσε να δημιουργήσει στα αστικά κέντρα και ιδίως στην Αθήνα, να επουλώσει τις πληγές του και να βρει μία στέγη για να στεγάσει τα όνειρά του. Και όλο αυτό το αλισβερίσι με τον κόσμο να δουλεύει, είτε στην οικοδομή, είτε στα εργοστάσια, έδινε μία ζωντάνια στην πόλη. Σαν παιδί, ειδικά το καλοκαίρι, καταλαβαίνετε ότι, επειδή ακριβώς ο ένας φούρνος ήτανε πολύ μακριά από τον άλλον, η δουλειά ήτανε πάρα πολλή, είχε πάρα πολλή δουλειά. Και εμείς, παιδάκια τότε βεβαίως, μικρά παιδάκια, βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τους γονείς μας. Αλλά δεν παύαμε να είμαστε και παιδιά! Να θέλουμε και εμείς να παίξουμε, να θέλουμε και εμείς να βρεθούμε με τα άλλα παιδιά που παίζαν στις γειτονιές. Εμείς όμως έπρεπε να είμαστε και στο μαγαζί! Και θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό γεγονός ότι, ήταν Δεκαπενταύγουστος, η μητέρα μας γιόρταζε, την έλεγαν Μαρία, και αποφάσισα με τον αδελφό μου να πάμε στο απέναντι κατάστημα που ήταν ένα «υαλοπωλείο». Την εποχή εκείνη υπήρχανε τα «υαλοπωλεία». Τα «υαλοπωλεία» ήτανε καταστήματα, φανταστείτε τώρα ένα μικρό –ας πούμε- μεγαλοκατάστημα -τώρα δεν θέλω να αναφέρω το όνομα γιατί δεν ξέρω αν πρέπει κιόλας- που είχε γυαλικά, είχε σερβίτσια, είχε μπιμπελό, είχε τέτοια πράγματα. Και ο κόσμος τα έπαιρνε αυτά για να τα πάει σε γάμους, έτσι, σαν είδη δώρων ας πούμε. Έτσι λεγόταν απ’ έξω το μαγαζί, «υαλοπωλείον». Πήγαμε και εμείς να πάρουμε, είχαμε μαζέψει κάποια χρήματα, είχαμε πάρει και από το ταμείο κάτι, τα ‘χαμε «βουτήξει», μη φανταστείτε τίποτε. Κάποια, 5, 6, 7, 8 δραχμές, να πάμε να πάρουμε ένα πολύ ωραίο σερβίτσιο του νερού τότε. Ήταν ένα σερβίτσιο του νερού το οποίο είχε 12 ποτήρια του νερού, σε ένα καλαθάκι που το έπιανες από πάνω, πάρα πολύ όμορφο, το είχαμε δει στη βιτρίνα κι είχαμε πει: «Θα το πάρουμε στη μαμά». Παιδιά εμείς, εγώ πρέπει να ‘μουνα 10-12, ο αδερφός μου 7. Πήγαμε, το πήραμε, μας το τύλιξε αυτός και όπως πήγαμε στο φούρνο παραμονή Δεκαπενταύγουστου, χαμός γινόταν από δουλειά. Ο πατέρας μου ήταν ανεβασμένος στον επάνω φούρνο, λέει: «Πού ήσαστε εσείς;». «Μπαμπά, είχαμε πάει να πάρουμε ένα δώρο της μαμάς». «Δώρο; Της μαμάς; Κι εμείς καιγόμαστε;», μπαμ-μπαμ με το φτυάρι στα κεφάλια, είχαμε κάνει από ένα καρούμπαλο ο καθένας. Πάνε και τα ποτήρια, πάει και το δώρο. Σκληρή εποχή. Δεν υπήρχε περιθώριο για συναίσθημα και τέτοιες αβρότητες, οικογενειακές. Έτσι σκληρή ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια, που δεν συγχωρούσε ο άλλος,[00:10:00] είχε την κούραση του από τη νύχτα να βγάλει το μεροκάματο, να ζυμώσει, να κάνει, δε συγχωρούσε και δεν επέτρεπε τέτοια πράγματα. Όπως δεν είχαμε και διακοπές. Εγώ πήγα διακοπές παντρεμένος, ποτέ δεν πήγα διακοπές σαν παιδί, δεν θυμάμαι να έχω πάει διακοπές σαν παιδί. Άντε να πάμε για κανένα μπάνιο. Είτε στου Σκαραμαγκά, που ήτανε κοντά στο Περιστέρι, είτε καμιά φορά επειδή είχαμε το αυτοκίνητο, γιατί είχαμε ΙΧ ημιφορτηγάκι που πηγαίναμε ψωμί στα πρατήρια άρτου, άντε να πάμε και μέχρι το Καλαμάκι. Έτσι σκληρή ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια, αλλά ήμασταν χαρούμενοι, ήμασταν ευτυχισμένοι. Αυτό είναι η διαφορά με τα σημερινά παιδιά, τα οποία δεν ξέρω αν είναι χαρούμενα και αν είναι ευτυχισμένα. Εμείς με πολύ λιγότερα χρήματα ή σχεδόν καθόλου χρήματα, αυτήν την φτώχεια και την ανέχεια -αν θέλετε- την κάναμε παιχνίδι. Την κάναμε γεύση, την κάναμε όσφρηση. Πού και πώς γίνεται αυτό; Σκαρφαλώνοντας στις μουριές, να φάμε μούρα, είχαμε γεύση. Παιδάκια, θα σκαρφάλωνε κάποιος, θα ανέβαινε σε μία μουριά που ήταν απέναντι και θα ‘κοβε μούρα. Σήμερα δεν μπορούν να τα κάνουν αυτά τα πράγματα. Δεν μπορούν να βρεθούνε κοντά στη φύση. Και μην ξεχνάτε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώον. Δεν μπορείς να το αποκόψεις, να το βάλεις σ’ ένα δωμάτιο, να του δώσεις ένα PC και να κάτσει με το PC και να δημιουργήσει μία εικονική πραγματικότητα και μέσα σε αυτή να ζήσει. Δεν γίνεται, είναι στρεβλό. Εν πάση περιπτώσει, ας μη φτάσουμε να κάνουμε κριτική τώρα σε αυτό το πράγμα, γιατί και αυτές οι δυνατότητες, που εγώ υπηρέτησα αν θέλετε και επαγγελματικά όλο αυτό το σύστημα και δεν πρέπει να έχω μία καταγγελτική άποψη. Χρόνια παιδικά, χρόνια ανέμελα, χρόνια γεμάτα γεύση όπως είπαμε, όσφρηση, όραση, ματιές. Μιλάω ότι τότε το Περιστέρι το καλοκαίρι -ας μιλήσουμε για τα καλοκαίρια και έτσι να πάμε, τα καλοκαίρια να πάμε της ζωής- είχε 18 θερινούς κινηματογράφους. Ήταν μία μεγάλη συνοικία, ένα μεγάλο προάστιο, ένας μεγάλος Δήμος. Είχε 18 κινηματογράφους θερινούς, η μοναδική διασκέδαση του κόσμου στη δεκαετία του ‘50 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, που δεν υπήρχε ΙΧ και τηλεόραση, ήταν ο κινηματογράφος! Και η συνοικιακή ταβέρνα. Δεν υπήρχε μέσο να πας κάπου, δεν υπήρχανε ΙΧ, δεν υπήρχε τηλεόραση να δεις τον κόσμο. Εφημερίδα, πολύ ραδιόφωνο.  Και ανοίγουμε μία παρένθεση εδώ. Θυμάμαι ας πούμε ότι τις Κυριακές, δεν θυμάμαι 12:00 ήταν ή 13:00, που είχε ο Οικονομίδης τα «Χαρούμενα Ταλέντα», μία εκπομπή που έδινε την ευκαιρία, σαν το «Να η ευκαιρία» μετά, σαν το «Χ-factor» τώρα και όλα αυτά που κάνουνε, είχε και το ραδιόφωνο τα ταλέντα του! Και πολλά ταλέντα ξεκίνησαν από κει. Θυμάμαι τώρα τη θαυμάσια τραγουδίστρια του νέου κύματος την Πόπη Αστεριάδη, την έβγαλε ο Οικονομίδης, και άλλους πολλούς. Είχαμε και εμείς δηλαδή το «Χ-factor» της εποχής μας, και το «Fame Story». Όλα τα είχαμε και εμείς σε μία διαφορετική μορφή, αν θέλετε πρωτόγονη, αλλά περισσότερο συναισθηματική και ευαίσθητη. Θυμάμαι λοιπόν ότι αν έβγαινες έξω εκείνη την ώρα, 12:00 με 13:00, από τα ανοιχτά παράθυρα άκουγες τη φωνή του Οικονομίδη να λέει: «Τα Χαρούμενα Ταλέντα, πάμε και σήμερα» και τα λοιπά. Όλος ο κόσμος είχε τα ραδιόφωνά του γυρισμένα εκεί. Ναι, ήτανε και διαφορετική η μουσική. Ξέρετε, στις διάφορες εποχές υπάρχουνε δύο είδη κουλτούρας: υπάρχει η low κουλτούρα και η high κουλτούρα. Tι συμβαίνει όμως; Κάποιες εποχές, στο προσκήνιο είναι ή η μία, ή η άλλη. Εκείνη τη δεκαετία του ‘60 στο προσκήνιο ήταν η υψηλή κουλτούρα. Σήμερα είναι η low, η χαμηλή κουλτούρα. Δηλαδή, κοιτάω τώρα, επειδή μου αρέσει πάρα πολύ και έχω καταπληκτικό αρχείο από ταινίες, φωτογραφίες, άρθρα και τα λοιπά, κοιτάω ένα top ten της δεκαετίας του ’60, ένα top ten. Δηλαδή να πάμε μία εβδομάδα ποιοι πουλάνε, ποιοι δίσκοι. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Τσιτσάνης, Βοσκόπουλος, Πάριος. Δηλαδή αυτό, δεν χρειαζόταν να μιλάμε για Θεοδωράκη, δεν μιλάμε για Χατζιδάκι, δεν μιλάμε για Μούσχουρη, δεν μιλάμε για ποιητές, δεν μιλάμε για «Επιτάφιο». Αυτό δεν χρειαζόταν να το ψάξεις. Ήταν μπροστά σου. Το έβλεπες. Σήμερα λοιπόν, τα σημερινά παιδιά, οι σημερινοί νέοι και μετά και εμείς, αυτό δεν υπάρχει. Υπάρχει, αλλά δεν φαίνεται, πρέπει εσύ να το ψάξεις. Αυτό που φαίνεται είναι η low κουλτούρα, η χαμηλή κουλτούρα. Εκεί είναι το πρόβλημα. Φανταστείτε ότι στα θέατρα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, τότε, οι κορυφαίοι Έλληνες συνθέτες ήταν εκεί. Από τη μία, στο ένα θέατρο ο Μίκης Θεοδωράκης, από την άλλη, στο άλλο θέατρο ο Μάνος Χατζιδάκις. Με σπουδαίους τραγουδιστές, υπέροχες μουσικές, τραγούδια που έχουν μείνει στο χρόνο. Τώρα αυτά υπάρχουν, αλλά θα πρέπει εσύ να το ψάξεις. Τότε ήταν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με φωτεινά γράμματα, μεγάλα, φωτεινές μαρκίζες. Αυτό είναι το πρόβλημα το μεγάλο και όπως έλεγε και ο Γιάννης Τσαρούχης: «Είμαστε πλημμυρισμένοι από άχρηστες ελευθερίες». Δεν ξέρω αν είναι ελευθερία αυτό, αυτό που ζούμε τώρα, ενώ… Ελευθερία είναι κάτι άλλο. Μπορεί να είσαι ελεύθερος σε κάτι που τελικά αυτό το κάτι που νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος, είναι ανελεύθερο. Αλλά εμείς όμως είπαμε, γεγονότα να θυμηθούμε και την πορεία της ζωής, και δεν θέλουμε να είμαστε πάντα καταγγελτικοί. Στο φούρνο, ναι. Ο φούρνος σε εκείνη την εποχή λοιπόν ήταν ένα μεγάλο γεγονός και είχε πάρα πολλή δουλειά. Γιατί είπαμε ότι υπήρχανε αποστάσεις μεταξύ τους. Φανταστείτε, δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες, υπήρχανε οι γκαζιέρες. Όμως τα φαγητά υπήρχανε! Δηλαδή τι φαγητά; Πατάτες με κρέας στο φούρνο. Αυτό δεν είναι φαγητό που ανακαλύφθηκε τώρα που βρέθηκαν ηλεκτρικές κουζίνες. Άρα το φαγητό πήγαινε στο φούρνο. Υπήρχανε μέρες που είχαμε και 250 φαγητά την ημέρα, με χαρτάκια! Να τους δίνουμε το χαρτάκι και να έρχεται ζητάει το 32, το 42, το 52, το 122. Πατάτες με κρέας, μακαρόνια με κρέας, γεμιστά, ιμάμ μπαϊλντί, όλα αυτά που σήμερα τα φτιάχνει κάποιος στο φούρνο της κουζίνας του, τότε τα έφερνε στο φούρνο. Δεν μιλάμε μόνο για το ψωμί λοιπόν, αλλά αυτό έχει αναπτύξει μία άλλη κουλτούρα, που ουσιαστικά στο φαγητό της οικογένειας συμμετείχες και εσύ σαν ψήστης, έτσι; Κι έπρεπε να είσαι σωστός ψήστης, ούτε να το κάψεις, ούτε να το αφήσεις άψητο, αλλά ταυτόχρονα να του προσθέσεις λίγο νεράκι, ούτως ώστε να είναι να μην κολλήσουν τα μακαρόνια, τόσο όσο να μη γίνουν λάσπη τα μακαρόνια! Τις γιορτές, τσουρέκια, κουλουράκια, κουραμπιέδες. Μιλάμε για 200-300 λαμαρίνες που έφερνε ο κόσμος να ψήσει στο φούρνο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι όλη αυτή η παιδική ζωή είναι γεμάτο αρώματα. Πέραν ότι έβγαινες έξω και έβλεπες τα δέντρα, τα λουλούδια, τις ακακίες, το ένα, το άλλο, αλλά και εκεί που ζούσαμε είχαμε μυρωδιές. Μυρωδιές υπέροχες. Από σπιτικά τσουρέκια, σπιτικά κουλουράκια, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, που έφερνε ο κόσμος λαμαρίνες. Να φέρνει ο άλλος να φτιάξει, έτσι; Τότε οι νοικοκυρές ήταν πολύ πιο -αν θέλετε- κοντά στο γεγονός να φτιάξουν αυτές τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Και βλέπαμε τη χαρά τους όταν ερχόντουσαν να πάρουνε αυτό που φτιάξανε και ήτανε καλοψημένο και μοσχοβόλαγε. Καταλαβαίνουμε με τι περηφάνια παίρνανε τη λαμαρίνα και την πήγαιναν σπίτι, ότι: «Έφτιαξα ωραία τσουρέκια, φούσκωσαν τα τσουρέκια». Ήταν υπέροχο! Μου έρχεται μία ωραία ιστορία με αυτά τα φαγητά. Υπ[00:20:00]ήρχε -λίγο μεγαλύτερος, διότι τα καλοκαίρια περνάνε και μεγαλώνουμε, πρέπει να ‘μουνα γύρω στα 16-17 ετών-, υπήρχε ένα κορίτσι. Έμενε λίγο παρακάτω. Την έλεγαν Αθηνά. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι. Από τα κορίτσια αυτά που σου μένουν αξέχαστα. Εμένα μου άρεσε αυτό το κορίτσι, αλλά επειδή ήμουνα πολύ ντροπαλό παιδί -αργότερα ξέφυγα- και επειδή ήταν συνομήλικη… Τι να της πεις τώρα; 16 χρονών εγώ, 16 και αυτό. Τι να πεις… Πάντα τα κορίτσια και ειδικά εκείνη την εποχή έψαχναν να βρουν ένα αγόρι μεγαλύτερο, ένα αγόρι που θα τα πάει σινεμά, που θα τα κεράσει μία πάστα. Γιατί τότε ήταν η καφετέρια και η έξοδος ήτανε μία πάστα ή μία πορτοκαλάδα, άντε και ένα βερμούτ -για ουίσκι δεν το συζητάμε, ήταν πολύ ακριβό. Λοιπόν εμείς με τι να πάμε και τι να κάνουμε και τι να φορέσουμε; Ακόμα ήμασταν κάπου μεταξύ, κοντό παντελονάκι και… Ήταν λίγο δύσκολο για τα αγόρια εν πάση περιπτώσει. Τώρα που λέω με τα φαγητά. Αυτήν όταν ερχόταν να πάρει στο φούρνο ψωμί, την έβλεπα, έλιωνα, αλλά δεν μπορούσα να της το πω. Έρχεται μία μέρα και φέρνει ένα φαγητό. Ήτανε γεμιστά. Μου λέει το όνομά της –γι’ αυτό θυμάμαι το όνομα, απλώς λέω το μικρό της, δεν έχει νόημα να πω το επίθετο-. Μου φέρνει λοιπόν το φαγητό, γράφω το όνομα, της δίνω το χαρτάκι. «Σε πόση ώρα θα είναι έτοιμο;». Λέω: «Σε δύο ώρες». Τόσο ήτανε περίπου, 2-2,5 ώρες. Κι έρχεται μετά από 2,5 ώρες να το πάρει. Και μου δίνει το χαρτάκι. Της δίνω το φαγητό. Το χαρτάκι το έχει ακουμπήσει με τα χέρια της. Το μυρίζω και είχε το άρωμά της. Το χαρτάκι το έχω ακόμα. Μετά από 50 και κάτι χρόνια. Έτσι ήταν ο έρωτας τότε. Ένα χαρτάκι ήτανε, με νούμερο επάνω και το ‘χε βάλει μέσα στη χούφτα της, στην παλάμη της. Για μένα ποτέ δεν έμαθε. Ότι εγώ ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Μέχρι που τον επόμενο χειμώνα πήγαμε σινεμά, εμείς με τα παιδιά, και τη βλέπω να βγαίνει από το κινηματογράφο με ένα αγόρι μεγαλύτερο από μας. Κι εκεί η οποιαδήποτε σκέψη έλαβε τέλος. Ναι, αυτά είναι τα χρόνια της αθωότητας που λέμε και που αναπολούμε με μεγάλη ευχαρίστηση. Και ακριβώς επειδή είμαστε γεμάτοι, γι’ αυτό και οι αναμνήσεις μας δεν… Είναι υπέροχο να έχουμε αναμνήσεις και αυτές οι αναμνήσεις να έχουν χρώματα, να έχουν μουσικές, να έχουνε στοιχεία τέτοια, γιατί αυτές φέρνει η μνήμη. Ξέρεις, υπέροχο αυτό που τώρα θα βγάλουμε μία selfie και τα λοιπά και το ένα και το άλλο, αλλά αυτό δεν βοηθάει τη μνήμη. Γιατί εγώ τώρα για να κάνω αυτό το ταξίδι που μου έδωσες την ευκαιρία να κάνω, και μάλιστα σε αυτήν την ηλικία, το μυαλό αρχίζει και δουλεύει, και θυμάται, και η φαντασία δουλεύει. Και αφού δουλεύει η φαντασία θα μπορέσει η φαντασία -ειδικά σε μας που είμαστε αν θέλεις είμαστε και άνθρωποι εντός ή εκτός εισαγωγικών, της τέχνης- να μας δώσει και πράγματα. Γιατί από πού θα τα πάρουμε τα πράγματα; Εμείς τι πουλάμε; Όνειρα! Εμείς τι φτιάχνουμε; Κατασκευαστές ονείρων. Εμείς οι σκηνοθέτες είμαστε «κατασκευαστές ονείρων». Από πού λοιπόν θα κατασκευάσουμε ένα όνειρο; Εικόνες κατασκευάζουμε, αυτό που κατασκευάζουμε δεν είναι τίποτε, είναι άυλο. Η τηλεόραση δεν είναι η συσκευή που υπάρχει, είναι αυτό που παίζει. Ένα κανάλι, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία οι εγκαταστάσεις του και αυτά, τα συμβόλαια που έχει με αυτούς που παίζουνε. Οι σειρές είναι το κανάλι, η μυθοπλασία του, οι ειδήσεις του είναι το κανάλι. Δεν είναι αν έχεις 5 κάμερες. Κάμερες, εντάξει, άλλος έχει 10, και; Έχεις όμως αυτόν που θα σου φέρει τα νούμερα; Όπως στο ποδόσφαιρο, έχεις αυτόν που θα σου βάλει το γκολ; Αυτό είναι το θέμα, δεν είναι αν έχεις κάτι, αν έχεις γήπεδα κι αν έχεις τέτοια πράγματα. Δεν μετριέται εκεί -αν θέλεις- η ευρωστία ενός γεγονότος που έχει να κάνει με τη φαντασία και με την ψυχή. Η Αθηνά λοιπόν, ήταν από τους πρώτους ανεκπλήρωτους έρωτες. Ένα χαρτάκι που το έχω κάπου, κάπου το έχω βάλει σε μία σελίδα, θυμάμαι και το νούμερο, 56 ήταν το νούμερο αυτό. Εγώ μόλις το πήρα το χαρτί και το βάζω… Παιδιά ένα άρωμα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ακόμα το έχω και ακόμα λίγο, λίγο ακόμα μυρίζει, έχει κρατήσει λίγο από τη μυρωδιά της. Ποτέ δεν θα μάθει για μένα, ποτέ δεν έμαθε για μένα κι ούτε θα μάθει. Έτσι ήταν οι εποχές, έτσι ήταν τα καλοκαίρια τότε.

Ι.Ν.:

Και σαν παιδιά που παίζαμε. Εμείς τότε -αν θέλεις- το παιχνίδι έπρεπε να το κατασκευάσουμε. Δεν υπήρχε το μεγάλο κατάστημα να πάμε και να πούμε: «Πάρε μου αυτό -και να κλαίμε- και πάρε μου εκείνο». Όχι, εμείς θα έπρεπε να κατασκευάσουμε το όπλο που είδαμε, που είχε το «παιδί». Τότε, όταν παίζαμε μεταξύ μας τα παιδικά παιχνίδια, λέγαμε ότι τον κεντρικό ήρωα, ας πούμε, «Ρε παιδιά είδατε χθες στον κινηματογράφο τι έκανε το παιδί;». Δηλαδή τον ήρωα δεν τον λέγαμε «ήρωα». Είτε ήτανε καουμπόης, είτε ήτανε μονομάχος, είτε ήτανε ο Ντ’ Αρτανιάν, οποιαδήποτε, για μας ήτανε το «παιδί». Και αναρωτιόμουν και μετά που μεγάλωσα, γιατί το λέγανε το «παιδί»; Μάλλον λοιπόν, έτσι κατέληξα, ότι πρέπει να επικράτησε και να λεγόταν το «παιδί», από τον ήρωα, τον «Μικρό Ήρωα», το «παιδί-φάντασμα», τον Γιώργο Θαλάσση. Που το έκανε και τραγούδι μετά από πολλά χρόνια ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. «Μικρέ μας φίλε, Γιώργο Θαλάσση». Ίσως το «παιδί» να ήταν αυτό, επειδή διαβάζαμε «Μικρό Ήρωα» και το «παιδί-φάντασμα» λέγαμε, ο Γιώργος Θαλάσσης ήταν το «παιδί-φάντασμα» που τα έβαζε με τους Γερμανούς. Αλλά θα πούμε για τα περιοδικά μετά, να πούμε για τα παιχνίδια. Θα βγαίναμε έξω στη γειτονιά, εμείς θα παίζαμε «κλέφτες και αστυνόμοι», ή θα παίζαμε ότι κυνηγάμε τους Γερμανούς, ή είμαστε ξιφομάχοι -θα ‘χαμε φτιάξει σπαθιά ξύλινα, πολύ ωραία, πάντα τα ‘χαμε αυτώσει με ξύλο, με πρόκα και τα λοιπά-. Ή επειδή δεν είχαμε ποδήλατα θα ‘χαμε φτιάξει ένα πατίνι με δύο ρουλεμάν που θα είχαμε προσπαθήσει να βρούμε. Ένα πατίνι και θα το είχαμε στολίσει, με σημαιάκια, με τσιγκάκια. Τα τσιγκάκια ήτανε τα πώματα από τα μπουκάλια της πορτοκαλάδας. Και μάλιστα τότε μαζεύαμε τις σπάνιες μάρκες. Υπήρχαν πολλές μικρές βιοτεχνίες που φτιάχνουν αναψυκτικά. Και εμείς τότε ανέξοδα μαζεύαμε τσιγκάκια, μαζεύαμε τα πώματα από αυτές τις μάρκες. Και «Πω-πω πού βρήκες αυτή», έβρισκε ο άλλος ένα τσιγκάκι που είχε πάει στην Τρίπολη, από μία εκεί τοπική. «Πω-πω σπάνιο ρε, σπάνιο, μου δίνεις ένα; Θα σου δώσω ένα από αυτό που έχω εγώ». Ναι, αυτά ήταν τα παιχνίδια, δηλαδή ουσιαστικά ανακαλύπταμε το παιχνίδι και αυτό μας δημιουργούσε μία φαντασία, μας εξιτάριζε, μας έκανε να σκεφτούμε, να φτιάξουμε και κάτι άλλο. Λέω καμιά φορά, όταν παίζαμε τους πράκτορες, ότι ήμαστε κατασκοπεία και έπρεπε να επικοινωνήσουμε με τον άλλον πράκτορα που κρυβόταν στη γωνία, δεν μπορούσαμε να σκεφτεί το μυαλό μας ότι θα υπήρχε το ασύρματο τηλέφωνο. Έπρεπε να μιλήσουμε μαζί του, αφού δέσουμε ένα κουτί με τσιγάρα -τα μακρόστενα τσιγάρα- με το άλλο κουτί με ένα σπάγκο, ότι είναι το καλώδιο. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι, αν του βάλουμε ένα ξυλάκι και το κάνουμε κεραία μπορεί να είναι walkie-talkie ας πούμε και τα λοιπά. Φαντάσου λοιπόν ότι ούτε αυτό μπορούσαμε να διανοηθούμε τότε και λέγαμε: «Εντάξει, να δέσουμε ένα σκοινί να κάνουμε το καλώδιο» και κάναμε ότι ακούμε και το καλώδιο πάει τον ήχο και το ρεύμα. Ωραία ήτανε τα παιδικά παιχνίδια. Τα κορίτσια από την άλλη μεριά «μηλαρόνια», τις «κουμπάρες», το «γιατρό». Παιχνίδια παιδικά. Τα κο[00:30:00]ρίτσια έπρεπε να βγούνε έξω με τις κούκλες τους, τα καροτσάκια που είχαν οι κούκλες, να τα βάλουν να κοιμηθούνε. Μάνες. Και είναι λάθος όλο αυτό το πράγμα, περί αυτών κι εκείνων και τα κορίτσια και καταπίεση. Καμία καταπίεση, ήταν ευτυχισμένες. Ήταν ευτυχισμένα τα κορίτσια για το ρόλο. Αυτό δεν τις εμπόδισε ούτε να σπουδάσουν, ούτε να πάνε -στα δικά μας τα χρόνια- όχι. Ναι, υπήρχε και καταπίεση, όπως και τώρα υπάρχει καταπίεση. Κοιτάξτε να δείτε, και τώρα δεν υπάρχει μία καταπίεση; Είχα μαθήτριες αργότερα, που στα 22 τους κάνανε αισθητικές παρεμβάσεις. Βάζανε χείλη, βάζανε στήθος. Συγγνώμη, 22! Αυτό τι είναι; Αυτό δεν είναι μία καταπίεση; Δηλαδή λέμε τώρα για τα κορίτσια. Βεβαίως, το όνειρό τους ποιο ήτανε; Να ερωτευθούν, να βρουν ένα αγόρι, να κάνουν οικογένεια. Το γεγονός ότι ένα κορίτσι σήμερα 22 ετών, πάει και κάνει αυτό το πράγμα, μία πλαστική επέμβαση στα χείλη του, στα μάτια του, στο στήθος του, αυτό τι είναι; Γιατί το κάνει; Δεν είναι ότι κοινωνικά καταπιέζεται; Έτσι μπράβο, λοιπόν να μην τα συγχέουμε τα πράγματα. Ναι, και τα κορίτσια ήταν ευτυχισμένα, που κάναν τις μαμάδες, που παίζανε, που είχανε κούκλες. Που -αν θέλετε- προσπαθούσαν κατά κάποιο τρόπο να υπηρετήσουν το μετέπειτα ρόλο τους. Ναι, έτσι είναι, το άλλο δεν οδηγεί πουθενά ή οδηγεί σε λάθος μονοπάτια. Γιατί κοιτάξτε, η εμπειρία μου μέσα από τόσα χρόνια: είναι άλλο πράγμα να έχεις μία ιδιαιτερότητα στη σεξουαλικότητά σου και να είσαι φτωχός, και άλλο να έχεις μία ιδιαιτερότητα και να ‘σαι πλούσιος. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ένα αγόρι που είναι χωρίς μεγάλες οικονομικές δυνατότητες ή ένα αγόρι σε μία -αν θέλετε- απομακρυσμένη περιοχή της Ελλάδος, με αυτόν που σουλατσάρει στο Κολωνάκι. Εντάξει; Άρα λοιπόν καθίστε καλά σε αυτόν τον τομέα. Να επανέλθουμε όμως. Ναι, είχαμε υπέροχα παιδικά χρόνια, παίζαμε τα παιδιά, ήμασταν ευτυχισμένοι. Και πριν δούμε κινηματογράφο, το θέαμα για μας ήτανε ο Καραγκιόζης. Δηλαδή κάθε γειτονιά είχε και το μικρό θεατράκι σκιών. Ένα μεγαλύτερο παιδί αγόραζε φιγούρες του Καραγκιόζη που πουλάγαν τα ψιλικατζίδικα, τις έκοβε και τις κόλλαγε πάνω σε χοντρό χαρτόνι ή σε κόντρα πλακέ -κάναμε τότε αυτή την ξυλογλυπτική- και το βράδυ στην αυλή του σπιτιού, θα έστηνε ένα μεγάλο σεντόνι, με δύο και τρία κεριά από πίσω και θα μας έπαιζε σε εμάς τα μικρότερα «Καραγκιόζη». Γενική είσοδος; Εκείνον τον καιρό 50 λεπτά. Ένα πενηνταράκι. Σήμερα; Τι να πω, 0,2 του ευρώ. Κι όμως κι αυτό το πενηνταράκι μερικές φορές δεν το είχαμε να μπούμε μέσα. Εντάξει, φίλος ήτανε, αλλά κι αυτός ήθελε να δείξει: «Ρε παιδί μου έκανα είσπραξη σήμερα 4 δραχμές, μπήκαν οκτώ παιδιά». Για δέστε όμως. Αυτός ήτανε, εκείνη τη στιγμή χωρίς να το ξέρει, σκηνοθέτης, παραγωγός, ηθοποιός, αιθουσάρχης κι ήτανε 13-14 χρονών. Φανταστείτε πόσα έκανε μέσα απ’ τη φαντασία του. Ένα σεντόνι της μαμάς γινότανε οθόνη λευκή. Το περίπτερο ή ο ψιλικατζής είχε τον ηθοποιό, αλλά αυτός έπρεπε να τον ντουμπλάρει, να βάλει τη φωνή του. Έπρεπε να πάει και να πάρει, ας πούμε, ή να διαβάσει ένα σενάριο ή να το φτιάξει μόνος του και να κάνει τους ρόλους όπως ήξερε. Άρα έκανε και αυτοσχέδια σενάρια. Δεν είναι υπέροχο; Δηλαδή συγγνώμη, να τα βγάζουμε αυτά, να βάζουμε στην άκρη, αλλά στη θέση τους να βάζουμε κάτι άλλο. Ναι, «Καραγκιόζη» λοιπόν στις γειτονιές. Κάθε γειτονιά είχε και το δικό της καραγκιοζοπαίχτη, το μεγαλύτερο λίγο παιδί που θα μας μάζευε -ειδικά τώρα το καλοκαίρι, γιατί τον χειμώνα δεν μπορούσες να παίξεις- αλλά τώρα το καλοκαίρι θα μαζευόμασταν στην αυλή ενός σπιτιού, θα έριχνε το σεντόνι, δεν υπήρχαν καρεκλάκια, οκλαδόν, κάτω, και θα καθόμασταν να βλέπαμε μία παράσταση «Καραγκιόζη» που δεν διαρκούσε πάνω από 20 λεπτά, μισή ώρα, τόσο το έκανε αυτός, με όλους τους ήρωες.  Μέχρι που ήρθε ο κινηματογράφος. Όχι ότι δεν είχε έρθει… Οι μεγάλοι πηγαίνανε σινεμά. Τα παιδιά τότε, επειδή ξέρετε τότε ο κινηματογράφος, μιλάμε για αίθουσες 500 ατόμων, με εξώστη, μιλάμε τεράστιες αίθουσες για κείνη την εποχή. Σπάνια μάς παίρνανε οι μεγάλοι να πάμε σινεμά. Ήταν η δική τους διασκέδαση να πάνε στον κινηματογράφο. Τον χειμώνα είπαμε για τις αίθουσες, το καλοκαίρι ήταν τα θερινά. Εκεί μπορούσαμε να πάμε, τον χειμώνα λιγάκι σπανία μας έπαιρναν μαζί τους να πάμε στον κινηματογράφο. Ναι, ο κινηματογράφος. Μιλήσαμε για το παιχνίδι, μιλήσαμε για τον Καραγκιόζη, κινηματογράφος. Μεγάλη υπόθεση. Η διασκέδαση του Έλληνα. Ο ελληνικός κινηματογράφος εκείνη την εποχή -υποτίθεται οι νεότεροι δυστυχώς τον ονόμασαν «ο εμπορικός κινηματογράφος» και τα λοιπά- είχε δύο ρεύματα: ήταν ο κινηματογράφος ως έχει η ζωή, και ήταν και ο κινηματογράφος ως πρέπει να είναι η ζωή. Οι Έλληνες βγαίνανε από έναν είπαμε εμφύλιο πόλεμο. Θέλανε να πάνε στον κινηματογράφο και λίγο να χαμογελάσουνε. Ήθελαν να ζωγραφιστεί μία ελπίδα στα χείλη τους, ένα χαμόγελο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ο κινηματογράφος έπρεπε να έχει αυτή τη διάσταση. Όπως είχε και σε όλο τον κόσμο. Δηλαδή, δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο σε μία χώρα που εντός εισαγωγικών, υπήρχε και η λογοκρισία. Μη φανταστείτε ότι μπορούσε ο καθένας να κάνει ό,τι ήθελε. Οι ταινίες έπρεπε να είναι μέσα σε ένα πλαίσιο αποδεκτό. Έτσι λοιπόν έπρεπε να κατασκευάσουμε -αν θέλετε- ταινίες που να είναι σε αυτά, να πατάνε σε αυτά, σε αυτές τις δύο βάρκες. Ή η ζωή ως έχει –το μελό-, ή η ζωή όπως θα θέλαμε να είναι –η κωμωδία, η κοινωνική σάτιρα, οι ταινίες που δείχνανε γιατί ευτύχησαν να έχουν πολύ καλούς συντελεστές μία κοινωνία που ανέβαινε, είχε την έκφρασή της, αλλά δεν θα πάμε σε αυτά, δεν θα πέσουμε στην παγίδα να κάνουμε ανάλυση του κινηματογράφου, του ελληνικού κινηματογράφου-. Κινηματογράφος λοιπόν, εμείς πώς το βιώσαμε. Πρώτη φορά είδα κινηματογράφο όταν… Στο Περιστέρι υπήρχαν, όπως και σε άλλες συνοικίες και γειτονιές -δήμους, να το πούμε έτσι- υπήρχανε τα βασιλικά ιδρύματα. Τι ήταν τα βασιλικά ιδρύματα; Ήτανε ένα κτίριο, μία αίθουσα, υπό την αιγίδα της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης, που τα φτωχά παιδιά -και όλοι εμείς, γιατί δεν υπήρχαν φτωχά και πλούσια, τα παιδιά, ας μην γελιόμαστε, δεν υπήρχανε πλούσιοι στο Περιστέρι. Φτωχά παιδιά υπήρχαν, όπως και σε όλες τις συνοικίες-, θα μπορούσαν να πάνε σε αυτό το κτίριο, σε αυτήν την αίθουσα ή στις αίθουσες και να διαβάσουνε, το μεσημέρι να φάνε –πράγμα σημαντικό-, τα κορίτσια να μάθουνε να πλέκουνε, να μάθουν εργόχειρο, να μάθουν ραπτική. Τα αγόρι[00:40:00]α να παίξουνε πινγκ-πονγκ, επιτραπέζια παιχνίδια. Δηλαδή ξεφεύγαμε λίγο από αυτό το ξυπόλητο της γειτονιάς και το ανέμελο, και πηγαίναμε για το λίγο πιο οργανωμένα. Έτσι λοιπόν στη δεκαετία του ‘50 ήρθαν να μας δείξουν κινηματογράφο. Αλλά κινηματογράφο όχι κλειστό μέσα σε μία αίθουσα! Έξω στην αλάνα. Σε μία μεγάλη αλάνα λοιπόν, ήρθε ο κινηματογραφιστής με μία Bell & Howard -τη θυμάμαι γιατί σαν παιδάκι μου εντυπώθηκε και το είδα μετά στην καριέρα μου αυτή τη μηχανή-, μία 16άρα, και ήρθε να μας δείξει κινηματογράφο. Και όντως θυμάμαι την πρώτη ταινία που είδαμε, φανταστείτε 400-500 παιδιά, καθισμένα οκλαδόν κάτω. Να περιμένουν να πέσει λίγο το σκοτάδι και να αρχίσει να παίζει η ταινία. Και μάλιστα θυμάμαι ότι ήτανε μία ταινία «Χοντρός-Λιγνός στη Λεγεώνα των Ξένων», μία ταινία του 1938. Και τότε που την είδα εγώ την ταινία, ήταν δεκαετία του ’50. Τότε οι ταινίες παιζόντουσαν και ξαναπαιζόντουσαν και ξαναπαιζόντουσαν πολλά χρόνια, και δεν κατεβαίνανε. Δηλαδή δεν κάνανε μία πρώτη, δεύτερη προβολή στα προάστια και τέλος. Οι ταινίες παιζόντουσαν για πολλά χρόνια, μπορούσες να δεις μία ταινία μετά από 20 χρόνια. Γιατί αυτό; Γιατί δεν υπήρχανε πολλοί τίτλοι ταινιών. Και οι κινηματογράφοι κάθε μέρα ξεφύτρωνε και ένας. Ναι, το θυμάμαι. Υπέροχο! Το τι γέλιο κάναμε, δε θέλαμε να σταματήσει. Αυτό κράτησε καμιά ώρα. Είδαμε «Chip και Dale» του Walt Disney, είδαμε «Tom και Jerry» -είναι οι ήρωες οι παιδικοί οι δικοί μας μέσα από τα καρτούν του Walt Disney, αυτά που λατρέψαμε και διαβάζαμε- και δεν θέλαμε να φύγουμε από αυτήν τη μαγική παράσταση. Για πρώτη φορά στη ζωή μας είδαμε είναι να κινούνται οι εικόνες! Φαντάσου ότι είχαμε, μέχρι τότε, δει φωτογραφίες. Για μας ήταν εξίσου μυθικό και εξίσου σημαντικό, σαν αυτό που νιώσαν το 1895 όταν κάνανε οι αδελφοί Lumiere την πρώτη προβολή ταινίας στο Παρίσι. Και το πρώτο φιλμάκι που δείξανε ήτανε ένα τρένο που ερχόταν και έφτανε στο σταθμό, και οι θεατές νόμιζαν, που είδαν για πρώτη φορά να είναι ένα τρένο και να έρχεται, και κρυφτήκανε κάτω απ’ τα καθίσματα, γιατί νομίζανε ότι το τρένο θα έρθει επάνω τους! Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι αυτό ήταν κάτι μαγικό για μας, να βλέπουμε εικόνες εν κινήσει.  Όταν μετά από πολλά χρόνια πήρα την κόρη μου και εγώ να πάω για πρώτη φορά κινηματογράφο, τριών τεσσάρων ετών ήτανε, και πήγαμε να δούμε το «Ο βασιλιάς των λιονταριών», «Ο βασιλιάς της ζούγκλας» και τα λοιπά -στο Περιστέρι έμενα τότε- και πήγαμε να τη δούμε, δηλαδή μιλάμε μετά από 30-40 χρόνια. Εγώ περίμενα ότι θα μπει και αυτή μέσα και με το που θα δει, ας πούμε, αυτό το πράγμα, να ανοίξει τα μάτια και να πει: «Α, τι υπέροχο πράγμα!». Όμως δεν συνέβη αυτό. Μόλις άρχισε να παίζει η ταινία, ήτανε και μικρή τριών τεσσάρων ετών, μου λέει: «Μπαμπά, μου δίνεις να πάω να πάρω μία coca-cola;». Λέω: «Τι είπες; Δεν βλέπεις εδώ;». «Έλα ρε μπαμπά, τα’ χω δει στην τηλεόραση!». Ξέχασα ότι τα παιδιά γεννηθήκανε σε μία κρεβατοκάμαρα που είχε τηλεόραση. Άρα η μαγεία -και καλά, εδώ δεν έχουμε λόγο καταγγελτικό- η μαγεία είχε χαθεί, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Και συνειδητοποίησα ότι όντως οι εποχές αλλάζουν και δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα με αυτό που ζήσαμε εμείς. Οι θερινοί κινηματογράφοι λοιπόν, γιατί μιλάμε για τα καλοκαίρια που έρχονται, να πάμε δηλαδή να τη ζωή μέσα από τα καλοκαίρια. Ο θερινός κινηματογράφος ήταν μεγάλη υπόθεση. Κάθε συνοικία είχε το θερινό της κινηματογράφο. Ήταν η διασκέδαση της γειτονιάς. Επαναλαμβάνω δεν υπήρχε ΙΧ, δεν υπήρχε τηλεόραση, υπήρχε το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες και η ταβέρνα. Η μουσική. Αυτά ήτανε. Αυτά όμως είσαι πολύ τοπικό επίπεδο, γιατί είπαμε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να μετακινηθεί ο κόσμος. Άρα λοιπόν οι μικρές κοινωνίες φτιάχνανε, οργάνωναν και τη διασκέδασή τους. Η Ανθούπολη, εκεί στη γειτονιά, είχε τρεις θερινούς. Είχε τη «Σεβίλλη», που ήταν δίπλα στο φούρνο, είχε το «Cine-Ανθούπολις», που ήταν λίγο παραπάνω και το «Cine-Diana» που ήτανε και χειμερινός και καλοκαιρινός. Πώς γινόταν αυτό; Τραβιόταν η σκεπή από πάνω το καλοκαίρι και άνοιγε και έτσι έμπαινε αέρας και -αν θέλεις- τα άστρα και το φεγγάρι. Εμείς λοιπόν τότε παιδάκια, 8, 9, 10, χρόνων, έπρεπε να πάμε σινεμά κι εμείς, να δούμε σινεμά. Όμως το εισιτήριο κάθε Πέμπτη, είχε δύο έργα, είχε 3,5 δραχμές, αλλά τις άλλες μέρες είχε 6,5 δραχμές. Πού να βρεθούν 6,5 δραχμές; Θα μου δώσει ο πατέρας μου 6,5 δραχμές να πάω σινεμά; Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Ποτέ! Οπότε μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς, εκεί καμιά δεκαπενταριά, κάθε απόγευμα κατά τις 17:00-18:00 και έπρεπε ο αιθουσάρχης -να τα πούμε αιθουσάρχης, είναι αδόκιμος όρος, γιατί δεν ήταν αίθουσα, ήταν ένα οικόπεδο με μία οθόνη- θα διάλεγε κάποιους από μας, να μπούμε μέσα. Να ετοιμάσουμε τον κινηματογράφο, να τον καθαρίσουμε -και θα πω πώς να τον καθαρίσουμε-, και το βράδυ όσοι από μας μας διάλεγε -θα διάλεγε 4-5 ήταν οι τυχεροί, οι άλλοι άντε πάλι την άλλη μέρα- 4-5 το βράδυ θα ερχόμαστε θα μπαίναμε μέσα χωρίς να πληρώσουμε εισιτήριο! Πηγαίναμε λοιπόν, έλεγε: «Εσύ Γιαννάκη, εσύ Κώστα, εσύ και εσύ». «Κύριε, κύριε, κύριε Δημητράκη –Δημητράκη τον έλεγαν, θυμάμαι και τα ονόματα- κύριε Δημητράκη, κι εγώ, κι εγώ!». «Αύριο εσύ!». Οι άλλοι πικραμένοι φεύγανε. Εμείς οι πέντε μπαίναμε μέσα και έπρεπε να τινάξουμε όλες τις καρέκλες, ήτανε πάνινες από καραβόπανο, ήτανε καρέκλες σαν αυτό που μετέπειτα ονομάστηκε «καρέκλα του σκηνοθέτη», αλλά όχι τόσο επιμελημένες. Έπρεπε εμείς να τις τινάξουμε αυτές να φύγει η σκόνη από την ημέρα, έπρεπε να μαζέψουμε όλα τα γυάλινα μπουκάλια απ’ τα αναψυκτικά. Να μαζέψουμε τις γόπες από κάτω που είχανε πετάξει οι χθεσινοβραδινοί, χαρτάκια και τα λοιπά, να το καθαρίσουμε, τα φύλλα. Αυτό κράταγε καμιά ώρα. Και μετά φεύγαμε, πηγαίναμε σπίτι, κάναμε ένα μπάνιο και κατά τις 20:00-20:30 θα ήμασταν και θα ‘λεγε: «Εσείς οι 4 μπαίνετε χωρίς να πληρώσετε εισιτήριο». Όσοι δεν θα μπαίνανε, ή θα σκαρφαλώνανε στην μάντρα ή θα προσπαθούσανε να τα έχουνε καλά με κάποιον γείτονα που το μπαλκόνι του ή η ταράτσα του έβλεπε κλεφτά -γιατί ολόκληρη την οθόνη δεν μπορούσες να τη δεις, οι μάντρες ήτανε πολύ ψηλές δεξιά και αριστερά, και ήταν μάντρες φορτωμένες με αυτό που λέει ο Κηλαηδόνης: «Τα θερινά σινεμά -στο τραγούδι του- με αγιόκλημα και γιασεμί»-. Μοσχοβόλαγε ο κινηματογράφος από αυτό. Για αυτό λέω καμιά φορά ότι είμαστε τυχεροί γιατί οι αναμνήσεις μας έχουνε και γεύση, έχουν και άρωμα, έχουν και εικόνα, έχουν και ακούσματα. Και αυτό το πράγμα όταν γυρνάς πίσω και έχεις όλες αυτές τις αναμνήσεις καταγεγραμμένες στις αισθήσεις σου, σε κάνει ιδιαίτερα ευτυχισμένο και χαρούμενο. Θα μου πείτε τώρα: «Συγγνώμη, καλά εντάξει είχε αν θέλετε αρώματα, γεύση πώς είχε;». Αμ είχε και γεύση! Διότι, τα μεγαλύτερα παιδιά, 1-2 μεγαλύτερα παιδιά που ήταν 16, 17, 18 χρονών, θα πηγαίναν να δουλέψουνε στο μπαρ. Και υπήρχε ένα κασελάκι που γύρναγε μέσα στον κινηματογράφο -φανταστείτε ότι τα εισιτήρια που έκοβε τα 200-300, όχι αυτό που γίνεται τώρα, κάθε βράδυ, 400 εισιτήρια- και θα διαλαλούσε την πραμάτεια του που ήταν «Τσιπς-σάμαλι-κοκ, τσιπς-σάμαλι-κοκ». Άρα λοιπόν υπήρχε καταπληκτικό σάμαλι που δεν έχω ξαναφάει, καταπληκτικό κοκ που δεν μπόρεσα ποτέ να το φτιάξω στο φούρνο όπως τότε. Θα υπήρχε το αναψυκτικό, που εκτός από τη λεμονάδα και την πορτοκαλάδα υπήρχε το μπυράλ. Το μπυράλ έγινε μία προσπάθεια να κυκλοφορήσει και τώρα. Και το ταμ-ταμ, ένα είδος coca-cola, δεν υπήρχε coca-cola τότε. Μόνο όσοι είχανε την ευκαιρία να ξέρουν κάνα γνωστό από την ναυτικ[00:50:00]ή βάση του Ελληνικού, κάνας Αμερικάνος θα τους έδινε καμιά coca-cola. Αλλά coca-cola δεν υπήρχε στην Ελλάδα, άργησε να έρθει. Ήρθε πολύ αργότερα για άλλους λόγους, τους οποίους θα αναλύσουμε μία άλλη φορά. Έτσι λοιπόν ο θερινός κινηματογράφος είχε και γεύση. Γιατί ήταν και ένα γλυκό –το σάμαλι- που δεν μπορείς να το πας και πουθενά αλλού. Το ζαχαροπλαστείο είχε την πάστα, σάμαλι είχε όμως μόνο ο κινηματογράφος, στο διάλειμμα. Μετά ήρθαν οι γρανίτες φράουλες, είναι της δεκαετίας του ’70. Δεν υπήρχε γρανίτα φράουλα τότε, που να έχει ψυγείο; Αφού τα ψυγεία τότε ήταν ψυγεία πάγου. Δηλαδή στο σπίτι δεν είχαμε ηλεκτρικό ψυγείο. Πού να καθίσει παγωτό; Άρα η γρανίτα ήρθε το ’70, στη δεκαετία του ’70. Προς το παρόν, εκείνη την εποχή βολευόμασταν με μια πορτοκαλάδα ή ένα μπυράλ. Δεν έχει νόημα να πω για τις ταινίες, να πω για τους ήρωες και να πω όλα αυτά. Αλλά μπορώ να πω ότι εντάξει, πολλές πρώτες ματιές και πολλά πρώτα φλερτ των μεγαλύτερων παιδιών γίναν στα θερινά τα σινεμά. Και η κλεφτή ματιά, είτε σε ένα τραγούδι, είτε σε ένα φιλί, είτε λίγο το άγγιγμα όταν καθόσουνα δίπλα-δίπλα, ήτανε μαγικό. Εμείς όχι, γιατί ήμασταν μικρότερα παιδιά, αλλά τα μεγαλύτερα παιδιά θα ψήνανε το κορίτσι να πει στη μαμά να πάνε το βράδυ σινεμά και έστω να τη δει λίγο κι αυτός. Να πάει να κάτσει δίπλα, να την ακουμπήσει έτσι με το γόνατο με γόνατο –όχι kiss to kiss, γόνατο με γόνατο-. Είδατε πόσα πράγματα κρύβονται πίσω από ένα θερινό σινεμά; Έτσι; Γιατί έλεγα και καλό είναι να το πω τώρα, έλεγα στους μαθητές μου, ειδικά σε αυτούς που ήταν στο τμήμα της σκηνοθεσίας, λέω: «Θα προσπαθείτε να βλέπετε μία πραγματικότητα που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Ενώ υπάρχει!». Λέει: «Πώς γίνεται;». Θα σας πω ένα παράδειγμα και θα δείτε πώς γίνεται. Υπάρχουνε πράγματα που άλλοι τα βλέπουνε, και άλλοι δεν τα βλέπουνε. Και αυτό εμένα, αυτή η αυτογνωσία, είναι αυτό που το ‘λεγα στο τμήμα των τηλεπαρουσιαστριών και λέω: «Ακούστε, θα προσπαθήσετε και στην προσωπική σας ζωή, για να δείτε πώς κάθεστε, θα προσπαθήσετε να το κάνετε. Πάτε, βγαίνετε έξω σε μία καφετέρια με τη συντροφιά σας. Την ώρα που κάθεστε, σκεφτείτε, πηγαίνετε απέναντι και πέστε “Τώρα πώς κάθομαι; Έχω βουλιάξει πίσω στο κάθισμα, είμαι όρθια, κάθομαι στον ποπό μου ή έχω βολευτεί και έχω κάνει πίσω;”».

Ι.Ν.:

Αυτό έλεγα και στους μαθητές: «Να βλέπετε μία άλλη πραγματικότητα». Και μία και μιλάμε για σινεμά, να πω μία ιστορία που μου έχει μείνει από τα χρόνια της τηλεόρασης -ας κάνουμε και άλματα στον χρόνο, δεν πειράζει-. Κατηγορούνε πολλοί την Αλίκη Βουγιουκλάκη ότι δεν ήταν μεγάλη ηθοποιός, δεν έπαιξε στον κινηματογράφο και τα λοιπά. Δεν θα μπούμε σε αυτή τη διαδικασία τώρα. Θα πω όμως ένα περιστατικό πολύ σημαντικό. Η Βουγιουκλάκη -γιατί συνεργάστηκα μαζί της μία φορά, σε ένα τηλεοπτικό σόου που έκανα σαν διευθυντής παραγωγής, το «Αστέρια ‘78» και είχα πάει και στη Στησιχόρου στο σπίτι της- όποτε προσπάθησε να γίνει μεγάλη ηθοποιός και το ήθελε, απέτυχε. Ο κόσμος ήθελε αυτό το ξανθό πλασματάκι. Αυτό ήταν η χρυσόσκονη της ζωής του! Ήταν η ζωή που ονειρευόταν, η ξεγνοιασιά, το χαμόγελο. Όποτε πήγε να παίξει κάτι σοβαρό, το είχε-δεν το είχε, ήταν αποτυχία. Έτσι ήτανε, όπως ήτανε η Bambola, η Marilyn Monroe στην Αμερική, η Brigitte Bardot στη Γαλλία, η Sophia Loren στην Ιταλία. Ο κόσμος ήθελε να προσωποποιήσει τη ζωή που θα ‘ρθει σε ένα χαρούμενο, σε ένα ξέγνοιαστο προσωπάκι. Αυτόν το ρόλο είχε η Αλίκη, τον οποίο δυστυχώς της τον επιβάλαμε και δεν μπορούσε να τον αρνηθεί. Και όταν αρνήθηκε, κατέρρευσε. Να πω λοιπόν για την Αλίκη ότι όταν έφυγε από τη ζωή, για τα τηλεοπτικά κανάλια -δούλευα στον ANT1- ήταν ένα από τα μεγάλα γεγονότα της εποχής. Και καταλαβαίνεις ότι όλα τα κανάλια, τα τότε κανάλια, αποφάσισαν να καλύψουν το γεγονός της κηδείας της και να έχουνε -αν θέλεις- μετάδοση σε ζωντανή ροή. Πρώτη φορά για έναν καλλιτέχνη τέτοιο πράγμα και εγχείρημα πολύ δύσκολο. Διότι -για φαντάσου- κανείς, δεν ξέρω ούτε καν και η ΕΡΤ εάν θα μπορούσε να δείξει σε ζωντανή μετάδοση από τη Μητρόπολη μέχρι το Α’ Νεκροταφείο; Η διαδρομή είναι τεράστια, πού να απλώσεις κάμερες και βαν σε όλη αυτήν τη διαδρομή, δεν ήταν όπως είναι τώρα, που έχουνε βγει και έχουνε καταργηθεί πράγματα. Έγινε λοιπόν μία σύσκεψη ανάμεσα σε όλα τα κανάλια. Και είπαμε ότι επειδή δεν μπορεί ο καθένας να απλώσει καλώδια, δεν υπάρχουνε, ούτε τα βαν τα ιδιωτικά φτάνουνε να πάρει ο καθένας και να βάλει… Θα μοιράσουμε τη διαδρομή και το κάθε κανάλι θα πάρει ένα κομμάτι το οποίο θα το δίνει σε όλους. Τι μπορούσε όμως το κάθε κανάλι να κάνει ξεχωριστά; Να βάλει δικό του ρεπόρτερ! Η εικόνα κοινή, εντάξει, κι ένας φυσικός ήχος κοινός, αλλά το σχόλιο να είναι… Ο καθένας να βάλει τους δημοσιογράφους του. Εντάξει; Εντάξει. Πήρε τότε η ΕΡΤ το κομμάτι μέσα στη Μητρόπολη, πήρε ο ΣΚΑΪ έξω από τη Μητρόπολη, δηλαδή Μητροπόλεως, λίγο πλατεία Συντάγματος μέχρι τη Μεγάλη Βρετάνια. Πήρε το Mega από τη Μεγάλη Βρετάνια μέχρι κάτω τη Συγγρού που στρίβουμε να πάμε για στύλους του Ολυμπίου Διός και να μπούμε στο Α’ Νεκροταφείο. Πήρε το Star που ήτανε τότε –λέω τα κανάλια που υπήρχανε- από τις στήλες του Ολυμπίου Διός μέχρι την είσοδο του νεκροταφείου, και από την είσοδο του νεκροταφείου μέχρι εκεί που ήτανε ο τάφος της Αλίκης, το πήρε ο ΑΝΤ1. Ήμασταν στις ειδήσεις δύο σκηνοθέτες, ο Γιώργος ο Νταούλης που έκανε το δελτίο των 20:00, εγώ που είχα το «Καλημέρα Ελλάδα» και το μεσημεριανό δελτίο. Ο Γιώργος θα έκανε δελτίο, δεν μπορούσε να φύγει, άρα κάποιος έπρεπε να πάει στο ζωντανό, στο live. Θα πήγαινα εγώ στο live. Αυτά γίνανε μία μέρα πριν, δύο μέρες πριν, η ταφή θα γινόταν τη μεθεπόμενη μέρα. Πήγα λοιπόν να κάνω αυτό που λέμε στην τηλεόραση «ρεπεράζ». Πήγα λοιπόν να δω πώς είναι ο χώρος, πού θα βάλω τις κάμερές μου και τα λοιπά. Τα κανάλια εκείνη την εποχή, εκείνες τις ημέρες τις δύο, από το πρωί μέχρι το βράδυ παίζανε Αλίκη. Τι κομμάτια από ταινίες, τι διηγήσεις, τι ποιος την ήξερε, τι ποιος την έκανε, τι ένα ρεπορτάζ εδώ, «Φέρτε μας αυτό, φέρτε μας εκείνο» και τα λοιπά. Πήγα απόγευμα την προηγούμενη, την πριν την ταφή ημέρα, απόγευμα έτσι δειλινό, να δω πού είναι. Πραγματικά πήγα, ο τάφος της ήτανε ανάμεσα στο Γρηγόρη Λαμπράκη, στο Βασίλη Τσιτσάνη, σε άλλους γνωστούς. Και όπως κατέβαινες κάτι σκαλοπάτια περίπου στα 50 μέτρα, ήτανε ο τάφος του Φίνου. Κι όπως πήγα εγώ έτσι να δω και τα λοιπά, και γύρισα και είδα επειδή ο Φίνος όταν κοιτάς το φακό είναι σαν να σε κοιτάει, είδα ότι ο Φίνος ουσιαστικά την κοίταγε! Και λέω: «Παιδιά αυτό που λέμε “στη γειτονιά των αγγέλων” είναι εδώ! Στην αγκαλιά του Φίνου, ανάμεσα σε ανθρώπους της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής». Αυτό λοιπόν όσοι είχανε πάει και κάνανε: «Ναι,[01:00:00] εδώ θα είναι…», δεν το ‘χανε προσέξει! Αυτό ήτανε ρεπορτάζ. Και παίρνω θυμάμαι τον Κώστα τον Σπυρόπουλο, τον διευθυντή ειδήσεων, του λέω: «Ρε Κώστα, ξέρεις πού είναι ο τάφος; Ανάμεσα εκεί κι εκεί, στείλε κάποιον να το δούμε με αυτή την οπτική. Αυτή η “γειτονιά των αγγέλων” είναι εδώ! Την περιμένουν». Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι άγνωστη. Και θέλω να πω με αυτό ότι αυτό είναι να βλέπεις αυτό που δεν μπορούν ή δεν προσπαθούν -δεν θέλω να πω δεν μπορούν, δεν προσπαθούν- να δουν οι άλλοι. Εν πάση περιπτώσει επειδή έχει και παρασκήνιο η ιστορία αυτή κι είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έρχεται η ώρα, είπα που θα βάλω τις κάμερες, πάμε την επόμενη μέρα, έρχεται το βαν. Η πομπή θα ξεκινήσει από τη Μητρόπολη στις 15:00. Υπολογίζω ότι θα ‘ρθει σε μένα γύρω στις 16:30-17:00, γιατί σιγά-σιγά, μέχρι να βγει, μέχρι να κάνει, εκεί το είχα. Στήνω τις κάμερες και τα λοιπά. Εκεί που ήτανε ας πούμε ο τάφος της Αλίκης, υπήρχε ένα πεζουλάκι και μετά ξεκίναγε η εξωτερική μάντρα του νεκροταφείου. Ένα πεζουλάκι κι ένα δεντράκι είχε -αν θέλετε- στην κεφαλή. Και υπήρχε ο μαντρότοιχος και τα λοιπά, και ένα δεντράκι. Πήγα εγώ κατά τις 10:00 το πρωί 11:00, στήσαμε τις κάμερες, εντάξει όλα, καλά, ήρθαν οι οπερατέρ. Λέω: «Προσέξτε. Προσέξτε. Εάν τυχόν -δεν το ξέρουμε- ανοίξουνε το φέρετρο, θέλω το τελευταίο γκρο πλαν της Αλίκης. Θα είσαστε δύο οπερατέρ, ένας από δω, ένας από κει. Εάν πάει από κει εσύ, εάν πάει από κει εσύ. Θέλω το τελευταίο γκρο πλαν. Εάν δεν μου το δώσετε, το τελευταίο γκρο πλαν, θα πάμε όχι στον τέταρτο που είναι τα στούντιο, θα κατέβουμε στον τρίτο που είναι το λογιστήριο. Όχι εσείς, εγώ πρώτος. Εντάξει;». «Εντάξει». «Θα σας έχω και δύο σεκιουριτάδες να σας κρατήσουνε, γιατί την ώρα που θα άνοιγε -φαντάσου ότι εμείς ήμασταν με καλώδια που ερχόντουσαν στο βαν, υπήρχαν όμως και τα ελεύθερα συνεργεία, φωτογράφοι, που όλοι θα μπαίνανε από πάνω, να τραβήξουν-. Εγώ θέλω με το που θα αυτό, θα σε έχω να σε κρατάει να πέσεις από πάνω να μη φοβάσαι ότι θα σου φύγει η κάμερα, έναν από δω και έναν από κει. Είμαι σε ζωντανή μετάδοση για όλη την Ελλάδα -όπως και αυτός που ήταν στο ΣΚΑΪ ήτανε σε όλη την Ελλάδα, το σχόλιο άλλαζε. Εντάξει;». «Εντάξει, μην ανησυχείτε κύριε Ντόνα». Πολύ ωραία.  Κατά τις 12:00 κάνουμε ένα τσιγαράκι, μιλάω με τον ηχολήπτη, λέω: «Πρόσεξε, θέλω ένα μικρόφωνο στην καμπάνα, 100 μέτρα, και θέλω ένα μικρόφωνο εδώ στις φτυαριές -μακάβριο το θέμα αλλά πολύ σημαντικό, θέλω το φτυάρι. Μετά όλα θέλω να τα ακούσω, τα κλάματα, αυτά, ιστορία, θέλω μικρόφωνα. Εντάξει;». «Εντάξει». Εκεί που μιλάμε ας πούμε, και πίνουμε τον καφέ, του λέω: «Ρε συ Βαγγέλη -ο Βαγγέλης ο Ροβολής, καλή του ώρα- εκεί μέσα, εκεί επάνω στο δεντράκι -δηλαδή φανταστείτε ένα δεντράκι στην κορυφή-. Τι είναι αυτό που βλέπω; Έχεις βάλει τίποτα εκεί μέσα; Έχεις βάλει μικρόφωνο; Κάμερα δεν είναι». Ήταν αυτό που λέμε ένα «μπουμ». Το «μπουμ» είναι, αν θέλετε, ένας κύλινδρος, που βάζουμε μέσα το μικρόφωνο και προστατεύει το μικρόφωνο από τους ήχους του αέρα, να το πω έτσι, από τους παράταιρους ήχους. Του λέω: «Έχεις βάλει μπουμ επάνω;». Μου λέει: «Όχι ρε, δεν έχω βάλει τίποτα». «Για κάτσε ρε –λέω-, φέρτε μου μια σκάλα». Πάω λοιπόν ανεβαίνω, το κατεβάζω και βλέπω το μπουμ, και μέσα στο μπουμ, στην άκρη του, μία κρυφή κάμερα! Και το καλώδιο του μπουμ κατέβαινε και ανέβαινε στον μαντρότοιχο και κάπου πήγαινε. «Τη σκάλα!». Αυτά είναι της τηλεόρασης. Ανεβαίνω επάνω και βλέπω ένα βανάκι του ΣΚΑΪ και η κρυφή κάμερα εκεί. Λέω: «Τι κάνετε εδώ ρε;». Αυστηρό, δηλαδή ξέχασα να πω, με ποινή, ότι δεν υπάρχει κανένας να δώσει άλλο κάτι, όλοι θα δίνουμε την κοινή εικόνα. Το μόνο που θα έχουμε διαφορά θα είναι ο ήχος του ρεπόρτερ. Λέω: «Τι κάνετε εδώ;». «Να μωρέ, μία κάμερα βάλαμε». «Τι βάλατε ρε μία κάμερα –λέω-, βάλατε μια κάμερα τη στιγμή που όλοι έχουμε κοινή λήψη;». Δηλαδή όχι εγώ τι θα δώσω… Τότε ήταν η εποχή που, εντάξει, προσπαθούσαμε, ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος και όποιος είχε το αποκλειστικό πλάνο, δεν ήταν όπως τώρα που και δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτό, άσ' το. Εν πάση περιπτώσει, μετά αφού κάναμε κάποιες διαπραγματεύσεις, τηλεφωνώ επάνω στον ΑΝΤ1, καλούν στο αυτό «Αμέσως, βγάλτε το αμέσως». Λέει: «Θα το βγάλουμε, εντάξει, θες να την πάρεις εσύ την κάμερα;». Λέω: «Βρε ηλίθιε, καταρχάς -του λέω- την κάμερα όπως την έβαλες επάνω θα τη βλέπεις ανάποδα, δεν μου την έβαλες από δω, μου την έφερες από πάνω από το κεφάλι, θα’ ναι ανάποδα. –Λέω- δώσ’ την, ας πάρω μια κάμερα, να την έχω για ρεζέρβα, κάτι μπορεί να τύχει». Μικρούλα ήτανε, αλλά είχε ένα γενικό πλάνο. Αν μου συμβεί κάτι, να ‘χω και μία κάμερα ψηλά σε ένα κυπαρίσσι, που ήταν από την από δω πλευρά. Έτσι λοιπόν ήμασταν έτοιμοι να υποδεχθούμε -αδόκιμος και αυτός ο όρος, αλλά εν πάση περιπτώσει- την Αλίκη στο τελευταίο της ταξίδι. Σε επικοινωνία μαθαίνω ότι η πομπή θα ξεκινήσει όπου να ‘ναι από το ΣΚΑΪ, έχει βγει ο κόσμος έξω, και την βάφουνε. Και σωστά, γιατί έπρεπε, είναι καλοκαίρι, τόση ταλαιπωρία και τα λοιπά, και τη βάφουν. Εγώ εκείνη τη στιγμή λιγάκι ανησύχησα, γιατί δεν ήξερα τι θα συμβεί όταν θα ανοίξει το φέρετρο και τι θα δούμε -αν το ανοίξουνε, δεν το ξέραμε. Ξεκινάει, έφτασαν δηλαδή όλη η πομπή, πραγματικά, έρχεται. Και περίπου κράτησε αυτό 1 ώρα και 20 λεπτά, να έρθει από τη Μητρόπολη, να έρθει στο Α’ Νεκροταφείο. Πραγματικά την έχω παντού, με το που μπαίνει μέσα κάμερα, με το που κατεβαίνει τα σκαλιά κάμερα, δεν την έχω χάσει, γιατί το μεγάλο θέμα σε αυτό είναι μη χάσεις αυτό για αυτό που είσαι εκεί. Μόλις τοποθετούν το φέρετρο, πάνε να το ανοίξουνε. Το ανοίγουνε, γάτος ο κάμεραμαν, μου δίνει το πλάνο. Μόλις τη βλέπω, παγώνω. Έχουνε κάνει το λάθος και δεν την έχουνε βάψει με τη χλωμάδα της νεκρής, αλλά την έχουνε βάψει σαν να βγει στο θέατρο.  Δηλαδή, τα μαλλιά της -όσα της είχαν απομείνει- απλωμένα στο μαξιλάρι -μακάβριο το θέμα αλλά είναι πολύ σημαντικό- έχει φύγει λιγάκι αυτό το make up και πραγματικά είναι ξέρεις πως; Πώς είναι κάτι κούκλες από πορσελάνη, που καμιά φορά έχουνε σπάσει και φαίνονται σε κάτι έργα έτσι μακάβρια. Κάπως έτσι είναι. Ταλαντεύτηκα -να τώρα ανατριχιάζω που το λέω- για ένα δευτερόλεπτο. Αν πρέπει να το δώσω ή δεν πρέπει. Και λέω: «Συγγνώμη, είναι το τελευταίο της γκρο πλαν, θα το δώσω», γιατί εγώ πατάω τα κουμπιά τι βγαίνει στον αέρα. Θα μπορούσα εκείνη τη στιγμή να πάω στη μάνα της που κλαίει και να μην το δείξω. Και το δείχνω. Το τελευταίο γκρο πλαν, υπάρχει στο YouTube. Την ώρα λοιπόν που το δείχνω και φαίνεται εκεί, το κρατάω 5, 6, 7 δευτερόλεπτα, λέω: «Πάρτε το τώρα, πάρτε το και τα λοιπά». Όντως, μακάβριο το θέαμα και τότε παίρνει τηλέφωνο από το κεντρικό ΑΝΤ1. Λέει: «Τι κάνεις εκεί –ωρύεται ο Κυριακού- τι κάνεις εκεί; Πάρτο γρήγορα το πλάνο, πώς είναι έτσι;». Λέω: «Κώστα μου, -διευθυντής ειδήσεων- εγώ τι να κάνω; Εγώ να την ξαναβάψω; Ή να πω “Δεν είναι ωραία, σκεπάστε τη”. Τι λέτε ρε; Είναι δυνατόν -του λέω- Κώστα μου; Δεν είμαστε μόνο εμείς, είναι όλη η Ελλάδα, είναι όλα τα κανάλια. Αν εσένα δεν σου αρέσει, βάλε μία εικόνα της, ρίξε ένα trailer, δείξε κάτι από Αλίκη. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω γιατί ο άλλος μπορεί να το θέλει». Το κρατάω έτσι, το έδειξα, δεν το κράτησα όση ώρα ήθελα. Το έδειξα. Και μετά ας πούμε εντάξει, από λίγο, τελείωσε, κλαίγανε… Ο Παπαμιχαήλ… Μάλιστα στάθηκε και άτυχη Αλίκη, και μου[01:10:00] έκατσε και ένα πλάνο, που το θεωρούσα -αν θέλετε- ατυχές από τον τελευταίο της σύντροφο, τον Κώστα τον Σπυρόπουλο. Εάν δεν αισθάνεσαι να το κάνεις, μην το κάνεις: σκύβει, τη φιλάει, και μετά σκουπίζει τα χείλη του. Αυτό δεν το κάνεις, ή φιλάς στον αέρα ή δεν φιλάς καθόλου. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι ήμουνα επιβαρυμένος εντός εισαγωγικών, όσον αφορά την αισθητική, γιατί η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν και προσωπική φίλη του προέδρου του ΑΝΤ1, του αείμνηστου Μίνωα Κυριακού. Και κατάλαβα ότι αυτή η εικόνα τον πλήγωσε. Αλλά αυτή είναι η εικόνα της ζωής, δεν μπορούσα εγώ να κάνω κάτι. Κατά τις 18:30 τελειώνει όλη αυτή η διαδικασία και ανεβαίνω στον ANT1. Τελειώσαμε. Μου λέει ο Κώστας Σπυρόπουλος ο διευθυντής, ότι «Είναι έξαλλος, έξαλλος μαζί σου ο Κυριακού δηλαδή που έδειξες αυτό το πλάνο». Λέω: «Κώστα μου να σου πω κάτι; Μ’ αυτό το πλάνο θα ξεκινήσεις το δελτίο των 20:00. Με αυτό το πλάνο θα ξεκινήσουν όλοι. Δεν φταίω εγώ αν τη βάψανε λάθος. Για φαντάσου όμως εγώ να μην το είχα το πλάνο, Κώστα μου, και να μου έλεγες τώρα γιατί δεν το έδωσες! Αν ήτανε κακώς βαμμένη, δεν ευθύνομαι εγώ, ευθύνονται άλλοι. Εγώ όμως δεν μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή λογοκρισία στην εικόνα». Δες τι μεγάλες ευθύνες έχει ένας σκηνοθέτης σε ένα live, έτσι; Να δώσεις ένα πλάνο ή να μη δώσεις ένα πλάνο. Με αυτό ξεκίνησαν στις 20:00 το δελτίο ειδήσεων. Έρχονται την άλλη μέρα τα νούμερα της τηλεθέασης. Μοιρασμένα όλα, όλοι πάνω-κάτω μία μονάδα, γιατί είχαμε όλοι την ίδια εικόνα. Στις 18:15 που εμείς κλείσαμε τη ζωντανή μετάδοση, η κάμερα που είχα βάλει, που μου είχε δώσει ο ΣΚΑΪ και την είχα βάλει σε ένα κυπαρίσσι, με αυτήν την κάμερα από μακριά -το φέρετρο είναι ακόμα ανοιχτό- ο ΣΚΑΪ συνεχίζει. Γιατί μου τραβήξανε και δεύτερο καλώδιο την ώρα που εγώ ήμουνα μες στο βαν. Και 18:15 που εμείς κόψαμε γιατί είχαμε «Λάμψη», είχαμε αυτά και τα λοιπά και το ένα και το άλλο, ο ΣΚΑΪ συνεχίζει και από το 13-14 που εκεί ήμασταν όλοι, πάει 45. Κατεβαίνω κάτω, του λέω: «Κώστα μου το βλέπεις; Βλέπεις τι γίνεται; Ότι αν εγώ δεν το έδινα, ο ΣΚΑΪ το είχε από κρυφή κάμερα; Τα βλέπεις -του λέω- γιατί το έδωσα; Και σήμερα εσύ θα μου ‘λεγες: «Αγόρι μου δεν έδωσες το πλάνο; Πέρνα από το ταμείο! Σου είχα βαν, σου είχα τέσσερις-πέντε οπερατέρ και δεν μου ‘δωσες το πλάνο, οπότε τώρα πέρνα απ’ το ταμείο». Πες το -του λέω- του Μίνωα αυτό το πράγμα». «Όχι εντάξει -μου λέει-, έληξε». «Α, έληξε». Αυτό ήτανε μία ιστορία έτσι κινηματογραφική, που έχει να κάνει με τον κινηματογράφο και με την Αλίκη και με και με όλα αυτά.

Ι.Ν.:

Μεγαλώνουμε σιγά-σιγά, μπαίνουμε στην εφηβεία, έρχονται τα πρώτα σκιρτήματα τα ερωτικά. Ναι, και έτσι θυμάμαι το πρώτο φιλί σε κορίτσι το έδωσα στον κινηματογράφο. Στο «Αττικόν», στο Περιστέρι, στην ταινία «Ετυμηγορία». Στα σκοτεινά, ένα κλεφτό φιλί, ένα φιλί στα πεταχτά που ούτε το περίμενε, ούτε και εγώ το περίμενα ότι θα το κάνω, βρήκα το θάρρος αλλά και… Μπέτυ αυτή λεγότανε… Αλλά ούτε και με αυτήν ευτύχησα. Εννοώ να είναι ένα φλερτ και ένας νεανικός έρωτας σημαντικός. Και καθώς πλέον αφήνουμε τα παιχνίδια, αφήνουμε τον κινηματογράφο και τα λοιπά, αρχίζει και μας συναρπάζει η μουσική. Ζούμε στο rock and roll, love, peace, όλα αυτά, Woodstock, επηρεαζόμαστε στο ντύσιμό μας, στις συμπεριφορές μας. Υπάρχουν μεγάλα συγκροτήματα, υπάρχουν μεγάλοι τραγουδιστές, η μουσική είναι στην κορύφωσή της. Είναι αυτό που σου λέω, πάρε ένα top ten εκείνης της εποχής και δες ποια τραγούδια είναι πρώτα και τι να πούμε τώρα; Κι εδώ είναι πάλι μία αντιδιαστολή με αυτό που έλεγε ο Γιάννης ο Τσαρούχης: «Είμαστε πλημμυρισμένοι από άχρηστες ελευθερίες». Και δες τώρα τι γινόταν εκείνη την εποχή: κάθε γειτονιά, μεγαλώνοντας τα παιδιά, ο «Καραγκιόζης» σιγά-σιγά φεύγει, γιατί είναι πλέον ο κινηματογράφος, εμείς μεγαλώνουμε, έρχεται η τηλεόραση, μπαίνει στα σπίτια στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Εμείς πήραμε τηλεόραση το 1968 στους πανευρωπαϊκούς αγώνες, τότε ήταν μεγάλο γεγονός, και να θυμάσαι ότι σε κάθε μεγάλο γεγονός πωλούνται τηλεοράσεις. Καθώς γινόμαστε έφηβοι, κάθε γειτονιά έχει και το δικό της μουσικό συγκρότημα. Έχει ένα μουσικό συγκρότημα: τρεις κιθάρες, δηλαδή σόλο, μπάσο, ακόρντο, και μία ντραμς. Κι ένας τραγουδιστής ή κάποιος από τους τέσσερις. Εγώ δυστυχώς δεν είχα την ευτυχία και την ικανότητα να μπορώ να παίξω -είναι από τα απωθημένα μου- ένα όργανο. Ούτε είχα την ικανότητα να έχω ωραία φωνή για τραγουδιστής. Οπότε σε όλο αυτό, που γινόντουσαν τα συγκροτήματα, εγώ ήμουνα ο κομπέρ, ήμουν ο κομφερασιέ, που θα τους παρουσίαζα σε ένα κοινό, που θα έστηνα μία παράσταση. Το άλλο δεν το είχα. Μου άρεσε η μουσική αλλά δεν το είχα, ενώ ήθελα να παίζω κιθάρα, με ένα κορίτσι να κάνω μία αυτό… Δεν το είχα. Και μάλιστα θυμάμαι τότε ένα γεγονός, ότι είχαμε φτιάξει συγκροτήματα στη γειτονιά και θέλαμε να πάμε την πενταήμερη εκδρομή στη Ρόδο, και είπαμε: «Ρε παιδιά, να μαζευτούμε πέντε συγκροτήματα, να κάνουμε ένα μουσικό πρωινό, ας πούμε, και να μπορέσουμε να μαζέψουμε χρήματα;». Έχω ακόμα, και στο Facebook υπάρχουνε, και οι προσκλήσεις και τα λοιπά. Λέμε να το κάνουμε. Να πω για τα συγκροτήματα -θα έρθω για τις παραστάσεις αυτές-, τότε τα παιδιά παίρνανε -ας πούμε-, βάζανε τον δίσκο στο πικάπ και προσπαθούσαν να ακούσουν και να πιάσουν, να μάθουνε τη μουσική ώρες ολόκληρες. Και λέω τώρα, ρε σεις, οι κιθάρες είναι πάμφθηνες, εδώ έχετε Walkman, walkie-talkie, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μουσικές, Mad, «ξε-Mad», πού ‘ν’ τα; Πού είναι οι μουσικές σκηνές; Πού είναι τα συγκροτήματα, εδώ να είναι, να παίζετε κιθάρα; Δεν πειράζει, ας μη γράψετε μουσική όπως γράψανε τα μεγάλα συγκροτήματα, αλλά να παίζετε, να το ‘χετε, που ‘ν’ το; Αυτή είναι η διαφορά μας. Εν πάση περιπτώσει λοιπόν, λέμε θα κάνουμε μία εκδήλωση -για να μιλήσουμε για την εφηβεία- θα κάνουμε μία εκδήλωση. «Τι θα κάνουμε;». «Θα κάνουμε μία αυτό, τα συγκροτήματα». Εντάξει, υποτίθεται το συγκρότημα της δικιάς μας γειτονιάς λεγόταν «Μπαγκλαντές». Μπαγκλαντές είναι η περιοχή εκεί που τότε γινότανε μεγάλος θόρυβος από την πείνα, από τις αρρώστιες και τα λοιπά, που είχε ενσκήψει πόλεμος εκεί με την Ινδία, σκελετωμένα παιδιά… Ήμασταν και λιγάκι από επηρεασμένοι από τους Beatles και απ’ τον Maharishi που είχε πάει ο John Lennon και όλο αυτό το πράγμα, ήταν ο αποκρυφισμός στην Iνδία τότε και τα λοιπά, και βλέπεις πώς και αυτά που και εμείς τα προσλαμβάναμε, τα περνάγαμε σε ό,τι έτσι απλό είχαμε. Λοιπόν θα κάναμε μία εκδήλωση, είμαστε στο 1971-1972, είναι χούντα. Πάμε στον γυμνασιάρχη, λέμε: «Κύριε γυμνασιάρχα θέλουμε να κάνουμε μία εκδήλωση -στον λυκειάρχη-, να κάνουμε μία εκδήλωση γιατί θα πάμε μία εκδρομή και τα λοιπά». Λέει ο λυκειάρχης: «Παιδιά, συγγνώμη, τι τραγούδια θα πείτε;». Λέμε: «Θα πούμε ξένα τραγούδια», αυτό. «Και να σας δώσω εγώ άδεια, δεν θα σας δώσει άδεια η αστυνομία να κάνετε». Τι να σκεφτούμε και εμείς, τι να κάνουμε και το ένα και το άλλο. Ήτανε Μάρτιος. Λέω: «Συγγνώμη, θα κάνουμε ένα πρωινό για τον Διονύσιο Σολωμό. Κι αφού κάνουμε μία ομιλία, την οποία εγώ θα γράψω για τον Διονύσιο Σολωμό, μετά θα κάνουμε και μία συναυλία, την ίδια μέρα». Έπρεπε να υπάρχει ένα αφήγημα μπροστά, που θα επέτρεπε στην ασφάλεια να μας δώσει άδεια για να μας δώσει ο αιθουσάρχης την αίθουσα να κάνουμε το αυτό. Βλέπεις, κάτω από πόσο δύσκολες συνθήκες τα παιδιά, οι έφηβοι, προσπαθούσαμε και εμείς να βρούμε τον σεξουαλικό μας δρόμο, το[01:20:00]ν πνευματικό μας δρόμο, τον κοινωνικό μας δρόμο, δεν ήταν εύκολα αυτά. Γιατί βλέπω τώρα ότι γίνονται μάχες και τα λοιπά. Γινόντουσαν και σε μας μάχες και μάλιστα σε πολύ δύσκολες εποχές, αλλά ποτέ δεν διεκδικήσαμε την κοινωνικότητά μας ως ήταν. Προσπαθούσαμε να προσαρμοστούμε και προσπαθούσαμε να βρούμε πράγματα μέσα από ό,τι μπορούσαμε προκειμένου να την ταυτοποιήσουμε. Ναι, κι έτσι κάναμε μουσικά πρωινά, μουσικές συναυλίες σε όλο το Περιστέρι και σε μερικές άλλες συνοικίες, μαζέψαμε χρήματα για να κάνουμε το ταξίδι στη Ρόδο. Ένα υπέροχο ταξίδι που κάναμε στην εκδρομή. Ώσπου εκεί στην έκτη, στην τρίτη λυκείου ας πούμε, ξέρεις ήταν χωρισμένα τα σχολεία, Αρρένων-Θηλέων, πρωί εμείς, απόγευμα τα κορίτσια, πρωί τα κορίτσια, απόγευμα εμείς. Τώρα με ρωτάει η κόρη μου: «Μα καλά, ήταν ωραίο αυτό το πράγμα;». Όχι, δεν ήταν και τόσο ωραίο, αλλά και αυτό που συμβαίνει τώρα, όχι δεν είναι ωραίο, αλλά έπρεπε να υπάρχουνε μερικοί κανόνες. Ξέρεις το γεγονός ότι ήμασταν αγόρια-κορίτσια και αυτό, δημιουργούσε και μία… Δηλαδή μας έλειπε έτσι, μας λείπανε τα κορίτσια. Αυτός ο διαχωρισμός. Και αυτό τι μας έκανε εμάς; Μας έκανε να είμαστε περισσότερο κυνηγοί με την καλή έννοια, δηλαδή να δουλέψουμε πάνω στο φλερτ, και πώς κατακτάς ένα κορίτσι. Γράφοντας μία μουσική, γράφοντας ένα τραγούδι, φτιάχνοντας ή -έχω γράμματα εγώ κάτω-, ή το κορίτσι να σου ζωγραφίσει κάτι.  Επειδή λέμε αυτά τα πράγματα, για να δεις ποια είναι η διαφορά μας και πώς εμείς λειτουργούσαμε τότε. Ξέρεις, δεν το βάζω, εγώ δεν το βάζω ότι «εμείς», γιατί αυτό φανερώνει ότι μεγαλώνεις κιόλας, και φανερώνει ότι έτσι, πάντα είναι η καλύτερη εποχή. Όχι, εγώ δεν το βάζω εκεί, εγώ το βάζω πολύ απλά: Παιδιά, είσαστε πιο ευτυχισμένοι από μας; Αν είσαστε πιο ευτυχισμένοι ναι, χαλάλι σας. Νομίζω ότι δεν είσαστε. Ήμασταν πιο ευτυχισμένοι, χωρίς να έχουμε όλα αυτά. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι φταίει η κοινωνία, φταίμε εμείς. Που δεν κάνουμε κάποια πράγματα. Αλλά δεν θέλω σε καμία περίπτωση να είμαι καταγγελτικός, αλλά θα σου πω ένα παράδειγμα. Είμαστε πλέον 17 στα 18, έχω ένα φλερτ, πιο μικρή από μένα, δεν μου αρέσει και πολύ. Κάνει ένα πάρτι, εκεί στο τέλος, το πάρτι της τρίτης λυκείου του καλοκαιριού, κάνει αυτή ένα πάρτι μου λέει: «Να το κάνω για σένα» και το ένα και το άλλο. «Εντάξει –λέω-, θα έρθω, έτσι κι αλλιώς…». Δεν μου αρέσει. Είμαι μαζί, αλλά δεν είναι ο έρωτας. Πάμε στο πάρτι, αυτή έχει πει στις φίλες: «Αυτός είναι ο δικός μου, μακριά. Μην την πέσετε». Δεν ήτανε και ,ξέρεις, ας πούμε να πεις ότι είχε ας πούμε αυτή την αυτοπεποίθηση, ότι είναι the best. Όμορφη, αλλά όχι το κάτι άλλο. Είναι σαν να είπε: «Πέστε την». Και εν πάση περιπτώσει, εκείνο το βράδυ, καταλαβαίνω με τα μάτια ότι με παίζει ένα κορίτσι, μεγαλύτερο κατά ένα χρόνο από μένα. Ωραίο κορίτσι. Φοιτήτρια. Φοιτητής, φοιτήτρια τότε, μεγάλο θέμα, δεν είναι όπως τώρα. Εγώ έχω δημιουργήσει μία αυτοπεποίθηση πλέον στον εαυτό μου, έχω τις πρώτες μου νίκες και τα λοιπά, οπότε ανταποκρίνομαι. Χορεύουμε το «Rain and Tears» των Aphrodite's Child -το θυμάμαι σαν τώρα-. Φοράει ένα ζέρσεϊ ριγέ, μπλε και άσπρο, με τα κουμπάκια ντυμένα από το ίδιο ύφασμα. Βλέπεις πως θυμάμαι ακόμα και το φόρεμα; Βεβαίως, αυτό είναι που σου λέω οι αναμνήσεις έχουν μυρωδιά. Χορέψαμε μπλουζ. Κάτι που δεν κάναν τα παιδιά. Ακόμα εδώ ήταν ιδρωμένη και έχω το άρωμα της ακόμα εδώ [Δ.Α.]. Αλλά σου δινόταν η ευκαιρία να έρθεις πιο κοντά, να μυρίσεις, να σε μυρίσει. Τα φτιάχνουμε, πάει το φλερτ το άλλο. Έχουμε τελειώσει το σχολείο, τα φτιάχνουμε, μεγαλύτερη από μένα. Προσπαθώ να κάνω μία υπέρβαση να κάνω και εγώ τον μεγάλο, με κάτι και τα λοιπά και το ένα και το άλλο, ήμουνα πολύ πιο λεπτός, συμπαθητικός. Όχι ιδιαίτερα, συντηρητικά τα πράγματα από το σπίτι, δεν μιλάνε, οι καμπάνες… Ενώ ο φίλος μου είχε 30 πόντους καμπάνα, εγώ είχα 24. Έτσι μετράγαμε τότε τη νεωτερικότητά μας, με το μέγεθος της καμπάνας. Αυτός είχε 30άρα καμπάνα, εγώ 24-25, τίποτα στα κορίτσια. Αυτός είχε χαίτη, εγώ εδώ. Και μου λέει ο πατέρας μου: «Αφού τελείωσες ας πούμε και τα λοιπά, να κάνω ένα δώρο και εγώ -στο φούρνο ήμασταν- τι δώρο, τι θέλεις να κάνεις;». Εγώ τώρα σε αυτήν για να την κατακτήσω -και σε όλες-, είχα μία έφεση στο γράψιμο. Έγραφα ποιήματα, νεανικά αμαρτήματα. Αλλά για την εποχή και για αυτό που είχα δημιουργήσει τότε ήτανε καλό, τα ενθουσίαζαν τα κορίτσια το να της γράψεις μία ακροστιχίδα με ένα ποίημα, και έτσι κι αλλιώς και το ένα και το άλλο. Και είχε μαζευτεί ένα υλικό και ειδικά για αυτήν. Αμφιταλαντεύτηκα και είπα: «Ή θα πάρω ένα στερεοφωνικό AKAI, που δεν είχαμε σπίτι εκτός από ραδιόφωνο ούτε πικάπ, για αυτό και δεν είχαμε δίσκους. Ή θα πάρω ένα στερεοφωνικό ή θα ζητήσω από τον πατέρα μου να εκδώσω σε μία συλλογή τα πρώτα μου ποιήματα». Το κόστος και για τα δύο ήταν γύρω στις 25.000. Και προτίμησα την ποιητική συλλογή. Και το 1973 εκδίδω την ποιητική συλλογή «Η Νιρβάνα και ο Λωτός», που το πρώτο μέρος έχει τα ερωτικά και το δεύτερο μέρος έχει τα κοινωνικά. Όχι όμως πολύ αυτό, διότι ακόμα έχουμε Δικτατορία. Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου μούσα. Ένα παιδί 18 χρονών να σου αφιερώνει τα πρώτα του ποιήματα, και να σου βγάζει και βιβλίο και να βγαίνεις εσύ και να καμαρώνεις και τα λοιπά, ήτανε κάτι. Δεν ζητήσαμε λοιπόν ούτε μηχανάκι, ούτε έτσι, ούτε αλλιώς, ζητήσαμε κάτι διαφορετικό. Βλέπεις πως σιγά-σιγά χτίζεται και αυτό που θα ‘ρθει αργότερα, η σκηνοθεσία, η δημοσιογραφία. Δηλαδή βλέπεις πώς πάει η πορεία και πώς χτίζονται τα πράγματα. Ο έρωτας όμως αυτός ατύχησε. Δεν στεναχωριέμαι που ατύχησε, δεν στεναχωρήθηκα που ατύχησε, πέρασα υπέροχα. Πανέμορφη, ωραίο κορίτσι, με ζηλέψαν οι φίλοι μου για αυτό το κορίτσι. Αλλά τώρα που σκέφτομαι… Σκέφτομαι, ο Μπρεχτ έχει γράψει ένα μικρό βιβλίο, «Οι ιστορίες του κυρίου Κόυνερ». Και σε αυτό το βιβλίο αναφέρεται σε μία γυναίκα που την τοποθέτησαν εν θρόνω και τη λατρεύει. Ενώ, ο θρόνος καλά είναι εκεί, η γυναίκα αυτή δεν πρέπει να είναι εκεί. Αλλά εμείς δυστυχώς τη λατρεύουμε και την έχουμε βάλει σε έναν θρόνο. Άρα λοιπόν, ακριβώς αυτή η γυναίκα, ήταν μία γυναίκα σαν αυτές που περιγράφει ο Μπρεχτ στις «Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ». Και μετά από αυτό περνάω μία περιπέτεια υγείας, ευτυχώς όλα καλά, και φτάνουμε στο τι θα κάνουμε. Εγώ επειδή είχα πέσει με τα μούτρα σε αυτόν τον έρωτα δεν τα κατάφερα στις εισαγωγικές, ενώ είχα τα φόντα. Δυστυχώς τότε για μας ο έρωτας -όχι το σεξ, ο έρωτας- ήταν η πρωταρχική ανάγκη, θέλαμε να είμαστε ερωτευμένοι. Δηλαδή μας απορροφούσε πολλή σκέψη την ημέρα, για αυτό και γινόταν ποίηση, μουσική, τραγούδι. Δεν μπαίνω στο πανεπιστήμιο και λέω του πατέρα μου, [01:30:00]μου λέει: «Τι θα κάνεις;». Λέω: «Θέλω ή να γίνω συντηρητής έργων τέχνης ή να πάω στη σχολή δημοσιογραφίας». Δεν υπήρχε σχολή, υπήρχε το Κέντρο Δημοσιογραφίας «Όμηρος», τότε μία σχολή που είχε ιδρύσει ο Σπύρος Μελάς. «Ή –λέω- θα πάω στη δημοσιογραφία». Μου λέει: «Συντηρητής έργων τέχνης τι, τι να συντηρείς;». Εμένα μ’ άρεσε, έτσι την είχα δει, δεν ξέρω, «Όχι -μου λέει- δημοσιογραφία, να πας δημοσιογραφία». Και έτσι πήγα στη δημοσιογραφία. Τελειώνω τρία χρόνια δημοσιογραφία. Αλλά τότε η δημοσιογραφία δεν είναι όπως τώρα. Υπήρχαν 2 κανάλια, 10 εφημερίδες -αν θέλεις- δυνατές, 7-8 περιοδικά, αυτό ήτανε. Και το ραδιόφωνο. Δεν όπως είναι τώρα, ίντερνετ, ιστορίες, κακό και τα λοιπά. Ξεκινάω στη δημοσιογραφία, τελειώνω. Και κάνω κάποιες προσπάθειες στα τρία χρόνια να μπω. 6 μήνες απλήρωτος και αν! Πήγα στην «Απογευματινή» τότε, πήγα στην «Εξόρμηση», έκανα αυτό, τίποτα δεν τα κατάφερα. Και στο τελευταίο έτος λέει ο καθηγητής μου, πολύ τον αγαπούσα και τον αγαπώ πάρα πολύ, του οφείλω πολλά, ο Νίκος Σαμαράς, μας έκανε το μάθημα της τηλεόρασης. Λέει: «Θα σας βάλω ένα διαγώνισμα, όποιος μου γράψει άριστα θα τον πάρω μαζί μου». Αυτός ήταν παραγωγός στην ΕΡΤ, έκανε μία τουριστική εκπομπή, τη «Χρυσή Γη» και θα έκανε και μία άλλη εκπομπή και ήθελε να πάρει ένα μαθητή από τη σχολή. Και μας βάζει μία άσκηση: «Η λαϊκή τέχνη στους τσιγγάνους», ένα ντοκιμαντέρ. Γράψτε το σενάριο και το ντεκουπάζ. Δηλαδή πώς φαντάζεσαι τη λαϊκή τέχνη στους τσιγγάνους. Σενάριο, τι πλάνα θα τραβήξετε, ντεκουπάζ κανονικά. Και του γράφω για άριστα. Και μου λέει: «Ντόνας, έρχεσαι». Και έτσι ξεκίνησα αυτό το ταξίδι της τηλεόρασης, που μου έδωσε πολλές πολλές χαρές, πολλές στενοχώριες, αρκετά χρήματα. Αλλά που, έτσι καθώς τελειώνει αυτό το ταξίδι της τηλεόρασης και μπαίνουμε σε άλλα ταξίδια, το πηλίκον είναι θετικό.

Ι.Ν.:

Πέρασα υπέροχα και στον ΑΝΤ1 αλλά και πριν τον ΑΝΤ1, στις δουλειές που έκανα. Είτε σαν διευθυντής παραγωγής, είτε μπροστά από τις κάμερες, γιατί δούλεψα και σαν δημοσιογράφος, δούλεψα και σαν διευθυντής παραγωγής, δούλεψα και σαν σκηνοθέτης, πολλά-πολλά. Το ταξίδι ήταν υπέροχα και δεν το μετανιώνω για το ταξίδι. Πιθανόν, έπρεπε να το μετανιώνω για κάποια, αν θέλεις, λιγάκι εγώ που είχα σταματήματα στον εαυτό μου. Έπρεπε να είμαι λιγάκι πιο τολμηρός στις αποφάσεις μου προκειμένου να το συνεχίσω. Είναι εντάξει;

Κ.Τ.:

Και σήμερα;

Ι.Ν.:

Α, να πούμε σήμερα. Σήμερα… Το ταξίδι της τηλεόρασης θα το πούμε μία άλλη φορά. Σήμερα, έχω τη δυνατότητα, καθώς δεν έχω άμεση ανάγκη οικονομική, να επιστρέψω όπως ο λύκος επιστρέφει στη φωλιά του. Επέστρεψα λοιπόν στην οικογενειακή επιχείρηση, όχι για να βγάλω χρήματα, αλλά περισσότερο σαν ψυχοθεραπεία. Δηλαδή, απεταξάμην τις ευθύνες του ζωντανού προγράμματος. Εγώ δούλεψα 20 χρόνια σε ένα κανάλι που έκανε πρωταθλητισμό. Έφτιαξα μία εκπομπή που στα 18 χρόνια που ήμουνα στο τιμόνι της σαν σκηνοθέτης, δεν έχασε μία ημέρα. Ήμασταν πρώτοι. 18 χρόνια πρώτοι. Και μάλιστα, απέναντί μας να έχουμε θηρία. Λιάνα Κανέλλη, Αλέπη, Δημαρά, Βαρεμένο, Τέρενς Κουίκ, στα διάφορα κανάλια, Αυτιά. Δεν χάσαμε μία ημέρα. 18 χρόνια που την υπέγραφα σαν σκηνοθέτης της εκπομπής. Βεβαίως, ο μεγάλος τιμονιέρης είναι ο Γιώργος Παπαδάκης, έτσι; Εμείς οι σκηνοθέτες της ενημέρωσης έχουμε έναν δεύτερο ρόλο στην ενημέρωση. Ξέρεις, στο θέατρο τιμονιέρης είναι ο συγγραφέας. Λες ας πούμε: «Οι Βρικόλακες του Ίψεν», «Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Σαίξπηρ». Στον κινηματογράφο λες: «Ο Θίασος του Αγγελόπουλου». Στην τηλεόραση λες: «Καλημέρα Ελλάδα του Γιώργου Παπαδάκη». Έχουμε αυτήν την ατυχία εμείς οι σκηνοθέτες της τηλεόρασης. Παρόλα αυτά η δημοσιογραφική μου παιδεία με βοήθησε αφάνταστα να κάνω μία ενημερωτική εκπομπή και να στήσω την πρωινή ζώνη. Γιατί δεν υπήρχε πρωινή ζώνη πριν το «Καλημέρα Ελλάδα», εμείς τη στήσαμε και αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Να στήσουμε μία πρωινή ζώνη και να την υπογράψω σαν σκηνοθέτης, αλλά με μεγάλο τιμονιέρη τον Γιώργο. Εγώ ήμουνα συνεπίκουρος. Αλλά επειδή το ήξερα το αντικείμενο, τι θέλει μία εκπομπή μυριζόμουνα δημοσιογραφικά, τον βοήθησα αφάνταστα. Το αναγνωρίζει. Και μου έδωσε και μεγάλη χαρά. Και μάλιστα αν έχω μία αναγνωσιμότητα, παρόλο ότι υπήρξα δημοσιογράφος όχι των σήριαλς, αλλά της ενημέρωσης, την οφείλω στον Γιώργο. Γιατί αυτός έλεγε είτε θετικά, είτε αρνητικά, μεγάλε ή μικρέ, ή οτιδήποτε. Τώρα λοιπόν έχουμε άλλα πράγματα. Τώρα πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη νέα τεχνολογία. Να μπούμε μέσα από το διαδίκτυο, να κάνουμε καινούριους φίλους, να δημιουργήσουμε καινούργια πράγματα και να μιλήσουμε για κάποια πράγματα με έναν φρέσκο τρόπο, σύντομο. Αυτό είναι το μεγάλο αν θέλεις ντεφό της ζώνης αυτής, πρέπει να μιλάς για σημαντικά πράγματα σύντομα, γιατί ο χρόνος εδώ είναι πολύτιμος. Και να πω πράγματα που νομίζω ότι εμένα μου αρέσουνε, που νομίζω ότι πρέπει να τα ξέρει και κάποιος άλλος, να τα μοιραστώ με φίλους, αδιαφορώντας για την οικονομική τους εξάρτηση. Το κάνω γιατί γουστάρω! Κάνω πράγματα γιατί γουστάρω. Έχω έτοιμα ποιήματα, έχω έτοιμο μυθιστόρημα, έχω έτοιμα διηγήματα. Δεν ξέρω πόση ζωή έχουμε ακόμα, αλλά τα όνειρα είναι για αυτό ακριβώς το σκοπό, να σε βοηθούν, να επιμηκύνεις και να θες να ζήσεις παραπάνω.

Κ.Τ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.