© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ένας ζωγράφος «ελευθέρας βοσκής»
Istorima Code
12588
Story URL
Speaker
Βασίλης Σολιδάκης (Β.Σ.)
Interview Date
18/07/2022
Researcher
Ελένη Νικολοπούλου (Ε.Ν.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας;
Σολιδάκης Βασίλης λέγομαι.
Είμαι η Ελένη Νικολοπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, είναι 19 Ιουλίου του 2022, είμαστε στο Μεταξουργείο με τον κύριο Σολιδάκη και ξεκινάμε. Κύριε Βασίλη, θα μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς;
Ναι, θα σας πω στο τέλος. Έχω καταλήξει να είμαι ζωγράφος. Τέλος πάντων… Ξεκίνησα από ένα χωριό πολύ φτωχό στην Κρήτη. Οι άνθρωποι δεν ξέρανε ούτε καν τι πάει να πει ζωγραφική. Ξέραν μόνο κάνα δυο εκεί στα γύρω χωριά που κάνανε αγιογραφίες, αλλά δεν… δεν ξέρανε τι πάει να πει αυτό το πράγμα. Ο δε πατέρας μου σε ακόμα χειρότερη κατάσταση… Ήθελε να γίνω μηχανικός. Εγώ βέβαια… Μου άρεσε πολύ να μαστορεύω, να πιάνω διάφορα πράγματα, αλλά η μανία μου ήταν χωρίς να ξέρω, έτσι, ασυνείδητα τι πάει να πει ζωγραφική, γιατί ήταν ζωγραφική, έτσι; Ασυνείδητα ζωγράφιζα τα τετράδια στο σχολείο, έτρωγα ξύλο, γιατί μουτζούρωνα τα τετράδια και τα βιβλία μου… Έκανα στο δημοτικό… επειδή ζωγράφιζα ένα ποδοσφαιριστή σε ενός φίλου μου, συμμαθητή μου το τετράδιο ήρθε η δασκάλα και μας έδειρε με μια χοντρή βέργα στο κεφάλι. Μάλιστα μου έκανε και ένα καρούμπαλο. Ήταν η πρώτη φορά που βγήκα και έκανα απεργία. Ανεβήκαμε πάνω σε ένα πλάτανο που είχαμε εκεί στο σχολείο και δεν μπαίναμε στο σχολείο, μέσα στην τάξη. Έστειλε η δασκάλα να δούνε πού είμαστε και λέει κάποιο παιδί: «Μα είναι πάνω στον πλάτανο και δεν θέλουν να μπούνε μέσα!». Έρχεται η δασκάλα εκεί πέρα… Ήρθε, μαζεύτηκε το χωριό, μαζεύτηκε ο παπάς, ήρθε η μάνα μου, ο πατέρας μου έλειπε. Ήταν… κάπου δούλευε, δεν θυμάμαι. Και τους λέγαμε τώρα: «Αν μας ξαναδείρετε, θα πέσουμε εδώ να σκοτωθούμε!». Ήμουν στην έκτη τάξη του δημοτικού. Τελικά μας υποσχέθηκαν... Είχε μαζευτεί σχεδόν το μισό χωριό και μας υποσχέθηκαν ότι δεν θα μας ξαναδείρουν, τουλάχιστον όταν ζωγράφιζα! Φύγανε όλοι, κατεβήκαμε κάτω. Βέβαια, την άλλη μέρα μας δέρνανε για ασήμαντη αφορμή. Γιατί δεν μάθαινα τις δασυνόμενες λέξεις, οι οποίες ήταν… για εμάς ήταν – τι να σου πω; – ένας Γολγοθάς. Τις μάθαινα τη μια μέρα καλά, την άλλη μέρα τις είχα ξεχάσει τελείως. Δεν τις θυμόμουν… Και να και έτρωγα ξύλο πάλι… Δηλαδή, έφαγα ξύλο για τη ζωγραφική, για τις δασυνόμενες λέξεις που δε τις είχα μάθει ποτέ και δεν μου χρειάστηκαν και ποτέ. Δηλαδή, που ξέρεις. Τέλος πάντων… Έφυγα… Με πήγε ο πατέρας μου σε μια σχολή, τεχνική σχολή στην Ιεράπετρα. Εκεί πάλι, πάλι ζωγράφιζα. Εκεί ήθελα… Ζωγράφιζα πάλι. Ήταν ένας καθηγητής ο οποίος κατάλαβε ότι είχα κάτι περισσότερο πάνω σε αυτό τον τομέα. Μου φερόταν πάρα πολύ όμορφα αυτός ο άνθρωπος. Δυστυχώς δεν υπάρχει τώρα αυτός, έχει φύγει… Και θυμάμαι που είχαν έρθει από τους προσκόπους – που είχα πολλούς φίλους από τους προσκόπους – να πάμε να γραφτούμε στους προσκόπους. Κι εμένα μου άρεσε, γιατί ήταν και τα παιδιά που ήταν ναυτοπρόσκοποι και φτιάχνανε κανό που πήγαιναν στη θάλασσα, πήγαιναν εκεί, να πάω κι εγώ. Και μόλις είχα πάει μου λένε: «Τελείωσαν! Δεν έχουμε άλλη θέση!» Γιατί; Γιατί, τώρα, είχα ένα από το διπλα χωριό, έναν φίλο, πιο μεγάλο στον από μένα, ο οποίος ήτανε στην ΕΔΑ και με έπαιρνε, όποτε πήγαινε εκεί πέρα, με έπαιρνε μαζί του και έκανε ομιλίες. Εγώ του κρατούσα τα χαρτιά εκεί με… τον βοηθούσαν και με θεωρούσαν ότι ήμουνα κομμουνιστής. Επίσης, όταν πρωτοπήγα στην Ιεράπετρα με πήγε ο πατέρας μου σε ένα οικοτροφείο – αυτό είναι σημαντικό – σε ένα οικοτροφείο που το είχε ο δεσπότης. Τρώγαμε εκεί μέσα, ήταν πολλά παιδιά εκεί… Μια μέρα μας είχανε μακαρόνια, τη δεύτερη μέρα μας είχαν φακές, την τρίτη μέρα μας είχανε μακαρόνια με φακές και λέω: «Τώρα, τι είναι εδώ πέρα; Τα απόπλυμα, δηλαδή τα αποφάγια θα τρώμε εκεί πέρα;» και παίρνω το πιάτο και το πετάω εγώ στον τοίχο και αρχίσανε όλοι, τα πετάξανε… Έγινε εκεί μέσα το έλα να δεις! Ήρθαν και με πήραν με το ζόρι να με πάνε στον δεσπότη να εξομολογηθώ, να τους πω ότι οι κουμουνιστές με έβαλαν να το κάνω αυτό το πράγμα. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Εννοείται με τίποτα. Δεν με έβαλε κανένας, μόνος μου το έκανα αυτό! Και με διώξανε από εκεί. Μετά μου… νοικιάσαμε ένα δωματιάκι, μείναμε εκεί για ένα διάστημα, έμεινα, δηλαδή, στην Ιεράπετρα. Δούλευα. Πήγαιναν στην τομάτες που μαζεύαμε τομάτες ή καρφώναμε τα τελάρα που έβαζαν τομάτες ή πήγαινα και βοηθούσα κάποιον τοπογράφο. Κρατούσα την κορδέλα και ανέβαινα στους δρόμους, κάτι αγροτικούς και σκαρφάλωνα και έπαιρνα χαρτζιλικάκι. Τώρα ήμουν 14 χρονών. Ήμουνα 15… ήμουνα στα 15. Αποφασίσαμε να έρθουμε στην Αθήνα. Μέναμε εδώ, Ακαδημία Πλάτωνος, λίγο πιο κάτω. Εδώ κάναμε διάφορες δουλειές. Δούλευα εκεί στου Σαρακάκη το εργοστάσιο. Κάποια… Μάλιστα έχω και τα ένσημα ακόμα. Μέναμε ακριβώς απέναντι από του Σαρακάκη το εργοστάσιο και εγώ έπαιρνα ένα μισθό, ένα μεροκάματο μαθητευόμενου εργάτη, αλλά έκανα για δύο εργάτες δουλειά εκεί μέσα και διαμαρτυρήθηκα εκεί πέρα στον εργοδηγό… Δεν μου έδιναν σημασία… Τέλος, πάντων, κάνανε απεργία και η ΕΔΑ τότε. Μιλάμε τώρα για το 1965. Και πήγα και μοίραζα προκηρύξεις της ΕΔΑ έξω από το εργοστάσιο για απεργία που κάναμε! Με φωνάζουν τώρα την άλλη μέρα: «Γιατί έκανες απεργία;». Λέω: «Γιατί μου δίνετε λίγα λεφτά ενώ κάνω περισσότερη δουλειά». Μου λέει: «Εντάξει». Και μετά από κάμποση ώρα ήρθε μια κοπελιά και με ειδοποίησε να πάω στα γραφεία που με θέλανε. Πήγα και μου είχαν ετοιμάσει την απόλυση! Με απέλυσαν και έφυγα από κει πέρα. Λέω: «Δεν πειράζει, δεν με ενδιαφέρει!». Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να δώσω χρόνο σε αυτά τα πράγματα. Κάποια στιγμή… έφευγα. Ήταν πολύ σημαντικό. Τώρα, βρήκα μια δουλειά μετά στα λιπάσματα, κάπου εκεί στη Δραπετσώνα εκεί πέρα. Έφευγα, λοιπόν, το πρωί από την Ακαδημία Πλάτωνος, έπαιρνα το λεωφορείο πήγαινα Ομόνοια, έπαιρνα τον ηλεκτρικό, πήγαινα Πειραιά τέρμα. Έφευγε από τότε… υπήρχε το τραμ. Έπαιρνα το τραμ, πήγαινα μέχρι τα λιπάσματα. Περπατούσα άλλα 500 μέτρα και πήγαινα σε μια βιοτεχνία που είχε κάποιος ένα μηχάνημα μεγάλο και έκανε πλαστικά. Έκανε κρεμάστρες, σφυρίχτρες, διάφορα τέτοια πραγματάκια και δούλευα μέχρι τις 2:30 ώρα. Μετά έφευγα πάλι από εκεί έπαιρνα το τραμ, πήγαινα μέχρι τον ηλεκτρικό, περπατούσα από το τέρμα ηλεκτρικό από το λιμάνι εκεί μέχρι την πλατεία Τερψιθέας με τα πόδια. Καθόμουν στο ένα παγκάκι και έτρωγα το κολατσιό, το φαγητό που είχε η μάνα μου… μου είχε βάλει. Διάβαζα ό,τι μπορούσα να διαβάσω εκεί πέρα, γιατί αυτά τα ‘κανα τώρα είτε έβρεχε είτε είχε λιακάδα, είτε έκανε ζέστη είτε κρύο. Εγώ εκεί στο παγκάκι ήμουνα… Και 5:30 ώρα άρχιζε το μάθημα στον Αρχιμήδη; Ήταν μια τεχνική σχολή εκεί πέρα. Ένα χρόνο πήγα εκεί. Δηλαδή, ήθελα λίγο να την τελειώσω. Στο τέλος την παράτησα. Τέλος πάντων, πήγαινα σχολάγαμε δέκα η ώρα, δέκα και μισή ανάλογα τη μέρα και φεύγαμε τα παιδιά. Ξαναπηγαίναμε στον ηλεκτρικό, πηγαίναμε στην Ομόνοια. Άλλες φορές… άλλες φορές προλάβαινα το λεωφορείο και το έπαιρνα και κατέβαινα Ακαδημία Πλάτωνος, άλλες φορές ερχόμουν με τα πόδια από την Ομόνοια εδώ κάτω. Είχα ταλαιπωρηθεί πολύ τότε, θυμάμαι. Ξύπναγα 5:00 η ώρα το πρωί και κοιμόμουν 1:00 η ώρα και ήμουν… Δεν πήγαινα σχολή, μόνο όταν ήτανε ή καλοκαίρι που δούλευα οικοδομές ή όταν ήταν διακοπές, δεκαπέντε μέρες τις γιορτές, δηλαδή Χριστούγεννα και Πάσχα. Όλες τις άλλες μέρες πήγαινα αυτό για ένα χρόνο. Τέλος πάντων, στο χρόνο πάνω αποφάσισα να παρατήσω τη σχολή. Υπόψιν ότι στη σχολή αυτή ήταν ένας καθηγητής, ο οποίος μας έκανε – Ευάγγελος Ευαγγελάτος – μας έκανε τεχνικό σχέδιο, ο οποίος κάποια στιγμή μου λέει… Είναι ο μόνος άνθρωπος που κατάλαβε τι έκανα και μου λέει: «Εσύ τι κάνεις εδώ πέρα; Εσύ είσαι φτιαγμένος για άλλα πράγματα!». Γιατί έβλεπε ότι το χέρι μου δούλευε. Έκανα γελοιογραφία τους καθηγητές στον τοίχο και γελούσαν όλοι! Τους πετύχαινα και είχαν πλάκα. Και κατάλαβε ο άνθρωπος που ήταν έτσι με το σχέδιο… κατάλαβε ότι είχα άλλη δυνατότητα εγώ εκεί πέρα. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή αποφάσισα να τα παρατήσω όλα, για να γίνω καλλιτέχνης. Κάτι σημαντικό βέβαια που είχε συμβεί… Όταν οι εργάτες που ήταν, που ήμαστε μαζί μέσα στο εργοστάσιο του Σαρακάκη, στεναχωρήθηκαν πολύ που με[00:10:00] διώξανε από το Σαρακάκη, με απέλυσαν… Και τι κάναν… πιάσανε και φτιάξαμε ένα καβαλέτο… Ήταν, βέβαια, σαν αναλόγιο – δεν ξέρανε οι άνθρωποι – και το δέσανε από κάτω από ένα μηχανάκι. Ένα σιντέρ μεταλλικό ήταν. Το δέσανε κάτω από ένα τρίκυκλο μηχανάκι για να το βγάλουν έξω από το εργοστάσιο, να μου το κάνουν δώρο και μου το φέρανε. Κάπου το έχω φωτογραφία εκεί πέρα αυτό και ζωγραφίζω πάνω σε αυτό και ήταν συγκινητικό όλο αυτό το πράγμα που κάνανε! Τέλος πάντων, είχα βρει ένα ημερολόγιο που είχε μια χαβανέζα έξω από την καλύβα της και είχε και σε μια άλλη εικόνα είχε,,, την κορυφή του Έβερεστ ήτανε; Τώρα δεν θυμάμαι… Μια χιονισμένη κορυφή και έπιασα και τα αντέγραψα πάνω σε χάρμπορντ. Βέβαια, εγώ δεν ήξερα, γιατί δεν ήξερα ούτε τι χρώματα υπήρχαν για ζωγραφική, ούτε τι πινέλα, ούτε τίποτα. Δεν μου είχε δείξει ποτέ κανένας τίποτα και πήγα εδώ στη Λένορμαν, είχε ένα χρωματοπωλείο, και αγόρασα ριπολίνες, αυτά τα μικρά κουτάκια, όγδοα τα λέγανε τότε, που βάφουν τις πόρτες, τα ξύλα. Είχε διάφορα χρώματα. Τα πήρα και πινέλα έκοψα της μάνας μου μια βούρτσα και τα έκανα πινέλα και καθόμουνα και ζωγράφιζα. Έκανα… αντέγραψα τώρα τη Χαβανέζα και την κορυφή και τα πήραν, τα στέγνωσαν να πάω να τα πουλήσω. Βέβαια, τότε υπήρχαν… Μιλάμε τώρα το 1965 - 1966, έτσι… Υπήρχαν μόνο τότε που ήξερα εγώ τα κορνιζάδικα που είχαν μια ποιότητα σαν κάποια έργα μέσα. Σημαντικούς καλλιτέχνες! Και πήγαινα και λέω: «Άντε να τα πουλήσω τώρα εγώ, να γίνω καλλιτέχνης!» Και μου λέγανε οι άνθρωποι: «Άντε πρέπει να δουλέψεις ακόμα λιγάκι. Πρέπει έτσι πρέπει αλλιώς», έτσι…
Τι ηλικία ήσασταν;
Ήμουνα 16 χρονών. Ήμουνα 15 – 16 χρονών. Λέω: «Έχουν δίκιο. Ίσως πρέπει να κάνω περισσότερα πράγματα!». Δεν το έβαλα κάτω, όμως! Αλλά έπρεπε να δουλέψω, να δω τι θα κάνω τώρα εκεί πέρα. Στην οικοδομή που δουλεύαμε εκεί στα λαθραία είχα κάνει εδώ στον ώμο ένα ψωμάκι που να κουβαλάω τον τενεκέ. Δεν μπορούσα. Έχω ακόμα προβλήματα με τη μέση μου και ήταν από τα τέτοια. Μου λέει ένας… Α φύγαμε από τότε, την εποχή εκείνη φύγαμε από την Ακαδημία του Πλάτωνα και πήγαμε Πετρούπολη. Τότε πήγαμε. Μιλάμε τώρα 1966. Τέλος του 1966 πήγαμε Πετρούπολη. Εκεί γνώρισα ένα παλικάρι και κουβεντιάζαμε. Από την Κύπρο ήταν αυτός και μου λέει για δουλειά ψάχνει. Τώρα τι δουλειά εκεί πέρα… Λέει: «Πάμε στους… στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών που χρειάζονται κομπάρσους να δουλέψουμε, καλλιτέχνες». Πάμε εκεί πέρα… Πηγαίναμε εκεί… Απλώς πήγαμε σε κάνα δυο ταινίες, κουβαλάγαμε καλώδια από κει και από εδώ... Τέλος πάντων… Μου λέει μια μέρα… μου λέει: «Εκεί στην οδό Γαμβέτα είδα μια πινακίδα που έγραφε: “Ζητούνται Καλλιτέχνες που να ζωγραφίζουν”». Και λέω: «Εντάξει. Ευκαιρία να πάω!» Πάω, λοιπόν, στην οδό Γαμβέτα ψάχνω από δω... Δεν είδα καμιά πινακίδα. Απλώς ήταν ένας τύπος εκεί, ένας… ο μπάρμπα - Γιάννης, ο οποίος είχε μια μουστάκα και κάπνιζε… Παφ πουφ… Και μέσα είχε έναν διάδρομο, ένα εργαστήριο που έφτιαχναν επιγραφές. Και κοιτάω τώρα εγώ και του λέω: «Μήπως θες κάνα βοηθό εδώ πέρα;». Μου λέει: «Γιατί, τι ξέρεις τι να κάνεις;». Λέω… «Ξέρεις να κάνεις – μου λέει – γράμματα;» Λέω: «Ξέρω!» Εγώ δεν είχα ξανακάνει, αλλά το μάτι μου έβλεπε πώς δούλευαν – ήταν δύο παλικάρια εκεί μέσα – πώς δούλευαν και... Μου λέει: «Έλα αύριο το πρωί να το δοκιμάσω!» και πήγα και μου έδωσε μια πινακίδα μπλε ήτανε, να γράψω δημοτικό σχολείο…δεν θυμάμαι κάτι… Και τσουφ τσουφ κατάφερα και την έγραψα… Εντάξει μπορεί να μην ήταν τέλεια, αλλά κατάλαβε ότι άμα δούλευα λιγάκι εκεί πέρα… Ήμουνα εκεί και δούλευα, πηγαίναμε και κρεμάγαμε πινακίδες, βάφαμε εκεί, κάναμε. Και συνήθως κάποιες πινακίδες χρειάζονταν ζωγραφιές πάνω. Λοιπόν, αυτές τις ζωγραφιές τις έκανα πάντα εγώ. Και με κράτησε. Από εκεί γνώρισα κάποιον άλλον που δούλευε στον μάστρο - Πέτρο, ο οποίος δούλευε στο θέατρο, δούλευε στα Καρναβάλια, ξέρω εγώ, εδώ στην Αθήνα, στην Πάτρα… Κάνανε αυτά τα άρματα, όλα αυτά. Εν πάση περιπτώσει, να μην στα πολυλογώ, έκανα δουλειά πια εκεί στα καρναβάλια, στα άρματα. Γνώρισα πολύ καλούς τεχνίτες εκεί πέρα και με έμαθαν να κάνω πάρα πολλά πράγματα. Τότε ανακάλυψα ότι υπήρχαν και χρώματα ζωγραφικής, ότι υπήρχαν και πινέλα ζωγραφικής. Δεν ήξερα τίποτα. Άρχισα δειλά-δειλά να ζωγραφίζω έτσι, αλλά είχα μάθει, όμως, πάρα πολλά πράγματα. Είχα πάει 17 χρονών τώρα πια… Είχαμε το 1967-68 αρχές. Τέλος του 1967 μέχρι το 1968. Είχα πάει στην Πάτρα στο καρναβάλι εκεί και φτιάχναμε τα άρματα και μάλιστα – τώρα, εγώ δεν ήμουν 18 χρονών περίπου, σαν το γιο μου τώρα, 17-18 – έλειπα τρεις μήνες. Και δουλεύαμε εκεί μέσα σε μια αίθουσα και έρχεται κάποιος και ρωτάει: «Ποιος είναι ο Σολιδάκης ο Βασίλης;». Λέω: «Ποιος με ζητάει εμένα εδώ πέρα; Ποιος με ξέρει;». Του λέω: «Εγώ είμαι». Μου λέει: « Σε θέλει ο δήμαρχος». «Με θέλει δήμαρχος, λέει…». Πάω στον δήμαρχο, του χτυπάω την πόρτα, μπαίνω μέσα, μου λέει: «Ποιος είσαι;», του λέω: «Έτσι κι έτσι, ο τάδε!». Σηκώνεται πάνω, με πιάνει από το αυτί και μου λέει: «Ρε γάιδαρε, γιατί είσαι εδώ τόσο καιρό και δεν έστειλες ένα γράμμα στη μάνα σου;». Εγώ τους είχα ξεχάσει τελείως. Είχα μπλέξει εκεί με τα ζωγραφικά, με τα καλλιτεχνικά με τα έτσι…Ήταν ο κόσμος μου εκεί πέρα. Ναι, τελικά, ντάξει μου έδωσαν μια άδεια και πήγα δυο τρεις μέρες. Ξαναγύρισα στην Αθήνα. «Εντάξει – τους λέω – καλά ήτανε». Ξαναγύρισα, πάλι εκεί… περάσαμε… Έμαθα πολλά πράγματα με τους τεχνίτες αυτούς. Βέβαια, να έχεις υπόψη σου ότι είμαστε κρεμασμένοι μαζί με έναν Γάλλο τον Μισέλ. Αυτός ήταν ζωγράφος ήδη, σπουδαγμένος, δηλαδή, λίγο πιο μεγάλος από μένα. Είμαστε κρεμασμένοι με ένα σκοινί από το θέατρο από πάνω, στη μέση μέσα στο θέατρο και ζωγραφίζαμε κάτι φιγούρες, τις βάφαμε. Ήτανε κομμένες σε ξύλο και εμείς τις βάφαμε. Και θυμάμαι πέρναγε πρωί πρωί… Μιλάμε τώρα για 4:00-5:00 η ώρα το πρωί… Έκανε ένα κρύο αφόρητο, υγρασία… Και περνούσε ένας κύριος εκεί με ένα καροτσάκι που πουλούσε κουλούρια. Μόλις τα είχε πάρει από τον φούρνο και ήτανε έτσι ζεστά, γλυκά, ωραία, έτσι ... Κατεβαίναμε και τρώγαμε δυο τρία κουλούρια ο καθένας. Αυτό δε θα το ξεχάσω… Τέλος πάντων, μη στα πολυλογώ, τελείωσε εδώ πέρα. Έχω, μάλιστα, και φωτογραφίες από την εποχή εκείνη. Τελειώσαμε, ήρθαμε στην Αθήνα. Μετά δούλευα στο θέατρο… σκηνικά… Είχα γνωρίσει και άλλους καλλιτέχνες. Δούλεψα και με τον Γιάννη Τσαρούχη. Είχε στο Μαρούσι… είχαν φτιάξει κάτι κολόνες, αρχαίες με φάιμπεργκλας και εγώ έπρεπε να τις κάνω απομίμηση, σαν παλιά μάρμαρα που είναι. Και πήγα και δούλευα εκεί πέρα καμιά δεκαριά μέρες, τις έβαφα, και μάλιστα με έβαζε ο Τσαρούχης και τις σήκωνα ψηλά και με έβγαζε φωτογραφία γύρω γύρω. Αυτές ήτανε ελαφριές, γιατί ήταν με φάιμπεργκλας, και με έβγαζε φωτογραφία γύρω γύρω και μετά ανέβαινα πάνω, στον από πάνω όροφο και με έβγαζε από το παράθυρο, για να με ζωγραφίσει σε κόντρα πλακέ, σε hardboard να τα βάζει όταν… στο παράθυρο, όταν θα λείπει στο Παρίσι, για να μην πηγαίνουν οι κλέφτες, να νομίζουν ότι κάποιος είναι πάνω. Τέλος πάντων, από εκεί φτιάξαμε ένα άλλο μαγαζί πάλι με σχέδια του Τσαρούχη στην… του Γουναρόπουλου εκεί στην… Ξεχνάω την οδό. Είναι ανάμεσα εκεί στην Αμερικής, Βαλαωρίτου. Εκεί πέρα ήταν του Γουναρόπουλου ένα μαγαζί. Το είχε σχεδιάσει αυτός και δουλεύαμε εκεί. Μετά άρχισα να δουλεύω. Μετά ύστερα έφυγα φαντάρος, πήγα στον στρατό. Εκεί με βοήθησαν κάποιοι αξιωματικοί. Είδαν ότι ζωγράφιζα και έκανα ζωγραφιές στους θαλάμους. Στην Πάτρα ήμουνα. Αυτή η ιστορία τώρα… Είχα πάει, μόλις είχε σβήσει το ένα κεράκι η χούντα. Τον Απρίλη του 1968 είχα πάει, τώρα, εκεί και οι ζωγραφιές μου υπάρχουν ακόμα. Τώρα πρόσφατα με ειδοποίησαν ότι «έχεις ακόμα τις ζωγραφιές στην Πάτρα. Από το 1968 τώρα, σκέψου. Τέλος πάντων…
Τι ζωγραφίζατε εκεί;
Και ηρωικές μάχες, στρατιωτικά εκεί... Είχα κάνει κάτι αντίγραφα, βέβαια, δεν ήταν δικά μου. Δεν είχα κάνει τίποτα ακόμα, αλλά έκανα αντίγραφα από τον Αλεξανδράκη και έκανα κάτι παλιά, την ανατίναξη του Καψάλη… Κάτι τέτοια πράγματα. Ωραία ήταν και έμειναν εκεί πέρα ακόμα. Εντάξει, άρ[00:20:00]χισα πρώτη φορά να ζωγραφίζω εκεί πέρα. Εκεί γνώρισα έναν άλλο καλλιτέχνη που ήταν… υπηρετούσε και αυτός. Αυτός είχε τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Δουλεύαμε, γίναμε φίλοι και μετά δηλαδή. Μετά ύστερα, στο διάστημα αυτό γνώρισαν έναν άλλο καλλιτέχνη. Τώρα δεν χρειάζεται να πω τα ονόματά τους. Εν πάση περιπτώσει. Στην Πλάκα κάναμε ένα εργαστήριο εκεί πέρα και ακόμα εκεί στην Πλάκα υπάρχει η ταβέρνα του Κρητικού που υπάρχουν κάποιες ζωγραφικές ακόμα από το 1970 που τις είχα κάνει εκεί πέρα μέσα και μάλιστα – κάνω μια παρένθεση τώρα γι’ αυτό – ότι κάποια στιγμή με πήρε μια κυρία τηλέφωνο. Μιλούσε και, έτσι, λίγο σπαστά ελληνικά, ήταν απ’ την Ελβετία αυτή, αλλά είχανε να κάνει μια ομάδα στην Πλάκα που θέλανε να διατηρούν τα νεοκλασικά, να μην τα γκρεμίζουν. Αυτήν την ταβέρνα του «Κρητικού», λοιπόν, αυτό το κτίριο θέλανε να το γκρεμίσουν και με βρήκαν εμένα από τις ζωγραφιές, με βρήκαν από το διαδίκτυο, να γράψω ένα ιστορικό πως έκανα τις ζωγραφιές εκεί πέρα, να το θεωρήσουν διατηρητέο, να μην το γκρεμίσουν και τελικά το πέτυχαν αυτό, δεν το γκρέμισαν. Είναι εκεί ακόμα Λυσίου και Μνησικλέους είναι ακόμα εκεί η ταβέρνα. Και άρχισα εκεί να ζωγραφίζω, μετά άρχισα να κάνω μαγαζιά εκεί στην Πλάκα με άλλες ζωγραφιές. Είχα κάνει και μια ντισκοτέκ εκεί πέρα, το «Γαλαξία». Μετά από μερικά χρόνια έκλεισε. Εκεί άρχισα να γνωρίζω κάποιους ανθρώπους διαφορετικούς. Γνώρισα τον Στέφανο τον Αλμαλιώτη, ο οποίος ήταν ένας σημαντικός καλλιτέχνης αυτός, ο οποίος αυτός με παρακίνησε να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με έστειλε, λοιπόν, στον Θόδωρο τον Δρόσο. Είχε… Μετά το ’70, αφού απολύθηκα από φαντάρος, το ‘71 τώρα, ‘70 με ’71, πήγα και έκανα στον Δρόσο φροντιστήριο, για να δώσω στην Σχολή Καλών Τεχνών. Το ‘71 έδωσα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν με πέρασαν. Βέβαια, εκεί στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, γιατί όταν είδα τα κεφάλια, τα σχέδια που περάσανε πήγα και έβαλα τις φωνές και με έβγαλαν σηκωτό από τη σχολή. Λέω: «Εκθέσατε αυτά που περάσανε! Γιατί δεν εκθέτετε και αυτά που δεν περάσανε, για να τα συγκρίνουμε, να δούμε ποια…». Γιατί περάσανε άσχετα πράγματα και εμένα που με είχε ο δάσκαλος μου να περάσω πρωτιά, δεν πέρασα καθόλου. Τέλος πάντων… Πιθανώς, υποθέτω ότι, για δυο λόγους. Εκεί που έκανα φροντιστήριο με παρακολουθούσαν, γιατί ήμουνα χαρακτηρισμένος. Ήταν, δηλαδή, ένας που έκανε συνέχεια δίπλα μου… που έκανε υποτίθεται μαθήματα και ήταν αστυνομικός ή επειδή δεν είχα πτυχίο μέσης εκπαίδευσης. Είχα βγάλει τη σχολή, την Τεχνική Σχολή και δεν είχα βγάλει το Λύκειο, το Γυμνάσιο τότε. Τέλος πάντων. Πιθανώς, γιατί την επόμενη χρονιά, το 1972 πήγα να δώσω. Έπρεπε να είχα το πτυχίο μέσης εκπαίδευσης, ενώ μέχρι το 1971 δεν ισχύει αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων και απογοητεύτηκα, ότι έπρεπε να ξαναπάω τώρα να βγάλω όλο το γυμνάσιο τώρα από την αρχή, δεν μπορούσα. Είχα… Έκανα γαλλικά τότε, για να φύγω να πάω στο Παρίσι και μου λέει δάσκαλος μου ο Δρόσος, μου λέει: «Γιατί δεν πας στην Ισπανία, στη Μαδρίτη;», που ήξερε ένα ζωγράφο εκεί πέρα. Μου λέει: «Να πας να τον βρεις και θα σε βοηθήσει τι μπορείς να κάνεις εκεί πέρα!». Και το σκέφτηκα κι εγώ και λέω: «Αποφασίζω να πάω στη Μαδρίτη! Ούτε καν ήξερα ισπανικά. Τίποτα. Ήξερα λίγο… λίγα γαλλικά μιλούσα, έτσι, τα καθημερινά. Και ξεκινάω, λοιπόν, και πάω στη Μαδρίτη. Πηγαίνω κατευθείαν στην πρεσβεία και τους λέω: «Το και το. Θέλω ένα καλλιτέχνη. Μου λέει: «Αυτόν τον καλλιτέχνη δεν τον ξέρουμε, αλλά ξέρουμε δύο άλλους εδώ πέρα, τον Δημήτρη τον Παπαγεωργίου και τον Δημήτρη τον Περδικίδη. Του Περδικίδη η αδερφή δουλεύει εδώ, αλλά κατά σύμπτωση σήμερα έχει πάρει άδεια, δεν δουλεύει σήμερα». Τον άλλο που ήθελα εγώ δεν το ξέρανε καθόλου. Που έμαθα μετά ότι ήταν ένας ξυλέμπορος, ο οποίος πήγαινε σε μια ιδιωτική σχολή. Τον γνώρισα μετά από μερικά χρόνια. Τέλος πάντων. Και πάω στο ξενοδοχείο. Το βράδυ λέω: «Να δω τώρα ποιος είναι πιο κοντά στο ξενοδοχείο, ο Περδικίδης ή ο Παπαγεωργίου;». Και είδα ότι ήταν ο Περδικίδης. Την άλλη μέρα ξεκινάω. Είχα αγοράσει και ένα χάρτη, και – να μην χάνομαι εκεί στη Μαδρίτη – πηγαίνω, λοιπόν, ανεβαίνω πάνω στον έκτο όροφο που ήταν το σπίτι του, χτυπάω το κουδούνι, ανοίγει η γυναίκα του, η κυρία Ελένη και λέω: «Έτσι κι έτσι. Τον Δημήτρη θέλω». Μου λέει: «Είναι στον τέταρτο όροφο στο εργαστήριο, θα κατέβεις πιο κάτω». Κατεβαίνω πιο κάτω, λοιπόν, χτυπάω το κουδούνι και περιμένω τώρα να δω ένα πρόσωπο τώρα και βλέπω μια ζώνη. Ο Περδικίδης ήτανε δύο μέτρα, δύο μέτρα! «Dos metros», τον έλεγαν οι Ισπανοί! Ένας τεράστιος άνθρωπος, μια βιβλική μορφή! Ανοίγει λίγο την πόρτα και μου λέει: «Τι θες;». Λέω: «Τον Δημήτρη τον Περδικίδη!», μου λέει: «Εγώ είμαι». Μου λέει: «Εσύ από πού είσαι;» Του λέω: «Από την Κρήτη!». «Έμπα μέσα μωρέ!», μου λέει. Του άρεσε, ήτανε τρελός με την Κρήτη αυτός. Μπαίνω μέσα, λοιπόν, στο εργαστήριο. Αυτός είχε ένα σκυλί του Αγίου Βερνάρδου, αυτά που έχουν ένα κεφάλι τεράστιο. Αυτό μικρό ήτανε στην ηλικία. Με το που με βλέπει παίζει ένα σάλτο πάνω μου να παίξει και με ρίχνει κάτω πάρω σε κάτι έργα. Μου λέει: «Μην το φοβάσαι είναι έξι μηνών μικρό». «Φαντάσου – λέω – να μεγαλώσει τι θα γίνει αυτό το πράγμα». Τέλος πάντων, μη στα πολυλογώ, κάτσαμε και γνωριστήκαμε πολύ εκεί με τον Δημήτρη. Μιλήσαμε πάρα πολύ, γίναμε πολύ φίλοι. Με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί μετά ύστερα μου νοίκιασε ένα… μάλλον μου γνώρισε μια γιαγιά εκεί απέναντι από το σπίτι στην οδό Βαλιερμός και πήγα και έμενα στο σπίτι της εκεί πέρα, αλλά ήταν η καημένη μόνη της. Μια γριούλα ήτανε, έτσι, μικροκαμωμένη και συνέχεια ήθελε να ασχολείται μαζί μου: «τι το ένα και αυτό», ξέρεις, εμένα με βάραινε. Εγώ ήθελα μια ελευθερία εκεί μέσα στο σπίτι. Δεν μπορούσα να ήμουνα, τώρα, εγώ έτσι καταπιεσμένος. Έμεινα εκεί δυο τρεις μήνες, μου φαίνεται, και μετά στα βρήκα… γνώρισα κάτι άλλα παιδιά, κάτι φοιτητές Έλληνες και πήγαμε και νοικιάσαμε ένα σπίτι και μέναμε. Τρία παιδιά… τέσσερα άτομα είμαστε, μια κοπελιά και δύο νεαροί από τη Θεσσαλονίκη και μέναμε εκεί πέρα. Μετά ύστερα, εντάξει, έμενα μου τελειώνανε τα λεφτά… Έπρεπε να έρθω στην Ελλάδα.
Είχατε όμως ξεκινήσει να φτιάχνετε και δικά σας έργα;
Ναι είχα αρχίσει… είχα αρχίσει και ζωγράφιζα τώρα πια. Από το στρατό και έπειτα μου δόθηκε η ευκαιρία και ζωγράφιζα. Είχα την ικανότητα να ζωγραφίζω. Βέβαια, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι… δεν ήξερα και πολλά πράγματα. Δεν είχα ,δηλαδή, κανένα δάσκαλο να μου δείξει πέρα από αυτό τον Δρόσο που μου έδειχνε, που κάναμε το σχέδιο, για να περάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών, δεν είχα κανένα άλλο δάσκαλο! Υπόψη τώρα… Αυτό είναι κάτι σημαντικό! Όταν δούλευα εκεί στα… πριν πάω φαντάρος που δούλευα σε μια διαφημιστική εταιρεία, τον «Κύβο» που πηγαίναμε και φτιάχναμε τα καρναβάλια, τα γραφεία ήτανε αρχές Ακαδημίας. Εμείς μέναμε εδώ κάτω, τώρα, στην Ακαδημία Πλάτωνος ή μάλλον τότε όχι, είχαμε πάει Πετρούπολη. Κατέβαινα στην πλατεία Βάθης, ανέβαινα εκεί όλη την Ακαδημίας με τα πόδια από την πλατεία Κάνιγγος… Εκεί αριστερά, ανάμεσα Θεμιστοκλέους και Εμμανουήλ Μπενάκη ήταν ένας καλλιτέχνης, Κώστας Νικολαΐδης, και είχε το εργαστήριό του εκεί μέσα σα μαγαζάκι. Και είχε στη βιτρίνα…είχε κάτι σχέδια, είχε ζωγραφίσει την Τζάκι Ωνάση, το Μακάριο, θυμάμαι, εκεί πέρα και όποτε ανέβαινα πάνω, πήγαινα και κόλλαγα τη μούρη μου, λοιπόν, στο τζάμι να δω κάτι σχέδια που είχε κάνει, πώς τα είχε κάνει, να δω τη σκιά. Ήταν τα πρώτα έργα που είδα σαν καλλιτέχνης και πήγαινα πάνω το βράδυ που ξαναγύριζα και πάλι τη μούρη μου κολλημένη στο τζάμι εκεί πέρα. Κάθε μέρα τώρα αυτό το βιολί! Στο τέλος αυτός με είδε που… Έβλεπε ένα νεαρό, λοιπόν, που κόλλαγε, κοίταγα πολύ ώρα εκεί τα έργα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, βγαίνει έξω και μου λέει: «Έλα μέσα να δεις και το εργαστήριο μου, έλα να δεις και τη δουλειά…». Μου έλεγε, τώρα, διάφορα πράγματα. Εγώ ήμουνα χωριατάκι, ξέρεις, λίγο κομπλαρισμένος. Μου έδειξε το εργαστήριό του εκεί πέρα. Θυμάμαι τώρα… Κοίτα να δεις τώρα πώς είναι τα χρόνια περίεργα. Τώρα πρόσφατα, πριν από ένα χρόνο περίπου, μια φίλη από την Πετρούπολη, που ήμασταν στο facebook φίλοι, δημοσιεύει ένα… κοινοποιεί ένα σχέδιο που ήταν… και το γνώρισα από τις γραμμές, γιατί μου είχαν μείνει τα σχέδια του, και από κάτω είδα την υπογραφή «Νικολαΐδης». Και της στέλνω ένα μήνυμα και της λέω: «Βρε Βούλα, αυτός ο Νικολαΐδης ε[00:30:00]ίχε ένα εργαστήριο ποτέ… μαγαζί στην Ακαδημίας;». «Α, ναι», μου λέει: «Ήτανε Ακαδημίας τόσο», μου ‘πε, δεν θυμάμαι. Ανάμεσα Θεμιστοκλέους και Εμμανουήλ Μπενάκη. «Πω, πω!» λέω, γιατί της λέω την ιστορία ότι έτσι κι έτσι κόλλαγα τη μύτη μου στο τζάμι και βγήκε έξω… Και μου λέει: «Έχει πεθάνει». Τελικά έχει κάνει και τον άντρα της, είχε κάνει κάτι σχέδια. Λέω: «Κοίτα να δεις τώρα πού βρέθηκε!». Εγώ δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό τον άνθρωπο, γιατί κάποια στιγμή έκλεισε το μαγαζί, το εργαστήριο. Αυτό τώρα σαν παρένθεση το είπα. Όπως και στην… στην Πλάκα, όταν δούλευα εκεί τις ζωγραφιές του… στην ταβέρνα του Κρητικού διαγώνια απέναντι ήτανε – τώρα το έχουνε κάνει ένα νεοκλασικό. Ήταν νεοκλασικό, αλλά τώρα το έχουνε κάνει μόνο σπίτι εκεί –, ήτανε μια ταβέρνα «Ο Διόνυσος» Εκεί μέσα, λοιπόν, πήγαινα ζωγράφος. Δεν θυμάμαι τώρα τη λεπτομέρεια, πώς τον γνώρισα εκεί, αλλά ήθελα να πάω να είμαι βοηθός του εκεί μέσα, να κάνει κάτι ζωγραφιές και αυτός εκεί, ο οποίος λεγόταν Γιάννης Σίμης. Ένας, έτσι, μικροκαμωμένος άνθρωπος ήτανε, ο οποίος ήταν ο μόνος άνθρωπος, ο πρώτος, δηλαδή, ζωγράφος που ήμουνα δίπλα του που μου έδειχνε κάποια πράγματα, μου έδειχνε να χρησιμοποιώ τις εικόνες με την κόλλα και να δουλεύουμε εκεί μέσα. Τέλος πάντων, δουλέψαμε καμιά βδομάδα εκεί μέσα, βοηθός του ήμουνα. Μετά χαθήκαμε, τον έχασα. Πριν από λίγα χρόνια, λοιπόν, τώρα, με είχαν φωνάξει να λάβω μέρος σε κάποιες εκθέσεις. «Τ. O. ILAR» λεγόταν. Είναι κάποιος δικηγόρος, ο οποίος είναι και επιχειρηματίας, ο οποίος είχε μια τρέλα να κάνει εκθέσεις σε κάτι χώρους - αποθήκες, εργοστάσια τέτοια - και είχαμε γνωριστεί και γίναμε φίλοι. Και πηγαίναμε με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μικρά στο Λαγονήσι και κάναμε διακοπές εκεί πέρα σε ένα σπίτι που είχαν… Και με παίρνει μια μέρα ο Παναγιώτης, Βαλάμης λέγεται αυτός ο δικηγόρος, με παίρνει τηλέφωνο, μου λέει: «Βασίλη» – είχα σπάσει το πόδι μου, ήμουνα με το γύψο. Οδηγούσε η Βιολέτα το αμάξι – Μου λέει: «Δεν έρχεσαι εδώ στην Αρτέμιδα που είναι και τα παιδιά μου, να φέρεις τα παιδιά, να πιούμε ένα ρακάκι εδώ πέρα, να τα πούμε λιγάκι;» Λέω: «Εντάξει». Ξεκινάμε ένα πρωί… ένα απόγευμα και πάμε και καθόμαστε εκεί στη βεράντα και πίναμε ένα ρακάκι, μεζεδάκια και κουβεντιάζαμε. Και του λέω: «Βρε Παναγιώτη, εσύ τώρα δικηγόρος, επιχειρηματίας, πώς έμπλεξες με την τέχνη, με τη ζωγραφική;» Σκέφτεται έτσι κάνα δυο λεπτά και μου λέει: «Να σου πω κάτι, ο πατέρας μου είχε ένα φίλο ζωγράφο που ερχόταν στο σπίτι μας και έμενε. Αυτός μας κόλλησε λιγάκι». Του λέω: «Πώς λεγότανε;». Μου λέει: «Γιάννης Σίμης». Αυτός που μου μάθαινε να ζωγραφίζω με τις κόλλες! Πρόσεξε να δεις τώρα! Πριν από δύο μήνες τώρα πριν συμβεί αυτό το γεγονός με είχαν πάρει τότε από την Πλάκα, για να γράψω ένα σημείωμα, για να κρατήσουν διατηρητέο το κτίριο εκεί. Και αυτό το κείμενο το είχα γράψει εγώ, αλλά το έδωσα στη γυναίκα μου και το επεξεργάστηκε, γιατί αυτή γράφει πάρα πολύ ωραία, το επεξεργάστηκε και θυμήθηκε! Και ακούει τώρα τον Γιάννη τον Σίμη και λέει: «Είναι αυτός που γράφαμε εκεί στο σημείωμα!». Λέω: «Ναι!». Κοίτα να δεις περίπτωση τώρα! Σκέψου αυτή η ιστορία ήταν το ‘68. Όχι το ‘70, λέω ψέματα. Το ‘70 ήτανε και δεν είχα ξανακούσει ποτέ τίποτα γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη και άκουσα τώρα εκεί πέρα… Βρήκα τον οποίο… Μου ‘πε τώρα δυο τρία πραγματάκια εκεί πέρα ο Παναγιώτης, ο οποίος τον τσίμπησε – λέει – μια μύγα στο μάτι και έπαθε μόλυνση και πέθανε από αυτό. Άκου εδώ... Είχε μια κόρη, προσπάθησε να προωθήσει το έργο του, δεν τα κατάφερε και έσβησε αυτός ο άνθρωπος. Αλλά θέλω να πω τώρα πόσα χρόνια δεν είχα μάθει τίποτα και ξαφνικά μέσα σε… σε δύο μήνες, δηλαδή ασχολήθηκα με τον Γιάννη τον Σίμη. Έφυγε... Ήταν καλός άνθρωπος! Τέλος πάντων…
Από τη Μαδρίτη πώς φεύγετε;
Από τη Μαδρίτη... Θα σου πω τώρα τι έπαθα. Στη Μαδρίτη, λοιπόν, ο Περδικίδης. τότε ζωγράφιζε κάτι έργα εμπνευσμένα από τη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου. Ήταν επί χούντας αυτή η ιστορία. Μιλάμε τώρα το ‘73 είχα πάει πρώτη φορά στη Μαδρίτη. Την άνοιξη του ‘73 είχα πάει, αλλά ο Περδικίδης ήταν ένας σπουδαίος ζωγράφος, σπουδαία φυσιογνωμία. Γίναμε φίλοι, βέβαια, και ήμουν τυχερός που τον γνώρισα. Μιλάμε τώρα ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος μιλούσε δέκα γλώσσες άνετα. Δηλαδή, διάβαζε και έγραφε σε δέκα γλώσσες. Ήταν μοντέρνος ζωγράφος με τα μεγάλα κινήματα της Ισπανίας. Τον είχε στείλει ήδη το Υπουργείο της Ισπανίας, Πολιτισμού, τον είχε στείλει σε δύο Μπιενάλε και στο Σάο Πάολο, στη Βραζιλία και στη Βενετία. Ξαφνικά ανακάλυψα ότι υπήρχε μια άλλη τέχνη, η σύγχρονη τέχνη την οποία εγώ την αγνοούσα τελείως. Δεν είχα… δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά, γιατί εμένα τα κυκλώματά μου, ο κόσμος μου το περιβάλλον μου… δεν ήξερα από τέτοια πράγματα. Πέρα από τα τεχνικά που μάθαινα εκεί στο… στα καρναβάλια και στις ταβέρνες που δούλευα – διακοσμήσεις και τέτοια – δεν ήξερα τι συνέβαινε γύρω από τη ζωγραφική. Κι ούτε ανακάλυψα… Λοιπόν, εγώ ήξερα τη ζωγραφική που ήταν στα μουσεία, που ήταν στα περιοδικά που ήταν… Και ξαφνικά βλέπω την τέχνη που είναι μέσα στις γκαλερί, τη σύγχρονη, εξαιτίας του Περδικίδη. Και λέω: «Πω πω! Εδώ πέρα τώρα έχω μπλέξει! Κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει να γεφυρώσω τώρα τις γνώσεις μου από τη μία τέχνη στην άλλη». Γιατί εγώ είχα ένα τεράστιο κενό! Και, φυσικά, άρχισα να ασχολούμαι πάρα πολύ με τη σύγχρονη τέχνη, να την ψάχνω, να διαβάζω, να μελετάω, να δω ιστορία της τέχνης… Δεν μπόρεσα να πάω στη σχολή εκεί πέρα γιατί πάλι χρειαζότανε – στη Σαν Φερνάντο, μια μεγάλη σχολή – το πτυχίο της μέσης εκπαίδευσης. Δεν μπορούσα να πάω! Μου λέει ο δάσκαλός μου, ο Περδικίδης – και τελικά ο δάσκαλός μου ήταν αυτός – μου λέει: «Έχω ένα φίλο που έχει μια ιδιωτική σχολή πολύ ωραία εξίσου καλή με την Σαν Φερνάντο!», αλλά ήθελε τότε 800 χιλιάρικα το χρόνο! Δραχμές ήτανε τότε. Και λέω εγώ: «Δεν είχα τόσα λεφτά να σπουδάσω!».
Η σχολή σε ποιο μέρος ήταν;
Στη Μαδρίτη. Ήταν εκεί. Δεν είχα λεφτά να πάω, γιατί ερχόμουν και δεν επιτρεπόταν να πάρω πάνω από έξι χιλιάρικα από εδώ πέρα. Και μάλιστα τα πέρναγα… Έπαιρνα… Ερχόμουνα, δούλευα εδώ στην Ελλάδα… Ερχόμουν, δούλευα δυο τρεις μήνες εδώ και μετά έφευγα και πήγαινα άλλους δύο τρεις μήνες στη Μαδρίτη και έραβα πεντοχίλιαρα μέσα στο παντελόνι, εδώ στη ζώνη. Είχα σκίσει το παντελόνι και τα πέρναγα μέσα και δεν φαινόταν ότι κουβαλούσα πεντοχίλιαρα, για να μπορώ να τη βγάλω. Μετά πήγαινα εκεί στην Plaza Mayor κάθε Κυριακή πρωί και έκανα σκίτσα στους τουρίστες και έβγαζα από εκεί κάνα φράγκο και μπόρεσα και την έβγαζα. Αλλά καθόμουνα ένα διάστημα εκεί ερχόμουν εδώ πέρα ξαναπήγαινα. Έμενα πάλι με κάτι καλλιτέχνες, με κάτι… όχι καλλιτέχνες, με κάτι φοιτητές που σπούδαζαν διάφορα πράγματα μαζί, αλλά μετά ύστερα πήγαινα και έμενα στου δασκάλου μου το εργαστήριο. Είχε ένα δωμάτιο εκεί πέρα που είχε ένα κρεβάτι και έμενε εκεί, οπότε εντάξει μέναμε εκεί μαζί, κουβεντιάζαμε γιατί γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι. Με είχε σαν τα παιδιά του, δηλαδή, και μέχρι και το ‘85. Δηλαδή, μπαινόβγαινα μέχρι και το 1985. Ήταν η τελευταία φορά που πήγαμε στη Μαδρίτη, γιατί και αυτός μετακόμισε όταν ήρθε στην Ελλάδα και… τέλος του ‘89, το ‘89 την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έπαθε έμφραγμα και έφυγε. Τέλος πάντων… Κι εγώ τώρα από τότε, από το ‘85 μέχρι και το ‘95 πια είχα αρχίσει να ζωγραφίζω μια άλλη δουλειά τώρα, να κάνω μοντέρνα έργα, να κάνω κατασκευές… Αυτά θα τα δεις και εδώ μέσα. Έκανα... Είχα δημιουργήσει ένα δικό μου στιλ εκεί πέρα, πήγαινα πάρα πολύ καλά, αλλά κάποια στιγμή εγώ… Μου άρεσε πολύ η ζωγραφική η κλασική και κάποια στιγμή λέω: «Τώρα τι κάνω;». Άρχισα να νομίζω ότι μου γινόταν διακοσμητικά αυτά τα μοντέρνα έργα και λέω: «Όχι θα ξεκινήσω πάλι την παραστατική ζωγραφική». Και άρχισα πάλι την παραστατική ζωγραφική με τα βαρέλια, με τους σάτυρους… Θα τα είδες τα βαρ[00:40:00]έλια. Και άρχισα πάλι να κάνω… Είχα κάνει και σημαντικές εκθέσεις εκεί πέρα και άρχισα πια να δουλεύω τώρα την πιο σύγχρονη δουλειά. Πια είχα μάθει πάρα πολλά πράγματα! Είχα πολλές τεχνικές, διαφορετικές. Δεν μπορούσα να βρω ένα… ένα ύφος που να με χαρακτηρίζει, δηλαδή να κάνω αυτό το πράγμα και να βλέπεις ένα έργο μου και να λες: «Tου Σολιδάκη!». Εγώ ήμουν ανήσυχος και είμαι ανήσυχος ακόμα! Κάθε φορά θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι αλλιώτικο… Για μένα είναι μια πρόκληση να κάνω κάτι καινούργιο που δεν το είχα ξανακάνει. Αυτά βέβαια… Το ένα έργο γεννάει το άλλο. Έτσι έρχονται. Μπορεί μια λεπτομέρεια, τώρα, να την πάρω και να δημιουργήσω μια σειρά από έργα και έτσι έχω τις εμπειρίες μου τώρα. Βέβαια, μέσα από όλη αυτή την ιστορία υπάρχουν μικρές στιγμές, λεπτομέρειες, οι οποίες είναι και αυτές μικρές ιστορίες, αλλά είναι τρομερά δύσκολο να κάνεις όλα τα άλλα… όλα αυτά τα πράγματα. Τα θυμάμαι και στην πορεία, όπως μιλάμε τώρα τα θυμάμαι. Εν πάση περιπτώσει… Μετά, έτσι, αποφάσισα, άργησα να παντρευτώ. Έκανα… παντρεύτηκα την Βιολέτα εκεί, κάναμε δυο παιδιά. Έχουμε κάνει κι ένα βιβλίο, ένα παραμύθι, τον «Παραμυθοράφτη». Τον έγραψε η Βιολέτα και τον εικονογράφησα εγώ. Και τώρα μάλιστα ετοιμάζουμε… περιμένουμε τον εκδοτικό οίκο, τη δεύτερη έκδοση. Την πρώτη είχαμε βγάλει με τα «Ελληνικά Γράμματα», τα οποία κλείσανε και πήγε λίγο άδικα. Τώρα, η δεύτερη έκδοση γίνεται με το «Φίλντισι», μια μικρή… ένα μικρό εκδοτικό οίκο και περιμένουμε τώρα αυτές τις μέρες να βγει η δεύτερη έκδοση πιο βελτιωμένη, διαφορετική. Αυτά. Και δουλεύω τώρα και εγώ. Εντωμεταξύ έπεσε και η κρίση. Δυσκολίες πολλές οικονομικές. Οι καλλιτέχνες περάσαμε και περνάμε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Σιγά σιγά το έργο μου προσαρμόστηκε με θέματα τα οποία είναι πιο εμπορικά. Τώρα σε μερικούς δεν τους άρεσε αυτό, αλλά εγώ αυτό που κάνω το έργο μου, το αγαπάω πάρα πολύ. Το κάνω με πολύ μεράκι, με πολλή αγάπη και νομίζω ότι είναι πραγματικά έργα τέχνης, γιατί τώρα τι είναι τα έργα τέχνης σήμερα έχουμε μπερδευτεί λιγάκι. Το έργο τέχνης είναι αυτό που κάνει ο καλλιτέχνης με πολλή αγάπη, με πολλή τρυφερότητα και έχει υπόψη του κάποια πράγματα. Έτσι; Δεν μπορεί δηλαδή… Να γνωρίζει το τι είναι, να γνωρίζει την ιστορία της τέχνης, να γνωρίζει το τι έχει κάνει, τι έχουν κάνει τόσοι σημαντικοί καλλιτέχνες μέχρι σήμερα και να βάζει ένα μικρό λιθαράκι στο μέτρο που μπορεί και να δημιουργεί και αυτός με τον τρόπο το δικό του. Έτσι όπως το κάνω και εγώ τώρα αυτή τη στιγμή. Εγώ έχω κάνει αρκετές χιλιάδες έργα, επειδή ήμουν πολύ παραγωγικός, δούλευα πάρα πολύ και δουλεύω. Τώρα, βέβαια, έχω αυτό το κινητικό πρόβλημα και καθυστερώ λιγάκι, αλλά δουλεύω, συνεχίζω. Για μένα η μεγαλύτερη επιβεβαίωση είναι το ότι έχω μπει σε χιλιάδες σπίτια και μεγαλώνουν πολλές γενιές με τα έργα μου. Είναι πάνω από 100 βιβλία, 120 βιβλία που με διάφορους τρόπους έχουν αναφορά στο έργο μου. Για μένα είναι μια μεγάλη επιβεβαίωση αυτό. Εγώ τους λέω… Με ρωτάνε: «Μα δεν είσαι γνωστός εκεί πέρα». Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν πιο νωρίς εδώ πέρα να γυρίσουν αυτό το έργο που σου λέω μου λένε: «Πω πω δε σε ξέρουμε – λέει – και είναι πολύ ωραία τα έργα σου!» Λέω: «Ναι, μα εγώ, με το έργο μου θα με ξέρετε!» «Συγγνώμη», λέω: «Εγώ είμαι καλλιτέχνης ελευθέρας βοσκής. Δεν είμαι φτιαγμένος μέσα σε κάποιο χώρο!» Τους λέω ενδεικτικά: «Εγώ προτιμώ να είμαι μολόχα σε ένα οικόπεδο από το να είμαι Αγγελικούλα, κουρεμένη ελεφαντάκι στο γκαζόν δίπλα σε μια πισίνα». Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Εμένα με ενδιαφέρει να είμαι ελεύθερος σκοπευτής, να δουλεύω αυτό που αγαπάω, αυτό που μου αρέσει, αυτό που με εντυπωσιάζει και με αυτό που επικοινωνώ με τους ανθρώπους και η τέχνη μου είναι αυτή! Κάνω έργα, τα κάνω με αγάπη με μεράκι και με γνώση, γιατί νομίζω ότι πια έχω αποκτήσει τόσες πολλές γνώσεις – τεχνικές εννοώ τώρα – μπορώ να κάνω ό,τι θέλω! Αλλά κάνω πάντα αυτό που νιώθω όμορφο! Βάζω τη μουσικούλα μου εδώ πέρα και ζωγραφίζω πάντα αυτό που αγαπάω, αυτό που μου αρέσει! Και το σημαντικό, όπως είπα, είναι ότι επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Έρχονται και τους αρέσουν τα έργα μου, όπως… Λαμβάνω μέρος σε μια ομαδική έκθεση και μου αρέσει να κάθομαι εκεί διακριτικά, να μην ξέρουν ότι είμαι εγώ ο καλλιτέχνης, αλλά μου αρέσει να πηγαίνουν και να βλέπουν το έργο μου και να ακούω τα σχόλια. Έτσι να λένε: «Πω πω! Ποιανού είναι αυτό το έργο;» και να «Α, είναι του Σολιδάκη». «Eίδες! Ωραίο έργο!» Αυτό μου αρέσει εμένα. Δεν θέλω να λένε… Ο φίλος μας, ο Νίκος ο Γρηγόρης μου λέει: «Μια μέρα με το μηχανάκι πέρασα από κει, από τη Σόλωνος». Από τη Σόλωνος; Δεν θυμάμαι κάπου εκεί μια γκαλερί, τη Σκουφά. Και μου λέει: «Έτσι, όπως πέρναγα με το μηχανάκι, είδα σε μια βιτρίνα έργα και αυτό που μου έμεινε ήταν του Φασιανού». Μου λέει: «Είδες τώρα, χαρακτηριστικό…». Και του λέω – τον θαυμάζω εγώ τον Φασιανό, είναι πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης – του λέω: «Να σε ρωτήσω όμως κάτι; Θυμάσαι τι είχε το έργο πάνω;». Μου λέει: «Όχι, απλώς κατάλαβα ότι ήταν του Φασιανού». Λέω: «Εμένα θα έβλεπες το έργο, θα σου άρεσε το έργο και τότε θα ‘ψαχνες να δεις ποιανού είναι!». Αυτό για μένα είναι η πιο μεγάλη επιτυχία. Έτσι; Γιατί εγώ δεν ήθελα να κάνω ένα έργο και να λένε: «Αυτό είναι του Σολιδάκη!» Θέλω να κάνω ένα έργο και να λένε: «Ωραίο έργο! Μας αρέσει πολύ αυτό! Θα ήθελα να το ‘χω στο σπίτι μου!» Κατάλαβες; Αυτό μου αρέσει και πιστεύω μετά από τόσα πολλά χρόνια – που περίπου 50 χρόνια 55 χρόνια ασχολούμαι με αυτό το πράγμα – νομίζω ότι έχω… σαν προσωπικότητα για τον εαυτό μου, για μένα μόνο ότι είμαι ικανοποιημένος ως ένα βαθμό γιατί ένας καλλιτέχνης που έχει ανησυχίες δεν ικανοποιείται ποτέ! Εγώ τουλάχιστον λέω αυτό που έκανα το έχω, το βάζω μπροστά μου κάμποσες ώρες και το βλέπω. Αν θα μπορούσα να το έκανα καλύτερο, θα μπορούσα να το ‘κανα καλύτερο. Οπότε το επόμενο θα δω ότι θα το κάνω καλύτερο. Και αυτή είναι η τακτική μου και η λογική μου που δουλεύω μέχρι τώρα.
Και από πού αντλείτε έμπνευση για τα έργα;
Οι εμπνεύσεις μου είναι πάντα – αυτό που είπα και πριν από λίγο – είναι πράγματα τα οποία αγαπάω, με εντυπωσιάζουν, με ενθουσιάζουν και με κάνουν να βλέπω πιο πολύ τον εαυτό μου μέσα μου, αυτό που βγαίνει μέσα από την ψυχή μου. Δηλαδή, βλέπω μια ασήμαντη εικόνα έτσι… για μένα που έχω κάτι μνήμες μέσα μου, κάτι με ενθουσιάζει, κάτι με εντυπωσιάζει κάτι. Δηλαδή μπορώ να βλέπω τα σύννεφα. Έχω ζωγραφίσει πολλές φορές σύννεφα! Με τρελαίνουν τα σύννεφα! Μου αρέσει, γιατί λέω είναι ένα σκηνικό που αλλάζει κάθε μέρα, κάθε στιγμή και είναι τόσο διαφορετικό και τόσο εντυπωσιακό που δεν μπορώ να μην ζωγραφίσω σύννεφα. Όπως τη θάλασσα. Τώρα ζωγραφίζω αυτή την περίοδο θάλασσες. Ήμουν χρόνια… Έκανα τον ψαροντουφεκά, αλλά δεν με ενδιέφερε τόσο το ψάρι ή το ψαροντούφεκο, με ενδιέφερε ότι όταν έπεφτα μέσα στη θάλασσα είναι σαν να πετούσα! Και μου άρεσε πάρα πολύ ο βυθός! Βούταγα πάρα πολύ βαθιά και με εντυπωσίαζε. Όσο καιρό το έκανα αυτό το πράγμα ποτέ δεν είχα ζωγραφίσει θάλασσα, βυθό… Μετά από χρόνια που έχω σταματήσει πια – κάμποσα χρόνια έχω σταματήσει να κάνω αυτό το πράγμα – δεν ξέρω πως έχει έρθει στο μυαλό μου με έναν διαφορετικό τρόπο τώρα ο βυθός και ζωγραφίζω από το βυθό, τα βότσαλα, τη θάλασσα, τα κύματα και οτιδήποτε έχει σχέση με αυτά τα πράγματα και γενικά με τη ζωή μας. Η ζωή μας δεν είναι ένα πράγμα. Είναι πολλά πράγματα. Και θέλω όλα αυτά τα πράγματα, είτε χαρές είναι είτε λύπες, είτε στοχασμοί είτε φαντασιώσεις είτε οτιδήποτε άλλο, εν πάση περιπτώσει, ανάλογα τη στιγμή που με τσακώνει αυτό… Είναι αυτό που έλεγε και ο Πικάσο: «Εμπνεύσεις υπ[00:50:00]άρχουν. Το θέμα είναι να σε πετύχει την ώρα που δουλεύεις!». Έτσι και εγώ την ώρα που βάζω ένα τελάρο πέρα να το δουλέψω, εξαρτάται την ψυχολογία μου, οπότε ανάλογα αυτό μπορεί και πιο πριν πολλές φορές, πριν να βάλω το τελάρο εκεί πέρα έχω στο μυαλό μου τι θα φτιάξω. Για μένα είναι μια πρόκληση να βάλω το τελάρο εκεί πέρα και να κάτσω να το δουλεύω, και να βγάλω αυτό που θέλω να με ικανοποιήσει, δηλαδή, στο τέλος του έργου. Πάντα μένω ανικανοποίητος, γιατί πιστεύω ότι κάτι καλύτερο θα μπορούσα να το κάνω, αλλά εντάξει, έτσι οδεύω τώρα τον δρόμο της τέχνης μου. Δεν ξέρω τι έχω κάνει συγκριτικά με άλλους καλλιτέχνες, ούτε και με πολυσκότιζε αυτό το πράγμα. Εγώ ήθελα να δω τον κόσμο το δικό μου, να το κάνω με αγάπη και να αναλώνω τη ζωή μου με κάτι που αγαπώ, που με γεμίζει και ήμουν από τους τυχερούς, γιατί κατάφερα μέχρι τώρα να επιβιώνω με την τέχνη. Κι αυτό είναι μεγάλη υπόθεση!
Έχετε ξεχωρίσει κάποιο έργο σας;
Όχι, γιατί έχω κάνει πολλά έργα, αλλά περνάω περιόδους… Και είναι η μια περίοδος τελείως διαφορετική από την άλλη. Και τώρα περνάω την περίοδο με τις θάλασσες και με τα βότσαλα και με τους χαρταετούς. Ο χαρταετός, που τον βλέπεις εδώ πέρα που τον έχω, τον είχα κάνει έτσι όταν τα παιδιά ήταν μικρά να πάμε να τον πετάξουμε, αλλά μου άρεσε και… Όταν ήταν τα παιδιά μου μικρά είχε γεμίσει το σπίτι μου παιγνίδια και το εργαστήριο και μου άρεσε να ζωγραφίζω τα παιχνίδια, αλλά στο τέλος, έτσι, ψάχνοντας ψάχνοντας είχα μείνει στον χαρταετό μόνο και σε μια μαριονέτα, που είναι και τα δύο παιγνίδια εξαρτώνται από ένα σπάγκο. Από το σπάγκο που κρατάς τη καλούμπα ή από τον σπάγκο που κρατάς τη μαριονέτα. Ελεγχόμενα. Γιατί τώρα; Γιατί θα δεις το χαρταετό τον έχω κάνει σε κάτι δωμάτια που είναι το ένα δίπλα στο άλλο, επαναλαμβανόμενα δωμάτια, αλλά είναι φωτεινά όλα. Οι μεγάλοι όταν βλέπουμε ένα παιγνίδι θυμόμαστε ένα κομματάκι από τη ζωή μας, την παιδική μας ζωή. Κάθε παιχνίδι σου φέρνει μια άλλη μνήμη μέσα. Αυτά τα δωμάτια, τα φωτεινά είναι ακριβώς αυτές οι μνήμες που έχουμε μέσα μας. Έτσι, βλέποντας το παιχνίδι θυμάσαι κάτι από τη ζωή σου. Αυτά τα φωτεινά δωμάτια είναι ακριβώς αυτό το πράγμα! Δηλαδή, βλέπεις το χαρταετό, αλλά πίσω από αυτό υπάρχουν μια σειρά δωμάτια φωτεινά. Εμείς δεν μπορούμε πια να παίξουμε με τα παιχνίδια, όπως παίζαμε παιδιά. Αλλά όμως αυτές οι μνήμες είναι για εμάς σημαντικές, να τις σκαλίζουμε και να τις φέρνουμε στο μυαλό μας και να νιώθουμε όμορφα και γλυκά. Αυτό το πράγμα είναι τα δωμάτια που κάνω εγώ συνέχεια επαναλαμβανόμενα και που είναι φωτεινά και σου δημιουργούν αυτό το ωραίο συναίσθημα. Βέβαια, παίζω και εικαστικά, γιατί μου αρέσει να παίζω με την τρίτη διάσταση. Μου αρέσει η τρίτη διάσταση, δηλαδή τις δύο διαστάσεις να τις κάνω τρεις, έτσι μια ψευδαίσθηση… Αυτό το «trompe» που λένε οι Γάλλοι που είναι ένα παιχνίδι του ματιού. Και έχω φτάσει τώρα σε αυτό το σημείο και δουλεύω αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω κάτι άλλο αν ήθελες να κουβεντιάσουμε.
Ταξιδέψατε αλλού για την τέχνη σας;
Αν;
Ταξιδέψαμε αλλού για την τέχνη σας;
Ναι. Εγώ έχω γυρίσει το μισό κόσμο. Έχω πάει Αμερική, έχω γυρίσει όλη την Ευρώπη, έχω πάει Ινδία, έχω πάει σε πολλά μέρη, γιατί ήταν ανάγκη μου να δω καινούργιες δουλειές, να δω μουσεία, να ενημερωθώ. Δεν…Τελικά μπορεί να μην έβγαλα τη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά έχω μάθει πολύ περισσότερα πράγματα, γιατί, επειδή είχα το κενό αυτό, έπρεπε εγώ να το καλύψω. Και όχι μόνο το κάλυψα, το υπερκάλυψα! Και πολλά και θεωρητικά, βέβαια, αλλά με ένα πιο πολύ μου άρεσε και μου αρέσει η ουσία. Δηλαδή, θέλω να κάνω έργο και να σου μιλάει απευθείας. Δεν θέλω να σου γράψω ένα κατεβατό, να σου εξηγώ τι είναι αυτό το πράγμα. Θέλω κατευθείαν το έργο! Γιατί έλεγε κάποιος φιλόσοφος ότι έχουμε βρει τη γλώσσα και επικοινωνούμε. Αλλά κάποια πράγματα δεν αρκεί η γλώσσα να τα επικοινωνήσεις.
Υπάρχει κάποιο έργο σας που κρύβει από πίσω μια ιστορία;
Ναι, είναι η σειρά με τα βαρέλια, η οποία για μένα ήταν μια σημαντική έμπνευση, ίσως, επειδή δεν με αφήνουν αδιάφορο τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Θεωρώ ότι το βαρέλι, τα βαρέλια είναι τα κατάλοιπα της εποχής μας, τα σκουπίδια γενικά, που δεν έχουμε που να τα κρύψουμε. Έχω βάλει τον Σάτυρο, ο οποίος είναι ο μισός άνθρωπος, ο μισός είναι ζώο. Το ζώο είναι βουτηγμένο μέσα στο βαρέλι με τα κατάλοιπα και ο άνθρωπος με τη μουσικούλα του προσεγγίζει την ανώτερη μορφή της αίσθησης, τον έρωτα. Είναι ένα έργο μου που το έχω κάνει που είναι ένας Σάτυρος μέσα σε ένα βαρέλι και με τη μουσικούλα του κατεβαίνει μια γυναίκα, μια κοπέλα από ψηλά σαν να πετάει, σαν να μην έχει βάρος και του δίνει ένα φιλί. Ετοιμάζονται να φιληθούν. Η μουσική ακριβώς είναι αυτό το πράγμα! Είναι ο έρωτας της ζωής! Είναι η μαγεία της ζωής! Αυτό που είπα και πιο νωρίς ότι κάποιος φιλόσοφος είπε –αν δεν κάνω λάθος είναι ο Erich Fromm – ότι έχουμε βρει τη γλώσσα και μιλάμε, αλλά κάποια πράγματα δεν αρκεί. Δηλαδή, όταν ακούς ένα κομμάτι στο πιάνο ή όταν βλέπεις μια εικόνα τι να κάτσεις να κουβεντιάσεις. Δεν μπορώ να… Η γλώσσα δεν αρκεί να εξηγήσεις τι είναι αυτό που ακούς. Όταν ακούω ένα πιάνο, ένα κομμάτι, ένα μαγικό κομμάτι δεν μπορεί ούτε ο μουσικός που το έχει κάνει, ούτε αυτός που το παίζει, ούτε εγώ το ακούω μπορούμε να εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα. Δεν μπορείς! Η μουσική περνάει έτσι μέσα σου, όπως μια εικόνα, όπως μια κίνηση, όπως περνάμε τόσο όμορφα, αυτή είναι η τέχνη! Η τέχνη συμπληρώνει ακριβώς αυτά που δεν μπορεί να… Είναι επικοινωνία! Αυτά που δεν μπορεί να κάνει… Δεν φτάνει η γλώσσα εκεί πέρα. Η γλώσσα είναι μαγική όπως την ποίηση, αλλά η ποίηση ξέρεις τι γίνεται; Λειτουργεί μόνο στην κάθε γλώσσα. Ένα έργο, ένα κομμάτι μουσικό ή ένας πίνακας μιλάει σε όλο τον κόσμο. Οποιαδήποτε γλώσσα και να μιλάς θα σε αγγίξει. Έτσι. Γιατί εγώ θεωρώ, δηλαδή, τη μουσική μητέρα όλων των τεχνών και μετά θεωρώ τη ζωγραφική γιατί… ή τη γλυπτική εν πάση περιπτώσει, τα εικαστικά τα οποία μπορεί να… οποιαδήποτε γλώσσα και να μιλάς, θα σου μιλήσουνε κατευθείαν, απευθείας.
Ναι, δεν είπα βέβαια ότι όταν σταμάτησα τη σχολή, την Τεχνική Σχολή και με απέλυσαν από τον Σαρακάκη, ο πατέρας μου έγινε έξω φρενών! Θυμάμαι όταν του είπα: «Δεν ξαναπάω στη σχολή, γιατί θέλω να γίνω καλλιτέχνης!», είχε πάρει ένα ξύλο – μέναμε στον 1ο όροφο – και είχε πάρει ένα ξύλο και με κυνηγούσε να με χτυπήσει και έτρεχα…Με έδιωξε από το σπίτι! Έφυγα. Πήγα και έμενα ένα διάστημα σε ένα φίλο μου και μετά ύστερα ήρθε η μάνα με την αδερφή μου και έκλαιγαν, και να ξαναγυρίσω σπίτι. Ξαναγύρισα σπίτι, μέχρι που νοίκιασα ένα εργαστήριο και έμενα πια μέσα στο εργαστήριο μου που μένω και εδώ πέρα. Δεν τα ξαναβρήκα ποτέ με τον πατέρα μου. Μέχρι πρόσφατα που έφυγε στα 96 του ήμαστε σε μια απόσταση. Ήταν ξεροκέφαλος Κρητικός, εγωιστής! Δεν ήθελε να παραδεχτεί πια ότι είχε άδικο, παρόλο που έβλεπε το ντοκιμαντέρ που έχουν γυρίσει. Το είχε δείξει πολλές φορές η τηλεόραση και το έβλεπε η αδερφή μου και του το έλεγε. Το έβλεπε και αυτός και όταν το έβλεπε, δάκρυζε. Μου τα έλεγε η αδερφή μου αυτά, συγκινούταν. Μου λέει η αδερφή μου: «Έβλεπε ένα σίριαλ στην τηλεόραση που ήταν μια κοπέλα που ήθελε να γίνει καλλιτέχνης και ο πατέρας της δεν ήθελε και πετάγεται ο πατέρας μου και λέει: “Κοίτα να δεις ο βλάκας! Δεν αφήνει το παιδί να γίνει καλλιτέχνης!”», και του λέει η αδερφή μου…του λέει: «Μα τι λες τώρα! Δεν βλέπεις! Δεν βλέπεις!». Λέει: «Κοίτα να δεις ο άνθρωπος δεν αφήνει το παιδί να γίνει καλλιτέχνης!». Του λέει η αδερφή μου: [01:00:00]«Μα εσύ δεν έκανες το ίδιο πράγμα με το Βασίλη;» και δάκρυζε βέβαια εκεί, στεναχωριότανε. Δεν ήτανε κακός άνθρωπος, ρε παιδί μου, αλλά δεν είχε… Δεν είχε ικανότητες να δει λίγο πιο πέρα από τη μύτη του. Ξέρεις είχε μεγαλώσει κι αυτός σε ένα χωριό… αμόρφωτοι άνθρωποι, αμόρφωτος, αγράμματος. Δεν είχε δυνατότητες να δει λίγο πιο πέρα από τη μύτη του. Εντάξει, δεν του κράτησα κακία ποτέ, αλλά δεν είχαμε κάτι κοινό. Η μάνα μου δεν ήταν πιο μορφωμένη ή κάτι άλλα, είχε ένα… έτσι, μου είχε μια αδυναμία θα έλεγα. Και εμένα και στην αδερφή μου, και οτιδήποτε και να έκανα ήταν δίπλα να μου συμπαραστέκεται. Ήταν δίπλα μου, δηλαδή, όσο και να ζοριζόμουνα, ό,τι απόφαση και να έκανα, ό,τι και να έκανα, δεν μου ‘λεγε τίποτα. Ήταν δίπλα μου πάντα να με βοηθήσει! Και στην Ισπανία που είχα πάει επειδή πολλές φορές ξέμενα από λεφτά – είχα αφήσει λεφτά εδώ πέρα εγώ – και τα έδινε σε κάποιον θείο μου γιατρό που είχε καταθέσεις στην Ελβετία και του έδιναν τα λεφτά και μου έστελναν εμένα στην τράπεζα από την Ελβετία. Βέβαια, κρατάγανε ένα 10%, γιατί εγώ… μου έστελναν δέκα χιλιάρικα και μου ερχόταν εννιά εκεί πέρα. Αυτές τις διαδικασίες τις έκανε η μάνα μου. Δηλαδή, θέλω να πω ότι μου συμπαραστεκόταν πολύ όμορφα και δεν έχω παράπονο με τη μάνα μου, ήταν πάντα δίπλα μου! Ο πατέρας μου ήταν μακριά. Δεν ασχολήθηκε ποτέ με το θέμα.
Δεν ήρθε ποτέ σε έκθεσή σας;
Ο πατέρας μου… Δεν θυμάμαι. Στην Κρήτη μού φαίνεται μια φορά ήρθαν. Στην Κρήτη εγκαινιάσανε στη Σητεία ένα πνευματικό κέντρο με μία έκθεσή μου και μου φαίνεται εκεί ήρθε, γιατί είδα κάτι φωτογραφίες που ήταν εκεί, αλλά δεν πολυασχολιόταν. Η μάνα μου ερχόταν, όμως, ήταν δίπλα μου πάντα! Ο πατέρας μου… Εντάξει, καμάρωνε έτσι, όπου πήγαινε έλεγε… Αφού πια είχα γίνει και γνωστός, έτσι, και η μεγάλη επιβεβαίωση να με δείξουνε και στην τηλεόραση ξέρω ‘γώ και τέτοια. Ήταν καμάρι του να καμαρώνει γι’ αυτό το πράγμα τώρα, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί μου. Κάποτε θυμάμαι που ήθελα να λάβω μέρος σε μια έκθεση, αλλά, για να λάβω έπρεπε να δώσω πεντακόσιες δραχμές, για να βγάλουμε έναν κατάλογο και δεν είχα λεφτά. Λέω: «Την άλλη βδομάδα έχω». Μου χρωστάγανε κάτι λεφτά... Δεν μου έδωσε και δεν έλαβα μέρος στην έκθεση. Εντάξει, δεν πειράζει. Τι να κάνουμε; Αυτή ήταν η ζωή!
Κύριε Βασίλη, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι για το τέλος;
Κάτι ιδιαίτερο δεν ήθελα. Δεν έχω κάτι άλλο. Είναι τόσα πολλά που έχω, ακόμα έτσι μικρές λεπτομέρειες, αλλά δεν ξέρω τώρα τι θα μπορούσα να προσθέσω ακόμα. Να κάτι θέλω να προσθέσω τώρα, μιας και ήρθε και ο Γρηγόρης εδώ πέρα, ο οποίος ελπίζω ότι θα εξελιχτεί πολύ περισσότερο από μένα, γιατί είναι ένα σπουδαίο ταλέντο. Και ελπίζω… Απλώς του είπα ότι για να ασχοληθείς με την τέχνη πρέπει να είσαι ερωτευμένος με την τέχνη, ειδάλλως, αν δεν είσαι ερωτευμένος, δεν μπορείς να πας πουθενά. Αυτά.
Κύριε Βασίλη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να είσαι καλά, Λένα μου. Να είσαι καλά!